.

.

Δός μας,

Τίμιε Πρόδρομε, φωνή συ που υπήρξες η φωνή του Λόγου. Δος μας την αυγή εσύ που είσαι το λυχνάρι του θεϊκού φωτός. Βάλε σήμερα τα λόγια μας σε σωστό δρόμο, εσύ που υπήρξες ο Πρόδρομος του Θεού Λόγου. Δεν θέλουμε να σε εγκωμιάσουμε με τα δικά μας λόγια, επειδή τα λόγια μας δεν έχουν μεγαλοπρέπεια και τιμή. Όσοι θα θελήσουν να σε στεφανώσουν με τα εγκώμιά τους, ασφαλώς θα πετύχουν κάτι πολύ πιό μικρό από την αξία σου. Λοιπόν να σιγήσω και να μη προσπαθήσω να διακηρύξω την ευγνωμοσύνη μου και τον θαυμασμό μου, επειδή υπάρχει ο κίνδυνος να μη πετύχω ένα εγκώμιο, άξιο του προσώπου σου;

Εκείνος όμως που θα σιωπήσει, πηγαίνει με τη μερίδα των αχαρίστων, γιατί δεν προσπαθεί με όλη του τη δύναμη να εγκωμιάσει τον ευεργέτη του. Γι’ αυτό, όλο και πιό πολύ σου ζητάμε να συμμαχήσεις μαζί μας και σε παρακαλούμε να ελευθερώσεις τη γλώσσα μας από την αδυναμία, που την κρατάει δεμένη, όπως και τότε κατάργησες, με τη σύλληψη και γέννησή σου, τη σιωπή του πατέρα σου του Ζαχαρία.

Άγιος Σωφρόνιος Ιεροσολύμων

Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Γέρων Αρσένιος ο σπηλαιώτης. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Γέρων Αρσένιος ο σπηλαιώτης. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

«Σε παρακαλώ Γέροντα, προσευχήσου για μένα»!



Σε μια μικρή συνάθροιση με λαϊκούς, ένας ευλαβής νέος είπε στον Γέροντα Αρσένιο τον Σπηλαιώτη: 

- Παππού, σε παρακαλώ να εύχεσαι και για μένα.
- Πώς σε λένε; 

- Με λένε Ανδρέα.
- Εγώ να εύχομαι για τον Ανδρέα, αλλά για να πιάσει η δική μου προσευχή πρέπει να ενδιαφέρεται και να εύχεται και ο Ανδρέας για τον εαυτόν του. Ο Άγιος Αντώνιος λέγει, «ούτε εγώ σ΄ ελεώ ούτε ο Θεός σ΄ ελεεί, αν δεν ελεήσεις εσύ πρώτα τον εαυτόν σου». 

- Δηλαδή, Γέροντα;
- Μα δεν το καταλαβαίνεις; Καλά. τότε να σου πω κάτι που συνέβη εδώ, επί των ημερών μου. Πέρασε ένας προσκυνητής από την έρημο ψάχνοντας αγίους, όπως κι εσύ τώρα, για να του κάνουν προσευχή.
Βρίσκει ένα ασκητή και του λέγει: «Σε παρακαλώ γέροντα, προσευχήσου για μένα. έχω σοβαρά προβλήματα». Ο ασκητής τον λυπήθηκε και κάθε βράδυ στην αγρυπνία, δώστου προσευχή για τον κοσμικό. Μια νύχτα ενώ προσευχόταν, βλέπει έξω από το κελί του τον σατανά, να γελά σαρκαστικά και να κοροϊδεύει. Του λέει ο Μοναχός: «γιατί ρε καταραμένε μου χαλάς την ησυχία;», και ο σατανάς, «χα, χα, χα. γελώ που αγρυπνάς άδικα για τον δικό μου (τον Γιάννη). Κι αυτός αγρυπνά, αλλά στα στέκια τα δικά μου (εννοώντας ασφαλώς τα κέντρα διαφθοράς). Πριν λίγο τελείωσε την αγρυπνία του και τώρα ροχαλίζει!».
Ε, τώρα κατάλαβες τι θέλω να πω; 

- Ναι, Γέροντα, τώρα κατάλαβα, ότι πρέπει κι εμείς να ζούμε χριστιανικά και να προσπαθούμε όσο μπορούμε.

Γέρων Αρσένιος ο Σπηλαιώτης

«ΤΑ ΜΗΛΑ ΤΗΣ ΘΕΟΤΟΚΟΥ»



«Μια φορά – διηγείται ο παππούς – ανεβαίνοντας κατά τον χειμώνα το χιονισμένο μονοπάτι, όταν κοντέψαμε στην Παναγία, είτε από δαιμονικήν ενέργειαν, είτε για να μας δοκιμάσει η Παναγία μας, έπιασε μια τόσο πυκνή ομίχλη, ώστε δεν βλέπαμε ούτε βήμα μπροστά μας. Μου λέει ο Γέροντας : “π. Αρσένιε, εδώ πάνω οι τόποι είναι επικίνδυνοι. Μπορεί να πέσουμε σε κανέναν γκρεμό. Καλύτερα ας διανυκτερεύσουμεν εδώ και το ίδιον είναι”. Tί να σας πω, βγάλαμε τόσο ωραίαν αγρυπνίαν, που δεν θα την ξεχάσω ! Το πρωί, μόλις έφεξε, τί να δούμε ; Ήμασταν έξω από την Παναγίαν. Ήταν κι αυτό δώρο της Παναγίας μας.

Ναι, αλλά μιάν άλλη φορά που ανεβήκαμε βράδυ εξαντλημένοι, παϊλντισμένοι, τί οικονόμησε η καλή Μητέρα μας ; Μπαίνοντας μέσα στον ναόν, μοσχοβολούσε η εκκλησία από δύο ολόφρεσκα μήλα, κολλημένα μπροστά από την εικόνα της. Ο Γέροντας πιο τολμηρός μου λέει : “π. Αρσένιε, αυτά τα μήλα θα τα φάμε. και θα τραβήξουμε κομποσχοίνι σ΄ αυτόν που τα αφιέρωσε. Για μας τ΄ άφησε, επειδή έχουμε ανάγκη”.

Μόλις όμως τα φάγαμε – και ήταν τόσο γλυκά, ώστε λέγαμε ότι είναι σαν παραδεισένια – τότε άνοιξε ο νους μας και κοιτούσαμε ο ένας τον άλλον. “Tί καιρός είναι τώρα π. Αρσένιε ;” Ήταν περίπου τέλη Φεβρουαρίου. “Πού βρεθήκαν τέτοια εποχή τόσο φρέσκα μήλα ;” Αμέσως τότε πέσαμε με δάκρυα μπροστά στην εικόνα κι ευχαριστούσαμε, για το ουράνιο αυτό δώρο, την Παναγία μας, που μας εφρόντιζε σαν σπλαχνική μανούλα. Την εποχήν εκείνην ούτε ψυχεία υπήρχαν. Γι΄ αυτό δεν υπάρχει αμφιβολία, ότι ήταν δώρο της Παναγίας μας».


ΙΩΣΗΦ Μ.Δ., 
Ο ΓΕΡΩΝ ΑΡΣΕΝΙΟΣ Ο ΣΠΗΛΑΙΩΤΗΣ (1886 – 1983), 
ΣΥΝΑΣΚΗΤΗΣ ΓΕΡΟΝΤΟΣ ΙΩΣΗΦ ΤΟΥ ΗΣΥΧΑΣΤΟΥ, 
2008, σ. 109 κ.ε.

«Ο ΠΕΙΡΑΣΜΟΣ ΟΥΤΕ ΤΡΙΧΑ ΔΕΝ ΘΑ ΜΑΣ ΠΕΙΡΑΖΕΙ, ΑΝ ΔΕΝ ΕΧΕΙ ΤΗΝ ΑΔΕΙΑ ΑΠΟ ΠΑΝΩ»



- Παππού, βοήθησέ με.
- Τι έχεις, παιδί μου ; μωρέ πολύ τρομαγμένος φαίνεσαι.
- Ε, να Γέροντα. ο πειρασμός δεν με αφήνει ήσυχο. Και στον ύμνο, αλλά και φανερά ξύπνιο με πολεμά. Στον ύπνο φωνές, απειλές. Στην αγρυπνία το ίδιο. Μόλις αρχίσω τον κανόνα μου χτυπά την πόρτα, ακούω άγριες φωνές, απειλές. Από τον φόβο μου τρέμω σαν ψάρι. Πού να πάω να γλυτώσω !
- Μωρέ, εσύ μεγάλος αγωνιστής είσαι. Σε κατάλαβε ο σατανάς και γελά μαζί σου. Όταν λέμε «Κύριε, Ιησού Χριστέ, ελέησόν με», ο πειρασμός κατακαίεται, μόνο που ακούει το όνομα του Χριστού. Πάση θυσία μηχανεύεται να μας καταφέρει να σιωπήσουμε. Βάζει μέριμνες, ιδέες, περισπασμούς, και ό,τι άλλο φανταστείς. Μόνον ευχή να μη λέμε. Εσένα σε βρήκε δειλό. Σου λέει. ή σταματάς την ευχήν ή μπαίνω να σε σκοτώσω. Εσύ… το΄ χαψες. Βρε μην τον φοβάσαι.είναι ψεύτης. Ούτε τρίχα δεν θα μας πειράζει αν δεν έχει την άδειαν από πάνω. Ο Θεός τον αφήνει για να σε γυμνάσει. Εμάς με τον Γέροντα (τον συνασκητή του Ιωσήφ τον Ησυχαστή και Σπηλαιώτη) μας έκαμε άλλα γυμνάσια ανώτερα. Μέχρι σι ξύλο φάγαμε απ΄ αυτόν τον καταραμένον. Όμως, εμείς δεν είμασταν δειλοί όπως εσένα. Όταν ερχόταν ο πειρασμός, εμείς ελέγαμε την ευχή με όλην μας την ψυχή. Εδίναμεν όλον τον εαυτόν μας στον Θεόν. Η ευχή έτρεχε γρήγορα αλλά και καθαρά. Ο νους μας κολλούσε στο νόημα της ευχής. Κολλούσαμε στην προσευχή, στον Χριστό μας. Ερχόταν μέσα μας γαλήνη, χαρά, δάκρυα. Και τότε... ο πειρασμός άφαντος. Του λέγαμε και ευχαριστώ.


ΙΩΣΗΦ Μ.Δ., Ο ΓΕΡΩΝ ΑΡΣΕΝΙΟΣ Ο ΣΠΗΛΑΙΩΤΗΣ (1886 – 1983), 
ΣΥΝΑΣΚΗΤΗΣ ΓΕΡΟΝΤΟΣ ΙΩΣΗΦ ΤΟΥ ΗΣΥΧΑΣΤΟΥ, 2008, σ. 104 κ.ε,