.

.

Δός μας,

Τίμιε Πρόδρομε, φωνή συ που υπήρξες η φωνή του Λόγου. Δος μας την αυγή εσύ που είσαι το λυχνάρι του θεϊκού φωτός. Βάλε σήμερα τα λόγια μας σε σωστό δρόμο, εσύ που υπήρξες ο Πρόδρομος του Θεού Λόγου. Δεν θέλουμε να σε εγκωμιάσουμε με τα δικά μας λόγια, επειδή τα λόγια μας δεν έχουν μεγαλοπρέπεια και τιμή. Όσοι θα θελήσουν να σε στεφανώσουν με τα εγκώμιά τους, ασφαλώς θα πετύχουν κάτι πολύ πιό μικρό από την αξία σου. Λοιπόν να σιγήσω και να μη προσπαθήσω να διακηρύξω την ευγνωμοσύνη μου και τον θαυμασμό μου, επειδή υπάρχει ο κίνδυνος να μη πετύχω ένα εγκώμιο, άξιο του προσώπου σου;

Εκείνος όμως που θα σιωπήσει, πηγαίνει με τη μερίδα των αχαρίστων, γιατί δεν προσπαθεί με όλη του τη δύναμη να εγκωμιάσει τον ευεργέτη του. Γι’ αυτό, όλο και πιό πολύ σου ζητάμε να συμμαχήσεις μαζί μας και σε παρακαλούμε να ελευθερώσεις τη γλώσσα μας από την αδυναμία, που την κρατάει δεμένη, όπως και τότε κατάργησες, με τη σύλληψη και γέννησή σου, τη σιωπή του πατέρα σου του Ζαχαρία.

Άγιος Σωφρόνιος Ιεροσολύμων

Ωφελεί να σκεφτόμαστε τις περασμένες αμαρτίες μας ή τις περασμένες επιτυχίες μας; Ωφελεί δηλαδή να σκεφτόμαστε το παρελθόν;

Το παρελθόν μας έχει ασφαλώς και θετικό και αρνητικό περιεχόμενο. Στη ζωή μας που πέρασε έχουμε και θετικές εμπειρίες, επιτυχίες στις προσπάθειες μας, νίκες στους πνευματικούς μας αγώνες. Έχουμε όμως και πτώσεις, αποτυχίες στην πάλη μας με το κακό, αμαρτήματα κάποτε σοβαρά, πού ταλαιπώρησαν την ψυχή μας. Πώς θα σταθούμε απέναντι σ’ όλα αυτά;
Για τα θετικά του παρελθόντος πρέπει να πούμε ότι είναι επικίνδυνο το να γυρίζουμε με τη μνήμη μας σ’ αυτά. Να θυμόμαστε τούς αγώνες που κάναμε, τις νίκες που σημειώσαμε, τις αρετές που καλλιεργήσαμε. Διότι τότε μπορεί να τα θυμόμαστε με καύχηση, να επαναπαυόμαστε σ’ αυτά και να μην προχωρούμε στα επόμενα, σ’ εκείνα που έχουμε χρέος να κάνουμε στη συνέχεια. Ο απόστολος Παύλος λέγει: «Εν δε, τα μεν οπίσω επιλανθανόμενος τοις δε έμπροσθεν επεκτεινόμενος κατά σκοπόν διώκω έτη το βραβείον της άνω κλήσεως του Θεού εν Χριστώ Ιησού» (Φιλιπ. γ’ 14).
Δηλαδή: Ένα πράγμα με απασχολεί και γι’ αυτό φροντίζω: Όσα έγιναν στο παρελθόν και τα έχω αφήσει πίσω μου, τα λησμονώ. Απλώνομαι δε διαρκώς και σπεύδω προς αυτά πού βρίσκονται μπροστά μου και τα όποια πρέπει να εργασθώ. Και έτσι προχωρώ για να πετύχω το σκοπό μου, τρέχω για να πάρω το βραβείο που μας επιφυλάσσει η πρόσκληση μας προς τον ουρανό, όπου μας καλεί ο Θεός διά του Ιησού Χρίστου.
Να λοιπόν ότι πρέπει να ξεχνούμε το παρελθόν ως προς τα θετικά που πετύχαμε.
Για τα αρνητικά; 
Για τα λάθη μας, τις πτώσεις και τα αμαρτήματα μας;
Και αυτά δεν πρέπει πια να τα σκεπτόμαστε, εφόσον μετανοήσαμε, εφόσον εξομολογηθήκαμε την αμαρτία μας και πήραμε την άφεση. Ο Θεός τα έσβησε μέσα στον απέραντο ωκεανό του ελέους του,δεν τα θυμάται πλέον. Γιατί να τα θυμόμαστε εμείς; Γιατί να ξαναγυρνάμε σε τέτοιες δυσάρεστες και πικρές εμπειρίες του παρελθόντος, που η ανάμνηση τους μπορεί να βάζει και πάλι σε πειρασμό την ψυχή, ή και αν αυτό δεν συμβαίνει, μπορεί να την απελπίζει;
Ε, όχι! Μη γυρίζουμε ξανά στο αμαρτωλό παρελθόν μας. Τέλειωσαν αυτά. Νέα ζωή τώρα άρχισε, με χαρά να κάνουμε τον αγώνα μας, να προοδεύουμε στην αρετή, να ζούμε κατά το θέλημα του Θεού. «Τα αρχαία παρήλθεν, ιδού γέγονε καινά τα πάντα» (Β’ Κορ. ε’ 17). Όλα είναι καινούργια τώρα. Το αμαρτωλό παρελθόν δεν υπάρχει πια. Δεν υπάρχει ως ζωή αμαρτωλή, ως ένοχη, ως αιτία καταδίκης. Έτσι δεν πρέπει να το σκεπτόμαστε.
Το αμαρτωλό παρελθόν υπάρχει ως απόδειξη της αδυναμίας μας, που η συνειδητοποίηση της μας βοηθεί στην καλλιέργεια του πνεύματος της ταπεινοφροσύνης. Το αμαρτωλό παρελθόν υπάρχει ως κατάσταση θανατηφόρα, που όμως τη θεράπευσε το έλεος του Θεού και ή ανάμνηση της μας βοηθεί να στεκόμαστε με διαρκή ευγνωμοσύνη απέναντι στον οικτίρμονα και ελεήμονα Κύριο.
Η στροφή στο παρελθόν με τα αρνητικά του στοιχεία μπορεί να μας βοηθήσει μόνον όταν γίνεται με τέτοιο πνεύμα. Ό απόστολος Παύλος πολλές φορές τα σκέπτεται έτσι. Μέσα στις Επιστολές του κατηγορεί τον εαυτό του για την απαράδεκτη στάση του απέναντι της Εκκλησίας και των πιστών στα χρόνια που άνηκε στον χώρο του Ιουδαϊσμού. «Έδιωξα την εκκλησίαν του Θεού», λέγει (Α’ Κορ. ιε’ 9). Υπήρξα «βλάσφημος και διώκτης και υβριστής» (Α’ Τιμ. α’ 13). Αυτές οι δυσάρεστες αναμνήσεις τον κρατούν στην ταπείνωση. Ενώ λησμονεί τα κατορθώματα του παρελθόντος, για να μην επαίρεται και εφησυχάζει, φέρνει στο νου τα λάθη του, αναπολεί το παρελθόν τής αγνοίας του, για να ταπεινοφρονεί, να συντρίβεται και να ευγνωμονεί τον Θεό για το έλεος του και την αγάπη του.
Μόνον έτσι μπορούμε να σκεφθούμε το αρνητικό παρελθόν μας. Διαφορετικά δεν ωφελεί ούτε τις περασμένες αμαρτίες μας να φέρνουμε στο νου ούτε τα καλά που έχουμε κάμει. Εκείνο πού χρειάζεται και μας ωφελεί είναι να κοιτάμε μπροστά και να εκμεταλλευόμαστε με συστηματικό αγώνα τις πολλές ευκαιρίες του παρόντος.


επεξεργασία (Ορθ.Απαντ. 5/12/10), από το περιοδικό “Ο Σωτήρ”, τεύχος 2012

http://orthodoxanswers.gr/

Τὸ ποτὸ τοῦ Θεοῦ

Στόν κόσμο πού ζοῦμε ἕνα πρᾶγμα εἶναι βέβαιο: ὁ θάνατος· κάποια στιγμή, ὅλοι μας, θά ἀφήσουμε αὐτή τήν ζωή· βιολογικά, θά πάψουμε νά ὑπάρχουμε.
Ὅλα τά ὡραῖα τοῦ κόσμου τούτου χαρακτηρίζονται ἀπό τήν σφραγίδα τῆς φθορᾶς· τῆς ἀστάθειας· τῆς ἀβεβαιότητας. Ὅπου κι ἄν στρέψεις τό βλέμμα σου θά ἰδεῖς, κυρίαρχο στοιχεῖο τήν ρευστότητα. Ἀκόμη καί ἡ δική μας παρουσία ἐπάνω στήν γῆ εἶναι μία περιπλάνηση. Ζοῦμε χωρίς μόνιμη κατοικία. Στό σπίτι πού σύ τώρα ζεῖς, θά σέ διαδεχθῆ κάποιος ἄλλος, ὅπως καί σύ διαδέχθηκες τόν προκάτοχό του. Τό ἀληθινό μας σπίτι εἶναι κάπου ἀλλοῦ. Στόν οὐρανό. Καί νά, τό παράξενο: δέν ξέρομε πότε θά ἀναχωρήσωμε· πότε θά ἀκούσωμε τήν φωνή τοῦ Πατέρα μας νά μᾶς καλεῖ νά γυρίσωμε στό σπίτι Του· στό σπίτι μας.
Πόσο ὄμορφη εἶναι ἡ ζωή! Τί γλυκειά πού εἶναι ἡ ζωή!
Ὅλοι μας ἔχομε ἀνάγκη καί ἀπό λίγη ἀναψυχή· λίγη «χαλάρωση», γιά νά μπορέσωμε νά συνεχίσωμε αὐτό τό ἐπίγειο προσκύνημά μας. Βέβαια, μέ τήν «χαλάρωση» δέν ἐννοῶ τήν ἁμαρτωλή διασκέδαση, οὔτε τήν σπατάλη. Γιά ρίξε μιά ματιά στόν ἄνθρωπο πού κατάλαβε ποῦ βρίσκεται ἡ πραγματική χαρά. Γι᾿ αὐτόν, ἀναψυχή εἶναι τό ζεστό περιβάλλον τῆς οἰκογένειάς του καί ἡ ἀνέμελη ζωή τῆς ἁπλότητας.
Ὅμως. Ὅσο ἀθῶα κι ἄν ζεῖ κανείς, ἀπολαμβάνοντας τήν ὀμορφιά τῆς ζωῆς καί τά ὡραῖα τοῦ κόσμου, διατρέχει τόν μέγιστο κίνδυνο: νά λησμονήσει τήν ἀληθινή του πατρίδα· τό πατρικό του σπίτι. Γι᾿ αὐτό, ὁ πανάγαθος Πατέρας, βλέποντας τό παιδί Του, μέσα στήν χαρά τῆς ζωῆς, νά ἀποπροσανατολίζεται, θέλοντας νά συμμετέχει καί αὐτός στήν χαρά του, τοῦ προσφέρει τό δικό Του ποτό: ἕνα μεῖγμα, δικῆς Του κατασκευῆς. Τοῦ ἀνακατεύει:
•τά χαρούμενα μέ τά λυπηρά·
•τά εὐχάριστα μέ τά δυσάρεστα·
•τά γλυκά μέ τά πικρά.
Γι᾿ αὐτό, καί σύ ἀδελφέ, μή κάνεις τό λάθος καί ἀπελπίζεσαι, ὅταν στήν πορεία τῆς ζωῆς σου δοκιμάζεις πίκρες, πόνο καί θλίψη. Τό ποτό τοῦ Θεοῦ, γιά σένα πού ταξιδεύεις γιά τήν ἀληθινή σου πατρίδα, εἶναι εὐεργεσία καί προστασία, ὥστε νά μή νομίσεις τό ξενοδοχεῖο (τήν παρούσα ζωή) σάν τήν μόνιμη κατοικία σου (τήν αἰώνια ζωή).
Θυμίσου, τότε, καί τό πάθημα τοῦ Πέτρου. Μέ μιά διαφορά: Ἐκεῖνος, περπάτησε ἐπάνω στά νερά μιᾶς λίμνης. Ἐσύ, περπατᾶς ἐπάνω στά νερά τῆς θάλασσας τοῦ κόσμου τούτου. Γιά σένα, κύματα εἶναι οἱ δοκιμασίες· καί φουρτούνα οἱ πειρασμοί· γύρω σου, οἱ ἄνθρωποι σάν ἄλλα ψάρια, «σκοτώνονται» ποιός θά καταβροχθίσει τόν ἄλλο. Ἐσύ ὅμως, μή φοβᾶσαι! Μή δειλιάζεις! Ξεκίνα. Περπάτα ἐπάνω στά νερά μέ σταθερότητα καί ἐμπιστοσύνη σέ Ἐκεῖνον πού σέ πρόσταξε νά περπατήσεις, γιά νά μή βυθισθεῖς. Ὁ Πέτρος φώναξε: ἐάν πράγματι εἶσαι Σύ Κύριε, πρόσταξε νά ἔρθω κοντά Σου. Τοῦ εἶπε ὁ Χριστός: Ἐμπρός, ἔλα! Ὁ Πέτρος ἄκουσε, ὑπάκουσε καί ξεκίνησε νά περπατάει ἐπάνω στά νερά. Ὅταν ὅμως, νοῦς καί καρδιά ἔπαυσαν νά ἀτενίζουν τόν Χριστό, ἄρχισε νά βουλιάζει. Καί μέσα στήν ἀπελπισία του φώναξε: «Κύριε, χάνομαι, σῶσε με». Καί ὁ Χριστός τόν ἅρπαξε ἀπό τό χέρι.
Καί ἐσύ, ἀδελφέ μου, τό ἴδιο κάμε. Ὅταν δυσκολεύεσαι νά πιεῖς τό ποτό πού σοῦ ἔφτιαξε ὁ Χριστός, φώναξε Του ὅπως ὁ Πέτρος: Κύριε, χάνομαι! Ἅπλωσε τό παντοδύναμο Σου χέρι καί κράτα με στήν ἐπιφάνεια τῆς θάλασσας γιά νά μήν πνιγῶ, νά μή χαθῶ! Καί τότε, θά Τόν ἰδεῖς νά ἁπλώνει τό χέρι Του καί νά σέ κρατάει γερά ἐπάνω ἀπό τά νερά.

Ἅγιος Αὐγουστῖνος

αφ’ ότου σκοτεινιάσει υπερβολικά ο νους των ανθρώπων,ώστε να αρνούνται με τη θέλησή τους τη Θεία Λειτουργία...



«Το Αίμα του Αμνού της Θείας Μεταλήψεως συντηρεί την ψυχή βαθύτατα και στηρίζει τον κόσμο να στέκεται στα πόδια του. (…)

Ιδού γιατί όλος ο κόσμος θα έπρεπε να είναι στη Θεία Λειτουργία, διότι η παράταση της ζωής του είναι δώρο της Θείας Λειτουργίας. (…)

Συνεπώς όσο καιρό θα υπάρχουν άνθρωποι που θα ζητούν τη μετάνοια και τη Θεία Κοινωνία, ο σατανάς δεν θα έχει δύναμη. Τον εμποδίζει η δύναμη του Θεού. 

Αλλά, αφ’ ότου σκοτεινιάσει υπερβολικά ο νους των ανθρώπων, ώστε να αρνούνται με τη θέλησή τους τη Θεία Λειτουργία, λόγω της απιστίας τους, τις ημέρες εκείνες θα καταπαύσει να τελείται η θυσία αυτή και θ’ αρχίσει το “βδέλυγμα της ερημώσεως”».


Γέροντος Αρσενίου Μπόκα, Βίος, Λόγοι, Νουθεσίες εκδ. Ορθόδοξος Κυψέλη, Θεσσαλονίκη 2004.

«Ο κατακτητής Γερμανός θα φύγει και θα ξανάρθει και μετά θα πάτε στην Πατρίδα με χαρά μεγάλη»

Το κλάμα ενός μωρού ελπίδα μέσα στην δυστυχία..τότε, τώρα και για πάντα.


Εκεί που σερφάριζα μέσα στην δυστυχία της καθημερινής επικαιρότητας μας με τις οιμωγές το τι θα μας κάνουν και τι έχουμε να πάθουμε από τους νέους οικονομικούς κατακτητές;
Το μάτι μου έπεσε στην παραπάνω εικόνα με το γνωστό τουριστικό αξιοθέατο της Χίου…
Το μυαλό κόλλησε και μεταφέρθηκε πολλά χρόνια πίσω στην αφηγηματική ροή των λόγων του μακαρίτη Πατέρα μου.
-παιδί μου μέσα σε αυτούς τους ανεμόμυλους είδα το φώς της ζωής όταν τις ημέρες της Μικρασιατικής καταστροφής και της προσφυγιάς η βάρκα που μετέφερε την εγκυμονούσα μητέρα μου σε εμένα μας άφησε στην προβλήτα αυτή.
– η γιαγιά σου η Αγγελική και ο παππούς σου Κώστας εκείνο το πρώτο βράδυ δεν μπορούσαν να συνέλθουν από την δυστυχία που τους περικύκλωνε μαζί με όλους τους άλλους συνεπιβάτες-προσφυγες ομοιοπαθείς.
-λίγες ώρες πριν εγκατέλειψαν το σπιτικό τους στην Αγία Παρασκευή στον απέναντι από την Χίο Τσεσμέ ( Ελληνιστί Κρήνη) γλυτώνοντας στο παρά-πέντε από τις φανατικές ορδές των λυσσασμένων Τσετών –λύκων.
-ένας καλόγερος εκείνες τις δύσκολες ώρες περιδιάβαινε ανάμεσα στους ρημαγμένους πρόσφυγες και ήταν η ζωντανή παρουσία ότι ο Ουρανός δεν τους εγκατέλειψε οριστικά.
– ένας άνθρωπος τι να σου κάνει και όμως έκανε πολλά…
-εκείνο το βράδυ με έφερε στην ζωή η γιαγιά σου.
-την πρώτη φροντίδα και υλική μέριμνα την δέχτηκα από αυτό τον άγνωστο καλόγερο για τους πρόσφυγες.
-για αυτό και η συγκίνηση εκείνων των στιγμών αποτυπώθηκαν εσαεί στους γονείς μου οι οποίοι με την σειρά τους.. μου μετέφεραν την αγάπη που τους έδειξε αυτός ο ιερομόναχος με τον οποίο συνδέθηκαν αργότερα και πνευματικά.
-από την πρώτη κιόλας στιγμή από αυτόν τον σεβαστό Γέροντα ακούσανε λόγους παραμυθίας.
΄ παιδιά μου τους είπε… -σήμερα γλυτώσατε από του Χάρου τα δόντια και ο Άγιος Θεός σας χάρισε μέσα σε λίγες ώρες την ελπίδα με το κλάμα αυτού του μωρού..
-αύριο η πρόνοια του ΘΕΟΥ θα σας διασκορπίσει στην μητέρα Ελλάδα και η Υπεραγία Θεοτόκος θα επιδαψιλεύει κάθε στιγμή εσάς και τα παιδιά σας σε όλες τις ανάγκες σας.
– οι γενιές της προσφυγιάς θα είναι κάτω υπό την ΣΚΕΠΗ της ΠΑΝΑΓΙΑ μας γιατί θα είναι αυτές που θα τρέξουν πάλι πίσω στις πατρίδες που τους ανήκουν όταν έρθει εκείνη η ευλογημένη ώρα.¨
-η οικογένεια παιδί μου από την Χίο με εμένα νεογέννητο βρέθηκε στην ηρωική και αγιοποτισμένη γη της Αν. Μακεδονίας.
-εκεί ¨αποβιβάσαμε ¨ την δυστυχία και την πτώχεια μας αλλά μέσα στο μυαλό μας είχαμε τα λόγια αυτού του Χιώτη Ιερομόναχου που μας παρηγορούσαν και μας σκόρπιζαν ελπίδες όταν τα θυμόμασταν.
-πέρασαν 18 ολάκερα χρόνια και ριζώσαμε στην φιλόξενη Μακεδονίτισσα γη.
-μεροδούλι μεροφάι..το πρωί βοηθούσα τον παππού σου στα ψαράδικα και το βράδυ νυκτερινό Γυμνάσιο με τα άλλα προσφυγόπουλα.
-με τα καΐκια πηγαίναμε στην Χίο και συναντούσαμε τον ευλογημένο Ιερομόναχο Άνθιμο τον Βαγιανό που διακονούσε με αυταπάρνηση το λεπροκομείο της Χίου και αργότερα το Καθίδρυμα της ΠΑΝΑΓΙΑΣ της ΒΟΗΘΕΙΑΣ με την θαυματουργό εικόνα της Υπαπαντής ¨Υπακοής¨.
-ΦΕΥ όμως ήρθε το μαύρο 40-41 και την γερμανική μπότα στην Ανατολική Μακεδονία την διαδέχτηκε σε λίγο η κομιτατζίδικη ωμότητα της δήθεν ομόδοξης Βουλγαρίας.
-πάλι μπήκαμε στα καΐκια σαν πρόσφυγες για να γλυτώσουμε από την αγριότητα των Βουλγάρων…
-και που να πάμε να παρηγορηθούμε;
– πίσω στον Γέροντα Άνθιμο στην Χίο.
-να του πούμε τότε τι;
– γιατί Γέροντα πάλι προσφυγιά ,αδικία και πτώχεια;
– εσείς δεν μας λέγατε ότι θα έρθει η ώρα να ξαναγυρίσουμε στις πατρογονικές μας εστίες στην Μικρά Ασία;
ΚΑΙ η ΑΠΑΝΤΗΣΗ του Άγιου Γέροντα!!!
-¨ ο κατακτητής Γερμανός θα φύγει και θα ξανάρθει και μετά θα πάτε στην πρώτη Πατρίδα με χαρά μεγάλη¨
¨ να πάτε τώρα στον Βόλο για να σωθείτε και να σώσετε¨
¨και καλή υπομονή για εκείνη την ευλογημένη ώρα¨
Εδώ αγαπητοί μου σταματάω από την συγκίνηση και την πίεση που αισθάνθηκα να σας μεταφέρω λόγους παλαιοτέρων.
Ο παππούς μου ο Κώστας κοιμήθηκε 2 μήνες μετά την Οσιακή κοίμηση του πνευματικού του Γέροντα του ΑΓΙΟΥ ΑΝΘΙΜΟΥ του Βαγιανού του εν Χίω στις 15 Φεβρουαρίου του 1960.

Κωνσταντίνος Βαρδάκας

Οἱ δρόμοι τῆς μετάνοιας


Αγίου Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου

Εἶσαι ἁμαρτωλός; Μήν ἀπελπίζεσαι! Μπές στήν ἐκκλησία μέ μετάνοια. Ἁμάρτησες; Πές στόν Θεό! “Ἁμάρτησα”. Τόσο δύσκολο εἶναι νά ὁμολογήσεις τήν ἁμαρτία σου; Μά, ἄν δέν κατηγορήσεις ἐσύ τόν ἑαυτό σου, θά ἔχεις κατήγορό σου τόν διάβολο. Πρόλαβε, λοιπόν, καί ἅρπαξέ του τό ἀξίωμα· γιατί, πράγματι, ἀξίωμά του εἶναι τό νά κατηγορεῖ. Πρόλαβέ τον καί σβῆσε τό ἁμάρτημα· γιατί ἔχεις κατήγορο πού δέν μπορεῖ νά σωπάσει...

Ἁμάρτησες; Δέν σοῦ ζητῶ τίποτ ἄλλο, παρά τοῦτο μόνο: “Μπές στήν ἐκκλησία καί πές μετανοημένος στόν Θεό τό “Ἁμάρτησα”. Γιατί εἶναι γραμμένο: «Λέγε πρῶτος ἐσύ τίς ἁμαρτίες σου, γιά νά δικαιωθεῖς» (Ἠσ. 43, 26). Πές τήν ἁμαρτία, γιά νά τήν ἐξαλείψεις. Δέν χρειάζονται γι’ αὐτό οὔτε κόπος, οὔτε πολλά λόγια, οὔτε ἔξοδα, οὔτε ἄλλο τίποτα παρόμοιο. Ἕνας λόγος μόνο: «Ἁμάρτησα».
Καί ἀπό ποῦ ξέρω, θά μέ ρωτήσεις, πώς, ἄν πῶ τήν ἁμαρτία μου, τή σβήνω;
Σοῦ ἀπαντῶ: Στή Γραφή θά βρεῖς τόσο ἐκεῖνον πού τήν εἶπε καί τήν ἔσβησε, ὅσο κι ἐκεῖνον πού δέν τήν εἶπε καί καταδικάστηκε.
Ὁ Κάιν σκότωσε τόν ἀδελφό του ἀπό φθόνο. «Ποῦ εἶναι ὁ ἀδελφός σου ὁ Ἄβελ;», τόν ρώτησε ἀργότερα ὁ Θεός (Γέν. 4, 9). Καί τόν ρώτησε ὄχι γιατί δέν ἤξερε Ἐκεῖνος, πού γνωρίζει τά πάντα, ἀλλά γιατί ἤθελε νά ὁδηγήσει τόν φονιᾶ σέ μετάνοια. Μά ὁ Κάιν ἀποκρίθηκε: «Δέν ξέρω· μήπως εἶμαι φύλακας ἐγώ τοῦ ἀδελφοῦ μου;» (Γέν. 4, 9).Ἔστω, δέν εἶσαι φύλακας· γιατί ὅμως ἔγινες φονιᾶς; Δέν τόν φύλαγες· γιατί ὅμως καί τόν σκότωσες; Πῶς τολμᾶς καί μιλᾶς ἔτσι; «Ἡ φωνή τοῦ αἱματοκυλισμένου ἀδελφοῦ σου μοῦ φωνάζει δυνατά ἀπό τή γῆ», τοῦ λέει τότε ὁ Θεός (Γέν. 4, 10)· καί τόν τιμώρησε ἀμέσως, ὄχι τόσο γιά τόν φόνο, ὅσο γιά τήν ἀναίδειά του· γιατί δέν σιχαίνεται ὁ Θεός τόσο ἐκεῖνον πού ἁμαρτάνει, ὅσο ἐκεῖνον πού εἶναι ἀδιάντροπος.
Ἐπειδή, λοιπόν, ὁ Κάιν, μολονότι στή συνέχεια μεταμελήθηκε, δέν ὁμολόγησε πρῶτος τήν ἁμαρτία του, γι’ αὐτό δέν βρῆκε συγχώρηση. Βαρειά ἦταν ἡ τιμωρία του: «Θά στενάζεις καί θά τρέμεις πάνω στή γῆ» (Γέν. 4, 12). Δέν τοῦ πῆρε τή ζωή ὁ Θεός, γιά νά μήν ξεχαστεῖ ἡ ἀλήθεια· ἀλλά τόν ἔκανε νόμο, γιά νά τόν διαβάζουν ὅλοι οἱ κατοπινοί ἄνθρωποι, κι ἔτσι ἡ συμφορά του νά γίνει στούς ἄλλους ἀφορμή φιλοσοφίας (μετανοίας). Καί περιπλανιόταν ὁ Κάιν σάν νόμος ἔμψυχος, σάν στήλη κινούμενη, σιωπηλή μά πιό βροντόφωνη κι ἀπό σάλπιγγα. «Άς μήν κάνει κανένας ὅ,τι ἔκανα, γιά νά μήν πάθει τά ἴδια», διαλαλεῖ μέσ’ ἀπό τή Γραφή. Τιμωρήθηκε γιά τήν ἀδιαντροπιά του. Καταδικάστηκε, γιατί δέν ὁμολόγησε τήν ἁμαρτία του. Ἄν τήν ὁμολογοῦσε, θά τήν ἔσβηνε.
Ὁ πρῶτος δρόμος, λοιπόν, τῆς μετάνοιας καί τῆς ἀφέσεως εἶναι ἡ ὁμολογία. Καί γιά νά βεβαιωθεῖς ὅτι ἔτσι εἶναι, κοίτα πῶς ἕνας ἄλλος, ὁμολογώντας τήν ἁμαρτία του, τήν ἔσβησε.
Ὁ προφήτης καί βασιλιᾶς Δαβίδ ἔπεσε σέ διπλό ἁμάρτημα μοιχείας καί φόνου. Εἶδε, λέει ἡ Γραφή, μιά ὡραία γυναίκα νά λούζεται, τήν πόθησε σφοδρά καί στή συνέχεια ἁμάρτησε μαζί της. Ἔτσι ἕνας προφήτης ἔπεσε σέ μοιχεία, ἕνα μαργαριτάρι στόν βοῦρκο. Ἀλλά δέν εἶχε καταλάβει ἀκόμα πώς ἁμάρτησε· τόσο τόν εἶχε σκοτίσει τό πάθος. Γιατί ἡ ψυχή εἶναι γιά τό σῶμα ὅ,τι ὁ ἁμαξᾶς γιά τό ἁμάξι. Ἔχει μεθύσει ὁ ἁμαξᾶς; Καί τό ἁμάξι προχωράει ἄτακτα. Ἔχει σκοτιστεῖ ἀπό τό πάθος ἡ ψυχή; Καί τό σῶμα κυλιέται στόν βοῦρκο.
Τί ἔκανε, λοιπόν, ὁ Δαβίδ; Μοίχευσε. Δέν εἶχε, ὅμως, συναίσθηση τοῦ κακοῦ πού ἔκανε, ἄν καί βρισκόταν σχεδόν στά γεράματά του. Τά γεράματα, βέβαια, δέν ὠφελοῦν τόν ἀμελῆ καί ἀδιάφορο, οὔτε πάλι τά νιάτα μποροῦν νά βλάψουν ὅποιον ἔχει ζῆλο γιά τήν ἀρετή. Γιατί τό ἦθος δέν εἶναι δημιούργημα τῆς ἡλικίας, ἀλλά κατόρθωμα τῆς θελήσεως. Ἀπόδειξη γι’ αὐτό εἶναι ἀφενός ὁ προφήτης Δανιήλ, πού σέ ἡλικία δώδεκα χρονῶν ἦταν ἤδη κριτής, καί ἀφετέρου οἱ γέροι ἐκεῖνοι δικαστές, πού σέ τόσο μεγάλη ἡλικία θέλησαν ν’ ἁμαρτήσουν μέ τήν εὐσεβῆ Σωσάννα. Οὔτε ἐκεῖνον τόν ἔβλαψαν τά νιάτα του οὔτε αὐτούς τούς ὠφέλησαν τά ἄσπρα τους μαλλιά. Καί ὁ Δαβίδ, λοιπόν, πού ἁμάρτησε ἀρκετά ἡλικιωμένος, δέν συναισθανόταν τήν ἁμαρτία του, γιατί ὁ ἁμαξᾶς νοῦς του ἦταν μεθυσμένος ἀπό τό πάθος τῆς ἀκολασίας.
Καί ὁ Θεός τί ἔκανε; Τοῦ ἔστειλε τόν προφήτη Νάθαν. Ὁ προφήτης ἦρθε στόν προφήτη. Ἔτσι γίνεται καί μέ τούς γιατρούς. Ὅταν ἕνας γιατρός ἀρρωστήσει ἔχει τήν ἀνάγκη ἄλλου γιατροῦ. Τό ἴδιο κι ἐδῶ. Προφήτης ἁμάρτησε, προφήτης ἔφερε τό γιατρικό. Ἔρχεται, λοιπόν, ὁ Νάθαν, μά δέν τόν ἐλέγχει ἀμέσως, μόλις μπῆκε μέσα, οὔτε τοῦ λέει, “Παράνομε καί μαγαρισμένε, πού ἔπεσες σέ μοιχεία, καί φόνο, πῶς, ἐνῶ τόσο πολύ τιμήθηκες ἀπό τόν Θεό, καταπάτησες τίς ἐντολές Του;”. Τίποτα τέτοιο δέν εἶπε ὁ Νάθαν, γιά νά μήν τόν κάνει πιό ἀναίσχυντο· γιατί ὁ ἁμαρτωλός, ὅταν ξεσκεπάζονται τά ἁμαρτήματά του, ὁδηγεῖται στήν ἀδιαντροπιά. Τί τοῦ λέει, λοιπόν; «Βασιλιᾶ, θέλω νά θέσω ὑπό τήν κρίση σου μιάν ὑπόθεση: Ἦταν ἕνας πλούσιος κι ἕνας φτωχός. Ὁ πλούσιος εἶχε πολλά κοπάδια προβάτων καί βοδιῶν. Ὁ φτωχός δέν εἶχε τίποτ’ ἄλλο παρά μιά προβατίνα, πού ἔπινε νερό ἀπό τό ποτήρι του, ἔτρωγε ἀπό τό ψωμί του καί κοιμόταν στήν ἀγκαλιά του», μ’ αὐτό φανέρωνε τόν τίμιο δεσμό τοῦ ἄνδρα μέ τή σύζυγό του. «Ὅταν, λοιπόν, ἦρθε κάποιος ξένος, λυπήθηκε ὁ πλούσιος τά δικά του ζῶα κι ἔσφαξε τήν προβατίνα τοῦ φτωχοῦ, γιά νά φιλοξενήσει τόν ἐπισκέπτη του>>(πρβλ. Β΄ Βασ. 12, 1-4). Καί ὁ βασιλιᾶς τί ἀποκρίθηκε; Νομίζοντας ὅτι πρόκειται γιά ἄλλον, ὀργίστηκε ὑπερβολικά καί εἶπε στόν Νάθαν: «Θάνατος πρέπει σ’ αὐτόν τόν ἄνθρωπο! Καί νά δώσει ἑφτά φορές τήν ἀξία τῆς προβατίνας» (Β΄ Βασ. 12, 5-6). Ἀπόφαση πολύ αὐστηρή. Ἔτσι εἶναι, ὅμως, οἱ ἄνθρωποι. Τούς ἄλλους τούς καταδικάζουν εὔκολα μέ μεγάλη αὐστηρότητα καί σκληρότητα.
Τί κάνει τότε ὁ Νάθαν; Δέν βάζει μαλακτικά στήν πληγή γιά πολλές ὧρες, ἀλλά στή στιγμή χώνει τό νυστέρι βαθιά, γιά νά πονέσει τόν βασιλιᾶ. «Ἐσύ εἶσαι ἐκεῖνος πού τό ἔκανε αὐτό», τοῦ λέει. Καί ὁ Δαβίδ ἀμέσως ἀπαντᾶ: «Ἁμάρτησα ἐνώπιον τοῦ Κυρίου» (Β΄ Βασ. 12, 13). Δέν λέει, «Ποιός εἶσαι ἐσύ πού μέ ἐλέγχεις; Ποιός σ’ ἔστειλε νά μοῦ μιλήσεις τόσο θαρρετά; Πῶς τολμᾶς νά κάνεις κάτι τέτοιο;». Ἀλλά συναισθάνεται τήν ἁμαρτία του καί παραδέχεται: «Ἁμάρτησα ἐνώπιον τοῦ Κυρίου». Τότε καί ὁ Νάθαν τόν βεβαιώνει: «Καί ὁ Κύριος συγχώρησε τό ἁμάρτημά σου». Τόν συγχώρησε, γιατί καταδίκασε τόν ἑαυτό του. Ἔσβησε τήν ἁμαρτία του, γιατί τήν ὁμολόγησε μέ γενναιοφροσύνη. Ἡ ὁμολογία, λοιπόν, εἶναι ὁ πρῶτος δρόμος πού ὁδηγεῖ στή μετάνοια.
Ὑπάρχει, ὅμως, κι ἕνας ἄλλος δρόμος, τό πένθος. Οὔτε καί γι’ αὐτό χρειάζεται κόπος. Δέν σοῦ ζητάω νά ταξιδέψεις στά πέλαγα, νά φτάσεις σέ μακρινά λιμάνια, νά κάνεις ὁδοιπορία, νά ξοδέψεις χρήματα, νά παλέψεις μέ τ’ ἄγρια κύματα. Ἀλλά τί; Νά πενθήσεις γιά τήν ἁμαρτία. Καί ἀπό ποῦ ξέρω, θά μέ ρωτήσεις πάλι, πώς, ἄν πενθήσω, σβήνω τήν ἁμαρτία; Ἔχεις καί γι’ αὐτό ἀπόδειξη ἀπό τή Γραφή.
Ἦταν ἕνας βασιλιᾶς πού λεγόταν Ἀχαάβ θέλησε νά πάρει τό ἀμπέλι κάποιου Ναβουθαί ἀπό τήν πόλη Ἰεζράελ, δίνοντάς του ὡς ἀντάλλαγμα ἄλλο ἀμπέλι ἤ χρήματα. Μά ὁ Ναβουθαί δέν τοῦ τό πουλοῦσε, γιατί ἦταν πατρική του κληρονομιά. Ὁ βασιλιᾶς ἀπό τή λύπη του δέν ἤθελε οὔτε νά φάει. Τότε ἡ βασίλισσα Ἰεζάβελ, ἡ ἀδιάντροπη καί μιαρή, τόν πλησίασε καί τοῦ εἶπε: «Γιατί στενοχωριέσαι καί δέν τρῶς;... Σήκω, φάε, σύνελθε. Ἐγώ θά σοῦ δώσω τό ἀμπέλι τοῦ Ναβουθαί» (Γ΄ Βασ. 20, 5, 7). Παίρνει, λοιπόν, καί γράφει στό ὄνομα τοῦ βασιλιᾶ μιάν ἐπιστολή σ’ ὅλους τούς πρεσβυτέρους τῆς Ἰεζράελ, προστάζοντάς τους: «Κηρύξτε νηστεία καί παρουσιάστε ψευδομάρτυρες ἐναντίον τοῦ Ναβουθαί, πού νά ποῦν ὅτι βλαστήμησε τόν Θεό καί τόν βασιλιᾶ» (πρβλ. Γ΄ Βασ. 20, 10). Τί νηστεία ἦταν αὐτή! Νηστεία γεμάτη ἀνομία. Κήρυξαν νηστεία γιά νά κάνουν φόνο!
Καί τί ἔγινε, λοιπόν; Λιθοβολήθηκε ὁ Ναβουθαί καί πέθανε. Σάν τό ‘μαθε ἡ Ἰεζάβελ, λέει στόν Ἀχαάβ: «Σήκω νά κληρονομήσεις τό ἀμπέλι τοῦ Ναβουθαί, γιατί δέν εἶναι πιά ζωντανός» (Γ΄ Βασ. 20, 15). Κι ἐκεῖνος, ἐνῶ στήν ἀρχή λυπήθηκε, ὕστερα πῆγε νά πάρει τό ἀμπέλι. Τότε ὁ Θεός τοῦ ἔστειλε τόν προφήτη Ἠλία, λέγοντας: «Πήγαινε καί πές στόν Ἀχαάβ: Ἐπειδή κληρονόμησες κάνοντας φονικό, γι’ αὐτό ὁ Κύριος λέει, ὅτι στόν τόπο, ὅπου τά γουρούνια καί τά σκυλιά ἔγλειψαν τό αἷμα τοῦ Ναβουθαί, ἐκεῖ θά γλείψουν καί τό δικό σου αἷμα· καί οἱ πόρνες θά λουστοῦν στό αἷμα σου» (Γ΄ Βασ. 20, 10). Θεόσταλτη ἡ ὀργή, τέλεια ἡ ἀπόφαση, πλήρης ἡ καταδίκη. Καί κοίτα ποῦ τόν στέλνει - στό ἀμπέλι· ὅπου διαπράχθηκε τό ἔγκλημα, ἐκεῖ καί ἐπιβάλλεται, ἡ τιμωρία. Καί ὅταν εἶδε ὁ Ἀχαάβ τόν προφήτη Ἠλία, τί εἶπε; «Μέ βρῆκες, ἐχθρέ μου» (Γ΄ Βασ. 20, 20). Δηλαδή, ἔνοχος εἶμαι, γιατί ἁμάρτησα, καί μ’ ἔπιασες· τώρα ἔχεις τήν εὐκαιρία νά μέ περιφρονήσεις. «Μέ βρῆκες, ἐχθρέ μου». Γιατί ἐχθρός τοῦ Ἀχαάβ ὁ Ἠλίας; Γιατί ὁ προφήτης ἀσκοῦσε πάντα ἔλεγχο στόν βασιλιᾶ γιά τίς πράξεις του. «Σέ βρῆκα», τοῦ λέει. Καί τοῦ ἀναγγέλλει τή θεϊκή ἀπόφαση: «Νά τί λέει ὁ Κύριος: Ἐπειδή σκότωσες καί κληρονόμησες καί αἷμα ἀθώου ἔχυσες, θά χυθεῖ καί τό δικό σου αἷμα καί θά τό γλείψουν τά σκυλιά καί θά λουστοῦν σ’ αὐτό οἱ πόρνες».
Τ’ ἄκουσε ὁ βασιλιάς καί ταράχθηκε καί λυπήθηκε γιά τήν ἁμαρτία του. Συναισθάνθηκε τήν ἀδικία πού ἔκανε, κατανύχθηκε, ἔκλαψε, νήστεψε, ξέσκισε τόν χιτώνα του κι ἔβαλε σάκκο, σέ ἔνδειξη πένθους. Γι’ αὐτό καί ὁ Θεός ἀκύρωσε τήν ἀπόφασή Του, ἀφοῦ πρῶτα ὅμως ἀπολογήθηκε στόν Ἠλία, γιά νά μήν πάθει ὁ προφήτης ὅ,τι εἶχε πάθει ὁ Ἰωνᾶς.
Θυμάστε τί εἶχε γίνει μέ τόν Ἰωνᾶ; Τοῦ εἶπε ὁ Θεός: «Σήκω καί πήγαινε στή Νινευῆ, τήν πόλη τή μεγάλη, καί κήρυξε ἐκεῖ... Τρεῖς μέρες ἀκόμα, καί ἡ Νινευῆ θά καταστραφεῖ» (Ἰων. 1, 2 + 3, 4). Ὁ Ἰωνᾶς, γνωρίζοντας τή φιλανθρωπία τοῦ Θεοῦ, δέν ἤθελε νά πάει. Καί τί ἔκανε; Δοκίμασε νά ξεφύγει, γιατί σκέφτηκε: “Ἐγώ πάω νά κηρύξω· ὁ Θεός ὅμως, καθώς εἶναι σπλαχνικός, ἀλλάζει γνώμη καί δέν τούς τιμωρεῖ· καί τότε θά μέ θανατώσουν σάν ψευδοπροφήτη”. Κατέβηκε, λοιπόν, λέει ἡ Γραφή, ὁ Ἰωνάς στήν Ἰόππη, βρῆκε ἕνα πλοῖο, πού εἶχε προορισμό τή Θαρσίς, πλήρωσε τό ναῦλο του καί μπῆκε μέσα. (Ἰων. 1, 3).
Γιά ποῦ τό ΄βαλες Ἰωνᾶ; Σ’ ἄλλον τόπο πᾶς; Ἀλλά «τοῦ Κυρίου εἶναι ἡ γῆ καί ὅλα ὅσα τή γεμίζουν» (Ψαλμ. 23,1). Στή θάλασσα; Ἀλλά «δική Του εἶναι ἡ θάλασσα καί Αὐτός τήν ἔφτιαξε» (Ψαλμ. 94, 5). Στόν οὐρανό; Ἀλλά δέν ἄκουσες τόν Δαβίδ πού λέει, «θά κοιτάξω τούς οὐρανούς, πού εἶναι καμωμένοι ἀπό τά δάχτυλά Σου» (Ψαλμ. 8, 4); Ὁ φόβος, ὡστόσο, τόν ἔκανε νά φύγει - ἔτσι νόμιζε· γιατί τό νά ξεφύγει κανείς πραγματικά ἀπό τόν Θεό εἶναι ἀδύνατο.
Ὅταν, ὅμως, ἡ θάλασσα τόν ἔφερε πάλι στήν ξηρά, ἦρθε στή Νινευῆ καί κήρυξε: «Τρεῖς μέρες ἀκόμα, καί ἡ Νινευῆ θά καταστραφῆ» (Ἰων. 3, 4). Καί σάν εἶδε πώς πέρασαν τρεῖς μέρες καί τίποτα δέν ἔγινε ἀπ’ ὅσα ἀπείλησε ὁ Θεός, προσευχήθηκε, ἐκφράζοντάς Του παράπονο: «Κύριε, γι΄ αυτό ἀκριβῶς δέν θέλησα νά ὑπακούσω σ’ Ἐσένα, ὅταν ἤμουνα στή χώρα μου, γιατί ἤξερα πώς εἶσαι σπλαχνικός καί πονετικός, μακρόθυμος καί πολυέλεος, καί ἀνακαλεῖς τήν ἀπόφασή σου νά τιμωρήσεις τούς ἀνθρώπους γιά τίς κακίες τους» (Ἰων. 4, 2).
Γιά νά μήν πάθει, λοιπόν, καί ὁ Ἠλίας ὅ,τι ἔπαθε ὁ Ἰωνᾶς, ὁ Θεός τοῦ φανέρωσε τήν αἰτία γιά τήν ὁποία συγχώρησε τόν Ἀχαάβ: «Εἶδες τή συντριβή τοῦ Ἀχαάβ μπροστά μου; Ὅσο, λοιπόν, ζεῖ, δέν θά στείλω τήν τιμωρία» (Γ΄ Βασ. 20, 29).
Ἄλλο καί τοῦτο! Ὁ κύριος γίνεται συνήγορος τοῦ δούλου. Ὁ Θεός ἀπολογεῖται σ’ ἕναν ἄνθρωπο γι’ ἄλλον ἄνθρωπο. Μή νομίζεις, τοῦ λέει πώς τόν συγχώρησα χωρίς λόγο. Ὄχι. Ἐπειδή ἄλλαξε τόν τρόπο τῆς ζωῆς του, ἄλλαξα κι ἐγώ στάση ἀπέναντί του κι ἔδιωξα τήν ὀργή μου. Αὐτό δέν σημαίνει πώς ἐσύ θά θεωρηθεῖς ψευδοπροφήτης. Γιατί εἶπες τήν ἀλήθεια. Ἄν ἐκεῖνος δέν ἄλλαζε τρόπο ζωῆς, θά τόν τιμωροῦσα, ὅπως εἶχα ἀποφασίσει. Τώρα, ὅμως, πού πένθησε καί θρήνησε, τόν συγχωρῶ.
Βλέπεις πού τό πένθος σβήνει τίς ἁμαρτίες;
Ἔχεις, ὅμως, καί τρίτο δρόμο μετάνοιας. Πολλούς δρόμους ἀναφέρω, γιά νά σοῦ κάνω, μέ τήν ποικιλία τους, πιό εὔκολη τή σωτηρία. Ποιός, λοιπόν, εἶναι τοῦτος ὁ τρίτος δρόμος;
Ἡ ταπεινοφροσύνη. Γίνε ταπεινός, καί θά ἐξαφανίσεις τίς πολλές σου ἁμαρτίες. Σοῦ τό ἀποδεικνύει ἡ Γραφή μέ τήν παραβολή τοῦ τελώνη καί τοῦ Φαρισαίου (Λουκ. 18, 10-14): Ἀνέβηκαν, λέει, ἕνας Φαρισαῖος κι ἕνας τελώνης στόν ναό, γιά νά προσευχηθοῦν. Καί ἄρχισε ὁ Φαρισαῖος ν’ ἀπαριθμεῖ μιά-μιά τίς ἀρετές του. «Δέν εἶμαι σάν τούς ἄλλους ἀνθρώπους», ἔλεγε, «ἅρπαγας, ἄδικος, μοιχός, ἤ καί σάν αὐτόν ἐδῶ τόν τελώνη». Ἄθλιε καί ταλαίπωρε! Ὅλο τόν κόσμο καταδίκασες. Γιατί πλήγωσες μέ τόν σκληρό λόγο σου κι αὐτόν πού ἦταν δίπλα σου; Δέν σοῦ ἔφτανε ἡ οἰκουμένη, ἔπρεπε καί τόν τελώνη νά καταδικάσεις; Ὅλους τους κατηγόρησες· οὔτε ἕναν ἄνθρωπο δέν λυπήθηκες; «Δυό φορές τήν ἑβδομάδα νηστεύω», συνέχισε, «καί δίνω στούς φτωχούς τό δέκατο ἀπό τά εἰσοδήματά μου». Τί περήφανα λόγια!
Καί ὁ τελώνης τί ἀποκρίθηκε; Ἀφοῦ τόν ἄκουσε, δέν εἶπε, «Ποιός εἶσαι ἐσύ, πού μιλᾶς γιά μένα ἔτσι; Ἀπό ποῦ ξέρεις τή ζωή μου; Δέν μέ συναναστράφηκες, δέν ἔμεινες μαζί μου, δέν μέ γνωρίζεις. Γιατί εἶσαι τόσο ξιπασμένος; Γιατί παινεύεσαι; Ποιός βεβαιώνει τά καλά σου ἔργα;». Τίποτα τέτοιο δέν εἶπε ὁ τελώνης. Μόνο ἦταν σκυμμένος, χτυποῦσε τό στῆθος του κι ἔλεγε: «Θεέ μου, σπλαχνίσου με τόν ἁμαρτωλό». Ἔτσι, μέ τήν ταπεινοφροσύνη του, δικαιώθηκε. Ὁ Φαρισαῖος ἔφυγε ἀπό τόν ναό γυμνός ἀπό ἀρετή, ἐνῶ ὁ τελώνης φορτωμένος μέ ἀρετή· γιατί τά λόγια του νίκησαν τά πράγματα. Ὁ Φαρισαῖος δηλαδή καταδικάστηκε ἀπό τήν ὑπερηφάνειά του, χάνοντας ὅ,τι εἶχε κερδίσει μέ τά ἔργα του, ἐνῶ ὁ τελώνης ἀθωώθηκε μέ τήν ταπεινοφροσύνη του, σβήνοντας τά ἁμαρτήματά του. Στήν οὐσία, βέβαια, δέν ἔδειξε ταπεινοφροσύνη· γιατί ταπεινοφροσύνη εἶναι τό νά ταπεινώνει κάνεις τόν ἑαυτό του, ἄν καί εἶναι μεγάλος στήν ἀρετή. Ὁ τελώνης εἶπε ἁπλά τήν ἀλήθεια, γιατί ἦταν ἁμαρτωλός. Καί πραγματικά, τί χειρότερο ἀπό τόν τελώνη; Ἔμπορος τῶν ξένων συμφορῶν, σφετεριστής τῶν ξένων κόπων, συμμέτοχος τῶν ξένων κερδῶν, ἐκβιαστής ἀσύστολος, πλεονέκτης εὐπρόσωπος, ἁμαρτωλός νόμιμος. Ἄν, λοιπόν, ἕνας τέτοιος ἄνθρωπος ἔλαβε τόσο μεγάλη δωρεά μόνο γιατί ἔδειξε ταπεινοφροσύνη, πόσο μᾶλλον ἕνας ἐνάρετος πού ταπεινοφρονεῖ; Ὥστε, ἄν ὁμολογήσεις τίς ἁμαρτίες σου καί γίνεις ταπεινός, ἀθωώνεσαι καί συμφιλιώνεσαι μέ τόν Θεό.
Θέλεις τώρα νά μάθεις ποιός εἶναι ταπεινός; Κοίτα τόν Παῦλο, τόν διδάσκαλο τῆς οἰκουμένης, τό σκεῦος τῆς ἐκλογῆς, τό λιμάνι τό γαλήνιο, τόν πύργο τόν ἀσάλευτο, πού μέ τό μικρό του σῶμα γύρισε τόν κόσμο γιά νά κηρύξει τόν Χριστό, μπῆκε σέ τόσους κόπους, ἔστησε τόσα τρόπαια ἐναντίον τοῦ διαβόλου, φυλακίστηκε, πληγώθηκε, μαστιγώθηκε, σαγήνεψε τήν οἰκουμένη μέ τίς ἐπιστολές του, κλήθηκε στό ἀξίωμά του μέ οὐράνια φωνή... Καί μολαταῦτα, ταπεινοφρονοῦσε κι ἔλεγε: «Εἶμαι ὁ τελευταῖος ἀνάμεσα σ’ ὅλους τους ἀποστόλους· δέν εἶμαι ἄξιος οὔτε νά ὀνομάζομαι ἀπόστολος» (Α΄ Κορ. 15, 9). Βλέπεις μέγεθος ταπεινοφροσύνης; Ὁ Παῦλος θεωρεῖ τόν ἑαυτό του ὡς τόν τελευταῖο ἀνάμεσα στούς ἀποστόλους. Αὐτό εἶναι στ’ ἀλήθεια ταπεινοφροσύνη, τό νά ταπεινώνεται κανείς σέ ὅλα καί νά θεωρεῖ τόν ἑαυτό του τελευταῖο ἀπ’ ὅλους. Σκέψου, ποιός ἦταν ἐκεῖνος πού ἔλεγε αὐτά τά λόγια. Ἦταν ὁ Παῦλος ὁ οὐρανοπολίτης, ὁ στῦλος τῶν Ἐκκλησιῶν, ὁ ἐπίγειος ἄγγελος, ὁ οὐράνιος ἄνθρωπος.
Ἡ ταπεινοφροσύνη, λοιπόν, εἶναι ἕνας ἄλλος δρόμος μετάνοιας· ἡ ταπεινοφροσύνη, πού δικαίωσε τόσο εὔκολα τόν τελώνη καί τοῦ χάρισε τή βασιλεία τῶν οὐρανῶν.
Ἄς ἔρθουμε τώρα σ ἕναν τέταρτο δρόμο. Εἶναι ἡ ἐλεημοσύνη, ἡ βασίλισσα τῶν ἀρετῶν.
«Μεγάλο πρᾶγμα εἶναι ὁ ἄνθρωπος· μά πιό μεγάλο καί πολύτιμο πρᾶγμα εἶναι ὁ ἐλεήμων ἄνθρωπος», φωνάζει ὁ Σολομῶν (Παροιμ. 20, 6). Μεγάλα εἶναι τά φτερά τῆς ἐλεημοσύνης. Σκίζει τόν ἀέρα, περνάει τή σελήνη, ἀφήνει πίσω της τόν ἥλιο καί φτάνει στά οὐράνια. Μά μήτ’ ἐκεῖ στέκεται. Περνάει καί τόν οὐρανό, παραμερίζει καί τίς ἀγγελικές δυνάμεις καί ἔρχεται μπροστά στόν θρόνο τοῦ Κυρίου. Μάθε το ἀπό τήν Ἁγία Γραφή, ὅπου ὁ ἄγγελος ἐκεῖνος, πού παρουσιάστηκε στόν εὐσεβῆ καί ἐλεήμονα ἑκατόνταρχο Κορνήλιο, τοῦ εἶπε: «Οἱ προσευχές σου καί οἱ ἐλεημοσύνες σου ἀνέβηκαν ὥς τόν Θεό» (Πράξ. 10, 4). Τί σημάινει αὐτό; Ὅτι, κι ἄν ἔχεις πολλές ἁμαρτίες, συνηγορεῖ γιά σένα στόν Θεό ἡ ἐλεημοσύνη. Μή φοβᾶσαι, γιατί καμμιά δύναμη δέν μπορεῖ νά τῆς ἐναντιωθεῖ. Ἔχει γραμμάτιο στά χέρια της καί ἀπαιτεῖ ἐξόφληση τοῦ χρέους. Γιατί ὁ ἴδιος ὁ Χριστός εἶπε: «Ὅποιος κάνει μιά καλοσύνη σ’ ἕναν ἀπό τούς ἄσημους ἀδελφούς μου, σ’ ἐμένα τήν ἔκανε» (πρβλ. Ματθ. 25, 40). Ὅσες ἁμαρτίες κι ἄν ἔχεις, ἑπομένως, ἡ ἐλεημοσύνη σου εἶναι πιό βαρειά καί τίς ἀντισταθμίζει ὅλες.
Δέν πρόσεξες στό Εὐαγγέλιο τήν παραβολή τῶν δέκα παρθένων; Ἐκεῖνες πού ἀσκοῦσαν τήν παρθενία ἀλλά δέν εἶχαν ἐλεημοσύνη, ἔμεναν ἔξω ἀπό τή γιορτή τοῦ γάμου. Γιατί, ἀπό τίς δέκα, οἱ πέντε ἦταν συνετές καί οἱ πέντε ἄμυαλες. Οἱ συνετές εἶχαν πάρει λάδι γιά τά λυχνάρια τους. Οἱ ἄμυαλες δέν εἶχαν πάρει, καί γι’ αὐτό τά λυχνάρια τους ἄρχισαν νά σβήνουν. Τότε ζήτησαν λάδι ἀπό τίς συνετές. Ἐκεῖνες ὅμως ἀποκρίθηκαν: «Ὄχι, γιατί δέν θά φτάσει οὔτε γιά μᾶς οὔτε γιά σᾶς» (Ματθ. 25, 9). Δέν ἀρνήθηκαν ἀπό ἀσπλαχνία ἤ κακία, ἀλλ’ ἀπό ἔλλειψη χρόνου, γιατί ἐρχόταν ἤδη ὁ γαμπρός, καί ἀπό φόβο, μήπως μείνουν ὅλες ἔξω. Καί τίς συμβούλεψαν: «Καλύτερα νά πᾶτε σ’ ἐκείνους πού πουλᾶνε λάδι καί ν’ ἀγοράσετε γιά τά λυχνάρια σας». Εἶχαν κι αὐτές λυχνάρια, ἀλλά δέν εἶχαν λάδι. Τό λυχνάρι εἶναι ἡ παρθενία, τό λάδι ἡ ἐλεημοσύνη· καί ὅπως τό λυχνάρι, ἄν δέν τροφοδοτηθεῖ μέ λάδι, σβήνει, ἔτσι καί ἡ παρθενία, ἄν δέν ἔχει ἐλεημοσύνη, ἀπαξιώνεται. Ποιοί, ὅμως, εἶναι ἐκεῖνοι πού πουλᾶνε αὐτό τό λάδι; Οἱ φτωχοί. Καί πόσο τό πουλᾶνε; Ὅσο θέλεις. Ἡ τιμή δέν εἶναι καθορισμένη, κι ἔτσι δέν μπορεῖς νά φέρεις σάν δικαιολογία τή δική σου φτώχεια. Ἔχεις μόνο ἕναν ὀβολό; Ἀγόρασε τόν οὐρανό· ὄχι γιατί εἶναι φτηνός ὁ οὐρανός, ἀλλά γιατί εἶναι φιλάνθρωπος ὁ Θεός. Δέν ἔχεις οὔτε ἕναν ὀβολό; Δῶσε ἕνα ποτήρι κρύο νερό· γιατί «καί ὅποιος δώσει σ’ ἕναν ἀπ’ αὐτούς τούς ἄσημους ἕνα ποτήρι κρύο νερό γιά χάρη μου, ἀλήθεια σᾶς λέω, θά λάβει τήν ἀμοιβή του», εἶπε ὁ Κύριος (Ματθ. 10, 42).
Ἐμπόρευμα εἶναι ὁ οὐρανός κι ἐμεῖς ἀμελοῦμε. Δῶσε ψωμί καί πάρε παράδεισο. Δῶσε μικρά καί πάρε μεγάλα. Δῶσε πρόσκαιρα καί πάρε αἰώνια. Δῶσε φθαρτά καί πάρε ἄφθαρτα. Ἄν ὑπῆρχε ἕνα παζάρι, ὅπου θά μποροῦσες νά βρεῖς ἄφθονα καί πολύ φτηνά πράγματα, δέν θά πουλοῦσες ὅ,τι ἔχεις, δέν θά ἔκανες ὅ,τι περνάει ἀπό τό χέρι σου, γιά ν’ ἀγοράσεις τά ἐμπορεύματα ἐκεῖνα; Πῶς, λοιπόν, γιά τά φθαρτά δείχνεις τόση προθυμία, ἐνῶ γιά τό ἀθάνατο ἐμπόρευμα ἀμελεῖς καί ἀδιαφορεῖς; Δῶσε στούς φτωχούς, καί, ἄν ἐσύ σωπαίνεις τήν ὥρα τῆς Κρίσεως, ἀναρίθμητα στόματα θά ἀπολογοῦνται γιά σένα· γιατί ἡ ἐλεημοσύνη θά εἶναι ἐκεῖ καί θά συνηγορεῖ γιά τή σωτηρία σου. Μήν προφασίζεσαι φτώχεια. Ἡ χήρα πού φιλοξένησε τόν προφήτη Ἠλία ἦταν πάμφτωχη, μά ἡ φτώχεια δέν τήν ἐμπόδισε νά τόν φιλοξενήσει καί νά τόν ἐλεήσει μ΄ ὅ,τι εἶχε. Γι’ αὐτό καί ἀξιώθηκε ν’ ἀπολαύσει τούς καρπούς τῆς ἐλεημοσύνης της.
Ἵσως θά μοῦ πεῖς: “Δώσ’ μου κι ἐμένα τόν προφήτη Ἠλία, καί θά τόν φιλοξενήσω”. Γιατί ζητᾶς τόν Ἠλία; Τόν Κύριο τοῦ Ἠλία σοῦ δίνω, κι ἐσύ δέν τόν ἐλεεῖς· πῶς θά ἐλεοῦσες τόν Ἠλία, ἄν τόν ἔβρισκες; Ὁ Χριστός, ὁ Κύριος ὅλων, τό εἶπε ξεκάθαρα: «Ὅ,τι κάνατε γιά ἕναν ἀπό τούς ἄσημους ἀδελφούς μου, τό κάνατε γιά μένα» (Ματθ. 25, 40). Σκέψου, λοιπόν, τόν Χριστό ἐκείνη τήν ἡμέρα, νά λέει γιά σένα μπροστά στούς ἀγγέλους καί τόν κόσμο ὅλο: «Αὐτός στή γῆ μέ φιλοξένησε· αὐτός μέ μύριους τρόπους μέ περιμάζεψε». Τί παρρησία θά ἔχεις τότε μπροστά στούς ἀγγέλους! Τί καύχημα μπροστά στίς οὐράνιες δυνάμεις!
Μεγάλο πρᾶγμα εἶναι ἡ ἐλεημοσύνη, ἀδελφοί. Καί ἁμαρτίες ἐξαλείφει καί τήν καταδίκη ἀπομακρύνει. Ἄς δώσουμε, λοιπόν, στόν φτωχό ψωμί. Δέν ἔχουμε ψωμί; Ἄς τοῦ δώσουμε ἕναν ὀβολό. Δέν ἔχουμε ὀβολό; Ἄς τοῦ δώσουμε ἕνα ποτήρι νερό. Δέν τό ΄χουμε κι αὐτό; Ἄς τόν συμπονέσουμε γιά τή δυστυχία του, καί θά πάρουμε τήν ἀμοιβή μας· γιατί ὁ Θεός δέν μᾶς ἀμοίβει γιά τήν πράξη, ἀλλά γιά τήν προαίρεσή μας.
Μέ ὅλα τοῦτα, ὅμως, ξεχάσαμε τίς δέκα παρθένες, γιά τίς ὁποῖες μιλούσαμε. Ἄς γυρίσουμε, λοιπόν, σ’ αὐτές. Οἱ πέντε συνετές, ὅπως εἴπαμε, ἔστειλαν τίς πέντε ἄμυαλες ν’ ἀγοράσουν λάδι. Ἀλλά στό μεταξύ ἦρθε ὁ γαμπρός. Οἱ συνετές, πού εἶχαν ἕτοιμα καί ἀναμμένα τά λυχνάρια τους, μπῆκαν μαζί του στή γιορτή τοῦ γάμου, καί ἡ πόρτα ἔκλεισε. Ὕστερ’ ἀπό λίγο ἔφτασαν καί οἱ ἄλλες κι ἄρχισαν νά χτυπᾶνε. «Ἄνοιξέ μας», φώναζαν στόν γαμπρό. Αὐτός, ὅμως, τούς ἀποκρίθηκε ἀπό μέσα: «Ἀλήθεια σᾶς λέω, δέν σᾶς ξέρω» (Ματθ. 25, 12). Ἔπειτα ἀπό τόσους κόπους, τί ἄκουσαν; «Δέν σᾶς ξέρω»! Ἔπειτα ἀπό τόσους κόπους ἔμειναν ἔξω. Ἀφοῦ τίς σαρκικές ὁρμές χαλιναγώγησαν, ἀφοῦ στίς οὐράνιες δυνάμεις ἔμοιασαν, ἀφοῦ τά κοσμικά πράγματα περιφρόνησαν, ἀφοῦ τόν μεγάλο καύσωνα ὑπέμειναν, ἀφοῦ πάνω ἀπό τά σκάμματα πέρασαν, ἀφοῦ ἀπό τή γῆ στόν οὐρανό πέταξαν, ἀφοῦ τό μεγάλο χάρισμα τῆς παρθενίας ἀπέκτησαν, ἀφοῦ τίς ἀνάγκες τοῦ σώματος καταπάτησαν, ἀφοῦ τήν ἀνθρώπινη φύση λησμόνησαν, ἀφοῦ στό σῶμα τους ἀσώματα ἔργα πραγματοποίησαν, τότε ἄκουσαν: «Δέν σᾶς ξέρω»!
Μεγάλο πρᾶγμα, μεγάλο κατόρθωμα, μεγάλη ἀρετή ἡ παρθενία. Ὅταν εἶναι μαζί μέ τήν ἀδελφή της, τήν ἐλεημοσύνη, γίνεται πανίσχυρη, καί τότε κανένα κακό δέν μπορεῖ νά τήν καταβάλει. Οἱ πέντε ἄμυαλες κοπέλες δέν εἶχαν καί τήν ἐλεημοσύνη μαζί μέ τήν παρθενία, γι’ αὐτό ἔμειναν ἔξω ἀπό τή γιορτή τοῦ γάμου. Τί ντροπή! Νίκησαν τήν ἡδονή, μά νικήθηκαν ἀπό τά χρήματα. Ἀπαρνήθηκαν τόν κοσμικό βίο, μά ὄχι καί τήν ὕλη. Ἀλλά καί οἱ παντρεμένες γυναῖκες, πού δέν σπλαχνίζονται τούς φτωχούς, εἶναι ἀδικαιολόγητες, κι ἄς προφασίζονται τή συντήρηση τῶν παιδιῶν τους. «Δῶσε ἐλεημοσύνη» τούς λές. «Ἔχουμε παιδιά καί δέν μποροῦμε», σοῦ ἀπαντοῦν. Ἀλλά ὁ Θεός σοῦ ἔδωσε παιδιά γιά νά γίνεις φιλάνθρωπη, ὄχι ἀπάνθρωπη. Θέλεις ν’ ἀφήσεις κληρονομιά καλή στά παιδιά σου; Ἄφησέ τους ἐλεημοσύνη, γιά νά σέ θαυμάζουν ὅλοι καί ν’ ἀφήσεις μνήμη ἀγαθή, προπαντός ὅμως γιά νά λυτρωθεῖς ἀπό τήν ἁλυσίδα τῶν ἀμέτρητων ἁμαρτημάτων σου καί νά ἐλεηθεῖς ἀπό τόν Κύριο.
Ἔχεις κι ἕναν πέμπτο δρόμο μετάνοιας, εὔκολο κι αὐτόν, μέ τόν ὁποῖο μπορεῖς ν’ ἀπαλλαγεῖς ἀπό τό βάρος τῶν ἁμαρτιῶν. Εἶναι ἡ προσευχή.
Κάθε ὥρα νά προσεύχεσαι. Μήν ἀποκάμεις. Μήν ἀμελήσεις. Μή σταματήσεις νά ἐπικαλεῖσαι τή φιλανθρωπία τοῦ Θεοῦ. Κι Ἐκεῖνος, ἄν ἐπιμένεις, δέν θά σέ παραβλέψει, ἀλλά τίς ἁμαρτίες σου θά συγχωρήσει καί ὅ,τι Τοῦ ζητήσεις θά σοῦ δώσει. Ἄν σέ εἰσακούσει, εὐχαρίστησέ Τον καί συνέχισε νά προσεύχεσαι. Ἄν πάλι δέν σέ εἰσακούσει, ὄχι μόνο νά μήν ἀπελπίζεσαι, ἀλλά καί πιό ἐπίμονα νά Τόν παρακαλᾶς. Μή λές, «πολλές προσευχές ἔκανα καί τίποτα δέν ἔγινε», γιατί κι αὐτό γιά τό συμφέρον σου γίνεται. Ἐπειδή δηλαδή ὁ Θεός γνωρίζει πώς εἶσαι ἀμελής καί ἀδιάφορος καί πώς, ἄν ἀποκτήσεις μέ τήν προσευχή αὐτό πού χρειάζεσαι, θά πάψεις πιά νά προσεύχεσαι, ἀναβάλλει νά σοῦ δώσει ὅ,τι ζητᾶς, γιά νά καταγίνεσαι στήν προσευχή καί νά ἐπικοινωνεῖς μαζί Του συχνότερα. Γιατί ἄν δέν προσεύχεσαι ὅταν βρίσκεσαι σέ μιά δύσκολη περίσταση, τί θά κάνεις ὅταν ὅλα πᾶνε καλά; Ὁ Θεός, λοιπόν, προσποιεῖται ὅτι δέν σ ἀκούει γιά τό καλό σου, γιά νά σέ κάνει νά μήν ἐγκαταλείψεις τήν προσευχή. Γι’ αὐτό συνέχισε νά προσεύχεσαι, μήν ἀμελεῖς. Μήν ὑποτιμᾶς τή δύναμη τῆς προσευχῆς, πού πολλά μπορεῖ νά κατορθώσει. Καί τό ὅτι συντελεῖ στή συγχώρηση τῶν ἁμαρτιῶν, μάθε το ἀπό τό ἅγιο Εὐαγγέλιο. Τί λέει ἐκεῖ;
Ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν μοιάζει μέ ἄνθρωπο πού ἔκλεισε τήν πόρτα τοῦ σπιτιοῦ του κι ἔπεσε μέ τά παιδιά του νά κοιμηθεῖ. Τά μεσάνυχτα ἦρθε κάποιος γιά νά τοῦ ζητήσει ψωμί. Χτύπησε καί τοῦ φώναξε: «Ἄνοιξέ μου, γιατί ἔχω ἀνάγκη ἀπό ψωμί». Αὐτός ἀπό μέσα τοῦ ἀπάντησε: «Ἔχω πιά κλειδώσει τήν πόρτα· τά παιδιά μου κι ἐγώ εἴμαστε στό κρεβάτι· δέν μπορῶ νά σηκωθῶ γιά νά σοῦ δώσω». Ὁ ἄλλος, ὅμως, συνέχισε μέ ἐπιμονή νά χτυπάει. Ὁ σπιτονοικοκύρης τοῦ ξαναεῖπε: «Δέν μπορῶ νά σοῦ δώσω ψωμί. Πέσαμε νά κοιμηθοῦμε». Μά ὁ ἐνοχλητικός ἐπισκέπτης δέν ἔφυγε. Ἔμενε ἐκεῖ χτυπώντας τήν πόρτα. Τί νά κάνει τότε ὁ οἰκοδεσπότης; «Σηκωθεῖτε», εἶπε στά παιδιά του, «δῶστε του ὅ,τι ζητάει, γιά νά φύγει καί νά μᾶς ἀφήσει ἥσυχους» (πρβλ. Λουκ. 11, 5-8). Τί διδάσκεσαι ἀπ’ αὐτό; Νά προσεύχεσαι πάντοτε καί νά μή χάνεις τό θάρρος σου. Κι ἄν δέν παίρνεις ὅ,τι ζητᾶς, νά ἐπιμένεις στήν προσευχή, ὥσπου νά τό πάρεις.
Ἔχεις κι ἕναν ἄλλον δρόμο μετάνοιας, καθόλου δύσκολο. Ποιός εἶναι αὐτός; Τά δάκρυα. Κλάψε γιά τίς ἁμαρτίες σου, ὅπως διδάσκεσαι ἀπό τό ἱερό Εὐαγγέλιο:
Ὁ Πέτρος, ὁ κορυφαῖος ἀπόστολος, ὁ φίλος τοῦ Χριστοῦ, πού δέν δέχτηκε τή θεία ἀποκάλυψη ἀπό ἀνθρώπους ἀλλ’ ἀπό τόν ἴδιο τόν Θεό Πατέρα, ὅπως ὁ Κύριος μαρτυρεῖ -«Μακάριος εἶσαι Σίμων, γυιέ τοῦ Ἰωνᾶ, γιατί δέν σοῦ φανέρωσε τήν ἀλήθεια τῆς ὀρθῆς πίστεως κανένας ἄνθρωπος, ἀλλά ὁ οὐράνιος Πατέρας μου» (πρβλ. Ματθ. 16, 17)-, αὐτός ὁ Πέτρος ἔπεσε σέ παράπτωμα πάρα πολύ μεγάλο: Ἀρνήθηκε τόν ἴδιο τόν Χριστό! Καί αὐτό τό λέω ὄχι γιά νά κατηγορήσω τόν ἅγιο, ἀλλά γιά νά δώσω σ’ ἐσένα ἀφορμή μετάνοιας. Ναί, τόν Κύριο καί Κυβερνήτη καί Σωτήρα τοῦ κόσμου ἀρνήθηκε! Ἄς πάρουμε ὅμως, τά πράγματα ἀπό τήν ἀρχή.
Κάποτε ὁ Σωτήρας μας εἶδε μερικούς μαθητές Του νά Τόν ἐγκαταλείπουν. Τότε εἶπε στούς δώδεκα: «Μήπως θέλετε νά φύγετε κι ἐσεῖς;». «Καί σέ ποιόν νά πᾶμε, Κύριε;», ἀποκρίθηκε ὁ Πέτρος. «Ἐσύ ἔχεις λόγια πού ὁδηγοῦν στήν αἰώνια ζωή» (Ἰω. 6, 67-68). Ἀργότερα πάλι ὁ Κύριος, λίγο πρίν παραδοθεῖ, προεῖπε ὅτι ὁ Πέτρος θά Τόν ἀρνιόταν τρεῖς φορές. Μά ἐκεῖνος ἐπιπόλαια Τοῦ δήλωσε: «Κι ἄν ἀκόμα χρειαστεῖ νά πεθάνω μαζί Σου, δέν θά Σέ ἀπαρνηθῶ» (Ματθ. 26, 35).
Τί λές, Πέτρε; Ὁ Θεός προλέγει τί θά συμβεῖ, κι ἐσύ διαφωνεῖς; Ἔτσι, ὅμως, φανερώθηκε ἀπό τή μιά ἡ προαίρεσή του κι ἀπό τήν ἄλλη ἡ ἀνθρώπινη ἀδυναμία του.
Πότε ἔγινε αὐτό; Τή νύχτα πού παραδόθηκε ὁ Χριστός. Ὅταν πιά Ἐκεῖνος βρισκόταν στά χέρια τῶν Ἰουδαίων καί ἀνακρινόταν στό παλάτι τοῦ Καϊάφα, ὁ Πέτρος καθόταν ἔξω, στήν αὐλή, μέ τούς ὑπηρέτες καί ζεσταινόταν κοντά στή φωτιά, περιμένοντας νά δεῖ τί θ’ ἀπογίνει. Τότε τόν πλησίασε μιά κοπελίτσα καί τοῦ εἶπε: «Ἤσουνα κι ἐσύ μέ τόν Ἰησοῦ τόν Γαλιλαῖο» (Ματθ. 26, 69). Αὐτός ὅμως ἀπάντησε: «Δέν τόν ξέρω αὐτόν τόν ἄνθρωπο» (Ματθ. 26, 72). Τό ἴδιο ἔγινε καί δεύτερη καί τρίτη φορά. Ἔτσι πραγματοποιήθηκαν τά λόγια τοῦ Ἰησοῦ, πού γύρισε κι ἔριξε στόν Πέτρο μιάν εὔγλωττη ματιά. Δέν μίλησε στόν μαθητή Του μέ τό στόμα, γιά νά μήν τόν ντροπιάσει μπροστά στούς Ἰουδαίους, τοῦ μίλησε ὅμως μέ τό βλέμμα. Ἦταν σάν νά ἔλεγε: «Πέτρε, ὅ,τι εἶπα ἔγινε». Τότε ὁ Πέτρος συναισθάνθηκε τό παράπτωμά του καί ἄρχισε νά κλαίει· νά κλαίει ὄχι ἁπλᾶ, ἀλλά πικρά. Βαπτίστηκε, θά λέγαμε, μέσα στά δάκρυά του καί καθαρίστηκε μ’ αὐτά ἀπό τήν ἁμαρτία του, ἁμαρτία τόσο φοβερή, ὅπως εἶναι ἡ ἄρνηση τοῦ Χριστοῦ.
Μέ τά δάκρυά σου σβῆσε κι ἐσύ κάθε ἁμαρτία σου. Κλάψε ὄχι ἁπλᾶ, ὄχι τυπικά, ἀλλά πικρά, ὅπως ὁ Πέτρος. Ἀπό τά βάθη τῆς ψυχῆς σου νά πηγάζουν τά δάκρυα, γιά νά σέ σπλαχνιστεῖ ὁ φιλάνθρωπος Δεσπότης καί νά σέ συγχωρέσει. Γιατί ὁ ἴδιος εἶπε: «Δέν θέλω τόν θάνατο τοῦ ἁμαρτωλοῦ, ἀλλά τό νά ἐπιστρέψει μετανοημένος καί νά ζήσει» (Ἰεζ. 18, 23). Ἀπό σένα ζητάει κάτι μικρό, ἐνῶ Αὐτός σοῦ δίνει τά μεγάλα. Ἀφορμή ζητάει γιά νά σοῦ προσφέρει θησαυρό σωτηρίας. Μέ λίγα δάκρυα μετάνοιας σοῦ χαρίζει τήν ἄφεση.
Στή Γραφή θά βρεῖς καί πολλούς ἄλλους δρόμους μετανοίας, πέρα ἀπ’ αὐτούς πού ἀνέφερα. Τή μετάνοια κήρυσσε καί πρίν ἀπό τήν παρουσία τοῦ Χριστοῦ ὁ προφήτης Ἱερεμίας: «Μήπως αὐτός πού πέφτει, δέν σηκώνεται; Μήπως αὐτός πού χάνει τόν δρόμο του, δέν προσπαθεῖ νά τόν ξαναβρεῖ;» (Ἱερ. 8, 4). «Γυρίστε μετανοημένοι κοντά μου» (Ἱερ. 3, 7). Γι’ αὐτό πολλούς καί διάφορους τρόπους μετάνοιας μᾶς ἔδωσε ὁ Θεός, γιά νά μᾶς κόψει κάθε πρόφαση ἀμέλειας.
Ἁμάρτησες; Ἔλα στήν Ἐκκλησία καί σβῆσε τήν ἁμαρτία σου. Ὅσες φορές κι ἄν πέσεις στόν δρόμο, τόσες καί σηκώνεσαι· ἔτσι, ὅσες φορές κι ἄν ἁμαρτήσεις, τόσες μετανόησε. Μήν ἀπελπιστεῖς, μήν ἀμελήσεις, γιά νά μή χάσεις τήν ἐλπίδα στά οὐράνια ἀγαθά, πού προορίζονται γιά μᾶς. Κι ἄν ἀκόμα στά βαθιά σου γεράματα ἁμαρτήσεις, μετανόησε καί ἔλα στήν Ἐκκλησία. Ἐδῶ εἶναι ἰατρεῖο, δέν εἶναι δικαστήριο. Συγχώρηση δίνει, δέν ζητάει εὐθύνη γιά τ’ ἁμαρτήματα. Πές στόν Θεό, «Σ΄ Ἐσένα μόνο ἁμάρτησα καί τό πονηρό μπροστά Σου ἔκανα» (Ψαλμ. 50, 6), καί θά σέ συγχωρήσει. Δεῖξε Του μετάνοια, καί θά σέ ἐλεήσει. Γιατί ἄλλα ἐξαρτῶνται ἀπό μᾶς καί ἄλλα ἀπό τόν Θεό. Ἄν ἐμεῖς κάνουμε ὅ,τι ἐξαρτᾶται ἀπό μᾶς, κάνει καί ὁ Θεός ὅ,τι ἐξαρτᾶται ἀπ’ Αὐτόν.
Ἀφοῦ, λοιπόν, ὁ Κύριος τῶν ὅλων εἶναι τόσο φιλάνθωπος, ἄς μήν ἀδιαφορήσουμε γιά τή σωτηρία μας. Βασιλεία οὐρανῶν μᾶς περιμένει καί παράδεισος καί ἀγαθά πού μάτι δέν εἶδε καί αὐτί δέν ἄκουσε καί ἀνθρώπινος νοῦς δέν μπορεῖ νά τά συλλάβει, καί δέν πρέπει νά κάνουμε ὅ,τι μποροῦμε, γιά νά μήν τά χάσουμε; Δέν πρέπει νά δώσουμε κάτι, ἔστω καί μικρό, γιά ν’ ἀποκτήσουμε τά μεγάλα καί ἀνεκτίμητα; Ἄς μετανοήσουμε, λοιπόν, ἄς συνηθίσουμε τά χέρια μας στήν ἐλεημοσύνη, ἄς ταπεινωθοῦμε, ἄς πενθήσουμε, ἄς κλάψουμε. Μικρά εἶναι ὅλα τοῦτα. Μεγάλα, ἀνώτερα ἀπό τίς δυνάμεις μας, εἶναι ὅσα θά μᾶς δοθοῦν ἀπό τόν Θεό, ὁ Παράδεισος καί ἡ Οὐράνια Βασιλεία, στήν ὁποία εἴθε νά εἰσέλθουμε ὅλοι μέ τή χάρη Του.


(Ἀπό τό βιβλίο «ΘΕΜΑΤΑ ΖΩΗΣ», Ὀμιλίες τοῦ ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου, ΤΟΜΟΣ ΠΡΩΤΟΣ, ΙΕΡΑ ΜΟΝΗ ΠΑΡΑΚΛΗΤΟΥ, ΩΡΩΠΟΣ ΑΤΤΙKH)
Εὐχαριστοῦμε θερμά τόν Ἡγούμενο τῆς Ἱ.Μ. Παρακλήτου γιά τήν ἄδεια δημοσίευσης ἀποσπασμάτων ἀπό τά βιβλία πού ἐκδίδει ἡ Ἱερά Μονή.
Ἱερομόναχος Σάββας Αγιορείτης 

"Στήριξον τα διαβήματά μου εν ταις οδοίς Σου, διά να μη σαλευθώσιν οι πόδες μου." (Ψαλμός ιζ΄ 5)

Μια γυναίκα είδε ένα όνειρο. 
Βρισκόταν, λέει, ανάμεσα σ’ ένα πλήθος χαρούμενων νέων πάνω σ’ έναν καταπράσινο λόφο. 
Μπροστά της ξεκινούσε ένα στενό, ανώμαλο μονοπάτι, που πιο πέρα γινόταν χαράδρα. 
Όλο ανηφόριζε κι ήταν στρωμένο με μεγάλες, μυτερές πέτρες και άγρια αγκάθια. 
Μια φωνή την πρόσταξε: 
«Αυτός είναι ο δρόμος της ζωής σου. Περπάτησέ τον!» 
Αυτή φοβήθηκε, μαζεύτηκε και αρνήθηκε. 
«Ανθρώπινο πόδι δεν μπορεί να πατήσει σ’ αυτό το δρόμο χωρίς να ματώσει. Δεν έχω τη δύναμη να σκαρφαλώσω. Θα ματώσω, θα λιποθυμήσω, θα πεθάνω». 
Η φωνή συνέχισε: «Αυτό το μονοπάτι φτιάχτηκε για σένα. Προχώρησε». 
Η γυναίκα ξεκίνησε. 
Δυο βήματα πιο κάτω άρχιζαν τα’ αγκάθια και οι πέτρες. 
Μα ξαφνικά, μόλις σήκωσε το πόδι της, ένα παιδί, σαν άγγελος, βρέθηκε μπροστά της και καθάρισε τόσο τόπο, ώστε να χωράει ακριβώς μια πατημασιά. 
Η γυναίκα πάτησε το πόδι της και το παιδί καθάρισε άλλη μια πατημασιά. 
Έτσι συνέχισε το δρόμο της. 
Σαν γύρισε το κεφάλι της για να δει πόσο είχε προχωρήσει, εκεί, στην αρχή του μονοπατιού, στεκόταν ο Κύριος κι έδειχνε στο παιδάκι με το δάχτυλο πού ακριβώς να κάνει τόπο για το πόδι της. 
Αυτό το όνειρο κυριάρχησε στη σκέψη της σ’ όλη της τη ζωή και ανακούφισε κάθε πικρή της στιγμή... 
Η ζωή του Χριστού φαίνεται δύσκολη, ο διάβολος την παρουσιάζει ακατόρθωτη. 
Μα είναι ο Χριστός, που με την αναγέννηση που μας χαρίζει, την κάνει μπορετή και όμορφη. 
Ο δρόμος Του είναι στενός, μα δεν είμαστε μόνοι. 
Εκείνος στηρίζει το κάθε μας βήμα. 
Κύριέ μου, μάθε με να μην κοιτάζω τις δυσκολίες και τις δοκιμασίες, μα να κοιτάζω στα μάτια Εσένα με πίστη κι έτσι να παίρνω δύναμη και να προχωρώ με θάρρος και χαρά για την Ουράνια Πατρίδα.


… αυτό που Τον ευχαριστεί περισσότερο είναι η απλή, αθώα και παιδική αγάπη

Ο Κύριός μας ευαρεστείται με τα καλά μας έργα. Ελεημοσύνες και καθετί άλλο που κάνουμε για τη σωτηρία μας και το συμφέρον του πλησίον και της Αγίας μας Εκκλησίας ,είναι εύαρεστα στο Θεό. 
Ωστόσο, αυτό που Τον ευχαριστεί περισσότερο είναι η απλή, αθώα και παιδική αγάπη, που προσκολλάται στην καρδιά Του. Αυτό είναι που Του είναι πιο ευάρεστο και θέλει από μας. Αυτό είναι που μπορεί να Του δώσει κάθε άνθρωπος, πλούσιος ή φτωχός, νέος ή γέρος.

Γέροντας Θαδδαίος της Βιτόβνιτσα

Να, που οι παπάδες είχαν δίκιο!!!

Αν τολμούσε κανείς τα προηγούμενα χρόνια να ομιλήσει για τα επερχόμενα δεινά, που τελικά συνέβησαν στην Ελλάδα, βάσει των λεγομένων από τους Αγίους Πατέρες της Ορθοδόξου Εκκλησίας, ακολουθούσαν οι "πληρωμένες" ειρωνικές απαντήσεις αυτών που βγάζουν σπυράκια όταν βλέπουν ράσο ή χριστιανό, ότι αυτά τα λένε οι παπάδες. Να όμως που τα όσα έλεγε η Εκκλησία εδώ και πολλά χρόνια, έρχονται να επαληθευτούν με τον πιο ακριβή τρόπο.
Δεν είναι λίγοι εκείνοι που ανατρέχουν στα βιβλία με τις προφητείες του Αγίου Παΐσιου, για να βρουν απαντήσεις σε αυτή την εποχή τη γεμάτη με ταλαιπωρίες...

«Θα έχετε κυβέρνηση και θα είναι σαν να μην έχετε. Θα σας δώσουν πολλά λεφτά και μετά θα σας βάλουν δυσβάσταχτους φόρους, αλλά δεν θα προλάβουν να τους πάρουν» έλεγε και είχε προβλέψει:

«Επέβαλαν (και θα επιβάλουν) στη χώρα μας ένα πολύ μεγάλο εξωτερικό δημόσιο χρέος, τόσο μεγάλο, που όχι μόνον να μην μπορούμε να το ξεχρεώσουμε, αλλά ούτε τους τόκους αυτού του δανείου να μην προλαβαίνουμε. Με αυτό καταφέρνουν με εύλογη δικαιολογία να επιβάλουν στον λαό ένα οικονομικό πρόγραμμα εξόντωσης έως εσχάτων. Θα επιβάλλουν συνεχώς νέα οικονομικά μέτρα, δυσβάστακτα, φόρους ασήκωτους και πάρα πολλά άλλα μέτρα, έτσι ώστε να κάνουν τον λαό να αγανακτήσει. Ο λαός καταπιεζόμενος από τα δυσβάστακτα οικονομικά μέτρα θα ζητάει κάποια στιγμή να ξανασάνει, αλλά αυτή τη στιγμή δεν πρόκειται να του τη χαρίσουν ποτέ, παρά μόνον έως ότου σκύψει το κεφάλι του εντελώς στο έδαφος, δηλώνοντας τέλεια υποταγή στο καινούργιο τους σύστημα.

»Θα λένε: «Εχετε δίκιο που διαμαρτύρεστε, όμως έχετε μεγάλο εξωτερικό χρέος και αυτοί που έχουν πολλά λεφτά φοροδιαφεύγουν. Για να μη σας επιβάλλουμε άδικα μεγάλους φόρους, πρέπει να αποδεχθείτε το τέλειο σύστημα ηλεκτρονικού οικονομικού ελέγχου. Ετσι ώστε να βλέπουμε ποιοι είναι οι νομοταγείς πολίτες και ποιοι οι φοροφυγάδες».

Αναφερόμενος στους πολιτικούς, ο άγιος είχε πει «ο κόσμος θα σιχαθεί τους πολιτικούς και θα τους πάρει με τις πέτρες», ενώ στο βιβλίο «Μαρτυρίες Προσκυνητών», αναφέρει:

«Θα έρθει καιρός που θα ανεβοκατεβαίνουν κυβερνήσεις, θα εναλλάσσονται τα κόμματα, θα ανακαλούνται διατάγματα, θα ψηφίζονται νόμοι και θα καταργούνται άλλοι, και θα επικρατεί σύγχυση. Ο κόσμος θα υποφέρει πολλά, αλλά δεν θα κρατήσει για πολύ αυτό. Κάποιους μήνες. Μετά θα ξεκινήσει ο πόλεμος με την Τουρκία που θα γίνει Παγκόσμιος. Και η Ελλάδα θα μεγαλουργήσει!».

Η χαρά της Θείας Λειτουργίας

Ἡ Θεία Λειτουργία εἶναι ένα καθημερινό γεγονός γιά τούς πιστούς καί ταυτόχρονα ἕνα μυστήριο μέγα. Ἡ Θεία Λειτουργία εἶναι η ιερή σύναξη τῶν πιστῶν γιά νά γίνουν «Ἐκκλησία».
Ἀπό τά πρῶτα χριστιανικά χρόνια μέχρι καί σήμερα ἐπάνω στούς τάφους τῶν μαρτύρων συναζόμαστε γιά νά κοινωνήσουμε τό Θεό ἀπό τό ἴδιο δισκοπότηρο δηλαδή τήν ἀνοικτή πλευρά τοῦ Χριστοῦ. 
Στήν ἀρχή ψάλλουμε γιά νά προετοιμαστοῦμε, ὁμολογοῦμε τήν κοινή μας Πίστη καί ἀφοῦ συγχωρεθοῦμε μεταξύ μας, μέ τήν Θεία Κοινωνία ἐνωνόμαστε μέ τό Θεό χωρώντας ὁ ἕνας μέσα στόν ἄλλον. 
Στήν ἱερή αὐτή στιγμή διαβάζουμε γιά τόν ἅγιο πού μᾶς σύναξε, γιά τήν Πίστη του, γιά τίς δυσκολίες πού πέρασε καί λαμβάνουμε καί ἐμεῖς ἀποφάσεις γιά μίμηση καί ἀγώνα. Αὐτή εἶναι λοιπόν ἡ φυσική μας καθημερινή λειτουργική ζωή πού ὀνομάζεται Ἱερή Παράδοση. Ὅμως ἡ Θεία Εὐχαριστία εἶναι ἕνα μυστήριο, τό Μυστήριο, τό Μυστήριο τῶν μυστηρίων.

Ὅμως γιά νά ζήσεις τί τελεσιουργεῖται μέσα σέ αὐτό δέν φθάνει νά ψάλεις ἤ νά διαβάσεις κάτι ὡς προετοιμασία, χρειάζεται μύηση. Γιά νά νιώσεις τά γενόμενα χρειάζεται καθημερινός πνευματικός ἀγώνας. Οἱ καρποί τοῦ ἀγώνα αὐτοῦ σέ ὁδηγοῦν στό ποθητό βίωμα τῶν καρπῶν τῆς Θείας Λειτουργίας. Ὁ συνεχής αὐτός ἀγώνας περιλαμβάνει δόμηση ἀποδόμηση καί ἀναδόμηση. 

Χρειάζεται πολλές φορές νά γκρεμίζεις καί νά ξαναχτίζεις. Χρειάζεται τό γκρέμισμα μιᾶς ὕπαρξης πού χτίστηκε μέ ἐγωισμό καί ἡ ἀνοικοδόμηση τῆς ἴδιας μέ βάση ἕνα ἄλλο σπουδαῖο δομικό ὑλικό, τήν ταπείνωση. 
Ὅλο αὐτό γίνεται ἁπλά, διακριτικά ὅπως τό ἅγιο Πνεῦμα ὁδηγεῖ τά πράγματα. Ὅταν αὐτό τό ἔργο διενεργηθεῖ ἤδη αρχίζεις καί βλέπεις ἀπό τόν ἕνα σου ὀφθαλμό καί ἄν συνεχίσεις τήν προσπάθεια, ο Θεός σέ βοηθᾶ ἀκόμα πιό πολύ καί γνωρίζεις πλέον ὅτι δέν εἶσαι δημιούργημα ἀλλά υἱός ἠγαπημένος. 

Ἔτσι, μέσα στήν Θεία Λειτουργία, προετοιμασμένος πιά, ἀρχίζεις νά «βλέπεις» ὅσα γίνονται. Ἀρχίζεις νά μυεῖσαι στά δρώμενα καί ἔχεις λάβει ἤδη μιά εἰκόνα τοῦ Παραδείσου, μιά γεύση τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ. Μπορεῖ νά εἶναι στιγμή μικρῆς διάρκειας τῆς παρούσας ζωῆς, πού ὅμως τήν ἁλατίζει καί τήν ὀμορφαίνει. Ἰλιγγιᾶ ὁ νοῦς ὅταν ἀναλογίζεσαι τό ὕψος, τό μέγεθος καί τήν ἔνταση πού αὐτά θά βιώνονται αἰωνίως σέ αὐτούς πού πάλεψαν καί τά απόχτησαν.

Ἡ Θεία Λειτουργία εἶναι ἱστορικό γεγονός πού γίνεται σέ συγκεκριμένο χῶρο καί χρόνο ἀλλά ταυτόχρονα ἑνώνει τό παρελθόν, τό παρόν καί τό μέλλον. Ὅλα ἑνοποιοῦνται μέσα στόν χωροχρόνο της. Ἡ Θεία Λειτουργία σέ μεταφέρει σέ ἄλλον κόσμο. Βρίσκεσαι μέ αὐτήν «στόν κόσμο σου» ἀλλά πού τελικά αὐτός εἶναι ὁ πραγματικός κόσμος. Εὐχῆς ἔργο εἶναι νά ζήσουμε στόν κόσμο αὐτό πού εἶναι ὁ μόνος ἀληθινός καί αἰώνιος!

Τοῦ ἀρχιμ.Ἰακώβου Κανάκη

Οι δέκα μακαρισμοί της οικογένειας



1. Μακάριο το σπίτι, που κυβερνάει ο Χριστός. 

2. Μακάριο το σπίτι, που καταστατικό του έχει το Ιερό Ευαγγέλιο. 

3. Μακάριο το σπίτι,που όλοι προσεύχονται. 

4. Μακάριο το σπίτι, που το ανδρόγυνο ζει με αμοιβαία αγάπη, ανοχή, συγχωρητικότητα και διαφυλάσσει, σαν κόρη οφθαλμού, το συζυγικό του σπίτι.

5. Μακάριο το σπίτι, που τα μέλη του ζουν με αλληλοσεβασμό, αλληλοκατανόηση και ο καθένας υποχωρεί για το χατίρι του άλλου, οπότε κανένα δυσάρεστο μεταξύ τους πρόβλημα. 

6. Μακάριο το σπίτι, που τα μέλη του είναι πιστά παιδιά του Θεού και ζουν την πνευματική και μυστηριακή ζωή της Αγίας Του Εκκλησίας, οπότε δεν κινδυνεύουν να γίνουν θύματα της μαγείας. 

7. Μακάριο το σπίτι, που τα μέλη του είναι πνευματικώς καλλιεργημένα και θρησκευτικώς κατηρτισμένα, οπότε δεν διατρέχουν το κίνδυνο να παρασυρθούν από τους αιρετικούς και τα κάθε όργανα του Αντίχριστου. 

8. Μακάριο το σπίτι, που τα μέλη του ζουν με φρόνηση και αυτοκυριαρχία οπότε δεν κινδυνεύουν να πέσουν θύματα των εμπόρων των ναρκωτικών και του λευκού θανάτου. 

9. Μακάριο το σπίτι, που τα μέλη του ζουν με σωφροσύνη, εγκράτεια και γενικά σύμφωνα με τους κανόνες της ηθικής. 

10. Μακάριο το σπίτι,που βασιλεύει η Αγάπη και όπου αγάπη ευλογία και όπου ευλογία ο Χριστός και όπου ο Χριστός ευτυχία, χαρά, ειρήνη, γαλήνη.

http://agapienxristou.blogspot.ca

Χαιρετισμοί εις τον Κύριον ημών Ιησούν Χριστόν

Αγίου Νικοδήμου του Αγιορείτου


Ποίημα του Αγίου Νικοδήμου του Αγιορείτου


Τῷ Ὑπερμάχῳ Στρατηγῶ τοῦ Ἅδου Νικητῆ,
Ὡς λυτρωθεῖς ἐξ αἰωνίου θανάτου,
Ἀναγράφω Σοὶ ὁ δοῦλος σου τὰ νικητήρια.
Ἀλλ’ ὡς ἔχων εὐσπλαχνίαν ἀνερμήνευτον,
Ἐκ παντοίων μὲ κινδύνων ἐλευθέρωσον,
Ἵνα κράζω Σοί,
Ἰησοῦ Υἱὲ Θεοῦ, ἐλέησον μέ.

Ἀγγέλων ποιητὰ καὶ Κύριε τῶν Δυνάμεων, ἄνοιξον τὸν ἄπορόν μου νοῦν καὶ τὴν γλώτταν πρὸς ὕμνον τοῦ Παναχράντου Σου ὀνόματος, καθάπερ ἤνοιξας πάλαι τὴν ἀκοὴν καὶ γλώτταν τοῦ κωφοῦ καὶ μογιλάλου, τοῦ κραυγάζειν πρὸς Σὲ τοιαυτα.

Ἰησοῦ πανθαύμαστε, τῶν Ἀγγέλων ἡ Ἔκπληξις.
Ἰησοῦ παντοδύναμε, Προπατόρων ἡ Λύτρωσις.
Ἰησοῦ γλυκύτατε, Πατριαρχῶν τὸ Καύχημα.
Ἰησοῦ ὑπερένδοξε, Βασιλέων Κραταίωμα.
Ἰησοῦ παμπόθητε, Προφητῶν ἡ Ἐκπλήρωσις.
Ἰησοῦ ὑπερύμνητε, Στερέωμα τῶν Μαρτύρων.
Ἰησοῦ ἰλαρώτατε, μοναζόντων Τερπνότης.
Ἰησοῦ παντελεῆμον, Πρεσβυτέρων Γλυκύτης.
Ἰησοῦ ὑπερεύσπλαχνε, νηστευόντων Ἐγκράτεια.
Ἰησοῦ πανοικτίρμον, Χαρὰ τῶν δικαίων.
Ἰησοῦ ὑπέραγνε, Σωφροσύνη τῶν Παρθένων.
Ἰησοῦ προαιώνιε, Σωτηρία πταιόντων.
Ἰησοῦ Υἱὲ Θεοῦ, ἐλέησον μέ.

Βλέπων Κύριε τὴν χήραν θρηνούσαν σφόδρα, εὐσπλαχνίσθης, καὶ ἀνέστησας τὸν υἱὸν αὐτῆς ἐπὶ τὸν τάφον φερόμενον. Σπλαχνίσθητι καμοὺ Φιλάνθρωπε, καὶ τὴν ἀμαρτίαις θανοῦσαν ψυχή μου ἀνάστησον, τοῦ βοῶντος σοὶ .
Ἀλληλούϊα.

Γνώσιν ἄγνωστον γνῶναι ζητῶν ὁ Φίλιππος ἔλεγε . δεῖξον ἠμὶν Κύριε τὸν Πατέρα. Σῦ δὲ εἶπας πρὸς αὐτόν. Τοσούτον χρόνον μετ ἐμοῦ ὧν, οὐκ ἔγνωκας, ὅτι ἐγὼ ἐν τῷ Πατρὶ καὶ ὁ Πατὴρ ἐν ἐμοὶ ἔστι; Διὸ ἀνεξιχνίαστε, φόβω κραυγάζω Σοὶ.

Ἰησοῦ Θεὲ προαιώνιε.
Ἰησοῦ Βασιλεῦ παντοδύναμε.
Ἰησοῦ Δέσποτα μακρόθυμε.
Ἰησοῦ Σωτὴρ πολυέλεε.
Ἰησοῦ Φύλαξ μου ὑπεράγαθε.
Ἰησοῦ τὰς ἁμαρτίας μου πάριδε.
Ἰησοῦ τὰς ἀνομίας μου ἄνελε.
Ἰησοῦ τὴν ἐμην φαυλότητα ἐξάλειψον.
Ἰησοῦ ἡ ἐμὴ Ἐλπὶς μὴ ἐάσης μέ.
Ἰησοῦ ἡ ἐμὴ Βοήθεια, μὴ ἀπορρίψης μέ.
Ἰησοῦ Ποιητά μου, μὴ ἀπώση μέ.
Ἰησοῦ ὁ Ποιμὴν ὁ Καλός, μὴ ἀπολέσεις μέ.
Ἰησοῦ Υἱὲ Θεοῦ, ἐλέησον μέ.

Δύναμιν ἐξ ὕψους τοὶς Ἀποστόλοις Σου ἐν Ἱερουσαλὴμ καθημένοις περιβαλλόμενος. Ἰησοῦ, καμὲ τὸν πάσης ἀγαθοποιϊας γεγυμνωμένον περιβαλοῦ τὴ ζέσει τοῦ Ἁγίου σου Πνεύματος, καὶ δὸς μοὶ μετὰ πόθου ψάλλειν Σοὶ .
Ἀλληλούϊα.

Ἐν τῷ πλήθει τοῦ ἐλέους Σου, τελώνας καὶ ἁμαρτωλοὺς καὶ ἀπίστους ἐκάλεσας, εὔσπλαχνε Ἰησοῦ. Μὴ παρίδης καμὲ νῦν τὸν ὁμοιωθέντα αὐτοίς, ἀλλ ὡς πολύτιμον μύρον πρόσδεξαι τὸν ὕμνον τοῦτον.

Ἰησοῦ Κράτος ἀνίκητον.
Ἰησοῦ Ἔλεος ἀτελεύτητον.
Ἰησοῦ Ὡραιότης ὑπέρλαμπρος.
Ἰησοῦ Ἔρως ἄφραστος.
Ἰησοῦ Υἱὲ Θεοῦ ζῶντος.
Ἰησοῦ ἐλέησον μὲ τὸν ἁμαρτωλόν.
Ἰησοῦ ἐπάκουσόν μου τοῦ συλληφθέντος ἐν ἀνομίαις.
Ἰησοῦ καθάρισον μὲ τὸν τεχθέντα ἐν ἀμαρτίαις.
Ἰησοῦ δίδαξον μὲ τὸν μωρανθέντα.
Ἰησοῦ φώτισον μὲ τὸν σκοτισθέντα.
Ἰησοῦ καθάρισον μὲ τὸν ρυπωθέντα.
Ἰησοῦ ἐπανάγαγε μὲ τὸν ἄσωτον.
Ἰησοῦ Υἱὲ Θεοῦ, ἐλέησον μέ.

Ζάλην ἔνδοθεν ἔχων λογισμῶν ἀμφιβόλων ὁ Πέτρος ἐβυθίζετο. Ἱδὼν δὲ Σὲ Ἰησοῦ ἐν σαρκὶ πεφυκότα, ἐπὶ τοὶς ὕδασι βαδίζοντα, ἐπέγνω Σὲ Θεὸν ἀληθῆ, καὶ χείρα βοηθείας δεξάμενος ἔφη.
Ἀλληλούϊα.

Ἤκουσεν ὁ τυφλὸς ἐπὶ ὁδοῦ Σὲ πορευόμενον Κύριε, καὶ ἐβόησεν, Ἰησοῦ Υἱὲ Δαβὶδ ἐλέησον μέ. Καὶ προσκαλεσάμενος αὐτὸν ἠνέωξας αὐτοῦ τοὺς ὀφθαλμούς. Διὸ φώτισον καμοὺ τοὺς νοεροὺς ὀφθαλμοὺς τῷ ἐλέει Σου, ὅπως Σοὶ κελαηδῶ τοιαυτα.

Ἰησοῦ ὁ Ποιητής των ἄνω.
Ἰησοῦ ὁ Ἐξαγοραστής των κάτω.
Ἰησοῦ Καθαιρέτα τῶν ὑποχθονίων.
Ἰησοῦ Καλλωπιστὰ πάντων τῶν κτισμάτων.
Ἰησοῦ τῆς ἐμῆς ψυχῆς παραμυθία.
Ἰησοῦ φωτισμὸς τοῦ νοός μου.
Ἰησοῦ τὸ ἀγαλλίαμα τῆς καρδιάς μου.
Ἰησοῦ ἡ ρώσις τοῦ σώματός μου.
Ἰησοῦ Σωτήρ μου, σῶσον μέ.
Ἰησοῦ τὸ Φῶς μου, φώτισον μέ.
Ἰησοῦ τυραννίδος παντοίας ἀπάλλαξον μέ.
Ἰησοῦ ρύσαι μὲ τὸν ἀνάξιον.
Ἰησοῦ Υἱὲ Θεοῦ, ἐλέησον μέ.

Θεορρήτω αἴματί Σου, καθάπερ πάλαι Ἰησοῦ, ἠξηγόρασας ἡμᾶς ἐκ τῆς κατάρας Τοῦ νόμου, οὕτως ἐξελοῦ ἐκ τῆς παγίδος τοῦ ὄφεως, Δὶ’ ἧς πάθει σαρκός, καὶ κέντρω ἀσωτίας, Ἐκτέρνισεν ἡμᾶς, πεδήσας τὴ φαύλη ραθυμία, Ἵνα κράζωμεν Σοί.
Ἀλληλούια.

Ἴδον παῖδες Ἑβραίων ἐν μορφῇ ἀνθρωπίνη, τὸν πλάσαντα χειρὶ τὸν ἄνθρωπον, καὶ Δεσπότην νοοῦντες Σέ, ἔσπευσαν τοὶς κλάδοις θεραπεῦσαι, τὸ Ὡσαννὰ βοῶντες. Ἡμεῖς δὲ τὸν ὕμνον προσφέρομεν Σοὶ λέγοντες.

Ἰησοῦ Θεὲ ἀληθινέ.
Ἰησοῦ Υἱὲ Δαβίδ.
Ἰησοῦ Βασιλεῦ ὑπερένδοξε.
Ἰησοῦ Ἀμνὲ πανακήρατε.
Ἰησοῦ Φύλαξ τῆς νηπιότητός μου.
Ἰησοῦ Ὁδηγὲ τῆς νεότητός μου.
Ἰησοῦ ἡ βακτηρία τοῦ γήρατός μου.
Ἰησοῦ ἡ ἐλπίς μου ἐν ὥρᾳ τοῦ θανάτου.
Ἰησοῦ ἡ μετὰ θάνατον ζωή μου.
Ἰησοῦ ἡ ἐν τῇ Κρίσει σου παραμυθία μου.
Ἰησοῦ τὴ ὥρα ἐκείνη μὴ καταισχύνης μέ.
Ἰησοῦ Υἱὲ Θεοῦ, ἐλέησον μέ.

Κηρύκων θεοφθόγγων τὰς ρήσεις ἐκπληρῶν Ἰησοῦ, ἐπὶ γῆς ὤφθης καὶ τοὶς ἀνθρῶποις συνασεστράφης, ἀπρόσιτος ὧν, καὶ τὰς ἀσθενείας ἡμῶν ἐβάστασας. Ὅθεν, τῷ μώλωπί Σου πάντες ἰαθέντες, ἔγνωμεν ψάλλειν .
Ἀλληλούια.

Λάμψας τὴ οἰκουμένη φωτισμὸν ἀληθείας τὴν πλάνην ἀπήλασας τῶν δαιμόνων τα γὰρ εἴδωλα Σωτὴρ μὴ ἐνέγκατά Σου τὴν ἰσχὺν πέπτωκε, ἡμεῖς δὲ σωτηρίας τυχόντες βοῶμεν Σοί.

Ἰησοῦ Αὐτοαλήθεια, τὴν ἀπάτην καθελὼν
Ἰησοῦ Φῶς ὑπερέχον πᾶν φῶς.
Ἰησοῦ Βασιλεῦ ὑπερβαίνων πάντας ἐν ἰσχύει
Ἰησοῦ ὁ Θεός, ὁ πιστὸς ἐν ἐλέει.
Ἰησοῦ ὁ Ἄρτος τῆς ζωῆς, ἔμπλησον μὲ τὸν πεινῶντα.
Ἰησοῦ ἡ Πηγὴ τῆς γνώσεως, πότισον μὲ τὸν διψῶντα.
Ἰησοῦ ὁ Χιτὼν εὐφροσύνης, ἔνδυσον μὲ τὸν γυμνωθέντα.
Ἰησοῦ τῆς χαρᾶς ὁ Λιμήν, καθόρμισον μὲ τὸν πλανηθέντα.
Ἰησοῦ ὁ Δοτὴρ τῶν αἰτούντων, παράσχου μοὶ συντριβὴν ἁμαρτιῶν.
Ἰησοῦ ὁ Εὐρετὴς τῶν ζητούντων, εὐρέκαμοι τὴν ψυχήν.
Ἰησοῦ ὁ τοὶς κρούουσι ἀνοίγων, ἄνοιξον τὴν πεπωρωμένην καρδίαν μου.
Ἰησοῦ Ἰατὴρ ἁμαρτωλῶν, ἀπόπλυνον τὰς ἁμαρτίας μου.
Ἰησοῦ Υἱὲ Θεοῦ, ἐλέησον μέ.

Μέλλων ἀποκαλύψαι τὸ ἀπ αἰῶνος κεκρυμμένον μυστήριον, ὡς πρόβατον ἐπὶ σφαγῆς ἤχθης, Ἰησοῦ, καὶ ὡς ἀμνὸς ἄφωνος ἐναντίον τοῦ κείροντος αὐτόν. Ἠγέρθης δὲ Θεὸς ὧν ἐκ τῶν νεκρῶν, καὶ μετὰ δόξης ἀνελθῶν εἰς οὐρανούς, συνανύψωσας ἡμᾶς βοώντας Σοί.
Ἀλληλούια.

Νέαν ἔδειξεν Κτίσιν, ἐμφανίσας ἠμὶν ὁ Κτίστης. Ἀσπόρως δ’ ἐκ Παρθένου σαρκωθεῖς καὶ ἐκ τάφου ἀναστάς, σώα τὲ φυλλάξας ἀμφοτέρων τὰ σήμαντρα, πρὸς τοὺς Ἀποστόλους τῶν θυρῶν κεκλεισμένων μετὰ σαρκὸς εἰσῆλθεν. Ὅθεν θαυμάζοντες πίστει βοῶμεν.

Ἰησοῦ Λόγε ἀχώρητε.
Ἰησοῦ Νοῦς ἀνεξιχνίαστος.
Ἰησοῦ Δύναμις ἀκατάληπτος.
Ἰησοῦ Σοφία ἀμέτρητος.
Ἰησοῦ Θεότης ἀπερίγραπτος.
Ἰησοῦ Κυριότης ἀπεριόριστος.
Ἰησοῦ Βασιλεία ἀκαταμάχητος.
Ἰησοῦ Δεσποτεία ἀτελεύτητος.
Ἰησοῦ Ἰσχὺς ὑπερκόσμιος.
Ἰησοῦ Ἐξουσία αἰώνιος.
Ἰησοῦ Ποιητά μου, ἀνακαίνισον μέ.
Ἰησοῦ Σωτήρ μου, σῶσον μέ.
Ἰησοῦ Υἱὲ Θεοῦ, ἐλέησον μέ.

Ξένην ἐνανθρώπησιν Θεοῦ ὁρῶντες, ξενωθῶμεν τοῦ ματαίου κόσμου τούτου, τὸ νοῦν εἰς τὰ θεῖα μεταθέντες. Διᾶ τοῦτο γὰρ Θεὸς ἐπὶ γῆς κατῆλθεν, ἵνα ἡμᾶς εἰς οὐρανοὺς ὑψώση τοὺς αὐτῶ κραυγάζοντας.
Ἀλληλούια.

Ὅλος ἢν ἐν τοὶς κάτω, καὶ τῶν ἄνω οὐδόλως ἀπῆν ὁ ἀκατάληπτος Λόγος. Ἔπαθεν ἐπὶ γῆς ἐκούσια βουλὴ θανάτω τὸν θάνατον ἡμῶν ἐνέκρωσε, καὶ τὴ Ἀναστάσει Αὐτοῦ ζωὴν ἐδωρήσατο ἠμὶν τοὶς ἄδουσιν Αὐτῶ τοιαυτα.

Ἰησοῦ Γλυκύτης τῆς καρδίας μου.
Ἰησοῦ Δύναμις τοῦ σώματός μου.
Ἰησοῦ Φῶς τῆς ψυχῆς μου.
Ἰησοῦ ἡ ὀξύτης τοῦ νοός μου.
Ἰησοῦ Χαρμονὴ τῆς συνειδήσεώς μου.
Ἰησοῦ Ἐλπὶς ἀνυπέρβλητος.
Ἰησοῦ Μνήμη αἰώνιος.
Ἰησοῦ Αἴνεσις ὑπερουράνιος.
Ἰησοῦ δόξα ὑπερκόσμιος.
Ἰησοῦ ἡ ἐμὴ ἐπιθυμία, μὴ ἀπορρίψης μέ.
Ἰησοῦ Ποιμήν μου, ἀναζήτησον μέ.
Ἰησοῦ Σωτήρ μου, διάσωσον μέ.
Ἰησοῦ Υἱὲ Θεοῦ, ἐλέησον μέ.

Πάσα φύσις Ἀγγέλων ἀκαταπαύστως ἐν οὐρανοὶς δοξάζει τὸ πανάγιον Ὄνομά Σου, Ἰησοῦ, τὸν τρισάγιον ὕμνον ἀναβοώσα. Ἅγιος, Ἅγιος, Ἅγιος. Ἡμεῖς δὲ οἱ ἁμαρτωλοὶ ἐπὶ γῆς, χοϊκοὶς χείλεσι ψάλλομεν.
Ἀλληλούια.

Ρήτορας πολυφθόγγους ὡς ἰχθύας ἀφώνους ὁρῶμεν ἐπὶ Σοί, Ἰησοῦ Σωτὴρ ἡμῶν. Ἀπορούσι γὰρ λέγειν το πὼς εἰ ἀναλλοίωτος Θεὸς καὶ τέλειος ἄνθρωπος. Ἡμεῖς δὲ τὸ φρικτὸν μυστήριον θαυμάζοντες, πιστῶς βοῶμεν.

Ἰησοῦ Θεὸς θεῶν.
Ἰησοῦ Βασιλεὺς βασιλευόντων.
Ἰησοῦ Κύριος κυριευόντων.
Ἰησοῦ Κριτὰ νεκρῶν καὶ ζώντων.
Ἰησοῦ Ἐλπὶς ἀπηλπισμένων.
Ἰησοῦ Παράκλησις πενθούντων.
Ἰησοῦ πεντήντων Προμήθεια.
Ἰησοῦ μὴ καταδικάσης μὲ κατὰ τὰ ἔργα μου.
Ἰησοῦ κάθαρον μὲ κατὰ τὸ ἔλεός Σου.
Ἰησοῦ διασκέδασον τὴν ἀκηδίαν μου.
Ἰησοῦ φώτισον τοὺς διαλογισμοὺς τῆς καρδίας μου.
Ἰησοῦ μνήμην θανάτου μοὶ δώρησαι.
Ἰησοῦ Υἱὲ Θεοῦ, ἐλέησον μέ.

Σῶσαι θέλων τὸν κόσμον, Ἀνατολὴ ἀνατολῶν, εἰς δύσιν ζοφώδη τῆς ἐσκοτισμένης ἡμῶν φύσεως ἐλθών, μέχρι θανάτου ἐταπείνωσας σαυτόν. Διὸ τὸ ὄνομά Σου, ὑπὲρ πᾶν ὄνομα ὑπερυψοῦται καὶ παρὰ πάσης φύσεως οὐρανίου καὶ ἐπιγείου ἀκούεις.
Ἀλληλούια.

Τείχισον ἡμᾶς ἀγίοις Σου ἀγγέλοις Χριστὲ Σωτὴρ ἡμῶν, ὁ πατὴρ τοῦ μέλλοντος αἰῶνος, καὶ καθάρισον ἡμᾶς ἀπὸ πάσης κηλίδος, ὥσπερ πάλαι ἐκαθάρισας τοὺς δέκα λεπρούς, καὶ ἴασαι ἡμᾶς καθάπερ ἰάσω τὴν τοῦ τελώνου Ζακχαίου φιλάργυρον ψυχήν, ὅπως κατανύξει βοῶμεν Σοί.

Ἰησοῦ Θησαυρὲ ἀσφαλέστατε.
Ἰησοῦ Πλοῦτε ἀδαπάνητε.
Ἰησοῦ Πόσις ἀνεξάντλητος.
Ἰησοῦ τῶν γυμνῶν Περιβολή.
Ἰησοῦ τῶν χηρῶν ἡ Ἀντίληψις.
Ἰησοῦ ὀρφανῶν ὁ Προστάτης.
Ἰησοῦ καταπονουμένων Ὑπέρμαχος.
Ἰησοῦ ὁδοιπόρων Συνοδίτης.
Ἰησοῦ τῶν πλεόντων Κυβερνήτης.
Ἰησοῦ Λιμὴν χειμαζομένων εὔδιος.
Ἰησοῦ ἀνάστησον μὲ παραπεσόντα.
Ἰησοῦ Υἱὲ Θεοῦ, ἐλέησον μέ.

Ὕμνον ἐν κατανύξει προσφέρω Σοὶ ὁ ἀνάξιος ἐγώ, καὶ βοῶ Σοὶ ὥσπερ ἡ Χαναναία. Ἰησοῦ ἐλέησον μέ. Οὐ θυγάτριον, ἀλλὰ σάρκα κέκτημα δαιμονώσαν δεινῶς καὶ τῷ θυμῷ φλεγομένην. Διὸ παράσχου μοὶ τὴν ἴαση βοώντι Σοί.
Ἀλληλούια.

Φωτοπάροχον φῶς, τὸ λάμψας τοὶς ἐν σκότει τῆς ἀγνωσίας, ὁ πρὶν διώκων Σὲ Παῦλος ἐλλαμφθεῖς τῷ φωτί Σου καὶ κατανοῶν τὴν δύναμιν τῆς θεοσόφου Σου φωνῆς, καταπράϋνε τὴν ὁρμὴν τῆς ἑαυτοῦ ψυχῆς. Οὕτω καμοὺ φώτισον τὰ ὄμματα τῆς ἐσκοτισμένης μου ψυχῆς, τοῦ βοῶντος τοιαύτα.

Ἰησοῦ Βασιλεῦ πανσθενέστατε.
Ἰησοῦ Θεὲ παντοδύναμε.
Ἰησοῦ Παντοκράτορ ἀθάνατε.
Ἰησοῦ Δημιουργέ μου ὑπερδόξαστε,
Ἰησοῦ Ὁδηγέ μου ἀγαθώτατε.
Ἰησοῦ Ποιμὴν εὐσπλαγχνικώτατε.
Ἰησοῦ Δέσποτα πολυέλεε.
Ἰησοῦ Σωτήρ μου φιλανθρωπότατε.
Ἰησοῦ φώτισόν μου τὰς αἰσθήσεις σκοτισθείσας τοὶς πάθεσιν.
Ἰησοῦ ἴασαι τὸ σῶμα μου λελωβημένον ταὶς ἀμαρτίαις.
Ἰησοῦ καθάρισόν μου τὸν νοῦν ἀπὸ ματαίων λογισμῶν.
Ἰησοῦ φύλαξον τὴν καρδίαν μου ἀπὸ ὀρέξεων πονηρῶν.
Ἰησοῦ Υἱὲ Θεοῦ, ἐλέησον μέ.

Χάριν χάρισαι μοὶ πάντων ὀφλημάτων χρεωλύτα Ἰησοῦ μου, καὶ δέξαι μὲ μετανοούντα ὡς ἐδέξω Πέτρον ἀρνησαμένον Σὲ ὡς ποτὲ Παῦλον προσεκαλέσω διώκοντα Σὲ καὶ ἐπάκουσόν μου ἀναβοῶντος Σοί.
Ἀλληλούια.

Ψάλλοντές Σου τὴν ἐνανθρώπησιν, ἀνυμνοῦμεν Σὲ πάντες, καὶ πιστεύομεν σῦ τῷ Θωμᾷ ὅτι Σῦ εἰ ὁ Κύριος καὶ Θεὸς ἡμῶν ὁ ἐν δεξιᾷ καθήμενος τοῦ Πατρός, καὶ μέλλων κρίναι ζῶντας καὶ νεκρούς. Ἀξίωσον οὖν τότε μὲ στῆναι ἐκ δεξιῶν Σου, τὸν νῦν ἀναβοώντα Σοί.

Ἰησοῦ ὁ τῆς εἰρήνης Βασιλεύς, εἰρήνευσον μέ.
Ἰησοῦ τὸ εὔοσμον Ἄνθος, εὐωδίασον μέ.
Ἰησοῦ ἡ ποθητὴ Θέρμη, θέρμανον μέ.
Ἰησοῦ Ναὲ προαιώνιε περίθαλψον μέ.
Ἰησοῦ ἠλιοστάλακτε Χιτών, κόσμησον μέ.
Ἰησοῦ ὁ πολύτιμος Μαργαρίτης, πλούτισον μέ.
Ἰησοῦ Λίθε τίμιε, λάμπρυνον μέ.
Ἰησοῦ Ἥλιε τῆς Δικαιοσύνης, ἔλλαμψον μέ.
Ἰησοῦ Ἅγιον φῶς, φώτισον μέ.
Ἰησοῦ νόσου ψυχῆς καὶ σώματος ἀπάλλαξον μέ.
Ἰησοῦ ἐκ τῆς χειρὸς τοῦ ἀλάστορος ἐξάρπασον μέ.
Ἰησοῦ ἐκ τῶν αἰωνίων βασάνων λύτρωσαι μέ.
Ἰησοῦ Υἱὲ Θεοῦ, ἐλέησον μέ.

Ὢ Γλυκύτατε καὶ Πανοικτίρμον Ἰησοῦ πρόσδεξαι ταύτην τὴν μικρὰν ἡμῶν δέησιν, ὡς ἐδέξω τα τῆς χήρας δυὸ λεπτά, καὶ τήρησον τὴν κληρονομίαν σου ἀπὸ ἐχθρῶν ὁρατῶν τὲ καὶ ἀοράτων, ἐπιδρομῆς ἀλλοφύλων, νόσου, λιμοῦ, πάσης θλίψεως, καὶ θανατηφόρου πληγῆς. Καὶ λύτρωσαι μελλούσης κολάσεως, τοὺς βοώντας Σοὶ
Ἀλληλούια.

Ἀγγέλων ποιητὰ καὶ Κύριε τῶν Δυνάμεων, ἄνοιξον τὸν ἄπορόν μου νοῦν καὶ τὴν γλώτταν πρὸς ὕμνον τοῦ Παναχράντου Σου ὀνόματος, καθάπερ ἤνοιξας πάλαι τὴν ἀκοὴν καὶ γλώτταν τοῦ κωφοῦ καὶ μογιλάλου, τοῦ κραυγάζειν πρὸς Σὲ τοιαυτα.

Ἰησοῦ πανθαύμαστε, τῶν Ἀγγέλων ἡ Ἔκπληξις.
Ἰησοῦ γλυκύτατε, Πατριαρχῶν τὸ Καύχημα.
Ἰησοῦ ὑπερένδοξε, Βασιλέων Κραταίωμα.
Ἰησοῦ παμπόθητε, προφητῶν ἡ Ἐκπλήρωσις.
Ἰησοῦ ὑπερύμνητε, Στερέωμα τῶν Μαρτύρων.
Ἰησοῦ ἰλαρώτατε, μοναζόντων Τερπνότης.
Ἰησοῦ ὑπερεύσπλαχνε, νηστευόντων Ἐγκράτεια.
Ἰησοῦ πανοικτίρμον, Χαρὰ τῶν δικαίων.
Ἰησοῦ ὑπέραγνε, Σωφροσύνη τῶν Παρθένων.
Ἰησοῦ προαιώνιε, Σωτηρία πταιόντων.
Ἰησοῦ Υἱὲ Θεοῦ, ἐλέησον μέ.

Τῷ Ὑπερμάχῳ Στρατηγῶ τοῦ Ἅδου Νικητῆ,
Ὡς λυτρωθεῖς ἐξ αἰωνίου θανάτου,
Ἀναγράφω Σοὶ ὁ δοῦλος σου τὰ νικητήρια.
Ἀλλ’ ὡς ἔχων εὐσπλαχνίαν ἀνερμήνευτον,
Ἐκ παντοίων μὲ κινδύνων ἐλευθέρωσον,
Ἵνα κράζω Σοί,
Ἰησοῦ Υἱὲ Θεοῦ, ἐλέησον μέ.

Πρῶτα ὁ Θεός! «Ἐὰν ὁ Κύριος θελήσῃ, καὶ ζήσομεν καὶ ποιήσομεν τοῦτο ἢ ἐκεῖνο» (Ἰακ. δ΄ 15).

Πρῶτα ὁ Θεός!
Εἶναι ἔμφυτο στὸν ἄνθρωπο καὶ ἐν πολλοῖς φανερώνει ὑγιὴ ψυχικῶς χαρακτήρα τὸ νὰ σχεδι­ά­ζει, νὰ προγραμματίζει καὶ νὰ καταστρώνει σχέδια ποὺ ἀφοροῦν στὸ μέλλον του. Σχεδὸν ἀπὸ τὴν πρώτη στιγμὴ τῆς αὐτοσυνειδησίας του, ὄντας μικρὸ παιδάκι, ἐκδηλώνει διάφορες προθέσεις σχετικὰ μὲ τὶς προτιμήσεις του καὶ τὶς μελλοντικὲς ἐπιδιώξεις του. Οἱ νέοι πολὺ συχνὰ ὀνειροπολοῦν σχετικὰ μὲ τὸ αὔριο. Οἱ γονεῖς καταστρώνουν σχέδια σχετικὰ μὲ τὴ μόρφωση, τὴν ἀποκατάσταση καὶ τὴ μελλοντικὴ πορεία τῶν παιδιῶν τους. Ἀπὸ τὸ πιὸ μικρὸ ἕ­­­­­ως τὸ πιὸ μεγάλο ταξίδι τῆς ζωῆς οἱ ἄν­θρωποι χαράζουν πορεία, προϋπολογίζουν τὸν χρόνο, ταξινομοῦν τὶς παραμικρές τους κινήσεις.
Πόσες φορὲς ὅμως δὲν ­σχεδιάσαμε πράγματα, δὲν καταστρώσαμε ­σχέδια, δὲν προϋπολογίσαμε κινήσεις ποὺ τελικὰ ματαιώθηκαν καὶ ναυάγησαν; Πο­λὺ ὀρθὰ ὁ θυμόσοφος λαός μας λέει: «Λογαριάσαμε χωρὶς τὸν ξενοδόχο». Ποὺ σημαίνει ὅτι ὑπολογίσαμε τὴ διαμονή μας σὲ κάποιο ξενοδοχεῖο χωρὶς τὴ συνεννόηση καὶ τὴ συγ­κατάθεση τοῦ ξενοδόχου. Καὶ ­ξαφνικὰ διαπιστώσαμε ὅτι τὸ ξενοδοχεῖο ἦταν κλειστὸ ἢ ἦταν γεμάτο.

Δὲν ἐξαρτῶνται στὴ ζωή μας ὅλα ἀπὸ ἐμᾶς. Ἀντίθετα, ὅλα ἐξαρτῶνται τελικῶς ἀπὸ τὸν Θεό. Πολὺ ὡραῖα τὸ σημειώνει ὁ Ἀδελφόθεος Ἰάκωβος: «Ἐὰν ὁ Κύριος θελήσῃ, καὶ ζήσομεν καὶ ποιήσομεν τοῦτο ἢ ἐκεῖνο» (Ἰακ. δ΄ 15). Ἂν ὁ Θεὸς ἐπιτρέψει πρωτίστως νὰ βρισκόμαστε στὴ ζωὴ καὶ ἂν Ἐκεῖνος θελήσει καὶ ἐπιτρέψει, θὰ κάνουμε αὐτὸ ἢ τὸ ἄλλο.
Δὲν εἴμαστε ἀπόλυτοι κύριοι τῆς ζω­ῆς μας. Δὲν μποροῦμε νὰ ­στηριζόμαστε μονάχα στὴ δική μας κρίση, στὴ δική μας ἐκτίμηση καὶ στὸ δικό μας σχεδιασμό. Πολὺ περισσότερο στὶς ἱκανότητές μας καὶ στὰ χρήματά μας. «Ἄλλαι μὲν βουλαὶ ἀνθρώπων, ἄλλα δὲ Θεὸς κελεύει», ἔλεγαν πολὺ σωστὰ οἱ ἀρχαῖοι πρόγονοί μας. Δηλαδή, πολλὲς φορὲς ἄλλες εἶναι οἱ ἐπιθυμίες καὶ οἱ ἐπιδιώξεις τῶν ἄνθρώπων, ἐντελῶς ὅμως διαφορετικὲς εἶναι οἱ προσταγὲς τοῦ Θεοῦ. Καὶ βλέπει κανεὶς τότε οἱ ἄνθρωποι ὄχι ἁπλῶς νὰ ἀπογοητεύονται, ἀλλὰ νὰ σαστίζουν κάποτε. Νὰ μελαγχολοῦν. Νὰ τὰ χάνουν καὶ νὰ ἀπελπίζονται.
Πόσο διαφορετικὰ σκέπτεται καὶ σχεδιάζει ὁ πνευματικὸς ἄνθρωπος, ὁ ἄνθρωπος τοῦ Θεοῦ! Καταστρώνει κι αὐτὸς τὰ σχέδιά του. Ποθεῖ κι αὐτὸς νὰ δημιουργήσει στὴ ζωή του. Ἐξαρτᾶ ὅμως τὰ πάντα στὴ ζωή του ἀπὸ τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ. Τίποτε δὲν προγραμματίζει νὰ κάνει, ἐὰν πρῶτα δὲν σκεφθεῖ καὶ δὲν πεῖ: «πρῶτα ὁ Θεός!». «Ἂν θέλει ὁ Θεός!». Ἡ ζωή του, ἡ οἰκογένειά του, ἡ ἐργασία του, τά πάντα τίθενται κάτω ἀπὸ τὴν εὐλογία καὶ τὴν καθοδήγηση τοῦ Κυρίου. Καὶ δὲν προτάσσει αὐτὰ τὰ λόγια τυπικὰ ἢ ἀπὸ συνήθεια, ἀλλὰ ἀπὸ ἐσωτερικὸ πόθο νὰ ὑποτάσσονται τὰ πάντα ὁλόψυχα στὸν Κυβερνήτη τοῦ παντός.
Ὅταν ὁ ἀπόστολος Παῦλος βρέθηκε στὴν Ἔφεσο καὶ οἱ ἐκεῖ χριστιανοὶ τὸν παρακάλεσαν νὰ μείνει περισσότερο κοντά τους, δὲν ἀνταποκρίθηκε στὴν παράκλησή τους. Τοὺς ἀποχαιρέτησε καὶ τοὺς εἶπε ὅτι θὰ ἔπρεπε μὲ κάθε τρόπο νὰ βρεθεῖ στὰ Ἱεροσόλυμα γιὰ τὴν ἐπικείμενη ἑορτή, καὶ τοὺς ὑποσχέθηκε: «Πάλιν ἀνακάμψω πρὸς ὑμᾶς τοῦ Θεοῦ θέλοντος» (Πράξ. ιη΄ [18] 21). Θὰ ἐπιστρέψω πάλι κοντά σας, ἐὰν θέλει ὁ Θεός.
Παρόμοια ἂς σκεπτόμαστε καὶ ἂς ἐνεργοῦμε στὴ ζωή μας ὅλοι. Νὰ κάνουμε τὰ σχέδιά μας. Νὰ ἐκφράζουμε ἐλεύθερα τὴν ἐπιθυμία μας. Ἀφοῦ ὅμως εἴμαστε ἕτοιμοι, τὸν πρῶτο λόγο νὰ τὸν ἔχει ὁ Θεός. Νὰ πορευόμαστε μὲ εἰρήνη ψυχῆς, ἀκόμη κι ὅταν βλέπουμε τὰ σχέδιά μας νὰ μὴν εὐοδώνονται. Μὲ ταπείνωση καὶ αὐτοπαράδοση ἂς ἀφήνουμε τὴν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ νὰ ἐνεργεῖ τὰ πάντα στὴ ζωή μας. Καὶ τέτοια νὰ εἶναι ἡ προσευχή μας καὶ ἡ παράκλησή μας στὸν Κύριο: «Κύριε, γενηθήτω τὸ θέλημά σου».
Πρῶτα ὁ Θεός!
Αὐτὴ νὰ εἶναι καὶ ἡ καθημερινὴ ἐπιδίωξή μας: «ἑαυτοὺς καὶ ἀλλήλους καὶ πᾶσαν τὴν ζωὴν ἡμῶν Χριστῷ τῷ Θεῷ παραθώμεθα».

Ορθόδοξο Περιοδικό “Ο ΣΩΤΗΡ”

Πατήρ Νικόλαος Μανώλης, Γιατί μισείται ο άγ. Νικόδημος αγιορείτης από τους Οικουμενιστές

ΟΤΙ ΥΠΟΣΧΕΘΗΚΕ Ο ΧΡΙΣΤΟΣ ΘΑ ΜΑΣ ΤΟ ΔΩΣΕΙ. ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΣΑΝ ΤΙΣ ΤΡΑΠΕΖΕΣ ΠΟΥ ΧΡΕΟΚΟΠΟΥΝ

Ὅλοι ἐὰν σ᾿ ἐγκαταλείψουν, ὁ Χριστὸς δὲ᾿ θὰ σ᾿ ἐγκαταλείψῃ. 
Τὸ εἶπε ὁ ἴδιος·
Μoνο o Χριστoς μενει πιστος στις υποσχεσεις του

«Πιστὸς δέ ἐστιν ὁ Κύριος»
(Θεσ. 3, 3)


.Ὅλοι μπορεῖ νὰ μᾶς ἀπατοῦν, ὅλοι. Ἕνας δὲν μᾶς ἀπατᾷ ποτέ, ὁ Θεός. Ὅ,τι ὑποσχέθηκε ὁ Χριστός, θὰ μᾶς τὸ δώσῃ. Δὲν εἶνε σὰν κάτι τράπεζες ποὺ χρεωκοποῦν.
Τώρα τί θὰ γίνῃ μὲ τὶς καταθέσεις, δὲν θέλω νὰ μιλήσω. Καταθέτουν στὶς τράπεζες τὰ χρήματά τους οἱ ἄνθρωποι καὶ κάθονται ἥσυχοι. Μέχρι στιγμῆς κρατιέται ἡ πίστις στὶς τράπεζες, καὶ εἶνε καλὸ αὐτό. Ἔτσι ἔχουν μαζέψει τὰ ταμιευτήρια χρήματα πολλά, μὲ τὰ ὁποῖα γίνονται τὰ ἔργα, γέφυρες δρόμοι κ.ἄ..
Ἐκεῖ στὰ Γρεβενά, θυμᾶμαι, ἦταν κάποιος φοβερὸς τσιγγούνης καὶ δὲν ἔδινε καμμιά ἐλεημοσύνη. Τοῦ εἶχα πεῖ μιὰ φορά· ―Κατάθεσε κ᾿ ἐσὺ μιὰ φορὰ στὴν τράπεζα τοῦ Θεοῦ· «δανείζει Θεῷ ὁ ἐλεῶν πτωχόν» (Παρ. 19,17). ―Ἄσε με, μωρέ, λέει, ἐγὼ ξέρω τί κάνω· ξέρω ποῦ βάζω τὰ χρήματά μου. Μετὰ ἔγινε ἕνα κράχ, χρεωκόπησε τὸ κράτος, καὶ οἱ τριακόσες χιλιάδες ποὺ εἶχε στὴν τράπεζα δὲν εἶχαν ἀξία οὔτε γιὰ τριακόσα πλατανόφυλλα.
Τίποτε δὲ᾿ μένει σταθερὸ καὶ ἀκλόνητο. Καὶ οἱ μεγαλύτερες τράπεζες χρεωκοποῦν. Ὅλα πέφτουν, ὅλα εἶνε ματαιότης καὶ μιὰ ψευτιά. Μέσα στὴν Ἀθήνα πρὸ 60 ἐτῶν, ὅταν ἔγινε ἡ Ῥωσικὴ ἐπανάστασι, περπατοῦσαν διωγμένοι πλουσιώτατοι Ῥῶσοι, ἔκπτωτοι πρίγκιπες, ποὺ εἶχαν τὰ ρούβλια καὶ τά ᾿διναν μὲ τὴν ὀκᾶ γιὰ νὰ πάρουν τσιγάρα. Τὸ ρούβλι ἦταν τότε ἕνα ἀπὸ τὰ καλύτερα νομίσματα τῆς ἐποχῆς. Ἀλλὰ ξέπεσε μὲ τὶς ἐπαναστάσεις.
Λοιπὸν ὅλα μᾶς ἀπατοῦν, ἕνας δὲ᾿ μᾶς ἀπατᾷ, ὁ Χριστός. Πρέπει νὰ ἔχουμε πίστι. Ὅλοι ἐὰν σ᾿ ἐγκαταλείψουν, ὁ Χριστὸς δὲ᾿ θὰ σ᾿ ἐγκαταλείψῃ. Τὸ εἶπε ὁ ἴδιος· Πιστεύεις σ᾿ ἐμένα, μ᾿ ἀκολουθᾷς, ἐκτελεῖς τὸ θέλημά μου; δὲ᾿ θὰ σ᾿ ἐγκαταλείψω, δὲ᾿ θὰ σὲ ἀφήσω, θὰ σ᾿ ἔχω κάτω ἀπὸ τὴν προστασία μου(βλ. Γέν. 28,15· Δευτ. 31,6· Γ΄ Βασ. 6,13· Α΄ Παρ. 28,20· Ἰουδίθ 7,30).