.

.

Δός μας,

Τίμιε Πρόδρομε, φωνή συ που υπήρξες η φωνή του Λόγου. Δος μας την αυγή εσύ που είσαι το λυχνάρι του θεϊκού φωτός. Βάλε σήμερα τα λόγια μας σε σωστό δρόμο, εσύ που υπήρξες ο Πρόδρομος του Θεού Λόγου. Δεν θέλουμε να σε εγκωμιάσουμε με τα δικά μας λόγια, επειδή τα λόγια μας δεν έχουν μεγαλοπρέπεια και τιμή. Όσοι θα θελήσουν να σε στεφανώσουν με τα εγκώμιά τους, ασφαλώς θα πετύχουν κάτι πολύ πιό μικρό από την αξία σου. Λοιπόν να σιγήσω και να μη προσπαθήσω να διακηρύξω την ευγνωμοσύνη μου και τον θαυμασμό μου, επειδή υπάρχει ο κίνδυνος να μη πετύχω ένα εγκώμιο, άξιο του προσώπου σου;

Εκείνος όμως που θα σιωπήσει, πηγαίνει με τη μερίδα των αχαρίστων, γιατί δεν προσπαθεί με όλη του τη δύναμη να εγκωμιάσει τον ευεργέτη του. Γι’ αυτό, όλο και πιό πολύ σου ζητάμε να συμμαχήσεις μαζί μας και σε παρακαλούμε να ελευθερώσεις τη γλώσσα μας από την αδυναμία, που την κρατάει δεμένη, όπως και τότε κατάργησες, με τη σύλληψη και γέννησή σου, τη σιωπή του πατέρα σου του Ζαχαρία.

Άγιος Σωφρόνιος Ιεροσολύμων

Όραμα της Μελλούσης Κρίσεως του οσίου Νήφωνος επισκόπου Κωνσταντιανής



Μια βραδιά, αφού τελείωσε την καθιερωμένη νυχτερινή του προσευχή, ξάπλωσε να κοιμηθεί πάνω στις πέτρες του, όπως πάντα. Ήταν μεσάνυχτα και αγρυπνούσε ακόμη κοιτάζοντας το φεγγάρι και τα αστέρια στον ουρανό.
Μόνος καθώς ήταν, αναλογίσθηκε τις αμαρτίες του και θρηνούσε γοερά, γιατί έφερνε στον νου του τη φοβερά ώρα της Κρίσεως. Έξαφνα βλέπει να αποτραβιέται το στερέωμα του ουρανού σαν σεντόνι. Και να παρουσιάζεται ο Κύριος Ιησούς Χριστός σε πελώριες διαστάσεις. Στεκόταν στους αιθέρες περικυκλωμένος απ’ όλες τις ουράνιες στρατιές: άγγελοι, αρχάγγελοι, τάγματα φοβερά και εξαίσια, παραταγμένα με κάθε συστολή.
Ο Κύριος ένευσε στον στρατηγό του ενός τάγματος και εκείνος πλησίασε λαμπρός, φοβερός, μα και συνεσταλμένος:
«Μιχαήλ, Μιχαήλ, άρχοντα της διαθήκης, παράλαβε με το τάγμα σου τον πυρίμορφο θρόνο της δόξης μου και πήγαινε στην κοιλάδα του Ιωσαφάτ. Εκεί θα τον εγκαταστήσεις σαν πρώτο σημάδι της παρουσίας μου. Γιατί πλησιάζει η ώρα που θα λάβει καθένας κατά τα έργα του. Κάνε γρήγορα, έφτασε η στιγμή. Θα δικάσω αυτούς που προσκύνησαν τα είδωλα κι αρνήθηκαν Εμένα τον δημιουργό τους. Αυτούς που λάτρεψαν τις πέτρες και τα ξύλα που τους έδωσα για τις ανάγκες τους. Όλοι τους θα συντριβούν ως σκεύη κεραμέως. Καθώς και οι εχθροί μου οι αιρετικοί που τόλμησαν να με χωρίσουν από τον Πατέρα μου. Που τόλμησαν να υποβιβάσουν σε κτίσμα το Παράκλητον Πνεύμα. Αλλοίμονό τους, ποια κόλαση τους περιμένει!.
Τώρα θα εμφανισθώ και στους Ιουδαίους που με σταύρωσαν και δεν πίστεψαν στην θεότητά μου. Mου δόθηκε κάθε εξουσία, τιμή και δύναμη. Είμαι δικαιοκριτής. Τότε που ήμουνα πάνω στον Σταυρό έλεγαν: Ουά! Ο καταλύων τον ναόν… σώσον σεαυτόν. Τώρα, εμοί εκδίκησις, εγώ ανταποδώσω. Εγώ θα κρίνω, θα ελέγξω και θα τιμωρήσω σκληρά το πονηρό και διεστραμμένο γένος, γιατί δεν μετάνοιωσε. Τους έδωσα ευκαιρίες να μετανοήσουν, αλλά τις περιφρόνησαν. Θα λάβω λοιπόν τώρα την εκδίκηση.
Το ίδιο θα κάνω και στους Σοδομίτες, που βρώμισαν τη γη και τον αέρα με την δυσωδία τους. Τους έκαψα τότε. Και πάλι θα τους ξανακάψω, γιατί μίσησαν την ηδονή του Αγίου Πνεύματος και αγάπησαν την ηδονή του διαβόλου.
Θα τιμωρήσω και τους μοναχούς, τους άφρονες και σκοτισμένους, που μοιάζουν σαν θηλυμανή άλογα. Δεν αρκέσθηκαν στη νόμιμη συζυγία τους, αλλά στράφηκαν ανόητα στην μοιχεία και ο σατανάς τους έριξε δεμένους στην άβυσσο του πυρός. Δεν άκουσαν ότι φοβερό το εμπεσείν εις χείρας Θεού ζώντος; Δεν φοβούνται το εγώ το εμβρίμημά μου αποτελέσω εις αυτούς; Τους κάλεσα να μετανοιώσουν κι όμως δεν μετάνοιωσαν.
Θα καταδικάσω και τους κλέφτες που έκαναν ένα σωρό κακά, ακόμη και φόνους! Και όλους όσοι έπραξαν πλήθος αμαρτιών. Εγώ τους χάρισα ευκαιρίες για να αλλάξουν αλλά δεν έδωσαν καμιά σημασία. Που είναι τα καλά τους έργα; Τους έδειξα τον άσωτο σαν τύπο και υπογραμμό – και πολλούς άλλους – για να μην αποθαρρύνονται στις αμαρτίες τους. Αλλ’ αυτοί καταφρόνησαν τις εντολές μου και με αρνήθηκαν. Αποστράφηκαν Εμένα και υποδουλώθηκαν στην αμαρτία. Ας πορευθούν λοιπόν στη φλόγα που οι ίδιοι άναψαν.
Αλλά κι όσους πέθαναν μνησίκακοι, θα τους παραδώσω σε φοβερό κλύδωνα. Γιατί δεν πόθησαν την ειρήνη μου, αλλά στάθηκαν στη ζωή τους θυμώδεις, πικρόχολοι και οργίλοι.
Τους πλεονέκτες, τους τοκογλύφους και τους φιλάργυρους θα τους εξολοθρεύσω και θα ξεχύσω πάνω τους όλη μου την οργή, γιατί στήριξαν την ελπίδα τους στο χρυσάφι κι Εμένα με αγνόησαν σαν να μη φρόντιζα γι’ αυτούς.
Κι εκείνους τους ψευτοχριστιανούς, που ισχυρίζονταν ότι δεν υπάρχει ανάσταση νεκρών ή ότι γίνεται μετεμψύχωση, θα τους λειώσω στη γεέννα σαν το κερί. Τότε θα πεισθούν για την ανάσταση των νεκρών.
Οι δηλητηριαστές, οι μάγοι κι όλοι οι όμοιοί τους θα βασανιστούν ανελέητα.
Αλλοίμονο και σ’ αυτούς που μεθάνε, γλεντοκοπάνε με κιθάρες και τύμπανα, που τραγουδάνε, χορεύουν, αισχρολογούν και φαντάζονται πονηρά. Τους κάλεσα και δεν με άκουσαν, αλλά με καταγελούσαν. Τώρα το σκουλήκι θα τους κατατρώει την καρδιά. Σ’ όλους χάρισα έλεος και μετάνοια, μα κανένας δεν έδινε τότε προσοχή.
Θα βυθίσω στο σκοτάδι κι όσους περιφρόνησαν τις Αγίες Γραφές, που τις έγραψε το Πνεύμα μου δια μέσου των αγίων.
Θα κρίνω ακόμη κι αυτούς που ασχολούνται με προλήψεις και δεισιδαιμονίες και στηρίζουν τις ελπίδες τους σε μαχαίρια, αξίνες, δρεπάνια κι άλλα παρόμοια. Τότε θα μάθουν ότι έπρεπε να ελπίζουν στον Θεό κι όχι στα δημιουργήματά Του. Θα ταράζονται και θ’ αντιλέγουν τότε, μα δεν θα έχουν πια καμιά δύναμη, γιατί εμοί εκδίκησις, εγώ ανταποδώσω.

Θα τιμωρήσω και τους βασιλείς και τους άρχοντες που με πίκραιναν αδιάκοπα με τις αδικίες τους. Έκριναν άδικα και περήφανα περιφρονώντας τους ανθρώπους. Και αυτοί μεν πληρώνονταν. Η δική μου όμως εξουσία δεν δέχεται δωροδοκίες. Για την αδικία τους θα τους αφανίσω. Τότε θα καταλάβουν ότι εγώ είμαι ο φοβερός που αφαιρώ τις εξουσίες των αρχόντων. Θα καταλάβουν ότι είμαι φοβερότερος απ’ όλους τους βασιλείς της γης. Ουαί σ’ αυτούς! Τι κόλαση τους περιμένει! Γιατί έτριξαν τα δόντια τους κι έχυσαν αθώο αίμα, το αίμα των παιδιών τους και των θυγατέρων τους.

Αλλά σε ποιαν οργή θα παραδώσω τους μισθωτούς, που δεν ήταν γνήσιοι ποιμένες; Που ρήμαξαν τον αμπελώνα μου και σκόρπισαν τα πρόβατά μου; Που ποίμαιναν χρυσάφι κι ασήμι – όχι ψυχές – και ζήτησαν την ιεροσύνη από συμφέρον; Πόση θα είναι η τιμωρία τους; Πόσος ο οδυρμός; Θα ξεχύσω πάνω τους όλο το θυμό και την οργή μου και θα τους συντρίψω. Πρόβατα και βόδια φθαρτά φρόντισαν ν’ αποκτήσουν, μα τα δικά μου λογικά πρόβατα δεν τα νοιάσθηκαν. Θα τιμωρήσω με ράβδο τις ανομίες τους και με μαστίγιο τις αδικίες τους.

Αλλά και τους ιερείς που γελούν η φιλονικούν μέσα στις αγίες εκκλησίες μου, τι θα τους κάνω; Θα τους συμμορφώσω στο πυρ και στον τάρταρο.

Ήρθα κι έρχομαι. Όποιος έχει τη δύναμη ας με αντιμετωπίσει. Αλλά ουαί κι αλλοίμονο σ’ αυτόν που όντας αμαρτωλός θα πέσει στα χέρια μου! Γιατί καθένας θα εμφανισθεί ενώπιόν μου γυμνός και τετραχηλισμένος. Πού θα τολμήσει να φανερωθεί τότε η αναίδεια των αμαρτωλών; Πώς θ’ αντικρίσουν το πρόσωπό μου; Πού θα βάλουν τη ντροπή τους; Θα καταισχυνθούν μπροστά στις άχραντες Δυνάμεις μου.

Θα κατακρίνω όμως κι όσους μοναχούς αμέλησαν τα καθήκοντά τους και πρόδωσαν τις υποσχέσεις που έδωσαν ενώπιον Θεού, αγγέλων και ανθρώπων. Αλλά υποσχέθηκαν κι άλλα έπραξαν. Απ’ το ύψος των νεφελών θα τους γκρεμίσω στην άβυσσο. Δεν τους έφτανε η δική τους απώλεια, αλλά προξένησαν ολέθριο σκάνδαλο και σ’ άλλους. Ήταν καλύτερα γι’ αυτούς να μην απαρνηθούν τον κόσμο παρά που τον απαρνήθηκαν κι έζησαν αισχρά, ανακατεμένοι με την ασωτία. Εμοί εκδίκησις, εγώ ανταποδώσω σ’ όσους δεν θέλησαν να μετανοιώσουν. Εγώ θα τους κρίνω σαν δίκαιος Κριτής!…»

Τα λόγια αυτά που βροντοφώνησε ο Κύριος στον αρχιστράτηγο Μιχαήλ, γέμισαν δέος τις αναρίθμητες Δυνάμεις των αγγέλων.

Έπειτα πρόσταξε να του φέρουν τους Επτά Αιώνες της συστάσεως του κόσμου. Ο Μιχαήλ ανέλαβε την εκτέλεση κι αυτής της προσταγής. Γι’ αυτό πήγε αμέσως στο οίκο της διαθήκης και τους έφερε. Ήταν σαν μεγάλα βιβλία και τα τοποθέτησε μπροστά στον Κριτή. Έπειτα στάθηκε παράμερα παρατηρώντας με ευλάβεια πως ξεφυλλίζει ο Κύριος την ιστορία των αιώνων.

Πήρε Εκείνος τον πρώτο Αιώνα, τον άνοιξε και διάβασε:

«Ο Πατήρ, ο Υιός και το Άγιο Πνεύμα, ένας Θεός σε τρία πρόσωπα. Από τον Πατέρα γεννήθηκε ο Υιός και δημιουργός των αιώνων. Διότι με τον Λόγο του Πατρός, τον Υιό, έγιναν οι Αιώνες, δημιουργήθηκαν οι ασώματες Δυνάμεις και στερεώθηκαν οι ουρανοί, η γη, τα καταχθόνια, η θάλασσα, οι ποταμοί και πάντα τα εν αυτοίς.»

Έπειτα διάβασε λίγο παρακάτω:

«Εικόνα του αόρατου Θεού είναι ο πρώτος άνθρωπος, ο Αδάμ, με τη γυναίκα του, την Εύα. Στον Αδάμ δόθηκε μια εντολή από τον παντοκράτορα Θεό και δημιουργό όλων των ορατών και αοράτων. Είναι ένας νόμος που πρέπει να τηρηθεί με κάθε ασφάλεια και ακρίβεια, ώστε να θυμάται τον δημιουργό του, και να μην ξεχνάει ότι υπάρχει Θεός από πάνω του».

Πάλι προχώρησε λίγο:

«Παράβαση στην οποία υπέπεσε η εικόνα του Θεού από απάτη η μάλλον από απροσεξία και αμέλεια. Αμάρτησε ο άνθρωπος και διώχθηκε απ’ τον παράδεισο με δίκαιη κρίση και απόφαση του Θεού. Δεν μπορεί να βρίσκεται μέσα σε τόσα αγαθά ο αχρείος παραβάτης!».

Πιο κάτω διάβασε:

«Ο Κάιν ρίχθηκε στον Άβελ και τον σκότωσε, κατά την βουλή του διαβόλου. Οφείλει να καεί στη φωτιά της γεέννας, γιατί έμεινε αμετανόητος. Ενώ ο Άβελ θα ζήσει αιώνια».

Κατά τον ίδιο τρόπο ξεφύλλισε τα έξι βιβλία των Αιώνων. Πήρε τέλος το έβδομο και διάβασε:

«Η αρχή του εβδόμου Αιώνα σημαίνει το τέλος των αιώνων. Αρχίζει να γενικεύεται η κακία, η πονηρία κι η ασπλαχνία. Οι άνθρωποι του έβδομου Αιώνα είναι πονηροί, φθονεροί, ψεύτες, με υποκριτικήν αγάπη, φίλαρχοι, υποδουλωμένοι στις σοδομίτικες αμαρτίες».

Προχώρησε λίγο, κάτι διάβασε κι έστρεψε αμέσως θλιμμένο το βλέμμα του ψηλά, στήριξε το ένα χέρι στο γόνατο, με το άλλο σκέπασε το πρόσωπο και τα μάτια κι έμεινε συλλογισμένος σ’ αυτή τη στάση ώρα πολλή. Σε λίγο ψιθύρισε:

«Αλήθεια τούτος ο έβδομος Αιώνας ξεπέρασε στην αδικία και την πονηρία όλους τους προηγούμενους».

Διάβασε παρακάτω:

«Οι Έλληνες και τα είδωλά τους γκρεμίσθηκαν με το ξύλο, την λόγχη και τα καρφιά που έμπηξαν οι σταυρωτές στο ζωηφόρο Σώμα μου».

Σώπασε μερικές στιγμές και πάλι έσκυψε στο βιβλίο.

«Δώδεκα άρχοντες του Μεγάλου Βασιλέως, λευκοί σαν το φως, συντάραξαν τη θάλασσα, στόμωσαν θηρία, έπνιξαν τους νοητούς δράκοντες, φώτισαν τυφλούς, χόρτασαν πεινασμένους και φτώχεψαν πλουσίους. Ψάρεψαν πολλές νεκρωμένες ψυχές ξαναδίνοντάς τους ζωή. Μεγάλος ο μισθός τους!…».

κι έπειτα από λίγο:

«Εγώ ο Αγαπητός διάλεξα και μάρτυρες αθλοφόρους για χάρη μου. Η φιλία τους έφτασε ως τον ουρανό και η αγάπη τους ως τον θρόνο μου! Ο πόθος τους ως την καρδιά μου και η λατρεία τους με φλογίζει δυνατά. Η δόξα και το κράτος μου είναι μαζί τους!…».

Αφού γύρισε αρκετά φύλλα, ψιθύρισε μ’ ένα χαμόγελο ικανοποιήσεως:

«Ω πανέμορφη και πολύτιμη Νύμφη! Πόσοι αισχροί πάσχισαν να σε μολύνουν! Μα δεν πρόδωσες Εμένα το Νυμφίο σου!… Αμέτρητες αιρέσεις σε απείλησαν, αλλά η πέτρα που πάνω της είσαι θεμελιωμένη δεν σαλεύθηκε, γιατί πύλαι άδου ου κατισχύσουσιν αυτής».

Πιο κάτω ήταν γραμμένες όλες οι αμαρτίες των ανθρώπων, όσες βρήκε ο θάνατος να μην έχουν ξεπλυθεί στη μετάνοια.

Κι ήταν τόσες πολλές, σαν την άμμο της θάλασσας!… Τις διάβασε ο Κύριος δυσαρεστημένος και κουνούσε το κεφάλι του αναστενάζοντας.

Το αμέτρητο πλήθος των αγγέλων στεκόταν περίτρομο από το φόβο της δίκαιης οργής του Κριτού.

Όταν ο Κύριος έφτασε στη μέση του Αιώνα αυτού, παρατήρησε:

«Τούτο το έσχατο βιβλίο είναι γεμάτο από τη δυσωδία των αμαρτιών, από τ’ ανθρώπινα έργα, που είναι όλα ψεύτικα και βρωμερά: Φθόνοι, φόνοι, ψεύδη, έχθρες, μνησικακίες. Φθάνει πια! Θα το σταματήσω στη μέση. Να πάψει η κυριαρχία της αμαρτίας.

Και λέγοντας αυτά τα οργισμένα λόγια ο Κύριος έδωσε στον αρχιστράτηγο Μιχαήλ το σύνθημα για την Κρίση. Αυτοστιγμεί εκείνος με το τάγμα του πήραν τον υπέρλαμπρο και απερίγραπτο θρόνο κι έφυγαν. Ήταν το τάγμα τόσο πολυπληθές, ώστε η γη δεν το χωρούσε. Φεύγοντας βροντοφωνούσαν:

«Άγιος, άγιος, άγιος, φοβερός και μέγας, υψηλός, θαυμαστός και δεδοξασμένος ο Κύριος στους αιώνες των αιώνων.»

Έπειτα αποχώρησε ο Γαβριήλ με το τάγμα του ψάλλοντας:

«Άγιος, άγιος, άγιος Κύριος Σαβαώθ, πλήρης πάσα η γη της δόξης αυτού»!

Και απ’ αυτούς τους φοβερούς όρκους συγκλονίζονταν ο ουρανός και η γη. Ακολούθησε ο τρίτος μέγας αρχιστράτηγος, ο Ραφαήλ, με το τάγμα του αναπέμποντας τον ύμνο:

«Εις άγιος, εις Κύριος, Ιησούς Χριστός, εις δόξαν Θεού Πατρός. Αμήν.»

Τέλος ξεκίνησε και η τέταρτη παράταξη. Ο άρχοντάς της ήταν λευκός και λαμπερός σαν το χιόνι, με όψη γλυκειά. Φεύγοντας άρχισε κι αυτός να ψάλλει δυνατά:

«Θεός θεών Κύριος ελάλησε και εκάλεσε την γην από ανατολών ηλίου μέχρι δυσμών. Εκ Σιών η ευπρέπεια τη ωραιότητος αυτού. Ο Θεός εμφανώς ήξει, ο Θεός ημών και ου παρασιωπήσεται. Πυρ ενώπιον αυτού προπορεύσεται και κύκλω αυτού καταιγίς σφόδρα.»

Και συνέχεια τον υπόλοιπο ψαλμό. Ενώ οι αξιωματούχοι του αποκρίνονταν:

«Ανάστα ο Θεός κρίνων την γην ότι συ κατακληρονομήσεις εν πάσι τοις έθνεσι.»

Ο αρχηγός αυτού του τάγματος ονομαζόταν Ουριήλ.

Σε λίγο έφεραν ενώπιον του Κυρίου τον δοξασμένο Σταυρό του, που έλαμπε σαν φοβερή αστραπή και σκόρπιζε άρρητη ευωδία. Τον συνόδευαν με εξαιρετικές τιμές δύο τάγματα Εξουσιών και Δυνάμεων. Το θέαμα ήταν συγκλονιστικά μεγαλόπρεπο. Οι πολυάριθμες δυνάμεις έψαλαν αρμονικά.

Άλλοι έλεγαν με μεγάλο δέος:

«Υψώσω σε ο Θεός μου ο Βασιλεύς μου και ευλογήσω ο όνομά σου εις τον αιώνα».

Άλλοι έλεγαν:

«Υψούτε Κύριον τον Θεόν ημών και προσκυνείτε τω υποποδίω των ποδών αυτού, ότι άγιος εστί. Αλληλούια, αλληλούια, αλληλούια!».

Έπειτα δόθηκε θεία διαταγή να έρθει πάλι ο κραταιός άρχοντας Μιχαήλ για να παρουσιαστεί δίπλα στον θρόνο του Κυρίου. Εκείνη τη στιγμή παρουσιάσθηκε ένας άγγελος που κρατούσε μία βροντερή σάλπιγγα. Την πήρε ο Κριτής στα χέρια του, σάλπισε τρεις φορές κι είπε τρεις λόγους. Μετά την παρέδωσε στον Μιχαήλ:

«Σε προστάζω να πάρεις το θείο σου τάγμα και να σκορπισθήτε σ’ όλο τον κόσμο, για να μεταφέρετε πάνω σε νεφέλες τους αγίους, απ’ την ανατολή και τη δύση, τον βορρά και τον νότο. Θα τους συγκεντρώσεις όλους για να υποδεχθούν την παρουσία μου, μόλις ηχήσει η σάλπιγγα».

Ύστερα απ’ όλα αυτά έρριξε ένα βλέμμα στη γη ο δίκαιος Κριτής και είδε… Ομίχλη και σκοτεινά, θρήνος και ουαί και κοπετός πολύς. Φοβερή η τυραννία του σατανά! Μανίαζε και φρίαττε ο δράκοντας, κατέστρεψε τα πάντα συντρίβοντάς τα σαν χορτάρι, γιατί έβλεπε τους αγγέλους του Θεού να του ετοιμάζουν το αιώνιο πυρ.

Μόλις τα είδε ολ’ αυτά ο Κύριος, κάλεσε ένα πύρινο άγγελο με αυστηρή και φοβερή όψη, χωρίς λύπηση – ήταν αρχηγός των αγγέλων που επιβλέπουν το πυρ της κολάσεως – και του είπε:

«Πάρε μαζί σου τη ράβδο μου που δένει και συντρίβει. Πάρε κι αμέτρητους αγγέλους απ’ το τάγμα σου, τους πιο φοβερούς, που τάχθηκαν τιμωροί των κολασμένων. Θα πάτε στη νοητή θάλασσα, για να βρείτε τα ίχνη του ζοφερού άρχοντα. Άρπαξέ τον με ισχύ και κραταιότητα και χτύπα τον αλύπητα με τη ράβδο μου ώσπου να παραδώσει το τάγμα των πονηρών πνευμάτων. Κι αφού τους δέσεις όλους γερά με την ισχύ της ράβδου, κατά τη διαταγή μου, θα του ρίξεις στις πιο άσπλαχνες και άγριες κολάσεις!…

Και τότε πια, όταν όλα ήταν έτοιμα, έγινε νεύμα στον αρχάγγελο που κρατούσε τη σάλπιγγα να σαλπίσει ηχηρά. Αμέσως απλώθηκε απότομα νεκρική σιγή, σαν να ηρέμησαν τα σύμπαντα.

Με το πρώτο σάλπισμα συναρμολογήθηκαν όλα τα σώματα των νεκρών.

Με το δεύτερο, Πνεύμα Κυρίου επανέφερε τις ψυχές μέσα στα νεκρά σώματα.

Δέος και φρίκη κατέλαβε τα σύμπαντα.

Τα ουράνια και τα επίγεια έτρεμαν.

Και τότε αντήχησε το τρίτο και φοβερότερο σάλπισμα, που συγκλόνισε όλο τον κόσμο. Οι νεκροί αναστήθηκαν από τα μνήματα εν ριπή οφθαλμού. Φοβερό θέαμα! Ξεπερνούσαν σε αριθμό και την άμμο της θάλασσας. Συγχρόνως σαν πυκνή βροχή κατέβαιναν απ’ τα ουράνια προς τον θρόνο της ετοιμασίας τ’ αγγελικά τάγματα βροντοφωνώντας:

«Άγιος, άγιος, άγιος Κύριος Σαβαώθ, πλήρης πάσα η γη φόβου και τρόμου».

Στεκόταν όλος ο λαός και το αναρίθμητο σύνταγμα των αγγέλων περιμένοντας. Έτρεμαν και φρικιούσαν μπροστά στη φοβερή θεία εξουσία που κατέβαινε στη γη. Ενώ όμως όλοι κοίταζαν ψηλά, ξαφνικά άρχισαν να γίνονται σεισμοί, βροντές και αστραπές στην κοιλάδα της Δίκης και στον αιθέρα, ώστε κατατρόμαξαν όλοι. Τότε αποσύρθηκε σαν βιβλίο το στερέωμα του ουρανού και φάνηκε ο Τίμιος Σταυρός να λάμπει σαν το ήλιο και να σκορπίζει θείες μαρμαρυγές. Τον κρατούσαν οι άγγελοι μπροστά από τον Κύριό μας Ιησού Χριστό και Κριτή της οικουμένης, που ερχόταν.

Σε λίγο ακούγεται ένας ύμνος, ένα τραγούδι πρωτάκουστο: «Ευλογημένος ο ερχόμενος εν ονόματι Κυρίου. Θεός Κύριος, κριτής εξουσιαστής, άρχων ειρήνης».

Μόλις τελείωσε η βροντερή τούτη δοξολογία, εμφανίζεται ο Κριτής επί των νεφελών, καθισμένος σε θρόνο πύρινο. Με την πολλή του καθάρια λαμπρότητα πυρπολούσε τον ουρανό και την γη.

Έξαφνα, μεσ’ απ’ το πλήθος των αναστημένων νεκρών άρχισαν μερικοί ν’ αστράφτουν σαν ήλιοι! Αμέσως αρπάζοταν από τις νεφέλες στον αέρα για να συναντήσουν τον Κύριό τους. Οι περισσότεροι όμως απόμειναν κάτω. Κανείς δεν τους πήρε στον ουρανό!… θρηνούσαν πικρά που δεν αξιώθηκαν ν’ αρπαχθούν κι αυτοί από τις νεφέλες κι ήταν φαρμάκι η λύπη και η οδύνη στις ψυχές τους. Έπεσαν όλοι γονατιστοί μπροστά στον Κριτή και πάλι σηκώθηκαν.

Είχε πια καθήσει στον θρόνο «θρόνος της ετοιμασίας» ο φοβερός Κριτής και μαζεύτηκαν γύρω του όλες οι δυνάμεις των ουρανών με φόβο και τρόμο. Όσοι είχαν αρπαχθεί απ’ τα σύννεφα προς απάντησή του, τοποθετήθηκαν στα δεξιά του. Οι υπόλοιποι οδηγήθηκαν στ’ αριστερά του Κριτού. Ήταν Ιουδαίοι, άρχοντες, αρχιερείς, ιερείς, βασιλείς και πολύ πλήθος μοναχών και λαϊκών. Στέκονταν καταντροπιασμένοι, ελεεινολογώντας τον εαυτό τους και θρηνώντας την απώλειά τους. Τα πρόσωπά τους ήταν εξαθλιωμένα και αναστέναζαν βαθιά συντριμμένοι.

Σ’ όλους είχε απλωθεί νεκρικό πένθος. Και πουθενά δεν φαινόταν καμμιά παρηγοριά.

Όσοι όμως στέκοταν στα δεξιά του Κριτού ήταν όλοι φαιδροί, φωτεινοί σαν ήλιοι, σεμνοί, δοξασμένοι, λευκοί σαν το φως, πυρπολημένοι, λες, από μία θεόφωτη αστραπή. Έμοιαζαν – αν δεν είναι τολμηρό να το πει κανείς – σαν τον Κύριο και Θεό τους.

Παρευθύς έρριξε το βλέμμα του και απ’ τη μία και απ’ την άλλη μεριά ο φοβερός Κριτής. Στα δεξιά κοίταξε ευχαριστημένος και χαμογέλασε. Όταν όμως γύρισε στ’ αριστερά του, ταράχθηκε, οργίσθηκε πολύ και απέστρεψε αμέσως το πρόσωπό του.

Τότε με δυνατή και επίσημη φωνή λέει στους «εκ δεξιών» του:

«Δεύτε οι ευλογημένοι του πατρός μου, κληρονομήσατε την ητοιμασμένην υμίν βασιλείαν από καταβολής κόσμου. Επείνασα γαρ, και εδώκατέ μοι φαγείν, εδίψησα, και εποτίσατέ με, ξένος ήμην, και συνηγάγετέ με, γυμνός και περιεβάλετέ με, ησθένησα, και επεσκέψασθέ με, εν φυλακή ήμην και ήλθετε προς με.»

Παραξενεύτηκαν εκείνοι και ρώτησαν!

«Κύριε πότε σε είδομεν πεινώντα και εθρέψαμεν, ή διψώντα και εποτίσαμεν; Πότε δε σε είδομεν ξένον και συνηγάγομεν, ή γυμνόν και περιεβάλομεν; Πότε δε σε είδομεν ασθενή ή εν φυλακή και ήλθομεν προς σε;

Αμήν λέγω υμίν, εφ’ όσον εποιήσατε ενί τούτων των αδελφών μου των ελαχίστων, εμοί εποιήσατε.»

Στρέφεται τότε προς τους «εξ ευωνύμων» και τους λέει με δριμύτητα:

«Πορεύεσθαι απ’ εμού οι κατηραμένοι εις το πυρ το αιώνιον το ητοιμασμένον τω διαβόλω και τοις αγγέλοις αυτού. Επείνασα γαρ, και ουκ εδώκατέ μοι φαγείν, εδίψησα και ουκ εποτίσατε με, ξένος ήμην και ου συνηγάγετέ με, γυμνός και ου περιεβάλετέ με, ασθενής και εν φυλακή και ουκ επεσκέψασθέ με.»

«Κύριε», τον ρώτησαν κι αυτοί απορημένοι, «πότε σε είδομεν και εν φυλακή και ου διηκονήσαμέν σοι;

«Αμήν λέγω υμίν», τους απάντησε ο Κύριος, «εφ’ όσον ουκ εποιήσατε ενί τούτων των ελαχίστων, ουδέ εμοί εποιήσατε. Χαθείτε απ’ τα μάτια μου, καταραμένοι της γης! Στον τάρταρο, στον βρυγμό των οδόντων! Εκεί θα ‘ναι ο θρήνος και ο οδυρμός, ο ατελείωτος.

Μόλις έβγαλε αυτή την απόφαση ο Κριτής, αμέσως ξεχύθηκε απ’ την ανατολή ένας τεράστιος πύρινος ποταμός, που κυλούσε ορμητικά προς την δύση. Ήταν πλατύς σαν μεγάλη θάλασσα. Οι αμαρτωλοί απ’ τ’ αριστερά βλέποντάς τον κατατρόμαξαν κι άρχισαν να τρέμουν φρικτά απ’ την απελπισία τους. Μα ο αδέκαστος Κριτής πρόσταξε να περάσουν όλοι – δίκαιοι και άδικοι – μέσ’ απ’ τον φλεγόμενο ποταμό, για να τους δοκιμάσει το πυρ.

Άρχισαν πρώτα οι «εκ δεξιών», που πέρασαν όλοι και βγήκαν λαμπεροί σαν ατόφιο χρυσάφι. Τα έργα τους δεν κάηκαν, αλλ’ αποδείχθηκαν πιο φωτεινά και διαυγή με τη δοκιμασία. Γι’ αυτό γέμισαν αγαλλίαση.

Έπειτα απ’ αυτούς ήρθαν και οι «εξ ευωνύμων» να περάσουν μέσ’ απ’ τη φωτιά, για να δοκιμασθούν τα έργα τους. Αλλά, επειδή ήταν αμαρτωλοί, η φλόγα άρχισε να τους καίει και τους κράτησε μέσα στη μέση του ποταμού. Και τα μεν έργα τους κατακάηκαν σαν άχυρα, ενώ τα σώματά τους έμειναν σώα να φλέγονται επί χρόνια και αιώνες ατέλειωτους μαζί με τον διάβολο και τους δαίμονες. Κανένας δεν κατόρθωσε να βγει από κείνο το πύρινο ποτάμι! Όλους τους αιχμαλώτισε η φωτιά, γιατί ήταν άξιοι καταδίκης και τιμωρίας.

Αφού παραδόθηκαν στην κόλαση οι αμαρτωλοί, σηκώθηκε απ’ το θρόνο του ο φοβερός Κριτής και ξεκίνησε για το θεϊκό ανάκτορο μ’ όλους τους αγίους του. Τον περικύκλωναν, πάντα με πολύ φόβο και τρόμο, όλες οι ουράνιες δυνάμεις ψάλλοντας:

«Άρατε πύλας οι άρχοντες ημών και επάρθητε πύλαι αιώνιοι και εισελεύσεται ο Βασιλεύς της δόξης, ο Κύριος και Θεός των θεών μαζί μ’ όλους τους αγίους του, που θ’ απολαύσουν αιώνια κληρονομιά».

Άλλο τάγμα απαντούσε και έλεγε:

«Ευλογημένος ο ερχόμενος εν ονόματι Κυρίου μ’ όσους αξίωσε η χάρη του να ονομασθούν υιοί Θεού, Θεός Κύριος, μαζί με τους υιούς της Νέας Σιών, και επέφανεν ημίν».
και οι αρχάγγελοι, που προπορεύονταν απ’ τον Κύριο, τον δοξολογούσαν ψάλλοντας ένα ουράνιο μέλος αντιφωνικά:

«Δεύτε αγαλλιασώμεθα τω Κυρίω, αλαλάξωμεν τω Θεώ τω Σωτήρι ημών. Προφθάσωμεν το πρόσωπον αυτού εν εξομολογήσει και εν ψαλμοίς αλαλάξωμεν αυτώ».

Ενώ άλλο τάγμα αντιφωνούσε μελωδικά:

«Ότι Θεός μέγας Κύριος και Βασιλεύς μέγας επί πάσαν την γην. Ότι εν τη χειρί αυτού τα πέρατα της γης και τα ύψη των ορέων αυτού εισίν!»

Αυτά και άλλα πολλά παναρμόνια μέλη έψαλλαν οι άγιοι άγγελοι, ώστε να ευφραίνονται απερίγραπτα όσοι τ’ άκουγαν. Έτσι ψάλλοντας μπήκαν οι άγιοι με τον Κύριο Ιησού Χριστό στον επουράνιο θάλαμο του θεϊκού παλατίου με καρδιές που σκιρτούσαν από χαρά. Και αμέσως κλείσθηκαν οι πύλες του νυμφώνα.

Τότε κάλεσε ο ουράνιος Βασιλεύς τους κορυφαίους αγγέλους. Πρώτοι παρουσιάσθηκαν ο Μιχαήλ, ο Γαβριήλ, ο Ραφαήλ, ο Ουριήλ και οι άρχοντες των ταγμάτων.

Ακολούθησαν οι δώδεκα φωστήρες του κόσμου, οι απόστολοι. Τους έδωσε ο Κύριος δόξα αστραφτερή και δώδεκα πυρίμορφους θρόνους για να καθίσουν κοντά στον διδάσκαλό τους Χριστό με μεγαλειώδεις τιμές. Η όψη τους ακτινοβολούσε ένα απερίγραπτο αιώνιο φως και τα ενδύματά τους ήταν λαμπερά και διάφανα σαν το κεχριμπάρι. Ακόμη κι οι άρχοντες των αγγέλων τους θαύμαζαν. Τέλος τους έδωσε και δώδεκα υπέροχα κριστάλλινα στεφάνια διακοσμημένα με πολύτιμους λίθους, που έλαμπαν εκτυφλωτικά, καθώς τα κρατούσαν πάνω από τα κεφάλια τους ένδοξοι άγγελοι.

Έπειτα οδηγήθηκαν ενώπιον του Κυρίου οι εβδομήκοντα απόστολοι. Έλαβαν κι αυτοί όμοιες τιμές και δόξες, μόνο που τα στεφάνια των δώδεκα ήταν πιο θαυμαστά.

Και τώρα ήρθε η σειρά των μαρτύρων. Αυτοί πήραν τη θέση και τη δόξα της μεγάλης αγγελικής στρατιάς, που γκρεμίσθηκε απ’ τον ουρανό μαζί με τον Εωσφόρο. Έγιναν δηλαδή οι μάρτυρες άγγελοι και άρχοντες των ουρανίων ταγμάτων. Τους έφεραν αμέσως πλήθος στεφάνια και τα τοποθέτησαν στα αγιασμένα κεφάλια τους. Όσο λάμπει ο ήλιος, τόσο έλαμπαν κι αυτά. Έτσι οι άγιοι μάρτυρες θεώμενοι ευφραίνονταν και αγάλλονταν ανέκφραστα.

Μετά μπήκε ο θείος χορός των ιεραρχών, ιερέων, διακόνων και λοιπών κληρικών. Στεφανώθηκαν κι αυτοί μ’ αιώνια κι αμαράντινα στεφάνια, ανάλογα με τον ζήλο, την υπομονή και την ποιμαντική τους δράση. Στεφάνι από στεφάνι ήταν διαφορετικό κατά τη δόξα, όπως αστέρι από αστέρι. Έτσι πολλοί ιερείς και διάκονοι ήταν ενδοξότεροι και λαμπρότεροι από πολλούς αρχιερείς.

Τους έδωσαν ακόμη και από ένα ναό, για να προσφέρουν στο νοερό θυσιαστήριο αγία θυσία και τέλεια, ευάρεστη στο Θεό.

Έπειτα μπήκε ο όσιος χορός των μοναχών. Η όψη τους ξέχυνε μυστικήν ευωδία και σαν ήλιοι σκόρπιζαν θείες μαρμαρυγές. Ο Κύριος τους στόλισε με έξι φτερούγες και έγιναν με τη δύναμη του Αγίου Πνεύματος σαν τα φρικτά Χερουβίμ και Σεραφίμ. Άρχισαν τότε να βροντοφωνούν.

«Άγιος, άγιος, άγιος Κύριος Σαβαώθ, πλήρης πάσα η γη της δόξης αυτού. Ήταν η δόξα τους μεγάλη, αφάνταστη και το στεφάνι τους ποικιλοστόλιστο και λαμπερό. Ανάλογα με του αγώνες και τους ιδρώτες τους απολάμβαναν και τις τιμές.

Ακολούθησε ο χορός των προφητών. Τους δώρησε ο Βασιλεύς το άσμα των ασμάτων, το ψαλτήρι του Δαβίδ, τύμπανα και χορούς, άυλο φως αστραφτερό, άφραστη αγαλλίαση και τη δοξολογία του Αγίου Πνεύματος.

Τότε τους ζήτησε ο Δεσπότης του θεϊκού νυμφώνα να ψάλλουν κάτι. Και έψαλλαν ένα τόσο μελωδικό ύμνο, ώστε σκίρτησαν όλοι από ευφροσύνη.

Αφού έλαβαν αυτά τα δώρα οι άγιοι απ’ τα άχραντα χέρια του Σωτήρος, περίμεναν ακόμη εκείνα, α οφθαλμός ουκ είδε και ους ουκ ήκουσε και επί καρδίαν ανθρώπου ουκ ανέβη.

Τότε μπήκε όλος ο χορός των ανθρώπων, που σώθηκαν μέσα στον κόσμο: Φτωχοί και άρχοντες, βασιλείς και ιδιώτες, δούλοι και ελεύθεροι. Στάθηκαν όλοι ενώπιον του Κυρίου κι εκείνος ξεχώρισε απ’ ανάμεσά τους τους ελεήμονες και τους αγνούς και τους έδωσε την τρυφή του παραδείσου της Εδέμ, παλάτια ουράνια και φωτεινά, στεφάνια πολυτελή, αγιασμό και αγαλλίαση, θρόνους και σκήπτρα και αγγέλους να τους υπηρετούν.

Μετά ήρθαν όσοι έγιναν δια την αγάπη του Χριστού «πτωχοί τω πνεύματι». Τώρα υψώθηκαν πάρα πολύ. Τους δόθηκε απ’ το χέρι του Κυρίου στεφάνι περίλαμπρο και κληρονόμησαν τη βασιλεία των ουρανών.

Έπειτα «οι πενθούντες» τις αμαρτίες τους, που έλαβαν τη μεγάλη παρηγοριά της Αγίας Τριάδος.

Έπειτα «οι πραείς» και άκακοι, που κληρονόμησαν την ουράνια γη, όπου αποστάζει γλυκασμό και ευωδία το Πνεύμα του Θεού. Και αυτοί δοκίμασαν ανέκφραστη τέρψη και ηδονή βλέποντας να τους χαρίζεται η μακάρια γη. Τα στεφάνια τους ροδόμορφα σκόρπιζαν μαρμαρυγές.

Ακολούθησαν «οι πεινώντες και διψώντες την δικαιοσύνην». Τους δόθηκε ο μισθός της δικαιοσύνης, για να χορτάσουν. Και η αγαθή τους πρόθεση ευφράνθηκε βλέποντας τον Βασιλέα Χριστό να υψώνεται και να υπερδοξάζεται απ’ τους αγίους αγγέλους.

Έπειτα «οι δεδιωγμένοι ένεκεν δικαιοσύνης». Τους χαρίσθηκε θεία δοξολογία και πολυθαύμαστη ζωή.

Στήθηκε μάλιστα για χάρη τους και άφραστος θρόνος για να καθίσουν στη βασιλεία των ουρανών. Τα στεφάνια τους ήταν από θείο κι άυλο χρυσάφι που τόσο έλαμπε, ώστε απ’ την δόξα τους να χαίρονται οι χοροί των αγγέλων.

Μετά μπήκε ο χορός «των ονειδισθέντων» για τον Χριστό, τον μεγάλο Θεό και σωτήρα των ψυχών μας.

Τους ανέβασαν σε θρόνους χρυσοποίκιλτους και απολάμβαναν τον έπαινο του Θεού.

Μετά απ’ αυτούς μπήκε πολύ πλήθος ειδωλολατρών, που δεν γνώρισαν τον νόμο του Χριστού, αλλά εκ φύσεως τον τήρησαν υπακούοντας στη συνείδησή τους. Πολλοί σαν ήλιοι απ’ την αγνότητα και την καθαρότητά τους. Και ο Κύριος τους χάρισε τον παράδεισο και φαιδρά στεφάνια πλεγμένα με ρόδα και κρίνα. Επειδή όμως είχαν στερηθεί το άγιο βάπτισμα, ήταν τυφλοί. Δεν έβλεπαν καθόλου τη δόξα του Θεού. Γιατί το άγιο βάπτισμα είναι φως και μάτι της ψυχής. Γι’ αυτό όποιος δεν το λάβει κι αν άπειρα καλά εργασθεί, κληρονομεί βέβαια την παραδείσιαν άνεση και κάτι δοκιμάζει από την ευωδία και τη γλυκύτητα της αλλά δεν βλέπει τίποτε.

Έπειτα και από αυτούς βλέπει ο δίκαιος Νήφων ένα τάγμα αγίων που ήταν τα παιδιά των χριστιανών. Όλοι τους έμοιαζαν να είναι περίπου τριάντα ετών. Τους κοίταξε με βλέμμα ιλαρό ο Νυμφίος και είπε:

«Ο μεν χιτώνας του βαπτίσματός σαν άσπιλος, έργα όμως πουθενά! Τι να σας κάνω λοιπόν εσάς;»

Τότε με θάρρος του απάντησαν κι αυτοί:

«Κύριε, μας στέρησες τα επίγεια αγαθά σου, τουλάχιστον μη μας στερήσεις τα επουράνια».

Χαμογέλασε ο Νυμφίος και τους χάρισε τα ουράνια αγαθά. Πήραν και τα στεφάνια της αγνότητος, της ακακίας και όλες οι άυλες στρατιές τους θαύμαζαν.

Ήταν θαύμα ν’ ακούει κανείς τους αγίους αγγέλους που, κατευχαριστημένοι καθώς έβλεπαν τα τάγματα όλων των αγίων, τραγουδούσαν άσματα γλυκά.

Ύστερα απ’ όλα αυτά βλέπει ο Νήφων να έρχεται μπροστά στον Νυμφίο μια θεόφωτη Νύμφη. Γύρω της σκόρπιζε ουράνιες ευωδίες και θεϊκά μύρα. Στο πανέμορφο κεφάλι της φορούσε ασύγκριτο βασιλικό στέμμα, που ακτινοβολούσε. Οι άγγελοι την ατένιζαν κατάπληκτοι κι οι άγιοι θαμπωμένοι. Η χάρη του Αγίου Πνεύματος συγκρατούσε πάνω στην άχραντη κορυφή το ουράνιο εκείνο διάδημα.

Μπαίνοντας στον θείο νυμφώνα την ακολουθούσε αναρίθμητο πλήθος παρθένων που υμνούσαν με δοξολογίες και άσματα τα μεγαλεία του Θεού.

Όταν έφτασε κοντά στον Νυμφίο η μεγάλη βασίλισσα, προσκύνησε τρεις φορές μαζί με όλες τις αγίες παρθένες. Τότε ο «ωραίος κάλλει» την είδε και ευφράνθηκε. Έσκυψε το κεφάλι του και την τίμησε σαν άχραντη Μητέρα του. Εκείνη πλησίασε με πολλήν ευλάβεια και χάρη και ασπάσθηκε τα αθάνατα και ακοίμητα μάτια του, καθώς και σπλαχνικά του χέρια.

Μετά το θείο φίλημα ο Κύριος χάρισε στις παρθένες αστραφτερά φορέματα και πάμφωτα φορέματα και πάμφωτα στεφάνια. Κι έπειτα ήρθαν όλες οι νοερές δυνάμεις υμνώντας, μακαρίζοντας και δοξάζοντάς την.

Τότε σηκώθηκε απ’ τον θρόνο του ο Νυμφίος και έχοντας στα δεξιά τη Μητέρα του και στ’ αριστερά τον μέγιστο και πολυθαύμαστο προφήτη και Πρόδρομό του, βγήκε απ’ τον νυμφώνα και πήγε στον θεϊκό θάλαμο, όπου βρίσκονται τα αγαθά «α οφθαλμός ουκ είδε και ους ουκ ήκουσε και επί καρδίαν ανθρώπου ουκ ανέβη» ετοιμασμένα για όσους αγάπησαν τον Θεό. Ακολουθούσαν και όλοι οι άγιοι. Μόλις είδαν τ’ αγαθά, πλημμύρισαν από άφατη αγαλλίαση και άρχισαν να κυκλοφορούν πανηγυρίζοντας μέσα στον έκπαγλο θάλαμο.

Αλλ’ αυτά δεν μπόρεσε ο δούλος του Θεού Νήφων να μου περιγράψει, αν και πολλές φορές τον πίεσα, δεν μου είπε το παραμικρό.

«Δεν μπορώ παιδί μου», έλεγε αναστενάζοντας, «ν’ απεικονίσω με την γλώσσα μου ή να παρομοιάσω με οποιοδήποτε επίγειο πράγμα τα εκεί. Ήταν πέρα από κάθε σκέψη και φαντασία, πέρα απ’ όλα τα βλεπόμενα και μη βλεπόμενα.

Όταν λοιπόν μοίρασε ο Κύριος στους αγίους του όλα τα άφραστα και ανήκουστα αγαθά, πρόσταξε τα Χερουβίμ να κυκλώσουν τον αιώνιο θάλαμο. Πρόσταξε έπειτα τα Σεραφίμ να κυκλώσουν τα Χερουβίμ, οι Θρόνοι τα Σεραφίμ, οι Κυριότητες τους Θρόνους, οι Αρχές τις Κυριότητες, οι Εξουσίες τις Αρχές και τέλος οι Δυνάμεις των ουρανών τις Εξουσίες. Όπως το τείχος κυκλώνει μία πόλη έτσι τα ουράνια τάγματα κυκλώνουν το ένα το άλλο.

Δεξιά απ’ τον θάλαμο των αιώνων στάθηκε με κάθε μεγαλοπρέπεια ο Μιχαήλ με το τάγμα του. Αριστερά ο Γαβριήλ με το δικό του. Ο Ουριήλ εγκαταστάθηκε στα δυτικά και ο Ραφαήλ στα ανατολικά.

Ήταν οι τέσσερις αυτές παρατάξεις πολύ μεγάλες. Και μαζί με τα τάγματα των αχράντων δυνάμεων έζωναν τον θάλαμο του Θεού με πολλή λαμπρότητα.

Ολ’ αυτά έγιναν με το πρόσταγμα του Κυρίου Ιησού Χριστού, του μεγάλου Θεού και Σωτήρος όλων των αγίων.

Στο τέλος όλων των μυστηρίων που είδε ο άγιος Νήφων, είδε και την πιο φοβερή αποκάλυψη: «Ο ίδιος ο Πατέρας του μονογενούς Υιού, ο Γεννήτωρ, το φως το απρόσιτο και ακατάληπτο, ανέτειλε ξαφνικά λάμποντας «συν τω Υιώ και τω Αγίω Πνεύματι» πάνω από κείνο τον απέραντο θάλαμο, πάνω από τις άχραντες δυνάμεις, πάνω απ’ όλους τους κύκλους και τις παρατάξεις τους. Φώτιζε του καθαρότατο θάλαμο, όπως φωτίζει ο ήλιος τον κόσμο. Έτσι έλαμπε ο Πατέρας των οικτιρμών. Και όπως το σφουγγάρι ρουφάει και συγκρατεί το κρασί, έτσι κι’ οι άγιοι πλημμύριζαν απ’ το άρρητο τρισήλιο φως της θεότητας και βασίλευαν αδιάκοπα μαζί της στους αιώνες.

Από τότε πια δεν υπήρχε γι’ αυτούς ούτε νύχτα ούτε μέρα. Μόνο υπήρχε ο Θεός Πατέρας, Υιός και Πνεύμα – φως και τρυφή, ζωή και φέγγος, τέρψη και ηδονή.

Έπειτα έγινε βαθειά σιγή. Σε λίγο το πρώτο τάγμα, το θείο και φοβερό που κύκλωνε τον θάλαμο, δόθηκε σαν συνεχής και ατέλειωτη κληρονομιά. Ευφρόσυνο άσμα κι ανέκφραστη δοξολογία, ασύγκριτα και υπέρκαλλη ήταν η ηδονή τους. Οι καρδιές των αγίων σκιρτούσαν απ’ τη χαρά και την απόλαυση.

Απ’ το πρώτο τάγμα μεταδόθηκε ο υπέροχος δοξολογικός ύμνος στο δεύτερο τάγμα των Σεραφίμ. Άρχισαν τότε εκείνο να ψάλλει ύμνο περίτεχνο και ακατάληπτο. Σαν εφτάγλυκο μέλι ηχούσε η δοξολογία του στ’ αυτιά των αγίων που ευφραίνονταν απέραντα μ’ όλες τους τις αισθήσεις: «Τα μάτια τους έβλεπαν το απρόσιτο φως. Η όσφρησή τους οσφραινόταν την ευωδία της θεότητος. Τ’ αυτιά τους άκουγαν τον θείον ύμνο των αχράντων δυνάμεων. Το στόμα τους γευόταν το Σώμα και το Αίμα του Κυρίου Ιησού Χριστού, καινούριο στη βασιλεία των ουρανών. Τα χέρια τους ψηλαφούσαν τα αιώνια αγαθά και τα πόδια τους χόρευαν στον θάλαμο. Έτσι λοιπόν μ’ όλες τους τις αισθήσεις χόρταιναν την άφατη αγαλλίαση.

Σε λίγο μεταδόθηκε ο θείος εκείνος ύμνος απ’ το δεύτερο τάγμα στο τρίτο και απ’ το δεύτερο τάγμα στο τρίτο και απ’ το τρίτο και απ’ το τέταρτο, ως το τελευταίο προκαλώντας με το γλυκύτερο απ’ το μέλι μέλος του, τέρψη και ηδονή στις καρδιές των αγίων. Και ήταν υπέροχο ότι δεν ψαλλόνταν ένας ύμνος συνεχώς από τα τάγματα αλλά υπήρχε απερίγραπτη ποικιλία και πρωτοτυπία στην ωδή που έψαλλαν.

Όταν οι εφτά κύκλοι των ταγμάτων ολοκλήρωσαν την καθαρή τους δοξολογία, τότε άρχισαν και τα τάγματα των αρχαγγέλων τον τρισάγιο ύμνο: Έψαλλε ο Μιχαήλ και αντιφωνούσε ο Γαβριήλ. Και πάλι υμνούσε ο Ραφαήλ και συμπλήρωνε ο Ουριήλ. Άκουγε κανείς πρωτάκουστες αρμονίες. Οι τέσσερις πύρινοι στύλοι, οι αρχάγγελοι, ξεχώριζαν και ήταν ο ύμνος τους φοβερός και βροντερός.

Παρακινούμενοι απ’ την άπειρη εκείνη τρυφή άρχισαν τότε και οι άγιοι Πάντες μεσ’ απ’ τον ουράνιο θάλαμο να ψάλουν τα μεγαλεία του Θεού.

Έτσι μέσα αντηχούσε ύμνος, ύμνος κι έξω, ύμνος και παντού. Άσματα πανίερα. Που φλόγιζαν τις αγίες καρδιές με μακάρια ηδονή στους ατελεύτητους αιώνες.

Όταν τα είχε δει πια όλα αυτά ο τρισμακάριος Νήφων και ενώ βρισκόταν σε μεγάλη έκσταση και θεωρία, άκουσε τη φωνή του Θεού να του λέει:

«Νήφων, Νήφων, ωραία ήταν ο προφητική σου οπτασία. Όλ’ αυτά λοιπόν που είδες και άκουσες γράψε τα με κάθε λεπτομέρεια, γιατί έτσι και θα γίνουν. Τα φανέρωσα σε σένα, γιατί είσαι πιστός φίλος, αγαπητό μου παιδί και κληρονόμος της βασιλείας μου. Βεβαιώσου λοιπόν, τώρα που σε αξίωσα να γίνεις αυτόπτης των φρικτών μυστηρίων, για τη μεγάλη μου φιλανθρωπία προς όλους εκείνους που προσκυνούν με ταπείνωση τη βασιλεία και την εξουσία μου. Γιατί Εγώ ευφραίνομαι να επιβλέπω επί τον πράον και ησύχιον και τρέμοντά μου τους λόγους.»

Αφού του είπε αυτά ο Κύριος, τον απέλυσε από τη φοβερή και πολυθαύμαστη οπτασία, που επί δύο εβδομάδες τον είχε απορροφήσει.

Όταν πια ήρθε στον εαυτό του, καθόταν τρομοκρατημένος και θρηνούσε και οδυρόταν. Τα δάκρυά του έτρεχαν ποτάμι κι έλεγε:

«Αλλοίμονο σε μένα τον άσωτο! Τι περιμένει την άθλια ψυχή μου! Αλλοίμονο μου του ελεεινού! Σε ποια κατάσταση άραγε θα βρεθώ εκεί εγώ ο αμαρτωλός! Τι θ’ απολογηθώ προς τον Κριτή; Τι λόγο θα δώσω για τις αμαρτίες μου; Και που θα κρύψω το πλήθος των ανομιών μου; Αχ, ο βέβηλος και άθλιος!… Στεναγμό δεν έχω ούτε δάκρυα. Αλλά και μετάνοια δεν μου βρίσκεται. Ελεημοσύνη καθόλου! Προσευχή τίποτα! Αγάπη μηδέν! Η ακακία κι η πραότητα στέκουν πολύ μακριά μου! Αλλοίμονο! Τι να κάνω ο ελεεινός και ρυπωμένος; Από που ν’ αρπαχθώ για να σωθεί η ψυχή μου τη βύθισα στον βούρκο. Τον νου μου τον σκότισα, τη ζωή μου την επιβάρυνα με κραιπάλη και μέθη. Αχ! Ο αμαρτωλός δεν ξέρω τι να κάνω! Τα μάτια μου βλέπουν τα αίσχη. Το πρόσωπο μου είναι καταντροπιασμένο. Τ’ αυτιά μου ηδύνονται σε δαιμονικά τραγούδια. Η όσφρησή μου ζητάει ευωδίες. Το στόμα μου ρέπει στην πολυφαγία. Αλλοίμονο μου του ταλαίπωρου! Τα χέρια μου τέρπονται στην αμαρτία. Το σώμα μου ποθεί να κυλισθεί στον βόρβορο της ανηθικότητας και κυνηγάει τα μαλακά κρεβάτια και την καλοφαγία…

Ωχ, ο παράνομος και σκοτεινιασμένος και ρυπαρός! Που να πάω δεν ξέρω. Ποιος θα με γλυτώσει απ’ το σκότος το εξώτερο του φρικτού ταρτάρου; Ποιος θα μ’ απαλλάξει από τον βρυγμό των οδόντων; Αλλοίμονο, μου του σιχαμερού, του παράνομου! Καλύτερα να μην είχα γεννηθεί!… Αχ, τι δόξα πρόκειται να στερηθώ ο μαύρος! Τι τιμή, τι στεφάνια, πόση χαρά, πόση φαιδρότητα θα χάσω, επειδή υποδουλώθηκα στην αμαρτία! Ταλαίπωρη ψυχή! Που είναι λοιπόν η κατάνυξή σου; Που είναι οι αγώνες σου; Που είναι οι αρετές σου; Αλλοίμονό σου βέβηλη και θλιβερή! Που θα είναι η θέση σου την ημέρα εκείνη; Έπραξες κανένα καλό που ν’ αρέσει στον Θεό; Θα μπεις στο καμίνι. Πως όμως θ’ αντέξεις το ουαί και τον οδυρμό; Ω ρυπαρή ψυχή, που ποθούσες πάντα να κυλιέσαι στη σαπίλα, που αδιάκοπα υπηρετούσες το στομάχι!…

Άνομη και διεφθαρμένη, τι ντροπή θα δοκιμάσεις στο βλέμμα του Ιησού! Με ποια μάτια θ’ ατενίσεις το γλυκύτατό του πρόσωπο; Πες μου, πες μου! Τα είδες εκείνα τα θαυμάσια, που ο Κύριος θα πραγματοποιήσει κάποτε. Πες μου λοιπόν ψυχή, έχεις έργα αντάξια για κείνη τη δόξα; Πως θα εισέλθεις εκεί, αφού μίανες το θείο βάπτισμα; Αλλοίμονό σου τότε, μολυσμένη ψυχή μου! Σου μέλλει να κληρονομήσεις το αιώνιο πυρ, και που θα είναι τότε η αμαρτία και ο πατέρας της για να σε σώσουν;

Κύριέ μου, Κύριε,

σώσε με από τη φωτιά,

από τον βρυγμό των οδόντων,

κι από τον τάρταρο…»

Μ’ αυτά τα λόγια έλεγχε τον εαυτό του ο μακάριος προσευχόμενος. Τις κατοπινές μέρες τον έβλεπες να περπατάει σέρνοντας τα βήματά του με πικρούς στεναγμούς, θρήνους και δάκρυα. Αναλογιζόταν τα θαυμάσια που είδε, κι έκανε ό,τι μπορούσε για να τα κατακτήσει. Συχνά – όταν στοχαζόταν πιο βαθιά και πιο καθαρά το όραμά του – γινόταν εκτός εαυτού. Φλεγόταν απ’ την παρουσία του Αγίου Πνεύματος και αναφωνούσε:

«Ω τι χαρά, τι δόξα, τι λαμπρότητα περιμένει τους αγίους στους ουρανούς! Πόσο φοβάμαι μήπως στερηθώ!»

Αναστέναζε βαθιά και πρόσθετε:

«Κύριε, βοήθησε και σώσε τη σκοτισμένη ψυχή μου.




Να πεις στους χωριανούς σου και στους κατοίκους της γύρω περιοχής να μετανοήσουν!



Ένα συγκλονιστικό γεγονός συνέβηκε πρόσφατα στο χωριό Χρυσοβίτσα Μετσόβου. Ένας κάτοικος του χωριού (έχουμε στη διάθεσή μας, το όνομά του) οδηγούσε το αυτοκίνητο του έξω από το χωριό, στη θέση «Πολιτσές» όπου καλλιεργείται η φημισμένη πατάτα της Χρυσοβίτσας.

Στις 12 Ιουνίου γύρω στις 11:30 π.μ. εμφανίστηκε μπροστά του ως νεφέλη φωτεινή μια μαυροφόρα γυναίκα, με ένα βλέμμα γλυκύτατο και ταυτόχρονα αυστηρό και τον ρώτησε: «Με γνωρίζεις;» Εκείνος ταραγμένος της απάντησε: «Είσαι η Παναγία της Χρυσοβίτσας».

Και κείνη απαντά: «Είμαι η Παναγία όλου του κόσμου. Να πεις στους χωριανούς σου και στους κατοίκους της γύρω περιοχής να μετανοήσουν» και αμέσως εξαφανίστηκε.

Πρέπει να σημειωθεί ότι στο χωριό Χρυσοβίτσα, χωριό Ιερέων και Δασκάλων, αλλά και γεωργών που ασχολούνται με τη συστηματική καλλιέργεια της πατάτας, υπάρχει η Ιστορική Μονή Κοιμήσεως της Θεοτόκου Χρυσοβίτσας, που είναι ένα από τα μεγαλύτερα προσκυνήματα της Ηπείρου, της Θεσσαλίας και της Δυτικής Μακεδονίας.

Εκεί φυλάγεται η θαυματουργή εικόνα της Παναγίας της Χρυσοβίτσας, της οποίας η περιγραφή σώζεται σε χειρόγραφο της Ιεράς Μονής Ξηροποτάμου του Αγίου Όρους.

Στην κεντρική είσοδο του ναού της Κοιμήσεως της Θεοτόκου Χρυσοβίτσας υπάρχει επιγραφή σε λίθινη πλάκα με τη χρονολογία 1233.

Όπως και άλλη επιγραφή σε λίθινη πλάκα στα κελιά της Ιερά Μονής Κοιμήσεως της Θεοτόκου Χρυσοβίτσας αναφέρει τη χρονολογία 1253.

Επίσης κάτω από τη σημερινή αγιογράφηση υπάρχει και άλλη παλαιότερη αγιογράφηση.

Είναι στοιχεία που πρέπει να εξεταστούν από την 8η εφορία Βυζαντινών αρχαιοτήτων ώστε να αποκατασταθεί η ιστορικότητα της Ιεράς Μονής.

Η Εκκλησιαστική Επιτροπή της Ιεράς Μονής Κοιμήσεως της Θεοτόκου Χρυσοβίτσας και ο Πολιτιστικός- Μορφωτικός σύλλογος Χρυσοβίτσας, πραγματοποιούν φέτος στις 14 και 15 Αυγούστου Επετειακές- Εορταστικές εκδηλώσεις με την ευκαιρία της συμπλήρωσης 780 χρόνων από την εύρεση της Θαυματουργού Εικόνας της Παναγίας της Χρυσοβίτσας.

Romfea.gr

Η Μάνα μας. Κοντά μας, κι ας είναι η Βασίλισσα των ουρανών. Οικεία, κι ας δοξάζεται πολύ πιο πάνω από τους Αγγέλους.



«Η μητέρα του Θεού καλείται ‘έρκος των διαβόλων’, 
γιατί δεν είναι δυνατό ο διάβολος να καταστρέψει έναν άνθρωπο, εφόσον ο άνθρωπος αυτός καταφεύγει στη βοήθεια της Μητέρας του Θεού»
(Όσιος Σεραφείμ του Σαρώφ)

Στην καύση του Αυγούστου υπάρχει η δροσιά της ουράνιας Μάνας που καλύπτει όλο το μήνα, λες και δεν θέλει να μας εγκαταλείψει ούτε στις δυσκολίες ούτε στις διακοπές μας… Είναι εκεί ως παρουσία που η αγάπη κι όχι ο έλεγχός της μας προστατεύει. Κοντά μας, κι ας είναι η Βασίλισσα των ουρανών. Οικεία, κι ας δοξάζεται πολύ πιο πάνω από τους Αγγέλους.

«Όποιος δεν έζησε μάνα δεν μπορεί να νιώσει την Παναγία», μου είπε μια μέρα ο ποιητής Θεοδόσης Νικολάου. Είναι αλήθεια! Αλλά «το Πνεύμα όπου θέλει πνει» κι ανατρέπει τους ανθρώπινους υπολογισμούς. Άλλωστε, κι όσοι έχουν μάνα νιώθουν απαραίτητα και την Παναγία;
Ο Κύριος μας βεβαίωσε ότι «αδελφοί Του και μάνα Του είναι όσοι εφαρμόζουν το θέλημα του ουράνιου Πατέρα Του» (Ματθ. 12,50). Μια άλλη συγγένεια και μια άλλη σχέση δημιουργείται με το Χριστό, την Θεοτόκο και τους Αγίους, όταν αρχίσουμε να ζούμε κατά το θέλημα του Θεού.

Έτσι, η Παναγία γίνεται δική μας, όσο εμείς γινόμαστε δικοί τού Υιού Της. Να γιατί οι άγιοι είχαν ιδιαίτερη σχέση με τη «Μητέρα του Φωτός». Της έγραφαν ύμνους, τη χαιρετούσαν με τους Χαιρετισμούς, αγρυπνούσαν κουβεντιάζοντας μαζί Της. Είχαν την άνεση και την καλή παρρησία που έχουν τα υπάκουα παιδιά με τη μάνα τους. Αλλά και τα άτακτα, κι αυτά ως παιδιά Της, έτρεχαν σ’ αυτή με το θάρρος που πηγάζει από τη βεβαιότητα της στοργής της. Κι όλ’ αυτά όχι μόνο τότε, αλλά και τώρα και στους αιώνας.

Γιατί, όπως ο Χριστός είναι ο ίδιος «χθες και σήμερον και εις τους αιώνας», έτσι και η Παναγία παραμένει για τους χριστιανούς, ως «Μητέρα του Θεού ημών», η καταφυγή και η δύναμή μας, η παρηγοριά και η ελπίδα μας.

π. Ανδρέας Αγαθοκλέους

http://perivolakipanagias.blogspot.gr

Νά ζητᾶτε τέτοια πράγματα, τά ὁποῖα εἶναι φυσικό νά ζητοῦμε ἀπ' τόν Θεό!



«Είναι πολύ μεγάλο όπλο η προσευχή, μεγάλη ασφάλεια, μεγάλος θησαυρός, μεγάλο λιμάνι, απλησίαστος τόπος, μόνο όταν πλησιάζουμε τον Κύριο με νηφαλιότητα και με μεγάλη προσοχή, να προσευχόμαστε δε κατ' αυτόν τον τρόπο, ώστε να μη δίνουμε στον εχθρό δικαίωμα παρεμβάσεως στην δική μας σωτηρία ...
Γι' αυτό, παρακαλώ, να αγρυπνούμε κι έχοντος υπ' όψη τις επιβουλές του να φροντίζουμε περισσότερο κατά τον καιρό εκείνον, σαν να τον βλέπουμε παρόντα μπροστά στα μάτια μας κι έτσι να τον αποκρούουμε και να εκδιώκουμε κάθε σκέψη που διαταράσσει το λογισμό μας και να προσέχουμε με όλη μας τη δύναμη και να προσευχόμαστε, ώστε να μην μιλά μόνο η γλώσσα, αλλά να συμβαδίζει μαζί της και η διάνοια.
Γιατί εάν μεν λέει η γλώσσα τα λόγια και η διάνοια ρεμβάζει έξω, κι εξετάζει τα σχετικά με το σπίτι, σκεπτόμενη την αγορά, δεν μας ωφελεί καθόλου, αλλά απεναντίας κατακρινόμαστε περισσότερο! Γιατί αν δείχνουμε τόση προσοχή πλησιάζοντας κάποιον άνθρωπο, ώστε πολλές φορές να μη βλέπουμε ούτε αυτούς που βρίσκονται εκεί κοντά και να εντείνουμε την προσοχή μας ώστε να σκεπτόμαστε μόνο εκείνον τον όποιον πλησιάζουμε, πολύ περισσότερο πρέπει να κάνουμε αυτό με τον Θεό και να προσκολλούμαστε σ' Αυτόν με αδιάλειπτες προσευχές.
Γι' αυτό κι ο Παύλος έγραφε κι έλεγε: «Προσευχόμενοι σε κάθε καιρό εν πνεύματι» (Εφ. 6,18), όχι με τη γλώσσα μόνο, αλλά και με συνεχή αγρυπνία, και μ' όλη την ψυχή μας, «εν Πνεύματι».
Και τα αιτήματά μας πρέπει να είναι πνευματικά, η δε σκέψη μας να είναι πάντοτε καθαρή και η διάνοιά μας να είναι προσηλωμένη στα λεγόμενα.
Να ζητάτε τέτοια πράγματα, τα οποία είναι φυσικό να ζητούμε απ' τον Θεό, ούτως ώστε να πραγματοποιηθούν αυτά που ζητάτε.
Να είστε άγρυπνοι και σε συναγερμό ψυχής, νηφάλιοι, με μεγάλη προσοχή, χωρίς να αποχαυνώνεστε και να ξύνεστε και περιφέροντας τη σκέψη σας έδώ κι εκεί, αλλά να προετοιμάζετε τη σωτηρία σας με φόβο και τρόμο. «Γιατί μακάριος είναι εκείνος, που φοβάται τα πάντα για την ευλάβεια» (Παροιμ. 28,14).

(Αγ. Ιω. Χρυσοστόμου, απ' την Λ΄ ομιλία «Εις την Γένεσιν»)

http://1myblog.pblogs.gr

«Ἐκ τῶν λόγων σου δικαιωθήσεται καί ἐκ τῶν λόγων σου καταδικασθήση» (Ματθ. 12, 37)



Με όσα λέγει και εκφράζει με τη γλώσσα του ο άνθρωπος φανερώνει τις εσωτερικές του διαθέσεις, τις αρχές του, τον χαρακτήρα του, ολόκληρο τον ψυχικό του κόσμο. Και αν θελήσει προς στιγμή να υποκριθεί και να δείξει άλλη εικόνα του εαυτού του, έπειτα όμως θα έλθουν τα πράγματα για να φανερώσουν την πραγματική του ποιότητα.
Με όσα λέγει καθένας μπορεί να επιδράσει στον πλησίον του κατά τρόπο ωφέλιμο ή κατά τρόπο επιζήμιο. Δεν είναι λοιπόν παράδοξο αυτό που επιβεβαιώνει ο Χριστός, ότι δηλ. από τα λόγια του ο καθένας ή θα δικαιωθεί ενώπιον του Θεού και θα εύρη τη σωτηρία, ή θα καταδικασθεί και θα καταντήσει στην απώλεια. Τα όσα λέμε είναι ο καθρέπτης του εαυτού μας και από αυτό θα κριθεί το αιώνιο μέλλον μας.
Λόγια αλήθειας και συμβουλές χρήσιμες και λόγια παρηγοριάς και αγάπης είναι φυσικό να οδηγούν στη σωτηρία. Αντίθετα ψευδολογίες και ύβρεις και αισχρολογίες και συκοφαντίες και βλασφημίες, είναι αδύνατο να μην επισύρουν την οργή του Θεού και την καταδίκη.

Δ. Γ. Παναγιωτόπουλου, Από την Πηγή της Αλήθειας


http://agiabarbarapatras.blogspot.gr


Θεοτόκος,Παναγία,Μήτερ του Θεού,Η Χαρά των Χριστιανών!


Η Παναγία είναι το πνευματικό στόλισμα της ορθοδοξίας. Για μας τους Έλληνες είναι η πονεμένη μητέρα, η παρηγορήτρια κ' η προστάτρια, που μας παραστέκεται σε κάθε περίσταση. 
Σε κάθε μέρος της Ελλάδας είναι χτισμένες αμέτρητες εκκλησιές και μοναστήρια, παλάτια αυτηνής της ταπεινής βασίλισσας, κι' ένα σωρό ρημοκλήσια, μέσα στα βουνά, στους κάμπους και στα νησιά, μοσκοβολημένα από την παρθενική και πνευματική ευωδία της. Μέσα στο καθένα από αυτά βρίσκεται το παληό και σεβάσμιο εικόνισμά της με το μελαχροινό και χρυσοκέρινο πρόσωπό της, που το βρέχουνε ολοένα τα δάκρυα του βασανισμένου λαού μας, γιατί δεν έχουμε άλλη να μας βοηθήσει, παρεκτός από την Παναγία, «άλλην γαρ ουκ έχομεν αμαρτωλοί προς Θεόν εν κινδύνοις και θλίψεσιν αεί μεσιτείαν, οι κατακαμπτόμενοι υπό πταισμάτων πολλών».
Το κάλλος της Παναγίας δεν είναι κάλλος σαρκικό, αλλά πνευματικό, γιατί εκεί που υπάρχει ο πόνος κ' η αγιότητα, υπάρχει μονάχα κάλλος πνευματικό. Το σαρκικό κάλλος φέρνει τη σαρκική έξαψη, ενώ το πνευματικό κάλλος φέρνει κατυάνυξη, σεβασμό κι αγνή αγάπη. Αυτό το κάλλος έχει η Παναγία. Κι' αυτό το κάλλος είναι αποτυπωμένο στα ελληνικά εικονίσματά της που τα κάνανε άνθρωποι ευσεβείς οπού νηστεύανε και ψέλνανε και βρισκόντανε σε συντριβή καρδίας και σε πνευματική καθαρότητα.
Στην όψη της Παναγίας έχει τυπωθεί αυτό το μυστικό κάλλος που τραβά σαν μαγνήτης τις ευσεβείς ψυχές και τις ησυχάζει και τις παρηγορά. Κι' αυτή η πνευματική ευωδία είναι το λεγόμενο Χαροποιόν Πένθος που μας χαρίζει η θρησκεία του Χριστού, ένα βότανο άγνωστο στους ανθρώπους που δεν πήγανε κοντά σ' αυτόν τον καλόν ποιμένα.
Τούτη τη χαροποιά λύπη την έχουνε όλα όσα έκανε η ορθόδοξη τέχνη, και τα ευωδιάζει σαν σμύρνα και σαν αλόη, καν εικόνισμα είναι, καν υμνωδία, καν ψαλμωδία, καν χειρόγραφο, καν άμφια, καν λόγος, καν κίνημα, καν ευλογία, καν χαιρετισμός, καν μοναστήρι, καν κελλί καν σκαλιστό ξύλο, καν κέντημα, καν καντήλι, καν αναλόγι, καν μανουάλι, ότι και νάναι αγιωτικό. Από τα ονόματα και μόνο που έδωσε η ορθοδοξία στην Παναγία, και που μ'; αυτά την καταστόλισε, όχι σαν είδωλο θεατρικό, όπως γίνηκε αλλού που φορτώσανε μια κούκλα με δαχτυλίδια και σκουλαρήκια και με ένα σωρό άλλα ανίερα και ανόητα πράγματα, λοιπόν αυτά μοναχά, λέγω, φαίνεται πόσο πνευματική αληθινά είναι η λατρεία της Παναγίας στην ελληνική ορθοδοξία.
Πρώτα-πρώτα το ένα αγιώτατο όνομά της: Παναγία. Ύστερα τα άλλα: Υπερευλογημένη, Θεοτόκος, Παναμώμητος, Τιμιωτέρα των Χερουβείμ και ενδοξωτέρα ασυγκρίτως των Σεραφείμ, Ζώσα και Άφθονος, Πηγή, Έμψυχος Κιβωτός, Άχραντος, Αμόλυντος, Κεχαριτωμένη, Αειμακάριστος και Παναμώμητος, Προστασία, Επακούουσα, Γρηγορούσα, Γοργοεπήκοος, Ηγιασμένος Ναός, Παράδεισος λογικός, Ρόδον το Αμάραντον, Χρυσούν Θυμιατήριον, Χρυσή Λυχνία, Μαναδόχος Στάμνος, Κλίμαξ Επουράνιος, Πρεσβεία θερμή, Τείχος απροσμάχητον, Ελέους Πηγή, του Κόσμου Καταφύγιον, Βασιλέως Καθέδρα, Χρυσοπλοκώτατος Πύργος και Δωδεκάτειχος Πόλις, Ηλιοστάλακτος Θρόνος, Σκέπη του Κόσμου, Δένδρον αγλαόκαρπον, Ξύλον ευσκιόφυλλον, Ακτίς νοητού ηλίου, Σιών αγία, Θεού κατοικητήριον, Επουράνιος Πύλη, Αδικουμένων προστάτις, Βακτηρία τυφλών, Θλιβομένων η χαρά, και χίλια δυο άλλα, που βρίσκονται μέσα στα βιβλία της εκκλησίας. Κοντά σ' αυτά είναι και τα ονόματα που γράφουνε απάνω στα άγια εικονίσματά της οι αγιογράφοι: Οδηγήτρια, Γλυκοφιλούσα, Πλατυτέρα των Ουρανών, η Ελπίς των απελπισμένων, η Ταχεία Επίσκεψις, η Αμόλυντος, η Ελπίς των Χριστιανών, η Παραμυθία, η Ελεούσα κι άλλα πολλά, που γράφουνται από κάτω από τη συντομογραφία: ΜΗΡ ΘΥ, που θα πεί Μήτηρ Θεού.
Πόση αγάπη, πόσο σέβας και πόσα κατανυκτικά δάκρυα φανερώνουνε μοναχά αυτά τα ονάματα, που δεν ειπωθήκανε σαν τα λόγια οπού βγαίνουνε εύκολα από το στόμα, αλλά που χαραχτήκανε στις ψυχές με πόνο και με ταπείνωση και με πίστη. Αμή οι ύμνοι της πούναι αμέτρητοι σαν τάστρα τ'; ουρανού κ'; εξαίσιοι στο κάλλος, και που τους συνθέσανε οι άγιοι υμνολόγοι, «θίασον συγκροτήσαντες πνευματικόν»! Σ' αυτό το ευωδιασμένο περιβόλι βρίσκουνται όλα τα αμάραντα άνθη και τα ευωδιασμένα βότανα του λόγου.
Αληθινά προφήτεψε η ίδια η Παναγία για τον εαυτό της, τότε που πήγε στο σπίτι του Ζαχαρία και την ασπάσθηκε η Ελισάβετ, πως θα τη μακαρίζουνε όλες οι γενεές: «Εκείνες τις μέρες, σηκώθηκε η Μαριάμ και πήγε στην Ορεινή με σπουδή στην πολιτεία του Ιούδα και μπήκε στο σπίτι του Ζαχαρία και χαιρέτησε την Ελισάβετ. Και σαν άκουσε η Ελισάβετ τον χαιρετισμό της Μαρίας πήδηξε το παιδί μέσα στην κοιλιά της (2). Και γέμισε Πνεύμα Άγιο η Ελισάβετ και φώναξε με φωνή μεγάλη κ'; είπε: Βλογημένη είσαι εσύ ανάμεσα στις γυναίκες και βλογημένος ο καρπός της κοιλίας σου. Κι'; από πού μου ήρθε αυτό το καλό, νάρθει η μητέρα του κυρίου μου προς εμένα; γιατί μόλις ήρθε η φωνή του χαιρετισμού σου στ' αυτιά μου, ξεπέταξε το παιδί στην κοιλιά μου, κι' είναι μακάρια εκείνη που πίστεψε σε όσα της είπεν ο Κύριος.
Κι' είπε η Μαριάμ: «Δοξολογά η ψυχή μου τον Κύριο κι' αναγάλλιασε το πνεύμα μου για το Θεό τον σωτήρα μου, γιατί καταδέχθηκε να κυτάξει την ταπεινή τη δούλα του. Γιατί, να, από τώρα κ' ύστερα θα με μακαρίζουνε όλες οι γενεές, επειδή έκανε σε μένα μεγαλεία ο Δυνατός, κ' είναι αγιασμένο τ' όνομά του, και το έλεός του πηγαίνει από γενεά σε γενεά σε κείνους που έχουνε τον φόβο του». Αμέτρητες είναι οι υμνωδίες της Παναγίας, μα αμέτρητα είναι και τα σεμνόχρωμα εικονίσματά της, που καταστολίζουνε τις εκκλησιές μας, ζωγραφισμένα στο σανίδι είτε στον τοίχο. Σε κάθε ορθόδοξη εκκλησιά στέκεται το εικόνισμά της στο τέμπλο από τα δεξιά της άγιας Πόρτας.
Σε άλλες εικόνες ζωγραφίζεται και μοναχή, μα στα εικονίσματα του τέμπλου κρατά πάντα τον Χριστό στην αγκαλιά της απ' τ' αριστερά, σπάνια απ' τα δεξιά, (τότε λέγεται Δεξιοκρατούσα). Το κεφάλι της είναι σκεπασμένο σεμνά και σοβαρά με το μαφόριο, ένα φόρεμα φαρδύ κι' ιερατικό σκούρο βυσσινί, που πέφτει στον ώμο της απλόχωρο, αφήνοντας να φαίνεται μοναχά το μακρουλό πρόσωπό της και τα χέρια της. Από μέσα από το σκέπασμα φαίνεται μια στενή λουρίδα από το δέσιμο του κεφαλιού της που σφίγγει το μέτωπό της και αφίνει να φανούνε μονάχα οι άκρες των αυτιών της. Το μέτωπό της είναι σαν μελαχροινό φίλντισι, αγνό, απλό και κατακάθαρο.
Τα ματόφρυδά της είναι καμαρωτά, ζωηρά και μακρυά, φτάνοντας ίσαμε κοντά στ'; αυτιά της, τα μάτια της αμυγδαλωτά, ισκιωμένα, καστανά, βαθειά, σοβαρά μα γλυκύτατα, με τ'; ασπράδι καθαρό μα ισκιωμένο. Το βλέμμα της είναι μελαγχολικό απλό, ίσιο, ήσυχο, συμπαθητικό, αγαπητό, θλιμένο μα και μαζί χαροποιό, αυστηρό μα και μαζί συμπονετικό, αγιώτατο, πνευματικό, αθώο, σκεφτικό, άμωμο, ελπιδοφόρο, υπομονητικό, πράο, σεμνώτατο, μακρυά από κάθε σαρκικόν λογισμό, καθρέφτισμα μυστικό του παραδείσου, βασιλικό και ταπεινό, ανθρώπινο και θεϊκό, άκακο, αδελφικό, ευγενικό, ελεγκτικό, άγρυπνο, γαληνό, φιλάνθρωπο, μητρικό, παρθενικό, δροσερό, καυτερό για όσους έχουνε πονηρούς λογισμούς, τρυφερό,διαπεραστικό, ερευνητικό, απροσποίητο, ηγεμονικό, συγκαταβατικό, παρακαλεστικό, αμετασάλευτο. Η μύτη της είναι μακρυά και στενή, με μέτρο, ιουδαϊκή, άσαρκη, με λεπτά ρουθούνια, λίγο γυριστή, σεμνή.
Το στόμα της μικρό, ντροπαλό, φρόνινμο, κλειστό, καθαρό, ισκιωμένο κατά το μάγουλο, σαν να χαμογελά ελαφρά. Το πηγούνι της γυριστό, σεβαστό, ανεπιτήδευτο, ταπεινό. Το μαγουλό της, παρθενικό, καθαρό, χνουδωτό, ευωδιασμένο, ντροπαλό, χλωμό με μιαν ελαφρότατη ροδοκοκκινάδα. Ο λαιμός της γυρτός ταπεινά, σμίγει με το πηγούνι μ' ένα απαλό ίσκιασμα που το λέγανε οι παλαιοί γλυκασμό. Το όλο πρόσωπό της είναι ιερατικό και θρησκευτικό, και μαρτυρά αρχαία φυλή. Τα άχραντα χέρια της είναι μικρά, στενά μακροδάχτυλα, λεπτόνυχα. Με το αριστερό βαστά τον Χριστό, και το δεξί τόχει ακουμπισμένο σεμνά απάνω στο στήθος της, σε στάση παρακαλεστική, με το μεγάλο δάχτυλο μακρυά από τ' άλλα. Στα πιο αρχαία εικονίσματα αυτό το χέρι είναι πιο όρθιο και πιο ψηλά, κοντά στο λαιμό. Ο πιο αυστηρός τύπος της Παναγίας είναι η λεγόμενη Οδηγήτρια, που έχει όρθια την κεφαλή της, έκφραση απαθέστερη και το όλο σχήμα της είναι πιο ιερατικό.
Ενώ η Γλυκοφιλούσα έχει το κεφάλι της γυρτό κατά το παιδί της, που τ' αγκαλιάζει σφιχτότερα, κ' η έκφρασή της είναι πιο αισθηματική. Η Πλατυτέρα παριστάνεται καθισμένη απάνω στο θρόνο, αυστηρή κι' αλύγιστη, και βαστά τον Χριστό στα γόνατά της, ακουμπώντας τόνα χέρι της στον ώμο του και με τ' άλλο βαστώντας το πόδι του ή ένα μαντήλι.
Στην Ελλάδα, οι περισσότερες εκκλησιές της Παναγίας γιορτάζουνε κατά την Κοίμηση της Θεοτόκου, δηλαδή στις 15 Αυγούστου. Τα τροπάρια που ψέλνουνε σ' αυτή τη γιορτή είναι από τα πιο εξαίσια. Το δοξαστικό του Εσπερινού είναι το μονάχο τροπάρι που ψέλνεται με τους οχτώ ήχους, κάθε φράση κι' άλλος ήχος· αρχίζει από τον πρώτον ήχο και τελειώνει πάλι στον πρώτον.
Μα ολάκερη η Ελλάδα δεν υμνολογά την Παναγία μονάχα με τους ψαλτάδες και με τους παπάδες στις εκκλησιές, αλλά και με το κάθε τι της, με τα χωριά, με τα βουνά, με τα νησιά, πούχουνε τ' αγιασμένο τ' όνομά της. Τα καράβια βολτατζάρουνε στη δροσερή θάλασσα, ανοιχτά από τους κάβους πούναι χτισμένα τα μοναστήρια της, έχοντας στη πρύμνη σκαλισμένο τ' αγαπημένο και προσκυνητό όνομά της.
Όποιος ταξιδεύει στα ελληνικά νερά, σ' όποιο μέρος κι' αν βρεθεί τη μέρα της Παναγίας, θαν ακούσει απ' ανοιχτά τις καμπάνες απάνω από το πέλαγο. Άλλες έρχουνται από τ' Αγιον Όρος που το λένε Περιβόλι της Παναγίας, άλλες από την Τήνο πούχει το ξακουστό παλάτι της, άλλες από την Σαλαμίνα που γιορτάζει η Φανερωμένη, άλλες από τη Μυτιλήνη, από την Παναγιά της Αγιάσσος και της Πέτρας, άλλες από το Μοναστήρι της Σίφνου, άλλες από τη Σκιάθο, άλλες από τη Νάξο, από κάθε νησί, από κάθε κάβο, από κάθε στεριά.

Φώτης Κόντογλου

Εἶπε ὁ γέρων Παϊσιος...




Μόνο μέ τή μετάνοια θά ἐρθει τό ποθούμενο !


http://hristospanagia3.blogspot.gr

ΤΙ ΘΑ ΔΟΥΝ ΤΑ ΜΑΤΙΑ ΜΑΣ…




Ο Μάρκος ο Ευγενικός πάλεψε με το μεγάλο θηρίο, τον πάπα, που τόσα χρόνια βασανίζει τον κόσμο. Και τώρα στα χρόνια μας- τι θα δούνε τα ματάκια μας…, προτιμότερο να μας πάρει ο Θεός από τον κόσμο τούτο, παρά να δούμε τις κακές ημέρες που έρχονται- κακά σημάδια έχομε. Ας γλεντάνε ας διασκεδάζουν, ας βγάζουν τα μάτια τους έρχεται η οργή του Θεού. Χειρότερη από κείνη που ζήσαμε το 1940. Θυμάστε την πείνα, θυμάστε τη δυστυχία, θυμάστε τη σκλαβιά; Θυμᾶστε τις κρεμάλες; Θυμάστε όλα αυτά που ζήσαμε όλοι όσοι μείναμε πιστοί στην πατρίδα και την Εκκλησία; Έρχονται πάλι τέτοιες ημέρες.

Θεολόγοι, παπάδες, δεσποτάδες, πατριάρχες μας λένε να πάμε να προσκυνήσουμε τον πάπα. Πέφτουμε από το θρόνο μα τον πάπα δεν τον προσκυνάμε. Και τρεις μητροπόλεις, της Ελευθερουπόλεως, της Φλωρίνης και της Παραμυθιάς παύσαμε το μνημόσυνο του πατριάρχου Αθηναγόρα. Γιατί; Θέλει με το ζόρι να μας κάνει Φράγκους. Δεν θα γίνουμε Φράγκοι. Το γράψαμε στον Αθηναγόρα είμεθα έτοιμοι και το θρόνο και τη ζωή μας να χάσουμε, παρά να προσκυνήσουμε τον πάπα. Έρχονται τέτοιες κακές ημέρες όλοι θέλουν να πάμε στον πάπα.

Εγώ νομίζω, ότι πρέπει να μείνουμε ορθόδοξοι. Ορθόδοξοι όπως και οι πατέρες μας, ορθόδοξοι όπως γενεαί γενεών όπως φωνάζει ολόκληρος η Ιστορία. Είμαστε παιδιά των προμάχων της Ορθοδοξίας, του Μάρκου του Ευγενικού και του Μεγάλου Αθανασίου, είμεθα παιδιά του αγίου Νικολάου, είμεθα παιδιά του αγίου Δημητρίου, είμεθα παιδιά της Ορθοδοξίας και κανείς μας με τη βοήθεια του Θεού δεν θα την αρνηθεί.

Ας παρακαλέσουμε τον Θεό, να μας κρατήσει όλους ενωμένους, πιστούς εις την αγία μας Ορθοδοξία, της οποίας το κάλλος είναι αμήχανον και η δόξα είναι απερίγραπτος.

Aπο το βιβλίο Μητροπολίτου Φλωρίνης π. Αυγουστίνου Καντιώτου
«ΟΙ ΧΡΙΣΤΙΑΝΟΙ ΣΤΟΥΣ ΕΣΧΑΤΟΥΣ ΚΑΙΡΟΥΣ», εκδοση Β΄, 2008, σελ. 38

Ἀδελφοί μου, μετανοεῖτε, ἐπειδή πλησιάζει ἡ Βασιλεία τῶν Οὐρανῶν






Ἐπειδή ποτέ μέχρι τώρα δέν ἦταν τόσο ἀδύναμα τά βασίλεια τῆς γῆς. 

Τά βασίλεια τῆς γῆς δέν ἦταν πιό ἀνίσχυρα νά προσφέρουν στήν ἀνθρώπινη ζωή κάποια ὑψηλή ἀξία καί κάποιο ὑψηλό στόχο. Γι᾿ αὐτό τό λόγο δέν μποροῦν νά γλυκάνουν τή ζωή μέ κάποιο αἰώνιο καλό, οὔτε νά μεταμορφώσουν τήν ἀνθρώπινη ζωή μέ τή χαρά καί τό φῶς.

Οἱ πρόγονοί σας ἁμάρτησαν, ἁμαρτήσατε καί ἐσεῖς. Ἀπό τή διπλή ἁμαρτία, εἶναι διπλό καί τό φορτίο στή ζωή σας. Μετανοεῖτε, γιά νά μήν σηκώσουν οἱ γιοί σας τριπλάσιο φορτίο καί οἱ ἀπόγονοί σας τετραπλάσιο φορτίο.

Ἄν ἐσεῖς, οἱ κάτοικοι τῆς πρωτεύουσας μετανοήσετε, θά δεῖτε σύντομα πώς ἡ μετάνοια εἶναι κολλητική. Θά δεῖτε στή συνέχεια, καί πώς ὅλος ὁ λαός μας θά μετανιώσει. Ὁ λαός μας ἔχει ὡς παράδειγμα τώρα τίς δικές σας ἁμαρτίες καί λάθη, ὁ λαός τῆς ἐπαρχίας ἔχει ὡς παράδειγμα τίς ἁμαρτίες καί τίς κακές συνήθειες τῆς πρωτεύουσας, τόν ἐγωισμό της, τήν μιαρότητά της καί τήν ἀθεΐα της. Ὁ λαός μας ἐάν ἡ πρωτεύουσα ἦταν ἐνάρετη, γρήγορα θά τήν μιμοῦνταν.Ἐπειδή δέν εἶναι μόνον ἡ ἁμαρτία κολλητική, κολλητική εἶναι καί ἡ ἀρετή!

Ἡ ψυχή τοῦ λαοῦ, λυπημένη παρακολούθησε ὅλους τούς δρόμους τῆς πρωτεύουσας, πού τήν ἀπομάκρυναν ἀπό τόν Θεό. Μέ εὐλογημένη χαρά θά παρακολουθήσει καί ὅλους τούς δρόμους, πού ὁδηγοῦν στόν Θεό, γιατί τίποτε πιό τρυφερό καί πιό ὡραῖο δέν ὑπάρχει ἀπό τήν ψυχή ἑνός ταλαιπωρημένου καί ἁπλοῦ λαοῦ! Γι᾿ αὐτό τό λόγο, μιά τέτοιου εἴδους ψυχή ὁδηγεῖται στό στραβό δρόμο, ἀλλά καί εὔκολα «ἰσιώνει». Ἄν μόνο ἐσεῖς, οἱ κάτοικοι τῆς πρωτεύουσας μετανιώσετε, θά δεῖτε τό θαῦμα τῆς μετάνοιας τοῦ ὑπόλοιπου λαοῦ, θαῦμα πού σάν αὐτό οἱ ἄνθρωποι σπάνια βλέπουν. Τώρα εἵστε περήφανοι γιά τίς πολεμικές σας ἐπιτυχίες καί γιά τό κράτος σας. Ὁ Θεός ὅμως δέν θά σᾶς ρωτήσει τήν ὥρα τῆς κρίσης, οὔτε γιά τίς πολεμικές σας ἐπιτυχίες, οὔτε γιά τό κράτος σας, ἀλλά γιά τήν ψυχή σας πού «σαπίζει» λόγῳ τῶν ἁμαρτιῶν σας καί λόγῳ τῶν κακῶν συνηθειῶν σας. Δέν θά ζητήσει ὁ Θεός ἀπό ἐσᾶς ἐπικυρωμένα ἔγγραφα ἰδιοκτησίας τῶν ἀκινήτων σας, οὔτε τόν χάρτη τοῦ κράτους σας, ἀλλά θά ζητήσει ἀπό ἐσᾶς τήν ψυχή σας, ἡ ὁποία γιά Αὐτόν εἶναι πιό πολύτιμη ἀπό ὅλους τούς θησαυρούς καί ἀπό ὅλους τούς πολιτισμούς σ᾿ ὅλη τή γῆ.

Τώρα δέν μπορεῖτε τίποτε νά καταλάβετε, ἀλλά ὅταν θά μετανιώσετε, θά ἀποκαλυφθεῖ ἡ φρικτή ἀλήθεια: πώς μέ τό βάρος τῆς περιουσίας σας, πού ἀγαπᾶτε εἰδωλολατρικά, μέ τό βάρος τοῦ τεράστιου κράτους σας καί μέ τό βάρος τῆς ματαιοδοξίας σας, συνθλίψατε τήν ψυχή σας. Λίγο ἀκόμα καί θά τήν μετατρέπατε σέ στάχτη.
Μποροῦν νά ἐλπίζουν οἱ ἄνθρωποι χωρίς ψυχή, πῶς ὁ Θεός θά τούς βοηθήσει; Θά νιώθουν ντροπή οἱ ἄνθρωποι αὐτοί ἐνώπιον τοῦ Χριστοῦ, ἀφοῦ τό πρώσοπό τους εἶναι σάν σβησμένο κάρβουνο; Ὁ Ἡρώδης καί ὁ Καϊάφας δέν ντράπηκαν ὅταν ἀντίκρισαν τό πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ, γιατί τό πρόσωπό τους καί ἡ ψυχή τους ἦταν σάν σβησμένο κάρβουνο.

Καί ἐσεῖς, ἐάν δέν μετανιώσετε, νά ξέρετε πώς θά ἀνήκετε στήν ἴδια ὁμάδα μέ τόν Ἡρώδη καί τόν Καϊάφα, θά εἵστε «δολοφόνοι» τοῦ Χριστοῦ, ὅπως κάι ἐκεῖνοι καί τό τέλος σας ἀναπόφευκτα θά εἶναι ἴδιο μέ τό δικό τους. Ἐπειδή ἴδιο εἶναι τό τέλος, ὅλων ὅσων γνώρισαν τόν Χριστό καί Τόν ἀρνήθηκαν.
Ἀπό τό βιβλίο: "Γιά τήν μετάνοια καί τήν ἐμπιστοσύνη στόν Θεό"

ΕΚΔΟΣΕΙΣ «ΟΡΘΟΔΟΞΟΣ ΚΥΨΕΛΗ»

Ἁγίου Νικολάου Ἀχρίδος

«ζούμε στον καιρό του Αντίχριστου, εγώ δεν θα τον προλάβω, εσύ όμως θα τα ζήσεις αυτά»



«Διότι το να έχει κανείς επίγνωση του αληθινού Θεού 
είναι όλες οι αρετές μαζί» 
Σοφία Σολομώντος

Ένας άλλος κάτοικος αυτής της περιοχής, της Καψάλας, ήταν και ό γέρο-Σάββας.
Ήταν ψηλός, γύρω στο 1.90, μελαχρινός πού είχε ασπρίσει και αδύνατος. Όταν τον γνώρισα πρέπει να είχε γύρω στα 70 χρόνια ζωής. Ελαφρά καμπουριασμένος και όταν ήταν κουρασμένος έσερνε λίγο το πόδι του. Όταν τον έβλεπες έλεγες μέσα σου «τί λεβεντόγερος είναι αυτός». Πραγματικά τον θαύμαζα για την λεβεντιά του και την ανδρεία του. Ήταν Κρητικός.Τα κουτσομπολιά της περιοχής του καταλόγιζαν σαν μειονέκτημα ότι είχε αλλάξει πολλούς τόπους, σαν μοναχός και αυτό δεν ήταν καλό σημάδι. Όμως εγώ του είχα μία μεγάλη συμπάθεια πού μου την ανταπέδιδε και αυτός.
Ό π. Παΐσιος μου είχε μιλήσει γι' αυτόν με πολύ καλά λόγια, αλλά δεν ήταν μόνον αυτός ό λόγος πού τον συμπαθούσα. Ήταν αυτός ό ίδιος, ή λεβεντιά του, ή αρετή του, ή χάρις πού αναπαυόταν πάνω του και του έδιναν μία γλυκύτητα.
Οπότε περνούσα από το κελί του, σπάνια βέβαια, με καλοδεχόταν και μου μιλούσε.
Απ' όλες τις κουβέντες του, θυμάμαι κυρίως μία, πού τυπώθηκε στο μυαλό μου εξ αιτίας της βεβαιότητας, με την οποία μου την είπε. Είπε «ζούμε στον καιρό του Αντίχριστου, εγώ δεν θα τον προλάβω, εσύ όμως θα τα ζήσεις αυτά». Δεν πολύ χαμπάριζα τότε για τον Αντίχριστο. Αργότερα έμαθα περισσότερα και αργότερα εκτίμησα το βάρος της κουβέντας.
Το γεγονός όμως πού μ' έκανε να τον θαυμάσω ακόμα περισσότερο και να υποπτευθώ τον μεγάλο πνευματικό πλούτο πού έκρυβε μέσα στην ψυχή του, την δόξα της ψυχής του δηλαδή, θα σας το διηγηθώ αμέσως παρακάτω.
Πλησίαζε ή 15η Αυγούστου. Ή εορτή της Κοιμήσεως της Θεοτόκου. Όλο το Αγιον Όρος εόρταζε, από άκρη σ' άκρη. Το περιβόλι της Παναγίας τιμούσε, δοξολογούσε, χαιρόταν την προστάτιδα του, την Παναγία.
Σ' όλα τα μοναστήρια γινόντουσαν αγρυπνίες προς τιμήν της Παναγίας. Δεν υπήρχε μοναχός, δεν υπήρχε άνθρωπος πού να μη συμμετέχει σ' αυτή την πανήγυρη. Ετοιμαστήκαμε κι εμείς να κατεβούμε στο μοναστήρι, όπου ύπήγετο το κελί, για να πάρουμε μέρος στην αγρυπνία.
Εκείνη τη μέρα λοιπόν μ' έπιασε εμένα ένας φοβερός πόλεμος. Φοβερός για μένα, για τα μέτρα μου. Για τούς πατέρες πού ήταν προχωρημένοι θα ήταν ίσως... αστείος. Για μένα όμως ήταν κάτι πού μ' έφτασε στα όρια μου... Πώς ήταν: Ξαφνικά γέμισε το μυαλό μου από σκέψεις. Αν δηλαδή μια συνηθισμένη μέρα υπήρχαν για παράδειγμα 2-3 σκέψεις στο μυαλό μου το λεπτό, ας πούμε, ξαφνικά έγιναν 100-200 σκέψεις. Με μια μεγάλη ταχύτητα, ή μία πίσω από την άλλη σπρώχνονταν να χωρέσουν, πίεζαν αφόρητα, ή μια τραβούσε από τη μια μεριά, ή άλλη από την άλλη. Δημιουργούσαν σύγχυση στο νου, πράγμα πού επιδείνωνε την πίεση. Επί πλέον όλες αυτές ήταν αρνητικές σκέψεις, κακές σκέψεις, άσχημες σκέψεις, πού όλες με προέτρεπαν να μην πάω στην αγρυπνία. Τα έχασα! Τί ήταν αυτό;... Σκεφτείτε τώρα να συμβαίνει το εξής: Κάποιος φλύαρος, πονηρός, κακός και ύπουλος να μιλάει συνέχεια κολλημένος στο αυτί σας. Να σχολιάζει τα πάντα γύρω σας, ανθρώπους και καταστάσεις με τέτοια διάθεση. Προσπαθείς να τον αντικρούσεις, να βάλεις τα πράγματα σε κάποιο λογικό πλαίσιο και αυτός να μην σου δίνει σειρά να μιλήσεις. Σε βομβαρδίζει ακατάπαυστα. Γρήγορα σε πιάνει πονοκέφαλος και αθυμία.
Κι αν βέβαια ήταν κάποιος άνθρωπος, φεύγεις μακριά του, ησυχάζεις και ηρεμείς μετά από κάποια ώρα. Τί μπορεί να κάνει κανείς όμως, όταν δεν μπορεί να απαλλαγεί από αυτό το φλύαρο, κακό, άσχημο στόμα; "Όταν αύτη ή κατάσταση σε ακολουθεί και στο κρεβάτι σου; Όταν αύτη ή κατάσταση κρατήσει τρεις-τέσσερεις μέρες συνέχεια;... Πρόσθεσε τώρα πάνω στα προηγούμενα και το γεγονός ότι για πρώτη φορά αντιμετώπιζα τότε τέτοιες καταστάσεις. Ήταν ένας νοητικός πόλεμος. Πόλεμος με τις σκέψεις. Ό «πόλεμος των λογισμών», όπως τον ονομάζουν οι ορθόδοξοι μοναχοί.
Γνώριζα ότι δεν ήταν ό εαυτός μου. Προσπάθησα ν' αντιδράσω. Προσπάθησα να τις διώξω! Κανένα αποτέλεσμα, μάλιστα έγιναν και πιο έντονες. Λες και τις ερέθιζα. 
Προσπάθησα με την ευχή! Εύρισκα μεγάλη αντίσταση και γρήγορα, αδύναμα, υποχωρούσα και καμπτόμενος σταματούσα.
Ήμουν αδύναμος. Δεν μπορούσα ν' αντιδράσω! Σχεδόν δεν πίστευα σ' αυτό πού μου συνέβαινε.
Ό ησυχαστής πού με φιλοξενούσε, με μια ματιά πού μου έριξε, με κατάλαβε.
- Μαζεύτηκε το μελίσσι, μου είπε χαμογελώντας. Για να δούμε, θα κάνεις υπομονή;
Όντως ήταν σαν μελίσσι αυτές οι σκέψεις, γιατί «δάγκωναν» και... πονούσαν.
Δεν μπόρεσα να κοιμηθώ το βράδυ, γιατί το κακό συνεχιζόταν, και ή προσευχή μου γινόταν μηχανικά, χωρίς εσωτερική συμμετοχή.
Το πρωί το κεφάλι μου πονούσε. Ή αϋπνία είχε μειώσει τις δυνάμεις μου και είχα πια ένα γερό πονοκέφαλο. Νόμιζα ότι το μυαλό μου θα ξεβιδωθεί από τη γρηγοράδα, το στρίμωγμα και το αλλοπρόσαλλο των σκέψεων.
Το απόγευμα κατεβήκαμε στο μοναστήρι, όπου μας παραχώρησαν ένα δωμάτιο να ξεκουραστούμε λίγες ώρες πριν την αγρυπνία. Ξάπλωσα μεν, αλλά δεν μπόρεσα να ησυχάσω το νου μου.
"Άρχισε ή αγρυπνία και μπήκα στην εκκλησία πτώμα από την κούραση, το κακό συνεχιζόταν και καθώς ή κούραση μεγάλωνε εγώ γινόμουν όλο και χειρότερα.
Ό γέρο-Σάββας συμμετείχε κι αυτός στην αγρυπνία. Ήταν μοναχός πολλά χρόνια, "έμπειρος και προχωρημένος στα πνευματικά", όπως μου είχε πει ό π. Παίσιος. Ήρθε και με πλησίασε χαμογελώντας στο στασίδι όπου ήμουν σωριασμένος. Αγαπιόμασταν και χάρηκα πού τον είδα.
- Τί γίνεται, πώς πάει ό αγώνας; ρώτησε.
- Δύσκολα, γέροντα, είπα.
Καθώς έσκυψα να του φιλήσω το χέρι, το τράβηξε και μου έδωσε μία χαϊδευτική καρπαζιά στο κεφάλι. Τί έγινε; Πώς διαλύθηκε ή καταιγίδα; Πώς σκόρπισαν τα σύννεφα; Πώς έγινε τέτοια γαλήνη; Τί χαρά και ανακούφιση ήταν αυτή; Πού χάθηκαν όλες αυτές οι σκέψεις; Πώς σταμάτησαν έτσι ξαφνικά; Τί καρπαζιά ήταν αύτη; Τί θεία δύναμη κρυβόταν σ' αυτό το ροζιασμένο
χέρι;
Σήκωσα το κεφάλι μου ξαφνιασμένος και τον κοίταξα όλος χαρά.
- Άντε πάμε να ψάλλουμε λίγο, μου λέει και τον ακολούθησα χαρούμενος στο ψαλτήρι. Καθίσαμε δίπλα-δίπλα και ψάλλαμε στην Παναγία μας. Ένοιωθα τόσο άνετα, τόσο όμορφα, τόσο γλυκά δίπλα του. Με είχε σκεπάσει για λίγο με τις πνευματικές του φτερούγες.
Ανάμεσα στα ψαλσίματα μου είπε:
- Μη φοβάσαι, σε πειράζει ό δαίμονας. Δεν έχει δύναμη. Έμενα τί μου έκανε σήμερα! Το πρωί έκανα καθιστός κομποσκοίνι. Μου έφερε έναν ελαφρύ ύπνο και τον είδα να με κοροϊδεύει. "Όρμησα πάνω του να τον διώξω και έφυγε. Καθώς έφευγε τον ρώτησα από πού είσαι; Από το Ικόνιο, από το Ικόνιο φώναξε και χάθηκε. Εκεί από τη Μικρά Ασία. Είχαν πολλούς ειδωλολατρικούς ναούς εκεί. Ξύπνησα μετά και τον άκουγα πού φώναζε μέσα από το ρουμάνι, άλλοτε σαν ζώο, σαν γουρούνι, σαν... παράξενος, όλο αγριάδα. Για να μας φοβίσει το κάνει, να σταματήσουμε την προσευχή. "Όμως δεν έχει δύναμη, μόνο ψευτοφοβέρες κάνει από μακριά. Τον έχει δεμένο ό Θεός. Δεν τον αφήνει ελεύθερο, αλλιώς αυτός θα μας σκότωνε, θα μας έκανε κομμάτια.

Μη φοβάσαι, μας προστατεύουν ή Παναγία και οι Άγιοι.

Τί να φοβηθώ;... Έπλεα σε πελάγη χαράς!... Δέ μου είχε μόλις προ ολίγου ό γέροντας αποκαλύψει την πνευματική του δύναμη; Δέ με γλύτωσε απ' αυτό τον μπελά; Δεν έδιωξε μακριά μου το δαίμονα; Εγώ χαιρόμουν πού ό Θεός μου αποκάλυψε έναν ακόμη αληθινό μοναχό.
Καθώς προχωρούσε ή αγρυπνία, μπήκαν άλλοι άνθρωποι μεταξύ μας και χωρίσαμε με το γέροντα. Έβγαλα την αγρυπνία κανονικά από 'κει και ύστερα.
Μετά την αγρυπνία ξεκουραστήκαμε, και το πρωί όταν ξύπνησα, ό γέρο-Σάββας είχε φύγει από το μοναστήρι για το ησυχαστικό κελλάκι του.
Αυτό το ελαφρό χτυπηματάκι στο κεφάλι, έμοιαζε τόσο με αυτά πού μου έδινε ό γέρο-Παίσιος πού σχεδόν αυτόματα χους συσχέτισα τούς δύο τους.
Βέβαια ή «ένταση» της Χάριτος του γέροντος Παϊσίου, όπως την βίωσα εγώ, ήταν πολύ μεγαλύτερη. "Όμως ποιος μου λέει ότι αν ό πνευματικός κίνδυνος, ό πνευματικός αγώνας πού αντιμετώπιζα, ήταν πιο μεγάλος, ποιος μου λέει ότι δεν θα ανταποκρινόταν και σ' αυτό με μεγαλύτερη χάρη και ό γέρο-Σάββας;
Αλλά τί σημασία έχουν όλα αυτά; Είναι σαν να κοιτάς δυο ουρανοξύστες πού χάνονται στα βάθη του ουρανού και να προσπαθείς να μαντέψεις ποιος είναι ψηλότερος.
Καλλίτερα ας φροντίσουμε να οικοδομήσουμε πνευματικά την δική μας ψυχή.
Ό Θεός έχει πολλούς κρυμμένους Άγιους πού, όταν υπάρχει ανάγκη, τούς φανερώνει για να βοηθήσουν τον κόσμο.
Την ευχή σου να έχουμε όλοι μας γέροντα Σάββα, τώρα πού φαίνεται να βρίσκεται στην πόρτα μας ό Αντίχριστος. Αμήν.
Ό Απόστολος Παύλος μιλώντας για τον αντίχριστο λέγει:
«... ό αντικείμενος και ύπεραιρόμενος επί πάντα λεγόμενον Θεόν η σέβασμα, ώστε αυτόν εις τον ναόν του Θεού ως Θεόν καθίσαι, άποδεικνύντα εαυτόν ότι εστί Θεός... ου εστίν ή παρουσία
κατ ενέργειαν του σατανά εν πάση δυνάμει και σημείοις και τέρασι ψευδούς... ίνα κριθώσι πάντες οι μη πιστευσαντες τη αλήθεια, αλλ' εύδοκήσασντες εν τη αδικία». (Β' Θεσ., κεφ. β')

ΑΘΑΝΑΣΙΟΣ ΡΑΚΟΒΑΛΗΣ

Οι άγιοι δεν λένε τί να κάνεις αλλά πώς να το κάνεις.



Οι άγιοι δεν λένε τί να κάνεις, όπως εμείς όταν συμβουλεύουμε τους άλλους. Οι άγιοι δεν διδάσκουν από τα βιβλία. Μιλούν μόνο γι΄ αυτό που έζησαν οι ίδιοι και μόνο αν ερωτηθούν. Το να μιλάνε χωρίς να ερωτηθούν, το θεωρούν αργολογία.

Οι άγιοι δεν λένε τί να κάνεις αλλά πώς να το κάνεις. Παράδειγμα δεν λένε να μη φοβάσαι ,αλλά λένε και το πώς να μη φοβάσαι. Διάβαζα την Ιθάκη. Ο Καβάφης λέει δεν θα φοβάμαι αν δεν κουβαλώ μέσα μου τους Λαιστρυγόνας. Ποτέ δεν σκέφτηκα πώς δεν θα τους κουβαλώ μέσα μου.

Η βασική θεραπεία είναι αυτή της Εκκλησίας, η εξαγόρευση στον εξομολόγο, αν πιστεύεις. Η εξομολόγηση μοιάζει με τη θεραπεία που εφαρμόζει ο λαός, όταν θεραπεύει το δάγκωμα του σκορπιού με το δηλητήριο του σκορπιού.

Ο Θεός στην απιστευτη φιλανθρωπία Του μετατρέπει αυτό που μας αρωσταίνει μέσα μας σε φάρμακο που μας θεραπεύει όταν το βγάζουμε έξω με τη θέλησή μας. Όχι με την ανάκριση ή με τον ψυχολόγο ή τον ψυχαναλυτή. Γιατί όχι; Γιατί δεν πληρώνει κανείς κάποιον για να του ανοίξει την καρδιά του.

Με αυτήν την έννοια ακούστε τα λόγια της ηρωίδας του Μπέργκμαν στη Φθινοπωρινή Συμάρδουφωνία: "Αν μ΄αγαπήσει κάποιος όπως είμαι, ίσως τολμήσω να δω κι εγώ τον εαυτό μου όπως είναι." Ο πνευματικός είναι στη θέση του Ιησού που μας αγαπάει όπως είμαστε.

Του Μόσχου Εμμανουήλ Λαγκουβάρδου

Παραπάνω ἀπ᾿ ὅλους εἶναι ὁ ΧΡΙΣΤΟΣ.



... Ὁ Χριστός εἶναι ὁ Βασιλεύς τῶν βασιλευόντων καί Κύριος τῶν κυριευόντων. Ὁ Χριστός ὡς πρός τή δύναμι καί τό μεγαλεῖο εἶναι ἀσύγκριτος. Ὁ Χριστός χωρίς στρατό, χωρίς ὅπλα, νίκησε καί ἵδρυσε τήν πιό μεγάλη βασιλεία τοῦ κόσμου, τήν Ἐκκλησία Του, τῆς ὁποίας οὐκ ἔσται τέλος.

Στρατιῶτες τοῦ Χριστοῦ εἴμαστε ὅλοι ὅσοι βαπτισθήκαμε στό ὄνομα Του καί ἀπό τό ὄνομά Του ὀνομαζόμαστε χριστιανοί. Ὡς χριστιανοί πρέπει νά ἔχουμε σάν πρότυπο στή ζωή μας τόν Κύριό μας Ἰησοῦ Χριστό. Καθώς, δηλαδή, ἔζησε ὁ Χριστός, ἔτσι πρέπει κ᾿ ἐμεῖς νά ζοῦμε. Στά ἴχνη Του πρέπει νά βαδίζουμε.
Ἅγιος ὁ Χριστός; Ἅγιοι κ᾿ ἐμεῖς. 
Δίκαιος ὁ Χριστός; Δίκαια πρέπει νά ζοῦμε κ᾿ ἐμεῖς. 

Ἐλεήμων καί φιλάνθρωπος ὁ Χριστός; Ἐλεήμονες καί φιλάνθρωποι πρέπει νά εἴμαστε κ᾿ ἐμεῖς. 

Ἀγάπησε ὁ Χριστός τόν ἄνθρωπο καί ἀπό τό σταυρό συγχώρησε τούς ἐχθρούς Του πού τόν σταύρωσαν; Κ᾿ ἐμεῖς ἄς συγχωροῦμε τούς ἐχθρούς μας. 

Κήρυξε τήν ἀλήθεια ὁ Χριστός; κ᾿ ἐμεῖς ἄς εἴμαστε ἕτοιμοι παντοῦ καί πάντοτε νά κηρύτουμε τήν ἀλήθεια, ἔστω κι ἄν κινδυνεύουμε νά σταυρωθοῦμε.

Καί τώρα ἄς ρωτήσουμε· Ζοῦμε καθώς θέλει ὁ Χριστός; Μιμούμεθα τό Χριστό στήν ἀρετή; Δυστυχῶς, καθώς φωνάζει ἡ σκληρή πραγματικότητα, οἱ περισσότεροι ζοῦμε ἀντίθετα ἀπ᾿ ὅ,τι ἔζησε ὁ Χριστός. Τό ὄνομα μόνο ἔχουμε, τοῦ χριστιανοῦ, ἀλλά ἡ ζωή μας εἶναι ἀντιχριστιανική, εἰδωλολατρική...

Ἐπισκόπου Αὐγουστίνου Καντιώτου

Ἀπό τό βιβλίο:"Αἰσιόδοξα μηνύματα γιά διέξοδο στά ἀδιέξοδά μας καί ἀσφάλεια στίς ἀνασφάλειές μας".

ΕΚΔΟΣΕΙΣ «ΟΡΘΟΔΟΞΟΣ ΚΥΨΕΛΗ»

H ΔΥΝΑΜΗ ΤΗΣ ΠΡΟΣΕΥΧΗΣ

«Ἐλέησον ἡμᾶς, υἱὲ Δαυΐδ…»
 (Ματθ. 9,27)


ΖΟΥΜΕ σὲ μιὰ ἐποχὴ ἀπιστίας καὶ ἀθεΐας. Οἱ περισσότεροι μπορῶ νὰ πῶ δὲν πιστεύουν. Μέσα στοὺς ἑκατὸ ἀνθρώπους, ζήτημα σήμερα ἂν ἕνας πιστεύῃ εἰλικρινὰ στὸ Θεό. Οἱ ἄλλοι εἶνε ἀδιάφοροι, ἄπιστοι καὶ ἄθεοι.
Μοῦ ἔλεγε ἔνας παπᾶς μὲ δάκρυα, ὅτι εἶνε σαράντα χρόνια σ᾿ ἕνα χωριὸ μὲ πεντακόσες ψυχές. Καλὸς παπᾶς, δὲν ἔδωσε ποτέ ἀφορμὴ σκανδάλου. Χτυπᾷ τὴν καμπάνα κάθε Κυριακή, τοὺς προσκαλεῖ, πηγαίνει στὰ σπίτια τους. Καὶ ὅμως, ἂν πᾷς στὴν ἐκκλησιά, δὲ᾿ βρίσκεις παραπάνω ἀπὸ πέντε ἄντρες καὶ δέκα γυναῖκες· καὶ πολλὲς φορὲς τὸ καλοκαίρι δὲν ὑπάρχει οὔτε παιδὶ νὰ κρατήσῃ λαμπάδα. Ποῦ εἶνε; Δὲν ἐκκλησιάζονται.
Καὶ αὐτό, κατ᾿ ἀναλογίαν, γίνεται σχεδὸν παντοῦ. Κι ὅταν ὁ παπᾶς τοὺς λέει, Γιατί δὲν ἔρχεστε στὴν ἐκκλησία; ἀπαντοῦν· Τί νὰ κάνω στὴν ἐκκλησία;… Πηγαίνει στὸ καφενεῖο, πηγαίνει στὴν ταβέρνα, πηγαίνει στὰ γήπεδα, πηγαίνει ἐκδρομές, πηγαίνει παντοῦ, ἀλλὰ πόδια νὰ πάῃ στὴν ἐκκλησιὰ δὲν ἔχει. Καὶ μὲ αὐθάδεια λέει, Τί νὰ κάνω στὴν ἐκκλησία;…
Ἂν ὑπάρχῃ ὅμως ἕνα μέρος ποὺ εἶνε πιὸ ἀναγκαῖο ἀπὸ ὅλα νὰ πάῃ κανείς, αὐτὸ εἶνε ὁ ναὸς τοῦ Ὑψίστου. Ἐδῶ μέσα θὰ ᾿ρθῇς· ἐδῶ θὰ βαπτισθῇς, ἐδῶ θὰ στεφανωθῇς, ἐδῶ ὁ παπᾶς γιὰ τελευταία φορὰ θὰ πῇ «Δεῦτε τελευταῖον ἀσπασμὸν δῶμεν, ἀδελφοί, τῷ θανόντι…». Ἐδῶ εἶνε τὰ ἅγια καὶ τὰ ἱερά· ἐδῶ εἶνε οἱ ἅγιες εἰκόνες, ἐδῶ εἶνε οἱ ἄγγελοι καὶ οἱ ἀρχάγγελοι, ἐδῶ εἶνε τὰ μυστήρια τῶν μυστηρίων, ἐδῶ ἀκούγεται τὸ Εὐαγγέλιο, τὰ πάγχρυσα λόγια τοῦ Χριστοῦ. Ἐδῶ μέσα ὅλοι μας, σὰν μιὰ οἰκογένεια, φωνάζουμε καὶ παρακαλοῦμε τὸ Θεὸ καὶ λέμε «Κύριε, ἐλέησον». Καὶ αὐτὸ τὸ «Κύριε, ἐλέησον», ποὺ μπορεῖ νὰ τὸ πῇ καὶ ὁ γέρος ὁ ἀσπρομάλλης καὶ ὁ ἀγράμματος καὶ ἀστοιχείωτος κ᾿ ἕνα μικρὸ παιδάκι ποὺ κρατάει στὴν ἀγκαλιά της ἡ μάνα, αὐτὸ τὸ «Κύριε, ἐλέησον» κάνει θαύματα.
Ναί, θαύματα κάνει. Ποιός μᾶς τὸ λέει; Τὸ σημερινὸ εὐαγγέλιο.

Ὁ Χριστός, λέει, πῆγε σὲ μιὰ πόλι. Χιλιάδες κόσμος μαζεύτηκε, πατεῖς με – πατῶ σε. Πῆγαν ἀπὸ μιὰ περιέργεια, γιὰ νὰ δοῦνε ποιός εἶν᾿ αὐτὸς ποὺ κάνει θαύματα. Ἤθελαν νὰ δοῦνε τὸ Χριστό. Ἄλλοι ἀνέβηκαν στὶς στέγες, ἄλλοι στὰ δέντρα καὶ ὅπου ἀλλοῦ μποροῦσαν.
Ξαφνικά, μέσα στὸν κόσμο, ἀκούστηκαν φωνὲς ποὺ ἔλεγαν «Κύριε, ἐλέησον»· «Ἐλέησον ἡμᾶς, υἱὲ Δαυΐδ» (Ματθ. 9,27). Ποιός φωνάζει; Κανένας πλούσιος; Ὁ πλούσιος πρέπει νὰ χάσῃ τὰ χρήματα, νὰ χρεωκοπήσῃ, νὰ γίνῃ ζητιάνος, καὶ τότε θὰ πῇ τὸ «Κύριε, ἐλέησον». Ποιός φωνάζει; Κανένας δυνατὸς ποὺ ἔχει ἀξιώματα; Οὔτε αὐτοὶ φωνάζουν. Πρέπει νὰ πέσουν ἀπὸ τὰ ἀξιώματά τους, καὶ τότε θὰ φωνάξουν «Κύριε, ἐλέησον». Ποιός φωνάζει; Κανένας ὑγιής, ποὺ δὲν αἰσθάνεται κανένα πόνο; Μπᾶ· ὅταν ἔχῃς γερὰ τὰ κόκκαλα καὶ τὰ πνευμόνια καὶ τὴν καρδιά, Θεὸ δὲ᾿ ζητᾷς. Ὅταν πέσῃς στὸ κρεβάτι καὶ σὲ πάρουν μέσα στὸ χειρουργεῖο καὶ εἶνε ἕτοιμο τὸ μαχαίρι τοῦ γιατροῦ νὰ σὲ κάνῃ κομμάτια, τότε φωνάζεις «Κύριε, ἐλέησον». Ποιός φωνάζει; Οἱ χιλιάδες ἐκεῖνες τοῦ κόσμου, ἄντρες γυναῖκες παιδιά; Μόνο μιὰ φωνὴ ἀκούγεται σπαρακτική. Ποιός φωνάζει; Δύο φτωχοί, δυστυχισμένοι καὶ τυφλοὶ ἄνθρωποι. Δὲν βλέπανε καθόλου. Καὶ μόλις ἀκούσανε ὅτι μπαίνει ὁ Χριστὸς μέσα στὴν πόλι, ἐπειδὴ δὲν μποροῦσαν νὰ καταλάβουν ποῦ εἶνε, ἄρχισαν μὲ τὰ στόματά τους νὰ φωνάζουν «Ἐλέησον ἡμᾶς, υἱὲ Δαυΐδ». Καὶ τὸ φώναζαν διαρκῶς.
Ὁ Χριστὸς βάδιζε καὶ ἔκανε πὼς δὲν ἀκούει. Φθάνει καὶ μπαίνει σ᾿ ἕνα σπίτι. Σταματήσανε ἆραγε τότε οἱ τυφλοί; Ὄχι. Συνέχισαν ἀπ᾿ ἔξω, σὰν σκυλιά, νὰ φωνάζουν· «Κύριε, ἐλέησον». Ὁ Χριστὸς δοκίμαζε τὴν πίστι τους. Ἅμα εἶδε τὴ μεγάλη ὑπομονή τους, τοὺς λέει· «Πιστεύετε, ὅτι μπορῶ νὰ σᾶς κάνω καλά;». «Ναί, Κύριε», ἀκούστηκε μέχρι τὰ ἄστρα ἡ φωνή τους (Ματθ. 9,28).
Τότε ὁ Χριστὸς ―ἂς μὴν πιστεύουν οἱ ἄπιστοι, ἐμεῖς πιστεύουμε― τί ἔκανε; 
Ἅπλωσε τὰ ἅγιά του χέρια ἐπάνω στὰ σβησμένα τους μάτια· καὶ ἀμέσως, ὅπως ἄλλοτε ἄναψε τὸν ἥλιο καὶ τὰ ἄστρα, ἔτσι τὴ στιγμὴ ἐκείνη δυὸ ζευγάρια μάτια ἄνοιξαν, οἱ δύο ἄνθρωποι εἶδαν τὸ φῶς τους καὶ λέγανε χίλια εὐχαριστῶ. Καὶ ἀπὸ τὴν ἡμέρα ἐκείνη πήγαιναν παντοῦ καὶ διαλαλοῦσαν, ὅτι ὁ Χριστὸς τοὺς ἔκανε καλά.
Βλέπετε λοιπόν, ἀγαπητοί μου, τί κάνει τὸ «Κύριε, ἐλέησον»; Τὸ φώναξαν οἱ τυφλοί, τὸ ἄκουσε ὁ Χριστός, τοὺς ἐσπλαχνίσθη καὶ τοὺς ἔκανε καλά.

―Μὰ ποῦ εἶνε ὁ Χριστός; θὰ μοῦ πῆτε.
Ποῦ εἶνε ὁ Χριστός; Ἐδῶ εἶνε ὁ Χριστός, μέσα στὴν ἐκκλησία! Τὴν ὥρα ποὺ ἀκούγεται τὸ εὐαγγέλιο, τὴν ὥρα ποὺ βγαίνουν τὰ ἅγια, τὴν ὥρα ποὺ κρατάει ὁ παπᾶς τὸ δισκοπότηρο, τὴν ὥρα ποὺ κοινωνᾷς, ἐκεῖ εἶνε ὁ Χριστός. Ναί, αὐτή εἶνε ἡ πίστις μας. Κάθε ψίχουλο καὶ κάθε σταλαγματιὰ ἀπὸ τὸ ἅγιο δισκοπότηρο εἶνε ὁ Χριστός μας. Τὸ πιστεύεις; 
Ἔλα στὴν ἐκκλησιὰ καὶ φώναξε τὸ «Κύριε, ἐλέησον».
Στὴ θεία λειτουργία τὸ λέμε πολλὲς φορές. Ἀπὸ τὸ «Εὐλογημένη ἡ βασιλεία…» μέχρι τὸ «Δι᾿ εὐχῶν…» πάνω ἀπὸ πενήντα φορὲς λέμε τὸ «Κύριε, ἐλέησον». Ἀλλὰ πῶς τὸ λέμε; Δὲν ὑπάρχει κατάνυξις καὶ προσοχή.
Τὸ λέγανε καὶ πρὶν διακόσα χρόνια, μὰ τὴν ὥρα ποὺ τὸ λέγανε κλαίγανε. «Κύριε, ἐλέησον», ἔλεγε ἡ χήρα. «Κύριε, ἐλέησον», ἔλεγε τὸ ὀρφανό, «Κύριε, ἐλέησον», ἔλεγε ὁ σκλαβωμένος Ἕλληνας. «Κύριε, ἐλέησον», ἔλεγε ὁ τσομπάνος. «Κύριε, ἐλέησον», ἔλεγε ὁ χωριάτης. «Κύριε, ἐλέησον», τὸ ἔλεγαν ὅλοι. Ἀλλὰ τὴν ὥρα ποὺ τὸ λέγανε, τὸ πίστευαν ἀκραδάντως. Τώρα δὲν πιστεύουμε.
Στὰ παλιὰ τὰ χρόνια ἔφτανε τὸ «Κύριε, ἐλέησον» νὰ κάνῃ θαῦμα. Ἔπεφτε λ.χ. ἀκρίδα στὸν κάμπο τῆς Θεσσαλίας καὶ δὲν ἔμενε τίποτε. Καὶ πήγαιναν στὰ Μετέωρα, παίρνανε τὰ ἅγια λείψανα στὰ χέρια τους στὴν Καλαμπάκα καὶ στὰ Τρίκαλα (εχανε ἀγάπη καὶ ὁμόνοια μεταξύ τους, νηστεύανε τρεῖς μέρες, δὲν σμίγανε τὰ ἀντρόγυνα), καὶ κάνανε λιτανεία καὶ τὰ μικρὰ παιδιὰ φωνάζανε «Κύριε, ἐλέησον»· ἔ, δὲν περνοῦσε μέρα, καὶ ἕνας ἄνεμος ἔπαιρνε τὶς ἀκρίδες καὶ τὶς ἔρριχνε μέσα στὸν Πηνειὸ ποταμὸ καὶ δὲν ἔμενε οὔτε μία. Νά τί κάνει τὸ «Κύριε, ἐλέησον», ὅταν κανεὶς πιστεύῃ πραγματικά.
Ἀλλοῦ πάλι ἔπεφτε χολέρα καὶ θέριζε τοὺς ἀνθρώπους. Ἑκατό, διακόσοι νεκροί· δὲν προλαβαίνανε ν᾿ ἀνοίγουν τάφους. Καὶ πάλι νηστεύανε, κάνανε λιτανεία μὲ τὰ ἅγια λείψανα τοῦ ἁγίου Νικάνορος καὶ ἄλλων ἁγίων, καὶ βγαίνανε ἔξω στοὺς κάμπους καὶ στὰ βουνὰ καὶ παρακαλούσανε τὸ Θεό, καὶ ἡ χολέρα κοβότανε μὲ τὸ μαχαίρι.
Καὶ ἀλλοῦ πάλι, ποὺ εἶχε ἀνομβρία καὶ δὲν ἔπεφτε σταλαγματιὰ καὶ ἡ γῆ ἤτανε σὰν τὸ κεραμίδι, ἔβγαιναν πάλι ἔξω μὲ τὶς εἰκόνες καὶ τὰ λείψανα καὶ παρακαλοῦσαν. «Κύριε, ἐλέησον» λέγανε μὲ τὴν καρδιά τους, καὶ ὁ οὐρανὸς ἔβρεχε καὶ μούσκευε τὸ χῶμα.
Καὶ ἀλλοῦ, ποὺ γινόταν σεισμός, γονατίζανε καὶ προσευχότανε. «Κύριε, ἐλέησον» λέγανε, καὶ σταματοῦσε ὁ σεισμός.
Δὲν εἶνε παραμύθια αὐτά· τὰ θυμοῦνται οἱ μεγαλύτεροι. Ζωντανὴ εἶνε ἡ θρησκεία μας· ἀρκεῖ μόνο νὰ ἔχουμε δυνατὴ πίστι.
Ἀκούσατε, ἀγαπητοί μου, τί δύναμι ἔχει ἡ προσευχή, τὸ «Κύριε, ἐλέησον»;
Ἐδῶ εἶνε ὁ Χριστός μας. Καὶ ὅπως ἐρώτησε τοὺς δύο τυφλούς, ἐρωτᾷ κ᾿ ἐμένα, ἐρωτᾶ κ᾿ ἐσᾶς, ἐρωτᾷ ὅλους ἀνεξαιρέτως καὶ λέει·«Πιστεύετε ὅτι δύναμαι τοῦτο ποιῆσαι;».
Ἂς ἀπαντήσῃ ὁ λαός μας, ἂς ἀπαντήσουμε κ᾿ ἐμεῖς; Ἂν ποῦμε μὲ τὴν καρδιά μας «Ναί, Κύριε», τότε τὰ ἄστρα θὰ κατεβοῦν στὴ γῆ. Τότε θὰ δοῦμε θαύματα μεγάλα.
Ἂς παρακαλέσουμε τὸ Χριστό μας, νὰ μᾶς δώσῃ πίστι. Πίστι, ἀδέρφια μου, χρειαζόμεθα· πίστι σὰν ἐκείνη ποὺ εχανε οἱ δύο τυφλοί. Νὰ μᾶς δώσῃ πίστι, ὅπως εχανε οἱ πρόγονοί μας. Καὶ ὅταν ἔχουμε πίστι στὴν καρδιά, τότε φτάνει ἕνα «Κύριε, ἐλέησον» γιὰ νὰ γίνῃ τὸ θαῦμα. Τότε κ᾿ ἐδῶ στὴ γῆ θὰ ζήσουμε καλὰ καὶ εὐλογημένα, καὶ ὅταν κλείσουμε τὰ μάτια στὸ μάταιο αὐτὸ κόσμο, φτερὰ ἀγγέλων καὶ ἀρχαγγέλων θὰ μᾶς πᾶνε στὰ οὐράνια σκηνώματα. Καὶ ἐκεῖ, μαζὶ μὲ τοὺς ἁγίους καὶ τοὺς ἀγγέλους, θὰ ὑμνοῦμε αἰωνίως τὸν Πατέρα, τὸν Υἱὸν καὶ τὸ ἅγιο Πνεῦμα εἰς αἰῶνας αἰώνων.

† ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος
(ἱ. ναὸς Ὁσίου Ναοὺμ Ἀρμενοχωρίου – Φλωρίνης 25-7-1971)