.

.

Δός μας,

Τίμιε Πρόδρομε, φωνή συ που υπήρξες η φωνή του Λόγου. Δος μας την αυγή εσύ που είσαι το λυχνάρι του θεϊκού φωτός. Βάλε σήμερα τα λόγια μας σε σωστό δρόμο, εσύ που υπήρξες ο Πρόδρομος του Θεού Λόγου. Δεν θέλουμε να σε εγκωμιάσουμε με τα δικά μας λόγια, επειδή τα λόγια μας δεν έχουν μεγαλοπρέπεια και τιμή. Όσοι θα θελήσουν να σε στεφανώσουν με τα εγκώμιά τους, ασφαλώς θα πετύχουν κάτι πολύ πιό μικρό από την αξία σου. Λοιπόν να σιγήσω και να μη προσπαθήσω να διακηρύξω την ευγνωμοσύνη μου και τον θαυμασμό μου, επειδή υπάρχει ο κίνδυνος να μη πετύχω ένα εγκώμιο, άξιο του προσώπου σου;

Εκείνος όμως που θα σιωπήσει, πηγαίνει με τη μερίδα των αχαρίστων, γιατί δεν προσπαθεί με όλη του τη δύναμη να εγκωμιάσει τον ευεργέτη του. Γι’ αυτό, όλο και πιό πολύ σου ζητάμε να συμμαχήσεις μαζί μας και σε παρακαλούμε να ελευθερώσεις τη γλώσσα μας από την αδυναμία, που την κρατάει δεμένη, όπως και τότε κατάργησες, με τη σύλληψη και γέννησή σου, τη σιωπή του πατέρα σου του Ζαχαρία.

Άγιος Σωφρόνιος Ιεροσολύμων

… ΣΤΑΥΡΩΜΕΝΗ ΑΓΑΠΗ ...



Εσταυρωμένε Χριστέ μας,
το τσουχτερό κρύο που ένιωθες πάνω στο Σταυρό
δεν ήταν από τον αγέρα. 
-αυτό Εσύ, ήξερες να το αντέχεις.
Ήταν από τις παγωμένες μας καρδιές.

Δεν ήταν τα ραπίσματα, ούτε οι μαστιγώσεις
που πονούσαν το λυγισμένο σου κορμί.
Αλλά το μίσος το ανθρώπινο Σου έσκιζε την καρδιά.
Το μίσος, που μετέτρεψε τα βάγια σε καρφιά.

Το δάκρυ που κύλησε από τα πάναγνα μάγουλά σου
Δεν ήταν από τις κακουχίες του σώματός Σου.
Ήταν από τη θέρμη της παράκλησής Σου να συγχωρεθούμε.

Γιατί, Εσύ, όση δύναμη είχες,
την είχες κάνει βέλος προς τον Ουρανό
σ’ εκείνο το «άφες αυτοίς ...;»

Νερό μας ζήτησες, όχι επειδή διψούσες τόσο.
Αλλά για να μας δώσεις μιαν ευκαιρία, δροσίζοντάς Σε,
να συνέλθουμε, να έρθουμε σε συναίσθηση
και να Σε νιώσουμε- έστω- σαν έναν άνθρωπο που διψά.

Ούτε αυτό δεν καταφέραμε!
Να Σε δούμε σαν έναν ασήμαντο συνάνθρωπό μας!..



Από το μυθιστόρημα
«Κάποιος να με νοιάζεται!»
(Σ. Κουβανίδου-Εκδ. Αρμός)