Κανεὶς δὲν μπορεῖ πιὰ νὰ μὲ παρηγορήσει»· «ὅλα τελείωσαν»· «ὅλα ἔχουν χαθεῖ». Τέτοιες καὶ παρόμοιες ἐκφράσεις λένε μὲ πόνο κάποιες φορὲς ἄνθρωποι ἀπελπισμένοι, ποὺ ὑπο φέρουν μέσα σὲ μεγάλες δοκιμασίες καὶ θλίψεις στὴν ἀπαράκλητη σκληρὴ ἐποχή μας. Ἄνθρωποι ποὺ ἔκαναν ὄνειρα γιὰ τὸ μέλλον τους καὶ εἶδαν ξαφνικὰ μέσα σὲ μιὰ στιγμὴ νὰ σωριάζονται ὅλα σὲ ἐρείπια. Ἢ κάποιοι ποὺ βρέθηκαν ἀντιμέτωποι μὲ θλίψεις, ἀρρώστιες, οἰκογενειακὰ ἢ οἰκονομικὰ προβλήματα μεγάλα καὶ ἄλυτα.
Πόσο μικροὶ εἴμαστε οἱ ἄνθρωποι! Πόσο ἀδύναμοι! Κι ἐνῶ κάποτε νομίζουμε ὅτι ἔχουμε δυνάμεις, χρήματα, γνώσεις, ἱκανότητες, κάποια στιγμὴ κουρελιάζον-ται ὅλα μπροστὰ στὰ ἀπρόοπτα τῆς ζωῆς. Καὶ τότε;
Πῶς νὰ παρηγορήσει κανεὶς ἕναν οἰκογενειάρχη ποὺ ἔμεινε ἄνεργος, κι ὁ ἴδιος καὶ ἡ σύζυγός του; Πῶς νὰ στηρίξεις ἕνα παιδὶ ποὺ ἔχασε τὴ μάνα του; Πῶς νὰ ἐνισχύσεις ἕναν ἀδελφὸ ποὺ ὑποφέρει ἀπὸ ἀνίατη ἀρρώστια;
Κι ὅταν πάλι μᾶς τσακίζουν κάποιες πνευματικὲς πτώσεις καὶ ἀδυναμίες, τότε... τότε ποιὸς θὰ μᾶς στηρίξει, ποιὸς θὰ μᾶς παρηγορήσει; Ξέρουμε ποιός... Τὸ καταλαβαίνουμε. Ἀλλὰ δυστυχῶς μόνο θεωρητικά. Στὴ δύσκολη ὥρα τῶν πειρασμῶν καὶ τῶν δοκιμασιῶν τὰ χάνουμε, μελαγχολοῦμε. Μέχρι νὰ ἔρθει ἡ ὥρα ποὺ μέσα στὸ καμίνι τῶν θλίψεων θὰ νιώσουμε τὸ ἄγγιγμα τοῦ Θεοῦ. Θὰ αἰσθανθοῦμε τὴν παρουσία Του ὡς «φωνὴ αὔρας λεπτῆς» (βλ. Γ΄ Βασ. ιθ΄ 12) νὰ ἔρχεται καὶ νὰ ἁπαλύνει τὸν πόνο μας. Εἶναι ἡ ὥρα ποὺ θὰ καταλάβουμε ἔμπρακτα ὅτι μόνο ὁ Θεὸς μπορεῖ νὰ μᾶς ξεκουράσει, νὰ μᾶς εἰρηνεύσει. Ὅταν μᾶς ἀπογοητεύσουν πλήρως οἱ γύρω μας ἄνθρωποι, ὅταν χάσουμε κάθε ἀποκούμπι, τότε καταλαβαίνουμε ὅτι μόνο ὁ Θεὸς μᾶς ἀπέμεινε.
Διότι μόνο Αὐτὸς εἶναι ποὺ ξέρει πραγματικὰ τὶς δυσκολίες μας, μόνο Αὐ τὸς θέλει καὶ μπορεῖ νὰ μᾶς βοηθήσει. Διότι Αὐτὸς εἶναι «ὁ πατὴρ τῶν οἰκτιρμῶν καὶ Θεὸς πάσης παρακλήσεως» (Β΄ Κορ. α΄ 3). Αὐτὸς εἶναι ἡ πηγὴ τοῦ ἐλέους. Γι’ αὐτὸ ἄλλωστε ἔστειλε τὸν Υἱό Του τὸν Μονογενὴ στὴ γῆ μας, γιὰ νὰ σηκώσει Ἐκεῖνος ὅλες τὶς πτώσεις μας καὶ τοὺς πόνους μας. Καὶ πόνεσε ὁ Ἴδιος ὅσο κανεὶς ἄλλος. Καὶ ξέρει κι ἀπὸ τὸν δικό Του πόνο νὰ ἁπαλύνει τὸν ἀσυγκρίτως μικρότερο δικό μας. Αὐτὸς μᾶς ἔστειλε καὶ τὸν Παράκλητο, τὸν Παρηγορητή, τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιον, γιὰ νὰ μᾶς παρηγορεῖ σὲ κάθε δοκιμασία καὶ θλίψη.
Καὶ μᾶς παρηγορεῖ ὁ Θεὸς ὄχι μόνο σὲ κάποιες συγκεκριμένες στιγμὲς τῆς ζωῆς μας ἀλλὰ διαρκῶς. Ἀκόμη κι ὅταν ἐμεῖς δὲν τὸ καταλαβαίνουμε. Διότι Αὐτὸς εἶναι ὁ «παρακαλῶν ἡμᾶς ἐν πάσῃ τῇ θλίψει ἡμῶν» (Β΄ Κορ. α΄ 4). Καὶ μᾶς παρηγορεῖ ὄχι ἀντίστοιχα μὲ τὸ βάρος τῶν θλίψεών μας ἀλλὰ πολὺ περισσότερο. «Διὰ Χριστοῦ περισσεύει ἡ παράκλησις ἡμῶν» (Β΄ Κορ. α΄ 5). Μπορεῖ νὰ εἶναι πολλές, ἀμέτρητες οἱ δοκιμασίες μας. Ἀλλὰ εἶναι ἀσυγκρίτως περισσότερες καὶ οἱ παρακλήσεις καὶ οἱ ἐπισκέψεις τοῦ Θεοῦ στὴ ζωή μας.
Καὶ πῶς μᾶς παρηγορεῖ ὁ Θεός; Ἄλλοτε μὲ τὶς μυστικὲς ἐμπνεύσεις καὶ τὴ χάρη Του ποὺ στέλνει στὶς ψυχές μας· κι ἄλλοτε διὰ τῶν Ἁγίων Του, καὶ ἰδιαιτέρως διὰ τῆς Παναγίας Μητέρας μας, τῆς μόνης ἀκαταισχύντου ἐλπίδος καὶ παραμυθίας μας· διότι κι αὐτὴ δοκίμασε πόνο ὅσο κα-μιὰ ἄλλη μητέρα στὸν κόσμο· πόνο δυσβάστακτο, ποὺ σὰν πύρινη ρομφαία τρύπησε τὴν καρδιά της. Γι’ αὐτὸ καὶ ξέρει νὰ παρηγορεῖ καὶ νὰ στηρίζει τὶς ψυχὲς ποὺ πονοῦν καὶ ὑποφέρουν. Μᾶς παρηγορεῖ ὁ Θεὸς καὶ μὲ τὸν θεῖο του λόγο, μᾶς μεταγγίζει τὴ χάρη Του ὅταν ἐμεῖς μελετοῦμε τὴν Ἁγία Γραφὴ καὶ ἄλλα πνευματικὰ βιβλία. Κι ἄλλοτε πάλι μᾶς στέλνει τοὺς ἀνθρώπους Του γιὰ νὰ μᾶς μεταγγίσουν τὴ δική Του παρηγορία.
Μέσα στὴν Ἐκκλησία ἄλλωστε ὑπάρχει εἰδικὸ χάρισμα παρηγορίας. Καὶ τὸ χάρισμα αὐτὸ εἶναι ἕνα ἀπὸ τὰ πολυτιμότερα στοιχεῖα γιὰ τὴν προσέγγιση τῶν πονεμένων ἀνθρώπων (Α΄ Κορ. θ΄ 22). Τέτοιο χάρισμα εἶχε ὁ ἀπόστολος Παῦλος, ὁ ὁποῖος παρηγοροῦσε τὸν καθένα ξεχωριστά (Α΄ Θεσ. β΄ 11). Καὶ τοὺς προέτρεπε ὅλους νὰ κάνουν μὲ τὴ σειρά τους τὸ ἴδιο: «Παρακαλεῖτε ἀλλήλους» ἔλεγε (δ΄ 18). Καὶ γι’ αὐτὸ ἔστελνε στὶς τοπικὲς Ἐκκλησίες τοὺς μαθητές του γιὰ νὰ παρηγοροῦν τὶς καρδιὲς τῶν πιστῶν (Ἐφ. ς΄ 22, Κολ. δ΄ 8). Τέτοιο χάρισμα εἶχε ἰδιαιτέρως καὶ ὁ ἀπόστολος Ἰωσῆς, ὁ ὁποῖος ὀνομάσθηκε ἀπὸ τοὺς ἄλλους Ἀποστόλους καὶ Βαρνάβας, «υἱὸς παρακλήσεως», δηλαδὴ «ἄνθρωπος τῆς παρηγοριᾶς» (Πράξ. δ΄ 36).
Γιὰ νὰ μπορέσει ὅμως κανεὶς νὰ παρηγορήσει τοὺς ἄλλους, πρέπει πρῶτα νὰ πονέσει ὁ ἴδιος καὶ νὰ δεχθεῖ τὴν παρηγορία τοῦ Θεοῦ. Ἔτσι μόνο θὰ μπορέσει κατόπιν νὰ τὴν μεταδώσει πειστικὰ σ’ ὅσους πονοῦν. Γι’ αὐτὸ λέει χαρακτηριστικὰ ὁ ἀπόστολος Παῦλος ὅτι ὁ Θεὸς «μᾶς παρηγορεῖ σὲ κάθε θλίψη μας, γιὰ νὰ μποροῦμε κι ἐμεῖς μὲ τὴ σειρά μας νὰ παρηγοροῦμε τοὺς ἄλλους στὶς θλίψεις τους» (Β΄ Κορ. α΄ 4). Τότε μποροῦμε νὰ μιλοῦμε πειστικὰ γιὰ τὴν παρηγοριὰ ποὺ δίνει ὁ Θεός, ὅταν μιλοῦμε ἀπὸ προσωπικὴ πείρα καὶ διηγούμαστε βιωματικὰ στοὺς ἄλλους πῶς ὁ Θεὸς παρηγόρησε καὶ μᾶς, ὅταν βρισκόμασταν σὲ μεγάλες δοκιμασίες.
Στὴν ἀπαράκλητη καὶ ἐγωκεντρικὴ ἐποχή μας, στὴν ἀποστατημένη Ἑλλάδα μας, ποὺ ταλανίζεται ἀπὸ μιὰ κρίση ποὺ δείχνει νὰ μὴν ἔχει διέξοδο, μέρα μὲ τὴ μέρα οἱ ἄνθρωποι βυθίζονται σὲ μεγαλύτερες θλίψεις καὶ δοκιμασίες. Στὶς δύσκολες αὐτὲς ὧρες ἔχουμε χρέος ὅλοι μας νὰ διακηρύττουμε στοὺς ἄλλους ὅτι μόνο ὁ Θεὸς μᾶς ἀπέμεινε καὶ ὅτι μόνο Αὐτὸς μπορεῖ νὰ μᾶς παρηγορήσει. Ἀλλὰ νὰ γίνουμε καὶ μεῖς «υἱοὶ παρακλήσεως», νὰ παρηγοροῦμε καὶ νὰ στηρίζουμε μὲ τὴ σειρά μας τοὺς ἀδελφούς μας, πρὶν καταρρεύσουν μέσα στὶς δοκιμασίες τους. Μέχρι νὰ μᾶς λυπηθεῖ ὁ Θεὸς καὶ νὰ φέρει καιροὺς ἀναψύξεως στὴ ζωή μας.
Περιοδικό ”Ο ΣΩΤΗΡ”