✝︎ Τοῦ Παναγιώτη Σημάτη
Ἀκόμα καὶ σήμερα, ὄχι μόνον οἱ Οἰκουμενιστές, ἀλλὰ καὶ εὐσεβεῖς ἱερωμένοι καὶ θεολόγοι, θεωροῦν αὐτονόητη τὴν διεξαγωγὴ θεολογικῶν διαλόγων μὲ τοὺς Παπικοὺς καὶ τοὺς Προτεστάντες. «Ὁ Χριστὸς συζήτησε μὲ τὴν Σαμαρείτισσα, λέγουν, οἱ Ἀπόστολοι καὶ ὁ Παῦλος μὲ τὰ ἔθνη. Σήμερα οἱ πάντες διαλέγονται. Οἱ Διάλογοι εἶναι ἀναγκαῖοι».
Εἶναι σωστὴ αὐτὴ ἡ στάση; Ἢ μήπως οἱ Οἰκουμενιστὲς κατάφεραν νὰ ἀλλοιώσουν τὰ ὀρθόδοξα κριτήρια καὶ τῶν εὐσεβῶν; Ἡ ἀπάντηση δίνεται ξεκάθαρη ἀπὸ τὴν ἁγιοπατερική μας Παράδοση.
Γράφει ὁ Μ. Ἀθανάσιος: Πῶς, ἀλήθεια, νὰ κάνεις διάλογο μὲ ἀνθρώπους, οἱ ὁποῖοι, ἐπειδὴ «πεπτώκασι εἰς ἀσέβειαν», εἶναι ἀνάπηροι (ὡς πρὸς τὰ πνευματικὰ θέματα) στὴ σκέψη καὶ «νομίζουσι εἶναι τὰ ὀρθὰ στρεβλὰ καὶ λέγουσιν τὸ μὲν φῶς σκότος, τὸ δὲ σκότος εἶναι φῶς» (Μ. Ἀθανασίου, Περὶ Διονυσίου Ἐπισκόπου Ἀλεξανδρείας, Ἔργα 4, Ἐκδ. “Γρ. ὁ Παλαμᾶς”, σελ. 44).
Ὁ διάλογος τῶν Ἁγίων μὲ ἀμετανόητους καὶ ἐπιμένοντας στὶς κακαδοξίες τους αἱρετικοὺς ἦταν τελείως διαφορετικὸς ἀπὸ τοὺς συγχρόνους «Διαλόγους». Δὲν προχωροῦσαν σὲ συμβιβασμοὺς οἱ Ἅγιοι, δὲν ἔκλειναν τὰ μάτια στὶς κακοδοξίες. Πάνω ἀπὸ ὅλα ἦταν ἡ ἀκεραιότητα τῆς Πίστεως. Τὰ παραδείγματα εἶναι πάμπολλα. Ἐρωτᾶ π.χ. ὁ Μ. Βασίλειος τὸν Εὐνόμιο: Ἔχεις τὴν ἐντύπωση πὼς ἐμεῖς δὲν θὰ σεβαστοῦμε τοὺς Πατέρες, πὼς θὰ κλείσουμε τὰ μάτια στὶς καινοτομίες σου καὶ θὰ τὶς ἀνεχθοῦμε; Ἡ ἀπάντηση εἶναι, ὄχι: «Μὴ νείμωμεν τὸ πλέον τοῖς προλαβοῦσι; μὴ αἰδεσθῶμεν τὸ πλῆθος τῶν τε νῦν ὄντων Χριστιανῶν; ...ἀλλὰ μύσαντες ἁπαξαπλῶς τοὺς τῆς ψυχῆς ὀφθαλμούς, καὶ παντὸς ἁγίου μνήμην τῆς διανοίας ὑπερορίσαντες, σχολάζουσαν καὶ σεσαρωμένην τὴν ἑαυτοῦ καρδίαν ἕκαστος ταῖς παραγωγαῖς σου καὶ τοῖς σοφίσμασι φέροντες ὑποθῶμεν;» (Μ. Βασιλείου, Ἀπολογητικὸς δυσεβοῦς Εὐνομίου, λόγ. Α΄, (libr. 5), v. 29, p. 508, l. 5-16).
Ἤδη ἀπὸ τὶς πρῶτες δύο αὐτὲς Πατερικὲς θέσεις καθίσταται σαφές, πόσο ἀπέχουν οἱ διεξάγονες τοὺς «Διαλόγους» σήμερα (καὶ ὅσοι τοὺς ἀποδέχονται) ἀπὸ τὴ γραμμὴ τῶν Ἁγίων. Οἱ σύγχρονοι ποιμένες ἀντὶ ἐλέγχου τῶν αἱρετικῶν, ἐπιδίδονται σὲ ἐναγκαλισμούς, συμπροσευχές, κοινὲς δραστηριότητες κ.λπ. Αὐτὸ διαπιστώνεται καὶ καταγγέλλεται στὸ γνωστὸ Ὑπόμνημα περὶ τοῦ Διεθνοῦς Συνεδρίου Ἱεραποστολῆς τοῦ Π.Σ.Ε. (Ἀθήνα 2004) ἀπὸ δεκάδες ἱερωμένους καὶ καθηγητὲς Πανεπιστημίου· ἔγραφαν: «Μέσα λοιπὸν σ’ αὐτὸ τὸ ζοφερὸ τοπίο δὲν φαντάζει, ἄραγε, ὡς μύθος ἡ δυνατότητα Ὀρθοδόξου μαρτυρίας στὸ Π.Σ.Ε.; Καί, ἔπειτα ἀπὸ τόσες ἄκαρπες προσεγγιστικὲς προσπάθειες ὁλοκλήρων δεκαετιῶν, δὲν εἶναι ἀπορίας ἄξιον τὸ ὅτι ἐμεῖς, οἱ Ὀρθόδοξοι, ἐπιμένουμε πεισματικὰ νὰ λυποῦμε τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιο, παραβαίνοντας τὴν σαφέστατη ἐντολὴ τοῦ Θεοῦ "αἱρετικὸν ἄνθρωπον μετὰ μίαν καὶ δευτέραν νουθεσίαν παραιτοῦ"»; (Τίτ. 3, 10).
Εἶναι φανερὸ λοιπὸν ὅτι ἔχουν πετάξει στὰ σκουπίδια οἱ Οἰκουμενιστές τὴν Ἐντολὴ τοῦ ἀπ. Παύλου «αἱρετικὸν ἄνθρωπον μετὰ μίαν καὶ δευτέραν νουθεσίαν παραιτοῦ», ἀφοῦ συζητοῦν ἑκατοντάδες φορὲς μὲ ἀμετανόητους διαστροφεῖς τῆς Πίστεως. Ἐπιβάλλουν δὲ ὡς νόμιμους καὶ ἀναγκαίους τοὺς «Διαλόγους» καὶ στοὺς ὀρθόδοξους πιστούς, ἀφοῦ οἱ «Διάλογοι» διενεργοῦνται μὲ τὴν φροντίδα τῆς Ἱεραρχίας (ποὺ ἔχει Συνοδικὰ ἀποδεχθεῖ τὴν αἵρεση στὸ Κολυμπάρι) καὶ οἱ «εὐσεβεῖς» Ἱεράρχες καὶ θεολόγοι ἐπὶ δεκαετίες τοὺς ὑπηρετοῦν ἢ τοὺς ἀνέχονται. Ἔτσι ἔχουν δόλια ἐπιτύχει οἱ «Διάλογοι» αὐτοὶ ὄχι μόνο νὰ ἀκολουθοῦνται ἀπὸ συμπροσευχὲς καὶ «συλλείτουργα», ἀλλὰ κατάφεραν νὰ ἐνταχθεῖ ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία ὡς μέλος στὸ Π.Σ.Ε. (Π.Σ.αιρέσεων), καὶ νὰ ἀποδεχθεῖ τὶς αἱρέσεις ὡς Ἐκκλησίες.
«Αἱρετικὸν ἄνθρωπον (λοιπόν) μετὰ μίαν καὶ δευτέραν νουθεσίαν παραιτοῦ», γιατὶ ἕνας τέτοιος ἔχει διαστραφῆ, ἁμαρτάνει καὶ ἔτσι καταδικάζει ὁ ἴδιος τὸν ἑαυτόν του («εἰδὼς ὅτι ἐξέστραπται ὁ τοιοῦτος καὶ ἁμαρτάνει ὢν αὐτοκατάκριτος»).
Ὁ ἅγιος Θεόδωρος ὁ Στουδίτης εἶναι διαφωτιστικός. Γράφει ὅτι οἱ Διάλογοι μὲ τοὺς αἱρετικοὺς ἀπαγορεύονται ἀπὸ τὴν ἀποστολικὴν ἐντολή («αἱρετικόν ἄνθρωπον …παραιτοῦ»), ἐκτὸς ἂν ὁ λόγος μας ἀποσκοπεῖ στὸ νὰ τοὺς νουθετήσει: «Πρῶτον μὲν τὸ τοὺς ἐναντιουμένους ἡμῖν χρονίως τε καὶ συνοδικῶς πεπαγιῶσθαι ταῖς οἰκείαις δόξαις, ἡμᾶς δὲ ἀποστολικῶς τε καὶ πατρικῶς κεκωλῦσθαι συνᾶραι μετὰ τῶν οὕτω κεκρατημένων τὸν περὶ πίστεως λόγον». Καί: «Πρός τε τὸ συνᾶραι λόγον ἀντιρρητικὸν μετὰ τῶν ἑτεροδόξων, ἐναντιούμενον τῇ ἀποστολικῇ παραγγελίᾳ, οὐ καθῆκον, εἰ μή τι πρὸς νουθεσίαν μόνον» (Θ. Στουδίτου, Ἐπιστολαί, Μιχαὴλ καὶ Θεοφίλῳ βασιλεῦσιν, P.G. 99, 1332Α).
Σημαντικότατη γιὰ τὴν διαφώτιση τοῦ θέματος εἶναι ἡ θέση τοῦ ἱ. Χρυσοστόμου. Ὁ διάλογος-συζήτηση μὲ τοὺς αἱρετικούς, θὰ εἶχε κάποια περιθώρια ἐπιτυχίας, μόνο ὅταν ἀκολουθεῖ τὶς ἀρχὲς τῆς Πίστεως τῆς Ἀποστολικῆς Ἐκκλησίας, ὅταν γίνεται «εἰς ὑπακοὴν πίστεως» (Ρωμ. 1, 5). Γράφει ὁ ἅγιος, πὼς καθῆκον τῶν Ἀποστόλων ἦταν τὸ νὰ ἐπισκέπτονται τὶς πόλεις ὄχι γιὰ νὰ διαλέγονται, ἀλλὰ γιὰ νὰ κηρύττουν∙ «τὸ δὲ πείθειν τοῦ ἐνεργοῦντος ἐν αὐτοῖς Θεοῦ», ὁ ὁποῖος καὶ διανοίγει τὴν καρδιὰ τῶν καλοπροαίρετων καὶ ὑπάκουων:
«Οὐκ ἄρα οἱ ἀπόστολοι ἦσαν οἱ κατορθοῦντες, ἀλλ' ἡ προοδοποιοῦσα χάρις αὐτοῖς. Ἐκείνων μὲν γὰρ ἦν τὸ περιιέναι καὶ κηρύττειν, τὸ δὲ πείθειν τοῦ ἐνεργοῦντος ἐν αὐτοῖς Θεοῦ· καθὼς καὶ ὁ Λουκᾶς φησιν, ὅτι Διήνοιξε τὴν καρδίαν αὐτῶν· καὶ πάλιν, Οἷς ἦν δεδομένον ἀκοῦσαι τὸν λόγον τοῦ Θεοῦ. Εἰς ὑπακοήν. Οὐκ εἶπεν, Εἰς ζήτησιν καὶ κατασκευήν, ἀλλ', Εἰς ὑπακοήν. Οὐδὲ γὰρ ἐπέμφθημεν, φησί, συλλογίζεσθαι, ἀλλ' ὅπερ ἐνεχειρίσθημεν ἀποδοῦναι» (Χρυσοστόμου Ἰω., Εἰς τὴν πρὸς Ρωμαίους, vol 60, pg 398, ln 23-42).
Καὶ μὲ ἄλλο κείμενο, ὁ ἱ. Χρυσόστομος, ἐπιμένει στὴν Πίστη καὶ ὄχι στὴν συζήτηση-διάλογο διὰ τῆς λογικῆς. Σχολιάζων τὸ «μὴ ἑτεροδιδασκαλεῖν» τῆς Πρὸς Τιμόθεον ἐπιστολῆς γράφει: «Εἶδες πῶς διαβάλλει τὴν ζήτησιν; Ἔνθα γὰρ πίστις, οὐ χρεία ζητήσεως· ἔνθα μηδὲν δεῖ περιεργάζεσθαι, τί δεῖ ζητήσεως; ἡ ζήτησις τῆς πίστεώς ἐστιν ἀναιρετική. Ὁ γὰρ ζητῶν, οὐδέπω εὗρεν· ὁ ζητῶν, πιστεῦσαι οὐ δύναται. Διὰ τοῦτό φησι, Μὴ ἀσχολώμεθα περὶ τὰς ζητήσεις· ἐπεὶ εἰ ζητοῦμεν, οὐκ ἔστι τοῦτο πίστις· ἡ γὰρ πίστις ἀναπαύει τὸν λογισμόν. Πῶς οὖν φησιν ὁ Χριστός …Ἐρευνᾶτε τὰς Γραφάς; ... Εἶπε γάρ, Ἐρευνᾶτε τὰς Γραφάς, τουτέστιν; ὥστε τὴν ἀκρίβειαν αὐτῶν καταμαθεῖν καὶ εἰδέναι, οὐχ ἵνα ἀεὶ ζητῶμεν, ἀλλ' ἵνα παυώμεθα ζητοῦντες... Ἡ τοίνυν ζήτησις ἐναντία ἐστὶ τῇ οἰκονομίᾳ τοῦ Θεοῦ... Ἅπερ γὰρ ἡ πίστις ἤνυσε καὶ ᾠκοδόμησε, ταῦτα αὕτη καταστρέφει, ζητήσεις παρέχουσα, καὶ τὴν πίστιν ἐκβάλλουσα… γ΄. Μὴ τοίνυν προσέχωμεν ταῖς ζητήσεσι… Εἰ μὲν γὰρ ἀνθρώπινα τὰ λεγόμενα ἦν, ἐχρῆν αὐτὰ βασανίζεσθαι» (Χρυσοστόμου Ἰω., Εἰς τὴν πρὸς Τιμόθεον πρώτην, vol 62, pg 506, ln 29).
Ὁ ἅγιος Εἰρηναῖος Ἐπισκόπος Λουγδούνου γράφει: «…Ὅσοι δὲ ἀφίστανται τῆς Ἐκκλησίας καὶ τούτοις τοῖς γραώδεσι μύθοις πείθονται, ἀληθῶς αὐτοκατάκριτοι. Οὓς ὁ Παῦλος ἐγκελεύεται ἡμῖν μετὰ μίαν καὶ δευτέραν νουθεσίαν παραιτεῖσθαι. Ἰωάννης δὲ ὁ τοῦ Κυρίου μαθητὴς ἐπέτεινε τὴν καταδίκην αὐτῶν, μηδὲ χαίρειν αὐτοῖς ὑφ' ἡμῶν λέγεσθαι βουληθείς. Ὁ γὰρ λέγων αὐτοῖς, φησί, χαίρειν, κοινωνεῖ τοῖς ἔργοις αὐτῶν τοῖς πονηροῖς. Καὶ εἰκότως· οὐκ ἔστι γὰρ χαίρειν τοῖς ἀσεβέσι, λέγει Κύριος» (Εἰρηναίου Ἐπισκόπου Λουγδούνου, Ἔλεγχος καὶ ἀνατροπὴ τῆς Ψευδωνύμου γνώσεως, b. 1, c. 9, s. 3, l. 10).
Ὁ Μ. Ἀθανάσιος στὴν ἴδια γραμμὴ κινεῖται: μὲ τὴν αἵρεση, λέγει, βλασφημεῖται ὁ ἴδιος ὁ Χριστός, ὁ ὁποῖος καταδικάζει τὴν αἵρεση καὶ κατέστησε ἀκοινώνητους τοὺς αἱρετικούς. Καὶ ἀφοῦ –ἐρωτᾶ– ὁ ἴδιος ὁ Χριστὸς κατακρίνει τὴν αἵρεση, ποιός ἄνθρωπος θὰ τολμήσει νὰ τὴν ἀναγνωρίσει ἀποδεχόμενος τοὺς αἱρετικούς; Ἄρα λοιπόν, δὲν εἶναι «χριστομάχος» ὅποιος ἐπικοινωνεῖ μαζί τους, ὡς μὲ οἰκείους τῆς πίστεως; «Οὐ γὰρ ἄλλος ἀλλ' αὐτὸς ὁ βλασφημούμενος παρ' αὐτῶν Κύριος κατέκρινε τὴν κατ' αὐτοῦ συστᾶσαν αἵρεσιν… καὶ μηδεὶς προστιθέσθω τῇ αἱρέσει, ἀλλὰ καὶ οἱ ἀπατηθέντες μεταγινωσκέτωσαν. ἣν γὰρ ὁ Κύριος κατέκρινε, τίς ἀποδέξεται; καὶ ἣν ἀκοινώνητον αὐτὸς πεποίηκε, πῶς ὁ προσλαμβανόμενος οὐ μεγάλως ἀσεβεῖ καὶ φανερῶς ἐστι χριστομάχος;» (Μ. Ἀθανασίου, Ἐπιστολαί, Σεραπίωνι ἀδελφῷ καὶ συλλειτουργῷ ἐν κυρίῳ χαίρειν, c. 4, s. 3, l. 2-9).
Νὰ πῶς ἀντιμετωπίστηκε μιὰ παρόμοια περίπτωση διαλόγου ἀπὸ τὴν Ἐκκλησίας, ὅπως μᾶς τὴν διηγεῖται ὁ Μ. Ἀθανάσιος: Σ’ ἕνα Διάλογο μεταξὺ αἱρετιζόντων Ἐπισκόπων καὶ Ὀρθοδόξων, ἐνῶ ὅλοι οἱ Ὀρθόδοξοι Ἐπίσκοποι διελέγοντο μὲ βάση τὴν Γραφή, οἱ αἱρετίζοντες παρουσίασαν ἕνα Ἔγγραφο ποὺ περιεῖχε τὴν Ὁμολογία τῆς ἀληθοφανοῦς Πίστεώς τους καὶ προσπαθοῦσαν νὰ ἐπιβάλλουν τὶς ἀπόψεις τους. Ζητοῦσαν, ὅσα τὸ Ἔγγραφο περιελάμβανε, νὰ ἀποτελέσουν τὴν βάση Πίστεως γιὰ ὅλους· μάλιστα, ἀπαιτοῦσαν νὰ μὴν ζητηθεῖ τίποτε παραπάνω ἀπὸ τοὺς αἱρετικούς, τοὺς ὁποίους ὑποστήριζαν, οὔτε νὰ ἐξετάζουν οἱ Πατέρες, ὅσες καμουφλαρισμένες αἱρετικὲς δοξασίες εἶχαν διατυπωθεῖ στὸ Ἔγγραφο. (Πόσο πολὺ μοιάζουν αὐτὰ μὲ τὶς σύγχρονες καταστάσεις!).
Ὅταν διαβάστηκε τὸ Ἔγγραφο, οἱ Πατέρες ἀμέσως διέκριναν τὰ αἱρετικά τους φρονήματα (τὰ ὁποῖα μὲ ἀπάτη προσπαθοῦσαν νὰ ἐπιβάλλουν) καὶ τοὺς ἐζήτησαν νὰ ἀναθεματίσουν τὴν αἵρεση τοῦ Ἀρείου. Φυσικὰ αὐτοὶ τὸ ἀρνήθηκαν. Καὶ τότε οἱ Ὀρθόδοξοι Ἐπίσκοποι ἐθαύμασαν γιὰ τὸ μέγεθος τῆς δολιότητος καὶ πανουργίας τους καὶ εἶπαν:
Ἐμεῖς δὲν ἤρθαμε ἐδῶ γιὰ νὰ ἀνακαλύψουμε τὴν ἀλήθεια τῆς πίστεως, αὐτὴν τὴν ἔχουμε· ἀλλὰ ἤρθαμε γιὰ νὰ συνετίσουμε τοὺς αἱρετικοὺς ποὺ ἀντιλέγουν στὴν παραδοθεῖσα ἀληθινὴ πίστη: «ἡμεῖς οὐ δεόμενοι πίστεως συνήλθομεν (ἔχομεν γὰρ ἐν ἑαυτοῖς ὑγιαίνουσαν τὴν πίστιν), ἀλλ' ἵνα τοὺς ἀντιλέγοντας τῇ ἀληθείᾳ καὶ καινοτομεῖν ἐπιχειροῦντας ἐντρέψωμεν». Ἂν τώρα ἐσεῖς, γράψατε αὐτὰ τὰ δυσσεβῆ, ποὺ φανερώνουν ὅτι δὲν ἔχετε ὀρθὴ πίστη, καὶ μοιάζετε σὰν κάποιους ποὺ μόλις ἄρχισαν νὰ πιστεύουν, δὲν μπορεῖτε νὰ λογίζεσθε ὡς ἱερεῖς, ἀλλ’ ἔχετε ἀνάγκη νὰ κατηχηθῆτε ἀπ’ τὴν ἀρχή: «εἰ μὲν οὖν ὑμεῖς ὡς νῦν ἀρχόμενοι πιστεύειν ἐγράψατε ταῦτα, οὔπω ἐστὲ κληρικοὶ ἀρχὴν ἔχοντες τοῦ κατηχεῖσθαι».
Καὶ κατέληξαν: Μόνο ἂν ἀποδεχθῆτε τὴν παραδεδομένη πίστη ποὺ ἐμεῖς ἐδῶ πιστὰ ἐκφράζουμε, μπορεῖ νὰ ὑπάρξει μεταξύ μας ὁμοφροσύνη. Ἐπειδὴ δὲ αὐτοί, ὡς ἀμαθεῖς καὶ δόλιοι, ἐπέμεναν στὶς θέσεις, οἱ Πατέρες τοὺς κατεδίκασαν «ὡς μὴ ὄντας ἀληθῶς Χριστιανούς» (Μ. Ἀθανασίου, Ἐπιστολὴ περὶ τῶν γενομένων ἐν τῇ Ἀριμίνῳ).
Ἀξίζει ὅμως νὰ παρουσιάσουμε καὶ ἕνα θετικὸ «διάλογο» ποὺ διεξήγαγε ὁ ἱ. Χρυσόστομος (παράδειγμα πρὸς μίμησιν, ποὺ πρέπει νὰ λάβουν ὑπ' ὄψιν οἱ εὐσεβεῖς), ὁ ὁποῖος δὲν ἀρχίζει ἀπὸ ὅσα μᾶς ἑνώνουν, τὰ «ἑνοῦντα» –καὶ ὅσα βολεύουν τοὺς ἑτερόδοξους, ὥστε νὰ καλύπτουν τὶς κακοδοξίες τους καὶ τὴν ἀμετανοησία τους– ἀλλὰ εἶναι σύμφωνος μὲ τὴν ποιμαντικὴ πρακτικὴ τῆς Ἐκκλησίας μας. Ἀκολουθεῖ δηλ. τὴν Ἐντολὴ τοῦ Ἀποστόλου: «αἱρετικὸν ἄνθρωπον μετὰ πρώτην καὶ δευτέραν νουθεσίαν παραιτοῦ…».
Ὅταν οἱ αἱρετικοὶ “Ἀνόμοιοι” ἤθελαν νὰ τὸν ἀκούσουν νὰ ὁμιλεῖ γιὰ τὶς διαφορὲς ποὺ ὑπῆρχαν μεταξὺ τῆς Ὀρθοδοξίας καὶ τῆς αἱρέσεώς τους, ὁ Ἅγιος ἐφαρμόζοντας θετικὰ τὴν Ἐντολὴ τοῦ Ἀποστόλου Παύλου, βλέποντας δηλαδὴ ὅτι οἱ “νουθεσίες” του ἔπιαναν τόπο, «ἀνεχόταν μέσα στὸν ὀρθόδοξο ναὸ τὴν παρουσία» τῶν Ἀνομοίων κατὰ τὴν ὥραν τοῦ κηρύγματος, δὲν ἀνταποκρινόταν ὅμως, σκοπίμως, στὴν ἐπιθυμία τους νὰ ὁμιλήσει διεξοδικὰ γιὰ τὶς διαφορὲς Ὀρθοδόξων καὶ Ἀνομοίων, ἀναβάλλοντας αὐτὸ τὸ θέμα γιὰ ἀργότερα. Γράφει: «ἐγὼ μὲν γὰρ καὶ πάλαι τούτους ὤδινον πρὸς ὑμᾶς τοὺς λόγους εἰπεῖν, ἔμελλον δὲ καὶ ἀνεβαλλόμην, ὅτι πολλοὺς τῶν ταῦτα νοσούντων ἑώρων μεθ' ἡδονῆς ἡμῶν ἀκροωμένους, καὶ οὐ βουλόμενος ἀποσοβῆσαι τὴν θήραν, τέως ἐπεῖχον τὴν γλῶτταν τούτων τῶν παλαισμάτων, ὥστε μετὰ τὸ κατασχεῖν αὐτοὺς ἀκριβῶς, τότε ἐπαποδύσασθαι» (Χρυσοστόμου Ἰω., Κατὰ Ἀνομοίων, λόγος α΄).
Διαπιστώνουμε λοιπὸν στὸ παράδειγμα αὐτό, πὼς ὁ Ἅγιος ἔκανε ἕνα εἶδος κατήχησης, καὶ ὅταν διέκρινε πὼς στὴν καρδιά τους εἶχε ἀρχίσει ἡ διαδικασία τῆς μετάνοιας ‒ἀφοῦ «μεθ' ἡδονῆς» ἄκουγαν τὰ κηρύγματά του καὶ ὑπόμεναν τὴν δοκιμασία ὑπακοῆς ποὺ τοὺς ὑπέβαλε‒ τότε μόνο ἀνταποκρίθηκε μὲ ἀγάπη στὴν ἐπιθυμία τους γιὰ διάλογο, ἀφοῦ ἐγκαθιδρύθηκε ἕνα κλίμα ἐμπιστοσύνης μεταξύ τους, ποὺ τοὺς βοηθοῦσε νὰ ἀντέξουν τὴν χειρουργικὴ ἐπέμβαση τῆς καθαίρεσης τῶν αἱρετικῶν καρκινωμάτων: «ἐπειδὴ δὲ διὰ τὴν τοῦ Θεοῦ χάριν αὐτῶν ἤκουσα παρακαλούντων καὶ ἐνοχλούντων εἰς τούτους ἐμβῆναι τοὺς ἀγῶνας, θαρρῶν ἀπεδυσάμην λοιπὸν καὶ τὰ ὅπλα ἔλαβον τὰ τοὺς λογισμοὺς καθαιροῦντα καὶ πᾶν ὕψωμα ἐπαιρόμενον κατὰ τῆς γνώσεως τοῦ Θεοῦ. Ταῦτα δὲ ἔλαβον τὰ ὅπλα, οὐχ ἵνα βάλω τοὺς ἐναντίους, ἀλλ' ἵνα ἀναστήσω κειμένους· αὕτη γὰρ τῶν ὅπλων τούτων ἡ δύναμις τοὺς μὲν φιλονεικοῦντας πλήττειν οἶδε, τοὺς δὲ εὐγνωμόνως ἀκούοντας μετὰ πολλῆς θεραπεύειν τῆς ἐπιμελείας· οὐχὶ δίδωσι τραύματα, ἀλλὰ θεραπεύει νοσήματα» (στὸ ἴδιο).
Στὶς συζητήσεις τῶν Πατέρων μὲ τοὺς αἱρετικούς, ὁ ὀρθόδοξος ποιμένας ἔχει τὸν πρῶτο λόγο, λέγει ὁ ἱ. Χρυσόστομος, ἀφοῦ αὐτὸς θὰ κρίνει τὴν ἀποδοχὴ ἢ ὄχι τῶν αἱρετικῶν στὴν Ἐκκλησία. Ὅταν συζητεῖς μὲ αἱρετικό, νὰ τοῦ κάνεις καίριες ἐρωτήσεις, νὰ τὸν ἐλέγχεις, μὴν τὸν ἀφήνεις νὰ σοῦ ξεφεύγει καὶ νὰ στρέφει τὴν συζήτηση ὅπου θέλει αὐτός, νὰ ἀποδεικνύεις τὸ λάθος τῶν λογισμῶν του:
«Κάτεχε τὸν αἱρετικόν· μὴ ἀφῇς ἀναχωρῆσαι» (στὸ ἴδιο). «Κἂν λέγῃ σοι ὁ αἱρετικός,… κατάσπασον αὐτοῦ τὸ φρόνημα εἰς τὴν γῆν, καὶ εἰπὲ πρὸς αὐτόν, …καὶ τότε ἐκεῖνα ἐρώτα. Κάτασχε αὐτὸν καὶ περίστηθι, καὶ μὴ ἀφῇς ἀποπηδῆσαι, μηδὲ ἀναχωρῆσαι εἰς τὸν λαβύρινθον τῶν λογισμῶν· ἀλλὰ κάτασχε, καὶ ἀπόπνιξον, μὴ τῇ χειρὶ, ἀλλὰ τῷ ῥήματι· μὴ δῷς αὐτῷ διαστολὰς καὶ διαφυγάς, ἃς βούλεται. Ἐκεῖθεν θόρυβον ἐμποιοῦσι τοῖς διαλεγομένοις, ἐπειδὴ ἡμεῖς αὐτοῖς ἀκολουθοῦμεν καὶ οὐκ ἄγομεν ὑπὸ τοὺς νόμους τῶν θείων Γραφῶν. Περίθες τοίνυν αὐτῷ τειχίον πάντοθεν, τὰς ἀπὸ τῶν Γραφῶν μαρτυρίας, καὶ οὐδὲ χᾶναι δυνήσεται» (Χρυσοστόμου Ἰω., Ἀπόδειξις τοῦ χρησίμως τὰς περὶ Χριστοῦ καὶ ἐθνῶν καὶ τῆς ἐκπτώσεως Ἰουδαίων προφητείας ἀσαφεῖς εἶναι).
Εἶναι φανερό, λοιπόν, πὼς ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία ἀρνεῖται τοὺς συγχρόνους «Διαλόγους», ἀλλὰ δὲν ἀρνεῖται τὸ Διάλογο. Τὸν διεξάγει ὅμως μὲ βάση τὶς ὁδηγίες τοῦ Χριστοῦ καὶ τῶν Ἀποστόλων (καὶ τὴν ἐν λόγω ἐπιταγὴ τοῦ Ἀποστόλου Παύλου “αἱρετικὸν ἄνθρωπον… παραιτοῦ”)· Στηρίζεται δὲ γιὰ τὴ διεξαγωγὴ τῶν Διαλόγων στοὺς Ἱ. Κανόνες τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων.
Εἶναι πασιφανὲς ‒μετὰ ἀπὸ «Διαλόγους» δεκαετιῶν‒ ὅτι ὁ σκοπὸς εἶναι ἡ ἕνωση μὲ τοὺς αἱρετικούς, χωρὶς αὐτοὶ νὰ ἀποβάλουν τὶς αἱρέσεις τους. Κι αὐτὴ εἶναι ἡ σκοπιμότητα τῆς διεξαγωγῆς τῶν «Διαλόγων». Ἡ ἴδια σκοπιμότητα ποὺ ὑπῆρχε καὶ σὲ ἄλλες περιόδους.
Ἔτσι «ἡ ἀντίθεση (τῶν Ὀρθοδόξων) στὴν Ἕνωση ὀφείλεται στὴν ἐπιμονὴ τῶν λατίνων στὶς καινοτομίες καὶ στὶς αἱρέσεις τους. Διαβάζουμε σὲ κείμενο Συνόδου τοῦ 13ου αἰ.: “Πῶς γοῦν θεμιτὸν καὶ θεάρεστον ἑνωθῆναι τοῖς τοιούτοις ἡμᾶς, ὧν δικαίως καὶ κανονικῶς ἐξεκόπημεν, ἀμεταβλήτως ἔχουσι τῶν αἱρέσεων;… Εἰ γὰρ λέγοιεν ἐθέλειν ἑνωθῆναι, καὶ μεταβληθήτωσαν καὶ ἑνούσθωσαν· εἰ δὲ μετὰ τῆς κακίας αὐτῶν τοῦτο βούλονται, οὐ δυνήσονται…”» (Laurent–Darrouzès, Dossier grec, s. 395,397, εἰς Ἀραμπατζῆ Χρ., Ἡ Σύνοδος τῆς Λυών, σελ. 175).
Σταθερὴ ἀπαίτηση τῶν Συνόδων, ὅταν συζητοῦσαν μὲ τοὺς αἱρετικοὺς ἦταν: νὰ ἀποκηρύξουν τὴν αἵρεση, νὰ μετανοήσουν καὶ νὰ δώσουν ὀρθόδοξη ὁμολογία Πίστεως. Εἶναι πολλὲς δεκάδες οἱ Σύνοδοι ποὺ πανομοιότυπα ζητοῦν αὐτὰ ἀπὸ τοὺς αἱρετικούς, ὥστε δὲν χρειάζεται ἕνας κουραστικὸς κατάλογος Συνόδων, ἕνα μόνο παράδειγμα τῶν τελευταίων αἰώνων.
Τὴν Σύνοδο τοῦ 1895 ἐν Κων/πόλει συνεκάλεσε ὁ Οἰκουμενικὸς Πατριάρχης Ἄνθιμος. Σ’ αὐτὴ ἀποφάσισαν γιὰ τὴν ἀπάντηση ποὺ θὰ ἔδιναν στὴν ἐπιστολὴ ποὺ ἔλαβαν ἀπὸ τὸν Πάπα. Μὲ τὴν ἀπαντητικὴ πρὸς Πάπα Λέοντα ΙΓ΄ ἐπιστολή της ἡ Σύνοδος, καταδικάζει μὲν τὸν Παπισμό, δείχνει ὅμως καὶ τὸν μόνο ἀληθῆ δρόμο γιὰ τὴν Ἕνωση: Ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία «διακαῶς ἐπιποθεῖ τὴν ἕνωσιν» ὑπὸ τὴν προϋπόθεσιν «ὁ τῆς Ρώμης ἐπίσκοπος (νά) ἀποτινάξῃ ἅπαξ διὰ παντὸς τὸν ὁρμαθὸν τῶν…εὐαγγελικῶν νεωτερισμῶν, τῶν καὶ προκαλεσάντων τὴν λυπηρὰν διαίρεσιν τῶν Ἐκκλησιῶν Ἀνατολῆς καὶ Δύσεως, καὶ ἐπανέλθῃ εἰς τὸ ἔδαφος τῶν ἁγίων ἑπτὰ Οἰκουμενικῶν Συνόδων» (Μπιλάλη Σπ., ὅπ. παρ., σελ. 630).
Ὁ ἀείμνηστος καθηγητὴς Στυλιανὸς Παπαδόπουλος διαζωγραφίζει τὴν τραγικὴ κατάληξη τῶν «Διαλόγων στὶς μέρες του. Γράφει:
«Ἐνῶ, λοιπόν, ἀπὸ τὶς ἀρχὲς τοῦ 20ου αἰώνα δημιουργήθηκε ἡ Οἰκουμενικὴ Κίνηση πρὸς ἐπιδίωξη τῆς ἑνότητας “ἐν τῇ ἀληθείᾳ”, στὸ τέλος ἀκριβῶς τοῦ ἴδιου αἰώνα... ἐπικυρώνεται ἡ ἀδιαφορία μας γιὰ τὴν ἀλήθεια, ἐφόσον, καθὼς νομίζουμε, μποροῦμε νὰ ἔχουμε ἑνότητα μὲ οὐσιαστικὴ διαφοροποίηση στὴν Παράδοση, ...μὲ διαφορετικὲς “ἀλήθειες”. Ὅμως ἡ πραγματικὴ ἑνότητα ἐξασφαλίζεται μόνο στὴν ἀλήθεια, ἡ ὁποία εἶναι μία: Ὁ Θεός, ποὺ φανερώνει (σὲ ὅσους ἐπιζητοῦν) τὴν ἀλήθεια, αὐτὸς παρέχει καὶ τὴν ἀληθινὴ ἑνότητα. Κάθε ἄλλη ἑνότητα μένει ἀνέριστη, ἐπιφανειακή, μὴ πραγματική» (Παπαδόπουλου Στυλ., Ὀρθ. Πορεία, ὅπ. παρ., σ. 120-121).
Αὐτὴ ἡ κατάληξη ‒σήμερα εἶναι πιὸ ὀδυνηρή‒ νομοτελειακὰ θὰ ἐρχόταν ἀπὸ τὴ στιγμὴ ποὺ ἀγνοήθηκε καὶ ποδοπατήθηκε, καὶ πετάχθηκε στὰ σκουπίδια ἡ ἁγιοπατερικὴ Παράδοση.
✝︎ Παναγιώτης Σημάτης