.

.

Δός μας,

Τίμιε Πρόδρομε, φωνή συ που υπήρξες η φωνή του Λόγου. Δος μας την αυγή εσύ που είσαι το λυχνάρι του θεϊκού φωτός. Βάλε σήμερα τα λόγια μας σε σωστό δρόμο, εσύ που υπήρξες ο Πρόδρομος του Θεού Λόγου. Δεν θέλουμε να σε εγκωμιάσουμε με τα δικά μας λόγια, επειδή τα λόγια μας δεν έχουν μεγαλοπρέπεια και τιμή. Όσοι θα θελήσουν να σε στεφανώσουν με τα εγκώμιά τους, ασφαλώς θα πετύχουν κάτι πολύ πιό μικρό από την αξία σου. Λοιπόν να σιγήσω και να μη προσπαθήσω να διακηρύξω την ευγνωμοσύνη μου και τον θαυμασμό μου, επειδή υπάρχει ο κίνδυνος να μη πετύχω ένα εγκώμιο, άξιο του προσώπου σου;

Εκείνος όμως που θα σιωπήσει, πηγαίνει με τη μερίδα των αχαρίστων, γιατί δεν προσπαθεί με όλη του τη δύναμη να εγκωμιάσει τον ευεργέτη του. Γι’ αυτό, όλο και πιό πολύ σου ζητάμε να συμμαχήσεις μαζί μας και σε παρακαλούμε να ελευθερώσεις τη γλώσσα μας από την αδυναμία, που την κρατάει δεμένη, όπως και τότε κατάργησες, με τη σύλληψη και γέννησή σου, τη σιωπή του πατέρα σου του Ζαχαρία.

Άγιος Σωφρόνιος Ιεροσολύμων

Μα, όλη τη ζωή μου την πέρασα μέσα στις αμαρτίες, και εάν μετανοήσω θα βρω τη σωτηρία; Και βέβαια.



Αν έχεις αμαρτίες, να μην απελπιστείς, αυτά δεν παύω να σας τα λέω συνεχώς, και αν κάθε μέρα αμαρτάνεις, να μετανοείς καθημερινά. Γιατί η μετάνοια είναι το φάρμακο κατά των αμαρτημάτων, είναι η προς τον Θεόν παρρησία, είναι όπλο κατά του διαβόλου, είναι η μάχαιρα που του κόβει το κεφάλι, είναι η ελπίδα της σωτηρίας, είναι η αναίρεση της απογνώσεως. Η μετάνοια μας ανοίγει τον ουρανό και μας εισάγει στον Παράδεισο. Γι' αυτό (σου λέω), είσαι αμαρτωλός; μην απελπίζεσαι.

Ίσως βέβαια αναλογιστείς. Μα τόσα έχω ακούσει στην Εκκλησία και δεν τα ετήρησα. Πώς να εισέλθω και πάλι και πώς και πάλι να ακούσω; Μα γι' αυτό ακριβώς πρέπει να εισέλθεις επειδή, όσα άκουσες δεν τα ετήρησες. Να τα ξανακούσεις, λοιπόν, και να τα τηρήσεις. Εάν ο ιατρός σου βάλει φάρμακο στην πληγή σου και παρά ταύτα δεν καθαρίσει, την επομένη ημέρα δεν θα σου ξαναβάλει πάλι; Μη ντρέπεσαι, λοιπόν, να ξαναέλθεις στην Εκκλησία. Να ντρέπεσαι όταν πράττεις την αμαρτία. Η αμαρτία είναι το τραύμα και η μετάνοια το φάρμακο.

Αν, λοιπόν, έχεις παλιώσει σήμερα από την αμαρτία, να ανακαινίσεις τον εαυτό σου με τη μετάνοια. Και είναι δυνατό, μπορεί να πει κανείς, να σωθώ, αφού μετανοήσω; Και βέβαια είναι. Μα, όλη τη ζωή μου την πέρασα μέσα στις αμαρτίες, και εάν μετανοήσω θα βρω τη σωτηρία; Και βέβαια. Από που γίνεται αυτό φανερό; Από τη φιλανθρωπία του Κυρίου σου... Γιατί η φιλανθρωπία του Θεού δεν έχει μέτρο. Και ούτε μπορεί να ερμηνευτεί με λόγια η πατρική Του αγαθότητα. Σκέψου μια σπίθα πού έπεσε μέσα στη θάλασσα, μήπως μπορεί να σταθεί εκεί ή να φανεί; Όση σχέση έχει, λοιπόν, μια σπίθα με το πέλαγος, τόση σχέση έχει η αμαρτία σου σε σύγκριση με τη φιλανθρωπία του Θεού. Και καλύτερα, θα έλεγα, όχι τόση, άλλα πιο πολλή. Γιατί το πέλαγος, ακόμη και αν είναι απέραντο, έχει όριο, μέτρο και σύνορα. Η φιλανθρωπία όμως του Θεού είναι απεριόριστη. Γι' αυτό σου επαναλαμβάνω. Είσαι αμαρτωλός; Μην απελπίζεσαι.

Αγίου Ιωάννη του Χρυσοστόμου, 8η ομιλία για τη μετάνοια.

Νοερά προσευχή...

“Ἔχασες τόν Παράδεισο, γιατί σπαταλοῦσες τόν καιρό σου μέ τούς νεκροζώντανους”




Μια χριστιανή κοπέλα από την Αθήνα, πριν μερικά χρόνια, βρέθηκε μπροστά σ’ ένα δίλημμα. Μίσησε ο κακός την σωφροσύνη της και της έβαλε σκέψεις ότι θα ‘πρεπε να παρεκκλίνει έστω και λίγο από τον δρόμο του Θεού για να επιτύχει την αποκατάστασή της. Πάλευε λοιπόν η συνείδησή της με την ολιγοπιστία της. Τότε την λυπήθηκε ο φιλανθρωπότατος Χριστός μας και την στερέωσε στην αρετή μ’ ένα όνειρο συγκλονιστικά διδακτικό. Ένα όνειρο μέσα από το οποίο πέρασε ένα μήνυμα του Θεού, μια σοβαρή προειδοποίηση όχι μόνο για εκείνην αλλά και για όλους. Το διηγήθηκε στον σεβαστό Πνευματικό της και σε πνευματικές αδελφές της, για να τις ωφελήσει. Είπε τα εξής:...
«Είδα ότι βρισκόμουν σ’ έναν υπόγειο χώρο , σαν αυτούς που είναι κάτω από την Ομόνοια, όπου περνούν τα τραίνα, αλλά υπήρχε ημίφως. Μέσα σ’ αυτόν τον χώρο εκινούντο δύο κατηγορίες ανθρώπων. Οι μεν περπατούσαν, αλλά ήταν ανέκφραστοι , με απλανές βλέμμα , χωρίς να έχουν αίσθηση χώρου και χρόνου. Ήταν σαν κινούμενοι νεκροί, νεκροζώντανοι. Οι δε ήταν φυσιολογικοί, ζωντανοί άνθρωποι σαν κι εμένα, και είχαμε συγκεντρωθεί όλοι μαζί σ’ ένα μέρος. Τότε ανάμεσά μας παρουσιάστηκε ένας Φωτόμορφος άνδρας με θεία όψι και μας είπε δείχνοντάς μας με το χέρι του μια διέξοδο, που έμοιαζε με πύλη, έξω από την οποία φαινόταν να υπάρχει άπλετο φως.
- Προσέξτε! Για να βγήτε απ’ αυτό το μισοσκόταδο προς το φως, πρέπει, όταν ακούσετε μια καμπάνα που θα χτυπήσει, να τρέξετε να προλάβετε να βγείτε έξω από εκείνη την πύλη, διότι αν δεν προλάβετε, θα μείνετε για πάντα εδώ μέσα!
Εγώ άρχισα να αγωνιώ αν θα άκουγα την καμπάνα. Για μια στιγμή ίσα που την άκουσα απόμακρα...
Άρχισα να τρέχω προς την πύλη, αλλά άλλοι είχαν τρέξει πρωτύτερα και έβγαιναν προς το φως. Όταν πλησίασα κι εγώ, ίσα που πρόλαβα κι έβγαλα το σώμα μου και η πόρτα άρχισε να κλείνει! Άρχισα και φώναζα σε βοήθεια τον Θεό μ’ όλη τη δύναμη της ψυχής μου. Τότε παρουσιάστηκε ο Θείος αυτός άνδρας και με τράβηξε προς το φως, ενώ η πόρτα έκλεινε σαν αυτόματη, αγγίζοντας τα πόδια μου.
Ίσα που μπόρεσα να γλυτώσω! Τότε όμως, όλοι που βγήκαμε προς το φως, αντικρύσαμε ένα τραγικό θέαμα. Ενώ οι νεκροζώντανοι περιφέρονταν ακόμα στο μισοσκόταδο, χωρίς να έχουν πάρει είδηση τίποτε από όλα αυτά που συνέβησαν γύρω τους, μέσα από τα κάγκελα της κλειστής πύλης, έκλαιγε και χτυπιόταν μια παρθένος κοπέλλα με μακρυά μαλλιά , που φορούσε λευκά. Έκλαιγε γιατί δεν πρόλαβε να βγει. Φώναζε κοιτώντας τον Θείο αυτόν άνδρα, που φαίνεται πως ήταν ο Σωτήρας Χριστός , κι έλεγε:
- Γιατί, γιατί Θεέ μου, εγώ δεν βγήκα προς το φως; Γιατί δεν πρόφτασα; Δεν είμαι κακή, είμαι αγνή. Γιατί;…
Και τότε Εκείνος της είπε:
- Ναι, είσαι αγνή. Αλλά την ζωή σου την πέρασες απορροφημένη με τους νεκροζώντανους. Γι’ αυτό δεν άκουσες την καμπάνα να βγεις προς το “φως”!
Τόσο πολύ συγκλόνισε αυτό το μήνυμα του Θεού την κοπέλλα, ώστε συνέχισε την ζωή της θεοσέβειας και της αρετής με μεγαλύτερη συνέπεια. Σε λίγο ο Θεός την αξίωσε να αποκτήσει μια ευλογημένη οικογένεια.
Το θέμα όμως είναι γενικό. Ας αναλογιστεί ο καθένας πόσο χρόνο χάνει με τις ματαιοδοξίες του κόσμου τούτου και τους “νεκροζώντανους” της κοινωνίας (δηλαδή τους ανθρώπους που είναι προσκολλημένοι στην ύλη και την αμαρτία ) , ώστε να φεύγει ο πολύτιμος χρόνος της ζωής, που μας δόθηκε από τον Θεό για μετάνοια και καλλιέργεια της ψυχής μας, με αδιαφορία και χλιαρότητα. Άλλωστε , έχει πει ο Κύριος μέσα στην Αγία Γραφή “…τι χλιαρς ε, κα οτε ζεστς οτε ψυχρός, μέλλω σε μέσαι κ το στόματός μου”. (Αποκ. Γ΄, 16 )


Από το βιβλίο: «Μηνύματα από τον Ουρανό»
Έκδοσις Ι. Μονής Παναγίας Βαρνάκοβας

Δωρίδα 2005



Μετάνοια, εξομολόγηση, σκοπός της ζωής...

Ένα σπάνιο βίντεο ντοκουμέντο!




Ο Θεός και οι «Θεοί»




ΠΟΛΛΟΙ εἶναι οἱ ἄνθρωποι, ποὺ δηλώνουν δημοσίως ὅτι δὲν πιστεύουν στὸν Θεό. Ἀρνοῦνται νὰ δεχτοῦν τὶς ἐντολές του καὶ ἐπιλέγουν τοὺς «θεοποιημένους» συνανθρώπους τους. Παρατηρεῖται ἕνας παραλογισμὸς στὶς προτιμήσεις τους. Πίστη στὸ Θεό, ὄχι. Πίστη στὰ χαρίσματα τῶν «θεοποιημένων» ἀνθρώπων, ναί.

Οἱ ἄπιστοι δέχονται μὲ ἐμπιστοσύνη τοὺς ἀνθρώπους, ποὺ τοὺς ταιριάζουν, ἐνῶ τοὺς ἀνθρώπους τοῦ Θεοῦ τοὺς ἀποστρέφονται. Τοὺς ἐμπαθεῖς καὶ ἁμαρτωλοὺς τοὺς ἔχουν ὡς παραδείγματα ζωῆς. Τοὺς καλοὺς καὶ ταπεινοὺς ὡς παραδείγματα πρὸς ἀποφυγήν. Ἔχουν ὡς Θεοὺς πολιτικούς, ἀξιωματικούς, ἠθοποιούς, τραγουδιστές, λοιποὺς καλλιτέχνες, ἀθλητές, ποδοσφαιριστές κ.ἄ. Γι᾽ αὐτοὺς μιλοῦν, αὐτοὺς θαυμάζουν, αὐτοὺς μιμοῦνται, τέτοιοι θέλουν νὰ γίνουν καὶ αὐτοί, ἀλλὰ καί τὰ παιδιά τους! 

Εἶναι δυστυχῶς αἰχμάλωτοι τῆς ὕλης καὶ τῆς γῆς, χωρὶς καμιὰ πνευματικὴ ἀναζήτηση, χωρὶς καταφυγὴ στὸ Θεὸ καὶ χωρὶς νόημα στὴ ζωή τους. Αὐτοὶ οἱ ἄνθρωποι πεθαίνουν ἀμετανόητοι. Καὶ ἀποτελοῦν, ἀλίμονο, τὰ μεγάλα στρώματα τῆς κοινωνίας, γεγονὸς ποὺ πικραίνει τοὺς κληρικοὺς καὶ τοὺς συνειδητοὺς χριστιανούς.

Στὴν ὑπηρεσία αὐτῶν τῶν ὑποβαθμισμένων πνευματικὰ ἀνθρώπων ἔχουν ταχθεῖ ὅλα τὰ μέσα ἐνημέρωσης (τηλεόραση, ραδιόφωνο, ἐφημερίδες, περιοδικά, βιβλία κ.λπ.), τὰ ὁποῖα προβάλλουν διαρκῶς τὶς δραστηριότητές τους, ἐνῶ ἀποφεύγουν ἐπιμελῶς κάθε ἀναφορὰ σὲ ἀνθρώπους τῆς Ἐκκλησίας.

Ὁ Γέροντας Πορφύριος ἔβλεπε τοὺς ἀνθρώπους νὰ προχωροῦν στὰ τυφλὰ καὶ νὰ σκοντάφτουν σὲ κάθε βῆμα τῆς ζωῆς τους, γι᾽ αὐτὸ καὶ ἔλεγε: «Ὁ ἄνθρωπος ἔχει φτιάξει πολλοὺς θεούς. Ἀκόμα καὶ αὐτοὶ οἱ ἄσωτοι καὶ οἱ ἄθεοι πιστεύουν στὸ Θεό, ὄχι φυσικὰ στὸν ἀληθινό, ἀλλὰ στὴ σάρκα, στὰ πάθη, στὴν ὕλη. Ὅλοι κάτι λατρεύουνε. Αὐτὸ ποὺ λατρεύει κανείς, σ᾽ αὐτὸ δουλεύει. Δηλαδὴ εἶσαι πόρνος, εἶσαι ἄνθρωπος τῆς σάρκας, δουλεύεις γιὰ τὴ σάρκα, γιὰ τὴν ὕλη». Καὶ διευκρίνιζε: «Ἡ ἀλήθεια εἶναι στὴν Ὀρθοδοξία. Ὑπάρχουν πολλὰ φῶτα, ποὺ βλέπει κανεὶς καὶ ἐντυπωσιάζεται, μὰ ἕνα εἶναι τὸ φῶς τὸ ἀληθινό, ὁ ἀληθινὸς Θεός, δηλαδὴ ὁ Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστός. Οἱ ἀλήθειες τοῦ Θεοῦ, ὅπως τὶς ἔχει πεῖ, ἀπὸ τὴν ἀρχή, αὐτὲς εἶναι. Δὲν ὑπάρχουν ἄλλες ἀλήθειες, νέες, ἐπειδὴ ὁ κόσμος προόδεψε καὶ οἱ ἄνθρωποι πήγανε στ᾽ ἄστρα!».

Στὴ σύγχρονη κοινωνία, ποὺ οἱ ἄθεοι εἶναι πολλοί, οἱ χριστιανοὶ πρέπει νὰ ἀποτελοῦν τὸ φῶς καὶ τὸ ἁλάτι. Νὰ εἶναι συνεπεῖς στὴ διδασκαλία τοῦ Χριστοῦ, νὰ ἔχουν αὐξανόμενο ἱερὸ ζῆλο καὶ νὰ δείχνουν πρὸς ὅλους τὴν ἔμπρακτη ἀγάπη τους. Μόνο ἔτσι θὰ μειώνεται τὸ ὀλέθριο ἔργο τῶν ἀθέων καὶ θὰ προβάλλεται τὸ πνευματικὸ καὶ σωτηριῶδες ἔργο τῆς Ἐκκλησίας. Τὸ μεγάλο αὐτὸ πρόβλημα δὲν θὰ λυθεῖ μὲ τὸ κήρυγμα μόνο, γιατὶ δὲν πείθει πάντα. Ἐξάλλου οἱ ἄνθρωποι, ποὺ δὲν πιστεύουν, βρίσκονται ἐκτὸς Ἐκκλησίας καὶ δὲν τὸ παρακολουθοῦν. Ἐνῶ τὸ φωτεινὸ παράδειγμα τῶν χριστιανῶν τὸ βλέπουν, τὸ ἀποδέχονται καὶ οἱ καλοπροαίρετοι ἐπηρεάζονται θετικά.

Πρωτοπρ. Διονύσιος Τάτσης

Ορθόδοξος Τύπος,26/07/2013


- Ο απαίδευτος νους!




- Ποιος κυβερνά αυτόν τον κόσμο;

- Ο απαίδευτος νους.

- Ο απαίδευτος νους; Είναι ο πλούσιος; Είναι ο αμόρφωτος; Είναι ο..;

- Είναι ο απαίδευτος νους.

- Τι εννοείς; Τι σημαίνει αυτό;

Ο απαίδευτος νους άγεται και φέρεται. Γίνεται έρμαιο της συγκυρίας. Γίνεται αυτό που συμβαίνει- και τίποτα άλλο.

Ο απαίδευτος νους προσκολλάται πάντοτε στον εκάστοτε Δυνατό. Είναι μια αυτόματη, αντανακλαστική κίνηση.

Ο απαίδευτος νους δέχεται τη δωροδοκία, την εύνοια, την υπεροπτική ανοχή του Δυνατού. Μια δουλειά, λίγα χρήματα, ένα αντάλλαγμα. Θα δεχτεί να βελτιώσει πρόσκαιρα τη θέση του και θα επιτρέψει στον βασιλιά, τον κυβερνήτη, τον πρωθυπουργό να συντηρήσει το εκάστοτε διεφθαρμένο καθεστώς του.

Ο απαίδευτος νους επιτρέπει την αθλιότητα, όσο εκείνη λειτουργεί υπέρ του. Με τον καιρό θα καμαρώσει κρυφά τη δύναμη της Εξουσίας και τη βαρβαρότητα που την συντηρεί. Όταν ο Δυνατός δεν έχει πια τα μέσα- το χρήμα και την επιρροή- για να τον κρατήσει πιστό, τότε αμέσως στρέφεται στον επόμενο Δυνατό. Σβήνει ξαφνικά με απαξία τη συμμετοχή και την ανοχή του στο θλιβερό παρελθόν. Γίνεται με θρασύτητα ο πιο σκληρός πολέμιος του παλαιού κι ο πιο πιστά οργισμένος ακόλουθος του καινούριου Δυνατού. Και παράλληλα με αυτόν τον φαύλο κύκλο της εξουσίας και τα σερνόμενα πλήθη του, ο απαίδευτος νους πάντοτε εντοπίζει τον αδύναμο.

Ο απαίδευτος νους συντρίβει τον αδύναμο. Ο πλούσιος τον φτωχό. Ο φτωχός τον ακόμα πιο φτωχό. Ο πιο φτωχός τον παρία. Ο παρίας τον ανέγγιχτο («the untouchables», η έσχατη κάστα στην Ινδία). Συχνά οι εξαθλιωμένοι γίνονται ακόμα πιο σκληροί απ’ τους βασανιστές τους – έτσι η Αδικία διαιωνίζεται.

Ο απαίδευτος νους πιστεύει. Ο θεός του είναι η Ισχύς. Αυτή είναι η ιερή του δύναμη. Μόνο αυτή μπορεί να αντιληφθεί. Μπορεί να περιφέρει λεκτικά έννοιες όπως η Αγάπη και η Ελευθερία, να τις περιγράφει, να τις κορνιζάρει με μεγάλα γράμματα, αλλά ποτέ δεν τις ενσωματώνει χωρίς αντάλλαγμα στη μικρή ζωή του. Μόνο μέσα στην επιφάνεια του συγκριτικού βαθμού βρίσκει νόημα. «Είμαι πιο καλός. Ο θεός μου είναι πιο καλός. Είμαι ανώτερος».

Ο απαίδευτος νους δεν ξαγρυπνά τις νύχτες. «Πώς έζησα σήμερα; Τι έκανα; Τι δεν έκανα;» «Μήπως αδίκησα κάποιον; Μήπως τον πόνεσα;». Δεν αναρωτιέται. Γιατί ο απαίδευτος νους είναι πάντοτε αδικημένος. Θιγμένος. Κι ,επομένως, πάντοτε δικαιολογημένος. Αυτός είναι ο αγαπημένος του ρόλος.

Ο απαίδευτος νους δηλώνει απερίφραστα και μεγαλόφωνα την ύπαρξη του. Είναι η παράλογη προβολή του πλούτου του, είναι η μίζερη προβολή της ατυχίας του, είναι η αλαζονική προβολή της τιμιότητάς του, της ηθικής του ανωτερότητας.

Ο απαίδευτος νους φοβάται. Φοβάται το Άγνωστο – δηλαδή τα πάντα. Δεν μπορεί να δώσει εξήγηση, δεν έχει την πνευματική ζωή που θα γαληνέψει την άγνοιά του. Κι έτσι αρχετυπικά μετατρέπει το Άγνωστο σε καλό ή κακό θεό, σε δαίμονα ή προστάτη. Τελικά φοβάται και τα δυο.

Ο απαίδευτος νους δεν διστάζει ν’ αφεθεί στα πιο βάρβαρα ένστικτά του – γιατί είναι ό,τι πιο εύκολο μπορεί να κάνει. Η κάθε εποχή θα του δώσει συνθήματα/ επιχειρήματα για κάθε άθλιο εαυτό του.

Ο απαίδευτος νους πηγαίνει στο Σχολείο, στο Πανεπιστήμιο, λαμβάνει τις πληροφορίες της εποχής του, διαβάζει, αποκτά πείρα, διδάσκει. Αλλά ποτέ δεν διδάσκεται.

Ο απαίδευτος νους ακολουθεί τυφλά την Αυθεντία του καιρού του. Συχνά ταυτίζει τον εαυτό του με την Αυθεντία.

Ο απαίδευτος νους ξέρει. Κατέχει την αλήθεια. Την Απόλυτη Αλήθεια. Δημιουργεί ένα σύννεφο, ένα νεφέλωμα ιδεοληψιών, προκαταλήψεων, στερεοτύπων κι απαράβατων κανόνων. Κρέμεται με υστερία πάνω απ’ το σύννεφο αυτό και πιστεύει πως τον σηκώνει ψηλά, πως μαζί πηγαίνουν βόλτα πάνω απ’ τις ζωές των άλλων πλασμάτων. Νιώθει θεός τους για μια μέρα – για μια ζωή. Πάνω στο σύννεφο κάνει περίεργες κινήσεις με το σώμα και τα χέρια του, λατρεύει ξύλα, χρυσάφια ,υφάσματα και ρούχα, φτιάχνει τελετές και καταναγκασμούς, αλλά αδυνατεί να πει μια καλημέρα – και να την εννοεί.

Ο απαίδευτος νους ζει μέσα μια διαρκή σύγχυση. Η Σύγχυση σημαίνει πάντοτε Σύγκρουση.

Ο απαίδευτος νους ζει μέσα σε μια διαρκή αντίφαση. Πολεμά στο όνομα της Ειρήνης, Σκοτώνει στο όνομα της Ζωής, Πονά στο όνομα της Αγάπης, Σκλαβώνει στο όνομα της Ελευθερίας, Αδικεί στο όνομα της Δικαιοσύνης, Παρανομεί στο όνομα του Νόμου, Καταστρέφει στο όνομα της Ύπαρξης.

Ο απαίδευτος νους έχει ως σημείο αναφοράς τους εχθρούς. Τους φαντάζεται, τους δημιουργεί, τους ελκύει.

Ο απαίδευτος νους ζει μέσα απ’ τους άλλους. Παραμονεύει. Χάνει χρόνο, απ τον ελάχιστο που διαθέτει στην ενσαρκωμένη ζωή του, για να ασχοληθεί με τα πλάσματα που πιστεύει πως κλέβουν κάτι από τον ζωτικό του χώρο. Δεν αντέχει τη μοναξιά της περισυλλογής. Δεν εμβαθύνει.

Ο απαίδευτος νους είναι ο Δικτάτορας. Του κράτους του, της ομάδας του, της οικογένειας, των παιδιών, των συντρόφων του, των φίλων, της καθημερινότητας.

Ο απαίδευτος νους κρίνει, δεν δημιουργεί.

Ο απαίδευτος νους δεν ζει στο παρόν. Θα στοιχημάτιζε και τη ζωή του για το τι έγινε πριν από χιλιάδες χρόνια, έχει τη βεβαιότητα για το τι πρόκειται να συμβεί. Αλλά στην πραγματικότητα δεν ξέρει τίποτα για το Τώρα.

Ο απαίδευτος νους δεν αναγνωρίζει το ταλέντο, την ομορφιά των άλλων.

Ο απαίδευτος νους δημιουργεί τη γραφειοκρατία. Αγαπά τους τύπους, γιατί δεν απαιτούν βαθύτερη αντίληψη της ζωής, δεν ζητούν κάποια πνευματική διαδρομή, είναι ευκόλως αναγνώσιμοι. Υπάρχουν εκεί, αμετακίνητα παρόντες, ένα έτοιμο εγχειρίδιο.

Ο απαίδευτος νους στηρίζει με τη σιωπή του κάθε φαύλο καθεστώς. Καταστρέφει με το θόρυβό του κάθε δημοκρατία. Γιατί ο λόγος του δεν είναι ποτέ απόσταγμα σκέψης. Βιάζεται να σωπάσει ή να επιβάλει τον λόγο του. Ο απαίδευτος νους είναι ανυπόμονος. Δεν έχει τον αυθορμητισμό ενός παιδιού, τη λαχτάρα του ερωτευμένου. Δεν κατανοεί τη στωικότητα, την καρτερικότητα, την αξία του λόγου και τη σοφία της σιωπής. Ζει σπασμωδικά, ακριβώς όπως σκέφτεται.

Ο απαίδευτος νους δεν έχει καμία εσωτερική ευγένεια. Ο αληθινά ευγενής άνθρωπος φαίνεται μόνο από τους τρόπους του απέναντι σε εκείνους, τους οποίους δεν έχει καμία απολύτως ανάγκη.

Ο απαίδευτος νους δεν έχει χιούμορ. Λέει αστεία, γίνεται εύθυμος, σκωπτικός, πικρόχολος και χαιρέκακος. Αλλά δεν επιτρέπει να αγγίξει κανείς – ούτε λεκτικά- την κοσμοθεωρία του.

Ο απαίδευτος νους συγχωρεί τον εαυτό του. Όχι τους άλλους.

Ο απαίδευτος νους μπορεί να είναι μορφωμένος, σοβαρός, καλοντυμένος, να κατέχει φήμη κι αξιώματα, δύναμη, επιρροή και πλούτο. Ο απαίδευτος νους μπορεί να είναι αμόρφωτος, κακοντυμένος, χωρίς κοινωνική θέση κι αξιώματα. Σχηματίζει ομάδες, φράξιες, παρατάξεις, στρατούς, διαχωρισμούς. Οι περισσότερες εποχές της ανθρώπινης ιστορίας ευνοούν τον απαίδευτο νου. Γιατί εκείνος βρίσκει πάντοτε το κατάλληλο έδαφος μέσα στις αυστηρές δομές, στις έτοιμες απαντήσεις, σε ιδεολογικά κατασκευάσματα και θρησκείες. Ο απαίδευτος νους είναι υπάκουος – ή οργανωμένα, κατόπιν προσταγής, ανυπάκουος. Ψάχνει πάντοτε για την πιο ασφαλή φυλακή και τη βαφτίζει ζωή του.

Ο απαίδευτος νους δεν ξέρει τι είναι η καλοσύνη ή η αγάπη άνευ όρων. Δε θα άντεχε ποτέ μια τέτοια αναρχία.


Ο απαίδευτος νους δεν αντέχει τα πλούτη του – 
γίνεται άπληστος.
Ο απαίδευτος νους δεν αντέχει τη φτώχια του – 
γίνεται κτήνος.

από τον Αμέθυστο


ΠΡΟΦΗΤΙΚΑ ΑΦΙΕΡΩΜΕΝΟΣ ΣΤΟΥΣ ΟΠΑΔΟΥΣ ΤΗΣ ΠΑΓΚΟΣΜΙΟΠΟΙΗΣΗΣ = «ΝΕΑΣ ΤΑΞΗΣ ΠΡΑΓΜΑΤΩΝ»



ΨΑΛΜΟΣ 2ος

Ἰνατί ἐφρύαξαν ἔθνη, καὶ λαοὶ ἐμελέτησαν κενά; 
2 παρέστησαν οἱ βασιλεῖς τῆς γῆς, καὶ οἱ ἄρχοντες συνήχθησαν ἐπὶ τὸ αὐτὸ κατὰ τοῦ Κυρίου καὶ κατὰ τοῦ χριστοῦ αὐτοῦ. (διάψαλμα). 
3 Διαῤῥήξωμεν τοὺς δεσμοὺς αὐτῶν καὶ ἀποῤῥίψωμεν ἀφ᾿ ἡμῶν τὸν ζυγὸν αὐτῶν. 
4 ὁκατοικῶν ἐν οὐρανοῖς ἐκγελάσεται αὐτούς, καὶ ὁ Κύριος ἐκμυκτηριεῖ αὐτούς. 
5 τότε λαλήσει πρὸς αὐτοὺς ἐν ὀργῇ αὐτοῦ καὶ ἐν τῷ θυμῷ αὐτοῦ ταράξει αὐτούς. 
6 ᾿Εγὼ δὲ κατεστάθην βασιλεὺς ὑπ᾿ αὐτοῦ ἐπὶ Σιὼν ὄρος τὸ ἅγιον αὐτοῦ, 
7 διαγγέλλων τὸ πρόσταγμα Κυρίου. Κύριος εἶπε πρός με· υἱός μου εἶ σύ, ἐγὼ σήμερον γεγέννηκά σε. 
8 αἴτησαι παρ᾿ ἐμοῦ, καὶ δώσω σοι ἔθνη τὴν κληρονομίαν σου καὶ τὴν κατάσχεσίν σου τὰ πέρατα τῆς γῆς. 
9 ποιμανεῖς αὐτοὺς ἐν ῥάβδῳ σιδηρᾷ, ὡς σκεύη κεραμέως συντρίψεις αὐτούς. 
10 καὶ νῦν, βασιλεῖς,σύνετε, παιδεύθητε, πάντες οἱ κρίνοντες τὴν γῆν. 
11 δουλεύσατε τῷ Κυρίῳ ἐν φόβῳ καὶ ἀγαλλιᾶσθε αὐτῷ ἐν τρόμῳ. 
12 δράξασθε παιδείας, μήποτε ὀργισθῇ Κύριος καὶ ἀπολεῖσθε ἐξ ὁδοῦ δικαίας. 
13 ὅταν ἐκκαυθῇ ἐν τάχει ὁ θυμὸς αὐτοῦ, μακάριοι πάντες οἱ πεποιθότες ἐπ᾿ αὐτῷ.

«Ο βρεφικός θρήνος…» ( μια αληθινή ιστορία) -του π. Θωμά Ανδρέου



Σ’ έναν ναό των Αθηνών, περιγράφηκε η ιστορία αυτή. Μέσα από το μυστήριο της εξομολογήσεως ζωντάνεψε ο χρόνος , οι θύμισες έγιναν δάκρυα μετανοίας για έναν άνθρωπο, που επί πενήντα συναπτά έτη βρισκόταν αναμέσο της φλογός της συνειδήσεως, φλογός η οποία άσβεστος κατέκαιε επί μισόν αιώνα την τεταραγμένην ψυχήν. Ο μεγαλύτερος εχθρός του ανθρώπου, είναι ο ίδιος του ο εαυτός… Ας αφήσουμε την εξέλιξη της διηγήσεως και ας σταθούμε σιωπηλοί έναντι μιας θλιβεράς αληθινής ιστορίας, από αυτές που μόνον η ιδία η ζωή μπορεί να παραστήσει…

-Πάτερ, σας παρακαλώ θερμώς, να με δεχθείτε να εξομολογηθώ !

Μία ηλικιωμένη κυρία ογδοηκοντούτης, με παρακλητικό πλην επίμονον βλέμμα, ζητούσε από τον Ιερέα να την ακούσει. Ζητούσε να δεχθεί το βάλσαμον της παρηγορίας , καθ’ ον τρόπον εδέχθει την ενστάλαξη ελαίου και οίνου επί των αιμοροούντων πληγών του, ο δυστυχής της ευαγγελικής παραβολής άνθρωπος ο εμπεσών εις τους ληστάς , υπό του καλού Σαμαρείτου. Ο Ιερεύς, αμέσως εφόρεσε το Ιερόν επιτραχείλιον, τον ποταμόν της Θείας Χάριτος και του ελέους του Θεού, εις τους ανθρώπους. Αφού εκάθισαν αντικριστά, η σεβασμία κυρία ξεκίνησε να διηγείται διακόπτουσα μόνον την διήγησιν της, για να ακουσθεί ένας βαθύς αναστεναγμός, επισφράγισμα οδυνηρόν του πόνου της ψυχής της.

-Πάτερ, είμαι ογδόντα ετών. Βρίσκομαι πλέον στην δύση της ζωής μου… Αισθάνομαι πως το τέλος εγγίζει, δεν θέλω να φύγω με ένα κρίμα που για πενήντα ολόκληρα χρόνια βασανίζει την ψυχή μου. Κρίμα δυσβάστακτον που ουδέποτε και σε κανέναν μέχρι σήμερα εκμυστηρεύτηκα. Η ιστορία που θα σας διηγηθώ, έγινε αιτία για πενήντα χρόνια να καίγομαι στην φλόγα της συνειδήσεως μου. Να ξυπνώ τα βράδια από ένα βρεφικό κλάμα, έναν ατέλειωτο θρήνο που ηχεί μέσα στα αυτιά μου .

Στην ζωή μου, άκουσα πολλές φορές βρέφη να κλαίνε. Ποτέ ξανά όμως έτσι…. Μόνον μία φορά, την ημέρα εκείνη η οποία έμελε να στιγματίσει το υπόλοιπον της ζωής μου. Εργαζόμουν ως μαία σε μεγάλη ιδιωτική κλινική των Αθηνών. Υπήρξα συνεπής πάντοτε στην εργασία μου. Αγαπούσα την δουλειά μου και για τον λόγο αυτό, πολλές φορές ζητούσαν να παραστώ σε γέννα, ακόμα και όταν αυτή γινόταν σε ώρες εκτός της εργασίας μου.

Στις αρχές της δεκαετίας του 1950, όταν η Αθήνα ήταν τελείως διαφορετική απ’ ότι σήμερα, βρισκόμουν ένα πρωινό στην εργασία μου, στην κλινική των Αθηνών. Με ειδοποίησαν πως με ζητά ο Διευθυντής και έτσι ξεκίνησα να ανέβω στο γραφείο του στον επάνω όροφο. Φθάνοντας στο γραφείο, χτύπησα διακριτικά την πόρτα και μπαίνοντας μέσα είδα τον κ. Διευθυντή μαζί με άλλους τρεις καλοντυμένους κυρίους, να συζητούν χαμηλόφωνα. Βλέποντας με ο Διευθυντής της κλινικής, με κάλεσε να πλησιάσω κοντά τους:

-Έλα παιδί μου, πλησίασε, μου είπε. Θα χρειασθεί να πάς σε κάποιο Σπίτι όπου θα βοηθήσεις σε μια γέννα. Οι κύριοι θα σε πάνε και θα σε επιστρέψουν μετά. Θα πληρωθείς αδρά για τις υπηρεσίες σου εκεί. Πόση ώρα χρειάζεσαι να ετοιμασθείς; 

-Σε ένα τέταρτο θα μπορούμε να φύγουμε, απάντησα εγώ και μόλις πήγα να ρωτήσω τον λόγο για τον οποίο έπρεπε εγώ να μεταβώ εκεί αντί να έρθει η ετοιμόγεννη γυναίκα στην κλινική, ωστόσο σαν ο κ. Διευθυντής να διάβασε τις ενδόμυχες σκέψεις μου, με διέκοψε απότομα λέγοντας μου: – ‘’Εντάξει παιδί μου, ετοιμάσου να φύγετε…’’ Βγήκα από το γραφείο και πήγα να ετοιμάσω την βαλίτσα μου με τα απαραίτητα. Εξάλλου, σκέφθηκα, η παρουσία μου μόνον βοηθητική θα μπορούσε να είναι μιας και σίγουρα μαζί με εμένα θα ερχόταν και κάποιος εκ των Ιατρών της κλινικής. Ετοίμασα μία βαλίτσα με τα απαραίτητα και κατέβηκα στην είσοδο, όπου με περίμεναν οι τρείς κύριοι τους οποίους προηγουμένως είχα συναντήσει στο γραφείο του κ. Διευθυντού. Βρισκόντουσαν δίπλα σε ένα παρκαρισμένο πολυτελές μαύρο αυτοκίνητο και μου έγνεψαν να πάω προς τα εκεί. 

Προς στιγμήν, ένα συναίσθημα φόβου με κατέλαβε, ωστόσο δεν μπορούσα να αρνηθώ. Πρώτον, ήταν η εκτέλεσις του καθήκοντος μου και ασφαλώς κατά δεύτερον ήταν εντολή του εργοδότου μου. Πλησίασα λοιπόν και πήγα να ανοίξω την πόρτα του αυτοκινήτου. Απότομα με σταμάτησε ο ένας από τους τρείς καλοντυμένους κυρίους. Πιάνοντας με από το χέρι, μου είπε:

-Μισό λεπτό κυρία, πριν μπείτε μέσα θα σας ζητήσουμε κάτι… 

Προς στιγμήν, ένα αδιόρατο συναίσθημα φόβου με κατέλαβε. Ωστόσο η περιέργεια με έκανε να ρωτήσω: 

-Τι θέλετε; 

Εκείνος, ρίχνοντας ένα βλέμμα στους άλλους δύο, χαμηλώνοντας τον τόνο της φωνής του με πλησίασε περισσότερο και μου είπε: 

-Για να σας μεταφέρουμε εκεί που πρέπει να πάμε, θα μας επιτρέψετε να σας κλείσουμε τα μάτια , ώστε να μην γνωρίζετε τον ακριβή προορισμό μας… 

Ξανά αυτός ο αδιόρατος φόβος, έκανε την επανεμφάνιση του στην ψυχή μου… Όλα αυτά, ήταν περίεργα πράγματα. Έδειχναν πως κάτι ύποπτο συνέβαινε…. Βλέποντας το πρόσωπο μου να εκφράζει την αγωνία της ψυχής μου, ο εις εκ των συνοδών μου σε μια άχαρη προσπάθεια του να με καθησυχάσει μου είπε κοιτώντας με κατάματα: 

- Μην φοβάστε κυρία, δεν υπάρχει κανένας κίνδυνος, προσπαθούμε να διασφαλίσουμε πως δεν θα γνωρίζετε τον προορισμό μας, τίποτε περισσότερο. 

- Μα, και να μην θέλω με τρομάζετε με όλα αυτά τα ακατανόητα πράγματα. Που πηγαίνουμε; Για ποιο λόγο αυτή η μυστικότης; Γιατί επιλέξατε εμένα; 

‘Όμως ο κύριος σήκωσε ελαφρά το χέρι του και μου είπε: 

-Σας παρακαλώ κυρία, δεν μπορώ να αποκαλύψω τίποτε περισσότερο. Σας παρακαλώ, μην καθυστερούμε …. Σας βεβαιώ πώς δεν έχετε να φοβηθείτε τίποτε… Εξάλλου, ο κ. Διευθυντής, γνωρίζει επακριβώς που πηγαίνουμε…. 

Αυτός ο λόγος του με καθησύχασε. Μπήκα μέσα στο πολυτελές αυτοκίνητο και δέχθηκα αδιαμαρτύρητα πλέον, να μου δέσουν τα μάτια με ένα μεγάλο μαντίλι. Δεν είναι δυνατόν, σκέφθηκα, να μου κάνουν κακό… Για ποιο λόγο; Και εκτός τούτου, αν δεν τους γνώριζε ο κ. Διευθυντής, θα ήταν ποτέ δυνατόν με στείλει μαζί με αυτούς τους εντελώς άγνωστους σε μένα ανθρώπους; Προτίμησα να πάψω να σκέπτομαι, εξάλλου μαία ήμουν … Άνθρωπο θα έφερνα στο κόσμο ! 

Δεν γνωρίζω πόση ώρα πέρασε… Δεν γνωρίζω που με μετέφεραν. Δεν μπόρεσα ούτε καν να υπολογίσω τον χρόνο κατά τον οποίον βρισκόμουν μέσα στο αυτοκίνητο με τα μάτια μου δεμένα. Σε κάποια στιγμή, το αυτοκίνητο στάθμευσε. Δίπλα μου, καθόταν από την αρχή, ο άγνωστος κύριος που είχαμε μιλήσει στην κλινική, ενώ οι άλλοι δύο κάθονταν στα μπροστινά καθίσματα. Προφανώς, ο συνοδός μου, ήθελε να διασφαλίσει πως σε καμία περίπτωση δεν θα αφαιρούσα το μαντίλι ώστε να καταλάβω σε ποια περιοχή ήμουν ή που με πήγαιναν. Όταν ο ίδιος έβγαλε το μαντίλι, είδα πως βρισκόμασταν στον κήπο μιας έπαυλης, κυριολεκτικά πνιγμένης μέσα στα καταπράσινα δέντρα. Δυο–τρείς άνθρωποι περπατούσαν βιαστικοί σε διαφορετικές κατευθύνσεις. Ένα τεράστιο σπίτι, δέσποζε επιβλητικό στην μέση της έπαυλης. 

Ανέβηκα τα σκαλοπάτια της μαρμάρινης εξωτερικής σκάλας, ενώ την μικρή βαλίτσα με τα απαραίτητα για τον επερχόμενο τοκετό, μου μετέφερε στα χέρια του ένας εκ των τριών συνοδών μου. Περνώντας μέσα στο σπίτι, είδα μία τεράστια σκάλα στην μέση της οικίας η οποία εκ των υστέρων διαπίστωσα πως οδηγούσε στον επάνω όροφο όπου και υπήρχαν πολλά υπνοδωμάτια. Με το χέρι του ο συνοδός μου έδειξε πως θα έπρεπε να ανέβω επάνω. Προς στιγμήν, νομίζω πως άκουσα έναν γυναικείο αναστεναγμό πόνου, δεν ξέρω όμως αν όντος το άκουσα ή ο φόβος μου που έκανε την επανεμφάνιση του συνοδευόταν από κάποιες παραισθήσεις. Ανέβηκα την μεγάλη σκάλα η οποία οδηγούσε στον επάνω όροφο στα δεξιά του οποίου υπήρχε ένας διάδρομος . Ακολουθώντας τον συνοδό μου ο οποίος σταμάτησε μπροστά από μια δίφυλλη ξύλινη πόρτα την οποία κτύπησε διακριτικά, άνοιξε την πόρτα και περάσαμε σε ένα τεράστιο δωμάτιο στην άκρη του οποίου υπήρχε ένα κρεβάτι πάνω στο οποίο μια ξαπλωμένη γυναίκα έδειχνε από τις συσπάσεις του προσώπου της πως βρισκόταν σε διαδικασία τοκετού. Στην μέση ακριβώς του δωματίου υπήρχε μια μεγάλη αναμμένη ξυλόσομπα, ενώ στην άλλη άκρη του δωματίου ένας μεσήλικας κύριος καθόταν αναπαυτικά σε μια πολυθρόνα ξεφυλλίζοντας αδιάφορα μια εφημερίδα. Θυμάμαι πως με εντυπωσίασε το γεγονός, πως δεν έκανε τον κόπο να γυρίσει να κοιτάξει ποιοι είχαν μπει στο δωμάτιο. 

Πλησίασα την γυναίκα που βρισκόταν πάνω στο κρεβάτι. Προσπάθησε ανεπιτυχώς να μου χαμογελάσει. Το χαμόγελο της, πνίγηκε από μια έκφραση πόνου που χαράκωσε το πρόσωπο της. Ο συνοδός μου πλησίασε και μου ψιθύρισε: ζητήστε μας ότι σας χρειάζεται… Εγώ δεν του απάντησα, άρχισα να ετοιμάζω τα πράγματα μου για τον επικείμενο τοκετό πάνω σε ένα τραπέζι που είχαν τοποθετήσει εκεί. 

-Πρέπει να περιμένουμε τον γιατρό, είπα προς τον γνωστό συνοδό μου. 

- Δεν θα έρθει κανένας γιατρός κυρία, άκουσα την φωνή του μεσήλικα που καθόταν στην πολυθρόνα. Χωρίς να με κοιτάξει συνέχισε: 

-Εσείς θα κάνετε όλη την διαδικασία…. 

Έμεινα αποσβολωμένη να τον κοιτώ. Ο ένας εκ των δύο συνοδών μου, πλησίασε και μου είπε παρακλητικά:

-Σας παρακαλώ, κάντε ότι πρέπει να κάνετε….

Γύρισα προς την γυναίκα που σε λίγο θα γεννούσε. Την κοίταξα και είδα, ένα δάκρυ να αυλακώνει το πρόσωπο της. Της έπιασα το χέρι και της είπα: 

-Κάντε κουράγιο, σε λίγο θα κρατάτε στην αγκαλιά σας το παιδί σας. 

Με κοίταξε χωρίς να πει τίποτε, όμως η θλίψη που ξεχείλιζε από τα μαύρα αμυγδαλωτά μάτια της μου έφερε ένα σφίξιμο στην καρδιά μου. Έπρεπε να διατηρήσω την ψυχραιμία μου, ήταν η πρώτη φορά που θα έπρεπε να κάνω την διαδικασία χωρίς την παρουσία Ιατρού μαιευτήρα …. Αν κάτι δεν πήγαινε καλά; Αν υπήρχε μια επιπλοκή; Χριστέ μου, ψέλλισα βοήθησε με…. Η γυναίκα δάγκωνε μια πετσέτα για να καταπνίξει τον πόνο της. Μια υπηρέτρια στεκόταν στο προσκεφάλι της σκουπίζοντας κάθε λίγο τον ιδρώτα που έρρεε άφθονος στο πρόσωπο της. Ο συνοδός μου, βρισκόταν στην πλευρά της πόρτας του δωματίου έχοντας συνεχώς τα μάτια του καρφωμένα στο πάτωμα. Ο έτερος κύριος συνέχιζε ατάραχος να διαβάζει την εφημερίδα του καθήμενος στην ευρύχωρη και άνετη πολυθρόνα του μορφάζοντας σε κάποιες στιγμές το πρόσωπο του, δείχνοντας έτσι μιαν κάποια ενόχληση του από τα βογκητά πόνου της ετοιμόγεννης γυναίκας.

Προσπάθησα να δώσω κουράγιο στην γυναίκα :

-Λίγο ακόμα, κάντε μια προσπάθεια , λίγο ακόμα και τελειώσαμε.

Ξεκίνησε η έξοδος του νεογνού για τον κόσμο! Ένας ακόμη άνθρωπος ερχόταν στην ζωή. Κτυπούσε γοργά η καρδιά μου. Η αγωνία κορυφώνονταν όταν σε κάποια στιγμή κράτησα το νεογνό που έκλαιγε, στα χέρια μου. Όλοι οι φόβοι μου μήπως κάτι δεν πάει καλά εξανεμίστηκαν με μιας όταν άκουσα το πρώτο του κλάμα. Κλάμα με το οποίο κάθε βρέφος έρχεται στην ζωή και άθελα του κλαίει, για αυτά που θα ζήσει… Έκοψα αμέσως τον ομφάλιο λώρο και τύλιξα το μικρό αγοράκι σε μια καθαρή πετσέτα. Πριν το πλύνω, θέλησα να το δώσω για λίγο στην μητρική αγκαλιά, να είναι η μάνα το πρώτο πρόσωπο που θα δει όταν θ’ ανοίξει τα ματάκια του. Πάντα τα ίδια συναισθήματα γέμιζαν την ψυχή μου με τον ερχομό ενός ανθρώπου ακόμα στην ζωή. Μόλις έστρεψα προς την πλευρά της μάνας , μια φωνή με καθήλωσε στην θέση μου : 

-Κυρία ! 

Ήταν ο κύριος με την εφημερίδα που στο μεταξύ είχε σηκωθεί και ερχόταν προς το σημείο που βρισκόμουν εγώ κρατώντας το νεογνό στα χέρια μου. 

-Κυρία, επανέλαβε, δώστε μου το μωρό στα χέρια μου ! 

Ο τόνος της φωνής του ήταν επιτακτικός. Σκέφθηκα πως μάλλον ήταν ο πατέρας του παιδιού. Οι πατεράδες σε τέτοιες στιγμές δεν ξέρουν πώς να εκφράσουν την χαρά τους. Στην φωνή όμως του ανθρώπου εκείνου δεν μπόρεσα να διακρίνω κανένα ίχνος χαράς. Ωστόσο, δεν μπορούσα να αρνηθώ και έτσι παρέδωσα το μωρό στα απλωμένα χέρια του ανθρώπου εκείνου. Το πήρε στα χέρια του και το κοίταξε για πολύ λίγο, σχεδόν μόνο με μια ματιά! Τα φλογισμένα μάτια του έπεσαν πάνω στην λεχώνα η οποία έτρεψε αλλού το πρόσωπο της. Εγώ κοιτούσα σαν χαμένη και τους δύο. Δεν είχα ξαναδεί παρόμοιες αντιδράσεις στις γέννες… Δεν μπορούσα να καταλάβω αυτήν την παγωμάρα που επικρατούσε στο μελαγχολικό δωμάτιο της σιωπηλής έπαυλης. Δεν μπόρεσα να καταλάβω…. Ο μεσήλικας κύριος, κρατώντας το βρέφος που στο μεταξύ είχε σιωπήσει, στα χέρια του, με αργά βήματα άρχισε να απομακρύνεται από κοντά μου. Πλησίαζε το σημείο του δωματίου που βρισκόταν η ξυλόσομπα όταν…. 

Ξαφνικά, άρπαξε με το ένα χέρι το βρέφος από το ποδαράκι του. Εκείνο άρχισε να κλαίει τρομαγμένο. Ταυτόχρονα με το ελεύθερο χέρι του έπιασε μια τσιμπίδα και άνοιξε γρήγορα το καπάκι της ξυλόσομπας. Μόλις κατάλαβα τι πήγαινε να κάνει, έτρεξα και έπεσα στα πόδια του. Ταυτόχρονα έτρεξε κοντά μου ο συνοδός για να με σταματήσει.

-Σας ικετεύω κύριε,του φώναξα με μια κραυγή αγωνίας να βγαίνει από τα στήθη μου. Δώστε το σε εμένα να το μεγαλώσω και σας ορκίζομαι πως δεν πρόκειται να το ξαναδείτε ποτέ. Μη, κύριε μην το σκοτώσετε !

Με κοίταξε με ένα βλέμμα που δεν ξέχασα ποτέ ! Χωρίς να πει τίποτα με μια αστραπιαία κίνησε πέταξε το νεογέννητο βρέφος μέσα στην αναμμένη ξυλόσομπα ενώ ταυτόχρονα έκλεισε με δύναμη το καπάκι….. Το βρέφος ούρλιαξε μέσα στις φλόγες…

-Μηηηηη ! Φώναξα εγώ και έπεσα στο πάτωμα, ενώ ο συνοδός μου προσπαθούσε με δύναμη να με απομακρύνει. Άκουσα για λίγο, για πολύ λίγο το βρέφος να στριγκλίζει θρηνητικά μέσα από την σόμπα. Δάκρυα έτρεχαν στο πρόσωπο μου. Δεν είχα την δύναμη να φωνάξω άλλο! Άκουσα την βραχνή φωνή του, απαίσια στα αφτιά μου :

-Το παιδί αυτό δεν έπρεπε να ζήσει γιατί…. Ήταν δύο αδελφών παιδί! 

Δεν μπορούσα να σηκωθώ από το πάτωμα. Άνοιξε η πόρτα και ο άνθρωπος αυτός, λες και δεν είχε συμβεί τίποτε σε αυτό το δωμάτιο, βγήκε έξω. Με πλησίασε ο συνοδός μου και με βοήθησε να σηκωθώ. 

-Ότι ζήσατε εδώ σήμερα, μου είπε, πρέπει να το ξεχάσετε βγαίνοντας από το σπίτι αυτό. 

Αισθανόμουν πως θα έσπαγε η καρδιά μου. Δεν μπορούσα να συνειδητοποιήσω τι είχε συμβεί εκεί μέσα. Αυτή η εικόνα είχε μείνει στα μάτια μου, οι κραυγές του δυστυχούς βρέφους ηχούσαν στ’ αφτιά μου. Και όμως όλα αυτά ήταν αλήθεια! Ένα αθώο βρέφος είχε καεί ζωντανό ! Δεν είχα κουράγιο ούτε να μαζέψω τα πράγματα μου. Η ανάγκη όμως να φύγω από εκεί μέσα, να αναπνεύσω καθαρό αέρα, με έκανε να αρχίσω να βάζω τα πράγματα όπως, όπως μέσα στην βαλίτσα. Βλέποντας με, η υπηρέτρια ήρθε προς το μέρος μου να βοηθήσει, με ένα νεύμα μου όμως, έμεινε σιωπηλή στην θέση της. Ο βρεφικός θρήνος, συνέχιζε να με τρυπά. Συνέχισα να μαζεύω τα πράγματα μου και μόλις τελείωσα τα μάτια μου έπεσαν πάνω στην σόμπα… Η σκέψη μου στράφηκε στο μικρό αγοράκι που δεν πρόφθασε καν να δει το φώς του ήλιου. Και για κάθε μωρό, ο ήλιος είναι το πρόσωπο της μάνας που το γέννησε! Βγήκα προς τα έξω με την συνοδεία πάντα του κυρίου που με πήγε εκεί. 

Το αυτοκίνητο ήταν εκεί και περίμενε. Δεν γύρισα να κοιτάξω πίσω… Τι να έβλεπα άλλωστε; Μπήκα μέσα στο αυτοκίνητο και δέχθηκα, αδιαμαρτύρητα αυτή την φορά, να μου κλείσουν τα μάτια με το μεγάλο μαντίλι. Είχα ζήσει την ζωή και το θάνατο ενός αθώου βρέφους, καρπού μιας παράνομης αγάπης μεταξύ δύο κατά σάρκα αδελφών. Ένα ρίγος διαπέρασε το σώμα μου… Ξανά οι βρεφικές κραυγές! Το νεογνό θρηνούσε, όχι για εκείνο που η φωτιά το ταξίδεψε ξανά στο δημιουργό του. Θρηνούσε Για εκείνους που έγιναν αιτία για αυτό το κυκλικό ταξίδι. Η φωτιά της ξυλόσομπας σε κάποια στιγμή έσβησε. Μια άλλη όμως , άσβεστη φλόγα περίμενε υπομονετικά τους υπαιτίους ! Κανείς δεν μιλούσε μέσα στο αυτοκίνητο. Εγώ συνέχιζα να ακούω τον βρεφικό θρήνο ! 

Δεν γνωρίζω πόση ώρα βρισκόμουν μέσα στο αυτοκίνητο. Δεν με ενδιέφερε πλέον. Δεν είχα το κουράγιο να το σκεφθώ. Σε κάποια στιγμή, το αυτοκίνητο σταμάτησε ξαφνικά. Το χέρι του ανθρώπου που καθόταν δίπλα που κινήθηκε προς το πρόσωπο μου. Με μια κίνηση έβγαλε το μαντίλι απελευθερώνοντας μου τα μάτια μου. Συνειδητοποίησα πως με είχαν φέρει στο σπίτι μου… Χωρίς να μιλήσω, χωρίς να τους κοιτάξω, άρπαξα το βαλιτσάκι μου και αφού άνοιξα την πόρτα και βγήκα από το αυτοκίνητο που αμέσως απομακρύνθηκε γρήγορα ασθμαίνουσα έφθασα στην είσοδο του σπιτιού μου. Μπήκα και κάθισα στην πρώτη καρέκλα που βρήκα μπροστά μου… Κοίταξα απέναντι στο τοίχο και κοίταξα την γλυκιά μορφή της Παναγίας με το Θείον Βρέφος στα χέρια Της η οποία με κοίταζε από την κρεμασμένη εικόνα Της! Άρχισα να κλαίω γοερά! Δεν ξέρω για πόση ώρα έκλαιγα. Προσευχήθηκα σιωπηλά για την ψυχή του μαρτυρικού αυτού βρέφους. Οι κραυγές του συνέχιζαν να ηχούν στ’ αυτιά μου κάνοντας με να μην μπορώ να ηρεμίσω. 

Σηκώθηκα μετά από λίγο και πλησίασα την βαλίτσα μου με τα πράγματα του τοκετού. Έπρεπε να τα πλύνω και να τα καθαρίσω. Ανοίγοντας την βαλίτσα, είδα μέσα ένα δερμάτινο σακουλάκι. Το πήρα και το άνοιξα. Με έκπληξη είδα πως ήταν γεμάτο χρυσές λίρες… Θυμήθηκα τα λόγια του κ. Διευθυντού πριν φύγω από την κλινική : ’’θα πληρωθείς καλά για την βοήθεια σου’’ μου είχε πει. Αμέσως για μια ακόμη φορά οι γνωστές κραυγές ήχησαν στα αυτιά μου σαν σειρήνες. Πέταξα το σακουλάκι στο πάτωμα και έτρεξα στο δωμάτιο μου κλαίγοντας έπεσα στο κρεβάτι μου. Με κλειστά μάτια, έβλεπα το μωρό που είχα φέρει στον κόσμο και που τόσο βίαια μου άρπαξαν και σκότωσαν μέσα από τα χέρια μου… Βυθίστηκα σε ένα εφιαλτικό ύπνο με τις θρηνητικές κραυγές του μωρού να συνοδεύουν την ταραγμένη ψυχή μου… Οι κραυγές αυτές με συντρόφεψαν πενήντα ολόκληρα χρόνια…..

———————————–

Από τότε Πάτερ, πενήντα χρόνια μετά, δεν ξέχασα ποτέ αυτή την μέρα που σημάδεψε για πάντα την ζωή μου. Δεν πέρασε νύχτα που να μην άκουσα τον βρεφικό θρήνο! Τις λίρες δεν τις κράτησα, τις μοίρασα σε πτωχούς ανθρώπους, έντυσα μικρά παιδάκια όπως θα έντυνα αυτό το μωρό αν το είχα σώσει. Τα σπούδασα όπως θα σπούδαζα το βρέφος που με τα χέρια μου έφερα στην ζωή και ικέτευα να μου δώσουν… Δεχθείτε Πάτερ αυτό το μεγάλο βάρος της ψυχής μου. Πενήντα ολόκληρα χρόνια έχω να κοινωνήσω! Σας παρακαλώ να δεχθείτε την μετάνοια μου, να ευχηθείτε για την σωτηρία της ψυχής μου, είπε και σταμάτησε να μιλά.

Ο Ιερεύς την άκουγε συγκλονισμένος… Με δακρυσμένα μάτια, έθεσε το πετραχήλι του επί της λευκανθείσης κεφαλής της, διαβάζοντας την συγχωρητική ευχή. Την ευχή των δακρύων που ακούγοντας την κάθε αμαρτωλός βρίσκει την εξιλέωση ενώπιον του Θεού! Οι λυγμοί της ηλικιωμένης γυναίκας, έδειχναν την λύτρωση της ψυχής της μετά από μισό αιώνα πάλης μεταξύ της συνειδήσεως και των ερινυών.

-Κυρία, αφήστε το βάρος της ψυχής σας εδώ! Είπε ο Ιερεύς στην γυναίκα που με δυσκολία στάθηκε στα πόδια της. Εκείνη φίλησε με σεβασμό το πετραχήλι και το Ιερατικό χέρι και αποχώρησε ήρεμη από τον Ναό αφήνοντας τον Ιερέα βυθισμένο στις σκέψεις του.

Την άλλη μέρα ξημέρωνε Κυριακή! Αναστάσιμη ημέρα. Ο Ιερεύς πήγε να λειτουργήσει και να σταθεί για μια ακόμη φορά ανάμεσα στον Θεό και στον άνθρωπο! Η σκέψη του, άθελα του, πήγαινε στην τραγική σκηνή που την προηγουμένη ημέρα είχε ακούσει. Όταν ήρθε η ώρα να μεταδώσει το Σώμα και το Αίμα του Χριστού στους πιστούς, η γυναίκα βρισκόταν εκεί περιμένοντας και η ίδια να δεχθεί τον Χριστό μετά από πενήντα χρόνια! Ήρεμη, στάθηκε απέναντι στο Άγιο Ποτήριο και έλαβε το Σώμα και το Αίμα Εκείνου , που στάθηκε δίπλα σε κάθε άνθρωπο που τον αναζήτησε, Εκείνου που συγχώρησε κάθε άνθρωπο που δάκρυσε, Εκείνου που Πέθανε επάνω στο Σταυρό για να ζήσει αιώνια ο άνθρωπος!

Το Σώμα και το Αίμα, του Σωτήρος Χριστού!

Την Τετάρτη το πρωί, ο Ιερεύς έφθασε στο Ναό όπως έκανε σχεδόν κάθε μέρα. Πηγαίνοντας να ανοίξει την είσοδο της Εκκλησίας, το βλέμμα του πήγε στον πίνακα ανακοινώσεων του Ναού. Ένα αγγελτήριο θανάτου ήταν καρφωμένο εκεί, αναγγέλλοντας τον θάνατο της ογδοντάχρονης μαίας



Η ΠΡΟΣΕΥΧΗ ΤΟΥ ΣΤΡΑΤΗΓΟΥ ΜΑΚΡΥΓΙΑΝΝΗ!


Εις την δόξα, εις την δόξα, εις την δόξα του Θεού , της αϊα Τριάδος, της Θεοτόκος, του α-Γιάννη του Βαφτιστή και πάντα των αγίων και του αγίου Βασιλείου, να πρεσβέψει εις την παντοδυναμίαν του και εις την βασιλείαν του, να μας λευτερώσει τώρα εις το νέον έτος, να μας λευτερώσει από την κακία μας, από την διοτέλειά μας και από τα πάθη μας και από την επιβουλίαν των ξένων.

Η παντοδυναμία σου είσαι πολυέλεος, πολυεύσπλαχνος , η αγαθότη σου είναι άβυσσος της θαλάσσης. Έλεος ζητώ, να μου καθαρίσεις την αμαρτωλή μου ψυχή και τα βρωμερά μου σπλάχνα και να μου δώσεις ταπεινοσύνη, σωφροσύνη και πίστη καθαρά, να δυνηθώ να σε προσκυνήσω και να σε δοξολογήσω και να σε ευνογήσω με καθαρότης και να σε περικαλέσω, ο αμαρτωλός, δια της πρεσβείας της Θεοτόκος και των αγίων, να σώσει την ματοκυλισμένη μου πατρίδα και θρησκείαν και γενικώς τους τίμιους ανθρώπους, όσοι φέρνουν δοξολογίαν είς την παντοδυναμίαν σου και εις την βασιλείαν σου, τρισυπόστατε Θεέ, σωτήρα του παντός, να μας σώσεις, να μας λευτερώσεις από τα κοφτερά δόντια των γουρνόλυκων. Τρέχομεν εις το έλεός σου και εις την εσπλαχνίαν σου και της βασιλείας σου. Το έλεός σου ζητούμεν, οι αμαρτωλοί και οι αδύνατοι, οι ανάξιοι δούλοι σου και σκλάβοι σου. Συχώρησέ με , Κύριέ μου, οποί σε βάρυνα. Πού αλλού να τρέξω;
Πού αλλού να τρέξομεν οι ανάξιοι δούλοι σου, πού αλλού οι αδύνατοι να βρούμεν δικιοσύνη, ποιός ποιμένας και πίτροπός σου έχει δικιοσύνη να δικιώσει το δίκιον του κάθε ανθρώπου; Θεέ του ουρανού και της γης και της θάλασσας. Σώσε μας, η παντοδυναμία σου, ότι χαθήκαμεν εδώ και εις την άλλη ζωή. Κύριε, με τί στόμα να σε περικαλέσουμεν, με τί μάτια να σηκώσουμεν να σε τηράξομεν και να περικαλέσουμεν το πανάγαθό σου όνομα και της βασιλείας σου; Κύριε, η παντοδυναμία σου επολέμησες, αγωνίστης, εσπαλχνίστης, η παντοδυναμία σου και η βασιλεία σου, και ανάστησες νεκρούς, πεθαμένους, λιωμένους τόσες αιώνες, και τους πεθαμένους και λιωμένους και ολίγους και αδύνατους και αμαθείς, με δεμένα σκοινιά τα περισσότερα τουφέκια, και με χωρίς αναγκαία του πολέμου, ξιπόλυτοι και γυμνοί και νηστικοί τις περισσότερες φορές, και αντινέργειες των δυνατών, πενήντα χιλιάδες δεν ήμαστεν ποτές εις τον πόλεμον, στεριά και του πελάου, και ν’ αφανιστούν περίτου τετρακόσιες χιλιάδες ψυχές, ντόπιοι και ξένοι Τούρκοι, δύναμη δική μας ήτον, αντρεία δική μας ήταν, αρετή και πατριωτισμός δικός μας ήταν, ότι πατριωτισμόν και αρετή θυσιάζομεν. Και τώρα χερότερον είχαμεν, και τότε μας έσωσες, πανάγαθε Θεέ, μας ανάστησες και μας σώνεις κάθε στιγμήν και κάθε… από την διοτέλειά μας, από την χαμέρπειά μας, από την απιστία μας πωλούμεν, και την παντοδυναμίαν σου και την βασιλείαν σου κατακρένομεν, καταλαλούμεν. Καταπωλήσαμεν μέσα εις τις αγορές και σοκάκια δισκοπότηρα, ότι δεν ματαείχαμεν την ανάγκη τους να μεταλάβομεν, πουλήσαμεν τα πολυτίμητα ευαγγέλια και όλα τα γερά των ναών σου, και ζωντανά και τόπους, και κατακερματίσαμεν και τ’ άγια μοναστήρια και τις εκκλησίες, και τις φκιάσαμεν σπίτια, αχούρια και τα εξής. Ό,τι ανταμεβή ήβρες από τους Οβραίους, οπού ’ταν αλλόθρησκοι και σε σταύρωσαν, ήβρες και από εκείνους οπού κοπίασες και κοπιάζεις και ανάστησες και αναστήνεις, από τους ορθόδοξους χριστιανούς. Με τί πρόσωπον, Κύριέ μου, να παρουσιαστώμεν ομπρός σου, και με τί στόμα και γλώσσα να σε περιλέσουμεν και εις το εξής, οπού κιντυνεύομεν, οι αχάριστοι, οι διοτελείς, οι κακοί τεμπέληδες του κόσμου, οι προδότες και ασεβείς, κάθε γερόν πράμα!

Θεοτόκε, μητέρα του παντός, το καύκημα της παρθενίας, το καύκημα της αρετής και τα πάντα της αγαθότης, προστρέχομεν οι αμαρτωλοί, οι αδύνατοι, εις εσπλαχνίαν της αγαθότης σου, να λυπηθείς τους αθώους εκείνους οπού φέρνουν την αμαρτωλή τους προσευχή ’λικρινώς εις τον παντουργόν και εις την βασιλείαν του, εκείνους οπού ’τρεξαν ξιπόλυτοι και γυμνοί, εκείνους οπού άφησαν χήρες και αρφανά, εκείνους οπού ’χυσαν το αίμα τους, κατά τον όρκον τους, ν’ αναστηθεί δια της δυνάμεως του Παντοκράτορα η σκλαβωμένη τους πατρίδα και να λαμπρυθεί ο σταυρός της ορθοδοξίας, και δι’ αυτόν τον όρκον αυτείνοι πέθαναν δι αυτείνη την πατρίδα και θρησκεία, και θυσίασαν και το έχει τους, και πολλών οι γυναίκες τους, τα παιδιά τους, οι συγγενείς τους διακονεύουν και ταλαιπωρούνται ξιπόλυτοι, γυμνοί, νηστικοί στα σοκάκια εκείνης της ματοκυλισμένης πατρίδος οπού ζύμωσαν οι γονέοι τους και οι συγγενείς τους με το αίμα τους, και την γοδέρουν σήμερα και την τρώνε και την προδίνουν οι γουρνόλυκοι με τ’ ακονισμένα δόντια και οι σύντροφοί τους αυτεινών οι τοιούτοι. Θεοτόκο, μήτηρ του παντός, αυτούς τους αθώους να λυπηθείς, αυτούς τους γυμνούς και ταλαίπωρους. Αυτείνοι φέρνουν δοξολογίαν εις τον Θεόν και την βασιλείαν του. Να πρεσβέψεις εις την παντοδυναμίαν του ν’ αναστήσει πίσου τους γερούς του ναούς, τ’ άγια τα μοναστήρια οπού τρώγαν ψωμί οι δυστυχισμένοι, αφού αυτά όπου ζούσαν πολύ αδύνατοι από την ευλογίαν του Θεού και από τους κόπους των πατέρων, των καλογέρων – δεν ήταν καπιτσίνοι δυτικοί, ήταν υπηρέτες των μαναστηριών της ορθοδοξίας. Δεν ήταν τεμπέληδες, δούλευαν και προσκυνούσαν. Και εις τον αγώνα της πατρίδος σ΄ αυτά τα μοναστήρια γενόταν τα μυστικοσυμβούλια, συναζόταν τα ολίγα αναγκαία του πολέμου, και εις τον πόλεμον θυσίαζαν και σκοτωνόταν αυτείνοι οι υπηρέτες των μαναστηριών και των εκκλησιών – τριάντα είναι μόνον με μένα σκοτωμένοι έξω εις τους πολέμους και εις το το Νιόκαστρο, και εις την Αθήνα. Έλιωσαν αυτείνοι οι πατέρες, τώρα εις τα γερατειά τους βασανίζονται πολύ εις τους δρόμους. Θεοτόκο μου, να περικαλέσεις τον αφέντη μας και τον μονογενή σου ν’ αναστήσει πίσου αυτά, και τις άγιες εκκλησίες του, οπού κατακερματίσαμεν εμείς οι αχάριστοι και μας ήβρε η δίκια του οργή και της βασιλείας του, να τον περικαλέσεις, Θεοτόκο μου, να τα αναστήσει πίσου, και να σηκώσει τη δίκια του οργή οπού ’χει σε μας τους αχάριστους και να φέρει πίσου την ευκή του και την ευλογία του και της βασιλείας του, οπού την στερηθήκαμεν από την κακία μας και διοτέλεια μας και εγίναμεν η παλιόψαθα της κοινωνίας, και εγίναμεν καθώς φαινόμαστε ως την σήμερον. Το έλεός του είναι άβυσσος της θαλάσσης, και τους ανόητους εμάς και τους διοτελείς να μας ενώσει και να μας φωτίσει και να μας δώσει εις το εξής πατριωτικά αιστήματα δια την πατρίδα μας και θρησκεία μας, και πίστη καθερά να ’χωμεν εις τον παντουργό μας και εις την βασιλείαν του, να μας σώσει εδώ και εις την παντοτινή ζωή, να δώσει του γερατείου του ρήνη και ομόνοιαν , την ευκή του και την ευλογία του, και εις τους προκρίτους, τους ποιμένες, και γενικώς τον λαόν του, να ’ρθει πίσου η νεκρανάστασή του δια της ευλογίας του. 

Προστρέχομεν οι αμαρτωλοί, οι ανάξιοι δούλοι σου και οι σκλάβοι σου εις το έλεός σου και εις την εσπλαχνίαν σου και της βασιλείας σου. Έλεος ζητούμεν, να μας δώσεις καθαρά σπλάχνα και καθαρά ψυχή, να δυνηθώμεν να σε προσκυνήσουμεν και να σε δοξολογήσουμεν μ’ εξ όλης καρδίας, ευεργέτη και προστάτη αληθινέ.»


ΔΕΚΑΤΡΕΙΣ ΠΟΛΥΤΙΜΕΣ ΔΙΔΑΧΕΣ ΤΟΥ ΓΕΡΟΝΤΑ ΠΑΪΣΙΟΥ ΓΙΑ ΤΗΝ ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΟΤΗΤΑ ΜΑΣ



Απλοποίησε τη ζωή σου όσο μπορείς, για να ελευθερωθείς από το κοσμικό άγχος και για να έχει νόημα η ζωή σου.

Όταν πονάει κανείς για την σημερινή κατάσταση που επικρατεί στον κόσμο και προσεύχεται, τότε βοηθιούνται οι άνθρωποι, χωρίς να παραβιάζεται το αυτεξούσιο.

Η καρδιά καθαρίζει με δάκρυα και αναστεναγμούς.

Να ζείτε σε διαρκή δοξολογία και ευχαριστία προς τον Θεό, διότι μεγαλύτερη αμαρτία είναι η αχαριστία και μεγαλύτερος αμαρτωλός ο αχάριστος.

Ο χρόνος μας δόθηκε από τον Θεό για να κάνουμε καλή χρήση αυτού, αγωνιζόμενοι συνεχώς για τη σωτηρία της ψυχής μας.

Όσο περισσότερο ζει κανείς τη κοσμική ζωή, τόσο περισσότερο άγχος κερδίζει. Μόνο κοντά στο Χριστό κανείς ξεκουράζεται, γιατί ο άνθρωπος είναι πλασμένος για το Θεό! Εκεί είναι το φυσικό του, να βρίσκεται με το Θεό.

Η καρδιά καθαρίζει με δάκρυα και αναστεναγμούς.

Εκείνος που βοηθά τον πλησίον του, λαμβάνει βοήθεια από το Θεό. Εκείνος που κατηγορεί τον συνάνθρωπό του με φθόνο, έχει κατήγορό του το Θεό. 

Η αυτοπεποίθηση είναι μέγα εμπόδιο στη Θεία Χάρη. Εμπιστοσύνη απόλυτη να έχουμε μόνο στο Θεό.

Ο άνθρωπος που κινείται από το συμφέρον του μόνο, είναι άχρηστος άνθρωπος.

Ποιός ενδιαφέρεται σήμερα για τον άλλο; Κανείς. Όλοι ενδιαφερόμαστε για τον εαυτό μας, για τον άλλο τίποτα.

Όταν εργάζεται κανείς με ηρεμία, διατηρεί τη γαλήνη του και αγιάζει όλη την ημέρα του.

Εφόσον όλοι είμαστε αμαρτωλοί και κανείς δεν μπορεί να ξεφύγει από τους πειρασμούς, καμιά από τις αρετές δεν είναι μεγαλύτερη από τη μετάνοια.

Γέρων Παίσιος

isagiastriados.com

Γιατί οι άδικοι προοδεύουν...;



Μέχρι πότε προοδεύουν; 
Και τί συμβαίνει στο τέλος σ΄ αυτούς και στους απογόνους τους; 
Αναρωτήθηκες ποτέ; 

Να μη σκοντάφτουν οι σκέψεις σου όταν βλέπεις ότι κάποιος καυχιέται με τη δύναμη και ξεχνά το Δωρητή της δύναμης. Θυμήσου πως ο υπερήφανος και καυχόμενος Γολιάθ σκοτώθηκε από τη σφεντόνα ενός αγοριού, του Δαβίδ. Να μη συγχύζεται η καρδιά σου όταν βλέπεις πως κάποιος πλουτίζει με άδικο τρόπο.
Θα τρώει και δεν θα χορταίνει, θα αρπάζει και δεν θα του φτάνουν. 
Θυμήσου τους πλούσιους πολίτες στα Σόδομα, πως σε μία στιγμή ρίχτηκε πάνω τους φωτιά και έγιναν στάχτη μ' όλο τους τον πλούτο. Εσύ είσαι χριστιανός, και ο χριστιανός παρατηρεί τα γεγονότα στην άλλη γραμμή, στην ολότητα, και όχι επί μέρους. Την πρόοδο του αδίκου ο χριστιανός δεν εκτιμά σαν κάποιο τετελεσμένο γεγονός αλλά περιμένει να δει τι ακολουθεί. Αυτός ξέρει πως ο άδικος δεν προοδεύει ούτε με τη δική του δύναμη ούτε με το δικό του μυαλό αλλά μόνο επειδή ο Θεός του επιτρέπει να προοδεύει, μπας και κάποια στιγμή θυμηθεί το Θεό.

Αφού είναι ανείπωτα ελεήμων ο Θεός μας, και επιτρέπει στους αδίκους εκείνο που αυτοί επιθυμούν, μπας και κάποια στιγμή σκεφθούν, ότι αυτό είναι από το Θεό και ντραπούν για την αδικία τους και διορθωθούν. Στο Θεό είναι αγαπητοί οι μετανοούντες, είναι πολύ αγαπητοί σ' Αυτόν όσοι μετανοούν ταπεινά για τις άδικες πράξεις τους.

Ο Δημιουργός δεν θέλει πάντα να τιμωρήσει αμέσως μόλις κάποιος ξεκινήσει σε λάθος δρόμο. Εκείνος περιμένει τον πλανημένο να γυρίσει μόνος του στον σωστό δρόμο. Εκείνος βλέπει και σιωπά. Περιμένει και δεν αργεί. Είναι θαυμαστός στη σοφία, πανθαύμαστος στο έλεός Του. Γι' αυτό ο προορατικός Ψαλμωδός ενθουσιασμένα λέει στον Κύριο: «Τα κρίματά σου ωσεί άβυσσος πολλή» (Ψαλμ. 35,7). Ποιός θα ερευνήσει όλο το βάθος της πρόνοιας του Θεού;

Οι ανόητοι θυμώνουν επειδή ο Θεός δεν διοικεί τον κόσμο κατά τη δική τους λογική, και οι λογικοί κοπιάζουν ασταμάτητα να μπουν στη λογική του Θεού. Είναι δύσκολο καμιά φορά και στο λογικότατο να κατανοήσει το γιατί σ' έναν άνθρωπο συμβαίνει έτσι, ενώ στον άλλον αλλιώς· γιατί ο νέος που επιθυμεί τη ζωή πεθαίνει, ενώ ο γέρος που επιθυμεί τον θάνατο ζει - γιατί ο ευσεβής βασανίζεται, ενώ ο άθεος καλοπερνά. Και οι αγιότατες ψυχές καμιά φορά βρίσκονται σε αμηχανία μπροστά στο αίνιγμα των γεγονότων. 
Στην Ιερά παράδοση υπάρχει γραμμένη η εξής περίπτωση: πέθανε κάποιος αμαρτωλός πλούσιος, του οποίου οι αμαρτίες ήταν γνωστές σε όλους, και ο ενταφιασμός του ήταν πανηγυρικός, με τον επίσκοπο και πολλούς Ιερείς. Λίγο μετά απ' αυτό επιτέθηκε ύαινα σ' έναν ασκητή στην έρημο και τον κατασπάραξε.

Κάποιος μοναχός, ο όποιος είχε δει εκείνη την πανηγυρική νεκρώσιμη πομπή του αμαρτωλού και τα ματωμένα υπολείμματα του δίκαιου, στη σύγχυση του άρχισε να κλαίει και φώναξε: «Κύριε, πώς έγινε αυτό και γιατί; Πώς εκείνος ο αμαρτωλός είχε και απαλή ζωή και απαλό θάνατο, ενώ αυτός ο δίκαιος πικρή ζωή και πικρό θάνατο;».

Σ' αυτό του εμφανίστηκε άγγελος του Θεού και εξήγησε: «Εκείνος ο κακός πλούσιος είχε στη ζωή του μόνο μία καλή πράξη, ενώ αυτός ο ασκητής είχε στη ζωή του μόνο μία πιο βαριά αμαρτία. Με την εορταστική και τιμητική νεκρώσιμη πομπή ο Ύψιστος ήθελε στον κακό πλούσιο να ξεπληρώσει εκείνο το καλό έργο, ώστε να μην περιμένει τίποτα άλλο σ' εκείνον τον κόσμο, ενώ με τον φρικτό θάνατο του ασκητή ήθελε να τον απαλλάξει από εκείνη τη μία αμαρτία, ώστε να του δώσει πλήρες βραβείο στους ουρανούς».

Γι' αυτό εσύ να σκέπτεσαι περί των κρίσεων του Θεού και τοποθέτησε όλη την ελπίδα στον Δημιουργό σου. «Μη φθονείς την ευτυχία εκείνων που σκέφτονται το πονηρό και μη ζηλεύεις εκείνους που κάνουν το κακό» (Ψαλμ. 36,1). Έτσι γράφει ο δίκαιος βασιλιάς Δαβίδ, τον οποίον για πολύ καιρό βασάνιζε εκείνο που βασανίζει και σένα, ώσπου ο Κύριος του αποκάλυψε το λόγο για να καταλάβει. Ο ίδιος λέει και αυτή την παρήγορη εμπειρία του: «Ήμουν νέος και τώρα γέρασα και δεν είδα δίκαιο να εγκαταλείπεται από το Θεό, ούτε τα παιδιά του να ζητιανεύουν ψωμί» (Ψαλμ. 36,25). Διάβαζε συχνά το Ψαλτήρι, και θα καταλάβεις και θα παρηγορηθείς.

Ειρήνη και η ευλογία από τον Κύριο.

ΑΓΙΟΥ ΝΙΚΟΛΑΟΥ ΒΕΛΙΜΙΡΟΒΙΤΣ

Μια διδακτική ιστορία : μετάνοια και ...επερχόμενα!



Από τον αγαπητό πνευματικό αδελφό Θεόδωρο :
Κολήσαμε τις ψυχές μας στα επερχόμενα λες και αυτό θα μας δώσει το προειδοποιητικό μήνυμα της σωτηρίας μας.
Σήμερα με τηλεφώνησε η γυναίκα μου. Γιατρός στο επάγγελμα. Μόλις είχε δει ένα ασθενή με πολύ σοβαρό θέμα.
Ο άνθρωπος είχε πέσει θύμα σοβαρότατου τροχαίου. Χωρίς να το έχει προκαλέσει ο ίδιος. Διεράγει το μισό του κρανίο. Της έδειξε τη συραφή που ξεκινούσε απ' το ένα μάτι και κατέληγε στο πίσω μέρος της κεφαλής. 'Εκανε ένα μήνα στην εντατική και όλοι τον είχαν ξεγραμμένο. Οι γιατροί όταν συνήλθε έμειναν έκπληκτοι. Του είπαν 1 περίπτωση στο εκατομύριο ήταν να ζήσει.
Η γυναίκα μου κατάλαβε αμέσως ότι είχε μπροστά της περίπωση θαύματος. Του ζήτησε ευθέως να της πει ποιος άγιος τον έσωσε.

Ο άνθρωπος αυτός της είπε ότι μετά τη σύγκρουση ένιωσε την ψυχή του να φεύγει από το σώμα του. Βρέθηκε σε ένα ατελείωτο τόπο σαν πράσινο λιβάδι όπου βρισκόταν αμέτρητες ψυχές. Περίμεναν όλες την κρίση και μία μία κατευθυνόταν προς δύο πόρτες και ανάλογα με την αντίστοιχη κρίση έμπαιναν στη δεξιά ή αριστερή πόρτα. Όταν ήρθε και η δική του σειρά τοποθετήκε μπροστά απ' τις πόρτες και περίμενε την απόφαση.
Μέσα του αισθανόταν ότι η απόφαση θα έβγαινε για την αριστερή πόρτα. Λίγο πριν όμως ακουστεί αυτή η φρικτή απόφαση εμφανίστηκε ένας άγιος που του είπε. "Παρακάλεσα και προσευχήθηκα πολύ στο Θεό για σένα. Να σου δώσει λίγο διάστημα ζωής ακόμη, να προλάβεις να μετανοήσεις γιατί είσαι άνθρωπος καλής προαίρεσης. Είμαι ο άγιος Μόδεστος που τιμάται στο χωριό σου. Να ξέρεις ότι σε φυλάνε οι προσευχές των γονέων σου (ο πατέρας του ήταν ιερέας), που εσφάγησαν απ' τους Τούρκους μέσα στην εκκλησία του χωριού.
Να γυρίσεις πίσω και να τους τιμήσεις στο υπόλοιπο της ζωής, που θα σου χαρίσει ο Κύριος εργαζόμενος την αρετή με διαρκή μετάνοια . Δεν ξέρεις πόσο διάστημα θα σου χαρίσει ο Κύριος και πότε θα σε ξανακαλέσει για να βγεί η απόφαση που δεν βγήκε σήμερα. Πήρες παράταση μετανοίας. Μη χάσεις αυτή την ευκαιρία με ανέμελη ζωή".

Ο άνθρωπος συγκλονίστηκε και του ζήτησε τι θα μπορούσε να κάνει για να τον ευχαριστήσει. Αυτός του απάντησε ότι δεν πρέπει να ευχαριστεί τον ίδιο, αλλά όσο ζει να δοξάζει Κύριο το Θεό του. Και πρόσθεσε ότι καλό θα ήταν να ολοκληρώσει το σπίτι του (την εκκλησία του), που είχε παραμεληθεί απ' τους συγχωριανούς του.
Και τώρα αυτός ο άνθρωπος ασχολείται με την ανακαίνιση της εκκλησίας και σε όποιον τον ρωτάει γιατί το κάνει αυτό διηγείται την ιστορία του ωφελώντας πολλές ψυχές.

Επομένως, η ουσία είναι να αντιληφθούμε, ότι ο δρόμος για τη σωτηρίας μας είναι τα έργα της αρετής και η διαρκής μετάνοια και ας μη περιμένουμε προειδοποιητικά μηνύματα για να το πράξουμε.
Πιθανόν καθώς περιμένουμε προειδοποιήσεις, επερχόμενα, πείνες και πολέμους να έρθει απροειδοποίητα η δική μας σειρά για να κληθεί η ψυχή μας σε απολογία. Αλλά τότε θά 'χουμε την παρρησία που βρήκε ανέλπιστα ο άνθρωπος της παραπάνω ιστορίας, ή θα ακούμε την απόφαση για να πάμε στην αριστερή πόρτα και να χτυπάμε το κεφάλι μας τότε, γιατί σπαταλήσαμε το χρόνο μας άδικα σε ατέρμονες συζητήσεις χωρίς πνευματικό συντελεστή;
Τα επερχόμενα είναι ένα μαχαίρι. Κόβεις με την καλή πλευρά; Ωφελείσαι και συνεχίζεις χωρίς άγχος την πνευματική σου ζωή.
Ασχολείσαι μόνο με το πότε θα γίνουν τα γεγονότα και το που και το ποιος είναι ο αντί και ποιός ο μαρμαρωμένος; Γεμίζει άγχος η ζωή σου και κόβεις με την πλευρά που δεν κόβει τίποτα. Ασχολείσαι με πάθος με τα επερχόμενα και περιμένεις πως και πως την επόμενη πληροφορία για να μετακινηθείς την κατάλληλη στιγμή μπας και γλυτώσεις απ' τον σεισμό ή να τρέξεις στα supermarket λίγο πρωτού χρεωκοπήσουμε; Ε τότε ζεις ήδη στο χώρο της αριστερής πόρτας και έχεις βυθίσει το μαχαίρι στον εαυτό σου.

Σημείωση "ΗΓΓΙΚΕΝ" :
Όποιος δεν έχει πνευματικό και δεν ακολουθεί τα Μυστήρια της Εκκλησίας μας, κακώς ασχολείται με τα θέματα των όσων περιμένουμε να 'ρθούνε.
Όπως ξαναγράψαμε, είναι σαν έναν αθλητή που αντί να προπονείται διαβάζει εφημερίδες περί του αγώνος που έχει να αντιμετωπίσει ο οποίος δεν γνωρίζει πότε ακριβώς θα αρχίσει...

Κύριε...



« Ἥμαρτον, Κύριε, δὲν τὰ κατάφερα.
Βοήθησέ με.
Παράμεινε μαζί μου.
Σὺ εἶπες: χωρὶς ἐμοῦ οὐ δύνασθε ποιεῖν οὐδέν».
Ἀκριβῶς αὐτὸ τὸ ἔχω καταλάβει.
Τὸ ἔκαμα συνείδησι.
Γι᾿ αὐτὸ ἐπιμένω.
Κρούω, ζητῶ, αἰτῶ, δὲν θὰ παύσω νὰ ἐνοχλῶ.
Δὲν μπορῶ χωρὶς Ἐσένα.
Δὲν πρόκειται νὰ φύγω.
Ἐὰν δὲν βαρύνονται τὰ ὦτα Σου νὰ μὲ ἀκούουν,
δὲν θὰ βαρεθῆ καὶ τὸ στόμα μου νὰ φωνάζῃ.
Ἐπιμένω, εἶναι ἀλάνθαστος ἡ κρίσι Σου
στὸ νὰ μὲ ἀνακαλέσης σὲ μετάνοια.
Τοῦτο τὸ ἔκανες Σύ, θεία Παναγαθότης,
δὲν τὸ ἔκανα ἐγώ.
Οὔτε ἤξερα τὸν Θεό,
οὔτε ἦταν δυνατὸ νὰ τὸν ἀνακαλύψω.
Σύ, Κύριε, Πανάγαθε, ᾖρθες καὶ μὲ εὑρῆκες
καὶ μὲ ἐφώναξες νὰ σὲ ἀκολουθήσω.
Αὐτὸ τὸ ἐπῆρα, τὸ θέλω, τὸ ἐπιθυμῶ.
Δὲν τὰ καταφέρνω ὅμως.
Γι᾿ αὐτὸ ἐπιμένω, θέλω νὰ μὲ βοηθήσης.
Πρέπει αὐτὸ ποὺ ἐχάρησες νὰ μὴν τὸ ἀπολέσω ».

« Κύριε Ιησού Χριστέ , ελέησον με ! »



Η ΕΞΟΥΣΙΑ ΤΟΥ ΔΕΣΜΕΙΝ ΚΑΙ ΛΥΕΕΙΝ

Η ΑΝΑΓΕΝΝΗΤΙΚΗ ΔΥΝΑΜΙΣ ΤΗΣ ΜΕΤΑΝΟΙΑΣ


Ὁ ἄνθρωπος πλάστηκε μὲ ἄπειρη ἀγάπη ἀπὸ τὸν Τριαδικὸ Θεό μας καὶ τοποθετήθηκε στὸν ἐπίγειο Παράδεισο. Συνεχὴς ἡ παρουσία τοῦ Θεοῦ μας ἐκεῖ, ἀδιάκοπη ἡ φροντίδα Του, ἄγρυπνη ἡ προσοχή Του ἕνεκα τῆς ἀμέτρου ἀγάπης Του γιὰ τὸ πλάσμα Του, τὸν ἄνθρωπο. Τὰ πάντα γιὰ νὰ φθάση ὁ ἄνθρωπος στὸ «καθ’ ὁμοίωσιν». Δυστυχῶς, ὁ ἄνθρωπος «ἐν τιμῇ ὢν οὐ συνῆκε».

Ἀγνώμων καὶ ἀχάριστος παρήκουσε τὸν Δημιουργὸ καὶ ἀντάλλαξε τὴ φιλία τοῦ Θεοῦ, μὲ τὴν ὑποδούλωση στὸν διάβολο. Θεώρησε ὁ Ἀδὰμ τὸν διάβολο ἀξιοπρεπέστερο ἀπὸ τὸν Πλάστη καὶ Εὐεργέτη.

Παρήκουσε καὶ ἔπεσε. Ἀρνήθηκε τὴν ἀγάπη τοῦ Πατέρα, ἁμάρτησε, ἀμαύρωσε τὸν καθαρὸ χιτώνα του καὶ ντύθηκε τοὺς δερμάτινους χιτῶνες, τὰ διάφορα πάθη, τὰ ὁποῖα τὸν ἀπεμάκρυναν ἀπὸ τὴν κοινωνία του μὲ τὸν Θεό μας καὶ τοῦ ἔφερε τὶς γνωστὲς φοβερὲς ψυχοσωματικὲς συνέπειες.

Βέβαια, ὁ Πατέρας τῆς ἀνεξαντλήτου πατρικῆς ἀγάπης καὶ τῆς εὐσπλαχνίας, ἀμέσως μετὰ τὴν πτῶσι τῶν Πρωτοπλάστων, ἀνήγγειλε τὴν λύτρωση. Ἐνῷ ὁ ἄνθρωπος, στέναζε κάτω ἀπὸ τὴ δουλεία τοῦ ἐχθροῦ καὶ ζητοῦσε λύτρωση.

Σ’ὅλη τὴ διάρκεια τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης κάθε ψυχή, ποθεῖ τὴ θεραπεία καὶ τὴ λύτρωσι καὶ ἱκετεύει λέγοντας: «Ἴασαι τὴν ψυχή μου ὅτι ἥμαρτόν σοι».

Καὶ ἦλθε τὸ πλήρωμα τοῦ χρόνου. Ἐνανθρώπησε ὁ Υἱὸς καὶ Λόγος τοῦ Πατρὸς γιὰ νὰ θεραπεύση τὸ ἀνθρώπινο γένος ποὺ εἶχε πληγωθῆ ἀπὸ τὴν ἁμαρτία, νὰ τὸ συγχωρήση, νὰ λύσει τὰ δεσμὰ τῆς αἰχμαλωσίας. «Πρῶτα- πρῶτα», ὅπως λέει ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος, «ἔδωσε σὰν ἀντίδοτο τὸ ἅγιο Βάπτισμα καὶ ἔτσι ἀποβάλαμε ὅλη τὴν κακία. Ἀμέσως ἡ φλεγμονὴ ἔπαψε καὶ οἱ πληγὲς καυτηριάστηκαν».

Ἐπειδή, ὅμως, καὶ μετὰ τὸ ἅγιο Βάπτισμα μολύνουμε, σὰν ἄνθρωποι ἀδύναμοι τὸν ἑαυτό μας, ὁ Κύριός μας μᾶς ἔδωσε φάρμακο. Τὸ φάρμακο τῆς μετανοίας, τὸ μυστήριο τῆς Ἱερᾶς Ἐξομολογήσεως.

Θεὸς Παντοδύναμος καὶ Παντοκράτωρ ὁ Κύριος, μόνος Αὐτὸς ἔχει τὴν ἐξουσία «τοῦ δεσμεῖν καὶ λύειν», τὸ νὰ συγχωρῆ τὶς ἁμαρτίες.

Ὅταν στὴν Καπερναοὺμ ἔφεραν ἐμπρὸς στὸν Κύριο τὸν Παραλυτικό, ὁ Κύριος εἶπε: «Θάρσει, τέκνον ἀφέωνταί σοι αἱ ἁμαρτίαι σου».

Ὅταν ὅμως οἱ Φαρισαῖοι ἀμφισβήτησαν τὴν ἐξουσία Του αὐτή, ὁ Κύριος ἀπάντησε: «ἵνα δὲ εἰδῆτε ὅτι ἐξουσίαν ἔχει ὁ Υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου ἐπὶ τῆς γῆς ἀφιέναι ἁμαρτίας- τότε λέγει τῷ παραλυτικῷ ἐγερθεὶς ἆρον σου τὴν κλίνην καὶ ὕπαγε εἰς τὸν οἶκον σου» (Ματθ.θ΄2-6).

Τὴν ἡμέρα τῆς Ἀναστάσεώς Του, τὴν ἡμέρα ποὺ συνέτριψε τὸ κράτος τοῦ Ἅδου καὶ τοῦ θανάτου, συνέστησε, ὁ Κύριος, τὸ μυστήριο τῆς Ἱερᾶς Ἐξομολογήσεως καὶ ἔδωσε τὴν ἐξουσία στοὺς μαθητάς Του νὰ συγχωροῦν ἁμαρτίες.

«Λάβετε Πνεῦμα Ἅγιον», εἶπε στοὺς μαθητάς, «ἂν τινων ἀφῆτε τὰς ἁμαρτίας, ἀφίενται αὐτοῖς ἂν τινων κρατῆτε, κεκράτηνται» (Ἰωάν.κ΄22-23).

Ὁ Χριστός μας χειροτόνησε τοὺς μαθητάς Του διδασκάλους τῆς οἰκουμένης καὶ οἰκονόμους τῶν μυστηρίων καὶ φανέρωσε τὴν ἐξουσία, ποὺ ὁ ἴδιος τους ἔδωσε. «Ὅπως ἕνας βασιλεύς», λέει ὁ ἱ. Χρυσόστομος, «ὅταν ἀποστέλλη τοὺς ἄρχοντάς του, τοὺς δίνει τὴν ἐξουσία νὰ βάζουν τοὺς ἀνθρώπους στὸ δεσμωτήριο ἢ νὰ τοὺς ἀπολύουν, τὸ ἴδιο ἔκανε καὶ ὁ Χριστός». Ἀποστέλλοντας τοὺς μαθητάς Του (στὸ ἔργο τοῦ εὐαγγελισμοῦ καὶ τῆς σωτηρίας τῶν ἀνθρώπων), τοὺς περιβάλλει μὲ τὴ δύναμη νὰ συγχωροῦν καὶ νὰ μὴ συγχωροῦν τὶς ἁμαρτίες». (ΕΠΕ 14, 708).

Ἡ ἐξουσία αὐτὴ τῶν μαθητῶν τοῦ Κυρίου μεταδόθηκε στοὺς Ἐπισκόπους καὶ διὰ τῶν Ἐπισκόπων στοὺς Πρεσβυτέρους. Ἀπὸ τῆς ἐποχῆς τῶν Ἀποστόλων αὐτὴ ἡ ἐξουσία τῆς Ἐκκλησίας, νὰ συγχωροῦνται ἁμαρτήματα, νὰ λευκαίνεται ἡ ψυχὴ τοῦ ἀνθρώπου, νὰ ἀναγεννᾶται, νὰ μεταμορφώνεται ὁ χριστιανός, προσφέρεται ἀδιαλείπτως καὶ θὰ προσφέρεται ἕως τῆς συντελείας τῶν αἰώνων. Αὐτὴ ἔδωσε καὶ δίνει στὸν ἁμαρτωλὸ τὴν ἀναγέννησι τὴν πνευματική, τὴν ἐπανένταξη τοῦ πεσόντος καὶ ἀποστάτου στὴν ὁλοφώτεινη καὶ ἁγιασμένη ζωὴ τῆς στρατευόμενης Ἐκκλησίας. Ὁ πνευματικὸς πατὴρ γίνεται γεννήτωρ τῆς πνευματικῆς ζωῆς. Ἡ ἐξουσία τοῦ δεσμεῖν καὶ λύειν τὸν ἀναδεικνύει ὄργανο τοῦ Θεοῦ, διὰ τοῦ ὁποίου ἀπαλείφονται οἱ ἁμαρτίες καὶ ἀναγεννᾶται ἐν Χριστῷ ὁ ἄνθρωπος. Ἐὰν ὁ ἄνθρωπος μὲ πίστη προσέλθη στὸν πνευματικό, ἐὰν ὁμολογήση εἰλικρινὰ τὰ ἁμαρτήματά του, ἡ ἐξουσία ἀφέσεως, τὴν ὁποία ἔχει ὁ πνευματικός, θὰ ἀπαλείψη τὰ ἁμαρτήματά του. «Ἐὰν ὁμολογῶμεν τὰς ἁμαρτίας ἡμῶν, πιστός ἐστι καὶ δίκαιος (ὁ Θεός) ἵνα ἁφῇ ἡμῖν τὰς ἁμαρτίας καὶ καθαρίσῃ ἡμᾶς ἀπὸ πάσης ἀδικίας» (Α΄ Ἰωάν. α΄, 9). Τὸ ἀδύνατον τῆς μετάνοιας δὲν προέρχεται ἀπὸ τὸν Θεὸ ἀλλὰ ἀπὸ τὸν ἄνθρωπο. Ὁ Θεὸς θέλει πάντα τὴ σωτηρία μας.

Μέσα στὴν πορεία τῆς Ἐκκλησίας μας συγκλονίζεται κανείς, ὅταν βλέπει βεβαρημένες καὶ δαιμονόπληκτες ψυχές, νὰ προσέρχονται μὲ πίστη συγχωρήσεως στὸν πνευματικὸ πατέρα, νὰ ἐλευθερώνουν τὴν ψυχή τους ἀπὸ τὴν ἀσθένεια τῆς ἁμαρτίας καὶ ἀναγεννημένες νὰ βαδίζουν πλέον ἐλεύθερες καὶ εὐτυχισμένες, πληρωμένες ἀπὸ χαρὰ καὶ χάρη τὸν δρόμο πρὸς τὸν ἁγιασμό τους καὶ τὴ ζωὴ τοῦ Παραδείσου. Δόξα τῷ Θεῷ ζοῦμε καὶ σήμερα αὐτὴ τὴ βεβαιότητα. Ἡ ἐξουσία τοῦ δεσμεῖν καὶ λύειν γίνεται ἡ δύναμι ἡ ὁποία ἀναγεννᾶ μὲ βεβαιότητα κάθε ἄνθρωπο, ποὺ μὲ πίστι θὰ ἀναζητήση πνευματικὸ πατέρα καὶ συγχώρηση.

Ἂς εὐχηθοῦμε ὅλοι μας μὲ τὴ δύναμι τῆς ἀφέσεως καὶ τῆς συγχωρέσεως τῆς Ἐκκλησίας μας νὰ ἀναγεννηθοῦμε καὶ νὰ φθάσουμε στὸν γλυκὺ Παράδεισο.


Μητροπολίτου Αἰτωλ/ρνανίας κ. Κοσμά



ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ ‘Ἐρῶ’ , Η΄ ΤΕΥΧΟΣ, ΟΚΤ.-ΔΕΚ. 2011

ΣΥΧΝΗ ΕΞΟΜΟΛΟΓΗΣΗ ΚΑΙ ΣΥΧΝΟΤΕΡΗ ΜΕΤΑΛΗΨΗ



Θα ήθελες να μάθης αν η Εξομολόγηση είναι τόσο απαραίτητη;

Παλαιότερα πήγαινες πιο συχνά στην εξομολόγηση μα σταμάτησες επειδή κάποιος σε ειρωνεύτηκε γι’ αυτό. Δεν έπρεπε να διακόψεις. Ποιον δεν ειρωνεύτηκαν οι άνθρωποι; Ξέρεις τι είπε ο διορατικότερος όλων: « ουαί υμίν οι γελώντες νυν, ότι πενθήσετε και κλαύσετε…» (Λουκ.6,25). Μου γράφεις ότι εκτός από την τέχνη σου έχεις και ένα αμπέλι, που σου δίνει καλή παραγωγή, επειδή το καλλιεργείς πολύ. Αν κάποιος εγκατέλειπε το αμπέλι του και ειρωνευόταν εσένα που φροντίζεις με επιμέλεια το σικό σου, μήπως θα σήκωνες τα χέρια σου από το αμπέλι και θα σταματούσες να το καλιεργείς; Σίγουρα, δεν θα το έκανες αυτό.

Πως μπορείς λοιπόν να ταλαντεύεσαι αναφορικά με την καλλιέργεια της ψυχής σου η οποία είναι σημαντικότερη απ’ όλα τα αμπέλια του κόσμου; Επειδή όταν πεθάνεις, την ψυχή σου θα την πάρεις ενώ το αμπέλι θα το αφήσεις. Απ’ όλες τις καλλιέργειες, η σημαντικότερη είναι η καλλιέργεια της ψυχής. Και απ’ όλους τους κόπους που ο άνθρωπος καταβάλλει πάνω στη γη, ο κόπος για την ψυχή είναι ο πιο συνετός. Για τούτο, γύρνα στην προηγούμενη προσπάθειά σου γύρω από τη ψυχή σου και ξεκίνα πάλι να εξομολογήσαι.Λέει ο απ. Ιάκωβος: « εξομολογείσθε αλλήλοις τα παραπτώματα…» (Ιακ.5,16).

Οι αμαρτίες θεριεύουν και πολλαπλασιάζονται μέσα στη μυστικότητα. Μόλις όμως βγουν στο φως, ξηραίνονται και πεθαίνουν. Μη πεις: «Δεν έχω αμαρτίες»! διάβασε αυτό που λέει ο δίκαιος στα Ψαλτήρι: «εν ανομίας συνελήφθην, και εν αμαρτίαις εκίσσησέ με η μήτηρ μου» (Ψ.50,7). Μην πεις πάλι: « εγώ εξομολογούμαι τις αμαρτίες μου στον ίδιο τον Θεό και δεν χρειάζεται να εξομολογούμαι σε ανθρώπους». 

Ποιος ήταν περισσότερο δίκαιος από τον Απόστολο Παύλο; Και ο Παύλος αυτός , είχε μια αμαρτία πριν από την αποστολική του κλήση ως Σαύλος και την αμαρτία του αυτή την εξομολογήθηκε δημόσια, όχι μία φορά αλλά πολλές και όχι μονάχα μπροστά σε πιστούς αλλά και σε ειδωλολάτρες. Γράφει στους βαπτισμένους Γαλάτες: « ηκούσατε γαρ την εμήν αναστροφήν ποτε εν τω Ιουδαϊσμώ, ότι καθ’ υπερβολήν εδίωκον την εκκλησίαν του Θεού και επόρθουν αυτήν» (Γαλ.1,13). Το ίδιο αποκαλύπτει και μπροστά στον αβάπτιστο βασιλιά Αγρίπα.

Αφού λοιπόν ο Άγιος Παύλος ενεργούσε έτσι, εσύ γιατί να κρατάς τα τραύματα της ψυχής σου κρυμμένα; Γιατί να αφήνεις τα φίδια να πολλαπλασιάζονται στον κόρφο σου; Μήπως επειδή κάποιος σε ειρωνεύτηκε; Και αν σε ειρωνεύτηκε μία φορά, μήπως θα σε ειρωνεύεται αιώνια; Προσευχήσου μυστικά γι’ αυτόν στο Θεό. Ίσως μετανοήσει και με δάκρυα εκθέσει το αμάρτημά του. Τι είναι πιο ασταθές από την ανθρώπινη σκέψη; Πόσοι και πόσοι άνθρωποι δεν μετανιώνουν το βράδυ για λόγια που ξεστόμισαν την ημέρα; Γι’ αυτό , σε ότι αφορά την ψυχή σου, μην ακούς τον καθένα που σου λέει περιστασιακά κάτι άλλα άκουε αυτό που η Εκκλησία του Θεού κηρύττει. Κάνε συζήτηση με πνευματικούς που εξομολογούν ανθρώπους και θα ακούσεις από εκείνους πολλά παραδείγματα για το πόση ψυχική ανακούφιση έλαβαν όσοι από καρδιάς εξομολογήθηκαν.

Δεν είναι κανένα παραμύθι αλλά η ωμή αλήθεια, ότι πολλοί ετοιμοθάνατοι, όντες σε πολύωρη αγωνία, μπόρεσαν να ξεψυχήσουν μονάχα τότε, όταν εξομολογήθηκαν τις αμαρτίες τους στον ιερέα. Θα μπορούσα και εγώ ο ίδιος να σου αναφέρω κάποια τέτοια παραδείγματα στα οποία ήμουν αυτόπτης. Ο Θεός μας είναι Θεός ελέους και καλοσύνης και θέλει τη σωτηρία όλων των ανθρώπων. Πως όμως θα σωθεί κάποιος άνθρωπος, αν ξεκάθαρα και συνειδητά δεν κάνει διάκριση μεταξύ αμαρτίας και δικαιοσύνης του Θεού, αν δεν απορρίψει την αμαρτία και δεν αναγνωρίσει τη δικαιοσύνη του Θεού;

Με αυτό που ο άνθρωπος κουβαλά στην ψυχή του κατά την ώρα θανάτου, με τούτο απέρχεται στην κρίση του Θεού. Αν αυτό είναι αμαρτία, με την αμαρτία, και αν είναι δικαιοσύνη, τότε με τη δικαιοσύνη. Ο θεός περιμένει από κάθε θνητό άνθρωπο τη μετάνοια και η μετάνοια περιλαμβάνει την εξομολόγηση των ιδίων αμαρτημάτων. Και επειδή κάθε ώρα και ημέρα, μπορεί ο άγγελος του θανάτου να έρθει για να παραλάβει την ψυχή μας, γι’ αυτό η Εκκλησία συνιστά στους πιστούς, συχνή εξομολόγηση και ακόμη συχνότερη Μετάληψη.

Επιστολή: "Στον τεχνίτη Παύλο Τ. για την εξομολογηση" από το βιβλίο: 
"Εμπνευσμένα κείμενα Ορθοδόξου Πνευματικότητος"

Αγίου Νικολάου Βελιμίροβιτς - εκδόσεις: Ορθόδοξος Κυψέλη