.

.

Δός μας,

Τίμιε Πρόδρομε, φωνή συ που υπήρξες η φωνή του Λόγου. Δος μας την αυγή εσύ που είσαι το λυχνάρι του θεϊκού φωτός. Βάλε σήμερα τα λόγια μας σε σωστό δρόμο, εσύ που υπήρξες ο Πρόδρομος του Θεού Λόγου. Δεν θέλουμε να σε εγκωμιάσουμε με τα δικά μας λόγια, επειδή τα λόγια μας δεν έχουν μεγαλοπρέπεια και τιμή. Όσοι θα θελήσουν να σε στεφανώσουν με τα εγκώμιά τους, ασφαλώς θα πετύχουν κάτι πολύ πιό μικρό από την αξία σου. Λοιπόν να σιγήσω και να μη προσπαθήσω να διακηρύξω την ευγνωμοσύνη μου και τον θαυμασμό μου, επειδή υπάρχει ο κίνδυνος να μη πετύχω ένα εγκώμιο, άξιο του προσώπου σου;

Εκείνος όμως που θα σιωπήσει, πηγαίνει με τη μερίδα των αχαρίστων, γιατί δεν προσπαθεί με όλη του τη δύναμη να εγκωμιάσει τον ευεργέτη του. Γι’ αυτό, όλο και πιό πολύ σου ζητάμε να συμμαχήσεις μαζί μας και σε παρακαλούμε να ελευθερώσεις τη γλώσσα μας από την αδυναμία, που την κρατάει δεμένη, όπως και τότε κατάργησες, με τη σύλληψη και γέννησή σου, τη σιωπή του πατέρα σου του Ζαχαρία.

Άγιος Σωφρόνιος Ιεροσολύμων

Ας βλέπουμε τις δικές μας αμαρτίες και όχι των άλλων!



Όσοι είναι όρθιοι, ας απλώσουν φιλάδελφα το χέρι τους στους πεσμένους. Όσοι βαδίζουν σταθερά στο δρόμο της σωτηρίας, ας προσελκύσουν κι εκείνους που τριγυρνούν στις γκρεμοτοπιές της απώλειας. Ας μη νοιαζόμαστε μόνο για το συμφέρον μας, αλλά και για την ωφέλεια των αδελφών μας. Όλοι φροντίζουμε ν' αυξήσουμε τα κέρδη μας, κανένας να βοηθήσει εκείνους που έχουν ανάγκη. Όλοι απλώνουμε τα χέρια για να πάρουμε, κανένας για να δώσει. Όλοι σκεφτόμαστε πώς θα παρατείνουμε την επίγεια ζωή μας, κανένας πώς θα σώσει την ψυχή του.
Όλοι φοβόμαστε την επίγεια δυστυχία, κανένας δεν τρέμει την αιώνια κόλαση. Άφατη είναι η οδύνη της ψυχής μου για την πώρωσή μας. «Ποιος μπορεί να κάνει το κεφάλι μου πηγάδι με νερό και τα μάτια μου πηγές δακρύων, για να κλαίω το λαό μου τούτο μέρα και νύχτα;» ( Ιερ. 9:1 ) .
Ίσως μερικοί από σας να λένε με δυσφορία: "Όλο για δάκρυα και θρήνους μας μιλάει αυτός εδώ, όλα μαύρα κι άραχνα τα βλέπει". Δεν θα το ήθελα , πιστέψτε με, δεν θα το ήθελα. Μόνο χαρά κι ευφροσύνη θα ποθούσα να νιώθω, μόνο επαίνους και εγκώμια ν' αναφέρω. Μα δεν είναι καιρός για τέτοια . Τι κι αν δεν κλαίω, αφού τα έργα μας είναι για κλάματα; Τι και αν δεν θρηνώ, αφού τα έργα μας είναι αξιοθρήνητα; Σας ενοχλεί η θρηνολογία μου; Αλλά γιατί δεν σας ενοχλούν οι αμαρτίες σας; Είναι αποκρουστικός ο οδυρμός μου; Αλλά μήπως δεν είναι, και περισσότερο μάλιστα , ο αντίθετος βίος σας; Μην πέσετε στην κόλαση, και δεν πενθώ.
Μην πεθάνετε ψυχικά, και δεν κλαίω. Βλέποντάς σας, όμως, να χάνεστε, πώς να μη λυπάμαι; Πατέρας σας είμαι, πατέρας πνευματικός και φιλόστοργος . Ακούστε τι λέει ο Παύλος: «Παιδιά μου, (που σας γέννησα πνευματικά), για την αναγέννησή σας πάλι περνώ τους πόνους της (πνευματικής) γέννας» ( Γαλ. 4: 19 ) . Ποια επίτοκη γυναίκα αφήνει τόσο πικρή φωνή, σαν αυτή του απόστολου;
Ω, αν μπορούσατε να καταλάβετε και τον δικό μου πόνο, αν μπορούσατε να δείτε τη φωτιά που καίει την καρδιά μου, θα διαπιστώνατε πως υποφέρω πολύ περισσότερο από τη νιόπαντρη, που χάνει τον άνδρα της, κι από τον πατέρα, που χάνει τον γιο του. Υποφέρω, γιατί η ζωή σας είναι γεμάτη ψεύδη και συκοφαντίες , διαμάχες και μίση, αδικίες και κλοπές , μοιχείες και ασέλγειες, κακουργίες και φόνους. Υποφέρω, γιατί και όσοι από σας δεν διαπράττουν τέτοια αμαρτήματα, πέφτουν καθημερινά στην κατάκριση και στην καταλαλιά. Νομίζουν πως είναι χριστιανοί, αλλά δεν φροντίζουν να είναι ευάρεστοι στο Χριστό, δεν προσέχουν τον εαυτό τους, δεν αφοσιώνονται στην θεραπεία της ψυχής τους.
Με τους άλλους ασχολούνται, τους άλλους κρίνουν, τους άλλους καταδικάζουν σαν αμείλικτοι δικαστές. "Ο τάδε είναι ανάξιος για το αξίωμα της ιερωσύνης", αποφαίνονται. "Ο δείνα είναι άσεμνος". "Ετούτος είναι υποκριτής" . "Εκείνος είναι αλήτης". "Ο άλλος είναι συμφεροντολόγος".
Αντί, όμως να λυπόμαστε και να μετανοούμε για τις δικές μας αμαρτίες, κρίνουμε τους συνανθρώπους μας. Ακόμα κι αν δεν αμαρτάναμε, ακόμα κι αν είχαμε όλα τα χαρίσματα του κόσμου, ακόμα κι αν ήμασταν ανώτεροι απ' όλους τους ανθρώπους, δεν θα έπρεπε να κρίνουμε κανέναν. «Αλήθεια», ρωτάει τον καθένα μας, ο Απόστολος Παύλος, «ποιος σ' έκανε εσένα ανώτερο από τους άλλους; Ποιο χάρισμα έχεις , που να μην το έλαβες από το Θεό; Αφού, λοιπόν, το έλαβες, γιατί καυχιέσαι σαν να μην το είχες λάβει ως δώρο; « ( Α΄ Κορ. 4:7 ) .
Πολύ περισσότερο τώρα, που καθημερινά αμαρτάνουμε με τον ένα ή το άλλο τρόπο, δεν έχουμε το δικαίωμα να ξεστομίζουμε κακό λόγο για οποιοδήποτε αδελφό μας. «Γι' αυτό», ξαναλέει ο σοφός Παύλος «είσαι αδικαιολόγητος, άνθρωπέ μου, εσύ που κρίνεις τον άλλο. Κρίνοντας τον άλλο, καταδικάζεις τον ίδιο σου τον εαυτό. Γιατί κι εσύ, ο κριτής, τα ίδια κάνεις.
Έχεις τόσα ελαττώματα. Γιατί ασχολείσαι με τα ελαττώματα του αδελφού σου; «Πως μπορείς και βλέπεις το σκουπιδάκι στο μάτι του αδελφού σου και δεν νιώθεις ολόκληρο δοκάρι στο δικό σου μάτι; Πώς θα πεις στον αδελφό σου: Άφησέ με να σου βγάλω το δοκάρι στο δικό σου μάτι; Υποκριτή! Βγάλε πρώτα από το μάτι σου το δοκάρι, και τότε θα δεις καθαρά και θα μπορέσεις να βγάλεις το σκουπιδάκι από το μάτι του αδελφού σου». (Ματθ. 7:3-5)

Άγιος Ιωάννης Χρυσόστομος

από το βιβλίο: Θέματα Ζωής Β
εκδ. Ιερά Μονή Παρακλήτου
σελ. 174-177

"Οι κρυφοί αιρετικοί και ο αποστεωμένος ορθολογισμός"



Σιγὰ-σιγά, χωρὶς νὰ τὸ καταλάβουμε, οἱ αἱρετικοὶ πληθαίνουνε μέσα στὴν Ἐκκλησία μας, παρεκτὸς τοὺς ἀπ' ἔξω. Οἱ ἀπ' ἔξω αἱρετικοὶ εἶναι φανεροί. Ἐδῶ θὰ μιλήσω γιὰ τοὺς κρυφοὺς αἱρετικούς, τοὺς κρυφοδαγκανιάρηδες σκύλους, αὐτοὺς ποὺ μᾶς φέρνουνε τὸν προτεσταντισμὸ καὶ τὸν καθολικισμὸ ἀπὸ τὴ Δύση, ἐκεῖ ποὺ πᾶνε καὶ σπουδάζουνε.

Καὶ πῶς νὰ μὴν τὸν φέρουνε; Ἀργήσανε μάλιστα. Χρόνια καὶ χρόνια γίνεται αὐτὴ ἡ δουλειά. Παράξενο θὰ 'τανε νὰ μὴν τὸν φέρουνε. Αὐτοί, ὅμως, δὲν φανερώνονται σὰν αἱρετικοί, μήτε κι οἱ ὅμοιοί τους τοὺς θεωροῦνε γιὰ αἱρετικούς. Μιλᾶνε συχνά, σὰν παπαγάλοι, γιὰ ὀρθοδοξία, ἀλλὰ γιὰ μία ὀρθοδοξία «ἐξελιγμένη», συγχρονισμένη, «εὐρωπαϊκὴ Ὀρθοδοξία». Τούτη ἡ Ὀρθοδοξία ποὺ ἔχουμε καὶ ποὺ τὴν κληρονονήσαμε ἀπὸ τοὺς πατεράδες μας, εἶναι παλιά, εἶναι βλάχικη Ὀρθοδοξία, ποὺ δὲν πάει νὰ τὴν ἔχουνε μοντέρνοι ἄνθρωποι, ποὺ ζήσανε στὴν Εὐρώπη καὶ στὴν Ἀμερική!

Κάθε τόσο ἔρχεται στὴν Ἑλλάδα μία φουρνιὰ ἀπὸ νεαροὺς θεολόγους, ποὺ σπουδάσανε στὴν Εὐρώπη καὶ ποὺ δὲν μποροῦνε πιὰ νὰ χωνέψουνε τίποτα ἀπὸ τὰ δικά μας. Ὅλα τους φαίνονται κουτσὰ καὶ στραβά, καὶ δουλεύουνε φανατικὰ γιὰ νὰ χαλάσουνε τὴν ἁγνὴ καὶ σωστὴ πίστη τοῦ λαοῦ μας. 

Θὰ 'λεγε κανένας πὼς.... γι' αὐτοὺς ἔγραψε ὁ ἀπόστολος Παῦλος τὰ παρακάτω λόγια: «διὰ τοὺς παρεισάκτους ψευδαδέλφους, οἵτινες παρεισῆλθον κατασκοπῆσαι τὴν ἐλευθερίαν ἠμῶν, ἢν ἔχομεν ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ, ἴνα ἠμᾶς καταδουλώσωνται» (Γαλάτ. β', 4).

Ὁ Ὀρθόδοξος λαὸς μᾶς ἔχει, ἀληθινά, τὴν ἐλευθερία τῆς πίστεως τὴν ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ, καὶ τοῦτοι οἱ νέοι γραμματεῖς μὲ τὰ διπλώματα, θέλουνε νὰ μᾶς καταδουλώσουνε στὰ ἁμαρτωλὰ ὀρθολογιστικὰ συστήματα τῆς Δύσης.

Οἱ περισσότεροι σπουδαστές μας, μόλις πατήσουνε στὴν Εὐρώπη ἀπομένουνε ἐμβρόντητοι ἀπὸ τὶς ψευτοφιλοσοφίες ποὺ διδάσκουνε κάποιοι σπουδαῖοι καθηγητές, καὶ μάλιστα σὲ ξένη γλώσσα. Ἡ ξένη γλώσσα τοὺς κάνει μεγάλη ἐντύπωση! Κατάπληξη τοὺς κάνουνε κ' οἱ μεγάλες, πολιτεῖες, οἱ φαρδιοὶ δρόμοι, τὰ μεγάλα χτίρια, οἱ λεωφόροι, τὰ τραῖνα, οἱ λογὴς-λογὴς μηχανές, οἱ ἀγορές, τὸ πολὺ χρῆμα, τὰ βλοσυρὰ Πανεπιστήμια. Κι αὐτὸ γίνεται, γιατί οἱ περισσότεροι ἀπ’ αὐτοὺς τοὺς σπουδαστὲς εἶναι χωριατόπουλα, ποὺ νοιώθουνε μέσα τοὺς ντροπὴ γιὰ τὸ χωριό τους, κι ὅ,τι βλέπουνε κι ἀκοῦνε, εἶναι γι’ αὐτοὺς οὐρανοκατέβατο!

Τοὺς ξέρω καλὰ αὐτοὺς τοὺς σπουδαστές, γιατί κι ἐμεῖς περάσαμε ἀπὸ κεῖνες τὶς χῶρες, καὶ ζήσαμε σ' αὐτὲς κάμποσα χρόνια. Ὅποτε ἐρχόντανε στὴν Εὐρώπη ἀπὸ τὴν Ἑλλάδα, ἤτανε, στὴν ἀρχή, σαστισμένοι καὶ ζαρωμένοι, σὰν καὶ κεῖνα τὰ μαντρόσκυλα ποὺ ἀκολουθήσανε τὸν τσομπάνο καὶ βρεθήκανε στὸ κέντρο τῆς πολιτείας, μέσα στὴν ὀχλοβοὴ κι ἀνάμεσα στ' αὐ­τοκίνητα, καὶ σαστίσανε, τὰ κακόμοιρα, καὶ βάζουνε τὴν οὐρὰ τοὺς ἀνάμεσα στὰ σκέλια τους, τρομοκρατημένα.

Μὰ σὰν γυρίσουνε στὸ μαντρί, τὴν ξανασηκώνουνε περήφανα, καὶ γίνουνται θηρία ἀνήμερα. Μ' αὐτὰ τὰ σκυλιὰ μοιάζανε, στὰ μάτια τὰ δικά μας, ποὺ εἴχαμε ζήσει πρὶν ἀπὸ χρόνια στὶς μεγάλες πολιτεῖες, ἐκεῖνα τὰ νεοφερμένα Ἑλληνόπουλα, ποὺ μᾶς θεωρούσανε στὴν ἀρχὴ σὰν προστάτες τους, κ' ἤτανε ταπεινὰ καὶ φρόνιμα. Μὰ μὲ τὸν καιρὸ ξεθαρρεύανε, καὶ πολλὰ ἀπ’ αὐτὰ παίρνανε στὸ τέλος ἕναν ἐγωισμὸ σιχαμερόν, μιλώντας μὲ καταφρόνηση γιὰ τὴν πατρίδα τους. Καὶ πολλὰ ἀπ' αὐτά, σὰν γυρίζανε πίσω στὴν Ἑλλάδα, κάνανε τὰ θηρία, κάνανε τοὺς πάνσοφους, κάνανε τοὺς προφέσσορας, μιλώντας ὁλοένα γιὰ τὴν Εὐρώπη καὶ γιὰ τὴν κακομοιριὰ τὴ δική μας σὲ ὅλα τὰ πράγματα. Γι' αὐτὸ λέγω, πὼς ἡ Εὐρώπη εἶναι ἡ δοκιμαστικὴ πέτρα γιὰ κάθε ἕναν ἀπό μας, ποὺ θὰ πάει σὲ κάποια χώρα της: ἢ θὰ γίνει πίθηκος ξενόδουλος, θαυμάζοντας σὰν οὐρανοκατέβατα ὅλα ὅσα βλέπει κι ἀκούει σὲ κείνη τὴ χώρα, καὶ θ' ἀρνηθεῖ τὸ γάλα τῆς μάνας του, ἢ θὰ καταλάβει πόσο ψεύτικα εἶναι τὰ φανταχτερὰ στολίδια της, καὶ πόση βαρβαρότητα ὑπάρχει κάτω ἀπὸ τὴν πολιτισμένη ἐπιφάνειά της, καὶ θὰ ἀγαπήσει μὲ πάθος τὸν τόπο του, νοιώθοντας «μὲ ἐπίγνωση», τὴν πνευματική της εὐγένεια καὶ τὴν ὑπεροχή μας, μπροστὰ σὲ κεῖνες τὶς ἀνθρωπομερμηγκιές.

του Φώτη Κόντογλου



Νικήθηκα; Δεν ξέρω...

Νικήθηκα; Τούτο μονάχα ξέρω ότι είμαι γεμάτος πληγές, αλλά στέκομαι ακόμα όρθιος ατενίζοντας το αύριο… περιμένοντας την αυγή της γαλήνης.

Νικήθηκα; Δεν ξέρω. Τούτο μονάχα ξέρω ότι η μάχη δεν τελείωσε, ότι το τέλος δεν έχει έρθει ακόμη.

Νικήθηκα; Δεν ξέρω. Αυτό που γνωρίζω είναι ότι ο Θεός μου είναι Εύσπλαχνος, Φιλάνθρωπος, Αγάπη...σε Αυτόν ελπίζω, σε Αυτόν αφήνομαι, σε Αυτόν μόνο θα παραδοθώ.

Εάν νικήθηκα για λίγο, εάν λαβώθηκα από τους πειρασμούς και τις δοκιμασίες, εάν κείτομαι τώρα μέσα στον πόνο της προσμονής, εάν εκλιπαρώ για έλεος… αυτό δεν σημαίνει ότι έχασα, αυτό δεν σημαίνει ότι κερδίζω , αυτό δεν σημαίνει ότι τελείωσα.

Αυτό σημαίνει ότι ζω, αυτό σημαίνει ότι προσπαθώ, αυτό σημαίνει ότι θέλω να εξελιχθώ, αυτό σημαίνει ότι ποθώ Εκείνον…τον Θεάνθρωπο Χριστό.


αρχιμ. Παύλος Παπαδόπουλος

Πως έγινα χριστιανός.




(Ὁ Τιμόθεος Οὐίλσον εἶχε τήν παρακάτω συνέντευξη μέ τόν Σεβασμιώτατο Μητροπολίτη τοῦΣουρόζ κ. Ἀντώνιο Μπλούμ.) 

Τ.Ο.: Πότε γίνατε Χριστιανός; Ὑπῆρξε στή ζωή σας καμιά συγκεκριμένη στιγμή μεταστροφῆς;
Α.Μπλούμ: Αὐτό ἔγινε σέ διάφορα στάδια. Μέχρι τά μέσα τῆς ἐφηβικῆς μου ἡλικίας ἤμουνα ἕναςἄπιστος καί ἐπιθετικά ἀντιεκκλησιαστικός. Δέν γνώριζα τό Θεό, δέν νοιαζόμουνα γι’ Αὐτόν καί μισοῦσα καθετί σχετικό μέ τήν ἰδέα τοῦ Θεοῦ.
Τ.Ο.: Καί ὅλα αὐτά, παρά τά «πιστεύω» τοῦ πατέρα σας;

Α.Μπλούμ: Ναί, γιατί μέχρι τά δεκαπέντε μου χρόνια ἡζωή μας ἦταν πολύ δύσκολη. Δέν ζούσαμεὅλοι κάτω ἀπό τήν ἴδια στέγη. Ἐγώ ἤμουνα ἐσωτερικός σέ ἕνα σχολεῖο πού ἦταν πολύ αὐστηρό, βίαιο θά ἔλεγα. Ὅλα τά μέλη τῆς οἰκογένειάς μου ζοῦσαν σέ διαφορετικά σημεῖα τοῦ Παρισιοῦ. Μόνο ὅταν ἔγινα περίπου δεκατεσσάρων χρόνων συγκεντρωθήκαμε ὅλοι κάτω ἀπό τήν ἴδια στέγη καί αὐτό ἦταν μία πραγματική εὐτυχία, μία εὐλογία. Ἦταν κάπως ἀσυνήθιστο νά σκεφτεῖ κανείςὅτι, σέ κάποιο σπίτι μιᾶς συνοικίας τοῦ Παρισιοῦ, μποροῦσε νά βρεῖ μία τέλεια εὐτυχία, καί ὅμως αὐτό συνέβαινε. Τότε γιά πρώτη φορά, μετά τήν ἐπανάσταση, ἀποκτούσαμε σπίτι.
Πρέπει ὅμως νά πῶ πώς, πρίν ἀπό ὅλα αὐτά, συνέβηκε κάτι πού μέ εἶχε προβληματίσει πάρα πολύ.Ἤμουνα περίπου ἕντεκα χρόνων, ὅταν μέ ἔστειλαν σέ μία κατασκήνωση ἀγοριῶν. Ἐκεῖσυνάντησαἕναν ἱερέα πού θά ἦταν περίπου τριάντα χρόνων. Κάτι ἀπ’ αὐτόν τόν ἄνθρωπο μοῦ τράβηξε τήν προσοχή. Εἶχε ἀγάπη πού τήν σκορποῦσε στόν καθένα ἀπό μᾶς. Αὐτή δέ ἡ ἀγάπη του δέν εἶχε σχέση μέ τό ἄν εἴμαστε καλοί, καί δέν ἄλλαζε ὅταν εἴμαστε κακοί. Μποροῦσε νά μᾶς ἀγαπάει χωρίς προϋποθέσεις. Ποτέ πρίν στή ζωή μου δέν εἶχα συναντήσει κάτι τέτοιο. Εἶχα φίλους πού μ’ἀγαποῦσαν στό σπίτι, ἀλλά αὐτό τό ἔβρισκα φυσικό. Τέτοιο εἶδος ἀγάπης δέν εἶχα συναντήσει ποτέ. Τήν ἐποχή ἐκείνη δέν προσπάθησα νά δώσω καμιά ἐξήγηση σ’ αὐτό. Ἁπλά βρῆκα σ’ αὐτόν τόν ἄνθρωπο κάτι πού μέ προβλημάτιζε καί ταυτόχρονα μοῦἄρεσε πολύ. Μόνο μετά ἀπό χρόνια,ὅταν πιά ἦρθα σέ ἐπαφή μέ τό Εὐαγγέλιο, σκέφτηκα πώς αὐτός ὁ ἄνθρωπος, ἀγαποῦσε μέ μιὰἀγάπη πού ἦταν πέρα ἀπό τόν ἴδιο. Δηλαδή μοιραζόταν μαζί μας τή θεία ἀγάπη. Ἤ, ἄν προτιμᾶτε,ἡ ἀγάπη ἦταν τόσο βαθιά καί πλατιά, μέ τέτοια ἀνοίγματα ὥστε, μποροῦσε νά ἀγκαλιάσει ὅλους μας, εἴτε μέσα ἀπό τόν πόνο εἴτε μέσα ἀπό τή χαρά, ἀλλά πάντα μέσα στήν ἴδια καί μοναδικήἀγάπη. Αὐτή ἡ ἐμπειρία, νομίζω, ἦταν ἡ πρώτη βαθιά πνευματική ἐμπειρία πού εἶχα.

Τ.Ο.: Τί ἔγινε μετά ἀπό αὐτό;

Α.Μπλούμ: Τίποτε. Γύρισα στό σχολεῖο ὅπου ἤμουνα ἐσωτερικός καί ὅλα συνεχίστηκαν ὅπως πρίν, μέχρι τήν στιγμή πού βρεθήκαμε ὅλοι κάτω ἀπό τήν ἴδια στέγη. Ζώντας μέ τήν οἰκογένειά μου,ὅπως εἶπα, γεύτηκα τήν πλήρη εὐτυχία, ἀλλά τότε συνέβηκε κάτι τό τελείως ἀπροσδόκητο. Ξαφνικά ἀνακάλυψα ὅτι ἡ εὐτυχία, ἄν δέν ἔχει κάποιο σκοπό, γίνεται ἀνυπόφορη. Δέν μποροῦσα, λοιπόν, νά δεχτῶ μιὰ ἄσκοπη εὐτυχία. Γιά νά ξεπεράσεις τίς δυσκολίες καί νά ὑποφέρεις τά βάσανα ἀποβλέπεις σέ κάτι πού εἶναι πέρα ἀπό αὐτά. Ἐγώ ὅμως δέν ἔβρισκα κάποιο νόημα, οὔτε πίστευα σέ κάτι, γι’ αὐτό ἡ εὐτυχία μου φαινόταν ἀνούσια. Ἔτσι ἀποφάσισα πώς ἔπρεπε νά δώσω στόν ἑαυτό μου μιὰ προθεσμία- ἕνα χρόνο τουλάχιστο – νά ἀνακαλύψει ἄν ἡ ζωή εἶχε ἤ ὄχι κάποιο νόημα. Ἄν στό διάστημα αὐτοῦ τοῦ χρόνου δέν θά ἔβρισκα κανένα νόημα ζωῆς, εἶχαἀποφασίσει νά μή συνεχίσω νά ζῶ, νά αὐτοκτονήσω.

Τ.Ο.: Καί πῶς βγήκατε ἀπό αὐτήν τήν κατάσταση τῆς ἄσκοπης εὐτυχίας;

Α.Μπλούμ: Ἄρχισα νά ψάχνω γιά κάποιο ἄλλο νόημα ζωῆς πέρα ἀπό κεῖνο πού μποροῦσα νά βρῶμέσα στίς σκοπιμότητες. Τό νά σπουδάζει κανείς νά γίνει χρήσιμος στή ζωή ἦταν κάτι πού δέν μέ συγκινοῦσε καθόλου. Ὅλη ἡ ζωή μου μέχρι τώρα εἶχε συγκεντρωθεῖ σέ ἄμεσους σκοπούς καί ξαφνικά ὅλα αὐτά βρέθηκαν ἄδεια, χωρίς κανένα νόημα. Ἔνιωσα μέσα μου κάτι τό δραματικό καί καθετί γύρω μου μοῦφαινόταν μικρό καί ἀνόητο.
Πέρασαν μῆνες καί τίποτε στόν ὁρίζοντα, νόημα δέν φάνηκε πουθενά! Μιὰμέρα τῆς Μεγάλης Σαρακοστῆς- ἤμουνα τότε μέλος τῆς Ρωσικῆς ὀργάνωσης νέων στό Παρίσι- ἕνας ἀπό τούςὑπεύθυνους ὀργάνωσης μέ πλησίασε καί μοῦ εἶπε: «Καλέσαμε κάποιον ἱερέα νά σᾶς μιλήσει. Ἔλα καί σύ στή συγκέντρωση». Ἐγώ ἀπάντησα μέ ἔντονη ἀποδοκιμασία ὅτι δέν θά πήγαινα νά τόνἀκούσω. Δέν εἶχα ἀνάγκη τήν Ἐκκλησία. Δέν πίστευα στό Θεό. Δέν ἤθελα νά χάσω τόν καιρό μου μέ κάτι τέτοια. Ὁὑπεύθυνος χειρίστηκε ἀρκετά ἔξυπνα τό θέμα. Μοῦ ἐξήγησε ὅτι ὅλα τά μέλη τῆςὁμάδας μας εἶχαν ἀντιδράσει ἀκριβῶς μέ τόν ἴδιο τρόπο καί θά ἦταν πολύ ἄσχημο ἄν, οὔτε ἕνας, δέν παρακολουθοῦσε τήν ὁμιλία του.
«Μήν προσέχεις», εἶπε ὁ ὑπεύθυνος, «δέν μέ ἐνδιαφέρει αὐτό, μόνο ἔλα, κάθισε ἐκεῖ, γιά μιὰτυπική παρουσία». Ἐ! μέχρι σ’ αὐτό τό σημεῖο, ἤμουνα πρόθυμος νά φανῶ νομοταγής στή νεανική μας ὀργάνωση. Ἔτσι πῆγα στήν ὁμιλία καί ἔμεινα μέχρι τό τέλος. Δέν εἶχα σκοπό νά προσέξω. Τά αὐτιά μου ὅμως ἔπιαναν μερικές φράσεις πού μέ ἀγανακτοῦσαν περισσότερο. Ὁ Χριστός καί ὁΧριστιανισμός παρουσιάστηκαν μπροστά μου τόσο διαφορετικά ἀπ’ ὅτι ἐγώ πίστευα, πού ἤθελα βαθύτατα νά τά ἀποκρούσω. Ὅταν τελείωσε ἡ ὁμιλία ἔτρεξα στό σπίτι μέ ἔντονη τήν ἐπιθυμία νάἐλέγξω ἄν ἦταν ἀλήθεια ὅλα αὐτά πού εἶπε ὁ ὁμιλητῆς. Ρώτησα τή μητέρα μου ἄν εἶχε ἕνα Εὐαγγέλιο νά μοῦ δώσει. Ἤθελα πολύ νά διαπιστώσω ἄν τό Εὐαγγέλιο θά συμφωνοῦσε μέ τήν τερατώδη ἐντύπωση πού μοῦ δημιούργησε ἡ ὁμιλία. Δέν περίμενα τίποτα καλό ἀπό τήν ἀνάγνωση αὐτή καί ἔτσι μέτρησα τά κεφάλαια τῶν τεσσάρων Εὐαγγελίων, ὥστε νά εἶμαι σίγουρος ὅτι διαβάζω τό συντομότερο. Δέν ἤθελα νά χάσω ἄδικα τό χρόνο μου. Ἄρχισα, λοιπόν, νά διαβάζω τό Εὐαγγέλιο τοῦ Μάρκου.
Ἐνῶδιάβαζα τά πρῶτα κεφάλαια τοῦκατά Μάρκον Εὐαγγελίου καί πρίν φτάσω στό τρίτο κεφάλαιο, ξαφνικά, συνειδητοποίησα ὅτι, στήν ἄλλη ἄκρη τοῦ γραφείου μου, ὑπῆρχε κάποιος. Ἡ βεβαιότηταὅτι αὐτός ὁ «Κάποιος» ἦταν ὁ Χριστός πού στεκόταν ἐκεῖ παράμερα, ἦταν τόσο ἔντονη ὥστε ποτέἕως τώρα δέν μέ ἔχει ἐγκαταλείψει.
Τό γεγονός αὐτό ὑπῆρξε πραγματικά ἡἀποφασιστική μου καμπή. Ἀφοῦ ὁΧριστός ἦταν ζωντανός καί ἐγώ εἶχα ζήσει τήν Παρουσία του, μποροῦσα νά πῶ μέ βεβαιότητα ὅτι αὐτό πού τό Εὐαγγέλιοἔλεγε γιά τή Σταύρωση τοῦ Προφήτη τῆς Γαλιλαίας, ἦταν ἀλήθεια καί ὅτι ὁ ἑκατόνταρχος εἶχε δίκαιο ὅταν εἶπε: «Ἀληθῶς Υἱός Θεοῦ ἐστι». Μέσα, λοιπόν, στό φῶς τῆς Ἀνάστασης μποροῦσα νά διαβάσω μέ βεβαιότητα τήν ἱστορία τοῦ Εὐαγγελίου, ξέροντας πολύ καλά ὅτι καθετί ἔκρυβε μέσα του ἀλήθεια. Καί αὐτό, γιατί τό ἀπίστευτο γεγονός τῆς Ἀνάστασης ἦταν γιά μένα πιό βέβαιο ἀπό κάθε ἄλλο γεγονός τῆς ἱστορίας. Τήν ἱστορία πρέπει νά τήν πιστέψω, τήν Ἀνάσταση τήν ἔμαθαἀπό προσωπικό γεγονός.
Καθώς βλέπετε, δέν ἀνακάλυψα τό Εὐαγγέλιο ἀρχίζοντας ἀπό τήν ἀρχή μέ τό ἀρχικό μήνυμα τοῦΕὐαγγελισμοῦ καί δέν ξετυλίχθηκε μπροστά μου σάν μιὰ ἱστορία τήν ὁποία κανείς μπορεῖ νάπιστέψει ἤ ὄχι. Ἡἀλήθεια τοῦ Εὐαγγελίου, γιά μένα, ἄρχισε μέ ἕνα γεγονός πού παραμέρισε ὅλα τά προβλήματα ἀπιστίας, ἀκριβῶς γιατί ἦταν μία ἄμεση καί προσωπική ἐμπειρία.

Τ.Ο.: Αὐτή ἡ τόσο ἔντονη ἐμπειρία ποὺ εἴχατε, παρέμεινε σέ ὅλη σας τή ζωή; Δέν ὑπῆρξε κάποιαἐποχή ποὺ νά ἀμφιβάλλετε γιά τήν πίστη σας;
Α.Μπλούμ: Βεβαιώθηκα ἀπόλυτα ὅτι ὁ Χριστός εἶναι ζωντανός καί ὅτι μερικά πράγματα ὑπάρχουνἀναμφίβολα. Φυσικά δέν πῆρα σέ ὅλα ἀπαντήσεις, ἀλλά ἔχοντας ζήσει αὐτή τή μεγάλη ἐμπειρία,ἤμουν πιά βέβαιος ὅτι μπροστά μου ὑπῆρχαν ἀπαντήσεις, ὁραματισμοί, δυνατότητες. Αὐτόἀκριβῶς σημαίνει γιά μένα πίστη. Ἀπό τή μιά, δηλαδή, νά μήν ἀμφιβάλλει κανείς ἔτσι πού νά ἔχει μέσα του σύγχυση καί περιπλοκές, ἀπό τήν ἄλλη ὅμως νά διερωτᾶται μέ σκοπό νά ἀνακαλύψει τό πραγματικό νόημα τῆς ζωῆς. Νά ἔχεις, δηλαδή, αὐτό τό εἶδος τῆς ἀμφιβολίας πού σέ κάνει νά θέλεις νά ρωτᾶς, νά ἀνακαλύπτεις ὅλο καί περισσότερο, νά θέλεις διαρκῶς νά ἐρευνᾶς.

Anthony Bloom

http://www.agiazoni.gr


Να προσεύχεστε απλά και από την καρδιά σας...



Επιμένετε και αυξάνετε την προσευχήν. θα κάμετε την προσευχήν την οποίαν ορίζει ή Εκκλησία μας, δηλ. Εξάψαλμο, Απόδειπνο, Παράκλησιν κλπ. θα τα διαβάζετε αυτά από τα βιβλία, άλλα ενίοτε αφήνετε τα και δι' ολίγον.

Δηλαδή χωρίς το βιβλίον, εκτός τα λόγια, αυτά της προσευχής, μιλήσατε και μόνοι σας στο τον Χριστό μας. Άπλα και από την καρδιά σας, πείτε Του σαν να τον βλέπατε μπροστά σας: «Πατέρα μου, έσφαλλα, δεν πέρασα την ημέρα μου πνευματικά, άλλα με κοσμικά πράγματα. Κατέκρινα, μίλησα πολύ, γέλασα, Έφαγα πολύ, προσευχή δεν έκαμα, είχα τόσες αδυναμίες και πτώσεις. Συγχώρεσέ με Κύριε κλπ.»

Έτσι να λέγετε και θα σας λυπηθεί τότε ό Χριστός μας και θα σας στείλει δάκρυα. Και πρέπει να έλθουν δάκρυα, διότι αυτά τα δάκρυα της προσευχής θα σας δώσουν δύναμιν και χαράν. Αυτά θα σας πάρουν τις θλίψεις."

Γέροντος Ιερωνύμου της Αίγινας

«Πάντα ισχύομεν εν τω ενδυναμούντι ημάς Χριστώ»


Το πρώτο, πού κάνει κάθε άνθρωπος, όταν τον καλέση ο Θεός στην επίγνωσί Του, είναι να ερευνήση με ακρίβεια τον εαυτό του για να ιδή, ότι πράγματι στην ζωή του πολλές ενέργειες του ήσαν έξω από το θέλημα του Θεού. Και από αυτή την στιγμή αρχίζει το έργο της μετανοίας. Η μετάνοια αρχίζει από την κατάπαυσι της αμαρτωλής ζωής και φθάνει μέχρι αυτής της θεώσεως, η οποία δεν έχει τέλος.
Ο Θεός δεν έχει περιγραφή και τέρμα· ούτε και οι ιδιότητές Του είναι δυνατό να έχουν. Μπαίνοντας ο άνθρωπος, δια της Χάριτος του Αγίου Πνεύματος, μέσα στους κόλπους της θεώσεως, πάσχει όλες αυτές τις ιδιότητες τις ατέρμονες, τις αψηλάφητες, τις ανεξιχνίαστες, τις απέραντες. Γι’ αυτό είπα ότι η μετάνοια δεν έχει τέρμα.
Πολλές φορές συμβαίνει στον αγωνιζόμενο, να μην ημπορή να νικήση τον παλαιό άνθρωπο, διότι είναι τόσο πολύ αιχμαλωτισμένος από τα πάθη του, παρ’ όλο πού αυτός τα μισεί, τα αποστρέφεται, δεν τα θέλει· και αυτή η κατάστασι θεωρείται κατά την παράδοσι της Εκκλησίας, ζωή μετανοίας.
Τότε μόνο δεν θεωρείται μετάνοια, όταν παύση ο άνθρωπος να αγωνίζεται και λέγει: «Δεν ημπορώ πλέον. Δεν υπάρχει για μένα τίποτε». Αυτό λέγεται απόγνωσι και το καταδικάζει η Εκκλησία ως βλασφημία κατά του Αγίου Πνεύματος· περικόπτει και απορρίπτει αυτό το μέλος ως σάπιο, ως βλάσφημο, στρεφόμενο κατά της αγαθότητας του Θεού.
Δεν πρέπει λοιπόν, σε καμμιά περίπτωσι να συστέλλωμε την πίστι μας. Ουδέποτε να σκεφθή κανείς, ότι είναι αδύνατο να φθάσουμε στην ολοκληρωτική μετάνοια στην οποία μας εκάλεσε ο Χριστός μας. Θα φθάσωμε χάριτι Χριστού. Ουδέποτε είναι ικανή μόνη η ανθρώπινη ενέργεια και προσπάθεια να φθάση εκεί. Αυτό είναι εγωιστικότατο και οι Πατέρες το κατεδίκασαν. Ο Μέγας Μακάριος λέγει ότι τόση είναι η δύναμι της προθέσεως του ανθρώπου, τόσο μόνο ημπορεί ο άνθρωπος, μέχρι πού να αντιδράση προς τον διάβολο. Προκαλούμενος υπό του σατανά, υπό μορφή προσβολής «κάνε αυτό», τόσο μόνο ημπορεί να πή ο άνθρωπος· «όχι δεν το κάνω». Μέχρι εκεί ημπορεί να πάη ο άνθρωπος. Από εκεί και πέρα είναι έργο της Χάριτος. Γι’ αυτό ο Ιησούς μας, ετόνιζε με έμφασι ότι, «χωρίς εμού ου δύνασθε ποιείν ουδέν».
Άρα ποτέ να μην συσταλήτε, ποτέ να μην κατεβαίνετε στην μικροψυχία, εφ’ όσο «δια πίστεως βαδίζομεν». Ποτέ να μην λέγετε: «Δεν θα φθάσωμε εμείς στην απάθεια, δεν θα φθάσωμε στον αγιασμό, δεν θα μιμηθούμε τους Πατέρες μας». Αυτό είναι βλάσφημο. Θα τους φθάσωμε επειδή το θέλομε και εφ’ όσο το θέλομε θα μας το δώση ο Χριστός μας.
Μένοντας πιστοί και μη υποχωρούντες κατά πρόθεσι, οπωσδήποτε θα το επιτύχωμε. Αυτή είναι η πραγματικότης. Έξω από αυτή την γραμμή οι Πατέρες δεν παραδέχονται άλλη. Έξω από αυτή, θεωρείται πλέον απόγνωσι. Δεν υπάρχει το «δεν μπορώ πλέον». Πώς δεν μπορείς; Δια του Χριστού ισχύομε. «Πάντα ισχύομεν εν τω ενδυναμούντι ημάς Χριστώ». «Πάντα»,είπε ο Παύλος, για να μην αφήση κανένα περιθώριο, μήπως πή κάποιος «εγώ δεν ημπορώ». Αφού είναι «μεθ’ ημών ο Θεός, τις καθ’ ημών; Ει Θεός ο δικαιών, τις ο κατακρίνων;»

Γέρων Ιωσήφ ο ησυχαστής

Και φι­λοσοφούμε γύρω από τους τάφους, αλλά, μόλις απομακρυνθούμε...




Όταν, πάλι, ένας άνδρας και μια γυναίκα πα­ντρεύονται, υπογράφουν συχνά ένα συμβόλαιο, με το οποίο ρυθμίζουν από πριν την τύχη της περιουσίας τους σε περίπτωση θανάτου του ενός ή του άλλου: «Αν ο σύζυγος πεθάνει πριν από τη σύζυγο, θα γίνει τούτο. Αν η σύζυγος πεθάνει πριν από το σύζυγο, θα γίνει τούτο και τούτο». Καλά-καλά δεν γνωρίστη­καν ακόμα, καλά-καλά τη ζωή τους δεν άρχισαν, και το θάνατο σκέφτονται. Πολλές φορές, μάλιστα, το συμ­βόλαιο αναφέρει τι θα γίνει, αν πεθάνει το παιδί, που θα γεννήσουν: «Αν το παιδί, που θα γεννηθεί, πεθά­νει, θα γίνει αυτό κι αυτό». Ακόμα δεν φάνηκε ο από­γονος, και εκδόθηκε η απόφαση του θανάτου του! Τί θέλω να πω με όλα αυτά; 
Ότι, πηγαίνοντας στο συμβολαιογραφείο για τη σύνταξη ενός συμβολαίου, ο καθένας γνωρίζει πως ο θάνατος θα επισκεφθεί κά­ποια στιγμή τον ίδιο ή έναν δικό του άνθρωπο. Το θε­ωρεί απόλυτα φυσιολογικό και αναπόφευκτο. Όταν, όμως, έρθει ο θάνατος, ξεχνάει όσα έγραψε και άλλα λέει. "Έπρεπε να πάθω εγώ τέτοιο πράγμα;", φωνά­ζει με θρήνους και αναστεναγμούς ο άντρας που χή­ρεψε. "Περίμενα να με βρει τέτοια συμφορά και να χάσω τη γυναίκα μου;". Τί λες, άνθρωπέ μου; Όταν ήσουνα, ή μάλλον νόμιζες πως ήσουνα, μακριά από το θάνατο, ήξερες καλά τους φυσικούς νόμους· τώρα που έπαθες τη συμφορά, τους ξέχασες; Ίσως να πήρε ο Θεός τη γυναίκα σου, επειδή θέλει να σε οδηγήσει στην εγκράτεια, επειδή σε θεωρεί ικανό για μεγαλύ­τερους αγώνες, για ανώτερη πνευματική ζωή, και γι' αυτό σε ελευθέρωσε από τον συζυγικό δεσμό. Κι εσύ πάλι, η γυναίκα, που έχασες τον άντρα σου, γιατί κλαις; Μήπως επειδή έχασες τον προστάτη σου κι έμεινες έρημη στον κόσμο; Ποτέ μην πεις κάτι τέ­τοιο. Γιατί δεν έχασες το Θεό, που είναι ο πραγματι­κός προστάτης όλων μας. Αφού έχεις βοηθό το Θεό, δεν έχεις ανάγκη από κανέναν άλλο. Μήπως, και όταν ζούσε ο άντρας σου, ο Θεός δεν ήταν που σας τα έδι­νε όλα; Αυτό να σκέφτεσαι και να λες, όπως ο Δαβίδ: «Ο Κύριος είναι το φως μου και ο σωτήρας μου, ποι­όν θα φοβηθώ; Ο Κύριος είναι ο υπερασπιστής της ζωής μου, τί θα με κάνει να δειλιάσω;» (Ψαλμ. 26:1). Τώρα πια Αυτός, «ο πατέρας των ορφανών και συ­μπαραστάτης των χηρών» (Ψαλμ. 67:6), θα φροντίζει για σένα περισσότερο απ' όσο φρόντιζε πριν. Βλέπεις, λοιπόν, ένα συγγενή σου να φεύγει απ' αυτόν τον κόσμο; Μην τρομάζεις, μη θρηνείς, μη συ­ντρίβεσαι. Συγκεντρώσου στον εαυτό σου, εξέτασε τη συνείδησή σου και σκέψου ότι σε λίγο καιρό σε περι­μένει κι εσένα το ίδιο τέλος. "Μα ο νεκρός", θα μου πεις, "σαπίζει, γίνεται σκό­νη". Ακριβώς γι' αυτό πρέπει να χαίρεσαι περισσό­τερο. Όταν θέλει κανείς να ξαναχτίσει ένα σπίτι, που πάλιωσε και έγινε ετοιμόρροπο, αφού πρώτα βγάλει τους ενοίκους, το κατεδαφίζει και το φτιάχνει πιο καλό. Και όταν γίνεται αυτό, οι ένοικοι δεν λυπούνται, επειδή βγήκαν από το παλιό σπίτι, αλλά μάλλον ευχα­ριστημένοι είναι. Δεν τους νοιάζει, βλέπεις, για την κατεδάφιση, που βλέπουν με τα μάτια τους, γιατί συλ­λογίζονται τη νέα και ωραία οικοδομή, που θα ανεγερθεί, κι ας μην τη βλέπουν ακόμα. Το ίδιο κάνει και ο Θεός. Όταν πρόκειται να δια­λύσει το σώμα μας, βγάζει πρώτα την ψυχή, που κα­τοικεί μέσα σ' αυτό, όπως θα την έβγαζε από ένα πα­λιό και ετοιμόρροπο σπίτι, για να την εγκαταστήσει πάλι με μεγαλύτερη δόξα στο νέο σπίτι, που θα οικο­δομήσει. Και ο Αδάμ, όταν δημιουργήθηκε, δεν είδε ότι πλάστηκε από χώμα. Ο Θεός, δηλαδή, δεν έπλασε την ψυχή πρώτη, για να μη δει τη δημιουργία του σώ­ματος. Γι' αυτό η ψυχή δεν γνώριζε την ευτέλεια του σώματος. Όταν, όμως, γίνει η κοινή ανάσταση, τότε η ψυχή θα βρεθεί σ' ένα νέο άφθαρτο σώμα, όχι πια στο παλιό χωμάτινο ένδυμά της. 
Ο νεκρός, κι αν δεν βλέπει τον εαυτό του, βλέπει όμως εκείνους που πέθαναν πιο μπροστά να γίνονται σκόνη, και διδάσκεται πολλά. Για κοίτα πόσο μαζε­μένοι και συγκρατημένοι είναι μπροστά στους νεκρούς ακόμα και οι πιο περήφανοι, ακόμα και οι πιο απόκοτοι άνθρωποι! Ακούγεται η λέξη "θάνατος", και η καρδιά όλων σπαρταράει από το φόβο. Και φι­λοσοφούμε γύρω από τους τάφους και σκεφτόμαστε που καταλήγουμε και φλυαρούμε για τη ματαιότητα των εγκοσμίων, αλλά, μόλις απομακρυνθούμε, ξεχνάμε την ευτέλειά μας. Να, για παράδειγμα, όταν βρεθεί κανείς στην κηδεία ενός φίλου του, γυρίζει στο δι­πλανό του και του λέει λόγια σαν και τούτα: "Αλήθεια, πόσο ταλαίπωροι είμαστε! Πόσο ασήμαντη είναι η ζωή μας! Τί γινόμαστε, άραγε, μετά το θάνατο; Αυτό πρέπει να σκεφτόμαστε και να μην κακολογούμε, να μην αδικούμε, να μη μνησικακού με...". Φαίνεται να μιλάει με τόση ειλικρίνεια, ώστε, καθώς τον ακούς, δεν αμφιβάλλεις ότι την ίδια κιόλας στιγμή θ' απαρ­νηθεί ολότελα την κακία του και θ' αρχίσει να ζει ενά­ρετα. Μα, αλίμονο, μετά την κηδεία θα ξεχάσει και το φόβο του και τα λόγια του, και θα συνεχίσει να ζει στην αμαρτία, όπως πρώτα.

Άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος

ΜΟΝΟ ΓΙΑ ΣΗΜΕΡΑ...




Ένας χριστιανός βασανιζόταν συχνά από διάφορες μελλοντικές υποθέσεις.

Ανησυχία του, το τι θα γίνει αύριο, τι θα γίνει μεθαύριο, τι μας περιμένει την επομένη εβδομάδα.

Όλη αυτή η φροντίδα έπνιγε την ψυχή του, πράγμα που τον έκανε πολύ δυστυχή.

Μια νύχτα, ο άνθρωπος αυτός είδε ένα όνειρο.

Περπατούσε σ” ένα μακρινό δρόμο φορτωμένος με ένα σακκί στην πλάτη.

Το φορτίο του ήταν βαρύ και κάπου στάθηκε να ξαποστάσει.

Μα όταν θέλησε να σηκωθεί για να συνεχίσει το ταξίδι του, αντιλήφθηκε πως ήταν αδύνατο νασηκώσει το σακκίδιό του.

Άνοιξε τότε να δει τι έχει μέσα.

Και τι βλέπει!

Μικρά-μικρά δέματα.

Το ένα έγραφε απ' έξω: «αυτό για αύριο».

Ένα άλλο έγραφε: «αυτό για μεθαύριο».

Το τρίτο έγραφε: «αυτό για σήμερα».

Αυτό ήταν ανάλαφρο. Το σήκωσε με χαρά και συνεχίζοντας το ταξίδι του ξύπνησε.

Το όνειρο αυτό εκφράζει μια τραγική πραγματικότητα.

Η μέριμνα για το αύριο, για το μεθαύριο, για το μετά από μια εβδομάδα, για το μετά από έναμήνα και ένα χρόνο, γεμίζει τις ψυχές μας με άγχος και ανησυχίες, που μας αφαιρούν τηνγαλήνη και μας κάνουν το βάρος της ζωής δυσβάστακτο.

Για να μας απαλλάξει ο Κύριός μας απ' αυτές τις εναγώνιες στιγμές είπε εκείνα τα αθάναταλόγια:

«Μὴ οὖν μεριμνήσητε εἰς τὴν αὔριον, ἡ γὰρ αὔριον μεριμνήσει ἑαυτῆς· ἀρκετὸν τῇ ἡμέρᾳ ἡκακία αὐτῆς» (Ματθ. 6,34).

Μην κυριευθείτε από ανήσυχη φροντίδα για όσα ενδέχεται να παρουσιαστούν αύριο. Γιατί ηαυριανή ημέρα θα φροντίσει για όλα όσα θα σας συμβούν τότε. Αρκεί για την κάθε ημέρα ηδική της σκοτούρα και ταλαιπωρία. 

agioritikovima.gr

Ἡ κοσμοχαλασιὰ καὶ ἡ Ἀναλαμπὴ μὲ τὸ Ποθούμενο



-Σύνελθε ρὲ φίλε, σὲ λίγο θὰ ἔχουμε πόλεμο!

-Ἄντε ρὲ μᾶς ἔπρηξες ἐδῶ καὶ χρόνια μὲ τὴν καταστροφολογία σου...

Ὁ νεαρὸς μὲ τὸ freddo-espesso τὰ ἔβαζε μὲ τὸν δικτυωμένο τοῦ χωριοῦ (ἦταν τὸ παρατσούκλι τοῦ δεύτερου ποὺ βρισκόταν μόνιμα κολλημένος στὸ διαδίκτυο). Ἔτσι τὰ λόγια πηγαινοερχόταν μεταξύ τους δίχως νόημα μέχρι ποὺ παρενέβη ἕνας τρίτος ἀρκετὰ ἡλικιωμένος στοὺς χρόνους καὶ σεβάσμιος στοὺς λόγους ὁ μπάρμπα-Ποθητός.
-Ἐδῶ ποὺ κάθεστε καὶ οἱ δύο καὶ ἀπολαμβάνετε τὸν καφέ σας ἀμέριμνα κάτω ἀπὸ τὸν κεντρικὸ πλατάνι ποὺ σκεπάζει τὸν καφενέ, ἐδῶ σὲ τοῦτο τὸ δένδρο, οἱ κομιταντζῆδες κρέμασαν τὸν δάσκαλο καὶ τὸν παπὰ τοῦ χωριοῦ μας. Λοιπὸν, βάλτε τὸ καλὰ μέσα «στὸ φευγάτο» μυαλό σας. Ἀπὸ τότε μέχρι καὶ σήμερα ἀλλὰ καὶ ἀπὸ τὰ παλιὰ χρόνια ὁ πόλεμος ποτὲ δὲν σταμάτησε πάνω σὲ αὐτὸ τὸ ἁλωνάκι ποὺ τὸ λένε Ἑλλάδα. Ἀντίθετα ἐμεῖς σήμερα βιώνουμε βαθὺ ὕπνο καὶ δὲν καταλαβαίνουμε τὶς μορφὲς πολέμου ποὺ ἐνεργοῦνται ἐναντίον μας μὲ σκοπὸ νὰ συντρίψουν σὲ κομμάτια τὶς δύο μαρμάρινες πνευματικὲς κολῶνες τοῦ κόσμου πάνω στὶς ὁποῖες στηρίζεται ὁ ἀνθρώπινος πολιτισμός. Καὶ ἂν στὸ σχολειὸ δὲν σᾶς ἔμαθαν ποιὲς εἶναι οἱ κολῶνες αὐτές, μάθε τὸ ἀπὸ τὴν πείρα τῆς ζωῆς μου, ὅτι εἶναι ἡ Ὀρθοδοξία καὶ ὁ Ἑλληνισμός. Ἄρα καὶ ἐσὺ ποὺ....
ρουφᾶς τὸ freddo καὶ ἐσὺ ποὺ παπαγαλίζεις μὲ τὸ διαδίκτυο εἶσθε βαθειὰ νυχτωμένοι. Ο ΠΟΛΕΜΟΣ -ΗΔΗ- ΕΝΕΡΓΕΙΤΑΙ. Ἁπλῶς τώρα ἡ ΣΥΡΙΑ θὰ μᾶς ΣΥΡΕΙ στὴν ΤΡΙΤΗ ΚΑΤΑΣΤΡΟΦΗ!!! Καὶ ὁ λόγος εἶναι τὸ πυρηνικὸ -θανατηφόρο ὁπλοστάσιο ποὺ διαθέτουν οἱ ἀνθρωποκτόνες- ἀντίχριστες δυνάμεις τῶν ἡμερῶν μας.

Ὅλοι οἱ θαμῶνες τοῦ καφενὲ τοῦ χωριοῦ σιώπησαν καὶ ἄκουγαν τὰ λόγια του κυρ-Ποθητοῦ. Ἄλλωστε ἀπὸ τὶς εἰδήσεις τῆς TV δὲν ἔβγαζαν ἄκρη. Καὶ ὁ παπποὺς συνέχιζε ἀκάθεκτος νὰ φυλλοροεῖ τὶς σκέψεις του μέσα ἀπὸ τὴν σοφία τῶν χρόνων του.

- Ἂν δὲν τὸ ξερετε, ἐδῶ πάνω στὴν Καστοριά μας στοὺς χρόνους τῆς λατινοκρατίας ὑπῆρχε τὸ ζωντανὸ Ρωμαίικο Δεσποτάτο τῆς Ἠπείρου. Γι' αὐτὸ καὶ τὰ τόσα περίτεχνα βυζαντινὰ Ἐκκλησάκια καὶ τὰ καλαίσθητα ἱστορικὰ μνημεῖα σὲ ὅλη τὴν ἐπικράτεια τῆς Ἠπείρου, τῆς Δυτ. Μακεδονίας καὶ τῆς Ἄρτας. Μετὰ τὴν λατινοκρατία καὶ τὴν σύντομη Παλαιολόγεια περίοδο μᾶς ἦρθε καπάκι ἡ Τουρκοκρατία γιὰ 500 και χρόνια καὶ ἀποκτήσαμε ἐδῶ καὶ 100 χρόνους λευτεριὰ κάποιας δημοκρατίας ἀφοῦ μεταγγίσαμε μαρτυρικὸ αἷμα στὴν γῆ μας ἀκόμα καὶ στοὺς τελευταίους δυνάστες ποὺ ἦταν οἱ φιλοσιωνιστὲς- κομιταντζῆδες καὶ οἱ παγκόσμιοι χορηγοί τους. Φυσικὰ δὲν ἑξαιρῶ τοὺς Γερμανούς, οὔτε τοὺς κατσαπλιάδες, ἦταν ὅλοι τους ἴδια φροῦτα!

Ἡ συζήτηση πήγαινε νὰ γίνει ἱστορικὴ μέχρι ποὺ ὁ παπποὺς μὲ μία φράση ἄναψε τὰ αἵματα.

- Μπορεῖ νὰ μοῦ πεῖ κάποιος ἂν ἡ τότε λατινοκρατία διέφερε σὲ τίποτε ἀπὸ τὴν σημερινὴ παραμονή μας στὴν ΕΕ;

Σιώπησαν ὅλοι γιατί δὲν πολυκατάλαβαν τὸ νόημα τῆς ἐρώτησης. Μόνον ὅταν ὁ παπποὺς τοὺς μίλησε γιὰ τὸν φόρο αἵματος καὶ τὰ χαράτσια ποὺ κατέβαλαν παρὰ τὴν θέληση τους οἱ ὑπόδουλοι Ἕλληνες στοὺς Λατίνους καὶ στοὺς Τούρκους ὅλοι ξεσηκώθηκαν γιατί θυμήθηκαν τὰ δικά τους χαράτσια ποὺ ἔπεσαν πάνω στὰ κεφάλια τους πρόσφατα! Καὶ ἄρχισαν τότε ὅλοι μαζὶ νὰ μιλοῦν γιὰ ἀδικίες, κλεψιές, καταχρήσεις, προδοσίες καὶ πῆγαν καὶ ἕνα βῆμα παρακάτω. Κάποιοι φανταζόταν ἤδη κρεμάλες καὶ λυντσαρίσματα! 
Μέχρι ποὺ ὁ παπποὺς τοὺς ἔβαλε στὴν θέση τους λέγοντας: "ἐμεῖς ἐδῶ δὲν κρεμᾶμε τοὺς προδότες ἀλλὰ τοὺς στέλνουμε ἀδιάβαστους ἀπὸ ἐκεῖ ποὺ ἤρθαν", "ἐσεῖς οἱ νέοι ἔχετε νὰ ἀσχοληθεῖτε μὲ πιὸ σπουδαία πράγματα, ἀρκεῖ νὰ ξεσηκωθεῖτε ἀπὸ τὰ παχνιά σας καὶ νὰ ἀρχίσει νὰ λειτουργεῖ τὸ μυαλό σας. Σκεφτεῖτε μόνο πόσες γενιὲς πέρασαν στὰ 550 χρόνια ποὺ χάσαμε τὴν πρωτεύουσά μας, τὴν Βασιλεύουσα τῶν πόλεων. Ὅλες αὐτὲς οἱ γενιὲς δὲν ἦταν ψόφιοι σὰν καὶ ἐμᾶς ἀλλὰ προσδοκοῦσαν τὸ ΠΟΘΟΥΜΕΝΟ μὲ ζωντανὴ ἐλπίδα. Καὶ τὸ παράξενο εἶναι ὅτι ἔλαχε ὁ κλῆρος σὲ ἐμᾶς τοὺς ἀδιάφορους νὰ ζήσουμε μέσα ἀπὸ αὐτὴν τὴν κοσμοχαλασιὰ ποὺ ἑτοιμάζουν κάποιοι τὴν δική μας νεκρὰ-Ἀνάσταση! Ἤδη ὅλα τὰ πολεμικὰ σήμαντρα ἑξαγγέλουν τὴν ἀπελπισία καὶ τὴν καταστροφὴ γιὰ νὰ ἀπονευρώσουν τὴν ζωὴ καὶ τὴν ἐλπίδα ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους.

Ἐπειδὴ τελευταία ἀκούω πολλὲς σαχλαμάρες γιὰ τὸ ποθούμενο, ὁ λογισμός μού λέει ὅτι τὸ ποθούμενο δὲν θὰ ἔρθει μόνον ὅταν οἱ Ξανθοὶ γιὰ τὰ δικά τους συμφέροντα θὰ κατεβοῦν στὰ Στενά, ἀλλὰ τὸ Ποθούμενο θὰ ἀρχίσει νὰ ὁλοκληρώνεται πρὸς τὸ τέλος τῶν ὠδινῶν τῆς ἀνθρωπότητας καὶ ὅταν ζωντανέψει ἡ μαρμαρωμένη- παγωμένη Ρωμαίικη Συνείδηση τοῦ Νεοέλληνα ὥστε νὰ τὸν ἀλλοιώσει σὲ πραγματικὸ ΡΩΜΗΟ. Τότε μόνο ἀξίζει να "ζωντανέψει" ὁ Μαρμαρωμένος Βασιλιὰς κατὰ τὶς ἄγνωστες βουλὲς τοῦ ΘΕΟΥ γιὰ νὰ ἔχει Λαὸ καὶ Ποίμνιο Ἄξιο ποὺ θὰ συνεχίσει τὸν Θεόσδοτο ρόλο του σὰν θεματοφύλακας τῆς Παγκόσμιας Κληρονομιᾶς τῆς Ἑλληνορωμαίικης Παράδοσης καὶ τοῦ Ἑλληνοχριστιανικοῦ Πολιτισμοῦ.

Τελικὰ τὸ Ποθούμενο θὰ ὁλοκληρωθεῖ ὅταν ἡ Αὐτοκρατορικὴ Μίτρα, ἡ Ράβδος τῆς Ἐξουσίας καὶ τὸ ἔνδυμα τοῦ Σάκου φορεθοῦν στὸν ΦΙΛΟ τοῦ ΘΕΟΥ, σὲ ἐκεῖνον τὸν ΔΙΚΑΙΟ ποὺ τὸν προανήγγειλαν Ἅγιοι Ἄνθρωποι, ἀκόμα καὶ ὁ Μακρυγιάννης τὸν εἶδε καὶ τὸν ἄκουσε σὰν "πρόεδρο τῆς πιτροπῆς τοῦ ΘΕΟΥ στὴν Πόλη".

Ἂν σήμερα κάποιοι καὶ γιὰ τοὺς δικούς τους λόγους ἐφαρμόζουν στρατηγικὰ σχέδια γιὰ νὰ ἀναδείξουν τὴν παγκόσμια διακυβέρνηση μὲ τὸν πλανητάρχη τὸν ἐμφορούμενο ἀπὸ τὸ ἀντίχριστο πνεῦμα σίγουρα θὰ ἀπογοητευθοῦν γιατί παράλληλα μὲ τὸ μυστήριο τῆς ἀνομίας ἐνεργεῖται καὶ τὸ μυστήριο τῆς Εὐσεβείας ποὺ θὰ ἀναδείξει τὸν προαναγγελόμενο ΕΥΣΕΒΗ ΒΑΣΙΛΙΑ, τὸν ἄγνωστο σὲ ὅλους ἐμᾶς.

Ἡ πρόγιαγιά μου ἡ Μαριγῶ τὸ γένος Νοταρὰ ἀπὸ γενιὰ πολίτικη μού ἔδειχνε μέσα στὴν ἐκκλησία ὅταν τὴν ἐπισκεπτόταν ὁ τότε ΔΕΣΠΟΤΗΣ μας κάτι ποὺ δὲν τὸ καταλάβαινα σὰν παιδάκι "τὰ βλέπεις αὐτὰ ποὺ ἔχει ὁ Δέσποτας;". Τί γιαγιὰ τὴν ρωτοῦσα; Καὶ αὐτή μού ἔδειχνε μὲ τὸ δάκτυλο της "αὐτὸ τὸ ἀστραφτερὸ στέμμα, αὐτὴ ἡ χρυσὴ ράβδος καὶ αὐτὰ τὰ χρυσὰ ροῦχα εἶναι δανεικὰ γιατί τὰ χάρισε στὸν Δεσπότη μας ὁ Βασιλιὰς τῆς ΠΟΛΗΣ".

Ποῦ νὰ καταλάβω τότε ἐγώ. Μέχρι ποὺ μεγάλωσα καὶ ἕνας καλόγερός μοὺ ἐπιβεβαίωσε τὰ λεγόμενα τῆς γιαγιᾶς μου.
"ἡ γιαγιὰ εἶχε δίκαιο παιδί μου, ἡ Οἰκονομία τοῦ ΘΕΟΥ διαφύλαξε τὰ Ἐθναρχικᾶ αὐτὰ Σύμβολα καὶ μάλιστα ἔβαλε τὸν ἴδιο τὸν Μωάμεθ τὸν Πορθητὴ νὰ τὰ παραδώσει στὸν πρῶτο μετὰ τὴν Ἅλωση τῆς Κωνσταντινούπολης Πατριάρχη μας Σχολάριο Γεννάδιο, κινούμενος ἀπὸ πολιτικοὺς λόγους καὶ ἐνεργώντας ἄθελά του Θεία Νεύση ὥστε νὰ ἐξυπηρετήσει τὸ σχέδιο τοῦ ΑΓΙΟΥ ΘΕΟΥ μέχρι τελευταίας κεραίας. Αὐτὰ τὰ Ἐθναρχικὰ Σύμβολα τὴν ὁρισμένη ἀπὸ τὸν ΘΕΟ στιγμὴ μόνο οἱ γνήσιοι στὴν Ὀρθοπραξία ΟΡΘΟΔΟΞΟΙ ΑΡΧΙΕΡΕΙΣ θὰ τὰ παραδώσουν στὸν Ἐν Ἀγγελικὴ Κελεύση ΡΩΜΗΟ -ΔΙΚΑΙΟ καὶ ΦΙΛΟ τοῦ ΘΕΟΥ" καὶ ὁ καλόγερος γελώντας μού ἔλεγε "βλέπεις κανένα ἀληθινὸ Ρωμηὸ-πολιτικὸ στὶς ἡμέρες μας ποὺ εἶναι ἄξιος τέτοιας τιμῆς;"

Ὅλοι κάτω ἀπὸ τὴν πλατάνα τοῦ καφενείου ἀποσβολώθηκαν μὲ τὰ λεγόμενα τοῦ παπποῦ. Κάποιος ὅμως ἔξυπνος τὸν προέτρεψε νὰ συχνάζει περισσότερο στὸ καφενεῖο γιὰ νὰ φέρνει καὶ τὰ παιδιά του νὰ ἀκοῦνε ὡραία παραμύθια... Ὅμως ὁ παπποὺς τὸν ἀποστόμωσε.

- Δὲν χρειάζεται τὰ παιδιά σου νὰ τὰ ἀκούσουν γιατί θὰ τὰ ζήσουν, ἐνῶ γιὰ σένα ἀμφιβάλλω ἂν θὰ ζήσεις γιὰ νὰ τὰ δεῖς γιατί ἂν δὲν ποθεῖς κάτι δὲν σοὺ κάθεται μὲ τίποτα.

Ὅλοι παγώσανε γιατί φοβήθηκαν καυγά. Ὁ παπποὺς φαίνεται δὲν χωράτευε καὶ συνέχισε...

- Σὲ λίγο καιρὸ δὲν θὰ πίνετε καφὲ ἀλλὰ ρεβύθι καὶ ἂν ὑπάρχει καὶ αὐτὸ μάλιστα θὰ τὸ πίνεται στὰ χερσοχώραφα ποὺ θὰ τὰ καλλιεργεῖται γιὰ νὰ θρέψετε τὶς φαμιλιές σας. Τὸ ΠΟΘΟΥΜΕΝΟ θὰ τὸ δεῖτε ὅταν τὸ φαγητό σας θὰ τὸ τρῶτε ἀνακατωμένο μὲ τὰ δάκρυά σας...

Δρ. Κωνσταντῖνος Βαρδάκας

Δε θα πάψω να σε πολεμώ με τη μετάνοια και την προσευχή...

Ένας νέος, παρασυρμένος από την τρομερή δύναμη της κακής συνήθειας, έπεφτε συχνά σε βαρύ αμάρτημα. Δεν άφηνε όμως τον αγώνα. Ύστερα από κάθε κατρακύλισμα έχυνε πύρινα δάκρυα και προσευχόταν στο Θεό μ’ αυτά τα πονεμένα λόγια:
«Κύριε, σώσε με, είτε θέλω είτε δε θέλω. Εγώ ως χωματένιος που είμαι, τραβιέμαι εύκολα στη λάσπη της αμαρτίας. Συ όμως έχεις τη δύναμη να μ’ εμποδίσεις. Δεν είναι θαυμαστό, Θεέ μου, αν ελεήσεις τον δίκαιο, ούτε αν σώσεις τον ενάρετο, γιατί αυτοί είναι άξιοι να γευτούν την αγαθότητά σου. Σε μένα τον αμαρτωλό δείξε, Κύριε, το έλεος και τη φιλανθρωπία Σου και σώσε με με θαυματουργικό τρόπο, γιατί μ’ όλη την αθλιότητά μου σε Σε μόνο καταφεύγω ο δυστυχής».
Αυτά έλεγε με συντριβή ο νέος και όταν κυριευόταν από το πάθος και όταν ακόμα ήταν ήρεμος. Κάποια φορά που νικήθηκε ύστερα από αγωνιώδη αντίσταση, γονάτισε αμέσως κι επανέλαβε τα ίδια λόγια, χύνοντας ποταμούς δακρύων. Η ακατανίκητη ελπίδα του στη Θεία ευσπλαχνία ερέθισε το διάβολο. Παρουσιάστηκε μπροστά του όλος μανία και του φώναξε:
— Άθλιε, δε νοιώθεις λίγη ντροπή, όταν με τέτοια χάλια τολμάς να προσεύχεσαι και να παίρνεις στο στόμα σου το όνομα του Θεού; Μάθε μια για πάντα πως για σένα δεν υπάρχει σωτηρία.
Ο γενναίος αγωνιστής δε φοβήθηκε, ούτε την ελπίδα του έχασε, όπως περίμενε ο διάβολος.
— Μάθε κι εσύ, του αποκρίθηκε πως το δωμάτιο αυτό είναι σιδηρουργείο. Μια σφυριά δίνεις και μια παίρνεις. Δε θα πάψω να σε πολεμώ με τη μετάνοια και την προσευχή, ώσπου να βαρεθείς να με πολεμάς κι εσύ με την αμαρτία.
— Έτσι λοιπόν; Φώναξε ο διάβολος με κακία. Από δω κι εμπρός παύω να σε πολεμώ, για να μην αυξηθούν τα βραβεία της υπομονής σου. Κι έγινε αμέσως άφαντος.
— Εύγε σου! Έχεις κατάνυξη, του ψιθύριζε καμιά φορά στο λογισμό του ο εχθρός για να τον ρίξει τώρα στην υψηλοφροσύνη.
— Ανάθεμα σε τούτο το καλό, αποκρινόταν με περιφρόνηση ο νέος. Μήπως αρέσει στο Θεό να χάσει ο άνθρωπος την καθαρότητα της ψυχής του με ρυπαρές πράξεις κι ύστερα να κάθεται να κλαίει;

Μετάφραση από το “Πώς αντιμετώπισαν τους σαρκικούς πειρασμούς” 
του Γεώργιου Α. Καλπούζου από τις εκδόσεις “Φωτοδότες”

Το φοβερό προφητικό κήρυγμα του Ιωνά στους Νινευίτες




Ιωνάς και Νινευίτες.

Ο ΠΡΟΦΗΤΗΣ Ιωνάς, αφού σώθηκε από τα δόντια του κήτους και βγήκε από τη θάλασσα, άρχισε να κηρύσσει στους κατοίκους της Νινευή, που ήταν ειδωλολάτρες. Αρχισε να τους κηρύσσει μετάνοια, όπως τον είχε προστάξει ο Θεός. Τους συμβούλευε να μετανοήσουν, γιατί αλλιώς σε τρεις μέρες η μεγάλη πόλη Νινευή θα καταστρεφόταν!
Το φοβερό προφητικό κήρυγμα ξάφνιασε τους Νινευίτες. Κατατρόμαξε την κυρίαρχη εκείνη πολιτεία, τη συγκλόνισε απ’ άκρη σ’ άκρη. Κομμάτιασε τις καρδιές και του λαού και των αρχόντων, γιατί κατέστρεφε την πόλη τους και κάθε τους ελπίδα. Ακουσαν την προφητική φωνή οι βασιλιάδες και ταράχθηκαν. Τόσο ταπεινώθηκαν, που πέταξαν τα στέμματά τους και πόθησαν τη μετάνοια. Την άκουσαν οι άρχοντες, και θορυβήθηκαν. Έβγαλαν τα λαμπρά φορέματά τους κι έβαλαν τρίχινα και ταπεινά. Την άκουσαν οι γεροντότεροι, κι έχωσαν από συντριβή τα κεφάλια τους μες στη στάχτη. Την άκουσαν οι πλούσιοι, κι αμέσως άνοιξαν τους θησαυρούς τους στους φτωχούς. Την άκουσαν οι δανειστές, και ξέσχισαν αμέσως τα γραμμάτιά τους. Την άκουσαν οι οφειλέτες, κι έτρεξαν να ξοφλήσουν τα χρέη τους. Την άκουσαν οι κλέφτες, κι έδιναν πίσω βιαστικά τα κλοπιμαία στους δικαιούχους. Την άκουσαν όμως και οι δικαιούχοι, και προσποιούνταν πως τα κλεμμένα δεν ήτανε δικά τους, αφήνοντάς τα όλα στους κλέφτες.
Την άκουσαν οι φονιάδες, και εξομολογούνταν τα εγκλήματά τους, καταφρονώντας πια το φόβο των δικαστών. Την άκουσαν όμως και οι δικαστές, και τους συγχώρεσαν, γιατί μέσα σ’ εκείνη την απερίγραπτη συγκίνηση κανείς δεν είχε τη δύναμη να δικάσει. Την άκουσαν οι αμαρτωλοί, και εξομολογήθηκαν τις κακές τους πράξεις. Την άκουσαν οι δούλοι, κι έγιναν με το παραπάνω τίμιοι απέναντι στους αφέντες τους. Την άκουσαν οι πλούσιοι και οι επίσημοι, και έριξαν την έπαρσή τους. Κοντολογίς, άρχισε ο καθένας να φροντίζει για τη σωτηρία του και να παρακαλεί το Θεό. Δεν υπήρχε πια κανείς που να θέλει το κακό του άλλου. Όλοι τώρα είχαν ένα μονάχα πόθο: Πώς να κερδίσουν την ψυχή τους. Και όλοι έσπερναν φιλανθρωπία για να θερίσουν τη συγχώρηση!
Ο προφήτης Ιωνάς στάλθηκε σαν γιατρός στη Νινευή. Και ο γιατρός ανοίγει τις πληγές και τις καθαρίζει με φάρμακα στυπτικά. Σαν νυστέρι χρησιμοποίησε τη φοβερή φωνή του. Δεν τους κάλεσε να μετανοήσουν. Τους έκλεισε τελείως τη θύρα της ελπίδας, για να φοβηθούν και να σταματήσουν τα κακά, που γεννούν τις ψυχικές αρρώστιες. Γιατί η χάρη του Θεού δεν έστειλε τον Ιωνά στην πόλη για να την καταστρέψει, μα για να τη μεταστρέψει.
Ακουσε λοιπόν η Νινευή την προειδοποίησή του, και με νηστείες και προσευχές επέστρεψε στο σωστό δρόμο της ζωής, δείχνοντας πόσα κατορθώνει η καταφυγή στο Θεό. Γιατί αυτή άλλαξε την από­φασή Του. 
Σταμάτησαν τα πολυτελή δείπνα των αρχόντων… Αλλά τί λέω; Αφού τα βρέφη τους έπαψαν να θηλάζουν, ποιός θα ’ταν εκείνος που θ’ αναζητούσε την απόλαυση των νόστιμων φαγητών; Αφού στα ζώα τους δεν έδιναν νερό, ποιός απ’ αυτούς θα έπινε κρασί; Αφού ο βασιλιάς φόρεσε τρίχινο σάκκο, ποιός θα ντυνόταν με πολύτιμη φορεσιά; Αφού έβλεπαν τις γυναίκες του δρόμου να σωφρονούν, ποιός θα έκανε γάμο ή θα πάντρευε τα παιδιά του; Αφού οι ακατάστατοι συμμαζεύονταν από το φόβο, από ποιό στόμα θά ’βγαινε γέλιο; Αφού όλοι έκλαιγαν και πενθούσαν, ποιός θα διασκέδαζε; Αφού οι κλέφτες αυτοτιμωρούνταν για τις κλοπές τους, πού θα βρισκόταν καταχραστής; Αφού η πόλη χανόταν, ποιός θα φύλαγε το σπίτι του;
Το χρυσάφι ήταν ριγμένο καταγής, και όλοι το περιφρονούσαν. Ανοιχτά ήταν τα θησαυροφυλάκια, και κανείς δεν τα πλησίαζε. Οι ακόλαστοι έκλειναν τα μάτια τους, για να μη δουν με πόθο τις ομορφιές των γυναικών. Και οι γυναίκες κρύβονταν για να μη σκανδαλίζουν τους άνδρες. Ο καθένας κοίταζε να ωφελήσει τον διπλανό του και να ωφεληθεί κι ο ίδιος, για να σωθούν στο τέλος όλοι. Ο καθένας παρακινούσε τον άλλο σε προσευχή και εξομολόγηση. Ο καθένας πρόσεχε να μην αμαρτήσει κανείς τους. Έτσι ολόκληρη η πόλη έγινε σαν ένα σώμα. Δεν προσευχόταν εκεί κανένας να σωθεί μονάχος του, αλλά ικέτευε για τη σωτηρία όλων. Γιατί όλοι, σαν ένας άνθρωπος, κινδύνευαν απ’ τον αφανισμό και την καταστροφή. Οι δίκαιοι παρακαλούσαν για τους αμαρτωλούς. Και οι αμαρτωλοί φώναζαν στο Θεό ν’ ακούσει τους δικαίους.
Συμμάζεψε το νου σου, αδελφέ μου, και δες πως όλοι μαζί ζούσαν μέσα σε βαρύ πένθος. Το σπαραξικάρδιο κλάμα των νηπίων έκανε όλη την πόλη να οδύρεται. Το ξεφωνητό των παιδιών ξέσχιζε τις καρδιές των γονιών. Οι γέροι μαδούσαν τα μαλλιά τους. Κι οι νέοι, βλέποντάς τους, θρηνολογούσαν με κραυγές. Γιατί όλοι έβλεπαν να πεθαίνουν μαζί την ίδια στιγμή, θάβοντας ο ένας τον άλλο. Πρωί και βράδυ μετρούσαν τις ημέρες που απόμεναν από την προθεσμία του Ιωνά… Αλλη μια μέρα πέρασε! Ελάχιστες είχαν ακόμα! Πλησίαζε η καταστροφή! Τα παιδιά ρωτούσαν τους πατεράδες με δάκρυα: «Πέστε μας, ποιά είν’ η ώρα που ο Εβραίος όρισε να κατεβούμε όλοι μαζί ζωντανοί στον άδη; Πότε θ’ αφανιστεί η ωραία μας πόλη; Ποιά είν’ η μέρα της καταστροφής μας;”. Κι οι πατεράδες, με κόπο, συγκρατώντας το κλάμα τους, για να μην απελπίσουν τα παιδιά τους και τα στείλουν στον τάφο μια ώρα αρχύτερα, τους έλεγαν παρηγορητικά: “Μη φοβάστε, αγαπημένα μας. Έχετε θάρρος. Ο Κύριος είναι πολύ φιλάνθρωπος. Δεν θα εξαφανίσει το πλάσμα Του. Αν ένας ζωγράφος φροντίζει και συντηρεί με κάθε επιμέλεια την άψυχη εικόνα που φιλοτεχνεί, δεν θα φυλάξει ο Κύριος την έμψυχη και λογική εικόνα Του; Όχι, δεν θα καταστραφεί η πόλη μας! Απλά ο προφήτης, με την απειλή, μας καλεί σε μετάνοια. Εσείς, παιδιά μας, πόσες φορές φάγατε ξύλο από μάς; Είδατε την ωφέλεια της φοβέρας; Με την τιμωρία γίνατε πιο σοφοί και συνετοί. Σαν πατέρας λοιπόν και ο φιλάνθρωπος Θεός σηκώνει το ραβδί Του, για να φοβίσει και να σωφρονίσει τους γιούς Του. Παιδεύει μα δεν θανατώνει. Συνετίζει και οδηγεί στη μετάνοια… Παρηγορηθείτε, παιδιά, και σταματήστε να κλαίτε. Δεν θ’ αφανιστεί η πόλη μας…”.
Και να που οι Νινευίτες, παρηγορώντας με τέτοια λόγια τα παιδιά τους, προφήτευαν χωρίς να το θέλουν. Έγιναν αληθινοί προφήτες. Η μετάνοια τους έκανε προφήτες. Εκείνοι, ωστόσο, δεν το ήξεραν. Γι’ αυτό και δεν σταμάτησαν να κλαίνε και να πενθούν. Με αυστηρή νηστεία και με αδιάκοπες προσευχές περνούσαν τις λίγες μέρες της προθεσμίας ως την καταστροφή, που τους είχε αναγγείλει ο προφήτης.
Βγήκε ο βασιλιάς απ’ το παλάτι του, και η πόλη ολόκληρη ζάρωσε από το φόβο της, βλέποντάς τον ντυμένο με τρίχινο σάκκο. Είδε κι ό βασιλιάς την πόλη βυθισμένη στο θρήνο, και βούρκωσαν τα μάτια του. Έκλαψε η πόλη για το βασιλιά, όταν είδε τη συντριβή του. Έκλαψε κι ο βασιλιάς για την πόλη, όταν είδε το πένθος της. Κι ήταν τόσο το κλάμα, τόσος ο οδυρμός του, που έκανε και τις πέτρες να ραγίζουν.
Αν τώρα παραβάλουμε τη μετάνοια των Νινευϊτών με τη δική μας, αυτή μοιάζει με όνειρο και σκιά, που φεύγει και χάνεται γρήγορα. Ποιός από μας προσευχήθηκε έτσι; Ποιός παρακάλεσε με τέτοιο τρόπο; Ποιός ταπεινώθηκε τόσο αφάνταστα ενώπιον του Θεού; Ποιός έβγαλε από πάνω του τις φανερές και κρυφές του πράξεις; Ποιός, στο άκουσμα μιας απλής φωνής, μετανόησε τόσο πολύ για τις αμαρτίες του, που ένιωσε την καρδιά του να ραγίζει από την πολλή συντριβή; Ποιός άκουσε ένα λόγο και θόλωσε ο νους του; Ποιός άκουσε μιαν απειλή και στερέωσε μέσα του τη μνήμη του θανάτου; Ποιός αντίκρυσε με τη μετάνοια μπροστά του τον φιλάν­θρωπο Θεό;
Όλοι μαζί λοιπόν πενθούσαν, γιατί όλοι άκουσαν πως οι μέρες τους τελείωναν μια για πάντα. Ζωντανή κλήθηκε όλη η πόλη να κατεβεί στον άδη! Ο βασιλιάς συγκέντρωσε το στρατό του κι άρχισε με δάκρυα στα μάτια να τους λέει: “Σε πόσους πολέμους νίκησα! Και πόσες φορές δοξαστήκατε κι εσείς μαζί μου, πολεμώντας γενναία εναντίον των εχθρών! Τώρα όμως δεν έχουμε να κάνουμε συνηθισμένο πόλεμο. Νικήσαμε πολλά έθνη και λαούς, μα σε τούτη την περίσταση κινδυνεύουμε να νικηθούμε από έναν άσημο Εβραίο! Η βροντερή φωνή μας τρόμαξε στρατηγούς και βασιλιάδες, και τώρα η φωνή αυτού του ασήμαντου ανθρώπου μας προξενεί τόση φρίκη! Εμείς ερημώσαμε τόσες πόλεις, και τώρα μέσα στη δική μας πόλη κυριαρχεί ένας ξένος! «Η Νινευή, η μάνα των γιγάντων, έπεσε σε τέτοια ταραχή μέσα στα ίδια της τα τείχη από την παρουσία ενός Εβραίου! Στην οικουμένη ολόκληρη βρυχιόταν η φοβερή λέαινα, η Νινευή. Και τώρα ένας Ιωνάς βρυχιέται εναντίον της! 
«Ας μην αδρανήσουμε, φίλοι μου, στη δύσκολη αυτή στιγμή, ούτε και να χαθούμε σαν άνανδροι και δειλοί. Γιατί όποιος υπομένει με ανδρεία τον πειρασμό, κερδίζει δυο πράγματα: Και όσο ζει δοξάζεται, και αφού πεθάνει επαινείται σαν ανδρείος και γενναίος αθλητής. 
Ας δυναμώσουμε λοιπόν και ας αντισταθούμε γενναία. Ας αγωνιστούμε μ’ όλη μας τη δύναμη. Έτσι, κι αν δεν νικήσουμε, ας πεθάνουμε ηρωικά, αφήνοντας πίσω μας δοξασμένο όνομα. «Έχουμε ακούσει, πως η δικαιοκρισία του Θεού απειλεί τους κακούς και τους οδηγεί σε συναίσθηση, ενώ η φιλανθρωπία Του χαρίζει σωτηρία.
Ας φοβηθούμε λοιπόν τη δικαιοκρισία Του και ας αυξήσουμε την ευσπλαχνία Του. Αν εξιλεωθεί η δικαιοκρισία του Θεού, το πλήθος των οικτιρμών Του θα είναι μαζί μας. 
«Ας μην καταφρονήσουμε τον Ιωνά. Ας μην παρακολουθούμε το κήρυγμά του επιπόλαια. Μπροστά σε όλους τον ρώτησα επανειλημμένα, για να δοκιμαστούν τα λόγια του. Τον κολάκεψα, μα δεν τον έπεισα. Τον φοβέρισα, μα δεν τον έκανα να δειλιάσει. Του πρόσφερα πλούτη, αλλά με περιγέλασε. Τον απείλησα με το σπαθί, και το ειρωνεύτηκε. Ούτε οι απειλές ούτε τα δώρα χαλάρωσαν το φρόνημά του. ”Ο λόγος του έγινε για μας καθρέφτης. Είδαμε να κατοικεί μέσα του ο Θεός και ν’ απειλεί τις πονηρές πράξεις μας. Ήρθε σ’ εμάς σαν ένας ευσυνείδητος γιατρός, που λέει πάντα στον άρρωστο την αλήθεια. Δεν διστάζει να πει ότι χρειάζεται χειρουργική επέμβαση. «Ποιός θα μπορούσε να χαρακτηρίσει ψεύτη αυτόν που προφητεύει συμφορά; Αν ήταν ψεύτης, θα μας μιλούσε διπλωματικά και με επιφανειακή ευγένεια. Αν διαλαλούσε πως θα έχουμε νίκες και ειρήνη, τότε θα τον υποπτευόμασταν σαν κάποιον αισχροκερδή, που προφητεύει δήθεν καλά για μας, αποβλέποντας σε δώρα και απολαυές. Αυτός εδώ όμως ούτε λίγο ψωμάκι δεν δέχεται από τα χέρια μας. Νηστεύει και προσεύχεται. Ίσως φιλοδοξεί να καταστραφεί η πόλη μας, για να μη διαψευσθεί το κήρυγμά του. Ε λοιπόν, κι εμείς με νηστεία και προσευχή ας του εναντιωθούμε, γιατί δεν είν’ εκείνος που αμάρτησε, αλλά εμείς. Την πόλη μας, φίλοι μου, δεν την καταστρέφει ο προφήτης. Την καταστρέφουν τα άνομα έργα μας. Εχθρός μας δεν είν’ ο Ιωνάς. Έχουμε άλλον εχθρό, αόρατο, πανούργο. Μ’ αυτόν πρέπει να πολεμήσουμε γενναία. Έχουμε ακούσει για τ’ αγωνίσματα του δίκαιου Ιώβ. Γνωστή είναι η δοκιμασία του, που κήρυξε σαν σάλπιγγα σ’ όλη την οικουμένη τη νίκη του εναντίον του διαβόλου. Αν λοιπόν ο διάβολος πολε­μάει τόσο σκληρά τους δικαίους, πόσο θα πολεμήσει άραγε εμάς, τους αμαρτωλούς; Εμείς νικήσαμε βασιλιάδες στον πόλεμο. Ας νικήσουμε τώρα το σατανά με τη μετάνοιά μας. Εμπρός, ας αναμετρηθούμε μαζί του! Βγάλτε τους θώρακες και βάλτε σάκκους τρίχινους! Πετάξτε τα τόξα και τρέξτε στις προσευχές! Αφήστε τα σπαθιά κι αρπάξτε την πίστη! Σπάστε τα βέλη και πιάστε τη νηστεία!… Αν νικήσουμε το σατανά, θα είν’ η νίκη μας η μεγαλύτερη απ’ όλες μέχρι τώρα. Και όπως έμπαινα εγώ πρώτος στους άλλους πολέμους, έτσι και σε τούτον τώρα μπαίνω πρώτος”.
Μ’ αυτά τα λόγια, πέταξαν τους χιτώνες τους οι στρατιωτικοί κι έβαλαν σάκκους, όπως ο βασιλιάς. Κι ήταν ντυμένοι όλοι τώρα ταπεινά, αυτοί που πάντα ήταν λαμπροφορεμένοι. Σκόρπισε κήρυκες ο βασιλιάς, που καλούσαν όλη την πόλη σε μετάνοια, φωνάζοντας: “Να εγκαταλείψει ο καθένας την κακία του, για να μην πληγωθεί και σκοτωθεί σ’ αυτόν τον πόλεμο. Ο άρπαγας να επιστρέψει αυτά που άρπαξε. Ο άσωτος να σωφρονιστεί. Ο οργίλος να γίνει πράος. Κανένας να μη μνησικακεί. Κανένας να μην καταριέται. Κανένας να μην κακοκαρδίζει ούτε να κακολογεί τον άλλον. Αν εμείς συγχωρέσουμε τα σφάλματα των συνανθρώπων μας, τότε και ο Θεός θα συγχωρέσει τα δικά μας σφάλματα. Εμπρός λοιπόν, ας οπλιστούμε με νηστείες και προσευχές κι ας αγωνιστούμε όλοι μαζί με ανδρεία και γενναιότητα για τη σωτηρία μας”.
Με το διάγγελμα αυτό ο βασιλιάς έφερε στο λαό του την αγάπη, την πίστη και την ελπίδα, που έχουν πολλή δύναμη και προσφέρουν ανακούφιση και χαρά. Έτσι ο γιός του γενναίου γίγαντα Νεβρώδ εγκατέλειψε τα κυνήγια και, αντί γι’ άγρια ζώα, άρχισε να κυνηγάει και να χτυπάει τα πάθη του. Αντί για αγρίμια, έσφαξε τις αισχρές αμαρτίες. Αφήνοντας τα έξω θηρία, πολεμούσε την πονηριά που είχε μέσα του. Κατεβαίνοντας από το καταστόλιστο άρμα του, τριγυρνούσε με τα πόδια στην πόλη και καλούσε όλους σε μετάνοια. Απ’ άκρη σ’ άκρη διέσχιζε τη Νινευή και πάσχιζε να την καθαρίσει απ’ τη βρωμιά της αμαρτίας.
Βλέπει ο Ιωνάς αυτή την απίστευτη μετάνοια και τα χάνει. Θαυμάζει τους Νινευϊτες και ταυτόχρονα πενθεί για τους Ισραηλίτες. Είδε τους απογόνους της Χαναάν να δικαιώνονται με την πίστη, και τους απογόνους του Αβραάμ να έχουν προδώσει το Θεό. Είδε τη Νινευή να μετανοεί πικρά, και τη Σιών να πορνεύει με μανία. Είδε αμαρτωλές της Νινευή να σωφρονούν, και θυγατέρες του Ιακώβ να ασωτεύουν. Είδε στη Νι­νευή ψεύτες να κηρύσσουν την αλήθεια, και στη Σιών ψευδοπροφήτες να παρασύρουν με δόλο το λαό στην ειδωλολατρία. Στη Νινευή τα είδωλα γκρεμίστηκαν στα φανερά, ενώ στην Ιερουσαλήμ λατρεύονταν στα κρυφά. Η Νινευή έγινε ναός και εκκλησία του Θεού, ενώ των Ιεροσολύμων ο ναός κατάντησε σπήλαιο ληστών.
Βλέπει ο Ιωνάς τους Νινευϊτες να είναι πιο μυαλωμένοι και θεοσεβείς. Κι ενώ ο ίδιος με την απειλή του τους έκοβε την ελπίδα, η νηστεία τους την πολλαπλασίαζε και τους υποσχόταν ζωή. Βλέπει ο προφήτης τη μετάνοια και φοβάται μήπως βγει ψεύτικο το κήρυγμά του. Αυτός μετράει τις μέρες και τις νύχτες ως την καταστροφή, ενώ οι Νινευϊτες μετρούν τις αμαρτίες τους. Στέκονται στο στόμα του θανά­του και τρέμοντας χτυπούν τις πύλες του άδη, περιμένοντας τη δίκαιη οργή του Θεού, μα δεν παύουν να ελπίζουν και στο άπειρο έλεός Του. Αισθάνονται πως ο Θεός είναι πολυέλεος και δείχνει την αγάπη και την ευσπλαχνία Του σ’ όσους μετανοούν. Νιώθουν πως ο προφήτης είναι σκληρός, ενώ ο Θεός φιλάνθρωπος. Γι’ αυτό αφήνουν τον σκληρό και καταφεύγουν στον Εύσπλαχνο. Σ’ Εκείνον, που σηκώνει το ραβδί
Του για να φοβερίσει και όχι για να συντρίψει, για να παιδαγωγήσει και όχι για να θανατώσει.
Συνέχεια λοιπόν νήστευαν και αδιάκοπα παρακαλούσαν. Δεν στέγνωσαν τα μάτια τους απ’ της μεταμέλειας τα δάκρυα. Δεν κουράστηκε η γλώσσα τους να εκλιπαρεί το θείο έλεος. Με τη μετάνοια έδεσαν τη νηστεία και με τη νηστεία την καθαρότητα και τη σωφροσύνη.
Όταν η χάρη του Θεού είδε αυτά τα πράγματα, σπλαχνίστηκε τους Νινευϊτες κι έστειλε πάνω τους τη δροσιά της ζωής και της συμπάθειάς Του. Γιατί ο Κύριος, ως φιλάνθρωπος και αγαθός και μακρόθυμος που είναι, δεν θέλει το θάνατο του αμαρτωλού, αλλά την επιστροφή και τη μετάνοια και τη σωτηρία του.
Έφτασε όμως και η μέρα της γενικής καταστροφής τους. Και γέμισε κλάματα η πολιτεία. Το χώμα της γης από την πλημμύρα των δακρύων είχε γίνει σαν πλίθρα. Σήκωσαν οι πατεράδες τα παιδιά τους, για να θρηνήσουν μαζί τον πικρό τους θάνατο. Γέροντες και γερόντισσες πήγαν να κλάψουν στους τάφους, όπου κανένας δεν υπήρχε ούτε για να θάψει ούτε για να θαφτεί. Οι θρηνητικές κραυγές όλων υψώθηκαν ως τους ουρανούς. Ο ένας ρωτούσε τον άλλο με αγωνία: “Ποιά νά ’ναι η ώρα, που όρισε ο Θεός να κατεβούμε όλοι μαζί στον άδη; Με ποιό τρόπο θα έρθει ο θάνατος;…”.
Κόντευε να βραδιάσει. Στάθηκαν οι Νινευϊτες στη θέση του θανάτου και, κρατώντας ο ένας το χέρι του άλλου, θρηνούσαν όλοι για όλους. Αναρωτιόντουσαν, σε ποιά στιγμή θ’ ακουγόταν η φωνή του εξολοθρεμού τους. Νόμιζαν πως το βράδυ θα καταστρεφόταν η πόλη. Περίεργο, όμως! Έφτασε το βράδυ, και δεν είχαν πάθει τίποτα. Ύστερα νόμισαν ότι τη νύχτα θα παραδοθούν στο χάος. Μα και η νύχτα πέρασε, και πάλι τίποτα! Περίμεναν, τέλος, πως θα χαθούν εξάπαντος το πρωί. Να, όμως, που το πρωί ήρθε, και το κακό δεν έγινε!…
Ε, τώρα πια όλα άλλαξαν! Την ώρα που νόμιζαν πως δεν θα υπάρχουν, η ελπίδα τους έγινε βεβαιότητα και η βεβαιότητα χαρά. Η ατμόσφαιρα, από σκυθρωπή, έγινε λαμπρή και γιορταστική. Όλοι μαζί, με συγγενείς και φίλους, δεν ήξεραν πώς να εκφράσουν τη χαρά τους, πώς να δοξάσουν το Θεό, που τους ελέησε, που δέχτηκε τη μετάνοιά τους.
Ο Ιωνάς στεκόταν και παρακολουθούσε από μακριά, γεμάτος φόβο μην αποδειχθεί ψεύτης. Μα η προσδοκία του δεν πραγματοποιήθηκε. Γιατί ο αγαθός Θεός, βλέποντας τα δάκρυα της μετάνοιας των Νινευϊτών, τους σπλαχνίστηκε και ξαναζωντάνεψε τη νεκρή πόλη. Γιατί, αν και δεν είχαν πεθάνει, όμως, με το να περιμένουν έναν τόσο σύντομο και κακό θάνατο, είχαν γίνει σαν νεκροί. Τώρα τους ζωοποίησαν η ελπίδα κι η χαρά, γιατί είδαν τη θεϊκή οργή να έχει μεταβληθεί σε έλεος. Γονάτισαν λοιπόν σε προσευχή και, με τα χέρια υψωμένα στον ουρανό, ευχαριστούσαν το Θεό, που τους έσωσε απροσδόκητα από το θάνατο και με την ευσπλαχνία Του τους χάρισε τη ζωή.
Ο Ιωνάς όμως, βλέποντας ότι, με το να σωθούν οι Νινευϊτες, βγήκε ψεύτης, ήταν υπερβολικά λυπημένος. Όταν τον είδαν σ’ αυτή την κατάσταση, άρχισαν να τον καλοπιάνουν και να του λένε: “Μη λυπάσαι, Ιωνά. Να χαίρεσαι, γιατί εξαιτίας σου βρήκαμε καινούργια ζωή. Εξαιτίας σου γνωρίσαμε το Θεό, τον πλάστη και δημιουργό μας. Μη φοβάσαι, δεν φάνηκες ψεύτης, γιατί καταστράφηκε η κακία μας και οικοδομήθηκε η πίστη μας. Με την υπόδειξή σου βρήκαμε τη μετάνοια και απολαύσαμε ό,τι χρειαζόταν για τη σωτηρία μας, από τους θησαυρούς της ευσπλαχνίας του Θεού. Πες μας, Ιωνά, τί θα ωφελούσε αν είχε καταστραφεί η πόλη μας; Αν είχαμε πεθάνει όλοι; Τί είχες να κερδίσεις, γιέ του Αμαθεί, αν μας είχε καταπιεί όλους ο άδης; Λυπάσαι εσύ, που μας θεράπευσες από τα κακά; Εμείς σ’ ευχαριστούμε μάλλον ως ευεργέτη. Γιατί λοιπόν αναστενάζεις; Επειδή κοπίασες για να έρθει η πόλη όχι στην καταστροφή, αλλά στη θεογνωσία; Και γιατί πενθείς; Επειδή σωθήκαμε με τη μετάνοια; Μα εσύ τώρα έχεις στεφανωθεί. Και αυτό πρέπει να σε γεμίζει χαρά. Χαροποίησες τους αγγέλους στα επουράνια. Πρέπει να χαρείς κι εσύ στη γη, αφού κι ο ίδιος ο Θεός χαίρεται τώρα για μας…”.
Ας δοξάσουμε κι εμείς το Θεό, που μας παρέχει παράδειγμα μετάνοιας και αρραβώνα σωτηρίας μέσω των Νινευϊτών. Γιατί όπως έσωσε τότε εκείνους με τον Ιωνά, έτσι τώρα και πάντοτε σώζει το λαό Του με τον Υιό Του τον μονογενή και καταργεί τον ισραηλιτικό λαό, την άκαρπη συκιά, που εμποδίζει τα έθνη να σώζονται από τους καρπούς της μετάνοιας στο όνομα του Κυρίου μας Ιησού Χριστού, στον Οποίο ανήκει η δόξα και η δύναμη, μαζί με τον Πατέρα και το Αγιο Πνεύμα, τώρα και πάντοτε και στους αιώνες των αιώνων. 
Αμήν.

«Η ΦΩΝΗ ΤΩΝ ΠΑΤΕΡΩΝ (14): «Ιωνάς και Νινευίτες» Ιερά Μονή Παρακλήτου, Ωρωπός Αττικής

http://www.alopsis.gr

Συγκλονιστικά επίκαιρο μύνημα από τον Παπουλάκο...




"Εἶναι ντροπή μας, ἕνα γένος ποὺ μὲ τὸ αἷμα του πύργωσε τὴ λευτεριά του, ποὺ περπάτησε τὴ δύσκολη ἀνηφοριά, νὰ παραδεχτῆ πὼς δὲν μπορεῖ νὰ πορπατήσει στὸν ἴσιο δρόμο ἅμα εἰρήνεψε, κι ὅτι δὲν ξέρουμε ἐμεῖς νὰ συγυρίσουμε τὸ σπίτι, ποὺ μὲ τὸ αἷμα μᾶς λευτερώσαμε, ἀλλὰ ξέρουν νὰ τὸ συγυρίσουν ἐκεῖνοι ποὺ δὲν πολέμησαν, ἐκεῖνοι ποὺ δὲν πίστευαν στὸν ἀγώνα, ἐκεῖνοι ποὺ πᾶνε νὰ μᾶς ἀποκόψουνε ἀπὸ τὸν Χριστό, καὶ πασχίζουνε νὰ μᾶς ρίξουνε στὴ σκλαβιὰ ἄλλων ἀφεντικῶν, ποὺ 'ναι πιὸ δαιμονισμένοι ἀπὸ τοὺς Τούρκους"

Παπουλάκος (+18/01/1861)

Ερωτήσεις... και απαντήσεις...

Τι είναι η Εξομολόγηση; 

Η Εξομολόγηση είναι ένα από τα βασικά μυστήρια της Εκκλησίας. Μας δίνει τη δυνατότητα να «συμφιλιωθούμε» με τον Θεό, να εξετάσουμε την πίστη και τη ζωή μας και να εξασφαλίσουμε πνευματική υγεία. Είναι πράξη μετανοίας. Και μετάνοια σημαίνει αλλαγή του εαυτού μας, στροφή, μεταμόρφωση. Όταν αμαρτάνουμε απομακρυνόμαστε από τον Θεό. Όταν όμως μετανοούμε, ομολογούμε τις αμαρτίες μας και ζητάμε συγχώρεση, επιστρέφουμε σ' Αυτόν. 
Η Εξομολόγηση μας απαλλάσσει από το βάρος της αμαρτίας. Επιπλέον μας δίνει την ευκαιρία να συζητήσουμε τους βαθύτερους προβληματισμούς μας, να δεχτούμε συμβουλές και να ενισχυθούμε πνευματικά. 

Πώς καθιερώθηκε; Μήπως πρόκειται για πρόσφατη επινόηση των κληρικών; 

Το μυστήριο καθιερώθηκε από τον ίδιο τον Χριστό. Αυτός έδωσε στους Αποστόλους την εξουσία να συγχωρούν αμαρτίες (Ιω. 20,23). Στη συνέχεια οι Απόστολοι μετέδωσαν το χάρισμα αυτό στους επισκόπους και τους πρεσβυτέρους της Εκκλησίας. Έτσι, μέσω της κανονικής χειροτονίας διαιωνίζεται. 

Είναι απαραίτητη η Εξομολόγηση για όλους; 

Μόνο ένας αναμάρτητος δε χρειάζεται Εξομολόγηση. Ο άγιος Ιωάννης ο Θεολόγος γράφει ότι όποιος θεωρεί τόν εαυτό του αναμάρτητο βρίσκεται σε πλάνη και μακριά από την αλήθεια (Α' Ιω. 1, 8). Αλλά και ο μόνος αναμάρτητος, ο Χριστός, δέχτηκε τό βάπτισμα της μετανοίας από τόν Πρόδρομο και έδειξε την αναγκαιότητα του μυστηρίου. Γι' αυτό η Εξομολόγηση αποτελεί αναπόσπαστο στοιχείο της ορθόδοξης χριστιανικής ζωής. 

Ποιος μπορεί νά εξομολογεί; 

Όπως προαναφέραμε, η Εξομολόγηση γίνεται σε έναν πνευματικό. Δηλαδή σε ιερέα ο οποίος έχει επιλεγεί ειδικά γι' αυτό το έργο. Χρειάζεται βέβαια να επικοινωνήσουμε μαζί του για να μας ορίσει τον χρόνο και τον τόπο, εκτός και αν εξομολογεί σε καθορισμένες τακτικές ημέρες και ώρες, οπότε δεν είναι απαραίτητη η προηγούμενη συνεννόηση. 

Και ο πνευματικός έχει αμαρτίες! 

Ο πνευματικός δε συγχωρεί τις αμαρτίες μας με τη δική του αγιότητα ή δύναμη, αλλά με τη χάρη που του δόθηκε από τον Θεό· αυτός μεσολαβεί μόνο. Τις δικές του αμαρτίες φροντίζει να τις εξομολογείται και αυτός σε κάποιον άλλον πνευματικό. 


ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΕΞΟΜΟΛΟΓΗΣΗ 

Που γίνεται η Εξομολόγηση; 

Συνήθως η Εξομολόγηση γίνεται στο ναό. Μπορεί όμως να γίνει και σε κάποιο παρεκκλήσι ή άλλον χώρο. 

Πώς γίνεται; 

Καθόμαστε αντικρίζοντας τις εικόνες και με την προτροπή του πνευματικού εξομολογούμαστε τις αμαρτίες μας. Μπορούμε επίσης να συμβουλευτούμε τον πνευματικό γιά κάποιο θέμα που μας απασχολεί. Όταν ολοκληρώσουμε την εξομολόγηση γονατίζουμε και ο πνευματικός βάζοντας το πετραχήλι (σύμβολο της ιερατικής λειτουργίας του) πάνω στό κεφάλι μας ζητά από τον Θεό την άφεση των αμαρτιών μας. Φεύγοντας ασπαζόμαστε τό πετραχήλι και το χέρι του πνευματικού. 

Τι πρέπει να πώ στην Εξομολόγηση; 

Στην Εξομολόγηση εξετάζουμε τα αισθήματα, τις σκέψεις, τα λόγια, τις πράξεις, τη συμπεριφορά, τις συνήθειες, τις αξίες, τις προτεραιότητες, τους στόχους, την κατεύθυνση και τον τρόπο της ζωής μας. Δεν περιοριζόμαστε στην προσωπική μας πνευματική ζωή, αλλά συνεξετάζουμε τις οικογενειακές σχέσεις, τις κοινωνικές σχέσεις, την εργασία, ακόμα και τη διασκέδασή μας. Και αυτό επειδή όλη μας η ζωή πρέπει να φωτιστεί από το Άγιο Πνεύμα. Όχι για να καταδικάσουμε τον εαυτό μας, αλλά για να εξασφαλίσουμε τήν πορεία μας προς τον Χριστό. Μπορούμε λοιπόν να θέσουμε στην κρίση του πνευματικού ζητήματα που μας απασχολούν, ώστε να πάρουμε αποφάσεις και να κάνουμε επιλογές πού μας προάγουν πνευματικά αποφεύγοντας ταυτόχρονα άλλες που μπορούν να ζημιώσουν τήν ψυχή μας. 

Δε σκότωσα, ούτε έκλεψα... τί νά εξομολογηθώ; 

Όταν έχουμε τέτοια απορία, αποκαλύπτουμε ότι δε γνωρίζουμε τη διδασκαλία του Χριστού. Επειδή ο Χριστός μας διδάσκει ότι και οι αμαρτωλοί λογισμοί ακόμα μας απομακρύνουν από τον Θεό. Επίσης, αμαρτάνουμε όχι μόνο όταν πράττουμε κάτι κακό, άλλα και όταν δέν εφαρμόζουμε το καλό. Άραγε ποιος μπορεί νά ισχυριστεί ότι εκπληρώνει πραγματικά την εντολή της αγάπης και μάλιστα προς τους εχθρούς του; 

Υπάρχει ένας εύκολος τρόπος εξέτασης του εαυτού μου σύμφωνα με τό νόμο του Θεού; 

Υπάρχουν οι Δέκα Εντολές και η ερμηνεία τους κάτω από τό πρίσμα της Καινής Διαθήκης. Τό τελειότερο όμως και ακριβέστερο κριτήριο είναι η εντολή της αγάπης προς τον Θεό και προς τόν συνάνθρωπο. Σύμφωνα μέ τά λόγια του Χριστού, σ' αυτή τήν εντολή περιέχονται όλες οί άλλες εντολές (βλ. Ματθ. 22,40). Δε μπορούμε, για παράδειγμα, να αγαπάμε τόν Θεό και νά παραβαίνουμε τις εντολές Του. Ούτε γίνεται να αγαπάμε τους ανθρώπους και ταυτόχρονα να διαπράττουμε αδικίες σέ βάρος τους. Μάλιστα η γνησιότητα της αγάπης προς τον Θεό αποκαλύπτεται από την αγάπη προς τον συνάνθρωπο (Α' Ιω. 4,20). Έτσι, όταν αδιαφορούμε για τους άλλους ή τους κακομεταχειριζόμαστε, δείχνουμε ότι δεν έχουμε αγάπη προς τον Θεό. Περιφρονούμε την εντολή Του για την αγάπη προς τον συνάνθρωπο και δέ σεβόμαστε τά δημιουργήματα Του. 

Μου φαίνεται δύσκολο νά μιλήσω για τόσο προσωπικά Θέματα. Αισθάνομαι ντροπή. 
Τί θα σκεφτεί ο πνευματικός; 

Πρέπει νά βλέπουμε τό εξομολογητήριο σαν ιατρείο και τον πνευματικό σάν γιατρό. Για εμάς η Εξομολόγηση είναι θέμα ψυχικής -συχνά και σωματικής- υγείας. Για τον πνευματικό πάλι είναι κάτι τό συνηθισμένο. Δεν πρόκειται νά σοκαριστεί από τις δικές μας αμαρτίες. Σίγουρα έχει ακούσει χειρότερες. Εξάλλου, δεν είναι περίεργο η ντροπή, πού μας λείπει την ώρα της αμαρτίας, νά μας κυριεύει τήν ώρα της μετανοίας; 

Φοβάμαι μήπως ο πνευματικός φανερώσει τις αμαρτίες μου. 

Ο πνευματικός έχει ιερό καθήκον να τηρεί τό απόρρητο της Εξομολογήσεως, τό οποίο μάλιστα αναγνωρίζεται και από τόν νόμο. Σε περίπτωση παράβασης αυτού του καθήκοντος ελέγχεται από τόν Επίσκοπο του και τήν Εκκλησιαστική Δικαιοσύνη. Όπως αναφέραμε πρωτύτερα, τόν πνευματικό θα πρέπει νά τόν αντιμετωπίζουμε ως θεραπευτή. Έτσι χρειάζεται νά τόν περιβάλλουμε και με ανάλογη εμπιστοσύνη. Γιά τον λόγο αυτόν επιλέγουμε ελεύθερα και με δική μας ευθύνη τον πνευματικό, ώστε νά είναι πρόσωπο μέ πίστη και αρετή και νά έχει τήν καλή μαρτυρία των πιστών. Μάλιστα η παράδοση τής Εκκλησίας μας συνιστά τήν τακτική εξομολόγηση στον ίδιο πνευματικό και τήν αποφυγή της εναλλαγής του. Εξάλλου, έχει διαπιστωθεί ότι συνήθως εμείς οί ίδιοι γινόμαστε αιτία κοινοποίησης τής προσωπικής μας ζωής, όταν τήν εμπιστευόμαστε σε ακατάλληλα πρόσωπα, τά οποία δεν έχουν καν τήν ιδιότητα του πνευματικού. 

Πώς πρέπει νά λέγονται οι αμαρτίες στον πνευματικό; 

Αρκεί μία απλή, σαφής και σύντομη αναφορά. Δε χρειάζονται ούτε λεπτομέρειες (ιδιαίτερα για τά σαρκικά θέματα), ούτε μακροσκελείς εισαγωγές ή δικαιολογίες. Αν είναι απαραίτητο, θα ζητήσει ο πνευματικός περισσότερες πληροφορίες. Αυτό που σίγουρα χρειάζεται είναι ταπείνωση και συναίσθηση των αμαρτιών μας. 

Τι μπορεί να μου πει ο πνευματικός; 

Νά εξηγήσει τή σπουδαιότητα μιας αμαρτίας. Να συμβουλεύσει για τήν αποφυγή της. Νά δώσει απάντηση σε κάποιο ερώτημα που του θέσαμε. 

ΜΕΤΑ ΤΗΝ ΕΞΟΜΟΛΟΓΗΣΗ 

Μετά τήν ευχή του πνευματικού έχουν συγχωρεθεί όλες οι αμαρτίες μου; 
Μήπως κάποιες θα πρέπει νά τις εξομολογηθώ πάλι; 

Η ευχή του πνευματικού δίνει τήν άφεση όλων των αμαρτιών πού έξαγορεύσαμε. Συνεπώς τυχόν αμφιβολία μας για τό θέμα αυτό δείχνει έλλειψη πίστης στο μυστήριο και στή δύναμη του Θεού. Αν πάλι δέν αναφέραμε κάτι βασικό σε σχέση με κάποια αμαρτία, χρειάζεται τήν επόμενη φορά νά τό διευκρινίσουμε. 

Αν ξεχάσω κάποια αμαρτία; Αν κρύψω κάποια από ντροπή; 

Αν ξεχάσαμε κάτι και εφόσον δεν είναι σοβαρό, μπορούμε νά το αναφέρουμε στην επόμενη εξομολόγηση. Αν όμως παραλείψαμε κάποια αμαρτία εσκεμμένα, τότε δεν πρέπει να θεωρούμε ότι μας δόθηκε άφεση και δεν πρέπει νά κοινωνήσουμε, ακόμη και αν πήραμε την άδεια του πνευματικού. 

Είναι απαραίτητη η Θεία Κοινωνία μετά την Εξομολόγηση; 

Η μετάνοια δεν περιορίζεται στο μυστήριο της Εξομολογήσεως. Η «συμφιλίωση» και η ενωσή μας με τον Θεό δεν ολοκληρώνεται χωρίς τη Θεία Κοινωνία. Αύτη είναι ή μυστηριακή ένωση με τον Θεάνθρωπο Χριστό. Το αποκορύφωμα των μυστηρίων. 
Η Εξομολόγηση μας προετοιμάζει για τη Θεία Κοινωνία. 

Μπορώ νά κοινωνήσω λοιπόν αφού εξομολογήθηκα; 

Μετά τήν εξομολόγηση θα πρέπει νά ζητήσουμε από τον πνευματικό τήν άδεια νά μεταλάβουμε. Αυτός θά ορίσει τον χρόνο, τή συχνότητα και τον τρόπο της προετοιμασίας μας (νηστεία, προσευχή, συγχώρεση - συμφιλίωση με τους άλλους). 

Όμως, τί νόημα έχει νά εξομολογούμαι τακτικά, όταν γνωρίζω ότι θά επαναλάβω τις ίδιες αμαρτίες; 

Όπως κάποιος πού πάσχει από χρόνια ασθένεια δεν παύει νά προσπαθεί για τήν απαλλαγή του, έτσι και εκείνος πού επιθυμεί πραγματικά τήν πνευματική υγεία φροντίζει αδιάκοπα νά τήν αποκτήσει. Αυτός είναι ο πνευματικός αγώνας του ανθρώπου· η διά βίου μετάνοια
Το μυστήριο της Εξομολόγησης εξασφαλίζει ότι καμμιά αμαρτία δε μπορεί νά μας απομακρύνει από τό έλεος του Θεού. Μόνο η έλλειψη μετανοίας μπορεί νά μας καταδικάσει στην αίώνια στέρηση Του. 

-------------- 

Τό παρόν αντιγράφηκε από έντυπο που εκδίδεται από την Ιερά Μονή Μαχαιρά στην Κύπρο, με τήν άδεια τής Ιεράς Μητροπόλεως Εδέσσης, Πέλλης και Αλμωπίας της Εκκλησίας της Ελλάδος. ΔΙΑΝΕΜΕΤΑΙ ΔΩΡΕΑΝ 

Αγαπητοί, πρέπει να ομολογήσουμε μία πικρά αλήθεια.



Αγαπητοί, πρέπει να ομολογήσουμε μία πικρά αλήθεια. Οι πιστοί, που αγωνίζονται για να κρατήσουν την Ορθοδοξία, είναι ολίγοι. Το ρεύμα το μεγάλο και το απέραντο είναι εκείνο που σιγά – σιγά έχουν απομακρυνθεί από την ορθόδοξο πίστη.
Θα πω ένα λόγο, που ποτέ δεν τον είπα. Θα τον πείτε εγωιστικό, αλλά σας δίνω μια ζυγαριά, για να ζυγίσετε παπάδες, δεσποτάδες και όλο τον κλήρο και όλους τους θεολόγους. Η ζυγαριά αυτή ποια είναι; Ποιο είναι το γνώρισμα του πάπα; Να μαζεύει πρόσφορα; Να κάνει ωραίες ακολουθίες; Να κηρύττει χαριτωμένα και να χρηστολογεί από του άμβωνος και να δακρύζουν τα μάτια μερικών δεσποιναρίων για τους στοχαστικούς του λογισμούς; Ποιο είναι το γνώρισμα του πάπα και του δεσπότη σ’ αυτά τα δύσκολα χρόνια;
Το γνώρισμα του δεσπότη και του παπά είναι η μαχητικότης, η παρρησία. Είναι εκείνο που είπε ο απόστολος Παύλος, ότι «Οι θέλοντες ευσεβώς ζην εν Χριστώ Ιησού διωχθήσονται». Αν δείτε παπά, αν δείτε θεολόγο, αν δείτε μητροπολίτη και αρχιεπίσκοπο, που δεν διώκεται, αλλά απολαύει της αγάπης και της εκτιμήσεως όλων, τότε έχει εφαρμογή ο λόγος του Χριστού «Ουαί όταν καλώς υμάς είπωσι πάντες οι άνθρωποι», να ξέρετε πολύ καλά ότι αυτός δεν βαδίζει καλώς. Ή αν λέγεται ορθόδοξος και δεν θέλει να αντιμετωπίσει το ρεύμα, την χιονοστιβάδα αυτή που κατέρχεται για να διαλύσει τον κόσμο. Ο παπάς ο ορθόδοξος πάει κόντρα με τα ρεύματα. Ο Μέγας Αθανάσιος ένας ήτο, αλλά κράτησε στους ώμους του ως Άτλας ολόκληρη της Ορθοδοξία. Ο Μάρκος ο Ευγενικός ένας ήτο, αλλά κράτησε στα χέρια του ολόκληρη της Ορθοδοξία. Ο ιερός Φώτιος τα ίδια. Ολίγοι είναι, αλλά δεν νικάει με τα νούμερα, νικάει με την πίστη. Γιατί όσο αξίζει ένας πιστός παπάς, όσο αξίζει ένας πιστός επίσκοπος, όσο αξίζει ένας πιστός αρχιεπίσκοπος, όσο αξίζει ένας λαϊκός και μία γυναίκα δεν αξίζει ολόκληρος ο ντουνιάς. Λοιπόν να μη πτοούμεθα διότι γίνεται αυτή η προδοσία της πίστεως μας δεξιά και αριστερά.
Ένα σας συνιστώ. Μη μου λέτε, ότι Αυτός είναι καλός, αυτός είναι θεολόγος σπουδαίος, αυτός κάνει διαλεκτική, αυτός άνοιξε ακαδημία του Πλάτωνος και άμα τον ακούσεις είναι θαύμα!… Μέτρησε τον αν έχει μία σπίθα από το Μάρκο τον Ευγενικό, αν έχει μία σπίθα από τον ιερό Φώτιο, αν έχει μία σπίθα από τον Κηρουλάριο, αν έχει μία σπίθα από τον Παπουλάκο (ο αγράμματος αυτός στάθηκε απέναντι ολόκληρου του κόσμου).
Τα λέγω αυτά έχων επίγνωση της θέσεως μου ως Έλληνος και ως επισκόπου έχοντος τεράστια ευθύνας. Είμεθα έτοιμοι τα πάντα να θυσιάσωμεν. Τολμώ, ίσως για τελευταία φορά από του βήματος αυτού, να πω, Όσοι αγαπάτε το Χριστό, όσοι αγαπάτε την Εκκλησία, έχουμε την Παναγία μαζί μας, έχουμε μαζί με όλους εκείνους που αγωνίστηκαν και αγωνίζονται για την ορθόδοξο πίστη μας.
Όσοι είναι με το διάβολο, να κάτσουν κάτω, να κλείσουν τα στόματα τους. Διότι διάβολος είναι η δειλία των, διάβολος είναι η δελεαστικότης των, διάβολος τα επιχειρήματα των, που ζητούν να ψυχράνουν μια χούφτα ανθρώπων οι οποίοι βασανίζονται και τυραννιούνται και διώκονται για την πίστη του Χριστού μας.
Εμείς έχομεν ανέκαθεν ως σύνθημα τον όρκο των εφήβων των Αθηνών. Τα παλικάρια της αρχαίας Ελλάδος επάνω από την Ακρόπολη ορκίζονταν και λέγανε,«Ή μόνος ή μετ’ άλλων τα όσια και ιερά υπερασπιώ». Και εγώ, μικρός στρατιώτης, το δηλώνω παρρησία, Ή μόνος ή μετ’ άλλων τα όσια και ιερά της πίστεως θα τα υπερασπίσω μέχρι τελευταίας ρανίδος του αίματος μου. Και εσείς αντί χειροκροτημάτων ματαίων, τα οποία ουδέν λέγουν, αντί επαίνων, να προσευχηθείτε πολύ. Γιατί οι ορθόδοξοι έμειναν ολίγοι και η μάχη επεκτείνεται και θα βρεθούμε προ νέων γεγονότων. Όχι μόνο στην μικρά μας Ελλάδα, αλλά και εις όλα τα πλάτη και τα μήκη της γης ο εωσφόρος έχει εκστρατεύσει και λυσσάει για να ξεριζώσει μέσα από τα στήθη των ανθρώπων την ορθόδοξο πίστη. Δεν ξέρω τι θα γίνει. Δεν ξέρω τι διωγμούς θα υποστώμεν οι επίσκοποι που επαύσαμε το μνημόσυνο του Αθηναγόρου και οι άλλοι κληρικοί οι οποίοι είναι γύρω μας. Δεν ξέρω σε ποιο Άγιον Όρος θα καταφύγωμεν. Ένα γνωρίζω πως ότι και αν γίνει, ότι και αν συμβεί και τα άστρα να πέσουν και οι ποταμοί να ξηραθούν και άνω κάτω να γίνει ο κόσμος, ένα γνωρίζω – το πιστεύω ακραδάντως, ότι στο τέλος θα νικήσει η Ορθοδοξία. Όταν θα έρθει η στιγμή του διωγμού των ορθοδόξων, τότε έχομε και ημείς το σχέδιο μας, όπως και πάς πιστός. Και εσείς όλοι – είστε εδώ 3.000;- αυτά που σας είπα να τα σκορπίσετε παντού. Ο ένας να γίνει δύο. Οι δύο τέσσερις, οι τέσσερις οκτώ… Να γίνει μεγάλο κύμα θαλάσσης, να ξεπλύνομε την πατρίδα μας εις τρόπον ώστε η Ελλάς να γίνει άστρον του ουρανού, ορθόδοξος τόπος, παράδεισος της Ορθοδοξίας αμήν.

Aπο το βιβλίο Μητροπολίτου Φλωρίνης π. Αυγουστίνου Καντιώτου 
«ΟΙ ΧΡΙΣΤΙΑΝΟΙ ΣΤΟΥΣ ΕΣΧΑΤΟΥΣ ΚΑΙΡΟΥΣ», εκδοση Β΄, 2008, σελ. 39-41


"Η αληθινή ζωή κρύβεται μέσα στην απλότητα των πράξεων, μέσα στην σιωπή των λόγων, μέσα στα βουρκωμένα πρόσωπα των μετανοούντων."



Την φτώχια της ψυχής δεν την αναπληρώνουν τα πολυτελή ενδύματα, τα ψεύτικα χαμόγελα και το ...μακιγιάρισμα.
Από την άλλη μεριά την αρχοντιά της ψυχής δεν μπορεί να την καλύψει η ενδυματολογική ένδεια, ούτε τα ταλαιπωρημένα πρόσωπα από τον κόπο και τον μόχθο της ζωής.
Η αληθινή ζωή κρύβεται μέσα στην απλότητα των πράξεων, μέσα στην σιωπή των λόγων, μέσα στα βουρκωμένα πρόσωπα των μετανοούντων.
Η κοσμική ζωή ερωτοτροπεί με τα ψέμα, την οίηση, την αποξένωση, την φαυλότητα, την ψυχοπάθεια, την καταστροφή.
Άνθρωποι χαμογελαστοί, μακιγιαρισμένοι, ευπρεπισμένοι, καθωσπρέπει, βαδίζουν αργά αλλά σταθερά προς μια βουτιά θανάτου. Βαδίζουν παρασύροντας ο ένας τον άλλο προς την απώλεια τους Φωτός, της Αλήθειας, της Ζωής.
Άνθρωποι που τονίζουν το χαμόγελό τους με κραγιόν και λευκασμένες οδοντοστοιχίες, ζουν μέσα στην απελπισία της μοναξιάς, μέσα στο σκοτάδι της κατάθλιψης. Διότι επέλεξαν μία ζωή χωρίς γνησιότητα, επέλεξαν να πορεύονται με πονηρία και εμπάθεια, επέλεξαν την δόξα, την εξουσία, το χρήμα, την σάρκα, τα εύκολα και όχι τις δυσπρόσιτες κορυφές των αρετών.
Η ζωή του κόσμου (κοσμικό φρόνημα), προσφέρει μία καλή βιτρίνα, είναι μία "εξαιρετική" κάλυψη της ανεπάρκειας των ανθρώπων να ευτυχίσουν προσφέροντας το εγώ τους θυσία προς τους άλλους.
Το θέμα δεν είναι να ζήσουμε μέσα σε μία βιτρίνα ζωής, αλλά να ζήσουμε την όντως Ζωή.
Το θέμα δεν είναι να έχουμε πάντοτε ένα λαμπρό χαμόγελο, αλλά να είμαστε ευτυχισμένοι και ειρηνικοί διαμέσου του βιώματος της αγάπης του Θεού.
Το θέμα δεν είναι να πορευόμαστε κρατώντας το λάβαρο του καθωσπρεπισμού ψηλά, αλλά να βαδίζουμε μέσα στα μονοπάτια της ταπείνωσης και της σιωπής, στα ηλιοβασιλέματα της αναζήτησης Εκείνου.
Διότι μόνο Εκείνος μπορεί να μας δώσει νόημα στην ζωή μας, μόνο Εκείνος μπορεί να μας φωτίσει ώστε οι προτεραιότητες και οι επιλογές της ζωής μας να αποκτήσουν και μία εσχατολογική προοπτική.
Η ζωή του χριστιανού είναι μία ζωή «ξένη». Ξένη προς τις απαιτήσεις και τα "πρέπει" του κόσμου. Ξένη προς τα μακιγιαρισμένα πρόσωπα της θλίψης και των αδιεξόδων.
Η ζωή του χριστιανού είναι η απόδειξη ότι ο άνθρωπος μπορεί να ζει χωρίς να είναι υπόδουλος στην μόδα, στις ηθικιστικές συμπεριφορές, στα προσωπεία της αυτοτελείωσης.
Ο Χριστός στέκει αναλλοίωτος μπροστά στην ανθρωπότητα. Ο χριστιανός στέκει αναστημένος μπροστά στην πτώση της αμαρτίας.
Ζούμε και Επιλέγουμε.
Ζούμε είτε με την αγωνία να βρούμε τον Θεάνθρωπο τείνοντας προς την Ατέλεστη Τελειότητά Του ή θα κυλιόμαστε μέσα στα σπασμένα αυτοείδωλα της εγωπάθειας του κόσμου, χαμένοι μέσα στις κοσμικές αγορές των ψεύτικων χαμόγελων.

Αρχιμ. Παύλος Παπαδόπουλος