.

.

Δός μας,

Τίμιε Πρόδρομε, φωνή συ που υπήρξες η φωνή του Λόγου. Δος μας την αυγή εσύ που είσαι το λυχνάρι του θεϊκού φωτός. Βάλε σήμερα τα λόγια μας σε σωστό δρόμο, εσύ που υπήρξες ο Πρόδρομος του Θεού Λόγου. Δεν θέλουμε να σε εγκωμιάσουμε με τα δικά μας λόγια, επειδή τα λόγια μας δεν έχουν μεγαλοπρέπεια και τιμή. Όσοι θα θελήσουν να σε στεφανώσουν με τα εγκώμιά τους, ασφαλώς θα πετύχουν κάτι πολύ πιό μικρό από την αξία σου. Λοιπόν να σιγήσω και να μη προσπαθήσω να διακηρύξω την ευγνωμοσύνη μου και τον θαυμασμό μου, επειδή υπάρχει ο κίνδυνος να μη πετύχω ένα εγκώμιο, άξιο του προσώπου σου;

Εκείνος όμως που θα σιωπήσει, πηγαίνει με τη μερίδα των αχαρίστων, γιατί δεν προσπαθεί με όλη του τη δύναμη να εγκωμιάσει τον ευεργέτη του. Γι’ αυτό, όλο και πιό πολύ σου ζητάμε να συμμαχήσεις μαζί μας και σε παρακαλούμε να ελευθερώσεις τη γλώσσα μας από την αδυναμία, που την κρατάει δεμένη, όπως και τότε κατάργησες, με τη σύλληψη και γέννησή σου, τη σιωπή του πατέρα σου του Ζαχαρία.

Άγιος Σωφρόνιος Ιεροσολύμων

Ἡ τραγικὴ περίπτωση τοῦ π. Ἀγγέλου Ἀγγελακόπουλου


Ὑπάρχει καὶ κάτι χειρότερο ἀπὸ τὴν αμαρτία. 
Εἶναι ἡ ἀλαζονεία τῆς ἀρετῆς 
(Ἱερὸς Αὐγουστῖνος)

Τοῦ Ἀδαμάντιου Τσακίρογλου

Πρὶν ἀπὸ λίγες ἡμέρες δημοσιεύθηκε ἕνα κείμενο τοῦ π. Ἀγγέλου Ἀγγελακόπουλου (ἐδῶ), ποὺ κατόρθωσε ἄλλοτε ἠθελημένα, ἄλλοτε ἀθέλητα ‒ὅπως θὰ ἀποδειχθεῖ παρακάτω‒ νὰ βλάψει τὴν ἀποτείχιση, νὰ δώσει ψευδοεπιχειρήματα στὸ στόμα τῶν Οἰκουμενιστῶν, νὰ διχάσει βαθύτερα τὸ ἤδη διχασμένο ποίμνιο, νὰ σκανδαλίσει καὶ νὰ παρασύρει στὴν ἀπόλυτη ὑποταγὴ στὸ πρόσωπό του. Καὶ ὅλα αὐτὰ γιατί; Γιὰ νὰ ἀναδείξει τὴν κατὰ τὸν π. Ἄγγελο μοναδικὴ αὐθεντία στὸν χῶρο τῆς Ἀποτείχισης αὐτὴ τὴν στιγμή: τὸν ἴδιο τὸν π. Ἄγγελο. Εἶναι ἡ ἀλαζονεία τῆς ἀρετῆς, ποὺ εἶναι χειρότερη καὶ ἀπὸ τὴν ἁμαρτία.

Θὰ σχολιάσω συνολικὰ τὸ κείμενο τοῦ π. Ἀγγέλου τονίζοντας ἰδιαίτερα κάποια σημεῖα καὶ παράλληλα τὸ ἱστορικὸ τοῦ ἐν λόγῳ ἱερέως γιὰ νὰ φανεῖ ἡ τραγικὴ περίπτωσή του, ποὺ φυσικὰ μᾶς ἐξοργίζει, ἀλλὰ κυρίως μᾶς θλίβει καθὼς δὲν εἶναι πολλοὶ οἱ ἀποτειχισμένοι ἱερεῖς καὶ εἶναι κρίμα νὰ φτάνουμε σὲ τέτοιο σημεῖο.

Πρὶν ἀρχίσω τὸν σχολιασμὸ πρέπει νὰ τονιστεῖ ὅτι ὁ π. Ἄγγελος

α) ποτὲ δὲν κάλεσε τοὺς ἀποτειχισμένους σὲ ὁμόνοια καὶ διάλογο, δίνοντας ὁ ἴδιος τὸ καλὸ παράδειγμα

β) ποτὲ δὲν ἐπικοινώνησε μὲ κάποιον, ἀπὸ ὅσους κατηγορεῖ, πρὸς οἰκοδομὴν καὶ διόρθωσή του

γ) ποτὲ δὲν ζήτησε συγγνώμη ἢ δὲν ἔδειξε κάποια ἔστω μετάνοια καὶ αὐτοκριτικὴ γιὰ τὸ ὅτι ἀποτειχίστηκε τόσο ἀργὰ καὶ μάλιστα ὄχι γιὰ τὴν αἵρεση ἀλλὰ γιὰ τὸ σχίσμα

δ) ποτὲ δὲν ἐνημέρωσε τὸ ποίμνιο ποῦ καὶ πότε λειτουργεῖ. Ἀντιθέτως τὰ κρατεῖ ὅλα μυστικὰ καὶ κοινωνεῖ μόνο ὅσους συμφωνοῦν καὶ ὑποτάσσονται σ’ αὐτόν. Ὁ π. Ἄγγελος ἀποδεικνύεται:

1. Ἀναξιόπιστος καὶ ἀνακόλουθος! Ἐνῶ ὁμολογεῖ ὅτι «Ὅποιος, λοιπόν, τούς ἀκολουθεῖ, ἐκκλησιάζεται στούς ναούς ἀπιστίας τους, ἀκούει τά κηρύγματά τους, ὑπακούει στίς ἀποφάσεις τους, συμμετέχει στά μυστήριά τους κλπ., βγάζει κι αὐτός τόν ἑαυτό του ἔξω ἀπό τήν Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ, μολύνεται πνευματικῶς καί καθίσταται ἀκοινώνητος, μέσῳ τῆς μνημονεύσεως τῆς μή ὀρθοτομούσης «ἱερᾶς συνόδου» καί τῶν σχισματοαιρετικῶν οἰκουμενιστῶν καί ὑποτάσσεται στήν αἵρεση, ὑπονομεύοντας φρικτά τήν σωτηρία του», ὅμως αὐτὰ τὰ λέει γιὰ τοὺς ἄλλους καὶ ὄχι γιὰ τὸν ἑαυτό του. Διότι ὁ π. Ἄγγελος χρειάστηκε σχεδὸν 4 χρόνια μετὰ τὸ Κολυμπάρι γιὰ νὰ ἀποτειχιστεῖ παρόλο ποὺ τόσοι τοῦ ὑποδείκνυαν, τὴν διδασκαλία τῶν Πατέρων (γιὰ τὴν ὁποία κάνει σὰν νὰ τὴν ἀνακάλυψε αὐτὸς πρῶτος), τὸν πονηρὸ ρόλο τοῦ Πειραιῶς, τὴν ἀνακολουθία καὶ δειλία τοῦ Κυθήρων καὶ τὴν διπλογλωσσία τῆς Γατζέας. Καὶ ὅμως ἐκεῖνος κώφευε καὶ λοιδοροῦσε ὅσους τοῦ τὰ ὑπεδείκνυαν. 

Ξέχασε ὁ π. Ἄγγελος ποιόν μνημόνευε τόσα χρόνια, ποιανοῦ κηρύγματα ἄκουγε καὶ μὲ ποιόν (συγ)κοινωνοῦσε; Τώρα ἀνακάλυψε ὁ π. Ἄγγελος τὴν παραπάνω διδασκαλία τῶν Πατέρων; Τώρα κατάλαβε ὁ π. Ἄγγελος τί σημαίνουν τὰ παραπάνω λόγια; Καὶ ἂν ναί, γιατί εἶναι τόσο σκληρὸς μὲ τοὺς ἄλλους, ἐνῶ μὲ τὸν ἑαυτό του εἶναι διαλακτικότατος; Γιατί δὲν ψελλίζει ἕνα «συγγνώμη»; Αὐτὸς ποὺ ἀσκοῦσε ἀπεριόριστη οἰκονομία, πῶς ἐμφανίζεται τώρα βασιλικότερος τοῦ βασιλέως;

Λέγει ὁ π. Ἄγγελος: «Ἀπαγορεύεται (ὁ ἀποτειχισμένος) ν’ ἀκούει κηρύγματα, ὁμιλίες κλπ. τῶν ψευδεπισκόπων διά ζώσης ἤ στό διαδίκτυο ἤ νά διαβάζει συστηματικά τά γραπτά τους ἤ καί ἱερέων, πού τούς ἀκολουθοῦν ὑποτακτικά, εἴτε μέ τήν θέλησή τους, εἴτε ἀπό φόβο καί σιωπή, κι ἔτσι νά συμμετέχουν κι αὐτοί καί νά ἐνισχύουν τήν αἵρεση καί τό σχίσμα». Καὶ ποιόν παρουσιάζει στὸ κείμενό του ὡς πηγή; Τὸν π. Ἀναστάσιο Γκοτσόπουλο, ποὺ οὔτε ἀποτειχισμένος εἶναι, μνημονεύει τὸν Πατρῶν καὶ συμμετέχει στὰ μυστήρια τῆς, ὅπως τὴν ὀνομάζει, σχισματοαιρετικῆς Ἱ. Συνόδου τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος!!! 

2. Πονηρὸς καὶ ἄδικος ὁ π. Ἄγγελος.

Στὸ παρακάτω κείμενό του καταδικάζει τὴν ὅποια οἰκονομία, τὴν κοινωνία μὲ ἱερεῖς ποὺ μνημονεύουν τήν ‒ὅπως τὴν ὀνομάζει‒ σχισματοαιρετικὴ Ἱ. Σύνοδο τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, ἀκόμα καὶ τὴν ἀπὸ τοὺς πιστοὺς ἀκοὴ κηρυγμάτων ἢ τὴν ἀνάγνωση κειμένων ἀπὸ μὴ ἀποτειχισμένους ἱερεῖς. Καὶ παράλληλα παρουσιάζει ὡς τοὺς μοναδικοὺς ὀρθῶς ἀποτειχισμένους φυσικὰ τὸν ἑαυτό του (ὦ τῆς ταπεινώσεως) καὶ τὸν π. Θεόδωρο Ζήση καὶ τοὺς σὺν αὐτῷ, ποὺ εἶναι ὑπὲρ τῆς Οἰκονομίας καὶ συνεχίζουν νὰ ἔχουν ἐκκλησιαστικὲς σχέσεις π.χ. μὲ τὸν Κυθήρων ἀπὸ τὸν ὁποῖον ὁ π. Ἄγγελος ἀποτειχίστηκε λόγῳ τοῦ σχίσματος (ἐδῶ)!!!

Πόσο ὑποτιμάει τὴν νοημοσύνη μας ὁ ἱερέας αὐτός; Καὶ πῶς τολμάει νὰ κάνει τὸν τόσο αὐστηρό, ὅταν ὁ ἴδιος καὶ ὁ π. Ἀναστάσιος Γκοτσόπουλος στὴν ἡμερίδα ποὺ διοργάνωσε ὁ π. Θεόδωρος Ζήσης στὴν Θεσσαλονίκη, δὲν διάβασαν τὴν ὁμιλία τους προσωπικὰ ἀλλὰ διὰ μέσου ἄλλων ἀτόμων, διότι τοὺς τὸ ἀπαγόρεψε ὁ ἐπίσκοπός τους (ἐδῶ)!!! Δηλαδὴ γιὰ τοὺς παραπάνω ἱερεῖς ποὺ κοινωνοῦν μὲ τὸν Κυθήρων (καὶ ἐννοεῖται μαζὶ μὲ τοὺς τόσους λαϊκούς, ἱστολόγους κλπ.) δὲν ἰσχύουν τὰ παρακάτω ποὺ ὁ π. Ἄγγελος ἔγραψε γιὰ τὸν Κυθήρων: 

«Ἡ Ἱερά Σύνοδος, μέ τήν ἐκκλησιοποίησιν τοῦ σχίσματος, γίνεται ἀκοινώνητη, βάσει τοῦ 2ου Ἱεροῦ Κανόνος τῆς ἐν Ἀντιοχείᾳ Τοπικῆς Συνόδου (341 μ.Χ.), ὁ ὁποῖος λέγει: "…μὴ ἐξεῖναι δὲ κοινωνεῖν τοῖς ἀκοινωνήτοις… Εἰ δὲ φανείῃ τις τῶν ἐπισκόπων, ἢ πρεσβυτέρων, ἢ διακόνων, ἤ τις τοῦ κανόνος τοῖς ἀκοινωνήτοις κοινωνῶν, καὶ τοῦτον ἀκοινώνητον εἶναι, ὡς ἂν συγχέοντα τὸν κανόνα τῆς ἐκκλησίας"[45]. Ἔχοντας, λοιπόν, Ὑμεῖς, Σεβασμιώτατε, ἐκκλησιαστικήν κοινωνίαν μετά τῆς ἀκοινωνήτου Ἱερᾶς Συνόδου, τήν ὁποίαν μνημονεύετε, γίνεσθε κι ἐσεῖς δυστυχῶς ἀκοινώνητος, ἔστω καί ἄν δέν συμφωνεῖτε θεωρητικά μόνο μέ τήν ἀναγνώριση τῶν σχισματοαιρετικῶν τῆς Οὐκρανίας» (ἐδῶ); Καὶ αὐτοὶ ἀποκαλοῦνται ἀπὸ τὸν π. Ἄγγελο «ὀρθῶς ἀποτειχισμένοι»; (Πρέπει φυσικὰ νὰ ἀπαντηθεῖ καὶ ἀπὸ τὸν π. Θεόδωρο καὶ Σεραφεὶμ Ζήση, πῶς γίνεται νὰ μὴν καταδικάζεται ἀπὸ αὐτοὺς ὁ π. Ἄγγελος, ποὺ ἀνακηρύσσει ὁλόκληρη τὴν Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος σχισματοαιρετική, ὅταν ὁ π. Σεραφεὶμ τόσες φορὲς δημόσια εἶπε, ὅτι δὲν ἐπιτρέπεται νὰ καταδικάσουμε ὁλόκληρη τὴν Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος;).

3. Ὁ π. Ἄγγελος ψεύδεται συνειδητὰ καὶ μὲ γνώμονα τὸ συμφέρον. Διότι ἐνῶ λέει τὰ παραπάνω γιὰ τὸν Κυθήρων ὡς αἰτία ἀποτειχίσεως καὶ μάλιστα ἀναγνωρίζοντας «ἔστω καί ἄν δέν συμφωνεῖτε θεωρητικά μόνο μέ τήν ἀναγνώριση τῶν σχισματοαιρετικῶν τῆς Οὐκρανίας», ὅταν δικαιολογοῦσε τὸν ἑαυτό του, γιατὶ δὲν ἀποτειχίζεται ἀπὸ τὸν Πειραιῶς ἔλεγε: «Ἐάν κάποιος ρωτοῦσε τήν ἐλαχιστότητά μας, γιατί δέν προβαίνουμε σέ διακοπή τῆς μνημονεύσεως τοῦ ὀνόματος τοῦ Σεβ. Μητρ. Πειραιῶς κ. Σεραφείμ, θά τοῦ ἀπαντούσαμε ὡς ἑξῆς: Δέν προβαίνουμε στήν διακοπή μνημονεύσεως τοῦ οἰκείου Ἐπισκόπου μας, διότι θεωροῦμε ὅτι στήν περίπτωσή του δέν συντρέχουν οἱ ἀπαραίτητοι λόγοι καί ὅροι, πού θέτει ὁ 15οςΚανών τῆς ΑΒ΄ Συνόδου περί διακοπῆς μνημοσύνου. Καί οἱ ἀναγκαῖοι αὐτοί ὅροι εἶναι τό νά κηρύττει συνεχόμενα καί ἀμετανοήτως, γυμνῇ τῇ κεφαλῇ, δημοσίᾳ, παρρησίᾳ, ἀνερυθριάστως καί χωρίς ντροπή, αἵρεση, πού εἶναι κατεγνωσμένη ἀπό τίς ἅγιες Συνόδους ἤ ἀπό Πατέρες, ἐπ’ Ἐκκλησίαις. Αὐτό -δόξα τῷ Θεῷ- δέν τό ἔχει κάνει ὁ Σεβ. Μητρ. Πειραιῶς… Ὁ Σεβ. Πειραιῶς, ὡς Μητροπολίτης τῆς Μητροπόλεως Πειραιῶς, πού ἀνήκει στήν Αὐτοκέφαλη Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος καί δή στίς λεγόμενες Παλαιές Χῶρες, ὅταν λειτουργεῖ, δέν μνημονεύει κάποιο συγκεκριμένο πρόσωπο, ἀλλά τήν Ἱερά Σύνοδο τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, λέγοντας "…τῆς Ἱερᾶς ἡμῶν Συνόδου…". Ἄρα, οὐδόλως ἰσχύει αὐτό, πού τοῦ καταμαρτυροῦν, ὅτι δηλ. εἶναι αἱρετικός καί μολυσμένος, ἐπειδή δῆθεν μνημονεύει οἰκουμενιστές» (ἐδῶ). Ὁ Κυθήρων, π. Ἄγγελε, κηρύττει «γυμνῇ τῇ κεφαλῇ, δημοσίᾳ, παρρησίᾳ, ἀνερυθριάστως καί χωρίς ντροπή» τὴν αἵρεση καὶ τὸ σχίσμα; Φυσικὰ ὄχι. Καὶ φυσικὰ ἐμεῖς συμφωνοῦμε μὲ τὴν ἀποτείχισή σας, ἀλλὰ ὄχι νὰ λέτε ἄλλα τότε καὶ ἄλλα τώρα, ὄχι νὰ βάζετε στοὺς πιστοὺς βάρη καὶ ἀπαγορεύσεις καὶ νὰ καταδικάζετε τοὺς ἀδελφούς σας ἱερεῖς, ὅταν ἐσεῖς εἶστε ὁ πρῶτος ὑπόλογος καὶ ἔνοχος; Τί νὰ πεῖ κανεὶς γιὰ τὸ πῶς ἀλλάζει στάση ὁ π. Ἄγγελος;

Τὸ ἴδιο ἔκανε καὶ στὸ θέμα τῆς δυνητικότητος τοῦ 15ου Κανόνος. Ἐνῶ στοὺς πιστοὺς ἀπαγορεύει ἀκόμα καὶ ραδιοφωνικὲς ὁμιλίες νὰ ἀκοῦν ἀπὸ μὴ ἀποτειχισμένους ἱερεῖς, ὁ ἴδιος ἔγραφε: «Σύμφωνα μέ τόν ἔγκριτο καί ἐξαίρετο κανονολόγο μακαριστό ἀρχιμανδρίτη π. Ἐπιφάνιο Θεοδωρόπουλο, ὁ 15οςἹερός Κανών τῆς ΑΒ΄ Συνόδου εἶναι δυνητικός καί ὄχι ὑποχρεωτικός… Ἄν, ὅμως, ἄλλος Κληρικός δέν τό πράξει αὐτό, ἀλλά, χωρίς νά ἀσπάζεται τίς διδασκαλίες τοῦ Ἐπισκόπου, συνεχίσει τό μνημόσυνό του, ἀναμένοντας συνοδική διάγνωση καί καταδίκη, καθόλου δέν κατακρίνεται ἀπό τόν Ἱερό Κανόνα».

Καὶ ἀκολουθεῖ ἡ κορυφὴ τῆς ὑποκρισίας ποὺ θὰ κάνει τὸν ἀναγνώστη ποὺ θὰ διαβάσει ἢ διάβασε τὸ παρακάτω τωρινὸ κείμενο τοῦ π. Ἀγγέλου νὰ κοκκινίσει ἀπὸ θυμὸ ἀγανάκτηση: 

«Ἐσφαλμένες θέσεις περί ἀποτειχίσεως καί σχισματικές, ζηλωτικές τάσεις. Δέχονται α) τό ὑποχρεωτικό τοῦ 15ου Κανόνος τῆς ΑΒ΄ Συνόδου, β) τήν θεωρία τῶν συγκοινωνοῦντων δοχείων, γ) τήν θεωρία τοῦ μολυσμοῦ τῶν μυστηρίων, λόγῳ μνημόνευσης… ε) ὅτι οἱ μνημονεύοντες δεν ἔχουν Χάρη, ἱερωσύνη, μυστήρια, στ) ἔχουν ὡς αὐτοσκοπό τήν διακοπή μνημοσύνου, ζ) κατηγοροῦν, κρίνουν καί ἐξουθενώνουν τούς μνημονεύοντες, ἀκόμη καί τούς μή μνημονεύοντες, πού δέν ἀκολουθοῦν τήν δική τους ἀποτείχιση, η) ἔχουν διακόψει τήν ἐκκλησιαστική κοινωνία, δηλ. βρίσκονται σε ἀκοινωνησία, μέ ὅλη τήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία καί τούς Ὀρθοδόξους Ἐπισκόπους, τούς ὁποίους θεωροῦν αἱρετικούς καί οἰκουμενιστές, ἐπειδή δέν προχωροῦν στή διακοπή μνημοσύνου» (ἐδῶ). Λίγη ντροπή π. Ἄγγελε. Ἀποφάσισε τελικὰ τί θέλεις καὶ στηρίζεις, γιατὶ ὅλα αὐτὰ δὲν τὰ ἀναίρεσες καὶ τώρα λὲς ἄλλα! Τώρα μιλᾶς ὀρθῶς γιὰ μόλυνση, τώρα ὀνομάζεις ὁλόκληρη τὴν Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος σχισματοαιρετική, τώρα καταδικάζεις ὅσους δὲν ἔχουν ἀποτειχιστεῖ καὶ διατάζεις τοὺς πιστοὺς νὰ μὴν ἀκοῦν οὔτε τὰ κηρύγματά τους. Τότε κατηγοροῦσες ὡς σχισματικούς, ὅσους ἔλεγαν αὐτὰ ποὺ ἐσὺ τώρα λές. Ἐπαναλαμβάνω: Λίγη ντροπή.

4. Ὁ π. Ἄγγελος καταργεῖ τὴν Ἱ. Διδασκαλία καὶ τοὺς Ἱ. Κανόνες.

Ὁ π. Ἄγγελος στὸ παρακάτω κείμενο κατηγορεῖ ὀνομαστικῶς καὶ ἄνευ παρουσιάσεως τῆς ἑκάστης αἰτίας ὅλους!!! (ἐκτὸς τοῦ π. Θεοδώρου καὶ τοῦ κύκλου του) τοὺς ἀποτειχισμένους ἱερεῖς, μοναχοὺς καὶ φυσικὰ καὶ λαϊκούς, ἀφοῦ αὐτοὶ ἐκκλησιασιάζονται σ’ αὐτοὺς ὡς «μὴ ὀρθῶς ἀποτειχισμένους» καὶ ὡς ἐκ τούτου «σχισματικούς»! Ὅμως ὁ Χριστὸς καὶ οἱ Ἀπόστολοί Του μᾶς δίδαξαν, ὅτι πρὶν καταδικάσεις κάποιον πρέπει πρῶτα ὁ ἴδιος νὰ προσπαθήσεις νὰ ἀκούσεις τὴν γνώμη του καὶ ἂν αὐτὴ δὲν σὲ ἱκανοποιεῖ, νὰ τὸν πείσεις νὰ ἀλλάξει, μετὰ μὲ μάρτυρες, καὶ ἂν τότε δὲν ἀλλάξει, τότε δικαίως νὰ κατηγορηθεῖ. Τὰ χωρία εἶναι τοῖς πᾶσι γνωστὰ καὶ δὲν χρειάζεται νὰ κουράζω μὲ τὴν ἀναφορά τους. 

Τὰ παραπάνω ἰσχύουν ἰδίως γιὰ τοὺς ἱερεῖς. Οἱ. Ἱ. Κανόνες, π.χ. ὁ Κανὼν θ´ τοῦ Θεοφίλου Ἀλεξανδρείας «Περὶ τοῦ μὴ παιδεύεσθαί τινα κληρικὸν χωρὶς ἀξιοπίστων μαρτύρων», ἀπαγορεύουν τὴν καταδίκη καὶ δημόσια διαπόμπευση ἱερέως ἄνευ ἀξιόπιστων μαρτύρων καὶ ἀπολογία τοῦ ἱερέως. Ποιούς μάρτυρες παρουσιάζει ὁ π. Ἄγγελος;

Ἀντιθέτως ὁ ἄδικος καὶ ἐξουσιομανὴς αὐτὸς ἱερέας, ποὺ νομίζει ὅτι μὲ ἕνα μάστερ θεολογίας μεταμορφώνεται σὲ αὐθεντία, θὰ ἔπρεπε νὰ γνωρίζει, ὅτι π.χ. στὴν περίπτωση τοῦ ἱερέως ποὺ ὁ π. Ἄγγελος κατηγορεῖ ὅτι ἐξομολογεῖ ἄνευ ἀδείας ἐπισκόπου, αὐτὸ γίνεται κατ’ οἰκονομία σὲ καιροὺς αἱρέσεως γιὰ ποιμαντικοὺς λόγους. Στὴν συγκεκριμένη δὲ περίπτωση, γίνεται μετὰ ἀπὸ τὴν σύμφωνη γνώμη τριῶν ἀποτειχισμένων ἱερέων, μεταξὺ αὐτῶν καὶ ἕνας ἀπὸ αὐτοὺς ποὺ ὁ π. Ἄγγελος ὀνομάζει «ὀρθῶς ἀποτειχισμένο». Ὤ, τῆς ἀλαζονείας!

Ὁ π. Ἄγγελος ὅμως γιὰ τὸν ἑαυτό του κρύβει ὅτι, π.χ. ὁ ἅγ. Θεόδωρος ὁ Στουδίτης, σὲ πολλὲς ἐπιστολές του βάζει ἐπιτίμιο, δύο καὶ παραπάνω χρόνια ἀκοινωνησία, σὲ ἱερεῖς ποὺ δὲν ἀποτειχίστηκαν ἀμέσως, ἀλλὰ κοινωνοῦσαν ἀπὸ συμβιβασμὸ ἢ φόβο μὲ τὴν αἵρεση (π.χ. ἐπιστ. 294, Φατοῦρος). Ὅμως κατ’ οἰκονομία καὶ ἐξ αἰτίας τῶν ποιμαντικῶν ἀναγκῶν ἡ ἀκοινωνησία διαγράφεται. Ἀντὶ νὰ σκεφθεῖ ὁ π. Ἄγγελος τὴν θυσία τοῦ ἀδελφοῦ του ἱερέως ποὺ βάζει παραπάνω κόπο στὸ ἤδη κουρασμένο σῶμα του, τὸν καταδικάζει καὶ ἀπὸ πάνω. Καὶ ἀντὶ νὰ σκεφθεῖ, ὅτι ὁ κατηγορούμενος συγκεκριμένος ἱερέας γνωρίζει τὶς συκοφαντίες καὶ τὶς ἄδικες κατηγορίες τοῦ π. Ἀγγέλου καὶ ποτὲ δὲν παραπονέθηκε ἢ ἀνταπέδωσε μὲ τὸν ἴδιο τρόπο, πράγμα ποὺ φανερώνει τὸ χριστιανικό του πνεῦμα, ὁ π. Ἄγγελος ἐπειδὴ κατέχει μάστερ (σὲ σχέση μὲ τὸν ἱερέα αὐτόν), κάνει τὸν δικαστή.

Ἀφοῦ νοιάζεται τόσο πολὺ γιὰ τὸ ποίμνιο ὁ π. Ἄγγελος, γιατί δὲν σταματάει τὴν μυστικότητα καὶ τὸ κρυφτὸ καὶ δὲν προσφέρεται ὡς ποιμὴν στὴν ὑπηρεσία τῶν προβάτων, ἀλλὰ ἀντιθέτως μάλιστα, ὅταν κατὰ σύμπτωση μάθουν ποῦ αὐτὸς λειτουργεῖ καὶ προσέλθουν γιὰ νὰ κοινωνήσουν, αὐτὸς τοὺς διώχνει, λὲς καὶ τὰ μυστήρια ἢ τὰ πρόβατα εἶναι δικά του; Ὁ Κύριος εἶπε: «Πέτρο ποίμανε τὰ πρόβατά ΜΟΥ» ὄχι τὰ πρόβατά Σου π. Ἄγγελε!

Καὶ σχολιάζει ὁ ἅγ. Χρυσόστομος στὸν «περὶ Ἱερωσύνης» λόγον του: «Ποίμανε τὰ πρόβατά μου. Καίτοι δὲ θὰ μποροῦσε νὰ πῆ πρὸς αὐτόν, ἂν μὲ ἀγαπᾶς, νήστευσε, κοιμήσου χάμω στὴ γῆ, κάνε συχνὲς ἀγρυπνίες, ὑπεράσπιζε τοὺς ἀδικουμένους, γίνε πατέρας τῶν ὀρφανῶν παιδιῶν καὶ σύζυγος τῆς μητέρας αὐτῶν, ὅμως, ἀντὶ αὐτῶν τί λέγει; Ποίμανε τὰ πρόβατά μου».

Ὁ ἱερέας ποὺ κατηγορεῖς, ἂν καὶ φτωχὸς, ἂν καὶ χωρὶς μάστερ καὶ μὲ λίγες δυνατότητες, τὸ πράττει αὐτὸ μὲ αὐτοθυσία. Ἐσὺ ποῦ εἶσαι, ὅταν σὲ χρειαζόμαστε; Ὁ ἱερέας ποὺ κατηγορεῖς τὴν νύχτα τῆς Ἀναστάσεως ἔκανε τὰ μεσάνυχτα Ἀνάσταση μὲ καμπάνες καὶ δυνατὰ τὸ Χριστὸς Ἀνέστη, λέγοντας, ἂς μὲ πιάσουν, ἐγὼ δὲν προδίδω! Ἐσὺ ποὺ ἦσουν, π. Ἄγγελε; Ποιό κάλεσμα γιὰ κοινὴ καὶ ὁμολογιακὴ Ἀνάσταση ἔκανες;

Καὶ κάτι ἀκόμα πιὸ παράδοξο: Ὅσα ἱστολόγια μᾶς κατηγοροῦσαν καὶ μᾶς κατηγοροῦν χωρὶς λόγο ὡς ἀκραίους ‒καὶ χωρὶς νὰ ἔχουμε πεῖ αὐτὰ ποὺ λέει τώρα ὁ π. Ἄγγελος‒, ὑποστήριζαν τυφλὰ τὸν ἱερέα αὐτόν. Τώρα τί θὰ κάνουν; Θὰ αὐτοκαταδικαστοῦν;

Γι’ αὐτό ἐπαναλαμβάνω τὰ λόγια τοῦ ἱεροῦ Αὐγουστίνου:
Ὑπάρχει καὶ κάτι χειρότερο ἀπὸ τὴν ἁμαρτία. Εἶναι ἡ ἀλαζονεία τῆς ἀρετῆς!

Ἀδαμάντιος Τσακίρογλου


Ἀκολουθεῖ τὸ κείμενο τοῦ π. Ἀγγέλου

Τί εἶναι ἡ ἀποτείχιση, τί ἐπιτρέπεται καί τί ἀπαγορεύεται σ’ αὐτήν.

Πρωτοπρεσβ. Ἄγγελος Ἀγγελακόπουλος

29-08-2022

Ὁ ἀληθινά πιστός καί εὐσυνείδητος Ὀρθόδοξος Χριστιανός στά ζητήματα, πού ἀφοροῦν τήν ἐκκλησιαστική καί μυστηριακή του ζωή, δέν εἶναι ὀρθόν νά ἐμπιστεύεται ποτέ τόν δικό του λογισμό καί τήν ἰδία του κρίση, γιατί μπορεῖ νά σφάλλει κραυγαλέα καί νά ριψοκινδυνεύσει τήν σωτηρία του, ἀλλά ὀφείλει νά ἀκολουθεῖ πάντοτε μέ ταπείνωση καί ὑπακοή τίς ὀδηγίες τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ καί τῆς Ἱερᾶς Παραδόσεώς μας. Αὐτές δηλαδή πού καθόρισαν ἁγιοπνευματικά οἱ Ἅγιοι Ἀπόστολοι καί οἱ Ἅγιοι Πατέρες μας ἀνά τούς αἰώνες μέ τό μαρτύριο καί τήν μαρτυρία τους, τήν ἁγία βιωτή καί τά θεόπνευστα γραπτά τους.

Τί, λοιπόν, ὁρίζει ἡ Ἐκκλησιαστική μας Παράδοση στήν περίπτωση, πού ἕνας ἤ πολλοί ἐπίσκοποι ἤ πρεσβύτεροι ἤ καί ὅλοι οἱ ἐπίσκοποι καί οἱ πρεσβύτεροι μιᾶς Τοπικῆς Ἐκκλησίας δέν ὀρθοτομοῦν τόν λόγον τῆς ἀληθείας τοῦ Χριστοῦ, ἀλλά ἔχουν, ἔργοις καί λόγοις, ἐνστερνιστεῖ καί διδάσκουν φρικτές καί τρομερές αἱρέσεις καί σχίσματα, δηλαδή πράγματα ἐκτός Εὐαγγελίου καί Γραφῆς, ὅπως συνέβη γιά παράδειγμα, τόν καιρό τοῦ πρωτομάχου καί θεομάχου Ἀρείου, ὅταν ὅλη σχεδόν ἡ οἰκουμένη ὑποτάχθηκε στήν αἵρεσή του; Οἱ ὀδηγίες τῶν Ἁγίων μας εἶναι σαφεῖς: Οἱ ἄνθρωποι αὐτοί, μέ τά λόγια καί τίς πράξεις τους, ἔχουν θέσει τόν ἑαυτό τους ἐκτός Ἐκκλησίας Χριστοῦ καί κινδυνεύουν μέ ἀπώλεια, ἄν δέν μετανοήσουν ἐγκαίρως. Ὅπως χαρακτηριστικά μᾶς λέγουν οἱ Γραφές, ἀπό ἐπίσκοποι κατήντησαν ψευδεπίσκοποι, ἐπίσκοτοι (κάθονται ἐπί τοῦ σκότους) καί ψευδοδιδάσκαλοι.

Τό ἴδιο συμβαίνει καί μέ κάθε ἁπλό πιστό, ὁ ὁποῖος, ὄντας μέσα στήν Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ, δέν φροντίσει ἄμεσα νά χτίσει νοερό τείχος προστασίας γύρω του καί νά μήν ἐπιτρέψει σ’ αὐτούς, πού μέ τήν αἵρεσή τους εἶναι ἀπ’ ἔξω, νά μποῦν μέσα καί ν’ ἀρχίσουν νά τόν ἐπηρεάζουν καί νά τόν μολύνουν πνευματικά. Καί τελικά, βρίσκοντάς τον ἀπροστάτευτο, χωρίς τείχος καί καμμία ἀντίσταση, νά τόν παρασύρουν μέ τά λόγια, τίς ἀποφάσεις καί τίς πράξεις τους καί νά τόν βγάλουν κι αὐτόν ἔξω ἀπό τό τείχος προστασίας καί τήν Ἐκκλησία τοῦ Χριστού! Χρειάζεται, συνεπῶς, πάρα πολύ μεγάλη προσοχή!

Ἡ πράξη αὐτή τῆς κατασκευῆς ἑνός τείχους προστασίας μέσα στήν Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ γιά τήν ἀντιμετώπιση τῆς αἱρέσεως λέγεται στήν ἐκκλησιαστική καί θεολογική γλώσσα ἀποτείχιση. Προβλέπεται ἀπό τούς Ἱερούς Κανόνες, πού θεσπίστηκαν ἐν Ἁγίῳ Πνεύματι (31ος Ἀποστολικός Κανών, 15ος Κανών τῆς ΑΒ΄ Συνόδου), ἐφαρμόστηκε ἀνά τούς αἰώνες ἀπό Ἁγίους, ἐκκλησιαστικούς ἄνδρες, κληρικούς καί λαϊκούς καί ἐφαρμόζεται καί στήν ἐποχή μας. Συνεπῶς, ἡ ἀποτείχιση εἶναι Ἁγιοπνευματική, Ἱεροκανονική καί Ἁγιοπατερική, καί ὄχι, ὅπως πολλοί ἀθεολόγητοι, θολολόγοι, ἀνειδίκευτοι καί οἰκουμενιστές, ἀγραμμάτως, ἀνοήτως καί ἑσφαλμένως, νομίζουν, λόγῳ ἐλλείψεως κατηχήσεως καί διαφόρων σκοπιμοτήτων, μιά αὐθαίρετη ἐνέργεια διαμαρτυρίας γιά τά διαδραματιζόμενα ἤ δημιουργία μιᾶς σέκτας ἤ σχίσματος κλπ.

Ἡ σημερινή κατάσταση τῶν ψευδεπισκόπων τῆς σχισματοαιρετικῆς Κρατικῆς Διοικούσας Ἑλλαδικῆς «ἐκκλησίας» δέν εἶναι καί πολύ μακριά ἀπό αὐτήν, πού περιεγράφη ἀνωτέρω γιά τούς αἱρετικούς ψευδεπισκόπους τόν καιρό τοῦ αἱρετικοῦ Ἀρείου. Τά τελευταία χρόνια μέ τά κηρύγματα, τίς ἀποφάσεις καί τίς ἐνέργειές τους [α) διαχριστιανικός καί διαθρησκειακός οἰκουμενσμός, β) ψευδοσύνοδος τῆς Κρήτης (2016), γ) Οὐκρανικό ἐκκλησιαστικό ζήτημα (2019), δ) βέβηλα μέτρα γιά τήν ἐπιδημία τοῦ κορώνα ἰοῦ ἐντός τῶν ναῶν (2020), ὅπως μάσκες, ἀποστάσεις, ἀλλαγή τοῦ τρόπου μεταδόσεως τῆς Θείας Κοινωνίας, ὑποχρεωτικό τεστάρισμα, ὑποχρεωτικός ἐμβολιασμός, ἀπαγόρευση ἤ περιορισμός τῶν ἐκκλησιαζομένων πιστῶν, ἀπαγόρευση λιτανειῶν ἁγίων Εἰκόνων και ἱερῶν Λειψάνων, διώξεις κληρικῶν κλπ., ε) ἀλλαγή τῆς ἑορτῆς τοῦ Πάσχα τοῦ 2020 καί τοῦ 2021, στ) μή ἀντίδραση καί ἀδιαφορία στούς ἀντιχριστιανικούς νόμους τῆς Πολιτείας, ζ) Καισαροπαπισμός, η) παραβίαση Ἱερῶν Κανόνων Ἁγίων Οἰκουμενικῶν καί Τοπικῶν Συνόδων, θ) ἀλλοίωση τῶν Μυστηρίων, ι) ἐκκοσμίκευση τῶν λαϊκῶν καί κληρικῶν, ια) τρίτη ἔλευση τοῦ αἱρεσιάρχου Πάπα Ρώμης στήν Ἑλλάδα (Δεκέμβριος 2021), ιβ) Σκοπιανό ἐκκλησιαστικό ζήτημα (2022) κ.ἄ.] διδάσκουν ἀλλότρια, δηλαδή ἀντι-ἁγιοπνευματικά καί ἀντι-χριστιανικά πράγματα ἐκτός Εὐαγγελίου καί Γραφῶν. Ἔχουν μεταλλαχθεῖ σέ ψευδεπισκόπους καί ψευδοϊερεῖς καί ἡ σύναξή τους εἶναι πλέον ψευδοεκκλησία.

Στό σημεῖο αὐτό θά πρέπει νά τονιστεῖ ὅτι ἡ ἐπίσημη καί μέ συνοδική ἀπόφαση ἀναγνώριση καί ἐκκλησιοποίηση τῶν σχισματοαιρετικῶν, ἀχειροτονήτων, αὐτοχειροτονημένων, ἐθνικιστῶν καί οὐνιτῶν Οὐκρανῶν μέ ἐπί κεφαλῆς τόν Ἐπιφάνιο Ντουμένκο ἀπό τό 2019 κι ἔπειτα εἶναι κομβικῆς σημασίας. Διότι, οἱ συγκεκριμένοι Οὐκρανοί α) εἶναι συνοδικά καί πανορθόδοξα καταδικασμένοι, μέ συνοδική ἀπόφαση τοῦ Πατριαρχείου Μόσχας ὑπό τόν Πατριάρχη Ἀλέξιο τό 1992, τό 1997 καί τό 2018, ἡ ὁποία ἔγινε ἀποδεκτή ἀπό ὅλες τίς Τοπικές Ὀρθόδοξες Ἐκκλησίες, ἀκόμη καί ἀπό τό Φανάρι τοῦ Βαρθολομαίου[1], β) εἶναι ἐκτός Ἐκκλησίας Χριστοῦ, σχισματοαιρετικοί, ἀχειροτόνητοι, λαϊκοί, καί γ) εἶναι ἑνωμένοι μέ τούς Οὐνῖτες τοῦ Βατικανοῦ στήν Οὐκρανία. Ἔχουμε ἑπομένως πλήρη ἐκκλησιαστική κοινωνία τεσσάρων τοπικῶν ἐκκλησιῶν (Κωνσταντινουπόλεως, Ἐλλάδος, Ἀλεξανδρείας καί Κύπρου), δηλαδή κοινό συλλείτουργο καί κοινό ποτήριο, μέ πανορθοδόξως καί συνοδικῶς καταδικασμένους, πού ἐπισύρει τίς προβλεπόμενες ποινές καί ἐπιτίμια τῶν Ἱερῶν Κανόνων. Εἶναι προφανές ὅτι ἡ ἐκκλησιαστική κατάσταση μετά τό Οὐκρανικό εἶναι πολύ πιό χειρότερη ἀπ’ ὅ,τι πρίν ἀπ’ αὐτό μέ τόν οἰκουμενισμό καί τήν ψευδοσύνοδο τῆς Κρήτης. Ἡ κατάσταση βέβαια χειροτέρεψε ἀκόμη περισσότερο μέ τήν πλήρη ἐκκλησιαστική κοινωνία καί μέ τούς σχισματοαιρετικούς τῶν Σκοπίων.

Ὅποιος, λοιπόν, τούς ἀκολουθεῖ, ἐκκλησιάζεται στούς ναούς ἀπιστίας τους, ἀκούει τά κηρύγματά τους, ὑπακούει στίς ἀποφάσεις τους, συμμετέχει στά μυστήριά τους κλπ., βγάζει κι αὐτός τόν ἑαυτό του ἔξω ἀπό τήν Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ, μολύνεται πνευματικῶς καί καθίσταται ἀκοινώνητος, μέσῳ τῆς μνημονεύσεως τῆς μή ὀρθοτομούσης «ἱερᾶς συνόδου» καί τῶν σχισματοαιρετικῶν οἰκουμενιστῶν καί ὑποτάσσεται στήν αἵρεση, ὑπονομεύοντας φρικτά τήν σωτηρία του.

Ἑπομένως, εἶναι ἀναγκαῖο ἐδῶ καί τώρα νά προστατευτεῖ καί νά ἀπομακρυνθεῖ τελείως ἀπό αὐτούς, νά μείνει σταθερά μέσα στό τείχος τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ καί νά μήν πηδήξει ἔξω μαζί μέ αὐτούς τούς ψευδεπισκόπους καί ψευδοϊερεῖς, ἀλλά νά ἀποτειχιστεῖ. Νά ἐκκλησιάζεται καί νά συμμετέχει μόνον στά Μυστήρια, πού τελεῖ ἕνας ὀρθῶς ἀποτειχισμένος ἱερεύς, πού κι αὐτός ἔχει φροντίσει, ἀκολουθῶντας πιστά, καί ὄχι αὐτοσχεδιάζοντας, τήν ἱεροκανονική καί ἁγιοπατερική ἀποτείχιση, νά προστατευτεῖ ἀπό τήν αἵρεση καί τό σχίσμα τῶν ψευδεπισκόπων καί ψευδοϊερέων καί νά παραμείνει μέ αὐτοθυσία, μαρτυρία καί μαρτύριο στήν Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ. Διότι, ἡ Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ, πού εἶναι τό Ἅγιο Σῶμα Του μέ Κεφαλή Ἐκεῖνον, εἶναι ἐκεῖ, ὅπου εἶναι ὁ ἴδιος ὁ Χριστός καί ἡ Ἀλήθειά Του. Διότι, ἡ Ἀλήθεια εἶναι ὁ Χριστός κι ὅπου διαστρεβλώνεται ἡ Ἀλήθειά Του μέ τήν αἵρεση, τό σχίσμα καί τήν κατάλυση τῆς διδασκαλίας Του, ἐκεῖ δέν ὑπάρχει ὁ γνήσιος καί αὐθεντικός Χριστός, ἀλλά ἕνα κακέκτυπο, ἕνα νόθο εἴδωλό του, ἕνας ἀντί–Χριστοῦ, δηλαδή ἀντίχριστος.

Ὑπό αὐτό τό πνεῦμα, ὁ πιστός, πού φροντίζει γιά τήν σωτηρία του καί ἀποφασίζει νά προστατεύσει τόν ἑαυτό του, προχωρώντας στήν Ἁγιοπνευματική καί Ἱεροκανονική ἀποτείχιση, εἶναι αὐτονόητο ὅτι δέν ἐπιτρέπεται νά πράξει τά ἀκόλουθα:

1) Ἀπαγορεύεται νά ἐκκλησιάζεται στούς ναούς ἀπιστίας τῆς σχισματοαιρετικῆς Κρατικῆς Διοικούσας «ἐκκλησίας» τῆς Ἑλλάδος. Διότι, τότε ὑπηρετεῖ δύο Κυρίους, καί τήν ἀποτείχιση καί τήν αἱρετίζουσα ψευδοεκκλησία καί στήν οὐσία ἐμπαίζει καί προσβάλλει τόν Θεό. Περαιτέρω, μέ τήν παρουσία, συνδρομή καί συμμετοχή του στήν Θεία Λειτουργία, ὅπου μνημονεύεται ἡ μή ὀρθοτομοῦσα «ἱερά σύνοδος» ἤ ὁ ψευδεπίσκοπος καί ἀκούγονται ἤ πράττονται καί τά ἄλλα αἱρετικά και βέβηλα, καθίσταται καί ὁ ἴδιος ἀκοινώνητος, μολύνεται πνευματικά, συναινεῖ καί ἐνισχύει κι αὐτός τήν αἵρεση καί τό σχίσμα, ἀντί νά τά πολεμᾶ.

Ὁ ἐν ἁγίοις πατήρ ἡμῶν Ἀθανάσιος Πατριάρχης Ἀλεξανδρείας ὁ Μέγας λέγει χαρακτηριστικά: «Ἐάν ὁ ἐπίσκοπος ἤ ὁ πρεσβύτερος, οἱ ὄντες ὀφθαλμοί τῆς Ἐκκλησίας, κακῶς ἀναστρέφωνται καί σκανδαλίζωσι τόν λαόν, χρή αὐτούς ἐκβάλλεσθαι. Συμφέρον γάρ ἄνευ αὐτῶν συναθροίζεσθαι εἰς εὐκτήριον οἶκον, ἤ μετ’ αὐτούς ἐμβληθῆναι, ὡς μετά Ἄννα καί Καϊάφα, εἰς τήν γέενναν τοῦ πυρός»[2]. Δηλ. «ἐάν ὁ ἐπίσκοπος ἤ ὁ πρεσβύτερος, πού (πρέπει νά) εἶναι τά μάτια τῆς Ἐκκλησίας, ἔχουν κακές συναναστροφές καί σκανδαλίζουν τόν λαό, πρέπει νά ἐκβληθοῦν. Γιατί, συμφέρει νά συναθροίζονται οἱ πιστοί χωρίς αὐτούς σέ κάποιο εὐκτήριο οἶκο, παρά νά ἐμβληθοῦν μαζί μ’ αὐτούς, ὅπως μέ τόν Ἄννα καί τόν Καϊάφα, στήν γέεννα τῆς φωτιᾶς.

2) Ἀπαγορεύεται, ἐπίσης, νά ἐκκλησιάζεται σέ ναούς, οἴκους, αἴθουσες μή ὀρθῶς ἀποτειχισμένων ἱερέων (π. Εὐθυμιος Τρικαμηνάς, π. Γεώργιος Ἀγγελακάκης, Γέρων Εὐστράτιος πρώην Λαυριώτης, μοναχός Σάββας πρώην Λαυριώτης, π. Ἐμμανουήλ Σαρρής, π. Σπυρίδων Δαμανάκης, π. Παΐσιος Παπαδόπουλος, π. Εὐφρόσυνος πρώην Σαββαΐτης, π. Χαράλαμπος Τσάντος, π. Ἰγνάτιος Σέρρας, π. Σταῦρος Βαΐου, π. Βασίλειος Τσολάκης). Διότι, ἡ μή ὀρθή ἐφαρμογή τῆς ἀποτειχίσεως ἀποτελεῖ σχισματική κατάσταση. Ἡ παρουσία, συνδρομή καί συμμετοχή του στήν Θεία Λειτουργία τῶν μή ὀρθῶς ἀποτειχισμένων ἀποτελεῖ συναίνεση καί ἐνίσχυση τοῦ σχίσματος, τό ὁποῖο σέ καμμία περίπτωση δέν ταυτίζεται μέ τήν ἀποτείχιση.

3) Ἀπαγορεύεται νά συμμετέχει στό Μυστήριο τῆς Θείας Κοινωνίας στούς ναούς ἀπιστίας τῆς σχισματοαιρετικῆς Κρατικῆς Διοικούσας «ἐκκλησίας» τῆς Ἑλλάδος. Διότι, ὅταν κοινωνεῖ, τήν ἴδια ἀκριβῶς στιγμή ἑνώνεται, μέσῳ τῆς κοινῆς λήψεως τοῦ Σώματος και Αἴματος τοῦ Χριστοῦ, μέ τόν κλήρο καί τό ὑπόλοιπο ἐκκλησίασμα, πού κοινώνησαν, οἱ ὁποῖοι, ὅμως, ἔχουν ἀλλοιωμένη πίστη, εἶναι ἐμβολιασμένοι μέ δαιμονικά προϊόντα, προβαίνουν σέ βέβηλες ἐνέργειες (μασκοφορία) καί γίνεται ἕνα μ’ αὐτούς. Ἔτσι, φεύγει ἡ Χάρις καί ἀφήνει στόν κοινωνοῦντα, ὄχι τήν φωτιστική καί καθαρτική ἐνέργειά της, ἀλλά μόνο τήν καυστική.

Ἡ ἴδια ἀπαγόρευση ἰσχύει καί γιά τήν μή λήψη τῆς Θείας Κοινωνίας ἀπό μή ὀρθῶς ἀποτειχισμένους ἱερεῖς, λόγῳ κοινωνίας καί ἑνώσεως μέ σχισματική κατάσταση.

Ὁ ἀποτειχισμένος πιστός ἐκκλησιάζεται καί λαμβάνει τήν Θεία Κοινωνία μόνο ἀπό ὀρθῶς ἀποτειχισμένο ἱερέα.

Σέ περίπτωση, πού αὐτό δέν εἶναι ἐφικτό, τότε ἰσχύει αὐτό, πού λέγει ὁ ὅσιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης: «Ἀλλά καί ὅσοι συχνά καί ὅταν θέλουν, δέν μποροῦν νά λάβουν τήν μυστηριώδη κοινωνία, δηλαδή νά μεταλάβουν τόν Χριστό, πού βρίσκεται στά μυστήρια, ἤ διότι βρίσκονται σέ ἔρημο τόπο, ὅπου οὔτε ἱερεύς ὑπάρχει, οὔτε θυσιαστήριο, οὔτε ἐκκλησία˙ ἤ διότι βρίσκονται μέν στόν κόσμο, ἐμποδίζονται ὅμως ἀπό τούς πνευματικούς, ὄχι ἐξ αἰτίας κάποιου σφάλματος, ἀλλά λόγῳ τῆς ἐπικρατούσης πονηρῆς καί διαστρεμμένης συνηθείας˙ αὐτοί, λέγω, ἐπειδή ἔχουν ἐπιθυμία καί ἀγάπη νά κοινωνήσουν μυστηριωδῶς τόν Χριστό, ἐξ αἰτίας ὅμως τῶν προειρρημένων (ἤ ἄλλων ἀναγκαίων αἰτιῶν) δέν μποροῦν νά λαμβάνουν νοερῶς καί πνευματικῶς τόν Χριστό στόν ἑαυτό τους, καθώς λέγει ὁ ἱερός Νικόλαος ὁ Καβάσιλας στήν ἑρμηνεία τῆς Λειτουργίας (κεφ. μβ’)˙ διότι, ὁ Χριστός, πού βρίσκεται στά μυστήρια, νοερῶς καί ἀφανῶς καί ἀοράτως μεταδίδει σ’ αὐτούς τόν ἁγιασμό ἀπό τά μυστήρια, κατά τόν τρόπο, πού Αὐτός ξέρει»[3].

4) Γιά τούς ἴδιους προαναφερθέντες λόγους, ἀπαγορεύεται νά τελεῖ βάπτιση, γάμο, κηδεία ἤ ἄλλες ἱεροπραξίες σέ ναούς ἀπιστίας τῆς σχισματοαιρετικῆς Κρατικῆς Διοικούσας «ἐκκλησίας» τῆς Ἑλλάδος ἀπό ἱερεῖς, πού εἴτε ἀκολουθοῦν πιστά ἤ συναινοῦν διά τῆς μή ἀντιδράσεώς τους στήν αἵρεση καί τό σχίσμα, μνημονεύοντας τόν ψευδεπίσκοπο ὡς ἐπίσκοπό τους καί ὑποτασσόμενοι ἄκριτα στίς ἐντολές του. Ἕνας ἱερεύς, γιά νά εἶναι ὀρθόδοξος, δέν ἀρκεῖ νά ἔχει μόνον ὀρθή «δόξα», πίστη, ἀλλά καί ὀρθή πράξη, δηλαδή πρέπει νά ἀντιδρᾶ στήν αἵρεση καί τό σχίσμα μέ πράξεις. Διότι, διά τῆς ἱερωσύνης, πού τοῦ δόθηκε ἀπό τόν Χριστό, ἔχει τήν εὐθύνη τῆς σωτηρίας τῶν πιστῶν καί ὄχι τῆς ἐγκαταλείψεώς τους στήν πλάνη καί τίς ραδιουργίες τοῦ Διαβόλου.

Ἡ ἴδια ἀπαγόρευση ἰσχύει καί γιά τήν μή τέλεση ἱεροπραξιῶν ἀπό μή ὀρθῶς ἀποτειχισμένους ἱερεῖς.

5) Ἀπαγορεύεται νά ἐξομολογεῖται σέ μή ἀποτειχισμένο, μνημονεύοντα ἱερέα. Διότι, αὐτοί οἱ πνευματικοί – ἐξομολόγοι εἶτε ἔχουν προσχωρήσει φανερά στήν αἵρεση, εἴτε, ἄν δέν τό ἔχουν κάνει, τελικά ἀπό φόβο καί κακή ὑπακοή ὑποχρεώνονται ν’ ἀκολουθοῦν τίς κατευθυντήριες ὁδηγίες καί τίς νόθες ἀντιλήψεις τῶν ψευδεπισκόπων σχετικά μέ τήν ἐξομολόγηση, τήν βαρύτητα τῶν διαφόρων ἁμαρτημάτων καί τό περιεχόμενο τῆς πίστεως. Ἑπομένως, ὁ πιστός κινδυνεύει νά μήν καθοδηγεῖται κατά Χριστόν ἀπό αὐτούς καί νά παρασύρεται βαθμιαία στήν αἵρεση.

Ἡ ἴδια ἀπαγόρευση ἰσχύει καί γιά τούς μή ὀρθῶς ἀποτειχισμένους πνευματικούς–ἐξομολόγους.

Χρειάζεται, ἐπίσης, μεγάλη προσοχή, διότι κυκλοφοροῦν κάποιοι «ἀποτειχισμένοι», οἱ ὁποῖοι, ἐνῶ δέν εἶναι χειροθετημένοι ὡς πνευματικοί–ἐξομολόγοι, παρουσιάζονται ὡς τέτοιοι. Φυσικό ἑπόμενο εἶναι ἡ ἐξομολόγηση αὐτῶν νά τυγχάνει ἀχαρίτωτη καί γι’ αὐτό ἄκυρη.

Ὁ ἀποτειχισμένος πιστός ὁφείλει νά ἐξομολογεῖται στόν ὀρθῶς ἀποτειχισμένο πνευματικό–ἐξομολόγο, στόν ὁποῖο ἐκκλησιάζεται καί ἀπό τόν ὁποῖο λαμβάνει τήν Θεία Κοινωνία.

Ὁ ἀποτειχισμένος πιστός, πού ἐνδιαφέρεται πραγματικά γιά τήν ψυχή του, ὀφείλει νά διανύσει δεκάδες ἤ ἑκατοντάδες ἤ καί χιλιάδες ἀκόμη χιλιόμετρα, γιά νά βρεῖ ἕναν ἀποτειχισμένο ἱερέα καί πνευματικό, γιά νά ἐξομολογηθεῖ. Ὁ ἅγιος ἔνδοξος ἐθνοϊερομάρτυς καί ἱσαπόστολος, μέγας διδάχος τοῦ Γένους, Κοσμᾶς ὁ Αἰτωλός ἔλεγε: «Θά κάνετε χιλιόμετρα, γιά νά βρεῖτε ἕναν σωστό ἱερέα». Ἐάν χρειαστεῖ, θά ταξιδέψει κανείς καί ἀπό τό ἤ στό εξωτερικό ἀκόμη, γιά νά βρεῖ πνευματικό ἀποτειχισμένο ἱερέα, γιά νά ἐξομολογηθεῖ, ἀρκεῖ νά ἐνδιαφέρεται γιά τήν ψυχή του. Ὅπως ψάχνει κανείς γιά τόν σωματικό ἰατρό καί σέ ἄλλες περιοχές, ἐκτός τοῦ τόπου διαμονῆς του, καί κάνει χιλιόμετρα, γιά νά τόν βρεῖ, ἔτσι θά κάνει χιλιόμετρα, γιά νά βρεῖ τόν πνευματικό ἰατρό, γιά νά ἐξομολογηθεῖ.

6) Ἀπαγορεύεται ν’ ἀκούει κηρύγματα, ὁμιλίες κλπ. τῶν ψευδεπισκόπων διά ζώσης ἤ στό διαδίκτυο ἤ νά διαβάζει συστηματικά τά γραπτά τους ἤ καί ἱερέων, πού τούς ἀκολουθοῦν ὑποτακτικά, εἴτε μέ τήν θέλησή τους, εἴτε ἀπό φόβο καί σιωπή, κι ἔτσι νά συμμετέχουν κι αὐτοί καί νά ἐνισχύουν τήν αἵρεση καί τό σχίσμα. Διότι, μέσα ἀπό αὐτά τά κηρύγματα καί τά γραπτά, ἄν ὁ πιστός δέν ἔχει ἀναπτύξει ἀκόμα μέσα του τά ἀπαραίτητα πνευματικά ἀντανακλαστικά, μπορεῖ σιγά-σιγά νά κλονιστεῖ καί νά μολυνθεῖ ἡ πίστη του, νά ἀμβλυνθεῖ τό γνήσιο χριστιανικό φρόνημά του καί ν’ ἀρχίζει νά ρέπει πρός τήν αἵρεση καί τό σχίσμα.

Ἡ ἴδια ἀπαγόρευση ἰσχύει καί γιά τά κηρύγματα καί τίς ὁμιλίες τῶν μή ὀρθῶς ἀποτειχισμένων ἱερέων.

Φυσικά ἐννοεῖται ὅτι ὁ ὀρθῶς ἀποτειχισμένος πιστός ὀφείλει νά εἶναι ἀνεμβολίαστος.

Κατακλείουμε, ὑπογραμμίζοντας, ὅτι ὁ ὀρθῶς ἀποτειχισμένος πιστός πρέπει νά εἶναι φοβερά προσεκτικός καί νά μήν ἀκυρώνει μέ αὐθαίρετες καί ἐπιπόλαιες ἐνέργειές του τήν ἴδια τήν ἀποτείχισή του, πού εἶναι τό τεῖχος προστασίας καί ἡ διασύνδεσή του μέ τόν ἀληθινό Χριστό, ἀλλά νά ὑπακούει πιστά στίς ὀδηγίες καί συμβουλές τοῦ ὀρθῶς ἀποτειχισμένου ἱερέως, ἐξομολόγου καί πνευματικοῦ του. 



[1] Σχ, βλ. ΠΡΩΤΟΠΡΕΣΒ. ΑΝΑΣΤΑΣΙΟΣ ΓΚΟΤΣΟΠΟΥΛΟΣ, «Οὐκρανικό σχίσμα: καθαιρέσεις καί …αὐτοχειροτονίες» ἐν Οὐκρανικό Αὐτοκέφαλο˙ συμβολή στόν διάλογο, ἐκδ. Τό Παλίμψηστον, Θεσ/κη 2019, σσ. 52-61.

[2] ΜΕΓΑΣ ΑΘΑΝΑΣΙΟΣ, Ἐκ τοῦ κατὰ αἱρέσεων, P.G. 35, 33, ΒΕΠΕΣ 33, 199.

[3] ΟΣΙΟΣ ΝΙΚΟΔΗΜΟΣ ΑΓΙΟΡΕΙΤΗΣ, Ἀόρατος πόλεμος, κεφ. Δ΄, Περί πνευματικῆς καί νοερᾶς κοινωνίας˙ ἤτοι, πῶς κοινωνεῖται νοερῶς καί πνευματικῶς ὀ Χριστός, ἐκδ. Νεκτάριος Παναγόπουλος, Ἀθήνα 2003, σ. 236.https://webcache.googleusercontent.com/search?q=cache:yIxx7nITpQMJ:https://www.ekklisiaonline.gr/nea/katefthyntiries-nouthesies-pros-apotichismenous-pistous/&cd=1&hl=el&ct=clnk&gl=gr


Οι «Διάλογοι», το όχημα για την εξάπλωση και επικράτηση του Οικουμενισμού ἢ τὸ πέταγμα στα σκουπίδια τῆς Ἐντολῆς του ἀπ. Παύλου: «Αἱρετικὸν ἄνθρωπον μετὰ μίαν καὶ δευτέραν νουθεσίαν παραιτοῦ»


Τοῦ Παναγιώτη Σημάτη

Ἀκόμα καὶ σήμερα, ὄχι μόνον οἱ Οἰκουμενιστές, ἀλλὰ καὶ εὐσεβεῖς ἱερωμένοι καὶ θεολόγοι, θεωροῦν αὐτονόητη τὴν διεξαγωγὴθεολογικῶν διαλόγων μὲ τοὺς Παπικοὺς καὶ τοὺς Προτεστάντες. «Ὁ Χριστὸς συζήτησε μὲ τὴν Σαμαρείτισσα, λέγουν, οἱ Ἀπόστολοι καὶ ὁ Παῦλος μὲ τὰ ἔθνη. Σήμερα οἱ πάντες διαλέγονται. Οἱ Διάλογοι εἶναι ἀναγκαῖοι».

Εἶναι σωστὴ αὐτὴ ἡ στάση; Ἢ μήπως οἱ Οἰκουμενιστὲς κατάφεραν νὰ ἀλλοιώσουν τὰ ὀρθόδοξα κριτήρια καὶ τῶν εὐσεβῶν; Ἡ ἀπάντηση δίνεται ξεκάθαρη ἀπὸ τὴν ἁγιοπατερική μας Παράδοση.

Γράφει ὁ Μ. Ἀθανάσιος: Πῶς, ἀλήθεια, νὰ κάνεις διάλογο μὲ ἀνθρώπους, οἱ ὁποῖοι, ἐπειδὴ «πεπτώκασι εἰς ἀσέβειαν», εἶναι ἀνάπηροι (ὡς πρὸς τὰ πνευματικὰ θέματα) στὴ σκέψη καὶ «νομίζουσι εἶναι τὰ ὀρθὰ στρεβλὰ καὶ λέγουσιν τὸ μὲν φῶς σκότος, τὸ δὲ σκότος εἶναι φῶς» (Μ. Ἀθανασίου, Περὶ Διονυσίου Ἐπισκόπου Ἀλεξανδρείας, Ἔργα 4, Ἐκδ. “Γρ. ὁ Παλαμᾶς”, σελ. 44).

Ὁ διάλογος τῶν Ἁγίων μὲ ἀμετανόητους καὶ ἐπιμένοντας στὶς κακαδοξίες τους αἱρετικοὺς ἦταν τελείως διαφορετικὸς ἀπὸ τοὺς συγχρόνους «Διαλόγους». Δὲν προχωροῦσαν σὲ συμβιβασμοὺς οἱ Ἅγιοι, δὲν ἔκλειναν τὰ μάτια στὶς κακοδοξίες. Πάνω ἀπὸ ὅλα ἦταν ἡ ἀκεραιότητα τῆς Πίστεως. Τὰ παραδείγματα εἶναι πάμπολλα. Ἐρωτᾶ π.χ. ὁ Μ. Βασίλειος τὸν Εὐνόμιο: Ἔχεις τὴν ἐντύπωση πὼς ἐμεῖς δὲν θὰ σεβαστοῦμε τοὺς Πατέρες, πὼς θὰ κλείσουμε τὰ μάτια στὶς καινοτομίες σου καὶ θὰ τὶς ἀνεχθοῦμε; Ἡ ἀπάντηση εἶναι, ὄχι: «Μὴ νείμωμεν τὸ πλέον τοῖς προλαβοῦσι; μὴ αἰδεσθῶμεν τὸ πλῆθος τῶν τε νῦν ὄντων Χριστιανῶν; ...ἀλλὰ μύσαντες ἁπαξαπλῶς τοὺς τῆς ψυχῆς ὀφθαλμούς, καὶ παντὸς ἁγίου μνήμην τῆς διανοίας ὑπερορίσαντες, σχολάζουσαν καὶ σεσαρωμένην τὴν ἑαυτοῦ καρδίαν ἕκαστος ταῖς παραγωγαῖς σου καὶ τοῖς σοφίσμασι φέροντες ὑποθῶμεν;» (Μ. Βασιλείου, Ἀπολογητικὸς δυσεβοῦς Εὐνομίου, λόγ. Α΄, (libr. 5), v. 29, p. 508, l. 5-16).

Ἤδη ἀπὸ τὶς πρῶτες δύο αὐτὲς Πατερικὲς θέσεις καθίσταται σαφές, πόσο ἀπέχουν οἱ διεξάγονες τοὺς «Διαλόγους» σήμερα (καὶ ὅσοι τοὺς ἀποδέχονται) ἀπὸ τὴ γραμμὴ τῶν Ἁγίων. Οἱ σύγχρονοι ποιμένες ἀντὶ ἐλέγχου τῶν αἱρετικῶν, ἐπιδίδονται σὲ ἐναγκαλισμούς, συμπροσευχές, κοινὲς δραστηριότητες κ.λπ. Αὐτὸ διαπιστώνεται καὶ καταγγέλλεται στὸ γνωστὸ Ὑπόμνημα περὶ τοῦ Διεθνοῦς Συνεδρίου Ἱεραποστολῆς τοῦ Π.Σ.Ε. (Ἀθήνα 2004) ἀπὸ δεκάδες ἱερωμένους καὶ καθηγητὲς Πανεπιστημίου· ἔγραφαν: «Μέσα λοιπὸν σ’ αὐτὸ τὸ ζοφερὸ τοπίο δὲν φαντάζει, ἄραγε, ὡς μύθος ἡ δυνατότητα Ὀρθοδόξου μαρτυρίας στὸ Π.Σ.Ε.; Καί, ἔπειτα ἀπὸ τόσες ἄκαρπες προσεγγιστικὲς προσπάθειες ὁλοκλήρων δεκαετιῶν, δὲν εἶναι ἀπορίας ἄξιον τὸ ὅτι ἐμεῖς, οἱ Ὀρθόδοξοι, ἐπιμένουμε πεισματικὰ νὰ λυποῦμε τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιο, παραβαίνοντας τὴν σαφέστατη ἐντολὴ τοῦ Θεοῦ "αἱρετικὸν ἄνθρωπον μετὰ μίαν καὶ δευτέραν νουθεσίαν παραιτοῦ"»; (Τίτ. 3, 10).

Εἶναι φανερὸ λοιπὸν ὅτι ἔχουν πετάξει στὰ σκουπίδια οἱ Οἰκουμενιστές τὴν Ἐντολὴ τοῦ ἀπ. Παύλου «αἱρετικὸν ἄνθρωπον μετὰ μίαν καὶ δευτέραν νουθεσίαν παραιτοῦ», ἀφοῦ συζητοῦν ἑκατοντάδες φορὲς μὲ ἀμετανόητους διαστροφεῖς τῆς Πίστεως. Ἐπιβάλλουν δὲ ὡς νόμιμους καὶ ἀναγκαίους τοὺς «Διαλόγους» καὶ στοὺς ὀρθόδοξους πιστούς, ἀφοῦ οἱ «Διάλογοι» διενεργοῦνται μὲ τὴν φροντίδα τῆς Ἱεραρχίας (ποὺ ἔχει Συνοδικὰ ἀποδεχθεῖ τὴν αἵρεση στὸ Κολυμπάρι) καὶ οἱ «εὐσεβεῖς» Ἱεράρχες καὶ θεολόγοι ἐπὶ δεκαετίες τοὺς ὑπηρετοῦν ἢ τοὺς ἀνέχονται. Ἔτσι ἔχουν δόλια ἐπιτύχει οἱ «Διάλογοι» αὐτοὶ ὄχι μόνο νὰ ἀκολουθοῦνται ἀπὸ συμπροσευχὲς καὶ «συλλείτουργα», ἀλλὰ κατάφεραν νὰ ἐνταχθεῖ ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία ὡς μέλος στὸ Π.Σ.Ε. (Π.Σ.αιρέσεων), καὶ νὰ ἀποδεχθεῖ τὶς αἱρέσεις ὡς Ἐκκλησίες. 

«Αἱρετικὸν ἄνθρωπον (λοιπόν) μετὰ μίαν καὶ δευτέραν νουθεσίαν παραιτοῦ», γιατὶ ἕνας τέτοιος ἔχει διαστραφῆ, ἁμαρτάνει καὶ ἔτσι καταδικάζει ὁ ἴδιος τὸν ἑαυτόν του («εἰδὼς ὅτι ἐξέστραπται ὁ τοιοῦτος καὶ ἁμαρτάνει ὢν αὐτοκατάκριτος»).

Ὁ ἅγιος Θεόδωρος ὁ Στουδίτης εἶναι διαφωτιστικός. Γράφει ὅτι οἱ Διάλογοι μὲ τοὺς αἱρετικοὺς ἀπαγορεύονται ἀπὸ τὴν ἀποστολικὴν ἐντολή («αἱρετικόν ἄνθρωπον …παραιτοῦ»), ἐκτὸς ἂν ὁ λόγος μας ἀποσκοπεῖ στὸ νὰ τοὺς νουθετήσει: «Πρῶτον μὲν τὸ τοὺς ἐναντιουμένους ἡμῖν χρονίως τε καὶ συνοδικῶς πεπαγιῶσθαιταῖς οἰκείαις δόξαις, ἡμᾶς δὲ ἀποστολικῶς τε καὶ πατρικῶς κεκωλῦσθαι συνᾶραι μετὰ τῶν οὕτω κεκρατημένων τὸν περὶ πίστεως λόγον». Καί: «Πρός τε τὸ συνᾶραι λόγον ἀντιρρητικὸν μετὰ τῶν ἑτεροδόξων, ἐναντιούμενον τῇ ἀποστολικῇ παραγγελίᾳ, οὐ καθῆκον, εἰ μή τι πρὸς νουθεσίαν μόνον» (Θ. Στουδίτου, Ἐπιστολαί, Μιχαὴλ καὶ Θεοφίλῳ βασιλεῦσιν, P.G. 99, 1332Α).

Σημαντικότατη γιὰ τὴν διαφώτιση τοῦ θέματος εἶναι ἡ θέση τοῦ ἱ. Χρυσοστόμου. Ὁ διάλογος-συζήτηση μὲ τοὺς αἱρετικούς, θὰ εἶχε κάποια περιθώρια ἐπιτυχίας, μόνο ὅταν ἀκολουθεῖ τὶς ἀρχὲς τῆς Πίστεως τῆς Ἀποστολικῆς Ἐκκλησίας, ὅταν γίνεται «εἰς ὑπακοὴν πίστεως» (Ρωμ. 1, 5). Γράφει ὁ ἅγιος, πὼς καθῆκον τῶν Ἀποστόλων ἦταν τὸ νὰ ἐπισκέπτονται τὶς πόλεις ὄχι γιὰ νὰ διαλέγονται, ἀλλὰ γιὰ νὰ κηρύττουν∙ «τὸ δὲ πείθειν τοῦ ἐνεργοῦντος ἐν αὐτοῖς Θεοῦ», ὁ ὁποῖος καὶ διανοίγει τὴν καρδιὰ τῶν καλοπροαίρετων καὶ ὑπάκουων:

«Οὐκ ἄρα οἱ ἀπόστολοι ἦσαν οἱ κατορθοῦντες, ἀλλ' ἡ προοδοποιοῦσα χάρις αὐτοῖς. Ἐκείνων μὲν γὰρ ἦν τὸ περιιέναι καὶ κηρύττειν, τὸ δὲ πείθειν τοῦ ἐνεργοῦντος ἐν αὐτοῖς Θεοῦ· καθὼς καὶ ὁ Λουκᾶς φησιν, ὅτι Διήνοιξε τὴν καρδίαν αὐτῶν· καὶ πάλιν, Οἷς ἦν δεδομένον ἀκοῦσαι τὸν λόγον τοῦ Θεοῦ. Εἰς ὑπακοήν. Οὐκ εἶπεν, Εἰς ζήτησιν καὶ κατασκευήν, ἀλλ', Εἰς ὑπακοήν. Οὐδὲ γὰρ ἐπέμφθημεν, φησί, συλλογίζεσθαι, ἀλλ' ὅπερ ἐνεχειρίσθημεν ἀποδοῦναι» (Χρυσοστόμου Ἰω., Εἰς τὴν πρὸς Ρωμαίους, vol 60, pg 398, ln 23-42). 

Καὶ μὲ ἄλλο κείμενο, ὁ ἱ. Χρυσόστομος, ἐπιμένει στὴν Πίστη καὶ ὄχι στὴν συζήτηση-διάλογο διὰ τῆς λογικῆς. Σχολιάζων τὸ «μὴ ἑτεροδιδασκαλεῖν» τῆς Πρὸς Τιμόθεον ἐπιστολῆς γράφει: «Εἶδες πῶς διαβάλλει τὴν ζήτησιν; Ἔνθα γὰρ πίστις, οὐ χρεία ζητήσεως· ἔνθα μηδὲν δεῖ περιεργάζεσθαι, τί δεῖ ζητήσεως; ἡ ζήτησις τῆς πίστεώς ἐστιν ἀναιρετική. Ὁ γὰρ ζητῶν, οὐδέπω εὗρεν· ὁ ζητῶν, πιστεῦσαι οὐ δύναται. Διὰ τοῦτό φησι, Μὴ ἀσχολώμεθα περὶ τὰς ζητήσεις· ἐπεὶ εἰ ζητοῦμεν, οὐκ ἔστι τοῦτο πίστις· ἡ γὰρ πίστις ἀναπαύει τὸν λογισμόν. Πῶς οὖν φησιν ὁ Χριστός …Ἐρευνᾶτε τὰς Γραφάς; ... Εἶπε γάρ, Ἐρευνᾶτε τὰς Γραφάς, τουτέστιν; ὥστε τὴν ἀκρίβειαν αὐτῶν καταμαθεῖν καὶ εἰδέναι, οὐχ ἵνα ἀεὶ ζητῶμεν, ἀλλ' ἵνα παυώμεθα ζητοῦντες... Ἡ τοίνυν ζήτησις ἐναντία ἐστὶ τῇ οἰκονομίᾳ τοῦ Θεοῦ... Ἅπερ γὰρ ἡ πίστις ἤνυσε καὶ ᾠκοδόμησε, ταῦτα αὕτη καταστρέφει, ζητήσεις παρέχουσα, καὶ τὴν πίστιν ἐκβάλλουσα… γ΄. Μὴ τοίνυν προσέχωμεν ταῖς ζητήσεσι… Εἰ μὲν γὰρ ἀνθρώπινα τὰ λεγόμενα ἦν, ἐχρῆν αὐτὰ βασανίζεσθαι»(Χρυσοστόμου Ἰω., Εἰς τὴν πρὸς Τιμόθεον πρώτην, vol 62, pg 506, ln 29). 

Ὁ ἅγιος Εἰρηναῖος Ἐπισκόπος Λουγδούνου γράφει: «…Ὅσοι δὲ ἀφίστανται τῆς Ἐκκλησίας καὶ τούτοις τοῖς γραώδεσι μύθοις πείθονται, ἀληθῶς αὐτοκατάκριτοι. Οὓς ὁ Παῦλος ἐγκελεύεται ἡμῖν μετὰ μίαν καὶ δευτέραν νουθεσίαν παραιτεῖσθαι. Ἰωάννης δὲ ὁ τοῦ Κυρίου μαθητὴς ἐπέτεινε τὴν καταδίκην αὐτῶν, μηδὲ χαίρειναὐτοῖς ὑφ' ἡμῶν λέγεσθαι βουληθείς. Ὁ γὰρ λέγων αὐτοῖς, φησί, χαίρειν, κοινωνεῖ τοῖς ἔργοις αὐτῶν τοῖς πονηροῖς. Καὶ εἰκότως· οὐκ ἔστι γὰρ χαίρειν τοῖς ἀσεβέσι, λέγει Κύριος» (Εἰρηναίου Ἐπισκόπου Λουγδούνου, Ἔλεγχος καὶ ἀνατροπὴ τῆς Ψευδωνύμου γνώσεως, b. 1, c. 9, s. 3, l. 10).

Ὁ Μ. Ἀθανάσιος στὴν ἴδια γραμμὴ κινεῖται: μὲ τὴν αἵρεση, λέγει, βλασφημεῖται ὁ ἴδιος ὁ Χριστός, ὁ ὁποῖος καταδικάζει τὴν αἵρεση καὶ κατέστησε ἀκοινώνητους τοὺς αἱρετικούς. Καὶ ἀφοῦ –ἐρωτᾶ– ὁ ἴδιος ὁ Χριστὸς κατακρίνει τὴν αἵρεση, ποιός ἄνθρωπος θὰ τολμήσει νὰ τὴν ἀναγνωρίσει ἀποδεχόμενος τοὺς αἱρετικούς; Ἄρα λοιπόν, δὲν εἶναι «χριστομάχος» ὅποιος ἐπικοινωνεῖ μαζί τους, ὡς μὲ οἰκείους τῆς πίστεως; «Οὐ γὰρ ἄλλος ἀλλ' αὐτὸς ὁ βλασφημούμενος παρ' αὐτῶν Κύριος κατέκρινε τὴν κατ' αὐτοῦ συστᾶσαν αἵρεσιν… καὶ μηδεὶς προστιθέσθω τῇ αἱρέσει, ἀλλὰ καὶ οἱ ἀπατηθέντες μεταγινωσκέτωσαν. ἣν γὰρ ὁ Κύριος κατέκρινε, τίς ἀποδέξεται; καὶ ἣν ἀκοινώνητον αὐτὸς πεποίηκε, πῶς ὁ προσλαμβανόμενος οὐ μεγάλως ἀσεβεῖ καὶ φανερῶς ἐστι χριστομάχος;» (Μ. Ἀθανασίου, Ἐπιστολαί, Σεραπίωνι ἀδελφῷ καὶ συλλειτουργῷ ἐν κυρίῳ χαίρειν, c. 4, s. 3, l. 2-9).

Νὰ πῶς ἀντιμετωπίστηκε μιὰ παρόμοια περίπτωση διαλόγου ἀπὸ τὴν Ἐκκλησίας, ὅπως μᾶς τὴν διηγεῖται ὁ Μ. Ἀθανάσιος: Σ’ ἕνα Διάλογο μεταξὺ αἱρετιζόντων Ἐπισκόπων καὶ Ὀρθοδόξων, ἐνῶ ὅλοι οἱ Ὀρθόδοξοι Ἐπίσκοποι διελέγοντο μὲ βάση τὴν Γραφή, οἱ αἱρετίζοντες παρουσίασαν ἕνα Ἔγγραφο ποὺ περιεῖχε τὴν Ὁμολογία τῆς ἀληθοφανοῦς Πίστεώς τους καὶ προσπαθοῦσαν νὰ ἐπιβάλλουν τὶς ἀπόψεις τους. Ζητοῦσαν, ὅσα τὸ Ἔγγραφο περιελάμβανε, νὰ ἀποτελέσουν τὴν βάση Πίστεως γιὰ ὅλους· μάλιστα, ἀπαιτοῦσαν νὰ μὴν ζητηθεῖ τίποτε παραπάνω ἀπὸ τοὺς αἱρετικούς, τοὺς ὁποίους ὑποστήριζαν, οὔτε νὰ ἐξετάζουν οἱ Πατέρες, ὅσες καμουφλαρισμένες αἱρετικὲς δοξασίες εἶχαν διατυπωθεῖ στὸ Ἔγγραφο. (Πόσο πολὺ μοιάζουν αὐτὰ μὲ τὶς σύγχρονες καταστάσεις!).

Ὅταν διαβάστηκε τὸ Ἔγγραφο, οἱ Πατέρες ἀμέσως διέκριναν τὰ αἱρετικά τους φρονήματα (τὰ ὁποῖα μὲ ἀπάτη προσπαθοῦσαν νὰ ἐπιβάλλουν) καὶ τοὺς ἐζήτησαν νὰ ἀναθεματίσουν τὴν αἵρεση τοῦ Ἀρείου. Φυσικὰ αὐτοὶ τὸ ἀρνήθηκαν. Καὶ τότε οἱ Ὀρθόδοξοι Ἐπίσκοποι ἐθαύμασαν γιὰ τὸ μέγεθος τῆς δολιότητος καὶ πανουργίας τους καὶ εἶπαν:

Ἐμεῖς δὲν ἤρθαμε ἐδῶ γιὰ νὰ ἀνακαλύψουμε τὴν ἀλήθεια τῆς πίστεως, αὐτὴν τὴν ἔχουμε· ἀλλὰ ἤρθαμε γιὰ νὰ συνετίσουμε τοὺς αἱρετικοὺς ποὺ ἀντιλέγουν στὴν παραδοθεῖσα ἀληθινὴ πίστη: «ἡμεῖς οὐ δεόμενοι πίστεως συνήλθομεν (ἔχομεν γὰρ ἐν ἑαυτοῖς ὑγιαίνουσαν τὴν πίστιν), ἀλλ' ἵνα τοὺς ἀντιλέγοντας τῇ ἀληθείᾳ καὶκαινοτομεῖν ἐπιχειροῦντας ἐντρέψωμεν». Ἂν τώρα ἐσεῖς, γράψατε αὐτὰ τὰ δυσσεβῆ, ποὺ φανερώνουν ὅτι δὲν ἔχετε ὀρθὴ πίστη, καὶ μοιάζετε σὰν κάποιους ποὺ μόλις ἄρχισαν νὰ πιστεύουν, δὲν μπορεῖτε νὰ λογίζεσθε ὡς ἱερεῖς, ἀλλ’ ἔχετε ἀνάγκη νὰ κατηχηθῆτε ἀπ’ τὴν ἀρχή: «εἰ μὲν οὖν ὑμεῖς ὡς νῦν ἀρχόμενοι πιστεύειν ἐγράψατε ταῦτα, οὔπω ἐστὲ κληρικοὶ ἀρχὴν ἔχοντες τοῦ κατηχεῖσθαι».

Καὶ κατέληξαν: Μόνο ἂν ἀποδεχθῆτε τὴν παραδεδομένη πίστη ποὺ ἐμεῖς ἐδῶ πιστὰ ἐκφράζουμε, μπορεῖ νὰ ὑπάρξει μεταξύ μας ὁμοφροσύνη. Ἐπειδὴ δὲ αὐτοί, ὡς ἀμαθεῖς καὶ δόλιοι, ἐπέμεναν στὶς θέσεις, οἱ Πατέρες τοὺς κατεδίκασαν «ὡς μὴ ὄντας ἀληθῶς Χριστιανούς» (Μ. Ἀθανασίου, Ἐπιστολὴ περὶ τῶν γενομένων ἐν τῇ Ἀριμίνῳ).

Ἀξίζει ὅμως νὰ παρουσιάσουμε καὶ ἕνα θετικὸ «διάλογο» ποὺ διεξήγαγε ὁ ἱ. Χρυσόστομος (παράδειγμα πρὸς μίμησιν, ποὺ πρέπει νὰ λάβουν ὑπ' ὄψιν οἱ εὐσεβεῖς), ὁ ὁποῖος δὲν ἀρχίζει ἀπὸ ὅσα μᾶς ἑνώνουν, τὰ «ἑνοῦντα» –καὶ ὅσα βολεύουν τοὺς ἑτερόδοξους, ὥστε νὰ καλύπτουν τὶς κακοδοξίες τους καὶ τὴν ἀμετανοησία τους– ἀλλὰ εἶναι σύμφωνος μὲ τὴν ποιμαντικὴ πρακτικὴ τῆς Ἐκκλησίας μας. Ἀκολουθεῖ δηλ. τὴν Ἐντολὴ τοῦ Ἀποστόλου: «αἱρετικὸν ἄνθρωπον μετὰ πρώτην καὶ δευτέραν νουθεσίαν παραιτοῦ…».

Ὅταν οἱ αἱρετικοὶ “Ἀνόμοιοι” ἤθελαν νὰ τὸν ἀκούσουν νὰ ὁμιλεῖ γιὰ τὶς διαφορὲς ποὺ ὑπῆρχαν μεταξὺ τῆς Ὀρθοδοξίας καὶ τῆς αἱρέσεώς τους, ὁ Ἅγιος ἐφαρμόζοντας θετικὰ τὴν Ἐντολὴ τοῦ Ἀποστόλου Παύλου, βλέποντας δηλαδὴ ὅτι οἱ “νουθεσίες” του ἔπιαναν τόπο, «ἀνεχόταν μέσα στὸν ὀρθόδοξο ναὸ τὴν παρουσία» τῶν Ἀνομοίων κατὰ τὴν ὥραν τοῦ κηρύγματος, δὲν ἀνταποκρινόταν ὅμως, σκοπίμως, στὴν ἐπιθυμία τους νὰ ὁμιλήσει διεξοδικὰ γιὰ τὶς διαφορὲς Ὀρθοδόξων καὶ Ἀνομοίων, ἀναβάλλοντας αὐτὸ τὸ θέμα γιὰ ἀργότερα. Γράφει: «ἐγὼ μὲν γὰρ καὶ πάλαι τούτους ὤδινον πρὸς ὑμᾶς τοὺς λόγους εἰπεῖν, ἔμελλον δὲ καὶ ἀνεβαλλόμην, ὅτι πολλοὺς τῶν ταῦτα νοσούντων ἑώρων μεθ' ἡδονῆς ἡμῶν ἀκροωμένους, καὶ οὐ βουλόμενος ἀποσοβῆσαι τὴν θήραν, τέως ἐπεῖχον τὴν γλῶτταν τούτων τῶν παλαισμάτων, ὥστε μετὰ τὸ κατασχεῖν αὐτοὺς ἀκριβῶς, τότε ἐπαποδύσασθαι»(Χρυσοστόμου Ἰω., Κατὰ Ἀνομοίων, λόγος α΄).

Διαπιστώνουμε λοιπὸν στὸ παράδειγμα αὐτό, πὼς ὁ Ἅγιος ἔκανε ἕνα εἶδος κατήχησης, καὶ ὅταν διέκρινε πὼς στὴν καρδιά τους εἶχε ἀρχίσει ἡ διαδικασία τῆς μετάνοιας ‒ἀφοῦ «μεθ' ἡδονῆς» ἄκουγαν τὰ κηρύγματά του καὶ ὑπόμεναν τὴν δοκιμασία ὑπακοῆς ποὺ τοὺς ὑπέβαλε‒ τότε μόνο ἀνταποκρίθηκε μὲ ἀγάπη στὴν ἐπιθυμία τους γιὰ διάλογο, ἀφοῦ ἐγκαθιδρύθηκε ἕνα κλίμα ἐμπιστοσύνης μεταξύ τους, ποὺ τοὺς βοηθοῦσε νὰ ἀντέξουν τὴν χειρουργικὴ ἐπέμβαση τῆς καθαίρεσης τῶν αἱρετικῶν καρκινωμάτων: «ἐπειδὴ δὲ διὰ τὴν τοῦ Θεοῦ χάριν αὐτῶν ἤκουσα παρακαλούντων καὶ ἐνοχλούντων εἰς τούτους ἐμβῆναι τοὺς ἀγῶνας, θαρρῶν ἀπεδυσάμην λοιπὸν καὶ τὰ ὅπλα ἔλαβον τὰ τοὺς λογισμοὺς καθαιροῦντα καὶ πᾶν ὕψωμα ἐπαιρόμενον κατὰ τῆς γνώσεως τοῦ Θεοῦ. Ταῦτα δὲ ἔλαβον τὰ ὅπλα, οὐχ ἵνα βάλω τοὺς ἐναντίους, ἀλλ' ἵνα ἀναστήσω κειμένους· αὕτη γὰρ τῶν ὅπλων τούτων ἡ δύναμις τοὺς μὲν φιλονεικοῦντας πλήττειν οἶδε, τοὺς δὲ εὐγνωμόνως ἀκούοντας μετὰ πολλῆς θεραπεύειν τῆς ἐπιμελείας· οὐχὶ δίδωσι τραύματα, ἀλλὰ θεραπεύει νοσήματα» (στὸ ἴδιο).

Στὶς συζητήσεις τῶν Πατέρων μὲ τοὺς αἱρετικούς, ὁ ὀρθόδοξος ποιμένας ἔχει τὸν πρῶτο λόγο, λέγει ὁ ἱ. Χρυσόστομος, ἀφοῦ αὐτὸς θὰ κρίνει τὴν ἀποδοχὴ ἢ ὄχι τῶν αἱρετικῶν στὴν Ἐκκλησία. Ὅταν συζητεῖς μὲ αἱρετικό, νὰ τοῦ κάνεις καίριες ἐρωτήσεις, νὰ τὸν ἐλέγχεις, μὴν τὸν ἀφήνεις νὰ σοῦ ξεφεύγει καὶ νὰ στρέφει τὴν συζήτηση ὅπου θέλει αὐτός, νὰ ἀποδεικνύεις τὸ λάθος τῶν λογισμῶν του: 

«Κάτεχε τὸν αἱρετικόν· μὴ ἀφῇς ἀναχωρῆσαι» (στὸ ἴδιο). «Κἂν λέγῃ σοι ὁ αἱρετικός,… κατάσπασον αὐτοῦ τὸ φρόνημα εἰς τὴν γῆν, καὶ εἰπὲ πρὸς αὐτόν, …καὶ τότε ἐκεῖνα ἐρώτα. Κάτασχε αὐτὸν καὶ περίστηθι, καὶ μὴ ἀφῇς ἀποπηδῆσαι, μηδὲ ἀναχωρῆσαι εἰς τὸν λαβύρινθον τῶν λογισμῶν· ἀλλὰ κάτασχε, καὶ ἀπόπνιξον, μὴ τῇ χειρὶ, ἀλλὰ τῷ ῥήματι· μὴ δῷς αὐτῷ διαστολὰς καὶ διαφυγάς, ἃς βούλεται. Ἐκεῖθεν θόρυβον ἐμποιοῦσι τοῖς διαλεγομένοις, ἐπειδὴ ἡμεῖς αὐτοῖς ἀκολουθοῦμεν καὶ οὐκ ἄγομεν ὑπὸ τοὺς νόμους τῶν θείων Γραφῶν. Περίθες τοίνυν αὐτῷ τειχίον πάντοθεν, τὰς ἀπὸ τῶν Γραφῶν μαρτυρίας, καὶ οὐδὲ χᾶναι δυνήσεται» (Χρυσοστόμου Ἰω., Ἀπόδειξις τοῦ χρησίμως τὰς περὶ Χριστοῦ καὶ ἐθνῶν καὶ τῆς ἐκπτώσεως Ἰουδαίων προφητείας ἀσαφεῖς εἶναι). 

Εἶναι φανερό, λοιπόν, πὼς ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία ἀρνεῖται τοὺς συγχρόνους «Διαλόγους», ἀλλὰ δὲν ἀρνεῖται τὸ Διάλογο. Τὸν διεξάγει ὅμως μὲ βάση τὶς ὁδηγίες τοῦ Χριστοῦ καὶ τῶν Ἀποστόλων (καὶ τὴν ἐν λόγω ἐπιταγὴ τοῦ Ἀποστόλου Παύλου “αἱρετικὸν ἄνθρωπον… παραιτοῦ”)· Στηρίζεται δὲ γιὰ τὴ διεξαγωγὴ τῶν Διαλόγων στοὺς Ἱ. Κανόνες τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων. 

Εἶναι πασιφανὲς ‒μετὰ ἀπὸ «Διαλόγους» δεκαετιῶν‒ ὅτι ὁ σκοπὸς εἶναι ἡ ἕνωση μὲ τοὺς αἱρετικούς, χωρὶς αὐτοὶ νὰ ἀποβάλουν τὶς αἱρέσεις τους. Κι αὐτὴ εἶναι ἡ σκοπιμότητα τῆς διεξαγωγῆς τῶν «Διαλόγων». Ἡ ἴδια σκοπιμότητα ποὺ ὑπῆρχε καὶ σὲ ἄλλες περιόδους.

Ἔτσι «ἡ ἀντίθεση (τῶν Ὀρθοδόξων) στὴν Ἕνωση ὀφείλεται στὴν ἐπιμονὴ τῶν λατίνων στὶς καινοτομίες καὶ στὶς αἱρέσεις τους. Διαβάζουμε σὲ κείμενο Συνόδου τοῦ 13ου αἰ.: “Πῶς γοῦν θεμιτὸν καὶ θεάρεστον ἑνωθῆναι τοῖς τοιούτοις ἡμᾶς, ὧν δικαίως καὶ κανονικῶς ἐξεκόπημεν, ἀμεταβλήτως ἔχουσι τῶν αἱρέσεων;… Εἰ γὰρ λέγοιεν ἐθέλειν ἑνωθῆναι, καὶ μεταβληθήτωσαν καὶ ἑνούσθωσαν· εἰ δὲ μετὰ τῆς κακίας αὐτῶν τοῦτο βούλονται, οὐ δυνήσονται…”» (Laurent–Darrouzès, Dossier grec, s. 395,397, εἰς Ἀραμπατζῆ Χρ., Ἡ Σύνοδος τῆς Λυών, σελ. 175).

Σταθερὴ ἀπαίτηση τῶν Συνόδων, ὅταν συζητοῦσαν μὲ τοὺς αἱρετικοὺς ἦταν: νὰ ἀποκηρύξουν τὴν αἵρεση, νὰ μετανοήσουν καὶ νὰ δώσουν ὀρθόδοξη ὁμολογία Πίστεως. Εἶναι πολλὲς δεκάδες οἱ Σύνοδοι ποὺ πανομοιότυπα ζητοῦν αὐτὰ ἀπὸ τοὺς αἱρετικούς, ὥστε δὲν χρειάζεται ἕνας κουραστικὸς κατάλογος Συνόδων, ἕνα μόνο παράδειγμα τῶν τελευταίων αἰώνων.

Τὴν Σύνοδο τοῦ 1895 ἐν Κων/πόλει συνεκάλεσε ὁ Οἰκουμενικὸς Πατριάρχης Ἄνθιμος. Σ’ αὐτὴ ἀποφάσισαν γιὰ τὴν ἀπάντηση ποὺ θὰ ἔδιναν στὴν ἐπιστολὴ ποὺ ἔλαβαν ἀπὸ τὸν Πάπα. Μὲ τὴν ἀπαντητικὴ πρὸς Πάπα Λέοντα ΙΓ΄ ἐπιστολή της ἡ Σύνοδος, καταδικάζει μὲν τὸν Παπισμό, δείχνει ὅμως καὶ τὸν μόνο ἀληθῆ δρόμο γιὰ τὴν Ἕνωση: Ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία «διακαῶς ἐπιποθεῖ τὴν ἕνωσιν» ὑπὸ τὴν προϋπόθεσιν «ὁ τῆς Ρώμης ἐπίσκοπος (νά) ἀποτινάξῃ ἅπαξ διὰ παντὸς τὸν ὁρμαθὸν τῶν…εὐαγγελικῶν νεωτερισμῶν, τῶν καὶ προκαλεσάντων τὴν λυπηρὰν διαίρεσιν τῶν Ἐκκλησιῶν Ἀνατολῆς καὶ Δύσεως, καὶ ἐπανέλθῃ εἰς τὸ ἔδαφος τῶν ἁγίων ἑπτὰ Οἰκουμενικῶν Συνόδων» (Μπιλάλη Σπ., ὅπ. παρ., σελ. 630).

Ὁ ἀείμνηστος καθηγητὴς Στυλιανὸς Παπαδόπουλος διαζωγραφίζει τὴν τραγικὴ κατάληξη τῶν «Διαλόγων στὶς μέρες του. Γράφει: 

«Ἐνῶ, λοιπόν, ἀπὸ τὶς ἀρχὲς τοῦ 20ου αἰώνα δημιουργήθηκε ἡ Οἰκουμενικὴ Κίνηση πρὸς ἐπιδίωξη τῆς ἑνότητας “ἐν τῇ ἀληθείᾳ”, στὸ τέλος ἀκριβῶς τοῦ ἴδιου αἰώνα... ἐπικυρώνεται ἡ ἀδιαφορία μας γιὰ τὴν ἀλήθεια, ἐφόσον, καθὼς νομίζουμε, μποροῦμε νὰ ἔχουμε ἑνότητα μὲ οὐσιαστικὴ διαφοροποίηση στὴν Παράδοση, ...μὲ διαφορετικὲς “ἀλήθειες”. Ὅμως ἡ πραγματικὴ ἑνότητα ἐξασφαλίζεται μόνο στὴν ἀλήθεια, ἡ ὁποία εἶναι μία: Ὁ Θεός, ποὺ φανερώνει (σὲ ὅσους ἐπιζητοῦν) τὴν ἀλήθεια, αὐτὸς παρέχει καὶ τὴν ἀληθινὴ ἑνότητα. Κάθε ἄλλη ἑνότητα μένει ἀνέριστη, ἐπιφανειακή, μὴ πραγματική»(Παπαδόπουλου Στυλ., Ὀρθ. Πορεία, ὅπ. παρ., σ. 120-121). 

Αὐτὴ ἡ κατάληξη ‒σήμερα εἶναι πιὸ ὀδυνηρή‒ νομοτελειακὰ θὰ ἐρχόταν ἀπὸ τὴ στιγμὴ ποὺ ἀγνοήθηκε καὶ ποδοπατήθηκε, καὶ πετάχθηκε στὰ σκουπίδια ἡ ἁγιοπατερικὴ Παράδοση.

Παναγιώτης Σικάτης


Ποιά πρόφαση υπάρχει για την άρνηση συγχώρεσης;


«Αν σου πω, νήστεψε πολλές φορές μου προβάλλεις ως δικαιολογία την ασθένεια του σώματος. Αν σου πω, δώσε στους φτωχούς μου λες ότι είσαι φτωχός και έχεις να αναθρέψεις παιδιά. Αν σου πω να έρχεσαι τακτικά στις Συνάξεις της Εκκλησίας, μου λες, έχω διάφορες μέριμνες. Αν σου πω, πρόσεχε αυτά που λέγονται στην Εκκλησία και κατανόησε το βάθος των λόγων του Θεού, μου προβάλλεις ως δικαιολογία την έλλειψη μορφώσεως. Αν σου πω, φρόντισε να βοηθήσεις ψυχικά τον αδελφό σου, μου λες ότι δεν υπακούει όταν τον συμβουλεύω, αφού πολλές φορές του μίλησα και περιφρόνησε τα λόγια μου… Βέβαια, δεν ευσταθούν οι προφάσεις αυτές και όλα αυτά είναι χλιαρά λόγια, αλλά, παρά ταύτα, μπορείς να προφασίζεσαι. 

Αν όμως σου πω, άφησε την οργή και συγχώρεσε τον αδελφό σου, ποιά από τις προφάσεις αυτές μπορείς να χρησιμοποιήσεις; Διότι νομίζω, δεν μπορείς να φέρεις ως πρόφαση ούτε ασθένεια σώματος, ούτε φτώχεια, ούτε αμάθεια, ούτε απασχόληση και μέριμνα, ούτε τίποτε άλλο. Γι’ αυτό απ’ όλες σου τις αμαρτίες, αυτή η αμαρτία θα σου είναι ασυγχώρητη. Αλήθεια, πως θα μπορέσεις να υψώσεις τα χέρια σου στον Ουρανό; Πως θα κινήσεις τη γλώσσα σου να προσευχηθείς; Πως θα ζητήσεις συγνώμη; Ακόμη κι’ αν θέλει ο Θεός να σου συγχωρήσει τις αμαρτίες, δεν Του το επιτρέπεις εσύ, επειδή δεν συγχωρείς τις αμαρτίες του αδελφού σου. Διότι, αν εσύ ο ίδιος εκδικηθείς και επιτεθείς εναντίον του, είτε με λόγια, είτε με ανάλογες συμπεριφορές, είτε με κατάρες, ο Θεός δεν θα επέμβει πλέον, αφού εσύ ανέλαβες την τιμωρία Του. Και όχι μόνο δεν θα επέμβει, αλλά και από σένα θα ζητήσει λόγο, διότι φέρθηκες υβριστικά προς Αυτόν».

Αγ. Ιωάννου Χρυσοστόμου

«Η ΠΑΛΑΙΑ ΚΑΙ Η ΚΑΙΝΗ ΔΙΑΘΗΚΗ ΣΤΗ ΖΩΗ ΤΟΥ ΠΙΣΤΟΥ»

[εκφωνήθηκε στην Ιερά Μονή Κομνηνείου Λαρίσης στις 21-7-1985], (Β140)

Ο Απόστολος Παύλος, αγαπητοί μου, επιθυμώντας να βοηθήσει τους πιστούς της Εκκλησίας της Ρώμης, γράφει τα εξής: «Ὀφείλομεν δὲ ἡμεῖς οἱ δυνατοὶ τὰ ἀσθενήματα τῶν ἀδυνάτων βαστάζειν, καὶ μὴ ἑαυτοῖς ἀρέσκειν». «Εμείς», λέγει, «οι δυνατοί, εμείς που νομίζομε ότι μπορεί να έχομε κάποια δύναμη πνευματική, ας κρατήσομε τις ατέλειες εκείνων οι οποίοι έχουν ολιγοτέραν πνευματική δύναμη». Και για να στηρίξει αυτό, δηλαδή ότι δεν πρέπει να υπάρχει μία αυταρέσκεια, «μὴ ἑαυτοῖς ἀρέσκειν», αλλά πρέπει να βοηθούμε πραγματικά τους άλλους, αναφέρεται σε ένα πρότυπον. Και αυτό το πρότυπον είναι ο Ιησούς Χριστός· «δια τον Οποίον», λέγει, «εγράφη στην Παλαιά Διαθήκη: Οἱ ὀνειδισμοὶ τῶν ὀνειδιζόντων σε ἐπέπεσον ἐπ᾿ ἐμέ». Ως να αποτείνεται ο Υιός προς τον Πατέρα λέγοντας: «Εκείνοι που ονείδιζαν Σένα, ω Πατέρα μου, τώρα ονειδίζουν Εμένα». Είναι από τον Ψαλμόν 68, στίχος 10.

Και εξ αφορμής όλων αυτών που σημειώνει ο Απόστολος, ότι δηλαδή πρότυπό μας είναι ο Χριστός, ο Οποίος επήρε επάνω Του τον ονειδισμόν του Πατρός εκ μέρους των Εβραίων που απέδιδαν εις τον Πατέρα, προβαίνει σε μία γενικοτέρα μεγίστη αλήθεια. Ότι δηλαδή ό,τι εγράφη στην Παλαιά Διαθήκη, αφού ανεφέρθη εις τον Χριστόν, αυτό εγράφη και για μας εις την Καινή Διαθήκη. Και συνεπώς ολόκληρη η Αγία Γραφή, και η Παλαιά και η Καινή Διαθήκη, είναι μία διαρκής και μόνιμος αξία. Γι΄αυτό σημειώνει και λέγει: «Ὃσα γὰρ προεγράφη(:διότι όσα γράφτηκαν πιο μπροστά, στην Παλαιά Διαθήκη), εἰς τὴν ἡμετέραν διδασκαλίαν προεγράφη(:γράφτηκαν για τη δική μας διδασκαλία), ἵνα διὰ τῆς ὑπομονῆς καὶ τῆς παρακλήσεως τῶν γραφῶν(:με την υπομονή και την ελπίδα και την παρηγορία των γραφών) τὴν ἐλπίδα ἔχωμεν(:έχομε την ελπίδα της σωτηρίας)».

Ώστε λοιπόν αγαπητοί μου, να ένα μεγάλο θέμα εδώ, ότι η Παλαιά Διαθήκη βρίσκει το πλήρωμά της μέσα στην Καινή Διαθήκη μέσα στον χρόνο, μέσα στην Εκκλησία, μέσα στους πιστούς· διότι ξαναλέγω άλλη μία φορά, εκείνο που λέγει «προεγράφη», προεγράφη για μας, για την Εκκλησία. Συνεπώς σήμερα η Παλαιά Διαθήκη, η οποία έχει φύγει από τη ζωή μας -προσπαθήσαμε να τη βγάλομε την Παλαιά Διαθήκη, από μία παρανόηση ή κακόβουλα, όπως θέλετε πάρτε το, θεωρούμε ότι ο Θεός της Παλαιάς Διαθήκης είναι κάποιος κακός Θεός, κάποιος αιμοβόρος Θεός, κάποιος εκδικητικός Θεός, ο οποίος δεν έχει καμία σχέση με τον Θεό της Καινής Διαθήκης. Βέβαια ένας μελετητής γρήγορα ανακαλύπτει ότι είναι ο ίδιος ο Θεός. Κι αν θέλετε, Εκείνος που ομιλεί εις την Παλαιά Διαθήκη, δεν είναι παρά ο Ίδιος Εκείνος που ομιλεί εις την Καινή Διαθήκη, δηλαδή ο Υιός. Ο Υιός ομίλησε εις το Σινά. Ο Υιός είπε: «Ὁ Θεός πῦρ καταναλίσκον» ότι είναι. Ο Θεός είπε ότι είναι ζηλωτής κ.ο.κ. Ο Ίδιος που ενηνθρώπησε όταν ήλθε το πλήρωμα των καιρών.
Όταν λοιπόν ο Απόστολος Παύλος σημειώνει: «Ὃσα γὰρ προεγράφη», όσα γράφτηκαν για μας πιο μπροστά, αναφέρεται όπως βλέπετε στην Παλαιά Διαθήκη. Και θέλει να τονίσει ότι η Παλαιά Διαθήκη έχει αμείωτον αξίαν, μόνιμον, για κάθε εποχή και για κάθε πιστό μέσα στην Εκκλησία.

Αλλά για να το καταλάβομε αυτό, επιτρέψατε να κάνομε μία πολύ μικρή και σύντομη ανάλυση. Και πρώτα πρώτα να δούμε το ιστορικόν μέρος της Παλαιάς Διαθήκης. Είναι γνωστό ότι η Παλαιά Διαθήκη έχει βιβλία ιστορικά, έχει ποιητικά, έχει και προφητικά. Και τα μεν ιστορικά αναφέρονται στην Ιστορία του Ισραήλ, τα ποιητικά είναι οι Ψαλμοί, ο Ιώβ κ.ο.κ., Άσμα Ασμάτων. Τα δε προφητικά είναι τα έργα των προφητών.
Ως προς τα ιστορικά βιβλία, όπως είναι τα πρώτα πέντε βιβλία, η Γένεσις, η Έξοδος, το Λευιτικόν, οι Αριθμοί και το Δευτερονόμιον, και τα παρακάτω ιστορικά βιβλία, όπως είναι ο Ιησούς του Ναυή, τα τέσσερα Βασιλειών κ.ο.κ., αυτά, αγαπητοί μου, θεωρούνται από τους αρνητάς του Χριστιανισμού, δυστυχώς και από πολλούς χριστιανούς, ότι είναι η Ιστορία του Ισραήλ, που για μας τους Έλληνες δεν μας ενδιαφέρει. «Έχομε τη δική μας την Ιστορία, γιατί πρέπει να μάθομε την Ιστορία του Ισραήλ; Ποιος ο λόγος;». Αυτό είναι το επιχείρημά τους.
Ύστερα, εμείς οι Έλληνες είχαμε μιαν άλλη τοποθέτηση. Η τοποθέτησις του Έλληνος είναι ο ορθός λόγος. Η τοποθέτησις του Εβραίου είναι η πίστις. Ο Έλληνας επινοεί. Ο Εβραίος δέχεται αποκάλυψιν. Εάν ο Εβραίος επινοήσει, αμαρτάνει απέναντι του αποκαλύπτοντος Θεού, του αποκαλυπτόμενου Θεού. Συνεπώς οι τοποθετήσεις μας είναι διαφορετικές. Εμείς, επειδή στηριζόμεθα εις τον ανθρώπινον λόγον, εμείς έχομε μια υπερηφάνεια. Όταν λέγω «Εμείς οι Έλληνες», οι αρχαίοι Έλληνες. Και καλύτερα, αν θέλετε, ο όρος «Ἕλλην» δεν είναι αυτός που συμπίπτει με τον γεωγραφικόν χώρον «Ἕλλην», αλλά είναι ο τρόπος με τον οποίον σκέπτεται ένας άνθρωπος. Και εμείς οι Έλληνες σκεφτήκαμε έτσι… Εμείς λοιπόν οι Έλληνες έτσι σκεφτόμαστε. Και σκεφτόμαστε ακόμη έτσι παρά ότι είμαστε Χριστιανοί. Και ερχόμαστε και λέμε: «Εμείς έχομε μια ένδοξη Ιστορία. Ένδοξη, που βγήκε από τις δικές μας τις δυνάμεις. Ποτέ δεν ήρθε ο Θεός να μας πει: ‘’Θα πολεμήσω μαζί σας’’. Οι Εβραίοι έχουν μία Ιστορία που όταν νικούν, νικά για λογαριασμό τους ο Θεός. Συνεπώς αυτό έρχεται σε αντίθεση με την υπερηφάνειά μας και δεν θέλομε τον Θεό της Παλαιάς Διαθήκης. Δεν θέλομε την Ιστορία του Ισραήλ. Δεν μας…-ας πω μια σύγχρονη έκφραση- δεν μας εκφράζει. Δεν το θέλομε, δεν μας αρέσει»… Αυτό είναι ένα βασικό επιχείρημα. Στο βάθος όμως πρόκειται περί μιας αγνοίας ή περί μιας κακοβούλου θέσεως.

Θα ήθελα να σας έλεγα, αγαπητοί μου, ότι η Ιστορία του Ισραήλ είναι μία τυπική Ιστορία. Μπορούσαν οι Εβραίοι να σταθούν όπως και οι Έλληνες. Αν μου πείτε ότι είναι Ασιάται, θα σας έλεγα ότι και οι Έλληνες είναι Ασιάται. Και οι Έλληνες ήρθαν από τα βάθη της Ασίας. Ναι. Και οι Έλληνες. Αν θέλετε, από τη Μεσοποταμία όλοι ξεκίνησαν. Κατά τη Γραφήν και κατά τους ανθρωπολόγους. Μην μου το πείτε αυτό. Θα μπορούσαν θαυμάσια να πολεμήσουν οι Εβραίοι. Απλώς ο Θεός δεν θέλει το πράγμα έτσι. Θέλει απλώς να μπει στην Ιστορία. Και μπαίνει στην Ιστορία μόνον ενός λαού. Για να μπει κατοπινά στην παγκόσμια Ιστορία. Έτσι, η Ιστορία του Ισραήλ είναι μία τυπική Ιστορία. Και όταν λέμε «τυπική» εννοούμε η Ιστορία εκείνη που βρίσκει την εφαρμογή της ως τύπος σε όλους τους λαούς της Γης. Και ένα βασικό σημείο είναι το εξής, στην Ιστορία την τυπική του Ισραήλ. Ο λαός, όταν είναι κοντά στον Θεό, έχει όλα τα αγαθά Του, όπως και στον Παράδεισον οι πρωτόπλαστοι. Όταν ο λαός φύγει μακριά από τον Θεό και λατρεύσει τα είδωλα, τότε ο Θεός τον τιμωρεί. Αυτή είναι η βασική, η κεντρική, η θεμελιώδης θέσις της ισραηλιτικής Ιστορίας· διότι αυτό βλέπομε σαν μια διοίκουσα θέση, μια διοίκουσα ιδέα, γραμμή, μέσα σε όλο το μήκος της Ιστορίας των Εβραίων.

Αυτό όμως εφαρμόζεται και εις τον καινούριο Ισραήλ. Και ποιος είναι ο νέος Ισραήλ; 
Ο Ισραήλ της Χάριτος, είναι οι Χριστιανοί. Είναι η εξ Εθνών Εκκλησία. Έτσι μπορούμε να πούμε: αν φύγομε εμείς οι Χριστιανοί από τον Θεό, τότε θα έχομε τις συνέπειες της αποστασίας μας· όπως είχε ο λαός του Ισραήλ κάποτε. Ακούστε, αγαπητοί μου, πώς το λέγει αυτό ο Απόστολος Παύλος, για να δείξει ότι η ιουδαϊκή ιστορία είναι μόνιμος και διαρκής προειδοποίησις δια την Εκκλησία των Εθνών, παντός Έθνους, ανά την Υφήλιον, όχι μόνον των Ελλήνων. Αναφερόμενος στην απείθεια του Ισραήλ εις την έρημο, γράφει στην Α΄προς Κορινθίους 10,10: «Ταῦτα δὲ -όταν τιμωρήθηκαν οι Εβραίοι, αποστατήσαντες εις την έρημον και απειθήσαντες- τύποι ἡμῶν ἐγενήθησαν(:έγιναν για μας τύποι, μοντέλα, υποδείγματα. Ό,τι δηλαδή συνέβη εκεί, θα συμβεί κι εδώ), εἰς τὸ μὴ εἶναι ἡμᾶς ἐπιθυμητὰς κακῶν, καθὼς κἀκεῖνοι ἐπεθύμησαν (:Για να μη γίνομε επιθυμηταί κακών, όπως κι εκείνοι έγιναν επιθυμηταί κακών· επεθύμησαν κρέας, επεθύμησαν τα σκόρδα, επεθύμησαν τα κρομμύδια, επεθύμησαν τα πράσα της Αιγύπτου και είπαν εις τον Μωυσέα: «Τι μας έφερες εδώ; Για να φάμε αυτό το διάκενο, αυτό το κούφιο, το κουτό προϊόν, δηλαδή το μάννα; Θα γυρίσομε πίσω στην Αίγυπτο». Έγιναν επιθυμηταί και ετιμωρήθησαν αυστηρά. Όπως εκείνοι ετιμωρήθησαν, έτσι κι εμείς θα τιμωρηθούμε εάν γίνομε επιθυμηταί· διότι εκείνοι έγιναν τύπος του νέου Ισραήλ, δηλαδή της Εκκλησίας)· μηδὲ γογγύζετε -λέει στη συνέχεια ο Απόστολος Παύλος-, καθὼς καί τινες αὐτῶν ἐγόγγυσαν καὶ ἀπώλοντο ὑπὸ τοῦ ὀλοθρευτοῦ(:Ούτε να γογγύζετε και να μεμψιμοιρείτε εναντίον του Θεού για κάθε περιπέτειά σας και διωγμό σας και δυσκολία σας -Όπως ακριβώς έγιναν και εκείνοι γογγυσταί. Στον τύπο πηγαίνει αμέσως- Και κατεστράφησαν από τον ολοθρευτήν άγγελον). Ταῦτα δὲ πάντα τύποι συνέβαινον ἐκείνοις, ἐγράφη δὲ πρὸς νουθεσίαν ἡμῶν, εἰς οὓς τὰ τέλη τῶν αἰώνων κατήντησεν (:Όλα αυτά συνέβαιναν τυπικώς, τυπολογικώς σε εκείνους, και γράφτηκαν για μας προς νουθεσίαν, τώρα που είμεθα εις το τέλος των αιώνων και πλησιάζει η Δευτέρα του Χριστού παρουσία)».
Ώστε λοιπόν βλέπομε εδώ ότι η διήγησις η ιστορική, η Ιστορία του Ισραήλ δεν είναι απόβλητη. Είναι αναγκαιοτάτη. Θυμηθείτε ακόμη ένα άλλο παράδειγμα. Ο ίδιος ο Κύριος, στο βιβλίο της Αποκαλύψεως, όταν αποτείνεται προς τον Επίσκοπον της Περγάμου, γράφει, λέγει: «Ἀλλὰ ἔχω κατὰ σοῦ ὀλίγα(:Καλός είσαι, έχω όμως μερικά παράπονα μαζί σου), ὅτι ἔχεις ἐκεῖ κρατοῦντας τὴν διδαχὴν Βαλαάμ, ὃς ἐδίδαξε τὸν Βαλὰκ βαλεῖν σκάνδαλον ἐνώπιον τῶν υἱῶν ᾿Ισραὴλ καὶ φαγεῖν εἰδωλόθυτα καὶ πορνεῦσαι. οὕτως ἔχεις καὶ σὺ κρατοῦντας τὴν διδαχὴν τῶν Νικολαϊτῶν ὁμοίως. Μετανόησον οὖν». «Εκεί», λέγει, «στην επαρχία σου, την Πέργαμο, στη Μικρά Ασία, έχεις τη διδαχή του Βαλαάμ, αυτού του ειδωλολάτρου μάγου, που επρότεινε εις τον Βαλάκ, τον βασιλέα των Μωαβιτών, με τι τρόπους να κερδίσει τους Εβραίους». Δηλαδή με άλλα λόγια, με τι τρόπους να κάνει τον Θεό να οργιστεί ο Θεός εναντίον των Εβραίων και τελικά οι Εβραίοι να νικηθούν από τους Μωαβίτας. Τι; Πονηροτάτη μέθοδος, δαιμονική. «Βάλτους», λέει, «να θυσιάσουν στους θεούς σου και βάλτους να πορνεύσουν με τις γυναίκες σου, τα κορίτσια σου και θα δεις τότε, επειδή ο Θεός τους δεν τα θέλει αυτά, θα οργιστεί εναντίον των, θα τους εγκαταλείψει, θα τους τιμωρήσει και τότε θα τους κερδίσεις εσύ». Λέει λοιπόν τώρα ο Χριστός: «Όπως τότε ο Βαλαάμ επρότεινε στον Βαλάκ εκείνα κι εκείνα, έτσι κι εσύ έχεις μερικούς τέτοιους στη μητροπολιτική σου επαρχία. Μετανόησε λοιπόν, γιατί έρχομαι γρήγορα να μετακινήσω τη λυχνία σου. Δηλαδή να σε κάνω να φύγεις από τον τόπον αυτόν». Πού αναφέρθηκε ο Χριστός; Σε μια ιστορία παλιά. Είναι αυτή η ιστορία γραμμένη στο βιβλίο των Αριθμών, δηλαδή σε ένα βιβλίο της Πεντάτευχου.

Βλέπετε, αγαπητοί μου, πώς η Παλαιά Διαθήκη μπαίνει στη ζωή μας την ίδια; Αλλά, γενικά, όπως λέει στην προς Εβραίους ο Απόστολος Παύλος: «Εἰ γὰρ πᾶσα παράβασις καὶ παρακοὴ ἔλαβεν ἔνδικον μισθαποδοσίαν, πῶς ἡμεῖς ἐκφευξόμεθα τηλικαύτης ἀμελήσαντες σωτηρίας;». «Εάν», λέγει, στην Παλαιά Διαθήκη, «κάθε παράβαση και κάθε παρακοή εύρισκε τον δάσκαλό της, ετιμωρείτο δηλαδή, εμείς, εμείς που έχομε το αίμα του Χριστού και δεν έχομε το αίμα των θυσιών, που έχομε κάτι παμμέγιστο και τεράστιο, εάν υποτεθεί ότι αμαρτάνομε, εάν υποτεθεί ότι αμελούμε, πόσο περισσότερο σε μας τα πράγματα θα αποβούν σε τιμωρία;». Ώστε λοιπόν διδάσκαλος σοφός το ιστορικόν μέρος της Παλαιάς Διαθήκης.

Έρχεται κατόπιν, αγαπητοί μου, το πνευματικόν μέρος και το σωτηριολογικόν της Παλαιάς Διαθήκης, που είναι η πίστις. Είναι πολλά, αλλά κυριότατα, κυριότατα είναι η πίστις. Αναφέρεται ο Απόστολος Παύλος στην Ρωμαίους 4,23 στον Αβραάμ, ότι δια της πίστεως δικαιώθηκε και λέγει: «Οὐκ ἐγράφη δὲ δι᾿ αὐτὸν μόνον ὅτι ἐλογίσθη αὐτῷ -εις δικαιοσύνην- ἀλλὰ καὶ δι᾿ ἡμᾶς οἷς μέλλει λογίζεσθαι, τοῖς πιστεύουσιν ἐπὶ τὸν ἐγείραντα Ἰησοῦν τὸν Κύριον ἡμῶν ἐκ νεκρῶν». «Δεν λογαριάστηκε μόνον εις δικαίωσιν, εις αρετήν η πίστις του Αβραάμ, που επίστευσε ότι θα γεννήσει υιόν, ενώ ήταν 100 χρονών άνθρωπος και η Σάρα 90, αλλά το ίδιο πράγμα συμβαίνει κι εμάς, το ίδιο θα λογαριαστεί, εις δικαίωσιν εάν κι εμείς πιστεύσομε». Γιατί παίρνει τον Αβραάμ; Ο Αβραάμ είναι μπροστά στη νεκρή μήτρα της Σάρας, από την οποίαν γεννιέται ο Ισαάκ, ο φορέας της επαγγελίας ενός λαού. Ο πιστός είναι μπροστά στον νεκρόν Ιησούν, στον τάφο του Χριστού, από τον οποίον τάφον βγήκε ο αναστημένος Χριστός. Το ίδιο πράγμα. Εκείνος πίστευσε στην ανάσταση ενός λαού, ο Αβραάμ. Εμείς πιστεύομε εις την ανάστασιν του Χριστού. Το στοιχείον; Κοινόν. Ποιο; Η πίστις.
Ακόμη η Παλαιά Διαθήκη, αγαπητοί μου, προσφέρεται ως προφητικός λόγος. Όχι μόνον γιατί πρέπει να μελετούμε την Παλαιά Διαθήκη, για να μάθομε Ποιος είναι ο Χριστός, την ταυτότητά Του, αλλά και διότι οι προφητείες της Παλαιάς Διαθήκης, όλες δεν εξεπληρώθησαν, αλλά θα εκπληρωθούν. Και ακόμη ένα άλλο. Υπάρχουν προφητείες στην Παλαιά Διαθήκη, οι οποίες αλλεπαλλήλως μέσα στην Ιστορία, έως το τέλος της Ιστορίας θα εκπληρούνται διαρκώς. Να σας πω μία προφητεία: «Εάν με ακούσετε», λέγει ο Θεός, δια του προφήτου Ησαΐου, «θα φάτε τα αγαθά της γης· εάν δεν με ακούσετε, θα σας φάει μαχαίρι». Και ύστερα από λίγα χρόνια, από 200 χρόνια, τρώει μαχαίρι το βόρειο Βασίλειο και ύστερα από 300 χρόνια τρώει μαχαίρι και το νότιο Βασίλειο. Αυτή η προφητεία όμως επαληθεύεται πάντοτε. Όποτε ακούμε τον Θεό, τρώμε τα αγαθά της γης. Όποτε δεν Τον ακούμε, μάχαιρα εμάς μας περιμένει να μας κόψει. Είναι χρήσιμος λοιπόν ο προφητικός λόγος όχι μόνο ο αναφερόμενος εις τον Χριστόν, αλλά και εις ημάς.

Ακόμα, αγαπητοί μου, η Παλαιά Διαθήκη προσφέρει τον ηθικόν νόμον. Ο ηθικός νόμος προϋποτίθεται εις την Παλαιά Διαθήκη όταν τον έχομε εις την Καινή Διαθήκη. Ο Χριστός είπε: «Ἠκούσατε ὅτι ἐρρέθη τοῖς ἀρχαίοις.. Ἐγὼ δὲ λέγω ὑμῖν …». Τι κάνει; Συμπληρώνει. Αλλά τι συμπληρώνει; Κάτι που υπάρχει. Πού υπάρχει; Στην Παλαιά Διαθήκη. Δεν μπορείς να αγνοήσεις την Παλαιά Διαθήκη και τον ηθικό της νόμο. Θα τον δεχθείς συμπληρωμένον από την Καινή Διαθήκη· διότι η Παλαιά «ἐγένετο παιδαγωγός εἰς Χριστόν», όπως λέγει ο Απόστολος Παύλος, εάν υποτεθεί ότι παρουσιάζει ατέλειας.

Πέμπτον. Ακόμη και αυτός ο τελετουργικός νόμος, ο οποίος βεβαίως κατηργήθη, δεν έχομε τις θυσίες της Παλαιάς Διαθήκης και κατηργήθη, γιατί λέτε; Γιατί έχομε το πρωτότυπο· διότι πλέον ο μόσχος ή ο αμνός είναι ο Ιησούς Χριστός. Δεν έχομε ανάγκη λοιπόν θυσιών. Αφού έχομε ήδη το πρωτότυπον. Εκεί είχαμε τα αντίτυπα. Πάλι όμως έχομε την έννοιαν της θυσίας. Τι είναι η Θεία Λειτουργία; Είναι θυσία. Κεντρικό σημείο της λατρείας, ποιο είναι; Η θυσία στην Παλαιά Διαθήκη. Κεντρικόν σημείον της λατρείας στην Καινή Διαθήκη, τι είναι; Η Θεία Λειτουργία, η θυσία του Χριστού. Γενικά δηλαδή θα λέγαμε, ακόμη αν θέλετε και η καθαρά λατρεία. Έπρεπε να πλυθούν χέρια πόδια οι ιερείς. Εμείς πλενόμαστε τυπικώς, για να εκφράσομε την εσωτερική καθαρότητα. Κεντρικά σημεία μένουν τα ίδια.

Θέλετε ακόμη ένα έκτον σημείον; Διατάξεις της Παλαιάς Διαθήκης που μας παραξενεύουν σήμερα και που αναφέρονται στην καθημερινότητα, αυτές έχουνε μία αναφορά, αναφορική, πνευματική διάσταση. Δηλαδή ετούτο σημαίνει ετούτο. Ένα μικρό παράδειγμα. Λέγει: «Δεν θα βάλει φίμωτρο εις το ζώο που σου αλωνίζει». Θα πει κάποιος: «Ε, τώρα τι να κάνομε μ’ αυτό, πρέπει να το τηρήσομε;» Ακούστε τι λέγει ο Απόστολος Α΄Κορ.9,9: «ἐν γὰρ τῷ Μωϋσέως νόμῳ γέγραπται· οὐ φιμώσεις βοῦν ἀλοῶντα». «Είναι γραμμένο», λέει, «στον μωσαϊκό νόμο: ‘’Δεν θα βάλεις φίμωτρο στο βόδι που αλωνίζει, είναι στο αλώνι μέσα και πατάει και αλωνίζει’’». «Μὴ τῶν βοῶν μέλει τῷ Θεῷ; (:Μήπως ενδιαφέρεται ο Θεός για τα βόδια;) ἢ δι᾿ ἡμᾶς πάντως λέγει; (:ή το λέγει για μας αυτό;). Δι᾿ ἡμᾶς γὰρ ἐγράφη, ὅτι ἐπ᾿ ἐλπίδι ὀφείλει ὁ ἀροτριῶν ἀροτριᾶν, καὶ ὁ ἀλοῶν τῆς ἐλπίδος αὐτοῦ μετέχειν ἐπ᾿ ἐλπίδι». «Για μας», λέει, «γράφτηκε: ότι άξιος εργάτης του μισθού αυτού. Θα αροτριάς και θα αλωνίζεις στο χωράφι και στο αλώνι της ελπίδος». «Για μας», λέει, «γράφτηκε».

Ένα άλλο. «Όταν θα κάνεις», λέει, «ύφανση, ύφανση, πανί, μη βάλεις λινάρι και μαλλί μαζί. Ή λινάρι ή μαλλί. Όχι και τα δύο μαζί». Γιατί; Έχει σημασία αυτό. Μην είσαστε ἑτεροζυγοῦντες, που λέει ο απόστολος Παύλος. Το λέει ο ίδιος. «Μη βάλεις το ζευγάρι σου», το λέει και η Παλαιά Διαθήκη, «άλογο και βόδι, ή όνο και βόδι. Δεν μπορούν αυτά να πάνε καλά»· που σημαίνει «ἑτεροζυγοῦντες ἀπίστοις» τώρα ο Απόστολος Παύλος, «δεν μπορείς να κάνεις παρέα με τον άπιστον άνθρωπον». Έχει σημασία. Έχει σημασία. Έχει δηλαδή πνευματικήν αναγωγήν, αναφορά το θέμα αυτών των διατάξεων μέσα στην Παλαιά Διαθήκη.
Αλλά, αγαπητοί μου, με δύο λόγια ας ξαναγυρίσουμε στο κείμενό μας, αυτό που ο Απόστολος Παύλος μας είπε εις την σημερινήν αποστολική περικοπή. «Ὃσα γὰρ προεγράφη, εἰς τὴν ἡμετέραν διδασκαλίαν προεγράφη, ἵνα διὰ τῆς ὑπομονῆς καὶ τῆς παρακλήσεως τῶν γραφῶν τὴν ἐλπίδα ἔχωμεν». Τι σημαίνει; «Για μας» λοιπόν, «δηλαδή για την Καινή Διαθήκη προεγράφη ό,τι προεγράφη στην Παλαιά Διαθήκη, με σκοπό την ανάπτυξη της υπομονής και της παρηγορίας των γραφών, για να αποκτήσομε την ελπίδα της σωτηρίας εν Χριστώ». Καθαρότερα το λέγει ο Απόστολος Παύλος ως εξής, Β΄Τιμ.3,16: «Πᾶσα γραφὴ -πᾶσα γραφὴ- θεόπνευστος καὶ ὠφέλιμος πρὸς διδασκαλίαν». Ποια είναι αυτή η «πᾶσα γραφὴ»; 
Και η Παλαιά και η Καινή Διαθήκη. Αν το θέλετε, τον καιρό που γράφει ο Παύλος, έχει υπόψιν του μόνο την Παλαιά Διαθήκη. Λοιπόν, Παλαιά και Καινή Διαθήκη θεόπνευστος και ωφέλιμος προς διδασκαλίαν, πρὸς ἔλεγχον, πρὸς ἐπανόρθωσιν, πρὸς παιδείαν τὴν ἐν δικαιοσύνῃ». Βλέπετε; Πᾶσα γραφὴ. Το προσέξατε αυτό; Πᾶσα γραφὴ. Και ποιος ο σκοπός της μελέτης του λόγου του Θεού; «Πρὸς ἔλεγχον, πρὸς ἐπανόρθωσιν, πρὸς παιδείαν». Να παιδαγωγηθούμε. Να γυρίσομε πίσω στον Θεόν. Και ο σκοπός αυτών ποιος είναι; «Ἳνα ἄρτιος ᾖ ὁ τοῦ Θεοῦ ἄνθρωπος, πρὸς πᾶν ἔργον ἀγαθὸν ἐξηρτισμένος (:Για να είναι ο άνθρωπος του Θεού άρτιος, ολόκληρος, σωστός)». Ω, αυτή η αρτιότης του ανθρώπου, μόνον εις τον Χριστιανισμόν υπάρχει. Είναι κάτι θαυμαστό αγαπητοί.

Αγαπητοί μου, ολόκληρη η Αγία Γραφή, ολόκληρη, Παλαιά και Καινή Διαθήκη, είναι ο μοναδικά αλάνθαστος οδηγός πάσης φύσεως προβλημάτων ανθρωπίνων. Αλάνθαστος οδηγός και λύτης όλων αυτών των ανθρωπίνων προβλημάτων. Δεν υπάρχει τίποτε περιττόν μέσα στην Αγίαν Γραφήν. Αν έχει η Παλαιά Διαθήκη επαναλήψεις, είναι οι επαναλήψεις του δασκάλου ή του εκπαιδευτού στον στρατό, που το λέει και το ξαναλέει με σκοπό την εντύπωσιν. Παν ό,τι αφορά τη σωτηρία μας είναι γραμμένο μέσα στην Αγία Γραφή. Παλαιά και Καινή Διαθήκη. Δεν υπάρχει τίποτε μα τίποτε που να μην αναφέρεται εις τη σωτηρία μας. Ή κάτι που να ζητούμε και να μην είναι γραμμένο εκεί μέσα.

Γι΄αυτό, αγαπητοί, να γίνει ο λόγος του Θεού ένα καθημερινό μας εντρύφημα, για να γίνομε κατά Θεόν σοφοί. Όπως λέγει στον Τιμόθεο ο Απόστολος: «Ἀπό βρέφους τὰ ἱερὰ γράμματα οἷδας, τὰ δυνάμενὰ σε σοφίσαι εἰς σωτηρίαν». «Από νήπιο ξέρεις τα γράμματα τα ιερά, που μπορούν να σε κάνουν σοφό». Και σεις να γίνετε σοφοί και τα παιδιά σας από μικρά βοηθήσατέ τα, καθοδηγήσατέ τα στις αθάνατες σελίδες του λόγου του Θεού, της Αγίας Γραφής. Ο λόγος του Θεού είναι ζωντανός. Γιατί πίσω από τα γράμματα τα τυπωμένα είναι ένα πρόσωπον, ο Λόγος του Θεού.

Γι΄αυτό λέγει στην προς Εβραίους 5,12 ο Απόστολος Παύλος: «Ζῶν γὰρ ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ(:Γιατί ζώντας ο λόγος του Θεού) καὶ ἐνεργὴς καὶ τομώτερος ὑπὲρ πᾶσαν μάχαιραν δίστομον καὶ κριτικὸς ἐνθυμήσεων(:έρχεται και σε σκαλίζει) καὶ ἐννοιῶν καρδίας, καὶ οὐκ ἔστι κτίσις ἀφανὴς ἐνώπιον αὐτοῦ(:Δεν υπάρχει κάτι που είναι σκεπασμένο στον λόγο του Θεού), πάντα δὲ γυμνὰ καὶ τετραχηλισμένα τοῖς ὀφθαλμοῖς αὐτοῦ, πρὸς ὃν ἡμῖν ὁ λόγος. Γιατί; 
Διότι δεν είναι τα τυπογραφικά στοιχεία ο λόγος του Θεού. Είναι ένα πρόσωπον. Και το πρόσωπον αυτό είναι το δεύτερον πρόσωπον της Αγίας Τριάδος, που ενηνθρώπησε, ο Υιός και Λόγος του Θεού, ο Ιησούς Χριστός. Γι΄αυτό έχει δίκαιο ο Ιερός Χρυσόστομος που σημειώνει και λέγει: «Ἀγαπητοί, ἀδύνατον, ἀδύνατον σωθῆναι ἄνευ τῆς τῶν θείων Γραφῶν ἀναγνώσεως». Είναι αδύνατον, είναι αδύνατον να σωθεί κανείς χωρίς να μελετά τον λόγο του Θεού· και την Καινή και την Παλαιά Διαθήκη.

ΠΡΟΣ ΔΟΞΑΝ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΤΡΙΑΔΙΚΟΥ ΘΕΟΥ
και με απροσμέτρητη ευγνωμοσύνη στον πνευματικό μας καθοδηγητή
μακαριστό γέροντα Αθανάσιο Μυτιληναίο,
μεταφορά της απομαγνητοφωνημένης ομιλίας σε ηλεκτρονικό κείμενο και επιμέλεια:
Ελένη Λιναρδάκη, φιλόλογος
ΠΗΓΕΣ:
• Απομαγνητοφώνηση ομιλίας δια χειρός του αξιοτίμου κ. Αθανασίου Κ.
• http://www.arnion.gr/mp3/omilies/p_athanasios/omiliai_kyriakvn/omiliai_kyriakvn_284.mp3

«ΑΣ ΜΑΘΟΥΜΕ ΝΑ ΣΥΓΧΩΡΟΥΜΕ»

ΚΥΡΙΑΚΗ ΙΑ΄ΜΑΤΘΑΙΟΥ[: Ματθ. 18,23-35]
Απομαγνητοφωνημένη ομιλία μακαριστού γέροντος Αθανασίου Μυτιληναίου, 
[εκφωνήθηκε στην Ιερά Μονή Κομνηνείου Λαρίσης στις 30-8-1992], (Β267)


Πάντοτε, αγαπητοί μου, στις ανθρώπινες σχέσεις θα υπάρχουν διαφορές. Και πολλές φορές ο ένας θα είναι ο αδικών και ο άλλος ο αδικούμενος. Και ἐν στενῇ και ἐν εὐρείᾳ ἐννοίᾳ. Και τίθεται το ερώτημα: Το πώς θα μπορούν αυτές οι σχέσεις να αποκαθίστανται, πράγμα πολύ αναγκαίον για την ομαλή συνύπαρξη των ανθρώπων. Πώς αλλιώς παρά με την ανεξικακία ή με την αμνησικακία, να μην θυμάται κανείς την κακία του άλλου, που εκφράζονται με την εκ βάθους καρδίας συγχωρητικότητα. Κι αν συμβαίνουν, υποτίθεται, απεριόριστες προστριβές, πόσο μπορεί να ισχύει αυτή η συγχωρητικότητα; Απεριόριστα. Αρκεί φυσικά, ο αδικών, ο πταίων, να ζητά συγνώμη.

Κατά την εβραϊκή αντίληψη, η συγνώμη, έστω και αν εζητείτο, περισσότερο περιορίζετο ωστόσο στις τρεις φορές. Εννοείται την ημέρα. Όχι σε όλη του τη ζωή. Την ημέρα. Και ο Απόστολος Πέτρος κάποτε άκουσε τον Κύριο να λέγει: «᾿Εὰν δὲ ἁμαρτήσῃ εἰς σὲ ὁ ἀδελφός σου, ὕπαγε καὶ ἔλεγξον αὐτὸν· ἐάν σου ἀκούσῃ, ἐκέρδησας τὸν ἀδελφόν σου». Δηλαδή υποτίθεται ότι τον συγχωρείς. Και όχι μόνον αυτό αλλά τον κερδίζεις κιόλας. 
Και με μεγαλοψυχία ο απόστολος Πέτρος νόμιζε ότι αν ξεπερνούσε το εβραϊκόν όριον -αυτό το οποίον υπήρχε, δεν ήταν γραμμένο στην Παλαιά Διαθήκη, όχι, υπήρχε ως αντίληψις εις τους Εβραίους, ήτο διδασκαλία των Ραββίνων· ερωτά λοιπόν τον Κύριον: «Κύριε, έως επτά φορές εάν αμαρτήση σε μένα ο αδελφός μου, θα τον συγχωρήσω;». Θα επαναλάβω· την ημέρα 7 φορές. Και ο Κύριος του απαντά: «Όχι επτά φορές, όπως νομίζεις, αλλά έως εβδομηκοντάκις επτά». Δηλαδή εβδομήντα φορές το επτά. Δεν είναι 7×7= 49=490. Αλλά σημαίνει: Είπες επτά; Εγώ σου λέω εβδομήντα φορές το επτά. Είναι έκφρασις που δείχνει το απεριόριστων. 
Όσες φορές και αν αμαρτήσει ο αδερφός σου, κι έρθει και σου ζητήσει συγνώμη, οφείλεις να τον συγχωρήσεις. Προσέξτε. Οφείλεις να τον συγχωρήσεις.
Και για να εδραιώσει ο Κύριος αυτήν την σπουδαιοτάτην ηθικήν θέσιν, που καθορίζει τις σχέσεις των ανθρώπων μεταξύ των, είπε την παραβολή των μυρίων ταλάντων και του χρεώστου δούλου, που ακούσαμε, αγαπητοί μου, στη σημερινή ευαγγελική περικοπή.
Πώς άρχισε ο Κύριος τον λόγο Του, για να δείξει τη μεγάλη αυτή αλήθεια της συγχωρητικότητος; Είπε: «Διὰ τοῦτο ὡμοιώθη ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν…». «Γι΄αυτό τον λόγο έμοιασε η βασιλεία των ουρανών…». Και ακολουθεί η παραβολή. Πολύ συχνά ο Κύριος αναφέρεται σε αυτή τη φράση. Δηλαδή περίπου στερεότυπη. Όπως: «Τίνι ὁμοιώσω τὴν βασιλείαν τῶν οὐρανῶν; -«Με τι να την παρομοιάσω τη Βασιλεία των Ουρανών;»- ή «ὡμοιώθη ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν». «Έμοιασε, μοιάζει η βασιλεία των ουρανών», κλιπ. 
Αυτό το «Τίνι ὁμοιώσω», «με τι να την παρομοιάσω τη βασιλεία του Θεού», δείχνει την προσπάθεια του Κυρίου να μεταφέρει μια ουράνια πραγματικότητα πάνω στη Γη. Έχει πει ο Κύριος επτά παραβολές, αποτελούν μία δέσμη αυτές οι επτά παραβολές, κι όλες αρχίζουν έτσι: «Τίνι ὁμοιώσω τὴν βασιλείαν τῶν οὐρανῶν;»· που δείχνει ότι αυτές οι επτά παραβολές δεν είναι τίποτε άλλο παρά επτά πτυχές μιας πραγματικότητος. Της βασιλείας του Θεού. 
Αλλά η Βασιλεία του Θεού ή η Βασιλεία των ουρανών είναι μια ουρανία πραγματικότητα. Ενώ εδώ στη Γη ζούμε μέσα σε μια γήινη πραγματικότητα. Αυτή η μεταφορά -γι΄αυτό λέει ο Κύριος «Τίνι ὁμοιώσω»- αυτή η μεταφορά ουρανίων πραγμάτων σε γήινες πραγματικότητες, με ποια γλώσσα θα γίνει; Ποια είναι η γλώσσα που θα μιλήσουμε; Και ποια αυτή η γλώσσα θα μπορεί να μεταφέρει αυτές τις ουράνιες πραγματικότητες; Είναι δύσκολο. Είναι αδύνατον. Λέει ο απόστολος Παύλος, που είδε ουράνια πράγματα, ότι δεν είναι δυνατόν να μεταφέρει κανείς τα ουράνια πράγματα εδώ στη Γη. Δεν υπάρχει περιγραφή. «Οὐκ ἐξὸν ἐστίν ἀνθρώπῳ λαλῆσαι». Δεν είναι δυνατόν, εκφεύγουν, η περιγραφή ουρανίων πραγμάτων, δεν μπορεί να μεταφερθεί. Κι όμως αυτή η μεταφορά είναι ανάγκη να γίνει. Και πώς γίνεται; 
Γίνεται με παρομοιώσεις. Η γλώσσα των παρομοιώσεων. Γι΄αυτό λοιπόν μία παραβολή δεν είναι τίποτε άλλο παρά μία παρομοίωσις, παρά μία εικόνα, ένας τρόπος να εκφραστούμε για πράγματα ανέκφραστα, μέσα στον χώρο των γηίνων πραγματικοτήτων. Και εν προκειμένω έχομε την παραβολή που ακούσαμε σήμερα.

Η παραβολή, μιλώντας γενικά τώρα, θα ήθελα να το γνωρίζετε ότι έχει το μειονέκτημα της απουσίας ορισμού. Πώς να ορίσεις; Ουράνια πράγματα ορίζονται; Τι είναι η Βασιλεία του Θεού, ορίζεται; Τι υπάρχει στη Βασιλεία του Θεού, ορίζεται; Δεν ορίζεται. Δεν είναι δυνατόν δηλαδή να χρησιμοποιηθεί ορισμός. Το λέει η λέξις. Ορίζω. Ορίζω θα πει βάζω όρια. Αλλά η Βασιλεία του Θεού δεν ορίζεται, δεν έχει όρια. Δεν μπορεί να μπει λοιπόν μέσα στα καλούπια ορίων. Γι΄αυτό και δεν ορίζεται. Είναι γνωστό, και μάλιστα κατ΄ επιστήμην ομιλούντες, ότι όταν θέλομε να δώσομε ακριβή περιγραφή ενός πράγματος, δίδομε ορισμών. 
Εάν δεν δώσομε ορισμόν, δεν μιλάμε κατ’ επιστήμην. Το ξέρομε αυτό το πράγμα. Αυτό λοιπόν είναι ένα μειονέκτημα, ότι απουσιάζει ο ορισμός. Αλλά εκ της φύσεως των πραγμάτων, δεν είναι δυνατόν, όπως είπαμε, να τεθεί ορισμός. Κι έτσι μιλάμε με πολλές παρομοιώσεις, με πολλές εικόνες. Αυτό είναι ένα πλεονέκτημα· διότι μπορούμε να δούμε με πολλούς τρόπους, πολλές πτυχές ενός πράγματος και συνεπώς έχομε έναν πλούτον ερμηνευτικόν. Είναι πάρα πολύ σπουδαίο αυτό. Έτσι έχομε το μειονέκτημα του ορισμού, της απουσίας του ορισμού, έχομε όμως το πλεονέκτημα μιας πληθωρικής ερμηνείας. Γι΄αυτό βλέπετε που λέμε, όταν ερμηνεύομε το Ευαγγέλιο, ένας πατήρ το ερμηνεύει έτσι, άλλος το ερμηνεύει έτσι, άλλος το ερμηνεύει έτσι. Τι σημαίνει αυτό; Αντιφάσεις; Ελλείψεις; Όχι. Ουράνιες πραγματικότητες ερμηνεύομε. Συνεπώς έχομε τη δυνατότητα να πούμε πάρα πολλά πράγματα. Τόσα πολλά, επιτρέψατέ μου να σας το πω, ανεξαντλήτως. Όσο σκάβεις, βρίσκεις. Ναι. Όσο ερευνάς, γνωρίζεις.
Έτσι, στην παραβολή που ακούστηκε, που είπαμε σήμερα, ευαγγελική περικοπή, εδώ ξεδιπλώνεται σ’ αυτήν την παραβολή των μυρίων ταλάντων, μία πτυχή της βασιλείας των Ουρανών· που είναι η συγχωρητικότης και η αμνησικακία. Έχομε εδώ μία ωραία και βαθιά αποκάλυψη του πνεύματος της Βασιλείας του Θεού. Τι είναι η Βασιλεία του Θεού; 
Η Βασιλεία του Θεού είναι αγάπη. Τι είναι η Βασιλεία του Θεού; Είναι ελπίδα. Τι είναι η Βασιλεία του Θεού; Είναι η θέα του προσώπου του Χριστού. Τι είναι η Βασιλεία του Θεού; 
Η συγχωρητικότης και ανεξικακία. Κ.ο.κ. Βλέπετε λοιπόν ότι εδώ η παραβολή αυτή δίδει σε μία πτυχή, το πνεύμα της Βασιλείας του Θεού. Και πρέπει ακόμη να πούμε ότι η Βασιλεία του Θεού έχει δύο σκέλη. Μία, ενιαία είναι. Μία είναι, το ξαναλέγω. Έχει δύο σκέλη. Το ουράνιον σκέλος και το γήινον σκέλος. Το ουράνιον σκέλος είναι οι ουράνιες πραγματικότητες. 
Το γήινο σκέλος είναι εδώ στη Γη. Και ξέρετε τι είναι η Βασιλεία του Θεού; Ω, αν ξέραμε! Ξέρομε. Αλλά ποτέ δεν το σκεφθήκαμε. Είναι η Εκκλησία. Η Εκκλησία μέσα στην Ιστορία είναι η Βασιλεία του Θεού, στο γήινον σκέλος.

Αλλά τα δύο σκέλη κρατούν ένα σώμα. Μία είναι η Βασιλεία του Θεού. Αυτός που είμαι εδώ, στο γήινο σκέλος της Βασιλείας του Θεού, αυτός θα είμαι και εκεί. Δεν μπορώ να είμαι κάτι διαφορετικό εδώ και κάτι διαφορετικό εκεί. Γι΄αυτό, αν φύγω άγιος, θα ζήσω εν αγιότητι στη Βασιλεία του Θεού. Αν δεν φύγω άγιος, αλλά μοχθηρός, κακοήθης, παραβάτης των εντολών του Θεού κλπ., δεν μπορώ να μπω στη Βασιλεία του Θεού. Δεν είναι δυνατόν. 
Γιατί δεν μπήκα ήδη στη γηίνη πραγματικότητα. Δεν μπήκα στα μυστήρια της Εκκλησίας, μέσα στην πνευματική ζωή, στη ζωή του Αγίου Πνεύματος, εν Χριστώ Ιησού. Ή μέσα στη ζωή του Χριστού εν Αγίω Πνεύματι. Δεν μπήκα. Δεν μπορώ λοιπόν να μπω, ούτε σε εκείνη την ουράνια πραγματικότητα.

Με τι λοιπόν ωμοιώθη η Βασιλεία των Ουρανών; «Ἀνθρώπῳ βασιλεῖ, ὃς ἠθέλησε συνᾶραι λόγον μετὰ τῶν δούλων αὐτοῦ». «Με κάποιον βασιλέα άνθρωπον, που θέλησε να λογαριαστεί με τους δούλους του». Να του δώσουν λογαριασμό, πού βρίσκονται στα οικονομικά. 
Πράγματι και ενώ εδίδετο ο λόγος, βρέθηκε κάποιος δούλος, μας λέγει η παραβολή, ο οποίος χρωστούσε στο αφεντικό του, στον κύριό του μύρια τάλαντα! Ο αριθμός μύρια, όπως θα γνωρίζετε είναι ο δέκα χιλιάδες(10.000). Συνεπώς μύρια τάλαντα σημαίνει ένα ποσόν 10.000 ταλάντων. Πρέπει όμως ευθύς εξαρχής να πούμε ότι στην παραβολή αυτή βλέπομε ότι ο κάθε άνθρωπος έχει να δώσει λόγο στον Θεό για τα πεπραγμένα του. Είναι μία μεγάλη αλήθεια, είναι μία μεγάλη πραγματικότης, που δυστυχώς διαφεύγει σε πολλούς χριστιανούς μας. 
Όσο για κείνους που μιλάνε για ελευθερία, μία ελευθερία κατασκεύασμα του δικού τους του μυαλού, λένε ότι… «αφού είμαι ελεύθερος, γιατί θα πρέπει να δώσω λόγο των πεπραγμένων μου; Διότι αυτό θα πει είμαι ελεύθερος. Δεν έχω λόγο να δώσω λόγο πουθενά. 
Ούτε σε ανθρώπους ούτε στον Θεό». Αλλά θα βρεθούν προ εκπλήξεως οι άνθρωποι αυτοί, όταν αντιληφθούν ότι η έννοια της ελευθερίας δεν είναι όπως αυτοί νόμισαν, δίδοντες μία διάσταση φιλοσοφική. Αλλά όπως την νοεί την ελευθερία ο λόγος του Θεού. Έτσι η κρίσις του Θεού, αγαπητοί μου, είναι μία φοβερή πραγματικότητα. Και είναι η κρίσις τόσο προσωπική, όσο και γενική. Ο καθένας που φεύγει από τον παρόντα κόσμον, κρίνεται. Και όταν έλθει ο Χριστός, θα κριθεί ολόκληρη η ανθρωπότητα, στη γενική κρίση.

Και τότε εμφανίζεται, όπως λέγει η περικοπή, ένας οφειλέτης μυρίων ταλάντων. Δεν ξέρω αν γνωρίζετε τι ήταν το τάλαντο. Ήταν το μεγαλύτερο νόμισμα, το οποίον δεν είχαν μόνον οι Έλληνες, είχαν κι άλλοι λαοί και ήταν τριών ποιοτήτων. Ήταν το χρυσούν τάλαντον, ήταν το αργυρούν, ήταν και το χαλκούν. Μάλιστα όταν ο Τωβίτ στέλνει τον γιο του στους Ράγους της Μηδίας, με ένα παλιό χρέος ενός φίλου, θα του έδινε λοιπόν το χρέος αυτό, γιατί ήταν κάποια τάλαντα. Το τάλαντο το χρυσούν ήταν βεβαίως κι εκείνο που είχε τη μεγαλύτερη αξία. 
Είχε πολύ βάρος. Ήτο ασήκωτο. Και η αξία ενός χρυσού ταλάντου, αττικού ταλάντου, αττικού -σας είπα τον Τωβίτ, για να σας πω ότι και στην Ανατολή χρησιμοποιούσαν το τάλαντο· το αττικό τάλαντο ήταν… όχι αρχαιολογική αξία, αλλά πραγματική, εις χρυσόν, ήτο, παρακαλώ, διακόσιες σαράντα χρυσές λίρες Αγγλίας. Ήταν το τάλαντο το αττικών. 
Μύρια τάλαντα σημαίνει δύο εκατομμύρια τετρακόσιες χιλιάδες χρυσές λίρες Αγγλίας! Με την πραγματική αξία, τη σημερινή. Αυτό δείχνει πόσο χρεώστης ήταν αυτός ο άνθρωπος έναντι του Θεού.
Ναι. Το χρέος είναι οι αμαρτίες. Γι’ αυτό λέμε στην Κυριακή προσευχή: «καὶ ἄφες ἡμῖν τὰ ὀφειλήματα ἡμῶν», και άφησέ μας, δηλαδή συγχώρεσέ μας, δηλαδή να διαγράψεις, τι; 
Τὰ ὀφειλήματα. «Ὀφείλημα» θα πει χρέος. Να διαγράψεις τα χρέη μας. Και τα οφειλήματα αυτά είναι, οφειλήματα παραβάσεων και οφειλήματα παραλείψεων. Τι παρέβην και τι έπρεπε να κάνω και δεν το έκανα. Πόσο βαθύ σκοτάδι αγαπητοί μου υπάρχει σε πολλούς που νομίζουν ότι είναι αθώοι απέναντι του Θεού! «Εγώ», λέει, «εγώ δεν έχω αμαρτίες». 
Κι αν βέβαια κάποιες ειπωθούν… «Και τι είναι αυτό; Όλοι οι άνθρωποι κάνουν αυτό, κάνουν εκείνο». Φοβερό πράγμα, φοβερόν! Το χρέος μένει ανεξόφλητον. Κάποτε είχα πει…, πολλές φορές το έχω πει, δεν πειράζει αν γρήγορα γρήγορα το ξαναπώ εν παρενθέσει, ότι το χρέος μεγαλώνει απέναντι στον Θεό, γιατί είναι ο Θεός. Ανάλογα με το πρόσωπο είναι και η εκτίμηση του χρέους. Δηλαδή· για να το καταλάβομε… Τι είπαμε είναι το χρέος; Παράβασις. Και ακόμη τι είναι; Παράλειψις. Να πάρω μία παράβαση εντολής. Παραβαίνω μία εντολή. 
Εάν σε ένα μικρό παιδί δώσω ένα χαστούκι, δεν έχει και πολλή σημασία αυτό. Θα κλάψει αυτό, το πολύ να μου διαμαρτυρηθούν οι γονείς του. Αν δώσω το ίδιο χαστούκι στον Δήμαρχο της πόλεως, το πράγμα διαφέρει. Εάν δώσω στον Πρόεδρο της Δημοκρατίας ένα χαστούκι δημοσίως, το πράγμα ακόμη διαφέρει. Εάν τώρα κάνω μία προσβολή στον Θεό, πόση είναι η προσβολή; Όσο είναι το πρόσωπον. Ο Θεός είναι άπειρος και η προσβολή είναι άπειρος. 
Ο Θεός είναι αιώνιος και η προσβολή είναι αιώνιος.

Λέει κάποιος, ερωτά ο Ιερός Χρυσόστομος, λέει κάποιος: «Καλά, εγώ αμάρτησα για ένα λεπτό, και θα τιμωρούμαι αιώνια;». Ναι. Γιατί; Γιατί σε Εκείνον που αμάρτησες, είναι άπειρος και αιώνιος. Για να καταλάβομε, γιατί με το ποσόν αυτό ο Κύριος θέλει να δείξει πως ο κάθε άνθρωπος είναι χρεώστης. Και μη λέμε, αγαπητοί μου, εκείνο το παραμύθι κυριολεκτικά του διαβόλου παραμύθι, ότι δεν έχομε αμαρτίες και ότι δεν κάνομε τίποτα και ότι είμεθα αθώοι άνθρωποι. Έτσι, ποιος μπορεί να εξοφλήσει αυτόν τον όγκον του χρέους; Ένας μόνον. 
Ο Θεός. Όπως εδώ έρχεται ο δούλος και τον παρακαλεί τον Κύριό του: «Κύριε», λέει, «μακροθύμησον ἐπ᾿ ἐμοὶ», «μακροθύμησε σε μένα, θα σου το εξοφλήσω». Τι θα εξοφλήσεις, άνθρωπε; Τι θα εξοφλήσεις; Δούλος είσαι και δεν είναι δυνατόν να δουλεύεις για να δίνεις χρήματα στο αφεντικό. Δούλος είσαι. Τι θα κάνεις; Ένας το ξόφλησε το χρέος για τον καθένα μας. Ο Ιησούς Χριστός. Λέει στους Κολοσσαείς ο Απόστολος Παύλος: «Καὶ ὑμᾶς, νεκροὺς ὄντας ἐν τοῖς παραπτώμασι -νεκροί στα παραπτώματα-, συνεζωοποίησεν ὑμᾶς σὺν αὐτῷ -μαζί με τον Χριστόν, ο Πατήρ μας εζωοποίησε-, χαρισάμενος ἡμῖν πάντα τὰ παραπτώματα -μας χάρισε όλα μας τα παραπτώματα- ἐξαλείψας τὸ καθ’ ἡμῶν χειρόγραφον -Ξέρετε ότι το χρέος είναι με ένα χειρόγραφο, με μία συναλλαγματική, με ένα συμβόλαιο, με ένα χαρτί. 
Με ένα χαρτί, που λέμε «σε τυλίγει σε μία κόλλα χαρτί ο δανειστής σου». Χειρόγραφον χρέους. Ε, λέγει, μας το εξάλειψε αυτό- προσηλώσας αὐτὸ -Ποιο; Το χειρόγραφο προσηλώσας, το κάρφωσε- τῷ σταυρῷ». Εκεί το χρέος. Σαν να είναι ο δανειστής στον οποίον χρωστάμε και να μας πει: «Το βλέπεις; Στο χέρι μου το κρατάω. Μου χρωστάς. Το βλέπεις;». 
Και να πάει μπροστά στα μάτια μας να το σχίσει. Αυτό θα πει το κάρφωσε πάνω εις τον σταυρό. Εκπληκτικόν.
Και μη έχων ο δούλος να εξοφλήσει το χρέος στην παραβολή, τι κάνει ο κύριος; Δεν είχε. «Ἐκέλευσεν πραθῆναι». «Διέταξε να πουληθεί». «Να πουληθεί», λέει, «η γυναίκα, του…-έτσι εγίνετο στην αρχαιότητα. Το υλικό της παραβολής είναι παρμένο από την αρχαιότητα και από την πραγματικότητα-, τα παιδιά του, ό,τι είχε και δεν είχε και να προσμετρηθεί». Ξέρετε πόσο κόστιζε ένας δούλος; Πάμφθηνος. Η γυναίκα δε ακόμα πιο φθηνή. Λοιπόν; Τι να εξοφλήσεις άνθρωπε; Και τι γίνεται τώρα; Εν τω μεταξύ ο δούλος πωλούμενος… κι αυτός ακόμη θα επωλείτο ο δούλος για να εισπράξει το αφεντικό το χρέος που του όφειλε. Τι σήμαινε; Ότι θα υφίστατο αλλοτρίωσιν. Θα αλλοτριώνετο από τον κύριόν του. Τι θα πει αυτό; Αυτή η αλλοτρίωσις είναι η αιωνία κόλασις. Σε πουλάει το αφεντικό. Σε διώχνει ο Θεός. 
Όταν σε διώχνει ο Θεός, πού θα πας; Πού αλλού; Δεν υπάρχει πουθενά αλλού, παρά η κόλασις. Αυτή η αλλοτρίωσης.

Ο δούλος είδε ότι δεν υπάρχει σωτηρία. «Πεσὼν οὖν ὁ δοῦλος -Και τον παρακαλούσε, Μακροθύμησε- λέει-σε μένα». Έπεσε, γονάτισε κάτω. Και το αφεντικό: «Σπλαγχνισθεὶς δὲ ὁ κύριος…». Τι ωραίες εικόνες! Είναι μία απλή πράξη αιτήσεως μακροθυμίας· που είπε ο δούλος: «Μακροθύμησον ἐπ᾿ ἐμοὶ». Και αυτό όλο επέφερε την αλλαγή, την εξόφληση του χρέους. «Λυπήσου με». «Στα χαρίζω». «Λυπήσου με». «Στα χαρίζω!». Αυτό δείχνει περίτρανα ότι η μετάνοια και η αίτησις συγχωρήσεως, αγαπητοί μου, μας απαλλάσσει από την αιώνια καταδίκη.

Αλλά ας προσέξομε και κάτι ερμηνευτικό. Όταν ο Κύριος λέγει «ἐκέλευσεν πραθῆναι», διέταξε να πουληθεί, αυτό εκφράζει το πνεύμα της Παλαιάς Διαθήκης. Διότι «πᾶσα παράβασις καὶ παρακοὴ ἔλαβεν ἔνδικον μισθαποδοσίαν». Παρέβης; Θα τιμωρηθείς. Αντίθετα το «σπλαχνισθείς» εκφράζει το πνεύμα της Καινής Διαθήκης. Αυτά βέβαια ως προς τις σχέσεις ανθρώπου-Θεού. Μένουν όμως και οι σχέσεις μεταξύ των ανθρώπων.

Και σημειώνει η παραβολή: «Ἐξελθὼν δὲ ὁ δοῦλος ἐκεῖνος…». Μόλις βγήκε από τον χώρο, το γραφείο του αφεντικού, κατεβαίνει τα σκαλοπάτια βρίσκει έναν σύνδουλό του. «Α, έλα εδώ, έλα εδώ. Μου χρωστάς 100 δηνάρια». Εκατό δηνάρια… δύο λίρες. «Έλα δω. Ξόφλησέ μου το χρέος που μου οφείλεις». Εκεί βάζει τη λέξη: «Ἒπνιγεν αὐτὸν». Αυτό που λέμε στη γλώσσα μας: «Με έπνιξε ο δανειστής μου». Αυτό είναι κυριολεξία. Δεν είναι μεταφορικό. Διότι ο δανειστής έβαλε τον αντίχειρα, το μεγάλο δάχτυλο, εδώ στο καρύδι του χρεοφειλέτου και το ζουλούσε το δάχτυλό του και κυριολεκτικά τον έπνιγε. «Δώσ’ μου αυτά που μου χρωστάς». «Ἒπνιγεν αὐτὸν». «Σε παρακαλώ», του λέει, «μακροθύμησε σε μένα, θα σου τα πληρώσω». Τι είναι 100 δηνάρια; Δύο λίρες. Ε, εύκολο είναι. «Όχι· τώρα!». Και τον έβαλε στη φυλακή. 
Είδαν τη συμπεριφορά αυτή οι άλλοι σύνδουλοι, τρόμαξαν και πήγαν και διασάφησαν εις τον κύριόν των αυτά που είδαν και άκουσαν. Τότε βέβαια ο κύριος εκάλεσε τον δούλον και του λέει: «Δούλε αχρείε και πονηρέ, εγώ σου χάρισα τόσο υπέρογκο ποσόν, εσύ δεν μπορούσες να μακροθυμήσεις εις τον σύνδουλόν σου;». Εδώ όμως δείχνει την πελώρια διαφορά των όσων χρεωστούμε στον Θεό και των όσων μας χρωστούν οι άλλοι άνθρωποι σε μας. Εντούτοις, ενώ το ποσόν είναι μικρό… δηλαδή τι θα πει; Άνθρωπος και άνθρωπος. 
Μου δίνουν ένα σκαμπίλι… αυτό που σας είπα το παράδειγμα προηγουμένως. Το ίδιο είναι με το σκαμπίλι που θα δώσω στον Θεό και θα Τον προσβάλλω; Είναι μικρό πράγμα, είναι πολύ μικρό. Εντούτοις, δεν μπορούμε να ξεπεράσουμε τον εαυτό μας, για να μπορούμε να συγχωρήσουμε τους άλλους ανθρώπους για εκείνα τα οποία μας έχουν κάνει. Πολύ δε παραπάνω όταν μας ζητούν επίμονα τη συγνώμη.

Το συμπέρασμα της παραβολής; Ω, το συμπέρασμα της παραβολής το εξάγει ο ίδιος ο Κύριος: «Οὕτω καὶ ὁ πατήρ μου ὁ ἐπουράνιος ποιήσει ὑμῖν -Έτσι θα σας κάνει και ο Πατέρας μου ο επουράνιος-, ἐὰν μὴ ἀφῆτε ἕκαστος τῷ ἀδελφῷ αὐτοῦ ἀπὸ τῶν καρδιῶν ὑμῶν τὰ παραπτώματα αὐτῶν». «Εάν δεν αφήσετε», λέει, «τα αμαρτήματα των άλλων από την καρδιά σας, με την καρδιά σας».

Αγαπητοί μου, ο Θεός απεκάλυψε το πνεύμα της βασιλείας Του. Αλλά οι άνθρωποι δεν συμμορφώνονται με αυτό. Και τίθεται το ερώτημα: Μας συμφέρει; Να μην συμμορφωθούμε; Δεν θα μπούμε στη Βασιλεία του Θεού. Μας συμφέρει; Κι αν υποτεθεί ακόμη ότι ο Θεός παρά ταύτα μας συγχωρούσε, κι αν δεν συγχωρούσαμε τους άλλους ανθρώπους, εμείς, θα είχαμε ειρήνη, ερωτώ, θα είχαμε ειρήνη στην ψυχή μας, και οι σχέσεις μας θα ήταν αγαθές με τον πλησίον μας; Όχι. Μας συμφέρει; Όχι. Μήπως δημιουργεί αυτοτιμωρία ένας που δεν συγχωρεί και αυτοβασανίζεται; Και αυτοτιμωρείται; Μας συμφέρει; Όχι. 
Έτσι λοιπόν, δεν μας συμφέρει. Διότι ούτε ο Θεός μας συγχωρεί, ούτε αγαθές σχέσεις μπορούμε να έχουμε, να αναπτύξουμε με τους άλλους ανθρώπους, αν δεν μάθουμε να ζητούμε τόσο τη συγχώρηση του Θεού, όσο και να δίδομε συγχώρηση εις τους άλλους ανθρώπους. Εμπρός λοιπόν, αγαπητοί μου, εμπρός λοιπόν, ας μάθομε να συγχωρούμε απεριόριστα. 
Και εύκολο είναι και μας συμφέρει.

ΠΡΟΣ ΔΟΞΑΝ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΤΡΙΑΔΙΚΟΥ ΘΕΟΥ
και με απροσμέτρητη ευγνωμοσύνη στον πνευματικό μας καθοδηγητή
μακαριστό γέροντα Αθανάσιο Μυτιληναίο,
μεταφορά της απομαγνητοφωνημένης ομιλίας σε ηλεκτρονικό κείμενο και επιμέλεια:
Ελένη Λιναρδάκη, φιλόλογος
ΠΗΓΕΣ:
• Απομαγνητοφώνηση ομιλίας δια χειρός του αξιοτίμου κ. Αθανασίου Κ.
• http://www.arnion.gr/mp3/omilies/p_athanasios/omiliai_kyriakvn/omiliai_kyriakvn_539.mp3