.

.

Δός μας,

Τίμιε Πρόδρομε, φωνή συ που υπήρξες η φωνή του Λόγου. Δος μας την αυγή εσύ που είσαι το λυχνάρι του θεϊκού φωτός. Βάλε σήμερα τα λόγια μας σε σωστό δρόμο, εσύ που υπήρξες ο Πρόδρομος του Θεού Λόγου. Δεν θέλουμε να σε εγκωμιάσουμε με τα δικά μας λόγια, επειδή τα λόγια μας δεν έχουν μεγαλοπρέπεια και τιμή. Όσοι θα θελήσουν να σε στεφανώσουν με τα εγκώμιά τους, ασφαλώς θα πετύχουν κάτι πολύ πιό μικρό από την αξία σου. Λοιπόν να σιγήσω και να μη προσπαθήσω να διακηρύξω την ευγνωμοσύνη μου και τον θαυμασμό μου, επειδή υπάρχει ο κίνδυνος να μη πετύχω ένα εγκώμιο, άξιο του προσώπου σου;

Εκείνος όμως που θα σιωπήσει, πηγαίνει με τη μερίδα των αχαρίστων, γιατί δεν προσπαθεί με όλη του τη δύναμη να εγκωμιάσει τον ευεργέτη του. Γι’ αυτό, όλο και πιό πολύ σου ζητάμε να συμμαχήσεις μαζί μας και σε παρακαλούμε να ελευθερώσεις τη γλώσσα μας από την αδυναμία, που την κρατάει δεμένη, όπως και τότε κατάργησες, με τη σύλληψη και γέννησή σου, τη σιωπή του πατέρα σου του Ζαχαρία.

Άγιος Σωφρόνιος Ιεροσολύμων

Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Ιστορίες από την άλλη ζωή. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Ιστορίες από την άλλη ζωή. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Μεγάλη συμφορά είναι η παραμονή του ανθρώπου σε θανάσιμη αμαρτία...



Μεγάλη συμφορά είναι η παραμονή του ανθρώπου σε θανάσιμη αμαρτία, μεγάλη συμφορά είναι η μετατροπή της θανάσιμης αμαρτίας σε συνήθεια!
Δεν υπάρχουν καλές πράξεις, που θα μπορούσαν να λυτρώσουν από τον Άδη μια ψυχή, αν αυτή, πριν χωριστεί από το σώμα, δεν καθαριστεί από κάθε θανάσιμο αμάρτημά της.
Στα χρόνια του αυτοκράτορα Δέοντος Α’ τού Μεγάλου (457-474) ζούσε στην Κωνσταντινούπολη ένας άνθρωπος πολύ ένδοξος και πολύ πλούσιος, που ελεούσε γενναιόδωρα τούς φτωχούς. Δυστυχώς, όμως, από τα νιάτα του έπεφτε στο θανάσιμο αμάρτημα της μοιχείας, στο οποίο συνέχισε να πέφτει ως τα γηρατειά του, καθώς με τον καιρό η κακή αυτή συνήθεια εδραιώθηκε μέσα του. Έτσι, δίνοντας ακατάπαυστα ελεημοσύνη και διαπράττοντας ακατάπαυστα μοιχεία, ξαφνικά πέθανε.
Ο Aγιος Γεννάδιος, πατριάρχης τότε Κωνσταντινουπόλεως (458-471), και οι άλλοι επίσκοποι, συζητώντας γι` αυτόν, διχογνωμούσαν ως προς τη μεταθανάτια κατάστασή του. Μερικοί έλεγαν πώς είχε σωθεί, σύμφωνα με το ρητό της Γραφής: «Ο πλούσιος με τον πλούτο του μπορεί να λυτρώσει την ψυχή του». Άλλοι, όμως, διαφωνούσαν, υποστηρίζοντας ότι ένας άνθρωπος τού Θεού πρέπει να είναι καθαρός και άμεμπτος, καθώς η Γραφή, επίσης, αναφέρει: «Όποιος τηρήσει όλες τις διατάξεις του θείου νόμου και παραβεί μία, θεωρείται παραβάτης όλου του νόμου». «Αν ο δίκαιος αμαρτήσει, στηριγμένος στις καλές του πράξεις, τότε καμιά απ’ αυτές δεν θα υπολογιστεί». «Όπου σε βρω», είπε ο Θεός, «εκεί και θα σε κρίνω».
Διαβάστε εδώ: Η Προσευχή είναι το οξυγόνο της ψυχής
Ο πατριάρχης τότε έδωσε εντολή σ’ όλα τα μοναστήρια και σ’ όλους τούς ασκητές να προσευχηθούν, ώστε ο Κύριος ν’ αποκαλύψει πού βρισκόταν η ψυχή του ελεήμονα εκείνου μοιχού. Και, πράγματι, ο Θεός το αποκάλυψε σ’ έναν ασκητή, ο οποίος στη συνέχεια διηγήθηκε την αποκάλυψη στον πατριάρχη:
— Την περασμένη νύχτα, καθώς προσευχόμουν, είδα έναν τόπο χωρισμένο στα δύο. Δεξιά ήταν ο παράδεισος, γεμάτος από ανέκφραστα αγαθά, και αριστερά μια πύρινη λίμνη, πού οι φλόγες της έφταναν ως τα σύννεφα. Ανάμεσα στον ευλογημένο παράδεισο και τη φοβερή φωτιά στεκόταν δεμένος ο νεκρός ήδη πλούσιος και στέναζε σπαρακτικά. Συχνά, στρέφοντας το βλέμμα του προς τον παράδεισο, ξέσπαγε σε πικρό θρήνο. Ξάφνου είδα έναν αστραπόμορφο άγγελο να τον πλησιάζει και να τού λέει: “Άνθρωπέ μου, γιατί θρηνείς μάταια; Να, χάρη στην ελεημοσύνη σου, γλίτωσες τα βάσανα της κολάσεως. Επειδή, όμως, δεν άφησες την αισχρή μοιχεία, στερήθηκες τον ευλογημένο παράδεισο”.
Ο πατριάρχης και οι συνοδοί του, ακούγοντας τα αυτά, είπαν με φόβο:
— Καλά λέει ο απόστολος Παύλος, «Μακριά από την πορνεία! Κάθε άλλο αμάρτημα πού μπορεί να διαπράξει κανείς, βρίσκεται έξω από το σώμα του’ αυτός πού πορνεύει, όμως, βεβηλώνει το ίδιο του το σώμα». Πού είναι εκείνοι πού λένε ότι, κι αν πέσουμε στη μοιχεία, θα σωθούμε με την ελεημοσύνη; Ο ελεήμων, αν είναι πράγματι ελεήμων, θα πρέπει να ελεήσει πρώτα τον ίδιο του τον εαυτό και ν’ αποκτήσει σωματική αγνότητα, χωρίς την οποία κανείς δεν θ’ αντικρίσει τον Κύριο δεν ωφελεί σε τίποτα το ασήμι που μοιράζεται με χέρι αμαρτωλό και ψυχή αμετανόητη.

Λόγος για τα πνεύματα-Λόγος για τον θάνατο
Άγιος Ιγνάτιος Μπριαντσανίνωφ.

«Σώθηκα! Τώρα είμαι καλά. Αλλά κάνε λίγο αγώνα, αδελφέ μου, να πάω και καλύτερα…!»



Το αφηγήθηκε ένας στρατιωτικός της Ελληνικής Αεροπορίας, όταν ήρθε για προσκύνημα στην Παναγία με τους γονείς του, οι οποίοι ήταν μαυροφορεμένοι. Είχε φύγει από αυτή τη ζωή η κόρη τους, μια νεαρή κοπέλα, εντελώς αιφνίδια, από πνευμονική εμβολή. Ο στρατιωτικός , ευσεβέστατος καθώς ήταν, είπε τα εξής αξιοσημείωτα:

– Η αδελφή μου, δυστυχώς, δεν είχε πνευματική ζωή. Ούτε εξομολογείτο ούτε κοινωνούσε των Αχράντων Μυστηρίων. Έτσι τη βρήκε ο θάνατος απροετοίμαστη. Λίγο καιρό μετά τον θάνατό της, είδα το εξής όνειρο, που με συγκλόνισε. Την είδα μέσα σ’ ένα λεωφορείο σκοτεινό, που το οδηγούσαν δύο εχθροί του ανθρωπίνου γένους (κακά πνεύματα) . Εγώ γεμάτος αγωνία έτρεχα από πίσω, μήπως μπορέσω να την βοηθήσω. Το παράξενο αυτό όχημα κατευθυνόταν προς ένα σκοτεινό τούνελ, σ’ ένα άγριο βουνό! 

Για μια στιγμή σταμάτησε το λεωφορείο. Κοίταξα μέσα και δεν είδα αυτή τη φορά εκεί την αδελφή μου. Τότε κατέβηκαν και οι δύο σκοτεινές και απαίσιες μορφές και με ανείπωτο μίσος μου είπαν: “Τί να σου κάνουμε; Είχαμε ετοιμάσει “καλό” τόπο για να περιποιηθούμε την αδελφή σου. Αλλά ας έχει χάρη που την πήραν από τα χέρια μας οι προσευχές αυτού του … (είπαν μία ύβρη) του τάδε!”

Συγκλονίστηκα ακούγοντας αυτά, και πράγματι βλέπω την αδελφή μου μ’ ένα λευκό φόρεμα να ανεβαίνει βιαστική , ανάλαφρα, μια στενή σκαλίτσα και να βρίσκεται σ’ έναν τόπο υψηλό και φωτεινό. Και τότε γυρίζει και μου λέει ανακουφισμένη:

– Σώθηκα! Τώρα είμαι καλά. Αλλά κάνε λίγο αγώνα, αδελφέ μου, να πάω και καλύτερα!…

Το ερώτημα όμως είναι το εξής: Μπορούμε να αδιαφορούμε για την ψυχή μας και τη σωτηρία μας και να περιμένουμε από τους άλλους να μας σώσουν; Δεν θα βρίσκονται πάντοτε οι αγιασμένοι άνθρωποι της αγάπης, που έχουν δυνατή προσευχή και παρρησία προς τον Θεό, ώστε να σωθεί μια ψυχή. Μπορούμε να αδιαφορούμε και να διακινδυνεύουμε το μέλλον της αθάνατης ψυχής μας στην αιωνιότητα; Πώς θα παρουσιαστούμε μπροστά στον Θεό μας παραμορφωμένοι από την κακία, την απληστία, τον εγωισμό και άλλα βρωμερά πάθη φορώντας το αποκρουστικό προσωπείο της αμαρτίας; Ο άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος το χαρακτηρίζει “ειδεχθές προσωπείον” , το οποίο καλύπτει την θεϊκή ομορφιά της ψυχούλας μας, που την έχει δημιουργήσει ο πανάγαθος Θεός μας κατ’ εικόνα δική Του.

Η ψυχούλα μας είναι “λογικό πνεύμα , ελαφρό, πολύ σοφό και λεπτό, πολύ γαλήνιο, γλυκό και πράο, φιλοτεχνημένο με χάρη και ωραιότητα πάνω σε μέλη αόρατα, ευπρεπέστατα και πολύ αρεστά στον Θεό και στις χορείες των αγίων Αγγέλων” ( Άγιος Ανδρέας ο δια Χριστόν σαλός, προς τον άγιο Επιφάνιο, πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως) .

‘Ένας αγιασμένος Γέροντας αγιορείτης διηγήθηκε το εξής πνευματικό γεγονός, που τον αξίωσε ο Θεός να ζήσει σε μια αγρυπνία του κατά τη διάρκεια της προσευχής του: “Mου γεννήθηκε η αίσθησις της ψυχής μου. Ένιωθα ,δεν ξέρω πώς, έβλεπα νοερώς την ψυχή μου, το προσωπάκι της το αθώο, το αγγελικό. Το βλέμμα της, που δεν εξηγείται με λόγια. Τα δάκρυά μου τότε έτρεχαν γλυκά και αναπαυτικά!…”

«ΝΕΩΤΕΡΑ ΘΑΥΜΑΤΑ ΤΗΣ ΠΑΝΑΓΙΑΣ ΣΤΗ ΒΑΡΝΑΚΟΒΑ & ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΙΩΝΙΟΤΗΤΑ» ΕΚΔΟΣΙΣ ΙΕΡΑΣ ΓΥΝΑΙΚΕΙΑΣ ΜΟΝΑΣΤΙΚΗΣ ΑΔΕΛΦΟΤΗΤΟΣ ΠΑΝΑΓΙΑΣ ΒΑΡΝΑΚΟΒΑΣ ΔΩΡΙΔΑ 2007

Ἐπίσκεψη μοναχῆς ἀπό τήν κόλαση

Σ’ ένα γυναικείο μοναστήρι μόναζε μαζί μέ την ηγουμένη καί ηανιψιά της, πού ήταν πανέμορφη σωματικά καί άμεμπτη ψυχικά. Όλες οι αδελφές τη θαύμαζαν καί παραδειγματίζονταν από την αγγελική αγνότητά της αλλά καί τη σπάνια μετριοφροσύνη της. Όταν κοιμήθηκε, την κήδεψαν μέ μεγαλοπρέπεια, βέβαιες πώς η καθαρή ψυχή της είχε ανέβει στον παράδεισο. Η ηγουμένη, λυπημένη γιά τη στέρηση της ενάρετης ανιψιάς της, αγρυπνούσε μέ νηστεία καί προσευχή, παρακαλώντας τον Κύριο να της αποκαλύψει την ουράνια δόξα της κεκοιμημένης ανάμεσα στις άλλες μακάριες παρθένες. Καί κάποτε, περασμένα μεσάνυχτα, καθώς προσευχόταν μέσα στήν ησυχία τού κελιού της, άνοιξε ξαφνικά η γη μπροστά της, κι από τό ρήγμα, πού δημιουργήθηκε, τινάχτηκε καυτή λάβα. Έντρομη η γερόντισσα, έριξε μια ματιά στήν άβυσσο, πού έχασκε σχεδόν κάτω από τά πόδια της, καί είδε την ανιψιά της μέσα στις φλόγες τού αδη...

— Θεέ μου! αναφώνησε μέ απελπισία. Εσένα βλέπω εκεί;
— Ναι, αποκρίθηκε εκείνη, αναστενάζοντας μέ πόνο.
— Καί γιατί έγινε αυτό; τή ρώτησε η θεία της μέ φωνή γεμάτη πικρία καί συμπόνια. Ήλπιζα να σε δώ στη δόξα του παραδείσου, στη χορεία των αγγέλων, ανάμεσα στις άμεμπτες κόρες του Χριστού, κι εσύ... Γιατί; Γιατί;
Βαριαναστέναξε πάλι η ανιψιά της καί αναφώνησε:
— Συμφορά σ’ εμένα, την άθλια! Εγώ η ίδια είμαι η αιτία του αιώνιου θανάτου μου μέσα σε τούτες τίς φλόγες, πού διαρκώς μέ καταβροχθίζουν χωρίς να μέ αφανίζουν. Ήθελες να δεις πού βρίσκομαι, καί να πού σου το αποκάλυψε ο Θεός!
— Μα γιατί, τέλος πάντων, έγινε αυτό; την ξαναρώτησε κλαίγοντας η ηγουμένη.
— Επειδή δεν ήμουνα παρθένα άσπιλη σάν άγγελος, όπως νομίζατε. Δεν μόλυνα, βέβαια, τό σώμα μέ σαρκικό αμάρτημα, αλλά οι λογισμοί μου, οι επιθυμίες μου καί οι αμαρτωλές φαντασιώσεις μου μέ έριξαν στη γέεννα. Δεν μπόρεσα να διατηρήσω την ψυχή μου αμόλυντη, όπως τό παρθενικό σώμα μου, καί γι` αυτό παραδόθηκα στα βασανιστήρια του άδη. ’Από απροσεξία, άφησα να γεννηθεί καί να στερεωθεί στήν καρδιά μου μια εμπαθής έλξη προς έναν όμορφο νέο. Έφερνα στον νου μου τη μορφή του κι ένιωθα ευχαρίστηση, όταν ενωνόμουν φανταστικά μαζί του. Καταλάβαινα πώς αυτό ήταν αμαρτία, αλλά ντρεπόμουνα να τό φανερώσω στον πνευματικό κατά την Εξομολόγηση. Καί να ποιά είναι η συνέπεια της αισχρής ικανοποιήσεώς μου μέ τους ακάθαρτους λογισμούς καί τίς ασελγείς φαντασιώσεις: Στο τέλος μου, οι άγιοι άγγελοι μέ αποστράφηκαν καί μέ άφησαν στα χέρια των δαιμόνων. Έτσι, τώρα καίγομαι στις φλόγες της γέεννας, καί θα φλέγομαι αιώνια χωρίς ποτέ να καώ, καθώς δεν τελειώνει ο βασανισμός εκείνων πού δεν αξιώθηκαν ν’ ανέβουν στον ουρανό!
Αναστέναξε πάλι, η δύστυχη, κι έτριξε τά δόντια της, πριν την αρπάξει η κοχλαστή λάβα καί την εξαφανίσει από τά μάτια της ηγούμενης.

Λόγος γιά τά πνεύματα-Λόγος γιά τόν θάνατο
Συγγραφέας : Ἅγιος Ἰγνάτιος Μπριαντσανίνωφ. 
ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΙΕΡΑ ΜΟΝΗ ΠΑΡΑΚΛΗΤΟΥ.

http://apantaortodoxias.blogspot.gr

Αν ήξερες πόσο μας αγαπά ο Θεός εμάς τους ανθρώπους!

Ένα καλόψυχο παλληκάρι που είχε αλιευτικό καΐκι και ψάρευε στον Πατραϊκό κόλπο και στο Ιόνιο πέλαγος, έφυγε αιφνίδια για την άλλη ζωή πριν λίγα χρόνια.

Ήταν πολύ ελεήμων. Όταν το πρωί γύριζα από το ψάρεμα, πριν πάει στο μαγαζί, πήγαινε σε φτωχογειτονιές και έδινε σε φτωχές οικογένειες ψάρια!

Καταλαβαίνει κανείς πόσο πόνεσαν όλοι στον αποχωρισμό του και ιδιαίτερα οι γονείς και τ’ αδέλφια του.

Όμως πιστοί άνθρωποι καθώς είναι, δεν κλονίστηκε η Πίστη τους στην αγάπη του Θεού. Μάλλον ενισχύθηκε όταν αξιώθηκε η καλή του μητέρα να δει σε ενύπνιο τον νέο, μέσα στο φως και την χαρά του Θεού να την διαβεβαιώνει για την αγάπη του Χριστού. Τέσσερις φορές της επανέλαβε την φράση:

- Μάννα, αν ήξερες πόσο μας αγαπά ο Θεός εμάς τους ανθρώπους!

Ποιος ξέρει τι βλέπει και τι θαυμάζει η ωραία αυτή ψυχή επάνω στους Ουρανούς…

Θα έπρεπε να μας πείθει για αυτήν την Αγάπη η Δημιουργία μέσα στην οποία εκτυλίσσεται η ζωή μας, η Πρόνοια και η Προστασία του Θεού σε εμάς, και το αποκορύφωμα της Σταυρικής Του Θυσίας… Στην εποχή μας δε, και… η υπομονή που κάνει μαζί μας!

Παρ’ όλα αυτά, για να μας βοηθήσει ακόμη περισσότερο, παραχωρεί και μηνύματα απ’ τον Ουράνιο κόσμο. Και «οι κεκοιμημένοι μαρτυρούν και επιβεβαιώνουν την ασύνορη αυτή αγάπη»!

Είθε να την νοιώσουμε όλοι μας και ν’ ανταποκριθούμε. Αμήν.

Πηγή: Από το βιβλίο «Εκφράσεις του πνευματικού κόσμου - Ουράνια μηνύματα - Θαυμαστά γεγονότα» - Ιερά Μονή Παναγίας Βαρνάκοβας

Ερχομαι από τον άλλο κόσμo!

Τὴ Λαμπροδευτέρα τὸ βράδυ, περασμένα μεσάνυχτα, πρὶν νὰ πλαγιάσω γιὰ νὰ κοιμηθῶ, βγῆκα στὸ μικρὸ περιβολάκι ποὺ ἔχουμε πίσω ἀπὸ τὸ σπίτι μας, καὶ στάθηκα γιὰ λίγο, κοιτάζοντας τὸ σκοτεινὸ οὐρανὸ μὲ τ᾿ ἄστρα.

Σὰν νὰ τὸν ἔβλεπα πρώτη φορά. Μοῦ φάνηκε πολὺ βαθύς, καὶ σὰν νὰ ἐρχότανε ἀπὸ πάνω μία μακρινὴ ψαλμωδία. Τὸ στόμα μου εἶπε σιγανά: «Ὑψοῦτε Κύριον τὸν Θεὸν ἡμῶν, καὶ προσκυνεῖτε τῷ ὑποποδίῳ τῶν ποδῶν αὐτοῦ». Ἕνας ἁγιασμένος γέροντας μοῦ εἶχε πεῖ μία φορὰ πὼς κατὰ τοῦτες τὶς ὧρες ἀνοίγουνε τὰ οὐράνια. Ὁ ἀγέρας μοσκοβολοῦσε ἀπὸ τὰ λουλούδια κι ἀπὸ τὰ ἁγιοχόρταρα, ποὺ ἔχουμε φυτέψει. «Πλήρης δ᾿ οὐρανὸς καὶ ἡ γῆ τῆς δόξης τοῦ Κυρίου».

Θὰ στεκόμουνα ἔχει πέρα μοναχὸς ὡς τὸ ξημέρωμα. Σὰν νὰ μὴν εἶχα σῶμα, μήτε κανένα δεσμὸ μὲ τὴ γῆ. Ἀλλὰ συλλογίστηκα μήπως ξυπνήσει κανένας μέσα στὸ σπίτι καὶ ἀνησυχήσουνε ποὺ ἔλειπα, καὶ γι᾿ αὐτὸ μπῆκα μέσα καὶ ξάπλωσα.

Δὲ μὲ εἶχε θολώσει καλὰ-καλὰ ὁ ὕπνος, δὲν ξέρω ἂν ἤμουνα ξυπνητὸς ἢ κοιμισμένος, καὶ βλέπω μπροστά μου ἕναν ἄνθρωπο μὲ ἀλλόκοτη ὄψη. Ἤτανε κατακίτρινος, σὰν πεθαμένος, μὰ τὰ μάτια του ἤτανε σὰν ἀνοιχτὰ καὶ μ᾿ ἔβλεπε τρομαγμένος. Τὸ πρόσωπό του ἤτανε σὰν μάσκα, σὰν μούμια, μὲ τὸ πετσί του γυαλιστερά, μαυροκίτρινο, καὶ κολλημένο στὸ νεκροκέφαλο μὲ ὅλα τὰ βαθουλώματα. Κοντανάσαινε σὰν λαχανιασμένος· στό ῾να χέρι του βαστοῦσε κάποιο παράξενο πράγμα, ποὺ δὲν κατάλαβα τί ἤτανε, καὶ μὲ τ᾿ ἄλλο ἕσφιγγε τὸ στῆθος του, λὲς καὶ πονοῦσε.

Ἐκεῖνο τὸ πλάσμα μ᾿ ἔκανε ν᾿ ἀνατριχιάσω. τὸ κοίταζα, καὶ μὲ κοίταζε, δίχως νὰ μιλήσει, σὰν νὰ περίμενε νὰ τὸ γνωρίσω. Καὶ στ᾿ ἀλήθεια, μ᾿ ὅλο ποὺ ἤτανε τόσο ἀλλόκοτο, σὰν νὰ μοῦ εἶπε μία φωνή: «Εἶναι ὁ τάδε!». Μόλις ἄκουσα τὴ φωνή, τὸν γνώρισα ποιὸς ἤτανε. Τότε κι ἐκεῖνος ἄνοιξε τὸ στόμα του κι ἀναστέναξε. Μὰ ἡ φωνή του σὰν νὰ ἐρχότανε ἀπὸ πολὺ μακριά, σὰ νά ῾βγαινε ἀπὸ κανένα βαθὺ πηγάδι.

Ἔβλεπα πὼς βρισκότανε σὲ μία μεγάλη ἀγωνία, κι ὑπόφερα κι ἐγὼ μαζί του. Τὰ χέρια του, τὰ πόδια του, τὰ μάτια του, ὅλα φανερώνανε πὼς βασανιζότανε. Ἀπάνω στὴν ἀπελπισία μου, πῆγα κοντά του νὰ τὸν βοηθήσω, μὰ ἐκεῖνος μοῦ ῾κανε νόημα μὲ τὸ χέρι του νὰ σταματήσω.

Ἄρχισε νὰ βογκᾶ, μὲ τέτοιον τρόπο, ποὺ πάγωσα. Ἔπειτα μοῦ λέγει: «δὲν ἦρθα, μὲ στείλανε. Ἐγὼ ὁλοένα τρέμω! Βρίσκομαι σὲ ζάλη μεγάλη. Παρακάλεσε τὸν Θεὸ νὰ μὲ λυπηθεῖ. Θέλω νὰ πεθάνω, μὰ δὲ μπορῶ. Ἄχ! Όσα ἔλεγες βγήκανε ἀληθινά. Θυμᾶσαι, λίγες μέρες πρὶν πεθάνω, ποὺ ἦρθες στὸ σπίτι μου καὶ μιλοῦσες γιὰ θρησκευτικά; Ἤτανε καὶ δυὸ ἄλλοι φίλοι μου, ἄπιστοι κι αὐτοὶ σὰν κι ἐμένα. Ἐκεῖ ποὺ μιλοῦσες, ἐκεῖνοι χαμογελούσανε. Σὰν ἔφυγες, μοῦ εἴπανε: Κρίμα, νά ῾χει τέτοιο μυαλό, καὶ νὰ πιστεύει στὶς ἀνοησίες ποὺ πιστεύουνε οἱ γριές! Μία ἄλλη μέρα, σοῦ εἶχα πεῖ ὅπως καὶ πολλὲς ἄλλες φορές: «Βρὲ Φ., μάζευε λεφτά, θὰ πεθάνεις στὴν ψάθα. Βλέπεις ἐγὼ πόσα ἔχω, καὶ πάλι θέλω κι ἄλλα».

Τότε μοῦ εἶπες: «Ἔχεις κάνει συμβόλαιο μὲ τὸν χάρο πὼς θὰ ζήσεις τόσα χρόνια ποὺ θέλεις, γιὰ νὰ καλοπεράσεις στὰ γερατειά σου;». Σοῦ λέγω ἐγώ: «Θὰ δεῖς πόσο χρόνο θὰ πάγω! Τώρα εἶμαι ἑβδομήντα πέντε. Θὰ περάσω τὰ ἑκατό. Ἔχω ἐξασφαλίσει τὰ παιδιά μου, ὁ γιός μου βγάζει λεφτὰ πολλά, τὴν κόρη μου τὴν πάντρεψα μ᾿ ἕναν πλούσιο ἀπὸ τὴν Ἀβησσυνία, ἐγὼ κι ἡ γυναίκα μου ἔχουμε καὶ παραέχουμε.

Ὄχι σὰν κι ἐσένα, ποὺ ἀκοῦς αὐτὰ ποὺ λὲν οἱ παπάδες Χριστιανικὰ τὰ τέλη τῆς ζωῆς ἡμῶν. Τί θὰ βγάλεις ἀπὸ τὰ Χριστιανικὰ τὰ τέλη; Παρᾶ νά ῾χεις στὴν τσέπη σου, καὶ μὴ σὲ μέλει. Ἐγὼ νὰ δώσω ἐλεημοσύνη; καὶ γιατί ἔκανε φτωχοὺς ὁ πολυεύσπλαχνος Θεός σας; γιὰ νὰ τοὺς θρέφω ἐγώ; Ἂμ βάζουνε ἐσᾶς καὶ ταΐζετε τοὺς τεμπέληδες, γιὰ νὰ πᾶτε στὸ Παράδεισο! Ἀκοῦς ἐκεῖ Παράδεισο; Ἐγὼ ξέρεις πὼς εἶμαι γιὸς παπᾶ, καὶ τὰ γνωρίζω καλὰ αὐτὰ τὰ κόλπα. Μὰ νὰ τὰ πιστεύουνε αὐτὰ οἱ μικρόμυαλοι. Ὄχι ὅμως κι ἐσύ, ποὺ ἔχεις τέτοια σπουδή, καὶ νὰ πᾶς χαμένος. Ἐσύ, ὅπως πᾶς, θὰ πεθάνεις πρὶν ἀπὸ μένα, θὰ πάρεις καὶ στὸ λαιμό σου τὴν οἰκογένειά σου. μὰ ἐγώ, σοῦ λέγω καὶ σοῦ ὑπογράφω, σὰν γιατρός, ποὺ εἶμαι, πὼς θὰ ζήσω ἑκατὸ δέκα χρόνια».

Λέγοντας αὐτά, στριφογύριζε ἀπὸ δῶ κι ἀπὸ κεῖ, σὰν νὰ ψηνότανε ἀπάνω σὲ καμιὰ σκάρα, βγάζοντας κάτι μουγκρίσματα ἀπὸ τὸ στόμα του: «Ἄχ! Οὔχ! Οὔ! Οὔ! Οὔ! Χοῦ!»

Ἡσύχασε γιὰ λίγο καὶ ξαναεῖπε: «Αὐτὰ ἔλεγα, μὰ σὲ λίγες μέρες πέθανα! Πέθανα κι ἔχασα τὸ στοίχημα! Τί ταραχή! Τί τρομάρα τράβηξα!

Σαστισμένος, μία βουλίαζα καὶ μία ἀνέβαινα ἀπάνω, καὶ φώναζα: Ἔλεος! μὰ κανένας δὲν μ᾿ ἄκουγε. Ἕνα ρεῦμα μὲ κλωθογύριζε σὰν νά ῾μουνα κανένα ψόφιο ποντίκι. Τί τράβηξα ὡς τὰ τώρα, καὶ τί τραβῶ. Τί ἀγωνία εἶναι αὐτή!

Ὅλα ὅσα ἔλεγες βγήκανε ἀληθινά. τὸ κέρδισες τὸ στοίχημα. Ἐγώ, τότε ποὺ βρισκόμουνα στὸ κόσμο ποὺ ζεῖς, ἤμουνα ὁ ἔξυπνος. Ἤμουνα γιατρός, κι εἶχα μάθει νὰ μιλῶ καὶ νὰ μ᾿ ἀκοῦνε, νὰ κοροϊδεύω τὴ θρησκεία, νὰ συζητῶ γιὰ χειροπιαστὰ πράγματα. Τώρα ὅμως βλέπω πὼς χειροπιαστὰ εἶναι ἐκεῖνα ποὺ τὰ ἔλεγα παραμύθια καὶ χαρτοφάναρα. Χειροπιαστὴ εἶναι ἡ ἀγωνία ποὺ βρίσκουμε. Ἄχ! Τοῦτος θὰ εἶναι ὁ σκώληξ ὁ ἀκοίμητος, τοῦτος θὰ εἶναι ὁ βρυγμὸς τῶν ὀδόντων!».

Ἀπάνω σ᾿ αὐτά, χάθηκε ἀπὸ τὰ μάτια μου, κι ἄκουγα μονάχα τὰ βογκητά του, ποὺ καὶ κεῖνα σβήσανε σιγὰ-σιγά. Μὲ πῆρε λίγο ὁ ὕπνος, μὰ σὲ μία στιγμή, κατάλαβα νὰ μὲ σπρώχνει ἕνα παγωμένο χέρι. Ἄνοιξα τὰ μάτια μου, καὶ τὸν βλέπω πάλι μπροστά μου. Τούτη τὴ φορὰ ἤτανε ἀκόμα πιὸ φριχτὸς καὶ πιὸ μικρόσωμος. Εἶχε γίνει ἴσαμε ἕνα βυζανιάρικο παιδάκι, μ᾿ ἕνα μεγάλο γέρικο κεφάλι, ποὺ τὸ κουνοῦσε ἀπὸ δῶ κι ἀπὸ κεῖ.

Ἄνοιξε τὸ στόμα του καὶ μοῦ εἶπε: «σὲ λίγη ὥρα θὰ ξημερώσει καὶ θὰ ἔρθουνε νὰ μὲ πάρουνε ἐκεῖνοι ποὺ μὲ στείλανε!» τοῦ λέω:

«Ποιοὶ σὲ στείλανε;». Εἶπε κάτι μπερδεμένα λόγια, δίχως νὰ καταλάβω τίποτα. Ὕστερα μοῦ λέγει: «Ἐκεῖ ποὺ βρίσκομαι εἶναι κι ἄλλοι πολλοὶ ἀπὸ κείνους ποὺ σὲ περιπαίζανε γιὰ τὴν πίστη σου, καὶ τώρα καταλάβανε πὼς οἱ ἐξυπνάδες δὲν περνοῦνε παραπέρα ἀπὸ τὸ νεκροταφεῖο. Εἶναι καὶ κάποιοι ἄλλοι ποὺ τοὺς ἔκανες καλό, κι αὐτοὶ σὲ κακολογούσανε. Κι ὅσο τοὺς συχωροῦσες, τόσο αὐτοὶ γινότανε χειρότεροι. Γιατὶ ὁ πονηρὸς ἄνθρωπος ἀντὶ νὰ τὸν κάνει ἡ καλοσύνη νὰ χαίρεται, αὐτὸς πικραίνεται, ἐπειδὴ τὸν κάνει νὰ νοιώθει τὸν ἑαυτό του νικημένο.

Τοῦτοι βρίσκονται σὲ χειρότερη κατάσταση ἀπὸ μένα, καὶ δὲ μποροῦνε νὰ βγοῦνε ἀπὸ τὴ σκοτεινὴ φυλακή τους γιὰ νά ῾ρθουνε νὰ σὲ βροῦνε, ὅπως ἔκανα ἐγώ. Βασανίζονται πολὺ σκληρά, γιατὶ δέρνονται μὲ τὴ μάστιγα τῆς ἀγάπης, ὅπως εἶπε ἕνας ἅγιος.

Πόσο ἀλλιώτικος εἶναι ὁ κόσμος ἀπ᾿ ὅ,τι τὸν βλέπαμε!

Ἀνάποδος ἀπὸ τὴν ἔξυπνη ἀντίληψή μας. Τώρα καταλάβαμε πὼς ἡ ἐξυπνάδα μας ἤτανε βλακεία, οἱ κουβέντες μας πονηρὲς μικρολογίες, κι οἱ χαρές μας Ψευτιὰ καὶ ἀπάτη.

Ἐσεῖς ποὺ ἔχετε στὴν καρδιά σας τὸ Χριστό, καὶ ποὺ γιὰ σᾶς ὁ λόγος του εἶναι ἀλήθεια, ἡ μονάχη ἀλήθεια, ἐσεῖς κερδίσατε τὸ Μεγάλο Στοίχημα, ποὺ μπαίνει ἀνάμεσα στοὺς πιστοὺς καὶ στοὺς ἀπίστους, αὐτὸ τὸ στοίχημα ποὺ τὸ ἔχασα ἐγὼ ὁ ἐλεεινός, καὶ χάθηκα, καὶ τρέμω κι ἀναστενάζω, καὶ δὲ βρίσκω ἡσυχία: Ἀληθινά, στὸν ᾍδη δὲν ὑπάρχει πιὰ μετάνοια. Ἀλίμονο σ᾿ ὅσους πορεύονται ὅπως πορευθήκαμε ἐμεῖς, τὸν καιρὸ ποὺ εἴμαστε ἀπάνω στὴ γῆ. Ἡ σάρκα μας εἶχε μεθύσει, καὶ ἐμπαίξαμε ἐκείνους ποὺ πιστεύανε στὸ Θεὸ καὶ στὴ μέλλουσα ζωή, κι ὁ πολὺς κόσμος μας χειροκροτοῦσε. Σᾶς λέγαμε ἀνόητους, σᾶς κάναμε περίπαιγμα, κι ὅσο ἐσεῖς δεχόσαστε μὲ καλοσύνη τὰ πειράγματά μας, τόσο μεγάλωνε ἡ δική μας ἡ κακία.

Βλέπω καὶ τώρα πόσο θλιβόσαστε ἀπὸ τὸ φέρσιμο τῶν κακῶν ἀνθρώπων, ἀλλὰ πὼς δεχόσαστε μὲ ὑπομονὴ τὶς φαρμακερὲς σαΐτες ποὺ βγάζουνε ἀπὸ τὸ στόμα τους, λέγοντάς σας ὑποκριτές, θεομπαῖχτες καὶ λαοπλάνους. Ἂν βρισκότανε, οἱ δυστυχεῖς στὴ θέση ποὺ βρίσκομαι τώρα, καὶ βλέπανε ἀπὸ δῶ ποὺ βλέπω, θὰ τρομάζανε γιὰ ὅ,τι κάνουνε. Θέλω νὰ φανερωθῶ σ᾿ αὐτοὺς καὶ νὰ τοὺς πῶ ν᾿ ἀλλάξουνε δρόμο, μὰ δὲν ἔχω τὴν ἄδεια, ὅπως δὲν τὴν εἶχε κι ἐκεῖνος ὁ πλούσιος καὶ γιὰ τοῦτο παρακαλοῦσε τὸν Πατριάρχη Ἀβραὰμ νὰ στείλει τὸ φτωχὸ τὸ Λάζαρο. Μὰ καὶ ἐκεῖνον δὲν τὸν ἔστειλε, καὶ τοῦτο, γιὰ νὰ γίνουνε ἴδια ἄξιοι τῆς καταδίκης ὅσοι ἁμαρτάνουνε, κι ἄξιοί της σωτηρίας ὅσοι πορεύονται τὴ στράτα τοῦ Θεοῦ.

«Ὁ ἀδικῶν ἀδικησάτω ἔτι, καὶ ὁ ρυπαρὸς ῥυπαρευθέτω ἔτι, καὶ ὁ δίκαιος δικαιοσύνη ποιησάτω ἔτι, καὶ ὁ ἅγιος ἁγιασθήτω ἔτι».

Μ᾿ αὐτὰ τὰ λόγια, τὸν ἔχασα ἀπὸ μπροστά μου.


Τὰ Μυστικὰ Ἄνθη, ἔκδ. Παπαδημητρίου, Ἀθήνα 1973 - Φώτης Κόντογλου

http://www.filoumenos.com/