.

.

Δός μας,

Τίμιε Πρόδρομε, φωνή συ που υπήρξες η φωνή του Λόγου. Δος μας την αυγή εσύ που είσαι το λυχνάρι του θεϊκού φωτός. Βάλε σήμερα τα λόγια μας σε σωστό δρόμο, εσύ που υπήρξες ο Πρόδρομος του Θεού Λόγου. Δεν θέλουμε να σε εγκωμιάσουμε με τα δικά μας λόγια, επειδή τα λόγια μας δεν έχουν μεγαλοπρέπεια και τιμή. Όσοι θα θελήσουν να σε στεφανώσουν με τα εγκώμιά τους, ασφαλώς θα πετύχουν κάτι πολύ πιό μικρό από την αξία σου. Λοιπόν να σιγήσω και να μη προσπαθήσω να διακηρύξω την ευγνωμοσύνη μου και τον θαυμασμό μου, επειδή υπάρχει ο κίνδυνος να μη πετύχω ένα εγκώμιο, άξιο του προσώπου σου;

Εκείνος όμως που θα σιωπήσει, πηγαίνει με τη μερίδα των αχαρίστων, γιατί δεν προσπαθεί με όλη του τη δύναμη να εγκωμιάσει τον ευεργέτη του. Γι’ αυτό, όλο και πιό πολύ σου ζητάμε να συμμαχήσεις μαζί μας και σε παρακαλούμε να ελευθερώσεις τη γλώσσα μας από την αδυναμία, που την κρατάει δεμένη, όπως και τότε κατάργησες, με τη σύλληψη και γέννησή σου, τη σιωπή του πατέρα σου του Ζαχαρία.

Άγιος Σωφρόνιος Ιεροσολύμων

«Ο βρεφικός θρήνος…» ( μια αληθινή ιστορία) -του π. Θωμά Ανδρέου



Σ’ έναν ναό των Αθηνών, περιγράφηκε η ιστορία αυτή. Μέσα από το μυστήριο της εξομολογήσεως ζωντάνεψε ο χρόνος , οι θύμισες έγιναν δάκρυα μετανοίας για έναν άνθρωπο, που επί πενήντα συναπτά έτη βρισκόταν αναμέσο της φλογός της συνειδήσεως, φλογός η οποία άσβεστος κατέκαιε επί μισόν αιώνα την τεταραγμένην ψυχήν. Ο μεγαλύτερος εχθρός του ανθρώπου, είναι ο ίδιος του ο εαυτός… Ας αφήσουμε την εξέλιξη της διηγήσεως και ας σταθούμε σιωπηλοί έναντι μιας θλιβεράς αληθινής ιστορίας, από αυτές που μόνον η ιδία η ζωή μπορεί να παραστήσει…

-Πάτερ, σας παρακαλώ θερμώς, να με δεχθείτε να εξομολογηθώ !

Μία ηλικιωμένη κυρία ογδοηκοντούτης, με παρακλητικό πλην επίμονον βλέμμα, ζητούσε από τον Ιερέα να την ακούσει. Ζητούσε να δεχθεί το βάλσαμον της παρηγορίας , καθ’ ον τρόπον εδέχθει την ενστάλαξη ελαίου και οίνου επί των αιμοροούντων πληγών του, ο δυστυχής της ευαγγελικής παραβολής άνθρωπος ο εμπεσών εις τους ληστάς , υπό του καλού Σαμαρείτου. Ο Ιερεύς, αμέσως εφόρεσε το Ιερόν επιτραχείλιον, τον ποταμόν της Θείας Χάριτος και του ελέους του Θεού, εις τους ανθρώπους. Αφού εκάθισαν αντικριστά, η σεβασμία κυρία ξεκίνησε να διηγείται διακόπτουσα μόνον την διήγησιν της, για να ακουσθεί ένας βαθύς αναστεναγμός, επισφράγισμα οδυνηρόν του πόνου της ψυχής της.

-Πάτερ, είμαι ογδόντα ετών. Βρίσκομαι πλέον στην δύση της ζωής μου… Αισθάνομαι πως το τέλος εγγίζει, δεν θέλω να φύγω με ένα κρίμα που για πενήντα ολόκληρα χρόνια βασανίζει την ψυχή μου. Κρίμα δυσβάστακτον που ουδέποτε και σε κανέναν μέχρι σήμερα εκμυστηρεύτηκα. Η ιστορία που θα σας διηγηθώ, έγινε αιτία για πενήντα χρόνια να καίγομαι στην φλόγα της συνειδήσεως μου. Να ξυπνώ τα βράδια από ένα βρεφικό κλάμα, έναν ατέλειωτο θρήνο που ηχεί μέσα στα αυτιά μου .

Στην ζωή μου, άκουσα πολλές φορές βρέφη να κλαίνε. Ποτέ ξανά όμως έτσι…. Μόνον μία φορά, την ημέρα εκείνη η οποία έμελε να στιγματίσει το υπόλοιπον της ζωής μου. Εργαζόμουν ως μαία σε μεγάλη ιδιωτική κλινική των Αθηνών. Υπήρξα συνεπής πάντοτε στην εργασία μου. Αγαπούσα την δουλειά μου και για τον λόγο αυτό, πολλές φορές ζητούσαν να παραστώ σε γέννα, ακόμα και όταν αυτή γινόταν σε ώρες εκτός της εργασίας μου.

Στις αρχές της δεκαετίας του 1950, όταν η Αθήνα ήταν τελείως διαφορετική απ’ ότι σήμερα, βρισκόμουν ένα πρωινό στην εργασία μου, στην κλινική των Αθηνών. Με ειδοποίησαν πως με ζητά ο Διευθυντής και έτσι ξεκίνησα να ανέβω στο γραφείο του στον επάνω όροφο. Φθάνοντας στο γραφείο, χτύπησα διακριτικά την πόρτα και μπαίνοντας μέσα είδα τον κ. Διευθυντή μαζί με άλλους τρεις καλοντυμένους κυρίους, να συζητούν χαμηλόφωνα. Βλέποντας με ο Διευθυντής της κλινικής, με κάλεσε να πλησιάσω κοντά τους:

-Έλα παιδί μου, πλησίασε, μου είπε. Θα χρειασθεί να πάς σε κάποιο Σπίτι όπου θα βοηθήσεις σε μια γέννα. Οι κύριοι θα σε πάνε και θα σε επιστρέψουν μετά. Θα πληρωθείς αδρά για τις υπηρεσίες σου εκεί. Πόση ώρα χρειάζεσαι να ετοιμασθείς; 

-Σε ένα τέταρτο θα μπορούμε να φύγουμε, απάντησα εγώ και μόλις πήγα να ρωτήσω τον λόγο για τον οποίο έπρεπε εγώ να μεταβώ εκεί αντί να έρθει η ετοιμόγεννη γυναίκα στην κλινική, ωστόσο σαν ο κ. Διευθυντής να διάβασε τις ενδόμυχες σκέψεις μου, με διέκοψε απότομα λέγοντας μου: – ‘’Εντάξει παιδί μου, ετοιμάσου να φύγετε…’’ Βγήκα από το γραφείο και πήγα να ετοιμάσω την βαλίτσα μου με τα απαραίτητα. Εξάλλου, σκέφθηκα, η παρουσία μου μόνον βοηθητική θα μπορούσε να είναι μιας και σίγουρα μαζί με εμένα θα ερχόταν και κάποιος εκ των Ιατρών της κλινικής. Ετοίμασα μία βαλίτσα με τα απαραίτητα και κατέβηκα στην είσοδο, όπου με περίμεναν οι τρείς κύριοι τους οποίους προηγουμένως είχα συναντήσει στο γραφείο του κ. Διευθυντού. Βρισκόντουσαν δίπλα σε ένα παρκαρισμένο πολυτελές μαύρο αυτοκίνητο και μου έγνεψαν να πάω προς τα εκεί. 

Προς στιγμήν, ένα συναίσθημα φόβου με κατέλαβε, ωστόσο δεν μπορούσα να αρνηθώ. Πρώτον, ήταν η εκτέλεσις του καθήκοντος μου και ασφαλώς κατά δεύτερον ήταν εντολή του εργοδότου μου. Πλησίασα λοιπόν και πήγα να ανοίξω την πόρτα του αυτοκινήτου. Απότομα με σταμάτησε ο ένας από τους τρείς καλοντυμένους κυρίους. Πιάνοντας με από το χέρι, μου είπε:

-Μισό λεπτό κυρία, πριν μπείτε μέσα θα σας ζητήσουμε κάτι… 

Προς στιγμήν, ένα αδιόρατο συναίσθημα φόβου με κατέλαβε. Ωστόσο η περιέργεια με έκανε να ρωτήσω: 

-Τι θέλετε; 

Εκείνος, ρίχνοντας ένα βλέμμα στους άλλους δύο, χαμηλώνοντας τον τόνο της φωνής του με πλησίασε περισσότερο και μου είπε: 

-Για να σας μεταφέρουμε εκεί που πρέπει να πάμε, θα μας επιτρέψετε να σας κλείσουμε τα μάτια , ώστε να μην γνωρίζετε τον ακριβή προορισμό μας… 

Ξανά αυτός ο αδιόρατος φόβος, έκανε την επανεμφάνιση του στην ψυχή μου… Όλα αυτά, ήταν περίεργα πράγματα. Έδειχναν πως κάτι ύποπτο συνέβαινε…. Βλέποντας το πρόσωπο μου να εκφράζει την αγωνία της ψυχής μου, ο εις εκ των συνοδών μου σε μια άχαρη προσπάθεια του να με καθησυχάσει μου είπε κοιτώντας με κατάματα: 

- Μην φοβάστε κυρία, δεν υπάρχει κανένας κίνδυνος, προσπαθούμε να διασφαλίσουμε πως δεν θα γνωρίζετε τον προορισμό μας, τίποτε περισσότερο. 

- Μα, και να μην θέλω με τρομάζετε με όλα αυτά τα ακατανόητα πράγματα. Που πηγαίνουμε; Για ποιο λόγο αυτή η μυστικότης; Γιατί επιλέξατε εμένα; 

‘Όμως ο κύριος σήκωσε ελαφρά το χέρι του και μου είπε: 

-Σας παρακαλώ κυρία, δεν μπορώ να αποκαλύψω τίποτε περισσότερο. Σας παρακαλώ, μην καθυστερούμε …. Σας βεβαιώ πώς δεν έχετε να φοβηθείτε τίποτε… Εξάλλου, ο κ. Διευθυντής, γνωρίζει επακριβώς που πηγαίνουμε…. 

Αυτός ο λόγος του με καθησύχασε. Μπήκα μέσα στο πολυτελές αυτοκίνητο και δέχθηκα αδιαμαρτύρητα πλέον, να μου δέσουν τα μάτια με ένα μεγάλο μαντίλι. Δεν είναι δυνατόν, σκέφθηκα, να μου κάνουν κακό… Για ποιο λόγο; Και εκτός τούτου, αν δεν τους γνώριζε ο κ. Διευθυντής, θα ήταν ποτέ δυνατόν με στείλει μαζί με αυτούς τους εντελώς άγνωστους σε μένα ανθρώπους; Προτίμησα να πάψω να σκέπτομαι, εξάλλου μαία ήμουν … Άνθρωπο θα έφερνα στο κόσμο ! 

Δεν γνωρίζω πόση ώρα πέρασε… Δεν γνωρίζω που με μετέφεραν. Δεν μπόρεσα ούτε καν να υπολογίσω τον χρόνο κατά τον οποίον βρισκόμουν μέσα στο αυτοκίνητο με τα μάτια μου δεμένα. Σε κάποια στιγμή, το αυτοκίνητο στάθμευσε. Δίπλα μου, καθόταν από την αρχή, ο άγνωστος κύριος που είχαμε μιλήσει στην κλινική, ενώ οι άλλοι δύο κάθονταν στα μπροστινά καθίσματα. Προφανώς, ο συνοδός μου, ήθελε να διασφαλίσει πως σε καμία περίπτωση δεν θα αφαιρούσα το μαντίλι ώστε να καταλάβω σε ποια περιοχή ήμουν ή που με πήγαιναν. Όταν ο ίδιος έβγαλε το μαντίλι, είδα πως βρισκόμασταν στον κήπο μιας έπαυλης, κυριολεκτικά πνιγμένης μέσα στα καταπράσινα δέντρα. Δυο–τρείς άνθρωποι περπατούσαν βιαστικοί σε διαφορετικές κατευθύνσεις. Ένα τεράστιο σπίτι, δέσποζε επιβλητικό στην μέση της έπαυλης. 

Ανέβηκα τα σκαλοπάτια της μαρμάρινης εξωτερικής σκάλας, ενώ την μικρή βαλίτσα με τα απαραίτητα για τον επερχόμενο τοκετό, μου μετέφερε στα χέρια του ένας εκ των τριών συνοδών μου. Περνώντας μέσα στο σπίτι, είδα μία τεράστια σκάλα στην μέση της οικίας η οποία εκ των υστέρων διαπίστωσα πως οδηγούσε στον επάνω όροφο όπου και υπήρχαν πολλά υπνοδωμάτια. Με το χέρι του ο συνοδός μου έδειξε πως θα έπρεπε να ανέβω επάνω. Προς στιγμήν, νομίζω πως άκουσα έναν γυναικείο αναστεναγμό πόνου, δεν ξέρω όμως αν όντος το άκουσα ή ο φόβος μου που έκανε την επανεμφάνιση του συνοδευόταν από κάποιες παραισθήσεις. Ανέβηκα την μεγάλη σκάλα η οποία οδηγούσε στον επάνω όροφο στα δεξιά του οποίου υπήρχε ένας διάδρομος . Ακολουθώντας τον συνοδό μου ο οποίος σταμάτησε μπροστά από μια δίφυλλη ξύλινη πόρτα την οποία κτύπησε διακριτικά, άνοιξε την πόρτα και περάσαμε σε ένα τεράστιο δωμάτιο στην άκρη του οποίου υπήρχε ένα κρεβάτι πάνω στο οποίο μια ξαπλωμένη γυναίκα έδειχνε από τις συσπάσεις του προσώπου της πως βρισκόταν σε διαδικασία τοκετού. Στην μέση ακριβώς του δωματίου υπήρχε μια μεγάλη αναμμένη ξυλόσομπα, ενώ στην άλλη άκρη του δωματίου ένας μεσήλικας κύριος καθόταν αναπαυτικά σε μια πολυθρόνα ξεφυλλίζοντας αδιάφορα μια εφημερίδα. Θυμάμαι πως με εντυπωσίασε το γεγονός, πως δεν έκανε τον κόπο να γυρίσει να κοιτάξει ποιοι είχαν μπει στο δωμάτιο. 

Πλησίασα την γυναίκα που βρισκόταν πάνω στο κρεβάτι. Προσπάθησε ανεπιτυχώς να μου χαμογελάσει. Το χαμόγελο της, πνίγηκε από μια έκφραση πόνου που χαράκωσε το πρόσωπο της. Ο συνοδός μου πλησίασε και μου ψιθύρισε: ζητήστε μας ότι σας χρειάζεται… Εγώ δεν του απάντησα, άρχισα να ετοιμάζω τα πράγματα μου για τον επικείμενο τοκετό πάνω σε ένα τραπέζι που είχαν τοποθετήσει εκεί. 

-Πρέπει να περιμένουμε τον γιατρό, είπα προς τον γνωστό συνοδό μου. 

- Δεν θα έρθει κανένας γιατρός κυρία, άκουσα την φωνή του μεσήλικα που καθόταν στην πολυθρόνα. Χωρίς να με κοιτάξει συνέχισε: 

-Εσείς θα κάνετε όλη την διαδικασία…. 

Έμεινα αποσβολωμένη να τον κοιτώ. Ο ένας εκ των δύο συνοδών μου, πλησίασε και μου είπε παρακλητικά:

-Σας παρακαλώ, κάντε ότι πρέπει να κάνετε….

Γύρισα προς την γυναίκα που σε λίγο θα γεννούσε. Την κοίταξα και είδα, ένα δάκρυ να αυλακώνει το πρόσωπο της. Της έπιασα το χέρι και της είπα: 

-Κάντε κουράγιο, σε λίγο θα κρατάτε στην αγκαλιά σας το παιδί σας. 

Με κοίταξε χωρίς να πει τίποτε, όμως η θλίψη που ξεχείλιζε από τα μαύρα αμυγδαλωτά μάτια της μου έφερε ένα σφίξιμο στην καρδιά μου. Έπρεπε να διατηρήσω την ψυχραιμία μου, ήταν η πρώτη φορά που θα έπρεπε να κάνω την διαδικασία χωρίς την παρουσία Ιατρού μαιευτήρα …. Αν κάτι δεν πήγαινε καλά; Αν υπήρχε μια επιπλοκή; Χριστέ μου, ψέλλισα βοήθησε με…. Η γυναίκα δάγκωνε μια πετσέτα για να καταπνίξει τον πόνο της. Μια υπηρέτρια στεκόταν στο προσκεφάλι της σκουπίζοντας κάθε λίγο τον ιδρώτα που έρρεε άφθονος στο πρόσωπο της. Ο συνοδός μου, βρισκόταν στην πλευρά της πόρτας του δωματίου έχοντας συνεχώς τα μάτια του καρφωμένα στο πάτωμα. Ο έτερος κύριος συνέχιζε ατάραχος να διαβάζει την εφημερίδα του καθήμενος στην ευρύχωρη και άνετη πολυθρόνα του μορφάζοντας σε κάποιες στιγμές το πρόσωπο του, δείχνοντας έτσι μιαν κάποια ενόχληση του από τα βογκητά πόνου της ετοιμόγεννης γυναίκας.

Προσπάθησα να δώσω κουράγιο στην γυναίκα :

-Λίγο ακόμα, κάντε μια προσπάθεια , λίγο ακόμα και τελειώσαμε.

Ξεκίνησε η έξοδος του νεογνού για τον κόσμο! Ένας ακόμη άνθρωπος ερχόταν στην ζωή. Κτυπούσε γοργά η καρδιά μου. Η αγωνία κορυφώνονταν όταν σε κάποια στιγμή κράτησα το νεογνό που έκλαιγε, στα χέρια μου. Όλοι οι φόβοι μου μήπως κάτι δεν πάει καλά εξανεμίστηκαν με μιας όταν άκουσα το πρώτο του κλάμα. Κλάμα με το οποίο κάθε βρέφος έρχεται στην ζωή και άθελα του κλαίει, για αυτά που θα ζήσει… Έκοψα αμέσως τον ομφάλιο λώρο και τύλιξα το μικρό αγοράκι σε μια καθαρή πετσέτα. Πριν το πλύνω, θέλησα να το δώσω για λίγο στην μητρική αγκαλιά, να είναι η μάνα το πρώτο πρόσωπο που θα δει όταν θ’ ανοίξει τα ματάκια του. Πάντα τα ίδια συναισθήματα γέμιζαν την ψυχή μου με τον ερχομό ενός ανθρώπου ακόμα στην ζωή. Μόλις έστρεψα προς την πλευρά της μάνας , μια φωνή με καθήλωσε στην θέση μου : 

-Κυρία ! 

Ήταν ο κύριος με την εφημερίδα που στο μεταξύ είχε σηκωθεί και ερχόταν προς το σημείο που βρισκόμουν εγώ κρατώντας το νεογνό στα χέρια μου. 

-Κυρία, επανέλαβε, δώστε μου το μωρό στα χέρια μου ! 

Ο τόνος της φωνής του ήταν επιτακτικός. Σκέφθηκα πως μάλλον ήταν ο πατέρας του παιδιού. Οι πατεράδες σε τέτοιες στιγμές δεν ξέρουν πώς να εκφράσουν την χαρά τους. Στην φωνή όμως του ανθρώπου εκείνου δεν μπόρεσα να διακρίνω κανένα ίχνος χαράς. Ωστόσο, δεν μπορούσα να αρνηθώ και έτσι παρέδωσα το μωρό στα απλωμένα χέρια του ανθρώπου εκείνου. Το πήρε στα χέρια του και το κοίταξε για πολύ λίγο, σχεδόν μόνο με μια ματιά! Τα φλογισμένα μάτια του έπεσαν πάνω στην λεχώνα η οποία έτρεψε αλλού το πρόσωπο της. Εγώ κοιτούσα σαν χαμένη και τους δύο. Δεν είχα ξαναδεί παρόμοιες αντιδράσεις στις γέννες… Δεν μπορούσα να καταλάβω αυτήν την παγωμάρα που επικρατούσε στο μελαγχολικό δωμάτιο της σιωπηλής έπαυλης. Δεν μπόρεσα να καταλάβω…. Ο μεσήλικας κύριος, κρατώντας το βρέφος που στο μεταξύ είχε σιωπήσει, στα χέρια του, με αργά βήματα άρχισε να απομακρύνεται από κοντά μου. Πλησίαζε το σημείο του δωματίου που βρισκόταν η ξυλόσομπα όταν…. 

Ξαφνικά, άρπαξε με το ένα χέρι το βρέφος από το ποδαράκι του. Εκείνο άρχισε να κλαίει τρομαγμένο. Ταυτόχρονα με το ελεύθερο χέρι του έπιασε μια τσιμπίδα και άνοιξε γρήγορα το καπάκι της ξυλόσομπας. Μόλις κατάλαβα τι πήγαινε να κάνει, έτρεξα και έπεσα στα πόδια του. Ταυτόχρονα έτρεξε κοντά μου ο συνοδός για να με σταματήσει.

-Σας ικετεύω κύριε,του φώναξα με μια κραυγή αγωνίας να βγαίνει από τα στήθη μου. Δώστε το σε εμένα να το μεγαλώσω και σας ορκίζομαι πως δεν πρόκειται να το ξαναδείτε ποτέ. Μη, κύριε μην το σκοτώσετε !

Με κοίταξε με ένα βλέμμα που δεν ξέχασα ποτέ ! Χωρίς να πει τίποτα με μια αστραπιαία κίνησε πέταξε το νεογέννητο βρέφος μέσα στην αναμμένη ξυλόσομπα ενώ ταυτόχρονα έκλεισε με δύναμη το καπάκι….. Το βρέφος ούρλιαξε μέσα στις φλόγες…

-Μηηηηη ! Φώναξα εγώ και έπεσα στο πάτωμα, ενώ ο συνοδός μου προσπαθούσε με δύναμη να με απομακρύνει. Άκουσα για λίγο, για πολύ λίγο το βρέφος να στριγκλίζει θρηνητικά μέσα από την σόμπα. Δάκρυα έτρεχαν στο πρόσωπο μου. Δεν είχα την δύναμη να φωνάξω άλλο! Άκουσα την βραχνή φωνή του, απαίσια στα αφτιά μου :

-Το παιδί αυτό δεν έπρεπε να ζήσει γιατί…. Ήταν δύο αδελφών παιδί! 

Δεν μπορούσα να σηκωθώ από το πάτωμα. Άνοιξε η πόρτα και ο άνθρωπος αυτός, λες και δεν είχε συμβεί τίποτε σε αυτό το δωμάτιο, βγήκε έξω. Με πλησίασε ο συνοδός μου και με βοήθησε να σηκωθώ. 

-Ότι ζήσατε εδώ σήμερα, μου είπε, πρέπει να το ξεχάσετε βγαίνοντας από το σπίτι αυτό. 

Αισθανόμουν πως θα έσπαγε η καρδιά μου. Δεν μπορούσα να συνειδητοποιήσω τι είχε συμβεί εκεί μέσα. Αυτή η εικόνα είχε μείνει στα μάτια μου, οι κραυγές του δυστυχούς βρέφους ηχούσαν στ’ αφτιά μου. Και όμως όλα αυτά ήταν αλήθεια! Ένα αθώο βρέφος είχε καεί ζωντανό ! Δεν είχα κουράγιο ούτε να μαζέψω τα πράγματα μου. Η ανάγκη όμως να φύγω από εκεί μέσα, να αναπνεύσω καθαρό αέρα, με έκανε να αρχίσω να βάζω τα πράγματα όπως, όπως μέσα στην βαλίτσα. Βλέποντας με, η υπηρέτρια ήρθε προς το μέρος μου να βοηθήσει, με ένα νεύμα μου όμως, έμεινε σιωπηλή στην θέση της. Ο βρεφικός θρήνος, συνέχιζε να με τρυπά. Συνέχισα να μαζεύω τα πράγματα μου και μόλις τελείωσα τα μάτια μου έπεσαν πάνω στην σόμπα… Η σκέψη μου στράφηκε στο μικρό αγοράκι που δεν πρόφθασε καν να δει το φώς του ήλιου. Και για κάθε μωρό, ο ήλιος είναι το πρόσωπο της μάνας που το γέννησε! Βγήκα προς τα έξω με την συνοδεία πάντα του κυρίου που με πήγε εκεί. 

Το αυτοκίνητο ήταν εκεί και περίμενε. Δεν γύρισα να κοιτάξω πίσω… Τι να έβλεπα άλλωστε; Μπήκα μέσα στο αυτοκίνητο και δέχθηκα, αδιαμαρτύρητα αυτή την φορά, να μου κλείσουν τα μάτια με το μεγάλο μαντίλι. Είχα ζήσει την ζωή και το θάνατο ενός αθώου βρέφους, καρπού μιας παράνομης αγάπης μεταξύ δύο κατά σάρκα αδελφών. Ένα ρίγος διαπέρασε το σώμα μου… Ξανά οι βρεφικές κραυγές! Το νεογνό θρηνούσε, όχι για εκείνο που η φωτιά το ταξίδεψε ξανά στο δημιουργό του. Θρηνούσε Για εκείνους που έγιναν αιτία για αυτό το κυκλικό ταξίδι. Η φωτιά της ξυλόσομπας σε κάποια στιγμή έσβησε. Μια άλλη όμως , άσβεστη φλόγα περίμενε υπομονετικά τους υπαιτίους ! Κανείς δεν μιλούσε μέσα στο αυτοκίνητο. Εγώ συνέχιζα να ακούω τον βρεφικό θρήνο ! 

Δεν γνωρίζω πόση ώρα βρισκόμουν μέσα στο αυτοκίνητο. Δεν με ενδιέφερε πλέον. Δεν είχα το κουράγιο να το σκεφθώ. Σε κάποια στιγμή, το αυτοκίνητο σταμάτησε ξαφνικά. Το χέρι του ανθρώπου που καθόταν δίπλα που κινήθηκε προς το πρόσωπο μου. Με μια κίνηση έβγαλε το μαντίλι απελευθερώνοντας μου τα μάτια μου. Συνειδητοποίησα πως με είχαν φέρει στο σπίτι μου… Χωρίς να μιλήσω, χωρίς να τους κοιτάξω, άρπαξα το βαλιτσάκι μου και αφού άνοιξα την πόρτα και βγήκα από το αυτοκίνητο που αμέσως απομακρύνθηκε γρήγορα ασθμαίνουσα έφθασα στην είσοδο του σπιτιού μου. Μπήκα και κάθισα στην πρώτη καρέκλα που βρήκα μπροστά μου… Κοίταξα απέναντι στο τοίχο και κοίταξα την γλυκιά μορφή της Παναγίας με το Θείον Βρέφος στα χέρια Της η οποία με κοίταζε από την κρεμασμένη εικόνα Της! Άρχισα να κλαίω γοερά! Δεν ξέρω για πόση ώρα έκλαιγα. Προσευχήθηκα σιωπηλά για την ψυχή του μαρτυρικού αυτού βρέφους. Οι κραυγές του συνέχιζαν να ηχούν στ’ αυτιά μου κάνοντας με να μην μπορώ να ηρεμίσω. 

Σηκώθηκα μετά από λίγο και πλησίασα την βαλίτσα μου με τα πράγματα του τοκετού. Έπρεπε να τα πλύνω και να τα καθαρίσω. Ανοίγοντας την βαλίτσα, είδα μέσα ένα δερμάτινο σακουλάκι. Το πήρα και το άνοιξα. Με έκπληξη είδα πως ήταν γεμάτο χρυσές λίρες… Θυμήθηκα τα λόγια του κ. Διευθυντού πριν φύγω από την κλινική : ’’θα πληρωθείς καλά για την βοήθεια σου’’ μου είχε πει. Αμέσως για μια ακόμη φορά οι γνωστές κραυγές ήχησαν στα αυτιά μου σαν σειρήνες. Πέταξα το σακουλάκι στο πάτωμα και έτρεξα στο δωμάτιο μου κλαίγοντας έπεσα στο κρεβάτι μου. Με κλειστά μάτια, έβλεπα το μωρό που είχα φέρει στον κόσμο και που τόσο βίαια μου άρπαξαν και σκότωσαν μέσα από τα χέρια μου… Βυθίστηκα σε ένα εφιαλτικό ύπνο με τις θρηνητικές κραυγές του μωρού να συνοδεύουν την ταραγμένη ψυχή μου… Οι κραυγές αυτές με συντρόφεψαν πενήντα ολόκληρα χρόνια…..

———————————–

Από τότε Πάτερ, πενήντα χρόνια μετά, δεν ξέχασα ποτέ αυτή την μέρα που σημάδεψε για πάντα την ζωή μου. Δεν πέρασε νύχτα που να μην άκουσα τον βρεφικό θρήνο! Τις λίρες δεν τις κράτησα, τις μοίρασα σε πτωχούς ανθρώπους, έντυσα μικρά παιδάκια όπως θα έντυνα αυτό το μωρό αν το είχα σώσει. Τα σπούδασα όπως θα σπούδαζα το βρέφος που με τα χέρια μου έφερα στην ζωή και ικέτευα να μου δώσουν… Δεχθείτε Πάτερ αυτό το μεγάλο βάρος της ψυχής μου. Πενήντα ολόκληρα χρόνια έχω να κοινωνήσω! Σας παρακαλώ να δεχθείτε την μετάνοια μου, να ευχηθείτε για την σωτηρία της ψυχής μου, είπε και σταμάτησε να μιλά.

Ο Ιερεύς την άκουγε συγκλονισμένος… Με δακρυσμένα μάτια, έθεσε το πετραχήλι του επί της λευκανθείσης κεφαλής της, διαβάζοντας την συγχωρητική ευχή. Την ευχή των δακρύων που ακούγοντας την κάθε αμαρτωλός βρίσκει την εξιλέωση ενώπιον του Θεού! Οι λυγμοί της ηλικιωμένης γυναίκας, έδειχναν την λύτρωση της ψυχής της μετά από μισό αιώνα πάλης μεταξύ της συνειδήσεως και των ερινυών.

-Κυρία, αφήστε το βάρος της ψυχής σας εδώ! Είπε ο Ιερεύς στην γυναίκα που με δυσκολία στάθηκε στα πόδια της. Εκείνη φίλησε με σεβασμό το πετραχήλι και το Ιερατικό χέρι και αποχώρησε ήρεμη από τον Ναό αφήνοντας τον Ιερέα βυθισμένο στις σκέψεις του.

Την άλλη μέρα ξημέρωνε Κυριακή! Αναστάσιμη ημέρα. Ο Ιερεύς πήγε να λειτουργήσει και να σταθεί για μια ακόμη φορά ανάμεσα στον Θεό και στον άνθρωπο! Η σκέψη του, άθελα του, πήγαινε στην τραγική σκηνή που την προηγουμένη ημέρα είχε ακούσει. Όταν ήρθε η ώρα να μεταδώσει το Σώμα και το Αίμα του Χριστού στους πιστούς, η γυναίκα βρισκόταν εκεί περιμένοντας και η ίδια να δεχθεί τον Χριστό μετά από πενήντα χρόνια! Ήρεμη, στάθηκε απέναντι στο Άγιο Ποτήριο και έλαβε το Σώμα και το Αίμα Εκείνου , που στάθηκε δίπλα σε κάθε άνθρωπο που τον αναζήτησε, Εκείνου που συγχώρησε κάθε άνθρωπο που δάκρυσε, Εκείνου που Πέθανε επάνω στο Σταυρό για να ζήσει αιώνια ο άνθρωπος!

Το Σώμα και το Αίμα, του Σωτήρος Χριστού!

Την Τετάρτη το πρωί, ο Ιερεύς έφθασε στο Ναό όπως έκανε σχεδόν κάθε μέρα. Πηγαίνοντας να ανοίξει την είσοδο της Εκκλησίας, το βλέμμα του πήγε στον πίνακα ανακοινώσεων του Ναού. Ένα αγγελτήριο θανάτου ήταν καρφωμένο εκεί, αναγγέλλοντας τον θάνατο της ογδοντάχρονης μαίας