.

.

Δός μας,

Τίμιε Πρόδρομε, φωνή συ που υπήρξες η φωνή του Λόγου. Δος μας την αυγή εσύ που είσαι το λυχνάρι του θεϊκού φωτός. Βάλε σήμερα τα λόγια μας σε σωστό δρόμο, εσύ που υπήρξες ο Πρόδρομος του Θεού Λόγου. Δεν θέλουμε να σε εγκωμιάσουμε με τα δικά μας λόγια, επειδή τα λόγια μας δεν έχουν μεγαλοπρέπεια και τιμή. Όσοι θα θελήσουν να σε στεφανώσουν με τα εγκώμιά τους, ασφαλώς θα πετύχουν κάτι πολύ πιό μικρό από την αξία σου. Λοιπόν να σιγήσω και να μη προσπαθήσω να διακηρύξω την ευγνωμοσύνη μου και τον θαυμασμό μου, επειδή υπάρχει ο κίνδυνος να μη πετύχω ένα εγκώμιο, άξιο του προσώπου σου;

Εκείνος όμως που θα σιωπήσει, πηγαίνει με τη μερίδα των αχαρίστων, γιατί δεν προσπαθεί με όλη του τη δύναμη να εγκωμιάσει τον ευεργέτη του. Γι’ αυτό, όλο και πιό πολύ σου ζητάμε να συμμαχήσεις μαζί μας και σε παρακαλούμε να ελευθερώσεις τη γλώσσα μας από την αδυναμία, που την κρατάει δεμένη, όπως και τότε κατάργησες, με τη σύλληψη και γέννησή σου, τη σιωπή του πατέρα σου του Ζαχαρία.

Άγιος Σωφρόνιος Ιεροσολύμων

«Ο ΠΕΙΡΑΣΜΟΣ ΟΥΤΕ ΤΡΙΧΑ ΔΕΝ ΘΑ ΜΑΣ ΠΕΙΡΑΖΕΙ, ΑΝ ΔΕΝ ΕΧΕΙ ΤΗΝ ΑΔΕΙΑ ΑΠΟ ΠΑΝΩ»



- Παππού, βοήθησέ με.
- Τι έχεις, παιδί μου ; μωρέ πολύ τρομαγμένος φαίνεσαι.
- Ε, να Γέροντα. ο πειρασμός δεν με αφήνει ήσυχο. Και στον ύμνο, αλλά και φανερά ξύπνιο με πολεμά. Στον ύπνο φωνές, απειλές. Στην αγρυπνία το ίδιο. Μόλις αρχίσω τον κανόνα μου χτυπά την πόρτα, ακούω άγριες φωνές, απειλές. Από τον φόβο μου τρέμω σαν ψάρι. Πού να πάω να γλυτώσω !
- Μωρέ, εσύ μεγάλος αγωνιστής είσαι. Σε κατάλαβε ο σατανάς και γελά μαζί σου. Όταν λέμε «Κύριε, Ιησού Χριστέ, ελέησόν με», ο πειρασμός κατακαίεται, μόνο που ακούει το όνομα του Χριστού. Πάση θυσία μηχανεύεται να μας καταφέρει να σιωπήσουμε. Βάζει μέριμνες, ιδέες, περισπασμούς, και ό,τι άλλο φανταστείς. Μόνον ευχή να μη λέμε. Εσένα σε βρήκε δειλό. Σου λέει. ή σταματάς την ευχήν ή μπαίνω να σε σκοτώσω. Εσύ… το΄ χαψες. Βρε μην τον φοβάσαι.είναι ψεύτης. Ούτε τρίχα δεν θα μας πειράζει αν δεν έχει την άδειαν από πάνω. Ο Θεός τον αφήνει για να σε γυμνάσει. Εμάς με τον Γέροντα (τον συνασκητή του Ιωσήφ τον Ησυχαστή και Σπηλαιώτη) μας έκαμε άλλα γυμνάσια ανώτερα. Μέχρι σι ξύλο φάγαμε απ΄ αυτόν τον καταραμένον. Όμως, εμείς δεν είμασταν δειλοί όπως εσένα. Όταν ερχόταν ο πειρασμός, εμείς ελέγαμε την ευχή με όλην μας την ψυχή. Εδίναμεν όλον τον εαυτόν μας στον Θεόν. Η ευχή έτρεχε γρήγορα αλλά και καθαρά. Ο νους μας κολλούσε στο νόημα της ευχής. Κολλούσαμε στην προσευχή, στον Χριστό μας. Ερχόταν μέσα μας γαλήνη, χαρά, δάκρυα. Και τότε... ο πειρασμός άφαντος. Του λέγαμε και ευχαριστώ.


ΙΩΣΗΦ Μ.Δ., Ο ΓΕΡΩΝ ΑΡΣΕΝΙΟΣ Ο ΣΠΗΛΑΙΩΤΗΣ (1886 – 1983), 
ΣΥΝΑΣΚΗΤΗΣ ΓΕΡΟΝΤΟΣ ΙΩΣΗΦ ΤΟΥ ΗΣΥΧΑΣΤΟΥ, 2008, σ. 104 κ.ε,