.

.

Δός μας,

Τίμιε Πρόδρομε, φωνή συ που υπήρξες η φωνή του Λόγου. Δος μας την αυγή εσύ που είσαι το λυχνάρι του θεϊκού φωτός. Βάλε σήμερα τα λόγια μας σε σωστό δρόμο, εσύ που υπήρξες ο Πρόδρομος του Θεού Λόγου. Δεν θέλουμε να σε εγκωμιάσουμε με τα δικά μας λόγια, επειδή τα λόγια μας δεν έχουν μεγαλοπρέπεια και τιμή. Όσοι θα θελήσουν να σε στεφανώσουν με τα εγκώμιά τους, ασφαλώς θα πετύχουν κάτι πολύ πιό μικρό από την αξία σου. Λοιπόν να σιγήσω και να μη προσπαθήσω να διακηρύξω την ευγνωμοσύνη μου και τον θαυμασμό μου, επειδή υπάρχει ο κίνδυνος να μη πετύχω ένα εγκώμιο, άξιο του προσώπου σου;

Εκείνος όμως που θα σιωπήσει, πηγαίνει με τη μερίδα των αχαρίστων, γιατί δεν προσπαθεί με όλη του τη δύναμη να εγκωμιάσει τον ευεργέτη του. Γι’ αυτό, όλο και πιό πολύ σου ζητάμε να συμμαχήσεις μαζί μας και σε παρακαλούμε να ελευθερώσεις τη γλώσσα μας από την αδυναμία, που την κρατάει δεμένη, όπως και τότε κατάργησες, με τη σύλληψη και γέννησή σου, τη σιωπή του πατέρα σου του Ζαχαρία.

Άγιος Σωφρόνιος Ιεροσολύμων

Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Από το προσευχητάρι των Αγίων. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Από το προσευχητάρι των Αγίων. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Σέ ποιόν θά κληθῶ, Κύριέ μου, νά μιλήσω γιά Σένα σήμερα;


Σέ ποιόν θά κληθῶ, Κύριέ μου , νά μιλήσω γιά Σένα σήμερα; 
Ποιά γνώμη νά ἐκφέρω; 
Ποιά στιγμή καί ποιόν τρόπο πρέπει νά διαλέξω, γιά νά μήν πληγώσω κανέναν, γιά νά μή φερθῶ ἂκριτα ἢ ἀδιάκριτα...

ἀλλά νά μπορέσω νά πῶ μερικά πνευματικά λόγια χωρίς νά κάνω τό δάσκαλο, χωρίς νά πιέσω, χωρίς νά δυσκολέψω τόν ἀποδέκτη τους; 
Ὧ δός μου τήν εὐκαιρία νά κάνω κάποιον νά Σέ ἀγαπήση...!

Ἱερομ. Εὐσεβίου Βίττη (προσευχή).

Εὐχὴ ἐξομολογητικὴ εἰς τὴν ὑπεραγίαν Θεοτόκον


Νεοελληνικὴ ἀπόδοσις: Βασίλειος Σκιαδάς θεολογούντα

Παρθένε Δέσποινα Θεοτόκε, ἡ τὸν Θεὸν Λόγον κατὰ σάρκα γεννήσασα, οἶδα μέν, οἶδα, ὅτι οὐκ ἔστιν εὐπρεπές, οὐδὲ ἄξιον ἐμὲ τὸν οὕτω πανάσωτον εἰκόνα καθαράν σου τῆς ἁγνῆς, σοῦ τῆς ἀειπαρθένου, σοῦ τῆς σῶμα καὶ ψυχὴν ἐχούσης καθαρὰ καὶ ἀμόλυντα, ὀφθαλμοῖς μεμολυσμένοις ὁρᾶν καὶ χείλεσιν ἀκαθάρτοις καὶ βεβήλοις περιπτύσσεσθαι, ἢ παρακαλεῖν. Δίκαιον γὰρ ἐστιν ἐμὲ τὸν οὕτω πανάσωτον ὑπὸ τῆς σῆς καθαρότητος μισεῖσθαι καὶ βδελύττεσθαι· πλήν, ἐπειδήπερ διὰ τοῦτο γέγονεν ὁ Θεός, ὅν ἐγέννησας, ἄνθρωπος, ὅπως καλέση τοὺς ἁμαρτωλοὺς εἰς μετάνοιαν, θαρρῶν καγῶ προσέρχομαί σοι μετὰ δακρύων δεόμενος.

Παρθένε Δέσποινα Θεοτόκε ἐσὺ πού γέννησες κατὰ σάρκα τὸ Θεὸ Λόγο, γνωρίζω ὅτι δὲν εἶναι εὐπρεπές, οὔτε ἄξιο, γιὰ μένα τὸν πανάσωτο, ἔχοντας ἀκόμη μολυσμένα μάτια καὶ ἀκάθαρτα χείλη, νὰ ἴδω τὴν εἰκόνα, σοῦ τῆς Ἁγνῆς, τῆς Ἀειπαρθένου, τῆς ἐχούσης τὸ σῶμα καὶ τὴν ψυχὴν καθαρὰ καὶ ἀμόλυντα, νὰ τὴν προσκυνῶ καὶ νὰ τὴν παρακαλῶ. Πιὸ σωστὸ εἶναι γιὰ μένα τὸν ἄσωτο νὰ μισηθῶ καὶ νὰ ἐπιτιμηθῶ ἀπὸ τὴ δική σου καθαρότητα· ἐπειδὴ ὅμως ὁ Θεὸς τὸν Ὁποῖον γέννησες, ἔγινε ἄνθρωπος γιὰ νὰ μᾶς καλέση τοὺς ἁμαρτωλοὺς σὲ μετάνοια, παίρνω καὶ ἐγὼ τὸ θάρρος καὶ προσέρχομαι κοντά σου καὶ σὲ παρακαλῶ μὲ δάκρυα.

Δέξαι μου τὴν παροῦσαν τῶν πολλῶν καὶ χαλεπῶν πταισμάτων ἐξομολόγησιν, καὶ προσάγαγε τῷ μονογενεῖ σου Υἱῷ καὶ Θεῷ, ἰκετηρίαν ποιοῦσα, ὅπως ἴλεως γένηται τῇ ἀθλίᾳ καὶ ταλαιπώρῳ μου ψυχῇ· διὰ γὰρ τὸ πλῆθος τῶν ἀνομιῶν μου κωλύομαι τοῦ πρὸς αὐτὸν ἀτενίσαι καὶ αἰτῆσαι συγχώρησιν. Διὰ τοῦτο σὲ προβάλλομαι πρέσβυν τὲ καὶ μεσίτιν, διότι πολλῶν καὶ μεγάλων ἀπολαύσας δωρεῶν παρὰ τοῦ πλαστουργήσαντός με Θεοῦ, ἀμνήμων πάντων φανεῖς ὁ ἄθλιος καὶ ἀχάριστος, εἰκότως παρασυνεβλήθην τοῖς κτήνεσι τοῖς ἀνοήτοις καὶ ὠμοιώθην αὐτοῖς· πτωχεύων ταῖς ἀρεταῖς, πλουτῶν τοῖς πάθεσιν, αἰσχύνης πεπληρωμένος, παρρησίας θείας ἐστερημένος, κατακρινόμενος ὑπὸ Θεοῦ, θρηνούμενος ὑπὸ Ἀγγέλων, γελώμενος ὑπὸ δαιμόνων, μισούμενος παρὰ ἀνθρώπων, ἐλεγχόμενος ὑπὸ τοῦ συνειδότος, ὑπὸ τῶν πονηρῶν μου πράξεων καταισχυνόμενος, καὶ πρὸ θανάτου νεκρὸς ὑπάρχων, καὶ πρὸ τῆς κρίσεως αὐτοκατάκριτος ὧν, καὶ πρὸ τῆς ἀτελευτήτου κολάσεως αὐτοτιμώρητος ὑπὸ τῆς ἀπογνώσεως τυγχάνων. Διὸ δὴ εἰς τὴν σὴν καὶ μόνην καταφεύγω θερμοτάτην ἀντίληψιν, Δέσποινα Θεοτόκε, ὁ τῶν μυρίων ὀφειλέτης ταλάντων ἐγώ, ὁ ἀσώτως δαπανήσας τὴν πατρικὴν οὐσίαν μετὰ πορνῶν, ὁ πορνεύσας ὑπὲρ τὴν πόρνην, ὁ παρανομήσας ὑπὲρ τὸν Μανασσήν, ὁ ὑπὲρ τὸν πλούσιον ἄσπλαγχνος γεγονῶς, ὁ λαιμαργιῶν δοῦλος, τὸ τῶν πονηρῶν λογισμῶν δοχεῖον, ὁ τῶν αἰσχρῶν καὶ ρυπαρῶν λόγων θησαυροφύλαξ, ὁ πάσης ἀκαθαρσίας ἔμπλεως καὶ πάσης ἀγαθῆς ἐργασίας ἀλλότριος.

Κάμε δεκτὴ τὴν ἐξαγόρευση τῶν πολλῶν καὶ χαλεπῶν ἁμαρτιῶν μου καὶ φέρε τὴ μετάνοιά μου στὸ μονογενῆ σου Υἱὸ καὶ Θεό, παρακαλώντας τὸν νὰ λυπηθῆ τὴν ἄθλια καὶ ταλαίπωρη ψυχή μου. Γιατί ἕνεκα τοῦ πλήθους τῶν ἁμαρτιῶν μου ἐμποδίζομαι νὰ ἀτενίσω πρὸς Αὐτὸν καὶ νὰ ζητήσω συγχώρηση. Γὶ αὐτὸ σὲ προβάλλω ὡς πρέσβη καὶ μεσίτρια, γιατί ἐνῶ ἀπόλαυσα πολλῶν καὶ μεγάλων δωρεῶν παρὰ τοῦ δημιουργήσαντός με Θεοῦ, τὶς ξέχασα ὅλες, ὁ ἄθλιος καὶ ἀχάριστος, ὁμοιωθεῖς ἔτσι μὲ τὰ ἀνόητα κτήνη· πτωχεύοντας στὶς ἀρετές, καὶ πλουτώντας στὰ πάθη, γεμάτος ντροπὴ καὶ στερημένος ἀπὸ τὴ θεία παρρησία, ἔχω κατακριθεῖ ἀπὸ τὸ Θεό, καὶ γὶ΄ αὐτὸ θρηνοῦν γιὰ μένα οἱ Ἄγγελοι, καὶ χαίρονται οἱ δαίμονες. Μισοῦμαι ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους, ἐλεγχόμενος ὑπὸ τῆς συνειδήσεως, γεμάτος ντροπὴ γιὰ τὰ πονηρά μου ἔργα, νεκρὸς πρὶν τὸ θάνατό μου, καὶ πρὶν τὴν κρίση αὐτοκατάκριτος, καὶ πρὶν ἀπὸ τὴν ἀτελεύτητη κόλαση αὐτοτιμωρούμενος ἀπὸ τὴν ἀπόγνωση. Γὶ αὐτὸ καταφεύγω μόνο στὴ δική σου καὶ μόνη βοήθεια, Δέσποινα Θεοτόκε, ὁ ὀφειλέτης μυρίων ταλάντων, ἐγὼ πού σπατάλησα τὴν πατρικὴ περιουσία μὲ πόρνες, πού φέρθηκα χειρότερα καὶ ἀπὸ τὴν πόρνη, πού παρανόμησα πιὸ πολὺ ἀπὸ τὸν Μανασσή, πού ἔγινα ἄσπλαγχνος περισσότερο καὶ ἀπὸ τὸν πλούσιο, ὁ λαίμαργος δοῦλος, τὸ δοχεῖο τῶν πονηρῶν λογισμῶν, ὁ φύλακας τῶν αἰσχρῶν καὶ ρυπαρῶν λόγων, ὁ γεμάτος μὲ κάθε ἀκαθαρσία, ὁ ξένος κάθε ἀγαθοῦ ἔργου.

Ελέησόν μου τὴν ταπείνωσιν, οἰκτείρησόν μου τὴν ἀσθένειαν. Μεγάλην ἔχεις πρὸς τὸν ἔκ σοῦ τεχθέντα τὴν παρρησίαν, ὡς οὐδεὶς ἕτερος. Πάντα δύνασαι, ὡς Θεοῦ Μήτηρ. Πάντα ἰσχύεις, ὡς πάντων ὑπερέχουσα κτισμάτων. Οὐδὲν σοῖ ἀδυνατεῖ, ἐὰν θελήσης μόνον. Μὴ τὰ δάκρυά μου παρίδης· μὴ βδελύξη μου τὸν στεναγμόν· μὴ ἀπώση μου τὸν ἐγκάρδιον πόνον· μὴ καταισχύνης μου τὴν εἰς σὲ προσδοκίαν· ἀλλὰ ταῖς μητρικαῖς σου δεήσεσι τὴν τοῦ ἀγαθοῦ Υἱοῦ καὶ Θεοῦ σου ἀβίαστον βιασαμένη εὐσπλαγχνίαν, ἀξίωσον μὲ τὸν ταλαίπωρον καὶ ἀνάξιον δοῦλόν σου τὸ πρῶτον καὶ ἀρχαῖον ἐπαναλαβεῖν κάλλος τῆς ψυχῆς, τὴν τῶν παθῶν ἀμορφίαν ἀποβαλεῖν, ἐλευθερωθῆναι ἀπὸ τῆς ἁμαρτίας, δουλωθῆναι τῇ δικαιοσύνῃ, ἐκδύσασθαι τὸν μιασμὸν τῆς σαρκικῆς ἡδονῆς, ἐνδύσασθαι τὸν ἁγιασμὸν τῆς ψυχικῆς καθαρότητος, νεκρωθῆναι τῷ κόσμῳ, ζῆσαι τῇ ἀρετῇ· ὀδοιπορούντι μοὶ συνοδεύουσα, ἐν θαλάσσῃ πλέοντι συμπλέουσα, ἀεὶ πολεμοῦντας μὲ δαίμονας νικώσα, ἀγρυπνοῦντα μὲ ἐνισχύουσα, ὑπνούντα διαφυλάττουσα, θλιβόμενον παραμυθουμένη, ὀλιγοψυχοῦντα παρακαλοῦσα, ἀσθενοῦντα ρωννύουσα, ἀδικούμενον ρυομένη, συκοφαντούμενον ἀθωοῦσα, εἰς θάνατον κινδυνεύοντα συντόμως προφθάνουσα, φοβερὸν μὲ ὀρατοῖς ἐχθροῖς καὶ ἀοράτοις δεικνύουσα κὰθ΄ ἑκάστην, ἴνα γνώσωσι πάντες οἱ ἀδίκως τυραννοῦντές με δαίμονες τίνος δοῦλος ὑπάρχω.

Ελεήσέ μου τὴν ταπείνωση καὶ λυπήσου τὴν ἀσθένειά μου. Σὺ μόνο ἔχεις τόσο μεγάλη παρρησία πρὸς τὸν ἔκ σοῦ τεχθέντα καὶ κανεὶς ἄλλος. Τὰ πάντα μπορεῖς ὡς Μητέρα τοῦ Θεοῦ. Γιὰ ὅλα ἔχεις τὴν ἰσχὺ ὡς ὑπερέχουσα ὅλων τῶν κτισμάτων. Τίποτα δὲν σοῦ εἶναι ἀδύνατο, ἀρκεῖ νὰ τὸ θελήσεις. Μὴν παραβλέψης τὰ δάκρυά μου, μὴν ἀηδιάσης τὸ στεναγμό μου, μὴν ἀποστραφῆς τὸν πόνον τῆς καρδιᾶς μου, μὴν ντροπιάσης τὴν προσδοκίαν μου σὲ σένα, ἀλλὰ μὲ τὶς μητρικές σου παρακλήσεις ἀπόσπασε γιὰ μένα τὴν εὐσπλαγχνία τοῦ ἀγαθοῦ Υἱοῦ σου καὶ Θεοῦ καὶ ἀξίωσε μὲ τὸν ταλαίπωρο καὶ ἀνάξιο δοῦλό σου νὰ ξαναβρῶ τὸ ἀρχαῖο προπτωτικὸ κάλλος τῆς ψυχῆς, νὰ ἀποβάλω τὴν ἀσχήμια τῶν παθῶν, νὰ ἀπελευθερωθῶ ἀπὸ τὰ δεσμὰ τῆς ἁμαρτίας καὶ νὰ γίνω ὑπηρέτης τῆς δικαιοσύνης, νὰ ἐκδυθῶ τὸ μόλυσμα τῆς σαρκικῆς ἡδονῆς καὶ νὰ ἐνδυθῶ τὸν ἁγιασμὸ τῆς ψυχικῆς καθαρότητας, νὰ νεκρωθῶ γιὰ τὸν κόσμο καὶ νὰ ζήσω μέσα στὴν ἀρετή. Συνοδοιπόρησε καὶ σύμπλευσε μαζί μου, στὶς ἀγρυπνίες ἐνίσχυσέ με, παρηγόρησέ με στὶς θλίψεις, γιὰ τὶς ὀλιγοψυχίες μου παρακάλεσε, δώρισέ μου τὴν θεραπεία τῶν ἀσθενειῶν, λύτρωσε μὲ ἀπὸ τὶς ἀδικίες, ἀπὸ τὶς συκοφαντίες ἀθώωσέ με, στὸ θανάσιμο κίνδυνο σπεῦσε σὲ βοήθειά μου. Ἀνάδειξέ με καθημερινὰ ἰσχυρὸ στοὺς ἀόρατους ἐχθρούς μου, γιὰ νὰ μάθουν ὅλοι οἱ δαίμονες πού ἄδικα μὲ τυραννοῦν ποιανοὺ εἶμαι δοῦλος.

Ναί, ὑπεραγία μου Δέσποινα Θεοτόκε, ἐπάκουσόν μου τῆς οἰκτροτάτης ταύτης δεήσεως, καὶ μὴ καταισχύνης μὲ ἀπὸ τῆς προσδοκίας μου, ἡ ἐλπὶς πάντων τῶν περάτων τῆς γῆς. Τὸν βρασμὸν τῆς σαρκός μου κατασβεσον· τὸν ἐν τῇ ψυχῇ μου ἐγειρόμενον ἀγριώτατον κλύδωνα τοῦ ἀκαίρου θυμοῦ καταπράυνον· τὸν τύφον καὶ τὴν ἀλαζονείαν τῆς ματαίας νεότητος ἐκ τοῦ νοός μου ἀφάνισον· τὰς νυκτερινᾶς φαντασίας τῶν πονηρῶν πνευμάτων καὶ τὰς καθημερινάς τῶν ἀκαθάρτων ἐννοιῶν προσβολᾶς ἐκ τῆς καρδίας μου μείωσον· παίδευσόν μου τὴν γλώτταν λαλεῖν τὰ συμφέροντα· δίδαξον τοὺς ὀφθαλμούς μου τοῦ βλέπειν ὀρθῶς τῆς ἀρετῆς τὴν εὐθύτητα· τοὺς πόδας μου τρέχειν ἀσκελίστως ποίησον τὴν μακαρίαν ὁδὸν τῶν ἐντολῶν τοῦ Θεοῦ· τὰς χεῖράς μου ἁγιασθῆναι παρασκεύασον, ἴνα ἀξίως αἴρωνται πρὸς τὸν Ὕψιστον· κάθαρόν μου τὸ στόμα, ἴνα μετὰ παρρησίας ἐπικαλέσωμαι Πατέρα τὸν φοβερὸν Θεὸν καὶ πανάγιον. Ἀνοιξόν μου τὰ ὦτα, ἴνα ἀκούσω αἰσθητῶς καὶ νοερῶς τὰ γλυκύτερα μέλιτος καὶ κηρίου τῶν ἁγίων Γραφῶν λόγια· δεχόμενος ποιῶ αὐτὰ ὑπό σου κραταιούμενος.

Ναί, ὑπεραγία μου Δέσποινα Θεοτόκε, ἐπάκουσε τὴν οἰκτρὴ δεήσή μου, καὶ μὴ ντροπιάσης τὴν προσδοκία μου, σὺ ποῦ (μετὰ τὸ Θεὸ) εἶσαι ἡ ἐλπίδα πάντων τῶν περάτων τῆς γῆς. Τὸ βρασμὸ τῆς σάρκας μου κατάσβεσε, τὴν ἀγριώτατη ταραχὴ τῆς ψυχῆς μου κατεύνασε, τὸν πικρὸ θυμό μου καταπράϋνε, τὸν τύφο καὶ τὴν ἀλαζονία τῆς μάταιας οἰήσεως ἀφάνισε ἀπὸ τὸ νοῦ μου. Μείωσε τὶς νυκτερινὲς φαντασιώσεις τῶν πονηρῶν πνευμάτων, καθὼς καὶ τὶς καθημερινὲς τῶν ἀκάθαρτων ἐννοιῶν προσβολὲς ἀπὸ τὴν καρδιά μου. Διαπαιδαγώγησε τὴ γλώσσα μου γιὰ νὰ λέει τὰ συμφέροντα. Δίδαξε τὰ μάτια μου νὰ βλέπουν σωστὰ τὴν ὁδὸ τῆς ἀρετῆς. Ἐνίσχυσε τὰ πόδια μου γιὰ νὰ βαδίζουν τὴν μακαρία ὁδὸ τῶν ἐντολῶν τοῦ Θεοῦ. Τὰ χέρια μου ἁγίασε γιὰ νὰ τὰ σηκώνω ἐπάξια στὸν Ὕψιστο. Καθάρισε τὸ στόμα μου, γιὰ νὰ ἐπικαλοῦμαι μὲ παρρησία ὡς Πατέρα τὸν πανάγιο καὶ φοβερὸ Θεό. Ἄνοιξε τὰ αὐτιά μου, γιὰ νὰ ἀκούω, καταλαβαίνω καὶ ἐφαρμόζω τὰ λόγια τῶν Ἁγίων Γραφῶν, ποῦ εἶναι πιὸ γλυκὰ ἀπὸ τὸ κερὶ καὶ τὸ μέλι, ἐνισχυόμενος ἀπὸ ἐσέ.

Δός μοὶ καιρὸν μετανοίας καὶ λογισμὸν ἐπιστροφῆς. Αἰφνιδίου μὲ ἐλευθέρωσον θανάτου. Κατακεκριμένου μὲ συνειδότος ἁπάλλαξον. Τέλος παραστηθὶ μοὶ ἐν τῷ χωρισμῶ τῆς ταπεινῆς μου ψυχῆς ἐκ τοῦ ἀθλίου τούτου σώματος, τὴν ἀφόρητον ἐκείνην ἐλαφρύνουσα βίαν, τὸν ἀνέκφραστον ἐκεῖνον ἐπικουφίζουσα πόνον, τὴν ἀπαραμύθητον ἐκείνην παραμυθουμένη στενοχωρίαν, τῆς σκοτεινῆς μὲ τῶν δαιμόνων λυτρουμένη μορφῆς, τοῦ πικροτάτου λογοθεσίου τῶν τελωνῶν τοῦ ἀέρος καὶ τῶν ἀρχόντων τοῦ σκότους ἐξαίρουσα, τὰ χειρόγραφα τῶν πολλῶν μου ἁμαρτιῶν διαρρήσουσα, τῷ Θεῶ μὲ οἰκειοῦσα, τῆς ἐκ δεξιῶν αὐτοῦ καὶ μακαρίας στάσεως, τῆς ἐν τῷ φοβερῷ κριτηρίῳ, καταξιοῦσα, τῶν αἰωνίων καὶ ἀνυποίστων ρυομένη κολάσεων, τῶν ἀοιδίμων καὶ ἀκηράτων ἀγαθῶν ποιοῦσα κληρονόμον.

Δώσε μου καιρὸ μετανοίας, καὶ λογισμὸ ἐπιστροφῆς. Φύλαξε μὲ ἀπὸ τὸν αἰφνίδιο θάνατο. Ἀπάλλαξέ με ἀπὸ τὴν κατάκριση τῆς συνειδήσεως. Τέλος παραστάσου κοντά μου κατὰ τὸ χωρισμὸ τῆς ψυχῆς μου ἀπὸ τὸ ἄθλιό μου σῶμα, γιὰ νὰ ἐλαφρύνης ἔτσι τὴν ἀφόρητη αὐτὴ βία, νὰ ἀνακουφίσης τὸν ἀνέκφραστον πόνον, καὶ νὰ παρηγορήσεις τὴν ἀπαραμύθητη στενοχώρια μου. Λύτρωσε μὲ ἀπὸ τὴ σκοτεινὴ μορφὴ τῶν δαιμόνων, παραμερίζουσα τὸν ἄρχοντα τοῦ σκότους καὶ σχίζουσα τὰ χειρόγραφα τῶν πολλῶν μου ἁμαρτιῶν. Φέρε μὲ σὲ οἰκειότητα μὲ τὸ Θεὸ καὶ ἀξίωσε μὲ νὰ βρεθῶ στὰ δεξιά Του, κατὰ τὴν ὥρα τῆς φοβερῆς κρίσεως, καὶ νὰ μὲ κάμης κληρονόμο τῶν αἰωνίων καὶ ἄφθορων ἀγαθῶν.

Ταύτην σοὶ προσφέρω τὴν ἐξομολόγησιν, Δέσποινα Θεοτόκε, τὸ φῶς τῶν ἐσκοτισμένων μου ὀφθαλμῶν, ἡ παραμυθία ἐμῆς ψυχῆς, ἡ μετὰ Θεόν μου ἐλπὶς καὶ προστασία· ἥν εὐμενῶς προσδεξαι, καὶ καθάρισον μὲ ἀπὸ παντὸς μολυσμοῦ σαρκὸς καὶ πνεύματος, ἀξιοῦσα μὲ ἐν τῷ παρόντι αἰώνι ἀκατακρίτως μετέχειν τοῦ ἀχράντου σώματος καὶ αἵματος τοῦ Υἱοῦ καὶ Θεοῦ σου, ἐν τῷ μέλλοντι δὲ τῆς γλυκύτητος τοῦ οὐρανίου δείπνου, τῆς τρυφῆς τοῦ παραδείσου, τῆς βασιλείας τοῦ Θεοῦ, ἔνθα πάντων ἐστὶν εὐφραινομένων ἡ κατοικία. Καὶ τούτων τυχῶν τῶν ἀγαθῶν ὁ ἀνάξιος, δοξάσω εἰς αἰώνα αἰῶνος τὸ πάντιμον καὶ μεγαλοπρεπὲς ὄνομα τοῦ Υἱοῦ καὶ Θεοῦ σου, τοῦ δεχομένου πάντας τοὺς ἐξ ὅλης μετανοοῦντας ψυχῆς, διὰ τὸ σὲ γενομένην πάντων τῶν ἁμαρτωλῶν μεσίτιν καὶ ἐγγυήτριαν, καὶ διά σοῦ, πανύμνητε καὶ ὑπεράγαθε Δέσποινα, περισώζεται πάσα βροτεία φύσις, αἰνοῦσα καὶ εὐλογοῦσα Πατέρα καὶ Υἱὸν καὶ Ἅγιον Πνεῦμα, τὴν παναγίαν Τριάδα καὶ ὁμοούσιον, πάντοτε, νῦν καὶ ἀεὶ καὶ εἰς τοὺς αἰώνας τῶν αἰώνων. Ἀμήν.

Αυτή τὴν ἐξομολόγησή μου ἀπευθύνω σὲ σένα Δέσποινα Θεοτόκε, τὸ φῶς τῶν ἐσκοτισμένων μου ὀφθαλμῶν, ἡ παραμυθία τῆς ψυχῆς μου, ἡ μετὰ τὸν Θεὸν ἐλπὶς καὶ προστασία μου, τὴν ὁποία ἐξομολόγησή μου δέξου εὐμενῶς καὶ καθάρισε μὲ ἀπὸ κάθε μολυσμὸ σαρκὸς καὶ πνεύματος. Ἀξίωσε μὲ ἐν ὄσω ζῶ νὰ κοινωνῶ χωρὶς κατάκριση, τὸ πανάγιο καὶ πανάχραντο Σῶμα καὶ Αἷμα τοῦ Υἱοῦ σου καὶ Θεοῦ, καὶ στὸ μέλλον νὰ συμμετάσχω στὴ γλυκυτάτη οὐράνια τροφὴ τοῦ Παραδείσου, ὅπου βρίσκεται ὅλων τῶν εὐφραινομένων ἡ κατοικία. Αὐτῶν τῶν ἀγαθῶν ἐλπίζοντας νὰ τύχω κι ἐγὼ ὁ ἀνάξιος, δοξάζω στοὺς αἰῶνες τῶν αἰώνων τὸ παντιμο καὶ μεγαλοπρεπὲς ὄνομα τοῦ Υἱοῦ καὶ Θεοῦ σου, πού δέχεται ὅλους ὅσους μετανοοῦν εἰλικρινά, χάρις σὲ σένα πού εἶσαι μεσίτρια καὶ ἐγγυήτρια ὅλων τῶν ἁμαρτωλῶν, γιατί χάρις σὲ σένα πανύμνητε καὶ ὑπεράγαθε Δέσποινα, σώζεται ὁλόκληρη ἡ ἀνθρωπίνη φύση, πού αἰνεῖ καὶ εὐλογεῖ τὸν Πατέρα τὸν Υἱὸν καὶ τὸ Ἅγιον Πνεῦμα, τὴν Παναγία καὶ ὁμοούσια Τριάδα, τώρα καὶ πάντοτε στοὺς αἰώνας τῶν αἰώνων. Ἀμήν.

Αγίου Γρηγόρίου του Παλαμά

Να λέμε την ευχή που έλεγε ο Άγιος Γέροντας Παϊσιος...

Αυτές τις ημέρες είναι απαραίτητο να λέμε καθημερινά την ευχή που έλεγε ο Άγιος Γέροντας Παϊσιος.

«Αθέων Αγαρηνών τα βέλη σύντριψον Δέσποινα, και πάσαν επιβουλήν δαιμόνων ματαίωσον, λαόν χριστεπώνυμον σκέπων και φυλάττων, ίνα πόθω σε δοξάζωμεν», 

από τον κανόνα του Οσίου Νικολάου του Κατασκεπηνού.

Σωτήρα μου, μή μέ ἀποστραφεῖς!


Σωτήρα μου, μὴ μὲ ἀποστραφεῖς!
Μὴ μὲ πετάξεις μακριὰ ἀπ᾿ τὸ θεῖο πρόσωπό Σου!
Πάρε ἀπὸ πάνω μου τὸν βαρὺ χαλκὰ
τῆς ἁμαρτίας ποὺ μὲ πνίγει.

Καὶ καθὼς εἶσαι σπλαχνικὸς
συγχώρεσέ μου τ᾿ ἁμαρτήματα.
Συγχώρεσε, Σωτήρα μου, τὰ ἁμαρτήματά μου.
Ὅλα ὅσα κάνω μὲ τὴ θέλησή μου ἢ χωρὶς αὐτήν.

Ὅσα φανερὰ καὶ ὅσα κρυφά, ὅσα γνωρίζω
καὶ ὅσα δὲν γνωρίζω.
Ὅλα συγχώρεσὲ τα ὡς Θεός.
Γίνε εὔσπλαχνος καὶ σῶσε με.

Ἀπ᾿ τὰ χρόνια τῆς νιότης, Σωτήρα μου,
περιφρόνησα τὶς ἐντολές Σου!

Πέρασα τὴ ζωή μου ὁλόκληρη
δουλεύοντας στὰ πάθη,
μ᾿ ἀμέλεια καὶ τεμπελιά!

Γι᾿ αὐτὸ φωνάζω δυνατά, Σωτήρα μου:
Ἔστω καὶ στὸ τέλος τῆς ζωῆς μου σῶσε με.

Μέγας Κανών Αγίου Ανδρέου Κρήτης

Προσευχή στον Κύριο του Οσίου Ιωάννου του Δαμασκηνού


Προσευχή στον Κύριο του Οσίου Ιωάννου του Δαμασκηνού την οποία έλεγε κάθε ημέρα προ του ύπνου. Όλα λοιπόν αυτά, ως αγαθός και φιλάνθρωπος, μου χάρισες, Δέσποτα εγώ όμως ο άθλιος καταφρονώντας όλα, σε ξένη και μακρινή, χώρα της καταστροφής ξέφυγα. Αλλά συ, Πανάγαθε, πάλι επανάφερε, και μην οργιστείς μ’ εμένα τον ταλαίπωρο…

Προσευχή στον Κύριο Οσίου Ιωάννου Δαμασκηνού

Εύσπλαχνε και πολυέλεε Κύριε, Ιησού Χριστέ, Θεέ μου, που ήλθες στον κόσμο να σώσεις τους αμαρτωλούς, από τους οποίους χειρότερος από όλους είμαι εγώ, ελέησέ με πριν πεθάνω, γιατί ξέρω πως φρικτό και φοβερό δικαστήριο με περιμένει μπροστά σ’ όλη την κτίση, οπότε και τα ακάθαρτα και παμμίαρα έργα μου θα γίνουν φανερά. Και είναι αληθινά ασυγχώρητα και ανάξια συγγνώμης, διότι υπερβαίνουν το πλήθος της θαλάσσιας άμμου.

Γι’ αυτό δεν τολμώ να ζητήσω την άφεση αυτών, Δέσποτα, διότι αμάρτησα περισσότερο από όλους τους ανθρώπους, διότι έζησα ασώτως περισσότερο από τον άσωτο υιό, σου χρωστάω περισσότερα από μύρια τάλαντα, έκανα περισσότερες αμαρτίες από τον τελώνη, ακάθαρτα έργα έπραξα πιο πολλά από την πόρνη του Ευαγγελίου, αμετανόητα έσφαλα, όπως οι Νινεύϊτες και ακόμα χειρότερα, βυθίστηκα μέσα στις αμαρτίες μου περισσότερο από το βασιλέα Μανασσή και, σαν βαρύ φορτίο, με καταπιέζουν, και ταλαιπωρήθηκα και υπέκυψα τελείως.

Το Άγιο Πνεύμα σου λύπησα. Τις εντολές σου παράκουσα.

Τον πλούτο των χαρισμάτων σου διασκόρπισα, τη χάρη σου μόλυνα, τον αρραβώνα, που μου έδωκες, στις αμαρτίες σπατάλησα, το πολύτιμο κατ’ εικόνα σου, τη ψυχή μου, εμίανα, το χρόνο, που μου έδωσες να μετανοήσω, με τους εχθρούς σου εβίωσα, καμιά εντολή σου δεν τήρησα. Το χιτώνα της ψυχής μου, που μου φόρεσες κατερρύπωσα, τη λαμπάδα του λογικού έσβησα, το πρόσωπό μου, που το λάμπρυνες, με τις αμαρτίες αχρήστεψα, τα μάτια μου, που τα φώτισες, με τη θέλησή μου ετύφλωσα. Τα χείλη μου, που πολλές φορές τα άγιασες με τα θεία σου μυστήρια, με αναίδεια τα εμόλυνα.

Και γνωρίζω πάντως ότι θα παρασταθώ στο φοβερό σου βήμα, σαν κατάδικος, ο παμμίαρος γνωρίζω δε τότε όλα μου τα έργα θα ελεγχθούν, και τίποτε δεν θα κρυφτεί από σένα.

Αλλά σε παρακαλώ, συμπαθέστατε, πολυέλεε, φιλανθρωπότατε Κύριε, μη με ελέγξεις εξαιτίας του θυμού σου, δεν λέω μη με παιδεύσεις, γιατί αυτό είναι αδύνατο λόγω των έργων μου, «μη τω θυμώ σου ελέγξης με». Θα κερδίσω αυτό από εσένα, εάν δεν με παιδεύσεις με το θυμό και την οργή σου, μήτε φανερώσεις αυτά ενώπιον αγγέλων και ανθρώπων, ώστε να αισχυνθώ και να ντραπώ.

Εάν κανείς δεν μπορεί να υποφέρει το θυμό ενός θνητού βασιλιά, πόσο μάλλον να υποφέρω το θυμό σου, Κύριε, ο άθλιος;

Ξέρω το ληστή, που ζήτησε και παρευθύς έλαβε τη συγχώρεση, ξέρω την πόρνη, που προσήλθε ολόψυχα και συγχωρέθηκε. Ξέρω τον τελώνη, που στέναξε βαθιά και δικαιώθηκε όμως εγώ ο πανάθλιος, ενώ υπερβαίνω όλους στις αμαρτίες, στη μετάνοια δεν θέλω να τους μιμηθώ, γιατί ούτε δάκρυ συνεχές έχω, ούτε καθαρή και αληθινή εξομολόγηση, ούτε στεναγμό από τα βάθη της καρδίας μου, ούτε καθαρή τη ψυχή, ούτε αγάπη του Θεού, ούτε ταπείνωση, ούτε προσευχή παντοτινή, ούτε σωφροσύνη στο σώμα, ούτε καθαρότητα σκέψεων, ούτε διάθεση, που να ευχαριστεί το Θεό έχω. – Προσευχή στον Κύριο Οσίου Ιωάννου Δαμασκηνού

Με ποιο λοιπόν πρόσωπο και με ποια παρρησία να ζητήσω συγχώρεση;

Πολλές φορές, Δέσποτα, έδωσα υπόσχεση να μετανοήσω. Πολλές φορές στην εκκλησία κατανύσσομαι και γονατίζω μπροστά σου, όταν όμως εξέρχομαι, αμέσως στις αμαρτίες ξαναπέφτω. Πόσες φορές με ελέησες, εγώ όμως σε πίκρανα.

Πόσες φορές μακροθύμησες, εγώ όμως δεν επέστρεψα κοντά σου. Πόσες φορές με σήκωσες από την αμαρτία, εγώ όμως πάλι γλίστρησα και έπεσα κάτω. Πόσες φορές συ με άκουσες, εγώ όμως σε παράκουσα. Πόσες φορές με πόθησες, εγώ όμως πουθενά δεν σε υπηρέτησα. Πόσες φορές με τίμησες, εγώ όμως δεν σ’ ευχαρίστησα.

Πόσες φορές, ενώ αμάρτησα, ως στοργικός πατέρας με παρηγόρησες και ως παιδί σου με κατεφίλησες και τις αγκάλες σου, αφού μου άνοιξες, μου φώναξες: Σήκω, μη φοβάσαι, στάσου έλα πάλι, δεν σε περιφρονώ, δεν σε σιχαίνομαι, δεν σε απορρίπτω, ούτε γίνομαι σκληρός προς το πλάσμα μου, το δικό μου παιδί, την εικόνα μου, τον άνθρωπο, που με τα ίδια μου τα χέρια έπλασα και φόρεσα και προς χάρη του οποίου το αίμα μου έχυσα, δεν μπορώ να μην του αποδώσω την πρώτη δόξα και τιμή, δεν δύναμαι να μην το συναριθμήσω με τα ενενήκοντα εννέα πρόβατα. Διότι γι’ αυτό και μόνο στη γη κατέβηκα, και το λύχνο άναψα, και τη δική μου σάρκα και την οικία μου σάρωσα, και τις φίλες δυνάμεις προσκάλεσα, για να γιορτάσουμε την εύρεσή σου.

Όλα λοιπόν αυτά, ως αγαθός και φιλάνθρωπος, μου χάρισες, Δέσποτα εγώ όμως ο άθλιος καταφρονώντας όλα, σε ξένη και μακρινή, χώρα της καταστροφής ξέφυγα. – Προσευχή στον Κύριο Οσίου Ιωάννου Δαμασκηνού

Αλλά συ, Πανάγαθε, πάλι επανάφερε, και μην οργιστείς μ’ εμένα τον ταλαίπωρο.

Κύριε, «μη τω θυμώ σου έλεγξης με», εύσπλαχνε, αλλά μακροθύμησε ακόμα σ’ εμένα. Μη σπεύσεις να με κόψεις, σαν την άκαρπη συκιά, ούτε να διατάξεις να με θερίσουν πρόωρα από τη ζωή μου, και οδήγησέ με στη μετάνοια, Κύριε.

Ελέησέ με, Κύριε, γιατί είμαι ασθενής στη ψυχή, ασθενής στο λογισμό, ασθενής στη σκέψη, ασθενής στη διάθεση διότι έχασα τη δύναμή μου, έχασα το χρόνο μου, έχασα μάταια όλες τις ημέρες μου και το τέλος έφθασε.

Αλλ’ άνοιξε, άνοιξε, άνοιξέ μου, Κύριε, αν και χτυπώ αναξίως, και μη μου αποκλείσεις την πόρτα της ευσπλαχνίας σου, διότι, εάν συ κλείσεις, ποιός θα μου ανοίξει;

Εάν συ δεν μ’ ελεήσεις, ποιός θα με βοηθήσει; Κανένας άλλος, κανένας, παρά μόνο εσύ που είσαι από τη φύση σου ελεήμων και σπλαγχνικός.

Ελέησέ με. Κύριε, γιατί ασθενής είμαι. Διότι με αποδυνάμωσε ο εχθρός, και με έκανε εξουθενωμένο και άρρωστο. Ο άρρωστος όμως και συντετριμμένος δεν μπορεί να βοηθήσει τον εαυτό του.

«Ελέησόν με, Κύριε, ότι ασθενής ειμί».

Θεράπευσέ με, Κύριε, γιατί ταράχθηκε το σώμα μου. Ταράχθηκε και συντρίφθηκε η ψυχή μου. Ο συντετριμμένος στο σώμα δεν μπορεί να σηκωθεί και ζητήσει το γιατρό, δεν μπορεί να τρέξει, για να γλυτώσει από τον εχθρό. Λοιπόν συ αναζήτησέ με, Δέσποτα, που ήρθες να βρεις το χαμένο πρόβατο, συ εμένα, που έπεσα στους ληστές, σκέπασέ με, διότι με άφησαν όχι μισοπεθαμένο, αλλά τελείως νεκρό.

Λοιπόν γιάτρεψέ με, Κύριε, γιατί ο εχθρός με έκαμε ασθενή και δυσώδη κι ο ασθενής και δυσώδης βρίσκεται όλος κάτω, όλος έχει πέσει πτώμα ελεεινό μόνο που προσκαλεί το γιατρό, μόνο που φωνάζει στο Λυτρωτή, μόνο που με τα μάτια παρατηρεί πότε θα έλθει και θα τον επισκεφθεί αυτός, που θεραπεύει τους θλιμμένους στην καρδιά, και ανορθώνει τους κατατρομαγμένους, και σώζει τους απελπισμένους.

Γιάτρεψέ με, Κύριε, «ότι εταράχθη τα οστά μου και η ψυχή μου εταράχθη σφόδρα», σωματική και ψυχική οδύνη με κυρίευσε, Δέσποτα, διότι περιπλέχθηκα σε σαρκικά πάθη, και το σώμα και την ψυχή τα έκανα παιχνίδι στους δαίμονες, «Ίασαί με, Κύριε, ότι εταράχθη τα οστά μου», εκείνα που συναρμολογούν τον εσωτερικό άνθρωπο. – Προσευχή στον Κύριο Οσίου Ιωάννου Δαμασκηνού

Ποιά είναι αυτά;

Η πίστη, η φρόνηση, η ελπίδα, η δικαιοσύνη, η εγκράτεια, η ευσέβεια, η πραότητα, η ταπεινοφροσύνη και η ελεημοσύνη. Αυτά τα πνευματικά οστά συντρίφτηκαν, Δέσποτα αλλ’ ίασαί με, Κύριε, ότι «εταράχθη τα οστά μου και η ψυχή μου εταράχθη σφόδρα», βλέπω να φθάνει το τέλος της ζωής μου, και «η ψυχή μου εταράχθη σφόδρα», βλέπω το μετά θάνατο δύσκολο δρόμο και μακρινό και εγώ προς τα εκεί δεν είμαι έτοιμος, «και η ψυχή μου εταράχθη σφόδρα».

Βλέπω το δανειστή να απαιτεί τα δανεικά, και να μη δύναμαι να του αποδώσω «και η ψυχή μου εταράχθη σφόδρα», βλέπω το λογοθέτη μου να παρουσιάζει το χειρόγραφο και τους δημίους να ουρλιάζουν εναντίον μου, «και η ψυχή μου εταράχθη σφόδρα».

Βλέπω να με κατηγορούν πολλοί, και κανέναν υπερασπιστή «και η ψυχή μου εταράχθη σφόδρα», όλος είμαι πληρωμένος από ταραχή και σκοτοδίνη, και αγωνιώ, και τρέμω, και φρίττω, και τα σπλάγχνα μου σπαράσσονται, και δεν γνωρίζω τί να κάμω, με ποιό πρόσωπο ν’ αντικρίσω τον Κριτή μου; Ζαλίζομαι, τρέμω, φρικιάζω, και είμαι σε αμηχανία, και λοιπόν «η ψυχή μου εταράχθη σφόδρα».

Ελέησέ με, Κύριε, «ότι εταράχθη τα οστά μου και η ψυχή μου εταράχθη σφόδρα».

Ο πονηρός δεν παύει να με ενοχλεί οι εχθροί μου δεν παύουν να με πολεμούν, ο εμφύλιος πόλεμος της σάρκας πάντοτε με καταφλέγει, οι πονηροί λογισμοί δεν ησυχάζουν καθόλου. «Δι’ ο επίστρεψον, Κύριε, ρύσαι την ψυχήν μου και σώσόν με ένεκεν του ελέους σου».

Ως συμπαθής, ελέησέ με, ως ελεήμων συμπάθησέ με, ως φιλάνθρωπος, σώσον με χάριν του ελέους σου και όχι από τα έργα μου, διότι είναι πονηρά, όχι από τους κόπους μου, γιατί είμαι ασθενής, όχι από τις σκέψεις μου και τα λόγια μου, διότι είναι ακάθαρτοι και μολυσμένοι, αλλά ένεκα του ελέους σου, πολυέλεε Κύριε, σώσον με.

Εάν δε θέλεις να με δικάσεις, Δέσποτα, πρώτος εγώ θα καταδικάσω τον εαυτό μου. Εγώ κατηγορώ τον εαυτό μου ότι είμαι άξιος θανάτου. Λοιπόν σώσον με χάριν του ελέους σου. – Προσευχή στον Κύριο Οσίου Ιωάννου Δαμασκηνού

Στη φιλανθρωπία σου καταφεύγω, πανάγαθε, δεν έχω κάτι άξιο να σου προσφέρω.

Ελεημοσύνη ζητώ μη ζητήσεις από μένα την αξία της. Ενθυμήσου τα λόγια σου. Κύριε, ότι με επιμέλεια ασχολείται ο νους του ανθρώπου στα πονηρά από τη νεότητά του: Και ότι ο άνθρωπος προσκολλήθηκε σ’ αυτήν τη ματαιότητα, και οι ημέρες του σαν σκιά, παρέρχονται και ότι κανείς δεν είναι καθαρός από μολυσμό της αμαρτίας και ότι «εν ανομίαις συνελήφθην και εν αμαρτίαις εκίσσησέ με η μήτηρ μου».

Διότι εάν παρατηρήσεις τις ανομίες μας, Κύριε, κανείς δεν θα υπομείνει την οργή σου. Γι’ αυτό σώσε με τον ανάξιο δούλο σου χάριν του ελέους σου και όχι χάριν των έργων μου.

Εάν βέβαια ελεήσεις τον άξιο, δεν είναι τίποτε το παράδοξο, εάν σώσεις τον δίκαιο, τίποτε το παράξενο, σώσε με χάριν της αγάπης σου. Δείξε θαυμαστό το έλεος σου σ’ εμένα, Κύριε. Σε μένα φανέρωσε την ευσπλαχνία σου, Δέσποτα. Σ’ έμενα εκδήλωσε μεγάλη τη φιλανθρωπία σου, Άγιε. Δείξε σ’ εμένα. Κύριε, τα αρχαία ελέη σου, που είχες δείξει στους εκλεκτούς σου, καθότι τους μεν δικαίους σώζεις, τους δε αμαρτωλούς ελεείς.

Να μη νικήσει η κακία μου την αγαθότητά σου, Κύριε, μήτε να εισέλθεις σε ακριβή εξέταση και κρίση μετά του δούλου σου. Διότι, εάν θελήσεις να με δικάσεις, θα φραχθεί το στόμα μου, μη έχοντας τι να πει ή τι ν’ απολογηθεί.

Γι’ αυτό «μη εισέλθεις εις κρίσιν μετά του δούλου σου», ούτε να ζυγίσεις τις αμαρτίες μου την απειλή σου.

Αλλ’ «απόστρεψον το πρόσωπόν σου από των αμαρτιών μου και πάσας τας αμαρτίας μου εξάλειψον», και σώσον με χάριν του ελέους σου, Κύριε. Και το έλεος σου να με συνοδεύει, Κύριε, που φεύγω κακώς από σένα, που πάντοτε δραπετεύω από σένα και που καταλήγω στην αμαρτία πάντοτε με κακό τρόπο.

Αυτό μόνο παρακαλώ, και ικετεύω, και δέομαι «σώσόν με ένεκεν του ελέους σου». Σώσε με, προτού ν’ αναχωρήσω προς εκείνα τα δικαστήρια ή καλύτερα, να πω την αλήθεια, προς εκείνα τα κολαστήρια, όπου δεν υπάρχει μετάνοια, ούτε εξομολόγηση.

Δεν υπάρχει συγχώρηση γι’ αυτούς, που δεν μετανοούν εδώ, ούτε εξομολογούνται.

Γι’ αυτό σώσε με τον ανάξιο δούλο σου, που μετανοεί και εξομολογείται ενώπιόν σου, χάριν του ελέους σου, Κύριε, και όχι χάριν των έργων μου.

Διότι συ, Κύριε, είπες, «ζητάτε και θα βρείτε, κτυπήστε την πόρτα και θα σας ανοιχθεί και όσα ζητήσετε με πίστη θα τα λάβετε». Γι’ αυτό σώσε με χάριν του ελέους σου, φιλάνθρωπε Δέσποτα, για να δοξαστεί και σ’ εμένα το πανάγιο όνομά σου και υπερδεδοξασμένο, Κύριε, Θεέ μου, που έγινες για μένα όμοιος μ’ έμενα, ώστε και εγώ, αφού συναριθμηθώ με όλους τους αγίους, να σε δοξάζω τον υπεράγαθο και φιλάνθρωπο Θεό μου Ιησού Χριστό μαζί με τον άναρχο Πατέρα και το πανάγιο και αγαθό και ζωοποιό σου Πνεύμα τώρα και πάντοτε και στους αιώνες των αιώνων. Αμήν.


Γέροντας Ιάκωβος Βαλαδήμος «Με μιά μπουκιά ψωμί δε χορταίνεις και η ευχή είναι ο άρτος της ψυχής»


Όταν προς το τέλος της ζωής του ο Όσιος Γέροντας Ιάκωβος βρισκόταν στο νοσοκομείο των Ιωαννίνων τον επισκέφθηκε μιά λόγια και ευσεβής ψυχή, η οποία ποθούσε να γίνει και νύμφη Χριστού ακολουθώντας την μοναχική πολιτεία. Ο Γέροντας κατά την ψυχωφελή συζήτηση την ρώτησε: 
- Προσεύχεσαι καθημερινά, κόρη, στον γλυκύτατό μας Ιησού;
- Προσεύχομαι Γέροντα, του απάντησε με κατεβασμένο από συστολή κεφάλι.
- Την ευχή την λές; Συνέχισε.
- Την λέω Γέροντα!
- Πόσες φορές την λές;
- Την λέω, Γέροντα, επανέλαβε αμήχανα.
- Άκου, κόρη μου, της είπε. Την λές μιά ή πολλές φορές; Γιατί με μιά μπουκιά ψωμί ο άνθρωπος δεν χορταίνει και η ευχή είναι ο άρτος της ψυχής. Όσο περισσότερες φορές την λες, τόσο η γλυκύτητα μένει μόνιμα στο στόμα σου και τόσο πιό πολύ αισθάνεσαι τον τροφοδότη Χριστό να σε γεμίζει με την Χάρη Του.
Και μόνο αυτή η στιχομυθία δείχνει την συνεχή τροφοδοσία του Γέροντος, από τον Άρτο της Ζωής, τον άρτο «Ζωής της Αιωνιζούσης» τον άρτο που δεν ξεραίνεται ούτε μουχλιάζει, την μονολόγιστη ευχή «Κύριε, Ιησού Χριστέ, ελέησόν με».

“Γέρ. Ιάκωβος Βαλαδήμος – Ο Άγιος των ανέργων της Βίτσας Ζαγορίου”, Δρος Χαραλάμπους Μ. Μπούσια, εκδ. Αγαθός Λόγος, σελ. 63-64

ΜΟΝΑΔΙΚΗ ΠΡΟΣΕΥΧΗ ΓΙΑ ΤΗΝ ΣΩΤΗΡΙΑ ΜΑΣ ΕΝ ΤΗ ΩΡΑ ΤΗΣ ΚΡΙΣΕΩΣ!

ΕΥΧΗ ΕΙΣ ΤΟΝ ΚΥΡΙΟΝ ΗΜΩΝ ΙΗΣΟΥΝ ΧΡΙΣΤΟΝ, 
ΠΑΝΥ ΚΑΤΑΝΥΚΤΙΚΗ ΚΑΙ ΙΚΕΤΗΡΙΟΣ


Του Αγίου Ιωάννου του Δαμασκηνού*,

Ο ουν καθ’ εσπέραν λέγων αυτήν μετά κατανύξεως, ει επέλθει επ’ αυτόν η φοβερά ώρα του θανάτου εν τη νυκτί ταύτη, λυτρούται της κολάσεως, ελέει Θεού.

* Άλλοι δε φασι ποίημα ταύτην είναι Αναστασίου του Σιναίτου.


Εὔσπλαγχνε καὶ πολυέλεε Κύριε Ἰησοῦ Χριστὲ ὁ Θεός μου, ὁ ἐλθὼν εἰς τὸν κόσμον ἁμαρτωλούς σῶσαι, ὧν πρῶτός εἰμι ἐγώ, ἐλέησόν με πρὸ τῆς ἐμῆς τελευτῆς. 

Οἶδα γὰρ ὅτι φρικτὸν καὶ φοβερὸν ἀναμένει με δικαστήριον ἐνώπιον πάσης τῆς κτίσεως, ὅτε καὶ τῶν ἐναγῶν καὶ παμβεβήλων μου πράξεων ἁπασῶν φανέρωσις γίνεται· ἀσύγγνωστα γὰρ ὡς ἀληθῶς καὶ ἀνάξια ὑπάρχουσι συγχωρήσεως, 
ὡς ὑπερβαίνοντα τῷ πλήθει ψάμμον θαλάσσιον.

Διὰ τοῦτο καὶ οὐ τολμῶ τὴν αἴτησιν τῆς ἀφέσεως τούτων ποιήσασθαι, Δέσποτα, 
ὅτι πλεῖον πάντων ἀνθρώπων εἰς σέ ἐπλημμέλησα.

Ὅτι ὑπὲρ τὸν ἄσωτον ἀσώτως ἐβίωσα, ὅτι ὑπὲρ τὸν μυρία τάλαντα χρεωφειλέτης σου γέγονα, ὅτι ὑπὲρ τὸν Τελώνην κακῶς ἐτελώνησα, ὅτι ὑπὲρ τὸν Ληστήν ἐμαυτόν ἐθανάτωσα, ὅτι ὑπὲρ τὴν Πόρνην ἐγώ ὁ φιλόπορνος ἔπραξα, ὅτι ὑπὲρ τοὺς Νινευΐτας ἀμετανόητα ἐπλημμέλησα, ὅτι ὑπὲρ τὸν Μανασσῆν «ὑπερῆραν τὴν κεφαλήν μου αἱ ἀνομίαι μου καὶ ὡσεὶ φορτίον βαρὺ ἐβαρύνθησαν ἐπ’ ἐμέ καὶ ἐταλαιπώρησα καὶ κατεκάμφθην ἕως τέλους»·

ὅτι τὸ Πνεῦμα σου τὸ ἅγιον ἐλύπησα, ὅτι τῶν ἐντολῶν σου παρήκουσα, ὅτι τὸν πλοῦτόν σου διεσκόρπισα, ὅτι τὴν χάριν σου ἐβεβήλωσα, ὅτι τὸν ἀρραβῶνα, ὅν μοι δέδωκας, ἐν ἀνομίαις ἀνήλωσα, ὅτι τὸ τίμιον κατ’ εἰκόνα σου, τὴν ψυχήν μου, ἐμόλυνα, ὅτι τὸν χρόνον, ὅν μοι δέδωκας εἰς μετάνοιαν, μετὰ τῶν ἐχθρῶν σου ἐβίωσα, ὅτι οὐδεμίαν ἐντολήν σου ἐφύλαξα, ὅτι τὸν χιτῶνά μου κατερρύπωσα, ὅν με ἐνέδυσας, ὅτι τοῦ ὀρθοῦ λόγου τὴν λαμπάδα ἀπέσβεσα, ὅτι τὸ πρόσωπόν μου, ὅ ἐφαίδρυνας, ἐν ἁμαρτίαις ἠχρείωσα, ὅτι τοὺς ὀφθαλμούς μου, 
οὕς ἐφώτισας, ἑκουσίως ἐτύφλωσα, ὅτι τὰ χείλη μου, 
ἅπερ πολλάκις τοῖς θείοις σου μυστηρίοις ἡγίασας, αἰσχύναις ἐμόλυνα.

Καί οἶδα ὅτι πάντως τῷ φοβερῷ σου βήματι παραστήσομαι ὡς κατάδικος ὁ παμμίαρος. Οἶδα ὅτι πάντα τότε τὰ πεπραγμένα μοι ἐλεγχθήσονται καὶ οὐκ ἀποκρυβήσεται οὐδὲν παρὰ Σοί.

Ἀλλά δέομαί σου, εὐσυμπάθητε, πολυέλεε, φιλανθρωπότατε Κύριε, «μὴ τῷ θυμῷ σου ἐλέγξῃς με, οὐ λέγω, μὴ παιδεύσῃς με, ἀδύνατον γὰρ τοῦτο ἀπὸ τῶν ἔργων μου, 
ἀλλὰ μὴ τῷ θυμῷ σου ἐλέγξῃς με». 

Κερδήσω τοῦτο παρὰ Σοί, ἐὰν μὴ τῷ θυμῷ σου καὶ τῇ ὀργῇ σου παιδεύσῃς με, μηδὲ φανερώσῃς αὐτὰ Ἀγγέλων καὶ ἀνθρώπων ἐνώπιον εἰς αἰσχύνην μου καὶ ὄνειδος. «Κύριε, μὴ τῷ θυμῷ σου ἐλέγξῃς με»· εἰ φθαρτοῦ βασιλέως θυμὸν οὐδεὶς ἐνεγκεῖν δύναται, πόσῳ μάλλον Σοῦ τοῦ Κυρίου τὸν θυμὸν ὁ ἄθλιος ὑποστήσομαι; 
«Κύριε, μὴ τῷ θυμῷ σου ἐλέγξῃς με μηδὲ τῇ ὀργῇ σου παιδεύσῃς με».

Οἶδα Λῃστήν αἰτήσαντα καὶ παρευθὺς συγχώρησιν ἐκ Σοῦ κομισάμενον. Οἶδα Πόρνην ὁλοψύχως προσελθοῦσαν καὶ συγχωρηθεῖσαν. 
Οἶδα Τελώνην ἐκ βάθους στενάξαντα καὶ δικαιωθέντα.

Έγώ δὲ ὁ πανάθλιος πάντας ὑπερβαίνων ταῖς ἁμαρτίαις, τῇ μετανοίᾳ τούτους οὐ θέλω μιμήσασθαι, οὐδὲ γὰρ ἔχω δάκρυον ἐκτενές. Οὐκ ἔχω ἐξομολόγησιν καθαρὰν καὶ ἀληθινήν, οὐκ ἔχω στεναγμὸν ἐκ βάθους καρδίας, οὐκ ἔχω καθαρὰν τὴν ψυχήν, οὐκ ἔχω ἀγάπην κατά Θεόν, οὐκ ἔχω πτωχείαν πνευματικήν, οὐκ ἔχω προσευχὴν διηνεκῆ, οὐκ ἔχω σωφροσύνην ἐν τῇ σαρκί, οὐκ ἔχω καθαρότητα λογισμῶν, οὐκ ἔχω προαίρεσιν θεοτερπῆ. 
Ποίῳ οὖν προσώπῳ ἤ ἐν ποίᾳ παρρησίᾳ ζητήσω συγχώρησιν;

«Κύριε, μὴ τῷ θυμῷ σου ἐλέγξῃς με»· Πολλάκις, Δέσποτα, μετανοεῖν συνεταξάμην. Πολλάκις ἐν Ἐκκλησίᾳ κατανυγεὶς προσπίπτω Σοι, ἐξερχόμενος δὲ ταίς ἁμαρτίαις εὐθύς περιπίπτω. Ποσάκις με ἠλέησας, ἐγὼ δὲ Σε παρώργισα! Ποσάκις ἐμακροθύμησας, ἐγὼ δὲ οὐκ ἐπέστρεψα! Ποσάκις με ἀνέστησας, ἐγὼ δὲ πάλιν ὀλισθήσας κατέπεσον! Ποσάκις μου εἰσήκουσας, ἐγὼ δὲ σου παρήκουσα! Ποσάκις με ἐπόθησας, ἐγὼ δὲ ούδαμοῦ Σοι ἐδούλευσα! 
Ποσάκις μέ ἐτίμησας, ἐγὼ δὲ οὐκ ηὐχαρίστησα!

Ποσάκις ἁμαρτήσαντα, ὡς ἀγαθός Πατήρ παρεκάλεσας καὶ ὡς υἱόν κατεφίλησας καὶ τὰς ἀγκάλας ὑφαπλώσας μοι ἐβόησας· ἔγειρε, μὴ φοβοῦ, στήθι· πάλιν δεύρο, οὐκ ὀνειδίζω σε, οὐ βδελύσσομαι, οὐκ ἀποῤῥίπτω, οὐδὲ σκληρύνω τὸ ἐμὸν πλάσμα, τὸ ἐμὸν τέκνον, τὴν ἐμὴν εἰκόνα, ὅν οἰκείαις χερσί διέπλασα ἄνθρωπον καὶ ἐφόρεσα, ὑπὲρ οὗ τὸ αἷμα ἐξέχεα, οὐκ ἀποστρέφομαι πρός με ἐρχόμενον τὸ λογικόν μου πρόβατον, τὸ ἀπολωλός, οὐ δύναμαι μὴ ἀποδοῦναι τὴν προτέραν εὐγένειαν, οὐ δύναμαι μὴ συναριθμῆσαι τοῖς ἐνενήκοντα ἐννέα προβάτοις· διά γὰρ τοῦτο καὶ μόνον ἐπί τῆς γῆς κατελήλυθα καὶ τὸν λύχνον ἀνῆψα, 
τὴν σάρκα μου τὴν οἰκείαν καὶ τὴν οἰκίαν ἐσάρωσα καὶ τὰς φίλας Δυνάμεις τὰς οὐρανίους συνεκαλεσάμην ἐπευφρανθῆναι τῇ τούτου εὑρέσει.

Πάντα οὖν τὰ τοιαῦτα ὡς ἀγαθός καὶ φιλάνθρωπος ἐχαρίσω μοι, Δέσποτα, ἐγὼ δὲ πάντων καταφρονήσας ὁ ἄθλιος, εἰς ἀλλοτρίαν καὶ μακράν χώραν τῆς ἀπωλείας ἀπέδρασα. Ἀλλ’ αὐτὸς με, πανάγαθε, πάλιν ἐπανάγαγε καὶ μὴ ὀργισθῇς μοι τῷ τάλανι, Κύριε, μηδὲ τῷ θυμῷ σου ἐλέγξῃς με, εὔσπλαγχνε, ἀλλὰ μακροθύμησον καὶ ἔτι ἐπ’ ἐμοὶ. Μὴ σπεύσῃς ἐκκόψαι με ὡς τὴν συκῆν τὴν ἄκαρπον, μηδὲ κελεύσῃς ἄωρον ἐκ τοῦ βίου θερίσαι με, ἀλλὰ δός μοι ζωῆς προθεσμίαν καὶ ὁδήγησόν με εἰς μετάνοιαν, Κύριε, καὶ «μή τῷ θυμῷ σου ἐλέγξῃς με, 
Δέσποτα, μηδὲ τῇ ὀργῇ σου παιδεύσης με».

«Ἐλέησόν με, Κύριε, ὅτι ἀσθενής εἰμι τῇ ψυχῇ», ἀσθενής εἰμι τῷ λογισμῷ, ἀσθενής τῇ γνώμη, ἀσθενής τῇ προαιρέσει. Ἐξέλιπε γὰρ μου ἡ ἰσχύς, ἐξέλιπέ μου ὁ χρόνος, ἐξέλιπον ἐν ματαιότητι ἡμέραι μου πᾶσαι καὶ τὸ τέλος ἐφέστηκεν. Ἀλλ’ ἄνοιξον, ἄνοιξον, ἄνοιξόν μοι, Κύριε, ἀναξίως κρούοντι καὶ μὴ ἀποκλείσῃς μοι τὴν θύραν τῆς εὐσπλαγχνίας σου. Ἐάν γὰρ Σὺ κλείσης, τίς μοι ἀνοίξει; Ἐάν Σὺ μὴ με ἐλεήσης, τίς μοι βοηθήσει; Οὐδείς ἄλλος, οὐδείς, 
εἰ μὴ Σὺ ὁ φύσει ἐλεήμων καὶ εὔσπλαγχνος.

«Ἐλέησόν με, Κύριε, ὅτι ἀσθενὴς εἰμι»· Ἐξενεύρισε γάρ με ὁ ἐχθρὸς καὶ ἀσθενῆ καὶ συντετριμμένον ἐποίησεν, ὁ ἀσθενής δὲ καὶ συντετριμμένος οὐ δύναται ἀναστῆσαι ἑαυτόν, οὐ δύναται ἰάσασθαι ἑαυτόν, ὁ συντετριμμένος οὐ δύναται βοηθήσαι ἑαυτῷ, 
λοιπόν ἐλέησόν με, Κύριε, ὅτι ἀσθενής εἰμι.

«Ἴασαί με, Κύριε, ὅτι ἐταράχθη τὰ ὀστᾶ μου καὶ ἡ ψυχή μου ἐταράχθη σφόδρα»· Σωματικὸς καὶ ψυχικός με κατέλαβε τάραχος, Δέσποτα, ὅτι σαρκικοῖς περιέπεσα πάθεσιν, ὅτι καὶ τὴν σάρκα καὶ τὴν ψυχήν τοῖς δαίμοσιν ἐποίησα παίγνιον. Ἴασαί με, Κύριε, ὅτι ἐταράχθη τὰ ὀστᾶ μου τὰ συνδεσμοῦντα τὸν ἔσω ἄνθρωπον. Ποῖα ταῦτα; Ἡ πίστις, ἡ φρόνησις, ἡ ἐλπίς, 
ἡ δικαιοσύνη, ἡ ἐγκράτεια, ἡ εὐσέβεια, ἡ πραότης, ἡ ταπεινοφροσύνη καὶ ἡ ἐλεημοσύνη. 
Ταύτα τὰ ὀστᾶ συνετρίβησαν, Δέσποτα, «ἀλλ’ ἴασαί με, Κύριε, 
ὅτι ἐταράχθη τὰ ὀστᾶ μου καὶ ἡ ψυχή μου ἐταράχθη σφόδρα».

Ὁρῶ γὰρ λοιπόν τὴν ὥραν τῆς ζωῆς μου προφθάσασαν, καὶ ἡ ψυχή μου ἐταράχθη σφόδρα. Ὁρῶ τὴν πρός τὰ ἐκεῖσε χαλεπήν ὁδὸν καὶ μακράν, κἀμέ πρός τὰ ἐκεῖσε ἐμαυτόν ἑτοίμως μὴ ἔχοντα, καὶ ἡ ψυχή μου ἐταράχθη σφόδρα. 

Ὁρῶ τὸν δανειστήν ἀπαιτοῦντά με καὶ μὴ ἀποδοῦναι ἰσχύοντα, καὶ ἡ ψυχή μου ἐταράχθη σφόδρα. Ὁρῶ τὸν λογοθέτην μου τὸ χειρόγραφον ἐπισείοντα καὶ τοὺς δημίους βρύχοντας κατ’ ἐμοῦ, καὶ ἡ ψυχή μου ἐταράχθη σφόδρα. Ὁρῶ πολλούς κατηγοροῦντάς με καὶ οὐδὲνα συνήγορον, καὶ ἡ ψυχή μου ἐταράχθη σφόδρα. 

Ὅλος δι’ ὅλου ταραχῆς καὶ σκοτοδίνης πεπλήρωμαι καὶ ἀγωνιῶ καὶ τρέμω καὶ φρίττω καὶ τὰ σπλάγχνα σπαράττομαι καὶ τί πράξω οὐκ ἐπίσταμαι ἤ ποίῳ προσώπῳ τὸν Κριτήν μου θεάσωμαι! Ἰλιγγιῶ, ταράττομαι, συνέχομαι καὶ ἀμηχανῶ, καὶ λοιπόν ἡ ψυχή μου ἐταράχθη σφόδρα. «Ἐλέησόν με, Κύριε, ὅτι ἐταράχθη τὰ ὀστᾶ μου καὶ ἡ ψυχή μου ἐταράχθη σφόδρα». 

Ὁ πονηρὸς διενοχλεῖν οὐ παύεται, οἱ ἐχθροὶ μου τοῦ πολεμεῖν οὐκ ἀφίστανται, ὁ ἐμφύλιος τῆς σαρκός πόλεμος καταφλέγει με πάντοτε, οἱ πονηροί λογισμοί οὐδαμῶς ἡσυχάζουσι.

«Καί Σύ Κύριε, ἕως πότε;». Ἰδοὺ ὁρᾷς, Κύριε, πάντα τὰ κατ’ ἐμέ, ὅτι ἄπορα καὶ ἐλεεινὰ. Ἰδοὺ βλέπεις τὴν κατ’ ἐμοῦ ἔνστασιν καὶ τὸν πόλεμον τοῦ σώματος καὶ τὴν κάμινον τῶν παθῶν καὶ τὴν ἀτονίαν τῆς ψυχικῆς μου δυνάμεως. Λοιπόν, Κύριε, ἕως πότε οὐ συμπαθεῖς; 

Ἕως πότε οὐκ ἐκδικεῖς; Ἕως πότε οὐ σπεύδεις; Ἕως πότε οὐ βλέπεις; Ἕως πότε παρορᾷς; Κύριε, ἐν τῷ ἐλέει σου σῶσόν με. Μὴ παρίδῃς με, Κύριε, τὸν ἀνάξιον, ἕνεκεν τοῦ ἐλέους σου. Ἡ γὰρ Σὴ παρόρασις ἐμὴ κατάπτωσις γίνεται, Δέσποτα. «Δι’ὅ ἐπίστρεψον, 
Κύριε, ρῦσαι τὴν ψυχήν μου καὶ σῶσόν με ἕνεκεν τοῦ ἐλέους σου». 

Ὡς συμπαθὴς ἐλέησον, ὡς ἐλεήμων συμπάθησον, ὡς φιλάνθρωπος σῶσόν με, ἕνεκεν τοῦ ἐλέους σου καὶ οὐχ ἕνεκεν τῶν ἔργων μου, πονηρὰ γὰρ εἰσιν. Οὐχ ἕνεκεν τῶν πόνων μου, ἀσθενὴς γάρ εἰμι. Οὐχ ἕνεκεν τῶν λογισμῶν ἤ τῶν λόγων μου, ρυπαροὶ γάρ εἰσι καὶ ἀκάθαρτοι, ἀλλ’ ἕνεκεν τοῦ ἐλέους σου, πολυέλεε Κύριε, σῶσόν με. 

Εἰ δὲ δικάσασθαι πρός με βούλει, Δέσποτα, ἐγὼ πρῶτος ἐκφέρω κατ’ ἐμαυτοῦ τὴν ψῆφον. Ἐγώ καταδιαμαρτύρομαι ὅτι ἄξιος θανάτου εἰμί. Λοιπόν σῶσόν με ἕνεκεν τοῦ ἐλέους σου, εἰς τὴν φιλανθρωπίαν σου καταφεύγω, Πανάγαθε. Οὐκ ἔχω τί Σοι προσαγαγεῖν ἄξιον, ἐλεημοσύνην ζητῶ, μὴ ἀπαιτήσῃς με τὴν ταύτης τιμήν.

«Μνήσθητι τῶν λόγων σου, Κύριε, ὅτι ἐπιμελῶς ἔγκειται ἡ διάνοια τοῦ ἀνθρώπου ἐπὶ τὰ πονηρά ἐκ νεότητος αὐτοῦ». Καὶ «ἄνθρωπος ματαιότητι ὡμοιώθη καὶ αἱ ἡμέραι αὐτοῦ ὡσεὶ σκιά παράγουσι». Καί «ούδείς καθαρός ἀπὸ ῥύπου». 

Καὶ ὅτι «ἐν ἀνομίαις συνελήφθην καὶ ἐν ἁμαρτίαις ἐκίσσησέ με ἡ μήτηρ μου». Ἐάν γὰρ ἀνομίας παρατηρήσῃς ἡμῶν, οὐδεὶς ὑποστήσεται, Κύριε, δι’ ὅ σῶσόν με τὸν ἀνάξιον δούλόν σου ἕνεκεν τοῦ ἐλέους σου καὶ οὐκ ἕνεκεν τῶν ἔργων μου. 

Ἐάν γὰρ τὸν ἄξιον ἐλεήσῃς, οὐδὲν θαυμαστόν. Ἐάν τὸν δίκαιον σώσῃς, οὐδὲν ξένον. «Σῶσόν με ἕνεκεν τοῦ ἐλέους σου», ἐπ’ ἐμοὶ τὸ ἔλεός σου θαυμάστωσον, Κύριε, εἰς ἐμὲ τὴν εὐσπλαγχνίαν Σου ἐμφάνισον, Δέσποτα, εἰς ἐμὲ τὴν φιλανθρωπίαν σου μεγάλυνον, Ἅγιε.

Δεῖξον ἐπ’ ἐμοί, Κύριε, τὰ ἀρχαῖα ἐλέη σου, ὅτι τοὺς μέν δικαίους σῲζεις καὶ τοὺς ἁμαρτωλούς ἐλεεῖς. Μὴ νικήσῃ ἡ ἐμὴ κακία τὴν Σήν ἀγαθότητα, Κύριε, μηδὲ εἰσέλθῃς εἰς κρίσιν μετὰ τοῦ δούλου σου. Ἐάν γὰρ θελήσῃς μετ’ ἐμοῦ δικάσασθαι, φραγήσεταί μου τὸ στόμα, 
μὴ ἔχον τὶ φθέγξασθαι ἤ τὶ ἀπολογήσασθαι.

Δι’ ὅ μὴ εἰσέλθῃς εἰς κρίσιν μετὰ τοῦ δούλου σου, μηδὲ ἐπισταθμήσῃς τὰς ἐμὰς ἁμαρτίας τῇ Σῇ ἀπειλῇ. «Ἀλλ’ ἀπόστρεψον τὸ πρόσωπόν σου ἀπὸ τῶν ἁμαρτιῶν μου καὶ πάσας τὰς ἀνομίας μου ἐξάλειψον». 

Καί «σῶσόν με ἕνεκεν τοῦ ἐλέους σου, Κύριε, καὶ τὸ ἔλεός σου καταδιώξῃ με πάσας τὰς ἡμέρας τῆς ζωῆς μου». Καταδιωξάτω με τὸ ἔλεός σου, Κύριε, τὸν κακῶς ἀπὸ Σοῦ φεύγοντα, τὸν ἀεί ἀπὸ Σοῦ δραπετεύοντα καὶ πρός τὴν ἁμαρτία ἀεί κακῶς ἀποτρέχοντα.

Τοῦτο μόνον ἐπικαλοῦμαι καὶ ἱκετεύω καὶ δέομαι, «σῶσόν με ἕνεκεν τοῦ ἐλέους σου». Σῶσόν με πρὸ τοῦ με ἀπελθεῖν εἰς τὰ ἐκεῖσε δικαστήρια, ἤ μᾶλλον τἀληθές εἰπεῖν, 
εἰς τὰ ἐκεῖσε κολαστήρια, ἔνθα οὐκ ἔστι μετάνοια οὔτε ἐξομολόγησις. 

«Ἐν γὰρ τῷ ἃδῃ φησί, τίς ἐξομολογήσεταί Σοι; Δι’ ὅ σῶσόν με ἕνεκεν τοῦ ἐλέους σου, ὅτι οὐκ έστιν ἐν τῷ θανάτω ὁ μνημονεύων σου», οὐδὲ ἐν τῷ ἃδῃ ὁ ἐξομολογούμενος. Ἐκεῖ γὰρ οὐκ ἔστι μετάνοια, οὐκ ἔστιν ἄφεσις τοῖς ὧδε μὴ μετανοοῦσι μηδὲ ἐξομολογουμένοις. 

«Δι’ ὅ σῶσόν με μετανοοῦντά Σοι καὶ ἐξομολογούμενον τὸν ἀνάξιον δοῦλόν σου, ἕνεκεν τοῦ ἐλέους Σου, Κύριε, καὶ οὐχ ἕνεκεν τῶν ἔργων μου». Σὺ γὰρ εἶπας, Κύριε, «ζητεῖτε καὶ εὑρήσετε, κρούετε καὶ ἀνοιγήσεται ὑμῖν» καὶ «ὅσα ἄν αἰτήσητε πιστεύοντες, λήψεσθε». 

Δι’ ὅ σῶσόν με ἕνεκεν τοῦ ἐλέους σου, φιλάνθρωπε Δέσποτα, ἵνα καὶ ἐπ’ ἐμοὶ δοξασθῇ τὸ πανάγιον καὶ ὑπερδεδοξασμένον ὄνομά σου, Κύριε ὁ Θεός μου, ὁ δι’ ἐμὲ κατ’ ἐμὲ γεγονώς, ὡς ἄν κἀγὼ μετὰ πάντων τῶν ἁγίων συναριθμηθεὶς δοξάζω Σε τὸν ὑπεράγαθον καὶ φιλάνθρωπον Θεόν μου Ἰησοῦν Χριστὸν σὺν τῷ ἀνάρχῳ σου Πατρὶ καὶ τῷ παναγίῳ καὶ ἀγαθῷ καὶ ζωοποιῷ σου Πνεῦματι, νῦν καὶ ἀεὶ καὶ εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων. 

Ἀμήν.






Προσευχή Επισκόπου Λαρίσης και Τυρνάβου Θεολόγου «ΜΕΙΝΟΝ ΜΕΘ’ ΗΜΩΝ»

Ο Μαρτυρικός Μητροπολίτης Λαρίσης και Τυρνάβου Θεολόγος


Προσευχή Επισκόπου Λαρίσης και Τυρνάβου Θεολόγου

«ΜΕΙΝΟΝ ΜΕΘ’ ΗΜΩΝ»


Ὃταν τά πρόσωπά μας εἶναι 

σκυθρωπά ἀπό θλίψη, 

ἀπό μυστικό πόνο, 

μεῖνε μαζί μας Κύριε!


Ὃταν νιώθουμε ἀποθαρρημένοι ἀπό 

τίς δυσκολίες, ὅταν τά ελαττώματα 

μᾶς γονατίζουν καὶ ἀδυνατίζουν 

τή θέλησή μας διὰ τὸν ἀγῶνα μας, 

μεῖνε μαζί μας Κύριε!


Ὃταν συναντάμε την ἀχαριστία, 

τήν παρανόηση τῶν ἄλλων, ὅταν μᾶς 

πληγώνουν ἐκεῖνοι που ἀγαπάμε, 

μεῖνε μαζί μας Κύριε!


Ὃταν ζοῦμε στόν ὠκεανό 

τῶν δωρεῶν Σου γιά νά μήν ξεχνᾶμε, 

μεῖνε μαζί μας Κύριε!


Ὃταν τό καθῆκον μας φαίνεται σκληρό, 

ὅταν ὁ δρόμος τῆς ἀρετῆς, τῆς τιμιότητος, 

μᾶς φαίνεται ἀνηφορικός, 

μεῖνε μαζί μας Κύριε!


Ὃταν μᾶς ἐγκαταλείπουν οἱ φίλοι 

ἐπειδή δέν περιμένουν ὑλικά ἀπὸ μᾶς, 

μεῖνε μαζί μας Κύριε!


Ὃταν κάποιος φεύγει ἀπό τή ζωή,

μεῖνε μαζί μας Κύριε!


Ὃταν κρημνίζονται οἱ ἐλπίδες μας 

καὶ βαθιά ἐπιθυμία μας ἀργεῖ,

μεῖνε μαζί μας Κύριε!


Ὃταν πλησιάζει τό βράδυ 

καὶ ἡ ψυχή μας μόνη... 

μεῖνε μαζί μας Κύριε!


Μεῖνε γιά πάντα μαζί μας Κύριε, 

σέ χαρά, σέ λύπη, 

σέ ἐπιτυχίες, σὲ ἀποτυχίες!


Ἡ μυστική παρουσία Σου 

νὰ μᾶς συντροφεύει!


(Προσευχή Επισκόπου Λαρίσης και Τυρνάβου Θεολόγου 7-1-1918 -- +31-7-1996)



΄Ω, Πανάγιο Πνεύμα του Θεού, μή φύγεις ποτέ από εμάς, ούτε όταν Σέ θέλουμε, ούτε όταν δέν Σέ θέλουμε!


Η αγάπη του Θεού, ως ευώδες μύρο, εκχέεται στις καρδιές μας με κανέναν άλλο τροπο παρά δια του Αγίου Πνεύματος, του Πανάγαθου και Παντοδύναμου Πνεύματος.

Πέφτουμε, σηκωνόμαστε, πέφτουμε και σηκωνόμαστε!

Όταν πέφτουμε, το Πνεύμα του Θεού στέκεται δίπλα μας και μας εγείρει, αν επιθυμούμε να εγερθούμε.

Ωστόσο, όταν εγερθούμε, το Πνεύμα του Θεού έρχεται μέσα μας και μας παραστέκει έως ότου εμείς, λόγω της αμαρτωλότητας και της ανοησίας μας, ξαναπέσουμε.

Έτσι, σε αυτή τη ζωή γινόμαστε εναλλάξ ένα εύφορο χωράφι και μια έρημος, υιοί μετανοίας και άσωτοι υιοί, πληρότητα και κενότητα, φως και σκοτάδι.

Ω, Πανάγιο Πνεύμα του Θεού, μη φύγεις ποτέ από εμάς, ούτε όταν Σε θέλουμε ούτε όταν δεν Σε θέλουμε! 

Να είσαι πάντοτε μαζί μας μέχρι τον θάνατό μας και σώσε μας, για να έχουμε αιώνια ζωή.

Ότι Σοι πρέπει πάσα δόξα, τιμή και προσκύνησις εις τούς αιώνας των αιώνων. Αμήν.


Άγιος Νικόλαος Βελιμίροβιτς.
Από το βιβλίο «Πνευματικό Ημερολόγιο, Ο Πρόλογος της Αχρίδος»

Η ΔΥΝΑΜΗ, που έχει τό λάδι από τό ΚΑΝΤΗΛΙ της ΘΕΟΤΟΚΟΥ καί των ΑΓΙΩΝ !

΄Οσιος Νήφων Επίσκοπος Κωνσταντιανής


(…) Μιά νύχτα είχε πάρει λιγάκι ο ύπνος τόν δούλο του Θεού. 

Ξαφνικά φάνηκε ο διάβολος κρατώντας μιάν αξίνα!

Τήν σήκωσε ψηλά γιά νά τόν χτυπήσει, μά, πρίν προλάβει νά τήν κατεβάσει, κυριεύτηκε από φρίκη καί τρόμο, τραβήχτηκε πίσω καί χάθηκε σάν καπνός, ξεφωνίζοντας καί κάνοντας μεγάλο θόρυβο, ενώ ο Νήφων, ξύπνιος πιά, τόν άκουσε να τρίζει τα δόντια καί νά λέει:

– ΄Αχ, Μαρία! Εσύ, όπως πάντα, μέ καίς! 
Εσύ, που προστατεύεις αυτό τό αγύριστο κεφάλι!

Από τά θυμωμένα εκείνα λόγια του σατανά, ο δίκαιος κατάλαβε ότι η Παναγία τόν υπερασπιζόταν καί τόν σκέπαζε μέ τήν χάρη της, επειδή κάθε βράδυ, πριν κοιμηθεί συνήθιζε να παίρνει λάδι απ’ το καντήλι της και ν’ αλείφεται με πολλή ευλάβεια στο μέτωπο, στον αυχένα, στην καρδιά και σ’ όλα του τα αισθητήρια.

Η μυστική δύναμη, που είχε το άγιο εκείνο λάδι, έτρεψε το διάβολο σε φυγή.

Από τότε, διαπιστώνοντας τήν δύναμη που έχει τό λάδι από το καντήλι της Θεοτόκου καί των Άγίων, συμβούλευε τους γνωστούς του να παίρνουν κάθε βράδυ απ’ αυτό, ν’ αλείφονται μέ πίστη και μετά νά κοιμούνται.

Από το βιβλίο: Ένας Ασκητής Επίσκοπος – Όσιος Νήφων Επίσκοπος Κωνσταντιανής, Ιερά Μονή Παρακλήτου, Ωρωπος Αττικής 2004, σελ. 81

Μικρά δέησις προς την Θεοτόκον Αγιου Νήφωνος Κωνσταντιανής


Ελέησόν με, η ευωδία των χριστιανών η Κεχαριτωμένη, η Πανάχραντος και βοήθησόν με διά το μέγα σου έλεος, δεδοξασμένη, πλουσιόφωτε, η ελπίς των μετανοούντων.

Ἁγίου Ἰωάννου Δαμασκηνοῦ.... Εὐχή μ ε τ α ν ο ί α ς. Ἀπόδοση στὴν Νέα Ἑλληνική. [ Ε Ξ Ο Χ Ο! ]


Εύσπλαχνε και ελεήμονα Κύριε Ιησού Χριστέ ο Θεός μου, Εσύ που ήρθες στον κόσμο για να σώσεις τους αμαρτωλούς, εκ των οποίων εγώ είμαι ο πρώτος, ελέησέ με πριν τον θάνατό μου. 

Διότι γνωρίζω ότι με περιμένει φρικτό και φοβερό δικαστήριο μπροστά σε όλη την κτίση, τότε που θα φανερωθούν όλες οι εγκληματικές και βέβηλες πράξεις μου. 

Γιατί πράγματι δεν είναι άξια συγγνώμης ούτε συγχώρησης τα αμαρτήματά μου, που υπερβαίνουν σε πλήθος ακόμα και την άμμο της θάλασσας.

Γι’ αυτό και δεν τολμώ να ζητήσω άφεση αμαρτιών για αυτά, Δέσποτα, γιατί περισσότερο από όλους τους ανθρώπους ενώπιόν Σου έσφαλα.

Γιατί έζησα πιο άσωτα και από τον άσωτο Υιό,
γιατί οφείλω περισσότερα και από τον οφειλέτη των μυρίων ταλάντων,
γιατί περισσότερο και από τον τελώνη έκλεψα,
γιατί και από τον Ληστή περισσότερο θανάτωσα τον εαυτό μου,
γιατί πιο πολύ και από την πόρνη εγώ ο φιλόπορνος έπραξα,
γιατί περισσότερο από τους Νινευΐτες εγκλημάτησα αμετανόητα,
γιατί παραπάνω από τον Μανασσή «οι ανομίες μου υπερέβησαν το κεφάλι μου και σαν βαρύ φορτίο με κατέβαλαν και ταλαιπωρήθηκα και κάμφθηκα μέχρι το τέλος»,
γιατί λύπησα το Άγιο Πνεύμα σου,
γιατί παράκουσα τις εντολές του,
γιατί σκόρπισα τον πλούτο σου,
γιατί βεβήλωσα τη Χάρη σου,
γιατί τον αρραβώνα που συνήψαμε τον κατέστρεψα με ανομίες,
γιατί το τίμιο ‘κατ’ εικόνα’ σου, την ψυχή μου, τη μόλυνα,
γιατί τον χρόνο που μου έδωσες για μετάνοια, τον πέρασα με τους εχθρούς σου,
γιατί καμιά σου εντολή δεν φύλαξα,
γιατί καταβρώμισα τον χιτώνα μου, αυτό με τον οποίο Εσύ με έντυσες,
γιατί έσβησα τη λαμπάδα της λογικής,
γιατί το πρόσωπό μου, που Εσύ φώτισες, εγώ το εξαχρείωσα με αμαρτίες,
γιατί τα χείλη μου, αυτά που πολλές φορές καθαγίασες με τη Θεία Ευχαριστία, εγώ τα μόλυνα με ξεδιαντροπιές.

Και γνωρίζω καλά ότι μπροστά στο φοβερό βήμα σου με κάθε τρόπο θα καταδικαστώ ο χυδαίος. Ξέρω καλά ότι εκείνη τη στιγμή όλα όσα έχω πράξει θα ελεγχθούν και δεν θα κρυφτεί τίποτε ενώπιόν Σου.

Αλλά σε παρακαλώ, αγαθέ, πολυέλεε, φιλανθρωπότατε Κύριε, «μη με ελέγξεις με θυμό. Δεν λέω ‘μη με παιδεύσεις’, γιατί αυτό δεν είναι δυνατόν λόγω των έργων μου, αλλά μη με ελέγξεις με θυμό».

Θα ωφεληθώ σε αυτό από Εσένα, εάν δεν με παιδέψεις με θυμό και οργή, ούτε φανερώσεις αυτά μπροστά σε Αγγέλους και ανθρώπους προς εξευτελισμό και ατίμωσή μου.

«Κύριε μη με ελέγξεις με τον θυμό σου».


΄Αν κανείς δεν αντέχει να κουβαλά τον θυμό ενός φθαρτού βασιλιά, πόσω μάλλον να μπορώ εγώ ο άθλιος να υποστώ τον θυμό τον δικό Σου, του Κυρίου.

«Κύριε μη με ελέγξεις με τον θυμό σου».
Γνωρίζω ότι ληστής ζήτησε και αμέσως παρέλαβε από εσένα τη συγχώρεση.

Ξέρω ότι πόρνη ολόψυχα σε πλησίασε και συγχωρέθηκε.

Γνωρίζω ότι τελώνης αναστέναξε εκ βάθους ψυχής και δικαιώθηκε.

Εγώ όμως ο πανάθλιος, υπερβαίνοντας όλους αυτούς στις αμαρτίες, δεν θέλω να τους μιμηθώ στη μετάνοια, ούτε έχω αρκετά δάκρυα.
Δεν έχω καθαρή και αληθινή εξομολόγηση,
δεν έχω στεναγμό εκ βάθους καρδίας,
δεν έχω καθαρή την ψυχή μου,
δεν έχω αγάπη κατά Θεόν,
δεν έχω πνευματική πτωχεία,
δεν έχω διαρκή προσευχή,
δεν έχω εγκράτεια στη σάρκα μου,
δεν έχω καθαρότητα λογισμών,
δεν έχω θεοπρεπή προαίρεση.
Με ποιο, λοιπόν, πρόσωπο ή με ποιο θάρρος να ζητήσω συγχώρεση;

«Κύριε μη με ελέγξεις με τον θυμό σου».
Πολλές φορές, Δέσποτα, αποφάσισα να μετανοήσω. Πολλές φορές, στην Εκκλησία με κατάνυξη γονατίζω ενώπιόν Σου, βγαίνοντας έξω όμως αμέσως ξαναπέφτω στις αμαρτίες.
Πόσες φορές με ελέησες κι εγώ σε παρόργισα!
Πόσες φορές έδειξες μακροθυμία κι εγώ δεν επέστρεψα!
Πόσες φορές με σήκωσες κι εγώ πάλι γλιστρώντας γκρεμίστηκα!
Πόσες φορές εισάκουσες την προσευχή μου, ενώ εγώ σε παράκουσα!
Πόσες φορές με πόθησες, ενώ εγώ καθόλου δεν σε υπηρέτησα!
Πόσες φορές με τίμησες, ενώ εγώ δεν σε ευχαρίστησα!
Πόσες φορές, ενώ αμάρτησα, ως αγαθός Πατέρας με παρηγόρησες και ως γιο σου με καταφίλησες και ανοίγοντας την αγκαλιά σου μου φώναξες:
«Σήκω, μη φοβάσαι, στάσου όρθιος· έλα και πάλι, δεν σε ντροπιάζω, δεν σε αποστρέφομαι, δεν σε απορρίπτω ούτε είμαι σκληρόκαρδος με το πλάσμα μου, το τέκνο μου, την εικόνα μου, τον άνθρωπο που έπλασα με τα ίδια μου τα χέρια και τον ντύθηκα, αυτόν που για χάρη του έχυσα το αίμα μου.

Δεν αποστρέφομαι το λογικό μου πρόβατο το χαμένο, δεν μπορώ να μην του αποδώσω την προηγούμενη καλή του ανατροφή, δεν μπορώ να μην το συνυπολογίζω με τα άλλα ενενήντα εννέα πρόβατα· διότι γι’ αυτό και μόνο κατέβηκα στη γη και άναψα για λυχνάρι την ίδια μου τη σάρκα και σκούπισα όλο μου το σπίτι (για να βρω αυτή τη χαμένη δραχμή) και συγκάλεσα όλες τις φιλικές μου ουράνιες δυνάμεις για να χαρούν με αυτήν την εύρεση.

Όλα αυτά λοιπόν ως αγαθός και φιλάνθρωπος μου χάρισες Δέσποτα, εγώ όμως ο άθλιος περιφρονώντας τα όλα έφυγα για την ξένη και μακρινή χώρα της απώλειας. 

Αλλά εσύ ο ίδιος, Πανάγαθε, πάλι φέρε με πίσω και μην οργισθείς με μένα τον ταλαίπωρο, Κύριε, μη με ελέγξεις με τον θυμό σου, εύσπλαχνε, αλλά μακροθύμησε κι άλλο για χάρη μου. 

Μη βιαστείς να με αποκόψεις σαν την άκαρπη συκιά, ούτε να επιτρέψεις πρόωρο θάνατο, αλλά δώσε μου προθεσμία ζωής και οδήγησέ με στη μετάνοια, Κύριε και «μη με ελέγξεις με τον θυμό σου, Δέσποτα, ούτε να με παιδέψεις με την οργή σου».

«Ελέησέ με, Κύριε, γιατί είμαι ασθενής στην ψυχή», είμαι ασθενής στον λογισμό, είμαι ασθενής στην απόφαση και ασθενής στην προαίρεση. 

Με εγκατέλειψε η δύναμή μου, με εγκατέλειψε ο χρόνος, τελειώνουν οι μέρες μου όλες μέσα στη ματαιότητα και έφτασε το τέλος. 

Αλλά άνοιξε, άνοιξε, άνοιξέ μου, Κύριε, κι ας χτυπάω ανάξια και μη με κλείσεις έξω από την πόρτα της ευσπλαχνίας σου. 

Γιατί, αν εσύ κλείσεις, ποιος θα μου ανοίξει; 

Εάν Εσύ δεν με ελεήσεις, ποιος θα με βοηθήσει;

Κανένας άλλος, κανένας Κύριε, εκτός από Εσένα τον εκ φύσεως Ελεήμονα και εύσπλαχνο.

Ευχή Γ’ Μετανοίας, Αγίου Ιωάννου Δαμασκηνού (ή Αναστασίου του Σιναΐτου)
Επιλογή αποσπασμάτων – Απόδοση στη Νεοελληνική: aparchi.gr
Το πρωτότυπο Εδώ


Μια υπέροχη Προσευχή!

Εὐχὴ Γ' (τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Δαμασκηνό, 
ἄλλοι λέγουν Ἀναστασίου τοῦ Σιναΐτου)

Εὔσπλαγχνε καὶ πολυέλεε Κύριε Ἰησοῦ Χριστὲ ὁ Θεός μου, ὁ ἐλθὼν εἰς τὸν κόσμον ἁμαρτωλούς σῶσαι, ὧν πρῶτός εἰμι ἐγώ, ἐλέησόν με πρὸ τῆς ἐμῆς τελευτῆς.
Οἶδα γὰρ ὅτι φρικτὸν καὶ φοβερὸν ἀναμένει με δικαστήριον ἐνώπιον πάσης τῆς κτίσεως, ὅτε καὶ τῶν ἐναγῶν καὶ παμβεβήλων μου πράξεων ἁπασῶν φανέρωσις γίνεται· ἀσύγγνωστα γὰρ ὡς ἀληθῶς καὶ ἀνάξια ὑπάρχουσι συγχωρήσεως, ὡς ὑπερβαίνοντα τῷ πλήθει ψάμμον θαλάσσιον.
Διὰ τοῦτο καὶ οὐ τολμῶ τὴν αἴτησιν τῆς ἀφέσεως τούτων ποιήσασθαι, Δέσποτα, ὅτι πλεῖον πάντων ἀνθρώπων εἰς Σέ ἐπλημμέλησα.
Ὅτι ὑπὲρ τὸν ἄσωτον ἀσώτως ἐβίωσα,
ὅτι ὑπὲρ τὸν μυρία τάλαντα χρεωφειλέτης Σου γέγονα,
ὅτι ὑπὲρ τὸν Τελώνην κακῶς ἐτελώνησα,
ὅτι ὑπὲρ τὸν Ληστήν ἐμαυτόν ἐθανάτωσα,
ὅτι ὑπὲρ τὴν Πόρνην ἐγώ ὁ φιλόπορνος ἔπραξα,
ὅτι ὑπὲρ τοὺς Νινευΐτας ἀμετανόητα ἐπλημμέλησα,
ὅτι ὑπὲρ τὸν Μανασσῆν «ὑπερῆραν τὴν κεφαλήν μου αἱ ἀνομίαι μου καὶ ὡσεὶ φορτίον βαρὺ ἐβαρύνθησαν ἐπ' ἐμέ καὶ ἐταλαιπώρησα καὶ κατεκάμφθην ἕως τέλους»·
ὅτι τὸ Πνεῦμα Σου τὸ ἅγιον ἐλύπησα,
ὅτι τῶν ἐντολῶν Σου παρήκουσα,
ὅτι τὸν πλοῦτόν Σου διεσκόρπισα,
ὅτι τὴν χάριν Σου ἐβεβήλωσα,
ὅτι τὸν ἀρραβῶνα, ὅν μοι δέδωκας, ἐν ἀνομίαις ἀνήλωσα,
ὅτι τὸ τίμιον κατ' εἰκόνα Σου, τὴν ψυχήν μου, ἐμόλυνα,
ὅτι τὸν χρόνον, ὅν μοι δέδωκας εἰς μετάνοιαν,
μετὰ τῶν ἐχθρῶν Σου ἐβίωσα,
ὅτι οὐδεμίαν ἐντολήν Σου ἐφύλαξα,
ὅτι τὸν χιτῶνά μου κατερρύπωσα, ὅν με ἐνέδυσας,
ὅτι τοῦ ὀρθοῦ λόγου τὴν λαμπάδα ἀπέσβεσα,
ὅτι τὸ πρόσωπόν μου, ὅ ἐφαίδρυνας,
ἐν ἁμαρτίαις ἠχρείωσα,
ὅτι τοὺς ὀφθαλμούς μου, οὕς ἐφώτισας,
ἑκουσίως ἐτύφλωσα,
ὅτι τὰ χείλη μου, ἅπερ πολλάκις τοῖς θείοις Σου μυστηρίοις ἡγίασας, αἰσχύναις ἐμόλυνα.
Καί οἶδα ὅτι πάντως τῷ φοβερῷ Σου βήματι παραστήσομαι ὡς κατάδικος ὁ παμμίαρος.
Οἶδα ὅτι πάντα τότε τὰ πεπραγμένα μοι ἐλεγχθήσονται καὶ οὐκ ἀποκρυβήσεται οὐδὲν παρὰ Σοί.
Ἀλλά δέομαί Σου, εὐσυμπάθητε, πολυέλεε, φιλανθρωπότατε Κύριε,
«μὴ τῷ θυμῷ Σου ἐλέγξῃς με, οὐ λέγω, μὴ παιδεύσῃς με, ἀδύνατον γὰρ τοῦτο ἀπὸ τῶν ἔργων μου, ἀλλὰ μὴ τῷ θυμῷ Σου ἐλέγξῃς με».
Κερδήσω τοῦτο παρὰ Σοί, ἐὰν μὴ τῷ θυμῷ Σου καὶ τῇ ὀργῇ Σου παιδεύσῃς με, μηδὲ φανερώσῃς αὐτὰ Ἀγγέλων καὶ ἀνθρώπων ἐνώπιον εἰς αἰσχύνην μου καὶ ὄνειδος.
«Κύριε, μὴ τῷ θυμῷ Σου ἐλέγξῃς με»·
εἰ φθαρτοῦ βασιλέως θυμὸν οὐδεὶς ἐνεγκεῖν δύναται, πόσῳ μάλλον Σοῦ τοῦ Κυρίου τὸν θυμὸν ὁ ἄθλιος ὑποστήσομαι;
«Κύριε, μὴ τῷ θυμῷ Σου ἐλέγξῃς με μηδὲ τῇ ὀργῇ Σου παιδεύσῃς με».
Οἶδα Λῃστήν αἰτήσαντα καὶ παρευθὺς συγχώρησιν ἐκ Σοῦ κομισάμενον.
Οἶδα Πόρνην ὁλοψύχως προσελθοῦσαν καὶ συγχωρηθεῖσαν.
Οἶδα Τελώνην ἐκ βάθους στενάξαντα καὶ δικαιωθέντα.
Έγώ δὲ ὁ πανάθλιος πάντας ὑπερβαίνων ταῖς ἁμαρτίαις, τῇ μετανοίᾳ τούτους οὐ θέλω μιμήσασθαι, οὐδὲ γὰρ ἔχω δάκρυον ἐκτενές.
Οὐκ ἔχω ἐξομολόγησιν καθαρὰν καὶ ἀληθινήν,
οὐκ ἔχω στεναγμὸν ἐκ βάθους καρδίας,
οὐκ ἔχω καθαρὰν τὴν ψυχήν,
οὐκ ἔχω ἀγάπην κατά Θεόν,
οὐκ ἔχω πτωχείαν πνευματικήν,
οὐκ ἔχω προσευχὴν διηνεκῆ,
οὐκ ἔχω σωφροσύνην ἐν τῇ σαρκί,
οὐκ ἔχω καθαρότητα λογισμῶν,
οὐκ ἔχω προαίρεσιν θεοτερπῆ.
Ποίῳ οὖν προσώπῳ ἤ ἐν ποίᾳ παρρησίᾳ ζητήσω συγχώρησιν;
«Κύριε, μὴ τῷ θυμῷ Σου ἐλέγξῃς με»·
Πολλάκις, Δέσποτα, μετανοεῖν συνεταξάμην.
Πολλάκις ἐν Ἐκκλησίᾳ κατανυγεὶς προσπίπτω Σοι, ἐξερχόμενος δὲ ταίς ἁμαρτίαις εὐθύς περιπίπτω.
Ποσάκις με ἠλέησας, ἐγὼ δὲ Σε παρώργισα!
Ποσάκις ἐμακροθύμησας, ἐγὼ δὲ οὐκ ἐπέστρεψα!
Ποσάκις με ἀνέστησας, ἐγὼ δὲ πάλιν ὀλισθήσας κατέπεσον!
Ποσάκις μου εἰσήκουσας, ἐγὼ δὲ Σου παρήκουσα!
Ποσάκις με ἐπόθησας, ἐγὼ δὲ ούδαμοῦ Σοι ἐδούλευσα!
Ποσάκις μέ ἐτίμησας, ἐγὼ δὲ οὐκ ηὐχαρίστησα!
Ποσάκις ἁμαρτήσαντα, ὡς ἀγαθός Πατήρ παρεκάλεσας καὶ ὡς υἱόν κατεφίλησας καὶ τὰς ἀγκάλας ὑφαπλώσας μοι ἐβόησας·
ἔγειρε, μὴ φοβοῦ, στήθι·
πάλιν δεύρο,
οὐκ ὀνειδίζω σε,
οὐ βδελύσσομαι,
οὐκ ἀποῤῥίπτω,
οὐδὲ σκληρύνω τὸ ἐμὸν πλάσμα,
τὸ ἐμὸν τέκνον,
τὴν ἐμὴν εἰκόνα,
ὅν οἰκείαις χερσί διέπλασα ἄνθρωπον καὶ ἐφόρεσα,
ὑπὲρ οὗ τὸ αἷμα ἐξέχεα,
οὐκ ἀποστρέφομαι πρός με ἐρχόμενον τὸ λογικόν μου πρόβατον, τὸ ἀπολωλός,
οὐ δύναμαι μὴ ἀποδοῦναι τὴν προτέραν εὐγένειαν,
οὐ δύναμαι μὴ συναριθμῆσαι τοῖς ἐνενήκοντα ἐννέα προβάτοις·
διά γὰρ τοῦτο καὶ μόνον ἐπί τῆς γῆς κατελήλυθα καὶ τὸν λύχνον ἀνῆψα,
τὴν σάρκα μου τὴν οἰκείαν καὶ τὴν οἰκίαν ἐσάρωσα καὶ τὰς φίλας δυνάμεις τὰς οὐρανίους συνεκαλεσάμην ἐπευφρανθῆναι τῇ τούτου εὑρέσει.
Πάντα οὖν τὰ τοιαῦτα ὡς ἀγαθός
καὶ φιλάνθρωπος ἐχαρίσω μοι, Δέσποτα,
ἐγὼ δὲ πάντων καταφρονήσας ὁ ἄθλιος,
εἰς ἀλλοτρίαν καὶ μακράν χώραν τῆς ἀπωλείας ἀπέδρασα.
Ἀλλ' αὐτὸς με, πανάγαθε,
πάλιν ἐπανάγαγε καὶ μὴ ὀργισθῇς μοι τῷ τάλανι,
Κύριε, μηδὲ τῷ θυμῷ Σου ἐλέγξῃς με, εὔσπλαγχνε,
ἀλλὰ μακροθύμησον καὶ ἔτι ἐπ' ἐμοὶ.
Μὴ σπεύσῃς ἐκκόψαι με ὡς τὴν συκῆν τὴν ἄκαρπον,
μηδὲ κελεύσῃς ἄωρον ἐκ τοῦ βίου θερίσαι με,
ἀλλὰ δός μοι ζωῆς προθεσμίαν καὶ ὁδήγησόν με εἰς μετάνοιαν, Κύριε,
καὶ «μή τῷ θυμῷ Σου ἐλέγξῃς με, Δέσποτα, μηδὲ τῇ ὀργῇ Σου παιδεύσης με».
«Ἐλέησόν με, Κύριε,
ὅτι ἀσθενής εἰμι τῇ ψυχῇ»,
ἀσθενής εἰμι τῷ λογισμῷ,
ἀσθενής τῇ γνώμη,
ἀσθενής τῇ προαιρέσει.
Ἐξέλιπε γὰρ μου ἡ ἰσχύς,
ἐξέλιπέ μου ὁ χρόνος,
ἐξέλιπον ἐν ματαιότητι ἡμέραι μου πᾶσαι καὶ τὸ τέλος ἐφέστηκεν.
Ἀλλ' ἄνοιξον, ἄνοιξον, ἄνοιξόν μοι, Κύριε, ἀναξίως κρούοντι καὶ μὴ ἀποκλείσῃς μοι τὴν θύραν τῆς εὐσπλαγχνίας Σου.
Ἐάν γὰρ Σὺ κλείσης, τίς μοι ἀνοίξει;
Ἐάν Σὺ μὴ με ἐλεήσης, τίς μοι βοηθήσει;
Οὐδείς ἄλλος, οὐδείς, εἰ μὴ Σὺ ὁ φύσει ἐλεήμων καὶ εὔσπλαγχνος.
«Ἐλέησόν με, Κύριε, ὅτι ἀσθενὴς εἰμι»·
Ἐξενεύρισε γάρ με ὁ ἐχθρὸς καὶ ἀσθενῆ καὶ συντετριμμένον ἐποίησεν,
ὁ ἀσθενής δὲ καὶ συντετριμμένος οὐ δύναται ἀναστῆσαι ἑαυτόν,
οὐ δύναται ἰάσασθαι ἑαυτόν,
ὁ συντετριμμένος οὐ δύναται βοηθήσαι ἑαυτῷ,
λοιπόν ἐλέησόν με, Κύριε, ὅτι ἀσθενής εἰμι...
«Ἴασαί με, Κύριε, ὅτι ἐταράχθη τὰ ὀστᾶ μου καὶ ἡ ψυχή μου ἐταράχθη σφόδρα»·
Σωματικὸς καὶ ψυχικός με κατέλαβε τάραχος, Δέσποτα,
ὅτι σαρκικοῖς περιέπεσα πάθεσιν,
ὅτι καὶ τὴν σάρκα καὶ τὴν ψυχήν τοῖς δαίμοσιν ἐποίησα παίγνιον.
Ἴασαί με, Κύριε, ὅτι ἐταράχθη τὰ ὀστᾶ μου τὰ συνδεσμοῦντα τὸν ἔσω ἄνθρωπον.
Ποῖα ταῦτα;
Ἡ πίστις, ἡ φρόνησις, ἡ ἐλπίς, ἡ δικαιοσύνη, ἡ ἐγκράτεια, ἡ εὐσέβεια, ἡ πραότης, ἡ ταπεινοφροσύνη καὶ ἡ ἐλεημοσύνη.
Ταύτα τὰ ὀστᾶ συνετρίβησαν, Δέσποτα,
«ἀλλ' ἴασαί με, Κύριε, ὅτι ἐταράχθη τὰ ὀστᾶ μου
καὶ ἡ ψυχή μου ἐταράχθη σφόδρα».
Ὁρῶ γὰρ λοιπόν τὴν ὥραν τῆς ζωῆς μου προφθάσασαν,
καὶ ἡ ψυχή μου ἐταράχθη σφόδρα.
Ὁρῶ τὴν πρός τὰ ἐκεῖσε χαλεπήν ὁδὸν καὶ μακράν,
κἀμέ πρός τὰ ἐκεῖσε ἐμαυτόν ἑτοίμως μὴ ἔχοντα,
καὶ ἡ ψυχή μου ἐταράχθη σφόδρα.
Ὁρῶ τὸν δανειστήν ἀπαιτοῦντά με καὶ μὴ ἀποδοῦναι ἰσχύοντα, καὶ ἡ ψυχή μου ἐταράχθη σφόδρα.
Ὁρῶ τὸν λογοθέτην μου τὸ χειρόγραφον ἐπισείοντα καὶ τοὺς δημίους βρύχοντας κατ' ἐμοῦ, καὶ ἡ ψυχή μου ἐταράχθη σφόδρα.
Ὁρῶ πολλούς κατηγοροῦντάς με καὶ οὐδὲνα συνήγορον, καὶ ἡ ψυχή μου ἐταράχθη σφόδρα.
Ὅλος δι' ὅλου ταραχῆς καὶ σκοτοδίνης πεπλήρωμαι καὶ ἀγωνιῶ καὶ τρέμω καὶ φρίττω καὶ τὰ σπλάγχνα σπαράττομαι καὶ τί πράξω οὐκ ἐπίσταμαι ἤ ποίῳ προσώπῳ τὸν Κριτήν μου θεάσωμαι!
Ἰλιγγιῶ, ταράττομαι, συνέχομαι καὶ ἀμηχανῶ, καὶ λοιπόν ἡ ψυχή μου ἐταράχθη σφόδρα.
«Ἐλέησόν με, Κύριε, ὅτι ἐταράχθη τὰ ὀστᾶ μου καὶ ἡ ψυχή μου ἐταράχθη σφόδρα».
Ὁ πονηρὸς διενοχλεῖν οὐ παύεται, οἱ ἐχθροὶ μου τοῦ πολεμεῖν οὐκ ἀφίστανται, ὁ ἐμφύλιος τῆς σαρκός πόλεμος καταφλέγει με πάντοτε, οἱ πονηροί λογισμοί οὐδαμῶς ἡσυχάζουσι.
«Καί Σύ Κύριε, ἕως πότε;».
Ἰδοὺ ὁρᾷς, Κύριε, πάντα τὰ κατ' ἐμέ,
ὅτι ἄπορα καὶ ἐλεεινὰ.
Ἰδοὺ βλέπεις τὴν κατ' ἐμοῦ ἔνστασιν καὶ τὸν πόλεμον τοῦ σώματος καὶ τὴν κάμινον τῶν παθῶν καὶ τὴν ἀτονίαν τῆς ψυχικῆς μου δυνάμεως.
Λοιπόν, Κύριε, ἕως πότε οὐ συμπαθεῖς;
Ἕως πότε οὐκ ἐκδικεῖς; Ἕως πότε οὐ σπεύδεις;
Ἕως πότε οὐ βλέπεις; Ἕως πότε παρορᾷς;
Κύριε, ἐν τῷ ἐλέει Σου σῶσόν με.
Μὴ παρίδῃς με, Κύριε, τὸν ἀνάξιον,
ἕνεκεν τοῦ ἐλέους Σου.
Ἡ γὰρ Σὴ παρόρασις ἐμὴ κατάπτωσις γίνεται, Δέσποτα.
«Δι'ὅ ἐπίστρεψον, Κύριε, ρῦσαι τὴν ψυχήν μου καὶ σῶσόν με ἕνεκεν τοῦ ἐλέους Σου».
Ὡς συμπαθὴς ἐλέησον, ὡς ἐλεήμων συμπάθησον,
ὡς φιλάνθρωπος σῶσόν με, ἕνεκεν τοῦ ἐλέους Σου καὶ οὐχ ἕνεκεν τῶν ἔργων μου, πονηρὰ γὰρ εἰσιν.
Οὐχ ἕνεκεν τῶν πόνων μου, ἀσθενὴς γάρ εἰμι.
Οὐχ ἕνεκεν τῶν λογισμῶν ἤ τῶν λόγων μου, ρυπαροὶ γάρ εἰσι καὶ ἀκάθαρτοι, ἀλλ' ἕνεκεν τοῦ ἐλέους Σου, πολυέλεε Κύριε, σῶσόν με.
Εἰ δὲ δικάσασθαι πρός με βούλει, Δέσποτα, ἐγὼ πρῶτος ἐκφέρω κατ' ἐμαυτοῦ τὴν ψῆφον.
Ἐγώ καταδιαμαρτύρομαι ὅτι ἄξιος θανάτου εἰμί.
Λοιπόν σῶσόν με ἕνεκεν τοῦ ἐλέους Σου, εἰς τὴν φιλανθρωπίαν Σου καταφεύγω, Πανάγαθε.
Οὐκ ἔχω τί Σοι προσαγαγεῖν ἄξιον,
ἐλεημοσύνην ζητῶ,
μὴ ἀπαιτήσῃς με τὴν ταύτης τιμήν.
«Μνήσθητι τῶν λόγων Σου, Κύριε, ὅτι ἐπιμελῶς ἔγκειται ἡ διάνοια τοῦ ἀνθρώπου ἐπὶ τὰ πονηρά ἐκ νεότητος αὐτοῦ». Καὶ «ἄνθρωπος ματαιότητι ὡμοιώθη καὶ αἱ ἡμέραι αὐτοῦ ὡσεὶ σκιά παράγουσι». Καί «ούδείς καθαρός ἀπὸ ῥύπου».
Καὶ ὅτι «ἐν ἀνομίαις συνελήφθην καὶ ἐν ἁμαρτίαις ἐκίσσησέ με ἡ μήτηρ μου».
Ἐάν γὰρ ἀνομίας παρατηρήσῃς ἡμῶν, οὐδεὶς ὑποστήσεται, Κύριε, δι' ὅ σῶσόν με τὸν ἀνάξιον δούλόν Σου ἕνεκεν τοῦ ἐλέους Σου καὶ οὐκ ἕνεκεν τῶν ἔργων μου.
Ἐάν γὰρ τὸν ἄξιον ἐλεήσῃς, οὐδὲν θαυμαστόν. Ἐάν τὸν δίκαιον σώσῃς, οὐδὲν ξένον. «Σῶσόν με ἕνεκεν τοῦ ἐλέους Σου», ἐπ' ἐμοὶ τὸ ἔλεός Σου θαυμάστωσον, Κύριε, εἰς ἐμὲ τὴν εὐσπλαγχνίαν Σου ἐμφάνισον, Δέσποτα, εἰς ἐμὲ τὴν φιλανθρωπίαν Σου μεγάλυνον, Ἅγιε.
Δεῖξον ἐπ' ἐμοί, Κύριε, τὰ ἀρχαῖα ἐλέη Σου, ὅτι τοὺς μέν δικαίους σῲζεις καὶ τοὺς ἁμαρτωλούς ἐλεεῖς.
Μὴ νικήσῃ ἡ ἐμὴ κακία τὴν Σήν ἀγαθότητα, Κύριε,
μηδὲ εἰσέλθῃς εἰς κρίσιν μετὰ τοῦ δούλου Σου.
Ἐάν γὰρ θελήσῃς μετ' ἐμοῦ δικάσασθαι,
φραγήσεταί μου τὸ στόμα, μὴ ἔχον τὶ φθέγξασθαι ἤ τὶ ἀπολογήσασθαι.
Δι' ὅ μὴ εἰσέλθῃς εἰς κρίσιν μετὰ τοῦ δούλου Σου, μηδὲ ἐπισταθμήσῃς τὰς ἐμὰς ἁμαρτίας τῇ Σῇ ἀπειλῇ. «Ἀλλ' ἀπόστρεψον τὸ πρόσωπόν Σου ἀπὸ τῶν ἁμαρτιῶν μου καὶ πάσας τὰς ἀνομίας μου ἐξάλειψον». Καί «σῶσόν με ἕνεκεν τοῦ ἐλέους Σου, Κύριε, καὶ τὸ ἔλεός Σου καταδιώξῃ με πάσας τὰς ἡμέρας τῆς ζωῆς μου».
Καταδιωξάτω με τὸ ἔλεός Σου, Κύριε, τὸν κακῶς ἀπὸ Σοῦ φεύγοντα, τὸν ἀεί ἀπὸ Σοῦ δραπετεύοντα καὶ πρός τὴν ἁμαρτία ἀεί κακῶς ἀποτρέχοντα.
Τοῦτο μόνον ἐπικαλοῦμαι καὶ ἱκετεύω καὶ δέομαι, «σῶσόν με ἕνεκεν τοῦ ἐλέους Σου».
Σῶσόν με πρὸ τοῦ με ἀπελθεῖν εἰς τὰ ἐκεῖσε δικαστήρια, ἤ μᾶλλον τἀληθές εἰπεῖν, εἰς τὰ ἐκεῖσε κολαστήρια, ἔνθα οὐκ ἔστι μετάνοια οὔτε ἐξομολόγησις. «Ἐν γὰρ τῷ ἃδῃ φησί, τίς ἐξομολογήσεταί Σοι;
Δι' ὅ σῶσόν με ἕνεκεν τοῦ ἐλέους Σου, ὅτι οὐκ έστιν ἐν τῷ θανάτω ὁ μνημονεύων Σου», οὐδὲ ἐν τῷ ἃδῃ ὁ ἐξομολογούμενος. Ἐκεῖ γὰρ οὐκ ἔστι μετάνοια, οὐκ ἔστιν ἄφεσις τοῖς ὧδε μὴ μετανοοῦσι μηδὲ ἐξομολογουμένοις.
«Δι' ὅ σῶσόν με μετανοοῦντά Σοι καὶ ἐξομολογούμενον τὸν ἀνάξιον δοῦλόν Σου, ἕνεκεν τοῦ ἐλέους Σου, Κύριε, καὶ οὐχ ἕνεκεν τῶν ἔργων μου». Σὺ γὰρ εἶπας, Κύριε, «ζητεῖτε καὶ εὑρήσετε, κρούετε καὶ ἀνοιγήσεται ὑμῖν» καὶ «ὅσα ἄν αἰτήσητε πιστεύοντες, λήψεσθε».
Δι' ὅ σῶσόν με ἕνεκεν τοῦ ἐλέους Σου, φιλάνθρωπε Δέσποτα, ἵνα καὶ ἐπ' ἐμοὶ δοξασθῇ τὸ πανάγιον καὶ ὑπερδεδοξασμένον ὄνομά Σου, Κύριε ὁ Θεός μου, ὁ δι' ἐμὲ κατ' ἐμὲ γεγονώς, ὡς ἄν κἀγὼ μετὰ πάντων τῶν ἁγίων συναριθμηθεὶς δοξάζω Σε τὸν ὑπεράγαθον καὶ φιλάνθρωπον Θεόν μου Ἰησοῦν Χριστὸν σὺν τῷ ἀνάρχῳ Σου Πατρὶ καὶ τῷ παναγίῳ καὶ ἀγαθῷ καὶ ζωοποιῷ Σου Πνεῦματι, νῦν καὶ ἀεὶ καὶ εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων. Ἀμήν.