.

.

Δός μας,

Τίμιε Πρόδρομε, φωνή συ που υπήρξες η φωνή του Λόγου. Δος μας την αυγή εσύ που είσαι το λυχνάρι του θεϊκού φωτός. Βάλε σήμερα τα λόγια μας σε σωστό δρόμο, εσύ που υπήρξες ο Πρόδρομος του Θεού Λόγου. Δεν θέλουμε να σε εγκωμιάσουμε με τα δικά μας λόγια, επειδή τα λόγια μας δεν έχουν μεγαλοπρέπεια και τιμή. Όσοι θα θελήσουν να σε στεφανώσουν με τα εγκώμιά τους, ασφαλώς θα πετύχουν κάτι πολύ πιό μικρό από την αξία σου. Λοιπόν να σιγήσω και να μη προσπαθήσω να διακηρύξω την ευγνωμοσύνη μου και τον θαυμασμό μου, επειδή υπάρχει ο κίνδυνος να μη πετύχω ένα εγκώμιο, άξιο του προσώπου σου;

Εκείνος όμως που θα σιωπήσει, πηγαίνει με τη μερίδα των αχαρίστων, γιατί δεν προσπαθεί με όλη του τη δύναμη να εγκωμιάσει τον ευεργέτη του. Γι’ αυτό, όλο και πιό πολύ σου ζητάμε να συμμαχήσεις μαζί μας και σε παρακαλούμε να ελευθερώσεις τη γλώσσα μας από την αδυναμία, που την κρατάει δεμένη, όπως και τότε κατάργησες, με τη σύλληψη και γέννησή σου, τη σιωπή του πατέρα σου του Ζαχαρία.

Άγιος Σωφρόνιος Ιεροσολύμων

Οι Ορθόδοξοι έναντι του Παπισμού († Αρχιμ. Γεώργιος Καψάνης)



Μετά την σύντομον αυτήν ανάλυσιν δυνάμεθα να κατανοήσωμεν διατί οι Ορθόδοξοι εξεδήλωσαν τόσον ζωηράν αντίθεσιν προς τας δυτικάς κακοδοξίας από της εμφανίσεώς των.

Ο Κύριος δεν έχυσε το Πανάγιον αίμα Του, δια να ιδρύση εν θρησκευτικόν ανθρωποκεντρικόν σύστημα, ένα θρησκευτικόν ολοκληρωτισμόν. Δια του παπισμού κατισχύει ο νόμος του ανθρώπου έναντι της πίστεως εις τον Ιησούν Χριστόν και έτσι γίνεται μετάθεσις από της ελπίδος του ευαγγελίου εις έτερον ευαγγέλιον «κατ’ άνθρωπον».

Δι’ αυτό και όλοι οι άγιοι και θεολόγοι της Εκκλη­σίας μας ωμίλησαν με πολύ αυστηράν γλώσσαν δια τον παπισμόν αισθανόμενοι την ουσιώδη εκτροπήν ή και ανατροπήν του ευαγγελίου του Χριστού από τους δυτι­κούς.

Ο άγιος Φώτιος ηγωνίσθη σθεναρώς, ως γνωρίζομεν, κατά του το πρώτον επί των ημερών του επισήμως εμφανισθέντος Filioque και ωμίλησε πολύ αυστηρώς δι’ αυτό: «Ο Κύριος και ο Θεός ημών φησί, το Πνεύμα, ο παρά του Πατρός εκπορεύεται· οι δε της καινής ταύτης δυσσεβείας πατέρες, το Πνεύμα, φησίν, ο παρά του Υιού εκπορεύεται. Τίς ου κλείσει τα ώτα προς την υπερβολήν της βλασφημίας ταύτης; Αύτη κατά των Ευαγγελίων ίσταται, προς τας αγίας παρατάσσεται Συνόδους, τους μακαρίους και αγίους παραγράφεται Πατέρας, τον Μέγαν Αθανάσιον, τον εν θεολογία περιβόητον Γρηγόριον, την Βασίλειον της Εκκλησίας στολήν, τον Μέγαν Βασίλειον, το χρυσούν της οικουμένης στόμα, το της σοφίας πέλαγος, τον ως αληθώς Χρυσόστομον. Και τί λέγω τον δείνα ή τον δείνα; Κατά πάντων ομού των αγίων προ­φητών, αποστόλων, ιεραρχών, μαρτύρων και αυτών των Δεσποτικών φωνών η βλάσφημος αύτη και θεομάχος φωνή εξοπλίζεται».

Όταν ο πάπας Σέργιος ο Δ’ τω 1009 εις την ενθρονιστικήν επιστολήν του παρέθεσε το Σύμβολον μετά της προσθήκης του Filioque, ο σύγχρονός τουπατριάρχης Κων/λεως Σέργιος διέγραψε το όνομα του πάπα εκείνου εκ των διπτύχων, έκτοτε δε δεν ανεγράφη έτερον παπικόν όνομα εις τα δίπτυχα.

Ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς, ο Θεολόγος των ακτίστων ενεργειών του Θεού, δια του μεγαλειώδους θε­ολογικού του έργου απεκάλυψε τον κίνδυνον των λατι­νικών δοξασιών περί «κτιστής χάριτος» και έμεινε εις την ιδίαν γραμμήν με τον ιερόν Φώτιον, όσον αφορά εις την κριτικήν κατά του Filioque, πιστεύων ότι τούτο υπο­βιβάζει το Αγιον Πνεύμα: «Ο λέγων δύο αρχάς επί Θε­ού, ότι ο Υιός εκ της αρχής αρχή εστί, ει μεν κατά το δημιουργικόν φησί, προς τω και άλλως μη συμβαίνειν τη καθ’ ημάς ομολογία, και το Πνεύμα το Αγιον εκβάλλει της δημιουργικής δυνάμεως, ταυτό δε ειπείν και της Θεότητος· το γαρ μη δημιουργικόν, ουδέ Θεός». Δια τον Βαρλαάμ λέγει ότι ελθών εις την Ορθοδοξίαν δεν εδέχθη «οντινούν σχεδόν αγιασμόν από της ημετέρας Εκκλησίας… τους εκείθεν απομάττοντα σπίλους».

Κατά των αντιευαγγελικών και αντιπαραδοσιακών παπικών πλανών ηγωνίσθησαν και έτεροι διαπρεπείς ιεράρχαι, ιερωμένοι, μοναχοί και λαϊκοί της Αγιωτάτης Ορθοδόξου Εκκλησίας μας, εν οις ο Ιωσήφ Βρυέννιος, ο άγιος Μάρκος Εφέσου ο Ευγενικός, ο όσιος Μελέ­τιος ο Γαλησιώτης ο ομολογητής και έτεροι πολλοί επισφραγίσαντες την ομολογίαν των και δια πολλών διωγμών, βασανιστηρίων, φυλακίσεων, εξοριών και θα­νάτων, τους οποίους υπέστησαν, χάριν της Αληθείας. Του οσίου Μελετίου ο λατινόφρων αυτοκράτωρ Μι­χαήλ Η’ ο Παλαιολόγος έκοψε την γλώσσαν, του δε οσίου Γαλακτίωνος του Γαλησιώτουεξώρυξε τους οφθαλμούς δια πεπυρακτωμένου σιδήρου λόγω της πεπαρρησιασμένης αντιπαπικής ομολογίας των.

Οι αγιορείται μοναχοί ακολουθούντες τον άγιον Γρηγόριον τον Παλαμάν ηγωνίσθησαν σθεναρώς κατά των λατινοφρόνων. Κατά τον Ιωάννην Μαμαλάκην: «Επειδή δε και ο ίδιος (Μιχαήλ VIII ο Παλαιολόγος) έβλεπεν, ότι τα υπέρ της ενώσεως επιχειρήματά του ήσαν ασθενή, ετόνιζεν εις την προς τους Αγιορείτας επιστολήν του, ότι από «οικονομίαν», δια να εξοικονομηθώσι δηλαδή αι περιστάσεις, έπρεπε να γίνη η ένωσις των εκκλησιών.
Οι Αγιορείται όμως, αίτινες υπέρ παν άλλο έθετον την πίστιν εις την διδασκαλίαν της ορθοδόξου εκκλη­σίας, εις τας αποφάσεις των συνόδων και εις τα υπό των πατέρων αυτής υποστηριζόμενα, αν και απήντησαν με άκρον σεβασμόν προς τον αυτοκράτορα, υπεστήριξαν όμως ευθαρσώς τας απόψεις αυτών, αι οποίαι διέφερον ριζικώς από τας του αυτοκράτορος. Με το βασικόν επι­χείρημα «ο… της υγιούς πίστεως και το βραχύ ανατρέπων το παν λυμαίνεται», ζητούσι να αποδείξωσιν ότι και η χρησιμοποίησις αζύμων δια την θείαν μετάληψιν υπό των Δυτικών, έχουσα την πηγήν της από την Ιουδαϊκήν Θρησκείαν, και η προσθήκη εις το σύμβολον της πίστεως του «και εκ του υιού»ήσαν αντίθετα προς αυτήν την διδασκαλίαν του Ιησού Χριστού και προς τας αποφάσεις των συνόδων και προς την διδασκαλίαν των πατέρων και γενικά προς την παράδοσιν της Ορθο­δόξου Εκκλησίας. «Συ δε και των πατέρων και του μο­νογενούς αυτού, πλέον τι ιδείν και μυηθήναι εφρόνησας. Ούτως εξ απονοίας, και τω μη πειθαρχείν τω Χρι­στώ θεσπίζοντι, άνω και κάτω τίθης τα ιερά δόγματα, και νυν μεν την κάτω και περί ημας δεσποτική οικονο­μίαν, νυν δε την ανωτάτην και Θεαρχικήν θεολογίαν, ταις μειώσεσί τε και προσθήκη καταρρυπαίνων, την πί­στιν συγχέεις, μάλλον δε τίνα καινήν πίστιν εισάγεις και έτερον ευαγγέλιον». Κατηγορούντες ούτω δριμέως τον αυτοκράτορα, συνεχίζουσιν:

«Αλλ’ ουχί προφανώς τούτο το δόγμα του σατανά, διαρχίαν άθεον παρεισάγον, και το πνεύμα υποδιβάζων; …ει γαρ η του Πατρός μεν γονιμότης διττή, κατά τε γέννησιν και προβολήν, αύτη δε, ως φης, μη ιδίωμα της του Πατρός υποστάσεως, αλλά φύσεως, πώς τω υιώ μεν εξ ημισείας έσται, τω πνεύματι δε ουδόλως; είπερ όσα της φύσεως κοινά κοχί των τριών απαραλλάκτων Θεαρχικών υποστάσεων και υιώ και πνεύματι, μείωσις των επικοίνων εσείται ούτως… Ημείς δε δια ταύτα και ως αιρετικόν προφανώς θεωρούμεν σε, ότι μηδέ το σύμβολον της ορθοδόξου πίστεως έχεις απαραποίητον».
Υποστηρίζουσι δε εν συνεχεία ότι εις τα θεσπισθέ­ντα υπό της εν Τρούλλω έκτης συνόδου, «ενθεωρείται… και το εξ εναντίας ιέναι των της ευσεβείας δογμάτων των προτέρων πατέρων συνέδοξεν είναι ουκ άλλο ή το προστιθέναι τούτοις και αφαιρείν».
Ούτω δεν δύναταί τις να αμφισβητή ότι δι’ όσων εισήγαγον καινών, κατέστησαν αιρετικοί. «Εν όσοις γουν ούτοι εγκαλούμενοι υπό ευθύνας εισίν, τοις αυτοίς άπασι και ημείς, ει καταδεξοίμεθα…, υπόδικοι γινόμεθα» και τονίζουσιν: «Ουκ έστι τούτο θεμιτόν, ουκ έστιν».
«Ο αιρετικόν δεχόμενος, τοις αυτοίς εγκλήμασιν υπόκειται». Και πώς να μνημονεύωσι τον αιρετικόν πάπαν «εν Ναώ Θεού,… εν αυτοίς τοις αδύτοις, επί της μυ­στικής και φρικτής τραπέζης του Θεού»; «ει δε ο προκεί­μενος αυτός εστίν η αυτοαλήθεια, πώς αν το μέγα τούτο ψεύδος δέχηται… το συνάπτειν αυτόν ως ορθόδοξον πατριάρχην, μετά των λοιπών ορθοδόξων πατριαρχών, εν καιρώ φρικτών μυστηρίων; σκηνικών παίζομεν; και πώς ταύτα ανέξεται ορθοδόξου ψυχή; και ουκ αποστήσεται της κοινωνίας των μνημονευσάντων αυτίκα, και ως καπηλικεύοντας τα θεία τούτοις ηγήσεται;».
Ερχόμενοι δε εις το επιχείρημα «κατ’ οικονομίαν», γράφουσιν: «Αλλ’ ως οικονομίαν τούτο ποιήσωμεν και πώς δεχθήσεται οικονομία τα θεία βεβηλούσα και τον του Θεού ειρημένον λόγον, και εκ των θείων απωθούσα το Θεού πνεύμα, και της εντεύθεν αφέσεως των αμαρ­τιών, και της υιοθεσίας τους πιστούς αμέτοχους ποιούσα, και τί αν είη ταύτης της οικονομίας ζημιωδέστερον;».

Εις την απάντησιν ταύτην των Αγιορειτών γίνεται πα­σιφανές δια μίαν ακόμη φοράν, ότι δι’ αυτούς η σωτηρία της ψυχής και η εξύψωσις προς το Θείον είναι ο ύψιστος σκοπός και ότι κατ’ αυτούς μόνον δια της πίστεως εις την διδασκαλίαν της Ορθοδόξου Εκκλησίας δύναται να επιτευχθή τούτο. Είναι δε να θαυμάση τις την παρρησίαν με την οποίαν γράφουσι προς τον αυτοκράτορα. Τις όμως ο συντάξας την επιστολήν ταύτην δεν γνωρίζομεν…». (Ιωάννου Μαμαλάκη, Το Αγιον Όρος (Αθως) δια μέσου των αιώνων, Θεσ/νίκη 1971, σελ. 161-163).

Οι άγιοι και θεολόγοι της Τουρκοκρατίας ήσαν επί­σης αυστηροί στηλιτευταί των παπικών αιρέσεων.

Ο άγιος ισαπόστολος Κοσμάς ο Αιτωλός, γνωστός δια τον αποστολικόν του ζήλον, την αγιότητα και τον μαρτυρικόν θάνατον δεν εδίστασε να χαρακτηρίση τον πάπαν ως «Αντίχριστον». «Ο αντίχριστος είνε· ο ένας είνε ο πάπας και ο έτερος είνε αυτός οπού είνε εις το κε­φάλι μας, χωρίς να ειπώ το όνομά του το καταλαβαίνε­τε, μα λυπηρόν είνε να σας ειπώ, διότι αυτοί οι αντίχρι­στοι είνε εις την απώλειαν». (Αυγ. Καντιώτου, Μητροπ. Φλώρ. «Κοσμάς ο Αιτωλός», Αθήναι, 1971, σελ. 270-271)

Ο εν Θεολόγοις όσιος και εν οσίοις Θεολόγος Νικό­δημος ο Αγιορείτης χαρακτηρίζει το βάπτισμα των πα­πικών ως «μόλυσμα». (Θεοκλ. Διονυσιάτου, «Ο Αγιος Νικόδημος ο Αγιορείτης», Αθήναι 1959, σελ. 286)

Ο Ευγένιος Βούλγαρις χαρακτηρίζει την παπωσύνην ως Νέαν Βαβυλώνα:
«Η παπωσύνη διέστρεψε πολλά των αποκεκαλυμμένων δογμάτων, συνδιαστρέψασα αυτό το Πνεύμα του Χριστιανισμού, επενόησε δε άλλα νέα αντιευαγγελικά δόγματα, δι’ ών κατεπάτησε την συνείδησιν και την διάνοιαν, ενεφύσησε την μισαλλοδοξίαν, ενέβαλε διχόνοιαν μεταξύ λαών και βασιλέων και πραγματικώς απεδείχθη νέα κατά την αποκάλυψιν Βαβυλών» (Ευγενίου Βουλγάρεως, «Θεολογικόν», Βενετία 1872, σελ. λστ’)

Παρόμοια γράφουν ο Νικηφόρος Θεοτόκης, Αθανά­σιος Πάριος και άλλοι.

Επιγραμματικώς ομιλούν δια τας παπικάς πλάνας και αι ομολογίαι τουΜητροφάνους Κριτοπούλου και Δοσιθέου Ιεροσολύμων.

Κατά τον Κριτόπουλον «Ουδέποτε ηκούσθη άνθρωπον θνητόν και μυρίαις αμαρτίαις ένοχον κεφαλήν λέγεσθαι της Εκκλησίας. Εκείνος γαρ άνθρωπος ων θανάτω υπόκειται. Εν όσω δε άλλος εκλεχθή εις διαδοχήν εκείνου, ανάγκη εν τοσούτω την Εκκλησίαν ακέφαλον είναι. Αλλ’ ώσπερ σώμα δίχα κεφαλής ουδ’ εν ριπή γουν στήναι δυνατόν, ούτω την Εκκλησίαν δίχα της προση­κούσης αυτή κεφαλής μείναι κάν εν βραχεί αδύνατον. Τοιγαρούν αθανάτου κεφαλής χρεία τη Εκκλησία, ίνα πάντοτε ζώσα και ενεργής η, καθάπερ και η κεφαλή… Έστι δε τοιαύτη κεφαλή της Καθολικής Εκκλησίας ο Κύριος Ιησούς Χριστός, ος εστί η κεφαλή πάντων, εξ ου παν το σώμα συναρμολογείται…» (Ι. Καρμίρη «Δογματικά και συμβολικά μνημεία», τ. Β’, Αθήναι 1953, σελ. 560).

Κατά δε τον Δοσίθεον «Της Καθολικής Εκκλησίας, επειδή θνητός άνθρωπος καθόλου και αΐδιος κεφαλή είναι ου δύναται, αυτός ο Κύριος ημών Ιησούς Χριστός εστί κεφαλή και αυτός τους οίακας έχων εν τη της Εκκλησίας κυβερνήσει, πηδαλιουχεί δια των αγίων πα­τέρων» (Ι. Καρμίρη «Δογματικά και συμβολικά μνημεία», τ. Β’, Αθήναι 1953, σελ. 752).

Ο Πατριάρχης Κων/λεως Κύριλλος ΣΤ’ παρά την αντίδρασιν των επηρεαζομένων από την ισχυράν προπαγάνδαν των εν Κων/πόλει παπικών και εκπροσώπων των ξένων δυνάμεων αρχιερέων εξέδωσε εγκύκλιον, δι’ ής αφορίζει τους δεχομένους ως έγκυρα τα Μυστήρια των παπικών(Πρβλ.Timothy Ware, «Eustratios Argenti», σ. 74).

Είναι μνημειώδης η αξιοπρεπής αλλά και ευγενής στάσις του Πατριάρχου Κων/λεως Γρηγορίου ΣΤ’ προς τους παπικούς απεσταλμένους, οι οποίοι ήθελον να του επιδώσουν πρόσκλησιν του πάπα Πίου Θ’ δια συμμετοχήν εις την Α’ Σύνοδον του Βατικανού. Ο Πατριάρ­χης συμπεριεφέρθη λίαν φιλοφρόνως προς αυτούς, αλλ’ ηρνήθη να δεχθή εις τας χείρας του την πρόσκλησιν ειπών εκτός των άλλων και τα εξής: «Ω σεβάσμιοι αββάδες, περί Οικουμενικής Συνόδου όντως του λόγου, δεν διαφεύγει βεβαίως την μνήμην υμών, ότι αι Οικουμε­νικαί Σύνοδοι άλλως πως συνεκροτούντο, ή όπως διεκήρυξεν η Α. Μακαριότης. Εάν ο της Ρώμης Μακαριώτατος Πάπας ησπάζετο την αποστολικήν ισοτιμίαν και ισαδελφίαν, έπρεπεν, ως εν ίσοις την αξίαν και πρώτος τη της έδρας τάξει, κατά το κανονικόν δίκαιον, ν’ απευθύνη γράμμα ιδιαίτερον προς έκαστον των Πατριαρχών και των Συνόδων της Ανατολής, ουχί ίνα επιβάλη εγκυκλίως και δημοσιογραφικώς, ως πάντων άρχων και δε­σπότης, αλλ’ ίνα ερωτήση αδελφούς αδελφός, ισότιμός τε και ισοβάθμιος, ει συνεγκρίνουσι που και πως και οποίας Συνόδου την συγκρότησιν. Τούτων ούτως εχό­ντων, ή αναδραμείσθε και υμείς εις την ιστορίαν και εις τας Οικουμενικάς Συνόδους, ίνα ιστορικώς κατορθωθή η παρά πάντων ποθούμενη αληθής και χριστοσύλλεκτος ένωσις, ή πάλιν αρκεσθησόμεθα εις τας ημών διηνεκείς προσευχάς και δεήσειςυπέρ της ειρήνης του σύμπαντος κόσμου, της ευσταθείας των αγίων του Θεού Εκκλησιών και της των πάντων ενώσεως. Εν δε τοιαύτη περιπτώ­σει μετά λύπης διαβεβαιούμεν υμίν, ότιπεριττήν και άκαρπον νομίζομεν την τε πρόσκλησιν και όπερ συνεπι­φέρετε επιστολιμαίον τούτο φυλλάδιον» (Ι. Καρμίρη «Δογματικά και συμβολικά μνημεία», τ. Β’, Αθήναι 1953, σελ. 929).

Όλην αυτήν την αγίαν ορθόδοξον παράδοσιν δια­μαρτυρίας και καταγγελίας των παπικών αιρέσεων συνοψίζει η περίφημος εγκύκλιος της Ιεράς Συνόδου του Πατριαρχείου Κων/λεως εν έτει 1895, πατριαρχεύοντος Ανθίμου Ζ’ προς τον Ιερόν Κλήρον και το ευσεβές πλήρωμα του πατριαρχικού θρόνου Κων/λεως, εις απάντησιν εγκυκλίου επιστολής του πάπα Λέοντος ΙΓ’ προς τους ηγεμόνας και τους λαούς της οικουμένης προσκαλούντος αυτούς ως και την ορθόδοξον Εκκλησίαν εις την μετά του παπικού θρόνου ένωσιν «εννόων την ένωσιν ταύτην ως δυναμένην γενέσθαι μόνον δι’ αναγνωρίσεως αυτού ως άκρου αρχιερέως και υπερτά­του πνευματικού τε και κοσμικού άρχοντος της καθό­λου Εκκλησίας και μόνου αντιπροσώπου του Χριστού επί της γης και πάσης χάριτος διανομέως».

Η εγκύκλιος προτάσσει τους αποστολικούς λόγους «Μνημονεύετε των ηγουμένων υμών, οίτινες ελάλησαν υμίν τον λόγον του Θεού· ων αναθεωρούντες την έκβασιν της αναστροφής μιμείσθε την πίστιν. Ιησούς Χρι­στός χθες και σήμερον ο αυτός και εις τους αιώνας. Διδαχαίς ποικίλαις και ξέναις μη περιφέρεσθε» (Εβρ. ΙΓ’ 7-8).

Πράγματι το όλον πνεύμα της εγκυκλίου θεμελιούται εις τον μέχρι τούδε παρά «των Ηγουμένων» εν τη πίστει αγίων Πατέρων παραδοθέντα λόγον του Θε­ού. Ο παπισμός συγκαταλέγεται εις τα ανέκαθεν αναφανέντα «αιρετικά εν τη Εκκλησία του Θεού ζιζάνια, άπερ πολλαχώς ελυμήναντο και λυμαίνονται την εν Χρι­στώ σωτηρίαν του ανθρωπίνου γένους, και άπερ ως σπέρματα πονηρά και μέλη σεσηπότα δικαίως αποκό­πτονται από του υγιούς σώματος και ορθοδόξου καθο­λικής του Χριστού Εκκλησίας. Εν εσχάτοις δε χρόνοις ο πονηρός διέσπασεν από της ορθοδόξου Εκκλησίας του Χριστού και Έθνη ολόκληρα της δύσεως, εμφυσήσας τοις επισκόποις της Ρώμης φρονήματα υπερφιάλου αλαζονείας, ποικίλας γεννησάσης καινοτομίας αθέσμους και αντιευαγγελικάς.
Και ου μόνον τούτο, αλλά δη και παντί τρόπω αγω­νίζονται οι κατά καιρόν πάπαι της Ρώμης, ίνα υποτάξωσιν εις τας εαυτών πλάνας την ακραδάντως ανά την Ανατολήν τη πατροπαραδότω της πίστεως στοιχούσαν καθολικήν Εκκλησίαν του Χριστού, ενώσεις κατά την ιδίαν φαντασίαν επιδιώκοντες απλώς και αβασανίστως».

Κάθε ορθόδοξος, ο οποίος θέλει να μένη εις την παράδοσιν της Ορθοδοξίας αναγνωρίζει εις τους ευθαρ­σείς αυτούς λόγους του υπό τον στυγνόν τουρκικόν ζυγόν ευρισκομένου Πατριαρχείου την φωνήν της Ορθοδοξίας και διαπιστώνει την επικαιρότητα των λό­γων αυτών και δια τα σήμερον συμβαίνοντα.

Η ένωσις κατά την εγκύκλιον τυγχάνει ποθητή εις τους ορθοδόξους, αλλά δέον να βασίζεται εις τον ένα κανόνα της πίστεως, άνευ δε της «εν τη πίστει ενότητος αδύνατος αποβαίνει η ποθητή των Εκκλησιών ένωσις».

Εν συνεχεία καταγγέλλει τας αιρέσεις του παπι­σμού, εν αίς το Filioque, το Πρωτείον και Αλάθητον και αποδεικνύει το αντιευαγγελικόνκαιαντιπαραδοσιακόν αυτών.

Οι ορθόδοξοι εμμένοντες πιστοί εν τη αποστολική παραδόσει και τη πράξει της Εκκλησίας των επτά Οικουμενικών Συνόδων, «υπέρ του κοινού κτήματος του πατρικού θησαυρού της υγιαινούσης πίστεως εστήκαμεν αγωνιζόμενοι» (Μ. Βασιλείου, Επιστ. 243, Εγκύκλιος, σελ. 40).

Ανατρέχοντες εις τους Πατέρας και τας Οικουμενικάς Συνόδους -κατά την εγκύκλιον- πληροφορούμεθα ότι ουδέποτε εθεωρήθη ο επίσκοπος Ρώμης ως η ανωτάτη αρχή και αλάνθαστος κεφαλή της Εκκλη­σίας… μόνος δε και αιώνιος αρχηγός και κεφαλή αθάνα­τος της Εκκλησίας εστίν ο Κύριος ημών Ιησούς Χρι­στός… (Ι. Καρμίρη «Δογματικά και συμβολικά μνημεία», τ. Β’, Αθήναι 1953, σελ. 938, παρ. 4)

Η ορθόδοξος ανατολική και καθολική του Χριστού Εκκλησία, εκτός του αφράστως ενανθρωπήσαντος Υιού και Λόγου του Θεού, ουδένα άλλον γινώσκει αλάθητον επί γης υπάρξαντα· και αυτός ο απόστολος Πέτρος, ούτι­νος διάδοχος οίεται είναι ο πάπας, τρις ηρνήθη τον Κύριον, και ηλέγχθη δις υπό του αποστόλου Παύλου ως μη ορθοποδών προς την αλήθειαν του Ευαγγελίου.

Πρόκειται περί αποστολικής ομολογίας της Χριστοκεντρικής – Θεανθρωποκεντρικής αρχής της Εκκλησίας ανταξίας της αποστολικότητος του Θρόνου της Κωνστα­ντινουπόλεως.

Αιωνία η μνήμη του μακαριστού Πατριάρχου Ανθί­μου Ζ’ και των Συνοδικών Αρχιερέων των αποστολικώς και πατερικώς ομολογησάντων τον Θεάνθρωπον Χριστόν ως μοναδικήν κεφαλήν, βάσιν, κριτήριον της Εκ­κλησίας εν αντιθέσει προς την εκπεσούσαν της αποστο­λικής πίστεως Εκκλησίαν της Ρώμης.

Ενώ η Ορθόδοξος Εκκλησία διατηρεί την ευαγγελικήν πίστιν ανόθευτον, «η νυν Ρωμαϊκή εστίν Εκκλη­σία των καινοτομιών, της νοθεύσεως των συγγραμμάτων των εκκλησιαστικών Πατέρων και της παρερμηνείας της τε Αγίας Γραφής και των όρων των αγίων Συνόδων διό και ευλόγως καιδικαίως απεκηρύχθη και αποκηρύσσε­ται, εφ’ όσον αν εμμείνη εν τη πλάνη αυτής. «Κρείσσων γαρ επαινετός πόλεμος», λέγει και ο θείος Γρηγόριος ο Ναζιανζηνός «ειρήνης χωριζούσης Θεού» (Ι. Καρμίρη «Δογματικά και συμβολικά μνημεία», τ. Β’, Αθήναι 1953, σελ. 942, παρ. 20).

Αι καινοτομίαι του παπισμού περί την πίστιν και το διοικητικόν της Εκκλησίας πολίτευμα είναι «σπουδαίαι και αυθαίρετοι», αναφέρονται «εις ουσιώδη κεφάλαια της πίστεως και του διοικητικού συστήματος της Εκκλη­σίας και προφανώς αντικείμεναι εις το εκκλησιαστικόν καθεστώς των εννέα πρώτων αιώνων, ποιούσιν αδύνατον την ποθητήν ένωσιν των Εκκλησιών· αφάτου δε λύπης πληρούται πάσα ευσεβής και ορθόδοξος καρδία βλέπου­σα την παπικήν Εκκλησίαν εμμένουσαν υπεροπτικώς εν αυταίς και ήκιστα συντελούσαν εις τον ιερόν της ενώσε­ως σκοπόν δι’ αποπτύσεως των αιρετικών τούτων καινο­τομιών και επανόδου εις το αρχαίον καθεστώς της μιας, αγίας, καθολικής και αποστολικής του Χριστού Εκκλη­σίας, ης μέρος τότε και αυτή απετέλει» (Ι. Καρμίρη «Δογματικά και συμβολικά μνημεία», τ. Β’, Αθήναι 1953, σελ. 942, παρ. 21).

Η θλιβερά αυτή διαπίστωσις ότι ο παπισμός εμποδί­ζει την ένωσιν δια της εμμονής του εις τας πλάνας ισχύει έτι μάλλον σήμερον, ότε πολλαί εκ των πλανών αυτών ενισχύθησαν δια της Β’ Βατικανείου Συνόδου, ως θα ίδωμεν περαιτέρω.

Καταλήγει δε η εγκύκλιος με έκκλησιν προς τους φιλοχρίστους λαούς της Δύσεως, «οΐτινες εξ αγνοίας της αλη­θούς και αδέκαστου των εκκλησιαστικών πραγμάτων ιστορίας εύπίστως παρασυρόμενοι, άκολουθοΰσι ταΐς άντευαγγελικαΐς και παναθέσμοις καινοτομίαις του πα­πισμού», να επιστρέψουνεις την Μίαν και αδιαίρετον Εκκλησίαν. «Αλλ’ εκκλίνατε από των τοιούτων διαστροφέων της ευαγγελικής αληθείας… και επανέλθετε το λοιπόν εις τους κόλπους της μιας, αγίας, καθολικής και αποστολικής του Θεού Εκκλησίας, ήτις αποτελείται εκ του συνόλου των κατά μέρος ανά την ορθοδοξούσαν οικουμένην θεοφυτεύτων δίκην αμπέλων ευκληματουσών και αρρήκτως εν ενότητι της μιας εις Χριστόν σωτηρίου πίστεως και εν τω συνδέσμω της ειρήνης και τω πνεύματι συνημμένων αλλήλαις αγίων του Θεού Εκκλησιών, ίνα τύχητε της εν Χριστώ ποθουμένης σωτηρίας…».

Προτρέπει δε και τους ορθοδόξους να κρατώμεν «της πατρώας και αποστολοπαραδότου ευσεβείας. Προσέχωμεν πάντες από των ψευδαποστόλων, οίτινες ερχόμενοι εν σχήματι προβάτων πειρώνται δελεάζειν τους απλοϊκωτέρους εν ημίν δια ποικίλων και υπούλων υποσχέσεων, τα πάντα θεμιτά ηγούμενοι και επιτρέποντες προς ένωσιν, εάν μόνον αναγνωρισθή ο της Ρώμης πάπας ως υπέρτα­τος και αλάθητος άρχων και απόλυτος κυριάρχης της κα­θόλου Εκκλησίας και μόνος επί της γης αντιπρόσωπος του Χριστού και πηγή πάσης χάριτος».

Το πνεύμα της εγκυκλίου αυτής ενεστερνίσθησαν και όλοι σχεδόν οι νεώτεροι ορθόδοξοι Θεολόγοι (Πρβλ. σχετικά έργα Χ. Ανδρούτσου, Ιω. Καρμίρη, Κ. Μουρατίδου, Βλ. Λόσκι, κ.α.). Ο δε γνωστός πανορθοδόξως Αρχιμανδρίτης π. Ιουστίνος Πόποβιτς με προφητικήν όντως γλώσσαν απεκάλυψε τον ορθόδοξον θεανθρωποκεντρισμόν και τον παπικόν και δυτικόν ανθρωποκεντρισμόν ένεκα του οποίου και ωμίλησε περί τριών πτώσεων του ανθρώπου. Της πτώσε­ως του Αδάμ, της πτώσεως του Ιούδα και της πτώσεως του πάπα.

Η αυστηρότης αυτή των Ορθοδόξων Πατέρων και Θεολόγων είναι φιλάνθρωπος, διότι υποδεικνύει την σο­βαρότητα της ασθενείας του παπισμού και δεν καθησυ­χάζει αυτόν με ανθρωπιστικά ηρεμιστικά. Όσοι πράγ­ματι αγαπούν, δεν φοβούνται να ειπούν την αλήθειαν, διότι μόνη η αλήθεια σώζει. Όσοι δεν αγαπούν ή αγα­πούν υποκριτικώς, κρύπτουν την αλήθειαν δι’ ιδιοτελείς σκοπούς.

Η αυστηρά αλλά φιλάνθρωπος αυτή γλώσσα των Ορθοδόξων υπαγορεύεται και από την επιθυμίαν των να μείνουν πιστοί εις το Ευαγγέλιον του Χριστού και τους θεοφόρους Πατέρας.

Είναι μεγάλη ευλογία και μέγα προνόμιον να είσαι Ορθόδοξος, αλλά συγχρόνως είναι και μεγάλη ευθύνη.

Αυτή η υψηλή συνείδησις ευθύνης έκαμε τους ορθο­δόξους ομολογητάς να μη παραιτούνται από τον σταυρόν της ορθοδόξου ομολογίας και όταν ακόμη εκινδύνευεν η ζωή των ή η πατρίς των.

(Απόσπασμα από το βιβλίο «Ορθοδοξία και Παπισμός», ΙΕΡΑ ΜΟΝΗ ΟΣΙΟΥ ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ ΑΓΙΟΥ ΟΡΟΥΣ 1978)

Πρωτοπρ. Νικόλαος Μανώλης, ''Δεν κοιτάζω τί θα πει η Διοικούσα Εκκλησία''

Η ΝΕΑ ΘΡΗΣΚΕΙΑ; ΣΤΗ ΜΥΤΙΛΗΝΗ !! - ΠΡΟΠΑΓΑΝΔΑ

Πρωτοπρ, Θεόδωρος Ζήσης, Φοβερό Κήρυγμα για την Κυριακή της Ορθοδοξίας

Η Ορθοδοξία είναι η μοναδική και η αληθινή Εκκλησία Του Κυρίου και Θεού ημών Ιησού Χριστού. Δεν υπάρχει καμία άλλη Εκκλησία και όποιος πιστεύει ότι υπάρχουν και άλλες αληθινές Εκκλησίες εκτός της Ορθόδοξης, αυτός βρίσκεται εκτός Εκκλησίας και πρέπει να μετανοήσει αν δεν θέλει να πάει στην κόλαση

Δεν υπάρχουν πολλές Εκκλησίες, 
η Εκκλησία Του Χριστού είναι μία, 
είναι η ΟΡΘΟΔΟΞΙΑ. 
Εκτός Ορθοδοξίας 
ΔΕΝ υπάρχουν Χριστιανοί. 


Όποιος βρίσκεται εκτός Ορθοδοξίας αυτός είναι αιρετικός και δεν είναι μέλος της Εκκλησίας. 

Όποιος διδάσκει και διαδίδει ότι υπάρχουν και άλλες αληθινές Εκκλησίες εκτός της Ορθόδοξης, αυτός είναι πολύ επικίνδυνος και ουδεμία σχέση δεν έχει με την αλήθεια. 
Αν ακούσετε οποιονδήποτε, να αποκαλεί αδελφό εν Χριστώ κάποιον που δεν είναι Ορθόδοξος και να αποκαλεί Εκκλησία κάποια σύναξη εκτός Ορθοδοξίας, να μη τον πιστεύετε είναι αιρετικός και βλάσφημος. 

Εμείς οι Ορθόδοξοι Χριστιανοί φοράμε πάντα τον Σταυρό μας, κάνουμε τον Σταυρό μας οπουδήποτε και αν βρισκόμαστε, έχουμε καμάρι, όπλο και τιμή, τον Τίμιο Σταυρό Του Χριστού. 

Η Ορθοδοξία είναι η μοναδική και η αληθινή Εκκλησία Του Κυρίου και Θεού ημών Ιησού Χριστού. 
Δεν υπάρχει καμία άλλη Εκκλησία και όποιος πιστεύει ότι υπάρχουν και άλλες αληθινές Εκκλησίες εκτός της Ορθόδοξης, αυτός βρίσκεται εκτός Εκκλησίας και πρέπει να μετανοήσει αν δεν θέλει να πάει στην κόλαση. 
Μη σας τυφλώνουν τα αξιώματα, τα χρήματα, η χλιδή και η δόξα του κόσμου τούτου. Ο διάβολος μετασχηματίζεται σε άγγελο φωτός, όμως, σήμερα έχει χάσει και αυτή την ικανότητα, έβγαλε την μάσκα και θέλει να μας αναγκάσει να δεχτούμε τους αιρετικούς και τον αντίχριστο οικουμενισμό. Εμείς θα παραμείνουμε πιστοί μέχρι το τέλος, στην Αγία Πίστη μας και στην Ορθόδοξη Εκκλησία μας. 

Δεν πρόκειται να δεχτούμε να γίνουμε μια απρόσωπη μάζα "πιστών" που προορίζονται για την αιώνια απώλεια. 
Όσοι κάνουν σχέδια να μας επιβάλλουν αντίχριστες και ανίερες ενώσεις με τους πάσης φύσεως αιρετικούς, αυτό να το ξεχάσουν. 
Μπορεί να είμαστε λίγοι σε σχέση με τον κόσμο, αλλά οι αληθινοί Χριστιανοί, όπως είπε και ο Κύριος μας Ιησούς Χριστός, πάντα ήταν λίγοι και διωκόμενοι. 

Το βραβείο μας βρίσκεται στα χέρια Του Χριστού και αν θελήσει ο Κύριος να μαρτυρήσουμε, θα μαρτυρήσουμε για την αγάπη Του, όμως, ποτέ μα ποτέ δεν πρόκειται να προδώσουμε την Εκκλησία Του Θεού μας, την ΟΡΘΟΔΟΞΙΑ μας.

Ιερομάρτυς Ιλαρίων Τρόϊτσκι: ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΙΚΕΣ ΑΛΛΟΙΩΣΕΙΣ ΠΑΠΙΣΜΟΥ – ΠΡΟΤΕΣΤΑΝΤΙΣΜΟΥ



Η αλήθεια της Εκκλησίας διεστράφη πολύ στη Δύση μετά την έκπτωση της Ρώμης από την Εκκλησία και η Βασιλεία τού Θεού άρχι­σε να μοιάζει εκεί με κάποια επίγεια βασιλεία. 
Ο Λατινισμός με τους γήινους υπολογισμούς των «καλών έργων», με τημισθωτή σχέση προς τον Θεό, με την παραχάραξη της σωτηρίας, συσκότισε στη συνείδηση των μελών του τη χριστιανική αντίληψη της Εκκλησίας.

Ο Λατινισμός στο πρόσωπο του Προτεσταντισμού γέννησε ένα εντελώς νόμιμο, αν και πολύ ατίθασο, πνευματικό τέκνο. Ο Προτε­σταντισμός δεν ήταν μια διαμαρτυρία της πρωτοχριστιανικής εκκλησιαστικής συνειδήσεως ενάντια σ’ αυτές τις παραχαράξεις της αλή­θειας, τις οποίες είχε κάμει παραδεκτές ο μεσαιωνικός Παπισμός. Μ’ αυτόν τον τρόπο, όχι σπάνια, έχουν την τάση να παρουσιάζουν τη Διαμαρτύρηση οι προτεστάντες θεολόγοι.Όμως, όχι! Ο Προτεσταντι­σμός ήταν διαμαρτυρία μιας ανθρώπινης ιδέας εναντίον μιας άλλης. Δεν αποκατέστησε τον αρχαίο Χριστιανισμό.Το μόνο που έκανε ήταν να αντικαταστήσει την παραχάραξη τού Χριστιανισμού με μιαν άλλη παραχάραξη κι αυτό το νέο ψεύδος ήταν πικρότερο από το πρώτο.

Ο Προτεσταντισμός είπε τον τελευταίο λόγο τού Παπισμού, έβγα­λε το τελευταίο λογικό του συμπέρασμα.

Η αλήθεια και η σωτηρία είναι δοσμένα από την αγάπη, δηλ. από την Εκκλησία. 
Τέτοια είναι η εκκλησιαστική συνείδηση.Ο Λατινισμός, αφού εξέπεσε από την Εκκλησία, άλλαξε αυτή τη συνείδηση και διεκήρυξε: Η αλήθεια δίδεται από το ξεχωριστό πρόσωπο τού Πάπα, από ένα ιδιαίτερο πρόσωπο χωρίς την Εκκλησία, και ο Πάπας έχει την ευθύνη της σωτηρίας όλων.

Ο Προτεσταντισμός μόνο αυτό εξέφρασε: Γιατί η αλήθεια να δίδεται μόνο από έναν Πάπα; Και πρόσθεσε: η αλήθεια και η σωτηρία αποκαλύπτονται σε κάθε ξεχωριστό πρόσωπο ανεξάρτητα από την Εκκλησία.Έτσι κάθε ένας άνθρωπος προβιβάστηκε σε αλάθητο πάπα. Ο Προτεσταντισμός φόρεσε την παπική τιάρα σε κάθε Γερμανό καθηγητή-θεολόγο και με τους αμέτρητους αυτούς πάπες κατέστρε­ψε τελείως την ιδέα της Εκκλησίας.

Υποκατέστησε την πίστη με τη λογική του ατόμου και τη σωτηρία εν τη Εκκλησία με την ονειροπόλο βεβαιότητα για τη σωτηρία μέσω τού Χριστού χωρίς την Εκκλησία, σε μια φίλαυτη απομόνωση από όλους. Για τον προτεστάντη αλήθεια είναι μόνο ό,τι του αρέσει, ό,τι νομίζει αυτός ως αλήθεια.

Στην πράξη βέβαιακαι οι προτεστάντες από την αρχή, με πλάγιους τρόπους, λα­θραία θα λέγαμε, επέβαλαν κάποια στοιχεία δόγματος σχετικά με την Εκκλησία αναγνωρίζοντας κάποιες αυθεντίες, μόνο όμως στην περιοχή της διδασκαλίας της πίστεως. Όντας όμως ουσιαστικά εκκλησιαστικός αναρχισμός, ο καθαρός Προτεσταντισμός, όπως κάθε αναρχισμός, στην πραγματικότητα αποδείχτηκε τελείως μη πραγματοποιήσιμος κι έτσι μας έδωσε φανερή μαρτυρία γι’ αυτή την αναμφισβήτητη αλήθεια ότι η ανθρώπινη ψυχή είναι από τη φύση της εκκλησιαστική.

Όμως ο Προτεσταντισμός ταίριαξε στο γούστο με την ανθρώπινη φιλαυτία και την αυθαιρεσία κάθε είδους. Η φιλαυτία και η αυθαιρεσία μέσα στον Προτεσταντισμό, όπως ειπώθηκε, κατά κάποιον τρό­πο «εξαγιάσθηκαν» και «ευλογήθηκαν» και τώρα αυτό φανερώνεται στην ατέλειωτη διαίρεση και τον θρυμματισμό πρώτα απ’ όλα του ίδιου τού Προτεσταντισμού.

Συγκεκριμένα, ο Προτεσταντισμός διεκήρυξε ανοιχτά αυτό το μέγιστο ψεύδος: Μπορείς να είσαι χριστιανός χωρίς να αναγνωρίζεις καμία Εκκλησία.Συνδέοντας όμως τα μέλη του με κάποιου είδους υποχρεωτικές αυθεντίες και εκκλησιαστικούς κανόνες, ο Προτεσταντισμός περιπλέκεται σεαδιέξοδες αντιφάσεις: Ο ίδιος απελευθέρωσε το κάθε πρόσωπο από την Εκκλησία και ο ίδιος θέτει κάποια όρια αυτής της ελευθερίας. Από δω ξεκινάει η ανταρσία των προτεσταντών εναντίον των λίγων και οικτρών υπο­λειμμάτων εκκλησιαστικότητος, τα οποία ακόμη φυλάσσονται από τους επίσημους εκπροσώπους των Ομολογιών τους.

Είναι ευνόητο ότι ο Προτεσταντισμός έχει αντιστοιχία προ πάντων με τη γενική διάθεση που κυριαρχεί στη Δύση. Εκεί πέτυχαν μια πολύ καλή οργάνωση της εξωτερικής ζωής και οι άνθρωποι κατέχονται από αλαζονεία γι’ αυτή την επιτυχία καιαγάπησαν τον εαυτό τους σε τέτοιο βαθμό που λησμόνησαν τον Θεό και τον πλησίον. Αυτή την αμαρτωλή φιλαυτία, την περιφρόνηση προς τον πλησίον, τη διακηρύτ­τουν και η μοντέρνα φιλοσοφία και η λογοτεχνία. Πως ο υπερήφανος ευρωπαίος να δεχθεί τη διδασκαλία περί Εκκλησίας, όταν γι’ αυτό θα πρέπει πριν απ’ όλα να απαλλαχθεί από τη φιλαυτία και την αυθαιρεσία, να υποταχθεί στην Εκκλησία και να μάθει να αγαπά τους ανθρώπους, βάζοντας τον εαυτό του ταπεινά κάτω από τους άλλους;


ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ ΑΠΟ ΤΟ ΕΞΑΙΡΕΤΙΚΟ ΒΙΒΛΙΟ:
«Αρχιεπίσκοπος Ιλαρίων Τρόϊτσκι (1886-1929)
Ιερομάρτυς και πρόμαχος της Εκκλησίας του Χριστού»

Του Πρωτ. Ιωάννη Φωτόπουλου

«ΑΥΤΟΣ ΘΑ ΕΙΝΑΙ Η ΑΙΤΙΑ»…!

«ΤΟΝ ΠΑΠΑ ΝΑ ΚΑΤΑΡΑΣΘΕ,
ΔΙΟΤΙ ΑΥΤΟΣ ΘΑ ΕΙΝΑΙ Η ΑΙΤΙΑ»
(Ἅγιος Κοσμᾶς ὁ Αἰτωλὸς)
τῆς «ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΗΣ ΕΣΤΙΑΣ ΛΑΜΙΑΣ»

. Χρειάστηκαν 400 χρόνια τουρκοκρατίας περίπου (1453 – 1821) καὶ 500 (1453 – 1912) γιὰ τὴ Μακεδονία, γιὰ νὰ ξεπλύνουμε τὴν ὀργὴ τοῦ Θεοῦ ἀπὸ τὴν παπικὴ λειτουργία, ποὺ ἐπέτρεψε νὰ γίνει στὴν Ἁγιὰ – Σοφιὰ στὶς 12/12/1452 ὁ μακάριος Κων/νος Παλαιολόγος, προκειμένου νὰ ἀνταποκριθεῖ στὶς συνέπειες τῆς Ψευδο-ἕνωσης τῆς Φερράρας – Φλωρεντίας (1438 – 1439) καὶ μὲ τὴν ψεύτικη ἐλπίδα ὅτι θὰ στείλει βοήθεια ὁ πάντοτε ψευδόμενος πάπας. Ἡ αἵρεση μπαίνει μὲ τὸ τσουβάλι καὶ βγαίνει μὲ τὸ βελόνι.
. Χρειάστηκαν λοιπὸν αἰῶνες γιὰ νὰ ἀποσοβηθεῖ ὁ κίνδυνος τῆς προσχωρήσεώς μας στὸν παπισμό. Σημειωτέον ὅτι τὸ Βατικανὸ δὲν ἔστειλε βοήθεια οὔτε τότε οὔτε στὴ Ναυμαχία τοῦ Ναυαρίνου. Ἀπὸ μόνοι τους βοήθησαν κάποιοι φιλέλληνες καὶ ὑπέστησαν τὶς συνέπειες τῶν πράξεών τους.
. Ὁ Θεὸς μᾶς θέλει Ὀρθοδόξους. Στὸ Ἰόνιο, στὰ Ἑπτάνησα, ὑπάρχουν ἀκοίμητοι φρουροὶ οἱ ἄφθαρτοι καὶ ὁλόσωμοι ἅγιοι Σπυρίδωνας, Διονύσιος καὶ Γεράσιμος, τεῖχος ἀπόρθητον κατὰ τοῦ καθολικισμοῦ.
. Ἀκόμη τὸ σπουδαιότερο εἶναι ὅτι ὁ ἅγιος Σπυρίδωνας δὲν ἄφησε νὰ χτιστεῖ παπικὸ ἀλτάριο (=ἁγία Τράπεζα) δίπλα στὸ ναό του στὴν Κέρκυρα καὶ κατακεραύνωσε καὶ τὸν διοικητὴ καὶ τὸ παλάτι του. «Ὁ ἅγιος Σπυρίδωνας στὶς 12 Νοεμβρίου 1716 ἀνετίναξε τὴν Ἀκρόπολιν τῆς Κερκύρας καὶ τὸν Ἑνετὸ ἡγεμόνα Ἀντρέα Πιζάνι, γιὰ νὰ μὴν κατασκευάσει θυσιαστήριον (ἀλτάριον) τῆς Ρωμαιοκαθολικῆς παρασυναγωγῆς στὸν ἐν Κερκύρᾳ Ἱερὸν Ναὸν τοῦ (Ἁγίου Ἀθανασίου Παρίου, Οὐρανοῦ Κρίσις ἐν Λειψία Σαξωνίας 1805).
. Ὁ ἅγιος Κοσμᾶς ὁ Αἰτωλός, θεόσταλτος αὐτὸς ἱεραπόστολος τῆς Ἑλλάδας, τὸ εἶπε ξεκάθαρα, «τὸν πάπα νὰ καταρᾶσθε, διότι αὐτὸς θὰ εἶναι ἡ αἰτία». Ποιόν πάπα; Ἐκεῖνον ποῦ ζοῦσε τότε μόνο; Ἐκεῖνον νὰ καταριῶνται οἱ Ὀρθόδοξοι διὰ παντός; Ὄχι μόνο ἐκεῖνο τὸ πρόσωπο, ἀλλὰ τὸν παπισμὸ γενικῶς, τὸν θεσμό. Δηλαδή, νὰ μὴ ἄρωμε τὰ ἀναθέματα καὶ τοὺς ἐκκλησιαστικοὺς ἀφορισμούς. Δυστυχῶς τὸ κάναμε, καὶ δυστυχῶς, ἔρχονται σήμερα ὑψηλὰ ἱστάμενοι καὶ ἀγνοοῦν καὶ περιφρονοῦν τὶς φωνὲς τῶν ἁγίων. Βλέπουν μὲ ἄλλο μάτι τὴν Ὀρθοδοξία.
. Γι᾽ αὐτὸ καὶ ὅσοι κάλεσαν τὸν Πάπα ὑπέγραψαν τὸ τέλος τους. Τὴν πνευματική τους καταδίκη, ἐνίοτε καὶ τὴν βιολογική τους πορεία. Ἡ ἀλήθεια εἶναι πάνω ἀπὸ ὅλα. Μπορεῖ νὰ εἴμαστε οἱ χειρότεροι ἁμαρτωλοί, «ἀλλὰ οὐ διεπετάσαμεν χεῖρας πρὸς Θεὸν ἀλλότριον». Καὶ δὲν ξεχνᾶμε ὅτι τρεῖς εἶναι οἱ πτώσεις στὴν ἀνθρωπότητα: τὸ προπατορικὸ ἁμάρτημα τοῦ Ἀδάμ, ἡ προδοσία τοῦ Ἰούδα καὶ ἡ πτώση τοῦ Πάπα.
. Ὅσοι λοιπὸν ἐρωτοτροποῦν μὲ τοὺς αἱρετικοὺς καὶ δὲν μετανοοῦν ἀμέσως, τοὺς τρώει τὸ σκοτάδι, γιατί δὲν θέλει ὁ Θεὸς νὰ συμπαρασύρεται ὁ λαός Του στὴν κακοδοξία.

«Ἀνάθεμα τὴν ὥρα, κατάρα τὴ στιγμή, ποὺ κάλεσαν τὸν πάπα στὸ Ἑλληνικό νησί».

Πρωτοπρ. Νικόλαος Μανώλης, Ξαναείδαν τον Πάπα να τον σέρνουν δαιμόνια, αλλά όχι μόνο του...




Θεσσαλονίκη, 15 Απριλίου 2016
"Δυστυχώς, εθεάθη για μία ακόμη φορά ο Πάπας να τον σέρνουν δαιμόνια όπως είχα τονίσει και στο παρελθόν (σ.δ. δείτε το βίντεο που ακολουθεί). Όμως αυτήν την φορά, στο νησί της Λέσβου, δεν σέρνουν μόνο αυτόν. 
Με ενημέρωσε άγιος πατήρ, από την έρημο του αγίου Όρους, πως δαιμόνια σέρνουν και τους ορθοδόξους προκαθημένους σε αυτήν την συνάντηση... Ο Άγιος Ραφαήλ, δε θα ανεχτεί αυτήν την πρόστυχη βλασφημία. Ας μας λυπηθεί Ο Θεός!" (Πρωτοπρ. Νικόλαος Μανώλης)

Παρακολουθείστε το βίντεο:


Προσευχή της εβδομάδος



-ΠΡΟΣΕΥΧΗ ΓΙΑ ΚΑΘΕ ΜΕΡΑ ΤΗΣ ΕΒΔΟΜΑΔΑΣ-

ΔΕΥΤΕΡΑ: Θεέ μου δεν φοβάμαι για την πορεία της ημέρας μου, γιατί θ’ αφήσω Εσένα να με οδηγείς.

ΤΡΙΤΗ: Θεέ μου, όποιο άδικο σήμερα έρθει για να με πληγώσει, βοήθησε με να μην ξεχάσω ότι υπάρχει η Δικαιοσύνη Σου, που θα το επανορθώσει.

ΤΕΤΑΡΤΗ: Πατέρα ευλόγησε το σπίτι μας σήμερα και όλους που μένουν εδώ σ’ αυτό. Δώσε μας ειρήνη και αγάπη. Έτσι όλοι που έρχονται, να μπορούν να νοιώσουν βαθειά μέσα τους, την ευλογία Σου.

ΠΕΜΠΤΗ: Προσπαθώ να ακολουθώ το θέλημά Σου, κάνοντας όσο μπορώ πιο καλά το καθήκον μου.

ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ: Έλα Πατέρα αυτή την ώρα και ευλόγησέ με. Δώσε μου σύνεση για να νουθετώ σωστά. Δώσε μου σωστή κρίση, για να μπορώ να κάνω το σωστό.

ΣΑΒΒΑΤΟ: Η αγάπη Σου Θεέ μου γεμίζει τη ζωή μου. Όταν σκέφτομαι ότι με αγαπάς, δεν παραπονούμαι για όση αγάπη δεν βρίσκω καμιά φορά από τους συνανθρώπους. Η αγάπη Σου με γαληνεύει ειρηνικά.

ΚΥΡΙΑΚΗ: Είμαι λευτερωμένος, είμαι νικητής. Μια βδομάδα δούλεψα, πάλεψα, έπεσα, σηκώθηκα, ξανάρχισα από την αρχή.

Νίκησα με Σένα πάντα στο πλευρό μου. 
Όταν το σκέφτομαι ορθώνομαι, 
χαμογελώ, Σ’ ευχαριστώ.

Από Αγιορείτη μοναχό

Η ασφαλής άγκυρα


Το δώρο της ελπίδας το οποίο μας χάρισε ο Θεός είναι η άγκυρα "η ασφαλής και βεβαία".
Ας κλυδωνίζεται το σκάφος της επίγειας ζωής μας. 
Ας μας συναντούν οι θύελλες των δεινών και ας μας δέρνουν οι καταιγίδες των συμφορών. 
Πλοίο που κυβερνήτης είναι ο Χριστός, 
δεν φοβάται μήπως ναυαγήσει.


(Κυριακοδρόμιο τόμος 4ος, σελ.126, Εκδ."Ο Σωτήρ")
exomologistetokirio

Δύο παγίδες του διαβόλου


Σταχυολόγηση καί διασκευή κειμένου ἀπό τά “Πνευματικά Γυμνάσματα” τοῦ ὁσίου Νικοδήμου τοῦ Ἁγιορείτου.

Πολλές εἶναι οἱ παγίδες που στήνει ὁ διάβολος, για να πιάσει τίς ψυχές τῶν ἀνθρώπων καί νά τίς ὁδηγήσει στόν ὄλεθρο. Δυό ἀπ᾿ αὐτές εἶναι ἡ ἀργία καίἡ πολυπραγμοσύνη. Καί ἡ ἀργία, δηλαδή τό νά κάθεται κανείς καί νά σαπίζει σέ μιά ἀξιοκατάκριτη ἀπραξία, καί ἡ πολυπραγμοσύνη, δηλαδή τό νά μπλέκεται κανείς μέ χίλιες ὑποθέσεις καί δουλιές, εἶναι ἐμπόδια γιά τή σωτηρία.

Πολλοί χριστιανοί, προπαντός οἱ νέοι, περνᾶνε τή μέρα τους χωρίς ἐργασία. Περπατᾶνε στίς πλατεῖες, μιλᾶνε γιά τά διάφορα νέα, κοροϊδεύουν τούς διαβάτες, καί ὅταν πηγαίνουν στήν ἐκκλησία, τό κάνουν γιατί δέν ἔχουν νά κάνουν τίποτ᾿ ἄλλο. Ἔτσι σπαταλᾶνε τό χρόνο τους χωρίς κανένα κέρδος. Τό Ἅγιο Πνεῦμα στή Σοφία Σειράχ λέει, ὅτι «πολλήν κακίαν ἐδίδαξεν ἡ ἀργία»1.

Θά λέγαμε, ὅτι ὁ διάβολος ἄνοιξε ἕνα σχολείο πονηρίας καί κακίας, καί ἐπειδή εἶδε πώς δέν ἐπαρκοῦσε ὁ ἴδιος γιά ὅλα τά μαθήματα τοῦ κακοῦ, ἔβαλε τήν ἀργία σάν βοηθό-δάσκαλο, γιά νά κάνει αὐτή ὅσα μαθήματα δέν πρόφταινε νά κάνει ἐκεῖνος!

Σ᾿ αὐτό λοιπόν τό σχολείο μαθαίνουν οἱ ἄνθρωποι τίς ἁμαρτίες γρήγορα καί χωρίς κόπο. Καί τίς μαθαίνει ἀνεξαίρετα κάθε ἄνθρωπος, γιατί καί οἱ πιό καθυστερημένοι στό μυαλό γίνονται μαθητές ἄξιοι νά προκόψουν στό κακό. Ἐδῶ μαθαίνει ὁ ἄνθρωπος νά ἁμαρτάνει μέ τό λογισμό, ἐπιθυμώντας μέ τήν καρδιά τοῦ ἐκεῖνο πού δέν μπορεῖ νά κάνει μέ τά ἔργα. «Ἐπιθυμίαι ὀκνηρόν ἀποκτείνουσιν· οὐ γάρ προαιροῦνται αἱ χεῖρες αὐτοῦ ποιεῖν τι»2.

Μερικές φορές ὁ ὀκνηρός δέν κάνει τό κακό μέ τήν πράξη, γιατί χρειάζεται κάποιος κόπος. Ἀλλά μέ τούς πονηρούς λογισμούς τρέχει κάθε μέρα στήν ἀκαθαρσία.

Στούς λογισμούς τοῦ ὀκνηροῦ καί φυγόπονου ἀνθρώπου ἀκολουθοῦν σάν ἁλυσίδα οἱ κατακρίσεις. Γιατί ὅσο εἶναι ἀμελής στά δικά του πράγματα καί στίς δικές του ὑποθέσεις, τόσο εἶναι ἐπιμελής καί πρόθυμος στό νά ἐξετάζει τά ἔργα τῶν ἄλλων. Καί ὅση περισσότερη δυσκολία ἔχει στό νά ἐργάζεται, τόση εὐκολία ἔχει στό νά μιλάει, ἐπειδή αὐτό δέν ἀπαιτεῖ κόπο. Γι᾿ αὐτό περνάει τίς μέρες του μέ κατακρίσεις. Κι ἐνῶ ἡ γλώσσα ἁγιάστηκε μέ τό βάπτισμα, αὐτός τή βεβηλώνει καί τή μολύνει.

Ἔπειτα, ὅποιος εἶναι ἐχθρός τοῦ κόπου, εἶναι φίλος τῶν ἡδονῶν. Καί δέν εὐχαριστιέται ὁ ὀκνηρός, ἄν δέν ἀπολαύσει τίς ἡδονές. Ἔτσι ἐπαληθεύεται ἡ ἀρχαία παροιμία, πού λέει: «Ἀργία μήτηρ πάσης κακίας».

Τό νερό πού μένει στάσιμο, γρήγορα βρωμίζει. Ὁ ἀέρας πού δέν ἀνανεώνεται, σέ λίγο γίνεται ἀνθυγιεινός. Οἱ στρατιώτες πού μένουν ἄπρακτοι καί ἀγύμναστοι, γίνονται μαλθακοί καί εὔκολα νικώνται. Ἔτσι καί οἱ πνευματικοί στρατιώτες τοῦ Χριστοῦ μέ τήν ἀργία καί φυγοπονία γλιστράνε σιγά-σιγά σέ κάθε κακία.

Ἄν ὅμως ἡ ἀργία γεννάει πολλά κακά, δέν γεννᾶνε λιγότερα καί οἱ πολλές ὑποθέσεις, οἱ πολλές δουλειές καί οἱ πολλές μέριμνες. Γιατί αὐτές, λέει ὁ Κύριος, εἶναι σάν τ᾿ ἀγκάθια, πού πνίγουν τό σπόρο τῶν θείων ἐντολῶν, καί τόν ἐμποδίζουν ν᾿ αὐξηθεῖ καί νά καρποφορήσει: «Τό δέ εἰς τᾶς ἀκάνθας πεσόν, οὗτοί εἰσιν οἱ ἀκούσαντες, καί ὑπό μεριμνῶν καί πλούτου καί ἡδονῶν τοῦ βίου πορευόμενοι συμπνίγονται καί οὐ τελεσφοροῦσι”3.

Οἱ πολυάσχολοι ἄνθρωποι δέν ἔχουν καιρό γιά τήν ἐκκλησία, δέν ἔχουν καιρό γιά τό κήρυγμα, δέν ἔχουν καιρό νά διαβάσουν ἕνα ὠφέλιμο βιβλίο. Τή μιά δουλειά πιάνουν, τήν ἄλλη ἀφήνουν. Μοιάζουν μ᾿ ἕνα σκοινί δεμένο σέ χίλιους κόμπους, πού δέν πρόκειται ποτέ νά λυθεῖ. Καί μ᾿ αὐτό τό τέχνασμα ὁ διάβολος τούς κρατάει δεμένους κι αἰχμαλωτισμένους. Ἀκόμα κι ἄν θελήσουν νά ξεφύγουν ἀπό τά χέρια του, δέν βρίσκουν διέξοδο, γιατί ὁ παμπόνηρος τούς πνίγει μέ μεγαλύτερες ὑποθέσεις καί μέριμνες. Ἔτσι δέν ἔχουν καιρό ὄχι νά κάνουν τό καλό, μά οὔτε κάν νά τό σκεφθοῦν. Οἱ καθημερινές φροντίδες καί ὑποθέσεις γίνονται παγίδες, πού τούς κολλᾶνε στή γῆ καί τά γήινα. Ἡ μᾶλλον αὐτές οἱ φροντίδες κολλᾶνε στήν καρδιά τους, ὅπως ὁ κισσός στά δέντρα, καί ἀπομυζοῦν κάθε στάλα εὐλάβειας πού ἔχουν.

Ἀλλά κι ἄν τούς μείνει λίγος χρόνος γιά νά κάνουν κανένα καλό, πῶς νά τό κάνουν τό καλό ὅπως πρέπει; Οἱ μανιώδεις κυνηγοί, ἀκόμα κι ὅταν κοιμοῦνται, ὀνειρεύονται τά θηράματα πού πιάνουν ἤ ἐκεῖνα πού τούς φεύγουν. Ἔτσι, τό σῶμα τους βρίσκεται στό κρεβάτι καί ὁ νοῦς τους στά δάση. Τό ἴδιο συμβαίνει καί μέ κείνους πού καταγίνονται μέ πολλές ὑποθέσεις καί φροντίδες.Βρίσκονται στήν ἐκκλησία, καί ὁ νοῦς τους τρέχει ἀπό δω κι ἀπό κεῖ: Πῶς θά κάνουν αὐτή τή δουλειά, πῶς θά τελειώσουν ἐκείνη τήν ὑπόθεση… Τό σῶμα τους εἶναι στήν ἐκκλησία, καί ὁ νοῦς τους στίς πλατεῖες. Καί ὅταν κοιμοῦνται ἀκόμα, ὀνειρεύονται διάφορες ὑποθέσεις καί φροντίδες: “Περί τροφῆς φροντίς· γυναικός φυλακή· οἴκου ἐπιμέλεια· οἰκετῶν προστασίαι· αἱ κατά τά συμβόλαια βλάβαι· αἱ ἐν τοῖς δικαστηρίοις συμπλοκαί· τῆς ἐμπορίας οἱ κίνδυνοι· αἱ τῆς γεωργίας διαπονήσεις… Πᾶσα ἡμέρα ἰδίαν ἥκει φέρουσα τῆς ψυχής ἐπισκότισιν· καί αἱ νύκτες, τας φροντίδας παραλαβοῦσαι, ἐν ταῖς αὐταῖς φαντασίαις ἐξαπατῶσι τόν νοῦν»4.

Κι ἐνῶ βρίσκεσαι σέ τέτοιο περισπασμό, σέ τέτοια ταραχή, νομίζεις πώς θά σοῦ μιλήσει καί θά σέ φωτίσει ὁ Θεός;

Μά ἐσύ, ὅταν διηγείσαι σ᾿ ἕνα φίλο σου κάποιο γεγονός κι ἐκεῖνος δέν σέ προσέχει, δέν σταματάς νά τοῦ μιλᾶς; Πῶς θέλεις ἔπειτα νά μιλάει ὁ Θεός στήν καρδιά σου, τή στιγμή πού εἶναι γεμάτη μ᾿ ἑκατό λογισμούς καί δέν ἔχει χῶρο γιά τή δική Του φωνή;

Γιά νά λυτρωθεῖς ὅμως εἴτε ἀπό τήν ἀργία εἴτε ἀπό τήν πολυμεριμνία, πρέπει νά κατανοήσεις τό σκοπό γιά τόν ὁποῖο γεννήθηκες στόν κόσμο.

Καί ὁ σκοπός αὐτός δέν εἶναι ἄλλος, ἀπό τήν κερδοφόρα ἀξιοποίηση τοῦ χρόνου σου γιά τήν ὠφέλεια τῆς ψυχῆς σου, γιά τή σωτηρία σου. Ὁ ἴδιος ὁ Θεός πάντοτε καί «ἕως ἄρτι ἐργάζεται»5.

Πολύ περισσότερο ἐμεῖς «δεῖ ἐργάζεσθαι ἕως ἡμέρα ἐστίν· ἔρχεται γάρ νύξ ὅτε οὐδείς δύναται ἐργάζεσθαι»6. Ἄς πολλαπλασσιάσουμε τά τάλαντα πού μᾶς ἔχει δώσει ὁ Κύριος, λέγοντας: «Πραγματεύσασθε ἕως ἔρχομαι»7. Ὅταν ἔρθει, θά εἶναι ἀργά πιά γιά πνευματικές ἐπενδύσεις.

Τόσο πολύτιμος λοιπόν εἶναι ὁ καιρός τῆς παρούσης ζωῆς, πού κι ἄν μαζεύονταν ὅλοι οἱ ρήτορες τοῦ κόσμου, δέν θά μποροῦσαν νά παραστήσουν ἱκανοποιητικά τήν ἀξία του. Ἐπειδή ὁ καιρός πού μᾶς δίνει ὁ Θεός γιά νά κερδίσουμε τόν παράδεισο ἀξίζει τόσο, ὅσο καί ὁ ἴδιος ὁ παράδεισος. Τώρακαταλαβαίνεις τήν ἀξία τοῦ χρόνου πού ἔχεις γιά νά μετανοήσεις. Γιατί θά ἔρθει ξαφνικά ὁ θάνατος, καί τότε θά ζητᾶς μιά στιγμή γιά μετάνοια, καί δέν θά τήν ἔχεις.

Διηγοῦνται γιά ἕναν ἄρχοντα, πού ἦταν πολλά χρόνια γραμματέας κάποιου βασιλιά, πώς ὅταν ἔφτασε στό τέλος τῆς ζωῆς του, ἔκλαιγε ἀπαρηγόρητα, λέγοντας: «Ἀλλοίμονο σέ μένα, πού ξόδεψα τόσα φορτία χαρτιοῦ γιά νά γράφω τά γράμματα τοῦ βασιλιά, καί δέν βρῆκα λίγο καιρό γιά νά γράψω σέ μισό φύλλο χαρτί τίς ἁμαρτίες μου. Ἀλλοίμονο! Ἀλλοίμονο!».

Ἕνα παρόμοιο θρῆνο θά κάνεις κι ἐσύ, ἀγαπητέ, στό τέλος τῆς ζωῆς σου, ἄν ξόδεψες τά χρόνια σου εἴτε μέσα στήν ἀργία, εἴτε, ἀντίθετα, μέσα στίς πολλές ἀσχολίες, καί δέν φρόντισες γιά τήν καλλιέργεια τῆς ψυχῆς σου. Λοιπόν, ξύπνα ἀπό τόν πνευματικό ὕπνο. Μοιάσε στό στρατοκόπο ἐκεῖνο, πού πέφτει μεσόστρατα νά κοιμηθεῖ, ἀλλά σέ λίγο, σάν συλλογιστεῖ πόσο οἱ σύντροφοί του ἔχουν προχωρήσει, σηκώνεται καί συνεχίζει βιαστικά.

Ἔχεις χάσει κι ἐσύ τόσον καιρό. Πρέπει τώρα νά τόν πάρεις πίσω, ζώντας, «μή ὡς ἄσοφος, ἀλλ᾿ ὡς σοφός, ἐξαγοραζόμενος τόν καιρόν, ὅτι αἱ ἡμέραι πονηραί εἰσιν»8.


Άγιος Νικόδημος Αγιορείτης
1 33 : 28. 2 Παρ. 21 : 25. 3 Λουκ. Η΄ : 14 4 Μεγ. Βασιλείου, Ἐπιστ. Α΄. 5 Ἰω. ε΄ : 17 6 Ἰω. Θ΄ : 4 7 Λουκ. Ιθ΄: 13 8 Ἐφ. Ε΄ : 15-16.
(Ἀπό τό βιβλίο: «ΜΑΘΗΤΕΙΑ ΣΤΟΝ ΑΓΙΟ ΝΙΚΟΔΗΜΟ», Ἐκδόσεις: Ι. Μ. Παρακλήτου Ὠρωπός Ἀττικῆς)

Τό δύσκολον ἄθλημα: νά μή ζηλεύεις!

ΟΙ ΔΥΟ ΥΠΝΟΙ ΤΗΣ ΖΩΗΣ ΜΑΣ

Ὁ ὕπνος ποὺ χαλαρώνει καὶ ὁ ὕπνος τῆς ἁμαρτίας
γράφει γιὰ τὴν « ΧΡ. ΒΙΒΛΙΟΓΡ.»
ὁ Δρ Χαραλάμπης Μ. Μπούσιας,
Μέγας Ὑμνογράφος τῆς τῶν Ἀλεξανδρέων Ἐκκλησίας

. Ἡ μετάνοια εἶναι θεῖο δῶρο στὸν ἄνθρωπο καὶ ἀποκτᾶται μόνο μὲ διάθερμη, καρδιακὴ προσευχή. “Τὸ σφάλλεσθαι ἀνθρώπινον, τὸ δὲ μετανοεῖν θεῖον δῶρον”, μᾶς λέει ὁ Ἱερὸς Χρυσόστομος. Μόνον ὅταν ἡ Θεία Χάρις φωτίσει τὸν ἄνθρωπο καὶ δεῖ τὴ θεία ὡραιότητα καὶ τὴ δική του ἀσχήμια, μόνο τότε εἶναι δυνατὴ ἡ μετάνοια, ἡ ἀλλαγὴ τοῦ φρονήματος καὶ τοῦ τρόπου ζωῆς. Τότε ὁ νοῦς ἀφήνει τὰ χαμερπῆ, τὰ ὑλικά, τὰ μάταια, τὰ νεκροποιὰ καὶ ἁρπάζεται στὰ οὐράνια, στὴν ἀτελεύτητη μακαριότητα.
. Xωρὶς τὴ Θεία Χάρη, τὴν ὁποίαν ἕλκει ἡ ταπείνωση τῆς ψυχῆς καὶ τὴν ἀπροκάλυπτη παραδοχὴ τῆς ἀναξιότητάς της νὰ εἰσέλθει εἰς τὸν Νυμφῶνα, δὲν εἶναι δυνατὴ ἡ σωτηρία.
. Ὁ Μέγας Κανὼν τοῦ Ἁγίου Ἀνδρέου, Ἐπισκόπου Κρήτης κεντρικὴ ἰδέα ἔχει τὴ Μετάνοια. Σὲ αὐτὸν ὁ Ποιητὴς ἀνατρέχει σὲ ὅλα τὰ πρόσωπα τῆς Παλαιᾶς καὶ τῆς Καινῆς Διαθήκης προβάλλοντας τόσο τὶς καλὲς πράξεις τῶν δικαίων πρὸς μίμηση ὅσο καὶ τὶς κακὲς τῶν ἀδίκων πρὸς ἀποφυγή. Τὴ μετάνοια θεωρεῖ ὁ Ποιητὴς θύρα τοῦ Παραδείσου, γι᾽ αὐτὸ καὶ μέσα ἀπὸ τὰ τροπάριά του μᾶς παιδαγωγεῖ παροτρύνοντας μας ἐφ᾽ ὅσον δὲν ἔχουμε καρποὺς μετανοίας, νὰ προσφέρουμε στὸν Θεὸ τὴ συντετριμμένη καρδιά μας ἀναγνωρίζοντας τὴν πνευματική μας πτωχεία. Ὁλόκληρο τὸ πένθιμο καὶ κατανυκτικὸ περιεχόμενο τοῦ ἀριστουργήματος αὐτοῦ συνοψίζεται στὸ Τροπάριο:
Ψυχή μου, ψυχή μου, ἀνάστα, τί καθεύδεις;
Τὸ τέλος ἐγγίζει καὶ μέλλεις θορυβεῖσθαι·
ἀνάνηψον οὖν, ἵνα φείσηταί σου Χριστός, ὁ Θεός,
ὁ πανταχοῦ παρὼν καὶ τὰ πάντα πληρῶν.
. Δηλαδή, Ψυχή μου, γιατὶ κοιμᾶσαι; Ξύπνα, πλησιάζει τὸ τέλος σου καὶ θὰ θορυβηθεῖς ὅταν αὐτὸ ἔλθει. Σύνελθε, λοιπόν, γιὰ νὰ σὲ λυπηθεῖ ὁ Χριστός, Αὐτὸς ποὺ ὅλα τὰ βλέπει καὶ γεμίζει τὴν Πλάση μὲ τὴν παρουσία Του.
. Ὑπάρχουν δύο ὕπνοι στὴ ζωή μας. Ὁ ἕνας εἶνε ὁ γνωστὸς φυσιολογικὸς ὕπνος, ὁ ὕπνος ποὺ μᾶς χαλαρώνει ἀπὸ τὴν ἔνταση τῆς ἡμέρας καὶ ὅλοι μας τὸν ἔχουμε ἀνάγκη. Ἄγρυπνος μένει μόνον ὁ Θεός μας, ὁ ὁποῖος μὲ τοὺς Ἁγίους Του Ἀγγέλους, καὶ αὐτοὺς πάντοτε ξάγρυπνους, νύχτα καὶ ἡμέρα ἐποπτεύουν τὰ σύμπαντα. Ἀγρυπνεῖ ἐπίσης καὶ ὁ πονηρός, ὁ ὁποῖος ὅμως δὲν μετανοεῖ γιὰ τὸν ἑωσφορικό του ἐγωϊσμὸ καὶ παραμένει πνεῦμα τοῦ κακοῦ. Αὐτὸ περιγραφει καὶ τὸ ἑξῆς περιστατικό, στὸ ὁποῖο ὀ ἴδιος ὁμολογεῖ ὅτι δὲν κοιμᾶται :
. Κάποιος Ἐρημίτης εἶχε τὸ χάρισμα ἀπὸ τὸν Θεὸ νὰ διώχνει τὰ πονηρὰ πνεύματα. Μιὰ φορὰ συνομιλώντας μαζί τους ζήτησε νὰ μάθει τί φοβοῦνται περισσότερο καὶ ἀναγκάζονται νὰ φύγουν, ἐνθυμούμενος τὰ λόγια τῆς Γραφῆς: «Τοῦτο τὸ γένος οὐκ ἐκπορεύεται εἰ μὴ ἐν προσευχῇ καὶ νηστείᾳ» (Ματθ. ιζ´ 21).
–Μήπως τὴ νηστεία; Ρώτησε κάποιο ἀπὸ αὐτά.
–Ἐμεῖς, ἀποκρίθηκε ἐκεῖνο, οὔτε τρῶμε, οὔτε πίνουμε ποτέ.
–Μήπως τὴν ἀγρυπνία;
–Ἐμεῖς δὲν κοιμώμαστε καθόλου.
–Μήπως τὴ φυγὴ ἀπὸ τὸν κόσμο;
Τὸ δαιμόνιο γέλασε περιφρονητικά.
–Σπουδαῖο πράγμα τάχα. Ἐμεῖς περνᾶμε τὸν περισσότερο καιρό μας τριγυρίζοντας στὶς ἐρημιές.
–Σὲ ἐξορκίζω, νὰ ὁμολογήσεις τί εἶναι ἐκεῖνο ποὺ μπορεῖ νὰ σᾶς δαμάσει, ἐπέμενε ὁ Γέροντας Ἐρημίτης.
Τὸ πονηρὸ πνεῦμα ἀναγκασμένο ἀπὸ ὑπερκόσμια δύναμη βιάστηκε νὰ ἀπαντήσει:
–Ἡ ταπείνωση, ποὺ δὲν μποροῦμε ποτὲ νὰ ἀποκτήσουμε καὶ ἡ ὁποία ὁδηγεῖ στὴ μετάνοια.
. Κανένας ἄνθρωπος δὲν εἶνε ἀπαλλαγμένος ἀπὸ τὴν ἀνάγκη τοῦ ὕπνου. Ἀκόμη καὶ ὁ Χριστός μας, ἀπὸ τὴ στιγμὴ ποὺ ἔγινε ἄνθρωπος, εἶχε ἀνάγκη ὕπνου. Ὁ ὕπνος εἶναι ἀναγκαῖος καὶ ἀποτελεῖ εὐεργεσία τοῦ Θεοῦ πρὸς τὸν ἄνθρωπο. Μᾶς τονώνει καὶ μᾶς ξεκουράζει. Χωρὶς αὐτὸν δὲν ζεῖ ὁ ἄνθρωπος. Τοὐναντίον ἡ ἀϋπνία εἶναι μαρτύριο καί, δυστυχῶς, ἀποτελεῖ τὴ μάστιγα τοῦ αἰῶνος μας. Οἱ σύγχρονοι ἄνθρωποι τοῦ ἄγχους καὶ τῶν βιοτικῶν μεριμνῶν χωρὶς τὴ Θεία συνέργεια δὲν μποροῦν νὰ κοιμηθοῦν, παίρνουν χάπια, πίνουν ποτά, καταφεύγουν σὲ ἐξαρτησιογόνες οὐσίες. Πόσο πρέπει νὰ εὐχαριστοῦμε τὸν Θεὸ γιὰ τὸν ὕπνο ποὺ μᾶς δίνει, «ὕπνον ἐλαφρὸν» πρὸς «ἀνάπαυσιν σώματος καὶ ψυχῆς».
Ἀλλ᾿ ἐκτὸς ἀπ᾿ αὐτὸν ὑπάρχει καὶ ἕνας ἄλλος ὕπνος. Εἶναι αὐτός, γιὰ τὸν ὁποῖο παρακαλοῦμε τὸν Κυριό μας στὸ Ἀπόδειπνο: «Καὶ διαφύλαξον ἡμᾶς ἀπὸ τοῦ ζοφεροῦ ὕπνου τῆς ἁμαρτίας». Φύλαξέ μας, λέει, μὴν πέσουμε στὸν σκοτεινὸ ὕπνο τῆς ἁμαρτίας. Ὁ ὕπνος αὐτὸς εἶναι ἡ τελεία ἀναισθησία καὶ ἀδιαφορία γιὰ τὰ πνευματικὰ ζητήματα.
. Ἂν παρατηρήσουμε, θὰ δοῦμε ὄτι ὑπάρχουν ὁμοιότητες μεταξὺ τοῦ φυσικοῦ ὕπνου καὶ τοῦ ὕπνου τῆς ἁμαρτίας. Ὅταν κοιμόμαστε δὲν ἔχουμε αἴσθηση τί γίνεται γύρω μας. Μπορεῖ κάποιοι νὰ συνομιλοῦν, μπορεῖ νὰ μποῦν κλέφτες στὸ σπίτι, μπορεῖ αὐτὸ νὰ πάρει φωτιὰ καὶ ὁ ἴδιος ὁ ἄνθρωπος νὰ καεῖ ζωντανὸς ζαλισμένος μέσα στοὺς καπνούς καὶ τὶς ἀνθυμιάσεις. Ὅταν ἐπίσης καθεύδουμε στὸν ὕπνο τῆς ἁμαρτίας, δὲν ἔχουμε αἴσθηση τοῦ πνευματικοῦ κινδύνου. Ἀδιαφοροῦμε γιὰ τὶς ἠθικὲς ἀνατάσεις καὶ βρισκόμαστε στὴν ἀγκαλιὰ τοῦ ξάγρυπνου πάντοτε διαβόλου, ποὺ κλέβει τὸν πολύτιμο μαργαρίτη τῆς ψυχῆς μας μὲ λογισμοὺς καὶ σκέψεις καὶ μὲ φαντασιώσεις ποὺ καταλήγουν σὲ ἐφάμαρτες πράξεις.
. Στὸν ὕπνο μας πάλι βλέπουμε ὄνειρα, φανταστικὰ ποὺ πολὺ ἀπέχουν ἀπὸ τὴν πραγματικότητα. Οἱ πεινασμένοι καρβέλια ὀνειρεύονται, οἱ γυμνοὶ ροῦχα, οἱ νεαρὲς κοπέλλες καὶ οἱ νέοι τὴν ὥρα τοῦ γάμου τους καὶ οἱ ἡλικιωμένοι τὰ νεανικά τους παιχνίδια. Ὅλα, ὅμως, εἶναι ὄνειρα ἀπατηλά, ὅπως ὄνειρο εἶναι καὶ ἡ παροῦσα ζωή μας, ἡ ὁποία διαρκεῖ ὅσο ἕνα ὄνειρο. Γι’ αὐτὸ καὶ ἡ Ἐκκλησία μας ψάλλει στὴν ἐξόδιο Ἀκολουθία, ὅτι εἶναι «πάντα ὀνείρων ἀπατηλότερα».
. Ἐμεῖς κοιμόμαστε, ἀλλὰ ὁ κίνδυνος ἐλλοχεύει. Ἡ ἐγρήγορση μᾶς τὸν ἀπομακρύνει καὶ μᾶς σώζει ἀπὸ πτώσεις καὶ ἀνεπιθύμητες καταστάσεις σωματικὲς καὶ πνευματικές.
. Κάποτε ὡς νέος ἀποφάσισα νὰ πάω ἕνα ταξίδι ἔχοντας στὸ αὐτοκίνητο ἕνα ἀντίσκηνο. Ἔφθασα σὲ κάποιο ἄγνωστο μέρος γύρω στὰ μεσάνυκτα καὶ ἔνοιωθα κουρασμένος. Σταμάτησα σὲ μία ἄκρη καὶ ἔστησα τὸ ἀντίσκηνο μὲ τὴ βοήθεια ἑνὸς φακοῦ. Ἀμέσως ξάπλωσα καὶ μὲ πῆρε ὁ ὕπνος. Δὲν πέρασε πολλὴ ὥρα καὶ ἀκούω κορνάρισμα συνοδευόμενο ἀπὸ φῶτα, ποὺ φώτιζαν τὸ ἀντίσκηνο. Ξύπνησα ἀμέσως καὶ βγαίνοντας ἔξω βλέπω ἕνα τρακτὲρ μποροστά μου καὶ τὸν ὁδηγό του νὰ μοῦ φωνάζει:
-Καλὰ δὲν ἔβλεπες ὅτι ἔστησες τὴ σκηνή σου μέσα στὸ δρόμο. Ἂν δὲν ἤμουν προσεκτικὸς τώρα θὰ ἤσουν μακαρίτης.
. Μέσα στὴ νύχτα εἶχα ἀπρόσεχτα στήσει τὸ ἀντίσκηνο στὴ μέση ἑνὸς ἀγροτικοῦ δρόμου καὶ κινδύνευα νὰ σκοτωθῶ προκαλώντας ἀτύχημα καὶ σὲ ἄλλους.
. Κοιμόμαστε ὅλοι μας, δυστυχῶς, σὲ ἐπικίνδυνα μονοπάτια καὶ ὁ θάνατος εἶναι ἐγγύς. Δὲν τὸ νοιώθουμε, γιατὶ ὁ ὕπνος μας εἶναι βαθύς. Ποιός καὶ πῶς θὰ μᾶς ξυπνήσει; «Ψυχή μου ψυχή μου, ἀνάστα, τί καθεύδεις;» Μᾶς ξυπνάει ἡ χάρη τοῦ Θεοῦ, ὅπως τὸν Πέτρο ξύπνησε τὸ λάλημα τοῦ πετεινοῦ, ὅπως τὸν Παῦλο, ποὺ ἀπὸ διώκτης ἔγινε Ἀπόστολος, ὅπως τὸν Δαβὶδ, ποὺ ἀπὸ μοιχὸς καὶ φονιὰς ἔγινε ἱερὸς Ψαλμωδός, ὅπως τὸν Ἅγιο Αὐγουστῖνο, ποὺ ἀπὸ ἁμαρτωλὸς ἔγινε κορυφαῖος Πατέρας, ὅπως τὴν Ἁγία Μαρία τὴν Αἰγυπτία, ποὺ ἀπὸ πόρνη ἔγινε ἀσκήτρια.
. Ἂς ξυπνήσουμε, ἀδελφοί μου, μὲ τὴν ἀνάγνωση τοῦ Εὐαγγελίου, ποὺ μᾶς λέει ὅτι: «Ἡ νὺξ προέκοψεν, ἡ δὲ ἡμέρα ἤγγικεν. Ἀποθώμεθα οὖν τὰ ἔργα τοῦ σκότους καὶ ἐνδυσώμεθα τὰ ὅπλα τοῦ φωτός» (Ῥωμ. ιγ´ 12). Ἂς μετανοήσουμε, ἂς ἐγκαταλείψουμε τὴν ἁμαρτία, καὶ ἂς ξυπνήσουμε, ὅπως ξυπνάει κάποιος μετὰ ἀπὸ ἀναισθησία στὸ νοσοκομεῖο, ὅπου οἱ γιατροὶ τοῦ δίνουν καὶ δύο χαστούκια, γιὰ νὰ συνέλθει. Μήπως καὶ ἐμᾶς μᾶς περιμένουν τὰ χαστούκια τοῦ Θεοῦ, τοῦ παιδαγωγοῦ πατέρα μας, γιὰ νὰ μᾶς ξυπνήσουν ἀπὸ τὸ ὕπνο τῆς ἁμαρτίας; Καὶ τὰ χαστούκια αὐτὰ εἶναι οἱ ἀσθένειες καὶ οἱ θλίψεις; Πόσο εὐεργετημένοι πρέπει τότε νὰ αἰσθανόμαστε ἀπὸ τὸν Θεό μας, τὸν ὁποῖο μόνο στὶς θλίψεις ἐνθυμούμαστε! «Ἐν θλίψει ἐμνήσθην σου» (Ἡσ. Κϛ´[26] 16).
. Ἂς φωνάξουμε στοὺς ἑαυτούς μας: Ξυπνᾶτε! Ἂς φωνάξουμε σὲ ὅλους γύρω μας: Ἱερεῖς, Καθηγητές, Δικαστικοί, Πολιτικοί, Ὑπάλλλοι, Ἀγρότες, Ἐργάτες, ξυπνᾶτε! Ξυπνᾶτε, γιατὶ τὸ τέλος ἐγγίζει. Ποιός ξέρει γιὰ πόσο χρόνο ἀκόμη θὰ ζήσουμε; Ἴσως διανύουμε τὸν τελευταῖο χρόνο τῆς ζωῆς μας. Ἂς φωνάξουμε καὶ στὴν πατρίδα μας. Ἑλλάδα μου, ξύπνα, γιατὶ κοιμᾶσαι μέσα στὴν ἁμαρτία, στὴν ὑποκρισία, στὴν ἐκζήτηση περιττῶν πραγμάτων, στὴν διχόνοια, στὴν κακομοιριά. Ξύπνα, γιατὶ οἱ ἐξελίξεις εἶναι ραγδαῖες καὶ τὸ ποτήρι τῶν ἀνομιῶν σου ξεχείλισε, ὥστε νὰ προκαλέσει τὴν ὀργὴ τοῦ Θεοῦ μας. Ξύπνα καὶ φώναξε μαζὶ μὲ τὸν Ψαλμωδό: «Κύριε, φώτισον τοὺς ὀφθαλμούς μου, μήποτε ὑπνώσω εἰς θάνατον» (Ψαλμ. ΙΒ´ [12] 4).
. Τὸ τέλος γιὰ ὅλους μας ἐγγίζει. Μὴν καθυστεροῦμε καὶ μὴν ἀναβάλλουμε γιὰ αὔριο, ὅτι μποροῦμε νὰ πράξουμε σήμερα. «Ὕπνον ἀπώθου»! Τὸ φωνάζω στὸν κοιμώμενο ἑαυτό μου, γιὰ νὰ συνέλθει καὶ νὰ μὴν χαθεῖ στὴν ἀξημέρωτη νύχτα τοῦ θανάτου. Καὶ σύ, ἀδελφέ μου, ὄχι μόνον «ἀνάστα», ἀλλὰ καὶ «ἀνάνηψον». Νὰ γίνει μέσα σου τὸ ξύπνημα. Νὰ ἀκουσθεῖ καλὰ τὸ σάλπισμα τῆς μετανοίας καὶ νὰ ἀφανισθεῖ ἡ ραθυμία καὶ ἡ ραστώνη, «ἵνα φείσηταί σου Χριστός, ὁ Θεός, ὁ πανταχοῦ παρὼν καὶ τὰ πάντα πληρῶν».

Δρ Χαραλάμπης Μ. Μπούσιας,
Μέγας Ὑμνογράφος τῆς τῶν Ἀλεξανδρέων Ἐκκλησίας

Ο άνθρωπος επλάσθη διά να απολαμβάνει αιωνίως τον Θεόν



Όπως το λιβάνι στο θυμιατό θα μπορούσες να λιώνεις προς δόξαν Θεού, και αυτή να είναι η αμοιβή σου. Όμως ο Θεός θέλει να είναι Αυτός ο Ίδιος μισθός σου, ανίσως και εργάζεσαι θεοφιλώς κάθε αρετή.

Ο ίδιος ο Θεός θέλει να είναι «ο στεφανών και ο στέφανός σου». Και ως άκρον και άπειρον αγαθόν όπου είναι ό Θεός, ημπορεί. Αυτός μόνος να αναπαύσει και να χορτάσει την άμετρη επιθυμία της καρδίας σου.

Όθεν, συμπεραίνει ό Άγιος, τι θα σε ωφελήσει η τιμή και η δόξα όπου έλαβες εις μίαν γωνίαν της γης, καθώς είναι η Πατρίδα σου, ανίσως και αποτύχεις στο έσχατο τέλος, την εν ουρανοίς μακαριότητα;

Γι’ αυτό, όπως μία μεγάλη πέτρα, η οποία πέφτει από υψηλό μέρος, συντρίβει όλα εκείνα όπου εμποδίζουν το δρόμο της, έτσι κάμε και εσύ· σύντριψε όλα εκείνα που δε σε αφήνουν μαζί με τον Παύλο να λες και να εφαρμόζεις· κατά σκοπόν διώκω επί το βραβείον της άνω κλήσεως του Θεού εν Xριστώ Ἰησού.

«Και εις όλα σου τα έργα άλλο να μην αναπνέης πάρεξ τόν Θεόν».

Άγιος Nικόδημoς ο Αγιορείτης

Η προσευχή ως σχέση



Συνήθως, όταν μιλάμε για προσευχή, έρχεται στο νου μας το αίτημα, δηλαδή τι να ζητήσω από το Θεό. Η στάση αυτή δείχνει την παιδική αντίληψη της σχέσης, όπου το παιδί θεωρεί τους γονείς του ως τα μέσα που θα ικανοποιήσει τις ανάγκες του.

Ξέρουμε όμως ότι τέτοια συμπεριφορά όχι μόνο δεν αναπτύσσει τη σχέση, αλλά και τη μειώνει και σταδιακά την εξαφανίζει. Γιατί δεν είναι δυνατό η ιδιοτέλεια να καθορίζει την ανθρώπινη ή τη θεϊκή σχέση και αυτή η σχέση να αναπτύσσεται.

Ασφαλώς θα ζητήσουμε από τον ουράνιο Πατέρα να έλθει αρωγός και βοηθός στις ποικίλες ανάγκες της ζωής μας. Άλλωστε ο Χριστός μας είπε «αιτείτε και δοθήσεται υμίν, ζητείτε και ευρήσετε, κρούετε και ανοιγήσεται υμίν» (Μτθ. 7,7), βεβαιώνοντάς μας ότι «όποιος ζητάει λαμβάνει κι όποιος ψάχνει βρίσκει κι όποιος χτυπά του ανοίγεται».

Η άποψη ότι δεν χρειάζεται να Του πούμε τις ανάγκες μας και να Του ζητήσουμε συμπαράσταση αφού τις γνωρίζει, έχει, βέβαια, αλήθεια αλλά παραγνωρίζουμε το γεγονός ότι το να ζητήσεις κάτι που θέλεις δείχνει ταπείνωση και επιθυμία για σχέση. Ο Χριστός την τελευταία νύχτα της επίγειας ζωής του, στο Μυστικό Δείπνο, εκτός των άλλων, παρότρυνε τους μαθητές Του να ζητούν και να παίρνουν για να έχουν μέσα τους πλήρη χαρά (Ιω. 16,24). Ακόμα και το αίτημα οδηγεί σε σχέση, σε βαθειά επικοινωνία, που, ασφαλώς, φέρνει την καρδιακή ευχαριστία και δοξολογία.

Έτσι η προσευχή, για να μην είναι τυπική επικοινωνία με ξύλινα λόγια, χρειάζεται να γίνεται μέσο που μας γνωρίζει καρδιακά, βαθειά, γι’ αυτό και μυστικά το «Θεό της καρδιάς». Τότε ξέρουμε όχι μόνο ότι υπάρχει (και τα δαιμόνια το ξέρουν!..) αλλά ότι είναι αγάπη, ότι διαλέγεται, ότι σχετίζεται. Κατανοούμε το μεγαλείο της δόξης Του που δεν μας διαλύει, γιατί είναι κενωτικό, σταυρικό. Τον βλέπουμε «εν ετέρα μορφή» να συμπορεύεται, να σιωπά ευεργετικά, να επεμβαίνει δυναμικά.

Η προσευχή τότε δεν περιορίζεται στα αιτήματα, δεν λέγεται με λόγια, δεν καλουπιάζεται στο χρόνο. Γίνεται λαχτάρα για συνάντηση με τον αγαπημένο της καρδιάς, καταλήγει στον τρόπο για να είσαι κοντά Του, εξελίσσεται από καθήκον σε ανάγκη.

Να γιατί οι άγιοι δεν είχαν «ώρα προσευχής». Όλος ο χρόνος της μέρας και της νύχτας ήταν ευκαιρία για να συναντηθούν μαζί Του, να Του εκφράσουν την αγάπη τους, να γίνουν ένα «εν πνεύματι αγίω».

Αλήθεια, δεν είναι η ποσοτική προσευχή που οδηγεί στην ομορφιά της σχέσης αγάπης, της φιλικής συνάντησης, της θεανθρώπινης κοινωνίας. Είναι ο πόθος να βρεις Εκείνον που σ’ αγαπά πέρα και πάνω από οτιδήποτε άνθρωπο, ανεξάρτητα αν η αγάπη σου είναι ελάχιστη και η δύναμή σου μικρή. Αρκεί να έχεις λίγο πόθο, λίγο ενδιαφέρον για να σε πλησιάσει και με τη χάρη Του να σε ανορθώσει σε χαρές ανεκλάλητες και συ ν’ αυξήσεις τον πόθο. Τότε η ζωή σου παίρνει νόημα, η πορεία σου γίνεται ωραία, οι σχέσεις σου ουσιαστικές.

π. Ανδρέα Αγαθοκλέους