.

.

Δός μας,

Τίμιε Πρόδρομε, φωνή συ που υπήρξες η φωνή του Λόγου. Δος μας την αυγή εσύ που είσαι το λυχνάρι του θεϊκού φωτός. Βάλε σήμερα τα λόγια μας σε σωστό δρόμο, εσύ που υπήρξες ο Πρόδρομος του Θεού Λόγου. Δεν θέλουμε να σε εγκωμιάσουμε με τα δικά μας λόγια, επειδή τα λόγια μας δεν έχουν μεγαλοπρέπεια και τιμή. Όσοι θα θελήσουν να σε στεφανώσουν με τα εγκώμιά τους, ασφαλώς θα πετύχουν κάτι πολύ πιό μικρό από την αξία σου. Λοιπόν να σιγήσω και να μη προσπαθήσω να διακηρύξω την ευγνωμοσύνη μου και τον θαυμασμό μου, επειδή υπάρχει ο κίνδυνος να μη πετύχω ένα εγκώμιο, άξιο του προσώπου σου;

Εκείνος όμως που θα σιωπήσει, πηγαίνει με τη μερίδα των αχαρίστων, γιατί δεν προσπαθεί με όλη του τη δύναμη να εγκωμιάσει τον ευεργέτη του. Γι’ αυτό, όλο και πιό πολύ σου ζητάμε να συμμαχήσεις μαζί μας και σε παρακαλούμε να ελευθερώσεις τη γλώσσα μας από την αδυναμία, που την κρατάει δεμένη, όπως και τότε κατάργησες, με τη σύλληψη και γέννησή σου, τη σιωπή του πατέρα σου του Ζαχαρία.

Άγιος Σωφρόνιος Ιεροσολύμων

Μάθε να περιμένεις.



…Είδες τι μου’πες; “Θέλω ν’ αλλάξει το παιδί μου. Να το δω, κι ας πεθάνω”. Δεν ξέρω αν θα το δεις αλλαγμένο πριν πεθάνεις. Μπορεί να το δεις αφού πεθάνεις. Μπορεί ο Θεός να θέλει να κάνεις τόση υπομονή, που να μην προλάβεις να το δεις αλλαγμένο όπως το θες εσύ. Αλλά θα το δει ο Κύριος και θα το δεις κι εσύ από κει που θα ‘σαι, στην αιώνια ζωή. Θέλει όμως πολλή υπομονή. Να περιμένεις την απάντηση στην προσευχή που μόλις χθες έκανες. Έκανες χθες προσευχή; Θα περιμένεις. Πότε; Μην ανησυχείς. Όταν το βέλος της προσευχής σου φτάσει την καρδιά τού Θεού και την τρυπήσει και τη ματώσει από αγάπη, τότε θα δεις το αποτέλεσμα. Πότε έριξες το βέλος τής προσευχής; Χτες; Τότε περίμενε. Ταξιδεύει. Καμιά προσευχή δεν πάει χαμένη. Καμία προσευχή δεν μένει αναπάντητη. Θέλει όμως υπομονή. Να περιμένεις.

Περιμένουν μερικοί να δουν αποτέλεσμα την ίδια ώρα. Κάνεις προσευχή τώρα, θέλεις αύριο να δεις αποτέλεσμα. Μπορεί να γίνει κι αυτό. Αλλά όταν πιάσεις το κομποσκοίνι στο χέρι σου μην περιμένεις κι αμέσως τους καρπούς. Πολλοί πάνε στο άγιο Όρος μ’ ένα κομποσκοίνι στο χέρι και θέλουν να δουν το Θεό με μια αγρυπνία που θα κάνουν. Θέλουν να δουν το άκτιστο φως με μιας νύχτας προσευχή. Δεν γίνεται έτσι. Θέλει πολλή υπομονή, θέλει πολλή απαντοχή και να λες “Κύριε, όποτε θες εσύ. Εγώ θα περιμένω. Ὑπομένων, ὑπέμεινα τὸν Κύριον καὶ προσέσχε μοι καὶ εἰσήκουσε τῆς δεήσεώς μου”. Με πρόσεξε ο Κύριος, με κοίταξε, με άκουσε, αλλά πρώτα πρέπει να περιμένω. Είναι ωραία να περιμένεις το Θεό και να κάνεις υπομονή στα θέματα αυτά τα θεϊκά.

Ο άγιος Αμμωνάς ξέρεις πόσο καιρό περίμενε να απαλλαγεί από το θυμό; Κάθε μέρα το ζήταγε απ’ το Θεό. Και ξέρεις πόσο περίμενε; Οκτώ χρόνια. Όλα αυτά τα χρόνια εξακολουθούσε να θυμώνει, και πάλευε, και ξανά και ξανά, και προσευχή, και πάλι υπομονή και πάλι υπομονή. Και τον όγδοο χρόνο ήρθε ο Κύριος και τον απάλλαξε. Για σκέψου να ‘χε απελπιστεί τον έβδομο χρόνο και να ‘λεγε “Ε, δε συνεχίζω. Δε πάει άλλο αυτή η ιστορία. Ένα, δύο, τέσσερα, πέντε, έξι, εφτά χρόνια υπομονή. Ε, δε βγαίνει τίποτα”. Κι όμως. Έκανε υπομονή ακόμα ένα χρόνο, έφτασε τα οκτώ και ήρθε η απαλλαγή και η λύτρωσή του. Και μετά η καρδιά του έγινε τόσο ήρεμη που δεν ξαναθύμωσε ποτέ στη ζωή του. Εσύ θυμώνεις; Θυμώνεις. Κι εγώ θυμώνω λίγο. Όχι πάρα πολύ, αλλά θυμώνω κι εγώ. Λοιπόν θέλεις να ζήσεις κι εσύ αυτό το θαύμα; Τότε ξεκίνα από σήμερα να κάνεις προσευχή με υπομονή. Ζήτα απ’ το Θεό να σου πάρει το θυμό. Ζήτα το σε κάθε θεία Λειτουργία. Και μη μου λες “Τι να πάω να κάνω στην Εκκλησία”. Ε, να. Αυτό να κάνεις. Αν θυμώνεις να πηγαίνεις κάθε Κυριακή να παρακαλάς το Θεό να σου πάρει το θυμό. Και μόνο γι’ αυτό να πηγαίνεις Εκκλησία, έχεις σοβαρό λόγο να πηγαίνεις στο Ναό του Θεού. Και να λες “Κύριε, χάρισέ μου την πραότητα, την ηρεμία, να μην αρπάζομαι, να μη με βλέπουν τα παιδιά μου και τρέμουν, να μη με βλέπει η γυναίκα μου στο σπίτι και τη στεναχωρώ και δημιουργώ αυτό το κλίμα το βαρύ με τις φωνές, με το θυμό και τα νεύρα μου. Κύριε, πάρε μου το θυμό”. Το ξέρω ότι το ζήτησες. Πόσες φορές; “Ε, πόσες φορές να το ζητήσω;”. Πολλές. Οκτώ χρόνια ο άγιος Αμμωνάς. Εσύ πόσο καιρό το ζήτησες. Για πόσο καιρό είπες στον Κύριο “Απάλλαξέ με, Κύριε, απ’ αυτό το πάθος”. Απ’ το θυμό, την οργή, την ασωτεία, η μέθη, το κάπνισμα, την κλοπή, το ψέμα, την περιέργεια. Ό,τι έχεις, ζήτα το απ’ το Θεό και μετά κάνε υπομονή. Και ξέρεις γιατί να κάνεις υπομονή κι εσύ όπως έκανε ο άγιος Αμμωνάς και κάθε άγιος; Διότι Αυτός τον Οποίο υπομένεις και καρτεράς, δεν είναι ένας τυχαίος αλλά είναι ο άγιος Θεός, που δεν είπε ποτέ ψέματα, αλλά μένει πιστός στις υποσχέσεις και την αγάπη του. Και θα ‘ρθει ο Θεός κάποια στιγμή και θα σε βοηθήσει και θα γίνεις κι εσύ ήρεμος σαν πρόβατο και δε θα ξαναθυμώσεις ποτέ και δε θα ξαναπιείς ποτέ, δε θα ξανακαπνίσεις ποτέ, θα απαλλαγείς απ’ τα πάθη σου και θα γίνεις καινούριος άνθρωπος. Θέλει υπομονή και προσευχή. Να περιμένεις ν’ αλλάξει κι ο σύντροφός σου προς το καλύτερο. Μη βιάζεσαι. Μη θες να γίνουν απότοσμα σήμερα όλα καλύτερα. Τα λάθη που έχει η γυναίκα σου δε τα φορτώθηκε όλα σε ένα μήνα. Είναι λάθη μιας ζωής. Είναι χαρακτήρας που χαράκτηκε, γι’ αυτό λέγεται χαρακτήρας. Ο Χαρακτήρας έχει χαραχτεί μέσα μας απ’ τα παιδικά μας χρόνια. Δε μπορούμε σε μια στιγμή να τα αλλάξουμε αυτά. Μερικά ζευγάρια δίνουν διορία ο ένας στον άλλον, “Αν δεν τα ‘χουμε βρει σ’ ένα χρόνο, θα χωρίσουμε”. Μα κάτσε, βρε παιδί μου. Πώς θα χωρίσεις. Περίμενε, κάνε υπομονή. “Τι υπομονή, πάτερ;”. Μα χαρακτήρας είναι αυτός. Αλλάζει έτσι εύκολα; Περίμενε.

Θυμάμαι κάποιον που έκανε δίαιτα. Και του έλεγε ο γιατρός ότι τα βαθύτερα στρώματα λίπους χάνονται πολύ πιο δύσκολα. Τα τελευταία κιλά, αν κάνεις δίαιτα, τα χάνεις πολύ πιο δύσκολα απ’ ό,τι χάνεις τα πρώτα. Ξέρεις γιατί; Γιατί αυτό το στρώμα λίπους υπάρχει μέσα μας εδώ και πολλές δεκαετίες. Και με τη δίαιτα κάνουμε αυτό ακριβώς: γυρνάμε πίσω και πάμε να κάψουμε παλιά στρώματα λίπους. Ας πούμε, είναι κάποιος σήμερα ενενήντα κιλά και θέλει να φτάσει τα ογδόντα. Ογδόντα κιλά, όμως, ήτανε πριν από αρκετά χρόνια. Έχει περάσει καιρός από τότε που ήταν για τελευταία φορά ογδόντα κιλά. Πήρε βάρος, πήγε ενενηνταένα, πήγε ενενηνταπέντε, ανέβηκαν τα κιλά του. Για να φτάσει ξανά στα ογδόντα κιλά, πρέπει να σκάψει μέσα του αυτό το λίπος και να φτάσει πίσω, πίσω. Και να φτάνει σε κείνη την παλιά χρονιά που ήταν ογδόντα κιλά. Κι είναι δύσκολο να φύγει αυτό το λίπος.

Έτσι και με την ψυχή μας. Έχει πιάσει λίπος. Τα πάθη έχουν δημιουργήσει μια επίστρωση μέσα μας που δε φεύγει εύκολα.

Πρέπει να κάνεις υπομονή για τον άνθρωπό σου. Να κάνεις χώρο στην καρδιά του άλλου, να τον αφήσεις να σκεφτεί, να αποφασίσει, ακόμα και να φύγει για λίγο αν θέλει, τροπικά. Ή και τοπικά, αν δεν αντέχει αλλιώς. Ναι, άσε να φύγει. Να πάει να κάτσει λίγο στη μάνα της, στον πατέρα της ή να φύγεις κι εσύ, να πας κάπου για λίγο μόνος. Να σκεφτείς, να ηρεμήσεις, να πάρεις το χρόνο σου. Δεν μπορεί να απαιτείς την αγάπη του άλλου και να λες “Θα μου φερθείς καλά, θα με σέβεσαι”. Αυτά δε γίνονται με καταπίεση. Αυτά γίνονται μόνο με ελευθερία. Γι’ αυτό, δώσε στον άνθρωπό σου χρόνο, χώρο, υπομονή.

Μου το’ πες και συγκινήθηκα, “Πάτερ, μ’ άφησε η κοπέλα που αγαπώ και ήμασταν αρραβωνιασμένοι τόσα χρόνια. Κι εγώ τι να ‘κανα; Την ήθελα πολύ. Αλλά ήξερα ότι η αγάπη δεν απαιτείται. Δεν μπορεί να απαιτήσω την αγάπη, να πω σε κάποια “αγάπα με με το ζόρι, επειδή εγώ το θέλω”. Και ξέρετε τι έκανα; Την άφησα να φύγει. Και τώρα κάθομαι και περιμένω. Υπομένω αγαπώντας. Υπομένω πονώντας. Υπομένω προσευχόμενος”.

Η πιο σωστή αντίδραση. Και θα το δεις, θ’ αλλάξει ο άλλος. Αν θέλει ο Θεός κι αν η αγάπη που βγάζεις από μέσα σου είναι αληθινή, κι αν η υπομονή σου είναι αγαπητική, τότε θα δεις ότι ο άνθρωπος που φεύγει από κοντά σου, (η γυναίκα σου, το παιδί σου, ο συζυγός σου), πουθενά αλλού δε θα βρει τέτοια γλυκιά αγάπη σαν τη δική σου. Και θα ξαναγυρίσει πίσω. Θα πάει όπου θέλει, μπορεί να δοκιμάσει διάφορα άλλα, αλλά δε θα βρει τέτοια ζεστασιά ούτε τέτοια ποιότητα αγάπης. Θα βρει υποκατάστατα, ψεύτικα λόγια, συμφεροντολογικές και περιστασιακές αγάπες, και θα γυρίσει πάλι σε σένα. Αρκεί όταν γυρίσει να σε βρει να περιμένεις. Θα περιμένεις;

Τι ωραίο πράγμα, που όταν γύρισε ο Οδυσσέας βρήκε μια Πηνελόπη να τον περιμένει! Τι συγκίνηση! Σκεφτείτε ο Οδυσσέας να είχε βρει την Πηνελόπη του παντρεμένη με κάποιον από τους μνηστήρες που εποφθαλμιούσαν και περίμεναν την ευκαιρία να την πάρουν για σύζυγό τους. Η Πηνελόπη περίμενε, αλλά και ο Οδυσσέας περίμενε. Έκανε υπομονή σ’ αυτό το μεγάλο ταξίδι. Και ανταμείφθηκε η υπομονή του, η αγάπη του. Γιατί ήταν ακριβώς αυτό: υπομονή γεμάτη αγάπη.

Κι ο άσωτος γιος γύρισε. Ο πατέρας του τον περίμενε. Έκανε υπομονή. Τον κοίταζε απ’ το παράθυρο να ‘ρθει και τα μάτια του έβγαζαν αγάπη και νοσταλγία, και καλοσύνη, κι υπομονή τεράστια. Και είδε το θαύμα.

Είναι δύσκολο, αδελφέ μου, να κάνουμε υπομονή. Η εποχή μας είναι βιαστική κι όλοι μάς λένε “Τώρα. Εδώ και τώρα”. Κέντρα δίαιτας, εκμάθηση ξένων γλωσσών, ταχύρυθμα τμήματα εδώ και εκεί, όλα μάς υπόσχονται γρήγορα αποτελέσματα. Όλες οι συσκευές της κουζίνας είναι γρήγορες, σε δυο λεπτά. Φούρνος μικροκυμάτων. Ένα λεπτό, και το φαγητό είναι έτοιμο. Οτιδήποτε κάνουμε στη ζωή μας έχει ταχύτητα. Όλα είναι γρήγορα και βιαστικά. Κι έρχεται ο Θεός και μας λέει “Ξέρεις κάτι; Όλα αυτά καλά κάνεις και τα κάνεις γρήγορα. Σου κάνουν τη ζωή εύκολη. Αλλά η ψυχή θέλει ακόμα και σήμερα, μετά από τόσους αιώνες, πάλι τους δικούς της ρυθμούς. Όπως τότε που σε έπλασα, παιδί μου. Δεν έχει αλλάξει αυτό”.

Θέλει υπομονή η καλλιέργεια της ψυχής. Πρέπει να περιμένεις τις υποσχέσεις του Θεού, ώστε να δεις να εκπληρώνονται. Έχει υποσχεθεί πολλά πράγματα ο Θεός. Και ό,τι υποσχέθηκε θα γίνει. Μας έχει πει ο Θεός, ας πούμε, ότι “Είστε ευτυχισμένοι άμα κλαίτε. Διότι θα γελάσετε. Όποιος κλάψει στη ζωή αυτή, θα γελάσει”. Περίμενε. Να σου εξηγήσω. Δεν εννοούσε ο Χριστός τα δάκρυα που είχες χθες εσύ πάνω στα νεύρα σου. Το καταλαβαίνεις, πιστεύω. Διότι πολλοί κλαίμε κι από νεύρα, όταν φωνάζουμε και παρεξηγούμαστε. Δεν εννοούσε αυτά τα δάκρυα. Μα αν κλαις ταπεινά, αν κλαις επειδή είσαι αδικημένος. Έχεις κλάψει ποτέ αδικημένος; Όχι επειδή παρεξηγήθηκες και θίχτηκε ο εγωισμός σου και σ’ έπιασε το πείσμα σου επειδή δεν έγινε το δικό σου. Όχι. Να κλάψεις επειδή σε αδίκησαν κατάφωρα, αδικημένος για την αλήθεια. Έχεις κλάψει ποτέ συκοφαντημένος; Ξέρω κάποιον που είχε κλάψει συκοφαντημένος: Ο άγιος Νεκτάριος. Πόσες φορές δε θα ‘χε κλάψει σ’ αυτό το δωματιάκι εκεί στην Αίγινα, όταν άκουγε να λένε τόσα σχόλια γι’ αυτόν. Δεν ήταν αναίσθητος. Δεν είχε πέτρα μες στο στήθος του. Καρδιά είχε. Και σίγουρα θα έκλαψε. Αδικημένος, συκοφαντημένος, και περίμενε, και περίμενε. Κι είδε το δίκιο του. Πότε. Όσο ζούσε, δυστυχώς, λίγο το είδε. Ο Κύριος τον δικαίωσε όμως πολύ, έστω μετά θάνατον. Η Εκκλησία της Αλεξανδρείας ζήτησε συγγνώμη για τις συκοφαντίες που είχαν ακουστεί για τον άγιο Νεκτάριο και για τον τρόπο που του φέρθηκε. Περίμενε ο άγιος τόσα χρόνια κι ο Θεός τον δικαίωσε. Όσο ζούσε βέβαια, οι άνθρωποι δεν του έδωσαν αυτό το γλυκό ποτήρι της δικαίωσης, αλλά τον πότισαν πίκρα. Εκτός απ’ τους ανθρώπους της Εκκλησίας, τις απλές ψυχές. Οι απλοί πιστοί πάντα τον αγαπούσαν. Αλλά ο άγιος Νεκτάριος έκανε υπομονή. Γι’ αυτό και πολλοί τον ονόμασαν, “Ο άγιος της υπομονής, της καρτερίας”. Διότι περίμενε και δε διαμαρτυρόταν. Περίμενε κι εσύ και θα δεις ότι τα δάκρυά σου μια μέρα θα γίνουν διαμάντια που θα λάμπουν.

Είπε ο Κύριος “Όποιος μ’ ακολουθήσει, από τώρα θα νιώσει μέσα του τον Παράδεισο. Εγώ θα εμφανίσω τον εαυτό μου μέσα του και θα ‘ρθει όλη η αγία Τριάδα και θα μπει στην καρδιά του. Όποιος μ’ αγαπά, ήδη απ’ αυτόν τον κόσμο”. Και λες εσύ, “Πού είναι αυτό. Εγώ δε νιώθω το Θεό”. Κάνεις, όμως, υπομονή; Αγωνίζεσαι υπομονετικά; Πόσο. Θέλει πολύ. Μέρες; Μήνες. Μήνες; Χρόνια, δεκαετίες. Κάνε τόπο μέσα σου, ν’ αφήσεις στο Χριστό να μπει. Άσε ένα σημείο, άσε μια σταθερή θέση στο Χριστό και μην τον πας μια δω και μια εκεί μες στης καρδιάς σου το τοπίο.

Όταν κάποιος γίνεται μοναχός στο άγιο Όρος, ένα ωραίο δώρο που του κάνουν κάποιοι, είναι μια εικόνα της αγίας Υπομονής. Το ξέρεις; Και οι πιο πολλοί μοναχοί αγαπούν την αγία Υπομονή. Διότι η ζωή του μοναχού θέλει υπομονή. Η ζωή του όλη είναι μια τεράστια υπομονή. Ζωή αρκετά μονότονη: κάθε μέρα ακολουθία, κάθε μέρα ξύπνημα στο κελί, πρωινή ακολουθία, κανόνας, κομποσκοίνια, μετάνοιες. Είναι ωραία βέβαια, έχει και ποικιλία, αλλά έχει και μονοτονία σε μερικά πράγματα. Και τι θέλει; Πολλή υπομονή. Το λέει και στην ακολουθία του μοναχικού σχήματος, “Κτήσουν ὑπομονήν”. Έχεις ανάγκη να αποκτήσεις τεράστια υπομονή.

Είπε ο Χριστός μας ότι “όποιος, σαν τα πουλάκια και σαν τα κοράκια του ουρανού, σαν τα παιδάκια και σαν τα λουλουδάκια εμπιστευτεί τον Κύριο, θα δει την προστασία και την στοργή του. Θα του δώσω απ’ όλα: και τροφή και νερό κι ομορφιά και στολίδια, και θα βρει όλου του κόσμου τα καλά. Θα του τα δώσω εγώ“. Εσύ όμως δεν κάνεις υπομονή να δεις αυτά τα θαύματα, παρά τι κάνεις; Αγχώνεσαι διαρκώς. Και λέει ο Κύριος “Για να δεις αυτό που υποσχέθηκα, ξεντύσου από πάνω σου τα ρούχα που φοράς και σου χαλούν το πρόσωπο. Εγώ θέλω να σε ομορφύνω, αλλά πώς να σε ομορφύνω όταν εσύ πας και βάσεις στο πρόσωπό σου τα δικά σου στολίδια τα ψεύτικα, τα ανθρώπινα; Βγάλε από πάνω σου το άγχος, για να σου δώσω εγώ ένα όμορφο πρόσωπο ειρηνικό, γαλήνιο, ήρεμο. Βγάλε από πάνω σου την αγωνία, την ανασφάλεια και τον πανικό, που σε κάνουν να ‘σαι άσχημος και κάνουν το πρόσωπό σου να γερνάει, κι έλα να ντυθείς, έλα να φορέσεις τα δικά μου ρούχα”. Την ειρήνη του Χριστού, την πίστη στη δύναμή του, την ελπίδα στα λόγια του. Και μετά ξέρεις τι να κάνεις; Ξάπλωσε ήρεμος, κι υπομονετικά περίμενε τη χάρη του Χριστού που θα ‘ρθει να σ’ αλλάξει. Γίνε όπως σε θέλει ο Θεός και μετά ξάπλωσε και κοιμήσου και περίμενε. Εμπιστεύσου το Θεό και άστα όλα στο Θεό. Και κάνοντας υπομονή, θα βλέπεις κάθε μέρα να κάνει κάτι ο Θεός στη ζωή σου. Κάθε μέρα που ξυπνάς θα διαπιστώνεις ότι είσαι πιο κοντά στην ευτυχία. Αν όλα αυτά τα δεις λογικά, θα πεις ότι αυτά που λέει ο Θεός δε θα σε κάνουν ευτυχισμένο. Ίσα ίσα σ’ αφήνουν μετέωρο, να κρέμεσαι στο κενό. Κι όμως. Αυτό που νομίζεις ότι είναι κρέμασμα στο κενό, είναι η πιο σίγουρη κίνηση ευτυχίας. Να ‘σαι σίγουρος ότι αυτό που νομίζεις για κενό θα φέρει ακριβώς το γέμισμα της καρδιά σου, και θα δεις πώς θ’ αλλάξει η ζωή σου. “Μην κάνεις τίποτα” λέει ο Χριστός, “για να εκδικηθείς τον εχθρό σου. Άσε, θα τον αναλάβω εγώ. Θα κάνω εγώ ό,τι πρέπει. Εσύ κάνε μόνο ένα πράγμα. Τι. Αγάπα τον εχθρό σου. Κι όταν τον αγαπάς είναι σα να βάζεις πάνω στο κεφάλι του κάρβουνα αναμμένα”. “Μα” θα πεις “εγώ θέλω να δω την εκδίκηση. Θέλω να δω ότι επεμβαίνεις, Κύριε. Να δω μια τάξη, μια δικαιοσύνη στη ζωή μου”. Και λέει ο Κύριος “Ναι, θα το κάνω. Θα σε δικαιώσω. Άσε τα πράγματα, όμως. Κι όταν έρθει η ώρα, θα βοηθήσω. Θέλω να βοηθήσω όμως κι αυτή την ψυχή να καταλάβει το λάθος της. Εσύ όμως κάνε υπομονή. Άσ’ τα πράγματα να τα δικαιώσω εγώ και όχι εσύ”.

Λέει ο Κύριος να παρακαλάμε, “Tὸν ἄρτον ἡμῶν τὸν ἐπιούσιον δὸς ἡμῖν σήμερον” “Κύριε, μόνο για σήμερα; Και αύριο; Τι θα γίνει αύριο.” Άστο το αύριο. Σήμερα δε ζούμε; Κάνε υπομονή και θα δεις ότι κι αύριο θα νιώσεις τη δύναμη του Χριστού, θα δεις πάλι την προστασία του. Χωρίς να σκέφτεσαι εσύ τι θα γίνει μεθαύριο, τι θα γίνει του χρόνου, τι θα γίνει όταν πας εξήντα και εβδομήντα χρονών. Άσε τα πράγματα να κυλήσουν μόνα τους. Θέλει υπομονή η ζωή. Η λογική σου λέει “Κάνε τώρα τα πάντα. Βιάσου, κινήσου, τρέξε, πήγαινε σε ασφαλιστικές εταιρείες, κάνε επενδύσεις τώρα, χάνεις τον έλεγχο της ζωής”. Κι ο Κύριος λέει, “Όχι. Μην πανικοβάλλεσαι. Περίμενε. Μάθε να περιμένεις”.

Το ‘χεις μάθει εσύ αυτό το μάθημα της υπομονής στη ζωή σου; Σκέψου. Πότε πήγες είκοσι χρονών, από δεκαοχτώ, πότε έφτασες σαράντα, πότε έφτασες εξήντα χρονών, κι εσύ είσαι τώρα ογδόντα πέντε κι ενενήντα. Πώς πέρασαν τα χρόνια. Κι έλεγες τότε που ήσουν νέος “Άντε να μεγαλώσω. Πότε θα μεγαλώσω, πώς θα κυλήσει η ζωή”. Και είδες πώς κυλάει η ζωή; Γρήγορα κυλάει. Τι θέλει όμως; Να περιμένουμε. Θέλει να δεχόμαστε την κάθε μέρα με ηρεμία όπως τη δίνει ο Κύριος. Και το κάθε πράγμα θα ‘ρθει στον καιρό του. Αρκεί εσύ να κάνεις αυτή την υπομονή. Και να περιμένεις τη Βασιλεία του Θεού να ‘ρθει. Να περιμένεις να σου φέρει ο Θεός τα πράγματα όπως τα θέλει αυτός.

Είναι μερικοί που κουράζονται στη ζωή τους. Με τα βάσανα της ζωής κι επειδή δεν μπορούν να περιμένουν άλλο, φτάνουν και λένε “Καλύτερα να πεθάνω”. Μου το λένε μερικοί και στην εξομολόγηση, “Πάτερ, το έχω πει μερικές φορές “Ας πεθάνω, Θεέ μου, βαρέθηκα τη ζωή μου, θέλω να απαλλαγώ, θέλω να ηρεμήσω””. Αλλά αυτός ο θάνατος που περιμένεις δεν είναι καλός θάνατος. Και οι άγιοι ήθελαν να πεθάνουν αλλά δεν έβλεπαν το τέλος ως τέλος απαλλαγής, αλλά τέλος απόλαυσης. Ήθελαν να πεθάνουν όχι από μίσος για τη ζωή, αλλά από πόθο για την όντως ζωή, για να ‘ναι κοντά στο Χριστό. Όχι ως απαλλαγή από ένα μαρτύριο, αλλά για να ζήσουν ένα μυστήριο. Το μυστήριο του Θεού, πληρέστερα. Όχι για να απαλλαγούν από κάτι, μα για να αλλαχτούν από κάτι και από Κάποιον. Από το Θεό. Για ν’ αλλοιωθούν απ’ τη Βασιλεία του Θεού. Ήθελαν και οι άγιοι να φύγουν απ’ τον κόσμο αυτό, και ήταν ανυπόμονοι. Μα επειδή αγαπούσαν πολύ το Θεό. Κι έλεγαν “Αχ, Κύριε, πάρε με κοντά σου”. Το ‘λεγε ο απόστολος Παύλος, “Επιθυμώ άναλύσαι καί συν Χριστώ είναι”. “Θέλω να πεθάνω. Δεν κρατιέμαι άλλο στη ζωή. Θέλω να φύγω. Θέλω να φύγω απ’ αυτό τον κόσμο. Δεν έχω υπομονή”. Αλλά δεν το έλεγαν όπως το λέμε εμείς. Εμείς το λέμε κουρασμένοι και βαριεστημένοι, επειδή δε χαιρόμαστε τα δώρα του Θεού και βαριόμαστε τη ζωή μας. Όχι, αδερφέ μου. Στη ζωή αυτή θα κουραστούμε. Θα περάσουμε πολλά. Πιο πολλές, όντως, θα είναι οι λύπες στη ζωή. Πιο πολλά θα ‘ναι τα δάκρυα κι οι στεναγμοί. Πολλά τα έξοδα, οι αρρώστιες, οι αγωνίες, παρά τα χαμόγελα και η ευτυχία. Το ξέρω. Το λες κι εσύ, και το ζούμε όλοι. Αξίζει όμως να κάνεις τον αγώνα αυτό. Όλα αυτά που τώρα περνάς με υπομονή, σού ετοιμάζουν τον Παράδεισο. “Οὐκ ἄξια τὰ παθήματα τοῦ νῦν καιροῦ πρὸς τὴν μέλλουσαν δόξαν ἀποκαλυφθῆναι ημίν”. Θα δεις. Αυτά που τώρα περνάμε, με την υπομονή που κάνουμε, είναι ένα τίποτα μπροστά σ’ αυτό που μας περιμένει. Μας περιμένει ένας πανέμορφος κόσμος ευτυχίας και αγαλλίασης κοντά στο Θεό. Όσοι άγιοι είδαν τον Παράδεισο είπαν “Πω, πω, Θεέ μου, αν το ‘ξερα τι ευτυχία με περιμένει εδώ πέρα, δε θα διαμαρτυρόμουν ποτέ στη ζωή. Και θα ‘κανα συνέχεια υπομονή και θα περίμενα, μόνο και μόνο για να ζήσω αυτό το υπέροχο που τώρα ζω”. Γι’ αυτό, κάνε υπομονή. Για ν’ απολαύσεις τη Βασιλεία του Θεού, τη γεμάτη ευτυχία.

Μια άλλη φορά θα πούμε γιατί αξίζει να κάνουμε υπομονή, γιατί πρέπει να κάνουμε υπομονή και κάποιες αφορμές και κάποιες σκέψεις που θα κάνουν αυτή την υπομονή πιο δυνατή μες στην καρδιά μας. Γιατί πολλές φορές έρχεσαι και λες κλαίγοντας, “Δεν αντέχω άλλο. Δεν μπορώ άλλο. Δεν μπορώ τον άντρα μου που μεθά. Δεν τη μπορώ τη γυναίκα μου που δε μ’ αφήνει σε ησυχία και συνέχεια φωνάζει. Δεν το μπορώ το παιδί μου που δε μ’ ακούει. Δεν μπορώ τον καθηγητή μου που μ’ έχει βάλει στο μάτι. Δεν μπορώ το ένα, δεν μπορώ το άλλο. Δεν αντέχω, δεν έχω υπομονή στη ζωή μου. Κουράστηκε το νευρικό μου σύστημα. Έχω αρρωστήσει”. Κι όμως. Μπορούμε λίγο ακόμα να κάνουμε υπομονή. Και όταν δει ο Κύριος ότι είμαστε στα όριά μας κι ότι φτάνουμε στο παρά πέντε, κάτι θα γίνει και θα βρεθεί μια λύση.

Σήμερα πάντως είχατε πολλή υπομονή. Σας κούρασα λίγο με όλ’ αυτά, αλλά είναι τέτοιο το θέμα της υπομονής που θέλει όντως υπομονή και για να τη ζεις, αλλά και να μιλάς γι’ αυτή, και ν’ ακούς γι’ αυτή.
Ο Θεός μαζί μας. 

Απόσπασμα από το βιβλίο “Αγάπη για πάντα” του π. Ανδρέα Κονάνου



"...από πίσω έρχεται ο πόλεμος"



Mαρτυρία κ.Μαυροκέφαλου Ανέστη περί Γέροντος Παϊσίου.

ΟΤΑΝ ΑΚΟΥΣΕΤΕ ΣΤΗΝ ΤΗΛΕΟΡΑΣΗ 
ΝΑ ΓΙΝΕΤΕ ΘΕΜΑ 
ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΠΕΚΤΑΣΗ ΤΩΝ ΝΑΥΤΙΚΩΝ ΜΙΛΙΩΝ

Κάποτε, είχα πάει στον Γέροντα με ένα φίλο μου κι εκεί συναντήσαμε μια παρέα από πέντε παιδιά. 
Τότε ρώτησα τον Γέροντα ποιές προέβλεπε να είναι οι εξελίξεις σχετικά με την Τουρκία. ¨Γέροντα ,¨του λέω¨ απ΄την Αλεξανδρούπολη είμαστε. Μήπως μας πιάσει η μπόρα κατά κει ;¨. 

Μου απαντά: ¨Κοίταξε να δεις. Οι Τούρκοι δεν θα μπούν στην Αλεξανδρούπολη. Θα κάνουν μόνο μια πρόκληση στην Ελλάδα, που θα έχει σχέση με την αιγιαλίτιδα ζώνη. Και εμάς θα μας πιάσει πείνα. Θα πεινάσει η Ελλάδα. Και επειδή θα κρατήσει αυτή μπόρα κάποιο διάστημα, μήνες θα είναι, «θα πούμε το ψωμί ψωμάκι »¨. 

Μετά ρωτάω : ¨Γέροντα , πως θα καταλάβω εγώ ότι θα είμαστε κοντά στον πόλεμο ;¨ 

¨Όταν¨, λέει, ¨θα ακούσεις στην τηλεόραση να γίνεται θέμα για τα μίλια, για την επέκταση των μιλίων (της αιγιαλίτιδας ζώνης ) από 6 σε 12 μίλλια, τότε από πίσω έρχεται ο πόλεμος. Ακολουθεί." 

Λέω: ¨Και ποια κράτη θα συμμετέχουν ;¨ 

¨Κοίταξε μετά την πρόκληση των Τούρκων, θα κατέβουν οι Ρώσσοι στα Στενά. Όχι για να βοηθήσουν εμάς. Αυτοί θα έχουν άλλα συμφέροντα. Αλλά, χωρίς να το θέλουν θα βοηθήσουν εμάς. Τότε, οι Τούρκοι για να υπερασπιστούν τα Στενά, που είναι στρατηγικής σημασίας, θα συγκεντρώσουν εκεί και άλλα στρατεύματα. Παράλληλα δε, θα αποσύρουν δυνάμεις από καταληφθέντα εδάφη. Όμως θα δουν τότε τα άλλα κράτη της Ευρώπης, συγκεκριμένα η Αγγλία, η Γαλλία, η Ιταλία και άλλα έξι-εφτά κράτη της ΕΟΚ, ότι η Ρωσσία θα αρπάξει μέρη, οπότε θα πουν: «Δεν πάμε και εμείς εκεί πέρα, μήπως πάρουμε κανένα κομμάτι;» Όλοι όμως θα κυνηγούν την μερίδα του λέοντος. Έτσι θα μπουν και οι Ευρωπαίοι στον πόλεμο¨. 

Σ΄αυτό το σημείο ρωτάω: ¨Εμείς τι θα κάνουμε; Ο ελληνικός στρατός θα πάρει μέρος σε αυτόν τον πόλεμο;¨ 

¨Όχι" λέει. ¨Θα βγάλει η κυβέρνηση απόφαση να μην στείλει στρατό. Θα κρατήσει στρατό μόνο στα σύνορα. Και θα είναι μεγάλη ευλογία που δεν θα πάρει μέρος. Γιατί, όποιος πάρει μέρος σε αυτόν τον πόλεμο, χάθηκε ...; 
Τότε, επειδή στην Ελλάδα ο κόσμος θα φοβηθεί, πολλοί θα στραφούν προς την Εκκλησία, προς τον Θεό, και θα μετανοήσουν. Για αυτό επειδή θα υπάρξει μετάνοια, δεν θα πάθουμε κακό οι Ελληνες. Ο Θεός θα λυπηθεί την Ελλάδα, επειδή ο κόσμος θα στραφεί προς την Εκκλησία, προς τον μοναχισμό και θα αρχίσουν να προσεύχωνται. 
Και θα βαπτισθούν πολλοί Τούρκοι. 
Τότε, ο βασιλιάς Κωνσταντίνος θα συμβάλλει, ως μεσάζοντας, να δοθεί η Πόλη στην Ελλάδα. Είναι ευλαβής, είναι καλός¨. 

¨Γέροντα¨ τον ρωτάω μετά, ¨την Πόλη θα την δώσουν σε μας;¨ 

¨Θα την δώσουν σε μας, όχι επειδή το θέλουν, αλλά επειδή αυτή η λύση θα εξυπηρετεί τα συμφέροντα των ξένων. Τότε θα το καταλάβουν αυτό. Αυτά που σου λέω μην τα πεις σε κανέναν. Θα σε βγάλουν τρελλό. Γιατί δεν είναι ώριμες οι συγκυρίες ακόμα. Τότε θα το καταλάβεις.¨ 

Αυτή η συζήτηση με τον Γέροντα έγινε το 1991, όταν υπηρετούσα τον στρατό . 

Άλλη φορά, ο Γέροντας είπε: ¨Η διοίκηση της Πόλης , από μας, θα είναι και στρατιωτική και πολιτική¨. Γνώρισα και τρεις αξιωματικούς που είχαν πάει στον Γεροντα. Από τους τρείς αξιωματικούς ο ένας έλεγε : 

¨Μόνο σε μένα ο Γέροντας είπε πως θα είμαι διοικητής στρατιωτικού τμήματος στην Πόλη. Στους άλλους δεν ανέφερε τίποτε¨. Κάποια άλλη παρέα είχε πάει στον Γέροντα. 
Ένας απ' αυτούς σπούδαζε πολιτικός μηχανικός στο Πολυτεχνείο της Ξάνθης. Σε μια στιγμή, γυρίζει ο Γέροντας, τον δείχνει με το δάκτυλο - αυτόν, σημειωτέον, πήγαινε στον γέροντα για πρώτη φορά και του λέει: ¨Εσύ ,σαν πολιτικός μηχανικός, θα συμβάλλεις στην ανοικοδόμηση της Πόλης, γιατί η Πόλη θα ανοικοδομηθεί απ΄την αρχή¨. Γύρισε και τον έδειξε με το δάκτυλο μπροστά σε όλους. Το παιδί, τότε, ήταν φοιτητής. 
Μετά, ο Γέροντας γυρίζει σε μένα και λέει:¨Κι εσύ, Ανέστη, θα πας στην Πόλη. Κι εσείς οι δύο - έδειξε εμένα και τον φίλο μου - θα πάτε στην Πόλη, αλλά για άλλο σκοπό¨. Δεν μου το φανέρωσε τον σκοπό. Μετά απ΄αυτό μου μπήκε η επιθυμία να μάθω τουρκικά. 
Μια άλλη φορά που είχα πάει στο κελί του Γέροντα έτυχε, να είναι μέσα ένας νέος πρώην μουσουλμάνος από την Θράκη. Τον πιάνω και του λέω: 
¨Εσύ πως συνέβη και ήλθες εδώ, στον Γέροντα;¨, Σταύρο τον έλεγαν.¨Άσε¨ λέει ¨κάτσε να σου πω. Ο Γέροντας μας έκανε ένα πολύ μεγάλο θαύμα και πίστεψε όλη η οικογένεια μου. Μετά ήλθε στο χωριό και φρόντισε να βαπτισθούμε¨. Και σε άλλη επίσκεψη μας στην Παναγούδα, ήταν παρόν και ο μουσουλμάνος που βαφτίστηκε Σταύρος. Τότε πάλι μας ανέφερε ο Γέροντας για τα γεγονότα, πως θα εξελιχθούν με την Κωνσταντινούπολη. Και όταν έφθασε στο σημείο που θα πονέσει η Ελλάδα και είπε ότι, εμάς, θα μας αγγίξει η πείνα, λέει ο κύριος Σταύρος : 
¨Γέροντα , να κρατήσω ένα σακί αλεύρι για να μπορέσω να αντιμετωπίσω εκείνη την περίοδο και να μην πεινάσουν τα παιδιά;¨ 
¨Όχι¨, του λέει ¨μην παίρνεις, γιατί ο γείτονας σου θα έχει αλεύρι και θα σου δώσει!¨ 
Δηλαδή, προείδε ο Γέροντας ποιος θα βοηθήσει τον κύριο Σταύρο στην περίοδο της πείνας. Εκείνος φυσικά θα ζει στο χωριό. Τώρα εμείς που ζούμε στος πόλεις θα πούμε το ψωμί ψωμάκι. Γι΄αυτό, άλλη φορά, ο Γέροντας έλεγε: ¨Να έχετε ένα κτηματάκι και λίγο να το καλλιεργείτε. Κοντά σε σας, θα βοηθείσετε και κάποιον που δεν θα έχει». 


Μαρτυρίες προσκυνητών Γέροντας Παΐσιος ο Αγιορείτης 1924-1994 

Να ζεις για το Θεό!



Καθώς ξεκινάς τα καθήκοντα της ημέρας, αγωνίσου να κάνεις τα πάντα για τη δόξα του Θεού. Μην ξεκινάς τίποτε χωρίς προσευχή, επειδή ό,τι κάνουμε χωρίς προσευχή αποβαίνει αργότερα μάταιο και επιβλαβές. Είναι αληθινά τα λόγια του Κυρίου: «Χωρίς εμού ου δύνασθε ποιείν ουδέν».

Να μιμείσαι το Σωτήρα μας, ο Οποίος εργαζόταν βοηθώντας τον Ιωσήφ και την πανάμωμη Μητέρα Του. Ενώ εργάζεσαι, να έχεις καλή διάθεση, εμπιστευόμενος πάντοτε στη βοήθεια του Κυρίου. Είναι καλό να επαναλαμβάνεις ασταμάτητα την προσευχή «Κύριε Ιησού Χριστέ, Υιέ του Θεού, ελέησέ με τον αμαρτωλό»... 

Αν οι κόποι σου είναι επιτυχείς, ευχαρίστησε τον Κύριο, κι αν δεν είναι, υπόταξε τον εαυτό σου στο θέλημά Του, γιατί Αυτός μάς φροντίζει και διευθύνει τα πάντα προς το καλύτερο. Αποδέξου όλες τις δυσκολίες σαν να ήταν κανόνας για τις αμαρτίες σου - με πνεύμα υπακοής και ταπεινοφροσύνης.

Πριν από κάθε γεύμα, προσευχήσου ο Κύριος να ευλογήσει το φαγητό και το ποτό, και μετά από κάθε γεύμα ευχαρίστησέ Τον και ζήτα Του να μη σε στερήσει από τις πνευματικές ευλογίες. Καλό είναι να σηκώνεσαι από το τραπέζι κάπως πεινασμένος. Σε όλα να αποφεύγεις την υπερβολή. Ακολουθώντας το παράδειγμα των πρώτων Χριστιανών, νήστευε τις Τετάρτες και τις Παρασκευές.

Μην είσαι πλεονέκτης. Να είσαι ευχαριστημένος, αν έχεις φαγητό και ρούχα, μιμούμενος το Χριστό, ο οποίος πτώχευσε για χάρη μας.

Να αγωνίζεσαι να ευαρεστείς στον Κύριο σε όλα, ώστε να μην κατηγορείσαι από την ίδια σου τη συνείδηση. Να θυμάσαι ότι ο Θεός σε βλέπει πάντοτε και να είσαι άγρυπνος και προσεκτικός όσον αφορά τα συναισθήματα, τις σκέψεις και τις επιθυμίες της καρδιάς σου.

Απόφευγε ακόμη και τη μικρότερη αμαρτία, για να μην πέσεις σε μεγαλύτερες. Απομάκρυνε από την καρδιά σου κάθε σκέψη ή σχέδιο που σε απομακρύνει από τον Κύριο. Να αγωνίζεσαι ιδιαίτερα ενάντια στις ακάθαρτες επιθυμίες. Διώξ’ τες απ’ την καρδιά σου σαν την αναμμένη σπίθα που πέφτει στο μπουφάν σου. Αν δε θέλεις να ενοχλείσαι από τις κακές επιθυμίες, να αποδέχεσαι γαλήνια την ταπείνωση από τους άλλους.

Να μη λες πολλά. Να θυμάσαι, ότι για κάθε κουβέντα που θα πεις θα δώσεις λόγο ενώπιον του Θεού. Είναι καλύτερο να ακούς παρά να μιλάς: με την πολυλογία είναι αδύνατον να αποφύγεις την αμαρτία. Να μην είσαι περίεργος να μάθεις τα νέα, τα οποία μόνο διασκεδάζουν και μπερδεύουν το πνεύμα.

Μην κατακρίνεις κανέναν, αλλά να θεωρείς τον εαυτό σου χειρότερο από όλους τους άλλους. 
Όποιος κατακρίνει τον άλλον παίρνει τις αμαρτίες του άλλου πάνω του.

Είναι καλύτερο να θλίβεσαι για τον αμαρτωλό και να προσεύχεσαι ο Θεός να τον διορθώσει με τον δικό Του τρόπο.

Αν κάποιος δεν ακούσει τη συμβουλή σου, μη φιλονικείς μαζί του. Αλλά αν οι πράξεις του αποτελούν πειρασμό για τους άλλους, να λαμβάνεις τα κατάλληλα μέτρα, επειδή το δικό τους καλό, επειδή είναι πολλοί, πρέπει να μετράει περισσότερο από το δικό του, που είναι ένας.

Εν τούτω νίκα

Να μη διαπληκτίζεσαι ούτε να χρησιμοποιείς δικαιολογίες. Να είσαι ευγενικός, ήσυχος και ταπεινός. Να αντέχεις τα πάντα, σύμφωνα με το παράδειγμα του Ιησού. Δε θα σε φορτώσει με ένα σταυρό που ξεπερνά τη δύναμή σου. Αντίθετα, θα σε βοηθήσει να φέρεις το σταυρό που έχεις.

Ζήτα από τον Κύριο να σου δώσει τη χάρη να εκπληρώνεις τις θείες Εντολές Του, όπως μπορείς, ακόμη και αν φαίνονται πολύ δύσκολες να τηρηθούν. Όταν έχεις κάνει μια καλή πράξη, να μην περιμένεις ευγνωμοσύνη, αλλά πειρασμό. Επειδή η αγάπη προς το Θεό δοκιμάζεται από τα εμπόδια. Μην ελπίζεις να αποκτήσεις καμιά αρετή χωρίς να υπομένεις θλίψεις Περικυκλωμένος από τους πειρασμούς μην απελπίζεσαι, αλλά να απευθύνεσαι στο Θεό με σύντομες προσευχές: «Κύριε, βοήθησέ με… Δίδαξέ με να… Μη με εγκαταλείπεις… Προστάτεψέ με…». Ο Κύριος επιτρέπει πειρασμούς και δοκιμασίες. Επίσης δίνει τη δύναμη για να τις ξεπερνάμε.

Ζήτα από το Θεό να σου πάρει κάθε πράγμα που τρέφει την υπερηφάνεια σου, ακόμη και αν αυτό θα είναι καλύτερο. Να μην είσαι σκληρός, κακόκεφος, γκρινιάρης, αναξιόπιστος, καχύποπτος ή υποκριτής. Απόφευγε τον ανταγωνισμό. Να είσαι ειλικρινής και απλός στη συμπεριφορά σου. Να αποδέχεσαι ταπεινά τις επιπλήξεις των άλλων, ακόμη κι αν είσαι πιο σοφός και έμπειρος.

Ό,τι δε θες να σου κάνουν οι άλλοι να μην το κάνεις στους άλλους. Αντίθετα, να τους κάνεις ό,τι θέλεις να σου κάνουν. Αν κάποιος σε επισκεφτεί, να τον φροντίσεις, να είσαι συνεσταλμένος, σοφός, και κάποτε, ανάλογα με τις περιστάσεις, να είσαι τυφλός και κουφός.
Όταν νιώσεις χαλαρότητα ή κάποια ψυχρότητα, μην αφήσεις τη συνήθη σειρά της προσευχής και των ευλαβών πράξεων που έχεις καθιερώσει. Όλα όσα κάνεις στο όνομα του Κυρίου Ιησού, ακόμη και τα μικρά και ελλιπή, γίνονται πράξεις ευλαβείας.

Αν θες να βρεις ειρήνη, παράδωσε τον εαυτό σου ολοκληρωτικά στο Θεό. Δε θα τη βρεις την ειρήνη, 
μέχρις ότου αφεθείς στο Θεό αγαπώντας Αυτόν μόνο.

Του Αρχιεπισκόπου Κοστρομά Πλάτωνος

Εξομολόγηση με καρδιά συντετριμμένη...



Ένας ευλαβής μοναχός, απ’ το βουνό του Ολύμπου, λεγόμενος Σωφρόνιος, ήρθε και μου διηγήθηκε κάποιο συμβάν, όμοιο μ’ εκείνο που είναι γραμμένο στο ιερό βιβλίο της Κλίμακος. Μας αφηγήθηκε δηλαδή, ότι στον Όλυμπο υπήρχε κάποιος Γέροντας πολύ ενάρετος, πραγματικά θεοφόρος, στον οποίο σύχναζαν πολλοί αδελφοί μοναχοί, για ν’ ακούσουν απ’ το άγιο στόμα του λόγους ψυχικής σωτηρίας.
Καθώς, λοιπόν, καθόταν οι αδελφοί και άκουγαν τον άγιο Γέροντα να τους ομιλεί πάνω σε θέματα ψυχωφελή, ήρθε και κάποιος λαϊκός, έβαλε μετάνοια στον Γέροντα και στάθηκε παράμερα. Όταν ο Γέροντας τον παρατήρησε προσεχτικά και τον ρώτησε για ποιό λόγο ήρθε κοντά του, εκείνος απάντησε:
-΄Ηρθα να εξομολογηθώ τις αμαρτίες μου στην αγιωσύνη σου, άγιε Γέροντα. Ο Γέροντας τον ξαναρωτά:
-Θέλεις να τα εξομολογηθείς ιδιαιτέρως, τέκνον μου, στην μετριότητα μου, ή μπροστά σε όλους τους αδελφούς;

-Αν εσύ το θέλεις, τίμιε πάτερ, δεν διστάζω να εξομολογηθώ τα κρίματά μου μπροστά σε όλους τους αδελφούς.
-Τότε, του λέγει ο Γέροντας, λέγε, τέκνο μου, χωρίς να ντρέπεσαι καθόλου.
Άρχισε, λοιπόν, ο λαϊκός να λέγει όλα τ’ αμαρτήματά του, ακόμη κ’ εκείνα που δεν επιτρέπεται να φτάνουν στ’ αυτιά των ανθρώπων ή να γράφονται. Όταν τελείωσε λέγοντας τα πάντα, στάθηκε μπρος στο Γέροντα, με τα μάτια δακρυσμένα, το βλέμμα κατεβασμένο και την καρδιά συντετριμμένη.
Ο Γέροντας τον πρόσεχε επί αρκετή ώρα, και κάποια στιγμή του λέει:
-Θα ήθελες, τέκνον μου, να ντυθείς το άγιο σχήμα των μοναχών;
-Ω, ναι, πάτερ μου, το θέλω πάρα πολύ και στο σακκούλι μου έχω κιόλας τα καλογερικά ράσα.
Ο Γέροντας τον κατήχησε και, ύστερ’ από την ακολουθία της κούρας, τον έντυσε με το άγιο σχήμα των μοναχών. Μετά του λέει:
-Πορεύου τώρα εις ειρήνην, τέκνον, και από δω κ’ εμπρός προσπάθησε να μην ξαναπέσεις σε αμαρτία.
Τότε, πήρε συγχώρεση, έβαλε μετάνοια και αναχώρησε δοξάζοντας το Θεό.
Οι μοναχοί που παρακολούθησαν τα συμβάντα, έδειξαν την απορία τους και ρώτησαν αμέσως τον άγιο Γέροντα:
-Πώς γίνεται, τίμιε πάτερ, να εξομολογείται μπροστά μας τόσα πολλά, κ’ εσύ δεν του έδωκες ούτε τον παραμικρό κανόνα ή επιτίμιο;
-Ω αγαπημένα μου τέκνα, τους αποκρίνεται ο Γέροντας. Δεν εβλέπατε τον φοβερό και λαμπροφορεμένον άνδρα, που στεκόταν εδώ εμπρός μας, και του οποίου το πρόσωπο ήταν σαν αστραπή και τα ενδύματά του σαν το φως; Αυτός, λοιπόν, κρατούσε στο χέρι του ένα χαρτί, όπου ήταν γραμμένα τ’ αμαρτήματα του εξομολογουμένου· είχε ακόμη και μελάνι κ’ ένα κοντύλι από καλάμι. Και καθώς ο άνθρωπος αυτός εξομολογείτο στην αναξιότητά μου και μπροστά σας τ’ αμαρτήματά του, εκείνος τα έσβηνε με το καλάμι του. Αφού, λοιπόν, ο πολυεύσπλαχνος και πολυέλεος Θεός μας του τα συγχώρησε, ποιος είμ’ εγώ ο αμαρτωλός και ανάξιος, που θα του βάλω κανόνες και επιτίμια;
Σαν άκουσαν όλα τούτα οι μοναχοί, κυριεύθηκαν από φόβο για τα γενόμενα και τα λεγόμενα. Έβαλαν μετάνοια στον άγιο Γέροντα, ευχαριστώντας και δοξάζοντας την αγαθότητα και την φιλανθρωπία του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού. Και, γεμάτοι από θαυμασμό και καταθαμπωμένοι από τα ξένα και παράδοξα έργα του πολυεύσπλαχνου Θεού, αναχώρησαν από το κελλί του άγιου Γέροντα.

Το νησί.

ΕΞΑΙΡΕΤΙΚΗ ΤΑΙΝΙΑ, ΜΕ ΘΕΜΑ ΤΗΝ ΜΕΤΑΝΟΙΑ...


"ΝΕΟΣ ΕΙΜΑΙ, ΑΣ ΑΜΑΡΤΗΣΩ ΤΩΡΑ ΚΑΙ ΜΕΤΑΝΟΩ ΑΡΓΟΤΕΡΑ"!


Ο Άγιος Κοσμάς ο Αιτωλός έλεγε:

Αδελφοί μου, όταν ήμουν νέος έκανα μια σκέψη λάθος. Μου φάνηκε στην αρχή, καλή και σωστή. Αργότερα όμως μετάνοιωσα πικρά!

Μου έλεγε ο λογισμός μου:

- Νέος είμαι! Ας κάνω τώρα και καμία αμαρτία. Ας χαρώ τούτο ή κι εκείνο το απογορευμένο. Δεν χάλασε ο κόσμος. Όταν θα γεράσω, κάνω και τα ενάρετα και τα καλά!

Αυτή τη σκέψη έκανα!

Και γιατί μετάνοιωσα;

Γιατί, στο μεταξύ οι αμαρτίες ρίζωσαν βαθιά μέσα μου. Και τώρα που μεγάλωσα και γερνάω, δεν μπορώ να τις αφήσω και να κάνω το καλό!

Λοιπόν, προσέχετε κι εσείς, για να μην πάθετε το ίδιο. Φυλαχθείτε. Τα καλά έργα να κάνετε κι όχι τις αμαρτίες. Αυτά τα έργα να ριζώσουν μέσα σας κι όχι οι αμαρτίες…

Όποιος από τη νεανική του ηλικία αναλαμβάνει τον αγώνα της αρετής, δε δαπανά το χρόνο του κατόπιν στο να θεραπεύει τα τραύματα, αλλ’ από το ξεκίνημά του λαμβάνει τα βραβεία.

Και στήνει τρόπαια και συνεχώς νικά και σαν άλλος Ολυμπιονίκης από νέος επευφημούμενος, προχωρεί προς το γήρας με μύρια στεφάνια στεφανωμένος την κεφαλή.

Ἡ παραβολὴ τῶν δέκα παρθένων δεικνύει ὅτι δὲν ὠφελούμεθα ἀπὸ τὴν καθαρότητα τοῦ σώματος, ἐὰν δὲν συνυπάρχουν καὶ οἱ ὑπόλοιπες ἀρετὲς!


Ἀδελφοὶ καὶ πατέρες. Εἶναι καλὸν πράγμα ἡ μετάνοια καὶ ἡ ὠφέλεια ποὺ προέρχεται ἀπὸ αὐτήν. Αὐτὸ γνωρίζοντας καὶ ὁ Κύριος Ἰησοῦς Χριστός, ὁ Θεός μας, ὁ ὁποῖος ὅλα τὰ γνωρίζει ἐκ τῶν προτέρων, εἶπε: «Μετανοεῖτε, ἤγγικε γὰρ ἡ Βασιλεία τῶν Οὐρανῶν». Θέλετε δὲ νὰ μάθετε ὅτι χωρὶς μετάνοια, καὶ μάλιστα μετάνοιαν ἀπὸ τὸ βάθος τῆς ψυχῆς καὶ τοιαύτην ὅπως ὁ Λόγος τὴν ζητεῖ ἀπὸ ἐμᾶς, εἶναι ἀδύνατον νὰ σωθοῦμε; 
Ἀκοῦστε τὸν ἴδιον τὸν Ἀπόστολο ποὺ λέγει «…πάσα ἁμαρτία ἐκτός του σώματος ἐστίν. Ὁ δὲ πορνεύων εἰς το ἴδιον σῶμα ἁμαρτάνει…». Καὶ πάλιν. «Παραστῆναι δεῖ ἠμᾶς ἔμπροσθέν τοῦ βήματος τοῦ Χριστοῦ, ἴνα ἀπολήψεται ἕκαστος τὰ διὰ τοῦ σώματος πρὸς εἰ ἔπραξε, εἴτε ἀγαθὰ εἴτε φαῦλα». Ἠμπορεῖ λοιπὸν πολλὲς φορὲς λαμβάνοντας κάποιος ἀφορμὴν ἀπὸ αὐτὰ νὰ εἰπῆ: «εὐχαριστῶ τὸν Θεόν, διότι δὲν ἐμόλυνα κανένα μέλος τοῦ σώματός μου μὲ κάποιαν πονηρὰ πράξη», καὶ ἔχει δῆθεν παρηγορία ἀπὸ αὐτό, ἐπειδὴ εἶναι ξένος ἀπὸ σωματικὴν ἁμαρτία. Ἀλλὰ ἀποκρίνεται ὁ Δεσπότης λέγοντας Δεσποτης λέγοντας τὴν παραβολὴν περὶ τῶν δέκα παρθένων, καὶ δεικνύει σὲ ὅλους μας καὶ μᾶς βεβαιώνει ὅτι καθόλου δὲν ὠφελούμεθα ἀπὸ τὴν καθαρότητα τοῦ σώματος, ἐὰν δὲν συνυπάρχουν σ’ ἐμᾶς καὶ οἱ ὑπόλοιπες ἀρετές.
Καὶ ὄχι μόνον αὐτό, ἀλλὰ ὁ ἴδιος πάλιν ὁ Παῦλος μαζὶ μὲ τὸν Δεσπότην φωνάζει: «Εἰρήνην διώκετε μετὰ πάντων καὶ τoν ἁγιασμόν, οὐ χωρὶς οὐδεὶς ὄψεται τoν Κύριον». Γιατί ὅμως εἶπε «διώκετε»; Διότι δὲν εἶναι δυνατὸν... σὲ μίαν ὥρα νὰ γίνωμε καὶ νὰ εἴμεθα ἅγιοι, ἀλλὰ πρέπει ἀρχίζοντας ἀπὸ τὰ μικρά, νὰ φθάσωμε προοδευτικῶς στὸν ἁγιασμὸν καὶ τὴν καθαρότητα, καὶ διότι ἀκόμη καὶ χίλια χρόνια ἐὰν ζήσωμε στὴν ζωὴν αὐτήν, οὐδέποτε θὰ ἠμπορέσωμε νὰ τὰ ἀποκτήσωμε αὐτὰ σὲ τέλειον βαθμό, ἀλλὰ βάζοντας ἀρχὴν καθημερινῶς, ὀφείλουμε νὰ ἀγωνιζώμεθα συνεχῶς. Αὐτὸ ἐφανέρωσε πάλιν ὁ ἴδιος λέγοντας, «Διώκω δὲ εἰ καὶ καταλάβω (μήπως κατορθώσω δηλαδὴ) ἐφ’ ὢ καὶ κατελήφθην (ἐκεῖνο δηλαδὴ γιὰ τὸ ὁποῖον καὶ ὁ Χριστὸς μὲ ἔφερε κοντά του)». Διότι κάθε ἄνθρωπος ποὺ ἔχει ἁμαρτήσει, ὅπως ἐγὼ ὁ κατακεκριμένος, καὶ ἔκλεισε μὲ τoν βόρβορο τῶν ἡδονῶν τὶς αἰσθήσεις τῆς ψυχῆς του, ἀκόμη καὶ ἂν ὅλην τὴν περιουσία τοῦ τὴν διεμοίρασε στοὺς πτωχούς, καὶ ἐγκατέλειψε ὅλην τὴν δόξα καὶ λαμπρότητα τῶν ἀξιωμάτων καὶ πολυτέλειαν οἴκου καὶ ἵππων, ποιμνίων καὶ δούλων, καὶ αὐτοὺς τοὺς ἴδιούς του φίλους καὶ τοὺς συγγενεῖς του ὅλους, καὶ ἦλθε πτωχὸς καὶ ἀκτήμων καὶ ἔγινε μοναχός, παρ’ ὅλα αὐτὰ χρειάζεται τὰ δάκρυα τῆς μετανοίας, ὡς ἀναγκαία γιὰ τὴν ζωήν του. 
Καὶ αὐτὸ γιὰ νὰ ἀποπλύνη τὸν βόρβορο τῶν ἁμαρτημάτων του, καὶ ἀκόμη περισσότερον ἐὰν εἶναι καλυμμένος, ὅπως ἐγώ, μὲ τὴν αἰθάλη καὶ τὸν βόρβορο τῶν πολλῶν του κακῶν, ὄχι μόνον στὸ πρόσωπο καὶ στὰ χέρια, ἀλλὰ σὲ ὅλον γενικῶς τὸ σῶμα του. 
Πράγματι, δὲν ἀρκεῖ γιὰ τὴν κάθαρσιν τῆς ψυχῆς μας ἡ διανομὴ τῶν ὑπαρχόντων, ἀδελφοί, ἐὰν παραλλήλως δὲν κλαύσωμε καὶ δὲν θρηνήσωμε ἀπὸ τὰ βάθη τῆς ψυχῆς μας. 
Διότι νομίζω ὅτι ἐὰν δὲν καθαρίσω ὁ ἴδιος τὸν ἑαυτόν μου μὲ κάθε δυνατὴν προσπάθεια καὶ μὲ τὰ δάκρυα ἀπὸ τὸν μολυσμὸν τῶν ἁμαρτημάτων μου, ἀλλὰ ἐξέλθω ἀπὸ τoν βίον μολυσμένος, δικαίως θὰ γελάση καὶ ὁ Θεὸς εἰς βάρος μου καὶ οἱ ἄγγελοί του, καὶ θὰ ἐκβληθῶ στὸ πῦρ τὸ αἰώνιον μὲ τοὺς δαίμονες. Ναί, πράγματι, ἔτσι εἶναι ἀδελφοί. Διότι τίποτε δὲν ἐφέραμε μαζί μας στὸν κόσμο, γιὰ νὰ τὸ δώσωμε στoν Θεὸν ὡς ἀντιλυτρον γιὰ τὶς ἁμαρτίες μας.
Εἶναι λοιπὸν δυνατὸν ἀδελφοί, σὲ ὅλους, ὄχι μόνον στοὺς μοναχοὺς ἀλλὰ καὶ στοὺς λαϊκούς, τὸ νὰ μετανοοῦν πάντοτε καὶ διαρκῶς, καὶ νὰ κλαίουν καὶ νὰ παρακαλοῦν τον Θεόν, καὶ δὶ’ αὐτῶν τῶν πράξεων νὰ ἀποκτήσουν καὶ ὅλες τὶς ὑπόλοιπες ἀρετές.

Ἁγίου Συμεὼν τοῦ Νέου Θεολόγου

"Οἱ Σιωνιστὲς ἐργάζονται, ἐμεῖς τί κάνουμε;"




ΠΑΠΑ-ΦΩΤΗΣ Ο ΛΑΥΡΕΩΤΗΣ: τὸ ἀηδόνι τῆς Μυτιλήνης πού ξετρελάθηκε 
ἀπὸ τὴν Χαρὰ τῆς ΑΝΑΣΤΑΣΗΣ

"Εὐλογεῖτε Γέροντα": αὐτὴ τὴν φράση μου ἔλεγε κάθε φορᾶ πού τὸν συναντοῦσα ἐπὶ 20 καὶ συναπτοὺς χρόνους γνωριμίας. Τότε ἀναρωτιόμουν γιατί τὸ ἔλεγε κάτ' ἐπανάληψη καὶ πεισματικά, σήμερα τὸ βιώνουμε ὅλοι μας! Ὅταν ἔλεγε αὐτὴ τὴν φράση τὸ πρόσωπο του μόρφωνε συσπάσεις ὀργῆς , πονοῦσε πάρα πολλὰ χρόνια γιὰ τὰ δόλια σχέδια πού ἐξύφαιναν ἐναντίον τῆς Ὀρθοδοξίας καὶ τῆς Πατρίδας μας. Στὰ γαλάζια μάτια του ἔβλεπες ΧΡΙΣΤΟ καὶ ΕΛΛΑΔΑ. Μετὰ τὴν συζήτηση πάντα, μὰ πάντα μὲ ἀποχαιρετοῦσε μὲ τὸ ΧΡΙΣΤΟΣ ΑΝΕΣΤΗ γιὰ τὴν πατρίδα καὶ καλὴ ἀντάμωση στὴν ἐπουράνια Πατρίδα μας.

5-3-1988, συγκράτησα αὐτὴ τὴν ἡμερομηνία γιατί ἦταν ἡ πρώτη φορὰ πού βρέθηκα στὴν Μυτιλήνη γιὰ νὰ προσκυνήσω τοὺς Νεοφανεῖς Ἁγίους της , τὸν ΑΓΙΟ ΡΑΦΑΗΛ, τὸν ΔΙΑΚΟΝΟ ΝΙΚΟΛΑΟ καὶ τὴν ΠΑΡΘΕΝΟΜΑΡΤΥΡΑ ΕΙΡΗΝΗ. Τὸν πρῶτο ἄνθρωπο ποῦ συνάντησα μόλις βγῆκα ἀπὸ τὸ πλοῖο τῆς γραμμῆς, ἐκεῖ κοντὰ στὴν καταπακτὴ , ἦταν ἕνας ρακένδυτος λευίτης μὲ γυμνὰ πόδια ποῦ ἔσερνε ἕνα καροτσάκι μὲ παλιοσίδερα καὶ πέτρες.

Μὰ καλὰ τί ἔπαθε αὐτὸς ἀναρωτήθηκα , τρελάθηκε; Τὴν ἀπορία μου τὴν ἔλυσε ὁ ταξιτζής: "Εἶναι ὁ παπὰ-Φώτης ἀπὸ τὰ Πάμφυλα καὶ ὅλη μέρα γυρίζει μαζεύοντας ἀπὸ ἐδῶ καὶ ἀπὸ ἐκεῖ ὑλικὰ καὶ μὲ αὐτὰ μόνος του κτίζει Ἐκκλησία".

Πέρασε λίγος καιρὸς καὶ σὲ ἑπόμενο ταξίδι μου στὴν Μυτιλήνη ἔψαξα νὰ τὸν βρῶ. Τὸν βρῆκα μέσα στὸν ἐλαιώνα τῶν Παμφύλων, ἦταν μεσοκαλόκαιρο καὶ ὁ Γέροντας ἀναπαυόταν στὴν ψηφιδωτὴ ἀπὸ μαρμαράκια ἁπλωταριὰ πού εἶχε κτίσει μὲ τὰ χεράκια του ἔμπροσθέν του Ἱεροῦ ναΐσκου τοῦ Ἁγίου Λουκᾶ τοῦ Νεομάρτυρα τοῦ ἐκ Παμφύλων πού.... εἶχε τὸν κατασκευαστικὸ ρυθμὸ τῶν Ναῶν τοῦ Μυστρά.

"Εὐλογεῖτε Γέροντα, τὴν εὐχὴ σας" τοῦ φώναξα ἔξω ἀπὸ τὸν βοτσαλωτὸ περιτείχισμα πού περιέβαλε τὰ κτίσματα.

Δὲν μοῦ μίλησε, ἐπέμενα καὶ τότε μὲ κοιτάξε αὐστηρὰ καὶ μοῦ λέει: "ἐγὼ δὲν ἔχω εὐλογία καὶ εὐχὴ" καὶ συνεχίζει "οἱ σιωνιστὲς ἐργάζονται παλληκάρι μου , ἐμεῖς τί κάνουμε; Τώρα τὸ ρίξαμε στὸ ραχάτι σὲ λίγο νὰ δεῖς τί θὰ γίνει".

- Ἀμὰν πέσαμε σὲ σαλεμένο, μονολόγησα. Ἔκανα νὰ φύγω.

-Ἔλα μέσα νὰ ξεκουρασθεῖς, μου εἶπε.

Ἀπὸ τότε αὐτὴ ἡ κατὰ ΧΡΙΣΤΟ σαλότητα ὅσες φορὲς καὶ κατὰ ΘΕΙΑ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ τὸν συνάντησα καὶ σὲ ὅποιο μέρος τὸν συνάντησα πάντα μὲ ἀνάπαυε καὶ γιόμιζα μὲ τὴν ἄλλη Χαρὰ φυσικὰ ὄχι αὐτὴ τοῦ κόσμου. Σὲ αὐτὲς τὶς ἀπρόσμενες συναντήσεις πολλὲς φορές μου ἐκμυστηρεύθηκε γεγονότα τῶν βιωματικῶν διαδρομῶν του ποῦ λόγω χώρου ἐπιλεκτικὰ ἀναφέρω.

"Ὁ Γέροντάς μου ὀνόματι Παυλίδης ἦταν γιατρὸς , σπουδαγμένος στὸ Παρίσι καὶ στὴν Κωνσταντινούπολη, μόναζε στὴν Μεγίστη Λαύρα τοῦ ΑΓΙΟΥ ΟΡΟΥΣ. Κάποια μέρα μὲ φώναξε καὶ μοῦ ζήτησε νὰ τὸν βοηθήσω νὰ σχίσει τὰ πτυχία του, λέγοντάς μου ότι αὐτὰ δὲν ἀξίζουν τίποτα μπροστὰ στὸ ΠΤΥΧΙΟ πού δίνει Ο ΘΕΟΣ...

-Γέροντα αὐτὴ τὴν ἐποχὴ (ἦταν μέσα δεκαετίας τοῦ 90) βγαίνουν βιβλία γιὰ τὸν Γέροντα Παίσιο, τί γνώμη ἔχετε;

-Αὐτὸς παιδί μου, εἶναι τὸ διαμάντι τῆς Ἐκκλησίας μας, τὸν γνώρισα καλὰ γιατί μαζὶ βοηθούσαμε τὸν Παπὰ Τύχωνα. Ἐμεῖς εἴχαμε τὴν τύχη νὰ γνωρίσουμε μεγάλους Γεροντάδες καὶ μαζεύαμε τὸ πνευματικὸ μέλι τοὺς ἁπλόχερα. Ἔτσι γνώρισα καὶ τὸν Γέροντα ΑΓΙΟ ΣΙΛΟΥΑΝΟ καὶ μὲ ἐπίασε τότε μία ὄρεξη μέσα ἀπὸ τὶς Ἁγιορείτικες Βιβλιοθῆκες καὶ τὰ συναξάρια τοῦ ΑΓΙΟΥ ΝΙΚΟΔΗΜΟΥ νὰ συγκεντρώσω ὅλους τους γνωστοὺς μέχρι ἐκεῖνα τὰ χρόνια ΑΓΙΟΥΣ τῆς Νήσου Λέσβου καὶ βρῆκα πολλοὺς Ἁγίους καὶ Νεομάρτυρες τῆς τοπικῆς Ἐκκλησίας. Ὅταν ἐπέστρεψα στὴν Μυτιλήνη παρήγγειλα τὴν πρώτη Εἰκόνα τους καὶ τὴν Ἀσματικὴ Ἀκολουθία τους ἀπὸ τὸ Ἅγιο Ὅρος.

Ἐπειδὴ καταγινόμουν μὲ τοὺς τοπικοὺς Ἁγίους , τὴν ἐποχὴ πού ἐργαζόμουν στὴν Ἱερὰ Μητρόπολη μὲ φώναξε ὁ Μακαριστὸς Ἰάκωβος ὁ ἐκ Σιατίστης καὶ μὲ ρώτησε τί γνώμη ἔχω γιὰ τὶς Θαυμαστὲς Ἐμφανίσεις τῶν Νεοφανῶν ΑΓΙΩΝ στὸν λόφο τῶν Καρυῶν τῆς Θερμῆς (ἦταν τὸ 1959-60) , προσπαθώντας νὰ λύσει τὶς ἀπορίες του: πῶς εἶναι δυνατὸν νὰ ἐμφανίζονται οἱ Ἅγιοι Ραφαήλ, Νικόλαος καὶ Εἰρήνη ὁλοζώντανα σὲ ἁπλοικοὺς ἀνθρώπους; Εἶπα στὸν Σεβασμιότατο νὰ μὴν ἀμφιβάλλει καθόλου γιατί καὶ ἐγὼ μικρὸ προσφυγόπουλο ἀπὸ τὰ Βουρλὰ τῆς Μ. Ἀσίας, ὅταν ἔβοσκα πρόβατα στὸν Ἔνηπτο λόφο τῶν Καρυῶν ἀξιώθηκα νὰ τοὺς δῶ πολλὲς φορὲς μέσα σὲ ΦΩΣ ὁλοζώντανα δίχως νὰ γνωρίζω τότε τὰ ὀνόματά τους . Αὐτοὶ οἱ Ἅγιοι παιδί μου οἱ Νεοφανεῖς εἶναι πολὺ μεγάλοι ΑΓΙΟΙ καὶ κοσμοῦν τὸ στερέωμα τῆς Θριαμβεύουσας Ἐκκλησίας. Αὐτὸ τὸ νησὶ ἔχει μεγάλες Εὐλογίες ἀπὸ τὴν ΥΠΕΡΑΓΙΑ ΘΕΟΤΟΚΟ γιατί κράτησε Εἰκονόφιλη στάση στοὺς εἰκονομαχικοὺς χρόνους. Ἀπὸ σεβασμὸ στὴν ΜΗΤΕΡΑ τοῦ ΚΥΡΙΟΥ μᾶς στὴν ΠΑΝΑΓΙΑ ΤΗΣ ΑΓΙΑΣΣΟΥ παρήγγειλα πρὶν πολλοὺς χρόνους στὸν Γέροντα Γεράσιμο τὸν Μικραγιαννίτη τὸν Παρακλητικὸ Κανόνα τῆς Ἐφέστιας Εἰκόνας ΤΗΣ.

Μοῦ τὰ ἔλεγε αὐτὰ καὶ ἀπέναντί μου ἔβλεπα ἕναν ρακένδυτο Ἀρχιμανδρίτη, πολλὲς φορὲς ἀνυπόδητο ὅπως τὸν συναντοῦσα μέσα στὶς ἀστικὲς συγκοινωνίες τῶν Ἀθηνῶν ὅταν κατέβαινε ἀπὸ τὴν Λέσβο γιὰ νὰ πάει νὰ λειτουργήσει σὲ φυλακὲς καὶ νοσοκομεῖα.

Διέδραμε μὲ ἕνα τρίχινο ταγάρι ὅλη τὴν Ἑλλάδα ὅπου ὑπῆρχε ἀναγκεμένος λαμβάνοντας ἄνωθεν πληροφορία. Ὁ ἴδιος μου εἶπε...

"Την δεκαετία τῆς πτώχειας τοῦ 40 μὲ βαρὺ χειμωνιὰ ἔπρεπε νύκτα νὰ πάω ἀπὸ ἕνα χωρίο σὲ ἄλλο διασχίζοντας τὶς παγωμένες πεδιάδες τοῦ Κιλκὶς, οἱ χωριανοί μου ἔδωσαν ἕνα φακὸ γιὰ τὸν δρόμο, ἀλλὰ στὰ μέσα τοῦ δρόμου μὲ περικύκλωσε ἕνα κοπάδι λύκων, τρόμαξα καὶ ἄρχισα νὰ λέω τοὺς ΧΑΙΡΕΤΙΣΜΟΥΣ ΤΗΣ ΠΑΝΑΓΙΑΣ, τότε εἶδα κάτι πρωτόγνωρο οἱ λύκοι ἐρχόταν ἕνας-ἕνας καὶ ἀκουμποῦσαν μὲ τὶς τρίχες τοὺς τὸ ράσο μου καὶ μὲ ξεπερνοῦσαν βαδίζοντας πιὸ μπροστὰ ἀπὸ μένα. Αὐτὸ γινόταν ὅσο ἔλεγα τοὺς ΧΑΙΡΕΤΙΣΜΟΥΣ. Τώρα πού πλάκωσαν βαρεῖς λύκοι στὴν πατρίδα μας τὸ ἴδιο νὰ κάνετε καὶ ἐσεῖς!"

Ὁ Παπὰ Φώτης ἦταν πολὺ καλὸς γνώστης τῆς Ἑλληνικῆς Ἱστορίας καὶ μάλιστα τῆς Ἐκκλησιαστικῆς, ὅμως ἡ ἀγάπη του γιὰ τοὺς Δογματικοὺς Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας ἦταν μοναδική, σὲ σημεῖο μάλιστα πάνω σὲ ἀποκόμματα χαρτονένια πού τὰ ἔβρισκε ἀπὸ ἐδῶ καὶ ἐκεῖ νὰ γράφει σὲ αὐτὰ τοὺς Λόγους τῶν Θεοφόρων Πατέρων καὶ νὰ τὰ μοιράζει στὸν κόσμο ἀντὶ εὐλογίας. Πάντα μέσα στὸ ταγάρι τοῦ εἶχε ἕνα μικρὸ ψαλιδάκι μὲ τὸ ὁποῖο ἀποσποῦσε ἀπὸ ἀποκόμματα ἐφημερίδων καὶ περιοδικῶν Εἰκόνες Ἁγίων γιατί θεωροῦσε μεγάλη ἀσέβεια νὰ ρίχνονται στὰ σκουπίδια.

Στὶς δογματικὲς ἐκτροπὲς ἦταν λάβρος κατὰ πάντων καὶ δὲν ἔκανε ἐκπτώσεις. Προγνώριζε τὴν ἐπίσκεψη τοῦ Πάπα στὴν Ἑλλάδα καὶ τί "εὐλογίες" ἔφερνε αὐτὴ ἡ ἐπίσκεψη στὴν πατρίδα μας.

Στὶς ἀρχὲς τῆς δεκαετίας τοῦ 90 τὸν ρώτησα "Παπὰ Φώτη τί θὰ γίνει μὲ τοὺς Τούρκους ἀπέναντι;"

-Τώρα θὰ κάνουμε τὸν ψόφιο κοριό! Λίγη ὑπομονὴ καὶ θὰ γίνει τὸ ΑΓΙΟ ΘΕΛΗΜΑ τοῦ ΘΕΟΥ σὲ αὐτοὺς καὶ σὲ ἐμᾶς. Ὅμως νὰ ξέρεις κάτι τὴν Μ. Ἀσία τὴν χάσαμε τὸ 20 γιατί ὁ Ἑλληνικὸς Στρατὸς ἔβριζε τὰ ΘΕΙΑ καὶ οἱ ἀνώτεροι ἀξιωματικοί του κατέλυαν στὰ χαμαιτυπεῖα τῆς ἐποχῆς πού φρόντισαν οἱ Κεμαλιστὲς νὰ ἔχουν κατασκόπους!

Ἰανουάριος τοῦ 2003, σὲ οἰκία πνευματικῶν ἀδελφῶν χαρίζω στὸ Παπὰ Φώτη ἕνα δῶρο-κλειστὸ δέμα καὶ αὐτὸς σὰν ἀντίδωρό μου χαρίζει ἕνα χαρτόνι πάνω στὸ ὁποῖο μὲ βυζαντινὴ γραφὴ καὶ ἐκκλησιαστικὲς μικρογραφίες ἔχει γράψει τὸ κατὰ ΙΩΑΝΝΗ ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ πού διαβάζεται στὴν ΑΝΑΣΤΑΣΗ.

-Παπὰ Φώτη, ἄνοιξε γρήγορα τὸ δέμα πού σου ἔδωσα.

Ὁ παπὰ Φώτης ἔκανε ὑπακοὴ ἄνοιξε τὸ δέμα καὶ ἀσπάσθηκε τὴν εἰκόνα τῆς ΑΝΑΣΤΑΣΕΩΣ πού τοῦ εἶχα χαρίσει.

Νοέμβριο τοῦ 2009. Τὸν συναντῶ γιὰ τελευταία φορὰ στὸ φιλόξενο σπίτι ποῦ τὸν γηροκομοῦσε μὲ ἀγάπη στὴν Ἀθήνα. Ὁ Γέροντας εἶχε τὸ βλέμμα τοῦ προσηλωμένο ἀλλοῦ . Αὐτὴ τὴν φορὰ δὲν μὲ ὑποδέχθηκε μὲ τὴν γνωστὴ φράση τοῦ "οἱ σιωνιστὲς ἐργάζονται, ἐμεῖς τί κάνουμε;" Ἀπόλυτη σιωπὴ σὲ ὅλες τὶς ἐρωτήσεις μου ποῦ μὲ ἀγωνία τοῦ ἐξέθετα καθότι ἡ πατρίδα μας ἕνα μήνα πρὶν ἄρχισε νὰ μπαίνει στὸ καμίνι τῶν δοκιμασιῶν της. Μόνο τραγουδοῦσε μὲ τὴν γλυκεία φωνὴ τοὺ "τὰ ροῦχα τὰ μελιτζανιά". Τότε μου εἶπαν ὅτι ὅταν εἶναι στενοχωρημένος τραγουδᾶ αὐτὸ τὸ τραγούδι! Ποῦ νὰ σκεφτῶ τότε ὅτι κάποιοι ἤδη φόρεσαν στὴν πατρίδα μᾶς μὼβ σάβανο...

Σὲ λίγο ὁ Γέροντας ἀνασηκώθηκε ἀπὸ τὸ κρεβάτι καὶ ἔδειξε ἀπέναντί του μία πανέμορφη Εἰκόνα τῆς Ἀναστάσεως τοῦ Κυρίου μας, χαμογέλασε γλυκύτατα καὶ εἶπε ΩΡΑΙΟ, ΠΟΛΥ ΩΡΑΙΟ, ΑΥΤΟ ΘΑ ΜΑΣ ΣΩΣΕΙ!!!

5-3-2010 ἔμαθα τὴν Κοίμηση τοῦ ΠΑΠΑ ΦΩΤΗ .

Σὰν νὰ μοῦ φάνηκε νὰ τὸν εἶδα νὰ σέρνει τὸ καροτσάκι του, ὅπως τὴν πρώτη φορὰ ποῦ τὸν ἀντίκρισα μὲ τὴν μόνη διαφορά, τώρα ἀστραποβολοῦσε καὶ μέσα στὸ καροτσάκι του δὲν εἶχε ἄχρηστα μπάζα ἀλλὰ προσευχὲς καὶ ἱκεσίες γιὰ νὰ τὶς ἐναποθέσει στὸν Θρόνο τοῦ ΑΓΙΟΥ ΤΡΙΑΔΙΚΟΥ ΘΕΟΥ νὰ σώσει τὴν ΠΙΣΤΗ καὶ τὴν ΠΑΤΡΙΔΑ, αὐτὰ τὰ δύο γιὰ τὰ ὁποία νοιαζόταν σὲ ὅλη τὴν ἐπίγεια βιωτή του καὶ πολεμοῦσε γιὰ αὐτὰ μὲ τὴν κατὰ ΧΡΙΣΤΟ ΑΓΙΑ ΣΑΛΟΤΗΤΑ του . ΑΣ ΕΧΟΥΜΕ ΤΗΝ ΕΥΧΗ ΤΟΥ.

ΧΡΙΣΤΟΣ ΑΝΕΣΤΗ, ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΒΑΡΔΑΚΑΣ.

Τοῦ Δρ. Κωνσταντίνου Βαρδάκα

Η ομορφιά του ριψοκίνδυνου...



Οι μεγαλύτεροι αγωνιούν συνήθως, για τις υπερβολές των νέων, το απρόσεκτο οδήγημα, τις ριψοκίνδυνες εκδηλώσεις.
Οι νέοι δεν βλέπουν λόγο γι΄ αυτή την αγχώδη συμπεριφορά, γιατί μέσα τους υπάρχει μια άλλη θεώρηση και δύναμη, που υπερβαίνει τη λογική.
Όσο οι μεγαλύτεροι και να έχουν δίκαιο για την αντίδρασή τους ξεχνούν όμως την ομορφιά του επικίνδυνου, που βιώνουν οι νέοι με τις "τρέλες τους".
Η αλήθεια βρίσκεται ασφαλώς στη μέση.
Αλλά ο άνθρωπος δεν βαδίζει πάντα με τη λογική και με τον ενθουσιασμό.
Αρκετές φορές κινείται προς τη μια μεριά, με ότι και να συνεπάγεται αυτό.
Τα πιο πάνω γράφονται ως αφορμή για να κοιτάξουμε προς την "Οδόν την απάγουσαν εις την Ζωήν", που ΄ναι η διάβασή της δύσκολη και ωραία.
Όσοι θελήσουν να τη βαδίσουν ξέρουν ότι χρειάζεται μια συνεχής εγρήγορση για να μην παρεκκλίνουν.
Γνωρίζουν πως ο εαυτός τους "έγκειται εκ νεότητος επί τα πονηρά" και ότι εύκολα αφήνει την οδόν του Κυρίου και παραπαίει…
Αυτό μπορεί να δημιουργεί κάποτε μια κούραση και κρυμμένη δυσφορία.
Όμως η προσοχή και η εγρήγορση δεν δημιουργεί μονοτονία!
Άλλωστε οι στιγμές της χάριτος, η ειρήνη της καρδίας και η ηρεμία του νου, αναδεικνύουν
Την "εντός ημών Βασιλεία" ως πραγματικότητα χειροπιαστή.
Έτσι ο αγώνας με τη Χάρη κάνουν ώστε να ζούμε σε κίνηση σε ενδιαφέρον, σε κατάσταση ζωής κι όχι θανάτου.
Ο χριστιανός που κέντρο της ζωής του έχει το Χριστό κι όχι τον εαυτό του δεν διαλύεται με τις πτώσεις του.
Γνωρίζει και αποδέχεται το ευόλισθον και αδύνατο της ανθρώπινης φύσης του.
Η μετάνοιά του, ως δυνατότητα ανάστασης και νέας πορείας, έχει μια φοβερή ομορφιά:
Τον κάνει να νιώθει ότι ξαναγεννιέται!
Μια νέα μέρα αρχίζει πάλι!
Ότι και να πει κανείς για θέματα που είναι εμπειρικά ασφαλώς θα υστερήσει στην απόδοση της πλήρους αλήθειας.
Η πνευματική ζωή είναι εμπειρική.
Γνωρίζει κανείς την ομορφιά της, όταν αρχίσει να τη ζει.
Ούτε η αμαρτία ούτε η αδυναμία μας μπορούν να καλύψουν την ομορφιά της.
Γιατί κέντρο αυτής της ζωής είναι η Αγία Τριάδα.
Ο Θεός μας, ως Θεός των δυνάμεων και της αγάπης συμπορεύεται μαζί μας χωρίς να μας αντικαθιστά.
Τίποτε στον κόσμο αυτό δεν είναι δεδομένο.
Άσωτοι και διεφθαρμένοι, σκληροί και πωρωμένοι, άλλαξαν και με τη μετάνοια αγίασαν.
Ηθικοί και πιστοί, πράοι και καλοκάγαθοι, με την απροσεξία και την επιπολαιότητά τους τα χάσαν όλα και "ομοιώθησαν τοις κτήνεσι τοις ανοήτοις".
Κανείς δεν μπορεί να επαναπαύεται στο "ένδοξον παρελθόν" του.
Ναι, η πνευματική ζωή έχει ενδιαφέρον πολύ.
Καθόλου εφησυχασμό και ποτέ μονοτονία.
Όσοι ζουν όντως πνευματική ζωή πορεύονται ως σχοινοβάτες, με το επικίνδυνο του εγχειρήματος
Και με την ομορφιά να βρίσκονται στα ύψη και να βλέπουν τον κόσμο "εν ετέρα μορφή".

π. Ανδρέας Αγαθοκλέους

Η αθεΐα:Το "καύχημα" της εποχής μας.



«Ω, άπιστοι, δεν είσθε δύσπιστοι. Είσθε οι πλέον εύπιστοι! 

Δέχεσθε τα πιο απίθανα, τα πιο παράλογα, τα πιο αντιφατικά, 

για να αρνηθήτε το θαύμα, την Αλήθεια».

Άγιος Αυγουστίνος


Νυξ αφεγγής τοις απίστοις, Χριστέ, τοις δε πιστοίς φωτισμός.

Αθεΐα! Τίτλος μεγάλος και καύχημα για τον σημερινόν άνθρωπο. Όποιος τον αποχτήσει (και για να τον αποχτήσει, φτάνει να χειροτονηθεί μοναχός του άπιστος), γίνεται παρευθύς στα μάτια των άλλων σοφός, κι' ας είναι αμόρφωτος, σοβαρός, κι' ας είναι γελοίος, επίσημος κι' ας είναι αλογάριαστος, υπεράξιος κι' ας είναι ανάξιος, επιστήμονας κι' ας είναι κουφιοκέφαλος.
Δεν μιλώ για τον άνθρωπο που έχει πόθο να πιστέψει, μα δεν μπορεί, με όλο που κατά βάθος πάντα η αιτία της απιστίας είναι η περηφάνεια, αυτή η οχιά, που κρύβεται τόσο επιτήδεια μέσα στον άνθρωπο, που δεν μπορεί να την καταλάβει. 
Όπως και νάναι, οι άνθρωποι που αγωνίζουνται και πολεμάνε με τον άπιστο εαυτό τους, έχουνε όλη τη συμπόνεσή μας. Γι' αυτούς παρακαλούμε, όσοι πιστεύουμε, να τους βοηθήσει ο Θεός να πιστέψουνε, όπως έκανε σε κείνον τον πατέρα που είχε άρρωστο το παιδί του, και παρεκάλεσε τον Χριστό να το γιατρέψει. 
Και Κείνος του είπε: «Αν μπορείς να πιστέψεις, όλα είναι δυνατά σε κείνον που πιστεύει». Και τότε ο πατέρας του παιδιού έκραξε με δάκρυα: «Πιστεύω, Κύριε. Βοήθει μου τη απιστία», δηλαδή «έχω πόθο να πιστέψω, κι' εσύ, Κύριε, δυνάμωσέ τον». 
Οι άπιστοι, για τους οποίους μιλούμε, δεν είναι τέτοιοι. Όχι μονάχα δεν κλάψανε ποτέ, για να ανοίξουνε με τον πόνο και με τη συντριβή την κλεισμένη πόρτα, την πόρτα της μετανοίας, όπως έκανε εκείνος ο δυστυχισμένος πατέρας που γράφει το Ευαγγέλιο, αλλά μήτε συγκινηθήκανε ποτέ τους, μήτε αισθανθήκανε καμμιά πίκρα για την απιστία τους, μήτε νοιώσανε πως έχουνε γι' αυτό καμμιά ευθύνη, κανένα φταίξιμο. Όλο το φταίξιμο είναι του Θεού, που δεν φανερώνεται μπροστά τους να τους πει: «Ελάτε, ψηλαφήσετέ με, πιάστε με, μιλείστε μαζί μου όπως μιλάτε μεταξύ σας, αναλύσετέ με μέ τη χημεία σας, κομματιάστε με μέ το μαχαίρι της ανατομίας σας, ζυγίστε με, μετρείστε με, ικανοποιήσετε τις άπιστες αισθήσεις σας, χορτάσετε τ' αχόρταγο λογικό σας!».
Αυτοί οι αυτοτιτλοφορούμενοι άπιστοι, σε καιρό που επιδείχνουνε την εξυπνάδα τους, φουσκωμένοι από τον κούφιον αγέρα της περηφάνειας κι' από την πονηρή ευστροφία του μυαλού τους, δεν είναι σε θέση οι δύστυχοι, να νοιώσουνε πόσο ανόητοι και στενόψυχοι φαίνουνται σε κείνους που πιστεύουνε. Γιατί, για να πιστέψουνε, ζητάνε κάποιες αποδείξεις που κάνουνε τον πιστό να τους ελεεινολογεί για την περιορισμένη αντίληψη που έχουνε για το πνεύμα και για τα πνευματικά ζητήματα. 
Ο πιστός ξέρει πολύ καλά ως που μπορούνε να φτάξουνε οι διαλογισμοί του άπιστου, γιατί, κι' αυτός, σαν άνθρωπος, τους έχει εκείνους τους λογισμούς, τους λογισμούς της σάρκας, τους λογισμούς τούτου του κόσμου. Ενώ ο άπιστος είναι ανύποπτος για όσα έχει μέσα του ο πιστός, και για ό,τι βρίσκεται παραπέρα από την πρακτική γνώση του, δηλαδή για τα μυστήρια που είναι κρυμμένα από τα μάτια του, και που γι' αυτό θαρρεί πως δεν υπάρχουνε. Κι' από την ανοησία του κορδώνεται, και μιλά με καταφρόνεση για κείνους που είναι σε θέση να νοιώσουνε τη βαθύτερη σύσταση του κόσμου, ενώ αυτός ο δυστυχής είναι τυφλός και κουφός, και θαρρεί πως τα' ακούει όλα και πως τα βλέπει όλα. 
Ο πιστός έχει πνευματικά μάτια και πνευματικά αυτιά, καθώς και κάποια «υπέρ αίσθησιν». Ο άπιστος πώς να πάρει είδηση από κείνον τον μυστικόν κόσμο μόνο με τα χονδροειδή μέσα που έχει, δηλαδή με τις σωματικές αισθήσεις; Πώς να πιάσει τα λεπτά κι' αλλόκοτα μηνύματα εκείνου του κόσμου, αφού ο δυστυχής δεν έχει τις κεραίες που χρειάζουνται για να τα πιάσει; 
Ο Απόστολος Παύλος γράφει στην Α' προς Κορινθίους επιστολή του, με τον τρόπο που γνωρίζει μονάχα αυτός, για το τι είναι σε θέση να νοιώσει ο πιστός, και τι μπορεί να νοιώσει ο άπιστος: Λαλούμε, λέγει, τη σοφία του Θεού που είναι μέσα σε μυστήριο, και που είναι κρυμμένη, τη σοφία που την προόρισε ο Θεός, πριν από τους αιώνες, για δόξα δική μας, και που δεν τη γνώρισε κανένας από τους άρχοντες τούτου του κόσμου (δηλ. τους σοφούς της κοσμικής σοφίας), και που ξεσκεπάζει αυτά που, κατά τη Γραφή, δεν τα είδε μάτι, και που δεν τ' άκουσε αυτί, και που δεν ανεβήκανε στην καρδιά κανενός ανθρώπου, εκείνα που ετοίμασε ο Θεός για κείνους που τον αγαπούνε. Αλλά σε μας τα φανέρωσε ο Θεός με το Πνεύμα του το άγιο. Επειδή, το άγιο Πνεύμα όλα τα ερευνά, και τα βάθη του Θεού.
Γιατί, ποιος άνθρωπος γνωρίζει το μέσα του ανθρώπου, παρά μονάχα το πνεύμα του ανθρώπου που είναι μέσα στον άνθρωπο; Έτσι και τα μυστήρια του Θεού δεν τα γνωρίζει κανένας παρά μονάχα το Πνεύμα του Θεού. Κι' εμείς δεν επήραμε το πνεύμα του κόσμου (δηλ. τη φιλοσοφία και την κοσμική γνώση), αλλά το Πνεύμα του Θεού, για να γνωρίσουμε όσα χάρισε σε μας ο Θεός. Κι' αυτά (τα χαρίσματα) δεν τα εκφράζουμε με τα λόγια που διδάσκεται η ανθρώπινη σοφία, αλλά με λόγια που διδάσκει το άγιο Πνεύμα, μιλώντας σε πνευματικούς ανθρώπους με πνευματικόν τρόπο. Πλην, ο άνθρωπος που έχει την σαρκική γνώση (τον ορθολογισμό), δεν παραδέχεται όσα διδάσκει το Πνεύμα του Θεού, γιατί τα νομίζει για ανοησίες, και δεν είναι σε θέση να καταλάβει πως ανακρίνεται πνευματικά. Ο πνευματικός όμως άνθρωπος, ανακρίνει κάθε άνθρωπο, ενώ αυτός από κανέναν δεν ανακρίνεται».
Η απιστία υπήρχε πάντα. Μα σήμερα, με την αποτρόπαια ματαιοδοξία που μας τρώγει, την επιδείχνουμε σαν να μας δίνει τη μεγαλύτερη αξία. Όποιος έχει πίστη στον Θεό και στην αλήθεια που φανέρωσε, είναι καταφρονεμένος, σαν στενόμυαλος κι' ανόητος, και τραβά πάνω του όλα τα περιγελάσματα. Λογαριάζεται για "βλαμμένος" από τον πολύν κόσμο, μάλιστα από τον κόσμο που ξέρει να τα καταφέρνει στη ζωή, να «πετυχαίνει», να βγάζει λεφτά, να καλοπερνά, να μη δίνει πεντάρα για τίποτα, κατά το ρητό που λέγει: «Φάγωμεν και πίωμεν, αύριον γαρ αποθνήσκομεν». 
Για τούτο, χρειάζεται να έχει θάρρος και να περιφρονά την εκτίμηση του κόσμου και το υλικό συμφέρον του, όποιος λέγει πως έχει πίστη στον Θεό.
Ενώ εκείνον που καυχιέται πως δεν πιστεύει σε τίποτα, 
α') Τον έχει ο κόσμος σε μεγάλη υπόληψη και σεβασμό, μάλιστα όσο περισσότερο άπιστος λέγει πως είναι, τόσο περισσότερη είναι η εκτίμηση και ο σεβασμός που φανερώνει ο έξυπνος και σοβαρός κόσμος στο πρόσωπό του. Ο τέτοιος άνθρωπος είναι συνοφρυωμένος, με λίγα και βαρειά λόγια, αράθυμος κι' απότομος, «θετικός άνθρωπος», « γερό μυαλό». 
β') Όλα του έρχουνται βολικά, και δεν σκοτίζεται, δεν στενοχωριέται για τίποτα. Δεν έχει ευθύνες και ζαλούρες: Εδώ κάτω, λέγει, είναι η Κόλαση κι' ο Παράδεισος. Η ζωή είναι για να την απολαβαίνουνε οι έξυπνοι. Οι κοιμισμένοι κι' οι αφιονισμένοι ας πεθάνουνε».
Εξ άλλου, δεν υπάρχει πιο εύκολο πράγμα από το να κάνεις τον άπιστο! Πατάς ένα μονάχα κουμπί, κι' όλα σου έρχονται βολικά. Ο διάβολος είπε στον Χριστό: Πέσε, προσκύνησέ με, και θα γίνουνε οι πέτρες ψωμιά, «οι λίθοι άρτοι».
Λέγει λοιπόν ο έξυπνος : «Να κάθεσαι, άνθρωπος με τετρακόσα μυαλά, να χάνεις τον καιρό σου με χαζομάρες, σαν τις γρηές, με θεούς, με κόλαση και με παράδεισο, με καντήλια, με θυμιατά, με δισκοπότηρα, με παπάδες και με καλόγρηες! Και σε ποια εποχή; Στην εποχή μας, που η επιστήμη στέλνει ανθρώπους στους πλανήτες! Ακούς, φίλε μου, βλακεία που έχει αυτός ο κόσμος;».
Αυτά λένε για τους πιστούς οι έξυπνοι και οι τιμημένοι τούτου του κόσμου, και τους χειροκροτούνε οι πολλοί, που τους έχουνε για φρόνιμους σε όλα, επειδή δεν κυνηγάνε ίσκιους, αλλά έχουνε μυαλό γερό, και επιτυχαίνουνε σε ότι καταπιαστούνε.
Ναι! Επιτυχαίνουνε, γιατί, μ' έναν λόγο, η απιστία είναι «η πλατεία πύλη και ευρύχωρος οδός», που δεν πιστεύουνε πως είναι «η απάγουσα εις την απώλειαν», όπως είπε ο Χριστός, αλλά «εις την επί γης ευδαιμονίαν». Ενώ η πίστη είναι «η στενή πύλη και τεθλιμμένη οδός», που δεν πιστεύουνε πως είναι «η απάγουσα εις την ζωήν», αλλά «εις την επί γης δυστυχίαν και περιφρόνησιν». «Πολλοί εισίν οι εισερχόμενοι διά της πλατείας πύλης» κατά τον λόγο του Κυρίου, « και ολίγοι εισιν οι ευρίσκοντες την στενήν πύλην».
Όλοι οι άπιστοι λένε πως αν βλέπανε ένα θαύμα, θα πιστεύανε. Μα η πίστη δεν έρχεται με τη βία, αλλά με τη συγκατάθεση της ψυχής. Γι' αυτό σε όσους ζητάνε θαύμα για να πιστέψουνε, δεν δίνεται, κατά τον λόγο που είπε ο Χριστός στους Φαρισαίους: «Γενεά πονηρά και μοιχαλίς σημείον επιζητεί και σημείον ου δοθήσεται αυτή».
Αλλά και θαύμα να δει ένας άπιστος, η υπερηφάνεια δεν τον αφήνει να πιστέψει, για να μη φανεί ευκολόπιστος και καταφρονεθεί.
Πριν καιρό έγραψα με συντομία πέντε- έξη άρθρα για τα θαύματα που γίνουνται σ' ένα χωριό της Μυτιλήνης, με τον τίτλο «Φρικτά μυστήρια». Πολλοί αναγνώστες συγκινηθήκανε στο έπακρο, ιδίως οι ταπεινοί κι' αγράμματοι άνθρωποι, «τα μωρά του κόσμου και τα εξουθενημένα». Οι έξυπνοι όμως κι' οι τετραπέρατοι δεν δώσανε σημασία, και κάποιοι απ' αυτούς με περιγελάσανε και μου γράψανε πως λέγω ανοησίες.
Αλλά, «Θεός ου μυκτηρίζεται». Από τότε ως τα σήμερα τα θαύματα δεν πάψανε, κι ολοένα γίνουνται πυκνότερα και τρομαχτικώτερα. Οι άνθρωποι που τα βλέπουνε μου τα γράφουνε με όλα τα καθέκαστα, κι απ' αυτά κάνω ένα βιβλίο που θα είναι σαν πυρωμένο σίδερο για τις άπιστες γλώσσες (Πρόκειται για το βιβλίο «Σημείον μέγα» που εξέδωσε ο « Αστήρ»). Αυτόν τον καιρόν γίνουνται ανασκαφές, για να βρεθεί η αρχαία εκκλησία με τα λείψανα εκείνων που φανερώνονται ολοζώντανοι μπροστά στους απλούς ανθρώπους, στον ύπνο και στον ξύπνο τους, καθώς κι εικόνες και τα' άλλα κειμήλια. Θα είχανε βρεθεί όλα, και θα ξεσκεπαζότανε γρήγορα ολότελα αυτός ο φοβερός κρατήρας, που θα σάρωνε τους άπιστους με την αγιασμένη λάβα του, αν υπήρχανε περισσότερα μέσα στα χέρια των φτωχών ανθρώπων που σκάβουνε με μια πίστη που είναι σαν φωτιά.
Μα, όπως και να είναι, με τη χάρη του Θεού «την τ' ασθενή θεραπεύουσαν και τα ελλείποντα αναπληρούσαν», θα βγάλουνε σε καλό τέλος το βλογημένο αυτό έργο, και θα θριαμβέψει η ακατάλυτη πίστη μας, και θα ακουστεί ως τα πέρατα του άπιστου κόσμου η βροντερή φωνή: «Τις Θεός μέγας ως ο Θεός ημών; Συ ει ο Θεός ο ποιών θαυμάσια μόνος!».

Του Αειμνήστου ΦΩΤΙΟΥ ΚΟΝΤΟΓΛΟΥ

Εκ του περιοδικού "Ορθόδοξος Φιλόθεος Μαρτυρία" Εκδόσεις "Ορθόδοξος Κυψέλη"

Στο τέλος θα πάνε όλα καλά...

H πόρνη της παλιάς μας γειτονιάς...



Αυτή ήταν το μίασμα. Ούτε ο σαράφης που έπαιρνε τις χρυσές βέρες των μεροκαματιάρηδων για δύο ενέσεις πενικιλίνης! Ούτε η μεγαλοκυρία του αρχοντόσπιτου που ξυλοφόρτωνε αλύπητα την παρακόρη της Περσεφόνη. Ούτε βέβαια τ’ αφεντικό του αρχοντόσπιτου που «σορομαδούσε» την Περσεφόνη όταν κοιμόταν η μεγαλοκυρία. Όχι αυτοί, η Βασιλεία ήταν το μίασμα. Γιατί, αυτή έπαιρνε αντίτιμο όταν την «σορομαδούσαν» οι πελάτες στην κάμαρα του Συνοικισμού στη Χρυσομαλλούσα. Ήταν τότε, στα χρόνια της λαϊκής γειτονιάς, των ανθισμένων περιβολιών, αλλά και της χαμένης αθωότητας…

Πελατεία μεγάλη δεν είχε η Βασιλεία. Ήταν κακομούτσουνη, την είχαν πάρει και τα χρόνια… H Βασιλεία, ποτέ δεν μάλωνε με τη γειτονιά, κι ας έφτυναν στο κατόπι της! Περνούσε μακριά από τα κατώφλια των νοικοκυράδων με ψηλά κρατημένο το κεφάλι. Σαν να ‘βλεπε μόνο τις κορφές των δέντρων. Πιο ψηλά δεν θα τολμούσε ν’ ατενίσει… Δεν έσμιγε τα βλέμματα των άλλων η Βασιλεία। Λες κι αν δεν έβλεπε, δεν θα την έβλεπαν κιόλας। Kαι μόνο σαν τύχαινε ξώφαλτσα ν’ ανταμώσεις τα μάτια της, σ’ έπιανε ένα σύγκρυο αλλιώτικο και δεν ήξερες από πού να φύγεις.

Θυμάμαι εκείνα τα μάτια με τους μελανιασμένους κύκλους ολόγυρα. Είχαν κάτι σαν ικεσία, σαν περαστική λάμψη αγνότητας. Kάτι, σαν άφωνο πόνο δαρμένου σκυλιού. Kάτι σαν βουβό «κατηγορώ», σαν γροθιά που σ’ έβρισκε στο στομάχι και πονούσες μέχρι βαθιά στη… συνείδηση! Ίσως γι’αυτό την υπερασπίστηκε σε δίκη μιά φορά ο σπουδαίος δικηγόρος Γεώργιος Βογιατζής। Για το βουβό «κατηγορώ» ίσως. Για το πόνο του δαρμένου σκυλιού στα μάτια της… «Μέγας είσαι κύριε και θαυμαστά τα έργα σου…».

Oι «παντοθειές» της γειτονιάς η κυρα-Σοφία και η κυρα-Σταυρίτσα έλεγαν πως η Βασιλεία κάνει και ψυχικά, πως η χήρα του μεθύστακα με τ’ ορφανό τη Βαγγελούδα ζούσαν, γιατί η πόρνη φρόντιζε। Kαι πως σαν πήρε φωτιά ο παλιόπυργος της φαμελίτισσας οικογένειας κι απομείναν στο δρόμο, η πόρνη πάλι έστειλε παπλώματα και προικιά για τα κορίτσια και θέλησε να μην μαθευτεί το χερικό. Kι άλλα: πως άφηνε νύχτα καντήλια χρυσά στην Παναγιά τη Χρυσομαλλούσα, πως ξεθάβαν με δικά της έξοδα ξεχασμένους παρακατιανούς, τους έκανε και κασάκια με τ’ όνομά τους απ’ έξω. Έτσι λέγαν πως ήταν η Βασιλεία, εκείνοι που ξέραν. Εγώ μόνο ξέρω –το θυμάμαι σαν όνειρο, σαν παραμύθι τάχα– πως πίσω από το θολό τζάμι της στενής της πόρτας με το ξεθωριασμένο κουρτινάκι, έβλεπα όλα τα χρόνια της παιδικής μου ζωής, ένα καντήλι πάντα αναμμένο. Κρεμόταν από το χαμηλό ταβάνι, μπροστά σ’ ένα και μοναδικό εικόνισμα κάποιας θλιμμένης Παναγιάς.

Eκείνη τη Μεγάλη Παρασκευή στις Ώρες, η Βασιλεία τόλμησε το παράτολμο. Έφερε στην εκκλησιά ένα στεφάνι καμωμένο από ροζ μαγιάτικα τριαντάφυλλα και μωβ βιολέτες κι ένα χαρτί γεμάτο σπιτικό μοσχολίβανο. Ήταν τα δώρα της για τον Eσταυρωμένο. Μισοκρύφτηκε πίσω από τ’ ανθισμένα φλάμπουρα της εκκλησιάς κι έδωσε σ’ εμάς τα παιδιά τα φτωχά της δώρα. «Για τον Επιτάφιο –είπε– δώστε τα στον επίτροπο». Δεν χρειάστηκε, εκείνος είχε δει. Αφηνιασμένος θαρρείς ο «ευσεβής» τούτος, άρπαξε το στεφάνι της Βασιλείας, το πέταξε στο χώμα και το τσαλαπάτησε με λύσσα. Και το μοσχολίβανο την ίδια τύχη είχε. «Mην σε ξαναδώ –ούρλιαξε– παλιοβρώμα κοντά στην εκκλησιά θα σου ξυρίσω το κεφάλι…».

Tο ίδιο βράδυ, ο Επιτάφιος ανέβαινε τη Xρυσομαλλούσης με το πιστό ποίμνιο ν’ ακολουθεί: «Aι γενεαί πάσαι» ήταν εκεί, εκτός από τη Βασιλεία. Εκεί, στο ανηφοράκι της Αδαίου, κρυμμένη μες το σκοτάδι, πεσμένη στα γόνατα ήταν η πόρνη. Έκλαιγε, σερνόταν μες τη σκόνη, τα μαύρα μαλλιά της δεμένα μέσα στο πένθιμο μαντήλι. Παιδί εγώ και κοίταξα. Δεν με γελούσαν τα μάτια μου, είδα κι άκουσα… Mα να ‘ταν η Βασιλεία, τούτη η μαυροφορούσα ή μην ήταν η Μαγδαληνή;

Tο βράδυ στ’ όνειρό μου, στο ξύπνιο μου, τι να ‘ταν άραγε, δεν το ξεδιάλυνα ποτέ। Σα να μου φάνηκε πως από το κουβούκλιο του Επιταφίου σηκώθηκε ένας ολοφώτεινος Χριστός με το στεφάνι της Βασιλείας ολόγυρα στο μέτωπο। Eκείνο που ποδοπάτησε ο επίτροπος. Kαι πως πήγε κοντά στη γονατισμένη πόρνη. Mόνος Eκείνος απ’ το πλήθος. Μήπως και στην επίγεια ζωή του έτσι δεν έκανε; Mα πάλι παιδί ήμουν, ποιος παίρνει στα σοβαρά τα «νείρατα» των παιδιών; 
Πολλά χρόνια μετά, έμαθα πως η Βασιλεία πέθανε μια Μεγάλη Πέμπτη. Tην κηδέψανε θέλοντας και μη Μεγάλη Παρασκευή, μαζί μ’ Eκείνον!

Ο μονόλογος του Θεού...



Σε κοίταξα όταν ξύπνησες το πρωί. Περίμενα να μου πεις δύο-τρεις λέξεις, ευχαριστώντας με για όσα σου συνέβαιναν, ζητώντας την γνώμη μου για ότι πρόκειται να κάνεις σήμερα.

Παρατήρησα ότι ήσουν πολύ απασχολημένος προσπαθώντας να βρεις τα κατάλληλα ρούχα για να πας στη δουλειά σου. Ήλπιζα να βρεις κάποιες στιγμές να μου πεις μια καλημέρα!

Αλλά ήσουν πολύ απασχολημένος. Για να δεις ότι είμαι κοντά σου, έφτιαξα για σένα τον πολύχρωμο ουρανό και το κελάηδημα των πουλιών. Κρίμα όμως που δεν παρατήρησες ούτε τότε την Παρουσία μου. 

Σε ατένιζα όταν έφευγες βιαστικός προς τη δουλειά σου και πάλι περίμενα. Υποθέτω ότι εξαιτίας της απασχόλησης σου, δεν είχες χρόνο ούτε τότε να μου πεις δύο λόγια.

Όταν γυρνούσες από τη δουλειά είδα τη κούραση και το στρες σου και σου έστειλα ένα ψιλόβροχο για να σε απαλλάξει από την πίεση της ημέρας. Νόμιζα ότι κάνοντας σου αυτή τη χάρη θα με θυμηθείς.
Ως αντάλλαγμα όμως στενοχωρημένος, με έβρισες . Επιθυμούσα τόσο πολύ να μου μιλήσεις.

Οπωσδήποτε η ημέρα ήταν ακόμα μεγάλη. Άνοιξες μετά την τηλεόραση, και όταν παρακολουθούσες την αγαπημένη σου εκπομπή, εγώ περίμενα. Έπειτα δείπνησες με τους δικούς σου και για άλλη μια φορά δεν με θυμήθηκες. Βλέποντας σε τόσο κουρασμένο κατάλαβα τη σιωπή σου και έσβησα τη λαμπρότητα του ουρανού για να μπορείς να ξεκουραστείς, αλλά δεν σε άφησα σε σκοτάδι πίσσα. Άφησα ξάγρυπνα για σένα πλήθος από αστέρια. Ήταν τόσο όμορφα, κρίμα που δεν τα παρατήρησες…αλλά δεν πειράζει!

Μήπως πράγματι συνειδητοποίησες ότι Εγώ είμαι εδώ για σένα. Έχω περισσότερη υπομονή από ότι εσύ μπορείς ποτέ να φανταστείς. Θέλω να σου το δείξω αυτό, για να το δείξεις και εσύ με τη σειρά σου στους γύρω σου.

Σ’ αγαπώ τόσο πολύ ώστε θα σε ανέχομαι.
Τώρα από στιγμή σε στιγμή θα ξυπνήσεις πάλι. Δεν μου μένει παρά να σ’ αγαπώ και να ελπίζω ότι τουλάχιστον σήμερα θα Μου χαρίσεις λίγο χρόνο από το χρόνο σου…

Μια φωτογραφία...


Ζητούμε την μετάνοια των άλλων και δεν υποψιαζόμαστε την απουσία της δικής μας.

Αναστηλώνουμε καταστρέφοντας.

Σεβόμαστε προσβάλλοντας.

Οι άνθρωποι είναι καλοί αλλά σε λάθος κατεύθυνση.

Οι μοναχοί προσπαθούν αλλά δεν ασκούνται.

Κάτι δεν πάει καλά.

Η εποχή αυτή δεν νικιέται. Η κατηφορική πορεία της δεν αναχαιτίζεται.

Απλά ξεπερνιέται....

Πριν από λίγα χρόνια έζησα για πεντέμισι μήνες σε ένα ...κελλί.

Κάποιοι κουτσομπόλευαν τους πατέρες που ζούσαν εκεί χαρακτηρίζοντάς τους ακραίους. Τότε απορούσα.

Σήμερα δοξάζω τον Θεό που υπάρχουν και αυτοί.

Αυτούς μόνο δεν πατάει η εποχή.
Αυτοί την ξεπερνούν.
Αυτοί διασώζουν έννοιες και φρονήματα όπως άσκηση, αγώνας, εκούσια στέρηση.
Αυτοί μας δίνουν τη δυνατότητα να κατανοούμε τους πατέρες, να ζούμε τη δόξα του Αγίου Όρους, να διακρίνουμε τα όρια και τις δυνατότητες του ανθρώπου, να λυπούμαστε για την εποχή.

Αυτοί μας δίνουν τη δυνατότητα ακόμη να ελπίζουμε.

Από τον Τρελο-γιάννη

Ο Γέροντας της Συνοδίας είναι ο Γέροντας Εφραίμ ο Φιλοθεΐτης που σήμερα βρίσκεται στην Αριζόνα.

«Η συνήθεια στην λατρεία είναι ο μεγαλύτερος κίνδυνος»



Λοιπόν εκείνο που αποτελεί κίνδυνο, μεγάλο κίνδυνο είναι η συνήθεια, μεγάλο και τρομερό κίνδυνο η συνήθεια.

Εμείς να μη επιτρέψουμε στον εαυτό μας να συνηθίζει, είτε την Λειτουργία, είτε την ψαλτική, είτε το Ποτήριο της Ζωής είτε…να μη το συνηθίζουμε.
Να νοιώθουμε δέος κάθε φορά που γίνεται Λειτουργία. Με πολλή συγκίνηση και συναίσθηση και ευγνωμοσύνη εις τον Θεόν να παρακολουθούμε.
Θα μπορούσαμε πάντοτε ως για πρώτη και τελευταία φορά να παρακολουθούμε την Θεία Λειτουργία;
Λοιπόν είναι ο μεγαλύτερος κίνδυνος η συνήθεια.
Συνήθεια και στον κανόνα και στην προσευχή και στη Λειτουργία και, και, και…
Όταν προσπαθεί κανείς να νοιώθει τον Κύριο κοντά του, και να ζει το ιδανικό του, δεν γίνεται συνήθεια ποτέ. Μα, και να μην προλάβει, ας πούμε, να κάνει τον κανόνα του όλον, αν κάνει κείνο τον κανόνα τον πιο λίγο καλά, παστρικά, καθαρά, με πολλή συναίσθηση , τον δέχεται ο Θεός σαν δέκα κανόνες. Να είναι ο νους και η σκέψις μας εις τον Θεό και να νοιώθουμε εκεί τον Θεόν κοντά μας. Ε, ευλογεί , ευλογεί τότε ο Κύριος και αγιάζει.
Η ζωή μας να περπατάει έξω από αδυναμίες και μακριά από υποχωρήσεις και συμβιβασμούς. Να επιδιώκουμε βίον αγνόν και ζωή ολοκάθαρη και Μυστηριακή.
Να μοσχοβολάει από προσευχή , από Λατρεία, από αγώνα πνευματικό και άγιο.
Ώστε όλα αυτά να βεβαιώνουν ότι είμαστε σταθεροί στην κλήση μας, και ότι κρατάμε δυνατά την αγίαν παρακαταθήκην της ζωής που μας ενεπιστεύθη Κύριος.

Γέροντας Ευσέβιος Γιαννακάκης