.

.

Δός μας,

Τίμιε Πρόδρομε, φωνή συ που υπήρξες η φωνή του Λόγου. Δος μας την αυγή εσύ που είσαι το λυχνάρι του θεϊκού φωτός. Βάλε σήμερα τα λόγια μας σε σωστό δρόμο, εσύ που υπήρξες ο Πρόδρομος του Θεού Λόγου. Δεν θέλουμε να σε εγκωμιάσουμε με τα δικά μας λόγια, επειδή τα λόγια μας δεν έχουν μεγαλοπρέπεια και τιμή. Όσοι θα θελήσουν να σε στεφανώσουν με τα εγκώμιά τους, ασφαλώς θα πετύχουν κάτι πολύ πιό μικρό από την αξία σου. Λοιπόν να σιγήσω και να μη προσπαθήσω να διακηρύξω την ευγνωμοσύνη μου και τον θαυμασμό μου, επειδή υπάρχει ο κίνδυνος να μη πετύχω ένα εγκώμιο, άξιο του προσώπου σου;

Εκείνος όμως που θα σιωπήσει, πηγαίνει με τη μερίδα των αχαρίστων, γιατί δεν προσπαθεί με όλη του τη δύναμη να εγκωμιάσει τον ευεργέτη του. Γι’ αυτό, όλο και πιό πολύ σου ζητάμε να συμμαχήσεις μαζί μας και σε παρακαλούμε να ελευθερώσεις τη γλώσσα μας από την αδυναμία, που την κρατάει δεμένη, όπως και τότε κατάργησες, με τη σύλληψη και γέννησή σου, τη σιωπή του πατέρα σου του Ζαχαρία.

Άγιος Σωφρόνιος Ιεροσολύμων

Ἐπίσκεψη μοναχῆς ἀπό τήν κόλαση

Σ’ ένα γυναικείο μοναστήρι μόναζε μαζί μέ την ηγουμένη καί ηανιψιά της, πού ήταν πανέμορφη σωματικά καί άμεμπτη ψυχικά. Όλες οι αδελφές τη θαύμαζαν καί παραδειγματίζονταν από την αγγελική αγνότητά της αλλά καί τη σπάνια μετριοφροσύνη της. Όταν κοιμήθηκε, την κήδεψαν μέ μεγαλοπρέπεια, βέβαιες πώς η καθαρή ψυχή της είχε ανέβει στον παράδεισο. Η ηγουμένη, λυπημένη γιά τη στέρηση της ενάρετης ανιψιάς της, αγρυπνούσε μέ νηστεία καί προσευχή, παρακαλώντας τον Κύριο να της αποκαλύψει την ουράνια δόξα της κεκοιμημένης ανάμεσα στις άλλες μακάριες παρθένες. Καί κάποτε, περασμένα μεσάνυχτα, καθώς προσευχόταν μέσα στήν ησυχία τού κελιού της, άνοιξε ξαφνικά η γη μπροστά της, κι από τό ρήγμα, πού δημιουργήθηκε, τινάχτηκε καυτή λάβα. Έντρομη η γερόντισσα, έριξε μια ματιά στήν άβυσσο, πού έχασκε σχεδόν κάτω από τά πόδια της, καί είδε την ανιψιά της μέσα στις φλόγες τού αδη...

— Θεέ μου! αναφώνησε μέ απελπισία. Εσένα βλέπω εκεί;
— Ναι, αποκρίθηκε εκείνη, αναστενάζοντας μέ πόνο.
— Καί γιατί έγινε αυτό; τή ρώτησε η θεία της μέ φωνή γεμάτη πικρία καί συμπόνια. Ήλπιζα να σε δώ στη δόξα του παραδείσου, στη χορεία των αγγέλων, ανάμεσα στις άμεμπτες κόρες του Χριστού, κι εσύ... Γιατί; Γιατί;
Βαριαναστέναξε πάλι η ανιψιά της καί αναφώνησε:
— Συμφορά σ’ εμένα, την άθλια! Εγώ η ίδια είμαι η αιτία του αιώνιου θανάτου μου μέσα σε τούτες τίς φλόγες, πού διαρκώς μέ καταβροχθίζουν χωρίς να μέ αφανίζουν. Ήθελες να δεις πού βρίσκομαι, καί να πού σου το αποκάλυψε ο Θεός!
— Μα γιατί, τέλος πάντων, έγινε αυτό; την ξαναρώτησε κλαίγοντας η ηγουμένη.
— Επειδή δεν ήμουνα παρθένα άσπιλη σάν άγγελος, όπως νομίζατε. Δεν μόλυνα, βέβαια, τό σώμα μέ σαρκικό αμάρτημα, αλλά οι λογισμοί μου, οι επιθυμίες μου καί οι αμαρτωλές φαντασιώσεις μου μέ έριξαν στη γέεννα. Δεν μπόρεσα να διατηρήσω την ψυχή μου αμόλυντη, όπως τό παρθενικό σώμα μου, καί γι` αυτό παραδόθηκα στα βασανιστήρια του άδη. ’Από απροσεξία, άφησα να γεννηθεί καί να στερεωθεί στήν καρδιά μου μια εμπαθής έλξη προς έναν όμορφο νέο. Έφερνα στον νου μου τη μορφή του κι ένιωθα ευχαρίστηση, όταν ενωνόμουν φανταστικά μαζί του. Καταλάβαινα πώς αυτό ήταν αμαρτία, αλλά ντρεπόμουνα να τό φανερώσω στον πνευματικό κατά την Εξομολόγηση. Καί να ποιά είναι η συνέπεια της αισχρής ικανοποιήσεώς μου μέ τους ακάθαρτους λογισμούς καί τίς ασελγείς φαντασιώσεις: Στο τέλος μου, οι άγιοι άγγελοι μέ αποστράφηκαν καί μέ άφησαν στα χέρια των δαιμόνων. Έτσι, τώρα καίγομαι στις φλόγες της γέεννας, καί θα φλέγομαι αιώνια χωρίς ποτέ να καώ, καθώς δεν τελειώνει ο βασανισμός εκείνων πού δεν αξιώθηκαν ν’ ανέβουν στον ουρανό!
Αναστέναξε πάλι, η δύστυχη, κι έτριξε τά δόντια της, πριν την αρπάξει η κοχλαστή λάβα καί την εξαφανίσει από τά μάτια της ηγούμενης.

Λόγος γιά τά πνεύματα-Λόγος γιά τόν θάνατο
Συγγραφέας : Ἅγιος Ἰγνάτιος Μπριαντσανίνωφ. 
ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΙΕΡΑ ΜΟΝΗ ΠΑΡΑΚΛΗΤΟΥ.

http://apantaortodoxias.blogspot.gr