.

.

Δός μας,

Τίμιε Πρόδρομε, φωνή συ που υπήρξες η φωνή του Λόγου. Δος μας την αυγή εσύ που είσαι το λυχνάρι του θεϊκού φωτός. Βάλε σήμερα τα λόγια μας σε σωστό δρόμο, εσύ που υπήρξες ο Πρόδρομος του Θεού Λόγου. Δεν θέλουμε να σε εγκωμιάσουμε με τα δικά μας λόγια, επειδή τα λόγια μας δεν έχουν μεγαλοπρέπεια και τιμή. Όσοι θα θελήσουν να σε στεφανώσουν με τα εγκώμιά τους, ασφαλώς θα πετύχουν κάτι πολύ πιό μικρό από την αξία σου. Λοιπόν να σιγήσω και να μη προσπαθήσω να διακηρύξω την ευγνωμοσύνη μου και τον θαυμασμό μου, επειδή υπάρχει ο κίνδυνος να μη πετύχω ένα εγκώμιο, άξιο του προσώπου σου;

Εκείνος όμως που θα σιωπήσει, πηγαίνει με τη μερίδα των αχαρίστων, γιατί δεν προσπαθεί με όλη του τη δύναμη να εγκωμιάσει τον ευεργέτη του. Γι’ αυτό, όλο και πιό πολύ σου ζητάμε να συμμαχήσεις μαζί μας και σε παρακαλούμε να ελευθερώσεις τη γλώσσα μας από την αδυναμία, που την κρατάει δεμένη, όπως και τότε κατάργησες, με τη σύλληψη και γέννησή σου, τη σιωπή του πατέρα σου του Ζαχαρία.

Άγιος Σωφρόνιος Ιεροσολύμων

ΟΤΙ ΥΠΟΣΧΕΘΗΚΕ Ο ΧΡΙΣΤΟΣ ΘΑ ΜΑΣ ΤΟ ΔΩΣΕΙ. ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΣΑΝ ΤΙΣ ΤΡΑΠΕΖΕΣ ΠΟΥ ΧΡΕΟΚΟΠΟΥΝ

Ὅλοι ἐὰν σ᾿ ἐγκαταλείψουν, ὁ Χριστὸς δὲ᾿ θὰ σ᾿ ἐγκαταλείψῃ. 
Τὸ εἶπε ὁ ἴδιος·
Μoνο o Χριστoς μενει πιστος στις υποσχεσεις του

«Πιστὸς δέ ἐστιν ὁ Κύριος»
(Θεσ. 3, 3)


.Ὅλοι μπορεῖ νὰ μᾶς ἀπατοῦν, ὅλοι. Ἕνας δὲν μᾶς ἀπατᾷ ποτέ, ὁ Θεός. Ὅ,τι ὑποσχέθηκε ὁ Χριστός, θὰ μᾶς τὸ δώσῃ. Δὲν εἶνε σὰν κάτι τράπεζες ποὺ χρεωκοποῦν.
Τώρα τί θὰ γίνῃ μὲ τὶς καταθέσεις, δὲν θέλω νὰ μιλήσω. Καταθέτουν στὶς τράπεζες τὰ χρήματά τους οἱ ἄνθρωποι καὶ κάθονται ἥσυχοι. Μέχρι στιγμῆς κρατιέται ἡ πίστις στὶς τράπεζες, καὶ εἶνε καλὸ αὐτό. Ἔτσι ἔχουν μαζέψει τὰ ταμιευτήρια χρήματα πολλά, μὲ τὰ ὁποῖα γίνονται τὰ ἔργα, γέφυρες δρόμοι κ.ἄ..
Ἐκεῖ στὰ Γρεβενά, θυμᾶμαι, ἦταν κάποιος φοβερὸς τσιγγούνης καὶ δὲν ἔδινε καμμιά ἐλεημοσύνη. Τοῦ εἶχα πεῖ μιὰ φορά· ―Κατάθεσε κ᾿ ἐσὺ μιὰ φορὰ στὴν τράπεζα τοῦ Θεοῦ· «δανείζει Θεῷ ὁ ἐλεῶν πτωχόν» (Παρ. 19,17). ―Ἄσε με, μωρέ, λέει, ἐγὼ ξέρω τί κάνω· ξέρω ποῦ βάζω τὰ χρήματά μου. Μετὰ ἔγινε ἕνα κράχ, χρεωκόπησε τὸ κράτος, καὶ οἱ τριακόσες χιλιάδες ποὺ εἶχε στὴν τράπεζα δὲν εἶχαν ἀξία οὔτε γιὰ τριακόσα πλατανόφυλλα.
Τίποτε δὲ᾿ μένει σταθερὸ καὶ ἀκλόνητο. Καὶ οἱ μεγαλύτερες τράπεζες χρεωκοποῦν. Ὅλα πέφτουν, ὅλα εἶνε ματαιότης καὶ μιὰ ψευτιά. Μέσα στὴν Ἀθήνα πρὸ 60 ἐτῶν, ὅταν ἔγινε ἡ Ῥωσικὴ ἐπανάστασι, περπατοῦσαν διωγμένοι πλουσιώτατοι Ῥῶσοι, ἔκπτωτοι πρίγκιπες, ποὺ εἶχαν τὰ ρούβλια καὶ τά ᾿διναν μὲ τὴν ὀκᾶ γιὰ νὰ πάρουν τσιγάρα. Τὸ ρούβλι ἦταν τότε ἕνα ἀπὸ τὰ καλύτερα νομίσματα τῆς ἐποχῆς. Ἀλλὰ ξέπεσε μὲ τὶς ἐπαναστάσεις.
Λοιπὸν ὅλα μᾶς ἀπατοῦν, ἕνας δὲ᾿ μᾶς ἀπατᾷ, ὁ Χριστός. Πρέπει νὰ ἔχουμε πίστι. Ὅλοι ἐὰν σ᾿ ἐγκαταλείψουν, ὁ Χριστὸς δὲ᾿ θὰ σ᾿ ἐγκαταλείψῃ. Τὸ εἶπε ὁ ἴδιος· Πιστεύεις σ᾿ ἐμένα, μ᾿ ἀκολουθᾷς, ἐκτελεῖς τὸ θέλημά μου; δὲ᾿ θὰ σ᾿ ἐγκαταλείψω, δὲ᾿ θὰ σὲ ἀφήσω, θὰ σ᾿ ἔχω κάτω ἀπὸ τὴν προστασία μου(βλ. Γέν. 28,15· Δευτ. 31,6· Γ΄ Βασ. 6,13· Α΄ Παρ. 28,20· Ἰουδίθ 7,30).