.

.

Δός μας,

Τίμιε Πρόδρομε, φωνή συ που υπήρξες η φωνή του Λόγου. Δος μας την αυγή εσύ που είσαι το λυχνάρι του θεϊκού φωτός. Βάλε σήμερα τα λόγια μας σε σωστό δρόμο, εσύ που υπήρξες ο Πρόδρομος του Θεού Λόγου. Δεν θέλουμε να σε εγκωμιάσουμε με τα δικά μας λόγια, επειδή τα λόγια μας δεν έχουν μεγαλοπρέπεια και τιμή. Όσοι θα θελήσουν να σε στεφανώσουν με τα εγκώμιά τους, ασφαλώς θα πετύχουν κάτι πολύ πιό μικρό από την αξία σου. Λοιπόν να σιγήσω και να μη προσπαθήσω να διακηρύξω την ευγνωμοσύνη μου και τον θαυμασμό μου, επειδή υπάρχει ο κίνδυνος να μη πετύχω ένα εγκώμιο, άξιο του προσώπου σου;

Εκείνος όμως που θα σιωπήσει, πηγαίνει με τη μερίδα των αχαρίστων, γιατί δεν προσπαθεί με όλη του τη δύναμη να εγκωμιάσει τον ευεργέτη του. Γι’ αυτό, όλο και πιό πολύ σου ζητάμε να συμμαχήσεις μαζί μας και σε παρακαλούμε να ελευθερώσεις τη γλώσσα μας από την αδυναμία, που την κρατάει δεμένη, όπως και τότε κατάργησες, με τη σύλληψη και γέννησή σου, τη σιωπή του πατέρα σου του Ζαχαρία.

Άγιος Σωφρόνιος Ιεροσολύμων

Το τσάι,το καρότο και το αυγό




«Σου έχω πει την ιστορία την παλιά με το τσάι, το καρότο και τ’ αυγό;»
Η Έλλη γνέφει «όχι».
«Άκου, λοιπόν!» αρχίζει ο παππούς. 

«Κάποτε παραπονιόταν ένας άνθρωπος πως είχε βάσανα πολλά. Τον κάλεσε, που λες, στο σπίτι της κάποια σοφή γερόντισσα, έβαλε ένα τσουκάλι με νερό να βράσει κι έριξε μέσα ένα καρότο κι ένα αυγό. Όταν έβρασαν καλά, έφτιαξε λίγο τσάι του βουνού και ρώτησε τον άνθρωπο τι βλέπει. 
“Ένα καρότο που έχει μαλακώσει από το βράσιμο κι ένα σφιχτό αυγό”, της είπε κείνος. 
“Και τι μυρίζει;” ρώτησε η γερόντισσα. 
“Μοσχοβολάει τσάι του βουνού!” της απαντάει.
“Ε, λοιπόν, οι λύπες και οι στενοχώριες μοιάζουνε με νερό που βράζει” λέει η γερόντισσα. 
“Υπάρχουν άνθρωποι που νιώθουν δυνατοί, μα σαν τους βρουν αναποδιές, θαρρείς και πέφτουν στο βραστό νερό σαν το καρότο, που μαλακώνει και διόλου δύναμη δεν έχει πια.
Άλλοι πάλι μοιάζουνε με το αυγό. Μέσα τους είναι αδύναμοι και μόνο ένα τσόφλι έχουν απ’ έξω να τους προστατεύει. Όταν έρθουν δύσκολοι καιροί, θαρρείς και πέφτουν στο βραστό νερό σαν το αυγό και, σαν αυτό, γίνονται κι από μέσα τους σκληροί. 
Μα είναι κι άλλοι που θυμίζουνε το τσάι. Όταν τους βρίσκουν βάσανα, είναι κι εκείνοι σαν να πέφτουν σε βραστό νερό, μα ούτε σκληραίνουν, ούτε μαλακώνουν. Μεταλλάζουν μόνο το νερό σε τσάι του βουνού που ευωδιάζει. Κι ευφραίνονται με τη μοσχοβολιά του όσοι βρίσκονται κοντά. Τις λύπες και τις στενοχώριες, πάει να πει, τις κάνουν γνώση, καλοσύνη και χαρά. Πήγαινε στο καλό λοιπόν” του λέει η γερόντισσα “και φρόντισε να είσαι σαν το τσάι.”»

Απόσπασμα από το βιβλίο «Στη σκιά της πράσινης βασίλισσας»

Ευλάβεια προς την Παναγία


 

'Ο π. Κλεόπας εἶχε μεγάλη εὐλάβεια στήν Μητέρα τοῦ Κυρίου μας, τήν «Βασίλισσα τῶν Χερουβείμ καί Σεραφείμ καί Δέσποινά μας. . . » 
Γι'αὐτό δέν ὑπῆρχε ἡμέρα πού νά μή διαβάση τούς Χαιρετισμούς της καί τό Θεοτοκάριο. 

῎Ελεγε ὁ π. Κλεόπας: «Γνωρίζετε ἐσεῖς ποιά εἶναι ἡ Κυρία Θεοτόκος; Αὐτή εἶναι ἡ Βασίλισσα τῶν Χερουβείμ, ἡ Βασίλισσα ὅλης τῆς Δημιουργίας, ὁ Οἶκος τῆς σαρκώσεως τοῦ Θεοῦ Λόγου, ἡ θύρα τοῦ Φωτός, διότι τό ἄπειρο καί νοερόν Φῶς δι' Αὐτῆς ἦλθε στόν κόσμο.
Αὐτή εἶναι ἡ Πύλη τῆς ζωῆς, διότι ἡ Ζωή ὁ Χριστός δι' Αὐτῆς ἦλθε στόν κόσμο. Αὐτή εἶναι ἡ κεκλεισμένη Πύλη διά τῆς ὁποίας δέν εἰσῆλθε κανείς μέσα ἐκτός ἀπό τόν Κύριο, ὅπως μᾶς λέγει ὁ Προφήτης 'Ιεζεκιήλ». 

'Ακόμη ἔλεγε: «'Η Κυρία Θεοτόκος εἶναι ἡ οὐράνια κλῖμαξ καί ἡ γέφυρα πού μᾶς ἑνώνει μέ τόν οὐρανό. Εἶναι ἡ Περιστερά ἡ ὁποία ἐξήρανε τόν κατακλυσμό τῶν ἁμαρτιῶν μας, καθώς καί ἐκείνη ἡ περιστερά τοῦ Νῶε ἐπεβεβαίωσε τήν ξηρασία, μετά τόν κατακλυσμό. Αὐτή εἶναι ἡ θεία Λαμπάδα, διότι δέχθηκε τό θεῖο φῶς. 'Η Μητέρα τοῦ Κυρίου μας εἶναι ἡ Νύμφη τοῦ Πατρός, ἡ Μητέρα τοῦ Λόγου καί ἡ 'Εκκλησία τοῦ 'Αγίου Πνεύματος». 

῎Ελεγε πάλι: ῞Οταν βλέπης τήν Εἰκόνα τῆς Θεοτόκου μέ τό Θεῖον Βρέφος στίς ἀγκάλες της, γνωρίζεις τί βλέπεις ἐκεῖ; Εἶναι ὁ οὐρανός καί ἡ γῆ! 'Ο οὐρανός εἶναι ὁ Χριστός, πού εἶναι πολύ ἀνώτερος τῶν οὐρανῶν&ὁ Δημιουργός τοῦ οὐρανοῦ καί τῆς γῆς. 'Ενῶ ἡ Θεοτόκος ἀντιπροσωπεύει τήν γῆ, δηλαδή ὅλους τούς λαούς πού κατοικοῦν ἐπάνω στήν γῆ, διότι αὐτή προέρχεται ἀπό τό ἰδικό μας γένος. Προέρχεται ἀπό βασιλική καί ἀρχιερατική γενεά.

῎Ελεγε ὁ Γέροντας: «Οἱ βραχίονες τῆς Κυρίας Θεοτόκου εἶναι πολύ δυνατοί, ἀπό ὅ, τι εἶναι οἱ ὦμοι τῶν Χερουβείμ καί τῶν μακαρίων Θρόνων. Λοιπόν ποιός κρατεῖ τήν Κυρία Θεοτόκο στήν ἀγκαλιά του; Θά γνωρίζετε ποιός τήν κρατεῖ. Αὐτός ὁ ὁποῖος ἔκανε τόν οὐρανό καί τήν γῆ καί ὅλα τά ὁρατά καί ἀόρατα».

Πάλιν ἔλεγε: «Γνωρίζετε ἐσεῖς ποιά εἶναι ἡ Μητέρα του Κυρίου μας καί πόσο ἀγαπᾶ καί πόση ἡ δύναμίς της καί πόσο τό ἔλεός της; Εἶναι ἡ Μητέρα μας, ἡ ὁποία ἔχει ἔλεος γιά τούς πτωχούς καί τίς χῆρες καί τούς λοιπούς Χριστιανούς. Πάντοτε προσεύχεται στόν Σωτῆρα Χριστό γιά ὅλους μας».

Σχεδόν σέ κάθε κήρυγμά του ὁ π. Κλεόπας ἐρωτοῦσε τούς Χριστιανούς: «῎Εχετε τήν Εἰκόνα τῆς Παναγίας μας στό σπίτι σας; Καντήλι μπροστά στήν εἰκόνα της ἔχετε;»
Κατόπιν τούς συμβούλευε: «Νά πάρετε τήν Προστάτιδα καί Βοηθό μας τήν Μητέρα μας πού εἶναι στούς οὐρανούς καί στήν γῆ νά τήν βάλετε στά σπίτια σας! Αὐτή εἶναι ἡ Βασίλισσα τοῦ οὐρανοῦ καί τῆς γῆς!

'Εάν θά πάρετε Αὐτή τήν Προστάτιδα στά σπίτια σας καί τῆς διαβάζετε κάθε πρωῒ μέ τό καντήλι της ἀναμμένο τούς Χαιρετισμούς της καί τό βράδυ τήν Παράκλησίν της, θά τήν ἔχετε βοηθό σ' ὅλη τήν ζωή σας καί τήν στιγμή τοῦ θανάτου σας καί τήν ἡμέρα τῆς Κρίσεως. Γνωρίζετε πόσο δύναται νά βοηθήση ὁ Θεοτόκος Μητέρα μας μπροστά στό Θρόνο τῆς Παναγίας Τριάδος; 'Εάν δέν ὑπῆρχε Αὐτή, πιστεύω ὅτι αὐτός ὁ κόσμος θά ἐχάνετο ἀπό πολύ παλαιότερα!»

Σ' αὐτούς πού ἤρχοντο στίς 'Ακολουθίες τῆς ἐκκλησίας τούς ἔλεγε: «'Εδῶ κάνουμε μεγάλες 'Ακολουθίες, ἀλλά, ἐάν ὁ ἄνθρωπος δέν κάνει τίποτε, ἐκπληρώνεται αὐτό πού λέγει ἡ 'Αγία Γραφή: «῞Οταν ὁ ἕνας προσεύχεται καί ὁ ἄλλος δέν προσεύχεται, ὁ ἕνας κτίζει καί ὁ ἄλλος γκρεμίζει! Λοιπόν, αὐτή τήν συμβουλή σᾶς δίνω: »«Μετά τήν πρωϊνή προσευχή νά διαβάζετε τόν 'Ακάθιστο ῞Υμνο τῆς Θεοτόκου μέ τό καντήλι της ἤ τό κερί ἀναμμένο. Καί θά ἰδῆτε ὅτι ἡ Θεοτόκος θά εἶναι στήν ζωή σας πρόθυμος βοηθός». 

π.Ἰωαννίκιου Μπάλαν

 Μετάφρασις-ἐπιμέλεια ὑπό Μοναχοῦ Δαμασκηνοῦ Γρηγοριάτου

Ἱερά Μονή Ὁσίου Γρηγορίου
Ἅγιον Ὅρος Ἄθω
1999

«Ἐν ᾧ εἰσι πάντες οἱ θησαυροί τῆς σοφίας καί τῆς γνώσεως ἀπόκρυφοι»



«ἐν ᾧ εἰσι πάντες οἱ θησαυροί τῆς σοφίας καί τῆς γνώσεως ἀπόκρυφοι».
«Στόν Χριστό εἶναι κρυμμένοι ὅλοι οἱ θησαυροί τῆς γνώσεως καί τῆς σοφίας».
(Κολ. β΄, 3).


«Ἡ θεία αὐτή προσευχή, ἡ ἐπίκληση τοῦ Σωτήρα μας, τό
"Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, Υἱέ τοῦ Θεοῦ ἐλέησόν με",
εἶναι ἀκόμη πηγή πνευματικῶν ἐννοιῶν καί λογισμῶν.
Διότι ὁ Χριστός εἶναι ὁ θησαυρός κάθε σοφίας καί γνώσεως,
καί σέ ὅποιους ἐνοικεῖ, χορηγεῖ αὐτούς τούς θησαυρούς».


(Ἁγίου Συμεών Θεσσαλονίκης,
Περί τῆς ἱεράς καί θεοποιοῦ προσευχῆς,
Φιλοκαλία Ε΄, 60-61).
 

Φλογερός πόθος ψυχῆς, πού ἐπιθυμεῖ ν'ἀγαπᾶ τόν Θεό




ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ ΙΘ΄

Σέ ἀγαπῶ, Κύριε ὁ Θεός μου,
κι ἐπιθυμῶ νά σ᾿ ἀγαπῶ πάντα καί πιό πολύ.
Γιατί ἐσυ ᾿σαι πράγματι
ἀπ᾿ τό καλλίτερο μέλι γλυκύτερος,
ἀπό τό ἐκλεκτότερο γάλα θρεπτικώτερος,
κι ἀπ᾿ ὅλο τό φῶς ἀστραφτερώτερος.
Γι᾿ αὐτό εἶσαι γιά μένα
κι ἀπ᾿ τό χρυσάφι κι ἀπό τ᾿ ἀσῆμι
κι ἀπ᾿ τά πολύτιμα πετράδια πολυτιμότερος.

Ἔτσι μοῦ ἔγινε ἀνούσιο – χωρίς τέρψι καί ἀηδιαστικό –
τό κάθετι πού διέπραξα σέ τούτη τή ζωή,
συγκρίνοντάς το μέ τή γλύκα πού ἔρχετ᾿ ἀπό σένα,
καί μέ τήν εὐπρέπεια τοῦ οἴκου τοῦ δικοῦ σου,
πού τόν ἀγάπησα.

Ὥ πῦρ πού καῖς αἰώνια καί δέν ἀποσβένεσαι ποτέ!
Ὥ ἀγάπη πού πάντα εἶσαι παραπάνω ἀπό ὁλόθερμη,
καί δέν καταπέφτεις ποτέ σέ χλιαρότητα!
Περίφλεξέ με!

Ὥ καί ν᾿ ἄναβα ὁλόκληρος ἀπό σένα!
Ὁλόκληρος, τό εἶπα, νά ἄναβα καί πάλιν,
γιά νά σ᾿ ἀγαποῦσα καί ὁλόκληρος!
Γιατί σέ ἀγαπᾶ λιγότερο,
ὅποιος ἀγαπάει κάτι ἄλλο,
ὄχι ἀπό ἀγάπη πρός ἐσένα.
Θά σ᾿ ἀγαπήσω, Κύριε,
γιατί σύ πρῶτος μ᾿ ἀγάπησες.

Καί ποῦ νἄβρω λόγια ἀρκετά, ὥστε νά περιγράψω
ὅλα τά δείγματα τῆς μέγιστης ἀγάπης σου γιά μένα,
καί τ᾿ ἀναρίθμητα εὐεργετήματα,
μέ τά ὁποῖα ἐξαρχῆς μέ ἔφερες στόν κόσμο;

Γιατί, μετά ἀπό τήν εὐεργεσία νά μέ κτίσης,
ὅταν ἀρχικά μ᾿ ἔπλασες κατά τήν εἰκόνα σου,
μ᾿ ἐτίμησες καί μ᾿ ἀνύψωσες,
πάνω ἀπ᾿ ὅλα σου τά δημιουργήματα.

Ἔπειτα, γιά νά διαφέρω ἐξαιρετικά,
μέ καταλάμπρυνες προσέτι καί μέ τοῦ προσώπου σου τό φῶς,
πού τὄβαλες ἐπιγραφή πάνω στό ἀνῶφλι τῆς καρδιᾶς μου.

Μ᾿ αὐτό τό φῶς,
ὄχι μονάχα μέ ἀνύψωσες ψηλότερα ἀπ᾿ τ᾿ ἀναίσθητα,
κι ἀπό τά ζῶα μέ αἰσθήσεις,
ἀλλά καί ἀπό τούς ἀγγέλους, τόσο λίγο πιό κάτω μέ ἐλάττωσες.

Ἀλλά κι αὐτό φάνηκε λίγο
στά μάτια τῆς ἀγαθωσύνης σου,
γιατί μέ τά μεγαλύτερα κι ἐπισημότερα δῶρα τῆς καλωσύνης σου,
μ᾿ ἔθρεψες ἀδιάκοπα καί καθημερινά
καί σάν τέκνο σου μωρό, νήπιο κι ἁπαλό,
μέ γαλούχησες ἀπό τίς ἄφθονες πηγές τῆς παρηγόριας σου
καί μέ δυνάμωσες.
Τέλος, γιά νά δοθῶ ὁλόκληρος ἐγώ στό θέλημά σου
ὅλα ὅσα ἔπλασες, τά ὑπέταξες νά δουλεύουνε σέ μένα.

Τέλος καί τῷ Θεῷ δόξα!


ΑΠΟ ΤΟ ΚΕΚΡΑΓΑΡΙΟΝ
Τοῦ θείου καί Ἱεροῦ Αὐγουστίνου
ΕΠΙΣΚΟΠΟΥ ΙΠΠΩΝΟΣ


Ἐκδοτικός οἵκος Βασ. Ρηγόπουλου, Θεσσαλονίκη 1973

Γιὰ τὰ ἐλαφρὰ ἁμαρτήματα



Ο ἅγιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης στὸ πνευματικότατο βιβλίο του Πνευματικὰ Γυμνάσματα (Μελέτη ΙΔ΄) ἀναπτύσσει μὲ πολλὰ ἐπιχειρήματα πόσο μεγάλη ζημιὰ προξενοῦν τὰ λεγόμενα ἐλαφρὰ ἢ μικρὰ ἢ συγγνωστὰ ἁμαρτήματα. Δυστυχῶς πολλοὶ ἄνθρωποι, ἐπισημαίνει ὁ Ἅγιος, μὲ ἐλαφρὰ συνείδηση δικαιολογοῦν πολλὲς παρεκκλίσεις τους ἀπὸ τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ, λέγοντας, δὲν εἶναι τίποτε ποὺ εἶπα ἕνα μικρὸ ψεματάκι, δὲν εἶναι τίποτε..., ποὺ ἀστειεύθηκα, ποὺ κάπνισα, ποὺ θύμωσα, ποὺ εἶπα πειρακτικοὺς λόγους εἰς βάρος τοῦ ἀδελφοῦ μου, ποὺ ἔφαγα περισσότερο ἀπ’ ὅσο χρειαζόταν καὶ παραγέμισα τὸ στομάχι μου.
Ἡ Ἁγία Γραφὴ μᾶς βεβαιώνει ρητῶς ὅτι καὶ γιὰ τοὺς ἀργοὺς λόγους θὰ δώσουμε λόγο στὸ Θεό (βλ. Ματθ. ιβ΄ 36)· καὶ γιὰ τὴν ἐμπεπλησμένη γαστέρα καὶ γιὰ τοὺς γέλωτες θὰ δώσουμε λόγο στὸ Θεό (βλ. Λουκ. ς΄ 25).Ἂν ποῦμε λόγου ψέματα, μεγάλα, ἁμαρτάνουμε ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ. Μικρὰ ὀνομάζονται χάριν διακρίσεως, γιὰ νὰ ξεχωρίζουν ἀπὸ τὰ θανάσιμα. Μιὰ λίμνη ὀνομάζεται μικρή, ὅταν συγκρίνεται μὲ τὸν ὠκεανό. Ἀλλὰ αὐτὴ καθ’ ἑαυτὴν δὲν εἶναι μικρή.
Ἔχει χιλιάδες καὶ ἑκατομμύρια κυβικὰ νεροῦ. Ἄρα ὅλα τὰ ἁμαρτήματα ἔχουν τὸ βάρος τους, εἴτε μικρὰ ὀνομάζονται εἴτε μεγάλα. Μᾶς ζημιώνουν λοιπὸν καὶ τὰ λεγόμενα ἐλαφρὰ ἢ μικρὰ ἁμαρτήματα. Πρωτίστως διότι ἀσχημίζουν τὴν ψυχή, τὴ στεροῦν ἀπὸ τὴν ἀφθονία τῆς θείας Χάριτος, ψυχραίνουν τὴ θερμότητα τῆς ἀγάπης της πρὸς τὸν Θεό, ἐξασθενίζουν τὶς νοερὲς δυνάμεις της, ἀδυνατίζουν τὶς καλὲς συνήθειές της, μειώνουν χάριν ψέματα εἴτε μικρὰ εἶναι εἴτε τὸν ἐνθουσιασμὸ γιὰ τοὺς ἀγῶνες τῆς εὐσεβείας, συνηθίζουν τὴ θέληση νὰ κλίνει μὲ εὐκολία πρὸς τὸ κακό, ξηραίνουν τὰ δάκρυα ἀπὸ τοὺς ὀφθαλμούς.
Οἱ περισσότερες σωματικὲς ἀσθένειες δὲν ὁδηγοῦν ἀκαριαίως στὸν βιολογικὸ θάνατο. Στὴν ἀρχὴ προξενοῦν πονοκέφαλο, πυρετό, ἐξάντληση· σιγά- σιγὰ ὅμως φθείρουν τὴν ὑγεία μας. Ἔτσι καὶ τὰ ἐλαφρὰ ἁμαρτήματα δὲν ὁδηγοῦν ἀστραπιαίως στὸν πνευματικὸ θάνατο.
Στὴν ἀρχὴ προξενοῦν ὅλες τὶς παρενέργειες ποὺ προαναφέραμε, ἀλλὰ σιγά-σιγὰ ἐπι βαρύνουν τὴν ἀσθένεια τῆς ψυχῆς μας. Ἐπίσης μᾶς ζημιώνουν τὰ ἐλαφρὰ ἁμαρτήματα, διότι ἀνοίγουν τὸν δρόμο πρὸς τὰ θανάσιμα ἁμαρτήματα. Ἐφόσον μᾶς σπρώχνουν συνεχῶς στὸν γκρεμό, κάποια στιγμή, χωρὶς κὰν νὰ τὸ ἀντιληφθοῦμε, μᾶς ρίχνουν στὰ βάραθρά του.
Θεωροῦμε μικρὸ ἁμάρτημα, γράφει ὁ ἅγιος Νικόδημος, τὸ νὰ ἐπιθυμήσουμε «τὸ μάταιον κάλλος», ἀλλὰ ἂς μετρήσουμε πόσα κακὰ προέρχονται ἀπὸ αὐτό: Ὁλόκληρη ἁλυσίδα ἁμαρτημάτων ποὺ ἀκολουθοῦν τὸ ἕνα κατόπιν τοῦ ἄλλου, ὥσπου στὸ τέλος μᾶς ρίχνουν στὰ βάραθρα τῆς κολάσεως. Ὁ κατήφορος δὲν ἔχει σταματημό.
Βρισκόμαστε χαλαροὶ καὶ δὲν ἀντικρούουμε τὴν πρώτη προσβολή. Ἀλλὰ ἡ ὑποχώρηση αὐτὴ φέρνει καὶ δεύτερη καὶ τρίτη καὶ τέταρτη, ὥσπου στὸ τέλος μᾶς ὁδηγεῖ στὴ θανάσιμη ἁμαρτία. Ὁ κλέφτης ἀρχίζει νὰ κλέβει μικροποσὰ καὶ καταλήγει μεγαλοαπατεώνας.
Ἔτσι κι ἐμεῖς ἀρχίζουμε νὰ πέφτουμε στὰ ἐλαφρὰ καὶ καταλήγουμε νὰ πέφτουμε καὶ σὲ θανάσιμα ἁμαρτήματα. «Ὁ ἐξουθενῶν τὰ ὀλίγα κατὰ μικρὸν πεσεῖται» (Σοφ. Σειρ. ιθ΄ 1). Αὐτὸς ποὺ καταφρονεῖ τὰ μικρὰ ἁμαρτήματα πέφτει καὶ στὰ μεγάλα.
Μὴν ὑποτιμοῦμε τὴ ζημιὰ ποὺ προξενοῦν τὰ ἐλαφρὰ ἁμαρτήματα. Ὅπως μία ἀλεπού, ἂν μπεῖ στὸ ἀμπέλι τὸν καιρὸ ποὺ εἶναι ὥριμα τὰ σταφύλια, κάνει μεγάλη ζημιά, ἔτσι καὶ τὰ μικρὰ ἀλεπουδάκια της, ἂν μποῦν στὸ ἀμπέλι τὴν ἴδια ἐποχή, κάνουν ἐξίσου μεγάλη ζημιά. Ἀφανίζουν ἀμπελῶνες (βλ. ᾎσμ. β΄ 15).
Ἐπιπλέον μᾶς ζημιώνουν τὰ ἐλαφρὰ ἁμαρτήματα, διότι μᾶς αἰχμαλωτίζουν στὸν μισάνθρωπο διάβολο, ὅπως μᾶς αἰχμαλωτίζουν καὶ τὰ θανάσιμα ἁμαρτήματα. Ἂς ὑποθέσουμε, προσθέτει ὁ ἅγιος Νικόδημος, ὅτι ἕνα λιοντάρι πιάνεται στὴν παγίδα ἀπὸ τὸ ἕνα πόδι του, καὶ ἄλλο λιοντάρι πιάνεται ἀπὸ τὰ τέσσερα.
Ἐφόσον καὶ τὰ δυὸ πιάνονται στὶς παγίδες, εἶναι ἐξίσου αἰχμάλωτα. Ἂς ὑποθέσουμε ὅτι μιὰ βάρκα βυθίζεται, ὅταν τὴ φορτώσουμε μὲ ἕναν πολὺ μεγάλο καὶ βαρὺ βράχο ποὺ δὲν ἀντέχει νὰ τὸν σηκώσει. Ἐξίσου βυθίζεται, ἂν τὴ φορτώσουμε καὶ μὲ ἀμέτρητους κόκκους ἄμμου. Καὶ οἱ μικροσκοπικοὶ κόκκοι τῆς ἄμμου καὶ ὁ γιγαντιαῖος βράχος τὴν ἴδια ζημιὰ κάνουν. Ἀπὸ τὶς θεοφώτιστες ἐπισημάνσεις τοῦ ἁγίου Νικοδήμου φαίνεται πολὺ καθαρὰ ὅτι καὶ τὰ ἐλαφρὰ ἁμαρτήματα προξενοῦν μεγάλη ζημιά, ὅπως καὶ τὰ θανάσιμα. Καὶ τὰ ἐλαφρὰ ἁμαρτήματα ὁδηγοῦν στὸν πνευματικὸ θάνατο, ὅπως καὶ τὰ θανάσιμα.
Νὰ μὴν ὑποχωροῦμε λοιπὸν στὸ κακό. Νὰ παρακαλοῦμε τὸν ἅγιο Θεὸ νὰ μᾶς δίνει τὴ χάρη Του νὰ μὴν κυριευθοῦμε ἀπὸ καμιὰ ἁμαρτία. «Μὴ κατακυριευσάτω μου πᾶσα ἀνομία» (Ψαλμ. ριη΄ 133). Νὰ μὴ γλιστροῦμε οὔτε στὰ ἐλαφρὰ οὔτε στὰ θανάσιμα ἁμαρτήματα, ἀλλὰ νὰ βαδίζουμε σύμφωνα μὲ τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ «τὸ ἀγαθὸν καὶ εὐάρεστον καὶ τέλειον» (Ρωμ. ιβ΄2).

Ἁγ. Νικοδήμου τοῦ Ἁγιορείτου
Περιοδικό "Ο ΣΩΤΗΡ", Τεῦχος 2075

Δόξα τῷ Θεῷ!




Ἀνύμφευτε Παρθένε, ἡ τόν Θεόν ἀφράστως συλλαβοῦσα σαρκί, Μήτηρ Θεοῦ τοῦ Ὑψίστου, σῶν οἰκετῶν παρακλήσεις δέχου, Πανάμωμε, ἡ πᾶσι χορηγοῦσα καθαρισμόν τῶν πταισμάτων· νῦν τάς ἡμῶν ἱκεσίας προσδεχομένη, δυσώπει σωθῆναι πάντας ἡμᾶς.

Δόξα τῷ Θεῷ! Δόξα τῷ Θεῷ! Δόξα τῷ Θεῷ!

Γιά ὅλα ὅσα βλέπω μέσα μου, γιά ὅλα ὅσα βλέπω σέ ὅλους, γιά ὅλα ὅσα βλέπω σέ ὅλα, δόξα τῷ Θεῷ!
Τί βλέπω μέσα μου; Βλέπω τήν ἁμαρτία, τήν Ἑδραιωμένη ἁμαρτία. Βλέπω τή συνεχή ἀθέτηση τῶν ἁγίων ἐντολῶν τοῦ Θεοῦ, τοῦ Πλάστη καί Λυτρωτῆ μου. Ἀλλά καί ὁ Θεός βλέπει τό ἀναρίθμητο πλῆθος τῶν ἁμαρτημάτων μου. Φρίκη μοῦ προκαλοῦν μέ τήν ποσότητα καί τή βαρύτητά τους αὐτά τά ἁμαρτήματα, ὅταν τά ἀναλογιστῶ ἐγώ, ἕνας ἄνθρωπος ἀσήμαντος, μιά ὕπαρξη ἀδύναμη καί ἐφήμερη σάν τό χορτάρι καί τό ἀγριολούλουδο. Τί ἐντύπωση νά προκαλοῦν, ἄραγε, στόν μεγάλο, τόν πανάγιο, τόν ὑπερτέλειο Θεό;

Σέ δοξάζομεν, Κύριε, τόν ἑκουσίως δι᾿ ἡμᾶς Σταυρόν ὑπομείναντα, καί σέ προσκυνοῦμεν,
παντοδύναμε Σωτήρ. Μή ἀπορρίψῃς ἡμᾶς ἀπό τοῦ προσώποῦ Σου, ἀλλ᾿ ἐπάκουσον καί
σῶσον ἡμᾶς διά τῆς Ἀναστάσεώς σου, φιλάνθρωπε.

Μακρόθυμα ἀντιμετωπίζει ὥς τώρα ὁ Θεός τίς πτώσεις μου! Δέν μέ παραδίνει στήν ἀπώλεια, ὅπως μοῦ ἀξίζει! Ἡ γῆ δέν ἀνοίγει, γιά νά καταπιεῖ τόν ἁμαρτωλό, πού ἄσκοπα τή βαραίνει! Ὁ οὐρανός δέν ρίχνει κεραυνό, γιά νά κάψει τόν παραβάτη τῶν οὐράνιων ἐντολῶν! Τά ὁρμητικά ποτάμια δέν πέφτουν ἐπάνω σ᾿ ἐκεῖνον πού ἁμάρτησε μπροστά σ᾿ ὅλη τήν κτίση, γιά νά τόν πνίξουν καί νά τόν ἀφανίσουν σέ σκοτεινά βάραθρα! Ὁ ἅδης ἐμποδίζεται ἀπό τόν Κύριο ν᾿ ἁρπάξει τό θύμα του, τό θύμα πού ἀναμφίβολα δικαιοῦται καί δίκαια ἀπαιτεῖ!

Ἐπί τόν Κύριον ὁ ἐσχηκώς ἐλπίδα οὐ δείσει τότε, ὅτε πυρί τά πάντα κρινεῖ καί κολάσει. 
Μέ εὐλάβεια καί φόβο στρέφω τά μάτια τῆς ψυχῆς μου στόν Θεό, πού βλέπει τά ἁμαρτήματά μου πιό καθαρά ἀπ᾿ ὅσο τά βλέπει ἡ συνείδησή μου. Ἡ θαυμαστή μακροθυμία Του μέ γεμίζει ἔκπληξη καί ἀπορία. Εὐγνωμονῶ καί δοξαλογῶ τήν ἀκατάληπτη ἀγαθότητά Του. Κάθε σκέψη χάνεται ἀπό μέσα μου. Ἡ εὐγνωμοσύνη καί ἡ δοξολογία μέ κυριεύουν ὁλοκληρωτηκά, ἐπιβάλλοντας εὐλαβική σιωπή στόν νοῦ καί τήν καρδιά μου. Τοῦτο μόνο σκέφτομαι, τοῦτο μόνο αἰσθάνομαι, τοῦτο μόνο μπορῶ νά πῶ: “Δόξα τῷ Θεῷ!”.

Ὑπό τήν σήν, Δέσποινα, σκέπην πάντες οἱ γηγενεῖς προσπεφευγότες, βοῶμέν σοι· Θεοτόκε, ἡ ἐλπίς ἡμῶν, ρῦσαι ἡμᾶς ἐξ ἀμέτρων πταισμάτων καί σῶσον τάς ψυχάς ἡμῶν. Πού γυρίζεις ἀκόμα, λογισμέ μου; Κοίταξε ἀμετακίνητα τίς ἁμαρτίες μου καί κίνησε μέσα μου τό πένθος γι᾿ αὐτές. Μοῦ χρειάζεται κάθαρση μέ πικρό κλάμα, μοῦ χρειάζεται λούσιμο μέ ἀκατάπαυστα δάκρυα...

Ἐκέκραξά σοι, Κύριε, πρόσχες, κλῖνόν μοι τό οὕς σου βοῶντι καί κάθαρον πρίν ἄρῃς με ἀπό τῶν ἐνθένδε. Δέν μέ ἀκούει ὁ λογισμός. Πετάει. Πετάει ἀσυγκράτητος. Φτάνει στά ἄκρα τ᾿ οὐρανοῦ! Τό πέταγμά του εἶναι γρήγορο σάν τή λάμψη τῆς ἀστραπῆς, πού ἀγγίζει μέσα σέ μιά στιγμή τόν ὁρίζοντα ἀπ᾿ ἄκρη σ᾿ ἄκρη.

Ψάλμοῖς καί ὕνοις δοξολογοῦμεν, Χριστέ, τήν ἐκ νεκρῶν σου Ἀνάστασιν, δι᾿ ἥς ἡμᾶς ἠλευθέρωσας τῆς τυραννίδος τοῦ ᾅδου καί ὡς Θεός ἐδωρήσω ζωήν αἰώνιον καί τό μέγα ἔλεος. Καί νά! Στάθηκε στά ὕψη τῆς πνευματικῆς θεωρίας. Τό θέαμα ἀπό κεῖ εἶναι μοναδικό μιά ζωγραφιά ἀπέραντη καί ὑπέροχη. Μπροστά του ἔχει ὁ λογισμός μου ὅλον τόν κόσμο, ὅλους τούς αἰῶνες, ἀπό τή δημιουργία ὥς τή συντέλεια, ὅλα τά γεγονότα, τά περασμένα, τά τωρινά καί τά μελλοντικά. Μπροστά του ἔχει καί τή ζωή κάθε ἀνθρώπου, μ᾿ ὅλες τίς ἰδιαιτερότητές της. Πάνω ἀπό τούς καιρούς, πάνω ἀπό τά γεγονότα, πάνω ἀπό τούς ἀνθρώπους βρίσκεται ὁ Θεός, ὁ Δημιουργός τοῦ σύμπαντος καί ἄπειρος Ἐξουσιαστής του, πού ὅλα τά βλέπει, ὅλα τά κατευθύνει, ὅλα τά ὁρίζει καί γιά ὅλα προνοεῖ.

Ἁγίῳ Πνεύματι πᾶς τις θεῖος βλέπει καί προλέγει, τερατουργεῖ ὕψιστα, ἐν τρισίν ἕνα Θεόν μέλπων· εἰ γάρ καί τριλαμπεῖ, μοναρχεῖ τό θεῖον. Ὁ Θεός ἐπιτρέπει στόν ἄνθρωπο νά γίνει θεατής τοῦ τρόπου μέ τόν ὁποῖο κυβερνᾶ τόν κόσμο. Οἱ αἰτίες, ὡστόσο, τῶν γεγονότων, οἱ ἀφετηρίες τῶν θείων προσταγμάτων, εἶναι μόνο στόν Θεό γνωστές: «Ποιός γνώρισε τή σκέψη τοῦ Κυρίου; Καί ποιός μπόρεσε νά γίνει σύμβουλός Του;»1. Καί μόνο τό ὅτι μπορεῖ ὁ ἄνθρωπος ν᾿ ἀντικρίσει τόν Θεό μέσα στίς ποικίλες ἐκφάνσεις τῆς πρόνοιάς Του γιά τήν κτίση Του, μέσα στά ἱστορικά γεγονότα, μέσα στήν ἴδια του τή ζωή, ἀποτελεῖ γι᾿ αὐτόν τό πιό πολύτιμο ἀγαθό, ἀπό τό ὁποῖο ἀποκομίζει πλούσια ψυχική ὠφέλεια.

Δόξα σοι, Χριστέ Σωτήρ, Υἱέ Θεοῦ μονογενές, ὁ προσπαγείς ἐν τῷ Σταυρῷ καί ἀναστάς ἐκ τάφου τριήμερος.Ὑπερφυσική δύναμη ἀποκτᾶ ἐκεῖνος πού βλέπει στήν κτίση τόν Κτίστη της, τόν Δημιουργό καί Κύριο ὅλων τῶν ὄντων, ὁρατῶν καί ἀοράτων, καί πού, βλέποντάς Τον, Τόν ἀναγνωρίζει ὡς παντοδύναμο Βασιλιά τοῦ σύμπαντος μέ ἀπεριόριστη ἀξουσία πάνω σ᾿ αὐτό. Τίς τρίχες τῶν κεφαλιῶν μας, τίς τόσο μηδαμινές γιά τήν περιορισμένη σκέψη μας, κι αὐτές τίς ἔχει μετρημένες, κι αὐτές τίς ἐξουσιάζει ἡ ἄπειρη καί «πανταχοῦ παροῦσα» Σοφία2 . Ἄν οὔτε μιά τρίχα μας δέν μπορεῖ νά χαθεῖ δίχως τό δικό Τηςνεῦμα3, πολύ περισσότερο τίποτε ἄλλο σημαντικότερο δέν μπορεῖ ν᾿ ἀλλάξει στή ζωή μας, ἄν δέν τό θέλήσει ἤ δέν τό παραχωρήσει Ἐκείνη. Γι᾿ αὐτό ὁ χριστιανός, προσβλέποντας σταθερά στήν πρόνοια τοῦ Θεοῦ, ἀκόμα κι ὅταν βρίσκεται μέσα στίς πιό μεγάλες συμφορές, διατηρεῖ ἀδιάπτωτη ἀνδρεία καί ἀπαρασάλευτη πίστη, λέγοντας μαζί μέ τόν ἅγιο προφήτη καί ψαλμωδό: «Βλέπω τόν Κύριο παντοτινά μπροστά μου· στά δεξιά μου βρίσκετα, γιά νά μήν κλονιστῶ»4. Ὁ Κύριος εἶναι βοηθός μου5. Δέν θά φοβηθῶ καμιά συμφορά, δέν θά παραδοθῶ στήν ἀκηδία, δέν θά βυθιστῶ στή βαθιά θάλασσα τῆς λύπης. Γιά ὅλα, δόξα τῷ Θεῷ!

Ἐκ νεότητός μου ὁ ἐχθρός μέ πειράζει, ταῖς ἡδοναῖς φλέγει με· ἐγώ δέ πεποιθώς ἐν σοί, Κύριε, τροποῦμαι τοῦτον. Ὁ ἄνθρωπος τοῦ Θεοῦ, γνωρίζοντας τήν πρόνοιά Του, ὑποτάσσεται ἀπόλυτα στό θέλημα Του. Καί νά πῶς παρηγορεῖ τήν πονεμένη καρδία του, ὅταν τόν χτυποῦν ἀπό παντοῦ οἱ θλίψεις: “Ὄλα τά βλέπει ὁ Θεός. Ἄν Αὐτός, ὁ πάνσοφος, γνώριζε πώς οἱ θλίψεις δέν θά μέ ὠφελοῦσαν, θά τίς ἔδιωχνε μακριά μέ τήν παντοδύναμη βουλή Του. Ἀφοῦ δέν τίς διώχνει, τό πανάγιο θέλημα Του εἶναι νά δοκιμαστῶ. Πολύτιμο, πιό πολύτιμο κι ἀπό τήν ἴδια τή ζωή εἶναι γιά μένα τό θέλημα τοῦ Θεοῦ! Καλύτερα εἶναι νά πεθάνει τό πλάσμα, παρά ν᾿ ἀρνηθεῖ τό θέλημα τοῦ Πλάστη του· γιατί σ᾿ αὐτό ὑπάρχει ἡ ἀληθινή ζωή! 
Ὅποιος πεθαίνει γιά τήν ἐκπλήρωση τοῦ θελήματος τοῦ Θεοῦ, μεταβαίνει στήν ἀνώτερη, τήν αἰώνια ζωή”. Γιά ὅλα, δόξα τῷ Θεῷ!

Ἕνεκεν τοῦ ὀμόματος σου ὑπέμεινά σε, Κύριε· ὑπέμεινεν ἡ ψυχή μου εἰς τόν λόγον σου, ἤλπισεν ἡ ψυχή μου ἐπί τόν Κύριον.
Βλέποντας τήν πρόνια τοῦ Θεοῦ, ἡ ψυχή κυριεύεται ἀπό ἀπόλυτη γαλήνη καί ἀκλόνητη ἀγάπη πρός τόν πλησίον, αἰσθήματα πού κανένας ἄνεμος δέν μπορεῖ νά ταράξει ἤ νά θολώσει. Γι᾿ αὐτή τήν ψυχή δέν ὑπάρχουν προσβολές, καθώς κατανοεῖ πώς ὅλη ἡ κτίση ὑπακούει τυφλά στόν Κτίστη της καί ἐνεργεῖ μέ δική Του ἐντολή ἤ δική Του παραχώρηση. Μέσα σ᾿ αὐτή τήν ψυχή ἀντηχεῖ ἡ φωνή τῆς ταπεινοφροσύνης, πού τήν καταδικάζει γιά ἀναρίθμητα ἁμαρτήματα, ἐνῶ, ἀπεναντίας, δικαιώνει τούς ἄλλους ὡς ὄργανα τῆς δίκαιης θείας πρόνοιας. Παρηγορητική εἶναι ἡ φωνή τῆς ταπεινοφροσύνης μέσα στίς ὀδύνες. Ἠρεμεῖ, ἀνακουφίζει. Ἁπαλά μονολογεῖ: “Θά ὑπομείνω ὅλα ὅσα μοῦ ἀξίζουν γιά τίς ἄνομες πράξεις μου. Καλύτερα νά ὑποφέρω στή σύνομη τούτη ζωή, παρά νά βασανίζομαι αἰώνια στόν ἅδη. Δέν μποροῦν νά μείνουν ἀτιμώρητα τά Ἁμαρτήματά μου· τόν κολασμό τους ἀπαίτεῖ ἡ δικαιοκρισία τοῦ Θεοῦ. Ἀνέκφραστη, λοιπόν, εἶναι ἡ εὐσπλαχνία Του, ἀφοῦ στέλνει τίς δίκαιες τιμωρίες στήν πρόσκαιρη ἐπίγεια ζωή!”. Γιά ὅλα, δόξα τῷ Θεῷ!

Οἱ μισοῦντες Σιών γενηθήτωσαν δη πρίν ἐκσπασθῆναι ὡς χόρτος· συγκόψει γάρ Χριστός αὐχένας αὐτῶν τομῇ βασάνων.
Βλέποντας τήν πρόνοια τοῦ Θεοῦ, κάθε ἄνθρωπος αἰσθάνεται τήν πίστη του σ᾿ Ἐκεῖνον νά στερεώνεται καί νά αὐξάνεται. Διακρίνοντας πίσω ἀπ᾿ ὅλα τά γεγονότα τό ἀόρατο χέρι τοῦ Κυρίου νά κυβερνᾶ τόν κόσμο, μένει ἀτάραχος μπροστά στίς φοβερές φουρτοῦνες τῆς θάλασσας τοῦ βίου. Τά ἄγρια κύματα, οἱ τρομερές θύελλες, τά μαῦρα σύννεφα δέν τόν τρομάζουν. Πιστεύει πώς τό νά γίνει κανείς πολίτης τῆς θείας πολιτείας τῆς Ἐκκλησίας καθώς καί οἱ τύχες ὅλων τῶν ἀνθρώπων ὁρίζονται ἀπό τόν παντοδύναμο καί πάνσοφο Θεό. Αὐτή ἡ πεποίθηση τόν γεμίζει ἱκανοποίηση καί εἰρήνη. Στό ἀδύναμο πλάσμα, τόν ἄνθρωπο, ταιριάζουν ἡ ταπεινή ὑποταγή καί ἡ εὐλαβική ἀποδοχή τῶν κρίσεων τοῦ δυνατοῦ Πλάστη. Μακάρι πάντοτε στή ζωή του νά ἀκολουθεῖ τήν πορεία πού Ἐκεῖνος ἔχει χαράξει καί νά ἐκπληρώνει τούς σκοπούς πού Ἐκεῖνος ἔχει καθορίσει! Γιά ὅλα, δόξα τῷ Θεῷ!

Ἡ καρδία μου τῷ φόβῳ σου σκεπέσθω ταπεινοφρονοῦσα· μή ὑψωθεῖσα ἀποπέσῃ ἐκ Σοῦ, Πανοικτίρμον. Βλέποντας τήν πρόνοια τοῦ Θεοῦ, ὁ ἄνθρωπος στέκεται μέ πνεῦμα ταπεινῆς ὑποταγῆς ὄχι μόνο μπροστά στίς πρόσκαιρες θλίψεις, ἀλλά –τολμηρό νά τό πῶ– μπροστά καί σ᾿ ἐκεῖνες πού τόν περιμένουν πέρα ἀπό τόν τάφο, στήν αἰωνιότητα! Γιατί ἀκόμα καί τίς αἰώνιες θλίψεις τίς ἐπισκιάζει, τίς ἐξουδετερώνει ἡ εὐλογημένη παρηγοριά πού πλημμυρίζει τήν ψυχή, ὅταν αὐτή ἀπαρνηθεῖ τόν ἑαυτό της καί ὑποταχθεῖ στόν Κύριο. 
Ἡ αὐταπάρνηση, ἡ ἐγκατάλειψη στή θεία βούληση, διώχνει τόν φόβο τοῦ θανάτου! 
Ὁ πιστός μαθητής τοῦ Χριστοῦ παραδίνει τήν ψυχή του καί τήν αἰώνια προοπτική του στά χέρια Ἐκείνου, μέ ἀκλόνητη ἐμπιστοσύνη καί ἀταλάντευτη ἐλπίδα στήν ἀγαθότητα καί τή δύναμή Του. Ὅταν ἡ ψυχή χωριστεῖ ἀπό τό σῶμα, μέ ἀναίδεια καί θρασύτητα θά τή ζυγώσουν οἱ δαίμονες. Τότε ἐκείνη μέ τήν αὐταπάρνησή της θά τρέψει σέ φυγή τούς μοχθηρούς ἀγγέλους τοῦ σκοτεινοῦ κόσμου. “Πάρτε με! Πάρτε με!”, θά τούς πεῖ μέ ἀνδρεία. “Ρίξτε με στήν ἄβυσσο τοῦ ἅδη, ἄν αὐτό εἶναι τό θέλημα τοῦ Θεοῦ μου, ἄν ἔτσι ἀποφάσισε Ἐκεῖνος. Καλύτερα νά στερηθῶ τή γλυκύτητα τοῦ παραδείσου, καλύτερα νά καίγομαι στίς φλόγες τοῦ ἅδη, παρά νά ἐναντιωθῶ στό θέλημα καί τήν ἀπόφαση τοῦ μεγάλου Θεοῦ. 
Σ᾿ Αὐτόν παραδόθηκα καί παραδίνομαι! Αὐτός εἶναι, ὄχι ἐσεῖς, ὁ Κριτής τῶν παθῶν καί τῶν ἁμαρτιῶν μου! Ἐσεῖς εἵστε μόνο ἐκτελεστές τῶν ἀποφάσεών Του, παρ᾿ ὅλη τήν ἄλογη ἀποστασία σας”. Θά φρίξουν καί θά σαστίσουν οἱ ὑπηρέτες τοῦ κοσμοκράτορα διαβόλου μπροστά σέ τέτοια γενναία αὐταπάρνηση, μπροστά σέ τέτοια ταπεινή παράδοση στό θείο θέλημα! Γιατί ἐκεῖνοι, ἀποστέργοντας αὐτή τή μακάρια ὑποταγή, ἀπό ἄγγελοι ἅγριοι καί ἀγαθοί ἔγιναν δαίμονες ζοφεροί καί κακόβουλοι. Θά φύγουν, λοιπόν, ντροπιασμένοι, καί ἡ ψυχή ἀνεμπόδιστα θά κινήσει γιά τόν Θεό, πού εἶναι ὁ θησαυρός της6. Ἔτσι Αὐτόν, πού τώρα Τόν βλέπει μέ τήν πίστη μέσα στήν πρόνοιά Του, θά Τόν βλέπει τότε ὅπως πραγματικά εἶναι, καί αἰώνια θά ἀναφωνεῖ: «Δόξα τῷ Θεῷ!”.

Ἁγίῳ Πνεύματι, τό ζῆν τά πάντα, φῶς ἐκ φωτός, Θεός μέγας· συν Πατρί ὑμνοῦμεν αὐτό καί τῷ Λόγῳ.
Δόξα τῷ Θεῷ! –τί πανίσχυρες λέξεις! Στίς λυπηρές περιστάσεις, ὅταν λογισμοί ἀμφιβολίας, δειλίας, δυσφορίας καί πικρίας τριγυρίζουν τήν καρδιά, αὐτή, ἀσκώντας βία στόν ἑαυτό της, πρέπει νά ἐπαναλαμβάνει συχνά καί μέ αὐτοσυγκέντρωση τή φράση: Δόξα τῷ Θεῷ! Ὅποιος μέ ἁπλότητα δεχθεῖ αὐτήν ἐδῶ τή συμβουλή μου καί μέ θέρμη τήν ἐφαρμόσει, ὅταν παρουσιαστεῖ ἀνάγκη, θά ἀντιληφθεῖ τή θαυμαστή δύναμη τῆς δοξολογίας τοῦ Θεοῦ. Καί τότε θά χαρεῖ ἀπερίγραπτα γιά τήν ἀπόκτηση αὐτῆς τῆς νέας καί τόσο ὠφέλιμης ἐμπειρίας, γιά τήν ἀνακάλυψη αὐτοῦ τοῦ εὔχρηστου καί τόσο δυνατοῦ ὅπλου κατά τῶν νοερῶν ἐχθρῶν. Καί μόνο στό ἄκουσμα αὐτῶν τῶν λέξεων, πού προφέρονται μέσα σ᾿ ἕνα πλῆθος σκοτεινῶν λογισμῶν λύπης καί ἀκηδίας, μόνο στό ἄκουσμα αὐτῶν τῶν λέξεων, πού προφέρονται ἀπό ἀνάγκη, ἔστω, καί μηχανικά, τά πονηρά πνεύματα κυριεύονται ἀπό τρόμο καί τρέπονται σέ φυγή. Τότε ὅλες οἱ ζοφερές σκέψεις διασκορπίζονται ὅπως ἡ στάχτη ἀπό τόν δυνατό ἄνεμο. Τότε τό βάρος καί ἡ ἀθυμία φεύγουν ἀπό τήν ψυχή, καί τή θέση τους παίρνουν ἡ ἀνακούφιση, ἡ ἠρεμία, ἡ εἰρήνη, ἡ παρηγοριά, ἡ χαρά. Δόξα τῷ Θεῷ!

Κύριε, ὅπλον κατά τοῦ διαβόλου τόν Σταυρόν σου ἡμῖν δέδωκας· φρίττι γάρ καί τρέμει, μή φέρων καθορᾶν αὐτοῦ τήν δύναμιν·
Δόξα τῷ Θεῷ! Λόγια θριαμβικά! Λόγια νικητήρια! Λόγια χαρμόσυνα γιά ὅλους τούς πιστούς μαθητές τοῦ Χριστοῦ! Λόγια φοβερά γιά ὅλους τούς ἐχθρούς Του, καθώς συντρίβουν τά ὅπλα τους καί τραυματίζουν τούς ἴδιους! Ποιά εἶναι τά ὅπλα τους; εἶναι ἡ ἁμαρτία. εἶναι ἡ σκέψη τοῦ σαρκικοῦ ἀνθρώπου7. εἶναι ἡ σοφία τοῦ μεταπτωτικοῦ ἀνθρώπου. Ἡ σοφία αὐτή, πού προῆλθε ἀπό τήν προπατορική πτώση, ἔχει πρωταρχική αἰτία της τήν ἁμαρτία. Γι᾿ αὐτό, καθώς ἐναντιώνεται πάντοτε στόν Θεό, Ἐκεῖνος τήν ἀποστρέφεται καί τήν ἀπορρίπτει. 

Ὥ Δέσποτα τῶν ἁπάντων, ἀκατάληπτε ποιητά οὐρανοῦ και γῆς διά σταυροῦ παθῶν, ἐμοί ἀπάθειαν ἐπήγασας·
Μάταια θά συγκεντρωθοῦν ὅλοι οἱ σοφοί τῆς γῆς γύρω ἀπό τόν ἄνθρωπο πού ἔχει πληγωθεῖ ἀπό τή θλίψη. Μάταια θά προσπαθήσουν νά τόν γιατρέψουν μέ τά φάρμακα τῆς ὡραιολογίας καί τῆς φιλοσοφίας. Μάταια θά ἐπιχειρήσει καί ὁ ἴδιος ὁ πληγωμένος νά ξεμπλεχθεῖ ἀπό τό μπέρδεμένο δίχτυ τῆς θλίψεως μέ τούς δικούς του συλλογισμούς. Πολύ συχνά, ἤ μᾶλλον σχεδόν πάντοτε, ἡ λογική χάνεται μέσα σ᾿ αὐτό τό δίχτυ! Ὁ ἄνθρωπος βλέπει τόν ἑαυτό του μπλεγμένο καί ἐντελῶς ἀκινητοποιημένο! Ἡ λύτρωση φαίνεται πιά ἀκατόρθωτη –καί παρηγοριά καμιά! Πολλοί συντρίβονται κάτω ἀπό τό ἀσήκωτο βάρος μιᾶς ἄγριας συμφορᾶς. Πολλοί χάνονται ἀπό τή θανάσιμη πληγή μιᾶς θλίψεως, ἡ ἐπούλωση τῆς ὁποίας δέν κατορθώνεται μέ κανένα ἐπίγειο θεραπευτικό μέσο. Ἡ ἀνθρώπινη σοφία ἐξάντλησε τίς δυνατότητες της. Ὅ,τι κι ἄν ἔκανε, ἀποδείχθηκε ἀνίσχυρο, ἀναποτελεσματικό.

Προσκυνῶ καί δοξάζω καί ἀνυμνῶ, Χριστέ, τήν σήν ἐκ τάφου Ἀνάστασιν, δι᾿ ἥς ἠλευθέρωσας ἡμᾶς ἐκ τῶν τοῦ ᾅδου ἀλύτων δεσμῶν καί ἐδωρήσω τῷ κόσμῳ ὡς Θεός ζωήν αἰώνιων καί τό μέγα ἔλεος.

Ἀγαπημένε μου ἀδελφέ, περιφρόνησε ὅ,τι ἀποστρέφεται ὁ Θεός! Πάρε τό ὅπλο πού σοῦ δίνει ὁ Χριστός μέ τό κήρυγμά Του! 
Ἡ ἀνθρώπινη σοφία, βέβαια, θά χαμογελάσει χλευαστικά, βλέποντας τό ὅπλο αὐτό τῆς πίστεως. Ἡ μεταπτωτική λογική, πού ἐναντιώνεται στόν Θεό, δέν θ᾿ ἀργήσει νά σοῦ ἀπαριθμήσει φαινομενικά πανέξυπνες ἀντιρρήσεις, ἀντιρρήσεις γεμάτες σκεπτικισμό καί εἰρωνεία. Μήν τούς δώσεις καμιά σημασία, γιατί ἔχουν ἀποδοκιμαστεῖ ἀπό τόν Θεό. 
Μέσα στή θλίψη σου, ἄρχισε νά ξεχύνεις ἀπό τά βάθη τῆς ψυχῆς σου, ἄρχισε νά ἐπαναλαμβάνεις, χωρίς νά σκέφτεσαι τίποτε, τά λόγια: Δόξα τῷ Θεῷ! Θά δεῖς σημεῖα. Θά δεῖς θαύματα. Τά λόγια τοῦτα θά φέρουν στήν καρδιά σου παρηγοριά, διώχνοντας τή λύπη. Θά κατορθώσουν, δηλαδή, ὅ,τι δέν κατόρθωσαν ἡ λογική τῶν λογικῶν καί ἡ σοφία τῶν σοφῶν τῆς γῆς. Αὐτή ἡ λογική κι αὐτή ἡ σοφία θά ντροπιαστοῦν, ναί, θά ντροπιαστοῦν. Κι ἐσύ λυτρωμένος, γιατρεμένος, γεμάτος πίστη ζωντανή καί χειροπιαστή, θά ἀναφωνεῖς: “Δόξα τῷ Θεῷ!”.

«Δόξα τῷ Θεῷ πάντων ἕνεκεν οὐ γάρ παύσομαι τοῦτο ἐπιλέγων ἀεί ἐπί πᾶσι μοι τοῖς συμβαίνουσιν». 
Ἁγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος

Δόξα τῷ Θεῷ! Πολλοί ἅγιοι τοῦ Θεοῦ ἀγαποῦσαν νά ἐπαναλαμβάνουν αὐτή τή φράση καί γεύονταν τή μυστική της δύναμη. Ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος, ὅταν συζητοῦσε μέ πνευματικούς ἀδελφούς καί φίλους του γιά διάφορα θέματα, προπάντων ὅμως γιά τίς θλίψεις, ὡς θεμέλιο, ὡς βασική ἀρχή τῆς συζητήσεως ἔθετε πάντοτε τά λόγια: “Δόξα τῷ Θεῷ πάντων ἕνεκεν!”(Δόξα τῷ Θεῷ γιά ὅλα!). Σύμφωνα μέ τήν παράδοση, μάλιστα τήν ὁποία διαφύλαξε ἡ ἐκκλησιαστική μας ἱστορία, ἄρχιζε πάντοτε τίς ὁμιλίες του χτυπώντας μέ τό δεύτερο δάχτυλο τοῦ δεξιοῦ του χεριοῦ τήν ἀνοιχτή παλάμη τοῦ ἀριστεροῦ καί λέγοντας: “Δόξα τ«Θεῷ πάντων ἕνεκεν!”.

Κατευθυνθήτω ἡ προσευχή μου, ὡς θυμίαμα ἐνώπιόν Σου· ἔπαρσις τῶν χειρῶν μου,θυσία ἑσπερινή, εἰσάκουσόν μου, Κύριε.
Ἀδελφοί! Ἄς ἐπιθυμοῦμε κι ἐμεῖς στήν ἀκατάπαυστη δοξολογία τοῦ Θεοῦ. Στίς θλίψεις μας, ἄς χρησιμοποιοῦμε αὐτό τό ὅπλο. Μέ τή δοξολογία τοῦ Θεοῦ ἄς διώχνουμε μακριά τούς ἀόρατους ἐχθρούς μας, καί ἰδιαίτερα ἐκείνους πού προσπαθοῦν νά μᾶς λυγίσουν μέ τή λύπη, τήν ὀλιγοψυχία, τήν ἀγανάκτηση, τήν ἀπελπισία. Ἄς καθαριζόμαστε ψυχικά μέ τά δάκρυα, μέ τήν προσευχή, μέ τή μελέτη τῆς Ἁγίας Γραφῆς καί τῶν Πατερικῶν κειμένων. Ἔτσι θά βλέπουμε ὁλοκάθαρα τήν πρόνοια τοῦ Θεοῦ, ὁ ὁποῖος ὅλα τά κατευθύνει, σύμφωνα μέ τίς ἀναξιχνίαστες βουλές καί κρίσεις Του, πρός σκοπούς γνωστούς μόνο σ᾿ Ἐκεῖνον. Καί βλέποντας τή θεία πρόνοια, μέ βαθιά εὐλάβεια καί ἀδιατάρακτη εἰρήνη στήν καρδιά, μέ πλήρη ὑποταγή καί σταθερή πίστη, θά θαυμάζουμε τό μεγαλεῖο τοῦ ἀκατάληπτου Θεοῦ καί θά Τόν δοξολογοῦμε παντοτινά.

Δεῦτε ἀγαλλιασώμεθα τῷ Κυρίῳ, τῷ συντρίψαντι θανάτου το κράτος καί φωτίσαντι ἀνθρώπων τό γένος, μετά τῶν Ἀσωμάτων κραυγάζοντες· Δημιουργέ καί Σωτήρ ἡμῶν, δόξα Σόι.

Ἄξιο καί δίκαιο εἶναι, Κύριε, νά δοξολογοῦμε ἐμεῖς, τά πλάσματά Σου, Ἐσένα, τόν δημιουργό Θεό. Ἐσύ μᾶς ἔφερες ἀπό τήν ἀνυπαρξία στήν ὕπαρξη, φανερώνοντας τήν ἄπειρη καί ἀσύλληπτη ἀγαθότητά Σου. Ἐσύ μᾶς στόλισες μέ τήν ὡραιότητα τῆς ἔνδοξης εἰκόνας Σου. Ἐσύ μᾶς χάρισες τήν ἀπόλαυση τῆς παραδείσιας μακαριότητας, πού δέν ἔχει τέλος.

Τήν αἰχμαλωσίαν Σιών ἐκ πλάνης ἐπιστρέψας κἀμέ, Σωτήρ, ζώωσον ἐξαίρων δουλοπαθείας. Κι ἐμεῖς τί ἀνταποδώσαμε στόν Εὐεργέτη μας; Τί προσφέραμε ἀπό εὐγνωμοσύνη στόν Πλάστη μας ἐμεῖς, τό χῶμα τό ζωοποιημένο ἀπό τά χέρια Του καί τήν πνοή Του;

Ἐμεῖς συμφωνήσαμε μέ τόν ἐχθρό Του, μέ τόν ἄγγελο πού ἐπαναστάτησε ἐναντίον Του, μέ τόν ἀρχηγό τοῦ κακοῦ. Πιστέψαμε στά συκοφαντικά του λόγια γιά τόν Πλάστη καί Εὐεργέτη μας καί φτάσαμε νά καταλογίσουμε ζηλοφθονία στήν ὑπερτέλεια Ἀγαθότητα.

Ἀλίμονο, τί σκοτισμός! Ἀλίμονο, τί ξεπεσμός τοῦ νοῦ! Ἀπό τό ὕψος τῆς θεοπτίας καί τῆς θεολογίας, μέσα σέ μιά στιγμή τό γένος μας, διά τοῦ προπάτορά μας, γκρεμίζεται στό βάραθρο τοῦ αἰώνιου θανάτου...
Πρῶτα ἔπεσε ὁ σατανάς· ὁ φωτεινός ἄγγελος ἔγινε σκοτεινός διάβολος. Μήν ἔχοντας σῶμα, ἁμάρτησε μέ τόν νοῦ καί τόν λόγο. Καί ἀπό τήν ἁγνή χαρά τῆς δοξολογίας τοῦ Θεοῦ μαζί μέ τούς ἄλλους ἁγίους ἀγγέλους προτίμησε τή βλασφημία. Μόλις συνέλαβε τή σκοτεινή ἀπόφαση τῆς ἀποστασίας ἀπό τόν Εὐεργέτη του, μόλις μέ τόν λόγο του τόν ὀλέθριο, τόν θανατηφόρο σάν τό δραστικότερο φαρμάκι, πραγματοποίησε τήν ἀπόφασή του, ἀλλιώθηκε ἀμετάκλητα. Ἡ φύση του διαστράφηκε, περιβλήθηκε τόν ζόφο τῆς κακίας, ταυτίστηκε μέ τήν ἁμαρτία. Καί ἀμέσως, χάνοντας τή θεόσδοτη πνευματική του ἰσοροπία, ἔπεσε ἀπό τόν οὐρανό μέ ἀσύλληπτη ταχύτητα, ταχύτητα ἀστραπῆς, ὅπως μαρτυρεῖ ὁ προαιώνιος Λόγος: «Ἔβλεπα τόν σατανά νά πέφτει ἀπό τόν οὐρανό σάν ἀστραπή»8.

Ἔτσι γρήγορη ἦταν καί τοῦ ἀνθρώπου ἡ πτώση πού ἀκολούθησε ἐκείνην τοῦ ἀγγέλου. Ἀρχή καί αὐτῆς τῆς πτώσεως ἦταν ἡ ἀποδοχή μιᾶς σκοτεινῆς, βλάσφημης σκέψεως, πού ὁδήγησε στήν παράβαση τῆς ἐντολῆς τοῦ Θεοῦ. Τῆς παραβάσεως, δηλαδή, εἶχε προηγηθεῖ ἡ καταφρόνηση, ἡ ἀπόρριψη τοῦ Θεοῦ.Ἀλίμονο, τί τύφλωση! Ἀλίμονο, τί φοβερή ἁμαρτία, τί φοβερή πτώση! Μπροστά σέ τέτοια ἁμαρτία, μπροστά σέ τέτοια πτώση, οἱ συνέπειες ἦταν μηδαμινές: ἡ ἔξωση ἀπό τόν παράδεισο, ἡ ἐξασφάλιση τῆς καθημερινῆς τροφῆς μέ μόχθο, οἱ ὠδίνες τοῦ τοκετοῦ, ἡ ἐπιστροφή τοῦ ἀνθρώπου στή γῆ ἀπό τήν ὁποία προῆλθε9.


Τί ἀνταποδώσωμεν τῷ Κυρίῳ περί πάντων, ὥν ἀνταπέδωκεν ἡμῖν;
Δι᾿ ἡμᾶς Θεός ἐν ἀνθρώποις· διά τήν καταφθαρεῖσαν φύσιν ὁ Λόγος σάρξ ἐγάνετο καί ἐσκήνωσεν ἐν ἡμῖν· πρός τούς ἀχαρίστους ὁ Εὐεργέτης· πρός τούς αἰχμαλώτους ὁ Ἐλευθερωτής· πρός τούς ἐν σκότει καθημένους ὁ Ἥλιος τῆς δικαιοσύνης· ἐπί τόν Σταυρόν ὁ ἀπαθής· ἐπί τόν ᾅδην τό φῶς· ἐπί τόν θάνατον ἡ ζωή· ἡ ἀνάστασις διά τούς πεσόντας. Πρός ὅν βοήσωμεν· Ὁ Θεός ἡμῶν, δόξα Σόι.

Ἀλλά Ἐσύ, ἄπειρη Καλοσύνη, τί κάνεις; Τί μᾶς ἀνταποδίδεις σέ ὅ,τι Σοῦ ἀνταποδώσαμε γιά τίς εὐεργεσίες Σου; Τί ἀνταποδίδεις στήν ἀπιστία πού δείξαμε σ᾿Ἐσένα καί στή φοβερή βλασφημία πού παραδεχθήκαμε γιά Σένα, τήν Αὐτοαγαθότητα καί τήν Αὐτοτελειότητα; Ἀνταποδίδεις νέες εὐεργεσίες, μεγαλύτερες ἀπό τίς προηγούμενες. Μ᾿ἕνα ἀπό τά Θεῖα Πρόσωπά Σου παίρνεις τήν ἀνθρώπινη φύση. Παίρνεις, ἐκτός ἀπό τήν ἁμαρτία, ὅλες τίς ἀδυναμίες τοῦ μεταπτωτικοῦ ἀνθρώπου. 
Ἐμφανίζεσαι μπροστά στά μάτια μας, καλύπτοντας τή συντριπτική γιά μᾶς δόξα τῆς Θεότητας μέ τήν ἀνθρώπινη σάρκα. Ὄντας πράγματι Λόγος τοῦ Θεοῦ, μᾶς ἀναγγέλλεις τόν λόγο τοῦ Θεοῦ μέ λόγο ἀνθρώπινο. Ἡ δύναμή Σου εἶναι δύναμη Θεοῦ. Ἡ πραότητά Σου εἶναι πραότητα ἀμνοῦ. Καί τό ὄνομα Σου εἶναι ὄνομα ἀνθρώπου. Αὐτό τό πανάγιο ὄνομα κινεῖ τόν οὐρανό καί τή γῆ. Πόσο παρήγορα ἀλλά καί πόσο μεγαλόπρεπα ἀκούγεται τό ὄνομά Σου! Μπαίνει στ᾿ αὐτιά καί βγαίνει ἀπό τά χείλη σάν ἀνεκτίμητος θησαυρός, σάν πολύτιμο μαργαριτάρι! Ἰησοῦ Χριστέ! 

Ἁγίῳ Πνεύματι θεολογία, μονάς τρισαγία· ὁ Πατήρ γάρ ἄναρχος, ἐξ οὕ ἔφυ ὁ Υἱός ἀχρόνως
καί τό Πνεῦμα σύμμορφον, σύνθρονον, ἐκ Πατρός συνεκλάμψαν.

Ἐσύ εἶσαι καί Κύριος τῶν ἀνθρώπων καί ἄνθρωπος. Πόσο θαυμαστά, πόσο ὡραῖα ἕνωσες τή θεία φύση μέ τήν ἀνθρώπινη! Πόσο θεσπέσια ἐνεργεῖς!
Εἵσαι καί Θεός καί ἄνθρωπος! Εἶσαι καί ἐξουσιαστής καί δοῦλος!10


Εἶσαι καί θύτης καί θύμα!
Εἶσαι καί Σωτήρας καί Κριτής, ὁ μελλοντικός ἀμερόληπτος Κριτής τῆς οἰκουμένης!
Καί θεραπεύεις ὅλες τίς ἀσθένειες!
Καί ἐπισκέπτεσαι καί δέχεσαι τούς ἁμαρτωλούς!
Καί ἀνασταίνεις τούς νεκρούς!
Καί διατάζεις τά νερά τῆς θάλασσας καί τούς ἀνέμους τ᾿ οὐρανοῦ!

Καί πολλαπλασιάζεις θαυματουργικά τα ψωμιά, μέσα σέ μιά στιγμή γίνεται, θαρρρεῖς, σπορά, φύτρωμα, ὡρίμανση, θερισμός, ἁλώνισμα, ἄλεση, ζύμωμα, ψήσιμο, κομμάτιασμα καί μοίρασμα!
Καί πεινᾶς γιά νά μᾶς γλιτώσεις ἀπό τήν πείνα!
Καί διψᾶς γιά νά διώξεις τή διψά μας!
Καί κουράζεσαι ἀπό τήν πεζοπορία σ᾿ ἐτούτη τή χώρα τῆς ἐξορίας μας, γιά νά μᾶς φέρεις πίσω στή χαμένη, τή γαλήνια, τή γλυκύτατη οὐράνια πατρίδα μας!

Καί χύνεις ἱδρώτα σάν αἷμα, ὅταν προσεύχεσαι στή Γεσθημανή, γιά νά μάθουμε κι ἐμεῖς νά χύνουμε τόν ἱδρώτα μας ὄχι τόσο ὅταν μοχθοῦμε σωματικά γιά τήν ἐξασφάλιση τοῦ ἐπίγειου ἄρτου, πού χορταίνει τήν κοιλιά, ὅσο ὅταν προσευχόμαστε γιά τήν ἐπάξια μετάληψη τοῦ οὐράνιου Ἄρτου, πού χορταίνει τήν ψυχή!

Καί δέχεσαι στό πανάγιο κεφάλι Σου στεφάνι ἀπό ἀγκάθια, τά ἀγκάθια πού φύτρωσαν στή γῆ γιά μᾶς σάν κατάρα, λόγω τῆς παρακοῆς τῶν προπατόρων μας!

Στερηθήκαμε τό παραδείσιο «ξύλο», τό δέντρο τῆς ζωῆς καί τόν καρπό του, πού ὑποσχόταν τήν ἀθανασία, κι Ἐσύ, κρεμασμένος στό ξύλο τοῦ Σταυροῦ, ἔγινες γιά μᾶς Καρπός πού ὑπόσχεται τήν αἰώνια ζωή! Τό δέντρο τῆς αἰώνιας ζωῆς –ὁ Σταυρός– καί ὁ Καρπός τῆς αἰώνιας ζωῆς –Ἐσύ–, πού ἐμφανίστστηκαν στή γῆ, τή χώρα τῆς ἐξορίας μας, ὑπερέχουν ἀσύγκριτα τοῦ δέντρου καί τοῦ καρποῦ τοῦ παραδείσου. Ἐκεῖνα ὑπόσχονταν μόνο τήν ἀθανασία, ἐνῶ αὐτά ὑπόσχονται καί τήν ἀθανασία καί τήν κατά χάρη θέωση. Μέ τά παθήματά Σου γλύκανες τά δικά μας παθήματα. Προτιμᾶμε τά παθήματα ἀπό τίς ἀπολαύσεις τῆς γῆς, φτάνει μόνο νά γευθοῦμε τή δική Σου ἀπόλαυση καί γλυκύτητα! 
Αὐτή, ὡς πρόγευση τῆς αἰώνιας ζωῆς, εἶναι πιό γλυκιά καί πιό πολύτιμη ἀπό τήν πρόσκαιρη ζωή! 
Κοιμήθηκες τόν ὕπνο τοῦ θανάτου, πού δέν μπόρεσε νά κρατήσει αἰώνια Ἐσένα, τόν Θεό! Ἀναστήθηκες καί μᾶς χάρισες τήν ἔγερση ἀπ᾿ αὐτόν τόν ὕπνο. Ἀπό τόν πικρό ὕπνο τοῦ θανάτου, ἔφερες τή μακάρια καί ἔνδοξη ἀνάσταση!

Ἀνάστηθι, Κύριε ὁ Θεός μου, ὑψωθήτω ἡ χείρ σου, μή ἐπιλάθῃ τῶν πενήτων σου εἰς τέλος. Ἀνέβασες τήν ἀνακαινισμένη φύση μας στόν οὐρανό καί τήν κάθισες στά δεξιά τοῦ προαιώνιου καί συναιώνιου μ᾿ Ἐσένα Πατέρα! Μᾶς ἄνοιξες τόν δρόμο γιά τόν οὐρανό! Μᾶς ἑτοίμασες ἐκεῖ τόπους, γιά νά μείνουμε! Σ᾿ αὐτούς τούς τόπους χειραγωγεῖς καί δέχεσαι καί ἀναπαύεις καί παρηγορεῖς ὅλους τούς ἀποκαμωμένους στρατοκόπους τῆς γῆς πού πιστεύουν σ᾿ Ἐσένα, πού ἐπικαλοῦνται τό ἅγιο ὄνομά Σου, πού τηροῦν τίς θεῖες ἐντολές Σου, πού Σέ ὑπηρετοῦν ὀρθόδοξα καί εὐλαβικά, πού σηκώνουν τόν Σταυρό Σου καί πίνουν ἀνδρεῖα τό ποτήρι τῶν παθημάτων Σου, εὐγνωμονώντας Σε, εὐχαριστώντας Σε καί δοξολογώντας Σε!

Ἁγίῳ Πνεύματι, ἑνοειδεῖ αἰτίᾳ, πάντα ἔχεται εἰρηνοβραβεύτως. Θεός τοῦτο γαρ ἐστι Πατρί τε καί Υἱῷ ὁμοούσιον κυρίως.

Δόξα σ᾿ Ἐσένα, Δημιουργέ ἐκείνων πού δέν ὑπῆρχαν!
Δόξα σ᾿ Ἐσένα, Λυτρωτή καί Σωτήρα ἐκείνων πού ἔπεσαν καί ὁδηγήθηκαν στήν ἀπώλεια!
Δόξα σ᾿ Ἐσένα, Θεέ καί Κύριε μας!
Ἀξίωσέ μας καί στή γῆ καί στόν οὐρανό νά δοξάζουμε, νά εὐλογοῦμε καί νά ὑμνοῦμε τήν ἀγαθότητά Σου!
Ἀξίωσέ μας νά βλέπουμε τή φοβερή, τήν ἀπρόσιτη, τή μεγαλειώδη δόξα Σου μέ ξέσκεπα τά πρόσωπα τῶν ψυχῶν μας11, νά τή βλέπουμε αἰώνια, νά τήν προσκυνοῦμε αἰώνια καί νά ἀπολαύσουμε τή μακαριότητά της αἰώνια. 
Ἀμήν.

Ἔρημος Ἁγίου Σεργίου
1846
Τέλος καί τῷ Θεῷ δόξα!
Βασιλεύσει Κύριος εἰς τόν αἰῶνα,
ὁ Θεός σου Σιών, εἰς γενεάν καί γενεάν.
Ἀπό τό βιβλίο: “ΑΣΚΗΤΙΚΕΣ ΕΜΠΕΙΡΙΕΣ”
Τόμος β΄
Ἱερά Μονή Παρακλήτου, Ὠρωπός Ἀττική.

« Εἰς χείρας σου, Κύριε,
παρατίθημι τήν ψυχήν
καίτό σῶμά μου.
Αὐτός μέ εὐλόγησον,
Αὐτός με ἐλέησον
καί ζωήν τήν αἰώνιον
χάρισαί μοι.
Ἀμήν ».
* Ἀναστάσιμοι ὕμνοι, Ἀκολουθίας Ἑσπερινοῦ Κυριακῆς (Ἑσπέρας Σαββάτου) 
καί Ἀκολουθία Ὄρθρου Κυριακῆς

1Ρωμ. 11:34.
2Βλ. Ματθ. 10:30.
3Βλ. Λουκ. 21:18.
4Ψαλμ. 15:8.
5Ψαλμ. 117:6,7.
6Πρβλ. Ὁσίου Ἰωάννου τοῦ Καρπαθίου, Πρός τούς ἐν τῇ Ἰνδίᾳ μοναχούς, γράψαντας αὐτῷ, παραμυθητικά κεφάλαια Ρ΄, κε΄.
7Σ.τ.Μ.: Βλ. Ἁγίου Ἰγνατίου Μπριαντσανίνωφ, Ἔργα 1 – ἀσκητικές ἐμπειρίες Α΄,
ἔκδ. Ἱερᾶς Μονῆς Παρακλήτου, Ὠρωπός Ἀττικῆς 2009, σελ. 324, σημ. 53.
8Λουκ. 10:18.
9Βλ. Γεν. 3:16-19.
10Πρβλ. Θεοφυλάκτου Βουλγαρίας, Ἑρμηνεία εἰς τό κατά Λουκᾶν Εὐαγγέλιον, κεφ. ΙΔ΄, στ. 16-20.
11Πρβλ. Β΄ Κορ. 3:18.

Ἁγίου Ἰγνατίου Μπριαντσανίνωφ

http://hristospanagia3.blogspot.gr

Τι θα μας ρωτήσει ο Θεός;




Ο Θεός δεν θα μας ρωτήσει πόσους φίλους έχουμε.. Θα μας ρωτήσει με πόσους ανθρώπους είμαστε φίλοι.

Ο Θεός δεν θα μας ρωτήσει τι μάρκα αυτοκίνητο οδηγούμε. Θα μας ρωτήσει πόσους ανθρώπους μεταφέραμε με το αυτοκίνητό μας, όταν δεν είχαν μέσο συγκοινωνίας να μετακινηθούν.


Ο Θεός δεν θα μας ρωτήσει πόσα τετραγωνικά είναι το σπίτι μας. Θα μας ρωτήσει πόσους ανθρώπους φιλοξενήσαμε σ'αυτό.


Ο Θεός δεν θα μας ρωτήσει για τα επώνυμα και ακριβά ρούχα που έχουμε στις ντουλάπες μας. Θα μας ρωτήσει πόσους φτωχούς ντύσαμε.

Ο Θεός δεν θα μας ρωτήσει πόσο μεγάλο μισθό παίρνουμε. Θα μας ρωτήσει εάν συμβιβάσαμε τον χαρακτήρα μας για να τον αποκτήσουμε.


Ο Θεός δεν θα μας ρωτήσει τον τίτλο ή τα αξιώματα της εργασίας μας. Θα μας ρωτήσει εάν εκτελέσαμε την εργασία μας με ήθος και με προσοχή.


Ο Θεός δεν θα μας ρωτήσει πόσους φίλους έχουμε. Θα μας ρωτήσει με πόσους ανθρώπους είμαστε φίλοι.


Ο Θεός δεν θα μας ρωτήσει σε ποια γειτονιά μένουμε. Θα μας ρωτήσει πώς φερθήκαμε στους γείτονές μας.


Ο Θεός δεν θα μας ρωτήσει για το χρώμα του δέρματος μας. Θα μας ρωτήσει για το περιεχόμενο της καρδιάς μας.


Ο Θεός δεν θα μας ρωτήσει σε πόσα μέρη του κόσμου ταξιδεύσαμε και διασκεδάσαμε. Θα μας ρωτήσει εάν επισκεφτήκαμε φτωχικές συνοικίες και αν προσφερθήκαμε να βοηθήσουμε.


Ο Θεός δεν θα μας ρωτήσει αν είμαστε επώνυμοι και ισχυροί. Θα μας ρωτήσει αν είμαστε ταπεινοί και εάν συγχωρούμε τον πλησίον…

Ἡ τελευταία Ἐξομολόγηση



(Ἀληθινὴ ἱστορία)
Τὸ παρακάτω κείμενο εἶναι μία ἀληθινὴ ἱστορία μεταφρασμένη ἀπὸ τὸ παράνομο ρωσικὸ θρησκευτικὸ περιοδικὸ Ἐλπίδα («Ναντιέζντα») ἀρ. 9. Ἀποτελεῖ κεφάλαιο ἑνὸς βιβλίου ποὺ περιγράφει τὴν ζωὴ τοῦ π. Ἀρσενίου, ἑνὸς ἁγίου ἱερέως ποὺ ἔδρασε μέσα στὰ στρατόπεδα συγκεντρώσεως.

***

Ἡ ἐπιθεώρησις τελείωσε. Οἱ κρατούμενοι ὠδηγήθηκαν μὲ φωνὲς καὶ βία πίσω στοὺς θαλάμους τους, ὁ καθένας σύμφωνα μὲ τὸν ἀριθμό του, καὶ ἡ πόρτα κλειδώθηκε. Ὑπῆρχε ἀκόμη χρόνος πρὶν ἀπὸ τὸν ὕπνο γιὰ νὰ κουβεντιάσουν μεταξύ τους, ν’ ἀνταλλάξουν ἐντυπώσεις ἀπὸ τὸ στρατόπεδο, νὰ ποῦν τὰ νέα τῆς ἡμέρας, νὰ νικήσουν κάποιον στὸ ντόμινο ἢ νὰ ξαπλώσουν στὶς σανίδες τῆς κουκέτας τους καὶ ν’ ἀναπολήσουν τὸ παρελθόν. Δύο ὧρες ἀργότερα ὁ ἦχος τῶν συνομιλιῶν ἀκουγόταν ἀκόμη, ὅμως σιγὰ-σιγὰ ὑποχώρησε καὶ βασίλεψε ἡ σιωπή, καθὼς οἱ κρατούμενοι παραδόθηκαν στὸν ὕπνο.

Ἀρκετὴ ὥρα μετὰ τὸ κλείδωμα τοῦ θαλάμου ὁ π. Ἀρσένιος στάθηκε πλάι στὰ ξύλινα κρεβάτια καὶ προσευχήθηκε· ἔπειτα ξάπλωσε κι αὐτὸς καὶ συνεχίζοντας τὴν προσευχὴ ἀποκοιμήθηκε.

Ὡς συνήθως, ἦταν ἕνας ὕπνος ἀνήσυχος. Γύρω στὴ μία μετὰ τὰ μεσάνυχτα ἔνιωσε κάποιον νὰ τὸν σκουντάη. Ἀνακάθισε καὶ ἀντίκρυσε τὴν ἀνήσυχη σιλουέτα ἑνὸς ἀνθρώπου ποὺ ψιθύριζε:
“Πάμε γρήγορα! Ὁ διπλανός μου πεθαίνει καὶ σὲ ζητάει!”.

Βρῆκαν τὸν ἑτοιμοθάνατο στὴν ἄλλη ἄκρη τοῦ θαλάμου. Ἦταν ξαπλωμένος ἀνάσκελα· ἡ ἀναπνοὴ του ἦταν βαρειὰ καὶ ἀκανόνιστη, τὰ μάτια του διάπλατα ἀνοιχτὰ κατὰ τρόπο ἀφύσικο.

“Με συγχωρεῖς… Σὲ χρειάζομαι… Πεθαίνω…”. Κοίταξε τὸν π. Ἀρσένιο καὶ πρόσθεσε σταθερά: “Κάθησε”.

Ὁ π. Ἀρσένιος κάθησε στὴν ἄκρη τοῦ κρεβατιοῦ. Τὸ φῶς ἀπὸ τὸν διάδρομο παίρνοντας σχῆμα ἀνάμεσα ἀπὸ τὶς κουκέτες φώτιζε ἀδύναμα τὸ πρόσωπο τοῦ ἑτοιμοθανάτου κρατουμένου, ποὺ καλυπτόταν ἀπὸ χονδρὲς σταγόνες ἱδρῶτος. Τὰ μαλλιὰ του ἦταν ἀνακατωμένα, τὰ χείλη του σφιγμένα ἀπὸ τὸν πόνο. Ἦταν ἐξαντλημένος καὶ τὸ πρόσωπό του εἶχε μία νεκρικὴ χλωμάδα. Τὰ μάτια του ὅμως ἦταν διάπλατα ἀνοιχτὰ καὶ κοιτοῦσαν τὸν π. Ἀρσένιο σὰν δύο ἀναμμένοι πυρσοί. Σ’ αὐτὰ τὰ δύο μάτια ἀντικατοπτριζόταν τώρα ὅλη ἡ πορεία τῆς ἐπίγειας ζωῆς του. Πέθαινε. Ἄφηνε αὐτὴ τὴ ζωὴ κουρασμένος καὶ γεμάτος πόνο. Ἀλλὰ κρατιόταν ἀκόμα ἀπὸ μία τελευταία ἐπιθυμία: νὰ δώση λόγο γιὰ ὅλα στὸν Θεό.

“Εξομολόγησέ μέ, συγχώρησε τὶς ἁμαρτίες μου. Εἶμαι μοναχὸς μὲ μυστικὴ κουρά”.

Οἱ διπλανοί του κρατούμενοι πῆγαν νὰ κοιμηθοῦν ἀλλοῦ. Ὅλοι ἔβλεπαν ὅτι ὁ θάνατος εἶχε φθάσει. Ἀκόμη καὶ σ’ ἕνα θάλαμο στρατοπέδου κρατουμένων ὑπῆρχε εὐσπλαχνία καὶ συμπάθεια γιὰ τὸν ἑτοιμοθάνατο.

Πλησιάζοντας πιὸ κοντὰ στὸν μοναχὸ καὶ χαϊδεύοντας τὰ κοντά, ἀνακατωμένα μαλλιὰ του ὁ π. Ἀρσένιος ἔσιαξε τὴν τριμμένη κουβέρτα. Μὲ τὸ χέρι του πάνω στὸ κεφάλι τοῦ μοναχοῦ διάβασε ψιθυριστὰ τὶς εὐχὲς καὶ συγκεντρώνοντας τὴν προσοχὴ του ἑτοιμάστηκε ν’ ἀκούση τὴν ἐξομολόγησι.

“Η καρδιά μου… Δὲν χτυπάει καλά…” ψιθύρισε ὁ ἑτοιμοθάνατος μοναχὸς καὶ λέγοντας τὸ μοναχικό του ὄνομα, «Μιχαήλ», ἄρχισε τὴν ἐξομολόγησί του.

Σκύβοντας πάνω ἀπὸ τὴν ξαπλωμένη σιλουέττα ὁ π. Ἀρσένιος παρακολουθοῦσε μὲ προσοχὴ τὴν φωνὴ ποὺ μόλις ἀκουγόταν, ἐνῶ ἄθελά του κοίταζε μέσα στὰ μάτια τοῦ Μιχαήλ. Μερικὲς φορὲς ὁ ψίθυρος σταματοῦσε καὶ τὸ μόνο ποὺ ἀκουγόταν ἦταν τὸ σφύριγμα ἀπὸ τὸ στῆθος του. Ὁ Μιχαὴλ ἔπαιρνε ἀπεγνωσμένα ἀέρα ἀπὸ τὸ στόμα του. Ἄλλοτε πάλι σώπαινε ἐντελῶς καὶ φαινόταν σὰν νὰ εἶχε ἔρθει ὁ θάνατος. Τὰ μάτια του ὅμως συνέχιζαν νὰ κινοῦνται καὶ κοιτάζοντας μέσα σ’ αὐτὰ ὁ π. Ἀρσένιος διάβαζε ὅλα ὅσα ὁ ψίθυρος προσπαθοῦσε νὰ ἐκφράση.

Ὁ π. Ἀρσένιος εἶχε ἐξομολογήσει πολλοὺς στὰ τελευταῖα τους καὶ αὐτοῦ τοῦ εἴδους οἱ ἐξομολογήσεις ἦταν πάντα κάτι τὸ βαθειὰ συγκινητικό. Τώρα ὅμως, ἀκούγοντας τὴν ἐξομολόγησι τοῦ Μιχαήλ, ὁ π. Ἀρσένιος ἔβλεπε ξεκάθαρα ὅτι μπροστά του βρισκόταν ἕνας ἄνθρωπος ποὺ εἶχε φτάσει σὲ σπάνια ἐπίπεδα πνευματικῆς τελειώσεως.

Ἕνας ἄνθρωπος δίκαιος πέθαινε, ἕνας ἄνθρωπος προσευχῆς, ἕνας ἄνθρωπος ποὺ εἶχε ἀφιερώσει τὴ ζωή του στὸν Θεὸ καὶ στὸν συνάνθρωπο μέχρι τελευταίας πνοῆς.

Ἕνας ἄνθρωπος δίκαιος πέθαινε καὶ ὁ π. Ἀρσένιος ἄρχισε νὰ συνειδητοποιεῖ ὅτι ὁ ἱερεὺς Ἀρσένιος ἦταν μικρὸς καὶ ἀσήμαντος μπροστά του, ὅτι δὲν ἦταν κἄν ἄξιος νὰ φιλήση τὴν ἄκρη τῶν ἐνδυμάτων του.

Ὁ ψίθυρος διακοβόταν ὅλο καὶ πιὸ συχνά, ἀλλὰ τὰ μάτια ἔλαμπαν ἀπὸ ζωὴ καὶ μέσα τους, μέσα σ’ αὐτὰ τὰ δύο μάτια, ὁ π. Ἀρσένιος, ὅπως καὶ πρίν, τὰ διάβαζε ὅλα. ὅλα ὅσα ὁ ἑτοιμοθάνατος λαχταροῦσε νὰ ἐκφράσει.

Στὴν ἐξομολόγησί του ὁ Μιχαὴλ ἔγινε δικαστὴς τοῦ ἑαυτοῦ του· καὶ τὸν δίκασε αὐστηρά, χωρὶς ἔλεος. Μερικὲς φορὲς ἔμοιαζε σὰν νὰ ἀπομακρυνόταν ἀπ’ τὸν ἑαυτό του, σὰν νὰ ‘βλέπε κάποιον ἄλλον νὰ πεθαίνη. Κι ἦταν ἐκεῖνον τὸν ἄλλον ποὺ δίκαζαν τώρα μαζὶ μὲ τὸν π. Ἀρσένιο.

Ὁ π. Ἀρσένιος ἔβλεπε τὴν ἐπίγεια ζωὴ τοῦ Μιχαὴλ σὰν ἕνα καράβι βαρυφορτωμένο μὲ βάσανα καὶ θλίψεις —παλιὲς καὶ τωρινές— νὰ ἀπομακρύνεται πιὰ ἀπ’ αὐτὸν καὶ νὰ κατευθύνεται πρὸς τὴ μακρυνὴ χώρα τῆς λησμοσύνης. Τώρα ἔμενε μόνο νὰ πετάξη ἔξω ὅλα τὰ ἄχρηστα, ὅλα τὰ περιττὰ καὶ ἐπουσιώδη καὶ νὰ παραδώση τὰ χρήσιμα στὰ χέρια τοῦ ἱερέως, ποὺ ἐνδεδυμένος μὲ τὴν δύναμι τοῦ Θεοῦ θὰ τοῦ ἔδινε τὴν συγχώρησι καὶ τὴν ἄφεσι ὅλων ὅσων εἶχε διαπράξει.

Στὰ λίγα λεπτὰ ζωῆς ποὺ τοῦ ἔμεναν ὁ μοναχὸς Μιχαὴλ ἔπρεπε νὰ τὰ παραδώση ὅλα στὸν π. Ἀρσένιο, νὰ τὰ ἁπλώση ὅλα ἀνοιχτὰ μπροστὰ στὸν Θεό, νὰ ἀναγνωρίση τὶς ἁμαρτίες του καὶ ἔχοντας καθαρίσει τὸν ἑαυτό του στὸ δικαστήριο τῆς δικῆς του συνειδήσεως, νὰ σταθῆ κατόπιν μπροστὰ στὸ Κριτήριο τοῦ Θεοῦ.

Ἕνας κρατούμενος πέθαινε, ὅπως ἀκριβῶς καὶ τόσοι ἄλλοι εἶχαν πεθάνει μπροστὰ στὰ μάτια τοῦ π. Ἀρσενίου. Τοῦτος ὁ θάνατος ὅμως τὸν ἐπηρέασε ὅσο ποτὲ κανένας ἄλλος. Ἔτρεμε καθὼς συνειδητοποιοῦσε ὅτι ὁ Κύριος μὲ τὸ πολὺ ἔλεός Του τὸν εἶχε ἀξιώσει νὰ ἐξομολογήση κάποιον ποὺ ἀνῆκε στὴ χορεία τῶν δικαίων.

Τούτη τὴ φορὰ ὁ Κύριος ἀπεκάλυπτε ἕναν μεγάλο Του θησαυρό, ποὺ τόσο καιρὸ καὶ μὲ τόση ἀγάπη εἶχε καλλιεργήσει. Ἔδειχνε σὲ ποιὰ ὕψη πνευματικῆς τελειότητος μποροῦν νὰ φθάσουν ὅσοι ἀγαποῦν τὸν Θεὸ μὲ ἀγάπη ἀνεξάντλητη, ὅσοι σηκώνουν τὸν ζυγὸ καὶ τὸ φορτίο τοῦ Χριστοῦ καὶ τὰ βαστάζουν μέχρι τέλους. Ὅλα αὐτὰ ὁ π. Ἀρσένιος τὰ ἔβλεπε καὶ τὰ καταλάβαινε.

Οἱ ἀπίστευτα πολύπλοκες περιστάσεις τῆς σύγχρονης ζωῆς μόνο ἐμπόδια καὶ προσκόμματα θὰ μποροῦσαν νὰ ἔχουν προσφέρει στὴν κατὰ Θεὸν πορεία κάποιου: ἐπαναστατικὲς ζυμώσεις, προσωπολατρεῖες, πολύπλοκες ἀνθρώπινες σχέσεις, ἐπίσημη ἀθεΐα τοῦ κράτους, ποδοπάτημα τῆς πίστεως, ἠθικὴ κατάπτωσις, διαρκὴς ἀστυνόμευσις καὶ καταδόσεις, ἔλλειψις πνευματικοῦ ὁδηγοῦ. Ἡ ἐξομολόγησις τοῦ ἑτοιμοθανάτου μοναχοῦ ὡστόσο ἔδειχνε ὅτι ἕνας ἄνθρωπος μὲ βαθειὰ πίστι μπορεῖ ὅλα αὐτά, κάθε τι ποὺ θὰ σταθῆ στὸν δρόμο του, νὰ τὰ ὑπερνίκηση καὶ νὰ εἶναι κοντὰ στὸν Θεό.

Δὲν ἦταν οὔτε σκήτη οὔτε ἀπομονωμένο μοναστήρι ὁ χῶρος ὅπου ὁ Μιχαὴλ εἶχε διανύσει τὴν κατὰ Θεὸν πορεία του. Ἀντίθετα, ἦταν ὁ θόρυβος τῆς ζωῆς, ἡ βρωμιά της, ἡ σκληρὴ μάχη μὲ τὶς γύρω δυνάμεις τοῦ κακοῦ, τὴν ἄρνησι καὶ τὴν στρατευμένη ἀθεΐα. Εἶχε δεχθῆ πολὺ λίγη πνευματικὴ καθοδήγησι. Ὑπῆρξαν κατὰ διαστήματα κάποιες συναντήσεις μὲ δύο-τρεῖς ἱερεῖς καὶ ἕνας σχεδὸν ὁλόκληρος χρόνος ποὺ τὸν πέρασε χαρούμενα σὲ στενὴ ἐπικοινωνία μὲ τὸν ἐπίσκοπο Θεόδωρο, ὁ ὁποῖος καὶ τὸν ἔκειρε μοναχό. Ἀλλὰ μετὰ ἀπὸ τὰ δύο-τρία σύντομα γράμματα τοῦ ἐπισκόπου ἀπέμεινε μόνο ὁ ἀκλόνητος καὶ φλογερὸς πόθος του νὰ προχωρῆ μπροστά, ὅλο μπροστά, στὸν δρόμο πρὸς τὸν Κύριο.

“Ακολούθησα ἄραγε τὸν δρόμο τῆς πίστεως; Πῆρα σωστὰ τὸν δρόμο τοῦ Θεοῦ; Ἢ μήπως ἔχασα τὸν δρόμο; Δὲν ξέρω”, εἶπε ὁ Μιχαήλ. Ὁ π. Ἀρσένιος ὅμως ἔβλεπε ὅτι ὁ Μιχαὴλ ὄχι μόνο δὲν εἶχε παρεκκλίνει καθόλου ἀπὸ τὸν δρόμο ποὺ τοῦ εἶχε δείξει ὁ ἐπίσκοπος Θεόδωρος, ἀλλὰ εἶχε κιόλας προχωρήσει πάρα πολὺ σ’ αὐτόν, ἔχοντας φθάσει καὶ ξεπεράσει τοὺς ὁδηγούς του.

Ὁλόκληρη ἡ ζωὴ τοῦ Μιχαὴλ ἦταν μία μάχη «ἐν πορείᾳ», μία μάχη γιὰ πνευματικὴ καὶ ἠθικὴ τελείωσι μέσα στὴ βαναυσότητα τῆς σύγχρονης ζωῆς. Καὶ ὁ π. Ἀρσένιος καταλάβαινε ὅτι ὁ Μιχαὴλ εἶχε κερδίσει αὐτὴ τὴ μάχη, τὴ μάχη ποὺ ἔδωσε μόνος ἐναντίον τοῦ κακοῦ ποὺ τὸν περικύκλωνε. Καθὼς ἔζησε μέσα στὸν κόσμο, ἀφιερώθηκε στὴν ἐπιτέλεσι ἀγαθοεργιῶν στὸ ὄνομα τοῦ Κυρίου. Κράτησε μέσα στὴν καρδιά του σὰν ἀναμμένο πυρσὸ τὰ λόγια τοῦ Ἀποστόλου: «Ἀλλήλων τὰ βάρη βαστάζετε καὶ οὕτως ἀναπληρώσατε τὸν νόμον τοῦ Χριστοῦ».

Ὁ π. Ἀρσένιος συνειδητοποιοῦσε τὸ μεγαλεῖο, τὴν τελειότητα τοῦ πνεύματος τοῦ Μιχαήλ. Μὲ τὸν ἴδιο τρόπο ἀναγνώριζε καὶ τὴ δική του ἀθλιότητα καὶ ἱκέτευε θερμὰ τὸν Κύριο νὰ δώση σ’ αὐτόν, τὸν ἱερέα Του Ἀρσένιο, τὴ δύναμι νὰ ἀνακουφίση τὰ βάσανα τοῦ μονάχου σ’ αὐτὲς τὶς τελευταῖες στιγμὲς τῆς ἐπίγειας ζωῆς του. Ἦταν στιγμὲς ποὺ ὁ π. Ἀρσένιος αἰσθανόταν ἐντελῶς ἀνήμπορος. Τὴν ἴδια ὥρα ὅμως ἔνιωθε νὰ ἐμψυχώνεται ἀπὸ τὴν παρουσία τοῦ Μιχαήλ, τοῦ ὁποίου ἡ ἐπιθανάτια ἐξομολόγησι ἀπεκάλυπτε μπροστά του τὶς θαυμαστὲς ὁδοὺς τοῦ Κυρίου, διδάσκοντας καὶ ὁδηγώντας τον στὸ δρόμο τῆς ὁλοκληρωτικῆς ἀφιερώσεως.

Ἔφτασε καὶ ἡ ὥρα ποὺ ὁ Μιχαὴλ εἶχε πιὰ παραδώσει στὸν ἱερέα —καὶ διὰ μέσου ἐκείνου στὸν Θεὸ— ὅλα ὅσα βάραιναν τὴν καρδιά του. Τὰ μάτια του κοίταζαν ἐρωτηματικὰ τὸν π. Ἀρσένιο. Ὡς ἱερεύς, παίρνοντας ἀπὸ τὸν ἑτοιμοθάνατο μοναχὸ τὸ φορτίο τῶν ἁμαρτιῶν του καὶ κρατώντας το στὰ χέρια του, ὁ π. Ἀρσένιος ἔτρεμε· ἔτρεμε πάλι μὲ τὴν ἐπίγνωσι τῆς ἀναξιότητος καὶ ἀνθρώπινης ἀδυναμίας του. Ἀπαγγέλλοντας τὴν συγχωρητικὴ εὐχὴ στὸν δοῦλο τοῦ Θεοῦ Μιχαὴλ μοναχό, ὁ π. Ἀρσένιος ἀπὸ μέσα του ἔκλαιγε. Κατόπιν, μὴ μπορώντας νὰ κρατηθῆ, ξέσπασε σὲ δάκρυα.

Ὁ Μιχαὴλ σήκωσε τὰ μάτια του καὶ κοίταξε πρὸς τὸν π. Ἀρσένιο. “Ευχαριστώ… Εἰρήνευε… Ἦρθε ἡ ὥρα… Προσεύχου γιὰ μένα ὅσο πατᾶς σ’ αὐτὴ τὴ γῆ· ἔχεις ἀκόμη πολὺ δρόμο μπροστά σου… Σὲ παρακαλῶ, πάρε τὸ κασκέτο μου. Ἐκεῖ μέσα εἶναι ἕνα σημείωμα πρὸς δύο ἀνθρώπους μὲ μεγάλη ψυχὴ καὶ μεγάλη πίστι. Πολὺ μεγάλη. Ὅταν ἀφεθῆς ἐλεύθερος, πήγαινέ τους τὸ σημείωμα αὐτό. Σὲ χρειάζονται καὶ τοὺς χρειάζεσαι… Ράψε πάλι τὸν ἀριθμὸ στὸ κασκέτο. Καὶ προσεύχου στὸν Κύριο γιὰ τὸν μοναχὸ Μιχαήλ”.

Καθ’ ὅλη τὴ διάρκεια τῆς ἐξομολογήσεως ἔμοιαζε σὰν νὰ ἦταν μόνοι τους· σὰν τάχα ὁ θάλαμος καὶ οἱ ἔνοικοί του, ὅλη ἡ ἀτμόσφαιρα τῆς φυλακῆς, ὅλα νὰ εἶχαν γίνει πολὺ ἀπόμακρα· ὅλα νὰ εἶχαν περιέλθει σ’ ἕνα εἶδος ἀνυπαρξίας. Παρέμενε μόνο ἡ παρουσία τοῦ Θεοῦ, ἡ προσευχὴ τῶν καρδιῶν τους καὶ ἡ σιωπηλὴ πνευματικὴ ἕνωσι ποὺ τοὺς ἔδενε καὶ τοὺς ἔφερνε ἐνώπιον τοῦ Κυρίου.

Κάθε ἀγωνία καὶ ταραχὴ σταμάτησε· κάθε τι γήινο χάθηκε. Ὑπῆρχε ὁ Θεός. Καὶ τώρα ἡ μία ψυχὴ πήγαινε νὰ Τὸν συναντήση, ἐνῶ ἡ ἄλλη ἀξιωνόταν νὰ παρακολουθήση ἕνα μεγάλο μυστήριο: τὸν θάνατο, τὴν ἀναχώρησι ἀπὸ τὴν ζωή.

Ὁ ἑτοιμοθάνατος μοναχὸς κράτησε σφιχτὰ τὸ χέρι τοῦ π. Ἀρσενίου καὶ προσευχήθηκε. Προσευχήθηκε μὲ τόση αὐτοσυγκέντρωση ὥστε ἀποξενώθηκε ἐντελῶς ἀπὸ τὸ περιβάλλον. Ἐσωτερικὰ ὁ π. Ἀρσένιος πλησίασε ἀκόμα πιὸ πολὺ κοντά του. Μὲ εὐλάβεια καὶ χωρὶς διαλογισμοὺς πάλευε ν’ ἀκολουθήση τὸν μοναχὸ στὴν προσευχή του.

Ἔπειτα ἦρθε ἡ στιγμὴ τοῦ θανάτου. Τὰ μάτια τοῦ ἑτοιμοθάνατου φωτίσθηκαν ἔντονα μὲ μία ἤρεμη ἔκστασι. Τὰ λόγια του μόλις ἀκούγονταν: “Κύριε, μὴ μὲ ἀπόρριψης!”.

Ἀνασηκώνοντας τὸ κορμί του ἀπὸ τὸ κρεβάτι, ὁ Μιχαὴλ ἄνοιξε τὰ χέρια καὶ ἐπανέλαβε δυνατά: “Κύριε! Κύριε!”. Ἄδραξε πάλι μπροστά, ἀλλὰ τὴν ἑπόμενη στιγμὴ ἔπεσε πίσω ἀνάσκελα καὶ τὸ κορμὶ του ἀμέσως χαλάρωσε.

Συγκλονισμένος ὁ π. Ἀρσένιος ἔπεσε στὰ γόνατα καὶ ἄρχισε νὰ προσεύχεται· ὄχι γιὰ τὴν ψυχὴ καὶ τὴν σωτηρία τοῦ κοιμηθέντος μοναχοῦ, ἀλλὰ γιὰ νὰ εὐχαριστήση. Νὰ εὐχαριστήση γιὰ τὸ μεγάλο δῶρο, νὰ ἀξιωθῆ νὰ δῆ ἐκεῖνο ποὺ εἶναι ἀθέατο στὰ μάτια καὶ ἀκατανόητο στὸν νοῦ, ἐκεῖνο ποὺ εἶναι τὸ πιὸ κρυφὸ ἀπ’ ὅλα τὰ μυστήρια: τὸν θάνατο τοῦ δικαίου.

Ὅταν σηκώθηκε ὁ π. Ἀρσένιος, ἔσκυψε πάνω στὸ σῶμα τοῦ νεκροῦ Μιχαήλ. Τὰ μάτια του ἦταν ἀκόμη ἀνοιχτά, ἀκόμη γεμᾶτα φῶς. Ὅμως τὸ φῶς σιγὰ-σιγὰ χλώμιαζε καὶ τὴν θέσι του ἔπαιρνε μία ἀνεπαίσθητη καταχνιά. Τὰ βλέφαρα ἔκλεισαν ἀργά, μία σκιὰ διέτρεξε τὸ πρόσωπο, καὶ στὸ πέρασμά της ἐκεῖνο ἔγινε ἀμέσως ἐπιβλητικό, γαλήνιο, θριαμβευτικό.

Σκυμμένος πάνω στὸ λείψανο ὁ π. Ἀρσένιος προσευχόταν. Ἂν καὶ μόλις εἶχε γίνει μάρτυς τοῦ θανάτου αὐτοῦ τοῦ νέου μοναχοῦ, δὲν ἔνιωθε λύπη. Ἀντίθετα, ἦταν γεμᾶτος ἀπὸ εἰρήνη καὶ ἐσωτερικὴ ἀγαλλίασι. Εἶχε γνωρίσει ἕναν δίκαιο τοῦ Θεοῦ, εἶχε γευθῆ τὸ ἔλεός Του, εἶχε δεῖ τὴν δόξα Του.

Προσεκτικὰ ὁ π. Ἀρσένιος τακτοποίησε τὰ ροῦχα στὸ σῶμα τοῦ νεκροῦ, ἔκανε βαθειὰ ὑπόκλισι μπροστά του καὶ ξαφνικὰ συνειδητοποίησε ὅτι ἦταν ἀκόμη στὸ θάλαμο ἑνὸς στρατοπέδου «μὲ αὐστηρὸ καθεστὼς κρατήσεως». Σὰν ἀστραπὴ πέρασε ἡ σκέψις ἀπὸ τὸ μυαλό του: Αὐτὸ τὸ στρατόπεδο εἶχε μόλις δεχθῆ μίαν ἐπίσκεψι τοῦ Θεοῦ, τὸν ἴδιο τὸν Κύριο, ποὺ εἶχε ἔρθει νὰ παραλάβη τὴν ψυχὴ τοῦ δικαίου Μιχαήλ.

Μόνο λίγη ὥρα ἀπόμενε μέχρι τὸ ἐγερτήριο. Ὁ π. Ἀρσένιος πῆρε τὸ κασκέτο τοῦ Μιχαήλ, τύπωσε στὴ μνήμη τὸν ἀριθμὸ καὶ πῆγε νὰ ἐνημερώση τὸν θαλαμάρχη γιὰ τὸν θάνατο. Ὁ θαλαμάρχης, ὁ ἀρχαιότερος τῶν καταδίκων, ρώτησε τὸν ἀριθμὸ τοῦ νεκροῦ καὶ ἐξέφρασε τὴν συμπάθειά του.

Οἱ θάλαμοι ξεκλειδώθηκαν. Οἱ κρατούμενοι ἔτρεξαν ἔξω γιὰ τὴν ἐπιθεώρησι καὶ μπῆκαν γρήγορα σὲ σειρές. Ὁ θαλαμάρχης πλησίασε τοὺς ἐπιθεωρητὲς ποὺ στέκονταν στὴν εἴσοδο τοῦ θαλάμου καὶ ἀνέφερε: “Ἔχουμε ἕναν νεκρό, ἀριθμὸς Β 382.

Ἕνας ἀπὸ τοὺς ἐπιθεωρητὲς μπῆκε στὸ θάλαμο, κοίταξε τὸν νεκρό, σκούντησε τὸ λείψανο μὲ τὴ μύτη τῆς μπότας του καὶ ἔφυγε. Δύο ὧρες ἀργότερα ἔφθασε ἕνα ἕλκυθρο γιὰ νὰ πάρη τὸ πτῶμα. Ἕνας γιατρὸς τῶν φυλακῶν, ἀπὸ τοὺς καλούμενους «ἐθελοντὲς ἐργασίας», μπῆκε μέσα, διάβηκε μὲ τὸ βλέμμα του ἀπρόσεκτα τὸ νεκρὸ σῶμα, σήκωσε λίγο τὸ ἕνα βλέφαρο μὲ τὸ κλεισμένο σὲ γάντι χέρι του καὶ μ’ ἕνα τόνο ἀπαρέσκειας εἶπε στὴν ὁμάδα ὑπηρεσίας: “Γρήγορα, βάλτε το στὸ κάρρο”.

Διάφορα πτώματα κοίτονταν ἤδη πάνω στὸ ἕλκυθρο. Τὸ σῶμα τοῦ Μιχαὴλ μεταφέρθηκε ἔξω καὶ τοποθετήθηκε πάνω στὰ ἄλλα. Ὁ ὁδηγὸς πῆρε θέσι ἰσορροπώντας τὰ πόδια του ἐπάνω στὰ πτώματα, ποὺ εἶχαν ἤδη ξυλιάσει ἀπὸ τὸ κρύο.

Ἔπεφτε ψιλὸ χιόνι καὶ καθὼς ἀκουμποῦσε στὰ πρόσωπα τῶν νεκρῶν, ἔλυωνε ἀργά. Ἦταν σὰν νὰ ἔκλαιγαν. Κοντὰ στοὺς θαλάμους στέκονταν ἀκόμα οἱ ἐπιθεωρητές, ποὺ συζητοῦσαν μὲ τὸν γιατρό, οἱ κρατούμενοι ὑπηρεσίας καὶ ὁ π. Ἀρσένιος ποὺ ἕσφιγγε τὰ χέρια του στὸ στῆθος καὶ προσευχόταν σιωπηλά.

Τὸ ἕλκυθρο ἄρχισε νὰ κινῆται. Κάνοντας μία βαθειὰ ὑπόκλισι ὁ π. Ἀρσένιος εὐλόγησε τὰ ἄψυχα σώματα καὶ γύρισε πίσω στὸν θάλαμο. Ὁ ὁδηγὸς τίναξε τὰ χαλινάρια καὶ ἔκανε τὰ ἄλογα νὰ ξεκινήσουν ξεστομίζοντας μιὰ βρισιά. Τὸ ἕλκυθρο ἀπομακρύνθηκε ἀργὰ καὶ χάθηκε ἀπὸ τὴ ματιά.

Ἄγνωστος συγγραφεύς

www.agiazoni.gr

Αρπαγή νοός - Θαυμαστόν όραμα (Αγιορείτικο γράμμα)

Εις ένα «Πατερικόν» βιβλίον της Ιεράς Μονής Φιλοθέου Αγίου Όρους ευρίσκεται γραμμένη η ακόλουθος διήγησις, την οποίαν και μεταφέρω εδώ δια ψυχικήν σας ωφέλειαν. 

«Είπε κάποιος από τους αγίους Γέροντας. ότι μίαν φοράν όπου ήμουν εις το κελλίον μου, μου ήλθε λύπη, ακηδία και κακή καρδία. και επήγα προς κάποιον Γέροντα, όπου ήτον άγιος άνθρωπος, και τον εχαιρέτησα παρακαλώντας τον να μου ειπή κανένα λόγον ωφελείας, δια να στραφή η ταλαίπωρος ψυχή μου από την αμέλειαν και την ακηδίαν εκείνην όπου είχα, προς τα καλά και σωτήρια της αρετής και της αγιότητος έργα. 
Ο δε Γέρων εκείνος ο άγιος και θαυμαστός, επειδή ήτον θεοφόρος και ωδηγείτο υπό της θείας χάριτος εις το να πράττη το θέλημα του Θεού εις την ζωήν του, μου εδιηγήθηκε πολλά γλυκύτατα και σωτήρια λόγια όπου ήσαν ικανά και άξια να στηρίζουν και να οικοδομούν κάθε ψυχήν και να την προτρέπουν με φιλοτιμίαν να πορεύεται την οδόν της μετανοίας. Εστερεώθη η καρδία μου και ευχαρίστησα τον Θεόν. Κατόπιν ηρώτησα τον Γέροντα να μου ειπή περί καθαράς και ειρηνικής και αγίας προσευχής. Και αποκριθείς ο άγιος Γέρων είπεν: 
Μίαν φοράν εις τον καιρόν της αγίας και Μεγάλης Τεσσαρακοστής έτυχε και εσηκώθηκα από τον ύπνον πριν από το μεσονύκτιον. Και πρώτον μεν επροσκύνησα έως εδάφους μετά φόβου και σεβασμού και αγάπης τον υπό πάντων των ευσεβών και ορθοδόξου Χριστιανών προσκυνούμενον Θεόν. Έπειτα υψώσας τας χείρας μου και τους οφθαλμούς μου εις τον ουρανόν προσηυχόμην επί πολλάς ώρας. Και όσον μου ήτο δυνατόν προσηυχόμην με πολλήν κατάνυξιν και με δάκρυα εις τους οφθαλμούς. Και μοι εφαίνετο -καθώς είναι και η αλήθεια- ότι συνωμίλουν νοητώς και χωρίς λάλημα της φωνής μετά του αγαπητού και πολυποθουμένου μου Θεού. 
Συνέβη λοιπόν τότε, εις τον καιρόν της προσευχής μου εκείνης -καθώς με εφάνη- ότι ηρπάγη ο νους μου, και ανέβη, και απέρασεν αυτόν τον φαινόμενον ουρανόν και ευρέθη μέσα εις κάποιαν πόλιν μεγάλην και πολυάνθρωπον. Το δε κάλλος της πόλεως εκείνης καθώς είναι, λογιάζω ότι δεν δύναται νους ανθρώπου να το ειπή και να το παραστήση καθώς πρέπει, πλην όσον δύναται ο νους μου και η γλώσσα μου να διηγηθώ: δια την ευμορφίαν και ευπρέπειαν όπου είχον τα τείχη της πόλεως εκείνης της ουρανίου. δια τον πολύτιμον και μεγαλοπρεπή στολισμόν όπου είχον αι θύρες της, δια την λαμπροτάτην και χρυσοειδή θεωρίαν όπου είχεν το έδαφός της, και δια όλην την άλλην θαυμαστήν σύνθεσιν και τεχνουργίαν, της οποίας τεχνίτην και δημιουργόν ελογίαζα τον Θεόν. 
Ο δε πολύς και περισσός λαός και κόσμος, το πλήθος των ανθρώπων όπου ήσαν εκεί δεν είχαν μετρημόν ουδέ λογαριασμόν. Και ήσαν όλοι εστεφανωμένοι τας κεφαλάς, και εστολισμένοι με κάλλος, και με λαμπράς ενδυμασίας. Το δε είδος και η στολή ενός εκάστου δεν ήτον ομοία εις όλους, αλλ' ήτο πολλών λογιών. 
Άλλων δηλαδή οι στέφανοι ήσαν ωσάν από γυαλί καθαρώτατον και λαμπροί ως κρύσταλλον. Άλλων ήσαν αργυροειδείς. άλλων χρυσοειδείς και εκ λίθων πολυτίμων. και άλλων μαργαροειδείς. 
Και εις την ενδυμασίαν επίσης συνέβαινεν το όμοιον με τους στεφάνους. έβλεπον ενδυμασίας πολλών λογιών με διάφορα και πολύτροπα χρώματα. Εφορούσαν δηλ. οι μακάριοι κάτοικοι της πόλεως εκείνης της ουρανίου, στολάς και στεφάνους όχι μόνον από τες τιμημένες ύλες του χρυσίου και του αργυρίου και των πολυτίμων λίθων, αλλά και ωσάν από σιδήρου και χαλκού και μολύβδου εφαίνετο ότι είχον υφασμένες και πλεγμένες μερικοί τες στολές αυτών και τους στεφάνους, αναλόγως της πνευματικής αυτών καταστάσεως. 
Ταύτα βλέποντας εγώ εθαύμαζον και με εφάνη καλόν να ερωτήσω κάποιους από εκείνους τους φορούντας τους στεφάνους να με ειπούν τι λογής αρετήν είχον κατορθώσει εις τον κόσμον με το πολυπαθές σώμα των, και ποία ήτο η θαυμαστή και θεάρεστος εργασία των και κατηξιώθησαν να έλθουν εις εκείνην την αξιοθαύμαστον και πολυαγαπημένην πόλιν, δια να έχουν τόσην τιμήν και δόξαν. 
Αυτά συλλογιζόμενος επλησίασα εις έναν από εκείνους τους λαμπροφορεμένους όπου έβλεπα, του οποίου η στολή και ο στέφανος ήσαν ωσάν από τας χρυσοειδείς ακτίνας του ηλίου, και τον ηρώτησα. άρχοντά μου τιμημένε και υπέρλαμπρε, ειπέ μοι. εις την δόξαν σου αυτήν και την λαμπρότητα πώς εισήλθες; Ποίον ήτο το ύψος της κατά Θεόν αρετής σου εις την πρόσκαιρον ζωήν δια το οποίον τόσον υπέρλαμπρα εδώ ετιμήθης; Και αποκριθείς εκείνος μοι είπεν: 
Εγώ, αδελφέ μου ήμουν πτωχός και ταλαίπωρος και ασθενής και αδύνατος και χωλός από μικράς ηλικίας. Και επειδή υπέμεινα μετά ευχαριστίας την σιδηράν κάμινον της πτωχείας και την πολυχρόνιον της ασθενείας ταλαιπωρίαν χωρίς γογγυσμού, δι' αυτό μου εδόθη παρά του φιλανθρώπου Θεού να έχω μετά θάνατον αυτήν την δόξαν και την λαμπρότητα, όπου βλέπεις. 
Τότε αφήκα αυτόν και ήλθον προς άλλον, του οποίου η μεν όψις ήτο ωσάν τον λαμπρόν αυγερινόν, η δε ενδυμασία και ο στέφανός του ήτον από μαργαρίτας και άλλους πολυτίμους λίθους εστολισμένα. Ηρώτησα λοιπόν και αυτόν ωσάν και τον πρώτον, και απεκρίθη και μου είπε: 
Εγώ, αδελφέ, ήμουν καλόγερος εις την πρόσκαιρον ζωήν, και αφού άρχισα την μοναχικήν πολιτείαν έως τέλους καλά εκοπίασα με τους κόπους της ασκήσεως και με ανδρείαν και υπομονήν εκαρτέρησα τους πειρασμούς και τις θλίψεις της ασκητικής ζωής. Αλλ' εις το τέλος εδελεάσθηκα από τους εκ δεξιών λογισμούς και εχειροτονήθην επίσκοπος. Όμως πάλιν φοβηθείς τον Θεόν οικονόμησα και εκυβέρνησα καλά με ευσέβειαν και ευλάβειαν τα της αρχιερωσύνης, και δι' αυτό ωσάν εχωρίσθην από το σώμα μου ήλθον εδώ και έλαβον παρά του φιλανθρώπου Θεού την δόξαν αυτήν όπου βλέπεις εις τον τόπον αυτόν της χαράς και ευφροσύνης. Εάν όμως δεν είχον στέρξει το αξίωμα της Αρχιερωσύνης, και εάν είχα αποστραφή την πρόσκαιρον εκείνην δόξαν του κόσμου, θα ήμουν τώρα και εγώ όλος φως, και όλος ενδεδυμένος τον ήλιον, καθώς εκείνος ο αδελφός με τον οποίον ομίλησες προτύτερα. 
Τότε αφήνοντας και αυτόν τον σεβάσμιον Γέροντα επήγα προς κάποιον άλλον όπου εφόρει στέφανον αργυρούν, και το πρόσωπόν του ήτο λαμπρόν και χαριέστατον και η ενδυμασία του ήτο λευκή ωσάν το χιόνι καθώς δέχεται τας ακτίνας του ηλίου. Ηρώτησα και αυτόν να μου ειπή ποίαν αρετήν είχε κατορθώσει εις τον κόσμον. Και αποκριθείς μου είπεν: 
Εγώ αδελφέ ήμουν άνθρωπος λαϊκός εις την ζωήν εκείνην, εξοικονομών τον άρτον μου και τα απαραίτητα προς το ζην με τον ιδρώτα του προσώπου μου, καθώς επρόσταξεν ο Θεός. Και ελθών εις ηλικίαν έλαβον γυναίκα νόμιμον κατά τας ευλογίας της Εκκλησίας, και απέκτησα τέκνα όσα έδωκεν ο Θεός, και εις όλην μου την ζωήν άλλην γυναίκα δεν εγνώρισα. Και με την χάριν του Χριστού πορευόμενος κανένα δεν επείραξα, κανένα δεν ηδίκησα, κανένα δεν επίκρανα, κανένα δεν εσυκοφάντησα. ελεημοσύνην έκαμνα όσον ημπορούσα. από την Εκκλησίαν και από τα άγια Μυστήρια δεν έλειπα και με φόβον Θεού και αγάπην των συνανθρώπων μου απέρασα την ζωήν μου. Δι' αυτό και όταν δια του θανάτου εχωρίσθηκα από το σώμα μου ήλθον, Θεού βουλήσει, εις τον τόπον αυτόν και εις την ανάπαυσιν αυτήν όπου με βλέπεις μετά των Δικαίων. 
Τότε, αφήνοντας και αυτόν επήγα προς δύο άλλους όπου έστεκαν μαζί και είχον ο μεν ένας ωσάν από σίδηρον πλεγμένον τον στέφανόν του, ο δε άλλος ωσάν από χαλκόν, και η όψις των ήτον εις το κατά φύσιν, καθώς φαίνονται εις τον κόσμον αυτόν όλοι οι άνθρωποι. Τα δε ενδύματά των ήσαν εις την μέσην τάξιν. ούτε εντελώς λερωμένα, ούτε πάλιν, ακάθαρτα, αλλά ωσάν να ήτον πλυμμένα. Και όταν τους ερώτησα τι έκαμαν εις την ζωήν, απεκρίθησαν και με είπαν: 
Ημείς, αδελφέ, ήμεθα κακότροποι άνθρωποι εις την ζωήν και κατά πολύ αμαρτωλοί. καμμίαν αμαρτίαν δεν αφήκαμεν όπου να μην την πράξωμεν. Και επειδή δεν αφήναμεν με το καλόν τες αμαρτίες μας, ήλθεν ο θάνατος με την προσταγήν του Θεού να μας κόψη ωσάν άκαρπα δένδρα και να μας παραπέμψη εις το πυρ το αιώνιον. Όμως, τότε την ώραν του θανάτου, εβάλαμεν εις τον νουν μας την πολλήν ευσπλαγχνίαν του Θεού και το αμέτρητον έλεος του Σωτήρος ημών Ιησού Χριστού, όπου λέγει δια του προφήτου: «Και μετά ταύτα πάντα επίστρεψον». Και πάλιν αλλού όπου λέγει: «Ου θελήσει θέλω τον θάνατον του αμαρτωλού ως το επιστρέψαι και ζην αυτόν». Δια ταύτα και ημείς, επέσαμεν εις μετάνοιαν αληθινήν με ταπείνωσιν και συντετριμμένην καρδίαν και με το φάρμακον της εξομολογήσεως ευρήκαμεν την ιατρείαν της ψυχής μας. Εδώσαμεν δε λόγον εις τον Θεόν με όλην την δύναμιν της ψυχής μας να παύσωμεν τελείως τες αμαρτίες μας, όχι μόνον να μην τες ξαναπράξωμεν αλλά μήτε να τες ξαναεπιθυμήσωμεν. 
Και με τοιαύτας σταθεράς υποσχέσεις εστερεώσαμεν την μετάνοιάν μας προς τον Πανάγαθον Θεόν, παρακαλούντες την Παναγίαν Θεοτόκον και πάντας τους Αγίους να βοηθήσουν εις την απόφασίν μας να μη στρέψωμεν εις τα οπίσω. Αλλά, πώς να σου διηγηθώμεν, αδελφέ, την άπειρον ευσπλαχνίαν του Ουρανίου Πατρός την οποίαν έδειξεν εις ημάς και ανά πάσαν στιγμήν δεικνύει εις όλους τους αμωρτωλούς, αναμένων την μετάνοιάν τους και δίδων εις τον καθένα χωριστά και εις όλους μαζί αφορμήν και τρόπους και ευκαιρίες επιστροφής και διορθώσεως! Καθώς δεν έχουν μετρημόν τα φύλλα των δένδρων και η άμμος της θαλάσσης, ομοίως δεν έχει μετρημόν και το έλεος του Θεού όπου απλώνει εις τον αμαρτωλόν παρακαλώντας τον με την χάριν του να συνέλθη και να μετανοήση έστω και την ενδεκάτην ώραν της ζωής του, έστω ολίγον προ του θανάτου του, καθώς ο ληστής επάνω εις τον Σταυρόν. 
Αυτά τα παρηγορητικά λόγια μου είπον οι αδελφοί εκείνοι, οι οποίοι αν και υπήρξαν κατά πολύ αμαρτωλοί εις την ζωήν αυτών, όμως εις το τέλος φοβηθέντες την κόλασιν και ελπίσαντες εις το θείον έλεος έπλυναν την στολήν της ψυχής των με τα δάκρυα της μετανοίας και λυτρωθέντες της κολάσεως εισήλθον εις τον τόπον της αιωνίου αναπαύσεως. 

Αυτά μου είπεν ο άγιος εκείνος Γέρων της ερήμου και έπειτα έσκυψε την κεφαλήν κάτω και εστέναξεν από καρδίας. Εγώ ακούοντας εκείνον τον στεναγμόν εσυλλογίστηκα με πολλήν ταπείνωσιν και είπα εις εαυτόν: Αλλοίμονον εις εμέ και εις τους κατ' εμέ αμαρτωλούς! Αν αυτός ο άγιος Γέρων αναστενάζει τόσον βαθέως, παρ' ότι ο Θεός τον ηξίωσε να ιδή και να θαυμάση τόσα θαυμαστά του άλλου κόσμου, πόσον πρέπει να αναστενάζω και να δακρύω και να μετανοώ καθ' ημέραν και ώραν εγώ δια τες αμαρτίες μου; Τότε τον ηρώτησα δια τελευταίαν φοράν να μου ειπή δι' εκείνον τον βαθύν στεναγμόν. Και ο τίμιος Γέρων καθώς εσήκωνεν την ολόλευκον κεφαλήν του με τους δακρυσμένους οφθαλμούς επρόσθεσεν έναν ακόμη στεναγμόν και με κατανυκτικήν φωνήν μου είπεν: 
Δεν ημπορώ, αδελφέ, να λησμονήσω τα όσα είδα και άκουσα εις την άνω εκείνην Ιερουσαλήμ, από τα οποία δεν σου εδιηγήθηκα ουδέ ένα χιλιοστόν. Στενάζω και θρηνώ δια την αμέλειάν μου και δια την σκληροκαρδίαν και αμετανοησίαν των συνανθρώπων μου, όπου ο Πανάγαθος, μας έχει ετοιμάσει τα κάλλη του Παραδείσου και ημείς οι ταλαίπωροι και εσκοτισμένοι δεν θέλομεν να αφήσωμεν τες αμαρτίες μας και τες κακές επιθυμίες μας, τες πλεονεξίες και αδικίες και τους φθόνους και τες μνησικακίες μας να μετανοήσωμεν από καρδίας και να συμφιλιωθώμεν με τον Θεόν και τους συνανθρώπους μας δια να αξιωθώμεν και ημείς της χαράς εκείνης των σωζομένων». 

(Εκ του περιοδικού "Ο Οσιος Φιλόθεος της Πάρου" Τεύχος 5 Μάιος - Αύγουστος 2002. Εκδόσεις "Ορθόδοξος Κυψέλη" Θεσσαλονίκη)

Η θεία χάρις για να την προσελκύσουμε, θέλει αγάπη, λαχτάρα



Πολλές φορές ούτε ο κόπος, ούτε οι μετάνοιες, ούτε οι σταυροί προσελκύουν τη χάρη. Υπάρχουν μυστικά. Το ουσιαστικότερο είναι να φύγεις απ' τον τύπο και να πηγαίνεις στην ουσία. Ό,τι γίνεται, να γίνεται από αγάπη.

Η θεία χάρις μας διδάσκει το δικό μας χρέος. Για να την προσελκύσουμε, θέλει αγάπη, λαχτάρα. Η χάρις του Θεού θέλει θείο έρωτα.

Η αγάπη αρκεί, για να μας φέρει σε κατάλληλη «φόρμα» για προσευχή.

Μόνος Του θα έλθει ο Χριστός και θα εγκύψει στην ψυχή μας, αρκεί να βρει ορισμένα πραγματάκια που να Τον ευχαριστούν· αγαθή προαίρεση, ταπείνωση και αγάπη.

Χωρίς αυτά δεν μπορούμε να πούμε «Κύριε Ιησού Χριστέ ελέησόν με»

γέροντας Πορφύριος

Εκκλησία, η μάνα μας



Ρώτησαν κάποτε ένα μοναχό: τι κάνετε τόσες ώρες μέσα στην Εκκλησία, δε βαριέστε;
Κι εκείνος απάντησε: εσύ τι έκανες εννιά μήνες στη μήτρα της μάννας σου; Τίποτα. Ήσουν εκεί και τρεφόσουν με το μητρικό αίμα. Το ίδιο κάνουμε κι εμείς. Είμαστε εδώ και τρεφόμαστε από την παρουσία του Αγίου Πνεύματος. Από το σώμα και το Αίμα του Χριστού. Γιατί η Εκκλησία είναι η Μάνα που μας τρέφει. Η φιλόστοργη Μάνα.Η πνευματική καρδιά απ’ την οποία διαχέεται το αίμα και κρατιούνται ζωντανά τα παιδιά της.
Η Εκκλησία είναι σώμα. Δεν είναι κόμμα. Είμαστε μέλη. Δεν είμαστε οπαδοί. Σώμα ένα με κεφαλή το Χριστό. Πονάει ένα μέλος και πονάμε όλοι. Δοξάζεται ένα μέλος και δοξαζόμαστε όλοι. Οικογένεια μία είναι η Εκκλησία: Οι Ζώντες, – όσοι είμαστε μέσα στην Εκκλησία και όσοι βογγάνε έξω απ’ αυτήν…
- Αυτοί που έφυγαν…, οι αδελφοί μας οι Κεκοιμημένοι. Κι αυτοί που ακόμα δεν ήρθαν… Οι αγέννητοι.., τα παιδιά των παιδιών μας, τα δισέγγονα και τα τρισέγγονα, όσοι θα μπουν στην Εκκλησία και όσοι θα βογγάνε έξω απ’ αυτήν. Οικογένεια μία. Γι’ αυτό στην Εκκλησία δεν εορτάζουμε αλλά συνεορτάζουμε. Δεν νηστεύουμε αλλά συννηστεύουμε. Δε στενάζουμε αλλά συστενάζουμε. Δεν προσευχόμαστε αλλά συμπροσευχόμαστε. Συλλειτουργούμε και συλλειτουργούμαστε. Σώμα ένα είμαστε.
Οι γιαγιάδες μας το ήξεραν καλά αυτό. Ήξεραν ότι πρώτα ανήκουμε στην Εκκλησία και μετά στον εαυτό τους. Πρώτα στην Εκκλησία και μετά στο σπίτι τους. Γι’ αυτό συμμετείχαν στις ανάγκες της. Στο χτίσιμο της Εκκλησίας, στο στρώσιμο, στον έρανο, στις νηστείες, στους εσπερινούς, στα Μυστήρια, στη Λειτουργία. Οι παλιοί άνθρωποι ήξεραν πως δεν υπάρχει άλλος δρόμος, γιατί άλλος δρόμος βγάζει σε άλλο τέρμα. Γνώριζαν ότι η σωτηρία είναι μόνο μέσα στο Καράβι του Χριστού που όσα κύματα και όσες θύελλες κι αν το χτυπούν , δεν καταποντίζεται.
- Γέροντα, τα παιδιά μας κοιμούνται στην Εκκλησία, μήπως να μη τα φέρνουμε;
- Στο Καράβι να είναι κι ας κοιμούνται, επέμενε ο Γέροντας Πορφύριος.
Η Εκκλησία, το Σκάφος του Χριστού!
Το Σώμα του Χριστού!
Το Στόμα του Χριστού!
Η Κιβωτός που μπαίνεις μέσα και σώζεσαι!
Αλήθεια, έχουμε βαθιά και ορθή γνώση του τι είναι η Εκκλησία;
Είναι μόνο για τις Κυριακές και τις γιορτές ή μπολιάζει όλο το βίο μας;
Είναι μόνο για ορισμένες ηλικίες ή αγκαλιάζει όλο τον άνθρωπο από τα πρώτα μέχρι τα έσχατα;
Τι περιμένουμε απ’ Αυτήν;
Τι θέλουμε να μας δώσει και τι της χρωστάμε;
Αναρωτηθήκαμε ποτέ τι είναι η Εκκλησία και τι της οφείλουμε;
Οι Πατέρες λένε πως η Εκκλησία είναι ένα μεγάλο Νοσοκομείο που εφημερεύει σε εικοσιτετράωρη βάση, εδώ και δύο χιλιάδες χρόνια. Ένα Νοσοκομείο που εφημερεύει για όλους. Για ασφαλισμένους και για ανασφάλιστους. Για πλούσιους και για άπορους. Για επώνυμους και για ανώνυμους και περιθωριακούς ανθρώπους. Ένα μεγάλο Νοσοκομείο στο οποίο αντιμετωπίζεται κάθε νόσημα όσο βαθύ, όσο λοιμώδες και όσο θανατηφόρο κι αν είναι.
Ένα μεγάλο Νοσοκομείο στο οποίο μπαίνεις άρρωστος και βγαίνεις υγιής, όπως η αιμορροούσα. Μπαίνεις διώκτης και βγαίνεις Απόστολος, όπως ο Παύλος. Μπαίνεις αμαρτωλός και βγαίνεις άγιος, όπως η αγία Μαρία η Αιγυπτία. Μπαίνεις λύκος και βγαίνεις αρνί, όπως ο άγιος Μωυσής ο Αιθίοπας.
Μπαίνεις πτώμα εν αποσυνθέσει και ανίστασαι τετραήμερος, όπως ο Λάζαρος! Γιατί στην Εκκλησία δεν υπάρχει θάνατος. Δεν υπάρχουν νεκροί. Η Εκκλησία είναι η χώρα των Ζώντων όπου υπάρχει Ζωή και περίσσεια Ζωής, δηλαδή ο Χριστός!

Από το βιβλίο: «Αντίδωρο

«Ἡ ψυχή ἄς παίρνει θάρρος ἀπό τό Χριστό καί ἄς Τόν παρακαλεῖ καί καθόλου νά μή δειλιάζει...»



«Ἡ ψυχή ἄς παίρνει θάρρος ἀπό τό Χριστό καί ἄς Τόν
παρακαλεῖ καί καθόλου νά μή δειλιάζει.
Κι αὐτό διότι δέν πολεμάει μόνη της,
ἀλλά μαζί μέ τό παντοδύναμο βασιλιά, τόν Ἰησοῦ Χριστό,
τόν Δημιουργό ὅλων ὅσων ὑπάρχουν, ὁρατῶν καί ἀοράτων».


Ἁγίου Ἡσυχίου Πρεσβυτέρου, πρός Θεόδουλον, κεφ. μ΄, Φιλοκαλία τ. Α΄.


Τό παράθυρο καί ἡ προσευχή



Αυτός που στέκει μπροστά σ’ένα ανοιχτό παράθυρο ακούει το θόρυβο που έρχεται απ’έξω.
Δεν μπορεί να κάνει αλλιώς. Εντούτοις, μπορεί, αν θέλει, να ξεχωρίσει ή όχι τους θορύβους αυτούς.
Αυτός που προσεύχεται είναι εκτεθειμένος σε πλήθος ξένες σκέψεις, συναισθήματα και εντυπώσεις. Το να θελήσει να εμποδίσει την εισροή τους είναι τόσο ανωφελές όσο το να εμποδίσει τον αέρα να κινείται σ’ένα ανοιχτό δωμάτιο. Όμως, μπορεί κανείς να τις παρακολουθεί ή να μην τις παρακολουθεί.
Έτσι, η παρουσία τους, αν το θέλουμε και εμείς οι ίδιοι, μπορεί να μένει απαρατήρητη κατά τη διάρκεια της προσευχής μας. Αυτό δεν μπορούμε να το πετύχουμε, μας λένε οι άγιοι, παρά με τη συνεχή άσκηση και γυμναστική του πνεύματός μας.

(Από το βιβλίο του Τίτο Κολλιάντερ ”Ο δρόμος των ασκητών”)

aoratigonia.blogspot.gr