Τότε πού ήμουνα σε μικρή ηλικία, περνούσα με τους δικούς μου τις γιορτές απάνω σ’ ένα θαλασσοδαρμένο βουνό, στην Αγιά Παρασκευή.
Τις περισσότερες ώρες πήγαινα και καθόμουνα μέσα στη μικρή ευωδιασμένη εκκλησιά, όχι μοναχά κατά τις ακολουθίες, αλλά και την ώρα πού δεν ήτανε μέσα κανένας άλλος, παρεκτός από μένα. Διάβαζα τ’ αρχαία τροπάρια, και βρισκόμουνα σε μια κατάσταση πού δεν μπορώ να τη μεταδώσω στον άλλον. Προ πάντων ό Ιαμβικός Κανόνας «»Εσωσε λαόν», με κείνες τις παράξενες και μυστηριώδεις λέξεις, μ’ έκανε να θαρρώ πώς βρίσκουμαι στις πρώτες μέρες της δημιουργίας, όπως ήτανε πρωτόγονη ή φύση πού μ’ έζωνε, ό θεόρατος βράχος πού κρεμότανε απάνω από τη μικρή εκκλησιά, ή θάλασσα, τ’ άγρια δέντρα καί τα χορτάρια, οι καθαρές πέτρες, τα ρημονήσια πού φαινόντανε πέρα στο πέλαγο, ό παγωμένος βοριάς πού φυσούσε κ’ έκανε να φαίνουνται όλα κατακάθαρα, τ’ αρνιά πού βελάζανε, οι τσομπάνηδες ντυμένοι με προβιές, τ’ άστρα πού λάμπανε σαν παγωμένες δροσοσταλίδες τη νύχτα!
Όλα τα ‘βλεπα μέσ’ από τους χριστουγεννιάτικους ύμνους, μέσ’ από εκείνα τα αποκαλυπτικά λόγια.
Αλίμονο! Ο Χριστός κατάργησε την προπατορική αμαρτία,πού είχε κάνει τον κόσμο άγριο καί τρελλόν από τη σαρκική ακολασία, ανοίγοντας τη θύρα της λύτρωσης σε όσους θέλουνε να σωθούνε. Μα για κείνους πού δεν ακούνε τα λόγια του και δεν νοιάζουνται για τη σωτηρία της ψυχής τους, ή θύρα αυτή της ευσπλαχνίας είναι και απομένει κλειστεί στον αιώνα.
Σήμερα ό κόσμος είναι πάλι «αφηνιασμένος» και βουτηγμένος μέσα στην αγριωπή αμαρτία πού είναι γεμάτη υπερηφάνεια, τρελαμένη από τον οίστρο της ακολασίας, όπως ήτανε τον καιρό πού γεννήθηκε ό Κύριος και Λυτρωτής μας και ακόμα περισσότερο.
Γι’ αυτό, είναι καλότυχοι όσοι έχουνε μέσα στην καρδιά τους τον Χριστό. Καλότυχοι όσοι κόψανε κάθε ελπίδα από τούτον τον «άγριωπόν» και κατάμαυρον κόσμο, και πήγανε κοντά στον Χριστό πού κείτεται στη φάτνη, μαζί με το αθώο βόδι καί το ήμερο γαιδουράκι. Σ’ αυτούς τους λίγους και τους καταφρονεμένους δόθηκε ή βασιλεία.
Λοιπόν, ας ευχαριστηθούνε τον Κύριο με χαροποιά δάκρυα κι ας ψάλλουνε με γλυκόφωνα στόματα τον έπινίκειον ύμνο:
«Ω έθνη, πού είσαστε πριν βουτηγμένα στη φθορά και στον θάνατο, και πού ξεφύγατε ολότελα από την καταστροφή του πονηρού διαβόλου, υψώσετε τα χέρια σας με χαρά κοί με αγαλλίαση, λατρεύοντας μοναχά τον Χριστό, τον ευεργέτη σας, πού ήρθε στον κόσμο μας από συμπόνεση, για να μας σώσει».
Από το βιβλίο «Το Αϊβαλί, η Πατρίδα μου», εκδόσεις ΑΣΤΗΡ