.

.

Δός μας,

Τίμιε Πρόδρομε, φωνή συ που υπήρξες η φωνή του Λόγου. Δος μας την αυγή εσύ που είσαι το λυχνάρι του θεϊκού φωτός. Βάλε σήμερα τα λόγια μας σε σωστό δρόμο, εσύ που υπήρξες ο Πρόδρομος του Θεού Λόγου. Δεν θέλουμε να σε εγκωμιάσουμε με τα δικά μας λόγια, επειδή τα λόγια μας δεν έχουν μεγαλοπρέπεια και τιμή. Όσοι θα θελήσουν να σε στεφανώσουν με τα εγκώμιά τους, ασφαλώς θα πετύχουν κάτι πολύ πιό μικρό από την αξία σου. Λοιπόν να σιγήσω και να μη προσπαθήσω να διακηρύξω την ευγνωμοσύνη μου και τον θαυμασμό μου, επειδή υπάρχει ο κίνδυνος να μη πετύχω ένα εγκώμιο, άξιο του προσώπου σου;

Εκείνος όμως που θα σιωπήσει, πηγαίνει με τη μερίδα των αχαρίστων, γιατί δεν προσπαθεί με όλη του τη δύναμη να εγκωμιάσει τον ευεργέτη του. Γι’ αυτό, όλο και πιό πολύ σου ζητάμε να συμμαχήσεις μαζί μας και σε παρακαλούμε να ελευθερώσεις τη γλώσσα μας από την αδυναμία, που την κρατάει δεμένη, όπως και τότε κατάργησες, με τη σύλληψη και γέννησή σου, τη σιωπή του πατέρα σου του Ζαχαρία.

Άγιος Σωφρόνιος Ιεροσολύμων

Προς αγιομάχους...


ΕΝΑΝΤΙΟΦΑΝΕΙΕΣ ΚΑΙ ΔΙΪΣΤΑΜΕΝΕΣ ΓΝΩΜΕΣ ΑΓΙΩΝ. 

‒Η λανθασμένη διατύπωση σε θέματα Πίστεως ή Παραδόσεως αποτελεί αίρεση;

(Κείμενα τῶν π. Εἰρ. Δεληδήμου, π. Εὐθ. Τρικαμηνᾶ)

Τελευταῖα γίναμε ἀποδέκτες κάποιων ἐρωτημάτων, σχετικὰ μὲ τὶς ἐναντιοφάνειες στὰ κείμενα κάποιων Ἁγίων, μὲ τὸ ἂν οἱ Ἅγιοι κάνουν λάθη σὲ θέματα Πίστεως, ἂν αὐτὸ τοὺς καθιστᾶ αἱρετικοὺς καί, ἐπίσης, ἂν κάποιους εὐσεβεῖς καὶ καταρτισμένους σύγχρονους θεολόγους, θὰ τοὺς βλέπουμε ὡς αἱρετικούς, ὅταν διαπιστώσουμε ὅτι κάπου σφάλλουν.

Καταθέτουμε κείμενα, ποὺ δίνουν ἀπαντήσεις στὰ ἐρωτήματα αὐτὰ καὶ στοὺς παρακάτω συναφεῖς προβληματισμούς:

Εἶναι πραγματικὰ οἱ ἅγιοι ἀλάθητοι;

τοῦ ἀρχιμ. Εἰρηναίου Δεληδήμου

Εἶναι πραγματικὰ οἱ ἅγιοι ἀλάθητοι; Ἡ θεωρία περὶ τοῦ ἀλαθήτου τῶν «θεουμένων» ποὺ ἀναπτύσσεται ...φαίνεται πειστικὴ καὶ εἶναι πραγματικὰ ὡραία. Θὰ θέλαμε εἰλικρινὰ ἔτσι νὰ εἶναι τὰ πράγματα. Ὅμως πρέπει νὰ ἐρευνήσουμε ἂν εἶναι ὄντως ἔτσι. Ἡ θεωρία φαίνεται πολὺ λογική, ἀλλὰ σ’ αὐτὰ τὰ θέματα ὑπεισέρχεται τὸ μυστήριο, ποὺ εἶναι ὑπὲρ λόγον.

Δὲν θὰ ἐπιχειρήσουμε νὰ δογματίσουμε γιὰ τὴ θέωσι ἐμεῖς ποὺ βρισκόμαστε πολὺ μακριὰ ἀπ’ αὐτή. Οὔτε ὅμως θὰ στηριχτοῦμε σὲ συγχρόνους εἰδικοὺς τῆς δογματικῆς θεολογίας, ἀφοῦ πρὸς τὸ παρὸν δὲν γνωρίζουμε ἂν ἀνήκουν στοὺς «θεουμένους». Θὰ ἀφήσουμε νὰ μιλήσουν οἱ μόνοι εἰδικοί, οἱ ἴδιοι οἱ ἀναχθέντες στὸ στάδιο τῆς θεοπτίας, οἱ ἀνεγνωρισμένοι ἅγιοι τῆς Ὀρθοδοξίας.

Ὁ Ἅγιος Βασίλειος ὁ Μέγας, ἕνας ἀπὸ τοὺς «τρεῖς μεγάλους φωστῆρας τῆς τρισηλίου θεότητος», ἀναγνωρίζει ὅτι μποροῦν οἱ ἅγιοι νὰ διαπράξουν λάθη, ὄχι βεβαίως ἀπὸ «πονηρία γνώμης». Λέγει περι τοῦ Ἁγίου Διονυσίου τοῦ Μεγάλου ἐπισκόπου Ἀλεξανδρείας (+264, μνήμη 3η Ὀκτωβρίου), ὅτι στὸν ἀγῶνα του κατὰ τοῦ αἱρετικοῦ Σαβελλίου ἔφθασε στὸ ἀντίθετο ἄκρο καὶ ὑπεστήριξε αἱρετικὲς ἰδέες ποὺ ἀργότερα χρησιμοποίησαν οἱ Ἀρειανοὶ καὶ Ἀνόμοιοι:

«Οὐ πάντα θαυμάζομεν τοῦ ἀνδρός· ἔστι δὲ ἃ καὶ παντελῶς διαγράφομεν. Σχεδὸν γὰρ ταυτησὶ τῆς νῦν περιθρυλουμένης ἀσεβείας, τῆς κατὰ τὸ Ἀνόμοιον λέγω, οὗτός ἐστιν, ὅσα γε ἡμεῖς ἴσμεν, ὁ πρῶτος ἀνθρώποις τὰ σπέρματα παρασχών. Αἴτιον δέ, οἶμαι, οὐ πονηρία γνώμης, ἀλλὰ τὸ σφόδρα βούλεσθαι ἀντιτείνειν τῷ Σαβελλίῳ. Εἴωθα γοῦν ἀπεικάζειν ἐγὼ φυτοκόμῳ νεαροῦ φυτοῦ διαστροφὴν ἀπευθύνοντι, εἶτα τῇ ἀμετρίᾳ τῆς ἀνθολκῆς διαμαρτόντι τοῦ μέσου καὶ πρὸς τὸ ἐναντίον ἀπαγαγόντι τὸ βλάστημα. Τοιοῦτόν τι καὶ περὶ τὸν ἄνδρα τοῦτον γεγενημένον εὕρομεν. Ἀντιβαίνων γὰρ σφοδρῶς τῇ ἀσεβείᾳ τοῦ Λίβυος, ἔλαθεν ἑαυτὸν εἰς τὸ ἐναντίον κακὸν ὑπὸ τῆς ἄγαν φιλοτιμίας ὑπενεχθείς» (Ἑλλ. Πατρολ. Migne τόμ. 32, 268-269).

Ἐλεγχθεὶς τότε ὁ Ἅγιος Διονύσιος ἀπὸ τὸν σύγχρονό του ἐπίσκοπο Ρώμης Διονύσιο κατενόησε καὶ διόρθωσε τὰ λάθη του.

Ὁ ἀδελφὸς τοῦ Μεγάλου Βασιλείου Ἅγιος Γρηγόριος ἐπίσκοπος Νύσσης (μνήμη τὴν 10η Ἰανουαρίου), τὸν ὁποῖον ἡ Γ΄ Οἰκουμενικὴ Σύνοδος ἀπεκάλεσε «ἄνδρα μετὰ τὸν ἀδελφὸ δεύτερον ἔν τε λόγοις καὶ τρόποις» προειδοποιεῖ ὅτι ὅσα ὁ ἴδιος γράφει στὸν «Ἀπολογητικὸν περὶ τῆς Ἑξαημέρου» δὲν πρέπει νὰ θεωροῦνται ἀλάθητα:

«Τὰ δὲ ἡμέτερα ὡς ἐν γυμνασίῳ τινὶ σχολαστικῶς ἐπιχειρούμενα τοῖς ἐντυγχάνουσι προκείσθω, μηδεμιᾶς μηδενὶ διὰ τούτων βλάβης προσγινομένης, εἴ τι παρὰ τὴν κοινὴν ὑπόληψιν ἐν τοῖς λεγομένοις εὑρίσκοιτο. Οὐ γὰρ δόγμα τὸν λόγον ποιούμεθα, ὥστε ἀφορμὴν δοῦναι τοῖς διαβάλλουσιν· ἀλλ' ὁμολογοῦμεν ἐγγυμνάζειν μόνον ἑαυτῶν τὴν διάνοιαν, τοῖς προκειμένοις νοήμασιν, οὐ διδασκαλίαν ἐξηγητικὴν τοῖς ἐφεξῆς ἀποτίθεσθαι» (Ἑλλ. Πατρολ. Migne τόμ. 44, 68).

Ἀλλὰ ἐκεῖνος ποὺ ἰδιαιτέρως ἀνέπτυξε τὸ θέμα αὐτὸ ὑπῆρξε ὁ Ἅγιος Φώτιος ὁ Μέγας, ἀντικρούοντας τοὺς ἰσχυρισμοὺς τῶν Φράγκων ὅτι ὁ κάθε ἅγιος εἶναι ἀλάθητος.

Ὅσο κι ἂν φανῆ παράξενο, τὴν ἄποψι περὶ τοῦ ἀλαθήτου τῶν ἁγίων ὑπεστήριξαν πρῶτοι οἱ αἱρετικοὶ Φράγκοι. Ἐπειδὴ πίστευαν ὅτι στὰ συγγράμματα τῶν ἁγίων Ἀμβροσίου, Ἱερωνύμου καὶ Αὐγουστίνου βρῆκαν τὴν διδασκαλία περὶ τοῦ Filioque, καὶ ἐπειδὴ θεωροῦσαν τοὺς ἁγίους ἀλαθήτους ὑπεστήριξαν ὅτι ἡ διδασκαλία τοῦ Filioque εἶναι ἀλάθητη καὶ πρέπει τὸ Filioque νὰ προστεθῆ ὁπωσδήποτε στὸ Σύμβολο τῆς Πίστεως!

Ὁ Ἅγιος Φώτιος ἀπάντησε στοὺς ἰσχυρισμοὺς αὐτοὺς μὲ δύο περίφημα συγγράμματα: τὴν Ἐπιστολὴ «Τῷ Θεοφιλεστάτῳ, ἱερωτάτῳ ἀρχιερεῖ ἀδελφῷ καὶ συλλειτουργῷ τῷ θαυμασιωτάτῳ καὶ περιωνύμῳ ἀρχιεπισκόπῳ καὶ μητροπολίτῃ Ἀκυλείας» (Ἑλλ. Πατρολ. Migne τόμ. 102, 793-821) καὶ τὸν «Λόγον περὶ τῆς τοῦ Ἁγίου Πνεύματος μυσταγωγίας» (Ἑλλ. Πατρολ. Migne τόμ. 102, 280-400).

Οἱ ἀρχὲς ποὺ διατύπωσε ὁ μέγας Πατὴρ καὶ στῦλος τῆς Ὀρθοδοξίας μποροῦν νὰ συνοψιστοῦν στὰ ἑξῆς:

α) Πολλοὶ ἅγιοι συνέβη νὰ πέσουν σὲ δογματικὰ σφάλματα· γι’ αὐτὸ ἡ διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας δὲν στηρίζεται σὲ μεμονωμένες γνῶμες ὡρισμένων ἁγίων, ἀλλὰ πρῶτα στὴν Ἁγία Γραφὴ καὶ κατόπιν στὶς Οἰκουμενικὲς Συνόδος καὶ τὴν ὁμοφωνία τῆς πλειοψηφίας τῶν Πατέρων.

β) Οἱ ἅγιοι ποὺ ἔπεσαν σὲ σφάλματα διαφέρουν ἀπὸ τοὺς αἱρετικούς, διότι ἔσφαλαν μὲν ὡς ἄνθρωποι, δὲν ἐφιλονείκησαν ὅμως πρὸς τὴν Ἐκκλησίαν ὅταν συνέβη νὰ ἐλεγχθοῦν. Ἀντιθέτως οἱ αἱρετικοὶ ἐμμένουν μὲ πεῖσμα στὴν πλάνη τους.

Ἂς δοῦμε ὅμως τὰ κείμενα τοῦ Ἁγίου Φωτίου:

«Ἡμεῖς δέ, ἐπεὶ καὶ ἄλλους τινὰς τῶν μακαρίων ἡμῶν Πατέρων καὶ διδασκάλων ἐν πολλοῖς τε ἄλλοις τῆς ἀκριβείας τῶν ὀρθῶν δογμάτων παρενεχθέντας καταλαμβάνοντες, τὸ μὲν παρενεχθὲν οὐ προσθήκην δεχόμεθα, τοὺς ἄνδρας δε ἀσπαζόμεθα...

Καὶ γὰρ καὶ Διοονύσιον τὸν Ἀλεξανδρείας τῷ χορῷ τῶν ἁγίων πατέρων συντάττοντες, τὰς ὑπ’ αὐτοῦ λεχθείσας πρὸς τὸν Λίβυν Σαβέλλιον Ἀρειανικὰς φωνὰς οὐμενοῦν οὐ συναποδεχόμεθα, ἀλλὰ καὶ παντελῶς ἐκτρεπόμεθα. Καὶ τὸν ἐν μάρτυσι μέγαν Μεθόδιον, ὃς τοὺς ἀρχιερατικοὺς τοῦ Πατάρων θρόνου ἐπηδαλιούχησεν οἴακας· ἔτι μὲν καὶ Εἰρηναῖον τοῦ Λουγδούνων ἐπίσκοπον, καὶ Παπίαν τὸν τῆς Ἱεραπόλεως· τὸν μέν, τοῦ μαρτυρίου τὸν στέφανον ἀναδησάμενον·τοὺς δέ, ἄνδρας ὄντας ἀποστολικούς, καὶ τοῖς τοῦ βίου τρόποις θαυμάσιον ἐξαστράπτοντας. Ἀλλ’ οὔν, εἴ τί γε τῆς ἀληθείας ὠλιγώρησαν, καὶ παρηνέχθησαν φθέγξασθαι ἀπεναντίας τοῦ κοινοῦ καὶ ἐκκλησιαστικοῦ δόγματος, ἐν τούτοις μὲν οὐχ ἑπόμεθα· τῆς πατρικῆς δὲ τιμῆς καὶ δόξης οὐμενοῦν οὐδὲν αὐτῶν περικόπτομεν.

Ἐπιλείψει με ἡ ἡμέρα τοὺς ἄνδρας ἀπαριθμούμενον, οὓς τῇ μὲν τῶν Πατέρων τιμῇ σεμνύνομεν· ἐν οἷς δὲ τῆς ἀληθείας παρηνέχθησαν, οὐ μιμούμεθα» (Ἑλλ. Πατρολ. Migne τόμ. 102, 813-816).

Ὁ Ἅγιος Φώτιος γνώριζε πολὺ καλὰ τὰ συγγράμματα παμπόλλων Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας καὶ τὰ εἶχε περιγράψει στὴν Μυριόβιβλό του. Γι’ αὐτό, ἀναφέροντας τὰ ἀνωτέρω παραδείγματα καὶ πολλὰ ἄλλα, κατώρθωσε ἐπιτυχῶς νὰ ἀντικρούση τὸν ἰσχυρισμὸ τῶν Φράγκων ὅτι οἱ ἅγιοι εἶναι ἀλάθητοι.

Οἱ ὀρθολογιστὲς Φράγκοι προέβαλλαν τὸ σόφισμα: ἂν ἀναγνωρίζουμε κάποιον ὡς ἅγιο Πατέρα, πρέπει νὰ συμφωνοῦμε σ’ ὅ,τι εἶπε: ἂν δεχθοῦμε ὅτι εἰσηγήθη «δυσσεβῆ δόγματα», πρέπει νὰ τὸν ἀποκηρύξουμε ὡς αἱρετικό.

«Καὶ δεῖ», ἔλεγαν, «τοὺς ἱεροὺς Πατέρας μὴ δυσσεβείας ὑπάγειν ἐγκλήματι. Ἢ γὰρ εὐσεβῶς ἐδογμάτισαν καὶ χρὴ τοὺς ὅσοι Πατέρας αὐτοὺς ἐπιγράφονται, συμφρονεῖν αὐτῶν τῷ φρονήματι, ἢ τῶν δυσσεβῶν εἰσηγητὰς δογμάτων γεγονότας κἀκείνους μετὰ τοῦ φρονήματος ὡς ἀσεβεῖς ἀποπέμπεσθαι» (Ἑλλ. Πατρολ. Migne τόμ. 102, 344).

Τὸ σόφισμα ἔλεγε ὅτι ἂν ἀποδοκιμάσουμε ὡρισμένες διδασκαλίες κάποιων ἁγίων, πρέπει νὰ ἀποδοκιμάσουμε καὶ τοὺς ἴδιους:

«Ἢ δεῖ τοὺς ἄνδρας τιμῶντας καὶ ἃ τούτοις γέγραπται μὴ παραγράφεσθαι, ἢ παραγραφομένους τῶν ρημάτων ἔνια καὶ αὐτοὺς ἐκείνους συμπαραγράφεσθαι» (τόμ. 102, 357)...

Ἂν θέλεις νὰ βρῆς τὴν ἀλήθεια, «τὸν Δεσπότην αὐτὸν ἔχεις (δηλ. τοὺς λόγους τοῦ Κυρίου μέσα στὴν Ἁγία Γραφή)· τῶν οἰκουμενικῶν συνόδων τὰς ψήφους· χορὸν θεοφόρων Πατέρων ἀριθμοῦ κρείττονα»(102, 817).

Θὰ ἔπρεπε, λέγει, νὰ ἀποδοκιμάσουμε τοὺς Πατέρες αὐτοὺς ὡς αἱρετικούς, μόνον ἂν τοὺς ἔγινε ἔλεγχος γιὰ τὰ σφάλματα καὶ δὲν μετενόησαν. Διότι αὐτὸ εἶναι τὸ γνώρισμα τῶν αἱρετικῶν: ἡ πείσμων ἐμμονὴ στὴν πλάνη.

Θὰ τοὺς θεωρούσαμε λοιπὸν αἱρετικούς,

«εἰ μὲν διδαχθέντες μὴ μετέθεντο, εἰ τοῖς δικαίοις ἐλέγχοις οὐ μετεβάλλοντο». «Εἰ δὲ οἷα τὰ ἀνθρώπινα καίτοι τὰ ἄλλα τοῖς ἀρίστοις ἐνευθυμοῦντες ἢ ἀγνοίᾳ τινὶ περιέπεσαν ἢ παροράμασι ὐπηνέχησαν, οὐκ ἀντεῖπον δὲ διδασκόμενοι οὐδὲ πρὸς τὸ νουθετοῦν ἀπηυθαδειάσαντο, τί τοῦτο πρὸς σέ;» (102, 348).

Καὶ ἀλλοῦ ὁ Μέγας Φώτιος: «Ἔτι δέ, εἰ μὲν ὐπομνησθέντες περὶ τοῦ προκειμένου κεφαλαίου, τῶν εἰρημένων Πατέρων ἀντεῖπε τὸ σύνταγμα, καὶ πρὸς ἔνστασίν τινα καὶ ἀπείθειαν ἀπεθρασύναντο διέτεινάν τε τῇ αὐτῇ παρατροπῇ τῆς δόξης, καὶ ἐπ’ αὐτῆς τὸν βίον μετὰ τοὺς ἐλέγχους κατέστρεψαν, ἀνάγκη τούτους συναποβάλλεσθαι τῷ φρονήματι».

Ἂν δὲ γιὰ κάποια αἰτία ποὺ ἀγνοοῦμε ξέφυγαν ἀπὸ τὴν αὐθύτητα, ἀλλὰ δὲν τοὺς ἤλεγξε κανείς, δὲν θὰ δεχθοῦμε τὰ σφάλματά τους, ἀλλὰ τοὺς ἀναγνωρίζουμε ὡς Πατέρες.


Ἀπὸ ἀπάντηση τοῦ π. Εὐθύμιου Τρικαμηνᾶ

σὲ θέσεις τοῦ κ. Ἰ. Καρδάση

...Είναι ανάγκη προκειμένου να αποδείξωμε ότι δεν υπάρχει κατ’ ουσίαν σύγχυσι και αντίθεσις μεταξύ των αγίων, ούτε αμφισβήτησι των κειμένων της Αγ. Γραφής, αλλά σύγχυσις υπάρχει κατ’ ουσίαν μόνο μέσα μας, να αναφερθούμε σε δύο βασικές αρχές της Ορθοδόξου Παραδόσεως.

1) Γνησία ιερά Παράδοσις είναι ο,τι επιστεύετο παντού, πάντοτε και υπό πάντων. Το παντού έχει τοπική έννοια και σημαίνει τη γενική πίστι και αντίληψι της Εκκλησίας, έστω δηλαδή αν σε κάποιο σημείο της γης υπάρχει αντίθετη άποψις επί του θέματος από κάποιους. Δηλαδή η γενικά επικρατούσα πίστις και αντίληψις υπερισχύει της μερικής. Το πάντοτε έχει διαχρονική έννοια και σημαίνει την γενική πίστι και αντίληψι της Εκκλησίας στο πέρασμα του χρόνου, έστω και αν σε κάποιες χρονικές περιόδους εισήλθε δια της πλάνης άλλη αντίληψις, η οποία εν συνεχεία καταπολεμήθηκε υπό των ομολογητών Ορθοδόξων, όπως π.χ. στο θέμα του Αρειανισμού, του Μονοθελητισμού, της Εικονομαχίας κλπ. Το υπό πάντων έχει ειδική έννοια και σημαίνει την πίστι και αντίληψι της Εκκλησίας όπως διασώθηκε δια μέσου των αγίων εν τω συνόλω των, έστω και αν κάποιος μεμονωμένος άγιος έχει αντίθετη άποψι επί του θέματος.

2) Επί οιουδήποτε θέματος υπερισχύει η διδασκαλία της Οικουμενικής Συνόδου από την εγκεκριμένη τοπική, και της εγκεκριμένης τοπικής Συνόδου από την διδασκαλία των μεμονωμένων αγίων, και των αγίων από την διδασκαλία οιωνδήποτε άλλων θεολόγων, κληρικών κλπ. και, τέλος, η διδασκαλία και η γνώμη των πλειόνων από τους μεμονωμένους, έστω και αν αυτοί οι μεμονωμένοι είναι θεολόγοι, κληρικοί κλπ. Αυτό το τονίζει στην εισαγωγή του Πηδαλίου ο αγ. Νικόδημος, προκειμένου να λύση εκ των προτέρων κάποιες εναντιοφάνειες.

Θα πρέπει επίσης να τονίσωμε ότι η Παράδοσις της Εκκλησίας δεν εθεώρησε ποτέ τους αγίους ως αλανθάστους, αλλά μόνο τις εγκεκριμένες Οικουμενικές Συνόδους. Όταν λοιπόν υπάρχει διισταμένη γνώμη για κάποιο θέμα μεταξύ των αγίων, με βάσι τις δύο προαναφερθείσες αξιωματικές αρχές επιλύεται αυτομάτως, αν αναζητήσουμε την διαχρονική διδασκαλία της Εκκλησίας επί του εν λόγω θέματος.

Η διαχρονική διδασκαλία της Εκκλησίας ως γνωστόν ετίθετο ως βάσις και ωμολογείτο πίστις εις αυτήν, προκειμένου, όχι να εκφέρη γνώμη κάποια Οικουμενική Σύνοδος, αλλά να αρχίση τις εργασίες της. Έτσι λοιπόν προκειμένου να λύσουμε οιοδήποτε πρόβλημα, το οποίο έχει σχέσι είτε με την πίστι και την διδασκαλία της Εκκλησίας, είτε με τους αγίους, είτε με την Αγ. Γραφή κλπ., είναι αρμόδιο να γνωρίζωμε την διαχρονική διδασκαλία της Εκκλησίας επί του θέματος και με αυτή να συνταυτιστούμε έστω και αν διαφωνούν κάποιοι άγιοι η θεολόγοι, κληρικοί κλπ.

Αυτή η διδασκαλία είναι κατά τον απόστολο ο στύλος και το εδραίωμα της αληθείας και βάσει αυτής γνωρίζουμε ακριβώς τι πιστεύει η Εκκλησία για τον Αγ. Θεόδωρο τον Στουδίτη, τον Αγ. Ιωάννη το Χρυσόστομο, τον Αγ. Κύριλλο κλπ.

Αν τώρα κάποιος άγιος η πολύ περισσότερο θεολόγος κλπ. διαφωνή και έχει αντίθετο γνώμη, εμείς θεωρούμε τη γνώμη του λανθασμένη και προσωπική, όχι εκκλησιαστική και ουδόλως δύναται να αντιπαρατεθή στην διαχρονική πίστι και διδασκαλία της Εκκλησίας, πολύ δε περισσότερο να την υποσκελίση.

Ένα άλλο σημείο που πρέπει να προσέξωμε είναι το ότι οι άγιοι ερμηνεύουν τους αγίους και προσπαθούν να ερμηνεύσουν ορθόδοξα τα δυσνόητα κείμενά τους, ώστε να μην υπάρξη εις αυτά εναντιοφάνεια με την διαχρονική διδασκαλία της Εκκλησίας. Και εμείς πρέπει να προσπαθούμε να κάνωμε το ίδιο και όχι να τους παρουσιάζωμε ως διαφωνούντας και έχοντας διαφορετικές απόψεις και διδασκαλίες, διότι τότε δεν οικοδομούμε τους πιστούς αλλά τους γκρεμίζουμε και δεν ορθοτομούμε, αλλά διχοτομούμε, τον λόγο της αληθείας. Έτσι ερμηνεύει ο Αγ. Μάξιμος ο ομολογητής τον Αγ. Διονύσιο τον Αρεοπαγίτη, τον οποίο οι σύγχρονοι θεολόγοι μας χαρακτηρίζουν ως αρειανίζοντα. Έτσι ερμηνεύουν οι πατέρες το χωρίον του Αγ. Κυρίλλου Αλεξανδρείας «μία φύσις του Χριστού σεσαρκωμένη», το οποίο οι Μονοφυσίτες ερμηνεύουν με αιρετικό τρόπο. Έτσι ερμηνεύει ο Αγ. Θεόδωρος ο Στουδίτης τον Αγ. Γρηγόριο Νύσσης εις τον οποίο οι σημερινοί θεολόγοι προσάπτουν πλήθος αιρέσεων.

Άκουσε αδελφέ, και θαύμασε πώς ο όσιος ερμηνεύει τον Αγ. Γρηγόριο φέροντας μάλιστα ως συνήγορο και τον Αγ. Μάρκο τον ομολογητή, εις την κατηγορία που οι σημερινοί θεολόγοι του προσάπτουν, ότι δηλαδή ήτο υπέρμαχος της θεωρίας των Παπικών «περί της των πάντων αποκαταστάσεως» με την διεστραμμένη έννοια του τέλους της κολάσεως του καθαρτηρίου πυρός, των αξιομισθιών των αγίων κλπ.(2)

Κατά τον ίδιο επίσης τρόπο ερμηνεύει ο Αγ. Νικόδημος ο αγιορείτης εις το Πηδάλιο πλήθος ιερών κανόνων, οι οποίοι φαίνονται να είναι ενάντιοι σε άλλους και με θαυμάσιο τρόπο αποδεικνύει την μεταξύ των συμφωνία παρά την εξωτερική εναντιοφάνεια. Η βάσις δηλαδή σε όλα αυτά είναι να στηριχθούμε στην διαχρονική διδασκαλία της Εκκλησίας επί οιουδήποτε θέματος και προς αυτήν να κατευθύνουμε τις ερμηνείες των αγίων.

Αν όμως ερμηνεύσωμε αυτόνομα τους αγίους ανεξάρτητα από την διαχρονική διδασκαλία της Εκκλησίας, και μάλιστα κατά το δοκούν εις ημάς, τότε και τους αγίους θα παρουσιάσωμε ως διαφωνούντας μεταξύ των και σύγχυσιν εις την Εκκλησίαν θα προξενήσωμε και ανάπαυσι ψυχική δεν θα έχωμε, διότι η ερμηνευτική μας μέθοδος θα στηρίζεται εις τον εγωϊσμό. Βλέπεις αδελφέ, ότι εις την Εκκλησία δεν έχει κανείς το δικαίωμα να διδάσκη τίποτε δικό του, ούτε και οι άγιοι, αλλά όλοι οφείλουν να ακολουθούν την άπαξ παραδοθείσα πίστι της Εκκλησίας.

Αυτή η πίστις της Εκκλησίας υπαρχει και για τους αγίους, και για τα πατερικά κείμενα και για τα υμνολογικά κείμενα και για την Ορθόδοξο λατρεία κλπ. Αν τώρα κάποιος άγιος με κάτι από αυτά διαφωνή εμείς απλούστατα θεωρούμε ότι ως άνθρωπος έκανε λάθος και ακολουθούμε την διαχρονική διδασκαλία της Εκκλησίας με την οποία συμφωνούν όλοι οι άλλοι άγιοι. Εδώ δηλαδή ευρίσκει αρίστη εφαρμογή το «η γνώμη των πλειόνων κρατείτω», που έχει ειπωθή στις Οικουμενικές Συνόδους και σε διαφόρους ιερούς κανόνες την στιγμή μάλιστα που είναι σύμφωνος με όλη την ιερά Παράδοσι.

Πηγή εδώ

Οι Πατέρες της Εκκλησίας είναι δυνατόν να σφάλουν, όταν δεν καλούνται εκ των επειγόντων εκκλησιαστικών καταστάσεων να εκφράσουν τον λόγο της Εκκλησίας

Όπως είδαμε λοιπόν, σύμφωνα με τον Μέγα Φώτιο οι Πατέρες είναι δυνατόν να σφάλουν. Σύμφωνα με τον Στυλ. Παπαδόπουλο, οι θέσεις του εξέχοντα ιεράρχη επάνω στο ζήτημα του Πατερικού σφάλματος αποτελούν μια απόλυτα ρεαλιστική θεώρηση[113].

Καταρχάς, για τον Μέγα Φώτιο, «το ανθρώπινο ολίσθημα δεν μπορεί να το αποφεύγει πάντοτε αυτός που αποτελείται από πηλό και ρευστή ύλη· κάποτε μάλιστα και στους άριστους εκδηλώνονται κάποια ίχνη κηλίδας»(ΑΠΜ)[114] (πρβλ. Α' Ιωάν. 1,8: «εάν είπωμεν ότι αμαρτίαν ουκ έχομεν, εαυτούς πλανώμεν και η αλήθεια ουκ έστιν εν ημίν»).

Στην περίπτωση αυτή, «την παρέκκλιση βέβαια από τον λόγο του Κυρίου δεν την δεχόμαστε, εκείνους όμως δεν τους αποχωρίζομε από τον χορό των Πατέρων» (Επ.ΚΔ΄)[115].

Υπάρχει όμως μία σπουδαία παράμετρος, την οποία αναλύει εξαιρετικά ο Στυλ. Παπαδόπουλος και γι’ αυτό παραθέτουμε το κείμενο του:

«Το σφάλμα οφείλεται κατ’ αυτόν [δηλ. τον Μέγα Φώτιο] στους εξής λόγους: Στην "άγνοια", στο ότι "ανθρώπινον" η πλάνη. Προσθέτει όμως ο Φώτιος ότι πλανήθηκαν οι Πατέρες για θέματα που δεν υπήρχε "ζήτησις", που δε ζητήθηκε η γνώμη τους [Στο πρωτότυπο: «ουδεμία δε ζήτησις αυτοίς προσενήνεκται»]. Η παρατήρηση του Φωτίου έχει τεράστια σημασία. Οι Πατέρες σε κάποιες περιπτώσεις πλανήθηκαν, μα δε θα συνέβαινε τούτο, αν επρόκειτο για πρόβλημα καίριο της εποχής, αν το θέμα ήταν εκείνο που προκαλούσε την κρίση της εποχής, αν οι πιστοί των χρόνων εκείνων συνέδεαν την απάντηση στο θέμα με τη σωτηρία τους, αν "παρακαλούσαν" για την απάντηση [Στο πρωτότυπο: «ουδ’ εις μάθησιν της αληθείας ουδείς αυτούς παρεκάλεσε»[116]]. Κάτω από τις τελευταίες προϋποθέσεις δηλαδή, το άγιο Πνεύμα, διακονία του οποίου είναι η σωτηρία του ανθρώπου, θα φώτιζε το Διδάσκαλο της Εκκλησίας να φανερώση γνήσια την αλήθεια κι όχι εσφαλμένα»[117] (βλ. Επ.ΚΔ΄)[118].

Πηγή εδώ



Η ΚΟΙΜΗΣΙΣ ΤΗΣ ΘΕΟΤΟΚΟΥ

Απομαγνητοφωνημένη ομιλία του μακαριστού γέροντος Αθανασίου Μυτιληναίου, με θέμα:

«Η ΥΠΕΡΑΓΙΑ ΘΕΟΤΟΚΟΣ ΜΕΣΑ ΑΠΟ ΤΟΝ 44Ο ΨΑΛΜΟ»

[εκφωνήθηκε στην Ιερά Μονή Κομνηνείου Λαρίσης στις 13-8-1988], (Α32)


Η εορτή μνήμης της Κοιμήσεως της Θεοτόκου, αγαπητοί μου, μας δίδει την αφορμή να δούμε εγκατάσπαρτη μέσα στην Αγία Γραφή την παναγία μορφή της και το ουρανόμηκες μεγαλείο της.
Ο 44ος Ψαλμός θα λέγαμε ότι είναι το θαυμάσιο εκείνο ποίημα, που αναφέρεται στον Μεσσία και την Κυρία Θεοτόκο. Στο πρώτο ήμισυ του ποιήματος εξυμνείται ο Υιός του Θεού, με όλα τα θεανθρώπινα γνωρίσματά Του και στο δεύτερο ήμισυ του ίδιου ποιήματος εξυμνείται η Εκκλησία, που η επιτομή της Εκκλησίας είναι η Παναγία Θεοτόκος. Με όλα εκείνα τα θαυμάσια γνωρίσματά της, σαν άμεσος κτίσις του Θεού.
Ο Ψαλμός ο 44ος έχει ως εξής- θα σας διαβάσω μόνο το κείμενο:

«Ἐξηρεύξατο ἡ καρδία μου λόγον ἀγαθόν, λέγω ἐγὼ τὰ ἔργα μου τῷ βασιλεῖ, ἡ γλῶσσά μου κάλαμος γραμματέως ὀξυγράφου. ὡραῖος κάλλει παρὰ τοὺς υἱοὺς τῶν ἀνθρώπων, ἐξεχύθη χάρις ἐν χείλεσί σου· διὰ τοῦτο εὐλόγησέ σε ὁ Θεὸς εἰς τὸν αἰῶνα. περίζωσαι τὴν ῥομφαίαν σου ἐπὶ τὸν μηρόν σου, δυνατέ, τῇ ὡραιότητί σου καὶ τῷ κάλλει σου καὶ ἔντεινον καὶ κατευοδοῦ καὶ βασίλευε ἕνεκεν ἀληθείας καὶ πρᾳότητος καὶ δικαιοσύνης, καὶ ὁδηγήσει σε θαυμαστῶς ἡ δεξιά σου. τὰ βέλη σου ἠκονημένα, δυνατέ -λαοὶ ὑποκάτω σου πεσοῦνται- ἐν καρδίᾳ τῶν ἐχθρῶν τοῦ βασιλέως. ὁ θρόνος σου, ὁ Θεός, εἰς τὸν αἰῶνα τοῦ αἰῶνος, ῥάβδος εὐθύτητος ἡ ῥάβδος τῆς βασιλείας σου. ἠγάπησας δικαιοσύνην καὶ ἐμίσησας ἀνομίαν· διὰ τοῦτο ἔχρισέ σε ὁ Θεὸς ὁ Θεός σου ἔλαιον ἀγαλλιάσεως παρὰ τοὺς μετόχους σου. σμύρνα καὶ στακτὴ καὶ κασσία ἀπὸ τῶν ἱματίων σου, ἀπὸ βάρεων ἐλεφαντίνων, ἐξ ὧν εὔφρανάν σε.
θυγατέρας βασιλέων ἐν τῇ τιμῇ σου· παρέστη ἡ βασίλισσα ἐκ δεξιῶν σου ἐν ἱματισμῷ διαχρύσῳ περιβεβλημένη, πεποικιλμένη. ἄκουσον, θύγατερ, καὶ ἴδε καὶ κλῖνον τὸ οὖς σου καὶ ἐπιλάθου τοῦ λαοῦ σου καὶ τοῦ οἴκου τοῦ πατρός σου·καὶ ἐπιθυμήσει ὁ βασιλεὺς τοῦ κάλλους σου, ὅτι αὐτός ἐστι Κύριός σου, καὶ προσκυνήσεις αὐτῷ. καὶ θυγάτηρ Τύρου ἐν δώροις· τὸ πρόσωπόν σου λιτανεύσουσιν οἱ πλούσιοι τοῦ λαοῦ. πᾶσα ἡ δόξα τῆς θυγατρὸς τοῦ βασιλέως ἔσωθεν, ἐν κροσσωτοῖς χρυσοῖς περιβεβλημένη, πεποικιλμένη. ἀπενεχθήσονται τῷ βασιλεῖ παρθένοι ὀπίσω αὐτῆς, αἱ πλησίον αὐτῆς ἀπενεχθήσονταί σοι· ἀπενεχθήσονται ἐν εὐφροσύνῃ καὶ ἀγαλλιάσει, ἀχθήσονται εἰς ναὸν βασιλέως. ἀντὶ τῶν πατέρων σου ἐγενήθησαν υἱοί σου· καταστήσεις αὐτοὺς ἄρχοντας ἐπὶ πᾶσαν τὴν γῆν. μνησθήσομαι τοῦ ὀνόματός σου ἐν πάσῃ γενεᾷ καὶ γενεᾷ· διὰ τοῦτο λαοὶ ἐξομολογήσονταί σοι εἰς τὸν αἰῶνα καὶ εἰς τὸν αἰῶνα τοῦ αἰῶνος».
Ο ιερός συντάκτης, αγαπητοί μου, αυτού του θαυμασίου ψαλμού, σημειώνει στον συντομότατο πρόλογό του, που αποτελείται μόνο από έναν στίχο: «Ἐξηρεύξατο ἡ καρδία μου λόγον ἀγαθόν, λέγω ἐγὼ τὰ ἔργα μου τῷ βασιλεῖ, ἡ γλῶσσά μου κάλαμος γραμματέως ὀξυγράφου». Δηλαδή «ξεχείλισε η καρδιά μου και αναπήδησε από αυτήν ποίημα υψηλό. Και τούτο μου το ποίημα το αφιερώνω στον βασιλέα Χριστό. Η γλώσσα μου καλάμι γραμματέως γρήγορο, θα καταγράψει τα συναισθήματά μου». Και όπως λέγουν οι Πατέρες, ότι αυτός ο γραμματεύς που γράφει οξύγραφα δεν είναι παρά το Πνεύμα το Άγιο, που κινεί γρήγορα στο χαρτί το χέρι του ιερού συντάκτου, ώστε να καταγράψει ό,τι θα καταγράψει. Και στο υψηλό και θεόπνευστο αυτό ποίημα, βρίσκουμε όλα τα χαρακτηριστικά του Χριστού. Και της Θεοτόκου. Στους πρώτους εννέα στίχους βρίσκουμε τα χαρακτηριστικά του Χριστού. Και στους υπόλοιπους στίχους, έως τον 18ο , βρίσκουμε τα χαρακτηριστικά της Εκκλησίας και της Υπεραγίας Θεοτόκου.
Για να δούμε πώς χαρακτηρίζεται, πάρα πολύ σύντομα γιατί δε θα ήταν δυνατό να τα αναλύσουμε αυτή τη στιγμή, το πρώτο μέρος, τα χαρακτηριστικά του Ενανθρωπήσαντος Θεού Λόγου. «ὡραῖος κάλλει παρὰ τοὺς υἱοὺς τῶν ἀνθρώπων». Όμορφος, πολύ όμορφος, πάνω από όλες τις ανθρώπινες ομορφιές, κατά την ανθρώπινη φύση, προσέξατέ το. Χάρις ξεχύνεται από τα χείλη Του. Θυμηθείτε τι είπαν κάποτε εκείνοι που πήγαν να Τον συλλάβουν, για λογαριασμό των Γραμματέων και των Φαρισαίων, ότι «οὐδέποτε οὕτως ἐλάλησεν ἄνθρωπος, ὡς οὗτος ὁ ἄνθρωπος». «Ποτέ δε μίλησε έτσι άνθρωπος, σαν κι Αυτόν τον άνθρωπο». Έρρεε μέλι από τα χείλη του Χριστού. Επί της ανθρωπίνης φύσεώς Του, φέρει όλη την ευλογία του Πατρός. Ακόμη, εμφανίζεται δεινός πολεμιστής κατά των εχθρών Του, δαιμόνων και ανθρώπων. Και βασιλεύει, όπως λέγει, ένεκεν αληθείας και πραότητος και δικαιοσύνης, που εκφράζουν τον πνευματικό χαρακτήρα του πολέμου Του και της νίκης Του. Γίνεται παγκόσμιος πνευματικός κατακτητής. Κάτω, λέγει, από τα πόδια Του, θα βρεθούν όλα τα έθνη και όλοι οι λαοί.
«Ὁ θρόνος σου, ὁ Θεός, εἰς τὸν αἰῶνα τοῦ αἰῶνος, ῥάβδος εὐθύτητος ἡ ῥάβδος τῆς βασιλείας σου». Και αυτός είναι ο θρόνος Σου, ο Θεός, στον αιώνα του αιώνος. «Ο Θεός» είναι κλητική. «Ο θρόνος Σου, ω Θεέ»- δηλαδή Εσύ είσαι Θεός- «είναι στους αιώνες των αιώνων. Έχει ράβδο ευθύτητος και ράβδο βασιλείας». Εκφράζεται με τον θρόνο, το αιώνιο βασιλικό αξίωμα του Χριστού, και με τη ράβδο, το δικαστικό αξίωμα του Κριτού των πάντων. «ἠγάπησας δικαιοσύνην καὶ ἐμίσησας ἀνομίαν»: Με την ανθρώπινη Του φύση αγάπησε τη δικαιοσύνη και την αγιότητα και εμίσησε την ανομία. «Διὰ τοῦτο ἔχρισέ σε ὁ Θεὸς ὁ Θεός σου ἔλαιον ἀγαλλιάσεως παρὰ τοὺς μετόχους σου»: «Γι’ αυτό», λέει στη συνέχεια ο ψαλμός, «Σε έχρισε, ω Θεέ, ο Θεός Σου- δηλαδή ο Θεός Πατήρ έχρισε Εσένα, ω Θεέ, που έγινες άνθρωπος, και Σε χρίει ως άνθρωπο, με το έλαιο της αγαλλιάσεως, πέρα και πάνω από όλους εκείνους,που στάθηκαν ποτέ χρηστοί Κυρίου, βασιλείς ή προφήτες».
Ομολογουμένως βλέπουμε σε αυτό το πρώτο μέρος, που τόσο σύντομα σας το είπα, αυτό το θαυμαστό πρόσωπο. Είναι, αναγνωρίζετε, και πολύ περισσότερο θα Τον αναγνωρίζαμε εάν κάναμε μία εκτενή ανάλυση, ότι είναι ο Ενανθρωπήσας Υιός του Θεού. Όπως θαυμάσια ο Απόστολος Παύλος, στο Α΄ κεφάλαιο, στίχος 9 στην ‘’προς Εβραίους’’ επιστολή του, κάνει χρήση αυτού του στίχου που λέγει: «ἔχρισέ σε, ὁ Θεός, ὁ Θεός σου ἔλαιον ἀγαλλιάσεως» και τον στίχο αυτόν ο Απόστολος Παύλος θεοπνεύστως τον εφαρμόζει στο πρόσωπο το θεανθρώπινο του Ιησού Χριστού.
Αλλά καιρός να δούμε και την εικόνα του μυστικού εκείνου βασιλέως Χριστού, να συμπληρώνεται με τους γάμους Του με τη μυστική εκείνην νύμφη, της οποίας τα κάλλη, οι ομορφιές, περιγράφονται στους υπόλοιπους στίχους του Ψαλμού. Είναι η Εκκλησία. Επειδή όμως, όπως σας είπα, το κορύφωμα των πιστών της Εκκλησίας είναι η Θεοτόκος, γι’ αυτό και οι έπαινοι της Εκκλησίας, στην ολότητά τους εφαρμόζονται και όλως ιδιαίτερα μάλιστα στη Θεοτόκο.
Μην ξεχνάμε εκείνη την οπτασία του αγίου Αποστόλου και Ευαγγελιστού Ιωάννη στο 12ο κεφάλαιο της Αποκαλύψεως, που λέγει: «Καὶ σημεῖον μέγα ὤφθη ἐν τῷ οὐρανῷ(:Και φάνηκε μεγάλο θαύμα στον ουρανό), γυνὴ περιβεβλημένη τὸν ἥλιον(:γυναίκα, η οποία είναι ντυμένη τον ήλιο), καὶ ἡ σελήνη ὑποκάτω τῶν ποδῶν αὐτῆς(:η σελήνη -ως αλλοιουμένη, που αλλοιούται, είναι γνωστό, οπτικώς, σύμβολο του κόσμου τούτου- είναι κάτω από τα πόδια της), καὶ ἐπὶ τῆς κεφαλῆς αὐτῆς στέφανος ἀστέρων δώδεκα καὶ ἐν γαστρὶ ἔχουσα (:εγκυμονούσε· προσέξτε, εγκυμονούσε η γυναίκα αυτή)…(αφήνω μερικά)…ἔτεκεν υἱὸν ἄῤῥενα (:εγέννησε άρρενα υιό-συνεπώς είναι η Θεοτόκος, η οποία γεννά τον άρρενα υιό, δηλαδή τον Ιησού Χριστό), ὃς μέλλει ποιμαίνειν πάντα τὰ ἔθνη ἐν ῥάβδῳ σιδηρᾷ(:ο οποίος πρόκειται με σιδερένια ράβδο να ποιμάνει όλα τα έθνη)·αναμφισβήτητα είναι ο Ιησούς Χριστός, όπως τον σημειώνει και ο 2ος Ψαλμός του Δαβίδ, και επειδή ο διάβολος, ο δράκων, για τον οποίο θα μιλήσει παρακάτω ο ιερός Ευαγγελιστής, είναι έτοιμος να αρπάξει το παιδί, να το καταβροχθίσει, είναι η επιθυμία του να τον θανατώσει και τον θανατώνει επί του Σταυρού, αλλά ο Κύριος ανεστήθη· μέσα σε έναν στίχο, ο ιερός Ευαγγελιστής βάζει όλον τον ανθρώπινο βίο του Χριστού)· καὶ ἡρπάσθη τὸ τέκνον αὐτῆς πρὸς τὸν Θεὸν καὶ πρὸς τὸν θρόνον αὐτοῦ». Κλείνει με την Ανάληψή Του. Βλέπετε, μέσα σε μία φράση, όλος ο βίος του Χριστού.
Ο Χριστός λοιπόν· η Θεοτόκος λοιπόν· η οποία έφερε τον Χριστό στον κόσμο. Σαφέστατα. Και λέγει στη συνέχεια: «καὶ ἡ γυνὴ ἔφυγεν εἰς τὴν ἔρημον…». Πήγε η Θεοτόκος στην έρημο; Όχι. Ποιος πήγε στην έρημο; Η Εκκλησία. Να λοιπόν, βλέπει κανείς σαφέστατα, σαφέστατα να συμπλέκεται εδώ, σε αυτό το όραμα του Ευαγγελιστού Ιωάννου στην Αποκάλυψη, όπως ακριβώς συμπλέκεται και στον 44ο Ψαλμό, η Εκκλησία με το πρόσωπο της Θεοτόκου. Επί παραδείγματι, στον 44ο Ψαλμό άλλοτε μεν αναφέρεται ως «βασίλισσα και σύζυγος» και άλλοτε αναφέρεται «θυγάτηρ». Πώς είναι δυνατόν ποτέ να είναι το ίδιο πρόσωπο και σύζυγος και θυγάτηρ; Γιατί; Γιατί απλούστατα εδώ βλέπει κανείς αυτήν την εναλλαγή μεταξύ Εκκλησίας και Παναγίας, και θα επαναλάβω, η Υπεραγία Θεοτόκος είναι η Επιτομή της Εκκλησίας.
Συνεπώς, παν ό,τι «κατηγορείται», αναφέρεται, στην Εκκλησία, στην Θεοτόκο κατηγορείται. Δηλαδή «αναφέρεται». Και παν ό,τι κατηγορείται στον Χριστό, στην Θεοτόκο κατηγορείται. Ό,τι λέμε για την Εκκλησία, για την Παναγία μιλάμε. Ό,τι λέμε για τον Χριστό, για την Παναγία μιλάμε! Γιατί αυτό το θεωμένο σώμα του Χριστού, είναι το σώμα της Θεοτόκου,που είναι η Εκκλησία. Βλέπει κανείς με σαφήνεια αυτά τα πράγματα.
Και ας έλθουμε να δούμε μία επιλογή στους στίχους, πολύ πολύ γρήγορη:
«Παρέστη ἡ βασίλισσα ἐκ δεξιῶν σου», λέγει ο 10ος στίχος. «Παραστάθηκε πλάι σου», λέγει, «η βασίλισσα στα δεξιά σου». Παρέστη. Η Θεοτόκος, ως γνωστό, ότι μετά την Κοίμηση, την Ανάστασή της και την Ανάληψή της στον ουρανό, παρέστη εκ δεξιών του βασιλέως Υιού της και Κυρίου της. Στάθηκε δεξιά Του. Ο Κύριος, λέγει, κάθισε στα δεξιά του Θεού Πατρός. 
Η Θεοτόκος παρέστη. Στάθηκε. Ποια η διαφορά; Ο Κύριος κάθισε ως ομοούσιος με τον Πατέρα. Η Θεοτόκος παρέστη, στάθηκε, σαν κτίσμα. Διότι η Θεοτόκος είναι κτίσμα. Είναι σάρκα από τη σάρκα μας. Αλλά εδώ βλέπει κανείς παρά ταύτα, να αποδίδεται στην Υπεραγία Θεοτόκο μία παμμεγίστη τιμή και μία παμμεγίστη δόξα, του ότι βρίσκεται στα δεξιά του Υιού της στον ουρανό, ο οποίος είναι στα δεξιά του Θεού Πατρός. Γι’ αυτό και λειτουργικά η Θεοτόκος πάντοτε είναι στα δεξιά του Υιού της· και στο άγιο δισκάριο, που τελούμε την προσκομιδή, βάζουμε στα δεξιά πάντα του Αμνού, τη μερίδα της Θεοτόκου. Είναι πάντα στα δεξιά, και μάλιστα εκεί, άμα λέμε, κάνουμε την προσκομιδή, λέμε τα ίδια λόγια που λέγει και ο 44ος Ψαλμός. Δηλαδή το «παρέστη ἡ βασίλισσα ἐκ δεξιῶν σου» κτλ.
Τι σημαίνει «ἐν ἱματισμῷ διαχρύσῳ περιβεβλημένη, πεποικιλμένη»; Τι θα πει αυτό; Αυτός ο διάχρυσος ιματισμός, μας θυμίζει εκείνο που λέγει η Αποκάλυψη, ότι εκείνη η γυνή την οποία είδε ο Ιωάννης, ήταν περιβεβλημένη τον ήλιο, ήταν ντυμένη τον ήλιο. Τι θα πει εκεί, στην εικόνα εκείνη; Ως φως. Εδώ στην εικόνα του Ψαλμού ως χρυσάφι. Θέλει να δείξει τη θεωμένη πια Θεοτόκο, τόσο στην ψυχή, όσο και στο σώμα. Αυτός δε ο ποικίλος ιματισμός, όπως λέγει ο Μέγας Αθανάσιος, δεν είναι τι άλλο παρά πίστη- ελπίς-αγάπη. Είναι οι τρεις μεγάλες θεολογικές αρετές, τις οποίες κατείχε σε ύψιστο βαθμό η Υπεραγία Θεοτόκος. Και όλα αυτά, αγαπητοί μου, διότι η Μαρία είναι η «εὐλογημένη ἐν γυναιξί», όπως λέγεται στο κατά Λουκάν Ευαγγέλιο. Είναι εκείνη που ευαρέστησε ελευθέρως στον Θεό και έγινε υπήκοος του Θεού, όπως υπήκοος του Θεού έγινε και ο Υιός της ο Ιησούς Χριστός. Γι’ αυτό ακριβώς, επειδή στάθηκε η «εὐλογημένη ἐν γυναιξί», έγινε και η βασίλισσα. Η βασίλισσα στα δεξιά του Υιού της. Και στάθηκε βασίλισσα, διότι έγινε Θεοτόκος! Και έγινε Θεοτόκος διότι στάθηκε πιστή και υπάκουη στον Θεό Πατέρα.
Ο επόμενος στίχος, ο 11ος, λέγει: «Ἂκουσον, θύγατερ, καὶ ἴδε καὶ κλῖνον τὸ οὖς σου». Δηλαδή, «άκουσε, ω θυγατέρα, και πρόσεξε και κάνε έτσι το αυτί σου να ακούσεις»! Περίφημο. Λέγει ο Μέγας Βασίλειος ότι αυτό το «θύγατερ» ανήκει στον Δαβίδ· που συμβουλεύει μυστικά τη μακρινή του εκείνη απόγονο, δηλαδή τη Θεοτόκο Μαρία, τη μακρινή του εκείνη θυγατέρα- απέχει δε χίλια χρόνια- όταν της λέγει ότι «εσύ είσαι θυγατέρα μου, διότι είσαι εκ του σπέρματός μου». Λοιπόν, πρόσεξε, να έχεις γυμνασμένο τον νου σου προς θεωρίαν! Εκείνο το «ἴδε», κοίταξε, θα πει «να έχεις θεωρία»· ώστε όταν έχεις αυτήν την πνευματική θεωρία να μπορέσεις να αποδεχτείς την πρόταση που θα σου κάνει ο αρχάγγελος Γαβριήλ, για το μεγάλο εκείνο θέμα, που εμένα ο Θεός μού ορκίστηκε ότι θα μου το δώσει. Ότι θα έρθει ο Μεσσίας.
Ακόμη ο Μέγας Αθανάσιος γράφει ότι εκείνο το «ἄκουσον» αναφέρεται πάλι στη Θεοτόκο και πάλι μυστικά συμβουλεύει ο Δαβίδ τη μακρινή του απόγονο να υπακούσει στο θέλημα του Πατρός, για να γίνει η μητέρα του Θεού Λόγου, κατά το ανθρώπινον. Ως να λέγει ο Δαβίδ στη Θεοτόκο τη Μαρία: «Πρόσεξε, παιδί μου, πρόσεξε, να ζεις τη θεωρία του Θεού και να είσαι υπάκουος στον Θεό, διότι αλίμονό μου, αλίμονό μας· αν δεν ακούσεις, δε θα έρθει ο Μεσσίας στον κόσμο». Όλη η υφήλιος, όλη η ιστορία, και ο Αδάμ και η Εύα, όλοι οι απόγονοί του κρεμάστηκαν από τη Μαρία! Αν έπρεπε να το βλέπαμε αυτό κατά έναν οπτικό τρόπο, θα βλέπαμε τούτο: ότι η ανθρωπότητα ολόκληρη είχε πιασμένη την αναπνοή της σε ένα πρόσωπο. Αυτό το πρόσωπο θα σταθεί σωστό;
Εμείς δε σταθήκαμε σωστοί. Ούτε ο Αδάμ, ούτε η Εύα, ούτε ο Δαβίδ, κανείς. Κανείς! 
Ποιο θα είναι το πρόσωπο εκείνο που θα σταθεί σωστό, απόλυτα σωστό, που να φέρει τον Μεσσία στον κόσμο; Γι’ αυτό λοιπόν, βλέπουμε μία αγωνιώδη φροντίδα του Δαβίδ, μα και ολοκλήρου της ανθρωπότητας, γύρω από το θέμα αυτό. «Ἲδε, θύγατερ, ἄκουσον, θύγατερ», «πρόσεξε, από εσένα εξαρτιόμαστε».
Η Θεοτόκος, αγαπητοί μου, ω η Θεοτόκος…, είχε αναβάσεις θεωρίας. Γιατί; Πού το ξέρουμε αυτό; Το σύμβολο της Κλίμακος του Ιακώβ, στην οπτασία του , που την είδε την κλίμακα αυτή από την γη στον ουρανό, είναι η Θεοτόκος. Σημαίνει λοιπόν ότι η Θεοτόκος είχε αναβάσεις. Και στήθηκε αυτή η κλίμακα στη γη και ανήλθε στον ουρανό, για να κατέβει αυτή η θυγατέρα περί της οποίας ο λόγος και οι συμβουλές, για να κατέλθει ο Θεός Λόγος.
Αλλά και υπάκουσε στον ουράνιο Πατέρα όταν είπε: «Ἰδοὺ ἡ δούλη Κυρίου· γένοιτό μοι κατὰ τὸ ῥῆμά σου».
«Καὶ ἐπιθυμήσει», λέγει ο 12ος στίχος, ο επόμενος, «ὁ βασιλεὺς τοῦ κάλλους σου, ὅτι αὐτός ἐστι Κύριός σου». «Της ομορφιάς σου θα επιθυμήσει ο Κύριος, γιατί αυτός είναι ο Κύριός σου». Αυτό το κάλλος της Θεοτόκου, αγαπητοί μου, είναι το «Χαῖρε Κεχαριτωμένη» του αρχαγγέλου Γαβριήλ. Είναι η όλη εσωτερική ομορφιά της καρδιάς, που τη βλέπει μόνο ο Θεός. Εκείνο δε το «ἐπιθυμήσει», δείχνει πάλι εκείνο που λέγει ο αρχάγγελος στη Θεοτόκο: «Εὗρες γὰρ χάριν παρὰ τῷ Θεῷ». «Βρήκες χάρη από τον Θεό». Δηλαδή σε επιθύμησε. Έχει όμως αυτό το «ἐπιθυμήσει», έχει ένα βάθος, αγαπητοί, που εκφράζεται σαν δύναμη αγάπης στο «Άσμα Ασμάτων». Είναι ο Θεός αγάπη και ανταποκρίνεται σε ό,τι στέκεται προς Αυτόν σαν αγάπη. Πάντως αυτή η επιθυμία του Θεού προς την κτίση αναφέρεται ωραιότατα στο 8ο κεφάλαιο των Παροιμιών. Χρόνος δεν υπάρχει για ανάπτυξη. Είναι απροσμέτρητη, είναι ακατανόητη, είναι μυστική.
«ὅτι αὐτός ἐστι Κύριός σου»: Λέγει ο Μέγας Αθανάσιος ότι αυτό αντιστοιχεί με το «Χαῖρε, κεχαριτωμένη· ὁ Κύριος μετὰ σοῦ». «Ο Κύριος είναι μαζί σου». Και το «ὁ Κύριος μετὰ σοῦ» δεν έχει μόνο τη διάσταση της ευλογίας προς τη Μαρία, αλλά και την προσέγγιση. Την οντολογική προσέγγιση. Μία προσέγγιση ακατανόητη, όταν Αυτός ο Κύριος, αυτός ο Γιαχβέ, ο Κύριος του Ισραήλ, ο Θεός Λόγος έρχεται να ενοικήσει στα σπλάχνα της Υπεραγίας Θεοτόκου. Έτσι η Θεοτόκος είναι το μόνο κτίσμα που μπορεί να λέγει στον Θεό: «ὁ Κύριός μου καὶ ὁ Υἱός μου».
«Καὶ προσκυνήσεις αὐτῷ». Ναι, και η Θεοτόκος, μαζί με τους Αποστόλους, Τον προσκυνούν κατά την Ανάληψη. Οι Πατέρες όλοι υποστηρίζουν ότι ο αναστάς Κύριος πρώτα ενεφανίσθη στη μητέρα Του τη Θεοτόκο, η οποία βεβαίως και Τον προσεκύνησε. Αλλά και στον ουρανό, όταν αναστήθηκε και ανήλθε, προσεκύνησε τον Υιό της και τον Κύριό της.
«Τὸ πρόσωπόν σου λιτανεύσουσιν οἱ πλούσιοι τοῦ λαοῦ», λέει ο 13ος στίχος. Ποιοι είναι αυτοί οι πλούσιοι; Είναι οι πιστοί όλης της γης, που έχουν τον πλούτο της πίστεως. «Αυτοί θα ζητήσουν ικετευτικώς, δια λιτανειών, του προσώπου σου την εύνοια και τις πρεσβείες σου», ως να λέγουν, στη Θεοτόκο. Ναι, το βλέπετε. Οι παρακλήσεις, οι ικετήριοι κανόνες προς τη Θεοτόκο, η πλουσιότατη υμνογραφία και υμνολογία, όλα αυτά μαρτυρούν. «Τί ἐστί λιτανεύσουσιν», λέγει ο Ιερός Χρυσόστομος, «οἱ πλούσιοι τοῦ λαοῦ; Τιμήσουσι, δοξάσουσι, ἡ μεγάλη καί υψηλή νύμφη!». Και η ίδια η Θεοτόκος είχε πει, αγαπητοί μου, και βλέπει κανείς την προφητεία με την πραγμάτωση, το γεγονός στην Ιστορία: «Ἰδοὺ γὰρ ἀπὸ τοῦ νῦν μακαριοῦσί με πᾶσαι αἱ γενεαί».
Και ο 14ος στίχος: «Πᾶσα ἡ δόξα τῆς θυγατρὸς τοῦ βασιλέως ἔσωθεν, ἐν κροσσωτοῖς χρυσοῖς περιβεβλημένη, πεποικιλμένη». «Όλος ο πλούτος», λέγει, «είναι εσωτερικός». Είναι ο πλούτος της καρδιάς, είναι αυτό που την καθιστά Παν-αγία. «Κροσσοί» είναι οι πολυειδείς αρετές της, λέγουν οι Πατέρες, το πλήθος των αρετών. Μόνο η έσωθεν δόξα διαμένει και διασώζεται ενώπιον του Θεού. Η απέξω δόξα είναι σχήμα και περνά.
«Ἀπενεχθήσονται τῷ βασιλεῖ παρθένοι ὀπίσω αὐτῆς, αἱ πλησίον αὐτῆς ἀπενεχθήσονταί σοι», λέγει ο 15ος στίχος. Θα οδηγηθούν στον Βασιλέα Χριστό εκείνες οι ψυχές που ακολουθούν Εκείνην, την Θεοτόκο. Συνεπώς, η Θεοτόκος είναι αιώνιο υπόδειγμα προς μίμηση, ανδρών και γυναικών. Και όταν λέγει: «θα οδηγεί» σημαίνει είναι η Οδηγήτρια των ψυχών προς τον Χριστό. Έχουμε και τον τύπο τον εικονογραφικό της Οδηγητρίας, της Θεοτόκου.
«Ἀπενεχθήσονται ἐν εὐφροσύνῃ καὶ ἀγαλλιάσει»(16ος στίχος): είναι η όλη χαρά, που οι ψυχές βρήκαν τη Θεοτόκο, που τους οδηγεί στον Χριστό. Είναι οι ατέλειωτες εκείνες συνθέσεις και υμνολογίες, που διαρκώς προσφέρονται με ευγνωμοσύνη προς την Υπεραγία Θεοτόκο.
Αγαπητοί μου, στην αποψινή μας αγρυπνία, που γίνεται προς τιμήν της Υπεραγίας Θεοτόκου, πραγματούται ο θεόπνευστος 44ος Ψαλμός. Εμείς τι θα είχαμε να πούμε, όταν αισθανόμαστε αυτήν την κραταιά της Σκέπη να μας φροντίζει, να μας παρηγορεί, να μας συντηρεί με το ουράνιο «μάννα» του Υιού της; Αισθανόμαστε την παρουσία της πολύ κοντά μας. Μας αγκαλιάζει με τη στοργή της και σαν μοναδική οδηγήτρια, μας οδηγεί στους αιώνιους λειμώνες του Υιού της. Η Υπεραγία Θεοτόκος είναι η υπέρ-ευλογημένη. Ας είναι συνεχώς, από κάθε ψυχή και κάθε στόμα η αληθώς υπερευλογημένη, και τώρα και πάντοτε και εις τους αιώνας. Αμήν.

ΠΡΟΣ ΔΟΞΑΝ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΤΡΙΑΔΙΚΟΥ ΘΕΟΥ
και με απροσμέτρητη ευγνωμοσύνη στον πνευματικό μας καθοδηγητή
μακαριστό γέροντα Αθανάσιο Μυτιληναίο,
μεταφορά της απομαγνητοφωνημένης ομιλίας σε ηλεκτρονικό κείμενο και επιμέλεια:
Ελένη Λιναρδάκη, φιλόλογος

ΠΗΓΕΣ:
• Απομαγνητοφώνηση ομιλίας δια χειρός του αξιοτίμου κ. Αθανασίου Κ.
• http://www.arnion.gr/mp3/omilies/p_athanasios/ueotokos/ueotokos_063.mp3




Η μητέρα της σιωπής


Πόσες φορές έχω σταθεί μπροστά στην εικόνα Της, το κερί, και δεν είχα απολύτως τίποτα να της πω. Άδειο, τίποτα, μόνο μάτια, μόνο δάκρυα...

Δεν βγήκαν λόγια από τα ξεραμένα χείλη μου. Ούτε μια λέξη από το ταραγμένο μυαλό μου.

Όπως όταν σε κλείνει ο πόνος, όταν σε παγώνει στον πιο σκληρό χειμώνα της καρδιάς σου.

Σιωπή, κενό βλέμμα, παράλυτη καρδιά.

Όταν πονάς, δεν μιλάς, σιωπάς και τα κλάματα σου είναι τόσο δυνατά που δεν ακούγονται.

Είδα χείλη που δονούνταν αλλά δεν μιλούσαν. Φωνές βραχνές αλλά χωρίς να πουν λέξη. Όλος ο άνθρωπος γίνεται μόνο μάτια, όλο το σώμα μια κραυγή, μια άφωνη κραυγή.

Σιωπή, το σώμα σε στάση προσευχής, σε κατάσταση προσδοκίας...

Πόσες φορές δεν έχω προσευχηθεί σε αυτή την κατάσταση απόλυτης σιωπής. Αυτές τις κρύες νύχτες της μοναξιάς, σε φαινομενικά ατελείωτες νύχτες.

Η μόνη συντροφιά, η εικόνα της Θεοτόκου, μια αγκαλιά, ένα μητρικό χάδι, μια ζεστή αγκαλιά και ένας ήχος στο αυτί «σσσσσστ, όλα θα πάνε καλά...»

Αυτή είναι η Μητέρα του Θεού που ακούει τις προσευχές των σιωπηλών, που αν και δεν μιλάς, ξέρει τι λες, που χωρίς να εξηγεί ξέρει τι νιώθεις και σε καταλαβαίνει.

Προσευχήθηκα σε αυτή τη μητέρα της σιωπής και σήμερα, προσευχηθήκαμε όλοι, ακόμα και όσοι δεν πάνε στην Εκκλησία.

Άκουσε τις σιωπές μας, ένιωσε τις λαχτάρες και τις ανάγκες μας. Οι λύπες και οι αγωνίες μας, οι φόβοι και οι πανικοί μας, οι ματαιοδοξίες και οι απελπισίες μας.

Και να είσαι σίγουρος για ένα πράγμα, όσο κι αν σε σταυρώνουν οι άνθρωποι, ο Θεός θα σε αναστήσει.

Όσο σε πληγώνουν οι άνθρωποι, ο Χριστός θα είναι κοντά, όσο οι άνθρωποι καταστρέφουν τα όνειρά σου, η Μητέρα του Θεού θα γίνει αυτή που θα γεμίσει την καρδιά σου και στην πλατιά της αγκαλιά θα χωρέσουμε όλοι, προδότες και προδομένοι...

Γέρων Ιωσήφ ο Ησυχαστής


ΟΧΙ του Ναυπάκτου Ιερόθεου για "Καλή Παναγιά"! Για Ελπιδοφόρο και Γαβριήλ τί;


Ὁ Μητροπολίτης Ναυπάκτου Ἰερόθεος Βλάχος, βγῆκε νά ψέξει τό λαό γιά θεολογικό λάθος! Ἡ ἔκφραση εἶπε "Καλή Παναγιά" δέν στέκει δογματικά καί θεολογικά. Ἐδῶ ταιριάζει ὁ λόγος: «οἱ διυλίζοντεςτὸν κώνωπα, τὴν δὲ κάμηλον καταπίνοντες»! (Ματθ. 23.24). Ὁ Ναυπάκτου κατάπιε ὄχι κάμηλον ἀλλὰ ὁλόκληρο Κολυμπάρι. Καὶ ὅχι μόνο: Γιά τά αἱρετικά παραληρήματα τοῦ Πατριάρχη καί τά αἱρετικά καμώματα ὑπέρ τῶν ὁμοφυλόφιλων (τοῦ Ἐλπιδοφόρου Ἀμερικῆς καί τοῦ Ν. Ἰωνίας Γαβριήλ), δέν βγῆκε νά τούς καταγγείλει. Ἀλλά τήν ἀπό καρδιά εὐχή τοῦ λαοῦ "Καλή Παναγιά" πού συνιστᾶ καί ὁ ἅγιοςἸωάννης τῆς Κροστάνδης βγῆκε νά κατηγορήσει! 

Στέκουν άραγε οι εκφράσεις “Καλό Παράδεισο” “Καλή Παναγιά”;

Τον τελευταίο καιρό, βλέπουμε στο διαδίκτυο και ιδιαίτερα στα κοινωνικά δίκτυα, κάποιους συνανθρώπους μας να εναντιώνονται και να σχολιάζουν αρνητικά κάποιες ευχές που έχουν επικρατήσει, όπως “Καλό Παράδεισο” για κάποιον που εκοιμήθη και “Καλή Παναγιά” για το χρονικό διάστημα πριν τη μεγάλη εορτή της Κοιμήσεως της Θεοτόκου.

Ενώ τους φαίνονται εντελώς φυσιολογικές οι ευχές “Καλά Χριστούγεννα”, “Καλή Ανάσταση”, “Καλό Πάσχα”, οι συγκεκριμένες ευχές που προαναφέραμε, ξενίζουν κάποιους και μάλιστα κάνουν και κάποια λογικοφανή σχόλια όπως “Τι Καλό Παράδεισο; Γιατί; Υπάρχει και κακός Παράδεισος;”.

Ας το δούμε λίγο…

Καταρχάς να ξεκινήσουμε από το βασικό, ότι αυτές οι ευχές εκφράζονται αλλά και αφορούν ανθρώπους που έχουν την ίδια πίστη, άρα και γνωρίζουν τουλάχιστον κάποια βασικά περί αυτής.

Έτσι λοιπόν, όταν εκφράζουμε την ευχή “Καλό Παράδεισο” για κάποιον προσφάτως κεκοιμημένο, γνωρίζουμε ότι ξεκινά ένα δύσκολο “ταξίδι” για την συγκεκριμένη ψυχή, η οποία θα περάσει από τον ενδελεχή έλεγχο των εναέριων τελωνίων, θα “ζυγιστούν” με λεπτομέρεια όλες οι σκέψεις, τα λόγια, οι πράξεις και ελπίζοντας στο άπειρο έλεος του Θεού, ευχόμαστε για την ψυχή αυτή, την ευτυχή κατάληξη.

Επομένως, όταν λέμε “Καλό Παράδεισο”, είναι σαν να ευχόμαστε σε αυτήν την ψυχή, ” Με το καλό να φτάσεις στον Παράδεισο “.

Παρόμοια, όταν ευχόμαστε ” Καλά Χριστούγεννα “, ” Καλή Ανάσταση “, ” Καλή Παναγιά”, θα πρέπει να έχουμε κατά νου, ότι μιλάμε για μεγάλες γιορτές της Ορθοδοξίας, στις οποίες προηγείται περίοδος νηστείας, άρα και προσωπικού αγώνα, εγκράτειας κτλ.

Όταν λοιπόν ευχόμαστε “Καλή Ανάσταση”, ” Καλή Παναγιά ” σε κάποιον ή κάποιους, σημαίνει να ευοδωθεί ο αγώνας την περίοδο της νηστείας και με το καλό να φτάσουμε και στη μεγάλη ημέρα της εορτής, όπου τιμάται το πρόσωπο του Κυρίου ή της Παναγίας μας. 

Ο Μητροπολίτης Ναυπάκτου κ.κ Ιερόθεος Βλάχος, συνέταξε ένα κείμενο στο οποίο υποστηρίζει ότι η έκφραση “Καλή Παναγιά” δεν στέκει δογματικά και θεολογικά.

Να με συγχωρήσει ο εν λόγω Μητροπολίτης αλλά θα προτιμήσω τα λεγόμενα ενός Αγίου.

Του Αγίου Ιωάννη της Κροστάνδης:

““ Καλή Παναγιά ” σημαίνει “ καλή παρηγοριά ”, “καλή απαντοχή”, ”καλή ελπίδα”,

“καλό ταξίδι στην πορεία…..

“ Καλή Παναγιά ” πάει να πει να βγούμε να Την συναντήσουμε στους δρόμους που έχει πάρει για να βρει Εκείνη τους αναγκεμένους.

“ Καλή Παναγιά ”…….ωραία που ακούγεται το Όνομά Της κ η ευχή………

δάκρυα, ψίθυροι, ικεσίες, υψωμένα χέρια, βεβαιωμένες ελπίδες, λουλούδια, τα καλύτερα των κήπων, στολίζουν τα εικονίσματα της………………

Μητέρα της δικής μας Ειρήνης, Μητέρα της δικής μας Χαράς, Μητέρα της δικής μας Ελπίδας κ δικής μας Αγάπης . Μητέρα Αυτού που υπάρχει, Αυτού που ουσιώνει τα πάντα !

Μητέρα Άχραντε, το ύψος της δικής σου αγνότητας δεν μπορεί να φαντασθεί η δική μας ακάθαρτη ψυχή .

Μητέρα Παμμακάριστε, την αγαθότητά σου δεν μπορεί να συλλάβει ο νούς του ανθρώπου .

Μητέρα πάντων των χριστιανών, οι εικόνες σου είναι σε κάθε πόλη κ κάθε χωριό κ μαρτυρούν τη γρήγορη βοήθεια που προσφέρεις σε μας !

Να είσαι κ για μένα την αμαρτωλη κ τρισάθλια γρήγορη βοήθεια κ προστάτρια στους πόνους, στις θλίψεις κ στους πειρασμούςπειρασμού

~ Άγιος Ιωάννης της Κροστάνδης ~


Καλή Παναγιά !!!!!

Ζ.Α

Πηγή εδώ.


Ἐρώτηση πρὸς τοὺς ἁγιορεῖτες πατέρες

Ἐρώτηση πρὸς τοὺς ἁγιορεῖτες πατέρες 
καὶ γενικὰ πρὸς τοὺς μοναχοὺς ὅλων τῶν ὀρθοδόξων μοναστηριῶν


Τοῦ Ἀδαμάντιου Τσακίρογλου

Τὸν τελευταῖο καιρὸ γινόμαστε μάρτυρες μίας πρωτοφανοῦς καταστάσεως σὲ κράτος καὶ Ἐκκλησία: Βλέπουμε μία χώρα νὰ καταδυναστεύεται καὶ νὰ πλιατσικολογεῖται ἀπὸ παντοῦ· μία χώρα ἡ ὁποία ἐπισήμως ἀπὸ τὸ κράτος ἀποχριστιανοποιεῖται, ἀπὸ τῆς ὁποίας τὸ σύνταγμά της ἐξοβελίζεται ἡ Ἁγία Τριάδα καὶ προβάλλονται ἀντὶ Αὐτῆς οἱ διάφορες Ἡρωδιάδες καὶ Ἀδοξίες (γιὰ νὰ χρησιμοποιήσουμε ἕνα λογοπαίγνιο τοῦ Ἁγίου Χρυσοστόμου γιὰ τὴν αὐτοκράτειρα Εὐδοξία), σὲ ἕναν λαὸ ποὺ δὲν μπορεῖ νὰ σηκώσει τὸ κεφάλι ἀπὸ τὶς φορολογικὲς ἐπιβαρύνσεις, τὶς αὐτοκτονίες, τὴν ἀνεργία, τὴν πληθυσμιακὴ ἀλλοίωση, τὴν ὑπογεννητικότητα, τὴν παρακμὴ τῆς παιδείας, τὴν πνευματικὴ ἐξαθλίωση, τὴν σωματικὴ καὶ σεξουαλικὴ διαστροφή, τὴν ἐξουσία διεφθαρμένων πολιτικάντηδων. Παράλληλα ἡ ἐπίσημη Ἐκκλησία διοικεῖται ἀπὸ αἱρετικοὺς ψευδοποιμένες/δημοσίους ὑπαλλήλους, οἱ ὁποῖοι προωθοῦν τὴν ἐκκοσμίκευσή της καὶ τὴν ὑποταγή της στὶς ἀντίχριστες δυνάμεις, καταργοῦν τὸ ἕνα δόγμα μετὰ τὸ ἄλλο, διαστρέφουν τὸν Θεανθρώπινο χαρακτῆρα τῆς Ἐκκλησίας καὶ τὴν τραυματίζουν μὲ σκάνδαλα καὶ ἀνούσιες πράξεις. Οἱ δὲ λίγοι ἐναπομείναντες παραδοσιακοὶ ποιμένες φοβοῦνται νὰ ἀντιδράσουν καὶ περιορίζονται σὲ λεκτικὲς καταδίκες, ἐπιστημονικὲς ἀναλύσεις καὶ διοργάνωση ἡμερίδων ἄνευ πνευματικοῦ ἀντικρύσματος. Διότι ἔτσι οὔτε ἡ αἵρεση καταπολεμεῖται καὶ καταδικάζεται, οὔτε ἡ ἐκκοσμίκευση σταματάει, οὔτε ἡ ἀποχριστιανοποίηση τοῦ ποιμνίου ἀναχαιτίζεται, οὔτε ἡ κοσμικὴ ἐξουσία τρομάζει καὶ διορθώνεται.

Μόνη ἐλπίδα τοῦ ἐναπομείνατος εὐσεβοῦς λαοῦ τοῦ Θεοῦ, ποὺ ἐπιθυμεῖ καὶ νὰ ἀντισταθεῖ καὶ νὰ πολεμήσει -ἀλλὰ δυστυχῶς εἶναι ἀποίμαντο καθὼς μόνο 10 ἕως 15 ἱερεῖς σὲ ὁλόκληρη τὴν Ἑλλάδα ἐφαρμόζουν τὸ σὲ τέτοιες περιπτώσεις ἐκκλησιαστικῶς ὀρθό- ἦταν καὶ εἶναι ὁ μοναχισμός.

Οἱ πιστοὶ πάντα θαύμαζαν καὶ τιμοῦσαν τοὺς μοναχούς, διότι αὐτοί ἀγωνίσθηκαν καὶ ἔδωσαν ἀκόμα καὶ τὴν ζωή τους, γιὰ τὴν Ἐκκλησία καὶ τὸ ποίμνιό Της.

Σήμερα ὅμως γινόμαστε μάρτυρες ἑνὸς ἄλλου ξένου γιὰ ἐμᾶς εἴδους μοναχικοῦ ἀγῶνος. ἑνὸς ἀγῶνος ποὺ ἀναλλώνεται σὲ ἀνοιχτὲς ἐπιστολὲς μὲ ἀνώνυμες ὑπογραφὲς τύπου: Ἁγιορεῖτες Πατέρες, Κελλιῶτες Πατέρες, ἕνας ἐλάχιστος μοναχός κλπ. Τὸ πόσο ξένες εἶναι τέτοιες ψευδοομολογίες καὶ ψευδοϋποστηρίξεις τοῦ ποιμνίου μὲ τὴν μοναχικὴ πρακτικὴ σὲ καιροὺς αἱρέσεως καὶ κρίσεως θὰ φανεῖ ἀπὸ τὸ παρακάτω παράδειγμα. Εἶναι παρμένο ἀπὸ τὸν βίο τοῦ ἁγ. Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου, γραμμένο ἀπὸ τὸν ὀρθόδοξο ρουμάνο συγγραφέα Βιργὶλ Κων/νο Γεωργίου ποὺ γράφτηκε στὸ Παρίσι τὸ 1957 (C. V. Gheorhiu, «Saint Jean Bouche d’ Or», Librairie Plon, Paris, 1957).

Ὅταν οἱ κάτοικοι τῆς Ἀντιόχειας γκρέμισαν τοὺς ἀδριάντες, τὶς προτομὲς καὶ τὰ ἀγάλματα τοῦ αὐτοκράτορος Θεοδοσίου Α΄ ὡς διαμαρτυρία γιὰ τὴν ὑψηλὴ φορολογία ποὺ ἐπέβαλε, ὁ Θεοδόσιος καταδίκασε ὁλόκληρη τὴν πόλη μὲ ἀφανισμό. Στὸν δὲ πληθυσμὸ ἐπέβαλε τὴν ποινὴ τοῦ θανάτου μὲ βασανιστήρια καὶ τὴν κατάσχεση τῶν περιουσιῶν. Ὁ ἱ. Χρυσόστομος ποὺ ἤξερε νὰ διακρίνει, πότε τὸ καθῆκον του ὡς ποιμένας τοῦ ἐπιβάλλει νὰ ἀφήσει τὸ κήρυγμα καὶ νὰ σώσει τὸ ποίμνιό του, ἄκουσε τὶς ἱκεσίες τοῦ λαοῦ καὶ μέσα στὰ πολλὰ μέτρα ποὺ πῆρε γιὰ νὰ σώσει τὴν πόλη, ἦταν καὶ τὸ ἑξῆς: ὅταν ἄκουσε ὅτι ἔρχονται οἱ ἀπεσταλμένοι τοῦ αὐτοκράτορα μὲ στρατὸ γιὰ νὰ ἐπιβάλλουν τὶς ἀποφασισμένες ποινές, κάλεσε σὲ βοήθεια τοὺς ἐρημίτες τῆς εὐρύτερης περιοχῆς. Διαβάζουμε (ἀπὸ σελ. 88):

«Δὲν γνωρίζουμε πὼς ἔφθασε τὸ μήνυμα τοῦ Χρυσοστόμου σὲ ὅλους τοὺς ἐρημίτες, ἀκόμα καὶ στοὺς πιὸ ἀπομακρυσμένους. Ἀλλὰ ὅλοι τὸ πῆραν καὶ ἄρχισαν ὁ ἕνας μετὰ τὸν ἄλλο νὰ ἐμφανίζονται στὴν Ἀντιόχεια. Ἦταν ἀληθινοὶ Χριστιανοί. Δὲν φοβόντουσαν οὔτε θάνατο οὔτε πόνο. Ἦταν ὅπως ὁ Παῦλος. Ἦταν μιμητὲς Χριστοῦ. Ἦταν Χριστιανοί. Ἄλλοι ἦσαν γυμνοί, ἄλλοι ντυμένοι μὲ κουρέλια, ἄλλοι μὲ δέρματα ζώων. Ἀρκετοὶ ἀπὸ αὐτοὺς ἦταν μόνο ὀστᾶ καὶ δέρμα. Μὲ τὰ γένεια καὶ τὰ μαλλιά τους μέχρι τὴν μέση, ἔφτασαν στὴν Ἀντιόχεια γιὰ νὰ σταματήσουν τὴν αἱματοχυσία… Γράφει ὁ Ἅγιος: “Οἱ Ἅγιοί της ἐρήμου ἔφθασαν ἀπὸ μακρυὰ γιὰ νὰ σταματήσουν τὴν αἱματοχυσία, γιὰ νὰ βοηθήσουν ἀνθρώπους ποὺ οὔτε κἂν ἄκουσαν, οὔτε κἂν γνώριζαν, οὔτε τοὺς ἔδενε κάτι μὲ αὐτούς. Τὸ μόνο ποὺ γνώριζαν ἦταν ἡ δυστυχία ποὺ τοὺς ἀπειλοῦσε. Εἶχαν τόσο πολὺ ἀγάπη, ὥστε προσφέρθηκαν ἐθελοντικῶς νὰ σώσουν τοὺς ἄμοιρους”… Ἕνας ἀπὸ αὐτοὺς ὀνομαζόταν Μακεδόνιος. Κανεὶς δὲν τὸν εἶχε δεῖ ποτέ. Τόσο ἀπομονωμένος ζοῦσε στὴν ἔρημο, ἀλλὰ ἦταν γνωστὸς μὲ τὸ ὄνομα Μακεδόνιος ὁ κριθοφάγος… Ὅταν ἐμφανίστηκε στὴν ἀγορὰ συνάντησε τοὺς ἀπεσταλμένους τοῦ αὐτοκράτορα Ἐλλέβιχο (σσ. τὸν στρατηλάτη) καὶ Καισάρειο (σσ. τὸν μάγιστρο) μὲ τὴν ἔνοπλη συνοδεία τους. Ὁ Μακεδόνιος τους σταμάτησε καὶ τοὺς διέταξε νὰ ἀφιππεύσουν. Ἡ διαταγὴ εἶχε τόση ἐξουσία, ὥστε οἱ ἀπεσταλμένοι ἀφίππευσαν. Ἡ δὲ φρουρά τους, θαυμάζοντας τὸ γεγονὸς δὲν τόλμησε νὰ ἀπωθήσει τὸν Μακεδόνιο. Ὁ Μακεδόνιος τους εἶπε νὰ γυρίζουν στὴν Κων/πόλη καὶ νὰ ποῦν στὸν Θεοδόσιο ὅτι, ἂν καὶ αὐτοκράτορας, δὲν ἔχει δικαίωμα νὰ ἀφαιρεῖ ζωές… Δὲν ἔχει τὸ δικαίωμα νὰ καταστρέψει τοὺς ἀδριάντες τῶν ἀνθρώπων ποὺ εἶναι γραμμένοι στὸ βιβλίο τῆς ζωῆς, γιατί κάθε ἄνθρωπος εἶναι εἰκόνα τοῦ Θεοῦ. Ὁ Ἐλλέβιχος καὶ ὁ Καισάρειος ἀνέβηκαν στὰ ἄλογά τους καὶ γύρισαν πίσω. Ὑπάρχουν ἀλήθειες οἱ ὁποῖες μᾶς καταβάλλουν… Οἱ ἐρημίτες συναντήθηκαν στὸ δικαστήριο (σσ. Στὸ δικαστήριο τῆς πόλης εἶχαν ἀρχίσει ἀπὸ πρὶν καὶ συνεχίζονταν οἱ δίκες καὶ οἱ θανατικὲς καταδίκες τῶν πολιτῶν τῆς Ἀντιόχειας) καὶ τὸ κατέλαβαν. Οἱ στρατιῶτες δὲν τόλμησαν νὰ τοὺς πειράξουν. Ὅλη τὴν ἡμέρα ἔσωζαν καταδικασμένους ἀπὸ τὸν δήμιο, προσέφεραν τοὺς ἑαυτούς τους ὡς ἀντικαταστάτες γιὰ τὴν θανατικὴ ποινή, ἔκλειναν τὸν δρόμο στοὺς βασανιστὲς καὶ προσέφεραν τὰ σώματά τους γιὰ τὰ βασανιστήρια. Βροντοφώναζαν ὅτι δὲν θὰ ἀπομακρυνθοῦν, ἐὰν δὲν δοθεῖ χάρη στὴν Ἀντιόχεια. Ὅταν οἱ δικαστὲς ἀπάντησαν, ὅτι δὲν ἀνήκει στὴν ἁρμοδιότητά τους νὰ ἀποφασίσουν κάτι τέτοιο, οἱ ἐρημίτες ἀνήγγειλαν, ὅτι θὰ πᾶνε μὲ τὰ πόδια στὸν αὐτοκράτορα γιὰ νὰ τοῦ τὸ ποῦν οἱ ἴδιοι». Ὁ αὐτοκράτορας πληροφορήθηκε αὐτὰ τὰ γεγονότα καὶ γεμάτος ντροπὴ ἀλλὰ καὶ φόβο Θεοῦ ἀναίρεσε τὴν ἀπόφασή του. Ἡ Ἀντιόχεια εἶχε σωθεῖ».

Διαβάζοντας αὐτὰ τὰ γεγονότα θαυμάζει κανεὶς τὸ μεγαλεῖο του μοναχισμοῦ τῆς ἐποχῆς ἐκείνης καὶ μένει παράλληλα ἔκπληκτος μὲ τὴν πτώση του τὴν σημερινὴ ἐποχή. Οὔτε ποιμένας ὑπάρχει νὰ καλέσει τοὺς μοναχοὺς καὶ ἀσκητὲς (ὅσους τυχὸν ὑπάρχουν) σὲ μία μαζικὴ διαμαρτυρία καὶ ὑπεράσπιση τοῦ λαοῦ τοῦ Θεοῦ, οὔτε οἱ μοναχοὶ ἀφήνουν τὰ κελλιά τους γιὰ νὰ ὑπερασπίσουν τὴν Ἐκκλησία. Γιατί, ἂν ὑποθέσουμε, ὅτι ὁ ποιμὴν καλοῦσε τοὺς μοναχούς, θὰ τὸν ἔπαιρνε καὶ αὐτὸν ἡ μπόρα, ἀφοῦ οἱ ἐκκλησιαστικοὶ ταγοὶ σήμερα εἶναι ὄχι μόνο συνεργοὶ τοῦ ἐγκλήματος ποὺ λαμβάνει στὴν διεθνῆ καὶ ἐθνικὴ ἀρένα, ἀλλὰ καὶ πρωτεργᾶτες. Ἔτσι ὁ ποιμὴν γίνεται, φεῦ, δειλός, φοβᾶται. Ἀλλὰ καὶ ἂν πράγματι τὸ ἔπραττε, ποιός μοναχὸς καὶ ἀσκητὴς θὰ ἀκολουθοῦσε; Ποιός θὰ ἐρχόταν μὲ τὰ κουρέλια του, μὲ τὶς προβειές του μὲ τὸ ἀπὸ τὴν ἄσκηση ἐξουθενωμένο σῶμα του; Ποιός θὰ σήκωνε τὸ ἀνάστημά του στοὺς δυνατούς, θὰ ἀψηφοῦσε τὴν βία, τὴν φυλακή, τὶς ὕβρεις, τὸν διωγμό; Ἐδῶ ἡ παναίρεση θριαμβεύει καὶ οἱ μονὲς καὶ τὰ κελλιὰ σιγοῦν. Σχεδὸν κανεὶς δὲν ἀφήνει τὴν ἠρεμία καὶ τὴν θαλπωρὴ τῶν μοναστηρίων καὶ τῶν κελιῶν, τοὺς ἡλιακούς, τὰ φωτοβολτάϊκ καὶ τὰ 4χ4, τὴν συμμετοχὴ σὲ συναυλίες ἐκκλησιαστικῆς μουσικῆς, τὰ τελευταίας τεχνολογίας ἀκριβὰ κινητά, σὲ διαγωνισμοὺς μαγειρικῆς καὶ οἰνοπαραγωγῆς, τὴν πανάκριβη εἰκονογραφία καὶ τὰ κερδοσκοπικὰ ταξίδια μὲ ἐκκλησιαστικὰ κειμήλια, τὴν ὑποδοχὴ καὶ τιμὴ δυνατῶν καὶ τὴν ἀνοχὴ ἀσώτων. Ὁ μοναχισμὸς σήμερα δὲν εἶναι σὲ θέση νὰ ἐπαληθέψει τὰ λόγια του Ἁγίου: “Εἶχαν τόσο πολὺ ἀγάπη, ὥστε προσφέρθηκαν ἐθελοντικῶς νὰ σώσουν τοὺς ἄμοιρους”! Κι ἂν τὰ προσαρμόσουμε ἀναλόγως: “Εἶχαν τόσο πολὺ ἀγάπη Θεοῦ, ὥστε προσφέρθηκαν ἐθελοντικῶς νὰ σώσουν τοὺς Χριστιανοὺς ἀπὸ τὴν αἵρεση”. Οὔτε κἂν τὸ σχόλιο τοῦ συγγραφέως Γεωργίου, «ὑπάρχουν ἀλήθειες οἱ ὁποῖες μᾶς καταβάλλουν», δὲν ἀληθεύει πιά. Οἱ ἀλήθειες πιὰ δὲν καταβάλλουν, ἀλλὰ ἀποκρύπτονται, παραχαράσσονται καὶ ἀναιροῦνται. Ἀρκεῖ ἕνας λόγος τοῦ ἡγουμένου, τοῦ ἐπισκόπου, τοῦ πατριάρχου, τοῦ χορηγοῦ κονδυλίων, καὶ ἡ ἀγωνιστικότητα ἐξαφανίζεται ἢ ἐκφράζεται ἐκ τοῦ ἀσφαλοῦς μερικῶς σὲ δηλώσεις ἀμφισήμου νοήματος. Κι ἂν κάποιος μοναχὸς πεῖ τὴν ἀλήθεια, τὴν λέει ἀνώνυμα, κρυπτόμενος στὴν ἀσφάλεια τῆς ἀνωνυμίας του.

Μάλιστα στὸ ὕψιστο θέμα τῆς αἱρέσεως οἱ μοναχοὶ ποὺ λειτουργοῦνται ὅσο πιὸ συχνὰ γίνεται, παραπονιοῦνται γιὰ τοὺς δῆθεν διωγμοὺς ποὺ ὑπομένουν, σὲ ἕνα ποίμνιο ποὺ δὲν ἔχει οὔτε λειτουργίες, οὔτε πνευματικούς. Στὸ δὲ καιρὸ τῶν μέτρων κατὰ τοῦ Κορνονοϊοῦ ἀκόμα καὶ τοὺς ναοὺς τοῦ ἔκελισαν.

Ρωτᾶμε λοιπόν:

Ὡς πότε πατέρες θὰ παραμείνετε στὴν ἀσφάλεια τῶν κελλιῶν καὶ τῶν μονῶν σας, ἀφήνοντας τοὺς λαϊκοὺς καὶ τοὺς λίγους ἱερεῖς νὰ ἀγωνίζονται μόνοι;

Ὡς πότε θὰ κρυβόσαστε πίσω ἀπὸ τὴν ἀνωνυμία σας καὶ θὰ περιορίζεσθε σὲ τίτλους τύπου «Κελλιῶτες» κοιμίζοντας ἔτσι τὴν συνείδησή σας, ποὺ σᾶς φωνάζει ὅτι πρέπει νὰ ἀγωνισθεῖτε.

Καὶ μὴν πεῖτε ὅτι τὸ παραπάνω παράδειγμα εἶναι μεμονωμένο στὴν ἐκκλησιαστικὴ ἱστορία. Τὸ ἴδιο ἔπραξαν οἱ μοναχοὶ στὴν Εἰκονομαχία, στὴν Τουρκοκρατία, στὴν Βαυαροκρατία.

Ἀφουγκραστεῖτε ἐπιτέλους τὴν φωνὴ τῶν προβάτων τοῦ Κυρίου, γιὰ τὸν Ὁποῖον -ὑποτίθεται- φύγατε ἀπὸ τὸν κόσμο γιὰ νὰ πεθάνετε γι’ Αὐτόν. Ἀφοῦ εἶστε νεκροὶ γιὰ τὸν κόσμο, τί καὶ ποιόν φοβᾶσθε;

Θυμηθεῖτε τὰ παραπάνω, ποὺ εἶναι ὁ πραγματικὸς λόγος τιμῆς τῶν μοναχῶν: «Ἦταν ἀληθινοὶ Χριστιανοί. Δὲν φοβόντουσαν οὔτε θάνατο οὔτε πόνο. Ἦταν ὅπως ὁ Παῦλος. Ἦταν μιμητὲς Χριστοῦ. Ἦταν Χριστιανοί».

Ἀδαμάντιος Τσακίρογλου


Ο Μειονισμός των ανώτερων εκκλησιαστικών υπαλλήλων


Γράφει ο Μέτοικος 


Ο Μειονισμός* των «ανώτερων εκκλησιαστικών υπαλλήλων»** στην Ορθοδοξία, από επιζήμιος έγινε καταστροφικός.

Η υποτίμηση των Ιερών Κανόνων, η έκπτωση του ορθόδοξου ήθους, η μετατροπή των θέσμιων της Εκκλησίας σε «βουνά προκαταλήψεων που κρύβουν την θέα» του… οικουμενισμού, ο ευτελισμός των Ιερών Μυστηρίων, ο υποβιβασμός της Ορθόδοξης Εκκλησίας στο επίπεδο των άλλων δογμάτων και αιρέσεων, αποτελούν βασικά χαρακτηριστικά της εκκλησιαστικής τους νοοτροπίας.

Η αίρεση του Μειονισμού με τις κανονικές παραμορφώσεις της εκκλησιαστικής ζωής υποβαθμίζει την Τριαδική Αποκάλυψη και, η Εκκλησία, από «κοινωνία των λογικών και νοερών όντων με τον Θεό», μετατρέπεται σε οδό κοσμικής ειρήνης, σε σωματείο θρησκευόμενων με στόχο την προσφορά κοινωνικών υπηρεσιών ενώ, η ποιμαντική διακονία μεταβάλλεται σε διοικητική εργασία ανάπτυξης περιβαλλοντικής συνείδησης και, η ελπίδα σωτηρίας του ανθρώπου, περνά από την οικολογία και την ανακύκλωση των σκουπιδιών. 

Μέσα στο αιρετικό περιβάλλον του Μειονισμού, κυρίως, οι Φαναριώτες, ανακαλύπτουν διαφόρους θεούς που τους εξισώνουν με τον Τριαδικό Θεό. Η Ορθοδοξία έγινε γι’ αυτούς ένα από τα «μυριάδες μονοπάτια που οδηγούν στο ίδιο μέρος»! Ο Ενοθεϊσμός είναι η επίσημη θρησκεία τους! 

Ο π. Βαρθολομαίος και ο Αθηνών Ιερώνυμος πρωτοστάτησαν στα ηπειρωτικά πανηγύρια που, προς τιμήν τους έστησε ο Ιωαννίνων Μάξιμος.

Μετά το ολέθριο σχίσμα που προκάλεσε ο π. Βαρθολομαίος στην Ορθόδοξη Εκκλησία, η διακονία του εξαντλείτε στον πανηγυρικό εγκαινιασμό τυροκομείων και, ίσως αργότερα, σύγχρονων βουστασίων. Προς το παρόν, όμως, ο Αρχιεπίσκοπος Κωνσταντινουπόλεως εγκαινίασε στην Μονή Βελλάς μια σύγχρονη κασαρία*** καθώς, και το σταθμό ανακύκλωσης σκουπιδιών της επισκοπής Ιωαννίνων!!

Οι επίσκοποι, άλλοτε αθόρυβα και ενίοτε με κρότο, μετατρέπουν την εκκλησία σε τοπικό οικονομικό παράγοντα που δίνει θέσεις εργασίας αντί για σωτηρία ψυχής, σωτηρία που πλέον μπορεί να επιτευχθεί και με ευκολότερες οδούς από τη «Μία Πίστη στον Ένα Κύριο και στο Ένα Βάπτισμα». Τα μονοπάτια των αμιγώς ανθρωπίνων δραστηριοτήτων, όπως της πήξεως και εμπορίας τυριού και άλλων γαλακτομικών προϊόντων, της εμπορίας κρασιού, της παραγωγής έργου ματαιοδοξίας με το «θαύμα» της απλήρωτης παιδικής εργασίας, με την αίρεση του Μειονισμού μετατρέπουν την Αγία Εκκλησία, την Ορθόδοξη Εκκλησία της καθ’ ημάς Ανατολής από Σώμα Χριστού σε διαχειριστή, προς το παρόν, στερεών ανακυκλώσιμων αποβλήτων. 

Στο «Περιβόλι της Παναγίας» η αίρεση του Μειονισμού, αργά μα σταθερά, αντικαθιστά το «πάσαν την βιοτικήν αποθώμεθα μέριμναν» με την εγκόλπωση της φιλίας του κόσμου και, το «στώμεν καλώς΄ στώμεν μετά φόβου Θεού» με την αλλοτρίωση του δόγματος. 

Στο Άγιο Όρος, η παρακμή ντυμένη με τα ρούχα της «προόδου», περιφέρεται με πολυτελή τζιπ από Μοναστήρι σε Μοναστήρι. 

Ο Μοναχισμός στην Αθωνική χερσόνησο μεταλλάσσετε από βίωση της ευαγγελικής ζωής σε μια αόριστη μορφή πνευματικής και χριστιανικής ζωής, συμβατής με τα πρότυπα του οικουμενισμού. 

Η έλλειψη μαρτύρων της πίστεως στο Άγιο Όρος ευνοεί την αύξηση των μαυροφορημένων υπάρξεων που, αριθμητικά υπερτερούν των Μοναχών.

Το «Περιβόλι της Παναγίας» ερημώνεται από χριστιανούς, οι μαυροφορημένες υπάρξεις επιλέγουν την άνεση από την άσκηση, τα αδιάβλητα πάθη μεταλλάσσονται σε διαβλητά μετατρέποντας τον καθημερινό μόχθο σε έργο ματαιοδοξίας. 

Ο βαρλααμικής κοπής μοναχισμός εκτόπισε τον ησυχαστικό, το «κοινωνικό έργο» υποσκέλισε την πνευματική προσφορά στον άνθρωπο. 

Τα πνευματικά μηνύματα προς τον κόσμο, των κάποτε «εν όρεσι και σπηλαίοις και οπαίς της γης» ασκητών, αντικαταστάθηκαν από εμπορικά συνθήματα και πιασάρικα σλόγκαν προβολής «καλογερικών» εργόχειρων και εμπορικής εκμετάλλευσης βραβευμένων κρασιών σε διεθνείς διαγωνισμούς! 

Οι άνθρωποι της εκκλησίας θέλγονται από τα ορώμενα και απ’ όσα, παρά τη λάμψη τους, παρέρχονται.

Στην Ελλάδα των γραικύλων, σχεδόν στον ίδιο χρόνο, συνέβησαν «θαύματα» και «πράγματα».

Στις «Νέες Χώρες» έγιναν «θαύματα»! Ο π.Βαρθολομαίος εγκαινίασε τυροκομείο, αποδέχθηκε εν ζωή μια πλατεία να έχει το όνομά του, δέχθηκε από τα χέρια του Ιωαννίνων Μάξιμου ως δώρο μία στολή φτιαγμένη με «ύφασμα [που το είχε ο κυρ Μάξιμος] από την Ινδία, ένα πολύ δύσκολο ύφασμα λεπτό ύφασμα πολύ λεπτή ύφανση που δεν μπορούν να το κάνουν ανθρώπινα χέρια παρά μόνο μικρά παιδικά χέρια, έχει ιδιαίτερη τεχνική ώστε να δεθούν όλα αυτά τα κομμάτια, έχει επάνω χιλιάδες πέτρες και έχει και το θαύμα ότι με χιλιάδες ώρες εργασίας δεν το πλήρωσε κανείς!, δεν κόστισε σε κανέναν μας χρήματα!!» είπε, χωρίς να νογά το τι είπε, ο ταλαίπωρος επίσκοπος.

Στην «Παλαιά Ελλάδα» έγιναν «πράγματα»! Ο αρχιεπίσκοπος Αμερικής Ελπιδοφόρος, «πνευματικοπαίδι» του π.Βαρθολομαίου, «αυτοβούλως, αυθαιρέτως και αντικανονικώς» ευτέλισε το Ιερό Μυστήριο της Βαπτίσεως.

Και ενώ στα Γιάννενα ο π.Βαρθολομαίος αντί να επιστρέψει το δώρο της απλήρωτης παιδικής εργασίας ως απαράδεκτο στον Ιωαννίνων Μάξιμο τον ευχαρίστησε, γιατί όπως είναι φυσικό εντυπωσιάστηκε από το «θαύμα» πως, τις «χιλιάδες ώρες [παιδικής] εργασίας» δεν τις πλήρωσε κανείς, «δεν κόστισε σε κανέναν μας χρήματα»! σύμφωνα με τη διαβεβαίωση του Ιωαννίνων Μάξιμου, στην επισκοπή Γλυφάδας, ο οικείος επίσκοπος Αντώνιος «εξ αφορμής», όχι του τεράστιου σκανδαλισμού στο χριστεπώνυμο πλήρωμα, αλλά «του θορύβου που προεκλήθη», δικαιολογήθηκε έγγραφα στον Αρχιεπίσκοπο Ιερώνυμο πως καθυστερημένα έμαθε ότι τη Μητρόπολή του μαγάρισε ο Τούρκος πολίτης επίσκοπος Αμερικής Ελπιδοφόρος, «τελώντας» το μυστήριο «της βαπτίσεως δύο παίδων, τα οποία ανατρέφονται από δύο πρόσωπα του ιδίου φύλλου (sic)».

Στον Μητροπολίτη Γλυφάδας Αντώνιο, ο Αρχιδιάκονος του Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως Ιωάννης Χρυσαυγής με άρθρο του προσάπτει επισκοπική δειλία, αφού, όπως υποστηρίζει ο Αρχιδιάκονος, ο επίσκοπος «παραδέχεται [στην επιστολή που έστειλε στην Δ.Ι.Σ.] ότι δεν θα είχε το θάρρος να αποφασίσει [για τη βάπτιση των παιδιών ομοφυλόφιλου ζευγαριού, ακόμα και] εάν είχε όλες τις πληροφορίες»!

Παραδόξως, ο επίσκοπος Γλυφάδας Αντώνιος επιρρίπτει ευθύνες στους ιερείς του, αν και τους αναγνωρίζει το ελαφρυντικό πως, «οἱἀνατροφεῖς τῶν παιδιῶν ἐσκεμμένως ἴσως παρεκάλεσαν νά φέρουν τά ἔγγραφα τήν ὥρα τῆς βαπτίσεως, προκειμένου νά συλλάβουν ἐξαπίνης τοῦς ἱερεῖς…», όπως και ο ίδιος εξαπατήθηκε από τον Αμερικής Ελπιδοφόρο με μια παραπλανητική αίτηση αδείας, ενώ, δηλώνει, πως «ὑφίσταται πρόβλημα ὡς πρός τήν κανονικότητα τῆς βαπτίσεως», που τέλεσε ο Φαναριώτης κληρικός.

Πάντως και, με αφορμή τα βουκολικά κατορθώματα και κανονικά παραπτώματα των Φαναριωτών στην Ορθόδοξη Ελλάδα, γεννιούνται ερωτήματα.

Πως μπορούσε, για να πούμε και του «στραβού το δίκαιο», ο επίσκοπος Γλυφάδας Αντώνιος να καταλάβει ότι πίσω από την αίτηση άδειας του Αμερικής Ελπιδοφόρου για να τελέσει «την βάπτισην των δύο τέκνων της εκ Σικάγου ορμωμένης ομογενειακής οικογενείας Μπούση», κρυβόταν ένα ξακουστό ομοφυλόφιλο ζευγάρι;

Γιατί στην αίτησή του ο Αμερικής Ελπιδοφόρος απέκρυψε την κρίσιμη, προς τον επίσκοπο Γλυφάδας πληροφορία ότι, θα βαπτίσει παιδιά ομοφυλόφιλων;

Από πότε το Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως, καταργώντας τη διδασκαλία του Ευαγγελίου και την Ορθόδοξη παράδοση, αναγνωρίζει ως «οικογένεια» τα ομόφυλα ζευγάρια; 

Πόσες πιθανότητες υπάρχουν, ο διοικητικός και πνευματικός προϊστάμενος του Αμερικής Ελπιδοφόρου π.Βαρθολομαίος, να μη γνώριζε το τι θα έκανε στην Ορθόδοξη Ελλάδα ο υφιστάμενος του;

Εάν γνώριζε, γιατί δεν σωφρόνισε τον επίσκοπο Ελπιδοφόρο; Εάν δεν γνώριζε, γιατί αποκρύπτει την απόφαση της Συνόδου του;

Μήπως η «βάπτιση» των τέκνων του ομοφυλόφιλου ζευγαριού είναι ενταγμένη σε κάποιο Φαναριώτικο σχέδιο, σε βάρος της Εκκλησίας της Ελλάδος; 

Όμως, όπως και να έχει, οι Φαναριώτες δεν πρέπει να ξεχνούν ότι, οι συνεχόμενες ύβρεις τους στην Ορθοδοξία και στην Ελλάδα «μέστωσαν το στάχυ της καταστροφής τους, και γεμάτος οδύνη γι’ αυτούς ο θερισμός θα είναι».* «Το λήμμα προέρχεται από τη λέξη μείων. Ο όρος έχει επινοηθεί από τον Ρώσσο φιλόσοφο V. F. Ern και αναφέρεται στην πράξη της «μείωσης», της «ελάττωσης», της «υποτίμησης», του «ευτελισμού», που αποτελεί, ορθώς, βασικό χαρακτηριστικό της [σημερινής] εκκλησιαστικής νοοτροπίας». Κανονικό Γλωσσάριο. Μητροπολίτου Περιστερίου Γρηγορίου Δ.Παπαθωμά, καθηγητού του Κανονικού Δικαίου στο Ε.Κ.Π.Α. 

** Υψηλόβαθμους (Ανώτερους) Εκκλησιαστικούς Υπαλλήλους ονομάζει ο κ.Χ.Γιανναράς στο άρθρο του «Βδέλυγμα σε τόπο άγιο» (Η Καθημερινή 01/09/2019) τους ογδόντα δύο (82) «μητροπολίτες». 
*** κασαρία = τυροκομείο

«Η ΚΑΤΑΓΩΓΗ ΤΗΣ ΕΥΧΗΣ ΤΟΥ ΙΗΣΟΥ ΚΑΙ Η ΑΞΙΑ ΤΗΣ»

[εκφωνήθηκε στην Ιερά Μονή Κομνηνείου Λαρίσης στις 25-7-1982], (Β73)


Κάποτε, αγαπητοί μου, ο Κύριος, διερχόμενος σε έναν τόπον, Τον συνήντησαν δύο τυφλοί, οι οποίοι έκραζαν: «Ἰησοῦ, υἱέ Δαυΐδ, ἐλέησον ἡμᾶς». «Ιησού, απόγονε του Δαβίδ», δηλαδή Μεσσία, «ελέησέ μας».
Είναι πολύ συγκινητικό να βλέπει κανείς τυφλούς ανθρώπους γενικά ασθενείς, να σπεύδουν να βρουν την υγεία των, πολύ δε περισσότερο, όταν αυτή είναι όρασις και δεν βλέπουν γύρω τίποτα, παρά μόνο σκοτάδι, να σπεύδουν να ζητήσουν την θεραπεία τους από τον Θεό. Αλλά εκείνο που κάνει κατάπληξη είναι ότι εκείνοι που είχαν τα μάτια τους δεν έβλεπαν, για να ομολογήσουν τον Ιησού «υιό του Δαβίδ». Δηλαδή Μεσσία. Διότι ο τίτλος «υἱός Δαυΐδ» σημαίνει Μεσσίας, δηλαδή Χριστός. Εκείνοι που δεν είχαν τα μάτια τους και δεν είχαν δει κανένα θαύμα, παρά μόνο είχαν μάθει, είχαν ακούσει, συνεπώς είχαν πιστέψει, αυτοί να ομολογούν τον Ιησούν «υἱόν Δαυΐδ». Κάνει εντύπωση αυτό.

Και λίγο πιο κάτω, όταν ο Κύριος θα τους πει «Τι θέλετε;», μάλιστα επί λέξει να σας το πω: «Πιστεύετε ὅτι δύναμαι τοῦτο ποιῆσαι;». «Πιστεύετε -Είδατε; Στη πίστιν ο Κύριος μένει- ότι αυτό Εγώ μπορώ να το κάνω;». «Λέγουσιν αὐτῷ· ναί, Κύριε». Δεν λέγουν: «Ναι, Ιησού». Δεν λέγουν: «Ναι, υιέ Δαβίδ». Αλλά λέγουν: «Ναί, Κύριε». Συνεπώς με το να πουν «Κύριον» τον Ιησούν, ομολογούν την θεότητά Του. Με το να πουν τον Ιησούν «Ἰησοῦν», ομολογούν την ανθρωπότητά Του. Και με το να Τον ονοματίσουν «υἱόν Δαυΐδ», δηλαδή Μεσσίαν, δηλαδή Χριστόν, ομολογούν την θεανθρωπίνη Του φύση και το θεανθρώπινον έργον της σωτηρίας. Είναι καταπληκτικό.

Αλλά όμως, αγαπητοί μου, η τύφλωσις δεν είναι τόσο σπουδαίο πράγμα, όταν είναι στα μάτια. Τι τώρα, τι αύριο, τι του χρόνου, τι κάποια μέρα, θα κλείσουμε τα μάτια μας. Και θα τα ανοίξομε σε μιαν άλλη ζωή. Αλλά τα μάτια μας δεν θα τ’ ανοίξομε σε μιαν άλλη ζωή, αν από τούτη τη ζωή δεν έχουν ανοίξει κάποια άλλα μάτια. Και αυτά είναι τα μάτια της ψυχής. Συνεπώς εδώ δεν πρόκειται περί τυφλών στο σώμα. Αλλά περί τυφλών στην ψυχή. Όλοι οι άνθρωποι είμεθα τυφλοί. Σε τι; Στο να δούμε τον Θεό. Αν το θέλετε, ο Χριστός εθεράπευε όχι βεβαίως για να φέρει κάποιαν κοινωνικήν, θα λέγαμε, ευτυχίαν. Απόδειξις ότι η Εκκλησία που άφησε στον κόσμον αυτόν και το Πνεύμα το Άγιον, που μένει μέσα στην Εκκλησία, δεν θεραπεύει όλους τους αρρώστους. Έχομε πολλούς αρρώστους. Και οι πιο πολλοί άγιοι, αν όχι όλοι, ήσαν άρρωστοι. Συνεπώς δεν έκανε ο Χριστός θαύματα για να αφήσει μια κληρονομιά θεραπείας όσων θα προσήρχοντο εις την Εκκλησία Του. Τότε η πίστις θα κατηργείτο. Ο Χριστός έκανε θαύματα για να πιστώσει την θεότητά Του. Αλλά και κάτι παραπέρα. Ο Χριστός άνοιγε τα μάτια των τυφλών, τα αυτιά των κωφών και φυγάδευε τους δαίμονες από τους ανθρώπους, για να μπορούν οι άνθρωποι με τις αισθήσεις τους και με τον νου τους να δουν τον Θεό. Ακούσατε· να δουν τον Θεό. Γιατί αυτοί που έβλεπαν τον Ιησούν, έβλεπαν τον Θεό. Γιατί ήταν ο Ενανθρωπήσας Θεός.

Έτσι λοιπόν οι αισθήσεις αποκαθίστανται, για να δει ο άνθρωπος όχι με τα μάτια μόνο της ψυχής, αλλά και με τα μάτια του σώματος τον Θεό. Αυτό το πράγμα είναι ακατανόητο και πολλοί θα ‘θελαν να το ψιλοκόψουν, δηλαδή να το κάνουν ιδεαλισμόν, βγάζοντας τα μάτια του σώματος, τάχα για να δουν μόνο με τα μάτια της ψυχής των τον Θεό. Ο ευαγγελιστής Ιωάννης λέγει στην πρώτη του επιστολή την καθολική ότι «ὀψόμεθα Αὐτόν καθώς ἐστίν». «Θα Τον δούμε όπως είναι και όπως είμαστε». Όπως θα αναστηθούμε με τα σώματά μας, με τα πλήρη σώματά μας, θα δούμε και Εκείνον με την πλήρη Του σωματική ύπαρξη, που είναι στον ουρανό. Δηλαδή θα Τον δούμε όπως είμαστε, όπως είναι. Γι’ αυτό άνοιγε ο Χριστός τα μάτια και τα αυτιά θεράπευε κ.ο.κ.

Αλλά, αγαπητοί μου, εδώ πρέπει να μείνομε σε κάτι. Τι είναι εκείνο που άνοιξε τελικά τα μάτια αυτών των δύο τυφλών; Ήταν μία κραυγή. Μάλιστα μία συνεχής κραυγή. Λέγει εδώ ότι οι τυφλοί έκραζαν. Και μάλιστα ο Κύριος δεν τους πρόσεξε -σκοπίμως, εντός εισαγωγικών- για να αποφύγει το πλήθος, που θα έκανε το θαύμα αυτό, κι όταν μπήκε σε ένα σπίτι, οι τυφλοί αυτοί μπήκαν κι αυτοί μέσα στο σπίτι κι εκεί ακόμη συνέχισαν να κράζουν: «Υἱέ Δαυΐδ, ἐλέησον ἡμᾶς!». Συνεπώς έβλεπαν, είχαν μπροστά τους τον Ιησούν, του Οποίου το πρόσωπον δεν αμφισβητούν, προς τον Οποίον αποτείνονται. Γι΄αυτό σας είπα, το «Ιησούς» δεν το ονομάζουν εδώ αλλά προϋποτίθεται, Τον αποκαλούν «υἱόν Δαυΐδ». Τι είναι εκείνο που τους έκανε να ανοίξουν τα μάτια τους; Αυτή η ομολογία. Προσέξατέ την. «Ιησού, υιέ Δαβίδ», συ που είσαι Κύριος, «ελέησέ μας».

Δηλαδή να το βάλω σε μία τάξη. «Κύριε»· γιατί το «Ιησού, υιέ Δαβίδ» θα πει «Χριστέ», «Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησέ μας». Σας λέει τίποτα αυτό; Είναι η γνωστή προσευχή. Η γνωστή ευχή. «Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησον ημάς». Αυτή είναι η ευχή. Δεν είναι λοιπόν παρά η καταγωγή της ευχής, της γνωστής ευχής «Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησόν με» ή «ἐλέησον ἡμᾶς» , η καταγωγή της είναι από την Αγία Γραφή. Δεν είναι επινόησις των ανθρώπων. Μας την εδίδαξαν και οι Απόστολοι ακόμα. Δεν έχω τον χρόνο να σας πω πιο πολλά. Ο Απόστολος Παύλος, ο Απόστολος Πέτρος και ο ευαγγελιστής Ιωάννης, που αναφέρονται ακριβώς σ’ αυτήν την επίκλησιν του Ιησού Χριστού. Και αυτό το παντοδύναμο όνομα, γιατί πίσω από το όνομα είναι ένα παντοδύναμο πρόσωπο, το πρόσωπο του Θεανθρώπου Ιησού, του τελείου Θεού, του τελείου ανθρώπου· που έχει ειδικήν αποστολή από τον Πατέρα, για την σωτηρία του κόσμου ολόκληρου. Αυτό το πρόσωπο είναι το παντοδύναμο. Μπροστά στο οποίο κάμπτει παν γόνυ, επουρανίων και επιγείων και καταχθονίων. Αυτό λοιπόν άνοιξε τα μάτια των τυφλών.

Λοιπόν κι εμείς… ω κι εμείς, μη ζητούμε… δεν μας το απαγορεύει ο Θεός να ζητήσομε και την θεραπεία του σώματός μας, αγαπητοί μου, δεν μας το απαγορεύει· είπε να το ζητούμε κι αυτό. Πολλές φορές όμως η αγάπη Του δεν μας δίνει την θεραπεία σε μία σωματική μας αρρώστια. Πρέπει όμως να γίνει καλά η ψυχή μας οπωσδήποτε. Οπωσδήποτε. Γι’ αυτό λοιπόν, με την τύφλωση που έχομε και δεν μπορούμε να δούμε τον Θεό, δεν μπορούμε να νιώσομε την παρουσία Του, δεν μπορούμε να Τον εγγίσομε, εκείνο που θα μας κάνει να Τον εγγίσομε, να Τον πλησιάσομε, είναι αυτή η ευχή: «Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησόν με».

Αλλά ας προσέξομε, αγαπητοί μου, κάτι εδώ. Η προσευχή αυτή η τόσο μικρή, ευμνημόνευτη, είναι πλήρης προσευχή. Όταν λέμε «πλήρης προσευχή» σημαίνει έχει όλα εκείνα τα στοιχεία, για να αποτελέσει μία προσευχή. Και να γίνει ευπρόσδεκτη από τον Θεό. Αν έχετε προσέξει, στις προσευχές της Εκκλησίας μας, που πρότυπον είναι η Κυριακή Προσευχή, το «Πάτερ ἡμῶν» υπάρχουν δύο θέσεις ή καλύτερα, δύο τμήματα. Στο πρώτο τμήμα, το οποίον είναι και πρώτον, προτάσσεται δηλαδή, αναφερόμεθα εις τον Θεόν και τις ιδιότητές Του. Στο δεύτερο τμήμα αναφερόμεθα εις τα προβλήματά μας. Πάρτε το «Πάτερ ἡμῶν». Κοιτάξτε: «Πάτερ ἡμῶν ὁ ἐν τοῖς οὐρανοῖς, ἁγιασθήτω τὸ ὄνομά Σου, ἐλθέτω ἡ βασιλεία Σου, γενηθήτω τό θέλημά Σου». Αυτά όλα αναφέρονται στο πρόσωπον του Θεού. Μετά στα δικά μας θέματα: «Γενηθήτω τό θέλημά σου ὡς ἐν οὐρανῷ καὶ ἐπὶ τῆς γῆς. Τὸν ἄρτον ἡμῶν τὸν ἐπιούσιον δὸς ἡμῖν σήμερον· καὶ ἄφες ἡμῖν τὰ ὀφειλήματα ἡμῶν, ὡς καὶ ἡμεῖς ἀφίεμεν τοῖς ὀφειλέταις ἡμῶν· καὶ μὴ εἰσενέγκῃς ἡμᾶς εἰς πειρασμόν, ἀλλὰ ῥῦσαι ἡμᾶς ἀπὸ τοῦ πονηροῦ». Αιτήματα δικά μας. Σε κάθε, λοιπόν, προσευχή έχομε αυτά τα δύο τμήματα. Την θεολογία, δηλαδή αποτεινόμεθα στον Θεό και στα ζητήματά μας. Όταν λέμε όμως «την θεολογία» αναφερόμενοι στην θεολογία, αναφερόμεθα στην δοξολογία του Θεού. Γιατί όταν πω τον Θεό «Πατέρα», αυτό είναι δόξα· διότι είναι Πατήρ και Τον ομολογώ Πατέρα. Συνεπώς είναι μία δόξα προς τον Θεό. Όταν πω «να αγιασθεί», δηλαδή να δοξαστεί το όνομά Του, είναι μία δόξα στον Θεό. Έχω προσέξει, υπάρχουν ευχές, και μάλιστα λειτουργικές, όπως είναι η ευχή του Τρισαγίου Ύμνου, που λέμε στην Θεία Λειτουργία, τα τρία τέταρτα της όλης ευχής είναι δοξολογία προς τον Θεό. Συνεπώς είναι το πρώτο τμήμα. Γι΄αυτό λέγει κανείς με έναν τόνο φωνής κατά τέτοιο τρόπο, που αποτείνεται βέβαια προς τον Θεό, εκεί αλλάζει τον τόνο της φωνής, για να πάει στο τελευταίο τέταρτο του όλου μεγέθους της ευχής, που αποτείνεται στο να μας συγχωρεθούν οι δικές μας οι αμαρτίες και να μας αξιώσει ο Θεός κι εμείς να ψάλλομε τον Τρισάγιον Ύμνον.
Έτσι κι εδώ, αυτή η ευχή είναι πλήρης. Ακούσατέ την. «Κύριε Ιησού Χριστέ» είναι το πρώτον μέρος, το θεολογικόν. «Ελέησόν με». Είναι το δεύτερον μέρος. Εκείνο που αφορά σε μένα, τον άνθρωπο. Ώστε, λοιπόν, να μία πλήρης προσευχή.

Αλλά, αγαπητοί μου, ας την αναλύσομε. Όταν λέμε «Κύριε» στο δεύτερον πρόσωπον της Αγίας Τριάδος, Το αποκαλούμε «Θεόν». Διότι ο τίτλος «Κύριος» θα πει Θεός. «Ιησού» θα πει «άνθρωπος». Συνεπώς εδώ ομολογούμε ότι ο Ιησούς είναι και Θεός είναι και άνθρωπος πλήρης. «Κύριε Ιησού Χριστέ». Το «Χριστέ» θα πει Μεσσίας, που θα πει το ειδικό έργο που ανέλαβε ο Ενανθρωπήσας Υιός του Θεού. Ήτοι, η Ενανθρώπησις, ο Σταυρός, η Ανάστασις, η Ανάληψις, η Δευτέρα Του παρουσία. Όλα αυτά είναι στον κύκλο του Μεσσίου. Συνεπώς το απολυτρωτικόν έργον του Μεσσίου για τον άνθρωπο, για την Δημιουργία ολόκληρη. Άρα λοιπόν κλείνεται στον κύκλο «Χριστέ» όλο το μυστήριον της θείας Οικονομίας· το οποίον εδώ ομολογούμε, και με την ομολογία μας αυτή δοξάζομε τον Θεό. Δοξάζομε όχι μόνον το πρόσωπο το δεύτερο της Αγίας Τριάδος, αλλά και τον όλον Άγιον Τριαδικόν Θεόν. Ώστε λοιπόν βλέπομε αγαπητοί μου, ότι το μέρος αυτό, το πρώτο είναι θεολογικό, δοξολογικό και αναφέρεται εις την δόξα του Θεού.

Αλλά και κάτι ακόμα. Είδατε ότι εις την Λειτουργίαν λέμε το Σύμβολον της Πίστεως. Είναι θεμελιώδες αυτό. Τι σημαίνει λέγω το Σύμβολον της Πίστεως; «Πιστεύω εἰς ἕνα Θεόν Πατέρα Παντοκράτορα…καί εἰς ἕνα Κύριον Ἰησοῦν Χριστόν… καί εἰς τό Πνεῦμα τό Ἅγιον». Δηλαδή; Αυτό που στο τέλος θα πούμε, συγνώμη, στην αρχή του Συμβόλου της Πίστεως, για να ομολογήσομε, «Πατέρα, Υἱόν καί Ἅγιον Πνεῦμα Θεόν». Δηλαδή τον Άγιον Τριαδικόν Θεόν. Είναι η υψίστη ομολογία. Είναι η υψίστη θεολογία. Πρέπει λοιπόν να πούμε το Σύμβολο της Πίστεως, για να διακηρύξομε την πίστη μας εις τον Άγιον Τριαδικόν Θεόν, διότι σε λίγο θα κοινωνήσομε, και είναι βαρύτατο αμάρτημα να κοινωνήσει κανείς το σώμα και το αίμα του Χριστού και δεν πιστεύει σε δύο πράγματα. Στην θεότητα, δηλαδή στην Αγία Τριάδα και δεύτερον εις το μυστήριον της θείας Οικονομίας. Βαρύτατο αμάρτημα. Μέχρι που λέγει ο Απόστολος Παύλος: «Γι΄ αυτό αρρωσταίνουν πολλοί και κοιμώνται (:πεθαίνουν) ικανοί». Αυτό είναι το μεγάλο αμάρτημα. Η απιστία. Λοιπόν, ανανεώνομε με το να πούμε το Σύμβολον της Πίστεως, την πίστη μας εις τον Άγιον Τριαδικόν Θεόν και εις το μυστήριον της Θείας Οικονομίας, δηλαδή της Ενανθρωπήσεως.

Έτσι κι εδώ. Όταν λέμε «Κύριε Ιησού Χριστέ», ακούσατέ το, όταν πούμε «Κύριε», στρεφόμεθα εναντίον όλων των αιρετικών, με επικεφαλής τον Άρειον, που αμφισβήτησαν την θείαν φύσιν του Ιησού. Όταν λέμε «Ιησού», στρεφόμεθα εναντίον των μονοφυσιτών οι οποίοι αμφισβήτησαν… -και των Δοκητών, που αμφισβήτησαν την ανθρωπίνην φύσιν του Ιησού. Ότι ήτο κατά το φαινόμενον ή ότι απερροφήθη από την θείαν φύσιν. Κι όταν λέμε «Κύριε Ιησού Χριστέ», ομολογούμε όλο το έργον του Χριστού και στρεφόμεθα εναντίον όλων εκείνων των αιρετικών και μάλιστα συγχρόνων αιρετικών, οι οποίοι δεν ομολογούν τον Ιησούν ως Χριστόν. Δηλαδή, ως λυτρωτήν. Αλλά ως αναμορφωτήν της ανθρωπότητος, ως φιλόσοφον, ως Γκουρού· τελευταία έχομε κι αυτό, ότι είναι διδάσκαλος, με μία ινδική ονομασία, ή ό,τι άλλα θέλετε. Ώστε όταν πω «Κύριε Ιησού Χριστέ» έχω πλήρη ομολογία και στρέφομαι εναντίον όλων των αιρετικών με αυτήν μου την ομολογία.

Άρα; Άρα είναι πλήρης προσευχή, πλήρης προσευχή. Γι’αυτό, αν κάνω μόνον αυτήν την ευχή, τα κάνω όλα. Γι΄αυτό πολλές φορές, ασκηταί που δεν έχουν την δυνατότητα ή δεν θα ήθελαν, απομονωμένοι, να κάνουν ακολουθίες της Εκκλησίας μας, τον Όρθρο, τον Εσπερινό, μένουν στην ευχή μόνη. Γιατί; Είναι πλήρης προσευχή, πλήρης.

Αλλά προσέξτε όμως και κάτι άλλο. Αφού είναι πλήρης προσευχή, και αναφερόμεθα εις το «ελέησόν με», το οποίο θα σας αναλύσω λίγο πιο κάτω, δεν έχομε τι άλλο να πετύχομε παρά περιεκτικότατα την πρακτικήν αρετήν και την θεωρίαν. Δηλαδή να πετύχομε τις αρετές και να φθάσομε με τον δρόμο της προσευχής, αυτής της ευχής, να φθάσομε να ίδομε το πρόσωπον του Χριστού.

Αλλά προσέξτε όμως. Μερικοί θα έλεγαν την ευχή «Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησόν ημάς». Πολλοί όμως λέγουν «Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησόν με». Αυτό σε τύπον πληθυντικό εκφράζει κάτι. Εδώ οι δύο τυφλοί έλεγαν «ἐλέησον ἡμᾶς». Θα μπορούσε ο καθένας να έλεγε για λογαριασμό του, για τον εαυτό του «Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησόν με». Όπως λέμε στον στρατό πολλές φορές… απαγορεύεται να μιλήσομε σε ένα αίτημά μας σε πληθυντικό αριθμό. «Θέλομε ψωμί. Είμαστε άρρωστοι. Είμαστε κουρασμένοι». Απαγορεύεται. Γιατί θεωρείται στάσις. Θα πεις στον στρατό: «Θέλω ψωμί», όχι «θέλομε». «Είμαι κουρασμένος», «είμαι άρρωστος, δεν μπορώ», όχι «δεν μπορούμε». Εδώ αντίθετα. Δεν υπάρχει κανένας φόβος στάσεως, επαναστάσεως και απειθαρχίας. Υπάρχει η έκφραση της αγάπης. «Ἐλέησον ἡμᾶς». Ο κάθε τυφλός δεν μένει στον εαυτό του, αλλά και στον άλλον τυφλόν. Έτσι, άμα λέγουν «Ἐλέησον ἡμᾶς», θα ‘θελαν και οι δύο να θεραπευθούν. Θα ‘λεγε ίσως ο καθένας από πλευράς του: «Κύριε, αν θεραπεύσεις εμένα και δεν θεραπεύσεις τον άλλον, μην θεραπεύσεις ούτε εμένα. Και εμένα και τον άλλον». Αυτό εκφράζει πολλή αγάπη. Την δεύτερη εντολή, την μεγάλη, το «αγαπήσεις τον πλησίον σου ως εαυτόν». Όταν λοιπόν λέμε «ἐλέησον ἡμᾶς», αγκαλιάζομε όλους τους φίλους και τους εχθρούς και ολόκληρη την Δημιουργία. Κατά τον τύπον «Πάτερ ἡμῶν». Δεν λέμε «Πατέρα μου» αλλά «Πάτερ ἡμῶν», Πατέρα μας. Έτσι, αγαπητοί μου, έχομε μπροστά μας την πλήρωση των δυο εντολών. Της αγάπης προς τον Θεό, στον Οποίον αποτεινόμεθα και τον Οποίον δοξάζομε και ομολογούμε, αλλά και την αγάπη προς τον πλησίον με το να συμπεριλάβομε στην προσευχή μας και τα πρόσωπα των πλαϊνών μας, όλων των ανθρώπων.

Αλλά ακόμα αυτό το «ἐλέησον», τι σημαίνει; Είναι περιεκτική λέξις. Και εκφράζει και δοξολογία και ευχαριστία και μετάνοια και δέηση. Όλα τα εκφράζει, όλα, μα όλα. Είναι περιεκτική αυτή η λέξις όπως σας είπα. Να γίνεις έλεος σε μένα. Να με βοηθήσεις. Να με ελεήσεις. Και τι σημαίνει «ελέησέ με»; Σημαίνει, όπως λέγει ο άγιος Νικόδημος ο Αγιορείτης «το έλεος του Θεού είναι η Χάρις του Παναγίου Πνεύματος». Αυτό είναι το έλεος του Θεού. Η χάρις του Παναγίου Πνεύματος. Ο δε άγιος Νικόδημος, στην Φιλοκαλία λέγει το εξής περίφημο: «Όταν θέλεις να ζητήσεις το έλεος του Θεού, θα έχεις στον νου σου τα εξής-επί λέξει έτσι τα γράφει. Μάλιστα τα μεταφράζει, είναι στον 5ο τόμο της Φιλοκαλίας, προς το τέλος, τα μεταφράζει για να γίνουν κατανοητά από όλους, για να μην μείνει κανείς που να μην κατανοεί αυτήν την ευχήν- Λυπήσου με και δος μου- πρώτον- πνεύμα δυνάμεως. Δώσε μου την δύναμη, να μην έχω δειλίαν». Διότι η δειλία είναι ίδιον των μη Χριστιανών. Μην το ξεχνάτε αυτό. Οι άνθρωποι που είναι κάτω από την κυριαρχία του σατανά έχουν δειλίαν. Ο πιστός δεν έχει ποτέ δειλίαν. Ακόμη κι όταν στέκομαι μπροστά στον όγκο της πνευματικής ζωής και λέγω … τι θα κάνω εγώ; Κάποτε, όταν διαβάσομε ένα βιβλίο και μας πει κάποιος πνευματικός ή ένα κήρυγμα γίνει, θεωρούμε υπερβολικά αυτά, πολύ βαριά και, είμαστε ανήμποροι εμείς να τα πραγματώσομε. Αγαπητοί μου, μας λείπει πνεύμα δυνάμεως. Γι΄αυτό λέγει ο Απόστολος Παύλος: «δεν μας έδωκε ο Θεός πνεύμα δειλίας, αλλά δυνάμεως και αγάπης και σωφρονισμού».

«Λυπήσου με και δος μου –δεύτερον- πνεύμα σωφρονισμού. Να έχω μυαλό. Να μπορώ». Γιατί η σωφροσύνη έχει δύο σημασίες. Έχει την σημασία να σκέπτομαι σωστά αλλά και ακόμη να διατηρώ μακριά από τα σαρκικά αμαρτήματα το σκεύος μου, που είναι ναός του Θεού το σώμα μου. «Λυπήσου με και δος μου», τρίτον, «πνεύμα φόβου Θεού». Σήμερα προσπαθούμε να βγάλομε από την αγωγή της νεοτέρας γενεάς τον φόβο του Θεού. Και λέμε ότι δημιουργεί συμπλέγματα κατωτερότητος ο φόβος. Δεν είναι ο φόβος που δημιουργεί τα συμπλέγματα. Το δεχόμαστε κι εμείς, ναι. Ο φόβος δημιουργεί συμπλέγματα κατωτερότητος. Είναι κακό πράγμα ο φόβος. Είναι μεταπτωτικό φαινόμενο. Μα όχι ο φόβος του Θεού. Ο φόβος του Θεού είναι γονιμοποιός. Γονιμοποιεί την ψυχή. Διότι όταν λέγει ο Απόστολος «μετά φόβου καί τρόμου κατεργαζόμενοι τήν ἡμῶν σωτηρίαν», τι άλλο θέλει να πει; Με φόβο και με τρόμο να κατεργάζομαι την σωτηρία μου, μήπως την χάσω, μήπως χάσω τον Θεό. Αυτός ο φόβος είναι γονιμοποιός. «Ἀρχή σοφίας -δηλαδή αρχή αρετής, σοφία στους Εβραίους θα πει αρετή- φόβος Κυρίου». Έβγαλες τον φόβον αυτόν τον γονιμοποιόν; Δεν πρόκειται, αδελφέ μου, ουδέποτε να αποκτήσεις αρετή. Και τότε, από σκαλοπάτι σε σκαλοπάτι θα κατεβαίνεις στο βάθος των κακών και της ασεβείας. Επειδή ακριβώς οι άνθρωποι πέταξαν τον φόβο του Θεού, γι΄αυτό τον λόγο πέφτουν εις τον βυθόν της ασεβείας. Τι είπε ο ληστής ο ένας στον άλλον; «Οὐδὲ φοβῇ σὺ τὸν Θεόν;» . «Δεν φοβάσαι τον Θεό; Και βλασφημάς εναντίον του Ιησού;». Ο ένας ληστής επί του σταυρού, στον άλλον ληστήν επί του σταυρού. Δεν φοβάσαι τον Θεό; Δος μου λοιπόν, Κύριε, λυπήσου με και δώσε μου φόβον Θεού.

«Δος μου Κύριε πνεύμα αγάπης. Να σε αγαπώ. Είναι η κορυφή όλων. Να σε αγαπώ. Να φθάνω όταν λέγω την ευχή, να νιώθω ότι δεν υπάρχει τίποτα άλλο στον κόσμο πλην Σου. Ο κόσμος παράγει. Ο κόσμος περνά. Δεν μένει τίποτα εις την θέση του. Βοήθησέ με λοιπόν να αισθάνομαι ότι το μόνο σταθερόν είσαι Συ και μόνον Εσύ. Το μόνον αξιαγάπητον πρόσωπον, το αξιέραστον πρόσωπον, το άκρως εφετόν είναι το πρόσωπό Σου. Βοήθησέ με, λοιπόν, δος μου το έλεός Σου, δηλαδή βοήθησέ με να Σε αγαπήσω. Ναι, Κύριε. Δος μου πνεύμα ειρήνης. Να ειρηνεύει η ψυχή μου. Να είμαι σε συνδιαλλαγή μαζί σου. Να μην αισθάνομαι ένοχος απέναντί Σου. Και μέσ’ τον κόσμον αυτόν να αισθάνομαι ειρήνη. Ότι είμαι ασφαλισμένος μέσα στο χέρι το δικό Σου. Ναι, Κύριε. Δος μου πνεύμα καθαρότητος. Να καθαρεύω σε όλα. Να έχω ειλικρίνεια, να είμαι καθαρός στην ψυχή, καθαρός στο σώμα. Λυπήσου με, Κύριε, ελέησέ με και δώσε μου πνεύμα ταπεινοφροσύνης. Να βλέπω ότι είμαι πολύ μικρός. Ότι είμαι ένα μικρό Σου πλάσμα, πλην πλάσμα Σου. Αλλά πολύ μικρό μέσα στην Δημιουργία. Να αισθάνομαι ότι δεν είμαι τίποτα, ότι το παν είσαι Εσύ».

Έτσι, αγαπητοί μου, θα πουν όλα αυτά και πλήθος όλα τ’ άλλα, ό,τι δεν είπαμε, τα παίρνω από τον άγιο Νικόδημο αυτά που σας είπα, σημαίνουν «ἐλέησον ἡμᾶς». Ελέησέ με. «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, ἐλέησον ἡμᾶς».
Σύντομη ευχή. Επαναλαμβανομένη. Διαρκώς. Πόσο διαρκώς; Μας το λέγει ο Απόστολος Παύλος: «Ἀδιαλείπτως προσεύχεσθε». Μπορούμε να δουλεύομε και να ‘χομε στον νου μας τον Θεό. Να ταξιδεύομε, να διαβάζομε, κι εκείνοι που έχουν προχωρήσει στην ευχή, τότε την ευχή την λέγει κι η καρδιά τους όταν κοιμώνται. Παράξενο. Περίεργο. Κι όμως αληθινό, αγαπητοί. Αληθινό είναι. Μπορεί να λέγει κανείς την ευχή όταν κοιμάται; Ναι, σας λέγω, είναι αληθινό! Και επαληθεύει εκείνο που λέγει το «Ἆσμα Ἀσμάτων»: «Ἐγώ καθεύδω καί ἡ καρδία μου ἀγρυπνεῖ». Αγρυπνεί η καρδία και λέγει την ευχή. Αλλά μόνον για κείνους που έχουν πάρα πολύ προχωρήσει στην ευχή. Έτσι, λοιπόν, όταν μας παραγγέλλει ο Απόστολος Παύλος «αδιαλείπτως προσεύχεσθε», στο ερώτημα «και τι μπορούμε αδιαλείπτως να προσευχόμεθα», η απάντηση θα ήταν: «Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησον ημάς».

Δεν είναι λοιπόν μία ευχή που αφορά τους μοναχούς. Δεν είναι μία ευχή που βγήκε από τα μοναστήρια. Απλώς καλλιεργείται στα μοναστήρια. Είναι μία ευχή που βγαίνει από την Αγία Γραφή. Βλέπομε αυτούς τους τυφλούς να λέγουν: «Υἱέ Δαυίδ, ἐλέησον ἡμᾶς». Κύριε, υιέ Δαβίδ, Ιησού, ελέησον ημάς. Χριστέ, ελέησον ημάς. Έτσι μπορούν να την λέγουν όλοι. Καθένας που βαφτίστηκε. Μικρός ή μεγάλος, μορφωμένος ή αμόρφωτος, με πολλήν σοφία κατά κόσμον ή με απλότητα άνθρωπος· που δεν έχει πολλά πράγματα στη ζωή του να ξέρει. Όλοι μπορούν να λέγουν την ευχή. Οπουδήποτε. Και στο κρεβάτι άμα είμαστε άρρωστοι. Κι όταν είμαστε όρθιοι…[Δυστυχώς, στο σημείο αυτό τελείωσε η κασέτα μαγνητοφώνησης της ομιλίας του μακαριστού γέροντα και δεν ολοκληρώθηκε η ηχογράφησή της].

ΠΡΟΣ ΔΟΞΑΝ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΤΡΙΑΔΙΚΟΥ ΘΕΟΥ
και με απροσμέτρητη ευγνωμοσύνη στον πνευματικό μας καθοδηγητή
μακαριστό γέροντα Αθανάσιο Μυτιληναίο,
ψηφιοποίηση της απομαγνητοφωνημένης ομιλίας και επιμέλεια:
Ελένη Λιναρδάκη, φιλόλογος

ΠΗΓΕΣ:
• Απομαγνητοφώνηση ομιλίας δια χειρός του αξιοτίμου κ. Αθανασίου Κ.
• http://www.arnion.gr/mp3/omilies/p_athanasios/omiliai_kyriakvn/omiliai_kyriakvn_150.mp3