Ὅσο περνᾶ ὁ καιρός, κλιμακώνονται συνεχῶς τά χτυπήματα, πολλαπλασιάζονται τά «τέρατα καί τά σημεῖα». Τεράστιες περιοχές τῆς πατρίδας μας γίνονται κρανίου τόπος, μοναστήρια καί προσκυνήματα χάνονται μέσα στίς φλόγες, εἰκόνες τῆς Παναγιᾶς καί ἄλλων Ἁγίων ἀναβλύζουν ἐδῶ καί μῆνες ποταμούς δακρύων, ἡ γῆ σείεται κατά τόπους σχεδόν καθημερινά καί τώρα ἕνας σεισμός (ἀπρόσμενος μάλιστα, πού ἐξέπληξε μέ τήν ἔντασή του τούς σεισμολόγους) προκαλεῖ μεγάλες καταστροφές σέ μία περιοχή πού ἔχει δώσει ἀπό πνευματικῆς πλευράς πάρα πολλά δικαιώματα. Καί δέν εἶναι δυστυχῶς ἡ μόνη. Οἱ καταστροφές αὐτές μάλιστα, ἐδῶ καί ἀρκετούς μῆνες, ἀφοροῦν πλέον καί σέ ναούς, σέ πρωτοφανῆ γιά τά ἑλληνικά χρονικά ἔκταση.
Ὅλα αὐτά βέβαια θά μποροῦσαν νά εἶχαν συνοδευτεῖ καί ἀπό πολύ μεγαλύτερες τραγωδίες, τρομακτικούς ὀλέθρους, γεγονότα πολύνεκρα. Εὐτυχῶς δέν συνοδεύτηκαν, συνάμα ὅμως – ἀκόμη καί ἔτσι – παραμένουν γεγονότα ἐξαιρετικά εὔγλωττα. Ἄξιο εὐγνωμοσύνης τό πρῶτο καί συνάμα ἄξιο προβληματισμοῦ τό δεύτερο. Εὐγνωμοσύνης πού ἀκόμη μᾶς κρατάει ὁ Θεός, ταῖς πρεσβείαις τῆς Θεοτόκου καί πάντων τῶν Ἁγίων, καί δέν μᾶς ἀφήνει νά καταποντιστοῦμε ὁριστικά μέσα στόν βοῦρκο πού οἱ ἴδιοι ὀρύξαμε γιά τούς ἑαυτούς μας καί γεμίσαμε μέ τά δυσώδη βαλτόνερα τῆς ἀποστασίας μας. Ἀλλά καί προβληματισμού, γιατί κανείς δέν ξέρει ἕως πότε θά μᾶς ἀνέχεται καί πόσα δεινά ἔχουμε νά ζήσουμε στίς μέρες πού ἀνοίγονται μπροστά μας. Δεινά, πού γιά τήν παιδαγωγία μας, τόσο πιό ἐπώδυνα φαίνεται δυστυχῶς ὅτι θά εἶναι, ὅσο ἐμεῖς θά ἐπιμένουμε ἐμμονικά στόν βόρβορο. Ἤδη μάλιστα εἰδικά ὡς πρός τό ἐνδεχόμενο νέων μεγάλων σεισμῶν (πολύ μεγαλύτερων καί καταστροφικότερων ἀπό ὅσους ἔχουν ἤδη γίνει) οἱ προειδοποιήσεις εἶναι σαφεῖς ἀκόμη καί ἀπό τούς ἐπιστήμονες (καί ἀναφανδόν ἔκδηλη εἶναι καί ἡ ἀνησυχία τους).
Ἀπανωτά λοιπόν τά σημάδια καί πυκνώνουν συνεχῶς. Ἐλάχιστοι ὅμως βλέπουν καί ἀκόμη λιγότεροι καταλαβαίνουν. Γιατί πορώθηκε ἡ καρδιά τους καί ὁ λογισμός τους σκοτίστηκε. «Ἵνα βλέποντες βλέπωσι καὶ μὴ ἴδωσι, καὶ ἀκούοντες ἀκούωσι καὶ μὴ συνιῶσι, μήποτε ἐπιστρέψωσι καὶ ἀφεθῇ αὐτοῖς τὰ ἁμαρτήματα» (Μαρκ. δ΄12). Καί βέβαια ὁ λόγος αὐτός δέν εἶναι μόνο γιά τούς ἄθεους ἤ τούς ἐκκλησιομάχους. Δέν εἶναι μόνο καί γιά τό μεγάλο κομμάτι τοῦ λαοῦ μας πού ζεῖ σέ πλήρη ἀποστασία ἀπό τόν Θεό, βυθισμένο στό ἀπόλυτο σκοτάδι. Εἶναι καί γιά ὅλους ἐμᾶς.
Καί ἴσως νά εἶναι κυρίως γιά ἐμᾶς, τούς λεγόμενους «πιστούς». Ποιμένες καί ποιμαινόμενοι, πού καταντήσαμε ἀπλά πλανῶντες καί πλανώμενοι, νανουριστές καί νανουρισμένοι, νά ἀποκοιμίζουμε ἑαυτούς καί ἀλλήλους μέ μεταπατερικά ἡρεμιστικά χάπια ἀφόρητης ἀγαπολογίας. Νανουριστές πού ἀκόμη καί στό κέντρο ἑνός κόσμου πού μανητοκλυδωνίζεται καί σείεται συθέμελα, ἀκόμη καί στήν κορύφωση τῆς νεοταξικής ἐπίθεσης κατά τῆς πίστης καί τῆς πατρίδας μας, ἀκόμη καί στά πρόθυρα πολέμων, λιμῶν, λοιμῶν, σεισμῶν καί ἄλλων θεομηνιῶν, αὐτοί ἐπιμένουν νά αἰθεροβατοῦν στό ἀπόλυτο Τίποτε. Ἐπιμένουν, γιά νά θυμηθοῦμε καί τόν Ἅγιο Παΐσιο, νά «φασκιώνουν τά πνευματικά τους τέκνα σάν τά μωρά, δῆθεν γιά νά μή στενοχωριούνται», μέ λογάκια ἐπιδερμικά καί ἀνόητα χαδάκια. Μέ «ὅλα καλά» καί «δέν πειράζει», μέ χαζοχαρούμενα ἀγαπουλίστικα ψευτοθεολογικά φληναφήματα, μέ κενολογίες γιά ἕνα Θεό βολικό καί στά μέτρα τους, πού (ἐπειδή…«εἶναι Ἀγάπη») ὅλα τά δέχεται καί ὅλα τά ἐπιβραβεύει, μέ ἀτέλειωτες προφάσεις ἐν ἁμαρτίαις. Καί τόν τελευταῖο ἑνάμιση χρόνο βεβαίως καί μέ ὅλη αὐτή τήν ἀπερινόητη βλασφημία τῶν ἀπολυμασμένων ναῶν, τῆς νεοβαρλααμικῆς μασκαράτας, τῆς ἐμβολιαστικῆς προπαγανδιστικής ὑστερίας, τῆς διαστροφικῆς ἐπινόησης ἀτελείωτων ψευτοθεολογικῶν ἀφηγημάτων, τῶν συνεχόμενων δογματικῶν καί ἐκκλησιολογικῶν ἐκτροπῶν. Καί ἀντί γιά λόγους καί ἔργα μετανοίας (πού αὐτά εἶναι τό μόναδικό καί τόσο ἐπιτακτικά πλέον ἀπαιτούμενο γιά τούς δαιμονικά μανιασμένους καιρούς μας), αὐτοί ἐπιδεινώνουν καί ἀπό πάνω τήν πλάνη τοῦ μπερδεμένου καί ἀκατήχητου λαοῦ, τόν σπρώχνουν ἀκόμη πιό κάτω, αὐξάνουν ἀκόμη περισσότερο τήν ἀπόσταση ἀπό τόν Θεό. Βαθαίνουν ἀκόμη πιό πολύ τό χάσμα τῆς ἀποστασίας.
Τά μάτια συνεπῶς τυφλώνονται ὁλοένα καί περισσότερο. Καί τυφλώνονται ἀντιστρόφως ἀνάλογα πρός ὅσα ζοῦμε – καί πού θά ἔπρεπε νά εἶναι κανονικά αἰτίες ἀφύπνισης, αἰτίες γιά νά ἔρθουμε καί πάλι «εἰς ἑαυτόν». Μάταια ὅμως. Καί ἐνῶ οἱ πλημμύρες, οἱ πυρκαγιές, οἱ σεισμοί καί οἱ ἄλλες – κυριολεκτικά – θεομηνίες (καιρός νά ἐμβαθύνουμε ἐπιτέλους στήν πραγματική σημασία τῆς λέξης, ὅ,τι καί ἄν λένε οἱ διάφοροι νανουριστές) θά συνεχίζονται καί θά κλιμακώνονται γύρω μας, ἐμεῖς ἐπιμένουμε νά τά παραβλέπουμε ὅλα αὐτά, μιλώντας ὡς πείσμονες ἀνόητοι γιά τυχαιότητες, κλιματικές ἀλλαγές ἤ ὁτιδήποτε ἄλλο, πλήν τῆς πραγματικῆς αἰτίας. Ἀνάλγητοι καί τυφλοί. Γιατί «ἐπαχύνθη ἡ καρδία τοῦ λαοῦ τούτου, καὶ τοῖς ὠσὶ βαρέως ἤκουσαν, καὶ τοὺς ὀφθαλμοὺς αὐτῶν ἐκάμμυσαν, μήποτε ἴδωσι τοῖς ὀφθαλμοῖς καὶ τοῖς ὠσὶν ἀκούσωσι καὶ τῇ καρδίᾳ συνῶσι καὶ ἐπιστρέψωσι» (Ματθ. ιγ΄ 15). Τυφλωθήκαμε λοιπόν καί εἶναι μία τύφλωση ἐκούσια καί ἐμμονική. Καί ἄς μᾶς στέλνει συνεχῶς ὁ Θεός σημάδια καί προειδοποιήσεις ἀδιάκοπες. Καί οἱ ὁποῖες εἶναι τόσο ἔκδηλες, πού κανείς πιά δέν ἔχει ἄλλοθι, οὔτε τήν παραμικρή δικαιολογία γιά νά τίς ἀγνοεῖ.
«Ὑποκριταί, τὸ μὲν πρόσωπον τοῦ οὐρανοῦ γινώσκετε διακρίνειν, τὰ δὲ σημεῖα τῶν καιρῶν οὐ δύνασθε γνῶναι»; (Ματθ. ιστ΄ 3). Ἀλήθεια, σέ αὐτό τό τρομερό Του ἐρώτημα, ἐμεῖς τί τολμᾶμε αὐτή τή στιγμή νά απαντήσουμε;
Νεκτάριος Δαπέργολας