.

.

Δός μας,

Τίμιε Πρόδρομε, φωνή συ που υπήρξες η φωνή του Λόγου. Δος μας την αυγή εσύ που είσαι το λυχνάρι του θεϊκού φωτός. Βάλε σήμερα τα λόγια μας σε σωστό δρόμο, εσύ που υπήρξες ο Πρόδρομος του Θεού Λόγου. Δεν θέλουμε να σε εγκωμιάσουμε με τα δικά μας λόγια, επειδή τα λόγια μας δεν έχουν μεγαλοπρέπεια και τιμή. Όσοι θα θελήσουν να σε στεφανώσουν με τα εγκώμιά τους, ασφαλώς θα πετύχουν κάτι πολύ πιό μικρό από την αξία σου. Λοιπόν να σιγήσω και να μη προσπαθήσω να διακηρύξω την ευγνωμοσύνη μου και τον θαυμασμό μου, επειδή υπάρχει ο κίνδυνος να μη πετύχω ένα εγκώμιο, άξιο του προσώπου σου;

Εκείνος όμως που θα σιωπήσει, πηγαίνει με τη μερίδα των αχαρίστων, γιατί δεν προσπαθεί με όλη του τη δύναμη να εγκωμιάσει τον ευεργέτη του. Γι’ αυτό, όλο και πιό πολύ σου ζητάμε να συμμαχήσεις μαζί μας και σε παρακαλούμε να ελευθερώσεις τη γλώσσα μας από την αδυναμία, που την κρατάει δεμένη, όπως και τότε κατάργησες, με τη σύλληψη και γέννησή σου, τη σιωπή του πατέρα σου του Ζαχαρία.

Άγιος Σωφρόνιος Ιεροσολύμων

Τα διαβαζουμε, αλλά όποιον προσπαθει να τα μιμηθεί τον θεωρούμε ακραίο. Διαβάζουμε στήν 242 ἐπιστολή τοῦ Μεγάλου Βασιλείου


«Τά πλήθη έχουν ἐγκαταλείψει τούς οἴκους τῆς προσευχῆς καί συναθροίζονται εἰς τάς ἐρήμους. Οἱ γυναῖκες, τά παιδιά, οἱ γέροντες καί οἱ ἄλλοι ἀσϑενεῖς εἰς καιρόν χειμῶνος μέ ραγδαῖες βροχές καί χιονοπτώσεις καὶ ἀνέμους καί παγετούς, καί κατά τό θέρος κάτω ἀπό τόν φλογερό ήλιο, ταλαιπωροῦνται εἰς τό ὕπαιθρο. Καί τά ὑποφέρουν ὅλα αὐτά, διότι δέν θέλουν νά ἑνωθοῦν μέ τήν πονηράν ζύμην τοῦ ᾿Αρείου».
Ὅταν ἦλθε στήν Κωνσταντινούπολη ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος, οἱ αἱρετικοί εἶχαν τό θρόνο καί ὅλες τίς ἐκκλησίες ἐπί σαράντα ὁλόκληρα χρόνια. Οἱ πιστοί, ὅμως, μακρυά ἀπό κάθε κοινωνία μαζί τους, ἐκκλησιάζονταν σέ εὐκτήριους οἴκους. Αὐτοί -ἔλεγε ὁ Άγιος γιά τούς αἱρετικούς -ἔχουν τούς οἴκους (τους ιερούς ναούς), ἐμεῖς τόν ἕνοικον (τον Θεό).
Ὁ ἅγιος Μάξιμος, ἐπειδή δέν κοινωνοῦσε μέ τά πατριαρχεῖα, δέχθηκε ἀπό τήν τότε κρατοῦσα ἐκκλησία τήν ἐπίκαιρη ἀκόμη καί σήμερα ἐρώτηση: «Σύ μόνος σώζῃ (θα σωθείς) καί πάντες ἀπόλλυνται (θα χαθούν);» Καί ἀπήντησε: «Οὐδένα κατέκριναν οἱ τρεῖς παῖδες μή προσκυνήσαντες τῇ εἰκόνι, πάντων ἀνθρώπων προσκυνούντων. Οὐ γάρ ἐσκόπουν τά τῶν ἄλλων ἀλλ᾽ ἐσκόπουν ὅπως ἄν αὖτοί μή ἐκπέσωσι τῆς ἀληθοῦς εὐσεβείας... Κἀμέ οὖν μή δῷ (να μη δώσει) ὁ Θεός κατακρῖναι τινα, ἤ εἰπεῖν (ή να πω), ὅτι ἐγώ μόνος σώζομαι. Αἱροῦμαι (προτιμώ) δέ ἀποθανεῖν, ἤ θρόησιν ἔχειν κατά τό συνειδός (ή να με κατακρίνει η συνείδηση), ὅτι περί τήν εἰς Θεόν πίστην παρεσφάλην (έσφαλα) καθ᾽ οἱονδήποτε τρόπον». Στήν πίεση ὅτι καί ἡ τῆς Ρώμης ἐκκλησία θά κοινωνήσει μέ τόν πατριάρχη εἶπεν: «Τό Πνεῦμα τό ἅγιον, διά τοῦ ᾿Αποστόλου, καί ἀγγέλους ἀναθεματίζει παρά τό κήρυγμά τι νομοθετοῦντος». Ὅταν δέ τοῦ ζήτησαν μόνον νά σιωπήσει, γιά τήν εἰρήνη τῆς Ἐκκληῃσίας, τότε ἀφοῦ ἔπεσε κάτω στή γῆ μετά δακρύων εἶπε᾽ «ου δύναμαι λυπῆσαι τόν Θεόν σιωπῶν, ἅπερ αὐτός λαλεῖσθαι καί ὁμολογεῖσθαι προσέταξαι» (δεν μπορώ να σιωπήσω και να1 λυπήσω το Θεό όταν αυτός μάς πρόσταξε να ομολογούμε) (ΡG 90, 120, 121, 124).
Κατά τόν ἴδιο τρόπο καί οἱ ἁγιορεῖτες πατέρες, οἱ ἐπί Βέκκου, προτίμησαν τόν θάνατο παρά τήν κοινωνία μέ τόν λατινόφρονα πατριάρχῃ.