.

.

Δός μας,

Τίμιε Πρόδρομε, φωνή συ που υπήρξες η φωνή του Λόγου. Δος μας την αυγή εσύ που είσαι το λυχνάρι του θεϊκού φωτός. Βάλε σήμερα τα λόγια μας σε σωστό δρόμο, εσύ που υπήρξες ο Πρόδρομος του Θεού Λόγου. Δεν θέλουμε να σε εγκωμιάσουμε με τα δικά μας λόγια, επειδή τα λόγια μας δεν έχουν μεγαλοπρέπεια και τιμή. Όσοι θα θελήσουν να σε στεφανώσουν με τα εγκώμιά τους, ασφαλώς θα πετύχουν κάτι πολύ πιό μικρό από την αξία σου. Λοιπόν να σιγήσω και να μη προσπαθήσω να διακηρύξω την ευγνωμοσύνη μου και τον θαυμασμό μου, επειδή υπάρχει ο κίνδυνος να μη πετύχω ένα εγκώμιο, άξιο του προσώπου σου;

Εκείνος όμως που θα σιωπήσει, πηγαίνει με τη μερίδα των αχαρίστων, γιατί δεν προσπαθεί με όλη του τη δύναμη να εγκωμιάσει τον ευεργέτη του. Γι’ αυτό, όλο και πιό πολύ σου ζητάμε να συμμαχήσεις μαζί μας και σε παρακαλούμε να ελευθερώσεις τη γλώσσα μας από την αδυναμία, που την κρατάει δεμένη, όπως και τότε κατάργησες, με τη σύλληψη και γέννησή σου, τη σιωπή του πατέρα σου του Ζαχαρία.

Άγιος Σωφρόνιος Ιεροσολύμων

Δεν θα καταφέρουμε τίποτε

Να ξέρουμε όμως εμείς, οι ευσεβείς, ότι όσο βρισκόμαστε στην αμαρτία, δηλαδή στην παράβαση των θειων εντολών του Χριστού, του Θεού, ακόμη και αν διαβάζουμε όλες τις προσευχές των οσίων, τα τροπάρια, τα κοντάκια και τους κανόνες κάθε μέρα και κάθε ώρα, δεν θα καταφέρουμε με αυτό τίποτα. 
Επειδή ο ίδιος ο Κύριος, ο Χριστός, σαν με μομφή και παράπονο, λέγει σε μας: «Τί δε με καλείτε Κύριε, Κύριε, και ου ποιείτε α λέγω;», δηλαδή όσο ζείτε παραβαίνοντας τις εντολές μου, μέχρι τότε μάταια με καλείτε με πολλές και πολύωρες προσευχές. 
Μία μόνον υπάρχει ευχάριστη σ’ Αυτόν προσευχή: είναι η έμπρακτη προσευχή, που συνίσταται στο να απομακρυνθούμε με όλη τη ψυχή μας διά παντός από κάθε παράβαση των αγίων εντολών του και να στερεωθούμε με αυτό στο φόβο του εκτελώντας κάθε δίκαιο έργο με πνευματική χαρά και ειλικρινή αγάπη.

Άγιος Μάξιμος ο Γραικός

Γέρων Ἐφραὶμ Κατουνακιώτης: Ἡ μεγάλη δόξα της Ἐκκλησίας μας· αυτό εἶναι. Νὰ ἀκούσουμε το «Εὐλογημένη ἡ Βασιλεία»

Ἡ μεγάλη δόξα της Ἐκκλησίας μας· αυτό εἶναι.Νὰ ἀκούσουμε το «Εὐλογημένη ἡ Βασιλεία». 
Πόσες φορὲς το εἶπα ἐγὼ (σὰν ἱερεύς).Ὅταν το λέει ο παπάς, μοῦ ἔρχεται νὰ κλάψω, να κλάψω.
Αυτός εἶναι ὁ Πατέρας μας. Αὐτή εἶναι ἡ προσδοκία μας. Ἐκεί θα πάμε ὅλοι.
Θὰ μας αγκαλιάσει, θα μας φιλήσει. Διότι αυτός είναι ο Πατέρας μας, ο Δημιουργός μας.
Εἶναι λέξεις, οἱ οποῖες σου τονώνουν το ηθικό. Ἐκεί είναι η προσδοκία μας, η ανάπαυσίς μας.
Να πάμε στον Πατέρα μας. Αυτός εἶναι ο Πατέρας μας.

Προλαβαίνω ως τα Χριστούγεννα..;



«Κάποιος γνωστός αυτές τις μέρες,
έπεσε σε σοβαρές αμαρτίες.
Μετάνιωσε. Και μου ‘γραψε:
Ελπίζω ο Θεός να με συγχωρέσει ως τα Χριστούγεννα...

Ήθελα να του γράψω ότι ο Θεός
δεν θα τον συγχωρέσει ως τα Χριστούγεννα,
διότι απλά τον έχει ήδη συγχωρέσει
πριν περίπου 2.000 χρόνια ένα μεσημέρι στο Γολγοθά.
Η άφεση, έχει ήδη δοθεί!! Άπαξ δια παντός.

Αυτό που κάνουμε τώρα - το μυστήριο της Εξομολόγησης -
είναι μια ανάμνηση, αναβίωση,
κι ανανέωση εκείνης της πράξης αγάπης,
της συγχώρεσης και άφεσης.
Δεν συγχωρούμαστε την ώρα που εξομολογούμαστε.
Την ώρα που εξομολογούμαστε
βιώνουμε πάλι την ίδια αυτή αγάπη του Θεού
που ήδη δόθηκε, εκδηλώθηκε,
ξεχύθηκε πλούσια πριν 20 αιώνες.
Πρόσεξε τη λέξη ¨ήδη¨!!!
Ήδη!!!

Αυτά ήθελα να απαντήσω στο μήνυμα,
μα έπεσε η σύνδεση και δεν το ‘γραψα.
Ελπίζω να το διαβάσει εδώ,
μαζί με άλλους συναμαρτωλούς
που έχουν παρόμοιες απορίες,
και να χαρεί την αγάπη του Θεού,
που συγχωρεί τους πάντες και τα πάντα,
από πάντα!!»


π. Ανδρέας Κονάνος

ΟΥΡΑΝΙΑ ΜΗΝΥΜΑΤΑ...

Όσοι Τον Χριστόν βλέπουν, Τον Χριστόν δεν ξεχνούν, και όσοι Τον ακούνε μια φορά, θα Τον ακούνε συνέχεια.

Αλλά όσοι τα αυτιά τους κλείνουν , και Ο Χριστός θα γυρναει όχι την πλάτη, αλλά θα πηγαίνει λίγο πιο πέρα για να μην ενοχλήσει τα αυτιά τους. 

Όχι μόνον θα σας αμφισβητήσουν, αλλά κάποιοι θα απομακρυνθούν, λογω φοβίας πλάνης, θα φοβηθούν την αλήθεια, και θα αγκαλιάσουν το ψέμα.

Το πνεύμα το Άγιο δεν κατοικεί μόνον σε μερικές ψυχές, αγγίζει ακόμα και τα δένδρα για να ανθίσουν πιο πολύ…………….ομως εγκαταλείπει εκείνους , που αντί να ανάψουν φωτιά, ρίχνουν νερό στην ψυχή τους.

Για κοιτάξτε παιδιά μου, εκεί στα μέρη σας, πόσους ρασοφόρους Άγιους είδατε;

Που ζησανε μαζί σας, και από πόσους απομακρυνθήκατε λέγοντας ‘’ ετουτος δεν είναι παπάς ‘’ ;

και για κάποιους άλλους , δυο με τρεις είπατε, μακάρι την χάρη τους να είχαμε!


Στην αγάπη παιδιά μου δεν υπάρχει ιεραρχία, στις αγκαλιές που δίνετε μέσω της προσευχής, δεν υπάρχει προτεραιότητα!

Παιδιά μου , υπάρχει μόνον το καθήκον της πίστεως σε αυτό που κάνετε, οτιδήποτε κάνετε να το κάνετε απλώς με την ψυχήν σας.

Τότε παιδιά μου δεν κλείνει ποτέ η πόρτα Του Πατρός, ούτε Ο Πατήρ και Ο Υιός Του δεν έβαλαν σύνορα ( όρια ) αγάπης και προσευχής, αλλά δίδαξαν αγάπην και σεβασμόν

Α) Αγάπην για Τον Πατέρα ( Αγία Τριάδα )

Β) Αγάπην για τα αδέλφια ( τους Άγιους και τους Αγγέλους )

Γ) Αλλά και τέλειον σεβασμόν προς αυτούς

Οι στράτες σας να είναι γερές και να μην παρεκκλίνουν, να πηγαίνουν κατευθείαν στον σκοπόν, για τον οποίον ξεκίνησαν.....Αυτό λέγεται αγάπη………..

Αυτό λέγεται Ουράνια δεσμευσις…………….

Αυτό λέγεται παιδιά μου και Ουράνια αδελφοσύνη, γιατί δεν είσθε ορφανά.

Όποτε κτυπήσετε την πόρτα Του Πατρός, πάντα θα είναι ανοιχτή για εσάς και θα σας περιμένουν και τα αδέλφια.

Αυτή η σκέπη λέγεται Ουράνια και αυτή η αγάπη λέγεται ΘΕΟΣ! Και ο σεβασμός λέγεται, μετάνοια, πιστις και εξομολογησις.

Ο σεβασμός είναι η βάσις για μετάνοια, εξομολογησιν και πιστιν, τις αμφισβητήσεις θα τις περάσετε παιδιά μου ακόμα και με τον εαυτόν σας, όχι μόνον με τους άλλους,
Είναι τα στάδια της ανετοιμοτητας της ψυχής ώστε να αναγνωρίσει πλήρως και τέλεια Το Θείον!

Και όμως περνώντας αυτούς τους βράχους και χτυπώντας επάνω τους , θα αρχίσετε να βλέπετε με τα πραγματικά μάτια της ψυχής, για να μην σκοντάφτετε συνέχεια.

Ευχαριστούμε τον φίλο GEWKWN 

ΤΑ ΠΡΩΤΑ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ ΤΟΥ ΡΑΒΙΝΟΥ ΙΣΑΑΚ



Ο Αρχιραββίνος Ισαάκ Καντούρι που αποκάλυψε ότι ο «Μεσίας» λέγεται ΙΗΣΟΥΣ και θα έλθει μετά τον θάνατο του Αριέλ Σαρόν


(Από το βιβλίο «Ο ΡΑΒΒΙΝΟΣ ΙΣΑΑΚ Μ.» του Νικολάου Αμβράζη) 

Κόρινθος. Εκατό χρόνια πριν. Κυριακή προ των Χριστουγέννων. Ο ραββίνος Ισαάκ έχει εντελώς αναρρώσει στο σπίτι του παιδικού του Έλληνα φίλου θεολόγου Νικολάου Αμβράζη και ζητάει να λάβει μέρος στην οικογενειακή λατρεία αναγινώσκων το Θ΄ Κεφάλαιο του προφήτη Ησαΐα, αρχικά εβραϊστί και ακολούθως ελληνιστί.

«… Ὅτι παιδίον ἐγεννήθη ἡμῖν, υἱό ς καί ἐδόθη ἡμῖν, οὗ ἡ ἀρχή ἐγενήθη ἐπί τοῦ ὤμου α ὔ το ῦ , κα ί καλε ῖ ται τ ό ὄ νομα α ὐ το ῦ μεγ ά λης βουλ ῆ ς ἄ γγελος, θαυμαστ ό ς σ ύ μβουλος, Θε ό ς ἰ σχυρ ό ς (Ελ Γκιμπόρ), ἐ ξουσιαστ ή ς, ἄ ρχων ε ἰ ρ ή νης, πατ ή ρ το ῦ μ έ λλοντος α ἰῶ νος».

– Περί τίνος παιδίου ομιλεί ο Προφήτης και ένεκα τίνος εδιαλέξατε προς μελέτην το χωρίον τούτο σήμερον; Ερώτησε ο ραββίνος Ισαάκ τον Ν. Αμβράζην.

– Διότι μετά τρείς ημέρας εορτάζομεν την γέννησιν του παιδίου εκείνου, του Μασσίαχ, του Σωτήρος του κόσμου που καλείται Ελ Γκιμπόρ, διά το οποίο η ιστορία, 450 εκατομ. Χριστιανοί το βεβαιούσι και ο Ησαΐας και πάντες οι Προφήται το κηρύττουσι.

– Εγώ έμαθον εις το Ταλμούδ, είπεν ο Ισαάκ, ότι το παιδίον είναι ο υιός του Προφήτου Ησαΐου.

– Είναι δυνατόν παιδίον, που καλείται Ελ Γκιμπόρ (=Θεός ισχυρός) να είναι παιδί του Ησαΐου; ερώτησε ο Ν. Αμβράζης.

– Ομολογώ ειλικρινώς ότι δεν με πείθουν επαρκώς οι ραββίνοι και το Ταλμούδ. Ζητώ να φωτισθώ, απάντησε ο ραββίνος Ισαάκ.

– Αν ειλικρινώς ποθείς την αλήθειαν, αδελφέ Ισαάκ, ο Κύριος θα σε φωτίση. Ζήτησον αυτήν εν απλότητι καρδίας και εν ταπεινώσει και θα σου δοθή. «Ο Πατήρ θα σε ελκύση». Σκέψου και πρόσεχε εις τα εξής: Ο υιός του Ησαΐου ονομάζεται Μαχέρ-σαλάλ-χας-βαζ και γεννάται εκ της Προφήτιδος Άννης · ο Εμμανουήλ γεννάται εκ της Παρθένου, που εις τα Εβραϊκά εκφέρεται διά του άρθρου, αλ ααλμά, δηλαδή η μία, η γνωστή, η ωρισμένη υπό του Θεού Παρθένος (Ησ. Ζ΄ 14).

– Έμαθα παρά των ραββίνων, είπεν ο Ισαάκ, και εγώ εμελέτησα εις το Ταλμούδ, ότι η λέξις «αλμά» δεν σημαίνει παρθένον, αλλά νεαράν γυναίκα. Ούτως εξηγούντες αυτήν οι ραββίνοι αναφέρουσι την λέξιν εις την νεαράν γυναίκα του Ησαΐου. Η Παρθένος ή το κοράσιον καλείται εβραϊστί «μπεθουλά», υποκοριστικόν της λέξεως «μπαθ» = κόρη, θυγάτηρ.

– Άκουσε, Ισαάκ, εν ειλικρινεία και ευθύτητι καρδίας.

Πρόκειται να αποδειχθεί ότι η λέξις «αλμά» σημαίνει παρθένον και μόνον παρθένον και όχι νεαράν γυναίκα έγγαμον, και ότι η λέξις αυτή είναι συνώνυμος με την λέξιν «μπεθουλά». Γνωρίζεις κάλλιστα ότι η λέξις «αλμά» παράγεται από το ρήμα «αλάμ»=ηβάν, ισχυρόν είναι, χυμώδη είναι · επομένως η λέξις σημαίνει την κόρην, την έφηβον.

Κατ’ αρχήν οι Ο΄ μεταφρασταί της Π.Δ. ήσαν Εβραίοι, εγνώριζαν καλώς την Ελληνικήν γλώσσαν και δεν είχαν θρησκευτικόν συμφέρον να μεταφράσουν την λέξιν «αλμά» διά της λέξεως Παρθένος. Ας έλθωμεν όμως εις το ζητούμενον.

Στον 43 στ. ΚΔ΄ Κεφ. Του Μπερεσίθ (δηλαδή Γεν. ΚΔ΄ 4 43) αναγινώσκομεν «Χιννέ ανοχί νιτσάβ αλέν χαμάγιμ, βε χαγιά ααλμά…». « Ἰ δο ύ ἐ γ ώ ἐ φ έ στηκα ἐ π ί τ ῆ ς πηγ ῆ ς το ῦ ὕ δατος κα ί … ἔ σται ἡ παρθ έ νος, ἥ ἄ ν ἐ γ ώ ε ἴ πω, π ό τισ ό ν με ἐ κ τ ῆ ς ὑ δρ ί ας σου…». Ο Ελιέχερ παρακαλεί τον Θεόν, ώστε η πρώτη «αλμά», κόρη, παρθένος, την οποίαν θα συναντήση να είναι η ορισθείσα από τον Θεόν εις γυναίκα του Ισαάκ. Όταν το πρώτον συναντά την Ρεβέκκα την καλεί «αλμά» και η Ρεβέκκα είναι άγαμος και παρθένος.

Στο κεφ. Β΄ 8 της Εξόδου αναγινώσκομεν: «Βατόμερ λαχ μπαθ παρό, λεχί, βατέλεχ ααλμά…». « Ἡ δ έ ε ἶ πεν ἡ θυγ ά τηρ Φαρα ώ · πορε ύ ου. Ἐ λθο ύ σα δ έ ἡ νε ᾶ νις ἐ κάλεσε τ ή ν μητ έ ρα το ῦ παιδίου».

– Παρατηρώ, είπεν ο Ισαάκ ότι η θυγάτηρ του Φαραώ της αιγύπτου, ονομάζει αλμά την μικράν αδελφήν του Μωυσέως, η οποία κατ’ εντολήν της μητρός αυτής επετήρει το βρέφος Μωυσή, που ευρίσκετο εις το καλάθι, το οποίον επέπλεεν εις τον ποταμόν. Αναντιρρήτως ενταύθα η λέξις σημαίνει παρθένον, μικράν κόρην, άγαμον…

Με έπεισες, Νικόλαε, ανέκραξε. Δεν δύναμαι να αρνηθώ την αλήθειαν. Βλέπω αυτήν καθαρά δι’ αυτού του εβραΐκού κειμένου.

Ανεγνώσθησαν ακολούθως Τεελίν (Ψαλμ. 68, 26), Μισελέγ (Παροιμίαι 30, 19), Σιράσκριμ (Ασμα ασμάτων Α΄ 3 και ΣΤ΄ 8). Παρέπεμψα τον Ισαάκ και εις τας μεταφράσεις της Π.Δ. υπό των Ιουδαίων μεταφραστών Ακύλα, Θεοδοτίωνος και Συμμάχου, οι οποίοι συμφωνούν με τα ανωτέρω.

Ο Ισαάκ δεν απεκρίθη. Παρετήρησεν ημάς ατενώς. Εδάκρυσεν έπειτα και εγονυπέτησεν. Ημείς όλοι διετελούμεν εν απορία. Ο Ισαάκ έμεινε επί τινα λεπτά άφωνος. Υψώσας δε έπειτα τους οφθαλμούς και τας χείρας προς τον ουρανόν ανέκραξεν εβραϊστί και ελληνιστί.

– Ατά Ιμμανουέλ Μασσίαχ! Ω, συ Εμμανουήλ Βασιλεύ · Καβώδ Γισραέλ! Δόξα του Ισραήλ! Τον οποίον ο μισητός εγώ άχρι τούδε εμίσουν, τον οποίον ο τυφλός εγώ έως τώρα παρεγνώρισα! Ελπίς και υπόσχεσις του Αδοναγί Τσεβαώθ δος μοι οφθαλμούς να σε ίδω! Αφαίρεσον, Ελ Ελγιόν! το πυκνόν κάλυμμα της Ταλμουδικής πωρώσεως εκ των εσκοτισμένων οφθαλμών μου, όπως αφήρεσας του ομοίου μου Σαούλ (Παύλου) και κατάστησόν με όπως εκείνον! Ω Ελ Γκιμπόρ! Ω! Ελ-Σιαδάγ, ω Ιμμάνουέλ! Σώσον το δωδεκάφυλον ημών, ω ελπίς του Αβραάμ και των Πατέρων! Καβώδ Γισραέλ! Δέξαι καμέ τον μέχρι τούδε, αγνοίας ένεκεν, διώκτην Σου!…

…Την επομένην ο Ισαάκ ανεχώρησε διά την Κωνσταντινούπολιν, όπου ευρίσκετο η ενορία του. Η λυσαλλέα μετά γρονθοκοπημάτων αντίδρασις της οικογενείας του τον έκαναν να εύρη καταφύγιον εις οικίαν Ορθοδόξου ιερέως. Παραμένων ραββίνος, καίτοι αληθής Χριστιανός, ακολουθών το του Παύλου «…και εγενόμην τοις Ιουδαίοις ως Ιουδαίος, ίνα Ιουδαίους κερδίσω…» ήλκυσε εις την Χριστιανικήν Πίστιν τον ραββίνον Σαμουήλ και μέρος της Συναγωγής. Ακολούθως εις Ρουμανίαν ιδρύει Εκκλησίαν εξ Ιουδαίων, μεταστρέφει εις την Ορθοδοξίαν 3 Μονσινιόρους, οι οποίοι γίνονται Επίσκοποι εις την Ρωσίαν και 2 Πανοσιωτάτους, οι οποίοι αποστέλλονται ιεραπόστολοι στην Κίνα.

…Ο εξ Ηπείρου εβραίος Ισαάκ Μ. υπήρξεν ένας εκ των λογιωτάτων Ισραηλιτών, φιλολογικώτατα κατηρτισμένος εις την Εβραϊκήν γλώσσαν, την οποίαν ωμιλούσε όσον ολίγοι των Ραββίνων, αλλά και της Ελληνικής εγκρατέστατος, αφού ήταν τελειόφοιτος του Γυμνασίου Ιωαννίνων… Διήνυσεν ως «πατήρ Χρυσόστομος» πορείαν Ισαποστόλου και εκοιμήθη εις την Γιοκοχάμα την 28.12.1901. Εις την επιτύμβιον πλάκα κάτωθεν του Σταυρού είναι γεγραμμένα μεταξύ των άλλων: «Ο Νόμος, οι Προφήται και τα αγιόγραφα (εβραϊστί) οδηγούσιν (ελληνιστί) εις την Καινήν Διαθήκην (εβραϊστί)…

«Καβώδ ατά, Αδοναγί, καβώδ ατά». «Δόξα Σοι, Κύριε, δόξα Σοι».

Το κείμενο ελήφθη από το βιβλίο «Ο ΡΑΒΒΙΝΟΣ ΙΣΑΑΚ Μ.» του Νικολάου Αμβράζη, εκδόσεις Ρηγοπούλου.

Ο Ισαάκ ήταν κατά πεποίθηση Χριστιανός. Γνώρισε το Χριστό και τον προσκύνησε με ταπείνωση και μετάνοια ως Υιό του Θεού και Σωτήρα του κόσμου, την ημέρα των Χριστουγέννων. Και τον υπηρέτησε στη συνέχεια με συνέπεια ως την ημέρα της κοίμησής του (28.12.1901).

Εμείς γεννηθήκαμε Χριστιανοί, αλλά ως επί το πλείστον είμαστε κατά συνήθεια Χριστιανοί και πολλές φορές δεν συμπεριφερόμαστε ως Χριστιανοί ομολογητές του παναγίου Ονόματός Του. Ωστόσο η αγία μας Εκκλησία πέρα από τα όποια και όσα λάθη των μελών της πορεύεται το δρόμο Της, δωρίζοντας μυστικά στις καρδιές των πιστών την ειρήνη και τη λύτρωση.

Χριστός Γεννάται δοξάσατε

Ἡ Παρθένος σήμερον, τὸν ὑπερούσιον τίκτει....


Η Γέννηση του Χριστού, το Μέγα Μυστήριον



Αὐτὴ τὴν ἡμέρα (25 Δεκεμβρίου) ἡ ἁγία Ἐκκλησία μας γιορτάζει τὸ μεγάλο καὶ ἀνερμήνευτο γεγονὸς τῆς κατὰ σάρκα γεννήσεως τοῦ Υἱοῦ καὶ Λόγου τοῦ Θεοῦ ἀπὸ τὴν Ὑπεραγία Θεοτόκο.

Μυστήριο ξένον, λέγει ὁ Ὑμνωδός, τὴ Γέννηση τοῦ Χριστοῦ, τὸ νὰ γεννηθῆ σὰν ἄνθρωπος, ὄχι κανένας προφήτης, ὄχι κανένας ἄγγελος, ἄλλα ὁ ἴδιος ὁ Θεός! Ὁ ἄνθρωπος, θὰ μποροῦσε νὰ φθάσει σὲ μία τέτοια πίστη;

Οἱ φιλόσοφοι καὶ οἱ ἄλλοι τετραπέρατοι σπουδασμένοι ἤτανε δυνατὸ νὰ παραδεχθοῦν ἕνα τέτοιο πράγμα; Ἀπὸ τὴν κρισάρα τῆς λογικῆς τους δὲν μποροῦσε νὰ περάσει ἢ παραμικρὴ ψευτιά, ὄχι ἕνα τέτοιο τερατολόγημα! Ὁ Πυθαγόρας, ὁ Ἐμπεδοκλῆς κι ἄλλοι τέτοιοι θαυματουργοί, ποὺ ἤτανε καὶ σπουδαῖοι φιλόσοφοι, δὲ μπορέσανε νὰ τοὺς κάνουνε νὰ πιστέψουνε κάποια πράγματα πολὺ πιστευτά, καὶ θὰ πιστεύανε ἕνα τέτοιο τερατολόγημα; Γι᾿ αὐτὸ ὁ Χριστὸς γεννήθηκε ἀνάμεσα σὲ ἁπλοὺς ἀνθρώπους, ἀνάμεσα σὲ ἀπονήρευτους τσοπάνηδες, μέσα σε μία σπηλιά, μέσα στὸ παχνί, ποὺ τρώγανε τὰ βόδια.

Κανένας δὲν τὸν πῆρε εἴδηση, μέσα σε ἐκεῖνον τὸν ἀπέραντο κόσμο, ποὺ ἐξουσιάζανε οἱ Ῥωμαῖοι, γιὰ τοῦτο εἶχε πεῖ ὁ προφήτης Γεδεών, πὼς θὰ κατέβαινε ἥσυχα στὸν κόσμο, ὅπως κατεβαίνει ἡ δροσιὰ ἀπάνω στὸ μπουμπούκι τοῦ λουλουδιοῦ, «ὡς ὑετὸς ἐπὶ πόκον». Ἀνάμεσα σὲ τόσες μυριάδες νεογέννητα παιδιά, ποιὸς νὰ πάρει εἴδηση τὸ πιὸ πτωχὸ ἀπὸ τὰ πτωχά, ἐκεῖνο ποῦ γεννήθηκε ὄχι σὲ καλύβι, ὄχι σὲ στρούγκα, ἀλλὰ σὲ μία σπηλιά; Καὶ κείνη ξένη, γιατὶ τὴν εἴχανε οἱ τσομπαναρέοι νὰ σταλιάζουνε τὰ πρόβατά τους.

Τὸ «ὑπερεξαίσιον καὶ φρικτὸν μυστήριο» τῆς Γεννήσεως τοῦ Χριστοῦ ἔγινε τὸν καιρὸ ποὺ βασίλευε ἕνας μοναχὰ αὐτοκράτορας ἀπάνω στὴ γῆ, ὁ Αὔγουστος, ὁ ἀνιψιὸς τοῦ Καίσαρα, ὕστερα ἀπὸ μεγάλη ταραχὴ καὶ αἱματοχυσία ἀνάμεσα στὸν Ἀντώνιο ἀπὸ τὴ μία μεριά, καὶ στὸν Βροῦτο καὶ τὸν Κάσσιο ἀπὸ τὴν ἄλλη. Τότε γεννήθηκε κι ὁ ἕνας καὶ μοναχὸς πνευματικὸς βασιλιάς, ὁ Χριστός. Κι᾿ αὐτὸ τὸ λέγει ἡ ποιήτρια Κασσιανὴ στὸ δοξαστικὸ ποὺ σύνθεσε, καὶ ποὺ τὸ ψέλνουνε κατὰ τὸν Ἑσπερινὸ τῶν Χριστουγέννων: «Αὐγούστου μοναρχήσαντος ἐπὶ τῆς γῆς, ἡ πολυαρχία τῶν ἄνθρωπων ἐπαύσατο. Καὶ Σοῦ ἐνανθρωπήσαντος ἐκ τῆς ἁγνῆς ἡ πολυθεΐα τῶν εἰδώλων κατήργηται. Ὑπὸ μίαν βασιλείαν ἐγκόσμιον αἱ πόλεις γεγένηνται. Καὶ εἰς μίαν δεσποτείαν Θεότητος τὰ ἔθνη ἐπίστευσαν…».

Τὴ Γέννηση τοῦ Χριστοῦ τὴν προφητέψανε οἱ Προφῆτες. Πρῶτος ἀπ᾿ ὅλους τὴν προφήτεψε ὁ πατριάρχης Ἰακώβ, τὴ μέρα ποὺ εὐλόγησε τοὺς δώδεκα υἱούς του, καὶ εἶπε στὸν Ἰούδα «δὲν θὰ λείψει ἄρχοντας ἀπὸ τὸν Ἰούδα μήτε βασιλιὰς ἀπὸ τὸ αἷμά του, ὡς ποὺ νὰ ἔλθει ἐκεῖνος, γιὰ τὸν ὁποῖον εἶναι γραμμένο νὰ βασιλεύει ἀπάν᾿ ἀπ᾿ ὅλους, κι αὐτὸν τὸν περιμένουμε ὅλα τὰ ἔθνη». Ὡς τὸν καιρὸ ποὺ γεννήθηκε ὁ Χριστός, οἱ Ἰουδαῖοι, τὸ γένος τοῦ Ἰούδα, εἴχανε ἄρχοντες, δηλαδὴ κριτὲς καὶ ἀρχιερεῖς, ποὺ ἤτανε κ᾿ οἱ πολιτικοὶ ἄρχοντές τους. Ἀλλὰ τότε γιὰ πρώτη φορὰ ἔγινε ἄρχοντας τῆς Ἰουδαίας ὁ Ἡρώδης, ποὺ ἤτανε ἐθνικὸς καὶ ἔβαλε ἀρχιερέα τὸν Ἀνάνιλον «ἀλλογενῆ», ἐνῶ οἱ ἀρχιερεῖς εἴχανε πάντα μητέρα Ἰουδαία. Τελευταῖος Ἰουδαῖος ἀρχιερεὺς στάθηκε ὁ Ὑρκανός. Καὶ οἱ ἄλλοι προφῆτες προφητέψανε τὴ Γέννηση τοῦ Χριστοῦ, προπάντων ὁ Ἡσαΐας.

Τὴ Γέννηση τοῦ Χριστοῦ τὴ λένε οἱ ὑμνωδοὶ «τὸ πρὸ αἰώνων ἀπόκρυφον καὶ Ἀγγέλοις ἄγνωστον μυστήριον», κατὰ τὰ λόγια του Παύλου ποὺ γράφει: «Ἐμοὶ τῷ ἐλαχιστοτέρῳ πάντων τῶν ἁγίων ἐδόθη ἡ χάρις αὐτὴ ἐν τοῖς ἔθνεσιν εὐαγγελίσασθαι τὸν ἀνεξιχνίαστον πλοῦτον τοῦ Χριστοῦ καὶ φωτίσαι πάντας τίς ἡ οἰκονομία τοῦ μυστηρίου τὸν ἀποκεκρυμμένου ἀπὸ τῶν αἰώνων ἐν τῷ Θεῷ, τῷ τὰ πάντα κτίσαντι διὰ Ἰησοῦ Χριστοῦ, ἵνα γνωρισθῇ νῦν ταῖς ἀρχαῖς καὶ ταῖς ἐξουσίαις ἐν τοῖς ἐπουρανίοις διὰ τῆς ἐκκλησίας ἡ πολυποίκιλος σοφία τοῦ Θεοῦ» (Ἐφεσ. γ´ 8-10). Ὁ ἀπόστολος Παῦλος λέγει, πὼς αὐτὸ τὸ μυστήριο δὲν τὸ γνωρίζανε καθαρὰ καὶ μὲ σαφήνεια οὔτε οἱ Ἄγγελοι, γι᾿ αὐτὸ ὁ ἀρχάγγελος Γαβριὴλ μὲ τρόμο τὸ εἶπε στὴν Παναγία. Καὶ στοὺς Κολασσαεῖς γράφοντας ὁ θεόγλωσσος Παῦλος, λέγει: «Τὸ μυστήριον τὸ ἀποκεκρυμμένον ἀπὸ τῶν αἰώνων καὶ ἀπὸ τῶν γενεῶν, νυνὶ ἐφανερώθη τοῖς ἁγίοις αὐτοῦ, οἷς ἠθέλησε ὁ Θεὸς γνωρίσαι τὶς ὁ πλοῦτος, τῆς δόξης τοῦ μυστηρίου τούτου ἐν τοῖς ἔθνεσιν, ὃς ἐστὶ Χριστὸς ἐν ἡμῖν ἡ ἐλπὶς τῆς δόξης». Λέγει, πῶς φανερώθηκε αὐτὸ τὸ μυστήριο στοὺς ἁγίους, ποὺ θέλησε ὁ Θεὸς νὰ τὸ μάθουνε, καὶ αὐτοὶ θὰ τὸ διδάσκανε στὰ ἔθνη; στοὺς εἰδωλολάτρες, ποὺ προσκυνούσανε γιὰ θεοὺς πέτρες καὶ ζῶα καὶ διάφορα ἀλλὰ κτίσματα.

Ἑξακόσια χρόνια πρὸ Χριστοῦ ὁ βασιλιὰς Ναβουχοδονόσορ εἶδε στὸ Ὄνειρό του, πὼς βρέθηκε μπροστά του ἕνα θεόρατο φοβερὸ ἄγαλμα, καμωμένο ἀπὸ χρυσάφι, ἀσήμι, χάλκωμα, σίδερο καὶ σεντέφι: Κι ἄξαφνα ἕνας βράχος ξεκόλλησε ἀπὸ ἕνα βουνὸ καὶ χτύπησε τὸ ἄγαλμα καὶ τό ῾κανε σκόνη. Καὶ σηκώθηκε ἕνας δυνατὸς ἄνεμος καὶ σκόρπισε τὴ σκόνη, καὶ δὲν ἀπόμεινε τίποτα. Ὁ βράχος ὅμως ποὺ τσάκισε τὸ ἄγαλμα ἔγινε ἕνα μεγάλο βουνό, καὶ σκέπασε ὅλη τη γῆ. Τότε ὁ βασιλιὰς φώναξε τὸν προφήτη Δανιὴλ καὶ ζήτησε νὰ τοῦ ἐξήγησει τὸ ὄνειρο.

Κι ὁ Δανιὴλ τὸ ἐξήγησε καταλεπτῶς, λέγοντας πὼς τὰ διάφορα μέρη τοῦ ἀγάλματος ἤτανε οἱ διάφορες βασιλεῖες, ποὺ θὰ περνούσανε ἀπὸ τὸν κόσμο ὕστερα ἀπὸ τὸν Ναβουχοδονόσορα καὶ πὼς στὸ τέλος ὁ Θεὸς θὰ ἀναστήσει κάποια βασιλεία ποὺ θὰ καταλύσει ὅλες τὶς βασιλεῖες, ὅπως ὁ βράχος ποὺ εἶχε δεῖ στὸ ἐνύπνιό του ἐξαφάνισε τὸ ἄγαλμα μὲ τὰ πολλὰ συστατικά του: «Καὶ ἐν ταῖς ἡμέραις τῶν βασελέων ἐκείνων, ἀναστήσει ὁ Θεὸς τοῦ οὐρανοῦ βασιλείαν, ἥτις εἰς τοὺς αἰῶνας οὐ διαφθαρήσεται», «κάποιο βασίλειο, λέγει, ποὺ δὲν θὰ καταλυθεῖ ποτὲ στοὺς αἰῶνες τῶν αἰώνων».

Αὐτὴ ἡ βασιλεία ἡ αἰώνια, ἡ ἄφθαρτη, εἶναι ἡ βασιλεία τοῦ Χριστοῦ, ἡ βασιλεία τῆς ἀγάπης στὶς ψυχὲς τῶν ἀνθρώπων καὶ ἱδρύθηκε μὲ τὴν ἁγία Γέννηση τοῦ Κυρίου ποὺ γιορτάζουμε σήμερα. Καὶ ἐπειδὴ εἶναι τέτοια βασιλεία, γι᾿ αὐτὸ θὰ εἶναι αἰώνια, γι᾿ αὐτὸ δὲν θὰ χαλάσει ποτέ, ὅπως γίνεται μὲ τὶς ἄλλες ἐπίγειες καὶ ὑλικὲς βασιλεῖες. Ὅπως ὁ βράχος μεγάλωνε κι ἔγινε ὄρος μέγα καὶ σκέπασε τὴ γῆ, ἔτσι καὶ τὸ κήρυγμα τοῦ Εὐαγγελίου ξαπλώθηκε σ᾿ ὅλη τὴν οἰκουμένη, μὲ τὸ κήρυγμα τῶν Ἀποστόλων: « Εἰς πᾶσαν τὴν γῆν ἐξῆλθεν ὁ φθόγγος αὐτῶν, καὶ εἰς τὰ πέρατα τῆς οἰκουμένης τὰ ῥήματα αὐτῶν».

Ὥστε βγῆκε ἀληθινὴ ἡ ἀρχαιότερη προφητεία τοῦ Ἰακώβ, πὼς σὰν πάψει ἡ ἐγκόσμια ἐξουσία τῶν Ἰουδαίων, θὰ ἔρθει στὸν κόσμο ἐκεῖνος ποὺ προορίστηκε, «ἡ προσδοκία τῶν ἐθνῶν».

Σημείωσε πὼς οἱ Ἑβραῖοι πιστεύανε πὼς ἡ φυλή τους μονάχα ἦταν βλογημένη, καὶ πὼς ὁ Θεὸς φρόντιζε μονάχα γι᾿ αὐτή, καὶ πὼς οἱ ἄλλοι λαοί, «τὰ ἔθνη», ἦταν καταραμένα καὶ μολυσμένα κι ἀνάξια νὰ δεχτοῦν τὴ φώτιση τοῦ Θεοῦ. Λοιπὸν εἶναι παράξενο νὰ μιλᾶ ἡ προφητεία τοῦ Ἰακὼβ γιὰ τὰ ἔθνη, γιὰ τοὺς εἰδωλολάτρες θὰ περιμένουν τὸν Μεσσία νὰ τοὺς σώσει καὶ μάλιστα νὰ μὴ λέει κἂν πὼς τὸν ἀναμενόμενο Σωτῆρα τὸν περιμένανε οἱ Ἰουδαῖοι μαζὶ μὲ τὰ ἔθνη, ἀλλὰ νὰ λέει πὼς τὸν περιμένανε μονάχα οἱ ἐθνικοί: «καὶ αὐτὸς προσδοκία ἐθνῶν». Ὅπως κι ἔγινε. Γιατί, τὴ βασιλεία ποὺ ἵδρυσε ὁ Χριστὸς στὸν κόσμο, τὴ θεμελίωσαν μὲν οἱ ἀπόστολοι, ποὺ ἦταν Ἰουδαῖοι, ἀλλὰ τὴν ξαπλώσανε καὶ τὴν στερεώσανε μὲ τοὺς ἀγῶνες τους καὶ μὲ τὸ αἷμα τοὺς οἱ ἄλλες φυλές, «τὰ ἔθνη».

Εἶναι ὁλότελα ἀκατανόητο, γιὰ τὸ πνεῦμα μας, τὸ ὅτι κατέβηκε ὁ Θεὸς ἀνάμεσά μας σὰν ἄνθρωπος συνηθισμένος καὶ μάλιστα σὰν ὁ φτωχότερος ἀπὸ τοὺς φτωχούς. Αὐτὴ τὴ μακροθυμία μονάχα ἅγιες ψυχὲς εἶναι σὲ θέση νὰ τὴ νιώσουνε ἀληθινά, καὶ νὰ κλάψουνε ἀπὸ κατάνυξη.

Κάποιοι, μ᾿ ὅλα αὐτὰ ποὺ εἴπαμε, δὲν θὰ νιώσουμε τίποτα ἀπὸ τὸ Μυστήριο, ποὺ γιορτάζουμε. Σ᾿ αὐτούς, ἐγὼ ὁ τιποτένιος, δὲ μπορῶ νὰ πῶ τίποτα. Μοναχὰ θὰ τοὺς θυμίσω τὰ αὐστηρὰ λόγια ποὺ γράφει στὴν ἐπιστολή του ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Εὐαγγελιστής, ὁ ἀγαπημένος μαθητὴς τοῦ Χριστοῦ, κι᾿ ὁ θερμότατος κήρυκας τῆς ἀγάπης: «Πᾶν πνεῦμα, ὃ ὁμολογεῖ Ἰησοῦν Χριστὸν ἐν σαρκὶ ἐληλυθότα, ἐκ τοῦ Θεοῦ ἐστι. Καὶ πᾶν πνεῦμα, ὃ μὴ ὁμολογεῖ Ἰησοῦν Χριστὸν ἐν σαρκὶ ἐληλυθότα, ἐκ τοῦ Θεοῦ οὐκ ἐστίν. Οὗτος ἐστὶν ἀντίχριστος».

Φώτης Κόντογλου

Παραμονή Χριστούγεννα



Κρύο τάντανο ἔκανε, παραμονὴ Χριστούγεννα.Ὁ ἀγέρας σὰ νά ῾τανε κρύα φωτιὰ κι ἔκαιγε. Μὰ ὁ κόσμος ἤτανε χαρούμενος, γεμάτος κέφι.

Εἶχε βραδιάσει κι ἀνάψανε τὰ φανάρια μὲ τὸ πετρόλαδο. Τὰ μαγαζιὰ στὸ τσαρσὶ φεγγοβολούσανε, γεμάτα ἀπ᾿ ὅλα τὰ καλά. Ὁ κόσμος μπαινόβγαινε καὶ ψώνιζε· ἀπὸ τό ῾να τὸ μαγαζὶ ἔβγαινε, στ᾿ ἄλλο ἔμπαινε. Κι ὅλοι χαιρετιόντανε καὶ κουβεντιάζανε μὲ γέλια, μὲ χαρές. Οἱ μεγάλοι καφενέδες ἤτανε γεμάτοι καπνὸ ἀπὸ τὸν κόσμο ποὺ φουμάριζε.
Ὁ καφενὲς τ᾿ Ἀσημένιου εἶχε μεγάλη φασαρία, χαρούμενη φασαρία. Εἶχε μέσα δύο σόμπες, καὶ τὰ τζάμια ἤτανε θαμπά, ἀπ᾿ ὄξω ἔβλεπες σὰν ἤσκιους τοὺς ἀνθρώπους. Οἱ μουστερῆδες εἴχανε βγαλμένες τὶς γοῦνες ἀπὸ τὴ ζέστη, κόσμος καλός, καλοπερασμένοι νοικοκυραῖοι.

Κάθε τόσο ἄνοιγε ἡ πόρτα καὶ μπαίνανε τὰ παιδιὰ ποὺ λέγανε τὰ κάλαντα. Ἄλλα μπαίνανε, ἄλλα βγαίνανε. Καὶ δὲν τὰ λέγανε μισὰ καὶ μισοκούτελα, μὰ τὰ λέγανε ἀπὸ τὴν ἀρχὴ ἴσαμε τὸ τέλος, μὲ φωνὲς ψαλτάδικες, ὄχι σὰν καὶ τώρα, ποὺ λένε μοναχὰ πέντε λόγια μπρούμυτα κι ἀνάσκελα, καὶ κεῖνα παράφωνα.


Ἀντίκρυ στὸν μεγάλον καφενὲ τ᾿ Ἀσημένιου ἤτανε κάτι φτωχομάγαζα, τσαρουχάδικα, ψαθάδικα καὶ τέτοια. Ἴσια-ἴσια ἀντίκρυ στὴ μεγάλη πόρτα τοῦ καφενὲ ἤτανε ἕνα μικρὸ καφενεδάκι, τὸ πιὸ φτωχικὸ σ᾿ ὅλη τὴν πολιτεία, μία ποντικότρυπα.
Ἐνῷ ὁ μεγάλος ὁ καφενὲς φεγγολογοῦσε καὶ τὰ τζάμια ἤτανε θολὰ ἀπὸ τὴ ζέστη, ἡ ποντικότρυπα ἤτανε σκοτεινή, γιατὶ ἡ λάμπα, μία λάμπα τσιμπλιασμένη, μία ἄναβε, μία ἔσβηνε, ὅπως ἔμπαινε ὁ χιονιᾶς ἀπὸ τὰ σπασμένα τζάμια τῆς πόρτας. Ἡ φιτιλήθρα ἤτανε στραβοβιδωμένη καὶ τσαλαπατημένη σὰν τὸ μοῦτρο τοῦ καφετζῆ, τοῦ μπαρμπα-Γιαννακοῦ τοῦ Χατζῆ, τὸ φιτίλι στραβοκομμένο, τὸ γυαλὶ σπασμένο ἀπὸ τό ῾να μάγουλο καὶ στὴν τρύπα εἴχανε κολλημένο ἕνα κομμάτι ταραμαδόχαρτο. Βάλε μὲ νοῦ σου τί φῶς ἔδινε μία τέτοια λάμπα!
Κάτω τὰ σανίδια ἤτανε σάπια καὶ τρίζανε. Στὸν τοῖχο ἤτανε κρεμασμένα δύο-τρία παμπάλαια κάντρα, καπνισμένα σὰν ἀρχαῖα εἰκονίσματα: τό ῾να παρίστανε τὸν Μέγα Πέτρο μέσα σὲ μία βάρκα ποὺ τὴν ἔδερνε ἡ φουρτούνα, τ᾿ ἄλλο τὸν μάντη Τειρεσία ποὺ μιλοῦσε μὲ τὸν Ἀγαμέμνονα, τ᾿ ἄλλο τὸν Παναγῆ τὸν Κουταλιανὸ ποὺ πάλευε μὲ τὴν τίγρη. Ἡ πελατεία ἤτανε συνέχεια μὲ τὸ καφενεῖο.  
Ὅλοι-ὅλοι ἤτανε πέντ᾿ – ἕξι γέροι σκεβρωμένοι, σαράβαλα, μὲ κάτι τρύπιες γοῦνες ποὺ δὲν τὶς ἔπιανε ἀγκίστρι.
Δύο-τρεῖς ἤτανε γιαλικάρηδες, δηλαδὴ εἴχανε καμιὰ σάπια βάρκα καὶ βγάζανε θαλασσινὰ γιὰ μεζέδες,ποὺ τὰ λέγανε γιαλικά, γιατὶ βρίσκουνται στὸ γιαλό, δηλαδὴ στὰ ρηχὰ νερά.
Οἱ ἄλλοι ἤτανε φρουκαλάδες, δηλαδὴ κάνανε φρουκαλιές. «Ἤτανε καὶ κανένας νεροκουβαλητὴς καὶ κανένας καρβουνιάρης. Νά,αὐτὴ ἤτανε ἡ πελατεία. Ὁ βοριᾶς ἔμπαινε μέσα μὲ τὴν τρούμπα, καὶ στριφογύριζε τὴ λάμπα ποὺ κρεμότανε ἀπὸ τὸ μαυρισμένο ταβάνι, κι ἀναβόσβηνε. Ἀπὸ τὸ κρύο τρέμανε οἱ γέροι καὶ χουχουλίζανε τὰ χέρια τους, τὰ βάζανε κι ἀπὸ πάνω ἀπὸ τὸ τσιγάρο, τάχα γιὰ νὰ ζεσταθοῦνε. Ὁ φουκαρὰς ὁ καφετζής, γιὰ νὰ μὴν παγώσει, ἔκανε σουλάτσο, πηγαινοερχότανε ἀπὸ τὸ τεζάκι ἴσαμε τὴν πόρτα, μὲ τὴν παλιογούνα ριχμένη ἀπὸ πάνω του καί, γιὰ νὰ δώσει κουράγιο στὴν πελατεία, ἐκεῖ ποὺ σουλατσάριζε, τὸν ἐπίανε τὸ σύγκρυο καὶ χτυπούσανε τὰ κατωσάγονά του, κι ἕσφιγγε ἀπάνω του τὴν παλιοπατατούκα του κι ἔλεγε:
— Ἐεεέχ!Μωρὲ ζεστὸ ποὺ εἶναι τὸ καφενεδάκι μας!…
Ὕστερα γύριζε κι ἔδειχνε τὸν μεγάλον καφενέ, ποὺ καπνίζανε κάργα οἱ σόμπες, κι ἔλεγε:
— Ἀντίκρυ, σκυλὶ ψοφᾶ ἀπὸ τὸ κρύο…, σκυλὶ ψοφᾶ!

Ὁ καημένος ὁ μπαρμπα-Χατζῆς! Ἀπ᾿ ὄξω περνοῦσε κόσμος βιαστικός, μὲ γέλια καὶ μὲ χαρές. Ἀπὸ ῾δῶ κι ἀπὸ ῾κεῖ ἀκουγόντανε τὰ παιδιὰ ποὺ λέγανε τὰ κάλαντα στὰ μαγαζιά. Ἡ ὥρα περνοῦσε κι ἀνάριευε σιγὰ-σιγὰ ὁ κόσμος. Τὰ μαγαζιὰ σφαλοῦσαν ἕνα-ἕνα. Μοναχὰ μέσα στὰ μπαρμπεριὰ ξουριζόντανε ἀκόμα κάτι λίγοι. Στὸ τσαρσὶ λιγόστευε ἡ φασαρία, μὰ στοὺς μαχαλάδες γυρίζανε τὰ παιδιὰ μὲ τὰ φανάρια καὶ λέγανε τὰ κάλαντα στὰ σπίτια. Οἱ πόρτες ἤτανε ἀνοιχτές, οἱ νοικοκυραῖοι, οἱ νοικοκυρᾶδες καὶ τὰ παιδιά τους, ὅλοι ἤτανε χαρούμενοι, κι ὑποδεχόντανε τοὺς ψαλτάδες, καὶ κεῖνοι ἀρχίζανε καλόφωνοι σὰν χοτζᾶδες:

Καλὴν ἑσπέραν, Ἄρχοντες,
ἂν εἶναι ὁρισμός σας,
Χριστοῦ τὴν θείαν γέννησιν νὰ πῶ στ᾿ ἀρχοντικό σας.
Χριστὸς γεννᾶται σήμερον ἐν Βηθλεὲμ τῇ πόλει,
οἱ οὐρανοὶ ἀγάλλονται,χαίρει ἡ κτίσις ὅλη…

Κι ἀφοῦ ξιστορούσανε ὅσα λέγει τὸ Εὐαγγέλιο, τὸν Ἰωσήφ, τοὺς ἀγγέλους, τοὺς τσομπάνηδες, τοὺς μάγους, τὸν Ἡρώδη, τὸ σφάξιμο τῶν νηπίων καὶ τὴν Ῥαχὴλ ποὺ ἔκλαιγε τὰ τέκνα της, ὕστερα τελειώνανε μὲ τοῦτα τὰ λόγια:
Ἰδοὺ ὁποὺ σᾶς εἴπαμεν ὅλην τὴν ἱστορίαν,
τοῦ Ἰησοῦ μας τοῦ Χριστοῦ γέννησιν τὴν ἁγίαν.
Καὶ σᾶς καλονυκτίζομεν, πέσετε κοιμηθεῖτε,
ὀλίγον ὕπνον πάρετε καὶ πάλιν σηκωθεῖτε.
Καὶ βάλετε τὰ ροῦχα σας, εὔμορφα ἐνδυθεῖτε,
στὴν ἐκκλησίαν τρέξατε,μὲ προθυμίαν μπεῖτε.
Ν᾿ ἀκούσετε μὲ προσοχὴν ὅλην τὴν ὑμνωδίαν
καὶ μὲ πολλὴν εὐλάβειαν τὴν θείαν λειτουργίαν.
Καὶ πάλιν σὰν γυρίσετε εἰς τὸ ἀρχοντικόν σας,
εὐθὺς τραπέζι στρώσετε, βάλτε τὸ φαγητόν σας.
Καὶ τὸν σταυρόν σας κάμετε, γευθεῖτε,εὐφρανθεῖτε,
δότε καὶ κανενὸς πτωχοῦ, ὅστις νὰ ὑστερεῖται.
Δότε κι ἐμᾶς τὸν κόπον μας,  ὅ,τ᾿ εἶναι ὁρισμός σας,
καὶ ὁ Χριστός μας πάντοτε νὰ εἶναι βοηθός σας.
Καὶ εἰς ἔτη πολλά!

Μπαίνανε στὸ σπίτι μὲ χαρά, βγαίνανε μὲ πιὸ μεγάλη χαρά. Παίρνανε ἀρχοντικὰ φιλοδωρήματα ἀπὸ τὸν κουβαρντᾶ τὸν νοικοκύρη, κι ἀπὸ τὴ νοικοκυρὰ λογιῶ-λογιῶν γλυκά, ποὺ δὲν τὰ τρώγανε, γιατὶ ἀκόμα δὲν εἶχε γίνει ἡ Λειτουργία, ἀλλὰ τὰ μαζεύανε μέσα σὲ μία καλαθιέρα. Ἀβραμιαῖα πράγματα! Τώρα στεγνώσανε οἱ ἄνθρωποι καὶ γινήκανε σὰν ξερίχια ἀπὸ τὸν πολιτισμό! Πᾶνε τὰ καλὰ χρόνια!

Ὅλα γινόντανε ὅπως τά ῾λεγε τὸ τραγούδι: Πέφτανε στὰ ζεστά τους καὶ παίρνανε ἕναν ὕπνο, ὥσπου ἀρχίζανε καὶ χτυπούσανε οἱ καμπάνες ἀπὸ τὶς δώδεκα ἐκκλησιὲς τῆς χώρας. Τί γλυκόφωνες καμπάνες! Ὄχι σὰν τὶς κρύες τὶς εὐρωπαϊκές, ποὺ θαρρεῖς πὼς εἶναι ντενεκεδένιες! Στολιζόντανε ὅλοι, βάζανε τὰ καλά τους, καὶ πηγαίνανε στὴν ἐκκλησιά. Σὰν τελείωνε ἡ Λειτουργία, γυρίζανε στὰ σπίτια τους. Οἱ δρόμοι ἀντιλαλούσανε ἀπὸ χαρούμενες φωνές. Οἱ πόρτες τῶν σπιτιῶν ἤτανε ἀνοιχτὲς καὶ φεγγοβολούσανε. Τὰ τραπέζια περιμένανε στρωμένα μ᾿ ἄσπρα τραπεζομάντηλα, κι εἴχανε πάνω ὅτι βάλει ὁ νοῦς σου. Φτωχοὶ καὶ πλούσιοι τρώγανε πλουσιοπάροχα, γιατί οἱ ἀρχόντοι στέλνανε ἀπ᾿ ὅλα στοὺς φτωχούς. Κι ἀντὶς νὰ τραγουδήσουνε στὰ τραπέζια, ψέλνανε τὸ Χριστὸς γεννᾶται, δοξάσατε, Ἡ Παρθένος σήμερον τὸν ὑπερούσιον τίκτει, Μυστήριον ξένον ὁρῶ καὶ παράδοξον. Ἀφοῦ εὐφραινόντανε ἀπ᾿ ὅλα, πλαγιάζανε «ξέγνοιαστοι, σὰν τ᾿ ἀρνιὰ ποὺ κοιμόντανε κοντὰ στὸ παχνί, τότες ποὺ γεννήθηκε ὁ Χριστός, ἐν Βηθλεὲμ τῆς Ἰουδαίας.

Τώρα ἂς πᾶμε τὴν ἴδια βραδιὰ στὴν ἀντικρινὴ στεριά, ποὺ τρεμοσβήνουνε ἕνα-δύο μικρὰ φωτάκια, πέρα ἀπὸ τὸ πέλαγο ποὺ βογγᾶ ἀπὸ τὸν ἄγριο τὸν χιονιᾶ. Εἶναι ἕνα μαντρὶ πίσω ἀπὸ μία ραχούλα κοντὰ στὴ θάλασσα, φυτρωμένη ἀπὸ πουρνάρια. Αὐτὸ τὸ μαντρὶ εἶναι τοῦ Γιάννη τοῦ Βλογημένου. Τὰ πρόβατα εἶναι σταλιασμένα κάτω ἀπὸ τὴ σαγιὰ καὶ ἀκούγουνται τὰ κουδούνια, τὶν-τίν, ὅπως ἀναχαράζουνε. Ἐπειδὴ γεννᾶνε, οἱ τσομπαναραῖοι παρὰ-φυλάγουνε καί, μόλις γεννηθεῖ κανένα ἀρνί, τ᾿ ἁρπᾶνε καὶ τὸ μπάζουνε στὸ καλύβι καὶ τὸ ζεσταίνουνε στὴ φωτιὰ νὰ μὴν παγώσει. Ἀπ᾿ ὄξω φωνάζουνε οἱ μαννάδες.
Ἡ φωτιὰ ξελοχίζει καὶ τὸ καλύβι εἶναι σὰν χαμάμι. Ἐκεῖ-μέσα βρίσκουνται ἓξ᾿-ἑφτὰ νοματέοι, καθισμένοι γύρω ἀπὸ τὸν σοφρᾶ.

Πρῶτος εἶναι ὁ ἀρχιτσέλιγκας Γιάννης ὁ Βλογημένος, πού, ἅμα τὸν δεις, θαρρεῖς πῶς βρίσκεσαι ἀληθινὰ στὸ μαντρὶ ποῦ γεννήθηκε ὁ Χριστός. Εἶναι ἀρχαῖος ἄνθρωπος, ἀθῶος, μὲ γένια μαῦρα, σὰν ἅγιος. Τὰ ροῦχα ποὺ φορᾶ εἶναι βρακιὰ ἀνατολίτικα, στὰ ποδάρια του ἔχει τυλιγμένα πετσιὰ δεμένα μὲ λαγάρες, στὸ σελάχι του ἔχει ἤσκα καὶ τσακμάκι. Κι οἱ ἄλλοι τσομπάνηδες εἶναι σὰν τὸν Γιάννη, μονάχα ποὺ ὁ Γιάννης κάθεται μὲ τὸ πουκάμισο, ἐνῶ οἱ ἄλλοι, ἐπειδὴ βγαίνουνε ὄξω γιὰ νὰ κοιτάζουνε τὰ νιογέννητα, φορᾶνε προβιὲς προβατίσιες μὲ τὸ μαλλὶ γυρισμένο ἀπὸ μέσα. Αὐτοὶ ποὺ κάθουνται στὸν σοφρᾶ εἶναι μουσαφιραῖοι. Ὁ ἕνας εἶναι ὁ Παναγῆς ὁ Στριγκάρος, κοντραμπατζῆς ξακουσμένος γιὰ τὴν παλικαριά του. Εἶχε πάγει γιὰ κυνήγι καὶ νυχτώθηκε στὸ μαντρί.

Μὲ τὸν Γιάννη γνωριζόντανε ἀπὸ χρόνια, κι εἶχε κοιμηθεῖ πολλὲς φορὲς στὴ στάνη. Οἱ ἄλλοι τρεῖς ἤτανε καρβουνιάρηδες, ποὺ κάνανε κάρβουνα ἐκεῖ-κοντά. Οἱ ἄλλοι δύο ἤτανε ψαρᾶδες, ὁ γερο-Ψύλλος μὲ τὸ γιό του τὸν Κωσταντῆ. Καθόντανε λοιπὸν γύρω στὸ σοφρᾶ καὶ τρώγανε. Ἀπάνω στὸ τραπέζι ἤτανε κρέατα, μυτζῆθρες ἀνάλατες, μανούρια, ἁγίζια, ψάρια, μπεκάτσες ψητές, τσίχλες, κι ἄλλα πουλιὰ τοῦ κυνηγιοῦ. Ὁ ἕνας ὁ καρβουνιάρης ἤτανε ἀπὸ τὰ μπουγάζια τῆς Πόλης, ἀπὸ τὴ Μάδυτο, κι ἤξερε κι ἔψελνε καλά, εἶχε καὶ φωνὴ γλυκιὰ καὶ βαριά, τζουράδικη. Ἔψαλε τὸ Μεγάλυνον, ψυχή μου, μὲ τέτοιο μεράκι, ποὺ κλάψανε οἱ ἄλλοι ποὺ τὸν ἀκούγανε, κι ὁ Γιάννης ὁ Βλογημένος. Τὸ καλύβι γίνηκε σὰν ἐκκλησιά, ἔλεγες πὼς ἐκεῖ μέσα γεννήθηκε ὁ Χριστός. Ἀπ᾿ ἔξω ὁ χιονιᾶς μούγκριζε καὶ τσάκιζε τὰ ρουπάκια. Ὁ γερο-Στριγκάρος καθότανε στὰ σκοτεινὰ συλλογισμένος καὶ μασοῦσε τὸ μουστάκι του. Φοροῦσε μία κατσούλα ἀπὸ ἀστραχάν, μ᾿ ὅλο ποὺ ἔκανε ζέστη, κι εἶχε χωμένη τὴν ἀπαλάμη τοῦ κάθε χεριοῦ του μέσα στ᾿ ἀνοιχτὸ μανίκι τ᾿ ἀλλουνοῦ χεριοῦ. Γιὰ μία στιγμὴ σωπάσανε νὰ κουβεντιάζουνε.

Ὁ Στριγκάρος, σκυφτός, κοίταζε τὸ χῶμα. Κούνησε κάμποσο τὸ κεφάλι του, κι ἄνοιξε τὸ στόμα του κι εἶπε: Βρὲ παιδιά, καλὰ ἐσεῖς, γιορτάζετε τὴ χάρη Του, εἴσαστε καλοὶ ἄνθρωποι. Ἂμ ἐγώ, τί ψυχὴ θὰ παραδώσω, ποὺ σκότωσα καμιὰ κοσαριὰ ἀνθρώπους; Ἀκόμα καὶ γυναῖκες ξεκοίλιασα, καὶ μωρὰ πράματα χάλασα! Κανένας δὲ μίλησε.Ὕστερ᾿ ἀπὸ ὥρα, σὰν νά ῾τανε μοναχός, ξανακούνησε τὸ κεφάλι του κι ἀναστέναξε κι εἶπε: «Ἄραγες ὑπάρχει Κόλαση καὶ Παράδεισο;… Καὶ δάγκασε τὸ μουστάκι του. Ξανακούνησε τὸ κεφάλι του κι εἶπε μέσα στὸ στόμα του, σὰ νὰ μιλοῦσε μὲ τὸν ἑαυτό του: Δὲν μπορεῖ! Κάτι τις θὰ ὑπάρχει…Καὶ δὲν ξαναμίλησε...

Φώτης Κόντογλου - Από το βιβλίο ''Το Αϊβαλί η πατρίδα μου''

Ποιοι ήταν οι σοφοί αυτοί άνθρωποι που ήρθαν από ανατολών;



Όταν ο Κύριος Ιησούς Χριστός γεννήθηκε στη Βηθλεέμ, Τον προσκύνησαν πρώτοι οι ποιμένες και οι σοφοί (οι αστρονόμοι) από ανατολών, δηλαδή οι πιο απλοί και οι πιο σοφοί άνθρωποι του κόσμου τούτου!

Ποιοί ήταν οι σοφοί αυτοί άνθρωποι που ήρθαν από ανατολών; Το ερώτημα μελέτησε επισταμένως ο άγιος Δημήτριος του Ροστώφ.
Λέει, λοιπόν, ότι την εποχή εκείνη υπήρχαν κάποιοι βασιλείς ορισμένων μικρότερων περιοχών ή και μεμονωμένων πόλεων στην Περσία, την Αραβία και την Αίγυπτο.
Αυτοί ήταν επίσης και ειδήμονες αστρονόμοι. Το λαμπρό άστρο, που είδαν, τους φανερώθηκε για να αναγγείλει τη γέννηση του Νέου Βασιλέως.

Κατά τον άγιο Δημήτριο του Ροστώφ το αστέρι αυτό εμφανίστηκε σ’ αυτούς εννέα μήνες πριν από τη γέννηση του Ιησού Χριστού, ήτοι κατά τον χρόνο της υπερφυούς συλλήψεως Αυτού στην παρθενική μήτρα της Ύπεραγίας Θεοτόκου.
Οι σοφοί αστρονόμοι πέρασαν εννέα μήνες μελετώντας αυτό το αστέρι και προετοιμαζόμενοι για το ταξίδι το οποίο τελικώς πραγματοποίησαν. Έφτασαν στη Βηθλεέμ λίγο αφότου γεννήθηκε ο Σωτήρας του κόσμου.

Ο ένας εξ’ αυτών ονομαζόταν Μελχιώρ. Ήταν γέροντας με κατάλευκα μαλλιά και γένια. Αυτός πρόσφερε το χρυσάφι ως δώρο στον Κύριο.
Ο δεύτερος ονομαζόταν Γάσπαρ· ήταν νέος με ροδαλό πρόσωπο και αγένειος. Αυτός πρόσφερε το λιβάνι ως δώρο στον Κύριο.
Ο τρίτος ονομαζόταν Βαλτάσαρ· είχε μελαχρινή επιδερμίδα και δασύτριχη γενειάδα. Αυτός πρόσφερε ως δώρο στον Κύριο το μύρο. Αυτοί ήταν οι «μάγοι με τα δώρα».

Μπορούμε επίσης να πούμε ότι οι τρεις αυτοί σοφοί άνδρες εκπροσωπούσαν τις τρεις κύριες φυλές των ανθρώπων, που κατάγονταν από τους τρεις γιους του Νώε: Σημ, Χαμ και Ιάφεθ.
Ο Πέρσης σοφός εκπροσωπούσε τους Ιαφεθίτες, ο Άραβας τους Σημίτες και ο Αιγύπτιος τους Χαμίτες.
Έτσι μπορούμε να πούμε ότι διά μέσου των τριών αυτών, τρόπον τινά, ολόκληρο το ανθρώπινο γένος προσκύνησε τον Ενανθρωπήσαντα Θεό και Κύριο!

ΟΙ ΤΡΕΙΣ ΜΑΓΟΙ.
Αγ. Νικολάου Βελιμίροβιτς – «Ο Πρόλογος της Αχρίδος» – Δεκέμβριος εκδ. Άθως


Κάθε χρόνο,που ακούω να ψάλλεται το «Χριστός γεννάται,δοξάσατε…



Κάθε χρόνο, που ακούω στην Εκκλησία, να ψάλλεται το «Χριστός γεννάται, δοξάσατε…»,θαρρώ πως αγαπώ περισσότερο την υμνογραφία της Ορθοδόξου Εκκλησίας μας. Όλες οι εκκλησιαστικές λειτουργικές τέχνες, ως αναγωγικές, μεταρσιώνουν τον άνθρωπο με μια ιεροπρεπή μυστικότητα.

Όμως η τέχνη της υμνογραφίας, συνάμα με την κατανυκτική βυζαντινή μουσική της Ορθοδοξίας, θαρρώ πως έχουν το χάρισμα να σου οδηγούν την ψυχή ως τις πόρτες του Παράδεισου. Η κάθε μια λέξη από τ’ αγιασμένα τροπάρια της Εκκλησίας μας κρύβει ένα μυστικό βάθος, ένα πλούτο πνευματικής πείρας,που διδάσκει με τον αμεσότερο τρόπο.

Ένα πρόχειρο παράδειγμα , από την πρώτη φάση του πρώτου κανόνος των Χριστουγέννων: «Χριστός γεννάται»! 

Αυτός ο ενεστώς χρόνος του «γεννάται», κι όχι «εγεννήθη». Είναι ένα πολύ συνηθισμένο βέβαια, στους ρήτορες, όπως λέγει ένας παλαιός ερμηνευτής, να «προσφέρουν τα περασμένα πράγματα εις χρόνον ενεστώτα, για να δείξουν αυτά ως παρόντα εις τα ομμάτια των ακροατών και ακολούθως να κάμουν αυτούς περισσότερον θεατάς, παρά ακροατάς». 

Όμως για τον καθένα χριστιανό που το ακούει, το διαβάζει ή το ψάλλει, εκείνο το «γεννάται» δηλώνει μέσα του: Τώρα, αυτή τη στιγμή «γεννάται» ο Χριστός, ετοίμασε το σπήλαιό σου-λέγει στον καθένα μας, διώξε από μέσα σου κάθε αμαρτωλή σου πράξη ή σκέψη και τρέξε να Τον προϋπαντήσεις. Υψώσου από τη γη κι από τα γήινα , για να δώσεις την αγάπη σου όλη σ’ Εκείνον, που κατεβαίνει τώρα στη γη για σένα. Αν δεν έχεις τίποτ’ άλλο να του προσφέρεις για δώρο, όπως οι Μάγοι κι οι ποιμένες, βγάλε από πάνω σου τιε αμαρτίες και πρόσφερέ τις-θ’ αδειάσει έτσι ο τόπος «εν τω καταλύματί» σου, για να φιλοξενήσεις τον Ερχόμενον ως νήπιον. Μην αργείς και μην αναβάλλεις, τώρα «Χριστός γεννάται», τώρα υποδέξου Τον στη φάτνη της ψυχής σου…

Από το βιβλίο: «Ημεροδρόμιο Χριστουγέννων»,Εκδόσεις Ακρίτας


Το θαύμα της Θείας Λειτουργίας: Η γέννηση του Χριστού συντελείται σε κάθε Θεία Λειτουργία


 

Και το θαύμα συνεχίζεται. Η γέννηση του Χριστού συντελείται σε κάθε Θεία Λειτουργία. Το θαύμα τελείται στην πιο κατανυκτική ώρα της, την ώρα του Καθαγιασμού, τότε που γονατίζουν οι καρδιές και τα γόνατα και κατεβαίνει το Άγιο Πνεύμα και μεταποιεί τον άρτο σε Σώμα Χριστού και το οίνο σε Αίμα Χριστού.
Και κατόπιν με την Θεία Μετάληψη ο Κύριος γεννιέται στην καρδιά του κάθε πιστού. Γεννιέται στην φάτνη της καρδίας του. Ζει το θαύμα προσωπικά και οντολογικά μέσα του. 
Έτσι λέγει ο Ιερός Χρυσόστομος «Άνοιξε τις πύλες του ουρανού και κοίτα εκεί μέσα στην Αγία Τράπεζα και θα ατενίσεις το Σώμα του βασιλέως Χριστού. Αυτό , το τιμιότερο από καθετί άλλο, το βλέπεις και στην γη. Και δεν το βλέπεις μόνον, αλλά και το ψηλαφείς. Και δεν το ψηλαφείς απλώς. Αλλά και το εσθίεις και το παίρνεις μαζί σου. Λοιπόν , καθάριζε την ψυχή σου, ετοίμαζε την σκέψη σου προκειμένου να υποδεχθείς το μυστήριο αυτό».
Η γέννηση του Χριστού πρόκειται να τελεστεί στις 25 Δεκεμβρίου,κατά την τέλεση της Θείας Λειτουργίας στον Ιερό Ναό. Εκεί συνεχίζεται το μεγάλο Θαύμα της Γέννησης του Χριστού, που ξεκίνησε προ αιώνων με την προφητεία για τον ερχομό του και έγινε ιστορικά στην πόλη της Βηθλεέμ. 
Ο Ιερός Ναός τώρα είναι το σπήλαιο και η Αγία Τράπεζα η φάτνη. Εκεί με την πίστη μας θα δούμε το Βρέφος Χριστό να ανακλίνεται. Εκεί και εμείς με καθαρή συνείδηση θα δεχτούμε στην καρδιά μας το βρέφος Χριστό και θα γεννηθεί μέσα μας. Θα κοινωνήσουμε των Αχράντων Μυστηρίων. Και αν και φέτος ο Χριστός γεννηθεί μέσα μας, σίγουρα θα φέρει την χαρά και την ειρήνη και την αγάπη.

Αρχ. Σεβαστιανού Τοπάλη
Είς Επίγνωσιν Αληθείας 
Κείμενα πνευματικής επίγνωσης

Χριστουγεννιάτικες εμπειρίες του Φωτίου Κόντογλου



Τότε πού ήμουνα σε μικρή ηλικία, περνούσα με τους δικούς μου τις γιορτές απάνω σ’ ένα θαλασσοδαρμένο βουνό, στην Αγιά Παρασκευή.

Τις περισσότερες ώρες πήγαινα και καθόμου­να μέσα στη μικρή ευωδιασμένη εκκλησιά, όχι μο­ναχά κατά τις ακολουθίες, αλλά και την ώρα πού δεν ήτανε μέσα κανένας άλλος, παρεκτός από μέ­να. Διάβαζα τ’ αρχαία τροπάρια, και βρισκόμουνα σε μια κατάσταση πού δεν μπορώ να τη μεταδώσω στον άλλον. Προ πάντων ό Ιαμβικός Κανόνας «»Ε­σωσε λαόν», με κείνες τις παράξενες και μυστη­ριώδεις λέξεις, μ’ έκανε να θαρρώ πώς βρίσκουμαι στις πρώτες μέρες της δημιουργίας, όπως ήτανε πρωτόγονη ή φύση πού μ’ έζωνε, ό θεόρατος βρά­χος πού κρεμότανε απάνω από τη μικρή εκκλησιά, ή θάλασσα, τ’ άγρια δέντρα καί τα χορτάρια, οι κα­θαρές πέτρες, τα ρημονήσια πού φαινόντανε πέρα στο πέλαγο, ό παγωμένος βοριάς πού φυσούσε κ’ έκανε να φαίνουνται όλα κατακάθαρα, τ’ αρνιά πού βελάζανε, οι τσομπάνηδες ντυμένοι με προβιές, τ’ άστρα πού λάμπανε σαν παγωμένες δροσοσταλί­δες τη νύχτα!

Όλα τα ‘βλεπα μέσ’ από τους χριστουγεννιά­τικους ύμνους, μέσ’ από εκείνα τα αποκαλυπτι­κά λόγια.

Αλίμονο! Ο Χριστός κατάργησε την προπατο­ρική αμαρτία,πού είχε κάνει τον κόσμο άγριο καί τρελλόν από τη σαρκική ακολασία, ανοίγοντας τη θύρα της λύτρωσης σε όσους θέλουνε να σω­θούνε. Μα για κείνους πού δεν ακούνε τα λόγια του και δεν νοιάζουνται για τη σωτηρία της ψυχής τους, ή θύρα αυτή της ευσπλαχνίας είναι και απο­μένει κλειστεί στον αιώνα.

Σήμερα ό κόσμος είναι πάλι «αφηνιασμένος» και βουτηγμένος μέσα στην αγριωπή αμαρτία πού είναι γεμάτη υπερηφάνεια, τρελαμένη από τον οίστρο της ακολασίας, όπως ήτανε τον καιρό πού γεννήθηκε ό Κύριος και Λυτρωτής μας και ακόμα περισσότερο.

Γι’ αυτό, είναι καλότυχοι όσοι έχουνε μέσα στην καρδιά τους τον Χριστό. Καλότυχοι όσοι κόψανε κάθε ελπίδα από τούτον τον «άγριωπόν» και κατάμαυρον κόσμο, και πήγανε κοντά στον Χριστό πού κείτεται στη φάτνη, μαζί με το αθώο βόδι καί το ήμερο γαιδουράκι. Σ’ αυτούς τους λίγους και τους καταφρονεμένους δόθηκε ή βασιλεία.

Λοιπόν, ας ευχαριστηθούνε τον Κύριο με χα­ροποιά δάκρυα κι ας ψάλλουνε με γλυκόφωνα στό­ματα τον έπινίκειον ύμνο:

«Ω έθνη, πού είσαστε πριν βουτηγμένα στη φθορά και στον θάνατο, και πού ξεφύγατε ολότε­λα από την καταστροφή του πονηρού διαβόλου, υψώσετε τα χέρια σας με χαρά κοί με αγαλλίαση, λατρεύοντας μοναχά τον Χριστό, τον ευεργέτη σας, πού ήρθε στον κόσμο μας από συμπόνεση, για να μας σώσει».

Από το βιβλίο «Το Αϊβαλί, η Πατρίδα μου», εκδόσεις ΑΣΤΗΡ

Ο Χριστός και το «Πνεύμα των Χριστουγέννων»



Κάτω από έναν έναστρο ουρανό ήρθε το θείο βρέφος στην γη… μέσα στην σιωπή, μέσα στην αφάνεια, την ταπείνωση και την απλότητα.

Ο Χριστός έρχεται κάθε χρόνο να γεννηθεί σιωπηλά μέσα στην βοή των Χριστουγέννων, έρχεται να γεννηθεί χωρίς να απαιτεί την προσοχή μας, ζητώντας από τον κόσμο μόνο μία μικρή ακρούλα ώστε εκεί από την γωνιά της ταπείνωσης να μεταμορφώσει τον κόσμο…
Τα Χριστούγεννα όλοι μας «αναγκαζόμαστε» να είμαστε χαρούμενοι, να είμαστε ξένοιαστοι, να δείχνουμε ευτυχείς λες και μία αόρατη δύναμη μας καταδυναστεύει ώστε να ζούμε αυτές τις ημέρες μέσα σε μία ψευτοφιλανθρωπία, μέσα σε μία ψευτοκατάνηξη!
Η αναγκαιότητα του «Πνεύματος των Χριστουγέννων» είναι δυστυχώς άλλο ένα κατασκεύασμα της διεστραμμένης σκέψης μας. Το «Πνεύμα» αυτό παραγκωνίζει –αν δεν εξαφανίζει τελείως- τον Χριστό ο οποίος είναι το κεντρικό και τιμώμενο πρόσωπο της εορτής. Και όμως όλα όσα κάνουν οι άνθρωποι σήμερα εν όψει των εορτών (αγαθοεργίες, τραπέζια, εορτασμούς) τα κάνουν όχι για την Αγάπη του Χριστού (που θα έπρεπε) αλλά διότι όπως λένε «οι μέρες το επιβάλλουν». Χαίρονται όχι γιατί ο Θεός έγινε Άνθρωπος αλλά διότι έτσι πρέπει να γίνει! Εορτάζουν όχι διότι ο Θεός μας αγαπά αλλά διότι είναι ευκαιρία στις εορτές να μαζέψουμε δώρα, να πάμε ταξίδι, να κάνουμε διακοπές, να φάμε περισσότερο. Και φυσικά τα θεωρούμε όλα αυτά φυσιολογικά, διότι «έτσι κάνουν όλοι, διότι έτσι σκέφτονται όλοι»!
Το τραγικό είναι το να θεωρούμε ότι για να κοιτάξουμε τον διπλανό μας πρέπει «οι μέρες να το επιβάλουν» και όχι το ότι είμαστε χριστιανοί, είμαστε άνθρωποι! Διότι αυτές οι ημέρες θα έρθουν και θα φύγουν και μαζί με αυτές θα εξαφανιστεί και η όποια διάθεση είχαμε για αγαθοεργίες, για φιλανθρωπίες, για συγχωρετικότητα. Άρα λοιπόν καλό θα ήταν να βάλουμε στην άκρη αυτό το «Πνεύμα των Χριστουγέννων» και να βάλουμε στο κέντρο αυτών των ημερών αλλά και όλης της ζωής μας τον Χριστό, διότι μόνο τότε νομίζω ότι θα ζούμε σαν Χριστιανοί σαν δηλαδή άνθρωποι που όχι απλά βαπτίστηκαν και χρίστηκαν με Άγιο μύρο, αλλά άνθρωποι που προσπαθούν να ζουν μία Χριστομίμητη ζωή.
Ο Χριστιανός που δεν ζει μαζί με τον Χριστό, αλλά τον έχει βγάλει από την ζωή του, έχει βγάλει μόνος του τον εαυτό του από την Εκκλησία Του.
Οι εορτές της Εκκλησίας μας έχουν σκοπό να μας κάνουν αγιότερους αφουγκραζόμενοι όλα αυτά τα υψηλά πνευματικά νοήματα της κάθε εορτής που θα μας οδηγήσουν σε μία ασκητικότερη διάθεση, σε μία πιο συνειδητοποιημένη στάση ζωής.
Η ανθρωπότητα λοιπόν θα εορτάσει με ξέφρενους ρυθμούς «Χριστούγεννα». Ο Χριστός θα αχνοφαίνεται και πάλι πίσω από το καταναλωτικό όργιο που έχει στηθεί ανά τον κόσμο….και όμως εκεί πίσω από όλα αυτά ο Χριστός δεν παραπονείται, αλλά περιμένει τον κάθε έναν από εμάς…. να ανοίξουμε το παγωμένο σπήλαιο της καρδιάς μας ώστε να εισέλθει και να το ζεστάνει μεταμορφώνοντάς το σε πνευματικό παλάτι.
Ας τιμούν το «Πνεύμα των Χριστουγέννων» όλοι αυτοί που παρασύρθηκαν από την εκκοσμίκευση των εορτών (δικαίωμά τους), ας προσπαθήσουμε όμως εμείς να τιμήσουμε με την ζωή μας όχι μόνο αυτές της όντως Άγιες Ημέρες το πρόσωπο εκείνο που έκανε Καινά τα πάντα…όχι με αυτά που είπε ή έκανε αλλά με αυτό που Είναι, Αυτόν που είναι η Ελπίδα μας, η Αγάπη μας, ο Θεάνθρωπός μας… τον Χριστό!
Καλά Χριστούγεννα…

Η ΑΛΛΗ ΟΔΟΣ ΤΩΝ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΩΝ



Γιατί ο Κύριός μας Ιησούς Χριστός γεννήθηκε στη Βηθλεέμ της Ιουδαίας; Είναι κι αυτό ένα μυστήριο, που ερμηνεύεται ως εξής: Ο Χριστός γεννήθηκε εκεί, για να εκπληρωθεί η προφητεία του Προφήτη Μιχαία: «Κι εσύ Βηθλεέμ, πόλη που κατοικεί η συγγένεια του Εφραθά, παρ’ όλο που είσαι μια από τις πιο μικρές πόλεις του Ιούδα, Εγώ θα κάνω να προέλθει από σένα Εκείνος που θα γίνει άρχοντας του Ισραήλ» (Μιχ. 5, 2–3).


«Ιουδαία», σημαίνει «εξομολόγηση». «Βηθλεέμ», σημαίνει «οίκος άρτου». Αυτά, αλληγορικά, σημαίνουν πως όποιος αυτές τις άγιες μέρες θέλει να πάει στην Ιουδαία, δηλαδή στην ιερή εξομολόγηση, ας πάει και προς τη Βηθλεέμ· δηλαδή, ας πλησιάσει στο θυσιαστήριο όπου βρίσκεται ο Οίκος του Άρτου της Ζωής. Θέλω να πω μ’ αυτό ότι, όποιος θέλει να γιορτάσει επάξια τη Γέννηση του Χριστού, ας εξομολογηθεί και ας μεταλάβει. Αυτός είναι ο σκοπός της αγίας μας Εκκλησίας που όρισε μέσω της νηστείας των Χριστουγέννων να προετοιμαστούμε για την εξομολόγηση και για τη θεία Μετάληψη.


Το λοιπόν Χριστιανοί, για να φθάσουμε στην πνευματική αυτή Βηθλεέμ της Ιουδαίας και για να βρούμε τον Βασιλιά τ’ ουρανού και της γης, ας ακολουθήσουμε τους τρεις εκείνους ευλαβικούς Μάγους. Εκείνοι, οδηγούμενοι από έναν Αστέρα που τους φανερώθηκε τότε στον ουρανό, τους έδειξε ακριβώς την οδό και τον τόπο που γεννήθηκε ο Χριστός. Κι εμείς τώρα έχουμε γι’ Αστέρα τον Λόγο του Θεού, το ιερό Ευαγγέλιο και τον Νόμο της Χάριτος. Λέει ο Προφήτης Δαβίδ: «Ο Νόμος Σου μου είναι λυχνάρι για να μπορώ να περπατάω και φως για τα μονοπάτια μου» (Ψαλμ. 118, 105). Έχουμε στα πόδια μας αυτό το λυχνάρι, για να βλέπουμε πώς ακριβώς να περπατάμε· έχουμε αυτό το φως στους δρόμους μας για να μη χαθούμε μέσα στην πλάνη αυτής της μάταιης ζωής. Οι Μάγοι, σαν έφθασαν και είδαν εκείνο το Θείο Παιδίον μαζί με τη Μητέρα Του τη Μαρία, έπεσαν καταγής με πολύ ευλάβεια και Το προσκύνησαν. Άνοιξαν τους θησαυρούς τους και Του χάρισαν τα Δώρα, που ήταν χρυσάφι, λιβάνι και σμύρνα. Μ’ ετούτα τα Δώρα ήθελαν να Τον αναγνωρίσουν σα βασιλιά με το χρυσάφι, σα Θεό με το λιβάνι και σα θνητό άνθρωπο με τη σμύρνα. Έτσι κι εμείς· αφού πλησιάσουμε στην εξομολόγηση και στη θεία Μετάληψη για να βρούμε τον Χριστό, πρέπει να Του προσφέρουμε τρία δώρα: πρώτ’ απ’ όλα την καρδιά μας, η οποία πρέπει να είναι καθαρή σα το χρυσάφι, καθαρή από κάθε επιθυμία κι από κάθε αισχρό λογισμό. Δεύτερον, το πνεύμα μας, που πρέπει να είναι αναμμένο σα το λιβάνι, στην αγάπη του Θεού και του πλησίον· και, όπως το λιβάνι, να εκπέμπει με την ευλάβεια οσμή ευωδίας πνευματικής. Τρίτον, τη σμύρνα, που δηλώνει τη νέκρωση των παθών και της σαρκός με τη συντριβή και την κατάνυξη. Ή αλλιώς, ας Του προσφέρουμε επίσης κι αυτά τα τρία δώρα: χρυσάφι, δηλαδή την ελεημοσύνη· λιβάνι, δηλαδή την προσευχή· και σμύρνα, δάκρυα καυτά της μετανοίας. Αυτές είναι οι προετοιμασίες της αληθινής εξομολογήσεως και της άξιας Μεταλήψεως.


Οι Μάγοι, αφού προσκύνησαν τον Χριστό, δεν γύρισαν από τον ίδιο δρόμο απ’ τον οποίο ήρθαν στην αρχή, μονάχα άλλαξαν δρόμο κι αναχώρησαν για τη χώρα τους από μια άλλη οδό. Αυτό είναι το πιο αναγκαίο που πρέπει να κάνουμε κι εμείς. Όταν, λοιπόν, αυτές τις μέρες εξομολογηθούμε και μεταλάβουμε, δεν πρέπει να γυρίσουμε πάλι από την ίδια οδό που ήρθαμε πρώτα. Όχι. «Δι’ ἄλλης ὁδοῦ»: ν’ αλλάξουμε δρόμο, ν’ αλλάξουμε ήθη, ν’ αλλάξουμε ζωή. «Δι’ ἄλλης ὁδοῦ»: ας πάρουμε τον άλλο δρόμο της χριστιανικής αρετής· με λίγα λόγια, ας αφήσουμε εκείνη την οδό της κακής μας συνήθειας που μας έφερνε στην κόλαση. Ας περπατήσουμε μιαν άλλη οδό, την οδό μιας τέλειας διόρθωσης του βίου μας, που μας φέρνει στην αιώνια ζωή…

ΗΛΙΑΣ ΜΗΝΙΑΤΗΣ
ΕΠΙΣΚΟΠΟΣ ΚΕΡΝΙΤΖΗΣ ΚΑΙ ΚΑΛΑΒΡΥΤΩΝ
(1669–1714)