.

.

Δός μας,

Τίμιε Πρόδρομε, φωνή συ που υπήρξες η φωνή του Λόγου. Δος μας την αυγή εσύ που είσαι το λυχνάρι του θεϊκού φωτός. Βάλε σήμερα τα λόγια μας σε σωστό δρόμο, εσύ που υπήρξες ο Πρόδρομος του Θεού Λόγου. Δεν θέλουμε να σε εγκωμιάσουμε με τα δικά μας λόγια, επειδή τα λόγια μας δεν έχουν μεγαλοπρέπεια και τιμή. Όσοι θα θελήσουν να σε στεφανώσουν με τα εγκώμιά τους, ασφαλώς θα πετύχουν κάτι πολύ πιό μικρό από την αξία σου. Λοιπόν να σιγήσω και να μη προσπαθήσω να διακηρύξω την ευγνωμοσύνη μου και τον θαυμασμό μου, επειδή υπάρχει ο κίνδυνος να μη πετύχω ένα εγκώμιο, άξιο του προσώπου σου;

Εκείνος όμως που θα σιωπήσει, πηγαίνει με τη μερίδα των αχαρίστων, γιατί δεν προσπαθεί με όλη του τη δύναμη να εγκωμιάσει τον ευεργέτη του. Γι’ αυτό, όλο και πιό πολύ σου ζητάμε να συμμαχήσεις μαζί μας και σε παρακαλούμε να ελευθερώσεις τη γλώσσα μας από την αδυναμία, που την κρατάει δεμένη, όπως και τότε κατάργησες, με τη σύλληψη και γέννησή σου, τη σιωπή του πατέρα σου του Ζαχαρία.

Άγιος Σωφρόνιος Ιεροσολύμων

Η ΕΞΟΥΣΙΑ ΤΟΥ ΔΕΣΜΕΙΝ ΚΑΙ ΛΥΕΕΙΝ

Η ΑΝΑΓΕΝΝΗΤΙΚΗ ΔΥΝΑΜΙΣ ΤΗΣ ΜΕΤΑΝΟΙΑΣ


Ὁ ἄνθρωπος πλάστηκε μὲ ἄπειρη ἀγάπη ἀπὸ τὸν Τριαδικὸ Θεό μας καὶ τοποθετήθηκε στὸν ἐπίγειο Παράδεισο. Συνεχὴς ἡ παρουσία τοῦ Θεοῦ μας ἐκεῖ, ἀδιάκοπη ἡ φροντίδα Του, ἄγρυπνη ἡ προσοχή Του ἕνεκα τῆς ἀμέτρου ἀγάπης Του γιὰ τὸ πλάσμα Του, τὸν ἄνθρωπο. Τὰ πάντα γιὰ νὰ φθάση ὁ ἄνθρωπος στὸ «καθ’ ὁμοίωσιν». Δυστυχῶς, ὁ ἄνθρωπος «ἐν τιμῇ ὢν οὐ συνῆκε».

Ἀγνώμων καὶ ἀχάριστος παρήκουσε τὸν Δημιουργὸ καὶ ἀντάλλαξε τὴ φιλία τοῦ Θεοῦ, μὲ τὴν ὑποδούλωση στὸν διάβολο. Θεώρησε ὁ Ἀδὰμ τὸν διάβολο ἀξιοπρεπέστερο ἀπὸ τὸν Πλάστη καὶ Εὐεργέτη.

Παρήκουσε καὶ ἔπεσε. Ἀρνήθηκε τὴν ἀγάπη τοῦ Πατέρα, ἁμάρτησε, ἀμαύρωσε τὸν καθαρὸ χιτώνα του καὶ ντύθηκε τοὺς δερμάτινους χιτῶνες, τὰ διάφορα πάθη, τὰ ὁποῖα τὸν ἀπεμάκρυναν ἀπὸ τὴν κοινωνία του μὲ τὸν Θεό μας καὶ τοῦ ἔφερε τὶς γνωστὲς φοβερὲς ψυχοσωματικὲς συνέπειες.

Βέβαια, ὁ Πατέρας τῆς ἀνεξαντλήτου πατρικῆς ἀγάπης καὶ τῆς εὐσπλαχνίας, ἀμέσως μετὰ τὴν πτῶσι τῶν Πρωτοπλάστων, ἀνήγγειλε τὴν λύτρωση. Ἐνῷ ὁ ἄνθρωπος, στέναζε κάτω ἀπὸ τὴ δουλεία τοῦ ἐχθροῦ καὶ ζητοῦσε λύτρωση.

Σ’ὅλη τὴ διάρκεια τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης κάθε ψυχή, ποθεῖ τὴ θεραπεία καὶ τὴ λύτρωσι καὶ ἱκετεύει λέγοντας: «Ἴασαι τὴν ψυχή μου ὅτι ἥμαρτόν σοι».

Καὶ ἦλθε τὸ πλήρωμα τοῦ χρόνου. Ἐνανθρώπησε ὁ Υἱὸς καὶ Λόγος τοῦ Πατρὸς γιὰ νὰ θεραπεύση τὸ ἀνθρώπινο γένος ποὺ εἶχε πληγωθῆ ἀπὸ τὴν ἁμαρτία, νὰ τὸ συγχωρήση, νὰ λύσει τὰ δεσμὰ τῆς αἰχμαλωσίας. «Πρῶτα- πρῶτα», ὅπως λέει ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος, «ἔδωσε σὰν ἀντίδοτο τὸ ἅγιο Βάπτισμα καὶ ἔτσι ἀποβάλαμε ὅλη τὴν κακία. Ἀμέσως ἡ φλεγμονὴ ἔπαψε καὶ οἱ πληγὲς καυτηριάστηκαν».

Ἐπειδή, ὅμως, καὶ μετὰ τὸ ἅγιο Βάπτισμα μολύνουμε, σὰν ἄνθρωποι ἀδύναμοι τὸν ἑαυτό μας, ὁ Κύριός μας μᾶς ἔδωσε φάρμακο. Τὸ φάρμακο τῆς μετανοίας, τὸ μυστήριο τῆς Ἱερᾶς Ἐξομολογήσεως.

Θεὸς Παντοδύναμος καὶ Παντοκράτωρ ὁ Κύριος, μόνος Αὐτὸς ἔχει τὴν ἐξουσία «τοῦ δεσμεῖν καὶ λύειν», τὸ νὰ συγχωρῆ τὶς ἁμαρτίες.

Ὅταν στὴν Καπερναοὺμ ἔφεραν ἐμπρὸς στὸν Κύριο τὸν Παραλυτικό, ὁ Κύριος εἶπε: «Θάρσει, τέκνον ἀφέωνταί σοι αἱ ἁμαρτίαι σου».

Ὅταν ὅμως οἱ Φαρισαῖοι ἀμφισβήτησαν τὴν ἐξουσία Του αὐτή, ὁ Κύριος ἀπάντησε: «ἵνα δὲ εἰδῆτε ὅτι ἐξουσίαν ἔχει ὁ Υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου ἐπὶ τῆς γῆς ἀφιέναι ἁμαρτίας- τότε λέγει τῷ παραλυτικῷ ἐγερθεὶς ἆρον σου τὴν κλίνην καὶ ὕπαγε εἰς τὸν οἶκον σου» (Ματθ.θ΄2-6).

Τὴν ἡμέρα τῆς Ἀναστάσεώς Του, τὴν ἡμέρα ποὺ συνέτριψε τὸ κράτος τοῦ Ἅδου καὶ τοῦ θανάτου, συνέστησε, ὁ Κύριος, τὸ μυστήριο τῆς Ἱερᾶς Ἐξομολογήσεως καὶ ἔδωσε τὴν ἐξουσία στοὺς μαθητάς Του νὰ συγχωροῦν ἁμαρτίες.

«Λάβετε Πνεῦμα Ἅγιον», εἶπε στοὺς μαθητάς, «ἂν τινων ἀφῆτε τὰς ἁμαρτίας, ἀφίενται αὐτοῖς ἂν τινων κρατῆτε, κεκράτηνται» (Ἰωάν.κ΄22-23).

Ὁ Χριστός μας χειροτόνησε τοὺς μαθητάς Του διδασκάλους τῆς οἰκουμένης καὶ οἰκονόμους τῶν μυστηρίων καὶ φανέρωσε τὴν ἐξουσία, ποὺ ὁ ἴδιος τους ἔδωσε. «Ὅπως ἕνας βασιλεύς», λέει ὁ ἱ. Χρυσόστομος, «ὅταν ἀποστέλλη τοὺς ἄρχοντάς του, τοὺς δίνει τὴν ἐξουσία νὰ βάζουν τοὺς ἀνθρώπους στὸ δεσμωτήριο ἢ νὰ τοὺς ἀπολύουν, τὸ ἴδιο ἔκανε καὶ ὁ Χριστός». Ἀποστέλλοντας τοὺς μαθητάς Του (στὸ ἔργο τοῦ εὐαγγελισμοῦ καὶ τῆς σωτηρίας τῶν ἀνθρώπων), τοὺς περιβάλλει μὲ τὴ δύναμη νὰ συγχωροῦν καὶ νὰ μὴ συγχωροῦν τὶς ἁμαρτίες». (ΕΠΕ 14, 708).

Ἡ ἐξουσία αὐτὴ τῶν μαθητῶν τοῦ Κυρίου μεταδόθηκε στοὺς Ἐπισκόπους καὶ διὰ τῶν Ἐπισκόπων στοὺς Πρεσβυτέρους. Ἀπὸ τῆς ἐποχῆς τῶν Ἀποστόλων αὐτὴ ἡ ἐξουσία τῆς Ἐκκλησίας, νὰ συγχωροῦνται ἁμαρτήματα, νὰ λευκαίνεται ἡ ψυχὴ τοῦ ἀνθρώπου, νὰ ἀναγεννᾶται, νὰ μεταμορφώνεται ὁ χριστιανός, προσφέρεται ἀδιαλείπτως καὶ θὰ προσφέρεται ἕως τῆς συντελείας τῶν αἰώνων. Αὐτὴ ἔδωσε καὶ δίνει στὸν ἁμαρτωλὸ τὴν ἀναγέννησι τὴν πνευματική, τὴν ἐπανένταξη τοῦ πεσόντος καὶ ἀποστάτου στὴν ὁλοφώτεινη καὶ ἁγιασμένη ζωὴ τῆς στρατευόμενης Ἐκκλησίας. Ὁ πνευματικὸς πατὴρ γίνεται γεννήτωρ τῆς πνευματικῆς ζωῆς. Ἡ ἐξουσία τοῦ δεσμεῖν καὶ λύειν τὸν ἀναδεικνύει ὄργανο τοῦ Θεοῦ, διὰ τοῦ ὁποίου ἀπαλείφονται οἱ ἁμαρτίες καὶ ἀναγεννᾶται ἐν Χριστῷ ὁ ἄνθρωπος. Ἐὰν ὁ ἄνθρωπος μὲ πίστη προσέλθη στὸν πνευματικό, ἐὰν ὁμολογήση εἰλικρινὰ τὰ ἁμαρτήματά του, ἡ ἐξουσία ἀφέσεως, τὴν ὁποία ἔχει ὁ πνευματικός, θὰ ἀπαλείψη τὰ ἁμαρτήματά του. «Ἐὰν ὁμολογῶμεν τὰς ἁμαρτίας ἡμῶν, πιστός ἐστι καὶ δίκαιος (ὁ Θεός) ἵνα ἁφῇ ἡμῖν τὰς ἁμαρτίας καὶ καθαρίσῃ ἡμᾶς ἀπὸ πάσης ἀδικίας» (Α΄ Ἰωάν. α΄, 9). Τὸ ἀδύνατον τῆς μετάνοιας δὲν προέρχεται ἀπὸ τὸν Θεὸ ἀλλὰ ἀπὸ τὸν ἄνθρωπο. Ὁ Θεὸς θέλει πάντα τὴ σωτηρία μας.

Μέσα στὴν πορεία τῆς Ἐκκλησίας μας συγκλονίζεται κανείς, ὅταν βλέπει βεβαρημένες καὶ δαιμονόπληκτες ψυχές, νὰ προσέρχονται μὲ πίστη συγχωρήσεως στὸν πνευματικὸ πατέρα, νὰ ἐλευθερώνουν τὴν ψυχή τους ἀπὸ τὴν ἀσθένεια τῆς ἁμαρτίας καὶ ἀναγεννημένες νὰ βαδίζουν πλέον ἐλεύθερες καὶ εὐτυχισμένες, πληρωμένες ἀπὸ χαρὰ καὶ χάρη τὸν δρόμο πρὸς τὸν ἁγιασμό τους καὶ τὴ ζωὴ τοῦ Παραδείσου. Δόξα τῷ Θεῷ ζοῦμε καὶ σήμερα αὐτὴ τὴ βεβαιότητα. Ἡ ἐξουσία τοῦ δεσμεῖν καὶ λύειν γίνεται ἡ δύναμι ἡ ὁποία ἀναγεννᾶ μὲ βεβαιότητα κάθε ἄνθρωπο, ποὺ μὲ πίστι θὰ ἀναζητήση πνευματικὸ πατέρα καὶ συγχώρηση.

Ἂς εὐχηθοῦμε ὅλοι μας μὲ τὴ δύναμι τῆς ἀφέσεως καὶ τῆς συγχωρέσεως τῆς Ἐκκλησίας μας νὰ ἀναγεννηθοῦμε καὶ νὰ φθάσουμε στὸν γλυκὺ Παράδεισο.


Μητροπολίτου Αἰτωλ/ρνανίας κ. Κοσμά



ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ ‘Ἐρῶ’ , Η΄ ΤΕΥΧΟΣ, ΟΚΤ.-ΔΕΚ. 2011