.

.

Δός μας,

Τίμιε Πρόδρομε, φωνή συ που υπήρξες η φωνή του Λόγου. Δος μας την αυγή εσύ που είσαι το λυχνάρι του θεϊκού φωτός. Βάλε σήμερα τα λόγια μας σε σωστό δρόμο, εσύ που υπήρξες ο Πρόδρομος του Θεού Λόγου. Δεν θέλουμε να σε εγκωμιάσουμε με τα δικά μας λόγια, επειδή τα λόγια μας δεν έχουν μεγαλοπρέπεια και τιμή. Όσοι θα θελήσουν να σε στεφανώσουν με τα εγκώμιά τους, ασφαλώς θα πετύχουν κάτι πολύ πιό μικρό από την αξία σου. Λοιπόν να σιγήσω και να μη προσπαθήσω να διακηρύξω την ευγνωμοσύνη μου και τον θαυμασμό μου, επειδή υπάρχει ο κίνδυνος να μη πετύχω ένα εγκώμιο, άξιο του προσώπου σου;

Εκείνος όμως που θα σιωπήσει, πηγαίνει με τη μερίδα των αχαρίστων, γιατί δεν προσπαθεί με όλη του τη δύναμη να εγκωμιάσει τον ευεργέτη του. Γι’ αυτό, όλο και πιό πολύ σου ζητάμε να συμμαχήσεις μαζί μας και σε παρακαλούμε να ελευθερώσεις τη γλώσσα μας από την αδυναμία, που την κρατάει δεμένη, όπως και τότε κατάργησες, με τη σύλληψη και γέννησή σου, τη σιωπή του πατέρα σου του Ζαχαρία.

Άγιος Σωφρόνιος Ιεροσολύμων

Ἕνα κείμενο περί Ἐξομολογήσεως


... Εἰς τό τέλος τῆς ἑβδομάδος, ἀφοῦ προπαρασκευάσθηκα καλά γιά τήν ἁγία Κοινωνία, πρίν ἐξομολογηθῶ, ἐσκέφθηκα ὅτι ἦταν μιά εὐκαιρία νά κάνω ἐκεῖ μιάν ἐξομολόγησιν ὅσον τό δυνατόν πιό λεπτομερῆ. Ἄρχισα, λοιπόν, τήν προσπάθεια γιά νά θυμηθῶ ὅλα τά ἁμαρτήματα ἀπ’ τήν νεότητά μου καί γιά νά μή τυχόν λησμονήσω ἔστω καί τό παραμικρό, τά ἔγραψα μέ ὅση τό δυνατόν περισσότερη λεπτομέρεια. Ἐγέμισα ἔτσι μιά μεγάλη κόλλα χαρτί μέ ὅλα αὐτά πού ἔγραψα. Ἔπειτα, ὅμως, ἄκουσα ὅτι εἰς τήν Κιταβάγια Παστίνα, πού ἀπέχει περίπου τρία χιλιόμετρα ἀπό ἐκεῖ, ἐζοῦσεν ἕνας ἀσκητής ἱερεύς, ὁ ὁποῖος ἦτο σοφός ἄνθρωπος καί γεμᾶτος ἀπό κατανόηση. 
Ὁποιοσδήποτε ἐπήγαινεν εἰς αὐτόν γιά νά ἐξομολογηθεῖ, εὑρισκόταν σέ μιάν ἀτμόσφαιρα γεμάτη ἀπό μειλιχιότητα καί συμπάθεια, ἀποχωροῦσε δέ χορτᾶτος ἀπό διδασκαλία γιά τήν σωτηρία του καί ἤρεμος ψυχικά. Μέ μεγάλην εὐχαρίστηση ἐπληροφορήθηκα γιά ὅλα αὐτά καί ἀνεχώρησα ἀμέσως νά συναντήσω τόν ἄγιον αὐτόν γέροντα.

Ὅταν ἔφθασα, εἰς τήν ἀρχή, ἐζήτησα ὁλίγες συμβουλές, ὕστερα δέ ἀπό κάμποσην ὥρα συνομιλίας τοῦ ἐδιάβασα τό χαρτί μέ τίς ἁμαρτίες μου, πού εἶχα γράψει. Ὅταν ἐτελείωσα τό διάβασμα, ἐκεῖνος μοῦ εἶπε:

«Παιδί μου, πολλά ἀπ’ αὐτά πού μοῦ ἐδιάβασες εἶναι χωρίς καμμιά ἀξία, οἱ συμβουλές μου δέ γιά τήν ἐξομολόγηση εἶναι γενικά οἱ ἐξῆς:

Πρῶτον: Δέν εἶναι ἀνάγκη νά ἐξομολογῆσαι ἁμαρτήματα γιά τά ὁποῖα ἄλλοτε μετενόησες, τά ἐξαγορεύθηκες καί ἐπῆρες τήν συγχώρηση. Ὅταν τά ξαναεξομολογῆσαι εἶναι σάν νά θέτεις σέ ἀμφιβολία τή δύναμη τοῦ Μυστηρίου τῆς θείας Ἐξομολογήσεως.

Δεύτερον: Δέν πρέπει νά θυμᾶσαι εἰς τήν ἐξομολόγηση οὔτε καί νά ἀναφέρεις εἰς αὐτήν ἄλλα τυχόν πρόσωπα πού συνέβη νά εἶναι συνδεδεμένα μέ τίς ἁμαρτίες σου. Δηλαδή, πρέπει νά ἐξομολογηθεῖς τά ἰδικά σου μόνον ἁμαρτήματα καί νά κρίνεις τόν ἑαυτό σου μόνον καί κανέναν ἄλλον.

Τρίτον: Δέν πρέπει νά ξεχνᾶς ὅτι οἱ ἅγιοι Πατέρες μᾶς ἀπαγορεύουν νά ἀναφέρουμε μέ ὅλες τίς λεπτομέρειες τά διάφορα ἁμαρτήματά μας, ἐπειδή εἶναι καλύτερο νά τά ὁμολογοῦμε καί νά τά ἀναγνωρίζουμε εἰς τίς γενικές τους γραμμές γιά νά ἀποφεύγεται ὁ πειρασμός ἀπό τήν ἐπανάληψη τῶν λεπτομερειῶν καί γιά τόν ἑαυτό μας καί γιά τόν πνευματικό.

Τέταρτον: Ὅταν μετανοεῖς πρέπει νά μετανοεῖς εἰλικρινά καί πραγματικά γιατί εἶναι γεγονός ὅτι ἡ μετάνοιά σου αὐτή σήμερα εἶναι ἀφρόντιστη χλιαρή καί πρόχειρη.

Πέμπτον: Ἀσχολήθηκες σήμερα μέ ἕνα σωρό λεπτομέρειες, ἐνῶ παρέλειψες τό κυριότερο πρᾶγμα, δηλαδή δέν ἀνέφερες τίς πιό βαρειές ἀπ’ ὅλες τίς ἁμαρτίες, γιατί δέν παραδέχθηκες, οὔτε ἔγραψες εἰς τό χαρτί, ὅτι δέν ἀγαπᾶς τόν Θεό, ὅτι μισεῖς τόν πλησίον σου, ὅτι δέν πιστεύεις εἰς τόν Λόγον τοῦ Θεοῦ, καί ὅτι εἶσαι γεμᾶτος ἀπό ὑπερηφάνεια καί φιλοδοξία, γεγονότα πού ἀποτελοῦν τήν τετραπλῆ μάζα τοῦ κακοῦ καί τά ὁποῖα εἶναι ἡ αἰτία ὅλων τῶν ἄλλων ἁμαρτημάτων μας. Αὐτά εἶναι οἱ τέσσερεις κυριώτερες ρίζες, ἀπό τίς ὁποῖες φυτρώνουν ὅλα τά ἄλλα ἁμαρτήματα εἰς τά ὁποῖα πέφτουμε ὅλοι».

Ἡ ἔκπληξίς μου πραγματικά ἦταν μεγάλη ἀπό ὅσα ἄκουσα, γι’ αὐτό ἀπευθυνόμενος πρός τόν φημισμένο αὐτόν πνευματικό, τοῦ εἶπα: 

«Νά μέ συγχωρήσεις, σεβαστέ πάτερ, ἀλλά πῶς εἶναι δυνατόν νά μή ἀγαπῶ τόν Θεό, τόν Πατέρα ὅλων μας καί Συντηρητή; 
 Σέ τί ἄλλο θά μποροῦσα νά πιστεύσω, ἐκτός ἀπό τόν Λόγο τοῦ Θεοῦ, ἡ εὐλογία τοῦ ὁποίου ἁγιάζει τά πάντα; 
Ἐγώ θέλω πάντα τό καλό τοῦ πλησίον μου, ποιόν δέ λόγο θά εἶχα γιά νά τούς μισῶ; 
Ὡς πρός τήν ὑπερηφάνεια, δέν ἔχω τίποτα γιά νά ὑπερηφανευθῶ, ἐκτός ἀπ’ τά ἀναρίθμητά μου ἁμαρτήματα. Ἀλλ’ ἀκόμη τί καλό ἔχω ἐπάνω μου γιά νά ὑπερηφανευθῶ; 
Μήπως τά πλούτη μου ἤ τήν ὑγεία μου; Μόνον ἄν ἤμουν μορφωμένος ἤ πλούσιος, θά μποροῦσα νά ἔχω πέσει σέ σφάλματα σάν αὐτά πού μοῦ ἀνέφερες».

«Ἀγαπητέ μου, εἶναι κρῖμα πού τόσο λίγο κατάλαβες τί ἐννοῶ μέ αὐτά πού εἶπα. Κοίταξε! Θά διδαχθεῖς πολύ καί γρήγορα, ἀπάνω σέ ὅσα σοῦ εἶπα, ἐάν διαβάσεις αὐτές τίς σημειώσεις πού σοῦ δίνω, τίς ὁποῖες καί ἐγώ χρησιμοποιῶ εἰς τήν ἐξομολόγησή μου. 
Διάβασέ τες προσεκτικά καί θά καταλάβεις ἐντελῶς καθαρά τήν ἀκριβῆ ἀπόδειξη ὅλων αὐτῶν πού σοῦ εἶπα καί τά ὁποῖα σέ ἐξέπληξαν»

Μού ἔδωσε τίς σημειώσεις καί ἐγώ ἄρχισα νά τίς διαβάζω. Οἱ σημειώσεις αὐτές ἔχουν ἀκριβῶς ὡς ἐξῆς:

«Ἐξομολόγηση πού ὁδηγεῖ τόν ἔσω ἄνθρωπο σέ ταπείνωση»

«Στρέφοντας τά μάτια μου προσεκτικά εἰς τόν ἑαυτό μου καί παρακολουθῶντας τήν πορεία τῆς ἐσωτερικῆς μου καταστάσεως, πιστοποιῶ ἀπό τήν πεῖρα μου, ὅτι δέν ἀγαπῶ τόν Θεόν, ὅτι δέν ἔχω θρησκευτική πίστη καί ὅτι εἶμαι γεμᾶτος ἀπό ὑπερηφάνεια καί ὑλοφροσύνη. Ὅλα αὐτά τά βρίσκω εἰς τόν ἑαυτό μου μετά ἀπό λεπτομερῆ ἐξέταση τῶν αἰσθημάτων καί τῆς συμπεριφορᾶς μου. 

Δέν ἀγαπῶ τόν Θεό. Ἄν ἀγαποῦσα πραγματικά τόν Θεό θά εἶχα συνεχῶς τήν σκέψη μου στραμμένη πρός Αὐτόν καί θά ἤμουν εὐτυχισμένος. Κάθε σκέψη γιά τό Θεό θά μοῦ ἔδινε χαρά καί ἀγαλλίαση. 
Ἀντιθέτως, ὅμως, πολύ συχνότερα καί πολύ εὐκολώτερα σκέπτομαι διάφορα γήινα πράγματα, ἐνῶ ἡ ἀπασχόληση τῆς σκέψεώς μου μέ τόν Θεό καταντᾶ ἐργασία ἐπίπονη καί ξερή. Ἐάν ἀγαποῦσα τόν Θεόν, ἡ συνομιλία μου μέ Αὐτόν, διά τῆς προσευχῆς θά ἦτο ἡ τροφή καί ἡ τρυφή μου καί θά μέ ὡδηγοῦσε σέ ἀδιάσπαστη ἐπικοινωνία μέ Αὐτόν. 
Ὅμως, ὅλως ἀντίθετα, ὄχι μόνο δέν εὑρίσκω εὐχαρίστηση εἰς τήν προσευχή μου ἀλλά χρειάζεται κάθε φορά νά καταβάλλω προσπάθεια γιά νά προσευχηθῶ. Ἀγωνίζομαι κατά τῆς ἀπροθυμίας, νικῶμαι ἀπό τήν ἁμαρτωλότητά μου καί εἶμαι πάντα πρόθυμος νά καταπατῶ μέ κάθε ἀνόητη σκέψη καί πρᾶγμα, ἀκόμη καί κατά τήν ὥρα τῆς προσευχῆς, γεγονότα, πού, ὅπως εἶναι φυσικόν, μικραίνουν τήν προσευχή καί ἀπομακρύνουν τήν σκέψιν ἀπό αὐτήν. Ὁ καιρός μου περνᾶ ἀχρησιμοποίητος ἤ μᾶλλον χρησιμοποιεῖται σέ μάταιες ἀπασχολήσεις, ὅταν δέ ἀπασχολοῦμαι μέ τόν Θεόν, ὅταν θέτω τόν ἑαυτόν μου κάτω ἀπό τήν παρουσία Του, τότε κάθε ὥρα μοῦ φαίνεται πώς εἶναι ἕνας ὁλόκληρος χρόνος. Ὅταν ἕνας ἄνθρωπος ἀγαπᾶ κάποιο πρόσωπο, τό σκέπτεται ὅλη τήν ἡμέρα χωρίς διακοπή, διατηρεῖ συνεχῶς τήν εἰκόνα του μέσα εἰς τήν καρδιά του, φροντίζει γι’ αὐτό καί σέ καμμιά περίπτωση τό ἀγαπημένο του πρόσωπο δέν φεύγει ἀπό τήν σκέψη του. Ἐγώ, ὅμως ὁλόκληρη τήν ἡμέρα, εἶναι ζήτημα ἄν ξεχωρίζω ἔστω καί μιάν ὥρα γιά νά βυθισθῶ σέ ἐντρύφηση καί θεία μελέτη, γιά νά ζωογονήσω τήν καρδιά μου μέ τήν ἀγάπη μου πρός Αὐτόν, ἐνῶ μέ εὐκολία καί εὐχαρίστηση ἐξοδεύω τίς εἴκοσι τρεῖς ὧρες τοῦ ἡμερονυκτίου σάν μιά θερμή προσφορά καί θυσία εἰς τά εἴδωλα τῶν διαφόρων παθῶν.

Ὁλονένα συζητῶ γιά τιποτένια πράγματα καί γεγονότα, τά ὁποῖα μολύνουν τό πνεῦμα, κι αὐτό μοῦ δίνει εὐχαρίστηση. Εἰς τίς σκέψεις μου γιά τόν Θεό, εἶμαι ξηρός, ἀπρόθυμος καί ἀμελής. Κι ὅταν ἀκόμη χωρίς νά τό θέλω, συμβαίνει ὥστε ἄλλοι νά μέ παρακινήσουν σέ πνευματική συζήτηση, κοιτάζω νά μετατρέψω τό θέμα σέ κάτι ἄλλο, πιό εὐχάριστο εἰς τίς ἐπιθυμίες μου. Εἶμαι τρομερά περίεργος γιά κάθε μοντέρνο, γιά τά πολιτικά καί γιά χίλια δυό ἄλλα ζητήματα. Πολύ συχνά ζητῶ τήν ἱκανοποίηση εἰς τήν ἀγάπη πρός τίς κοσμικές γνώσεις, εἰς τήν ἐπιστήμη, εἰς τήν τέχνη, καί θέλω ὅλο καί περισσότερα ἀγαθά νά ἀποκτήσω. Ἡ μελέτη τοῦ Νόμου τοῦ Θεοῦ, ἡ γνῶσις Αὐτοῦ καί τῆς Θρησκείας, δέν μοῦ κάνουν πολλήν ἐντύπωσιν, οὕτε ἱκανοποιοῦν τήν πνευματική πεῖνα τῆς ψυχῆς μου. Ὅλα αὐτά τά παραδέχομαι ὅτι εἶναι ὄχι μόνον ἀνούσια ἀπασχόληση γιά ἕνα χριστιανό, ἀλλ’ ἐπί πλέον καί ἀνωφελής.

Ἐάν ἡ ἀγάπη πρός τόν Θεό εἶναι ἡ τήρησις τῶν ἐντολῶν Του, ὅπως ὁ Χριστός εἶπε «εἰ ἀγαπᾶτε με τάς ἐντολάς τάς ἐμᾶς τηρήσατε» ἐγώ ὄχι μόνο δέν τηρῶ τάς ἐντολάς Του, ἀλλ’ οὔτε καμμιά προσπάθεια καταβάλλω νά κατορθώσω τήν τήρησή τους. Ἔτσι εἶναι ἀπόλυτη ἀλήθεια, τήν ὁποία εὔκολα συμπεραίνει κανείς, ὅτι δέν ἀγαπῶ τόν Θεόν. Ἐπάνω σ’ αὐτό ὁ Μέγας Βασίλειος λέει: Ἡ ἀπόδειξις ὅτι ὁ ἄνθρωπος δέν ἀγαπᾶ τόν Θεό καί τόν Χριστόν, ἔγκειται εἰς τό γεγονός ὅτι δέν τηρεῖ τάς ἐντολάς του. 

Δέν ἀγαπῶ οὔτε τόν πλησίον μου. Ἐάν ἀγαποῦσα τόν πλησίον μου, θά ἦτο δυνατόν νά σκεφθῶ καί νά ἀπόφασίσω νά δώσω καί τήν ζωήν μου γι’ αὐτόν, ἐάν θά ὑπῆρχε ἀνάγκη. Ὄχι, ὅμως, αὐτό μόνον δέν κάνω, ἀλλ’ οὔτε καί τήν παραμικρή θυσία εἶμαι διατεθειμένος νά ὑποστῶ γι’ αὐτόν. Ἐάν ἀγαποῦσα τόν πλησίον μου, σύμφωνα μέ τήν ἐντολήν τοῦ Εὐαγγελίου, οἱ λύπες του θά ἦσαν καί δικές μου λύπες καί οἱ χαρές του θά ἀντανακλοῦσαν εἰς τό πρόσωπό μου, ὅπως εἰς τό δικό του. Ἀντιθέτως, ὅμως, εὐχαριστοῦμαι νά ἀκούω διάφορα ἄσχημα πράγματα γι’ αὐτόν, ἀντί νά λυποῦμαι καί νά πονῶ. Τό κάθε κακό τυχόν πού ἀκούω γιά τόν πλησίον μου, ὄχι μόνον δέν τό σκεπάζω μέ ἀγάπη, ἀλλά τό διατυμπανίζω ὅπου μπορῶ μέ ἐσωτερικήν ἱκανοποίηση. Ἡ εὐτυχία τοῦ πλησίον μου, ἡ τιμή του, τά ἀγαθά του δέν μέ εὐφραίνουν, μοῦ δίνουν δέ ἀντιθέτως τό συναίσθημα τῆς ἀδια-φορίας. Τέλος, ὄχι λίγες φορές, καταλαμβάνουν τήν ψυχή μου περιφρόνηση καί φθόνος γιά τόν πλησίον μου. 

Δέν ἔχω θρησκευτική πίστη. Οὔτε εἰς τήν ἀθανασίαν, οὔτε εἰς τό Εὐαγγέλιο, διότι ἐάν ἤμουν τέλεια πεπεισμένος καί ἐπίστευα χωρίς ἀμφιβολία ὅτι μετά ἀπό τόν τάφο ξανοίγεται ἡ αἰώνιος ζωή καί ἡ ἀνταπόδοσις τῶν πεπραγμένων αὐτοῦ τοῦ κόσμου, θά ἐσκε-πτόμουν συνεχῶς αὐτό, χωρίς ἀνάπαυλα. Ἡ ἰδέα τῆς ἀθανασίας θά μέ συνέτριβε κυριολεκτικά καί θά ἐζοῦσα αὐτήν τήν πρόσκαιρη ζωή σάν ἕνας ξένος καί παρεπίδημος, που ἔχει πάντα εἰς τόν νοῦ του τήν φροντίδα νά ἀξιωθεῖ κάποτε νά φθάσει εἰς τήν γλυκειά του πατρίδα. Ἀντίθετα, ὅμως, ἐγώ οὔτε κάν σκέπτομαι γιά τήν αἰωνιότητα καί συμπεριφέρομαι εἰς τήν ζωή μου σάν νά πιστεύω ὅτι τό τέλος τοῦ παρόντος βίου εἶναι καί τό τέρμα τῆς ἀνθρωπίνης ὑπάρξεώς μου. Μέσα μου φωλιάζει ὑποσυνείδητα ἡ σκέψις πού συνοψίζεται εἰς τό : ποιός ξέρει καί ποιός εἶδε τά μετά θάνατον;

Ὅταν μιλῶ γιά τήν ἀθανασία, τό μυαλό μου συμφωνεῖ μ’ ἐκείνην, ἐνῶ ἡ καρδιά μου πολύ ἀπέχει ἀπό τοῦ νά εἶναι πεπεισμένη γι’ αὐτήν. Ὅλη αὐτή ἡ ἀπιστία μου ἀποδεικνύεται ἀπό τίς πράξεις μου καί ἀπό τήν συνεχεῖ φροντίδα νά ἱκανοποιῶ τήν ζωή τῶν αἰσθήσεων. Ἐάν ἡ διδασκαλία τοῦ Εὐαγγελίου εἶχε κυριαρχήσει εἰς τή καρδιά μου μέ τήν ἀνάλογη πίστη, θά εἶχα καταλυφθεῖ ἀπ’ τό Λόγο τοῦ Θεοῦ καί θά τόν ἐμελετοῡσα, θἄβρισκε δέ ἡ ἀφοσίωσις καί ἡ προσοχή τήν κατοικία της εἰς τήν ψυχή μου. Ἡ προσοχή, ἡ εὐσπλαγχνία, ἡ ἀγάπη πού κρύπτονται μέσα εἰς Αὐτόν θά μέ ὡδηγοῦσαν εἰς τήν χαρά καί τήν εὐτυχία τῆς μελέτης τοῦ Νόμου τοῦ Θεοῦ νύκτα καί ἡμέρα. Εἰς τήν μελέτην αὐτήν θά εὕρισκα τροφή πνευματική, τόν ἐπιούσιον ἄρτον τῆς ψυχῆς μου καί ἡ καρδία μου θά παρεκινεῖτο εἰς τήν τήρησή του. 

Τίποτα εἰς τόν κόσμον αὐτόν δέν θἆ-ταν δυνατό νά μέ ἀπο-τρέψει ἀπ’ τήν ἐφαρμογή της εἰς τήν ζωή μου. Ἀντιθέτως, ὅμως, ὅταν κάθε τόσο διαβάζω ἤ ἀκούω τόν Λόγο τοῦ Θεοῦ, ἄν ἡ ἀνάγκη ἤ ἡ ἀγάπη πρός τή γνώση μέ ὠθοῦν πρός τοῦτο, τόν παρακολουθῶ χωρίς τήν δέουσα προσοχή καί τόν εὑρίσκω τίς περισσότερες φορές καταθλιπτικό ἤ χωρίς σπουδαῖο ἐνδιαφέρον. Συνήθως φθάνω εἰς τό τέλος τῆς μελέτης του χωρίς σπουδαία ὡφέλεια καί πάντα πρόθυμος νά τόν ἀλλάξω μέ ἐλαφρά ἀναγνώσματα πού μοῦ εἶναι πολύ ἐν-διαφέροντα καί μέ εὐχαριστοῦν.

Εἶμαι πλήρης ἀπό ὑπερηφάνεια καί φιλαυτία. Ὅλες μου οἱ ἐνέργειες τό βεβαιώνουν. Βλέποντας κάτι καλό εἰς τόν ἑαυτόν μου, ἐπιθυμῶ νά τό κάνω ἐμφανές ἤ νά ὑπερηφανευθῶ γι’ αὐτό μπροστά σέ ἄλλους ἀνθρώπους ἤ νά τό θαυμάσω μόνος μου ἐσωτερικῶς. Ἄν καί ἐπιδεικνύω μίαν ἐξωτερική ταπεινοφροσύνη, τήν ἀποδίδω σέ ἀποτελεσματικότητα τῆς ἰδικῆς μου δυνάμεως, θεωρῶ δέ τόν ἑαυτόν μου ἤ ἀνώτερον ἀπό τούς ἄλλους, ἤ τουλάχιστον ὄχι χειρότητό τους. Ὅταν ἀνακαλύπτω ἕνα σφάλμα μου προσπαθῶ νά τό δικαιολογήσω καί νά τό σκεπάσω, λέγοντας: Τί νά κάνω; Ἔτσι εἶμαι φτιαγμένος, ἤ δέν πειράζει, κανείς δέν θά μέ παρεξηγήσει. Θυμώνω μέ ὅσους δέν δείχνουν ἐκτίμηση πρός τό πρόσωπό μου καί τούς πιστεύω ὅτι εἶναι ἄνθρωποι πού δέν ἠμπο-ροῦν νά ἐκτιμήσουν τήν ἀξία τοῦ ἄλλου. Ἀγάλλομαι γιά τά χαρίσματά μου, καί ὅλες μου τίς πτώσεις τίς θεωρῶ ἐντελῶς προσωπικό μου ζήτημα. Ἐνῶ εἶμαι μεμψίμοιρος, εὑρίσκω εὐχαρίστησιν εἰς τίς ἀτυχίες τῶν ἐχθρῶν μου. Ὅταν ἀγωνίζωμαι γιά κάτι καλό τό κάνω μέ τόν σκοπό ἤ νά κερδίσω ἐπαίνους, ἤ νά δώσω κάποια ἐλαστικότητα εἰς τόν πνευματικό μου ἑαυτό, ἤ νά πάρω μιά πρόσκαιρη παρηγορία.

Μέ μιά λέξη, συνεχῶς κατασκευάζω ἕνα εἴδωλο τοῦ ἑαυτοῦ μου πρός τό ὁποῖον ἀποδίδω ἀδιάκοπες τίς ὑπηρεσίες μου, φροντίζοντας μέ κάθε τρόπο γιά τήν εὐχαρίστησή μου καί τήν καλλιέργεια τῶν παθῶν καί τῶν ἐπιθυμιῶν μου. Πράττοντας ὅλα αὐτά ἀναγωρίζω τόν ἑαυτόν μου νά εἶναι γεμᾶτος ἀπό ὑπερηφάνεια, ἀπό διάφορες σαρκικές ἐπιθυμίες, ἀπό ἀπιστίαν, ἀπό ἔλλειψιν ἀγάπης πρός τόν Θεό καί ἀπό κακία πρός τόν πλησίον μου. Ποιά κατάσταση θά μποροῦσε νά ὑπάρξει πιό ἁμαρτωλή ἀπό αὐτήν; 
Ἡ κατάστασις τῶν πνευμάτων τοῦ σκότους πρέπει νά εἶναι καλύτερη ἀπό τήν ἰδικήν μου. Ἐκεῖνα, ἄν καί δέν ἀγαποῦν τόν Θεό, ἄν καί μισοῦν τούς ἀνθρώπους καί τροφή τους εἶναι ἡ ὑπερηφάνεια, μ’ ὅλα ταῦτα πιστεύουν εἰς τόν Θεό καί φρίττουν. 
Ἐγώ ὅμως; 
Μπορῶ νά βρεθῶ σέ χειρότερη κόλασιν ἀπ’ αὐτήν πού ἀντιμε-τωπίζω; 
Πῶς δέ δέν θά λάβω τήν πιό αὐστηρή τιμωρία γιά τήν ἀνόητη καί ἀπρόσεκτη ζωή μου, τήν ὁποίαν ἀναγνωρίζω ὅτι ζῶ; 

Διαβάζοντας ὅλον αὐτόν τόν τύπον τῆς ἐξομολογήσεως πού μοῦ ἔδωσεν ὁ ἱερεύς, τρομοκρατημένος ἐσκέφθηκα καί εἶπα μέσα μου: «Θεέ καί Κύριε! Τί φοβερά ἁμαρτήματα ὑπάρχουν κρυμμένα μέσα μου καί μέχρι τώρα δέν τά εἶχα ἀνακαλύψει!». Ἡ ἐπιθυμία νά καθαρισθῶ ἀπό αὐτά μέ ἔκαναν νά ἱκετεύσω αὐτόν τόν μεγάλον ἐξομολόγο νά μέ διδάξει πῶς νά γνωρίσω τήν αἰτίαν ὅλου αὐτοῦ τοῦ κακοῦ καί πῶς νά θεραπεύσω ἀπ’ αὐτό τόν ἑαυτόν μου. Ἔτσι ὁ ἅγιος αὐτός πνευματικός ἄρχισε νά μέ καθοδηγεῖ λέγοντας: Παιδί μου καί ἀδελφέ μου, ἡ αἰτία τῆς ἐλλείψεως ἀγάπης πρός τόν Θεό εἶναι ἔλλειψις πίστεως. Ἡ ἔλλειψις αὐτή τῆς πίστεως εἶναι ἡ αἰτία τῆς ἐλλείψεως τῆς πεποιθήσεως καί ἡ αἰτία τοῦ τελευταίου αὐτοῦ, εἶναι ἡ ἀποτυχία μας ὡς πρός τήν ἀναζήτηση τῆς ἀληθινῆς καί ἁγίας γνώσεως καί ἡ ἀδιαφορία μας ὡς πρός τήν ἀναζήτηση τοῦ φωτός τοῦ πνεύματος. Μέ μιά λέξη ἄν δέν πιστεύεις δέν μπορεῖς νά ἀγαπᾶς... Μέ τήν ἁγιαστική μελέτη τοῦ λόγου τοῦ Θεοῦ καί μέ τήν ἀπόκτηση πείρας, πρέπει νά γεννηθεῖ εἰς τήν ψυχή σου μία δίψα, μιά ἀκατάσχετη ἐπιθυμία, κάτι σάν θαῦμα, τό ὁποῖον θά σοῦ φέρει μιάν ἀσίγαστη ἐπιθυμία νά μάθεις, ὅσο μπορεῖς πιό πολύ, πιό τέλεια, πιό βαθειά, ὅ,τι περιβάλλει ὅλους μας...

Φαντάζομαι τώρα πώς θά κατάλαβες ὅτι ἡ αἰτία τῶν ἁμαρτημάτων, τά ὁποῖα ἐδιάβασες προηγουμένως, εἶναι ἡ ἀδράνεια τῆς ψυχῆς μας γιά σκέψεις ἐπάνω σέ πνευματικά πράγματα, ἀδράνεια πού ξηραίνει τά συναισθήματα καί τήν ἀνάγκη τῆς ψυχῆς γιά παρόμοιες πνευματικές ἐντρυφήσεις. Ἐάν θέλεις νά μάθεις πῶς θά νικήσεις αὐτήν τήν αἰτία τοῦ κακοῦ, φρόντισε νά ἀποκτήσεις μέ ὅλη σου τήν δύναμη τήν φώτιση τοῦ πνεύματος, τήν φώτιση τῆς ψυχῆς, μέ ἐπιμελῆ καί ἁγιαστική μελέτη τοῦ λόγου τοῦ Θεοῦ, μέ τήν μελέτη τῶν Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας, μέ τίς συμβουλές πνευματικῶν ἀν-θρώπων καί μέ συζητήσεις μέ ἄτομα πού εἶναι σοφοί καί γεμᾶτοι ἀπό Χριστό… 
Ἄς κάνουμε τήν προσπάθεια αὐτή καί ἄς προσευχώμεθα, ὅσο συχνότερα μποροῦμε μέ τά λόγια: Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, κάνε μας νά σέ ἀγαπήσουμε τόσον, ὅσο πρίν γνωρίσουμε Σένα, ἀγαπούσαμε τήν ἁμαρτία.

ἀπό τό βιβλίο «Οἱ περιπέτειες ἑνός προσκυνητοῦ» 
σελ. 165 ἐκδ. Παπαδημητρίου

Έχεις κακία με κανένα;



Όταν ο γέρων Πορφύριος ήταν νεώτερος και υγιής, εξομολογούσε πολλούς πιστούς και, σαν ευσπλαχνικός πατέρας, ό,τι κι αν του λέγανε, τους τα συγχωρούσε όλα. Μόνο που τους έκανε στο τέλος μία ερώτησι.

Έχεις κακία με κανένα;

Κι άν ένας του έλεγε ότι δεν κρατεί κακία με κανένα, τον αγαπούσε πολύ, άν όμως του έλεγε ότι έχει έχθρα με τον αδελφό του ή τη νύφη του ή με κάποιο άλλο πρόσωπο, άρχιζε να του αναπτύσση το μυστήριο της συγχωρητικότητας και του ελέους προς τον συνάνθρωπο μας, γιατί το πταίσμα του πλησίον μας, όσο μεγάλο κι άν φαίνεται, στην πραγματικότητα, μπροστά στα πταίσματα μας προς το Θεό είναι ελάχιστο κι όμως αυτή τη μεγαλοψυχία μας θα εκμεταλλευθή ο Θεός για να μας συγχωρήση αμαρτίες, για τις οποίες δεν υπάρχει αριθμός.
Μάλιστα θάτανε φρικτό και βλακώδες να χαθή ένας άνθρωπος στην αιώνια κόλασι, επειδή δεν θέλει να αποβάλη την κακία και την έχθρα προς τον ομοιοπαθή συνάνθρωπο του.

Γέρων Πορφύριος

http://talantoblog.blogspot.gr

Ποιὸς μπορεῖ πιὰ νὰ μὲ παρηγορήσει;



Κανεὶς δὲν μπορεῖ πιὰ νὰ μὲ παρηγορήσει»· «ὅλα τελείωσαν»· «ὅλα ἔχουν χαθεῖ». Τέτοιες καὶ παρόμοιες ἐκφράσεις λένε μὲ πόνο κάποιες φορὲς ἄνθρωποι ἀπελπισμένοι, ποὺ ὑπο φέρουν μέσα σὲ μεγάλες δοκιμασίες καὶ θλίψεις στὴν ἀπαράκλητη σκληρὴ ἐποχή μας. Ἄνθρωποι ποὺ ἔκαναν ὄνειρα γιὰ τὸ μέλλον τους καὶ εἶδαν ξαφνικὰ μέσα σὲ μιὰ στιγμὴ νὰ σωριάζονται ὅλα σὲ ἐρείπια. Ἢ κάποιοι ποὺ βρέθηκαν ἀντιμέτωποι μὲ θλίψεις, ἀρρώστιες, οἰκογενειακὰ ἢ οἰκονομικὰ προβλήματα μεγάλα καὶ ἄλυτα.
Πόσο μικροὶ εἴμαστε οἱ ἄνθρωποι! Πόσο ἀδύναμοι! Κι ἐνῶ κάποτε νομίζουμε ὅτι ἔχουμε δυνάμεις, χρήματα, γνώσεις, ἱκανότητες, κάποια στιγμὴ κουρελιάζον-ται ὅλα μπροστὰ στὰ ἀπρόοπτα τῆς ζωῆς. Καὶ τότε;
Πῶς νὰ παρηγορήσει κανεὶς ἕναν οἰκογενειάρχη ποὺ ἔμεινε ἄνεργος, κι ὁ ἴδιος καὶ ἡ σύζυγός του; Πῶς νὰ στηρίξεις ἕνα παιδὶ ποὺ ἔχασε τὴ μάνα του; Πῶς νὰ ἐνισχύσεις ἕναν ἀδελφὸ ποὺ ὑποφέρει ἀπὸ ἀνίατη ἀρρώστια;

Κι ὅταν πάλι μᾶς τσακίζουν κάποιες πνευματικὲς πτώσεις καὶ ἀδυναμίες, τότε... τότε ποιὸς θὰ μᾶς στηρίξει, ποιὸς θὰ μᾶς παρηγορήσει; Ξέρουμε ποιός... Τὸ καταλαβαίνουμε. Ἀλλὰ δυστυχῶς μόνο θεωρητικά. Στὴ δύσκολη ὥρα τῶν πειρασμῶν καὶ τῶν δοκιμασιῶν τὰ χάνουμε, μελαγχολοῦμε. Μέχρι νὰ ἔρθει ἡ ὥρα ποὺ μέσα στὸ καμίνι τῶν θλίψεων θὰ νιώσουμε τὸ ἄγγιγμα τοῦ Θεοῦ. Θὰ αἰσθανθοῦμε τὴν παρουσία Του ὡς «φωνὴ αὔρας λεπτῆς» (βλ. Γ΄ Βασ. ιθ΄ 12) νὰ ἔρχεται καὶ νὰ ἁπαλύνει τὸν πόνο μας. Εἶναι ἡ ὥρα ποὺ θὰ καταλάβουμε ἔμπρακτα ὅτι μόνο ὁ Θεὸς μπορεῖ νὰ μᾶς ξεκουράσει, νὰ μᾶς εἰρηνεύσει. Ὅταν μᾶς ἀπογοητεύσουν πλήρως οἱ γύρω μας ἄνθρωποι, ὅταν χάσουμε κάθε ἀποκούμπι, τότε καταλαβαίνουμε ὅτι μόνο ὁ Θεὸς μᾶς ἀπέμεινε.
Διότι μόνο Αὐτὸς εἶναι ποὺ ξέρει πραγματικὰ τὶς δυσκολίες μας, μόνο Αὐ τὸς θέλει καὶ μπορεῖ νὰ μᾶς βοηθήσει. Διότι Αὐτὸς εἶναι «ὁ πατὴρ τῶν οἰκτιρμῶν καὶ Θεὸς πάσης παρακλήσεως» (Β΄ Κορ. α΄ 3). Αὐτὸς εἶναι ἡ πηγὴ τοῦ ἐλέους. Γι’ αὐτὸ ἄλλωστε ἔστειλε τὸν Υἱό Του τὸν Μονογενὴ στὴ γῆ μας, γιὰ νὰ σηκώσει Ἐκεῖνος ὅλες τὶς πτώσεις μας καὶ τοὺς πόνους μας. Καὶ πόνεσε ὁ Ἴδιος ὅσο κανεὶς ἄλλος. Καὶ ξέρει κι ἀπὸ τὸν δικό Του πόνο νὰ ἁπαλύνει τὸν ἀσυγκρίτως μικρότερο δικό μας. Αὐτὸς μᾶς ἔστειλε καὶ τὸν Παράκλητο, τὸν Παρηγορητή, τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιον, γιὰ νὰ μᾶς παρηγορεῖ σὲ κάθε δοκιμασία καὶ θλίψη.
Καὶ μᾶς παρηγορεῖ ὁ Θεὸς ὄχι μόνο σὲ κάποιες συγκεκριμένες στιγμὲς τῆς ζωῆς μας ἀλλὰ διαρκῶς. Ἀκόμη κι ὅταν ἐμεῖς δὲν τὸ καταλαβαίνουμε. Διότι Αὐτὸς εἶναι ὁ «παρακαλῶν ἡμᾶς ἐν πάσῃ τῇ θλίψει ἡμῶν» (Β΄ Κορ. α΄ 4). Καὶ μᾶς παρηγορεῖ ὄχι ἀντίστοιχα μὲ τὸ βάρος τῶν θλίψεών μας ἀλλὰ πολὺ περισσότερο. «Διὰ Χριστοῦ περισσεύει ἡ παράκλησις ἡμῶν» (Β΄ Κορ. α΄ 5). Μπορεῖ νὰ εἶναι πολλές, ἀμέτρητες οἱ δοκιμασίες μας. Ἀλλὰ εἶναι ἀσυγκρίτως περισσότερες καὶ οἱ παρακλήσεις καὶ οἱ ἐπισκέψεις τοῦ Θεοῦ στὴ ζωή μας.
Καὶ πῶς μᾶς παρηγορεῖ ὁ Θεός; Ἄλλοτε μὲ τὶς μυστικὲς ἐμπνεύσεις καὶ τὴ χάρη Του ποὺ στέλνει στὶς ψυχές μας· κι ἄλλοτε διὰ τῶν Ἁγίων Του, καὶ ἰδιαιτέρως διὰ τῆς Παναγίας Μητέρας μας, τῆς μόνης ἀκαταισχύντου ἐλπίδος καὶ παραμυθίας μας· διότι κι αὐτὴ δοκίμασε πόνο ὅσο κα-μιὰ ἄλλη μητέρα στὸν κόσμο· πόνο δυσβάστακτο, ποὺ σὰν πύρινη ρομφαία τρύπησε τὴν καρδιά της. Γι’ αὐτὸ καὶ ξέρει νὰ παρηγορεῖ καὶ νὰ στηρίζει τὶς ψυχὲς ποὺ πονοῦν καὶ ὑποφέρουν. Μᾶς παρηγορεῖ ὁ Θεὸς καὶ μὲ τὸν θεῖο του λόγο, μᾶς μεταγγίζει τὴ χάρη Του ὅταν ἐμεῖς μελετοῦμε τὴν Ἁγία Γραφὴ καὶ ἄλλα πνευματικὰ βιβλία. Κι ἄλλοτε πάλι μᾶς στέλνει τοὺς ἀνθρώπους Του γιὰ νὰ μᾶς μεταγγίσουν τὴ δική Του παρηγορία.
Μέσα στὴν Ἐκκλησία ἄλλωστε ὑπάρχει εἰδικὸ χάρισμα παρηγορίας. Καὶ τὸ χάρισμα αὐτὸ εἶναι ἕνα ἀπὸ τὰ πολυτιμότερα στοιχεῖα γιὰ τὴν προσέγγιση τῶν πονεμένων ἀνθρώπων (Α΄ Κορ. θ΄ 22). Τέτοιο χάρισμα εἶχε ὁ ἀπόστολος Παῦλος, ὁ ὁποῖος παρηγοροῦσε τὸν καθένα ξεχωριστά (Α΄ Θεσ. β΄ 11). Καὶ τοὺς προέτρεπε ὅλους νὰ κάνουν μὲ τὴ σειρά τους τὸ ἴδιο: «Παρακαλεῖτε ἀλλήλους» ἔλεγε (δ΄ 18). Καὶ γι’ αὐτὸ ἔστελνε στὶς τοπικὲς Ἐκκλησίες τοὺς μαθητές του γιὰ νὰ παρηγοροῦν τὶς καρδιὲς τῶν πιστῶν (Ἐφ. ς΄ 22, Κολ. δ΄ 8). Τέτοιο χάρισμα εἶχε ἰδιαιτέρως καὶ ὁ ἀπόστολος Ἰωσῆς, ὁ ὁποῖος ὀνομάσθηκε ἀπὸ τοὺς ἄλλους Ἀποστόλους καὶ Βαρνάβας, «υἱὸς παρακλήσεως», δηλαδὴ «ἄνθρωπος τῆς παρηγοριᾶς» (Πράξ. δ΄ 36).
Γιὰ νὰ μπορέσει ὅμως κανεὶς νὰ παρηγορήσει τοὺς ἄλλους, πρέπει πρῶτα νὰ πονέσει ὁ ἴδιος καὶ νὰ δεχθεῖ τὴν παρηγορία τοῦ Θεοῦ. Ἔτσι μόνο θὰ μπορέσει κατόπιν νὰ τὴν μεταδώσει πειστικὰ σ’ ὅσους πονοῦν. Γι’ αὐτὸ λέει χαρακτηριστικὰ ὁ ἀπόστολος Παῦλος ὅτι ὁ Θεὸς «μᾶς παρηγορεῖ σὲ κάθε θλίψη μας, γιὰ νὰ μποροῦμε κι ἐμεῖς μὲ τὴ σειρά μας νὰ παρηγοροῦμε τοὺς ἄλλους στὶς θλίψεις τους» (Β΄ Κορ. α΄ 4). Τότε μποροῦμε νὰ μιλοῦμε πειστικὰ γιὰ τὴν παρηγοριὰ ποὺ δίνει ὁ Θεός, ὅταν μιλοῦμε ἀπὸ προσωπικὴ πείρα καὶ διηγούμαστε βιωματικὰ στοὺς ἄλλους πῶς ὁ Θεὸς παρηγόρησε καὶ μᾶς, ὅταν βρισκόμασταν σὲ μεγάλες δοκιμασίες.
Στὴν ἀπαράκλητη καὶ ἐγωκεντρικὴ ἐποχή μας, στὴν ἀποστατημένη Ἑλλάδα μας, ποὺ ταλανίζεται ἀπὸ μιὰ κρίση ποὺ δείχνει νὰ μὴν ἔχει διέξοδο, μέρα μὲ τὴ μέρα οἱ ἄνθρωποι βυθίζονται σὲ μεγαλύτερες θλίψεις καὶ δοκιμασίες. Στὶς δύσκολες αὐτὲς ὧρες ἔχουμε χρέος ὅλοι μας νὰ διακηρύττουμε στοὺς ἄλλους ὅτι μόνο ὁ Θεὸς μᾶς ἀπέμεινε καὶ ὅτι μόνο Αὐτὸς μπορεῖ νὰ μᾶς παρηγορήσει. Ἀλλὰ νὰ γίνουμε καὶ μεῖς «υἱοὶ παρακλήσεως», νὰ παρηγοροῦμε καὶ νὰ στηρίζουμε μὲ τὴ σειρά μας τοὺς ἀδελφούς μας, πρὶν καταρρεύσουν μέσα στὶς δοκιμασίες τους. Μέχρι νὰ μᾶς λυπηθεῖ ὁ Θεὸς καὶ νὰ φέρει καιροὺς ἀναψύξεως στὴ ζωή μας.

Περιοδικό ”Ο ΣΩΤΗΡ”

Άλλο μεταμέλεια και άλλο μετάνοια



Άλλο η μεταμέλεια και άλλο η μετάνοια. Μεταμέλεια για τα σφάλματα μου είναι η προσπάθεια να αποκαταστήσω την εικόνα μου μέσα μου και γύρω μου. Ενώ η μετάνοια είναι η επιστροφή του νου μου στον Θεό.
Θυμώνω παραδείγματος χάριν με κάποιον και μεταμελούμαι γιατί χάλασε η εικόνα του εαυτού μου στον αντίδικο μου και μέσα μου. Πως έφτασα σε τέτοιο σημείο να εκτεθώ; Τι θα λέει για μένα αυτός ο άνθρωπος; πως του φέρθηκα έτσι; Ο εγωισμός μας δεν σηκώνει αυτή την έκθεση του εγώ μας, και προσπαθούμε μεταμελούμενοι ή με οποιοδήποτε άλλο τρόπο να αποκαταστήσουμε την εικόνα μας. Ενώ μετάνοια είναι η επιστροφή της καρδιάς μου στο Θεό παρόλα τα σφάλματα μου. Δηλαδή ελπίδα. 

Γέροντας Μακάριος του Μαρουδά 

Δεν είναι περίεργο πως...



1. Δεν είναι περίεργο πως ένα ποσό των 20 Ευρώ σας φαίνεται πολύ μεγάλο, όταντο δίνετε στην εκκλησία, αλλά είναι μικρό όταν πηγαίνετε για ψώνια;

2. Δεν είναι περίεργο που 2 ώρες σας φαίνονται πολλές, όταν είστε στην εκκλησία,ενώ σας φαίνονται λίγες, όταν παρακολουθείτε μια καλή ταινία;

3. Δεν είναι περίεργο το ότι δεν βρίσκετε λόγια να πείτε όταν προσεύχεστε, αλλάδεν έχετε κανένα πρόβλημα όταν σκέφτεστε για ποιό πράγμα θα μιλήσετε με ένανφίλο;

4. Δεν είναι περίεργο το πόσο «δύσκολο» και «βαρετό» είναι να διαβαστεί ένακεφάλαιο της Αγίας Γραφής, ενώ πόσο εύκολα διαβάζονται 100 σελίδες ενόςδημοφιλούς μυθιστορήματος;

5. Δεν είναι περίεργο το ότι ο καθένας θέλει εισιτήρια για μπροστινές θέσεις σε συναυλίες και αγώνες, αλλά προτιμά να κάθεται στα τελευταία καθίσματα τηςεκκλησίας;

6. Δεν είναι περίεργο το ότι πρέπει να ξέρετε για μια εκδήλωση της εκκλησίας 2-3 εβδομάδες πριν από την ημέρα που θα πραγματοποιηθεί, ώστε να μπορέσετε να την βάλετε στον προγραμματισμό σας, αλλά μπορείτε για άλλα γεγονότα να... αποφασίσετε και την τελευταία στιγμή;

7. Δεν είναι περίεργο το πόσο δύσκολο είναι να μάθετε κάτι που σχετίζεται με το Θεό, ώστε να το μοιραστείτε με άλλους, αλλά το πόσο εύκολο είναι να μάθετε, να καταλάβετε και να διαδώσετε ένα κουτσομπολιό;

8. Δεν είναι περίεργο το ότι εύκολα πιστεύετε αυτά που γράφονται στα περιοδικά και στις εφημερίδες, αλλά από την άλλη αμφιβάλλετε για τα λόγια της ΑγίαςΓραφής.

9. Δεν είναι περίεργο που ο καθένας θέλει μια θέση στον ουρανό, αλλά δεν θέλει να πιστέψει, να κάνει η να πει κάτι για να φθάσει εκεί;

10. Δεν είναι περίεργο το πόσο εύκολα στέλνετε ανέκδοτα σε e-mails τα οποίαπροωθούνται δεξιά κι αριστερά, ενώ το σκέφτεστε διπλά όταν πρόκειται να στείλετε ένα μήνυμα για τον Θεό;

-->εμ.

Ὁδηγία πρὸς Ἕλληνες διαιτητές: "Μὴν κάνετε τὸν σταυρὸ σας γιατί εἶναι δεῖγμα χαμηλῆς αὐτοεκτίμησης"



Εἰδικὴ σύσταση στοὺς διαιτητὲς τῆς Σοῦπερ Λίγκα νὰ μὴν σταυροκοπιοῦνται πρὶν ἀρχίσει ἕνα παιχνίδι ἔγινε στὸ τελευταῖο σεμινάριο τῆς Κεντρικῆς Ἐπιτροπῆς Διαιτησίας.

Κάποιοι ἀπὸ τοὺς Ἕλληνες διαιτητὲς ποὺ ἔχουν καλὴ σχέση μὲ τὰ Θεία κάνουν τὸν σταυρὸ τους πρὶν ἀπὸ τὴν ἔναρξη ἢ μετὰ τὴ λήξη ἑνὸς ποδοσφαιρικοῦ ἀγώνα.

Στὸ τελευταῖο σεμινάριο τῆς Κεντρικῆς Ἐπιτροπῆς Διαιτησίας ὅμως, ἔγινε εἰδικὴ σύσταση σὲ διαιτητὲς τῆς Σοῦπερ Λίγκα νὰ τὸ σταματήσουν! Γιὰ ποιὸν λόγο; Γιατί εἶναι δεῖγμα, λέει, χαμηλῆς αὐτοεκτίμησης…

Συμπαράσταση ἀπό τόν Ἅγιο Ἄγγελο


Τό παρακάτω περιστατικό τό ἀφηγήθηκε μέ μεγάλη συγκίνηση μιά εὐσεβέστατη κυρία, ἀρκετά ἡλικιωμένη, ἡ ὁποία ἀξιώθηκε νά δεῖ ἕνα ἀπ᾿ τά παιδιά της ν᾿ ἀφιερώνεται στό Θεό. Συνέβη ὅταν ἦταν νεαρή μητέρα κι εἶχε τά παιδάκια της μικρά.
Ἔπειδή ἡ ζωή ἦταν δύσκολη τότε κι ἐργαζόταν μόνο ὁ σύζυγος, προσπαθοῦσαν μέ οἰκονομία νά ζήσουν, γιά νά μπορέσουν νά χτίσουν κι ἕνα σπιτάκι, μήπως γλυτώσουν ἀπ᾿ τό ἐνοίκιο, πού τούς ἐξαντλοῦσε οἰκονομικά. Τά παιδάκια ὅμως ἦταν ἀδύνατα, καί εἰδικά τό ἕνα. Ὁ γιατρός στόν ὁποῖο τά πῆγαν, συνέστησε καλή διατροφή· καλύτερη ἀπ᾿ ὅση εἶχαν. 
Ἡ μητέρα συμφώνησε μαζί του καί προσπαθοῦσε νά πείσει καί τό σύζυγό της, ὁ ὁποῖος, ἄν καί ἦταν κι ἐκεῖνος καλός πατέρας καί τ᾿ ἀγαποῦσε τά παιδιά, ἤθελε νά ἐξακολουθήσει τή μικρή ἀποταμίευση, γιά τό λόγο πού προαναφέρθηκε. Ἔτσι ἔφτασαν νά διαφωνήσουν. Ἥρεμα, βέβαια, ἀλλά δημιουργήθηκε ἕνα στενόχωρο ἀδιέξοδο.Αὐτή ἡ συζήτηση ἔγινε μέσα στόν κῆπο τοῦ Ζαππείου, ὅπου οἱ γονεῖς εἶχαν βγεῖ περίπατο μαζί μέ τά μικρά παιδάκια τους. Ἡ νεαρή μητέρα, ἡ ὁποία σημειωτέον ἦταν ὀρφανή ἀπό μικρό παιδί καί δέν εἶχε κοντά της κανέναν συγγενῆ, γιά νά βοηθήσει νά πειστεῖ ὁ σύζυγος, ἔνιωσε πολύ πόνο καί τά μάτια της γέμισαν δάκρυα. Δέν εἶπε ὅμως οὔτε λέξη. Ἦταν ἄνθρωπος πού εἶχε τήν δύναμη τῆς ὑπομονῆς καί τῆς σιωπῆς στίς δύσκολες ὧρες. Προσευχήθηκε ὅμως νοερά ἐκείνη τή στιγμή μέ ἀφάνταστη πίστη καί πόνο καί εἶπε στό Θεό: 
"--Θεέ μου! Λυπήσου με, καί φώτισέ τον! Λυπήσου με, γιατί δέν ἔχω κανέναν νά μέ βοηθήσει! Κανέναν!..."Ἐνῶ ὅμως ἔλεγε αὐτά μέ τή μυστική προσευχή της, βλέπει δίπλα της φωτεινή μεγαλοπρεπῆ ὕπαρξη! Ἕνα γλυκύτατο Ἄγγελο τοῦ Θεοῦ μέ ξανθά μαλλιά, πού τήν κοίταζε μέ πολλή ἀγάπη καί συμπάθεια! Ταράχτηκε ἐλαφρά, ἀλλά καί πάλι κατάφερε καί δέ μίλησε. Ὁ Ἄγγελος, ὁ Ἄγγελος της, ἀμέσως ἔγινε ἄφαντος, ἀφοῦ πρῶτα τῆς ἔδωσε τό ἐλπιδοφόρο μήνυμα τοῦ Θεοῦ: "Δέν εἶσαι μόνη, κόρη μου!..."Σέ λίγο ἀκούστηκε γλυκειά καί ταπεινωμένη ἡ φωνή τοῦ συζύγου της νά λέει: 
"-- Ἔχεις δίκιο, "Μαρία" μου. Πρῶτα εἶναι ἡ ὑγεία τῶν παιδιῶν μας καί μετά ἔχει ὁ Θεός καί γιά τό σπίτι!"Νά πῶς λύνονται οἱ διαφωνίες, ὅταν ὑπάρχουν ἄνθρωποι προσευχῆς! Καί τό ἄλλο:
Κανείς δέν εἶναι πραγματικά μόνος, ἀλλά νιώθει μόνος, ἄν δέν ζεῖ κατά Θεόν...

Ἀπό τό βιβλίο: "Μηνύματα ἀπό τόν Οὐρανό"
Ἔκδοσις: " Ἱ. Μονῆς Παναγίας Βαρνάκοβας Δωρίδα 2005

Ἡ σημασία τῆς μετάνοιας.



Συνήθιζα νά τόν ἐπισκέπτομαι συχνά. Μιά μέρα λοιπόν, ὅταν πῆγα, τόν βρῆκα νά διαβάζει. Χάρηκε, ὅπως πάντα, πού μέ εἶδε. Σηκώθηκε, μέ ἀσπάσθηκε κι ἔκανε νά ξαναπιάσει τό βιβλίο. Ἐγώ ὅμως εἶχα πάει ἐκεῖ γιά ν’ ἀκούσω λόγο ψυχωφελή ἀπ’ τό στόμα του. Γι’ αὐτό τόν παρακάλεσα νά διακόψει τή μελέτη του καί νά μοῦ μιλήσει γιά τή μετάνοια. 

Χωρίς νά πολυσκεφτεῖ, μοῦ λέει:

-Πίστεψέ με, ἀδελφέ, ὅτι ὁ ἀγαθός Θεός μας δέν θά κρίνει τό χριστιανό ἐπειδή ἁμάρτησε.
Ξαφνιάστηκα. Μ’ ὅλο μου τό σεβασμό ἀπέναντί του, τόλμησα ν’ ἀντιδράσω.
-Δηλαδή, καταπώς λές, οἱ ἁμαρτωλοί δέν θά κριθοῦν; Μ’ ἄλλα λόγια, δέν ὑπάρχει κρίση;
Χαμογέλασε αἰνιγματικά.
-Ὑπάρχει καί παρϋπάρχει!
-Τότε ποιός θά κριθεῖ;
-Ἄκου, παιδί μου, νά σοῦ ἐξηγήσω. Δέν κρίνει ὁ Θεός τό χριστιανό γιατί ἁμάρτησε, ἀλλά γιατί δέν μετανοεῖ. Τό ν’ ἁμαρτάνει κανείς καί νά μετανοεῖ, εἶναι ἀνθρώπινο. Τό νά μή μετανοεῖ, ὅμως, εἶναι γνώρισμα τοῦ διαβόλου καί τῶν δαιμόνων του. Γι’ αὐτό λοιπόν, παιδί μου, θά κριθοῦμε. Γιατί δέν ζοῦμε συνεχῶς μέσα στή μετάνοια. 
Καί παίρνοντας ἀφορμή ἀπό τή συζήτησή μας ἐκείνη, μοῦ διηγήθηκε μέ πολλή ἐνάργεια ἕνα θαυμάσιο γεγονός, πού, ἀκούγοντάς το καί μόνο, τά χάνει κανείς μέ τήν ἄφατη φιλανθρωπία τοῦ Κυρίου.
Λίγο καιρό ἀφότου ἡ χάρη τοῦ Θεοῦ τόν εἶχε ὁδηγήσει γιά πρώτη φορά στή μετάνοια, βρισκόταν, λέει, σέ μιά περιοχή, πού λέγεται «τοῦ Ἀριστάρχου», καί ἀναλογιζόταν τίς ἁμαρτίες του. Ἔνιωσε ὅπως ὁ ἄσωτος γιός τῆς παραβολῆς. Ξαφνικά ἀπό μιά ἐσωτερική παρόρμηση, λέει στόν ἑαυτό του:
-Σήκω, ἁμαρτωλέ Νήφων, καί πήγαινε στήν ἐκκλησία, νά ἐξομολογηθεῖς τίς ἁμαρτίες σου στό Θεό. Δέν ξέρεις ἄν θά ζεῖς αὔριο. Βιάσου λοιπόν! Κουράστηκε νά σέ προσμένει ἐκεῖ ὁ πολυεύσπλαχνος Θεός, καρτερώντας τή μετάνοιά σου.
Δέν κατάλαβε γιά πότε ἔφτασε στό ναό. Λές κι εἶχαν φτερά τά πόδια του. Στάθηκε στά πρόθυρα. Στράφηκε στ’ ἀνατολικά, σήκωσε τά χέρια του ψηλά κι ἔκφραξε μέ στεναγμούς:

-Δέξου, Πατέρα, τόν νεκρό,
Πού ’χασε τήν ψυχή του
Δέξου τό καταγώγιο τῶν ἁμαρτιῶν,
τόν βλάσφημο καί τόν πονηρό,
τόν ἀδιάντροπο καί τόν αἰσχρό,
τόν μολυσμένο καί στό σῶμα καί στήν ψυχή.
Δέξου με, τόν βυθισμένο
σ’ ὅλες τίς δαιμονικές κακίες.
Ἐλέησέ με, τόν μοιχό,
τόν πόρνο καί τόν παιδοφθόρο,
τόν κλέφτη καί τόν παραβάτη,
τῆς ἁμαρτίας τό σίχαμα.
Ἐλέησέ με, τοῦ ἐλέους
ἡ πλούσια κι ἀστείρευτη πηγή.
Μήν ἀποστρέψεις ἀπό μένα
τό πρόσωπό Σου τ’ ἀγαθό.
Μήν πεῖς, Δέσποτα:
‟Ποιός εἶσαι τάχα; Δέν σέ ξέρω!’’.
Μήν πεῖς: ‟Ποῦ ἤσουνα ὥς τώρα;’’.
Μή μέ περιφρονήσει, τόν καπνό,
τό χῶμα, τή σαπίλα, τή ντροπή,
τό σίχαμα, τήν ἀνομία, τό σκουπίδι,
τῶν πονηρῶν τό λάφυρο
καί τῶν θνητῶν τό σκάνδαλο.
Μή μ’ ἀποστέρξεις, Δέσποτα·
ἔλεος δεῖξε, σῶσε με!
Τό ξέρω δά, φιλάνθρωπε,
ὅτι δέν θέλεις τό χαμό τοῦ ἁμαρτωλοῦ,
μά τήν ἐπιστροφή καί σωτηρία του.
Δέν θά Σ’ ἀφήσω, ἄν δέν μ’ ἐλεήσεις!
Δέν θά Σ’ ἀφήσω, ἄν δέν μέ βοηθήσεις!....

Δέν εἶπε μόνο αὐτά, μά καί πολλά ἄλλα, μέ τήν ψυχή φαρμακωμένη....
Ξάφνου, μιά βροντή ἀκούστηκε ἀπ’ τόν οὐρανό κι ἕνα φῶς, ἀκτινωτό καί φοβερό, ἔλαμψε. Κι ἐκεῖνο τό φῶς ἔγινε σάν ἀγκαλιά, πού ἔκλεισε μέσα της τόν ὅσιο καί τόν ἀσπάσθηκε τρυφερά! Συνάμα μιά γλυκειά, οὐράνια φωνή ἀκούστηκε νά λέει:

-Καλῶς ὅρισε ὁ γιός μου! Καλῶς το, τό παιδί μου, τό πικραμένο μου! Ξαναζωντάνεψε τό παλικάρι μου. Ξαναβρέθηκε τό χαμένο μου. Πῶς ἀναστέναζα, γιέ μου, γιά σένα! Πῶς καιγόταν ἡ καρδιά μου κι ἀδημονοῦσε κι ἔλεγε: ‟Νά, ὥρα τήν ὥρα θά γυρίσει. Κι ἄν ὄχι τό πρωί, σίγουρα ὅμως ὥς τό βράδυ....’’. Πῶς μ’ ἔλιωνε ἡ ἔγνοια σου! ..... Χαρά σ’ ἐμένα τώρα, πού φωτίστηκαν τά μάτια σου, ξανάνιωσε ἡ ψυχή σου, καί ἀπό μόνος σου πιά θά μ’ ὁμολογεῖς χωρίς δισταγμό!

Μέ τά λόγια αὐτά τόν ἀσπάσθηκε πάλι καί χάθηκε στόν οὐρανό. Κι ὁ δίκαιος, ἀπ’ τή γλυκύτητα τοῦ ἀσπασμοῦ, ἔπεσε σάν σέ ἔκστασση.
Μόλις συνῆλθε λίγο, ἄλλο τίποτα δέν μπόρεσε νά κάνει ἤ νά πεῖ, παρά μόνο νά ψελλίσει:
-Δόξα Σοι, ὁ Θεός! Δόξα Σοι!
Καί πάλι:
-Δόξα Σοι, ὁ Θεός!....
Τό ἔλεγε καί τό ξανάλεγε ἀκατάπαυστα μέ τήν καρδιά πλημμυρισμένη ἀπό θεϊκή εὐωδία καί τό στόμα ξέχειλο ἀπό μέλι πνευματικό.
Ὥρα πολλή προσευχόταν μετά ἀπό κεῖνο τόν ἀνέκφραστο ἀσπασμό. Ὕστερα κινησε γιά τό κελλί του σάν χαμένος ἀπ’ τήν ἔκσταση, πού τοῦ προκάλεσε ἡ θεϊκή ἐπίσκεψη. Ἀπό τότε, καθώς ἔλεγε, μέ πολλή εὐκολία καί προθυμία βάδιζε στό δρόμο τοῦ Θεοῦ.
Αὐτό τό παράδοξο καί σχεδόν ἀπίστευτο θαῦμα τό ἄκουσα – μάρτυράς μου ὁ Θεός! - ἀπό τό ἴδιο τό στόμα τοῦ ὁσίου. Μοῦ τό διηγήθηκε μέ δάκρυα καί δέος, ἀλλά καί μέ χαρά πνευματική. Γιατί συνήθιζα νά τοῦ ζητάω ἐπίμονα νά μοῦ διηγεῖται διάφορα περιστατικά ἀπό τή ζωή του. Κι ἐπειδή μ’ ἀγαποῦσε πολύ, ποτέ δέν μοῦ ἔκρυβε τίποτα.
Σάν ἔφτασε λοιπόν στό κελλί του, τό ἴδιο ἐκεῖνο βράδυ, πυρπολημένος ἀπό θεῖο πόθο, ἄρχισε πάλι νά προσεύχεται:

-Θεέ μου, Θεέ μου,
Σύ πού τόν οὐρανό «ἐξέτεινας ὡς δέρριν»22
καί πού τόν καταστόλισες μέ τ’ ἄστρα,
μέ τά σύννεφα, τόν ἥλιο, τή σελήνη,
κι ἐμένα καταστόλισε
μέ κάθε ἀρετή, ἀντί γι’ ἀστέρια.
Τό νοῦ μου φώτισε
μέ τ’ Ἅγιό Σου Πνεῦμα, ἀντί γιά ἥλιο.
Τό εἶναι μου πλημμύρισε
μέ τή σοφία Σου, ἀντί γιά σελήνη.
Μέ τήν πραότητα, τήν ὁσιότητα καί τή δικαιοσύνη
ἀντί γιά νέφη τύλιξέ με.
Περίζωσε τή μέση μου μέ τήν ἀλήθεια Σου.
Τά πόδια μου ἑτοίμασε
γιά τό χαρμόσυνο ἄγγελμα τῆς εἰρήνης Σου.
Θεέ μου, Θεέ μου,
Σύ πού ξεχύνεις πλούσιο στήν πλάση τόν ἀέρα
γιά ν’ ἀναπνέουν οἱ ἄνθρωποι
καί νά ζωογονοῦνται,
ξέχυσε πλούσια μέσα μου τή χάρη καί τή δωρεά
τοῦ Ἁγίου καί ζωοποιοῦ Σου Πνεύματος.
Κάνε με ὁλόκληρο θεόμορφο,
ὁλόφωτο καί καθαρό, σεμνό καί πράο,
γεμάτο χάρη καί ἀλήθεια,
γεμάτο γνώση καί σοφία πνευματική.

Μέ τά τελευταῖα τοῦτα λόγια, ἔλαμψε καί πάλι φῶς οὐράνιο. Τήν ἴδια στιγμή τοῦ παρουσιάστηκε ἄγγελος Κυρίου, κρατώντας ἕνα δοχεῖο γεμάτο μύρο. Ὅλο ἐκεῖνο τό μύρο τοῦ τό ἄδειασε στό κεφάλι. Ἀπό κεῖ κύλησε καί μούσκεψε ὅλο του τό σῶμα. Ὁ τόπος πλημμύρισε εὐωδία...
Τά ροῦχα του μοσχομύριζαν ἀρκετές μέρες, πράγμα πού ἔκανε τούς ἄλλους νά ἀποροῦν. Μερικοί ξεθάρρεψαν καί τόν ρώτησαν:
-Ἀπό τί εἶναι αὐτή ἡ εὐωδία;
Μά ἐκεῖνος ἀπαντοῦσε:
-Ἐγώ εἶμαι ἀπ’ τά γεννοφάσκια μου βουτηγμένος στίς ἁμαρτίες. Αὐτό τό γνωρίζω καλά. Ὅσο γιά τήν εὐωδία, δέν ξέρω ἀπό τί εἶναι....

22.Πρβλ.Ψαλμ. 103:2.


Ἕνας Ἀσκητής Ἐπίσκοπος
Ὅσιος Νήφων Ἐπίσκοπος Κωνσταντιανῆς
(σελ.65-70)
Ἱερὰ Μονή Παρακλήτου
Ὠρωπος Ἀττικῆς 2004

Στόν προσευχόμενο στόν Θεό, τόν ὁποῖο ὅλοι του οἱ συγκάτοικοι χλευάζουν.



Μέχρι νά ἀρχίσεις νά προσεύχεσαι στόν Θεό ἤσουν σ᾿ ὅλους ἀγαπητός. Καί τώρα ξαφνικά στό σπίτι σου εἶσαι στό ἐπίκεντρο ἐχθρικοῦ στρατοπέδου. Νωρίτερα μεθοῦσες, καί κάπνιζες καί λίγο ἔκλεβες καί ἔβριζες καί τεμπέλιαζες τίς ἐργάσιμες μέρες καί ἔκανες ὁτιδήποτε ἄλλο εἶναι σιχαμερό μπροστά στόν Θεό καί τίμιο στόν κόσμο. Καί ὅμως τότε ἤσουν ἀγαπητός σ᾿ ὅλους στό σπίτι. Ἐνῶ τώρα πού κατευθύνθηκες στόν δρόμο τοῦ δικαίου, τῆς τιμιότητας καί τῆς προσευχῆς, τώρα ὅλοι ὅρμησαν πάνω σου σάν σφῆκες.

Νά χαίρεσαι, ἀδελφέ, ἑκατό φορές νά χαίρεσαι. Μά δέν βλέπεις ὅτι τό Εὐαγγέλιο διαδραματίζεται στό σπίτι σας; 
Στό ἴδιο σπίτι στό ὁποῖο μέχρι τώρα κουβέντιαζαν γιά τόν φόρο καί τό δύσκολο βαρύ μεροκάματο καί τούς κλέφτες καί τούς κλεπταποδόχους καί τούς πάρεδρους, σ᾿ αὐτό τό ἴδιο σπίτι ἄρχισαν νά ἐκπληρώνονται εὐαγγελικές προφητεῖες. Τό σπίτι σας ἀνυψώθηκε ἕως τούς οὐρανούς, ἔγινε ἡ σκηνή τοῦ χριστιανικοῦ δράματος, ἔπιασε τή σχέση μέ τούς Ἀποστολικούς καί μαρτυρικούς καιρούς. 
Ἡ ἱστορία τῆς χριστιανικῆς Ἐκκλησίας συμβαίνει σέ μικρό ἐμβαδόν στό σπίτι σας. Ἰδού οἱ προφητεῖες τοῦ Χριστοῦ, πού συνέβησαν ἀμέτρητες φορές σ᾿ αὐτό τόν γήινο πλανήτη καί πού τώρα ἀρχίζουν νά συμβαίνουν στό σπίτι σας.

«Καί ἔσεσθε μισούμενοι ὑπό πάντων διά τό ὄνομά μου· ὁ δέ ὑπομείνας εἰς τέλος, οὗτος σωθήσεται» (Ματθ. 10:22).
«Καί ἐχθροί τοῦ ἀνθρώπου οἱ οἰκιακοί αὐτοῦ» (Ματθ. 10:36).

«Μακάριοι οἱ κλαίοντες νῦν, ὅτι γελάσετε. Μακάριοι ἐστε ὅταν μισήσωσιν ὑμᾶς οἱ ἄνθρωποι, καί ὅταν ἀφορίσωσιν ὑμᾶς καί ὀνειδίσωσι καί ἐκβάλωσι τό ὄνομα ὑμῶν ὡς πονηρόν ἕνεκα τοῦ υἱοῦ τοῦ ἀνθρώπου» (Λουκ. 6:21-22).
«Ἀμήν λέγω ὑμῖν ὅτι κλαύσετε καί θρηνήσετε ὑμεῖς, ὁ δέ κόσμος χαρήσεται· ὑμεῖς δέ λυπηθήσεσθε, ἀλλ᾿ ἡ λύπη ὑμῶν εἰς χαράν γενήσεται» (Ἰωάν. 16:20).

Τί ὑπάρχει πιό ξεκάθαρο ἀπ᾿ αὐτές τίς προφητείες; Ἰδού, ἐκπληρώνονται καί σήμερα, δίπλα στήν ἑστία σου, ἐπάνω σέ σένα. Γι᾿ αὐτό δέξου ὅλες τίς ἐξυβρίσεις ὄχι σάν ἐξυβρίσεις ἀλλά σάν παράσημα. Νά ξέρεις, ὅτι οἱ διῶχτες σου θά μετανιώσουν, οἱ χλευαστές σου θά βουβαθοῦν κι ἐσύ θά χαίρεσαι. Σήμερα εἶσαι ὁ τελευταῖος στό σπίτι τοῦ πατέρα σου, ἀλλά σέ λίγο θά εἶσαι ὁ πρῶτος. Ἐνῶ ἐκεῖνοι πού σέ διώχνουν, θά σέ ὑπηρετοῦν. Τοῦτο ἔχει προφητευθεῖ καί ἐπαναληφθεῖ χιλιάδες φορές καί σέ χιλιάδες μέρη.
Εἰρήνη καί εὐλογία ἀπό τόν Κύριο

Τῷ Θεῷ δόξα εἰς τούς αἰῶνας! Ἀμήν.

Ἁγίου Νικολάου Βελιμίροβιτς

Ἀπό τό βιβλίο: "Δρόμος δίχως Θεό δέν ἀντέχεται..."
Ἱεραποστολικές ἐπιστολές Α΄
Ἐκδόσεις "Ἐν πλῷ"

Ο Χριστός μας προσφέρει μία μόνιμη πνευματική Άνοιξη.



Έχεις ποτέ σου σκεφτεί πως μοιάζουμε πολύ στα φθινοπωρινά φύλλα;
Ένα, ανάμεσα σε χιλιάδες άλλα. Μοιάζουμε ασήμαντοι... 

Η ζωή που ζούμε μόνο φθείρεται. "Ένα σωσίβιο η ζωή που ξεφουσκώνει αργά..." λέει σε ένα τραγούδι. Είμαστε περαστικοί από εδώ. Διαβάτες. Σαν τα φθινοπωρινά φύλλα στο φύσημα του ανέμου.
Και όμως! Για τον Θεό, αξίζουμε τα πάντα. Γι’ αυτό και έγινε Άνθρωπος, ώστε τα νεκρά φύλλα να μπορούν να αναστηθούν και να γίνουν μυρίπνοα άνθη. Και όλα αυτά επειδή μας αγαπάει τόσο πολύ...
Ναι, μοιάζουμε σαν τα φθινοπωρινά φύλλα όμως εάν το θελήσουμε μπορούμε να γίνουμε ανθισμένα κρίνα.
Μέσα από την φθορά μπορεί να γεννηθεί ζωή αρκεί να βγούμε από το πνευματικό φθινόπωρο της καθημερινότητάς μας και να μπούμε με τόλμη μέσα στις πνευματικές ανοιξιάτικες καρποφορίες της Ταπείνωσης και της Αγάπης.
Η ζωή μας μαζί με την εν Χριστώ αγάπη είναι το πιο ταιριαστό ζευγάρι. Είναι ένα ανθισμένο τριαντάφυλλο. Η ζωή είναι το κλωνάρι και το άνθος είναι η αγάπη.
Η ζωή μας χωρίς την εν Χριστώ αγάπη είναι ένα κλωνάρι χωρίς άνθος, ένα κλωνάρι γεμάτο αγκάθια, γεμάτο πόνο και θλίψη, το οποίο περιμένει να ριχθεί στην πυρά…
Ο Χριστός δίνει νόημα στην ζωή. Διότι ο Χριστός είναι η Ζωή.
Οι εποχές του χρόνου περνούν και διαδέχονται η μία την άλλη...
Ο Χριστός, όμως, μας προσφέρει μία μόνιμη πνευματική Άνοιξη. Μία Άνοιξη την οποία δεν την αγγίζουν τα χιόνια των πειρασμών, τα σύννεφα των δοκιμασιών, οι βροχές των λογισμών...όλα χάνονται μπροστά στην ελπίδα και στην εμπιστοσύνη της Αγάπη του Θεού. Όλα γίνονται Ανάσταση κι ας είναι φθινώπορο...

αρχιμ. Παύλος Παπαδόπουλος

Τώρα πού ἦλθαν οἱ θλίψεις πάνω σου, μήν ἀποκάμεις



Τώρα πού ἦλθαν οἱ πολλές θλίψεις πάνω σου, μήν ἀποκάμεις, μήν ὁλιγοψυχεῖς, μήν ἀπελπίζεσαι, ἀλλά σήκω πάνω, ἀνορθώσου, καί προπάντος ἤλπισε, γιατί στόν καιρό τοῦ πόνου ἡ προσευχή σου γίνεται περισσότερο ἁγία καί ἡ εὐλογία τοῦ Θεοῦ μεγαλύτερη.

Εἴτε λοιπόν οἱ θλίψεις προέρχονται ἀπό τήν ἀδικία καί τήν πονηριά τῶν συνανθρώπων πού μᾶς περιβάλλουν, εἴτε προέρχονται ἀπό τήν κακία τῶν δαιμόνων, εἴτε ἀπό τά δικά μας λάθη καί τόν δικό μας κακό χαρακτῆρα, ἀπό τίς ἀδυναμίες καί τά πάθη μας, ἐμεῖς θά γονατίζουμε καί θά προσευχόμαστε.

Θά φωνάξουμε παρακαλώντας τόν Θεό νά μᾶς ἐπισκιάσει, νά μᾶς σκεπάσει μέ τή Χάρη Του, νά μᾶς λυτρώσει καί νά μᾶς ἐλεήσει.

Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος

http://talantoblog.blogspot.gr

Ἡ εὐχή καί τό ὅπλο…



 

«Η πράξη της νοεράς προσευχής είναι να βιάσεις τον εαυτόν σου να λέγεις συνεχώς την ευχή με το στόμα αδιαλείπτως.
Στην αρχή γρήγορα, να μην προφθάνει ο νους να σχηματίζει λογισμό μετεωρισμού.
Να προσέχεις μόνο στα λόγια: «Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησόν με».
Όταν αυτό πολυχρονίσει, το συνηθίζει ο νους και το λέγει και γλυκαίνεσαι ωσάν να έχεις μέλι στο στόμα σου και θέλεις να το λέγεις.
Αν το αφήσεις στενοχωρείσαι πολύ.
Όταν το συνηθίσει ο νους και χορτάσει -το μάθει καλά- τότε το στέλνει στην καρδιά.
Επειδή ο νους είναι ο τροφοδότης της ψυχής και μεταφέρει στην καρδιά οτιδήποτε φαντασθεί.
Όταν ο ευχόμενος κρατεί τον νου του να μη φαντάζεται τίποτε, αλλά να προσέχει μόνο τα λόγια της ευχής, τότε αναπνέοντας ελαφρά με κάποια βία και θέληση δική του τον κατεβάζει στην καρδιά, και τον κρατεί μέσα και λέγει με ρυθμό την ευχή, «Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησόν με» …;
Αν θέλεις να βρεις τον Θεό δια της «ευχής» δεν θα σταματάς ποτέ αυτήν την εργασία. Όρθιος, καθήμενος, βαδίζοντας δεν θα μένεις χωρίς την ευχή.
Να μη βγαίνει πνοή χωρίς την ευχή για να εφαρμόζεται ο λόγος του Παύλου «αδιαλείπτως προσεύχεσθε, εν παντί ευχαριστείτε».
Εάν μπορέσεις να λέγεις την «ευχή» εκφώνως και συνέχεια, σε δύο-τρεις μήνες πιστεύω την συνηθίζεις και μετά πλησιάζει η Θεία Χάρις και σε ξεκουράζει.
Αρκεί να μη σταματήσεις να την λέγεις με το στόμα, χωρίς διακοπή.
Όταν την παραλάβει ο νους τότε θα ξεκουρασθείς με την γλώσσα να την λέγεις.
Όλη η βία είναι στην αρχή, έως ότου γίνει συνήθεια.
Κατόπιν θα την έχεις σ’ όλα τα χρόνια της ζωής σου.
Μόνο κτύπα ευθέως την θύρα του θείου ελέους και πάντως ο Χριστός μας θα σου ανοίξει, εάν επιμένεις».

Γέρων Ιωσήφ ο Ησυχαστής

http://www.diakonima.gr

Μην θεωρήσεις τον πειρασμό, αντικείμενο έρευνα και μελέτης.



Όταν βρεθείς σε κατάσταση πειρασμού, μην τον θεωρήσεις σαν αντικείμενο έρευνας και μελέτης ούτε να αρχίσεις να μετράς τα υπέρ και τα κατά που θα μπορούσε να έχει για την πνευματική σου ζωή η υποχώρηση σ'αυτόν. 
Με τον τρόπο αυτό μολύνεις την καρδιά σου και χάνεις καιρό. Και ήδη αυτό αποτελεί κέρδος του εχθρού. 

Αντίθετα, στρέψε το βλέμμα χωρίς την παραμικρή καθυστέρηση προς τον Κύριο και πες: "Κύριε, ιλάσθητί μοι τω αμαρτωλώ". 
Όσο πιο γρήγορα απομακρύνεις την σκέψη σου από τον πειρασμό τόσο πιο γρήγορα έρχεται η βοήθεια.

Απόσπασμα απ'το βιβλίο του Τίτο Κολλιάντερ,
"Ο δρόμος των ασκητών"

"Η νήψη κατά τη διάρκεια της νύχτας"



Εάν υποθέσωμε ότι γνωρίσαμε όλα τα προηγούμενα, αλλά δεν τα εφαρμόσαμε στη ζωή μας, τώρα τι μπορούμε να κάνουμε; Την απάντηση μας την δίνει ο άγιος Ησύχιος με το μικρό αλλά περιεκτικώτατο σε νόημα κεφάλαιο που ακολουθεί, χρησιμοποιώντας έναν ψαλμικό στίχο του Δαβίδ.

Άγιος Ησύχιος:
Ει επίστασαι και εδόθη σοι εις τας πρωίας παρεστάναι και εποπτεύεσθαι, αλλά και εποπτεύειν, οίδας ό λέγων. ει δε ου, νήφε και λάβης.

Μετάφραση:
Αν γνωρίζεις και σου δόθηκε η χάρη το πρωί να στέκεσαι εμπρός στο Θεό και να εξετάζεσαι, αλλά και να εξετάζεις τον εαυτό σου, εννοείς τι λέω για τη νήψη. Αν όχι, έχε νήψη και θα λάβεις την χάρη.

Ερμηνεία:
Εάν δεν έχεις αποκτήσει αυτή την υπέροχη και μοναδική κατάσταση, για την οποία αξίζει κανείς να πεθαίνει και να ζει, τότε εφάρμοσε αυτό που λέει ο Ψαλμωδός: Να σηκώνεσαι την νύχτα και να παρίστασαι ενώπιον του Θεού, για να σε βλέπει ο Θεός και να τον βλέπεις και συ. Η καλύτερη αναγνώρισις των ιχνών του Θεού, η ανακάλυψίς του, γίνεται την νύχτα. Εάν νήφεις έτσι, οπωσδήποτε θα λάβεις, και η εμπειρία σου αυτή θα σε συνοδεύει σε όλη την ζωή σου.

Μεγαλεία και θαύματα απορρέουν από την νήψη και την ευχή. Ο άνθρωπος γίνεται ξένος κόσμος, παράδεισος αληθινός. Χρειάζεται όμως μία προϋπόθεσις:η νυχτερινή ζωή. Χωρίς αυτή, είναι αδύνατον να έχεις κάποια γεύση, κάποια γλυκύτητα στην πνευματική σου ζωή, κάποια εμπειρία ή γνώση. Δεν θα παίρνεις τίποτε από τον Θεό, οπότε θα ζεις με εντελώς εξωτερικά πράγματα, με κάποιες δραστηριότητες, με κάποιες γνώμες.

Ει επίστασαι και εδόθη σοι. Εάν, λέγει ο άγιος, γνωρίζεις να παρίστασαι εις τας πρωίας ενώπιον του Θεού, και να σου δόθηκε το να σε δει - και εποπτεύεσθαι - ο Θεός, αλλά και να εποπτεύεις, να τον βλέπεις, τότε οίδας ο λέγω, καταλαβαίνεις αυτά που σου λέγω, τα χαίρεσαι, τα ζεις.

Όταν ο Φίλιππος γνώρισε τον Χριστόν, είπε στον Ναθαναήλ: "Έρχου και ίδε". Αλλά ο Ναθαναήλ του απήντησε: Πώς είναι δυνατόν να προέλθει από τη Ναζαρέτ προφήτης; Εν συνεχεία - λέγει ο Ευαγγελιστής Ιωάννης-, ο Ιησούς "είδε" τον Ναθαναήλ να έρχεται προς Αυτόν και είπε: "Ίδε αληθής Ισραηλίτης". Τότε ο Ναθαναήλ πληροφορήθηκε ότι ο Ιησούς είναι ο Χριστός, και ανεφώνησε: "Ραββί, συ ει ο Υιός του Θεού". Λόγω της απλότητος της καρδιάς του, αμέσως ανεγνώρισε το δεύτερο πρόσωπο της θεότητος, τον Υιόν του Θεού.

Το γεγονός αυτό έχει άμεση σχέση με το κείμενό μας, όπως και η συνάντηση εκείνου του μαθητού, ο οποίος είπε στον Χριστόν, Διδάσκαλε, θέλω να σε ακολουθήσω. Ο Χριστός του απήντησε τότε, "αι αλώπεκες φωλεούς έχουσι και τα πετεινά του ουρανού κατασκηνώσεις, ο δε Υιός του ανθρώπου ουκ έχει που την κεφαλήν κλίνη". Που να με βρεις, του λέγει, αφού δεν έχω κατάλλυμα; Μην ψάχνεις να με βρεις κάπου, όπου νομίζεις εσύ, αλλά κάπως. Βρες τον τρόπο που θα σε οδηγήσει σε μένα. Εδώ βρίσκεται το βαθύ πρόβλημα του ανθρώπου. Γι' αυτό λέγει ο άγιος, αν γνωρίζεις και αν σου δόθηκε το να παρίστασαι εις τον Θεόν.

Το νόημα του χωρίου είναι ότι η παρουσία του Θεού δεν είναι ορατή στην ζωή μας. Διότι μπορείς να βλέπεις τα ίχνη του λέοντος, της τίγρεως, του πανθηρος, αλλά δεν μπορείς να δεις τα ίχνη του Θεού. Μπορείς να παρακολουθήσεις ακόμη και τα ίχνη του πτηνού, τον Θεόν όμως πρέπει να τον βλέπεις πέρα από κάθε νοσσιά, πέρα από κάθε τόπο· χρειάζεται με κάτι άλλο να τον ζητήσεις, για να τον βρεις.

Ας θυμηθούμε και τους δύο μαθητές του Ιωάννου, που ακολούθησαν τον Ιησού. Όταν Εκείνος τους ρώτησε "τι ζητείτε", διότι έπρεπε να αποκτήσουν την γνώση, το ει επίστασαι, για το πρόσωπο του Χριστού, αυτοί απήντησαν: "Ραββί, που μένεις;". Και τότε πήγαν μαζί με τον Ιησού στο σπίτι του και ενεθυμούντο αργότερα ακόμη και την ώρα κατά την οποία έζησαν τα ωραιότερα βιώματα της ζωής τους. δεν ήταν όμως το σπίτι που τους χάρισε τα βιώματα, αλλά ο Χριστός τον οποίον εγνώρισαν.

Ει επίστασαι και εδόθη σοι. Η φράσις αυτή δημιουργεί φοβερή ένταση μέσα στην καρδιά του ανθρώπου. Είναι μία παρότρυνσις, ένα ευγενές παρακέλευσμα του αγίου προς τον άνθρωπο , σαν να του λέγει: Σου συνέβη καμιά φορά να σε δει ο Θεός; τον αντελήφθης; πέρασε μέσα από την καρδιά σου ο Χριστός και ρίγησες ολόκληρος; όχι από ενθουσιαστικό κίνημα, όχι από μία συγκίνηση, αλλά ένοιωσες πραγματικά την εποπτεία του Θεού, το βλέμμα του να καρφώνεται επάνω σου; Μια φορά εάν σου συνέβη αυτό, αρκεί. Παράλληλα όμως η φράσις αυτή είναι και μία επίπληξις: Μα, δεν γνωρίζεις τον Θεόν; δεν τον γεύθηκες; δεν τον έζησες; ζεις χωρίς αυτόν, σαν νεκρός; δεν δοκίμασες ακόμη να τον βρεις; Δεν προσπάθησες το πρωί να στέκεσαι εμπρός στο Θεό και να εξετάζεσαι αλλά και να εξετάζεις τον εαυτό σου; Εάν ναι, τότε καταλαβαίνεις αυτό που σου λέω.

Το ανωτέρω χωρίο είναι παρμένο από τον πέμπτο ψαλμό, "το πρωί εισακούση της φωνής μου, το πρωί παραστήσομαί σοι και επόψει με", που τον διαβάζουμε στην Πρώτη ώρα. Η εμπειρία που είχε ο ψαλμωδός εκατοντάδες χρόνια πριν από εμάς, ισχύει μέχρι σήμερα. Είναι η εμπειρία της Εκκλησίας, όλων των αγίων και ποτέ δεν ανακαλείται. Κανένας δεν μπορεί να βρει τον Θεό, αν την νύχτα δεν συναυλίζεται μαζί του, παραμένοντας άγρυπνος μέχρι το πρωί.

Αλλά ποιο είναι "το πρωί"; Είναι η τελευταία νυκτερινή βάρδια, μετά από την οποία αρχίζουν οι φυλακές της ημέρας. Είναι η ώρα της νυκτός, κατά την οποία εγειρόμεθα για την πρωινή ακολουθία. Είναι η ώρα της λατρείας. Αρχίζει, σύμφωνα με την ελληνική ώρα, στις 3, 4 ή 5 την νύκτα - αναλόγως αν είναι χειμώνας ή καλοκαίρι - και τελειώνει με το χάραμα του ήλιου. Με το βυζαντινό ωράριο αρχίζει πάντα στις 9 (03:00 π.μ.). Γι' αυτό από τις δώδεκα ευχές που διαβάζει ο ιερεύς κατά την διάρκεια του Εξάψαλμου, οι ένδεκα μιλούν για την νύκτα και για το πνευματικό φως, η δε τελευταία για την ανατολή του αισθητού και πνευματικού φωτός.

Μετά το θαύμα των πέντε άρτων, ο Χριστός επέβαλε στους μαθητές του να μπουν στο πλοίο και να περάσουν στο απέναντι μέρος, ενώ εκείνος "ανέβη εις το όρος κατ' ιδίαν προσεύξασθαι. Οψίας δε γενομένης μόνος ην εκεί". Η νυκτερινή ζωή του Χριστού άρχιζε από την οψία, που είναι το πρώτο τρίωρο της νυκτός. Όλες λοιπόν εκείνες τις ώρες της οψίας ο Κύριος προσευχόταν, ενώ οι μαθητές χαροπάλευαν, θαλασσοπνίγονταν. Πότε όμως πήγε να τους συναντήσει και να τους χαρίσει την φοβερή εκείνη εμπειρία, να φωνάξουν στην αρχή "φάντασμα", διότι δεν είχαν γνωρίσει ακόμη τον Χριστό με τα μάτια του Πνεύματος, και εν συνεχεία να καταλάβουν ότι είναι ο Υιός του Θεού; "Τετάρτη δε φυλακή της νυκτός απήλθε προς αυτους... λέγων: εγώ είμι"(Ματθ. 14, 22-27). Την τετάρτη φυλακή της νυκτός τους αποκαλύπτει τον εαυτό του, δηλαδή την πρωία, από τις 9 το πρωί μέχρι τις 12 περίπου, κατά την βυζαντινή ώρα (03:00-06:00 π.μ. δική μας).

Επίσης ο ευαγγελιστής Μάρκος στο πρώτο κεφάλαιό του λέγει για τον Κύριον: "Πρωί έννυχα λίαν αναστάς εξήλθε και απήλθεν εις έρημον τόπον κακεί προσηύχετο"(Μαρκ. 1, 35). Το "πρωί" ήταν οι βασικώτερες ώρες της κοινωνίας του Χριστού με τον Πατέρα του. ΟΙ ΙΔΙΕΣ ΕΙΝΑΙ ΚΑΙ ΓΙΑ ΜΑΣ, ΚΑΘΩΣ ΚΑΙ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΚΚΛΗΣΙΑ, Η ΟΠΟΙΑ ΠΡΟΣΕΥΧΕΤΑΙ ΙΔΙΑΙΤΕΡΑ "ΥΠΕΡ ΤΩΝ ΒΟΩΝΤΩΝ ΕΝ ΝΥΚΤΙ", για να τους ακούει ο Θεός , και όχι γι' αυτούς που προσεύχονται την ημέρα. Γιατί; Διότι είναι άτονη η ημέρα, αν η νύκτα δεν είναι έντονη. Κατά την διάρκεια δε της πρωίας λαμβάνομε τους καρπούς από τον Θεόν, αγρυπνούντες και αγραυλούντες μέσα στην Εκκλησία. Όταν λοιπόν χάνουμε αυτές τις ώρες, χάνουμε τη ζωή μας. Τα όσα φρικτά και ανόητα ζούμε κάθε ημέρα, αυτό δείχνουν. Περνούν οι μέρες και οι νύκτες μας, και δεν κάνομε τίποτα. Ολόκληρη η ύπαρξίς μας αναλίσκεται, φθείρεται και εξαφανίζεται.

Και πότε γίνεται η σπορά; Το βράδυ, το οψέ. Όταν κανείς χάνει το οψέ, χάνει και την πρωία. Και προσέξτε πως ο πονηρός πετυχαίνει και χάνομε το οψέ. Τελειώνει το Απόδειπνο, που σημαίνει ότι ετοιμαζόμαστε για το οψε, και εμείς κουβεντιάζομε. Μας αρέσει ο περίπατος, μας αρέσουν τα αστεία, μας αρέσουν άλλες δραστηριότητες. Όποιος όμως αφιερώνει την ώρα αυτή σε κοσμικά πράγματα, σε ματαιότητες καθημερινές και φθηνές, πώς μπορεί πηγαίνοντας στο κελί του να αδολεσχήσει με τον Θεόν; Γι' αυτό, εάν ο μοναχός δεν πάει αμέσως μετά το Απόδειπνο στο κελί του, η φυσικότερη συνέπεια είναι να μην ζήσει το οψέ, την ώρα της σποράς.

Οι ώρες 12 με 3, με το Βυζαντινό ωράριο είναι χρήσιμες για μας. Κατόπιν μπορούμε να ξεκουρασθούμε. Μπορούμε επίσης να ξεκουρασθούμε και αποβραδίς, κατά την διάρκεια του οψέ, αλλά στις τρεις ή τέσσερις η ώρα, ή το πολύ πέντε το χειμώνα, να είμαστε ξύπνιοι. Άλλως δεν μπορούμε να ζήσωμε την πρωινή ακολουθία. Εγώ τουλάχιστον αυτό ξέρω από την εμπειρία μου. Ποτέ δεν χορταίνω και ποτέ δεν καταλαβαίνω ακολουθία - την ζω μόνο επιφανειακά, επιδερμικά -, εάν το οψέ μου είναι χαμένο.

Ας ξέρομε λοιπόν ότι η ώρα της λατρείας είναι η ώρα της συγκομιδής μας και ότι έχει μεγάλη σημασία ΤΟ ΠΩΣ ΘΑ ΔΙΑΤΑΞΟΜΕ ΤΟ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΤΗΣ ΝΥΚΤΟΣ ΜΑΣ.

Το να παρίσταμαι ενώπιον του Κυρίου άγρυπνος και προσκαρτερών, είναι η δική μου ενέργεια. Το "εποπτεύεσθαι" είναι η ενέργεια του Θεού.

Το "εποπτεύεσθαι" επομένως είναι, πρώτον, η εμπειρία του ανθρώπου ο οποίος ασχολείται με τα θεία και απευθύνεται στον Θεό με την πίστη, την βεβαιότητα και την επίγνωση ότι ο Θεός είναι μαζί του, και αισθάνεται την παρουσία Του. Διότι είναι ποτέ δυνατόν οι οφθαλμοί του Θεού να μη βλέπουν εμένα την ώρα που στέκομαι ενώπιόν του; Εάν όμως θέλω να τον δω εγώ, τότε χάνω αυτό που έχει ανάγκη η ψυχή μου. Δεύτερον, είναι έκφρασις ταπεινοφροσύνης το να λέγω, εγώ παρίσταμαι ενώπιόν σου, Θεέ μου, και σε δες με. Παρίσταμαι δηλαδή ενώπιόν του σαν σκουλήκι, νοιώθωντας εντελώς ανάξιος να τον δω. Ως ανάξιος, μου αρκεί να παρίσταμαι ενώπιόν του και να τον προσκυνώ αοράτως. Σημασία έχει για μένα το ότι με βλέπει Εκείνος. Αυτό με χαροποιεί, αυτό με γεμίζει και με μεθυει. Δεν με ενδιαφέρει το όραμα το δικό μου, το να τον βλεπω εγώ.

Αλλά τι είναι το όραμα του Θεού, το να με κοιτάζει ο Θεός, το εποπτεύεσθαι υπό του Θεού; Είναι η ακτινοβολία των οφθαλμών του, το φως του προσώπου του, ο φωτιμσός που διαλύει το σκότος. Άρα, εφ' όσον ξέρω ότι εποπτεύομαι από τον Θεόν και ότι η εποπτεία του είναι ληψις φωτός, το εποπτεύεσθαι είναι λήψις φωτός, λήψις θεότητος.

Όταν αντιληφθώ πόσο σημαντικό πράγμα είναι αυτό, τότε νοιώθω την ανάγκη να αναζητήσω την νοητή όραση και αίσθηση του Θεού, ώστε παριστάμενος ενώπιόν του να γίνω σιγά σιγά δεκτικό χωρίο της ακτινοβολίας του. Διότι, όταν με βλέπει ο Θεός, είναι αδύνατον η έκχυσις του φωτός του να μη μου γίνει αισθητή. χωρίς να τον βλέπω μπορώ να πω ότι τον βλέπω. Αλλά και αν ακόμη δεν έχω λάβει αυτήν την αίσθηση, και αν ακόμη δεν έχω εθισθεί στην πνευματική ενόραση, και αν ακόμη δεν έχει λεπτυνθεί το εν εμόί όργανο του πνεύματός μου, το μεθύσι που μου δημιουργεί ο Θεός είναι τέτοιο, ώστε λέγω: Ναι, τον βλέπω τον Θεόν.

Μη με ρωτάς λοιπόν λέγει ο άγιος αν μπορείς να πετύχεις και συ αυτά τα κατορθώματα. ΚΑΝΕ ΜΟΝΟΝ ΤΟΥΤΟ: ΝΑ ΣΗΚΩΝΕΣΑΙ ΤΗΝ ΝΥΚΤΑ, ΝΑ ΚΑΝΕΙΣ ΤΗΝ ΠΡΟΣΕΥΧΗ ΣΟΥ ΕΝΩΠΙΟΝ ΤΟΥ ΘΕΟΥ, ΓΙΑ ΝΑ ΕΠΟΠΤΕΥΕΣΑΙ, ΓΙΑ ΝΑ ΣΕ ΒΛΕΠΕΙ Ο ΘΕΟΣ, ΝΑ ΣΤΕΚΕΣΑΙ ΔΗΛΑΔΗ ΓΙΑ ΝΑ ΣΕ ΕΞΕΤΑΣΕΙ. ΜΕ ΑΥΤΟΝ ΤΟΝ ΤΡΟΠΟ ΘΑ ΕΠΙΤΥΧΕΙΣ ΚΑΙ ΤΟ ΕΠΟΠΤΕΥΕΙΝ. Η ΠΑΡΑΣΤΑΣΙΣ ΣΟΥ ΕΝΩΠΙΟΝ ΤΟΥ ΘΕΟΥ ΘΑ ΕΙΝΑΙ ΚΑΙ Η ΔΙΚΗ ΣΟΥ ΕΠΟΠΤΕΙΑ, Η ΜΥΣΤΙΚΗ ΕΜΠΕΙΡΙΑ ΣΟΥ ΕΝ ΤΩ ΦΩΤΙ ΤΟΥ ΚΥΡΙΟΥ. ΠΡΟΣΕΞΕ ΟΜΩΣ, ΤΗΝ ΩΡΑ ΕΚΕΙΝΗ ΝΑ ΕΙΣΑΙ ΞΕΚΟΥΡΑΣΤΟΣ, ΑΝΕΤΟΣ, ΩΣΤΕ ΝΑ ΜΠΟΡΕΙΣ ΝΑ ΑΙΣΘΑΝΕΣΑΙ, ΝΑ ΒΛΕΠΕΙΣ. Πες αποβραδίς το καλησπέρα στον Θεό, ούτως ώστε να σου πει Εκείνος το καλημέρα με την ανατολή του φωτός, και ΝΑ ΤΟΝ ΔΕΙΣ. Ως ΕΚ ΤΟΥΤΟΥ, Η ΝΥΚΤΑ ΕΙΝΑΙ Ο ΧΡΟΝΟΣ ΤΩΝ ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΩΝ ΣΟΥ ΚΑΤΟΡΘΩΜΑΤΩΝ, ΤΗΣ ΣΠΟΡΑΣ ΚΑΙ ΤΩΝ ΘΕΡΙΣΜΑΤΩΝ.

Εάν ζεις όπως σου είπα, λέγει ο άγιος Ησύχιος, καταλαβαίνεις τι σου λέγω. Εάν και εμείς νήφωμε με κόπο και ιδρώτα την νύκτα, τότε πραγματικά θα λάβωμε. Αλλά, εάν τυχόν δεν λάβωμε, αυτό σημαίνει ότι δεν μας κόστισε η νύκτα, ότι δεν θελήσαμε να παλέψωμε. δεν βρήκαμε το εύκολο κουμπάκι, με το οποίο ανάβει το φω, έρχεται ο Χριστός, οπότε τον βλέπει αμέσως. Βρες το και αμέσως θα λάβεις.

Σκορποχώρι να είναι η ζωή μας, όμως με την νήψη αποκαθίστανται τα πάντα. Κάνε λοιπόν εσύ την λειτουργία της αγρυπνίας σου και θα λάβεις οπωσδήποτε από τον Θεό την γνώση και την δόση. Θα γνωρίσεις και θα λάβεις. ΟΥΔΕΜΙΑ ΑΜΦΙΒΟΛΙΑ ΥΠΑΡΧΕΙ ΓΙ' ΑΥΤΟ. ΔΕΝ ΨΕΥΔΕΤΑΙ Ο ΘΕΟΣ, ΟΥΤΕ ΟΙ ΑΓΙΟΙ. 

Αρχιμανδρίτου Αιμιλιανού Σιμωνοπετρίτου, 
"Λόγος Περί Νήψεως", εκδ. Ίνδικτος

Θέλεις νά γίνεις ενάρετος; Κάνε μόνο τήν αρχή



Θέλεις να γίνεις ενάρετος; Κάνε μόνο τήν αρχή. Αλήθεια, πές μου, στήν περίπτωση όλων των τεχνών, όταν θέλουμε να ασχοληθούμε με αυτές, αρκούμαστε μόνο στή θέληση ή καίεπιδιδόμαστε μέ δραστηριότητα στα έργα; ...

Δέν αρκει μόνο τό νά θέλεις, αλλά πρέπει νά προστεθεί καί τό έργο, ενω εδω θέλοντας ν' ανεβείς στόν ουρανόν, λές «θέλω», μόνο; Πως τότε, λέγει, ελεγες, ότι αρκεί τό νά θέλει κανείς;

Η θέλησις πρέπει νά συνοδεύεται από τά έργα, πρέπει καί νά επιχειρήται τό πράγμα, πρέπει καί νά κοπιάση κανείς.

Εχουμε βέβαια συνεργό και συμβοηθό τό Θεό, μόνο νά τό επιχειρήσουμε, μόνο νά καταπιαστούμε μ' αυτό τό έργο, μόνο νά ενδιαφερθούμε, μόνο νά το βάλουμε στό μυαλό μας, καιόλα τά άλλα ακολουθούν.

Εάν όμως κοιμώμαστε καί περιμένουμε ροχαλίζοντας νά μπούμε στόν ουρανό, τότε θά μπορέσουμε νά κατακτήσουμε τήν κληρονομία των ουρανών;

Άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος


Υ.Γ
Είναι ένας από τους μεγάλους θεοφόρους αγίους μας που ο απαράμιλλος λόγος του τρέφει το πλήρωμα των πιστών της εκκλησίας μας.

Η καθημερινή θεία λειτουργία γραμμένη από τον ίδιο μας συνοδεύει καθημερινά στη λατρευτική μας ζωή.

Τα συγγράμματά του αφυπνίζουν συνειδήσεις, τονώνουν την πίστη, δίνουν άλλο νόημα στη ζωή του πιστού χριστιανού, συνδέουν τον πιστό με τον Χριστό.

Ως άριστος παιδαγωγός, ο λόγος του έπρεπε να διδάσκεται στις παιδαγωγικές μας σχολές, δίνει λύσεις στους γονείς, στα παιδιά, στην οικογένεια γενικότερα στις ανθρώπινες σχέσεις.

Ακολούθησε το μονοπάτι των μεγάλων Αγίων, διώχθηκε, εξορίστηκε, αλλά όμως από τον κόσμο διαχρονικά αγαπήθηκε και από τον Κύριο ιδιαίτερα τιμήθηκε και τελικά κατατάχθηκε στη διαδρομή της εκκλησίας μας όχι τόσον σαν Άγιος Ιωάννης αλλά ως ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΣ.

Δεν υπάρχει άλλος Άγιος με αυτό το προσωνύμιο.

Ας έχουμε όλοι μας την πατριαρχική αλλά και την Χρυσοστομική ευχή του