.

.

Δός μας,

Τίμιε Πρόδρομε, φωνή συ που υπήρξες η φωνή του Λόγου. Δος μας την αυγή εσύ που είσαι το λυχνάρι του θεϊκού φωτός. Βάλε σήμερα τα λόγια μας σε σωστό δρόμο, εσύ που υπήρξες ο Πρόδρομος του Θεού Λόγου. Δεν θέλουμε να σε εγκωμιάσουμε με τα δικά μας λόγια, επειδή τα λόγια μας δεν έχουν μεγαλοπρέπεια και τιμή. Όσοι θα θελήσουν να σε στεφανώσουν με τα εγκώμιά τους, ασφαλώς θα πετύχουν κάτι πολύ πιό μικρό από την αξία σου. Λοιπόν να σιγήσω και να μη προσπαθήσω να διακηρύξω την ευγνωμοσύνη μου και τον θαυμασμό μου, επειδή υπάρχει ο κίνδυνος να μη πετύχω ένα εγκώμιο, άξιο του προσώπου σου;

Εκείνος όμως που θα σιωπήσει, πηγαίνει με τη μερίδα των αχαρίστων, γιατί δεν προσπαθεί με όλη του τη δύναμη να εγκωμιάσει τον ευεργέτη του. Γι’ αυτό, όλο και πιό πολύ σου ζητάμε να συμμαχήσεις μαζί μας και σε παρακαλούμε να ελευθερώσεις τη γλώσσα μας από την αδυναμία, που την κρατάει δεμένη, όπως και τότε κατάργησες, με τη σύλληψη και γέννησή σου, τη σιωπή του πατέρα σου του Ζαχαρία.

Άγιος Σωφρόνιος Ιεροσολύμων

«ΤΑ ΜΗΛΑ ΤΗΣ ΘΕΟΤΟΚΟΥ»



«Μια φορά – διηγείται ο παππούς – ανεβαίνοντας κατά τον χειμώνα το χιονισμένο μονοπάτι, όταν κοντέψαμε στην Παναγία, είτε από δαιμονικήν ενέργειαν, είτε για να μας δοκιμάσει η Παναγία μας, έπιασε μια τόσο πυκνή ομίχλη, ώστε δεν βλέπαμε ούτε βήμα μπροστά μας. Μου λέει ο Γέροντας : “π. Αρσένιε, εδώ πάνω οι τόποι είναι επικίνδυνοι. Μπορεί να πέσουμε σε κανέναν γκρεμό. Καλύτερα ας διανυκτερεύσουμεν εδώ και το ίδιον είναι”. Tί να σας πω, βγάλαμε τόσο ωραίαν αγρυπνίαν, που δεν θα την ξεχάσω ! Το πρωί, μόλις έφεξε, τί να δούμε ; Ήμασταν έξω από την Παναγίαν. Ήταν κι αυτό δώρο της Παναγίας μας.

Ναι, αλλά μιάν άλλη φορά που ανεβήκαμε βράδυ εξαντλημένοι, παϊλντισμένοι, τί οικονόμησε η καλή Μητέρα μας ; Μπαίνοντας μέσα στον ναόν, μοσχοβολούσε η εκκλησία από δύο ολόφρεσκα μήλα, κολλημένα μπροστά από την εικόνα της. Ο Γέροντας πιο τολμηρός μου λέει : “π. Αρσένιε, αυτά τα μήλα θα τα φάμε. και θα τραβήξουμε κομποσχοίνι σ΄ αυτόν που τα αφιέρωσε. Για μας τ΄ άφησε, επειδή έχουμε ανάγκη”.

Μόλις όμως τα φάγαμε – και ήταν τόσο γλυκά, ώστε λέγαμε ότι είναι σαν παραδεισένια – τότε άνοιξε ο νους μας και κοιτούσαμε ο ένας τον άλλον. “Tί καιρός είναι τώρα π. Αρσένιε ;” Ήταν περίπου τέλη Φεβρουαρίου. “Πού βρεθήκαν τέτοια εποχή τόσο φρέσκα μήλα ;” Αμέσως τότε πέσαμε με δάκρυα μπροστά στην εικόνα κι ευχαριστούσαμε, για το ουράνιο αυτό δώρο, την Παναγία μας, που μας εφρόντιζε σαν σπλαχνική μανούλα. Την εποχήν εκείνην ούτε ψυχεία υπήρχαν. Γι΄ αυτό δεν υπάρχει αμφιβολία, ότι ήταν δώρο της Παναγίας μας».


ΙΩΣΗΦ Μ.Δ., 
Ο ΓΕΡΩΝ ΑΡΣΕΝΙΟΣ Ο ΣΠΗΛΑΙΩΤΗΣ (1886 – 1983), 
ΣΥΝΑΣΚΗΤΗΣ ΓΕΡΟΝΤΟΣ ΙΩΣΗΦ ΤΟΥ ΗΣΥΧΑΣΤΟΥ, 
2008, σ. 109 κ.ε.