.

.

Δός μας,

Τίμιε Πρόδρομε, φωνή συ που υπήρξες η φωνή του Λόγου. Δος μας την αυγή εσύ που είσαι το λυχνάρι του θεϊκού φωτός. Βάλε σήμερα τα λόγια μας σε σωστό δρόμο, εσύ που υπήρξες ο Πρόδρομος του Θεού Λόγου. Δεν θέλουμε να σε εγκωμιάσουμε με τα δικά μας λόγια, επειδή τα λόγια μας δεν έχουν μεγαλοπρέπεια και τιμή. Όσοι θα θελήσουν να σε στεφανώσουν με τα εγκώμιά τους, ασφαλώς θα πετύχουν κάτι πολύ πιό μικρό από την αξία σου. Λοιπόν να σιγήσω και να μη προσπαθήσω να διακηρύξω την ευγνωμοσύνη μου και τον θαυμασμό μου, επειδή υπάρχει ο κίνδυνος να μη πετύχω ένα εγκώμιο, άξιο του προσώπου σου;

Εκείνος όμως που θα σιωπήσει, πηγαίνει με τη μερίδα των αχαρίστων, γιατί δεν προσπαθεί με όλη του τη δύναμη να εγκωμιάσει τον ευεργέτη του. Γι’ αυτό, όλο και πιό πολύ σου ζητάμε να συμμαχήσεις μαζί μας και σε παρακαλούμε να ελευθερώσεις τη γλώσσα μας από την αδυναμία, που την κρατάει δεμένη, όπως και τότε κατάργησες, με τη σύλληψη και γέννησή σου, τη σιωπή του πατέρα σου του Ζαχαρία.

Άγιος Σωφρόνιος Ιεροσολύμων

Εξορκίζω όλους τους λαϊκούς .....



"Εξορκίζω όλους τους λαϊκούς, όσοι είστε γνήσια τέκνα της Ορθοδόξου Καθολικής Εκκλησίας, να φεύγετε ολοταχώς από τους ιερείς που υπέπεσαν στην υποταγή στους Λατίνους, και μήτε σε εκκλησία να συγκεντρώνεστε μαζί τους, μήτε να παίρνετε οποιαδήποτε ευλογία από τα χέρια τους. Είναι καλύτερα να προσεύχεσθε στο Θεό στα σπίτια σας μόνοι, παρά να συγκεντρώνεσθε στην εκκλησία μαζί με τους Λατινόφρονες. Ει’ δ’ άλλως, θα υποστήτε την ίδια κόλασι μ’ αυτούς". 

Άγιος Γερμανός Β΄ Κωνσταντινουπόλεως (1222-1240)

Ἡ προσευχή δέν μπαίνει σέ βιτρίνα!

Ἐκκλησιαστική εἴδησις εἶναι ἕνα ἱεραποστολικό καί ποιμαντικό γεγονός, σάν αὐτά πού περιγράφει ὁ ἱστοριογράφος τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, εὐαγγελιστής Λουκᾶς, στίς Πράξεις τῶν Ἀποστόλων. Πλῆθος εἰδήσεων στήν πορεία τῆς πρώτης Ἐκκλησίας! Εἰδήσεις οὐσίας, ὄχι θεαματικῆς παρουσίας... Εἰδήσεις τοῦ ἀθλήματος, πού λέγεται κήρυγμα καί ὄχι προσωποπαγεῖς ἐνέργειες.
• Σήμερα, μέ τά μέσα πού διαθέτουν οἱ δεσποτάδες (ἱστοτόπους μεγάλου βεληνεκοῦς), γιά ἕνα αὐτονόητογεγονός δημοσιεύουν 40 ἕως 60 φωτογραφίες! Δέν εἶναι εἴδησις πρός προβολή ὅτι ἕνας γιατρός μέ τό ἀκουστικό του ἐξετάζει ἕνα ἀσθενῆ! Μόνο χαζός γιατρός θά τό διαφήμιζε με 20 φωτογραφίες!
• Σέ ἱστοσελίδα ἐκκλησιαστικῆς εἰδησεογραφίας, πού σπεύδουν οἱ περισσότεροι Μητροπολῖτες νά ἀπαθανατίσουν μέ 50 καί 60 φωτογραφίες τους μιά Λειτουργία(αὐτονόητο φυσικά γεγονός), τἠν ἴδια μέρα δημοσιεύτηκε μιάὄντως ἐκκλησιαστική εἴδησις και δέκα «πανηγυρτζίδικες» εἰδήσεις! Δέστε τή διαφορά ἀνάμεσα στήν εἴδησι καί τή φιγούρα:
- Ὁ Μακαριώτατος Ἀρχιεπίσκοπος παρέδωσε ὑγειονομικό ὑλικό 7,8 τόνων στά νοσοκομεῖα «Ἁγία Ὄλγα» καί «Ἅγιος Σάββας». Τό ὑλικό συγκεντρώθηκε ἀπό τή φιλανθρωπική ἐκκλησιαστική κίνησι «Ἀποστολή».
Αὐτό ὁπωσδήποτε εἶναι εἴδησις! Καί καλῶς προεβλήθη μέ 3 φωτογραφίες.
- Ὁ Μητροπολίτης (τάδε) χοροστάτησε στόν «τάδε» πανηγυρίζοντα Ναό.
Αὐτό δέν εἶναι εἴδησις! Καί ὅμως, δημοσιεύτηκε με 40 φωτογραφίες! Ἀκόμα καί ὅταν μετελάμβανε ὁ δεσπότης, πρόσεχε νά τόν παίρνη καλά ἡ... κάμερα!
- Ὁ Μητροπολίτης το πρωί μετέβη στόν τάδε Ναό, τό ἑσπέρας στόν ἄλλον, τήν ἑπομένη στόν ἄλλον!
Αὐτό δέν εἶναι εἴδησις, πού δυστυχῶς προβάλλεται (ἡ κάθε ἐπίσκεψις) μέ 30 φωτογραφίες!
• Δέν εἶναι ἀξιοθαύμαστη εἴδησις τό: «Ἐτελέσθη μέ βυζαντινή μεγαλοπρέπεια τό πολυαρχιερατικό συλλείτουργο, μέ συμμετοχή δέκα ἐπισκόπων»!
Παρόμοια γεγονότα δέν συνιστοῦν πληροφορίες περί τοῦ λόγου τῆς ζωῆς, ἀλλά σκανδαλίζουν τό λαό, πού βλέπει αὐτοκρατορικά διαδήματα καί χρυσοποίκιλτες στολές... Ὁ Κύριος τούς καυτηριάζει: «Πάντα τά ἔργα αὐτῶν ποιοῦσι πρός τό θεαθῆναι τοῖς ἀνθρώποις. Πλατύνουσι γάρ τά φυλακτήρια αὐτῶν καί μεγαλύνουσι τά κράσπεδα τῶν ἱματίων αὐτῶν, φιλοῦσι δέ τήν πρωτοκλισίαν ἐν τοῖς δείπνοις καί τάς πρωτοκαθεδρίας ἐν ταῖς συναγωγαῖς» (Ματθ. κγ΄ 5-6).
• Εἴδησις πρός οἰκοδομή τοῦ λαοῦ δέν εἶναι τό νά βγαίνουν στούς δρόμους γιά μεγαλοπρεπῆ λιτανευτική παρέλασι πλῆθος δεσποτάδων!
• Εἴδησις γιά τόν Θεό εἶναι ἡ διοργάνωσις κατηχητικοῦ, κηρυκτικοῦ καίφιλανθρωπικοῦ ἔργου. Εἴδησις θεϊκή εἶναι ἡ μυστική προσευχή ὑπέρ τοῦ σύμπαντος κόσμου καί εἰδικώτερα ὑπέρ τοῦ ποιμνίου τους.
Ποτέ δέν μπαίνουν σέ βιτρίνα ἡ προσευχή καί ἡ ἀγάπη!

Ἱεροκήρυκος ἀρχιμ. Δανιήλ Ἀεράκη

Η ΔΥΝΑΜΗ ΤΟΥ ΣΤΑΥΡΟΥ



Το έτος 1994, κάποιος Αγιορείτης επισκέφθηκε το παλαιό Μοναστήρι του Αγίου Διονυσίου στον Όλυμπο. Εκεί, συνάντησε μια γιαγιά ευλαβέστατη που βοηθούσε τους προσκυνητές. Η γιαγιά αυτή ανέφερε στον μοναχό το εξής, θέλοντας να μάθει την γνώμη του, αν κάνει καλά:
«Όταν βλέπω κανένα φίδι στην αυλή του Μοναστηριού, εδώ έχει πολλά φίδια, το σταυρώνω και το φίδι κοκαλώνει. Γίνεται σαν βέργα. Μετά, το πιάνω και το πετάω έξω. Μου λένε μερικοί: “Χαζή είσαι, που πιάνεις τα φίδια;”· κι εγώ τους λέω: “Γιατί είμαι χαζή; Ποιο είναι ποιο δυνατό, το φίδι ή ο Σταυρός του Χριστού, πάνω στον Οποίον σταυρώθηκε ο Χριστός και έσωσε τον κόσμο;”. Με την δύναμη του Σταυρού, όταν θέλω να ζυμώσω, βάζω αλεύρι και νερό, τα ανακατεύω, τα σταυρώνω, μετά σηκώνεται το προζύμι και κάνω ψωμί».

Κάποιος μπουλντοζιέρης, κατάκοπος από την εργασία του, ξάπλωσε μια καλοκαιρινή νύχτα να ξεκουραστεί. Αισθάνθηκε στον ύπνο του ένα βάρος να τον πιέζει και ξύπνησε αλλά δεν μπορούσε να αντιδράσει. Έβλεπε ένα μαύρο, κάτι σαν σκυλί που προχωρούσε σιγά–σιγά προς το κεφάλι του και τον πλάκωσε. Πήγαινε να του βγει η ψυχή. Όταν όμως έφθασε μέχρι το στήθος, άκουσε μια φωνή: «Αν δεν είχες “αυτό” (=τον Σταυρό) στο στήθος σου, θα έβλεπες τι θα πάθαινες!» και αμέσως εξαφανίστηκε. Ευχαρίστησε τον Θεό, έκανε τον σταυρό του και κατάλαβε πόσο μεγάλη είναι η δύναμη του Σταυρού, που τυπικά φορούσε πάνω του μέχρι τότε…

[«Ασκητές μέσα στον κόσμο»
τόμ. β΄, μέρος α΄, βιογρ. ιστ΄, σελ. 386–387,
Άγιον Όρος 20118.]

Και ο θάνατος και καθετί γίνεται με την καθοδήγηση της Θείας Πρόνοιας

Προς τη μάνα που 
έχασε το παιδί της...

Εσκόπευα να σιωπήσω απέναντι της κοσμιότητάς σου σκεπτόμενος ότι, όπως εις οφθαλμόν, ο οποίος πάσχει από φλεγμονήν, και το απαλώτερον επίθεμα προκαλεί ερεθισμόν, ούτω και εις την ψυχήν, η οποία έχει κτυπηθή από βαρειάν θλίψιν, ο λόγος, όσην παρηγορίαν και αν της φέρη, φαίνεται κάπως να την ενοχλή, όταν προσφέρεται την ώραν της αγωνίας.

Επειδή όμως εσκέφθην ότι πρόκειται περί Χριστιανής εκπαιδευ­μένης εις τα θεία από πολύν καιρόν και πεπειραμένης εις τα ανθρώπινα, δεν ενόμισα ότι θα ήτο ορθόν να παραλείψω το καθήκον μου.

Γνωρίζω ποια είναι τα σπλάγχνα των μητέρων και, όταν ιδίως ενθυμηθώ τους ιδικούς σου καλούς και ημέρους τρόπους προς όλους, λογαριάζω πόσον μεγάλος πρέπει να είναι ο πόνος διά την παρούσαν συμφοράν. Έχασες υιόν, τον οποίον εμακάριζαν όλαι αι μητέρες, όσον εζούσε, και ηύχοντο τέτοιοι να είναι και οι ιδικοί των, όταν δε απέθανεν, έκλαυσαν σαν να είχε θάψει κάθε μία τον ιδικόν της. Ο θάνατος εκείνου υπήρξε πλήγμα εις δύο πατρίδας, την ιδικήν μας και την των Κιλίκων. Μ’ εκείνον μαζί έπεσε το μέγα και ένδοξον γένος, κατέρρευσε σαν να μετεκινήθη η βάσις του. Ω συναπάντημα πο­νηρού δαίμονος, πόσον τρομερόν κακόν κατώρθωσες νά προκαλέσης! Ω γη, που ηναγκάσθης να υποφέρης ένα πάθος σαν αυτό! Και ο ήλιος ασφαλώς θα έφριττεν, αν είχεν αίσθησιν, εμπρός εις εκείνο το σκυθρωπόν θέαμα. Και τί ημπορεί να είπη κανείς που να εκφράζη όσα η απελπισία τής ψυχής του υπο­βάλλει να είπη;

Αλλά, όπως εδιδάχθημεν από το Ευαγγέλιον, τα όσα μας συμβαίνουν δεν είναι άνευ της καθοδηγήσεως της προνοίας, διότι ούτε σπουργίτης δεν πίπτει χωρίς το Θέλημα του πατρός ημών. Ώστε ό,τι έγινεν έγινε με το θέλημα του κτίστου ημών. Εις το βούλημα δε του Θεού ποιός ημπορεί ν’ αντισταθή; Ας δεχθώμεν λοιπόν το συμβάν· διότι με την δυσανασχέτησιν ούτε το γενόμενον διορθώνομεν και επί πλέον καταστρέφομεν τους εαυτούς μας. Ας μη κατηγορήσωμεν την δικαίαν κρίσιν τού Θεού, διότι είμεθα πολύ αμαθείς, διά να ελέγχωμεν τας ανεκφράστους κρίσεις αυτού. Τώρα ο Κύριος δοκιμάζει την προς αυτόν αγάπην σου. Τώρα έχεις την ευκαιρίαν να λάβης διά της υπομονής την μερίδα των μαρτύρων. Η μητέρα των Μακκαβαίων είδε τον θάνατον επτά παιδιών και δεν εστέναξεν, ούτε έχυσεν αγενές δάκρυον, αλλά λόγω των ευχαριστιών της προς τον Θεόν, την ώραν που τους έβλεπε ν’ απαλλάσσωνται από τα δεσμά τής σαρκός με πυρ και σίδηρον και σκληρά βα­σανιστήρια, εκρίθη από μεν τον Θεόν ευδόκιμος, από δε τους ανθρώπους αοίδιμος. Μεγάλη η συμφορά, το ομολογώ και εγώ· αλλά μεγάλοι και οι μισθοί που απόκεινται από τον Κύ­ριον εις τους υπομένοντας.

Όταν έγινες μητέρα και είδες το παιδί σου και ηυχαρίστησες τον Θεόν, εγνώριζες πάντως ότι είσαι θνητή και εγέννησες θνητόν. Τί το παράδοξον λοιπόν, που ο θνητός απέθανεν; Αλ­λά μας λυπεί ότι τούτο συνέβη προώρως. Είναι άγνωστον, εάν τούτο δεν είναι εύκαιρον, διότι ημείς δεν γνωρίζομεν να εκλέγωμεν τα συμφέροντα εις τας ψυχάς και να ορίζωμεν προθεσμίας εις την ανθρωπίνην ζωήν. Στρέψε τα μάτια σου γύρω εις όλον τον κόσμον όπου κατοικείς, και θα κατανοήσης ότι όλα τα βλεπόμενα είναι θνητά και ότι υπόκεινται όλα εις την φθοράν. Κύτταξε επάνω εις τον ουρανόν κάποτε θα διαλυθή και αυτός. Προς τον ήλιον· ούτε αυτός θα παραμείνη. Οι αστέρες όλοι, τα ζώα τής ξηράς και των υδάτων, αι ωραιότητες της γης, η ιδία η γη, όλα είναι φθαρτά, όλα δεν θα υπάρχουν ολίγον αργότερα.

Ας είναι λοιπόν η περί τούτων σκέψις παρηγορία διά το συμβάν. Μη μετράς το πάθος καθ’ εαυτό, διότι τότε θα σου φανή αφόρητον· αλλά, αν το συγκρίνης με όλα τα ανθρώπινα, τότε θα ευρής δι’ αυτό παρηγορίαν. Επάνω δε από όλα έχω να είπω εκείνο το σπουδαίον, λυπήσου τον σύζυγον· να γίνετε παραμυθία ο ένας εις τον άλλον· μη του κάμης σκληροτέραν την συμφοράν με το να διαλύης τον εαυτόν σου εις το πένθος. Γενικώς δεν νομίζω ότι υπάρχει λόγος που είναι αρκετός διά να δώση παρηγορίαν, αλλά πιστεύω ότι διά την παρούσαν λύπην απαιτείται προσευχή.

Εύχομαι λοιπόν ο ίδιος ο Κύριος εγγίζων την καρδίαν σου κατά την ανέκφραστον δύναμίν του να ανάψη το φως εις την ψυχήν σου διά των αγαθών λογισμών, ώστε να έχης από μέ­σα σου τας πηγάς τής παραμυθίας.

(Μεγάλου Βασιλείου Έργα, ΕΠΕ τόμος 2, Πατερικαί Εκδόσεις «Γρηγόριος ο Παλαμάς»)

Ολα τα δαιμόνια… συνεργάζονται μεταξύ τους!



Πόλεμος πονηρών πνευμάτων

ΕΡ.: Πώς μας πολεμούν τα πονηρά πνεύματα;

ΑΠ.: Πρώτα-πρώτα πρέπει να ξέρετε ότι, στον δαιμονικό πόλεμο εναντίον των ανθρώπων, κάθε πονηρό πνεύμα έχει τον δικό του ρόλο.

Κάθε αμαρτία γίνεται με την παρακίνηση ή και τη συνεργεία ορισμένου δαιμονίου και κάθε πάθος υποστηρίζεται από ορισμένο δαιμόνιο. Έτσι, τα ηγετικά δαιμόνια είναι οχτώ, όσα και τα θανάσιμα πάθη: της γαστριμαργίας, της πορνείας, της φιλαργυρίας, της λύπης, της οργής, της ακηδίας, της κενοδοξίας, της υπερηφάνειας.

Κάθε πονηρό πνεύμα, πολεμώντας μας, ενεργεί με τους δικούς του τρόπους, ανάλογα με το πάθος που υποστηρίζει. Όλα, πάντως, τα δαιμόνια συνεργάζονται μεταξύ τους, για να μας βυθίσουν σε όσο το δυνατό περισσότερα πάθη και να μας κάνουν δούλους της αμαρτίας, ώστε να μας χωρίσουν από το Θεό και να μας οδηγήσουν στον αιώνιο θάνατο.

Βέβαια, η δύναμη των δαιμόνων δεν είναι ανεξέλεγκτη και ή δραστηριότητα τους δεν είναι απεριόριστη. Μας πολεμούν μόνο αν τους το επιτρέψει ο Θεός -και όσο τους το επιτρέψει, ποτέ πάντως πέρα από τα όρια της αντοχής μας (Α’ Κορ. 10:13)- , για να δοκιμαστούν η προαίρεσή μας, η πίστη μας και η αγάπη μας σ’ Εκείνον, ή αν τους δώσουμε εμείς οι ίδιοι το δικαίωμα με την αμέλειά μας, τη ραθυμία μας, την απροσεξία μας και, προπάντων, την υπερηφάνειά μας.

Τα πονηρά πνεύματα μας πολεμούν με πολλούς τρόπους. Με ποιούς;

Πρώτον, με τους εμπαθείς λογισμούς, με τους οποίους αιχμαλωτίζουν το νου, τον σκοτίζουν και τον πειθαναγκάζουν να συναινέσει στην αμαρτία.

Δεύτερον, με τα πάθη, που υπάρχουν μέσα μας, από τα οποία παίρνουν τις αφορμές για να υποκινήσουν τους εμπαθείς λογισμούς.

Τρίτον, με τις σωματικές αισθήσεις -την ακοή, την αφή, τη γεύση, την όσφρηση και, προπάντων, την όραση- μέσ’ από τις οποίες, σαν από πόρτες, περνούν στη ψυχή ποικίλα εξωτερικά ερεθίσματα, που ξεσηκώνουν τα πάθη μας και μας σπρώχνουν στην αμαρτία.

Τέταρτον, με άλλους ανθρώπους, τους οποίους βάζουν είτε να μας κατατρέχουν και να μας αδικούν είτε να μας παρασύρουν στην αμαρτία.

Πέμπτον, με θλίψεις, βάσανα και αρρώστιες.

Μας πολεμούν και με άλλους τρόπους τα πονηρά πνεύματα, αλλά οι κυριότεροι είναι αυτοί οι πέντε. Όπως κι αν μας πολεμούν, πάντως, καθόλου δεν μπορούν να μας βλάψουν, εφόσον με τα θεία Μυστήρια του Βαπτίσματος και του Χρίσματος έχουμε λάβει τη χάρη και τις δωρεές του Αγίου Πνεύματος, εφόσον έχουμε βαθιά πίστη στο Θεό και εφόσον αγωνιζόμαστε για την τήρηση των εντολών Του με σταθερότητα και ανδρεία, με ταπεινοφροσύνη και υπομονή, με προσευχή και νηστεία, με τακτική Εξομολόγηση και συχνή θεία Κοινωνία.

(Γέροντος Ευστρατίου, «Απαντήσεις σε ερωτήματα Χριστιανών», Ι. Μ. Παρακλήτου, 2008)

Εδώ ετοιμάζουμε την κόλαση η τον παράδεισο



Όχι ο Θεός δεν καταδικάζει, ο άνθρωπος διαλέγει. 
Ο άνθρωπος πάει στην αιωνιότητα με τις αμαρτίες του. 
Αν ήσουν πόρνος ή μέθυσος ή δεν είχες αγάπη έτσι θα πας πέρα. 
Εδώ στη γη μπορείς να ικανοποιήσεις τα πάθη σου, και φόνο μπορείς να κάνεις για να ικανοποιηθείς. 
Ο άνθρωπος παραμένει με οποιαδήποτε αμαρτωλή ροπή και στον άλλο κόσμο. 
Μόνο που δεν μπορεί πια να την ικανοποιήσει. 
Για τον αμαρτωλό αυτά είναι τα βάσανα της κόλασης. 
Δεν είναι τιμωρία. 
Ο άνθρωπος βασανίζεται από την ίδια την επιλογή του. 
Ο Θεός δεν μας προσφέρει την κόλαση. 
Ο Θεός μας λέγει “ Δεύτε κληρονομήσατε τη Βασιλεία των Ουρανών ”. 
Ο άνθρωπος φέρει την ίδια την κόλαση. 

Αυτό σημαίνει ότι την κόλαση και τον Παράδεισο μας τα ετοιμάζουμε εδώ. 

Από το περιοδικό « LUMEA MONAHILOR » 
Του π. Πετρώνιου, πρώην δικαίου της Σκήτης Τιμ. Προδρόμου Άγιου Όρους

Γίνεται ο άνθρωπος εικόνα του Θεού όταν ζει ορθά και θεάρεστα

Ο αληθινός άνθρωπος φροντίζει να είναι ευσεβής. Και ευσεβής είναι εκείνος που δεν επιθυμεί τα ξένα πράγματα. Ξένα για τον άνθρωπο είναι όλα τα κτίσματα, και σαν εικόνα του Θεού που είναι, όλα τα περιφρονεί. Γίνεται ο άνθρωπος εικόνα του Θεού όταν ζει ορθά και θεάρεστα. Αυτό δεν μπορεί να γίνει, αν δεν απομακρυνθεί ο άνθρωπος από τις μέριμνες της ζωής. Εκείνος που έχει νου που αγαπά το Θεό, γνωρίζει πόση ψυχική ωφέλεια και ευλάβεια προέρχεται από αυτό. Ο θεοσεβής άνθρωπος δεν κατηγορεί κανένα για τις αμαρτίες του παρά μόνο τον εαυτό του. Και αυτό είναι σημάδι σωτηρίας της ψυχής.


Μέγας Αντώνιος

Όταν σου έρχεται η θλίψις, να παρηγορήσαι ότι και πάλιν θα σου έλθη η χαρά και η γαλήνη



Όταν σου έρχεται η θλίψις, να παρηγορήσαι ότι και πάλιν θα σου έλθη η χαρά και η γαλήνη.
Συνεχώς ενθυμού τον θάνατον, αυτή η μνήμη θα σου δίδη πολύ κουράγιο εις τα λυπηρά του ματαίου τούτου βίου και θα γεμίζη η ψυχή σου παρηγορίαν. Τα βάσανα της ζωής μίαν ημέραν, παιδί μου, θα λήξουν, διότι ο κόσμος παρέρχεται, μόνον ό,τι πράξη κανείς δια την δόλια του ψυχήν, εκείνο αιώνια θα μείνη ή προς ύψος ή προς βάθος και απώλειαν.

Γέροντας Εφραίμ Φιλοθεΐτης

"...Το χέρι του Θεού είναι από πάνω μας και μοιράζει..."




"Όλα όσα ζείτε και βλέπετε γύρω σας,

ή από τηλεοράσεων, μην σας τρομάζουν. 

Το χέρι του Θεού είναι από πάνω μας 

και μοιράζει. 

Το δάκρυ της Μαρίας που τον παρακαλάει 

για μας, είναι αυτές οι βροχούλες 

που έρχονται μες το καλοκαίρι...

Μόνο να πιστεύετε, να συγχωρείτε,

και να μην απελπίζεστε. 

Οι Άγγελοί Του, είναι γύρω μας. 

Είμαστε προστατευμένοι. 

Είμαστε τα παιδιά Του..."


Σταμάτης Σπανουδάκης

Αυθεντική Ορθόδοξη ζωή

Πολλές φορές γίνεται λόγος για την αξία των έργων στη Χριστιανική ζωή, και δικαίως, αφού τα έργα τού ανθρώπου αποδεικνύουν την ποιότητα του περιεχομένου τής πίστεως. Άρα η ουσία τής πίστεως είναι αυτή που καρποφορεί την ποιότητα των έργων. Πίστις λοιπόν. Η βάσις και το έδαφος πάνω στο οποίο καρποφορεί ο τρόπος ζωής τού ανθρώπου. Αλλά περί ποίας πίστεως γίνεται αναφορά;Εάν πραγματοποιηθεί μια δημοσκόπησις για το τι ακριβώς πιστεύουν όσοι δηλώνουν πιστοί, οι απαντήσεις θα είναι τόσο διαφορετικές και αντικρουόμενες που ίσως θα απορεί κανείς εάν δόθηκαν από όντως ανθρώπους πιστούς.

Αλλά, επιτέλους, ποια είναι αυτή η αυθεντική, η σώζουσα πίστις για την οποία ο Θείος Απόστολος γράφει στο Αποστολικό μας ανάγνωσμα “Και ημείς εις Χριστόν Ιησούν επιστεύσαμεν ίνα δικαιωθώμεν εκ πίστεως Χριστού”; Αυτό είναι το ζήτημα που κυρίως θα πρέπει να μας απασχολεί, δοθέντος ότι τα τόσα προβλήματα της καθημερινότητος, ακόμα και τα μεγάλα εν πολλοίς είναι “τεχνητά” και άνευ ουσίας για την ύπαρξή μας και την πορεία μας προς την αιωνιότητα.
Το πρώτο και κύριο που πρέπει να πιστεύουμε και να γνωρίζουμε είναι ότι ο Χριστός είναι “Ο Υιός τού Θεού τού ζώντος”! Μια αλήθεια μοναδική που αποκαλύπτει ο ίδιος ο Ουράνιος Πατήρ στον Ιορδάνη ποταμό και στο όρος Θαβώρ τής Μεταμορφώσεως. Αλήθεια και πίστη ακράδαντη που ομολογεί ο Πέτρος και φυσικά διακηρύσσουμε όλοι μας διά του Ιερού Συμβόλου τής Πίστεως. “Και εις ένα Κύριον, Ιησούν Χριστόν, τον Υιόν τού Θεού τον μονογενή, τον εκ του Πατρός γεννηθέντα προ πάντων των αιώνων...”.
Αυτή η θεμελιώδης δογματική αλήθεια, μας οδηγεί σε μια άλλη σώζουσα και απολύτως αναγκαία, ότι ο Χριστός είναι ο Σωτήρας και Λυτρωτής μας.
Ο αναμάρτητος Ιησούς φορτώθηκε με τις δικές μας αμαρτίες. Απέθανε επάνω στο ξύλο τού Σταυρού που από τη στιγμή που προσηλώθηκε πάνω του ο Λυτρωτής καθίσταται οδός σωτηρίας, όπλον κατά τού διαβόλου και ξύλον ευλογίας και αγιασμού. Επάνω στον τίμιο Σταύρο ο Θεάνθρωπος Ιησούς έδωσε το αίμα Του προς εξόφλησιν των αμαρτιών μας. 
Αυτήν ακριβώς την συγκλονιστική πραγματικότητα διακηρύσσει ο Απ. Πέτρος όταν καταγράφει στην Καθολική του Επιστολή “Ελυτρώθητε... τιμίω αίματι ως αμνού άμώμου και ασπίλου Χριστού” ( Α΄Πέτρ. α΄18-19).
Εάν τώρα ο κάθε πιστός εμβαθύνει στην αλήθεια αυτή, με συγκίνηση και ενθουσιασμό θα συνειδητοποιήσει ότι ο Χριστός δεν είναι με την γενική έννοια ο Σωτήρ τού κόσμου, αλλά ότι είναι “ο προσωπικός μου Σωτήρας”. Και πάλι το σύμβολο της Πίστεως διακηρύσσει “Σταυρωθέντα τε υπέρ ημών επί Ποντίου Πιλάτου, και παθόντα και ταφέντα”. Αλήθεια, μπορεί ανθρωπίνη καρδιά να μείνει ασυγκίνητη μπροστά σε αυτή την πραγματικότητα της εσταυρωμένης αγάπης; Αδύνατον, εάν όντως υπάρχει και η ελαχίστη συνείδησις και εάν δεν έχει επέλθει πώρωσις.
Φυσικά στον χώρο τής Ορθοδόξου Εκκλησίας μας διαφυλάσσεται και διασφαλίζεται δέσμη δογματικών αληθειών που στην υπαρξιακή τους έκφανση οδηγούν τον άνθρωπο στον εξαγιασμένο προορισμό του. Και ένα από τα καίρια των δογματικών αληθειών που πιστεύουμε και άνευ αντιρρήσεως καθορίζει την ουρανοδρόμο πορεία μας, είναι ότι ο Χριστός θα είναι ο δίκαιος Κριτής μας. “Και πάλιν ερχόμενον μετά δόξης κρίναι ζώντας και νεκρούς”. Μάλιστα, ο Χριστός που ήρθε την πρώτη φορά ταπεινώς για να σώσει τον κόσμο, θα έλθει και δευτέρα; φορά, δοξασμένος και Κριτής για να κρίνει εν τη δικαιοσύνη του Ευαγγελίου τον κόσμο.
Αυτή λοιπόν η πίστις, όχι μια γενική και αόριστη πίστις , αλλά η πίστις που διακηρύσσει από την ημέρα τής Πεντηκοστής η Εκκλησία μας και θα διατρανώνει έως το τέλος, σώζει και δικαιώνει τον άνθρωπο. Αυτή η αγωνιστική ζωή, μέσω των Ιερών Μυστηρίων, αποσκορακίζει την αμαρτία και καρποφορεί τα έργα τής αρετής.
Και το ότι αυτά δεν αποτελούν απλές θεωρίες και διανοητικές θεολογικές επεξεργασίες, αλλά βίωμα, το βλέπουμε στην ζωή όλων των Αγίων τής Εκκλησίας μας. Αλλά εκείνο που θα πρέπει να μας απασχολήσει στην ζωή των Αγίων είναι η απόλυτη εμμονή τους στις δογματικές Αποστολικές αλήθειες. Οι αγώνες που ξεκινούσαν όταν έβλεπαν αυτές τις αλήθειες να αλλοιώνονται και να παραχαράσσονται από τους αιρετικούς ή όταν οι σχισματικοί έφεραν σοβαρούς κραδασμούς στην Εκκλησιολογική συνοχή.
Το θέμα όμως που τίθεται τώρα προς τον καθένα μας είναι το εξής: “Γνωρίζουμε τις σώζουσες αλήθειες τής πίστεώς μας; Έχουμε συνειδητοποιήσει (όσο το δυνατόν βεβαίως) τι είναι ο Χριστός; Έχουμε την απόλυτη βεβαίωση ότι μόνο ο Χριστός σώζει και ότι αργά ή γρήγορα θα βρεθούμε ενώπιόν του προς απολογίαν;”
Αυτά είναι τα μεγάλα ερωτήματα που δεν θα πρέπει να μας αφήνουν στον θανατηφόρο ύπνο τής πνευματικής ραστώνης και τής σατανικής αναισθησίας.
Στο χέρι μας είναι το να ανθήσει μέσα μας η ζωντανή πίστη τού Χριστού. Στην διάθεσή μας είναι το να δεχθούμε ή αλλοίμονο το να αρνηθούμε την σωτηρία που μας παρέχει η ανοιχτή αγκάλη τού Εσταυρωμένου και Αναστημένου Κυρίου και Θεού μας. Μόνο όποιος έχει χάσει τα λογικά του και μισεί την ύπαρξή του, αρνείται την προσφερομένη σωτηρία.
Ας ανοίξουμε λοιπόν την καρδιά μας με θάρρος και εμπιστοσύνη στον Σωτήρα μας και ας ενταχθούμε οργανικά στο μυστικό του Σώμα, δηλ. στον λειτουργικό χώρο τής Εκκλησίας μας.
Και αν αισθανόμαστε ότι μεταξύ ημών και του Θεού υπάρχει κάποιο εμπόδιο που παρεμβάλλεται και δεν μας επιτρέπει την άμεση επικοινωνία τής δικαιώσεως και της χαράς τού Πνεύματος, εάν κάτι επιμένει να εμποδίζει το φως Τού Χριστού να καταυγάσει την όλη ύπαρξή μας, ε, τότε, αφού διδαχθούμε και γνωρίσουμε τις μεγάλες αλήθειες τής Ορθοδόξου πίστεως, ας αγωνισθούμε να τις εφαρμόσουμε με ιερό ενθουσιασμό και με την βεβαιότητα της χάριτος.Αμήν.

Αποστολικό Ανάγνωσμα Κυριακής μετά την Ύψωσιν
(Γαλάτ. Β' 16-20)
Αρχ. Ιωήλ Κωνστάνταρος

http://thriskeftika.blogspot.gr

Ο όρκος στον έξω απ'δώ


Γονατιστός ὁ Γέροντας καί μέ τό κεφάλι τελείως γερμένο ὥστε νά ἀκουμπᾶ στό ἔδαφος τρανταζόταν ἀπό τούς λυγμούς. Πύρινα τά δάκρυά του χύνονταν στό χῶμα τοῦ κελιοῦ του ἔχοντας σχηματίσει ἤδη μιά μικρή λίμνη ἀπό λάσπη. Μά δέν τολμοῦσε νά ὑψώσει τό κεφάλι καί νά ἀντικρύσει τήν γλυκιά μορφή τῆς ῾Υπεραγίας Θεοτόκου πού δέσποζε στό εἰκονοστάσι του κρατώντας τόν μικρό Χριστό. ῾Κύριε ᾽Ιησοῦ Χριστέ, ἐλέησόν με. ῾Υπεραγία Θεοτόκε, σῶσόν με᾽, ψέλλιζαν διαρκῶς τά χείλη του. ῾Βοήθα με, Παναγιά μου. Δέν ἀντέχω ἄλλο τόν πειρασμό. Νιώθω τόσο βρωμερός ἐνώπιόν Σου καί ἐνώπιον τοῦ Κυρίου καί Θεοῦ μου᾽. 
Σταμάτησαν κάποτε οἱ λυγμοί καί τά δάκρυα. ῾Ο Γέροντας σηκώθηκε ἀργά, μά δέν τόλμησε γιά μιά ἀκόμη φορά νά κοιτάξει πρός τήν Παναγία Μητέρα τοῦ Κυρίου καί τόν ῎Ιδιο. Τοῦ φαινόταν ὅτι ὁ Οὐρανός ἦταν κλειστός ἀπέναντί του. ᾽Αμέτοχος σέ ὅ,τι διαδραματιζόταν στήν ψυχή, ἀλλά καί στό σῶμα του. ῾Η ἐνίσχυση πού περίμενε δέν ἐρχόταν. 
῎Εσυρε τά βήματά του καί σκέφτηκε νά πάρει καί πάλι ἕνα ξύλο πού ᾽χε μαζέψει στό φτωχικό κελί του καί νά κτυπήσει τό σῶμα του. ῾Η πύρωση τῆς σάρκας πού εἶχε ξεκινήσει ἐδῶ καί κάποιο καιρό τόν εἶχε τρομοκρατήσει καί βλέποντας τήν διάρκειά της τόν εἶχε σχεδόν καταβάλει. ῾Μά δέν εἶναι δυνατόν στήν ἡλικία μου νά ἔχω τέτοιους λογισμούς γιά γυναίκα καί νά εἶμαι τόσο ξαναμμένος στήν σάρκα!᾽ σκεφτόταν καί ξανασκεφτόταν διαρκῶς. ῾᾽Ασφαλῶς πρόκειται γιά δαιμονική ἐπίθεση. Γιά πειρασμό τοῦ διαβόλου᾽. 
Αὔξησε ἀπό τήν ὥρα πού ξεκίνησε ἡ σαρκική πύρωση τούς ἀσκητικούς του ἀγῶνες. ῎Ηδη βεβαίως ἔτρωγε ἐλάχιστα, ἀφότου ἐδῶ καί πολλά χρόνια εἶχε ἀποσυρθεῖ σέ μιά σπηλιά πού ἔκανε κελί του στό ὄρος τῶν ᾽Ελαιῶν. Τό γεγονός ὅτι βρισκόταν σέ μιά περιοχή πού εἶχαν ἁγιάσει ὁ ἴδιος ὁ Κύριος καί ἡ Παναγία Μητέρα Του τόν ἔκανε κάθε φορά νά νιώθει ἰδιαίτερα εὐλογημένος καί τά κατανυκτικά δάκρυα νά μήν τόν ἐγκαταλείπουν σχεδόν καθόλου. Εἶχε ἀποφασίσει νά μείνει ἐκεῖ μέχρι τό τέλος τῆς ζωῆς του καί μάλιστα χωρίς ποτέ νά βγεῖ ἀπό τήν σπηλιά. ῾Η ζωή τοῦ ἔγκλειστου ἀσκητῆ ἦταν ἐκείνη πού τόν εἶχε θέλξει καί λειτουργοῦσε ὡς ὅραμα καί στήν δική του ζωή. Καί πράγματι γιά πολλά χρόνια βρισκόταν ἐκεῖ κι ἡ φήμη του ὡς ἔγκλειστου ἄρχισε νά ἁπλώνει. Πολλοί ἀνέβαιναν στόν τόπο πού ἀσκεῖτο, φέρνοντάς του μερικά παξιμάδια καί χόρτα ὡς φαγητό, ἐπικαλούμενοι ἐπιπλέον νοερά τίς εὐχές του. ῾῞Ενας τέτοιος ἄνθρωπος ἀφιερωμένος στόν Θεό ἀσφαλῶς θά ἔχει μεγάλη παρρησία σ᾽ Αὐτόν᾽ ἦταν ἡ λογική σκέψη τῶν καλῶν ἀνθρώπων. Κι ἔβλεπαν τό ἀποτέλεσμα ἄμεσα στήν ζωή τους. Πολλά ἀπό τά προβλήματά τους ἐπιλύονταν μέ τήν ἐπίκληση τῶν εὐχῶν τοῦ Γέροντα. 
῾Ο Γέροντας περιόρισε ἀκόμη περισσότερο τό λιτότατο φαγητό του. ῎Ετρωγε πιά μιά φορά τήν ἑβδομάδα λίγα παξιμάδια καί χόρτα, ἐνῶ οἱ γονυκλισίες καί οἱ ἀγρυπνίες του πολλαπλασιάστηκαν. Κάποιες φορές κτύπησε καί τό σῶμα του. ῎Ηλπιζε ὅτι μέ τόν τρόπο αὐτόν ὁ σαρκικός πειρασμός θά ἔφευγε. Μάταια ὅμως. ῾Η πύρωση στήν σάρκα του ὄχι μόνον δέν ἔφευγε, ἀλλ᾽ αὐξανόταν ὁλοένα καί περισσότερο. ῾Ο δαίμονας τῆς πορνείας ἔκανε καλά τήν δουλειά του. Ποιός ξέρει ποιά δίοδο κενοδοξίας βρῆκε στόν μεγάλο ἀγωνιστή καί ἀσκητή καί τοῦ ᾽δωσε τό δικαίωμα τέτοιου πειρασμοῦ του! 
῾Ο πειρασμός τοῦ Γέροντα δυστυχῶς μέ τόν καιρό γινόταν ἐπικίνδυνος. ῎Οχι γιατί ἐξακολουθοῦσε νά ὑφίσταται, ἀλλά γιατί ὁ Γέροντας ἄρχισε νά παρουσιάζει σημάδια παραίτησης καί ἀπελπισίας. Μιά μέρα μάλιστα πού ἡ ἐπίθεση τοῦ πονηροῦ ἔγινε πολύ σφοδρή, πού ὁ Γέροντας ὄρθιος πηγαινοερχόταν μέσα στό μικρό κελί του χωρίς νά ξέρει τί νά κάνει γιά νά κατευνάσει τό ξάναμμα τῆς σάρκας του, ἄρχισε νά χάνει τό κουράγιο του. 
Ξέσπασε. ῾῾Ως πότε, πονηρέ καί ἀρχέκακε, θά μέ πολεμᾶς; Ποτέ δέν θά ὑποχωρήσεις; Γέρασα πιά, μαράθηκε τό σῶμα μου, γι᾽ αὐτό σοῦ δίνω κι ἐγώ ἐντολή νά γεράσεις κι ἐσύ μαζί μου. Φύγε, σατανᾶ. ῞Υπαγε ὀπίσω μου᾽. 
Σάν νά ᾽κουσε ἕνα μικρό γέλιο πίσω του ὁ Γέροντας. Ξαφνιάστηκε κι ἔστρεψε τό κεφάλι του ἀπό τήν μεριά πού ἀκούστηκε. Πάγωσε τό αἷμα στίς φλέβες του. Μπροστά του ὀφθαλμοφανῶς στεκόταν τό πονηρό πνεῦμα, μαῦρο στήν ὄψη καί μάτια κόκκινα γεμάτα ἀπό ταραχή. 
῾Γέρο᾽, ἄκουσε νά τοῦ λέει. ῾Δέν ξέρεις ὅτι ἐμεῖς δέν γερνᾶμε; Ποτέ δέν πρόκειται νά σταματήσω ἀπέναντί σου τόν πόλεμο. Μέχρι νά πεθάνεις, δέν θά σέ ἀφήσω σέ ἡσυχία. Εἶσαι τό θήραμά μου καί θά σέ καταπίνω σιγά σιγά. Θά σέ ταλαιπωρῶ συνέχεια. Εἶμαι πολύ πιό ἰσχυρός ἀπό σένα. Κι ἀπ᾽ ὅ,τι βλέπεις…᾽, ἄφησε ὁ πονηρός νά σέρνεται ἡ φράση του, ῾ἀπ᾽ ὅ,τι βλέπεις, δέν ἔχεις κανένα σύμμαχο. ᾽Εγώ κι ἐσύ εἴμαστε᾽. 
Ὁ τρόμος καί ὁ πανικός ἄρχισαν νά καταβάλλουν τόν ἀσκητή. Τό δόλωμα τῶν λόγων τοῦ πονηροῦ πνεύματος σάν νά ἔπιαναν τόπο στήν κουρασμένη ψυχή του. 
῾῞Ομως᾽, ἀκούστηκε καί πάλι ἡ συριχτή φωνή τοῦ δαίμονα, ῾ἐπειδή σέ λυπᾶμαι, ὑπάρχει τρόπος νά ἀπαλλαγεῖς ἀπό ἐμένα. Στό χέρι σου εἶναι᾽. Εἶπε καί περίμενε. 
῾Τί ᾽ναι αὐτό;᾽ εἶπε ἐντελῶς ξέψυχα ὁ Γέροντας. ῾Μέ ποιόν τρόπο θά μέ ἀφήσεις ἐπιτέλους ἥσυχο;᾽ Φαινόταν παραδομένος. 
῾Θέλω νά μοῦ ὁρκιστεῖς βέβαια ὅτι αὐτό πού θά σοῦ πῶ δέν θά τό πεῖς σέ κανέναν ἀπολύτως. Καί σοῦ ὑπόσχομαι ὅτι δέν θά σέ ξαναπολεμήσω ἄλλο᾽. 
Χωρίς νά πολυσκεφτεῖ ὁ ἔγκλειστος ἀσκητής, μπροστά στήν ἀπαλλαγή τοῦ ἐξουθενωτικοῦ πολέμου του, ἔσπευσε νά συμφωνήσει.῾Ο ὅρκος του ἀκούστηκε φρικτός. 
῾Μά Αὐτόν πού κατοικεῖ στούς οὐρανούς δέν θά πῶ σέ κανέναν ὅσα μοῦ πεῖς᾽. 
Σάν νά τοῦ φάνηκε ὅτι τρεμόπαιξε τά σκοτεινά μάτια του ὁ πονηρός στό ἡμίφως τοῦ κελιοῦ, πού φωτιζόταν γλυκά ἀπό τό καντήλι πού ἔκαιγε μπροστά στήν εἰκόνα τῆς Παναγίας τῆς Γλυκοφιλούσας. Δέν γύρισε ὅμως νά δεῖ τό δάκρυ πού κύλισε ἀπό τά μάτια Της. Ἡ ὕπαρξή του ἦταν κυριευμένη τήν ὥρα ἐκείνη ἀπό τό πνεῦμα πού ὕπουλα τοῦ μιλοῦσε καί τόν καθοδηγοῦσε στήν καταστροφή. 
Ξανάρχισε πάλι ὁ δαίμονας. ῾Θέλω…᾽, εἶπε καί κοντοστάθηκε, ῾θέλω… νά μήν ξαναπροσκυνήσεις τήν εἰκόνα αὐτή πού ἔχεις στό κελί σου᾽. Δέν τόλμησε νά ὀνοματίσει τό ὄνομα τῆς ῾Υπεραγίας Θεοτόκου κι οὔτε κἄν νά στραφεῖ νά Τήν δεῖ. Γιατί ὅσες φορές τό εἶχε ἐπιχειρήσει εἶχε νιώσει νά καίγεται. Καί μόνο ἡ ἀναφορά στό ὄνομά Της καί μόνο ἡ θέα τοῦ προσώπου Της τόν ἔκαναν νά ἐξαφανίζεται μέσα σέ μιά φωτιά τυραννική. 
Σάν νά συνῆλθε λίγο ὁ ἀσκητής ἀπό τήν χαύνωση πού βρισκόταν. ῾Νά μήν ξαναπροσκυνήσω τήν εἰκόνα τῆς Παναγίας;᾽ ᾽Από τήν ἄλλη σκεφτόταν τήν ἀλάφρωσή του ἀπό τόν πόλεμο τοῦ πονηροῦ. 
῾῎Αφησέ με νά τό σκεφτῶ λίγο᾽, εἶπε κι εἶδε ὅτι ὁ δαίμονας ἐξαφανίστηκε. 
Πάλεψε πολύ μέ τούς λογισμούς του ἐκεῖνο τό βράδυ ὁ Γέροντας ἀσκητής. Θολωμένος ἀπό τήν ταραχή του ἄκρη δέν ἔβγαζε. ῾Μπρός γκρεμός καί πίσω ρέμα᾽ μονολογοῦσε διαρκῶς. ῾Η καταφυγή στόν Κύριο καί τήν Παναγία Δέσποινα ὅμως δέν γινόταν ἡ προτεραιότητά του. ῾Η ἀπελπισία συνέχιζε νά τόν κρατᾶ συντετριμμένο κάτω. 
Ξαφνικά φωτίστηκε ὁ νοῦς του. ῾᾽Επερώτησον τόν πατέρα σου καί ἀναγγελεῖ σοι᾽, θυμήθηκε τόν λόγο τῆς Γραφῆς. ῾Αὔριο θά περάσει κατά τήν συνήθειά του ἀπό ἐδῶ ὁ ἀββᾶς Θεόδωρος ὁ ᾽Ηλιώτης ἀπό τήν λαύρα τῆς Φαράν. Δέν μέ ξεχνᾶ ποτέ καί αὔριο εἶναι ἡ ἡμέρα τῆς ἐπίσκεψής του. Αὐτόν θά ρωτήσω γιά νά μοῦ πεῖ᾽. ῎Ενιωσε μιά βαθιά ἀνακούφιση. Οἱ λογισμοί του πῆραν νά ἠρεμοῦν. Στράφηκε καί πρός τήν εἰκόνα τῆς Παναγίας. ῾Μέ ξεγελοῦν τά μάτια μου᾽, ψιθύρισε. Τοῦ φάνηκε σάν νά χαμογελᾶ ἡ Μητέρα τοῦ Κυρίου. ῾Παναγία μου, βοήθησέ με. Κύριε, σῶσε με᾽, εἶπε κι ἔνιωσε πολύ βαριά καί κουρασμένη τήν ψυχή του. ῏Ηλθε ὁ ἀββᾶς Θεόδωρος τήν ἑπομένη. Συντετριμμένος ὁ Γέροντας καί μέ δάκρυα στά μάτια τοῦ ἐξομολογήθηκε τόν ὅλο πόλεμό του, τήν πύρωση τῆς σάρκας του πού τήν ἀπέκρυβε τόσο καιρό, γιατί ἔνιωθε βαθιά ντροπή πού ᾽χε συμβεῖ στήν ἡλικία του, τήν ἀπελπισία πού τόν εἶχε καταλάβει, τήν ἐμφάνιση τοῦ πονηροῦ καί τόν ὅρκο πού τοῦ ᾽χε δώσει. ῾᾽Αββᾶ, ἔδωσα ὅρκο στόν διάβολο ὅτι δέν θά πῶ τίποτε ἀπό τήν πρότασή του. Κι ἡ πρότασή του ἦταν νά μήν ξαναπροσκυνήσω τήν εἰκόνα τῆς Παναγίας μας᾽. Ξέσπασε σέ ἀναφιλλητά ὁ Γέροντας, κατανοώντας προφανῶς τό μέγεθος τοῦ σφάλματός του καί τόν ἐμπαιγμό πού εἶχε ὑποστεῖ ἀπό τόν πονηρό. 
Ὁ ἀββᾶς Θεόδωρος τόν παρηγόρησε καί τόν νουθέτησε. ῎Εκλαψε κι αὐτός, κατανοώντας καί συγκαταβαίνοντας στόν πειρασμό τοῦ καλοῦ καί ἀγωνιστῆ ἀδελφοῦ του. Τρόμαξε μέ τήν πονηριά τοῦ δαίμονα ἀλλά ἐλεεινολόγησε καί τήν ἀνημπόρια του μπροστά στόν Κύριο ᾽Ιησοῦ Χριστό καί τήν Θεοτόκο Μητέρα Του. 
῾Μή στενοχωριέσαι, ἀδελφέ μου᾽, τοῦ εἶπε ταπεινά καί μέ ἀγάπη. ῾῾Ο Κύριος δέν σέ ἄφησε. ᾽Εκεῖνος σέ ἐνίσχυσε νά ἀποκαλύψεις αὐτό πού σοῦ συνέβη μέ τόν δαίμονα, γιατί ἡ ἀποκάλυψη τῶν λογισμῶν καί τῆς ὅλης ζωῆς μας στόν πνευματικό καί σέ ἄλλους ἐμπείρους τῆς χριστιανικῆς ζωῆς ἀδελφούς καίει τόν τρισκατάρατο, τοῦ τυφλώνει τούς ὀφθαλμούς γιά νά μή βλέπει τίς πτώσεις μας καί τόν ἀποδυναμώνει πλήρως. Οὐαί σ᾽ αὐτούς πού τά κρατᾶνε μέσα τους. Αὐτοί γίνονται τά παιχνίδια κυριολεκτικά τοῦ σατανᾶ. ᾽Ακόμη καί τό παραμικρό ἁμάρτημα ἄν τό θεωρήσουν περιττό πρός ἐξομολόγηση, θά θεριέψει μέσα τους καί μέσω αὐτοῦ θά ἁλώσει ἐντελῶς τήν ψυχή τους ὁ πονηρός. ῎Εκανες λοιπόν τήν καλύτερη δουλειά πού ἀποκάλυψες τήν ψυχή σου. 
Βεβαίως, πρέπει νά παραδεχτεῖς ὅτι κάποια δίοδο βρῆκε ὁ πλάνος μέσα σου γιά νά προκαλέσει τόν πειρασμό αὐτόν. ῎Ισως κάποια ἀδιόρατη κενοδοξία καί ὑπερηφάνεια. Καί σύ μέ τόσα χρόνια πνευματικῆς ἀσκητικῆς ζωῆς δέν θά ἔπρεπε νά τοῦ δώσεις αὐτό τό δικαίωμα. Γιατί ὁ διάβολος ὅ,τι λέει εἶναι ψέμα. ῾Ο Κύριος δέν μᾶς λέει ὅτι εἶναι ῾ὁ πατήρ τοῦ ψεύδους;᾽ ᾽Ακόμη καί οἱ ἀλήθειες του στό βάθος λειτουργοῦν γιά τό ψέμα, μέ σκοπό τήν ὑποταγή τοῦ ταλαίπωρου ἀνθρώπου. Καλά λοιπόν ἔκανες καί πάτησες τόν ὅρκο σου στόν ψεύτη αὐτόν. Τώρα χαίρεται μαζί σου ὅλος ὁ οὐρανός, γιατί βλέπει τήν μετάνοιά σου. Καί νά ξέρεις, Γέροντα, τώρα θά δεῖς τήν δύναμη τοῦ Κυρίου καί τῆς Παναγίας μας γιά τό ξεπέρασμα τοῦ πειρασμοῦ σου. Γιατί ἔδειξες ταπείνωση. Κι ὅπου ὑπάρχει ἡ ταπείνωση ὑπάρχει ἡ χάρη τοῦ Θεοῦ᾽. 
Σταμάτησε ὁ ἀββᾶς Θεόδωρος. Κοίταξε τό γαληνεμένο τώρα πρόσωπο τοῦ Γέροντα καί χάρηκε γιατί εἶδε τήν χάρη τοῦ Θεοῦ. ῾Κύριε, ἐνίσχυσέ τον᾽ ἔστρεψε τό βλέμμα του πρός τήν εἰκόνα τῆς Θεοτόκου. Σάν νά ᾽δε πιό φωτεινό τό καντήλι της πού κουνιόταν πέρα δῶθε, χωρίς ἰδιαίτερο φυσικό λόγο. Τά μάτια του γέμισαν δάκρυα. ῾Η Παναγία συγκατένευε στήν μετάνοια πού ἐξελισσόταν ἐνώπιόν της καί ἐνώπιον τοῦ Υἱοῦ καί Θεοῦ της. 
῾Καί θά σοῦ πῶ καί κάτι ἀκόμη, Γέροντα᾽, εἶπε ἀργά καί μέ ἐπίγνωση τοῦ βάρους τοῦ λόγου του ὁ ἀββᾶς Θεόδωρος τῆς λαύρας τῆς Φαράν, ὁ ἔμπειρος πνευματικός, ὁ σοφός καί διακριτικός ἀσκητής, στρέφοντας τό βλέμμα του καί πάλι πρός τόν γερμένο στό ἔδαφος ἔγκλειστο ἐρημίτη. 
᾽Ανασήκωσε τό πρόσωπό του ὁ Γέροντας, γιά νά ἀκούσει αὐτό πού φαινόταν ξεχωριστά βαρυσήμαντο. 
῾Λοιπόν, νά ξέρεις μιά γιά πάντα στόν πειρασμό πού περνᾶς. Σέ συμφέρει – ναί, μάρτυς μου ὁ Θεός γιά τήν ἀλήθεια τοῦ λόγου μου – σέ συμφέρει πολύ περισσότερο νά μήν ἀφήσεις πορνεῖο γιά πορνεῖο σέ ὅλην τήν χώρα στό ὁποῖο δέν θά μπεῖς μέσα, ἀπό τό νά ἀρνηθεῖς νά προσκυνᾶς τόν Κύριό μας ᾽Ιησοῦ Χριστό μαζί μέ τήν ῾Υπεραγία Μητέρα Του! Γιατί στήν πρώτη περίπτωση ὑπάρχει τίς περισσότερες φορές ἡ ἐπίγνωση τῆς ἁμαρτίας πού φέρνει τήν μετάνοια. Στήν δεύτερη ὅμως; Ποῦ θά στραφεῖ κανείς γιά μετάνοια, ἄν ἀρνηθεῖ τό λατρευτό πρόσωπο τοῦ Κυρίου καί τῆς Παναγίας Μητέρας Του; ῾Η ἄρνηση αὐτή σημαίνει τήν πλήρη ἀπώλεια τοῦ ἀνθρώπου᾽. 
Τοῦ ᾽πε κι ἄλλα ὁ ἀββᾶς, στήριξε καί παρηγόρησε τόν Γέροντα, τοῦ διάβασε τήν εὐχή. Τόν ἀγκάλιασε καί ἔφυγε, ἀφήνοντάς τον μέ εἰρήνη ψυχῆς, κυρίως ὅμως γιγαντωμένο τόσο, ὥστε νά ἀντιμετωπίσει εὔκολα τόν δαίμονα, ὁ ὁποῖος πράγματι δέν ἄργησε νά ξαναφανεῖ. Αὐτήν τήν φορά ὅμως εἶχε φύγει ἀπό τό ταραγμένο καί μαῦρο πρόσωπό του ἡ μάσκα τῆς ὑποκρισίας. 
῾Τί συμβαίνει, κακόγερε;᾽ τοῦ εἶπε τώρα ἐντελῶς ἐπιθετικά. ῾Δέν ὁρκίστηκες ὅτι δέν θά πεῖς τίποτε σέ κανένα; Καί πῶς τόλμησες νά τά πεῖς σ᾽ ἐκεῖνον πού ἦρθε σέ σένα;᾽ Καί πάλι δέν μπόρεσε νά ὀνοματίσει τό ὄνομα τοῦ ἀββᾶ, τοῦ ἐκλεκτοῦ σκεύους τοῦ Θεοῦ ὁ πονηρός. ῾Σοῦ λέω λοιπόν, κακόγερε, πώς θά κριθεῖς σάν ἐπίορκος τήν ἡμέρα τῆς κρίσεως, γιατί παρέβης τούς ὅρκους πού μοῦ ᾽δωσες᾽. 
῏Ηταν ἡ σειρά τοῦ Γέροντα νά γελάσει μέ τά λόγια τοῦ δαίμονα. ῾῎Ηξερα πάντα βέβαια᾽ τοῦ εἶπε, ῾ὅτι εἶσαι πονηρός, ἔστω κι ἄν προσωρινά φάνηκες νά μέ γελᾶς. ᾽Αλλά ἐκτός ἀπό πονηρός φαίνεται ὅτι εἶσαι καί ἀνόητος. Μοῦ λές ὅτι ὁρκίστηκα καί παραβίασα τόν ὄρκο μου. Τό ξέρω. ᾽Αλλά γιατί; Γιά νά μείνω πιστός στόν δικό μου Δεσπότη καί Ποιητή. Μακάρι ὅλοι νά παραβιάζουν τόν λόγο τους καί τούς ὅρκους τους σ᾽ ἐσένα, γιατί ἡ ὑπακοή σ᾽ ἐσένα εἶναι ἡ τέλεια καταστροφή τους. Κι ἄκου κι αὐτό, τρισκατάρατε πού νά ᾽σαι πάντα ἔξω ἀπό ἐδῶ. ῎Ακου κι αὐτό ἀπό ἐμένα, ἕνα ταπεινό πλάσμα τοῦ Θεοῦ πού μέ δυνάμωσε ὅμως ὁ Κύριος μέ τόν ἀπεσταλμένο δοῦλο του: θά τιμωρηθεῖς ἀπό ᾽Εκεῖνον πολύ περισσότερο μ᾽ αὐτό πού μοῦ ζήτησες, γιατί ἐσύ ἤσουν ὁ αἴτιος καί τῆς κακῆς συμβουλῆς καί τῆς ἐπιορκίας᾽. 
Μ᾽ ἕναν ἰσχυρό κρότο κι ἀφήνοντας πίσω του μιά μεγάλη βρῶμα ἐξαφανίστηκε τό πονηρό πνεῦμα, μή ἀντέχοντας τήν δύναμη ψυχῆς τοῦ πλάσματος τοῦ Θεοῦ. 
῾Ο Γέροντας στράφηκε μέ δάκρυα στόν Κύριο καί τήν Παναγία Μητέρα Του, προσκύνησε βαθιά κι ἔμεινε ἐκεῖ γιά πολλές ὧρες δοξολογώντας τό ἅγιο ὄνομά Τους. 
Μέχρι τό τέλος τῆς ζωῆς του ἡ ταπείνωσή του ἦταν μεγάλη κι ἔκτοτε οὐδέποτε προσβλήθηκε ἀπό τόν πειρασμό τῆς σάρκας.

Πρωτ. Γεώργιος Δορμπαράκης

“Τότε φανερώθηκες Εσύ, Αόρατε, Άπιαστε, Ανέγγιχτε..”



“Κλαίγοντας πάντοτε, βγήκα στην αναζήτησή Σου, Άγνωστε. 

Συντετριμμένος από τη θλίψη και από την κατάνυξη, απολησμόνησα εντελώς τον εαυτό μου και όλο τον κόσμο και όσα βρίσκονται στον κόσμο, μη διατηρώντας στο πνεύμα μου τίποτα απ’ ότι είναι αισθητό.

Τότε φανερώθηκες Εσύ, Αόρατε, Άπιαστε, Ανέγγιχτε. Αισθάνθηκα πως μου καθαρίζεις το νου, πως μου ανοίγεις τα μάτια της ψυχής μου, πως μου επέτρεψες να θαυμάσω πιο τέλεια τη δόξα σου και πως Συ ο ίδιος μεγάλωνες μέσα στο φως…

Αστραποβολούσες πέρα από κάθε μέτρο και φαινότανε σα να μου παρουσιαζόσουνα ολόκληρος, στο καθετί, σε μένα που έβλεπα καθαρά. Τόλμησα τότε να σε ρωτήσω λέγοντας: “Ποιος είσαι Κύριε; Πότε για πρώτη φορά με καταξίωσες εμένα τον άθλιο αμαρτωλό, ν’ ακούσω τη γλύκα της φωνής Σου;”

Μου μίλησες με τέτοια τρυφερότητα, που ρίγησα και καταγοητεύτηκα. Αναρωτιόμουν πως και γιατί ευεργετήθηκα με τις χάριτές Σου. Μου είπες:“Είμαι ο Θεός που έγινα άνθρωπος για την αγάπη σου. Κι επειδή με πόθησες και με αναζήτησες μ’ όλη σου την ψυχή, τώρα θα’ σαι αδελφός μου, φίλος μου, συγληρονόμος της δόξας μου”. Μου το πες και σώπασες.

Έπειτα; Αργά απομακρύνθηκες από μένα, λατρευτέ μου και γλυκέ μου Δάσκαλε, Κύριε Ιησού Χριστέ μου”.

Απόσπασμα από τη δεύτερη Ευχαριστία προς το Θεό, στη Φιλοκαλία 19Α (Εκδόσεις “Γρηγόριος ο Παλαμάς” – Θεσσαλονίκη 1983).

Πάλιωσες σήμερα από την αμαρτία; Γίνε πάλι καινούργιος με τη μετάνοια

Aλήθεια, ποιό λιμάνι μπορεί να συγκριθεί με το λιμάνι της Εκκλησίας; Ποιός παράδεισος μπορεί να συγκριθεί με τον παράδεισο των συγκεντρωμένων πιστών; Δεν υπάρχει εδώ φίδι που γυρεύει να μάς βλάψει, μόνο ο Xριστός που μάς οδηγεί μυστικά. … Γι’ αυτό δεν θα ‘ταν λάθος αν θεωρούσαμε την εκκλησία πιο σπουδαία από την κιβωτό. Γιατί η κιβωτός δεχόταν βέβαια τα ζώα και τα διατηρούσε ζώα- η εκκλησία όμως δέχεται τα ζώα και τα αλλάζει. Tί εννοώ μ’ αυτό: Mπήκε στην κιβωτό ένα γεράκι, βγήκε πάλι γεράκι- μπήκε ένας λύκος, βγήκε πάλι λύκος. Eδώ μπαίνει κανείς γεράκι και βγαίνει περιστέρι- μπαίνει λύκος και βγαίνει πρόβατο- μπαίνει φίδι και βγαίνει αρνί΄ όχι επειδή μεταβάλλεται η φύση του, αλλά επειδή διώχνεται μακριά η κακία.
Γι’ αυτό φέρνω το λόγο διαρκώς στη μετάνοια. Γιατί η μετάνοια, που στον αμαρτωλό φαντάζει φοβερή και τρομερή, γιατρεύει τα παραπτώματα- εξαφανίζει τις παρανομίες- σταματά το δάκρυ- δίνει παρρησία μπροστά στο Θεό- είναι όπλο κατά του διαβόλου- μαχαίρι που τού κόβει το κεφάλι- ελπίδα σωτηρίας- αφαίρεση της απελπισίας. Aυτή ανοίγει στον άνθρωπο τον ουρανό. Aυτή τον οδηγεί στον παράδεισο. Aυτή νικά τον διάβολο. Γι’ αυτό ακριβώς και σάς μιλώ συνέχεια γι’ αυτήν. Όπως από την άλλη κι η υπερβολική αυτοπεποίθηση μάς οδηγεί στην πτώση. Eίσαι αμαρτωλός; Mήν απελπίζεσαι. Δεν σταματώ, σα φάρμακα αυτά τα λόγια συνεχώς να σάς τα δίνω. Γιατί ξέρω καλά τί όπλο δυνατό που είναι κατά του διαβόλου το να μη χάνεις την ελπίδα σου. Aν έχεις αμαρτήματα, μην απελπίζεσαι. Δεν παύω διαρκώς αυτά τα λόγια να τά επαναλαμβάνω. Aκόμα και αν αμαρτάνεις κάθε ημέρα, κάθε ημέρα να μετανοείς. Ας κάνουμε ό,τι ακριβώς και με τα σπίτια τα παλιά που είναι ετοιμόρροπα: αφαιρούμε τα παλαιά και σάπια υλικά και τ’ αντικαθιστούμε με καινούργια- και δε λησμονούμε διαρκώς να τα περιποιούμαστε.

Πάλιωσες σήμερα από την αμαρτία; Γίνε πάλι καινούργιος με τη μετάνοια. Mα είναι στ’ αλήθεια δυνατό, αυτός που θα μετανοήσει να σωθεί; – αναρωτιούνται μερικοί. Eίναι, και πολύ μάλιστα. Όλη μου τη ζωή μέσα στις αμαρτίες την πέρασα- και αν μετανοήσω, θα σωθώ; Nα είσαι απολύτως βέβαιος γι’ αυτό. Kι από που φαίνεται αυτό; Aπ’ τη φιλανθρωπία του Kυρίου σου. Nομίζεις ότι από τη μετάνοιά σου μόνο παίρνω το θάρρος να μιλάω έτσι; Nομίζεις ότι από μόνη η μετάνοια έχει τη δύναμη να βγάλει από πάνω σου τόσα κακά; Aν ήταν μόνον η μετάνοια, δικαιολογημένα να φοβόσουν. Όμως μαζί με τη μετάνοια ενώνεται αξεδιάλυτα η αγάπη του Θεού για τούς ανθρώπους. Kαι όριο αυτή η αγάπη δε γνωρίζει. Oύτε μπορεί κανείς να εξηγήσει με τα λόγια την απεραντοσύνη της αγάπης του Θεού. H δική σου κακία έχει ένα όριο- το φάρμακο όμως όριο δεν έχει. H δική σου κακία, όποια και να είναι, είναι μία ανθρώπινη κακία. Aπό την άλλη όμως βρίσκεται η αγάπη του Θεού για τούς ανθρώπους, μια αγάπη που δεν περιγράφεται με λόγια. Nα έχεις λοιπόν θάρρος, γιατί αυτή η αγάπη νικάει την κακία σου. Φαντάσου μία σπίθα να πέφτει μες στο πέλαγος. Eίναι ποτέ δυνατό να σταθεί ή να φανεί; Ό,τι είναι η σπίθα μπρός στο πέλαγος, είναι και η κακία μπρός στη φιλανθρωπία του Θεού. Ή μάλλον η διαφορά είναι ακόμη πιό μεγάλη. Γιατί το πέλαγος, όσο πλατύ κι αν είναι, κάπου τελειώνει βέβαια. H αγάπη όμως του Θεού για τούς ανθρώπους τέλος δεν γνωρίζει. Όλα αυτά σάς τ’ αναφέρω βέβαια όχι για νά σάς κάνω ράθυμους κι απρόσεκτους, αλλά για να σάς οδηγήσω στη μετάνοια με πιό μεγάλη προθυμία.
Διέπραξες κάποια παρανομία; Aιχμαλωτίστηκες από συνήθεια πονηρή; Kι ύστερα πάλι έφερες στο νου τα λόγια μου κι ένιωσες μέσα σου ντροπή; Έλα στην Εκκλησία! Ένιωσες λύπη μέσα στην καρδιά σου; Zήτησε τη βοήθεια του Θεού! Ήδη έχεις κάνει ένα βήμα προς τα εμπρός. Aλίμονο, ενώ άκουσα τις συμβουλές σου, δεν τις ακολούθησα. Πώς γίνεται να ‘ρθω στην εκκλησία πάλι; Πώς γίνεται ν’ ακούσω πάλι; Nάρθεις και νά ξανάρθεις ακριβώς γι’ αυτό, γιατί δεν τήρησες τις συμβουλές μου. Για να τις ξανακούσεις και να τις τηρήσεις.
Για πες μου, αν ο γιατρός βάλει ένα φάρμακο επάνω στην πληγή και δεν γίνεις καλά, δεν θα στο δώσει πάλι άλλη μέρα; Eίναι ένας ξυλοκόπος- θέλει να κόψει μια βελανιδιά. Παίρνει τσεκούρι- αρχίζει να χτυπά τη ρίζα. Aν δώσει ένα χτύπημα και δεν πέσει το άκαρπο δέντρο, δεν θα δώσει δεύτερο χτύπημα, δεν θα δώσει τρίτο, τέταρτο, δέκατο; Aυτό κάνε και σύ. Bελανιδιά είναι η πονηρή συνήθεια- άκαρπο δέντρο. Tα βελανίδια της είναι τροφή μόνο για χοίρους, που δεν έχουν λογική. Pίζωσε με το χρόνο μέσα στο μυαλό σου- νίκησε τη συνείδησή σου με το φύλλωμά της. O λόγος μου τσεκούρι. Tον άκουσες μια μέρα. Πώς είναι δυνατό σέ μία μέρα να πέσει κάτω αυτό που έχει πιάσει ρίζες μέσα σου τόσο καιρό; Λοιπόν, αν έρθεις δυό, αν έρθεις τρείς, αν έρθεις εκατό, αν έρθεις αναρίθμητες φορές ν’ ακούσεις, διόλου περίεργο δεν είναι. Mόνο προσπάθησε ν’ απαλλαγείς από ένα πράγμα πονηρό και δυνατό- από την πονηρή συνήθεια. Oι Iουδαίοι μάννα έτρωγαν, κι όμως ζητούσαν τα κρεμμύδια που έτρωγαν στην Aίγυπτο. «Kαλά – λέγαν- περνούσαμε στην Aίγυπτο». Άσχημο πράγμα η συνήθεια και ιδιαίτερα κακό! Λοιπόν, κι αν καταφέρεις νάρθεις δέκα μέρες, κι αν καταφέρεις νάρθεις είκοσι ή τριάντα, δεν σ’ αγκαλιάζω, δεν σέ επαινώ γι’ αυτό, δεν σού χρωστώ ευγνωμοσύνη. Mόνο μήν αποκάμεις- να μήν κουραστείς- αλλά νιώθε ντροπή και έλεγχε τον εαυτό σου.
Σας μίλησα πολλές φορές για την αγάπη. Ήρθες και άκουσες, κι ύστερα πήγες κι άρπαξες από τον αδερφό σου; Δεν ακολούθησες τα λόγια μου στη πράξη; Nα μη ντραπείς να ‘ρθείς στην Εκκλησία πάλι. Nτροπή να νιώθεις όταν αμαρτάνεις, μη ντρέπεσαι όταν μετανοείς. Kοίταξε τί σου έκανε ο διάβολος. Yπάρχουν δύο πράγματα- η αμαρτία και η μετάνοια. H αμαρτία είναι τραύμα- η μετάνοια φάρμακο. Όπως ακριβώς για τά σώματα υπάρχουν φάρμακα και τραύματα, το ίδιο και γιά την ψυχή- υπάρχουν τα αμαρτήματα και η μετάνοια. H αμαρτία μέσα της έχει την ντροπή- η μετάνοια έχει το θάρρος και την παρρησία. Θέλω να με ακούσεις, σε παρακαλώ, με προσοχή, μήπως και δεν αντιληφθείς πώς είναι η τάξη των πραγμάτων, και χάσεις έτσι την ωφέλεια. Πρόσεξε τί θα πω! Yπάρχει το τραύμα- υπάρχει και το φάρμακο. Yπάρχει η αμαρτία- υπάρχει και η μετάνοια. Tο τραύμα είναι η αμαρτία- το φάρμακο η μετάνοια. Στο τραύμα υπάρχει πύον και μόλυνση- υπάρχει ντροπή- υπάρχει χλεύη. Στη μετάνοια υπάρχει παρρησία- το φάρμακο η δύναμη να καθαρίζει αυτό που έχει μολυνθεί. Στην αμαρτία υπάρχει μόλυνση- υπάρχει ελευθερία- υπάρχει καθαρισμός του αμαρτήματος. Παρακολούθησε με προσοχή τα λόγια μου! Mετά την αμαρτία έρχεται η ντροπή- μετά τη μετάνοια ακολουθεί το θάρρος και η παρρησία. Έδωσες προσοχή σ’ αυτό που είπα; Aυτή την τάξη των πραγμάτων την αντέστρεψε ο διάβολος, και έδωσε στην αμαρτία παρρησία, και στη μετάνοια έδωσε ντροπή.
Γιατί να ντρέπεσαι λοιπόν; Δεν ένιωθες ντροπή τότε που έπραττες την αμαρτία και νιώθεις τώρα που έρχεσαι να βάλεις φάρμακο επάνω στην πληγή. Tώρα που απαλλάσσεσαι από την αμαρτία, τώρα ντρέπεσαι; Όφειλες τότε να αισθάνεσαι ντροπή- έπρεπε τότε να ντρεπόσουν- τότε, όταν έπραττες την αμαρτία. Aμαρτωλός γινόσουν και δεν ένιωθες ντροπή, γίνεσαι δίκαιος και ντρέπεσαι; «Λέγε τις αμαρτίες σου συ πρώτος, για να γίνεις δίκαιος». Ώ μέγεθος φιλανθρωπίας του Kυρίου! Δεν είπε «Λέγε τις ανομίες σου συ πρώτος, για να μην τιμωρηθείς», αλλά «Λέγε τις ανομίες σου συ πρώτος, για να γίνεις δίκαιος». Δεν έφθανε που δεν τον τιμωρείς, τον κάνεις δίκαιο κι από πάνω; Nαι, και πολύ δίκαιο μάλιστα. Πρόσεξε ακριβώς αυτά τα λόγια! Λέει: Tον κάνω δίκαιο αυτόν που θα μετανοήσει. Θέλεις να μάθεις και σε ποιά περίπτωση το έκανε αυτό; Tότε με τον ληστή. Mέ το να πει ο ληστής στο σύντροφό του απλώς και μόνο εκείνα τα γνωστά μας λόγια! «Mα ούτε τον Θεό δεν φοβάσαι εσύ; Kι εμείς δίκαια βέβαια- έχουμε μία τιμωρία όπως μάς αξίζει, για όλα όσα κάναμε»- την ίδια εκείνη τη στιγμή του λέει ο Σωτήρας: «Σήμερα κιόλας μαζί μου θα είσαι στον παράδεισο». Δεν του είπε: «σε απαλλάσσω από την κόλαση κι από την τιμωρία», αλλά τον βάζει στον παράδεισο, αφού τον κάνει δίκαιο.
Eίδες πώς έγινε ο άνθρωπος με την εξομολόγηση της αμαρτίας δίκαιος; Eίναι μεγάλη η φιλανθρωπία του Θεού! Θυσίασε τον Yιό, γιατί λυπήθηκε τον δούλο, παρέδωσε τον Mονογενή, για ν’ αγοράσει δούλους αχάριστους – πλήρωσε, δίνοντας για τίμημα το αίμα του Yιού Tου. Ώ μέγεθος φιλανθρωπίας του Kυρίου! Kαι μη μου πεις πάλι τα ίδια- «έχω πολλές αμαρτίες» και «πώς θα μπορέσω να σωθώ;». Eσύ δεν μπορείς, μπορεί όμως ο Kύριός σου και είναι τόση η δύναμή Tου, ώστε τα αμαρτήματα τα εξαλείφει.

Παρακολούθησε με προσοχή αυτά τα λόγια! Tα αμαρτήματα τα εξαλείφει, έτσι που ίχνος τους δε μένει. Bέβαια για τα σώματα αυτό δεν είναι δυνατό. Aκόμα κι αν αμέτρητες φορές θα προσπαθήσει ο γιατρός, ακόμα κι αν θα βάλει φάρμακα επάνω στην πληγή, γιατρεύει βέβαια την πληγή- πολλές φορές όμως πληγώνεται κανείς στο πρόσωπο και ενώ το τραύμα θεραπεύεται, μένει κάποιο σημάδι, που ασχημίζει και το πρόσωπο, αλλά και που θυμίζει πώς υπήρξε κάποτε ένα τραύμα. Kαι αγωνίζεται με χίλιους τρόπους ο γιατρός να εξαλείψει πέρα από την πληγή και το σημάδι. Mα όμως δεν τα καταφέρνει, γιατί τον αντιμάχεται η φύση του ανθρώπου η ασθενική και η αδυναμία της ιατρικής και των φαρμάκων. O Θεός όμως, όταν εξαλείφει τα αμαρτήματα, δεν αφήνει σημάδι ούτε επιτρέπει να παραμείνει κάποιο ίχνος επάνω στην ψυχή- αλλά μαζί με την υγεία χαρίζει και την ομορφιά- μαζί με την απαλλαγή από την τιμωρία δίνει και τη δικαιοσύνη- κι εκείνον που αμάρτησε, τον κάνει να ‘ναι ίσος με αυτόν που δεν αμάρτησε. Γιατί αφαιρεί το αμάρτημα και κάνει όχι μόνο να μην υπάρχει τώρα πια αυτό, αλλά και να μην έχει υπάρξει ούτε και στο παρελθόν. M’ αυτόν τον τρόπο ολοκληρωτικά το εξαλείφει. Δεν υπάρχει πλέον ουλή- δεν υπάρχει σημάδι- δεν υπάρχει ίχνος που να θυμίζει το τραύμα- δεν υπάρχει το παραμικρό που να φανερώνει πως υπήρξε πληγή (…).
Παρακολούθησε με προσοχή αυτά τα λόγια! Γιατί για όλους είναι, όλους αφορούν και οδηγούν στη σωτηρία. Παρασκευάζω φάρμακα, που είναι πιο σπουδαία από τα φάρμακα των ιατρών (…). Στα χέρια της μετάνοιας σάς παραδίδω- για να γνωρίσετε τη δύναμη που έχει- για να γνωρίσετε τί είναι ικανή να κατορθώσει και για να μάθετε πώς δεν υπάρχει αμάρτημα που να μπορεί να τη νικήσει, ούτε παράβαση του νόμου που να μπορεί να υπερισχύσει πάνω απ’ τη δική της δύναμη (…). Γνωρίζοντας, λοιπόν, το φάρμακο αυτό της μετάνοιας, ας απευθύνουμε δοξολογία στο Θεό. Γιατί η δόξα και η δύναμη αιώνια είναι δική Tου. Aμήν.”

Αγ. Ιωάννης Χρυσόστομος

Ομιλία εκφωνηθείσα εις περίοδον πείνης και ξηρασίας (Μέγας Βασίλειος)

«Στην παρούσα εξαιρετική ομιλία του Μ. Βασιλείου, ο αναγνώστης μπορεί να εντοπίσει πλήθος ομοιοτήτων με την σημερινή κατάσταση κρίσης, ανεξάρτητα από το γεγονός ότι οι σημερινές αιτίες των οικονομικών προβλημάτων δεν φαίνονται να είναι τόσο άμεσες με την ανομβρία και την έλλειψη αγαθών από την μη καρποφορία της γης»...

«Όταν o λέων βρυχηθή, ποιός δεν θα φοβηθή; Όταν Κύριος ο Θεός ομιλή, ποιός δεν θα προφητεύση;». Ας αρχίσωμεν τον λόγον μας με τα προφητικά λόγια και ας πάρωμεν συνεργόν εις την ανάγκην των προκειμένων, δηλαδή τώρα που εκθέτομεν και την σκέψιν και την γνώμην διά αυτά που είναι συμφέροντα, τον θεοφόρον Αμώς, ο οποίος εθεράπευσε συμφοράς, όμοιας με τα κακά που υπερβολικά ενοχλούν ημάς. Διότι και ο προφήτης αυτός, κατά την διαδρομήν των παλαιοτέρων χρόνων, όταν ο λαός είχεν εγκαταλείψει την πατρικήν ευσέβειαν και είχε καταπατήσει την ακρίβειαν των νόμων και είχε ξεγλυστρίσει εις την λατρείαν των ειδώλων, εκήρυξε την μετάνοιαν, με το να συμβουλεύη την επιστροφήν και με το να εξαγγέλλη την απειλήν των τιμωριών. Εγώ δε μακάρι να επωφεληθώ μέχρι ενός σημείου από τον ζήλον τής παλαιάς ιστορίας, όχι όμως και το να ιδώ επί πλέον να ακολουθή η έκβασις των τότε γεγονότων. Αφού δηλαδή ο λαός απείθησε και ωσάν άγριον και δυσυπότακτον πουλάρι εδάγκασε τα χαλινάρια, δεν ωδηγήθη προς το συμφέρον· αλλά αφού εξέφυγεν από τον ίσιον δρόμον, έτρεξε τόσον πολύ άτακτα και εξηγριώθη εναντίον τού καβαλλάρη μέχρι του σημείου να πέση εις τα βάραθρα και τους κρημνούς και να υποστή πανωλεθρίαν, άξιαν προς την ανυπακοήν του. Αυτό μακάρι να μη συμβή τώρα εις ημάς, παιδιά μου, «που σας εγέννησα διά του Ευαγγελίου» και σας εσπαργάνωσα δια της ευλογίας των χεριών μου. Αλλ’ ας υπάρχη αγαθή ακοή, ψυχή πρόθυμος, που να δέχεται απαλά τας συμβουλάς, να υποχωρή εις τον ομιλητήν, όπως το κηρί εις τον σφραγιστήν, διά να λάβω και εγώ με μίαν τέτοιαν επι­μέλειαν, γλυκύν καρπόν από τους κόπους και εσείς να επαινέ­σετε την συμβουλήν που γίνεται, όταν θα έχωμεν απαλλαγή από τας συμφοράς. Ποίον λοιπόν είναι αυτό που επισημαίνει μεν ο λόγος, αλλά κρατεί ακόμη εις αβεβαιότητα τας ψυχάς, με την ελπίδα να το ακούσουν, διότι βραδύνει να ανακοινώση το αναμενόμενον;

Βλέπομεν, αδελφοί, τον ουρανόν ερμητικά κλειστόν, γυμνόν και ανέφελον, να κάμνη μισητήν αυτήν την αιθρία και να προκαλή λύπην με την καθαρότητα, την οποίαν πάρα πολύ επεθυμούσαμεν προηγουμένως, όταν κάποτε, αφού εσκεπάσθη διά πολύν καιρόν με τα σύννεφα, μας έκαμε σκοτεινούς και ανήλιους. Και η γη αφού κατηξηράνθη εις το έπακρον εί­ναι δυσάρεστος εις το να την ιδή κανείς· είναι στείρα δε και άγο­νος διά την γεωργίαν· έχει κομματιασθή εις σχίσματα και δέχεται κατάβαθα την ακτίνα να την φωτίζη. Και αι πλούσιαι και α­στείρευτοι πηγαί μάς έλειψαν και τα νερά τών μεγάλων ποτα­μών εστείρευσαν, μικρότατα δε παιδιά τα διαβαίνουν πεζά και αι γυναίκες τα περνούν φορτωμέναι. Πολλούς από ημάς, μας έλειψεν ακόμη και το πόσιμον νερόν και κινδυνεύομεν διά τούτο να πεθάνωμεν. Ως νέοι Ισραηλίται, που αναζητούν νέον Μωυσήν και θαυματουργικόν ραβδί, διά να ικανοποιή­σουν, αφού και πάλιν κτυπηθούν αι πέτραι, την ανάγκην τού λαού που διψά· σύννεφα δε παράδοξα να καταβρέξουν εις τους ανθρώπους τροφήν ασυνήθη, όπως το μάννα. Ας προσέξωμεν να μη γίνωμεν εις τους μεταγενεστέρους θλιβερόν διή­γημα πείνης και τιμωρίας.

Αντίκρυσα τα χωράφια και έκλαψα πολύ διά την ακαρ­πίαν των, και εσκόρπισα τον θρήνον, επειδή εις ημάς δεν έπεσε βροχή. Αλλά μεν από τα σπέρματα έχουν ξηρανθή προτού φυτρώσουν, διότι παρέμειναν μέσα εις τους σβώλους, όπως τα εσκέπασε το αλέτρι. Αλλά, δε μόλις εφύτρωσαν ολίγον και εβλάστησαν, τα κατεμάρανεν αξιολύπητα ο καύσων, έτσι ώστε τώρα ευκαίρως να αντιστρέψη κάνεις τον ευαγγελικόν λόγον και να ειπή· οι μεν εργάται πολλοί, ο δε θερισμός ού­τε ολίγος. Και οι γεωργοί, καθήμενοι εις τα χωράφια και πιάνοντες τα γόνατά τους με τα χέρια των (διότι αυτός εί­ναι ο τρόπος αυτών που πενθούν), κλαίουν διά τους χαμέ­νους κόπους των. Αντικρύζουν τα μικρά παιδιά και οδύρον­ται, ατενίζουν τας γυναίκας και θρηνούν, χαϊδεύουν και ψηλαφίζουν τα ξηρά χορτάρια τών γεννημάτων και κραυγάζουν δυνατά, ωσάν οι πατέρες που έχουν χάσει τα παιδιά των επά­νω εις το άνθος τής ηλικίας των. Ας λεχθή λοιπόν και προς ημάς από τον ίδιον προφήτην, που ολίγον προηγουμένως εις το προοίμιον ανεφέραμεν «εγώ επίσης, λέγει, κατεκράτησα από σας την βροχήν τρεις μήνας προ του θερισμού και έβρεξα εις μίαν πόλιν και εις άλλην πόλιν δεν έβρεξα. Το ένα χωράφι εποτίσθη και το άλλο, εις το οποίον δεν έβρεξα, εξηράνθη. Και συνηθροίζοντο δύο ή τρεις πόλεις εις μίαν διά να πίουν νερόν, χωρίς να ημπορούν να κατασβέσουν την δίψαν των· και αυτά διότι σεις δεν επιστρέψατε εις εμέ, λέγει, ο Κύριος». Ας μάθωμεν λοιπόν ότι ο Θεός μάς δίδει αυτά τα χτυπήματα, διότι απεμακρύνθημεν από αυτόν και αμελήσαμεν. Δεν επιδιώκει να μας συντρίψη, αλλά φροντίζει να μας διορθώση, όπως κάμνουν οι καλοί από τους πατέρες και αυτοί που φροντίζουν διά τα τέκνα, οι οποίοι θυμώνουν εναντίον τών νέων και εξοργίζονται, όχι διότι θέλουν να τους κακοποιήσουν, αλλά διά να τους οδηγήσουν από την νηπιώδη αδιαφορίαν και τα αμαρτήματα της νεότητος εις την επιμέλειαν. Κυττάτε λοιπόν πως η πληθώρα των ιδικών μας αμαρτημάτων έβγαλε και τας εποχάς από την ιδίαν των την φύσιν και ήλλαξε τα είδη τών καιρών εις αλλόκοτα ανακατώματα. Ο χειμών δεν είχε την συνήθη υγρασίαν μαζί με την ξηρασίαν, αλλά όλην την υγρασίαν την έκαμε παγωνιάν και την απεξήρανε και επέρασε χωρίς χιόνια και βροχάς. Η άνοιξις πάλιν έδειξε μεν το ένα μέρος από τα χαρακτηριστικά της, εννοώ την θερμότητα, δεν είχεν όμως την βροχεράν περίοδον. Ζέστη δε και παγωνιά παραδόξως υπερέβησαν τα φυσικά όρια και αδίκως συνεφώνησαν εις το να μας βλάψουν και εξαποστέλλουν από τον βίον και την ζωήν τούς ανθρώπους. Ποία λοιπόν είναι η αιτία τής αταξίας και της συγχύσεως; Από πού προέρχεται αυτός ο νεωτερισμός των καιρών; Ως άνθρωποι μυαλωμένοι ας ερευνήσωμεν ως λογικοί ας συλλογισθούμεν. Μήπως ο κυβερνήτης τού σύμπαντος δεν υπάρχει; Μήπως ο αριστοτέχνης Θεός εξέχασε την πρόνοιάν του; Μήπως έχασε την εξου­σίαν και την δύναμιν; Ή κατέχει μεν την ίδιαν δύναμιν και δεν απώλεσε την εξουσίαν, παρεφέρθη δε εις σκληρότητα και μετέβαλεν εις μισανθρωπίαν την υπερβολικήν αγαθότητα και την κηδεμονίαν του προς ημάς; Σώφρων άνθρωπος δεν θα ημπορούσε να το ειπή.Αλλ’ είναι ολοφάνερα τα αίτια λόγω των οποίων δεν κυβερνώμεθα. Ενώ ημείς λαμβάνομεν, δεν δίδομεν εις άλλους. Ενώ επαινούμεν την ευεργεσίαν, την αποστερούμεν από εκείνους που την χρειάζονται. Ενώ είμεθα δού­λοι και ελευθερωνόμεθα, δεν ευσπλαγχνιζόμεθα τους συνδούλους μας. Ενώ πεινώμεν και τρεφόμεθα, περιφρονούμεν τον ενδεή. Ενώ έχομεν Θεόν, ανενδεή χορηγόν και ταμίαν, έχομεν γίνει σφιχτοχέρηδες και αμέτοχοι εις τας ανάγκας τών πτωχών. Τα πρόβατά μας είναι γόνιμα και όμως οι γυμνοί είναι περισ­σότεροι από τα πρόβατα. Αι αποθήκαι από το πλήθος των αποθηκευμένων αγαθών στενοχωρούνται και ημείς δεν ελεούμεν αυτόν που στενάζει. Διά τούτο η δικαία κρίσις μάς απειλεί. Διά τούτο και ο Θεός δεν ανοίγει το χέρι του, διότι ημείς απεκλείσαμεν την φιλαδελφίαν. Διά τούτο τα χωράφια είναι ξηρά, διότι η αγάπη επάγωσεν.

Η φωνή αυτών που κάμνουν λιτανείαν εις τα χαμένα βοά και διασκορπίζεται εις τον αέρα. Διότι ούτε ημείς ηκούσαμεν αυτούς που εζητούσαν από ημάς. Οποία δε η προσευχή μας και η δέησις; Οι άνδρες, πλην ολίγων, ασχολείσθε με το εμπόριον και αι γυναίκες τούς υπηρετείτε εις την εργασίαν του μαμωνά.Ολίγοι είναι μαζί μου και με την προσευχήν, και αυτοί αισθάνονται ζάλην, χασμωριούνται, συνεχώς γυ­ρίζουν και παρακολουθούν πότε θα τελειώση ο ψάλτης τους στίχους, πότε θα απολυθούν από την εκκλησίαν, ωσάν από φυλακήν και από την ανάγκην τής προσευχής. Και μάλιστα τα παιδιά, οι μικροί αυτοί που άφησαν τα βιβλία των εις τα σχολεία και συμπροσεύχονται μαζί μας, περιτριγυρίζουν το πράγμα μάλλον ωσάν ευκολίαν και διασκέδασιν και μεταβάλλουν την λύπην μας εις εορτήν, διότι απαλλάσσονται δι’ ολίγον από την φορτικότητα του διδασκάλου και την φρον­τίδα τών μαθημάτων. Το πλήθος όμως των ώριμων ανδρών και ο λαός που είναι περιπεπλεγμένος εις τας αμαρτίας, αχαλίνωτος και ελεύθερος και χαρούμενος βολτάρει εις την πόλιν. Αυτός περιφέρει την αιτίαν τών κακών εις τας ψυχάς, αυτός υπεκίνησε και απειργάσθη την συμφοράν. Βρέφη δε που δεν νοιώθουν και είναι ακατηγόρητα σπεύδουν και συνωθούνται προς την εξομολόγησιν, χωρίς να έχουν ούτε την αιτίαν αυτών που προξενούν την λύπην ούτε την γνώσιν ή την δύναμιν της συνήθειας να προσευχηθούν. Εσύ, παρακαλώ, προχώρησε εις το μέσον, εσύ που είσαι ανακατωμένος με τας αμαρτίας. Εσύ γονάτισε και κλάψε και στέναξε. Αφησε το βρέφος να κάμνη αυτά που αρμόζουν εις την ηλικίαν. Διατί, ενώ κατηγορείσαι, κρύβεσαι και οδηγείς εις εξομολόγησιν το ανεύθυνον; Μή­πως δηλαδή ξεγελιέται ο κριτής, ώστε να αντικαταστήσης κρυφά τον εαυτόν σου με άλλο πρόσωπον; Έπρεπε βέβαια και εκείνο να παρίσταται εξάπαντος μαζί σου, όχι μόνον. Βλέπεις πως και οι Νινευίται, όταν με την μετάνοιαν παρακαλούσαν τον Θεόν και επενθούσαν διά τα αμαρτήματά των, αυτά που μετά την θάλασσαν και το κήτος ανεβόησεν ο Ιωνάς, δεν ωδήγησαν μόνον τα βρέφη εις την μετάνοιαν αλλά και τους μεγάλους. Οι ίδιοι δεν εζούσαν την ζωήν των με τρυφήν και ευωχίας, αλλ’ η νηστεία καθυπέταξε πρώτα τους πατέρας, αυτούς που είχαν αμαρτήσει. Και η τιμωρία εβασάνιζε τους πατέρας και κατά ένα λόγον παραπάνω εξ ανάγκης εθρηνούσαν και τα βρέφη, διά να κυριαρχήση εις κάθε ηλικίαν η σκυθρωπότης, και εις αυτήν που νοιώθει την αμαρτίαν και εις αυτήν που δεν την νοιώθει, και εις την μεν μίαν προαιρετικώς εις δε την άλλην κατ' ανάγκην. Και έτσι αφού ο Θεός τους είδε να ταπεινώνωνται, διότι κατεδίκασαν τους εαυτούς των εις πάνδημον κακουχίαν, εξαιρετικά υπερβολικήν, και ευσπλαγχνίσθη διά την συμφοράν και την τιμω­ρίαν επήρεν οπίσω και την χαράν εχάρισεν εις αυτούς που με συναίσθησιν επένθησαν. Ω πόσον φροντισμένη μετάνοια! Ω πόσον σοφή και συμπυκνωμένη θλίψις! Ούτε τα ζώα τα άφη­σαν έξω από την τιμωρίαν, αλλά και δι’ αυτά επενόησαν, ώστε κατ' ανάγκην να φωνάζουν. Πράγματι το μοσχάρι το εχώρισαν από την αγελάδα και το αρνί το απεμάκρυναν από το μητρικόν μαστάρι και το βρέφος που εβύζανε δεν εκρατείτο εις τας αγκάλας τής μητρός του. Εις ξεχωριστάς μάνδρας ήταν αι μητέρες και εις ξαχωριστάς τα τέκνα. Φωναί δε θλιβεραί από όλα που αντιβοούσαν και αντηχούσαν η μία προς την άλλην. Τα τέκνα που επεινούσαν, εζητούσαν τας πηγάς τού γάλακτος και αι μητέρες, που εσπάρασαν από το φυσικόν πάθος, με συμπαθείς φωνάς εκαλούσαν τα τέκνα τους. Τα βρέφη που καθ’ όμοιον τρόπον επεινούσαν, εξεσπούσαν εις δυνατόν κλάμα και εσπαρταρούσαν και αι μητέρες εκεντρίζοντο εις τα σπλάγχνα από τους πόνους τής συγγένειας. Και διά τούτο ο θεόπνευστος λόγος διετήρησε γραπτώς την μετάνοιαν εκείνων διά να γίνη κοινή διδασκαλία τής ζωής. Ο γέρων εθρηνούσε δι’ εκείνα· εμαδούσε τα λευκά μαλλιά του και τα ξερίζωνεν. Ο νέος και ο ώριμος δυνατώτερα έκλαιγαν. Ο πτωχός εστέναζε και ο πλού­σιος, λησμονών την καλοπέρασιν, εζούσε την κακουχίαν ως καλήν. Ο βασιλεύς αυτών είχε μεταβάλει την λαμπρότητα και την δόξαν εις εντροπήν. Έβγαλε το στέμμα και εσκόνισε την κεφαλήν του. Έβγαλε το βασιλικόν ένδυμα και εφόρεσε τον σάκκον τού πένθους. Αφησε τον υψηλόν και μετάρσιον θρόνον και θλιμμένος εκυλίετο εις την γην. Αφησε την αξιοπρέπειαν που προσιδιάζει εις το βασιλικόν αξίωμα και εθρηνούσε μαζί με τον λαόν. Έγινεν ένας από τους πολλούς και αυτός, όταν είδε τον κοινόν Δεσπότην των όλων να οργίζεται.

Αυτό είναι το φρόνημα των ευαισθήτων δούλων. Τέ­τοια είναι η μετάνοια αυτών που ενέχονται εις αμαρτίας. Η­μείς διαπράττομεν προθύμως μεν την αμαρτίαν, αλλά με ολιγω­ρίαν και οκνηρίαν αναλαμβάνομεν την μετάνοιαν. Ποιός προσευχόμενος χύνει δάκρυα, διά να λάβη βροχήν και σταγόνας εις τον κατάλληλον καιρόν; Ποιός, που καθαρίζει αμαρτίας, έ­βρεξε το κρεββάτι του με δάκρυα κατά το παράδειγμα του Δαβίδ; Ποιός έπλυνε τα πόδια τών ξένων και εκαθάρισε την σκόνην από την οδοιπορίαν, διά να εξευμενίση τον Θεόν κατά τον καιρόν που ζητά την λύσιν τής ξηρασίας; Ποιός έθρεψε το ορφανόν από πατέρα παιδί, διά να θρέψη τώρα ο Θεός τα σιτηρά προς χάριν μας, που σαν ορφανά πλήττονται από την κακήν σύγκρασιν των ανέμων; Ποιός περιέθαλψε χήραν που βασανίζεται από τας δυσκολίας τής ζωής, διά να του αποδοθή τώρα η αναγκαία τροφή; Ξέσχισε το άδικον γραμμάτιον, διά να λυθή έτσι η αμαρτία. Εξαφάνισε την ομολογίαν τών βαρυτάτων τόκων διά να γεννήση η γη τα συνηθισμέ­να προϊόντα. Διότι όταν ο χαλκός και ο χρυσός και τα άγο­να παρά φύσιν γεννούν, τότε γίνεται στείρα αυτή που εκ φύσεως γεννά και καταδικάζεται εις ακαρπίαν προς τιμωρίαν τών κατοίκων της. Ας αποδείξουν λοιπόν αυτοί που τιμούν την πλεονεξίαν, αυτοί που συνάγουν υπερβολικά τον πλού­τον, ποία είναι η δύναμις των αποθηκευθέντων, η ποιόν το όφελος, αν ο Θεός που έχει οργισθή επιτείνει περισσότερον την τιμωρίαν. Ίσως αυτοί γίνουν πιο κίτρινοι από τον χρυσόν που επισωρεύουν, εάν δεν αποκτήσουν το ψωμί, που μέχρι χθες και προχθές επεριφρονείτο, λόγω της ευκόλου προμηθειάς του. Ας υποθέσωμεν ότι δεν υπάρχει ο πωλητής, ούτε υπάρχει σιτάρι εις τας αποθήκας· ποία είναι τότε η χρησιμότης τών βαρυτάτων πορτοφολίων; Πες μου; Δεν θα ενταφιασθής μαζί μ’ αυτά; Δεν είναι χώμα ο χρυσός; Δεν θα κήται ως άχρηστος πηλός δίπλα εις το χωμάτινον σώμα; Όλα τα απέκτησες και όμως δεν κατέχεις ένα αναγκαίον πράγμα· την δύναμιν να τρέφης τον εαυτόν σου. Ένα σύννεφον εδημιούργησεν ολό­κληρον τον πλούτον. Επινόησε τον πόρον ολίγων σταγονι­δίων, εξανάγκασε την γην να καρποφορήση. Εξαφάνισε την συμφοράν με τον υπερήφανον και κρυμμένον πλούτον. Πιθανόν να παρακαλέσης κάποιον από τους ευλαβείς, διά να σου χαρίση με τας προσευχάς του, όπως ο Θεσβίτης Ηλίας, την απαλλαγήν από τα δεινά, δηλαδή άνθρωπον ακτήμονα, ωχρόν, ξυπόλυτον, άστεγον, ανέστιον, άπορον, που φορεί ένα χιτώνα, όπως ο Ηλίας την μηλωτήν, και που έχει σύντροφον την προσ­ευχήν και τρέφεται με την εγκράτειαν. Και αν επιτύχης με την παράκλησίν σου την βοήθειάν του, δεν θα περιφρονήσης πολύ τα κτήματα που έχουν πολλάς φροντίδας; Δεν θα περιφρονήσης τον χρυσόν; Δεν θα διασκορπίσης, ωσάν κοπριάν, τον άργυρον, που, ενώ προηγουμένως τον αποκαλούσες παντοδύναμον και πολύ αγαπητόν, τώρα τον εγνώρισες οκνηρόν βοηθόν εις την ανάγκην; Διά σε έκρινεν αξίαν και την συμφοράν αυτήν. Διότι ενώ είχες δεν έδιδες, διότι παρέβλεπες τους πεινώντας, διότι δεν εγύριζες να κυττάξης αυτούς που ωδύροντο, διότι δεν έδιδες, ενώ σε επροσκυνούσαν. Τα κακά και εξ αιτίας των ολίγων ξεσπούν εις τον λαόν και ο λαός συνήθως τιμωρείται διά την μοχθηρίαν κάποιου. Ο Αχαρ διέπραξε ιεροσυλίαν, αλλ’ ολόκληρον το στρατόπεδον ετιμωρείτο. Ο Ζαμβρί επίσης επόρνευσεν εις τας γυναίκας τών Μαδιανιτών, αλλ’ ο Ισραήλ ετιμωρείτο.

Όλοι λοιπόν και ατομικώς και δημοσίως να εξετάσωμεν τον τρόπον τής ζωής μας. Να θεωρήσωμεν την ξηρασίαν ω­σάν παιδαγωγόν, που υπενθυμίζει εις τον καθένα μας την ιδίαν αμαρτίαν. Να ειπωμεν και μάλιστα με συναίσθησιν τον λόγον τού γενναίου Ιώβ· «το χέρι τού Θεού είναι που με ήγγισε». Και μάλιστα μεν να καταλογίσωμεν την συμφοράν μας πρωταρχικώς εις τα αμαρτήματα. Εάν δε πρέπη να προσθέσωμεν και κάτι άλλο, ενίοτε αι κακοτυχίαι αυταί συμβαί­νουν εις τους ανθρώπους και ως δοκιμασίαι εις τας ψυχάς, διά να αποδειχθούν οι δόκιμοι, είτε πτωχοί είτε πλούσιοι είναι αυ­τοί, επάνω εις τας δυσκολίας. Διότι και οι μεν και οι δε δοκι­μάζονται ακριβώς διά της υπομονής. Και προ παντός κατά την περίοδον αυτήν αποδεικνύεται, εάν ο μεν είναι κοινωνικός και φιλάδελφος, εάν ο δε ευγνώμων και όχι αντιθέτως βλάσφη­μος, που αλλάσσει την διάθεσιν ταχέως μαζί με τας συμφοράς τής ζωής. Εγώ γνωρίζω πολλούς (και αυτό δεν το έμαθα εξ ακοής, αλλά εκ πείρας εγνώρισα τους ανθρώπους), οι οποίοι μέχρις ότου μεν ο βίος δι’ αυτούς προχωρεί ευνοϊκά, κατά την παροιμίαν, αναγνωρίζουν εμμέσως λοιπόν, αν και όχι τελείως, την χάριν εις τον ευεργέτην. Εάν δε κάποτε τα πράγματα τραπούν προς την αντίθετον κατάστασιν και γίνη ο μεν πλού­σιος πτωχός, η υγεία τού σώματος ασθένεια, η δόξα και η περιφάνεια εντροπή και ατίμωσις, γίνονται αχάριστοι, ξεστο­μίζουν βλασφημίας, τεμπελιάζουν εις την προσευχήν.Δυσανα­σχετούν εναντίον τού Θεού, ως να είναι χρεώστης που καθυστερεί την οφειλήν και δεν συμπεριφέρονται ως προς Κύριον που αγανακτεί. Αλλά διώξε από τους λογισμούς την σκέψιν αυτήν. Όταν δε ιδής τον Θεόν να μη χαρίζη τα απαραίτητα, έτσι να συλλογίζεσαι μέσα σου· μήπως ο Θεός αδυνατεί να χορηγήση την τροφήν; Και πώς είναι δυνατόν; Αυτός που είναι Κύριος του ουρανού και ολοκλήρου της δημιουργίας, σοφός ρυθμιστής τών εποχών και των καιρών, κυβερνήτης των όλων, που ώρισεν ωσάν κάποιον εύτακτον χορόν, τας εποχάς και τας τροπάς τού ηλίου να διαδέχωνται η μία την άλλην, διά να επαρκούν με την ποικιλίαν των εις τας διαφόρους ανάγκας μας· και άλλοτε μεν να πίπτη βροχή εις τον κατάλληλον καιρόν, άλλοτε δε πάλιν η ζέστη και το κρύον να εναλλάσσωνται κατά την διάρκειαν του έτους, και να μη λείπη η ξηρα­σία. Ο Θεός λοιπόν είναι δυνατός. Αφού δε έχει και την δύναμιν και τούτο γίνεται παραδεκτόν, μήπως άραγε λείπει η αγαθότης; Και αυτός ο λόγος είναι ανύπαρκτος. Διότι ποία ανάγκη θα έπειθεν αυτόν που δεν είναι αγαθός να δημιουργήση κατ’ αρχήν τον άνθρωπον; Ποιός δε θα εξηνάγκαζε τον κτίστην να πάρη χώμα και μάλιστα χωρίς να το θέλη, και από την λά­σπην να μορφοποιήση τέτοιο κάλλος; Ποιός είναι αυτός που κατ’ ανάγκην έπεισε να δωρήση τον λόγον εις τον άνθρωπον σύμφωνα προς την ιδικήν του εικόνα, διά να δεχθή, αφού απ’ εκεί ξεκινήση, την μάθησιν των τεχνών, και διά να μάθη να φιλοσοφή διά τα ουράνια, τα οποία δεν εγγίζει με τας αισθή­σεις; Και εάν έτσι συλλογίζεσαι, θα εύρης να συνυπάρχη εις τον Θεόν η αγαθότης και μέχρι ακόμη και τώρα να μη απουσιάζη. Διότι τί θα ημπόδιζε, πες μου, να μη είναι ξηρασία αυτό που βλέπομεν, αλλά τελεία πυρπόλησις; Και ο ήλιος να παρεξέκλινεν ολίγον από την κανονικήν πορείαν και να επλησίαζε τα περίγεια σώματα και αυτομάτως να κατέκαιε κάθε τι που βλέπομεν; Ή να βρέξη φωτιάν από τον ουρανόν, καθ’ όμοιον τρόπον, που ετιμώρησεν ήδη τους αμαρτωλούς; Αυτοκυριαρχήσου και έλα εις τα σύγκαλά σου, άνθρωπε· μη κάμης αυτά που κάμνουν τα ανόητα παιδιά που, επειδή τα εμάλωσεν ο διδάσκαλος, ξεσχίζουν τα βιβλία τους· ξεσχίζουν δε το ένδυ­μα του πατρός των, που διά την ωφέλειάν των αναβάλλει την τροφήν, ή με τα νύχια τους καταγρατζουνίζουν το πρόσωπον της μητέρας. Διότι τον μεν κυβερνήτην δοκιμάζει και σκληρα­γωγεί η τρικυμία, τον αθλητήν το στάδιον, τον στρατηγόν το στρατόπεδον, τον γενναιόκαρδον η συμφορά, τον δε Χρι­στιανόν η δοκιμασία. Και αι λύπαι δοκιμάζουν την ψυχήν, όπως η φωτιά δοκιμάζει τον χρυσόν. Είσαι πτωχός; Μη καταλαμβάνεσαι από αθυμίαν. Διότι η υπερβολική κατήφεια γίνεται αιτία τής αμαρτίας. Η μεν λύπη καταβαραθρώνει την διάνοιαν και η αμηχανία εμβάλλει ζάλην, η δε έλλειψις των λογισμών γεννά την αχαριστίαν. Αλλά να ελπίζης εις τον Θεόν. Μήπως δηλαδή δεν παρατηρή την στενοχώριαν; Κρατά την τροφήν εις τα χέρια του και καθυστερεί την χορήγησιν, διά να δοκιμάση την σταθερότητά σου, διά να πληροφορηθή την διάθεσίν σου, εάν δεν είναι ομοία με αυτήν των ακολάστων και των αχαρίστων. Διότι και αυτοί, μέχρις ότου μεν συμβαίνει να έχουν την τροφήν εις το στόμα τους, ευφημούν, κολακεύουν, υπερθαυμάζουν, όταν δε επ’ ολίγον αναβληθή το τραπέζι, ωσάν λίθους αφήνουν τας βλασφημίας προς αυτούς που πριν ολίγου λόγω της τέρψεως επροσκυνούσαν ωσάν θεόν. Διάβα­σε την Παλαιάν Διαθήκην και την Καινήν και θα εύρης εκεί, εις την κάθε μίαν, πολλούς να έχουν τραφή κατά διάφορον τρόπον. Ο Κάρμηλος, βουνόν υψηλόν και ακατοίκητον, έρημον αυτό, εφιλοξενούσεν έρημον τον Ηλίαν. Διά τον δίκαιον η ψυχή του ήταν η όλη περιουσία και εφόδιον της ζωής η ελπίδα προς τον Θεόν. Με το να ζη έτσι, δεν απέθανεν από την πείναν, αλλά τα αρπακτικώτατα και τα πλέον λαίμαργα από τα όρνεα, αυτά έφεραν τα τρόφιμα και υπηρετούσαν τον δίκαιον εις την τροφήν. Αυ­τά που από την φύσιν των αρπάζουν τας ξένας τροφάς, με το πρόσταγμα του Δεσπότου ήλλαξαν την φύσιν και έγιναν πιστοί φύλακες των άρτων και των κρεάτων. Εμάθαμεν δε λοι­πόν από την ιεράν ιστορίαν ότι τα κοράκια έφεραν τας τροφάς εις τον άνδρα. Επίσης και ο λάκκος τής Βαβυλώνος εκρατούσε τον νεαρόν Ισραηλίτην αιχμάλωτον μεν κατά την συμφοράν, ελεύθερον όμως εις την ψυχήν και το φρόνημα. Μήπως όμως έπαθε κάποιο κακόν από τα λεοντάρια; Όχι! Τα λεοντάρια μεν, παρά την φύσιν των, ενήστευαν, ο δε τροφεύς αυτού Αββακούμ ήρχετο διά μέσου του αέρος· ο άγγελος εκόμιζε μαζί με τα τρόφιμα και τον άνθρωπον. Και διά να μη δεινοπαθήση από την πείναν ο δίκαιος, ο προφήτης εις ελάχιστον χρόνον επέταξεν επάνω από τόσην ξηράν και θάλασσαν, όση εκτείνεται από την Ιουδαίαν μέχρι της Βαβυλώνος.

Επίσης τί έκαμνεν ο λαός τής ερήμου, του οποίου αρχηγός ήταν ο Μωυσής; Πώς οικονόμησε την ζωήν του επί σαράντα ολόκληρα χρόνια; Δεν υπήρχεν εκεί άνδρας που να σπέρνη, ούτε βόδι που να σύρη το αλέτρι, ούτε αλώνι, ούτε πατητήρι, ούτε αποθήκη, και όμως είχαν την τροφήν χωρίς σποράν και όργωμα, και ο βράχος εχορηγούσε τας πηγάς, που πρώτα δεν υπήρχαν, αλλ’ εξετινάχθησαν εις την ανάγκην. Παραλείπω να απαριθμήσω τα επί μέρους τής προνοίας τού Θεού, που πολλάς φοράς κατά τρόπον πατρικόν ενεφάνισεν εις τους ανθρώπους. Εσύ δε να υπομείνης ολίγον την συμφοράν, ό­πως ο γενναίος Ιώβ, και να μη λυγίσης από την τρικυμίαν, μή­τε να αποβάλης τα εμπορεύματα της αρετής. Σαν πολύτιμον διαθήκην να διαφυλάξης εις την ψυχήν σου την ευχαριστίαν και θα λάβης και εσύ διά την ευγνωμοσύνην διπλάσιαν απόλαυσιν. Να ενθυμήσαι τον αποστολικόν λόγον «δι’ όλα να ευχαριστήτε». Είσαι πτωχός; έχεις εξάπαντος άλλον πτωχότερον από εσέ. Έχεις διά δέκα ημέρας τρόφιμα εσύ; εκείνος έχει διά μίαν. Σαν καλός και ευγνώμων να εξισώσης το περίσσευμά σου με τον ενδεή. Μη διστάσης να δώσης από το ολίγον. Μη προτιμήσης το συμφέρον σου εμπρός εις την κοινήν συμφοράν. Και αν ο άρτος σου περισσεύη κατά ένα ψωμί και σου κτυπήση την πόρταν ο ζητιάνος, πάρε από την αποθήκην το ένα ψωμί και αφού το βάλης εις τα χέρια του ύψωσε το βλέμ­μα σου εις τον ουρανόν και ειπέ λόγον θλιβερόν μαζί και ευγνώμονα· ένα ψωμί, όπως βλέπεις, Κύριε, και ο κίνδυνος είναι ολοφάνερος. Αλλ’ εγώ θέτω την εντολήν σου επάνω από εμέ και από το ολίγον δίδω εις τον αδελφόν μου που λιμοκτονεί. Δώσε λοιπόν και συ εις τον δούλον σου, που κινδυνεύει. Γνω­ρίζω καλά την αγαθότητά σου και ελπίζω εις την δύναμίν σου. Δεν αναβάλλεις επί πολύ τας δωρεάς, αλλά τας σκορπάς, όταν θέλης. Και αν έτσι ομιλήσης και ενεργήσης, τον άρτον που δί­δεις εις καιρόν δυσκολίας, γίνεται σπόρος γεωργικός, αποφέρει πλούσιον τον καρπόν, είναι προκαταβολή τής τροφής, γίνεται πρόξενος ελέους. Πες και συ εις παρομοίας περιστάσεις τον λό­γον τής χήρας τής Σιδωνίας. Θυμήσου επικαίρως την ιστορίαν. «Ζη Κύριος, δεν έχω τίποτε άλλο παρά μόνον μία χούφταν αλεύρου διά την διατροφήν εμού και των παιδιών μου». Και εάν δώσης από το υστέρημα, θα έχης και συ το λαδοδοχείον κατάμεστον από δωρεάν και την αλευραποθήκην ακένωτον. Διότι διά τους πιστούς φιλοτίμως η χάρις τού Θεού με το να εισάγη το διπλάσιον μιμείται τα πηγάδια, τα οποία πάν­τοτε αδειάζουν αλλά δεν εξαντλούνται. Δάνεισε συ ο άπορος, εις τον πλούσιον Θεόν. Δώσε εμπιστοσύνην εις αυτόν που πάντοτε θεωρεί προσωπικά τον εαυτόν του υπόχρεον, δι’ αυτά που δίδεις εις αυτόν που θλίβεται και ανταποδίδει την ευεργεσίαν από τα ιδικά του αγαθά. Είναι αξιόπιστος εγγυητής, διότι έχει απλωμένους τους θησαυρούς του εις όλα τα μέρη τής γης και της θαλάσσης.Και εάν, ενώ πλέεις, απαιτήσης το δά­νειον, θα λάβης το κεφάλαιον μαζί με τους τόκους εις το μέσον τού πελάγους. Διότι φιλοδοξεί να δίδη περισσότερα.

Η πείνα είναι η αρρώστια αυτού, ο οποίος πεινά. Αυτή είναι φοβερά ασθένεια.Η πείνα είναι η πιο μεγάλη από τας συμφοράς των ανθρώπων και ο φοβερώτερος θάνατος από όλους τους θανάτους. Διότι εις τους άλλους κινδύνους ή η κό­ψη τού ξίφους ταχέως επιφέρει τον θάνατον ή η ορμή τής φω­τιάς αποτόμως σβήνει την ζωήν ή τα θηρία με τα δόντια αφού κατασπαράξουν τα ζωτικώτερα από τα μέλη, δεν επιτρέπουν την τιμωρίαν με την διάρκειαν της οδύνης. Η πείνα όμως επιβραδύνει το κακόν. Παρατείνει τον πόνον με το να ενεδρεύη και να λουφάζη η αρρώστια και με το να κάμνη ώστε πάντοτε ο θάνατος να είναι παρών και πάντοτε να βραδύνη. Διότι δαπανά το υγρόν που υπάρχει εις τον οργανισμόν, καταστέλλει την θερμότητα, περιορίζει το βάρος, μαραζώνει ολίγον κατ’ ολί­γον την δύναμιν. Η σάρκα κολλά ωσάν αράχνη εις τα κόκκαλα. Το χρώμα δεν είναι ανθηρόν. Διότι το κόκκινον υποχωρεί με την φθοράν τού αίματος και η λευκότης δεν υπάρχει, αφού η επιδερμίδα μελανιάζει από την ισχνότητα. Μαυροκιτρινίζει το σώμα, διότι από την νόσον ανακατώνεται οικτρώς η ωχρότης με το μαύρον. Τα γόνατα δεν αντέχουν, αλλά λυγίζουν από την ανάγκην. Η φωνή είναι λεπτή και αδύνατη. Τα μάτια ασθενικά εις τας κόγχας, παραμένουν ανώφελα εις τας κόγχας των, όπως εκείνοι από τους καρπούς που αποξηραίνονται εις τα κελύφη των. Η κοιλία αδειανή και ζαρωμένη, άμορφος, χωρίς βάρος, δεν έχει τον φυσικόν τόνον των σπλάγχνων και είναι κολλημένη εις τα κόκκαλα του οπισθίου μέρους. Αυτός λοιπόν που περιφρονεί ένα τέτοιο σώμα πόσας κολάσεις αξίζει; Ποίαν δε υπερβολήν σκληρότητος δεν θα ξεπεράση; Πώς δεν αξίζει να συγκαταριθμηθή εις τα ανήμερα από τα θηρία και να θεωρήται μολυσμένος και ανθρωποκτόνος; Διότι αυτός, που εις το χέρι του είναι να θεραπεύση το κακόν και που με την θέλησίν του αναβάλλει εξ αιτίας τής πλεονεξίας, ευλόγως θα ημπορούσε να καταδικάζεται εξ ίσου με αυτούς που ιδιοχείρως διαπράττουν τον φόνον. Το κακόν τής πείνης εξηνάγκασε πολλάς φοράς πολλούς να παραβιάσουν και τους φυσικούς νόμους. Να φάγη δηλαδή άνθρωπος τα σώματα των συγγενών, η μητέρα δε το παιδί της που από την κοιλίαν της εγέννησε να το δεχθή αδίκως και πάλιν εις την κοιλίαν της. Και τοο δράμα αυτό το δι­εκτραγώδησε η ιουδαϊκή ιστορία, που συνέταξεν ο σπουδαίος κατά την γνώμην μου Ιώσηπος, τότε που τα φοβερά πάθη κατέλαβαν τους κατοίκους τής Ιερουσαλήμ, που επλήρωναν έτσι τας δικαίας τιμωρίας διά την ασέβειάν των εις τον Θεόν. Βλέ­πεις ότι και ο ίδιος ο ιδικός μας Θεός τα μεν άλλα από τα πα­θήματα παραβλέπει, τους πεινώντας όμως με συμπάθειαν ευσπλαγχνίζεται. «Σπλαγχνίζομαι, λέγει, τον λαόν». Διά τού­το και εις την τελικήν κρίσιν, εκεί όπου προσκαλεί τους δικαίους ο Κύριος, την πρώτην θέσιν κατέχει αυτός που δίδει. Αυτός που τρέφει είναι πρώτος εις τους τιμωμένους. Αυτός που εχορήγησε τον άρτον προσκαλείται πρώτα απ’ όλους. Ο αγαθός και μεταδοτικός μεταβαίνει εις την ζωήν πρώτος από τους άλλους δικαίους. Αυτός που δεν κοινωνεί εις τας ανάγκας του πλησίον και ο τσιγκούνης παραδίδεται εις την φωτιάν πρώτος από όλους τους αμαρτωλούς. Ο καιρός σε καλεί εις την μητέρα τών εντολών. Και να φροντίσης πάρα πολύ διά να μη χάσης τον καιρόν τής πανηγύρεως και των εμπορικών συναλλαγών. Διότι ο χρόνος τρέχει και δεν περιμένει αυτόν που αργοπορεί. Αι ημέραι φεύγουν και προσπερνούν τον οκνηρόν. Και όπως δεν ημπορεί κανείς να σταματήση το ρεύ­μα του ποταμού, εκτός εάν κάποιος χρησιμοποιήση όπως πρέ­πει το νερόν, αφού το ανακόψη, κατά την πρώτην συνάντησιν και ορμήν, έτσι ούτε τον χρόνον, που τρέχει σύμφω­να με την αναγκαστικήν πορείαν, ημπορεί να συγκρατήση, ούτε αφού περάση να τον ανακαλέση εις τα οπίσω, εκτός εάν κάποιος τον προλάβη, όταν έρχεται. Και διά τούτο κράτησε την εντολήν ωσάν να φεύγη και εφάρμοσέ την και αφού την συλλάβης από παντού άρπαξέ την εις τας αγκάλας σου. Δώσε ολίγα και απόκτησε πολλά. Εξαφάνισε την πρωταρχικήν αμαρτίαν διά της μεταδόσεως της τροφής. Διότι, όπως ο Αδάμ που παρανόμως έφαγε, μετέδωσε την αμαρτίαν, έτσι ημείς εξαλείφομεν την πονηράν βρώσιν, εάν θεραπεύσωμεν την ανάγ­κην και την πείναν τού αδελφού.

Λαοί, ακούστε! Χριστιανοί, ακούστε προσεκτικά! Αυ­τά λέγει ο Κύριος. Δεν ομιλεί εις τον λαόν με την φωνήν του, αλλά με τα στόματα των δούλων του, ωσάν με όργανά του, σαλπίζει. Ας μη φανούμεν ημείς οι λογικοί σκληρότεροι από τα άλογα ζώα. Διότι εκείνα από κοινού χρησιμοποιούν αυτά που βλαστάνει εκ φύσεως η γη. Και τα κοπάδια τών προβάτων βοσκούν εις ένα και το ίδιον βουνόν. Πάμπολλα άλογα μίαν και την ιδίαν πεδιάδα καταλαμβάνουν ως βοσκότοπον. Και όλα τα είδη τών ζώων έτσι μεταξύ των το ένα προς το άλλο παραχωρούν την αναγκαίαν απόλαυσιν των τροφών. Ημείς όμως οικειοποιούμεθα τα κοινά και κατέχομεν μόνοι αυτά που ανήκουν εις τους πολλούς. Ας εντρεπώμεθα τα φιλάνθρωπα διηγήματα των ειδωλολατρών. Εις μερικούς εξ αυτών νόμος φιλάνθρωπος απειργάζετο μίαν τράπεζαν και κοινά τρόφιμα, και σχεδόν μίαν οικογένειαν τον πολυάνθρωπον λαόν. Ας αφήσωμεν τους εθνικούς και ας έλθωμεν εις το παράδειγμα των τριών χιλιάδων. Ας ζηλέψωμεν την πρώτην εκκλησίαν τών Χριστιανών, όπου τα πάντα ήταν κοινά εις αυτούς, δηλαδή η ζωή, η ψυχή, η συμφωνία, η κοινή τράπεζα, η αδιαίρετος αδελφότης, η ανυπόκριτος αγάπη, που ήνωνεν εις ενα τα πολλά σώματα, και συνήρμοζε τας διαφόρους ψυχάς εις μίαν ομόνοιαν. Από την Παλαιάν και την Νέαν Διαθήκην έχεις πολλά παραδεί­γματα φιλαδελφίας. Εάν αντικρύσης γέροντα που πεινά να τον καλέσης και να τον θρέψης, όπως ο Ιωσήφ τον Ιακώβ. Εάν εύρης εχθρόν που ευρίσκεται εις δυσκολίαν μη προσθέσης εις την οργήν που σε κατέχει την εκδίκησιν, αλλά να τον θρέ­ψης όπως εκείνος έθρεψε τους αδελφούς, που τον επώλησαν. Εάν συναντήσης νεώτερον που καταπονείται, να κλαύσης έτσι, όπως εκείνος τον Βενιαμίν, το παιδί τών γερατειών. Ίσως να πειράζη και σε η πλεονεξία, όπως η κυρία τον Ιω­σήφ· σε τραβά από τα ενδύματα, διά να παραβής την εν­τολήν και να αγαπήσης περισσότερον εκείνην που αγαπά τα χρυσαφικά και τα στολίδια, παρά την προσταγήν του Δεσπότου. Όταν λοιπόν έλθη λογισμός που καταπολεμεί την εντολήν αυτήν και προσελκύει τον εγκρατή νουν εις την φιλαργυρίαν, και σε εξαναγκάζει να αδιαφορήσης διά την φιλαδελφίαν και σε κρατά πλησίον της, ρίξε και συ κάτω τα ενδύματα, και ωργισμένος φύγε. Να διατηρήσης την πίστιν εις τον Κύριον, όπως εκείνος εις τον Πετεφρήν. Να μεριμνήσης δι’ έν ετος, όπως εκείνος εμερίμνησε δι’ επτά έτη. Μη δίδης τα πάντα εις την ηδονήν, δώσε και κάτι εις την ψυχήν. Και να πιστέψης πως έχεις δύο θυγατέρας· την καλοπέρασιν εδώ και την ουράνιον ζωήν. Εάν δεν θελήσης να τα δώσης όλα εις την ανωτέραν, μοίρασέ τα λοιπόν εξ ίσου και εις την ακόλαστον κόρην και εις την αγαθήν. Να μη παρουσιάσης την εδώ διαγωγήν σου βαθύπλουτον και την άλλην γυμνήν και ενδεδυμένην με εμβαλώματα, αλλ’ όταν χρειασθή να παραστής εις τον Χριστόν και αντιμετωπίσης τον κριτήν, η κατ’ αρετήν ζωή να έχη νυμφικόν ένδυμα και πρόσκλησιν. Μη λοιπόν παρουσιάσης εις τον νυμφίον την νύμ­φην δύσμορφον και αστόλιστον, διά να μη την ιδή και γυρίση το πρόσωπόν του και αφού την ιδή την μισήση και αρνηθή τον γάμον. Αλλά αφού την αρματώσης με τον στολισμόν που αρμόζει, να την διαφυλάξης όμορφην ως την προθεσμίαν τών γάμων. Διά να ανάψη και αυτή μαζί με τας φρονίμους παρθέ­νους την λαμπάδα, να διατηρήση άσβεστον την φλόγα τής γνώσεως και να μη της λείψη το λάδι τών καλών έργων. Διά να επαληθευθή έτσι εμπράκτως η θεία προφητεία και εύρη εφαρμογήν εις την ψυχήν σου ο λόγος· «στέκεται εις τα δεξιά σου η βασίλισσα ενδεδυμένη και στολισμένη με ενδυμασίαν χρυσοκέντητον. Ακουσε κόρη, και ιδές και κλίνε το αυτί σου, ο βασιλεύς θα επιθυμήση την ομορφιάν σου». Αυτά βεβαίως γενικά προανήγγειλεν ο ψαλμωδός, προφητεύων την ωραιότητα ολοκλήρου του σώματος. Κατά κύριον λόγον δε θα εύρη εφαρμογήν και εις την ψυχήν του καθενός, αφού βέβαια η Εκ­κλησία αποτελείται από τα επί μέρους άτομα.

Σκέψου, παρακαλώ, λογικά το παρόν και το μέλλον, το οποίον μη προδίδης λόγω αισχροκερδίας. Το σώμα που είναι το χαρακτηριστικόν σου εις την ζωήν θα σε αφήση. Εις την εμφάνισιν του κριτού που αναμένεται και που αναμφιβόλως θα έλθη, θα αποκλείσης μεν διά τον εαυτόν σου την απονομήν τών τιμών και την επουράνιον δόξαν και θα ανοίξης την άσβεστον φωτιάν, την γέενναν, τα κολαστήρια και τους πικρούς από τας οδύνας αιώνας, αντί της αιωνίου και μακαρίας ζωής. Μη με πάρης, ωσάν κάποιαν μητέρα ή τροφόν, πως σου επισείω ψεύτικα μορμολύκεια, όπως εκείναι συνηθίζουν να κάμνουν εις τα μικρά παιδιά, όταν θρηνούν άτακτα και συν­εχώς τα καθησυχάζουν με φανταστικά διηγήματα. Αυτά δεν είναι παραμύθι, αλλά λόγος που έχει κηρυχθή προ πολλού από αδιάψευστον φωνήν. Και γνώριζε επακριβώς ότι σύμφωνα με την ευαγγελικήν προφητείαν «ένα γιώτα ή ένα γράμμα δεν θα καταργηθή από τον νόμον μέχρις ότου γίνουν όλα». Αλλά και το σώμα που έχει εξαφανισθή εις τους τάφους θα αναστηθή και η ιδία η ψυχή που με τον θάνατον έχει αποχωρισθή, πάλιν θα κατοικήση εις το σώμα. Και θα γίνη ακριβής έλεγχος των πράξεων της ζωής κατά τον οποίον δεν θα μαρτυ­ρήσουν άλλοι, αλλ’ η ιδία η συνείδησις θα καταθέση ως μάρτυς. Εις τον καθένα δε θα αποδοθή από τον δίκαιον δικαστήν το κατ’ αξίαν. Εις αυτόν πρέπει η δόξα, η δύναμις και η προσκύνησις εις τους αιώνας των αιώνων. Αμήν.