.

.

Δός μας,

Τίμιε Πρόδρομε, φωνή συ που υπήρξες η φωνή του Λόγου. Δος μας την αυγή εσύ που είσαι το λυχνάρι του θεϊκού φωτός. Βάλε σήμερα τα λόγια μας σε σωστό δρόμο, εσύ που υπήρξες ο Πρόδρομος του Θεού Λόγου. Δεν θέλουμε να σε εγκωμιάσουμε με τα δικά μας λόγια, επειδή τα λόγια μας δεν έχουν μεγαλοπρέπεια και τιμή. Όσοι θα θελήσουν να σε στεφανώσουν με τα εγκώμιά τους, ασφαλώς θα πετύχουν κάτι πολύ πιό μικρό από την αξία σου. Λοιπόν να σιγήσω και να μη προσπαθήσω να διακηρύξω την ευγνωμοσύνη μου και τον θαυμασμό μου, επειδή υπάρχει ο κίνδυνος να μη πετύχω ένα εγκώμιο, άξιο του προσώπου σου;

Εκείνος όμως που θα σιωπήσει, πηγαίνει με τη μερίδα των αχαρίστων, γιατί δεν προσπαθεί με όλη του τη δύναμη να εγκωμιάσει τον ευεργέτη του. Γι’ αυτό, όλο και πιό πολύ σου ζητάμε να συμμαχήσεις μαζί μας και σε παρακαλούμε να ελευθερώσεις τη γλώσσα μας από την αδυναμία, που την κρατάει δεμένη, όπως και τότε κατάργησες, με τη σύλληψη και γέννησή σου, τη σιωπή του πατέρα σου του Ζαχαρία.

Άγιος Σωφρόνιος Ιεροσολύμων

Εάν ο πιστός συμμετέχει στην θεία Κοινωνία με την κατάλληλη προετοιμασία, με καθαρή εξομολόγηση, με νηστεία, με αγάπη προς τους αδελφούς, με πίστη και φόβο Θεού, τότε η συμμετοχή του είναι καρποφόρος πνευματικά.


Ο άνθρωπος ενούται με τον Χριστό, ενούται με τους εν Χριστώ αδελφούς του. Δια της θείας Κοινωνίας ο πιστός γίνεται «σύσσωμος και σύναιμος» του Χριστού. Ο ίδιος ο Χριστός, όταν για πρώτη φορά μίλησε για το Μυστήριο της θείας Ευχαριστίας, είπε: Ο τρώγων μου την σάρκα και πίνων μου το αίμα εν εμοί μένει καγώ εν αυτώ.

Με την θεία Κοινωνία γινόμαστε ένα κράμα με το πανάγιον Αίμα του Χριστού, γινόμαστε ένα φύραμα με το πανάγιο Σώμα Του.

«Δέχεσαι μέσα σου τον Χριστό, λέει ο ιερός Χρυσόστομος, αναμιγνύεσαι με το άγιο Σώμα Του, αναφύρεσαι με το Σώμα του Κυρίου που βρίσκεται στον ουρανό». Η αγάπη του Χριστού για μας, λέει ο ιερός Χρυσόστομος, δεν αρκέστηκε στο γεγονός της σαρκώσεως, στα άχραντα πάθη και στην ταφή. Προχώρησε στην προσφορά της θείας Κοινωνίας: «Δεν ήρκεσε στον Χριστό το να γίνει άνθρωπος, να ραπισθεί και να σφαγεί για μας, αλλά και συμφύρει τον εαυτό Του με μας. Και όχι μόνο με την πίστη, αλλά και στην πραγματικότητα μας κάνει σώμα δικό Του...

Σκέψου ποιας τιμής αξιώθηκες! Ποια τράπεζα απολαμβάνεις! Αυτό το οποίο οι άγιοι Άγγελοι όταν το βλέπουν φρίττουν και δεν τολμούν να το κοιτάξουν χωρίς δέος, εξαιτίας της λάμψεως που εκπέμπεται από εκεί, με αυτό εμείς τρεφόμαστε, με αυτό συμφυρόμαστε και έχουμε γίνει ένα σώμα Χριστού και μία σάρκα. Τις λαλήσει τας δυναστείας Κυρίου, ακουστάς ποιήσει πάσας τας αινέσεις Αυτού;».

Σε άλλη πάλιν ομιλία του ο θεοφώτιστος Χρυσόστομος, τοποθετεί στο στόμα του Κυρίου τούτα τα λόγια: «Για σένα, άνθρωπε, εμπτύστηκα, ραπίστηκα, κενώθηκα από την δόξα, άφησα τον Πατέρα και ήλθα σε σένα που με μισείς και με αποστρέφεσαι και δεν θέλεις ούτε το όνομα μου να ακούσεις. Έτρεξα προς εσένα και σε κατεδίωξα, για να σε κάμω δικό μου. Σε ένωσα και σε συνέδεσα με τον εαυτό μου. Σου είπα: Φάγε το Σώμα μου και πιες το Αίμα μου. Και στον ουρανό σε έχω και κάτω στην γη είμαι ενωμένος μαζί σου... Όχι απλώς συνδέομαι μαζί σου, αλλά συμπλέκομαι, τρώγομαι, λεπτύνομαι λίγο-λίγο, για να γίνει μεγαλύτερη η ανάμειξη, η συμπλοκή και η ένωση. Γιατί εκείνα που ενώνονται διατηρούν τα όρια τους, εγώ όμως συνυφαίνομαι μαζί σου.

Δεν θέλω δηλαδή να υπάρχει κάτι ανάμεσα μας. Θέλω να είναι ένα τα δύο, Εγώ και συ».Ανάμεσα στον Χριστό και στον πιστό που άξια κοινωνεί δεν παρεμβάλλεται πλέον τίποτε. Όλα λιώσανε μέσα στην φωτιά της αγάπης Του.

«Ημείς και ο Χριστός εν εσμέν», λέει ο θεοφόρος Χρυσόστομος. Τόσο τολμηρά μόνον ένας Άγιος μπορεί να μιλήσει. Και πράγματι έτσι μίλησαν οι Άγιοι: Μέλη Χριστού γινόμεθα, μέλη Χριστός ημών δε και χειρ Χριστός και πους Χριστός εμού του παναθλίου και χειρ Χριστού και πους Χριστού ο άθλιος εγώ δε... Τις η άμετρος ευσπλαχνία σου Σώτερ;

Με την συμμετοχή μας στην θεία Κοινωνία ενούμεθα με τους αδελφούς μας και όλοι μαζί οικοδομούμε το Σώμα του Χριστού. Ο Απόστολος Παύλος γράφει: Ότι είς άρτος, εν σώμα οι πολλοί εσμέν. Οι γαρ πάντες εκ του ενός άρτου μετέχομεν. Και ο άγιος Ιωάννης παρατηρεί ότι όπως ο άγιος Άρτος που κοινωνούμε είναι Σώμα Χριστού, έτσι και όσοι κοινωνούμε γινόμαστε Σώμα Χριστού. «Όχι πολλά σώματα, άλλα ένα σώμα. Διότι όπως ο άρτος, ενώ αποτελείται από πολλούς κόκκους, είναι ένας, ώστε πουθενά να μην φαίνονται οι κόκκοι, ενώ υπάρχουν,... έτσι ενούμεθα και μεταξύ μας και με τον Χριστό. Διότι δεν τρέφεσαι από άλλο σώμα εσύ και από άλλο εκείνος, αλλά όλοι από το ίδιο σώμα τρεφόμαστε. Γι’ αυτό και ο Απόστολος Παύλος προσέθεσε Οι γαρ πάντες εκ του ενός άρτου μετεχομεν».

Με το μυστήριο του αγίου Βαπτίσματος γίναμε, κατά Χάριν, παιδιά του Θεού και μέλη της αγίας οικογενείας Του, της Εκκλησίας. Με την θεία Κοινωνία τρεφόμαστε με το άγιο Σώμα και Αίμα του Χριστού. Ο Χριστός, λέει ο ιερός Χρυσόστομος, «αναμειγνύει τον εαυτόν Του με τον καθένα από τους πιστούς δια των αγίων Μυστηρίων, δηλαδή δια της θείας Κοινωνίας. Και εκείνους που γέννησε ο Χριστός δια του αγίου Βαπτίσματος τους τρέφει με τον εαυτόν Του». Δημιουργείται έτσι μεταξύ των πιστών ένας δεσμός πνευματικός, δεσμός αγάπης αληθινής. Αυτή η αγάπη πρέπει πάντα να διακρίνει τους πιστούς στις σχέσεις τους. Λέει σχετικά ο ιερός Χρυσόστομος: «Εγίναμε κοινωνοί της πνευματικής Τραπέζης. Ας γίνουμε κοινωνοί και της πνευματικής αγάπης.

Διότι αν ληστές μοιράζοντας τα λάφυρα τους ξεχνούν τους ληστρικούς τρόπους τους, ποια δικαιολογία θα έχουμε εμείς που συνεχώς κοινωνούμε του αγίου Σώματος του Κυρίου και δεν μιμούμεθα ούτε των ληστών την ημερότητα; Αν και σε πολλούς ανθρώπους όχι μόνον η συμμετοχή στην κοινή τράπεζα, αλλά και το ότι κατάγονται από την ίδια πόλη, υπήρξε αρκετό για να συνάψουν φιλία. Εμείς όμως οι πιστοί όταν έχουμε την ίδια πόλη και το ίδιο σπίτι και την ίδια τράπεζα και οδό και θύρα και ρίζα και ζωή και κεφαλή και τον αυτό ποιμένα και βασιλέα και διδάσκαλο και κριτή και δημιουργό και πατέρα και όταν όλα τα έχουμε κοινά, ποιας συγχωρήσεως θα ήταν δυνατόν να τύχουμε, εάν διαιρούμεθα ο ένας από τον άλλο;».

Για τους πιστούς που κοινωνούν το άγιο Σώμα του Χριστού τα πάντα τους ενώνουν, επειδή τους ενώνει ο Χριστός. Η αγία μας Εκκλησία είναι το Σώμα του Χριστού και ο Ναός είναι ο πατρικός μας Οίκος. Όσοι έρχονται στην θεία Λειτουργία είναι αδελφοί μας εν Χριστώ και η αγάπη πρέπει να υπάρχει πάντα ανάμεσα μας. Εάν ο Χριστός δίνει για μας το πανάγιο Σώμα Του, οφείλουμε και μείς από καρδίας να αγαπούμε τους αδελφούς μας και να τους βοηθούμε σε κάθε τους ανάγκη. Σ’ εκείνους που παρέβλεπαν τους πεινώντας αδελφούς, ο ιερός Χρυσόστομος απηύθυνε τούτα τα λόγια: «Ο Χριστός έδωσε εξίσου σε όλους το άγιο Σώμα Του και συ ούτε κοινό ψωμί δεν δίνεις ελεημοσύνη εξίσου σε όλους;». Αυτό είναι πράξη ανάξια για όσους κοινωνούν τον Χριστό.Η θεία Λειτουργία είναι η φανέρωση του μυστηρίου της Εκκλησίας.

Η κοινωνία των πιστών είμαστε ο ευλογημένος λαός του Θεού, ενωμένοι μέσα στην αγάπη του Χριστού. « Ένα είμαστε όλοι και μεταξύ μας και εν Χριστώ. Διότι ο Χριστός είναι ο σύνδεσμος της ενότητας, επειδή είναι ταυτόχρονα Θεός και άνθρωπος», γράφει ο άγιος Κύριλλος Αλεξανδρείας.

Δια της σαρκώσεως Του ο Χριστός «εκκλησίας σάρκα ανέλαβε» και «ήρθε στο δικό της σπίτι. Την βρήκε λερωμένη, λιγδωμένη, γυμνή, βουτηγμένη στα αίματα και την έλουσε (με το Βάπτισμα), την άλειψε με αρώματα (με το Χρίσμα), την έθρεψε (με την θεία Κοινωνία) και την έντυσε ιμάτιο που όμοιο του δεν είναι δυνατόν να βρεθεί: Αυτός ο Ίδιος έγινε στολή της και την πήρε από το χέρι και την ανεβάζει στα ύψη». Την οδηγεί στην ουράνιο Βασιλεία όπου ιερουργείται η θεία Λειτουργία.

www.agioritikovima.gr

Πόσο ζυγίζει η αμαρτία;



«Κορόιδευε ένας άθεος έναν ἱεροκήρυκα μιά μέρα, λέγοντάς του:
—Μας μιλᾶτε κάθε τόσο γιά φορτίο ἁμαρτιῶν καί τά παρόμοια. Πιστέψτε με, ὅμως, ὅτι προσωπικά δέν νοιώθω κανένα τέτοιο βάρος. Ἀλήθεια, πόσο ζυγίζει ἡ ἁμαρτία;
Ὁ ἄνθρωπος τοῦ Θεοῦ πολύ ψύχραιμα, ἀπάντησε τότε:
—Δέν μου λέτε, ἄν βάλετε πάνω σ’ ἕνα νεκρό μιά πέτρα ἑκατό κιλῶν, θά τή νοιώση;
—Ὄχι, ἀπάντησε ἀπορημένος ὁ ἄθεος, γιατί εἶναι νεκρός.
—Τό ἴδιο συμβαίνει καί μέ σᾶς, κατέληξε ὁ ἱεροκήρυκας. Ἔξω ἀπό τή Χάρι τοῦ Θεοῦ ὁ ἄνθρωπος εἶναι “νεκρός στίς παραβάσεις καί τά παραπτώματα”(Ἐφ 2, 1). 
Γι’ αὐτό δέν νοιώθετε τό βάρος τῆς ἁμαρτίας».


Η Αναισθησία

Οίδα σου τα έργα, ότι όνομα έχεις ότι ζης, και νεκρός ει (Αποκ. Γ΄1)

ΟΡΙΣΜΟΣ: 
Ο καλύτερος ορισμός για την πνευματική αναισθησία δίνεται από τον Ιωάννη τον Σιναΐτη στο έργο του Κλίμαξ: «Αναισθησία εστὶ νενεκρωμένη αίσθησις, εκ χρονίας νόσου και αμελείας εις αναισθησίαν καταλήξασα.»

ΑΝΑΙΣΘΗΣΙΑ ΣΗΜΕΡΑ: 
Η εποχή μας χαρακτηρίζεται από πνευματική αναισθησία. Ο άνθρωπος βυθισμένος στις καθημερινές μέριμνες της ζωής, αδιαφορεί για οτιδήποτε πνευματικό. Κουρασμένος από την άγρα υλικών αγαθών, ζαλισμένος από σειρήνες απολαύσεων, απασχολημένος πώς θα αποκτήσει περισσότερα μέσα επίδειξης, και δύναμης, ναρκώνεται πραγματικά, χωρίς να μπορεί να αντιδράσει και να αναζητήσει πνευματικά στηρίγματα. Διαβάζουμε στον Ευεργετινό: 
“Κάποιος είχε αιχμαλωτισθεί στην κακή συνήθεια τής κλοπής. Έτσι, την περίοδο του θερισμού, βλέποντας το αγρόκτημα ενός πλουσίου είναι γεμάτο θημωνιές από σιτάρι, αποφάσισε να κλέψει. Πήρε κοντά και τη μικρή του κόρη. Κοίταξε δεξιά - αριστερά, μήπως τον δει κανείς και, σίγουρος πια, άρχισε να κλέβει και να φορτώνει την άμαξά του. Τότε η κορούλα του τού λέγει «πατέρα κοίταξες σε όλα τα μέρη, αλλά ξέχασες να κοιτάξεις και προς τον ουρανό». Ακούγοντας αυτά o πατέρας ήρθε εις εαυτόν, και επέστρεψε τα αρπαγμένα”. Σήμερα η κλοπή έγινε ρουτίνα, σαν κάτι φυσιολογικό. Δεν θέλομε να θυμόμαστε, ούτε να υποταχθούμε στους νόμους τού Θεού. Η άστατη και αμαρτωλή ζωή μας δημιουργεί πολλές ενοχές, τις οποίες τις αποδιώχνει η “απουσία” από την καρδιά μας του Θεού. Αποφεύγουμε την υπακοή στο θέλημα του Θεού, και κάνομε υπακοή στους μυριάδες πειρασμούς που περικυκλώνουν την ψυχή μας. Δυστυχώς, o εγωισμός, και η φιλαυτία αιχμαλωτίζουν τον άνθρωπο, τον ταλαιπωρούν αφήνοντάς τον χωρίς ελπίδα. Χωρίς τον Χριστό, είμαστε δυστυχισμένοι, διαπλέομε τη θάλασσα της ζωής ανίκανοι να αντισταθούμε στα κύματα των παθώ κι έτσι χάνουμε και την παρούσα ζωή και την αιωνιότητα. Ο Άγιος Ιωάννης της Κλίμακος λέει: «o άνθρωπος διαβάζει για την Κρίση και αρχίζει να χαμογελά, για την κενοδοξία και κενοδοξεί την ώρα της αναγνώσεως. Αποστηθίζει λόγους περί αγρυπνίας, και παρευθύς καταβυθίζεται στον ύπνο. Εγκωμιάζει την προσευχή, και την αποφεύγει σαν μαστίγιο. Μόλις χορτάσει φαγητό μετανοεί, και ύστερα από λίγο τρώγει και χορταίνει περισσότερο. Μακαρίζει την σιωπή και την εγκωμιάζει με πολυλογία. Επαινεί και δοξάζει τους ελεήμονες, αλλά υβρίζει τους πτωχούς». (Λόγος 17ος). Ο Άγιος Νείλος o Μυροβλύτης λέει: “η χειρότερη κατάσταση στον άνθρωπο είναι η πώρωση της καρδίας του. Δεν μπορεί ούτε να ακούσει πνευματικό λόγο, και πολύ περισσότερο να τον πραγματοποιήση. Θεωρεί φυσιολογική την αμαρτία και δεν τον νοιάζει καθόλου o συνάνθρωπός του”.

ΑΙΤΙΕΣ: 
Κυρίαρχο πρόβλημα του ανθρώπου κατέστη η απουσία τού Χριστού από τη ζωή του. Ο Ντοστογιέφσκι έλεγε: “χωρίς Θεό όλα επιτρέπονται”. Γι' αυτό “εξαφανίζουμε” το Θεό από τη ζωή μας για να κάνουμε αυτά πού θέλουμε. Άλλοι πάλι περιγράφουν την κατάσταση της αναισθησίας ως: “Κινούμαι σαν μηχανή, δίχως να σκέφτομαι, δίχως να αισθάνομαι” (Α. Θεοφάνης ο Έγκλειστος). Η αναισθησία συνεπάγεται πνευματική ψυχρότητα, και αθυμία. Κύρια αιτία της, είναι η μακροχρόνια αμέλεια και ασθένεια της ψυχής. Η αναισθησία αυξάνεται με την δουλεία στα πάθη και παγιώνεται με την κακή συνήθεια. Όταν για παράδειγμα κάποιος χρονίζει στην γαστριμαργία, και νοιάζεται μόνο για το πώς θα τρώει και τι θα πίνει, γίνεται πνευματικά αναίσθητος. Όταν ο άνθρωπος χρονίζει στη φιλαργυρία, γίνεται άπονος και αναίσθητος στην δυστυχία γύρω του. Όταν ο άνθρωπος δε θεραπεύει τα πάθη του, θα καταλήξει στην αναισθησία, δηλαδή στη μόνιμη βλάβη. Η εγκατάλειψη από τη θεία Χάρη είναι τιμωρία, για την αδικαιολόγητη παράδοσή μας στα πάθη, που δεν τα πολεμήσαμε, και για την εμμονή στην αμαρτία, που δεν την εξαλείψαμε με μετάνοια. Κι εδώ χρειάζεται ειλικρινής αυτοέλεγχος. “Τη χάρη του Θεού απομακρύνουν κυρίως τέσσερις κακίες: η οργή, η αδικία, η κατάκριση και η έπαρση. Και την ελκύουν οι αντίθετες σ’ αυτές αρετές: η πραότητα, η δικαιοσύνη, το ακατάκριτο και η ταπεινοφροσύνη” (Α. Θεοφάνης). Είναι δύσκολο, όσο διαρκεί η κατάσταση της ψυχικής παραλυσίας, να συγκεντρώσει κανείς την προσοχή του και να προσευχηθεί. Τότε χρειάζεται πεισματώδης προσπάθεια και άσκηση βίας στη ψυχή από τον πάσχοντα. Αυτή η βία εθα ελκύσει το έλεος του Κυρίου και θα φέρει πάλι την ευλογημένη κατάσταση της χάριτος, “θα δει ο Θεός, πόσο σφοδρά ποθούμε τη χάρη Του, και θα μας τη στείλει” (Α Μακάριος).

Η ΑΝΑΙΣΘΗΣΙΑ ΩΣ ΔΟΚΙΜΑΣΙΑ: 
Καταστάσεις αναισθησίας οφείλονται είτε σε δική μας υποχώρηση στο κακό είτε σε παιδαγωγία του Θεού. Στη δεύτερη περίπτωση η θεία χάρη μας εγκαταλείπει ως ένα βαθμό, για να διαπιστώσουμε πόσο αδύναμοι είμαστε χωρίς αυτήν. Η ζοφερή κατάσταση ίσως προέρχεται από τον ίδιο το Θεό, που θέλει έτσι να παιδαγωγήσει, ώστε να μη βασιζόμαστε στον εαυτό μας.
Μερικές φορές πολλά σηκώνουμε στους ώμους μας και πολλά περιμένουμε από τις δυνάμεις μας, τις ικανότητες μας, τους κόπους μας. Τότε, λοιπόν, ο Κύριος μας παίρνει τη χάρη Του. Και μένουμε μόνοι, άοπλοι, αδύναμοι. Σαν να μας λέει: “Να, δοκίμασε τώρα, πόση δύναμη έχεις!”. Όσο περισσότερα φυσικά χαρίσματα έχουμε, δώρα κι αυτά του Θεού (τάλαντα), συχνά τόσο μεγαλύτερη δοκιμασία μας χρειάζεται. Αν αυτό το συναισθανόμαστε, θα κάνουμε ευκολότερα υπομονή. Έτσι φεύγει η εγωιστική αυτοπεποίθηση, αποκτάμε ταπείνωση και στηριζόμαστε αποκλειστικά στον Θεό.

ΑΠΟΥΣΙΑ ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΩΝ ΑΙΣΘΗΣΕΩΝ: 
Η απουσία πνευματικών αισθήσεων οδηγεί, σε θλιβερό κατάντημα που περιγράφει ο προφήτης Ησαΐας: «Κύριε, τις επίστευσε τη ακοή ημών; και ο βραχίων Κυρίου τίνι απεκαλύφθη; τετύφλωκεν αυτών τους οφθαλμούς και πεπώρωκεν αυτών την καρδίαν, ίνα μη ίδωσι τοις οφθαλμοίς και νοήσωσι τη καρδία και επιστραφώσι, και ιάσομαι αυτούς.» Από την πνευματική ασθένεια της αναισθησίας ο Ισραήλ έπασχε πάντοτε. Ο ευαγγελιστής Ιωάννης σημειώνει για τον Ισραήλ, ως προς τα επιτελούμενα θαύματα του Κυρίου: «Τοσαύτα δε αυτοίς σημεία του Κυρίου πεποιηκότος έμπροσθεν αυτών ουκ επίστευον εις αυτόν.»
“Γιατί δεν πίστευαν; Διότι δεν έβλεπαν. Με τούτα τα μάτια έβλεπαν, αλλά δεν έβλεπαν με τα μάτια της ψυχής” (Π. Αθανάσιος Μυτιληναίος). Ο Απόστολος Παύλος γράφει στην Β΄Προς Κορινθίους επιστολή του για την πόρωση-αναισθησία των Ιουδαίων: “επορώθη τα νοήματα αυτών άχρι γαρ της σήμερον το αυτό κάλυμμα επί τη αναγνώσει, της παλαιάς διαθήκης μένει, μη ανακαλυπτόμενον ότι εν Χριστώ καταργείται, αλλ' έως σήμερον ηνίκα αναγιγνώσκεται Μωυσής, κάλυμμα επί την καρδίαν αυτών κείται».
Μήπως όμως ανάλογη πνευματική αναισθησία δεν πάσχει και ο νέος Ισραήλ της χάριτος, οι Χριστιανοί! Ο εμφορούμενος με Αγιο Πνεύμα σύγχρονος ερμηνευτής των Γραφών, μακαριστός Γέρων Αθανάσιος Μυτιληναίος εξηγούσε τι είναι η αναισθησία: “Είναι νόσος, είναι αρρώστια, όπως ακριβώς θα λέγαμε ότι αυτός ο άνθρωπος δεν βλέπει, συνεπώς κάτι έχουν τα μάτια του, είναι άρρωστα. ή δεν ακούει. Νόσος όμως βαρύτατη!”

Η ΑΝΑΙΣΘΗΣΙΑ ΤΟΥ ΙΟΥΔΑ: 
Στον Ιούδα, έναν εκ των δώδεκα Μαθητών, ανατέθηκε το μήνυμα της Βασιλείας του Θεού. να θαυματουργεί και να εκδιώκει δαίμονες. Αλλά ο Μαθητής αυτός έφθασε να γίνει προδότης, επειδή έγινε αναίσθητος, διότι αφέθηκε να κυριευθεί από το πάθος της φιλαργυρίας. Παρ' όλο που ο Κύριος έλεγε: «εις εξ υμών διάβολός εστιν», και ο Ιούδας το άκουγε. Όταν στο τελευταίο δείπνο, τους είπε «ένας από σας θα με παραδώσει», πάλι ο Ιούδας το άκουσε. Ακόμη, κι όταν του είπε: «ο ποιείς, ποίησον τάχιον», δηλαδή «Ό,τι έχεις να κάνεις, κάν' το γρήγορα.», εκείνος έμεινε αναίσθητος και έφυγε να πραγματοποιήσει την προδοσία. Κι όταν τον πρόδωσε με φίλημα στη Γεσθημανή ο Κύριος του είπε: «Φίλε, εδώ είσαι;», ο Ιούδας όμως, ούτε με την προσφώνηση «φίλε», συγκινήθηκε. Ήταν αναίσθητος. Ο απόστολος Πέτρος, αντίθετα, με μία ματιά του Κυρίου συγκλονίστηκε, όταν Τον είχε αρνηθεί για τρίτη φορά, και έκλαψε πικρά!

ΑΝΑΙΣΘΗΣΙΑ ΚΑΙ ΠΩΡΩΣΗ: 
Για τον μακαριστό Γέροντα Αθανάσιο η αναισθησία έχει δύο φάσεις: “Η δεύτερη φάση λέγεται πώρωση. Σ' αυτή δεν υπάρχει δυνατότητα πλέον διακρίσεως του καλού από το κακό. Εκείνος που έχει πάθει πώρωση δεν ξεχωρίζει τί είναι καλό και τί είναι κακό. δηλαδή έχει παντελή έλλειψη αυτογνωσίας. Μπορεί να κάνει το κακό, να κάνει έγκλημα, και να γελά! να μην αισθάνεται απολύτως τίποτε.” Και τότε ο άνθρωπος αυτός δεν έχει ελπίδα να σωθεί. είναι νεκρός, πνευματικά νεκρός. Αντίθετα η πρώτη φάση, είναι η συνηθέστερη και εκτεταμένη ενώ εμφανίζεται ως αμετανοησία ή ως στασιμότητα πνευματικής ζωής. Ο αναίσθητος, του πρώτου σταδίου και τά τον Ιωάννη της Κλίμακος πάντα δικαιολογεί τα πάθη του, λέγοντας: «Αυτό που κάνω είναι κακό πράγμα, αλλά με ευχαρίστηση παραμένει σ' αυτό το κακό. Το στόμα κατά του πάθους προσεύχεται, και το σώμα υπέρ αυτού αγωνίζεται. Λέει, Θεέ μου, σε παρακαλώ, γλίτωσέ με από τους πειρασμούς της ανηθικότητος, προσεύχεται, και περιμένει να τελειώσει την προσευχή για να επιδοθεί στο πάθος.” Ουσιαστικά, η προσευχή του πάσχοντος είναι απλή δικαιολογία για να “αναπαύσει” τη συνείδησή του και να πει κατά κάποιον τρόπο στον εαυτό του:
“Προσπαθώ, αλλά δεν κατορθώνω την απαλλαγή από τα πάθη μου!” και συνεχίζει να ικανοποιεί αυτά που “εύχεται” να αποδιώξει. Έτσι κατά τον ίδιο Άγιο Νηπτικό Πατέρα: "Περί θανάτου φιλοσοφεί, και ως αθάνατος διάκειται. Περί εγκρατείας διαλέγεται, και περί γαστριμαργίας αγωνίζεται. Την υπακοήν μακαρίζει, και αυτός πρώτος παρακούει. τους απροσπαθείς επαινεί και δια ράκος μνησικακών και πολεμών ουκ αισχύνεται (μνησικακεί ακόμη και για ένα σκουπίδι). Περί κρίσεως αναγινώσκει, και μειδιάν άρχεται (αρχίζει να χαμογελά). Κορεσθείς μεταμελείται, και μικρόν προβάς πάλιν τω κόρω προσέθηκε (Χορταίνοντας, μετανιώνει)”. Κατά τον Γέροντα Αθανάσιο Μυτιληναίο, “χόρτασμα” εννοείται η ικανοποίηση των αισθήσεων με κάθε τρόπο: “πορνικά έργα στον κινηματογράφο ή στην τηλεόραση, παραγέμισμα της κοιλιάς, παραχόρτασμα στην πορνεία, (...) σαν ένας κορεσμός των αισθήσεων από βρώμικα, ρυπαρά πράγματα. Τί κάνει μετά; Μεταμελείται. Και πάει λίγο πιο πέρα, και ξαναγυρίζει πάλι να προσθέσει πάλι χόρτασμα.” Ακόμη, κατά τον Άγιο Ιωάννη της Κλίμακος οι αναίσθητοι “νεκρούς ορώντες γελώσιν”, στη Θεία Λατρεία “Εν προσευχή παριστάμενοι, λιθώδεις όλοι και σκληροί και σκοτεινοί τυγχάνουσι.” Ακόμη κατά τη Θεία Κοινωνία: “του Δώρου μεταλαμβάνοντες, ως επί γεύσει ψιλού άρτου διάκεινται”. Πηγαίνουν και κοινωνούν γιατί έρχονται Χριστούγεννα ή Πάσχα και “πρέπει” να κοινωνήσουν. Και σπρώχνοντας, έρχονται να κοινωνήσουν. Όμως οι ίδιοι πιστεύουν, αισθάνονται ότι απλώς μετέλαβαν Κρασί και ψωμί. Έτσι το αισθάνονται, χωρίς καν να φτάνει ο νους τους ότι είναι ο Ίδιος ο Κύριος! Ο αναίσθητος ακόμη βλέπει άλλους που κατανύσονται, έχουν πνευματικότητα, και τους κοροϊδεύει, ενίοτε δε τους μυκτηρίζει. Ο αναίσθητος δεν ... αναισθητεί στην “καλή ζωή”. Άλλωστε ο Ιωάννης γράφει σχετικά: “Εγώ γέλωτος μήτηρ”, δηλαδή εγώ, η αναισθησία, είμαι η μάνα του γέλωτος, της κοροϊδίας και της ειρωνείας, “εγώ ύπνου τροφός” δηλαδή, θα νοιάζομαι μόνο για την άνεση και την απόλαυσή μου, άλλωστε η αναισθησία είναι “κόρου φίλη”, φίλη του χορτασμού, όλων των αισθήσεων. Για να προσθέσει ο νηπτικός Πατήρ: “εγώ ελεγχομένη ου πονώ”, όταν με ελέγχουν οι άλλοι, δεν πονώ, δεν αισθάνομαι! Τελευταίο γράφει ο Ιωάννης “ψευδευλαβεία συμπλέκομαι». Αυτό, όμως, είναι το φοβερότερο, δηλαδή ότι η αναισθησία ανακατεύεται με την ψευδευλάβεια. Και πολλές φορές όλοι μας έλεγε ο μακαριστός π. Αθανάσιος: “εμφανιζόμαστε συχνά ως ευλαβείς, ενώ στην πραγματικότητα είμαστε ψευδευλαβείς, γιατί υπάρχει στην καρδιά μας αναισθησία”.

ΤΡΟΠΟΙ ΑΠΟΦΥΓΗΣ ΤΗΣ ΑΝΑΙΣΘΗΣΙΑΣ: 
Ο άγιος Ιωάννης της Κλίμακος συνιστά: “Επίμενε μελετών αγρυπνία πολλή κρίσιν αιωνίαν», δηλαδή να μελετάς βιβλία και κείμενα που ομιλούν για την Κρίση του Θεού. Πρέπει να ερευνούμε τα αίτια της αναισθησίας για να βρούμε τα αντίστοιχα φάρμακα. Αν αίτιο είναι η γαστριμαργία ή η φιλαργυρία ο πόλεμος πρέπει να επικεντρωθεί στο αντίστοιχο πάθος. Ο Ιωάννης Σιναϊτης συνιστά: “εν σοροίς προσεύχου πυκνά, εικόνα τούτων ανεξάλειπτον εν τη καρδία σου ζωγραφών” Δηλαδή πήγαινε σε κηδείες. Κάνε προσευχή μπροστά σ' έναν πεθαμένο. “Παρατήρησε το πρόσωπό του μέσα στο φέρετρο. Προσπάθησε να τον θυμηθείς άμα ζούσε, και δες τώρα ποιος είναι, κείμενος μέσα σ' ένα κασόνι, και τί θα γίνει σε λίγο όταν θα μπει στη γη. Πήγαινε όταν θα ξεθάψουν τον ίδιο, ή κάποιους άλλους, και δες τα κόκκαλα πώς τα παίρνει ο νεκροθάφτης και πώς τα πλένει, που πιάνουν ένα σεντουκάκι μόνο.” έλεγε εύστοχα ο π. Αθανάσιος. Άλλα μέσα κατά τους Αγίους Πατέρες είναι η αδιάλειπτος προσευχή, για να βοηθήσει ο Θεός, να διώξει την αναισθησία. Η νηστεία και ο φόβος Θεού Άλλωστε, όταν έχουμε φόβο Θεού, δεν μπορούμε να είμαστε αναίσθητοι. Έλεγε σχετικά σε ομιλία του ο π. Αθανάσιος: “Άμα ξέρεις ότι απ' έξω απ' το σπίτι σου υπάρχουν κακοποιοί, μπορείς να κοιμηθείς; Δεν σε πιάνει ύπνος. γιατί φοβάσαι. Έτσι κι εδώ. όταν ξέρεις ότι υπάρχει Κόλαση, δαίμονες που κυνηγούν, θα κοντοστέκεσαι ή θα τρέχεις; Γιατί; Γιατί φοβάσαι. Ο φόβος λοιπόν του Θεού, όταν εγκαθιδρυθεί μέσα στην ψυχή μας, λιώνει την αναισθησία όπως ο ήλιος το χιόνι και η φωτιά το κερί”.

ΘΕΡΑΠΕΙΑ: 
Η αναισθησία είναι μια κατάσταση παραλύσεως, όλων των ψυχικών δυνάμεων, που επιτρέπει σε τρεις φοβερές κακίες “γίγαντες του διαβόλου” (όσιος Μάρκος ασκητής), την άγνοια, τη λήθη και τη ραθυμία, να κατακυριεύσουν τη ψυχή και να την κάνουν αναίσθητη, ρίχνοντάς την ευκολότερα σ’ όλα τα πάθη. Γι’ αυτό ο άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος, στην τέταρτη από τις είκοσι τέσσερις μικρές προσευχές του, ικετεύει τον Κύριο να τον λυτρώσει από «αγνοίας και λήθης και ραθυμίας και της λιθώδους αναισθησίας». Οι τρεις αυτές φρικτές ερινύες-κόρες της αναισθησίας θεραπεύονται κατά τους Πατέρες ως εξής: Η λήθη, με τη μνήμη του Θεού και της Κρίσεως, η άγνοια, με τη φωτισμένη θεία γνώση, που ξαναξυπνάει την ψυχή και η ραθυμία, με το ζήλο και την προθυμία. Πολύ ακόμη βοηθά η υπομονή και η προσευχή, που θα ελκύσει την θεία Χάρη. Για να μπορέσουμε να απαλλαγούμε από το καρκίνωμα της αναισθησίας πρώτα να βάλουμε το φόβο τού Θεού. Ο προφήτης Δαβίδ λέγει ότι «αρχή σοφίας, φόβος Κυρίου». Ενώ o άγιος Ισαάκ o Σύρος λέει (Ασκητικά): “o άνθρωπος ζει αληθινά μόνο όταν φοβάται τον Θεό”. Ο Άγιος Θεοφάνης ο Έγκλειστος έλεγε: “Να πηγαίνετε συχνότερα στην εκκλησία. Η χάρη του Θεού, που ξεχύνεται πλούσια μέσ’ από τα Μυστήρια και τη Λατρεία, θα σας βοηθήσει να λυτρωθείτε από τη χαύνωση του νου και τη νάρκωση της καρδιάς. Να σκέφτεστε ακόμα πόσο μεγάλη είναι η αγάπη του Κυρίου για σας, πόση η φιλανθρωπία Του, πόση η φροντίδα Του, πόση η επιθυμία Του για τη σωτηρία σας! Όλα τούτα θα μαλακώσουν και θα κατανύξουν την καρδιά σας.”

ΕΠΙΜΥΘΙΟ: 
Ο λίβας της πνευματικής αναισθησίας, κατά τον π. Αθανάσιο, πνέει όλο και σφοδρότερα πάνω στην Εκκλησία μας και στην πατρίδα μας. Η, κατά τον Ιωάννη της Κλίμακος, “λιθώδης μαινάδα”, η αναισθησία, μεταβάλλει σε λιθώδη, σε μαινόμενο, τον άνθρωπο απέναντι σε κάθε πνευματικό, ή σε κάθε θρησκευτική ή εθνική παράδοση. Δεν πρέπει ο άνθρωπος να ξεχνά πως για την αντιμετώπιση της αναισθησίας της ψυχής, βοηθάει η συνεχής ανάγνωση της Αγίας Γραφής, οι κατανυκτικοί λόγοι των θεοφόρων Πατέρων, “η μνήμη της κρίσεως του Θεού και της εξόδου της ψυχής από το σώμα, της συναντήσεως των φοβερών δυνάμεων, με τις οποίες συνεργάστηκε για το κακό στην ολιγοχρόνια και ελεεινή αυτή ζωή. Παρακάλεσε το Θεό να σου χαρίσει πνευματική αγρύπνια και σύνεση, για να γνωρίσεις ποιο είναι το θέλημα Του, το αγαθό και ευάρεστο και τέλειο.”. (Αβάς Δωρόθεος)

του Κωνσταντίνου Αθ. Οικονόμου δασκάλου -συγγραφέα

Βιβλιογραφία:
-Περιοδικόν δράσεων και Πνευματικής Οικοδομής της Ιεράς Μητροπόλεως Μονεμβασίας και Σπάρτης, τ. 155, Ιούλ. – Αύγ. – Σεπ. 2006
-Περί πνευματικής αναισθησίας (Περιοδικό «Όσιος Νίκων Ο "Μετανοείτε"»
-† Π. Αθαν. Μυτιληναιος, Περί πνευματικής αναισθησίας
-Αββάς Δωρόθεος, Έργα Ασκητικά» Εκδόσεις: Ετοιμασία
-Αγ. Θεοφάνους του Εγκλείστου, «Ο δρόμος της ζωής» -επιλογές-, Ι.Μ.Παρακλήτου

Λέγε ακατάπαυστα την ευχή “Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησόν με” με τη γλώσσα και με τον νου.



Λέγε ακατάπαυστα την ευχή “Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησόν με” με τη γλώσσα και με τον νου.Η ευχή του Ιησού είναι εργασία κοινή των αγγέλων και των ανθρώπων. Με την προσευχή αυτή οι άνθρωποι πλησιάζουν σύντομα την ζωή των αγγέλων. Η ευχή είναι η πηγή όλων των καλών έργων και αρετών και εξορίζει μακριά από τον άνθρωπο τα σκοτεινά πάθη. Σε σύντομο χρόνο κάνει τον άνθρωπο ικανό να αποκτήσει τη χάρη του Αγίου Πνεύματος. Απόκτησε την, και πριν πεθάνεις θα αποκτήσεις ψυχή Αγγελική. Η ευχή είναι θεϊκή αγαλλίαση. Κανένα άλλο πνευματικό όπλο δε μπορεί να αναχαιτίσει τόσο αποτελεσματικά τους δαίμονες. Τους κατακαίει όπως η φωτιά τα βάτα. 

Οσίου Παϊσίου Βελιτσκόφσκυ

Λόγος για την αληθινή απάρνηση του κόσμου



Αυτός που ήρθε στη ζωή της ησυχίας και επιδιώκει τη μόνωση, αποδέχθηκε καλή αρχή. Αλλά, όπως απομακρύνθηκε από τις ταραχές του ορατού πλήθους, ας σκύψει στην ψυχή του να δει, αν έχει απαλλαχθεί και από τους εσωτερικούς θορύβους, και αν έχει ελευθερωθεί από το πλήθος των δαιμόνων.

Διότι υπάρχουν και στην ψυχή ταραχές και θόρυβοι των πονηρών λογισμών και της πολλής κακίας των εχθρικών δυνάμεων, για τις οποίες ο Απόστολος λέει: "Η πάλη μας δεν είναι με ανθρώπους που έχουν αίμα και σάρκα, αλλά με τις αρχές, με τις εξουσίες, με τους κοσμοκράτορες του σκότους του κόσμου αυτού, με τα πονηρά πνεύματα"(Εφ. 6, 12).

Και επίσης λέει: "Τα όπλα μας δεν είναι σωματικά, αλλά έχουν από τον Κύριο τη δύναμη να γκρεμίζουν οχυρά, με το να γκρεμίζουμε τους λογισμούς και κάθε τι που ορθώνεται με υπερηφάνεια εναντίον της γνώσεως του Θεού" (Β΄ Κορ. 10, 4-5), ώστε όλος ο αγώνας μας να γίνει για να ησυχάσουμε από τους εσωτερικούς θορύβους, και να απαρνηθούμε τις αληθινές ταραχές και το πλήθος των λογισμών των εχθρικών δυνάμεων.

Επειδή άσκοπα θα γινόταν η απάρνηση του κόσμου, και η αναχώρηση από τα μέρη που φαίνονται. Διότι η αληθινή απάρνηση είναι αυτή: το να ειρηνεύουμε εσωτερικά και να είμαστε γαλήνιοι.
Όταν λοιπόν στέκεσαι, για να προσευχηθείς στον Θεό, πρόσεχε να μην αρπάζουν οι εχθροί σου τα ωραία σκεύη σου, με τα οποία ψάλλεις στον Θεό, δηλαδή τους λογισμούς σου. 
Και τότε, πώς η με ποιο μέσο θα υπηρετήσεις τον Θεό, αν σου αφαιρεθούν τα όπλα, δηλαδή αν αιχμαλωτισθούν οι λογισμοί σου; Διότι δεν έχει ανάγκη ο Θεόςνα προσεύχεται το στόμα ή η γλώσσα. Διότι η υπηρεσία του Θεού είναι αυτή: οι λογισμοί, και όλη η ισχύς και η δύναμη της ψυχής, και όλος ο νους, να αποβλέπουν σταθερά προς τον Θεό.

Μην αναμείξεις με το χρυσάφι σου χαλκό ή μόλυβδο, δηλαδή μην αναμείξεις με την ψυχή σου πολλούς και ακάθαρτους λογισμούς, διότι όπως μια κόρη αρραβωνιασμένη μ' έναν άνδρα, αν αποπλανηθεί από άλλους, γίνεται σιχαμερή για τον άνδρα της, έτσι και η ψυχή, αν παρασύρεται από ρυπαρούς λογισμούς και συμφωνεί μ' αυτούς, είναι σιχαμερή στον επουράνιο νυμφίο της Χριστό. 
Αλλά όσο είναι δυνατό σ' αυτήν, ας μην συνδυάζεται με τους ρυπαρούς λογισμούς, ούτε να γλυκαίνεται με τη συγκατάθεση σ' αυτούς, για να δει ο Κύριος την αγάπη της προς αυτόν, και να την σπλαχνισθεί, και να έρθει και να εξολοθρεύσει τους εχθρούς της, που την συμβουλεύουν, και προσπαθούν να την πείσουν να έχει έχθρα προς το Νυμφίο της, και θέλουν να διαφθείρουν το νου της απομακρύνοντάς τον από τον Χριστό.

Και όταν δει ο Κύριος ότι η ψυχή συγκεντρώνει τον εαυτό της, ζητώντας πάντοτε τον Κύριο όσο είναι δυνατό σ' αυτήν, και προσδοκώντας, και κραυγάζοντας σ' αυτόν νύχτα και μέρα (διότι τέτοια μάλιστα εντολή έδωσε, να προσευχόμαστε δηλαδή αδιάκοπα) γρήγορα θα αποδώσει το δίκιο της (Λουκ. 18,8), και αφού την καθαρίσει από την κακία που είναι μέσα της, θα την βάλει στο πλευρό του νύφη άσπιλη (πρβλ. Εφεσ. 5,26-27). 
Αν λοιπόν πιστεύεις σ' αυτόν, ότι αυτά είναι αληθινά, όπως και είναι αληθινά, πρόσεχε τον εαυτό σου, αν η ψυχή σου βρήκε το φως που την οδηγεί, και αν βρήκε την αληθινή βρώση και πόση, που είναι ο ίδιος ο Χριστός. Αν όμως δεν τα έχεις, ζήτησε νύχτα και μέρα, για να τα λάβεις· διότι είσαι τυφλός. Έτσι υποσχέθηκε, και έτσι βρίσκει η ψυχή τον αληθινό Θεό. Όταν λοιπόν βλέπεις τον ήλιο, ζήτησε τον αληθινό ήλιο, και στρέψε το βλέμμα στη ψυχή σου, μήπως βρεις το αληθινό φως· διότι όλα όσα φαίνονται είναι σκιά των αοράτων και αληθινών πραγμάτων της ψυχής.

Διότι υπάρχει κοντά σ' αυτόν, που φαίνεται, άλλος άνθρωπος, εσωτερικός, και άλλα μάτια που τα τύφλωσε ο Σατανάς, και άλλα αυτιά που τα κούφανε, και ήρθε ο Ιησούς να σώσει αυτό τον άνθρωπο, και να τον κάνει άνθρωπο υγιή· "διότι ο Υιός του ανθρώπου ήρθε να αναζητήσει και να σώσει το απολωλός" (Λουκ, 19,10).
Σ' αυτόν ανήκει η δόξα, στους αιώνες των αιώνων. Αμήν!

Οσίου Εφραίμ του Σύρου
Λόγος για την αληθινή απάρνηση του κόσμου, και για τον τρόπο που η ψυχή θα βρει το Θεό. 
Γι' αυτό και ήρθε ο Κύριος.

http://paterikakeimena.blogspot.gr

Όποιος διαστρέφει με την αίρεση τους λόγους του Κυρίου, θα νιώσει την ντροπή και φόβο στην Μέλλουσα Κρίση!



Ὅποιος διαστρέφει μέ τήν αἵρεση τούς λόγους τοῦ Κυρίου,
θά νιώσει:
α) τήν ντροπή Του
β) καί φόβο
στήν Μέλλουσα Κρίση!


Λέγει ο Άγιος Νικόλαος Βελιμίροβιτς:

«Ος γαρ εάν επαισχυνθή με και τους εμούς λόγους εν τῃ γενεᾲ ταύτη τῃ μοιχαλίδι και αμαρτωλῲ, και ο υιός του ανθρώπου επαισχυνθήσεται αυτόν όταν έλθη εν τῃ δόξῃ του πατρός αυτού μετά των αγγέλων των αγίων» (Μάρκ. η' 38)

Γιατί είπε ο Χριστός εμέ και τους εμούς λόγους;
Όποιος ντρέπεται Εμένα, σημαίνει όποιος αμφιβάλλει για τη θεότητά Μου, για τη θεία Μου ενσάρκωση από την αγία Παρθένο, για τα σταυρικά Μου πάθη και την Ανάστασή Μου, για την πτωχεία Μου σ’ αυτόν τον κόσμο και για την αγάπη μου προς τους αμαρτωλούς.

Όποιος ντρέπεται για τους λόγους Μου, σημαίνει όποιος αμφιβάλλει για το ευαγγέλιο ή αρνιέται τη διδασκαλία Μου, όποιος διαστρέφει τους λόγους Μου και με την αίρεση προκαλεί σύγχυση ανάμεσα στους πιστούς, όποιος φέρεται αλαζονικά στην αποκάλυψη και τη διδασκαλία Μου και την αντικαθιστά με άλλες, δικές του διδαχές ή όποιος κρύβεται σκόπιμα και δεν ομολογεί τα λόγια Μου μπροστά στους ισχυρούς αυτού του κόσμου. Αυτός θα νιώσει και τη δική Μου ντροπή, και το δικό του φόβο. (Εννοεί φυσικά στην Μέλλουσα Κρίση, όπως προκύπτει από το άνωθι χωρίο της Αγίας Γραφής που ερμηνεύει ο Άγιος).

Πηγή: ἀπό «Καιρός Μετανοίας» Ομιλίες Β’, Αγίου Νικολάου Βελιμίροβιτς,
(Επιμέλεια – Μετάφραση – Κεντρική διάθεση: Πέτρος Μπότσης)

http://kaiomenivatos.blogspot.gr
Αναρτήθηκε από Πατερική Παράδοση

Τὸ μεγαλεῖο καὶ οἱ εὐθύνες τῆς χριστιανικῆς ζωῆς



Σὲ μία ἀπὸ τὶς ἐπιστολὲς του (2 Κορ. 12.9) ὁ Ἀπ. Παῦλος μᾶς λέει ὅτι ἡ δύναμη τοῦ Θεοῦ τελειώνεται καὶ ἀποκαλύπτεται στὴν ἀσθένεια. Πάντοτε νομίζουμε ὅτι τὰ λόγια αὐτὰ ἀφοροῦν τὸν καθένα μας ὡς ἄτομο, τὸ κάθε πρόσωπο στὸ ὁποῖο ἀποκαλύπτεται ἡ δύναμη τοῦ Θεοῦ παρὰ τὸ εὔθραυστο, παρὰ τὴν ἁμαρτία διότι ὅλοι γνωρίζουμε ὅτι ὑπάρχουν στιγμὲς κατὰ τὶς ὁποῖες ὁ λόγος μας εἶναι λόγος ἀληθινὸς καὶ οἱ ἐνέργειές μας ἔργα τῆς ἀλήθειας, ὅτι λέμε καὶ κάνουμε πράγματα πολὺ ἀνώτερα ἀπ' αὐτὸ ποὺ εἴμαστε καὶ ἀπ' αὐτὸ τὸ ὁποῖο εἴμαστε ἄξιοι νὰ διακηρύξουμε. Κατὰ περίεργο ὅμως τρόπο αὐτὸ ἰσχύει καὶ γιὰ ὁλόκληρη τὴν Ἐκκλησία: μὲ τρόπο παράδοξο ἡ Ἐκκλησία εἶναι ἕνα σῶμα ἀνθρώπων ἄρρωστο καὶ ὅμως ἱκανὸ νὰ γιατρέψει.

Ἡ ἀρρώστια εἶναι κάτι τὸ πραγματικὸ μέσα στὴν Ἐκκλησία, βρίσκεται στὴν ἁμαρτία τοῦ καθενὸς μας γίνεται φανερὴ στὴν μερικὲς φορὲς καταστρεπτικὴ ἀτέλεια τῶν ἐκκλησιαστικῶν μας σωμάτων, τῶν ἐνοριῶν ἡ τῶν πιὸ πολυάριθμων ὁμάδων. Καὶ ὅμως μὲ τὸν ἴδιο τρόπο μὲ τὸν ὁποῖο ἡ δύναμη τοῦ Θεοῦ ἀποκαλύπτεται σ' ἐμᾶς παρὰ τὴν ἀδυναμία μας, διὰ μέσου τῆς ἀδυναμίας μας, ἡ ἐκκλησία εὐπαθής, ἁμαρτωλὴ στὰ μέλη της, δίνει ἕνα μήνυμα ἀλήθειας καὶ ζωῆς καὶ κάτι ἀκόμη περισσότερο ἀπὸ ἕνα μήνυμα: δίνει ζωὴ καὶ κάνει τοὺς ἀνθρώπους νὰ κοινωνοῦν μὲ τὴν ἀλήθεια καὶ αὐτὸ γιατί ὁ Θεὸς βρίσκεται ἀνάμεσά μας.

Ἡ Ἐκκλησία δὲν εἶναι μόνο μία ὁμάδα ἀνθρώπων ποὺ πιστεύουν στὸν Κύριο, ποὺ προσπαθοῦν νὰ Τὸν ὑπακοῦνε καὶ οἱ ὁποῖοι μερικὲς φορὲς πλησιάζουν στὸ νὰ εἶναι ἄξιοι τοῦ Κυρίου τους καὶ ἄλλες φορὲς ἀποτυχαίνουν. Ἡ ἐκκλησία εἶναι ἕνα σῶμα στὸ ὁποῖο εἶναι παρὼν ὁ ἴδιος ὁ Θεός. Μέσῳ τῆς ἐνανθρώπησης ὁ Γιὸς τοῦ Θεοῦ ὁ ὁποῖος ἔγινε γιὸς τοῦ ἀνθρώπου εἶναι ὁ πρωτότοκος τῆς Ἐκκλησίας. Στὸ πρόσωπό Του ἀποκαλύπτονται ὅλη ἡ πληρότητα, ὅλο τὸ μεγαλεῖο καὶ ἡ ὡραιότητα καὶ ὅλο τὸ βάθος τοῦ ἀνθρώπου, καὶ τὸ βάθος αὐτὸ εἶναι τόσο μεγάλο ποὺ ὁ ἄνθρωπος νὰ μπορεῖ νὰ χωράει τὴ θεϊκὴ παρουσία. 

Ἡ πληρότητα τῆς Θεότητας ἐνοίκησε στὴ σάρκα μέσῳ τῆς ἐνανθρώπησης τοῦ Χριστοῦ. Ἡ πληρότητα τῆς θεϊκῆς Του παρουσίας ἐξακολουθεῖ νὰ ἐνεργεῖ σπερματικὰ μέσα μας μὲ τὰ μυστήρια τοῦ Βαπτίσματος καὶ τῆς Κοινωνίας καὶ ὁ Θεὸς εἶναι ἀκόμη παρὼν μὲ τὴ ζωοδοτική, ἀναδημιουργικὴ καὶ μεταμορφωτικὴ παρουσία τοῦ Ἁγίου Πνεύματος ποὺ δόθηκε στὴν Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ τὴ βραδιά τῆς Ἀνάστασής Του καὶ ποὺ ἔγινε δεκτὴ ἀπ' ὅλα τὰ μέλη της μέσῳ τῆς δωρεᾶς τοῦ Πνεύματος στοὺς Ἀποστόλους τὴν Πεντηκοστὴ ἡ παρουσία τοῦ Πνεύματος συνεχίζεται μὲ τὴ μετάδοση τῆς ἴδιας δωρεᾶς σ' ἐμᾶς. 


Μέσῳ τοῦ Χριστοῦ καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος δημιουργεῖται μία νέα σχέση ἀνάμεσα σ' ἐμᾶς καὶ τὸ Θεὸ κι ὄχι ἁπλῶς μία σχέση, κάτι περισσότερο: ἐγκεντριζόμαστε στὸ μυστήριο τοῦ Χριστοῦ, γινόμαστε κλαδιὰ ἑνὸς ἀμπελιοῦ, σὰν ἕνα μπόλι τὸ ὁποῖο παίρνει ζωὴ ἀπὸ τὸ χυμὸ καὶ τὴ δύναμη ἑνὸς δέντρου. Αὐτὸ ποὺ ἀληθεύει γιὰ τὸ Χριστὸ γίνεται ἀληθινὸ καὶ γιὰ τὸν καθένα ἀπὸ μᾶς ἂν μόνο ἀφήσουμε τὸ Θεὸ νὰ μᾶς ὑπερνικήσει, νὰ μᾶς μεταμορφώσει, νὰ μᾶς σώσει. Μέσα στὴν ὁρατὴ αὐτὴ Ἐκκλησία στὴν ὁποία οἱ ἀπ' ἔξω βλέπουν τὴν ἀδυναμία μας καὶ ἀντιλαμβάνονται τὴν ἁμαρτία μας, στὴν ὁποία ὁ καθένας μας ὑποφέρει μὲ τὴ δική του ἁμαρτωλότητα καὶ τὴν ἁμαρτωλότητα τοῦ καθενὸς καὶ τῶν πάντων ὑπάρχει μία θεϊκὴ παρουσία καὶ στὸ πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ ἡ ἀποκάλυψη τῆς ἀληθινῆς ἀνθρωπότητας. Στὸ σύμβολο λοιπὸν τῆς Πίστεως μποροῦμε νὰ μιλοῦμε γιὰ μία ἁγία Ἐκκλησία ἐφ' ὅσον αὐτὴ διακατέχεται ἀπὸ τὴν ἁγιότητα τοῦ ἴδιου τοῦ Θεοῦ.

Εὐπαθεῖς, ἁμαρτωλοί, ἐξακολουθοῦμε νὰ εἴμαστε ἕνα συνάθροισμα ἀνθρώπων οἱ ὁποῖοι ἐπιθυμοῦν νὰ ἀνήκουν στὸ Θεό, οἱ ὁποῖοι ἔχουν διαλέξει γιὰ Θεὸ τους τὸ Θεὸ ἀντὶ γιὰ ὅλα τὰ εἴδωλα τοῦ κόσμου. Παρὰ τὴν ἀναξιότητά μας ἀποτελοῦμε ἕνα συνάθροισμα ἀνθρώπων ἐξ αἰτίας τῶν ὁποίων ὁ ζωντανὸς Θεὸς εἶναι παρὼν καὶ δυναμικὰ δραστήριος στὸν κόσμο. Αὐτὸ βέβαια ἀντὶ νὰ ἐλαττώνει αὐξάνει τὴν εὐθύνη μας διότι ἡ ἁμαρτία μέσα μας ἀποτελεῖ ἐμπόδιο στὴν ἐλεύθερη καὶ ἀποτελεσματικὴ δράση τοῦ Θεοῦ: εἴμαστε ὑπεύθυνοι γιὰ τὸ ὅτι ὁ Θεὸς δὲν εἶναι ἐλεύθερος νὰ ἐνεργήσει μέσω μας, γιὰ τὸ ὅτι φέρνουμε ἐμπόδια στὸ δρόμο Του καὶ σκοτίζουμε τὶς βουλὲς Του τὸ ὄνομά Του βλαστημιέται ἐξ αἰτίας μας.

Ὑπάρχουν δυὸ ἀπόψεις τῆς ἁμαρτωλότητάς μας τὶς ὁποῖες ὀφείλουμε νὰ ὑπερνικήσουμε. Ἀπὸ τὴ μία μεριὰ ὑπάρχουν οἱ ἁμαρτίες τὶς ὁποῖες ἐνῶ ἀναγνωρίζουμε ἔχουμε φτάσει στὸ σημεῖο νὰ μισοῦμε καὶ νὰ ἀπορρίπτουμε, ἔστω καὶ μὲ τὴν πρόθεση καὶ τὴ θέλησή μας. Οἱ ἁμαρτίες αὐτές, ὅσο σκοτεινὲς καὶ ἂν εἶναι ἐξακολουθοῦν νὰ ἀποτελοῦν σημεῖα συνάντησής μας μὲ τὸ Θεό, διότι ὁ Θεὸς ἐνδιαφέρεται γιὰ τὴ σωτηρία μας ὅσο κι ἐμεῖς καὶ πραγματικὰ ἀκόμη περισσότερο. 

Ἀπὸ τὴν ἄλλη μεριὰ ὑπάρχει μέσα στὸν καθένα μας καὶ στὴν κάθε ὁμάδα ἀνθρώπων ποὺ ἰσχυρίζονται ὅτι ἀνήκουν στὸ Χριστὸ μία πιὸ σκοτεινὴ περιοχή: ὑπάρχει ὁ ἀλύτρωτος ἄνθρωπος, ὁ παλιὸς Ἀδὰμ ὁ ὁποῖος ἐξακολουθεῖ νὰ ζεῖ μέσα μας καὶ ὁ ὁποῖος δὲν εἶναι διατεθειμένος νὰ ἐγκαταλείψει τὶς ἀξιώσεις του γιὰ αὐτονομία, ὁ ὁποῖος δὲν εἶναι διατεθειμένος νὰ παραδώσει τὸν ἑαυτὸ του ἀνεπιφύλακτα στὸ Θεὸ καὶ φοβᾶται νὰ πέσει στὰ χέρια τοῦ ζωντανοῦ Θεοῦ. Αὐτὴ ἡ ἄποψη τῆς ζωῆς μᾶς φαίνεται ἀκόμα πιὸ σκοτεινὴ σ' ἐμᾶς ὡς μέλη τοῦ σώματος τοῦ Χριστοῦ, ὡς τόπους ἐνοίκησης τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Ὡς ἄτομα ἀλλὰ καὶ στὴ θλιβερὴ ἀλληλεγγύη μας μέσα στὴν ἁμαρτία διατηροῦμε τὸ δικαίωμά μας νὰ παραμείνουμε εἰδωλολάτρες, νὰ κρατήσουμε ἔξω ἀπὸ τὸ θεϊκὸ χῶρο κάτι ἀπὸ τοὺς ἑαυτούς μας τὸ ὁποῖο θεωροῦμε πολύτιμο, παρὰ τὸ γεγονὸς ὅτι αὐτὸ εἶναι θάνατος καὶ φθορά.

Ἡ ἐκκλησία εἶναι πραγματικὰ ἕνα ἄρρωστο σῶμα καὶ παρ' ὅλον ὅτι μὲ τὴ δύναμη καὶ τὸ ἔλεος τοῦ Θεοῦ ἐπιφέρει τὴ θεραπεία καὶ τὴ σωτηρία ὁ καθένας ἀπὸ μᾶς ὀφείλει νὰ ρωτήσει τὸν ἑαυτό του: «μέχρι ποιοῦ σημείου ἔχω μετανοήσει γιὰ τὴν ἁμαρτία μου, μέχρι ποιοῦ σημείου ἡ ἁμαρτία μου μὲ στρέφει στὸ Θεὸ μὲ μία κραυγὴ γιὰ σωτηρία καὶ μέχρι ποιοῦ σημείου δὲν εἶναι αὐτὴ μία ἑκούσια ἄρνηση νὰ ἀποδεχτῶ τὸ ζωντανὸ Θεὸ καὶ νὰ Τοῦ ἀνήκω;» Ἡ τελευταία αὐτὴ εἶναι μία ἀληθινὰ δαιμονικὴ ἀξίωση γιὰ τὸ δικαίωμα νὰ εἴμαστε ὁ ἐαυτὸς μας ξεχωριστὰ ἀπὸ τὸ Θεὸ καὶ ἀκόμη παρὰ τὸ Θεό.

Ἂς τὸ σκεφτοῦμε αὐτό. Ὄχι μόνο οἱ προσωπικὲς σχέσεις καὶ οἱ σχέσεις μέσα στὴ Χριστιανικὴ κοινότητα θὰ ἄλλαζαν, ἀλλὰ καὶ ὁλόκληρος ὁ κόσμος θὰ ἄλλαζε ἂν ὅσοι ὀνομάζονται Χριστιανοὶ δεχόντουσαν νὰ Τοῦ ἀνήκουν ἀνεπιφύλακτα, ὄχι μόνο σ' ἐκεῖνο ποὺ ἤδη εἶναι δικό Του ἀλλὰ καὶ στὰ μύχια ἐκεῖνα τοῦ μυαλοῦ ποὺ πρέπει νὰ ὑποταχτοῦν, νὰ καταστραφοῦν ἀπὸ τὴ φωτιὰ γιὰ νὰ γίνουν κτῆμα τοῦ Θεοῦ.

Anthony Bloom Metropolitan of Sourozh (1914- 2003)

www.agiazoni.gr

Το μεγαλείο και η δύναμη της μετάνοιας.



 Αναφορά στην αγία Μαρία την Αιγύπτια

Η περίοδος του Τριωδίου και ιδιαίτερα της Μεγάλης Τεσσαρακοστής, είναι για την Αγία μας Εκκλησία η ιερότερη χρονική διάρκεια του ενιαυτού. Είναι το νοητό στάδιο όπου ο κάθε πιστός καλείται να δώσει τον προσωπικό του αγώνα για την ψυχοσωματική του κάθαρση από τους ρίπους της αμαρτίας. Να βιώσει την ορθόδοξη πνευματικότητα, η οποία ταυτίζεται με την ανάκτηση της αυθεντικής του φύσεως, από τη φθορά και την αμαρτία, «εις μέτρον ηλικίας του πληρώματος του Χριστού» (Εφ.4,13). Η προπαρασκευή μας για τον εορτασμό του Πάσχα είναι ταυτόσημη με την πνευματική μας προαγωγή και ωρίμανση, ώστε να καταστούμε «σύμμορφοι της εικόνος του Υιού (του Θεού)» (Ρωμ.8,29). Ολόκληρο το πνευματικό κλίμα, οι ιερές ακολουθίες, τα τιμώμενα πρόσωπα και οι μνήμες γεγονότων είναι ένα συνεχές και κραυγαλέο κάλεσμα να έρθουμε «εις εαυτόν» (Λουκ.15,17).
Την ιερή αυτή περίοδο προβάλλονται ιδιαιτέρως ορισμένα ιερά πρόσωπα της Εκκλησίας μας, τα οποία διέπρεψαν στην αρετή, ως ζωντανά παραδείγματα για τους πιστούς. Ένα τέτοιο από αυτά τα ιερά πρόσωπα είναι και η αγία Μαρία την Αιγυπτία, η οποία κατέστη συνώνυμη με τη συντριβή και τη μετάνοια και που τιμάται την Ε΄ Κυριακή των Νηστειών. Προβάλλεται από την Εκκλησία μας ως λαμπρό παράδειγμα μεταστροφής αμαρτωλού ανθρώπου, αφού με την αποφασιστική της μετάνοια και τον πνευματικό της αγώνα έφτασε σε μεγάλα ύψη αγιότητας. Προβάλλεται ως πρότυπο στους πιστούς για να καταλάβουν ότι το μεγάλο πρόβλημα δεν είναι τόσο η αμαρτία, όσο μεγάλη και αν είναι, αλλά η εμμονή στην αμαρτία, η αμετανοησία, την οποία η Εκκλησία μας χαρακτηρίζει ως βλασφημία κατά του Αγίου Πνεύματος (Μάρκ.3,29)! 
Το ιερό συναξάρι της αναφέρει πως έζησε τον 6ο μ.Χ αιώνα. Καταγόταν από την Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου και ασκούσε το επαίσχυντο επάγγελμα της πορνείας από τα δώδεκα κιόλας χρόνια της. Ήταν δε τόσο πωρωμένη στην αμαρτία ώστε ο επαγγελματισμός είχε δευτερεύουσα σημασία. Ασκούσε την πορνεία κυρίως για ηδονιστική απόλαυση, σε τέτοια ηθική κατάπτωση είχε περιέλθει!
Αναζητούσε συνεχώς πορνικούς πελάτες στα μεγάλα λιμάνια και τις πολυπληθείς πόλεις. Κάποτε πληροφορήθηκε πως στην Ιερουσαλήμ συγκεντρωνόταν πολύς κόσμος. Σκέφτηκε πως αν μετέβαινε εκεί θα έβρισκε πελάτες. Έτσι αποφάσισε να ταξιδέψει στην Παλαιστίνη. Βρήκε κάποιο πλοίο, πλήρωσε το ναύλο με το κορμί της και έφτασε στην Ιερουσαλήμ και οδηγήθηκε στον πανίερο ναό της Αναστάσεως. Επιχείρησε να εισέλθει στον ιερό αυτό χώρο, μήπως και έβρισκε εκεί εραστές. Μέχρι εκεί είχε φτάσει ο πορνικός της παραλογισμός.
Όμως μια αόρατη δύναμη την εμπόδιζε να εισέλθει στο ναό. Όσο και αν προσπαθούσε δε μπορούσε να μπει. Τέσσερις φορές απωθήθηκε μυστηριωδώς. Απόρησε και άρχισε για πρώτη φορά στη ζωή της να προβληματίζεται. Μια μυστική φωνή ακούστηκε στην ψυχή της, η οποία ξύπνησε τη ναρκωμένη από την αμαρτία συνείδησή της. Κατάλαβε πως αυτό που επιχειρούσε ήταν φρικτή ιεροσυλία και ανείπωτη ασέβεια. Προσπαθούσε να βεβηλώσει τον άγιο τόπο, που σταυρώθηκε, τάφηκε και ανέστη ο Κύριος Ιησούς Χριστός. Καυτά δάκρυα μετάνοιας άρχισαν να κυλούν από τα λάγνα μάτια της. Είναι ολοφάνερο πως εκεί την οδήγησε η θεία πρόνοια να σωθεί, διότι η ψυχή της, παρ’ όλη την πώρωσή της, ήταν δεκτική στη μετάνοια και τη σωτηρία. Εν ριπή οφθαλμού άλλαξε γνώμη. Ήθελε να εισέλθει στο ναό, όχι πια να συναντήσει πορνικούς εραστές, αλλά για να συναντήσει το Νυμφίο της ταλαίπωρης και βασανισμένης ψυχής της, το Σωτήρα Χριστό. Παρακαλούσε να παραμερισθεί το αόρατο εμπόδιο και να μπει, να προσκυνήσει τον Πανάγιο Τάφο του Κυρίου. Έτσι και έγινε. Ο Θεός της επέτρεψε να μπει και να προσκυνήσει.
Αυτή ήταν μια νέα αφετηρία για τη ζωή της. Έφυγε ευθείς για την έρημο της Ιουδαίας. Πέταξε τα προκλητικά πολυτελή ενδύματα και ντύθηκε τραχύ ασκητικό σάκο. Απαρνήθηκε τις απολαύσεις της ζωής και ακολούθησε το βίο της άσκησης. Κατόρθωσε να ανέλθει σε ύψη αγιότητας. Το πρώην αμαρτωλό σαρκίο της έγινε πλέον θεοφόρο σκήνωμα, κατοικητήριο του Θεού.
Ο διάβολος μεταχειρίζεται μύριους τρόπους να παρασύρει και να κρατήσει τους αμαρτωλούς στην αμαρτία. Ο πιο ύπουλος τρόπος και η πιο δόλια παγίδα είναι η μη συνειδητοποίηση της αμαρτωλότητας από τους «πεποιθότας εφ’ εαυτοίς ότι εισί δίκαιοι» (Λουκ. 18, 9). Ο πονηρός προκαλεί πνευματική αφασία στον αμαρτωλό, ώστε να μην έχει τη συναίσθηση της αμαρτίας και κατά συνέπεια να μην αισθάνεται την ανάγκη της μετάνοιας. Εκτός από τα φτηνά δέλεαρ του κόσμου για να μας παρασύρει στην αμαρτία, μεταχειρίζεται και τον δοκιμασμένο τρόπο της απογοήτευσης, υποβάλλοντας στον αμαρτωλό ότι η αμαρτία του είναι τόσο μεγάλη που δεν παίρνει μετάνοια. Η Εκκλησία μας όμως διατρανώνει το κάλεσμά Της σε κάθε άνθρωπο, με το στόμα του ιερού Χρυσοστόμου, πως «Όσον σπινθήρ προς πέλαγος, τοσούτον κακία προς την του Θεού φιλανθρωπίαν» ( Ε.Π. Migne 49, 336-337).
Η μετάνοια αποτελεί κορυφαίο κεφάλαιο της χριστιανικής μας πίστεως, διότι μέσα στην Εκκλησία έχει τη δυνατότητα ο πιστός να μετανοήσει και να επανέρθει στην «κατά φύσιν» ζωή του. Αποτελεί κατά τους Πατέρες τη διαρκή ανανέωση του χαρίσματος, που λαμβάνει ο νεοφώτιστος κατά το άγιο Βάπτισμα, να ανήκει ψυχοσωματικά στο μυστικό σώμα του Χριστού και να έχει τη δυνατότητα της σωτηρίας δια του Χριστού. Είναι η θεία διαδικασία η οποία μεταμορφώνει οντολογικά τον άνθρωπο σε νέα ύπαρξη.
Αναφέρονται άπειρα παραδείγματα από την ιστορία της Εκκλησίας μας όπου άνθρωποι απόλυτα αμαρτωλοί, μεταφέροντας στο είναι τους φρικτά εγκλήματα και βορβόρους ηθικών παρεκτροπών, μεταβλήθηκαν σε χαρισματικές και αγίες προσωπικότητες, προκαλώντας συχνά τα ειρωνικά σχόλια των εκτός της Εκκλησίας επικροτών Της. Όμως αυτή είναι η αποστολή της Εκκλησίας στον κόσμο, να ανασέρνει από τους δυσώδεις βόθρους της αμαρτίας πεσόντα ανθρώπινα πρόσωπα, να τα καθαρίζει από τους ψυχοσωματικούς των ρίπους και να τα καθιστά φωτεινές προσωπικότητες, αντάξιες της αξίας τους ως εικόνες του Θεού! Αυτό είναι το άφθαστο μεγαλείο της ειλικρινούς μετάνοιας. Αυτή είναι η αήττητη δύναμη, η οποία απορρέει από την προσωπική συντριβή και τη μεταστροφή και η οποία εξυψώνει τον άνθρωπο στη σφαίρα της θεώσεως. 
Πρέπει να συνειδητοποιήσουμε πως οι κρουνοί του θείου ελέους και της φιλανθρωπίας είναι ακένωτοι. Φτάνει να πάρουμε τη μεγάλη και συνάμα σωτήρια απόφαση να ανορθωθούμε από το βρώμικο δεσμωτήριο της αμαρτίας, όπου βρισκόμαστε δεμένοι, επειδή το θέλουμε εμείς! Το κλειδί των χειροπεδών μας το κρατάμε εμείς, όπως κρατάμε και το κλειδί της Βασιλείας του Θεού, που είναι η μετάνοιά μας! Ο μετανοών ληστής, ο πρώτος ένοικος του Παραδείσου, μπήκε σ’ αυτόν, «βαλών κλείδα το μνήσθητί μου»! Η άγια Μαρία η Αιγυπτία είναι ζωντανό παράδειγμα ειλικρινούς μετάνοιας, η οποία δείχνει το δρόμο της μεταμέλειας σε κάθε πιστό. Αποδεικνύει περίτρανα πως ο κάθε άνθρωπος, όσο αμαρτωλός και αν είναι, είναι καλεσμένος για σωτηρία, φτάνει να μετανοήσει ειλικρινά. Αυτό είναι το μεγαλείο και η ειδοποιός διαφορά του Χριστιανισμού από τα άλλα θρησκεύματα. Γι’ αυτό και η σεπτή και αγία μορφή της αγίας Μαρίας προβάλλεται και τιμάται αυτή την κατ’ εξοχήν περίοδο της μετάνοιας από την Εκκλησία μας.

Λάμπρος Σκόντζος

Μετάνοια



Εἰς τό Ὄνομα τοῦ Πατρός καί τοῦ Υἱοῦ καί τοῦ Ἁγίου Πνεύματος.

Ἰδού ἡ πέμπτη Κυριακή τῆς Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς, ἡ Κυριακή [πού σφραγίζει τήν ἑβδομάδα] τῶν μεγάλων ἀγρυπνιῶν καί τῶν μεγάλων ἀσκήσεων, τήν ἑβδομάδα τῶν μεγάλων θρήνων καί ἀναστεναγμῶν, ἡ Κυριακή τῆς πιό μεγάλης μεταξύ τῶν ἁγίων γυναικῶν Ἁγίας, τῆς ὁσίας μητρός ἡμῶν Μαρίας τῆς Αἰγυπτίας…

Σαράντα ἑπτά χρόνια ἔκανε στήν ἔρημο, καί ὁ Κύριος τῆς ἔδωσε ἐκεῖνο πού σπάνια δίνει σέ κάποιον ἀπό τούς Ἁγίους. Χρόνια ὁλόκληρα δέν γεύθηκε ψωμί καί νερό. Στήν ἐρώτησι τοῦ ἀββᾶ Ζωσιμᾶ ἐκείνη ἀπάντησε: «Οὐκ ἐπ’ ἄρτῳ μόνῳ ζήσεται ἄνθρωπος» (Ματθ. δ΄ 4). Ὁ Κύριος τήν ἔτρεφε μέ ἕναν ἰδιαίτερο τρόπο καί τήν ὡδηγοῦσε στήν ἐρημητική ζωή, στούς ἐρημητικούς της ἀγῶνες.

Καί ποιό ἦταν τό ἀποτέλεσμα; Ἡ Ἁγία μετέτρεψε τήν κόλασί της σέ παράδεισο! Νίκησε τόν διάβολο καί ἀνέβηκε ψηλά στόν Θεό! Πῶς, μέ τί; Μέ τήν νηστεία καί τήν προσευχή, μέ νηστεία καί προσευχή! Διότι ἡ νηστεία, ἡ νηστεία μαζί μέ τήν προσευχή, εἶναι δύναμις πού νικᾶ τά πάντα. Ἕνας θαυμάσιος ὕμνος τῆς Μεγ. Τεσσαρακοστῆς λέγει: «ἀκολουθήσωμεν τῷ διά νηστείας ἡμῖν, τήν κατά τοῦ διαβόλου νίκην ὑποδείξαντι, Σωτῆρι τῶν ψυχῶν ἡμῶν». Μέ τήν νηστεία μᾶς ἔδειξε τήν νίκη κατά τοῦ διαβόλου… Δέν ὑπάρχει ἄλλο ὅπλο, δέν ὑπάρχει ἄλλο μέσον.

Νηστεία! Ἰδού τό μέσον γιά νά νικήσῃς τόν διάβολο, τόν κάθε διάβολο. Παράδειγμα νίκης, ἡ ἁγία Μαρία ἡ Αἰγυπτία. Τί θεία δύναμις ἡ νηστεία! Νηστεία δέν εἶναι τίποτε ἄλλο παρά νά σταυρώνῃς τό σῶμα, νά σταυρώνῃς τό σῶμα, νά σταυρώνῃς ὁ ἴδιος τόν ἑαυτό σου.

Ἐφ’ ὅσον ὑπάρχει σταυρός, ἡ νίκη εἶναι σίγουρη. Τό σῶμα τῆς πρώην πόρνης τῆς Ἀλεξανδρείας, τῆς Μαρίας, μέ τήν ἁμαρτία παραδόθηκε στήν δουλεία τοῦ διαβόλου. Ἀλλά ὅταν ἀγκάλιασε τόν Σταυρό τοῦ Χριστοῦ, ὅταν πῆρε αὐτό τό ὅπλο στά χέρια της, νίκησε τόν διάβολο. Νηστεία εἶναι ἡ ἀνάστασις τῆς ψυχῆς ἐκ νεκρῶν. Ἡ νηστεία καί ἡ προσευχή ἀνοίγουν τά μάτια τοῦ ἀνθρώπου, ὥστε νά ἀντικρύσῃ καί νά καταλάβῃ πραγματικά τόν ἑαυτό του, νά ἰδῇ τόν ἑαυτό του. Βλέπει τότε ὅτι κάθε ἁμαρτία στήν ψυχή του εἶναι ὁ τάφος του, ὁ τάφος, ὁ θάνατός του. Καταλαβαίνει ὅτι ἡ ἁμαρτία μέσα στήν ψυχή του δέν κάνει τίποτε ἄλλο ἀπό τό νά μετατρέπῃ σέ πτώματα ὅλα ὅσα ἀνήκουν στήν ψυχή: τούς λογισμούς της, τά συναισθήματά της καί τίς διαθέσεις της· σειρά ἀπό τάφους. Καί τότε…, τότε ξεχύνεται θρηνητική κραυγή ἀπό τήν ψυχή: «Πρίν εἰς τέλος ἀπόλωμαι, σῶσον με». Αὐτή εἶναι ἡ κραυγή μας κατά τήν ἁγία αὐτή ἑβδομάδα: Κύριε, προτοῦ χαθῶ τελείως, σῶσε με. Ἔτσι προσευχηθήκαμε αὐτή τήν ἑβδομάδα στόν Κύριο, τέτοιες προσευχητικές ἀναβοήσεις μᾶς παρέδωσε στόν Μεγάλο Κανόνα του ὁ μεγάλος ἅγιος πατήρ ἡμῶν Ἀνδρέας Κρήτης.

«Κύριε, πρίν εἰς τέλος ἀπόλωμαι, σῶσόν με». Αὐτή ἡ κραυγή μᾶς ἀφορᾶ ὅλους, ὅλους ὅσους ἔχουμε ἁμαρτίες. Ποιός δέν ἔχει ἁμαρτίες; Εἶναι ἀδύνατον νά κυττάξῃς τόν ἑαυτό σου νά μή εὕρῃς κάπου, σέ κάποια γωνία τῆς ψυχῆς σου, νά μή ἐντοπίσῃς σέ κάποια ἄκρη της μία ξεχασμένη ἴσως ἁμαρτία. Καί… κάθε ἁμαρτία, γιά τήν ὁποία δέν ἔχεις μετανοήσει, εἶναι ὁ τάφος σου, εἶναι ὁ θάνατός σου. Καί ἐσύ, γιά νά μπορέσῃς νά σωθῇς καί νά ἀναστήσῃς τόν ἑαυτό σου ἀπό τόν τάφο σου, κρᾶζε μέ τίς προσευχητικές θρηνητικές κραυγές τῆς Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς: «Κύριε, πρίν εἰς τέλος ἀπόλωμαι, σῶσόν με».

Ἄς μή ξεγελᾶμε τόν ἑαυτό μας, ἀδελφοί, ἄς μή ἀπατώμεθα. Καί μία μόνο ἁμαρτία ἄν ἔμεινε στήν ψυχή σου, καί σύ δέν μετανοεῖς καί δέν τήν ἐξομολογεῖσαι ἀλλά τήν ἀνέχεσαι μέσα σου, αὐτή ἡ ἁμαρτία θά σέ ὁδηγήσῃ στό βασίλειο τῆς κολάσεως. Γιά τήν ἁμαρτία δέν ὑπάρχει τόπος στόν παράδεισο τοῦ Θεοῦ. Γιά τήν ἁμαρτία δέν ὑπάρχει τόπος στήν Βασιλεία τῶν Οὐρανῶν. Γιά νά ἀξιωθῇς τῆς Βασιλείας τῶν Οὐρανῶν, φρόντισε νά ἀποδιώξῃς ἀπό μέσα σου κάθε ἁμαρτία, νά ξεριζώσῃς ἀπό μέσα σου διά τῆς μετανοίας κάθε ἁμαρτία. Διότι, τίποτε δέν γλυτώνει ἀπό τήν μετάνοια τοῦ ἀνθρώπου. Τέτοια δύναμι ἔδωσε ὁ Κύριος στήν Ἁγία Μετάνοια.

Κοίταξε! Ἀφοῦ ἡ μετάνοια μπόρεσε νά σώσῃ μία τόσο μεγάλη ἄσωτη γυναῖκα, ὅπως ἦταν κάποτε ἡ Μαρία ἡ Αἰγυπτία, πῶς νά μή σώσῃ καί ἄλλους ἁμαρτωλούς, τόν κάθε ἁμαρτωλό, καί τόν πιό μεγάλο ἁμαρτωλό καί ἐγκληματία; Ναί, ἡ Ἁγία καί Μεγάλη Τεσσαρακοστή εἶναι τό πεδίο τῆς μάχης, ἐπί τοῦ ὁποίου ἐμεῖς οἱ Χριστιανοί μέ τήν νηστεία καί τήν προσευχή νικᾶμε τόν διάβολο, νικᾶμε ὅλες τίς ἁμαρτίες, νικᾶμε ὅλα τά πάθη καί ἐξασφαλίζουμε στόν ἑαυτό μας τήν ἀθανασία καί τήν αἰώνιο ζωή. Στήν ζωή τῶν ἁγίων καί ἀληθινῶν Χριστιανῶν ὑπάρχουν ἀναρίθμητα παραδείγματα πού δείχνουν ὅτι ὄντως μόνο μέ τήν προσευχή καί τήν νηστεία ἐμεῖς οἱ Χριστιανοί νικᾶμε τούς δαίμονες, ὅλους ἐκείνους πού μᾶς βασανίζουν καί θέλουν νά μᾶς παρασύρουν στό βασίλειο τοῦ κακοῦ, στήν κόλασι. Αὐτή ἡ Ἁγία Νηστεία…! εἶναι νηστεία τῶν ἁγίων ἀρετῶν μας. Κάθε ἁγία ἀρετή ἀνασταίνει τήν ψυχή μου καί τήν ψυχή σου ἐκ τῶν νεκρῶν.

Προσευχή! Τί εἶναι ἡ προσευχή; Εἶναι ἡ μεγάλη ἀρετή πού σέ ἀνασταίνει καί μέ ἀνασταίνει. Σηκώθηκες μήπως γιά προσευχή, ἔκραξες πρός τόν Κύριο νά καθαρίσῃ τήν ψυχή σου ἀπό τίς ἁμαρτίες, ἀπό τό κάθε κακό, ἀπό κάθε πάθος; Τότε οἱ τάφοι σου καί οἱ τάφοι μου ἀνοίγουν καί οἱ νεκροί ἀνασταίνονται. Ὅ,τι εἶναι ἁμαρτωλό φεύγει, ὅ,τι σύρει πρός τό κακό ἐξαφανίζεται. Ἡ ἁγία προσευχή ἀνασταίνει τόν καθένα ἀπό μᾶς, ὅταν εἶναι εἰλικρινής, ὅταν φέρνει ὅλη τήν ψυχή στόν οὐρανό, ὅταν ἐσύ μέ φόβο καί τρόμο λέγῃς στόν Κύριο: Δές, δές τούς τάφους μου, ἀναρίθμητοι εἶναι οἱ τάφοι μου, Κύριε! Μέσα σέ κάθε ἕναν ἀπό αὐτούς τούς τάφους, νά’την ἡ ψυχή μου, νά’την νεκρή, μακρυά ἀπό Σένα, Κύριε! Εἰπέ λόγον καί ἀνάστησον πάντας τούς νεκρούς μου! Διότι, Σύ, Σύ, Κύριε, μᾶς ἔδωσες πολλές θεῖες δυνάμεις νά μᾶς ἀνασταίνουν διά τῆς ἁγίας Ἀναστάσεως, νά μᾶς ἀνασταίνουν ἀπό τόν τάφο τῆς ραθυμίας.

Ναί, μέ τήν ἁμαρτία, μέ τά πάθη μας, πεθαίνουμε ψυχικά. Ἡ ψυχή ἀποθνήσκει, ὅταν χωρίζεται ἀπό τόν Θεό. Ἡ ἁμαρτία εἶναι δύναμις πού χωρίζει τήν ψυχή ἀπό τόν Θεό. Καί ἐμεῖς, ὅταν ἀγαπᾶμε τήν ἁμαρτία, ὅταν ἀγαπᾶμε τίς ἁμαρτωλές ἡδονές, στήν πραγματικότητα ἀγαπᾶμε τόν θάνατό μας, ἀγαπᾶμε τούς τάφους, τούς δυσώδεις τάφους, μέσα στούς ὁποίους ἡ ψυχή μας ἀποσυντίθεται.

Ἀντίθετα, ὅταν ἀνανήψουμε, ὅταν μέ τόν κεραυνό τῆς μετανοίας χτυπήσουμε τήν καρδιά μας, τότε…, τότε οἱ νεκροί μας ἀνασταίνονται. Τότε ἡ ψυχή μας νικᾶ ὅλους τούς φονεῖς της, νικᾶ τόν κατεξοχήν δημιουργό ὅλων τῶν ἁμαρτιῶν, τόν διάβολο, νικᾶ μέ τήν δύναμι τοῦ Ἀναστάντος Κυρίου Ἰησοῦ Χριστοῦ.

Γι’ αὐτό, γιά μᾶς τούς Χριστιανούς δέν ὑπάρχει ἁμαρτία πιό ἰσχυρή ἀπό μᾶς. Νά εἶσαι βέβαιος ὅτι πάντοτε εἶσαι δυνατώτερος ἀπό κάθε ἁμαρτία πού σέ βασανίζει, πάντοτε εἶσαι δυνατώτερος ἀπό κάθε πάθος πού σέ βασανίζει. Πῶς; –ἐρωτᾶς. Μέ τήν μετάνοια! Καί τί εἶναι εὐκολώτερο ἀπό αὐτήν; Πάντοτε μπορεῖς μέσα σου, μέσα στήν ψυχή σου, νά κραυγάζῃς: «Κύριε, πρίν εἰς τέλος ἀπόλωμαι, σῶσόν με». Ἡ βοήθεια τοῦ Θεοῦ δέν θά σέ παραβλέψῃ. Θά ἀναστήσῃς τόν ἑαυτό σου ἀπό τούς νεκρούς καί θά ζῇς σ’ αὐτόν τόν κόσμο σάν κάποιος πού ἦρθε ἀπό ἐκεῖνον τόν κόσμο, πού ἀναστήθηκε καί ζῆ μία νέα ζωή, τήν ζωή τοῦ Ἀναστάντος Κυρίου, πού ὑπάρχουν μέσα του ὅλες οἱ θεῖες δυνάμεις, ἔτσι ὥστε καμμία ἁμαρτία πλέον δέν μπορεῖ νά σέ φονεύσῃ. Ἴσως νά ξαναπέφτῃς, ἀλλά πλέον γνωρίζεις, γνωρίζεις τό ὅπλο, γνωρίζεις τήν δύναμι μέ τήν ὁποία ἀνασταίνεσαι ἐκ τῶν νεκρῶν. Ἄν πενήντα φορές τήν ἡμέρα ἁμαρτήσῃς, ἄν πενήντα φορές ντροπιασθῇς, ἄν πενήντα τάφους σκάψῃς σήμερα, μόνο φώναξε: «Κύριε, δός μου μετάνοια. Πρίν εἰς τέλος ἀπόλωμαι, σῶσόν με».

Ὁ Ἀγαθός Κύριος, ὁ ὁποῖος γνωρίζει τήν ἀσθένεια καί ἀδυναμία τῆς ἀνθρωπίνης ψυχῆς καί τῆς ἀνθρωπίνης θελήσεως, εἶπε: Ἔλα, ἀδελφέ. Ἀκόμη κι ἄν ἑβδομηκοντάκις τήν ἡμέρα ἁμαρτήσῃς, πάλι ἔλα καί πές: ἥμαρτον (Ματθ. ιη΄, 21-22). Αὐτό ἐντέλλεται ὁ Κύριος σέ ἐμᾶς τούς ἀνθρώπους, τούς ἀσθενεῖς καί ἀδυνάτους. Συγχωρεῖ τούς ἁμαρτωλούς. Γι’ αὐτό καί δήλωσε ὅτι χαρά μεγάλη γίνεται ἐν τῷ οὐρανῷ ἐπί ἐνί ἁμαρτωλῷ μετανοοῦντι ἐπί τῆς γῆς (πρβλ. Λουκ. ιε΄ 7). Ὅλος ὁ οὐράνιος κόσμος ἀτενίζει σέ σένα, ἀδελφέ καί ἀδελφή, πῶς ζῆς στήν γῆ. Πέφτεις στήν ἁμαρτία καί δέν μετανοεῖς; Νά, οἱ Ἄγγελοι κλαῖνε καί θλίβονται στόν Οὐρανό ἐξ αἰτίας σου. Μόλις ἀρχίσῃς νά μετανοῇς, νά, οἱ Ἄγγελοι στόν Οὐρανό χαίρονται, καί σάν οὐράνιοι ἀδελφοί σου χορεύουν…

Νά ἡ σημερινή μεγάλη ἁγία, ἡ Μαρία ἡ Αἰγυπτία. Πόσο ἁμαρτωλή! Ἀπό αὐτήν ὁ Κύριος ἔκανε μία ἁγία ὕπαρξι σάν τά Χερουβίμ. Μέ τήν μετάνοια ἔγινε ἰσάγγελη, μέ τήν μετάνοια κατέστρεψε τήν κόλασι, στήν ὁποία βρισκόταν, καί ἀνέβηκε ὁλόκληρη στόν παράδεισο τοῦ Χριστοῦ. Δέν ὑπάρχει Χριστιανός ἀδύνατος σ’ αὐτόν τόν κόσμο, ἔστω κι ἄν τοῦ ἐπιτίθενται οἱ φρικωδέστερες ἁμαρτίες καί πειρασμοί αὐτοῦ τοῦ κόσμου. Ἀρκεῖ μόνο ὁ Χριστιανός νά μή ξεχάσῃ τά μεγάλα του ὅπλα: τήν μετάνοια, τήν προσευχή, τήν νηστεία· νά ἐπιδοθῇ σέ κάποια εὐαγγελική ἄσκησι, σέ κάποια ἀρετή: εἴτε στήν προσευχή, εἴτε στήν νηστεία, εἴτε στήν εὐαγγελική ἀγάπη, εἴτε στήν εὐσπλαχνία. Ἄς θυμηθοῦμε τούς μεγάλους Ἁγίους τοῦ Θεοῦ, ἄς θυμηθοῦμε τήν ἑορταζομένη σήμερα μεγάλη Ἁγία, τήν ὁσία Μητέρα μας Μαρία τήν Αἰγυπτία, καί ἄς εἴμαστε βέβαιοι ὅτι ὁ Κύριος θά εἶναι εὔκαιρος βοηθός μας. Ἡ ἁγία Μαρία ἐβίωσε τόσο θαυμαστή βοήθεια ἀπό τήν Ὑπεραγία Θεοτόκο καί σώθηκε ἀπό τήν φοβερή της κόλασι, ἀπό τούς φοβερούς της δαίμονες. Ἡ Ὑπεραγία Θεοτόκος καί σήμερα καί πάντοτε μᾶς βοηθεῖ σέ ὅλες τίς εὐαγγελικές μας ἀρετές: στήν προσευχή, καί στήν νηστεία, καί στήν ἀγρυπνία, καί στήν ἀγάπη, καί στούς οἰκτιρμούς, καί στήν ὑπομονή, καί σέ κάθε ἄλλη ἀρετή. Εὔχομαι νά μᾶς βοηθῇ πάντα καί νά μᾶς καθοδηγῇ…

Γι’ αὐτό, ποτέ νά μήν ἀποκάμῃς στόν ἀγῶνα καί στόν πόλεμο μέ τίς ἁμαρτίες σου… Σέ ὅλες τίς δυσκολίες σου καί στίς πιό μεγάλες πτώσεις σου νά θυμᾶσαι τήν κραυγή αὐτῆς τῆς ἁγίας ἑβδομάδος, πού ἔχει τήν δύναμι νά σέ ἀναστήσῃ: «Κύριε, πρίν εἰς τέλος ἀπόλωμαι, σῶσόν με».

π. Ἰουστίνου Πόποβιτς – Ομιλία εις την E΄ Κυριακή των νηστειών (1965)

Μετάφρασις ἀδελφῶν τῆς Ἱερᾶς Μονῆς
Ὁσίου Γρηγορίου Ἁγίου Ὄρους, ἀπό τό βιβλίο
PASHALNE BESEDE (Πασχαλινές Ὁμιλίες),
Βελιγράδι 1998


''Τέχνη πουλάω, δεν πουλάω μπράτσα''. Η τέχνη της Ευχής





Στα πλαίσια του κατηχητικού μαθήματος νέων (και μεγαλυτέρων) του πρωτοπρεσβυτέρου Νικολάου Μανώλη, στον Ιερό Βυζαντινό Ναό Προφήτου Ηλιού Θεσσαλονίκης, εκτάκτως στις 15 Μαρτίου 2011, μας τίμησε με την παρουσία του, ο καθηγούμενος της Ι. Μονής Κωνσταμονίτου Αγίου Όρους, πανοσιολογιότατος Αρχιμανδρίτης γέρων Αγάθων. Κατόπιν παρακλήσεώς μας, ομίλησε στη σύναξη. Στο συγκεκριμένο απόσπασμα ομιλεί για την τέχνη της Ευχής.

Ὁ Χριστὸς προσκαλεῖ τὴν ἁμαρτωλὴ ψυχή



Γιατὶ μὲ ἐγκατέλειψες, ἄνθρωπε; Γιατὶ ἀποστράφηκες ἀπὸ τὸν ἀγαπήσαντά σε; Γιατὶ πάλιν ἑνώθηκες μὲ τὸν ἐχθρό μου; Θυμήσου πώς κατέβηκα γιά σένα ἀπὸ τοὺς οὐρανούς. Θυμήσου πώς ἔγινα γιά σένα σάρκα. Θυμήσου πώς γεννήθηκα γιά σένα ἀπὸ τὴν Παρθένο. Θυμήσου πώς ἔγινα γιά σένα βρέφος. Θυμήσου πώς ταπεινώθηκα γιά σένα. Θυμήσου πώς ἐφτώχυνα γιά σένα. Θυμήσου πώς ἔζησα γιά σένα ἐπὶ τῆς γῆς. Θυμήσου πώς ὑπέμεινα γιά σένα διωγμούς.
Θυμήσου πώς ἀποδέχτηκα, γιά σένα, τὶς κακολογίες,τὶς ὕβρεις, τὶς ἀτιμώσεις, τὶς πληγές, τοὺς ἐμπτυσμούς,τοὺς κολαφισμούς, τὶς κοροϊδίες καὶ τὶς καταδίκες. Θυμήσου πώς γιά σένα «μετὰ ἀνόμων ἐλογίσθην». Θυμήσου πώς γιά σένα ἔλαβα τὸν ἀτιμωτικὸ θάνατο. Θυμήσου πώς γιά σένα ἐνταφιάστηκα. Κατέβηκα ἀπὸ τοὺς οὐρανοὺς γιά νά σὲ ἀνεβάσω στούς οὐρανούς. Ταπεινώθηκα γιά νά σὲ ὑψώσω. Ἐπτώχευσα γιά νά σὲ πλουτίσω. Ἀτιμάστηκα γιά νά σὲ δοξάσω. Πληγώθηκα γιά νά σὲ ζωντανέψω.
Ἐσὺ ἔκανες τὴν ἁμαρτία, καὶ Ἐγὼ πῆρα αὐτὴ τὴν ἁμαρτία ἐπάνω μου. Ἐσὺ φταῖς, καὶ Ἐγὼ ἐκτελέστηκα. Ἐσὺ εἶσαι ὀφειλέτης, καὶ Ἐγὼ πλήρωσα τὸ χρέος. Ἐσὺ...
καταδικάστηκες σὲ θάνατο, καὶ Ἐγὼ πέθανα γιά σένα.
Μὲ προσέλκυσε νά τὸ κάνω ἡ ἀγάπη μου καί ἡ εὐσπλαχνία μου. Δέν μπόρεσα νά ἀντέξω νά ὑποφέρεις, εὑρισκόμενος σὲ τόση δυστυχία. Καὶ ἐσὺ περιφρονεῖς αὐτὴν τὴν ἀγάπη μου; Ἀντὶ ἀγάπης μοῦ ἀνταποδίδεις τὸ μῖσος. Ἀντὶ Ἐμένα ἀγαπᾶς τὴν ἁμαρτία. Ἀντὶ νά μὲ ὑπηρετεῖς, λειτουργεῖς τὰ πάθη σου. Ἀλλὰ τὶ βρῆκες σὲ Μένα πού θὰ ἔπρεπε νά ἀποφύγεις;
Γιατὶ δέν θέλεις νά ἔρθεις σ΄ Ἐμένα; Ἀναζητᾶς καλὸ γιά τὸν ἑαυτὸ σου; Κάθε καλὸ τὸ ἔχω Ἐγώ. Ἀναζητᾶς τὴν μακαριότητα; Κάθε μακαριότητα τὴν ἔχω Ἐγώ. Ἀναζητᾶς τὴν ὀμορφιά; Τὶ ὑπάρχει πιὸ ὄμορφο ἀπὸ Μένα; Ἀναζητᾶς τὴν εὐγένεια; Ποιός εἶναι πιὸ εὐγενὴς ἀπὸ τὸν Υἱὸ τοῦ Θεοῦ καὶ τὴν Παρθένο; Ἀναζητᾶς τὸ ὑψηλό; Τὶ εἶναι πιὸ ὑψηλὸ ἀπὸ τὸ Βασιλέα τῶν οὐρανῶν;
Ἀναζητᾶς τὴν δόξα; Ποιός εἶναι πιὸ ἔνδοξος ἀπὸ Μένα; Ἀναζητᾶς τὸν πλοῦτο; Ὅλα τὰ πλούτη βρίσκονται σὲ Μένα. Ἀναζητᾶς τή σοφίᾳ; Ἐγὼ εἶμαι ἡ Σοφία τοῦ Θεοῦ. Ἀναζητᾶς τὴν φιλία; Ποιός εἶναι φιλικότερος ἀπὸ Μένα, πού ἔδωσα τὴν ψυχή μου γιά ὅλους σας; Ἀναζητᾶς τὴν βοήθεια; Ποῖος μπορεῖ νά σὲ βοηθήσει ἐκτὸς ἀπὸ Μένα;
Ἀναζητᾶς τὸν γιατρό; Ποιός μπορεῖ νά σὲ θεραπεύσει ἐκτὸς ἀπὸ Μένα; Ἀναζητᾶς τὴν ἀγαλλίαση; Ποιός θὰ σοῦ τὴν δώσει ἐκτὸς ἀπὸ Μένα; Ἀναζητᾶς τὴν παρηγορία μέσα στίς θλίψεις σου; Ποιός θὰ σὲ παρηγορήσει ἐκτὸς ἀπὸ Μένα; Ἀναζητᾶς τὴν ἡσυχία; Σ’ ἐμένα θὰ βρεῖς τὴν ἡσυχία γιά τὴν ψυχή σου. Ἀναζητᾶς τὴν εἰρήνη; Ἐγὼ εἶμαι ἡ εἰρήνη τῆς ψυχῆς.
Ἀναζητᾶς τή ζωή; Ἐγὼ ἔχω πηγὴ ζωῆς. Ἀναζητᾶς τὸ φῶς; Ἐγὼ εἶμαι τὸ φῶς τοῦ κόσμου. Ἀναζητᾶς τὴν ἀλήθεια; Ἐγὼ εἶμαι ἡ ἀλήθεια. Ἀναζητᾶς τὴν ὁδό; Ἐγὼ εἶμαι ἡ ὁδός. Ἀναζητᾶς τὸν ὁδηγὸ στόν Οὐρανό; Ἐγὼ εἶμαι ὁ πιστὸς ὁδηγός. Λοιπόν, γιατὶ δέν θέλεις νά ἔρθεις σ’ Μένα; Δέν τολμᾶς νά μὲ πλησιάσεις; Ποιός, ἀλήθεια, εἶναι πιὸ εὐπρόσιτος ἀπὸ Μένα; Φοβᾶσαι νά Μὲ παρακαλεῖς; Πότε, ἀλήθεια, ἀρνήθηκα νά πραγματοποιήσω κάτι, ὅταν Μὲ παρακαλέσαν μὲ πίστη;

Δέν σοῦ ἐπιτρέπουν οἱ ἁμαρτίες; Ὅμως Ἐγὼ πέθανα γιά τοὺς ἁμαρτωλούς. Στενοχωριέσαι γιά τὸ πλῆθος τῶν ἁμαρτιῶν σου; Ἀλλὰ ἡ εὐσπλαχνία μου εἶναι πιὸ μεγάλη. «Δεῦτε πρὸς Μὲ πάντες οἱ κοπιῶντες καὶ πεφορτισμένοι, κἀγὼ ἀναπαύσω ὑμᾶς».

Ἅγιος Τυχών Ζαγκόρσκ

Η Δύναμή Του και η αδυναμία μας…



Ο ευγενικός ζαχαροπλάστης είπε στο κοριτσάκι που κοιτούσε επίμονα στη βιτρίνα ένα κουτί με καραμέλες.
-Πάρε όσες χωράει η χούφτα σου.
Η μικρή δίστασε για λίγο κι έπειτα απάντησε:
-Μου τις δίνετε εσείς, σας παρακαλώ;
Το δικό σας χέρι είναι μεγαλύτερο από το δικό μου!
Διαβάζουμε και μελετούμε μέσα στο Λόγο του Θεού τις άφθονες υποσχέσεις Του για μας.
Θαυμάζουμε και απορούμε αν στ’αλήθεια μπορούν αυτά να γίνουν πραγματικότητα στη ζωή μας.
Στρέφουμε τα μάτια πάνω μας: αδυναμία, πίστη που κάθε τόσο κλονίζεται, πληγές από τον αγώνα μας με την αμαρτία μέχρι τώρα.
Μετά στρέφουμε τα μάτια γύρω μας:
Ποιος τα ζει όλα αυτά;
Ποιος τα κατάφερε ως τώρα;
Υπάρχει κανείς;
Κι έπειτα έρχεται και ο εχθρός της ψυχής μας και γελάει ξοπίσω μας
τρίβοντας τα χέρια του με τις αμφιβολίες μας: μην είσαι κουτός, αυτά δεν
γίνονται, είναι το τέλειο, το ιδανικό, εσύ δεν το μπορείς.
Τότε είναι ώρα να υψώσουμε τη ματιά προς τον Πατέρα.
Να ζητήσουμε τη δύναμη του Χριστού μέσα μας.
Να δείξουμε τις χούφτες μας, μικρές και αδύναμες, και να του πούμε: με το
δικό Σου το χέρι να μου τα δώσεις , Κύριε μου, γιατί είναι μεγάλο και
δυνατό.
Όπως το κοριτσάκι με τις καραμέλες.
Ο Απόστολος Παύλος έφτανε να καυχιέται με άφθαστη ευχαρίστηση για τις
αδυναμίες του, γιατί ακριβώς τότε φαίνεται η δύναμη του Θεού ολοκάθαρη
στη ζωή μας.
Εμπιστέψου Τον απόλυτα.
Όσα έχει γράψει στο Λόγο Του, για μας τά ’γραψε.
Είναι αλήθεια, όχι ανεκπλήρωτα όνειρα.
Είναι βλάσφημο να λέμε πως δεν γίνονται.
Όλα δικά μας με την πίστη.
Κύριε μου, πάρε Εσύ με το χέρι Σου και δώσε μου, σκέψου Εσύ με το μυαλό
Σου και πες μου, φώτησε Εσύ με το φως Σου και οδήγησέ με.
Εσύ μπορείς, όσα εγώ ούτε να φανταστώ ποτέ δεν μπόρεσα.

Περί Προσευχής



Οι Άγιοι Πατέρες μας επενόησαν διαφόρους πρακτικούς τρόπους αυτοσυγκεντρώσεως και ασκήσεως της μονολογίστου ευχής και επικλήσεως. Η εργασία αυτή ονομάζεται νήψις και καρδιακή ή νοερά προσευχή και ένας είναι ο κύριος σκοπός της, η τήρησι και φυλακή του νοός. Αν «η παράχρησις των νοημάτων γεννά την κατάχρησιν των πραγμάτων», που είναι και η κατ’ ενέργειαν αμαρτία, τότε επιβάλλεται η τήρησι του νοός, ώστε απ’ αυτή την πρώτη σκέψι, την «προσβολή», και εκ προοιμίων να αποκόπτεται η παντοειδής κακία και έτσι να επιτυγχάνεται ακόπως η σωτηρία. «Εις τας πρωΐας απέκτεινον πάντας τους αμαρτωλούς της γής» (Ψλ. 100, 8), λέγει ο Δαυίδ, και «θυγάτηρ Βαβυλώνος η ταλαίπωρος… μακάριος ος κρατήσει και εδαφιεί τα νήπιά σου προς την πέτραν» (Ψλ. 136, 8-9). Η αναφορά «εις τας πρωίας» και «τα νήπια» υπονοεί την προσβολή και την αρχή κάθε νοήματος.
Ως φραγμόν, λοιπόν, στον ακράτητο και ταχύρροπο νουν οι Πατέρες μας δεν βρήκαν άλλο μέσο ικανώτερο από την μνήμη του Θεού και με κατάλληλους όρους μας διδάσκουν τούτο. «Μνημονευτέον του Θεού ή αναπνευστέον» λέγει ο Άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος. «Ιησού μνήμη ενωθείτω τη πνοή σου» λέγει ο Ιωάννης της Κλίμακος. «Παράμενε τη διανοία και ου κοπιάσεις εν πειρασμοίς» λέγει Ησύχιος ο Πρεσβύτερος. Και Θεόδωρος ο Σιναΐτης λέγει επίσης «της μνήμης του Θεού εκλιπούσης ο των παθών τάραχος εν ημίν χώραν λαμβάνει».
Η συνεχής και ακριβής μνήμη του Θεού τηρουμένη είναι και λέγεται νήψις και οδηγεί εις πάσαν οδόν αρετής και εντολής του Θεού, καθώς λέγει και ο Δαυίδ «προορώμην τον Κύριον ενώπιόν μου διά παντός, ότι εκ δεξιών μου εστίν ίνα μη σαλευθώ» και «εμνήσθην του Θεού και ευφράνθην».
Οι Πατέρες μας διαιρούν σε διαφόρους τρόπους τα είδη της νήψεως, όσοι αναφέρονται ιδιαίτερα σε αυτήν. Ένας τρόπος είναι η προσοχή της διανοίας, όπου η φαντασία απεικονίζει την προσβολή, διότι είναι αδύνατον χωρίς φανταστικήν εικόνα να προκύψουν λογισμοί. Άλλος τρόπος είναι η διά της ευχής ησυχάζουσα καρδία και μη δεχομένη καμμία κίνησι λογισμών αυτό επιτυγχάνεται από όσους έφθασαν με προσπάθειαν και χάριν Θεού στην καρδιακήν ευχή. Άλλος πάλι τρόπος είναι η συνεχής και αδιάλειπτη επίκλησι του Κυρίου μας Ιησού Χριστού προς βοήθειαν μετά πολλής ταπεινώσεως. Και άλλος τρόπος, τέλος, είναι η συνεχής και αδιάλειπτη μνήμη του θανάτου. Στην ουσία και οι τέσσαρες αυτοί τρόποι τον ίδιο σκοπό έχουν, την συνεχή θεία μνήμη και επίκλησι που οι πάντες χρεωστούμε, εφόσον λάβαμε την εντολή «αδιαλείπτως προσεύχεσθε».
Στην τάξι των εισαγωγικών στα πνευματικά η επίμονη επίκλησι του Κυριακού ονόματος πρέπει να συνδυάζεται με την κατά το δυνατόν βία, έστω και αν ο νους δεν παραμένη στους λόγους της ευχής. Και τούτο, διότι είναι αδύνατο να κρατηθή ο νους στην αρχή της προσπαθείας αυτής, και μάλιστα ενώ είμεθα αμαρτωλοί με τόσα πάθη και στερούμεθα της μονίμου ενεργείας της θείας χάριτος. Σ’ αυτή την κατάστασι επιβάλλεται η επίμονη επίκλησι της ευχής του Κυρίου Ιησού, έως ότου η καλή συνήθεια επικρατήση και μειώση τον πολύ κόπο της προσπαθείας. Όταν, χάριτι Θεού, επιτευχθή η καλή συνήθεια, τότε ο νούς συστέλλεται από τον πρώτον σκορπισμό και «μετεωρισμό», διότι όσον εμείς επικαλούμεθα τον Κύριό μας τόσον Εκείνος λίγο-λίγο μας αποκαλύπτει τις ακτίνες της χάριτός Του και βλέπων ο νούς την γλυκύτητα της χάριτος ευκολώτερα παραμένει στους λόγους της ευχής.
Αν ο πιστός στην καλή συνέχεια της ευχής συνάψη και την κατά τα άλλα υποταγή και υπακοή στο θέλημα του Θεού, τότε συντομώτατα και αισθητά η χάρις πλησιάζει το νού και του δείχνει την γεύσι και άλλων αρετών και πραγματοποιείται το ψαλμικό «ως εκ στέατος και πιότητος εμπλησθείη η ψυχή μου και χείλη αγαλλιάσεως αινέσει το στόμα μου» (Ψλ. 62, 6). Όπως κάθε προσπάθεια για ένα σκοπό χρειάζεται και τα προς τούτο συναφή μέσα, το ίδιο και στην μεγάλη αυτήν επιστήμη της ευχής. Διότι δι’ αυτής αξιούμεθα «υποτάσσειν παν νόημα εις την υπακοήν του Χριστού» και χάριτι Αυτού δυνάμεθα ν’ αποκτήσωμε «νούν Χριστού», κατά τους λόγους του Αποστόλου Παύλου.
Απαραίτητος όρος και καθήκον παντός θέλοντος να ασχοληθή με το αγγελικόν αυτό έργο και επάγγελμα είναι η σωστή και ειλικρινής μετάνοια, διότι «εν σώματι καταχρέω αμαρτίας Θεός ουκ εισελεύσεται». Η θεία χάρις δεν είναι μαγεία, ούτε γιόγκα, ούτε άλλος τρόπος αισθησιασμού ή φανταστικού θεάματος, αλλά θεία αποκάλυψι και ενοίκησι και συνάντησι προσωπική του Θεού με τον άνθρωπο. Ο Θεός παρέχει και ο άνθρωπος λαμβάνει, εάν πιστεύση ολοκληρωτικά και υποταχθή στο θείον θέλημα και, κατά συνέπειαν, αρνηθή και αποστραφή κάθε κακίαν. Οι βουλόμενοι, λοιπόν, με τον ανωτέρω τρόπον να εισέλθουν εις το αγιαστήριον αυτό της χάριτος και να ιδούν εν αισθήσει την εντός ημών κειμένην βασιλείαν του Πατρός αυτών πιστοί, ας προσέλθουν στο λογιστήριον της μετανοίας εν ευθύτητι καρδίας και ας έχουν κατά νουν τον λόγο του Δαυίδ «εισάκουσον μου, Κύριε, ότι χρηστόν το έλεός σου· κατά το πλήθος των οικτιρμών σου επίβλεψον επ’ εμέ» (Ψλ. 68, 17) και ας κρατούν αδιάκοπα την επίκλησι της ευχής του Κυρίου μας Ιησού.
Αν από την ευχήν αυτή αφαιρεθή το «Υιέ του Θεού» και παραμείνη μόνο το «Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησόν με», νομίζω ότι τούτο πολύ θα βοηθήση όσους αδυνατούν να επιτύχουν το απερίσπαστον, διότι ο νους παραμένει ευκολώτερα προσηλωμένος σε λίγες λέξεις. Ο σκοπός είναι να παραμένη ο νούς προσηλωμένος στον Θεό, από όπου επιτυγχάνονται δύο καλά, το ένα καλύτερο από το άλλο. Το πρώτον είναι ότι ο νούς διά της παραμονής του στην θεία μνήμη αργεί από κάθε πονηρία, και το δεύτερον ότι διά της εκεί παραμονής του αγιάζεται, φωτίζεται και θεούται.
Ας είναι γνωστό στους καλούς πύκτας και ήρωας αυτής της αθλήσεως πως δεν είναι, όπως θα το νομίζουν, απλό και εύκολο το να κρατούν τον ακράτητο νου. Και τούτο διά ποικίλους λόγους. Πρώτον, διά την φύσι του νου, διότι είναι λεπτότατος και πετάει πάντοτε σχεδόν αδιάκριτα. Είναι εκ φύσεως περίεργος, συνήθισε στον σκορπισμό της προτέρας ράθυμης ζωής μας και δεν πείθεται στον διά της ευχής εγκλεισμό που του επιβάλλομε. Μετά, είναι και η πονηρία των δαιμόνων, που εικονίζουν συνεχώς την πολύμορφην απάτη, όπου και ρεμβάζει ο φιλοπερίεργος νούς. Είναι και το άλλο, ότι τα σημεία της χάριτος είναι έμμεσα και διά πίστεως αναμενόμενα, ενώ τα της πλάνης είναι άμεσα και παραστατικά ενισχυόμενα και από την μακρά συνήθεια. Πάνω δε απ’ όλα είναι και οι αλλοιώσεις, που διακόπτουν την καλή συνήθεια και την ευχάριστη αντίληψι της χάριτος που παρηγορεί συνήθως.
Την θεραπεία όλων αυτών επιτυγχάνομε διά του Παυλείου παραγγέλματος «τη προσευχή προσκαρτερείτε». Έχοντες την πείρα των Γραφών και των Πατέρων μας, γνωρίζομε ότι είναι απαραίτητη η επιμονή και υπομονή, αρετές που η μεγάλη αυτή αρετή απαιτεί. Γι’ αυτό και δεν «εκκακούμε», αλλά επιμένομε «αιτούντες, ζητούντες και κρούοντες», και πιστεύομε ότι θα μας ανοίξη ο επακούων των επικαλουμένων αυτόν Θεός, όστις «δίδει ευχήν τοις ευχομένοις και παρέχει ανθρώποις γνώσιν».
Εις όλες τις μορφές των αλλοιώσεων που αισθάνεται κανείς, όπως ξηρασία, ραθυμία, σβυσμός και τα όμοια, ας μη φεύγη από το καλό στάδιο της επιμονής και δεν θ’ αργήση το σκοτεινό νέφος να παραμερίση και να επιλάμψη και πάλι λαμπρότερος ο ήλιος, ο Ιησούς μας, να δροσίση την κακωθείσαν εκ της προτέρας ξηρασίας καρδία μας. Η πολυλογία, η κατάκρισι, ο θυμός και γενικά κάθε τι που είναι αντίθετο στην αγάπη εμποδίζουν την ενέργεια της χάριτος. Γι’ αυτό, όσοι θέλουν να ευχωνται, ας απέχουν κατά το δυνατόν ή ας διορθώνουν το σφάλμα το συντομότερο δυνατόν με την μετάνοια. Κάνεις ας μην αποθαρρύνεται στην καλήν αυτήν προσπάθεια της μονολογίστου ευχής του Κυρίου μας Ιησού, όπου και όπως αν ευρίσκεται, ανεξαρτήτως ηλικίας ή φύλου, και να είναι βέβαιος ότι πολύ έχει να ωφεληθή από αυτό. Πλάνη εσχάτη είναι να νομίζη κάνεις ότι το έργο της ευχής είναι αποκλειστικά καθήκον των Μοναχών μόνον και όχι κοινόν χρέος παντός πιστού.
Αν «πάσα κεφαλή εις πόνον και πάσα καρδία εις λύπην», τότε δεν υπάρχει κάνεις χωρίς περιπέτεια και ανάγκη. Πέραν των όσων η σωτηρία μας επιβάλλει, άλλος τρόπος σωτηρίας από την προσευχή δεν ευρίσκεται. «Επικάλεσαί με εν ημέρα θλίψεώς σου και εξελούμαί σε και δοξάσεις με», λέγει ο Κύριος. Ο δε Δαυίδ επιβεβαιώνει την εκ τούτου σωτηρία λέγων «προς Κύριον εν τω θλίβεσθαί με εκέκραξα και εισήκουσέ μου» (Ψλ. 119,1) και «ήκουσε Κύριος της δεήσεώς μου· Κύριος την προσευχήν μου προσεδέξατο» (Ψλ. 6, 10).
Ο άσπονδος εχθρός της φύσεώς μας, η αμαρτία, που είναι το κέντρον του θανάτου και πάσης συμφοράς παραίτιος, πως θα προληφθή και παραμερισθή από τον δρόμο της ζωής μας χωρίς την προσευχή; «Εξεγέρθητι, Κύριε, και πρόσχες τη κρίσει μου, ο Θεός μου εις την δίκην μου» (Ψλ. 34, 23). Πως θα επιτύχωμε την επίγνωσι του θείου θελήματος, που είναι ο πρώτος και ο κύριος στόχος του καθολικού μας σκοπού, αλλά και αυτού ακόμη του απλού μας συμφέροντος στον καθημερινό πρακτικό βίο μας; Εξ αρχής ο Θεός επικαλούμενος και παρακαλούμενος διά προσευχής παρέχει, χαρίζει και μεταδίδει τα πάντα στα ποιήματά του. Έτσι, η προσευχή μένει να είναι το στοιχείο της ζωής και παρατάσεως των λογικών όντων διαπαντός.
Ο αείμνηστος Γέρων Ιωσήφ ωνόμασε την προσευχή «γλώσσα του μέλλοντος αιώνος» επί τη βάσει της εμπειρίας και της διδασκαλίας των Πατέρων, ότι το πλήρωμα της χάριτος σε κάθε θεωθείσα ψυχή είναι η αδιάκοπη προσευχή. Άλλωστε και το έργο των Αγγέλων στους απεράντους αιώνας της προς τον Θεό λατρείας των τι άλλο είναι παρά αίνος και δοξολογία, δηλαδή προσευχή;
Το συμπέρασμα, λοιπόν, της μικρής αυτής πραγματείας μας είναι ότι η ευχή είναι απαραίτητη όχι μόνο σε κάθε άνθρωπο αλλά και σε κάθε χρόνο, χώρο ή τρόπο, όπου η πολυκύμαντος ζωή μας αναγκάζει να ευρισκόμεθα. «Εν παντί τη προσευχή και τη δεήσει μετά ευχαριστίας τα αιτήματα υμών γνωριζέσθω προς τον Θεόν» (Φιλ. 4, 6), λέγει ο Παύλος, και ο Κύριος «και πάντα όσα εάν αιτήσητε εν τη προσευχή πιστεύοντες λήψεσθε» 
(Μθ. 21, 22).
Κρούετε, αιτείτε και ζητείτε διά παντός, διά της μονολογίστου και μικρής αυτής ευχούλας, το θείον έλεος εν παντί καιρώ και τόπω και πράγματι και δεν θα λείψη αφορμή σκέπης και σωτηρίας από μέρους της πανσωστικής του Θεού ημών προνοίας να σας παρηγορή. Αυτό μας παραδίδουν οι παλαιοί και οι σύγχρονοι Πατέρες μας και ας μη μετράη κανείς το τέρμα της υψηλοτάτης θεωρίας, που είναι το υπέρτατον αξίωμα, όπου οδηγεί η τελειότης της προσευχής. Η κατόρθωσι του τελείου είναι σπάνια και μόνον από τους ειδικούς και λίγους αγωνιστάς και ησυχαστάς είναι δυνατόν με την χάρι του Θεού να επιτευχθή. Όμως οι καρποί της προσευχής, από αυτό το ξεκίνημά της και σε όλη την έκτασι της ενεργείας της, είναι τόσο γλυκείς, τόσο πλούσιοι, τόσον επωφελείς, που συμπληρώνουν κάθε κενό, κάθε απορία και κάθε ανάγκην όπου ευρίσκει ο καθένας.
Στην αρχή να λέγεται με επιμονή και, αν είναι τρόπος και επιτρέπει το περιβάλλον, λίγο ψιθυριστά, γιατί ο ήχος των λόγων της ευχής βοηθάει τον νου να συγκρατήται ευκολώτερα. Μετά, η βία της επιμονής, είτε μένει ο νους είτε φεύγει, προκαλεί την έξι και συνήθεια και αυτό συν τω χρόνω μειώνει την έντασι της προσπαθείας. Έπειτα, και ο Κύριός μας Ιησούς, αφού τον επικαλούμεθα τόσον επίμονα, δεν θ’ αργήση να δείξη την παρουσία του με μια κατάλληλη ενέργεια της χάριτός του και αυτό γίνεται πλέον «πείρα θείας αντιλήψεως», η οποία πείθει τον νου να παραμένη στην ευχή με βεβαία πλέον ελπίδα.
Ο τεχνητός τρόπος της καταβάσεως και συγκρατήσεως του νου στην καρδιά διά της εισπνοής και εκπνοής δεν συνιστάται στον καθένα, και ιδίως στους εισαγωγικούς, και ας αποφεύγεται μάλλον, έως ότου η καλή έξι της ευχής επικρατήση και δείξη η χάρις την παρουσία της, οπότε η πρόοδος της χάριτος θα διδάξη μόνη της τους άξιους αυτής της καταστάσεως. «Το γάρ τι προσευξόμεθα καθ’ ο δει ουκ οίδαμεν, αλλ’ αυτό το Πνεύμα υπερεντυγχάνει υπέρ ημών στεναγμοίς αλαλήτοις» (Ρωμ. 8, 26).
Εκείνο που μετ’ επιμονής συνιστούμε εις πάντας τους πιστούς είναι η επίμονη προσπάθεια της ευχής και, αν τούτο έχη συνδρομή και την κατά Θεόν μετάνοια, δεν έχω πως να περιγράψω την ακολουθούσαν ωφέλεια και μάλιστα σήμερα, που η ζωή μας είναι σοβαρά προβληματική. Το γλυκύ όνομα του Κυρίου μας Ιησού Χριστού συχνότατα περιστρεφόμενον εντός μας μαστίζει τις αντικείμενες δυνάμεις, που μέσω των μελών του παλαιού ανθρώπου μας βιάζουν προς την αμαρτία. Έπειτα, το θείον αυτό όνομα μεταδίδει εις όλο τον ψυχικό μας κόσμο εκ της χάριτος και δυνάμεως του Σωτήρος ημών, ίνα και ημείς —κατά τον Παύλο— πάντα ισχύωμεν υπ’ Αυτού κρατούμενοι. Αυτός γάρ εστίν η ειρήνη ημών και Αυτώ μέλει περί ημών, νύν και εις τους αιώνας, αμήν.

Γέροντος Ιωσήφ Βατοπαιδινού, 
«Λόγοι Παρακλήσεως», σσ. 35-42

ΔΕΝ ΘΑ ΣΩΘΕΙΤΕ ...

Aπο το βιβλίο του Μητροπολίτου Φλωρίνης π. Αυγουστίνου Καντιώτου
«ΟΙ ΧΡΙΣΤΙΑΝΟΙ ΣΤΟΥΣ ΕΣΧΑΤΟΥΣ ΚΑΙΡΟΥΣ», 
εκδοση Β΄, 2008, σελ. 113-114

Δεν θα σωθείτε!


Ας κοινωνάτε, ας εξομολογείστε, δε θα σωθείτε εάν δεν ανοίγετε και το στόμα σας για το Χριστό. Ο χριστιανισμός έφθασε μέχρι σε εμάς δια της διαδόσεως του Ευαγγελίου, η οποία είναι ιερά υποχρέωσις παντός Χριστιανού. Και είναι ψευτοχριστιανός αυτός ο οποίος δεν ανοίγει το στόμα του να μιλήσει για το Χριστό.

Φωτίζει ο Θεός τους πιστούς

Φωτίζει ο Θεός κα τον πιο αγράμματο άνθρωπο να αποστομώσει τον πιο αυθάδη επιστήμονα. Εγώ δεν θα ξεχάσω στο χωριό μου έναν παπά αγράμματο, που έβαλε στη θέση του έναν αυθάδη φοιτητή.
Ήρθε ένας τελειόφοιτος φοιτητής της ιατρικής στο χωριό μου, άθεος και οπαδός του Δαρβίνου. Ο φοιτητής εκείνο τον καιρό ήταν πολύ σπάνιο πράγμα, κομήτης ήτο.
Αααα! Κάνανε και τον κοιτάζανε, λέει σπουδαία πράγματα! Και αυτός έλεγε, Δεν υπάρχει Θεός και το ένα και το άλλο. Να λοιπόν και έρχεται ο παπάς κα τους ρωτά
- Τι συζητάτε αυτού;
- Μας λέει ότι δεν υπάρχει Θεός, απήντησαν.
- Και εσείς δεν τον βάζετε στη θέση του;
- Μα αυτός έχει επιχειρήματα, του είπαν.
- Ποιο επιχείρημα έχεις, του λέει ο παπάς.
- Πως σε λένε; Τον ρωτάει ο παπάς
- Γιώργο, απήντησε.
- Έλα δω βρε Γιώργο, ανέβα πάνω στο πεζούλι (ήταν καλοκαίρι κι ο ήλιος έκαιγε). Σήκωσε το κεφάλι σου και κοίταξε κατάματα τον ήλιο.
- Α, αστειεύεσαι ρε παππούλη; Να τυφλωθώ; Απαντά ο άθεος φοιτητής. Δε μπορώ να κοιτάξω τον ήλιο.
- Βρε ηλίθιε, του λέει τότε ο παπάς, τον ήλιο δεν μπορείς να κοιτάξεις και το Θεό θέλεις να δεις;
Απλοϊκός άνθρωπος ήταν ο παπάς και έβαλε στη θέση του τον άθεο φοιτητή. Τι θεολογία, τι φιλοσοφία κ.λ.π.; Και μόνο αυτός; Τόσοι και τόσοι άλλοι είναι, που τους φωτίζει ο Θεός. Φωτίζει ο Θεός τους πιστούς. «… Γέγραπται γάρ Απολώ την σοφίαν των σοφών και την σύνεσιν των συνετών αθετήσω. Πόσο σοφός; Που γραμματεύς; Που συζητητής του αιώνος τούτου; Ουχί εμώρανεν ο Θεός την σοφίαν του κόσμου τούτου;»