.

.

Δός μας,

Τίμιε Πρόδρομε, φωνή συ που υπήρξες η φωνή του Λόγου. Δος μας την αυγή εσύ που είσαι το λυχνάρι του θεϊκού φωτός. Βάλε σήμερα τα λόγια μας σε σωστό δρόμο, εσύ που υπήρξες ο Πρόδρομος του Θεού Λόγου. Δεν θέλουμε να σε εγκωμιάσουμε με τα δικά μας λόγια, επειδή τα λόγια μας δεν έχουν μεγαλοπρέπεια και τιμή. Όσοι θα θελήσουν να σε στεφανώσουν με τα εγκώμιά τους, ασφαλώς θα πετύχουν κάτι πολύ πιό μικρό από την αξία σου. Λοιπόν να σιγήσω και να μη προσπαθήσω να διακηρύξω την ευγνωμοσύνη μου και τον θαυμασμό μου, επειδή υπάρχει ο κίνδυνος να μη πετύχω ένα εγκώμιο, άξιο του προσώπου σου;

Εκείνος όμως που θα σιωπήσει, πηγαίνει με τη μερίδα των αχαρίστων, γιατί δεν προσπαθεί με όλη του τη δύναμη να εγκωμιάσει τον ευεργέτη του. Γι’ αυτό, όλο και πιό πολύ σου ζητάμε να συμμαχήσεις μαζί μας και σε παρακαλούμε να ελευθερώσεις τη γλώσσα μας από την αδυναμία, που την κρατάει δεμένη, όπως και τότε κατάργησες, με τη σύλληψη και γέννησή σου, τη σιωπή του πατέρα σου του Ζαχαρία.

Άγιος Σωφρόνιος Ιεροσολύμων

Η ΙΕΡΑ ΣΥΝΟΔΟΣ ΚΑΤΑΝΑΛΙΣΚΕΤΑΙ ΣΕ ΕΡΓΑ ΜΙΚΡΑΣ ΑΞΙΑΣ ΚΑΙ ΠΡΟΑΓΗ ΣΕ ΕΠΙΣΚΟΠΟΣ ΑΝΘΡΩΠΟΥΣ ΤΗΣ ΤΕΛΕΥΤΑΙΑΣ ΠΟΛΛΑΚΙΣ ΥΠΟΣΤΑΘΜΗΣ

«ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΗ ΣΠΙΘΑ» Οκτωβριο- Νοέμβριο 1958 , φ. 209- 210
ΤΟΥ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΟΥ ΦΛΩΡΙΝΗΣ π. ΑΥΓΟΥΣΤΙΝΟΥ ΚΑΝΤΙΩΤΟΥ

ΣΥΝΕΛΕΥΣΕΙΣ ΙΕΡΑΡΧΙΑΣ


«Δεύτερον τοῦ ἔτους σύνοδος γινέσθω τῶν ἐπισκόπων καὶ ἀνακρινέτωσαν ἀλλήλως τὰ δόγματα τῆς εὐσεβείας, καὶ τὰς ἐμπιπτούσας ἐκκλησιαστικὰς ἀντιλογίας διαλυέτωσαν˙ ἄπαξ μὲν τῆ τετάρτη ἑβδομάδι τῆς Πεντηκοστῆς, δεύτερον δέ, Ὑπερβερεταίου (Ὀκτωβρίου) δωδεκάτη»
(ΛΖ΄ Κανὼν Ἁγ. Ἀποστόλων, πρβλ. καὶ Ε΄ Καν. Οἰκουμ. Συνόδου, Μ΄ Λαοδικείας καὶ ΣΤ΄, τῆς Ζ΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου)

Ἐκκλησιαστικὰ

Συμφώνως πρὸς τοὺς Ἱ. Κανόνας ἡ Ἐκκλησία μιᾶς Ὀρθοδόξου χώρας πρέπει νὰ διοικῆται ὑπὸ τῆς Ἱεραρχίας, ἡ ὁποία ὑποχρεοῦται νὰ συνέρχεται δὶς τοῦ ἔτους (ἀρχὰς τοῦ ἔαρος καὶ ἀρχὰς τοῦ Φθινοπώρου). Ἡ συνέλευσις αὕτη τῆς Ἱεραρχίας εἰς τὴν ὁποίαν, ὡς προεἴπομεν, ἐλάμβανον μέρος καὶ πρεσβύτεροι καὶ διάκονοι καὶ μοναχοὶ ἐκθέτοντες τὰς γνώμας των, ἀπετέλει τὴν ΒΟΥΛΗΝ τῆς Ἐκκλησίας. Ἐν αὐτῆ ἐγίνετο ΕΛΕΓΧΟΣ καὶ πᾶσα παρεκτροπῆ ἐκ τῆς κανονικῆς γραμμῆς διωρθώνετο καὶ ὅλη ἡ Ἐκκλησία παρουσίαζε θαυμασίαν ἐνότητα εἰς τὴν δογματικὴν καὶ ἠθικὴν διδασκαλίαν καὶ εἰς τὴν δημοσίαν λατρείαν. Καὶ ὁ Πέτρος τις ἀπόστολος ἐὰν ἧτο καὶ ἐκ τοῦ ἐλέγχου ἀπεδεικνύετο ὅτι ἐσφαλμένη ἧτο μία σκέψις καὶ ἐνέργεια αὐτοῦ, δὲν ἐπέμενεν, ἀλλʼ ἀνεγνώριζε τὸ λάθος καὶ ὑπετάσσετο εἰς τὴν κοινὴν ἀπόφασιν (Ἴδε Γαλ. 2, 11-16, Πρβλ. Πράξ. 15, 10).

Ἀλλὰ σήμερον τὸ κανονικὸν τοῦτο σύστημα τῆς διοικήσεως τῆς Ἐκκλησίας κατηργήθη καὶ ἀντʼ αὐτοῦ ἐπεισήχθη ἕτερος τρόπος διοικήσεως˙ μία ὀλιγομελὴς Σύνοδος Ἱεραρχῶν διοικεῖ τὰ τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος. Νὰ κρίνωμεν ἡμεῖς τὸν τρόπον τοῦτον τῆς διοικήσεως; Ἀλλʼ «ἐκ τοῦ καρποῦ τὸ δένδρον γινώσκεται» (Ματθ. 12, 33), εἶπεν ὁ Θεάνθρωπος Ἱδρυτὴς τῆς Ἐκκλησίας. Καὶ ἐκ τῶν ἐνεργειῶν, λοιπόν, καὶ ἀποτελεσμάτων τῆς ὀλιγομελοῦς Συνόδου, ἡ ὁποία ἐπὶ μίαν καὶ πλέον ἑκατονταετίαν διοικεῖ τὴν Ἐκκλησίαν τῆς Ἑλλάδος, δυνάμεθα νὰ ἐξαγάγωμεν τὰ συμπεράσματα. Ποῖοι οἱ καρποὶ τοῦ συστήματος τούτου τῆς διοικήσεως; Ἰδοὺ ἐνώπιόν μας οἱ εὐγενέστεροι τῶν καρπῶν, οἱ δύο τόμοι τῶν συνοδικῶν ἐγκυκλίων, τὰς ὁποίας ἐσχάτως ἐξέδωκε τὸ τυπογραφεῖον τῆς Ἀποστολικῆς Διακονίας. Ἐν τοῖς τόμοις τούτοις ἀναδημοσιεύωνται ὅλαι αἱ ἐγκύκλιοι μιᾶς ὁλοκλήρου πεντηκονταετηρίδος (1901-1955), τῆς τελευταίας πεντηκονταετηρίδος, καθʼ ἥν σεισμικῆς φύσεως γεγονότα ἔλαβον χώραν ἔν τε τῆ ἀνθρωπότητι καὶ τῆ ἡμετέρα Πατρίδι καὶ ὡς ἐκ τούτου θὰ ἔπρεπεν εἰς τὰ ἐπίσημα ταῦτα ἔγγραφα νὰ φαίνεται ὁ παλμὸς μιᾶς ἀγωνιώσης Ἐκκλησίας. Καὶ ὅμως, ἐὰν ἀφαιρεθοῦν ὀλίγα τῶν συνοδικῶν ἐγγράφων, ποὺ ἤξιζε νʼ ἀναδημοσιευθοῦν, ὅλα τʼ ἄλλα εἰς τὸ περιεχόμενόν των θυμίζουν μηχανὴν ἐκ τῆς ὁποίας ὅλον ἄχυρον ἐκτινάσσεται, ἐλάχιστος δὲ σῖτος συλλέγεται. Νεκρῶν συνόδων νεκρὰ τὰ γεννήματα. Ἀλλὰ διατὶ ἡμεῖς νὰ προτρέχωμεν εἰς τὰς κρίσεις μας; Ἄς ἀφήσωμεν Ἱεράρχας ἐπὶ τοῦ θέματος τοῦτου νὰ ὁμιλήσουν. Ἕνας ἐκ τῶν πλέον δραστηρίων Ἱεραρχῶν ποὺ ἐχρημάτισε πρόεδρος τοιοῦτων ὀλιγομελῶν συνόδων, ὁ ἀοίδιμος Μητροπολίτης Ἀθηνῶν Γερμανὸς Καλλιγᾶς,μὲ τὴν γλῶσσαν τῆς ώμῆς ἀληθείας κατὰ τὴν ἔναρξιν τῆς ΜΑ΄ συνοδικῆς περιόδου ἠκούσθη νὰ λέγη τὰ ἐξῆς ἀληθῶς βαρυσήμαντα: «Ὡς μὴ ὤφελε, τὸ ἱερὸν τοῦτο σωματεῖον (ἡ Ἱ. Σύνοδος) τὸν προορισμὸν οὕτω ἀμελῆσαν, συνέρχεται μὲν τακτικῶς, ἀλλὰ τὶ πράττει; Κατατρίβει, ὡς τοὐλάχιστον ἡμεῖς γινώσκομεν, χρόνον πολύτιμον εἰς ἔργα καὶ μικροῦ λόγου ἄξια, εἰς προαγωγὴν ἀνθρώπων τῆς τελευταίας πολλάκις ὑποστάθμης, ἀναβιβάζουσα τούτους εἰς τὸ ὕψιστον τῆς ἱερωσύνης ἀξίωμα, ἐκ ψευδῶν καὶ ἀνειλικρινῶν ἐξαπατωμένη συστάσεων. Καὶ ἐν γένει καταναλίσκει στιγμὰς πολυτίμους εἰς ἔργα ἀφορῶντα μᾶλλον ἀλλότρια συμφέροντα ἤ τὸ τῆς Ἐκκλησίας. Ἐνῶ ἡ σύνοδος ἔχει καθῆκον νὰ μεριμνήση ὑπὲρ τῶν ὑπὸ παντοίων ἐχθρῶν προσβαλλομένων βάσεων τῆς πίστεως˙ ἐνῶ ἔχει καθῆκον νὰ περιφρουρήση αὐτὰς τὰς ὑπὸ ἀντιξόων ἀνέμων διασαλευομένας ἀρχὰς τῆς θρησκείας, κατατρίβει, λέγομεν, χρόνον πολύτιμον, τούτω μὲν χαριζομένη, περὶ ἐκείνου δὲ ἀδιαφοροῦσα. Ἐν γένει δὲ τὴν ἑαυτῆς ἀποστολὴν παραγνωρίζουσα καὶ τῆς ἀκριβοῦς ἐκπληρώσεως τῶν ἑαυτῆς καθηκόντων παραμελοῦσα, λόγον πάντως δώσει τῶ φοβερῶ Κριτῆ» (Ἴδε περιοδικὸν «Ἀγάπη» Ἀθῆναι 31 Όκτωβρίου 1893 ἀριθμ. φύλλ. 44).

Καὶ δὲν εἶνε μόνον ὁ Γερμανὸς Καλλιγᾶς, ὅστις διὰ τοῦ βαρυσημάντου λόγου του κατεδίκασε τὸ ὀλέθριον σύστημα τῆς ὀλιγομελοῦς Συνόδου, ἀλλὰ καὶ ὁ μακαρίτης Αρχιεπίσκοπος Αθηνῶν Χρυσόστομος Παπαδόπουλος, ὡς ἀρχιμανδρίτης καὶ διευθυντὴς τῆς Ριζαρείου Σχολῆς ἔγραφεν ἐπὶ τοῦ θέματος τούτου πρὸς φίλον του ἀρχιερέα τῆς Βορείου Ἑλλάδος τὰ ἐξῆς: «Ἀντὶ τῆς νῦν διοικήσεως θὰ ἔπρεπε νὰ συνήρχοντο ἅπαξ ἤ δὶς τοῦ ἔτους κατὰ τὰς κανονικὰς διατάξεις οἱ Μητροπολῖται ἀποτελοῦντες Σύνοδον καὶ τὰ γενικὰ τῆς Ἐκκλησίας ζητήματα ἐξετάζοντες. Τοιοῦτον σύστημα θὰ ἐζωογόνει ἀληθῶς τὸ διοικητικὸν σῶμα τῆς Ἐκκλησίας καὶ θὰ ἠδύνατο νὰ συντελέση εἰς τὴν πραγματικὴν αὐτῆς ἀναγέννησιν, εἰς ἀνάπτυξιν καὶ ἀκμὴν τῆς ἐκκλησιαστικῆς ζωῆς καὶ κινήσεως» (Ἴδε Μητροπολίτου Μαρωνείας Μελισσηνοῦ, Μελέται, Ἀθήναι 1918, σελὶς 122). Ὑπὲρ τῆς ἰδέας αὐτῆς ἐκηρύχθη καὶ ὁ μακαρίτης ἀρχιεπίσκοπος Ἀθηνῶν Μελέτιος, ὅστις ἐν τῶ ἱστορικῶ πρὸς τὴν Ἱ. Σύνοδον ὑπομνήματί του καταφέρεται λαύρως κατὰ τῆς διʼ ὁλιγομελοῦς Συνόδου διοικήσεως τῆς Ἐκκλησίας γράφων: «Ὁ ἐπείσακτος οὗτος εἰς τὸν Ὀρθόδοξον ὀργανισμὸν διοικητικὸς τύπος εἶνε ἡ πρώτη καὶ κυρία αἰτία τῆς νεκρώσεως τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ βίου» (Ἴδε Ὑπόμνημα, Ἀθήναι 1920, σελ. 37).

Τέλος ἀναφέρομεν τὴν γνώμην τοῦ μεγάλου ἐκείνου Ἱεράρχου, τοῦ Ἐθνομάρτυρος Σμύρνης Χρυσοστόμου, ὅστις εἰς τεῦχος ὑπὸ τὸν τίτλον «Ἐκκλησιαστικὸν πρόγραμμα» ἐκδοθὲν τῶ 1918 ἐν Κων)πόλει ἐκάκιζε τὸν ἀντικανονικὸν τρόπον διοικήσεως τῆς Ἐκκλησίας διʼ ὁλιγομελῶν Συνόδων καὶ θερμῶς συνηγόρει ὑπὲρ ἐπανόδου εἰς τὸν κανονικὸν καὶ δημοκρατικὸν τρόπον τῆς Διοικήσεως τῆς Ἐκκλησίας. «Ἡ ἀρχαία Ἐκκλησία – ἔγραφεν – ἀπὸ τῶν Ἀποστολικῶν χρόνων μέχρι τῆς Ζ΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου, ὅτε περιεστάλη ἡ θεολογικὴ καὶ δογματική, καθὼς καὶ ἡ κανονικὴ καὶ πνευματικὴ διαμόρφωσις, ὥρισε διʼ ἐπανειλημμένων διατάξεων καὶ κανόνων, ὅπως σύνοδοι πάντων τῶν ἐπισκόπων συγκαλούμενοι ἅπαξ ἤ δὶς τοῦ ἐνιαυτοῦ κανονίζωσι τὰ ἐγειρόμενα θεολογικὰ καὶ ἐκκλησιαστικὰ ζητήματα. Κατὰ τὴν ἐξέλιξίν της ὅμως ἡ διοίκησις τῆς Ἐκκλησίας ἀπομακρυνθεῖσα τοῦ δημοκρατικοῦ τούτου συστήματος περιῆλθεν εἰς τὴν ἀπολυταρχίαν τῆς δωδεκαμελοῦς Ἱ. Συνόδου, διαρκῶς ἐνδημούσης καὶ συγκροτουμένης κατὰ διάφορα κατὰ περιόδους ἄστοχα συστήματα ἀπὸ τοῦ γεροντισμοῦ μέχρι τοῦ ἀριστίνδην».

Ἔχομεν ἀντικανονικὸν σύστημα διοικήσεως ἐν τῆ Ἐπισήμω Ἐκκλησία ἐπιβληθὲν ὑπὸ τῆς ἑτεροδόξου ἀντιβασιλείας τοῦ ἀνηλίκου βασιλέως Ὄθωνος, φωνάζει καὶ ὁ νῦν Μητροπολίτης Χίου κ. Παντελεήμων (Ἴδε τὸ Κανονικὸν σύστημα καὶ Διοίκησις τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, Ἀθῆναι 1955, σελ. 18). Τὸ δὲ σύστημα τοῦτο κατὰ τὰς ἡμέρας ἡμῶν παρουσιάζει ὅλην τὴν ἀθλιότητά του. Διότι λόγω τοῦ μεταθετοῦ τῶν ἐπισκόπων οἱ συνοδικοὶ οἱ ἔχοντες μικρὰς ἐπισκοπάς, πλὴν ἐλαχίστων ἐξαιρέσεων, ἀγωνίζονται ὁμηρικοὺς ἀγῶνας διὰ νὰ καταλάβουν μεγαλυτέρας καὶ πλουσιωτέρας μητροπόλεις. Κατὰ τὴν μακαρίαν τῆ λήξει τελευταίαν Ἱερὰν Σύνοδον ὁ εύσεβὴς Ἑλληνικὸς λαὸς εἶδε θλιβερὸν θέαμα˙ τέσσαρες ἐκ τῶν συνοδικῶν, ἐνῶ εἰσῆλθον εἰς τὴν τροχιὰν τῆς Συνόδου ὡς ἐπίσκοποι μεγάλων μητροπόλεων. Ἐρωτώμεν εὐλαβῶς: Ἐὰν δὲν ἧσαν συνοδικοὶ θὰ ἐλάμβανον οὗτοι τὰς μεγάλας ἕδρας; Ὑπῆρξαν οἱ «τυχεροὶ» κατὰ τὴν ἔκφρασιν μητροπολίτου, διότι συνέπεσε κατὰ τὴν θητείαν αὐτῶν ὡς συνοδικῶν νὰ κενωθοῦν οἱ μεγάλοι θρόνοι, διὰ τοὺς ὁποίους προώρισαν τοὺς ἑαυτούς των, ἵνα εὕρη ἐν αὐτοῖς πλήρη ἐφαρμογὴν τὸ Γραφικὸν ἐκεῖνο ρήμα Ἑβραίους 5, 4-11.

Τὸ ὀλέθριον τοῦτο σύστημα διοικήσεως ὅπερ μεταξὺ τῶν ἄλλων θλιβερῶν συνεπειῶν κρατεῖ, παρὰ σαφῆ κανονικὴν διάταξιν, (ΙΣΤ΄τῆς Α-Β Συνόδου), ἐπὶ ἕν ὁλόκληρον ἔτος δώδεκα ἀρχιερεῖς μακρὰν τῶν ποιμνίων των, ἐν τῆ συνειδήσει τῶν πιστῶν τῆς Ἐκκλησίας τέκνων ἔχει πλέον χρεωκοπήσει. Ὑπῆρξε δυστυχῶς ἡ γέφυρα, διʼ ἧς ἀτομικὰ καὶ μόνον συμφέροντα, ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον, ἐξυπηρετήθησαν, καὶ ὄχι τὸ γενικὸν ἐκκλησιαστικὸν συμφέρον, κατὰ τὴν ἐπίσημον καταγγελίαν τῶν ἁρμοδίων. Ἕκαστος ἀρχιερεὺς ἐρχόμενος συνοδικὸς φροντίζει πῶς ἐπὶ τῆς συνοδικῆς θητείας του νὰ προαγάγη τοὺς ἰδικούς του καὶ μόνον, νὰ καρπωθῆ ὅσον τὸ δυνατὸν περισσότερα ὀφέλη καὶ νὰ ἀπέλθη εἰς τὴν ἐπαρχίαν του. Ἐπʼ αὐτοῦ σώζεται καυστικὴ ἐπιστολὴ τοῦ ἀειμνήστου Κασσανδρείας Εἰρηναίου, θρηνοῦντος διὰ τὰ ἔργα καὶ τὰς ἡμέρας τῶν ἐν Ἀθήναις παρεπιδημούντων συνοδικῶν. Διὸ καὶ Μητροπολῖται γνωρίζοντες καλῶς τὴν ἀθλιότητα τοῦ συστήματος τούτου διοικήσεως τῆς Ἐπισήμου Ἐκκλησίας δὲν ἐδέχοντο νὰ ἔλθουν εἰς Ἀθήνας ὡς συνοδικοί, ἀλλὰ παρέμενον εἰς τὰς ἐπαρχίας των, ὡς ὁ ἀείμνηστος Μυθήμνης Διονύσιος. Καιρὸς πλέον νὰ καταργηθῆ τὸ ἀντικανονικὸν τοῦτο σύστημα καὶ νὰ ἐπανέλθωμεν εἰς τὴν ἀρχαίαν τάξιν, εἰς τὰς συνελεύσεις ὅλης τῆς Ἱεραρχίας, ἡ ὁποία δὶς τοῦ ἔτους συνερχομένη ἐν τῶ οἴκω τῆς Ἀδελφότητος τῆς Ἱεραρχίας νὰ ἐπαναλαμβάνεται τῆς λύσεως προβλημάτων ποὺ ἀνακύπτουν ἐν τῆ καθημερινῆ ζωῆ τῆς Ἐκκλησίας.

Ας σκορπίζουμε σε όλους την αγάπη μας ανιδιοτελώς



Υπεράνω όλων η αγάπη. Εκείνο που πρέπει να μας απασχολεί, παιδιά μου, είναι η αγάπη για τον άλλον, η ψυχή του. Ό,τι κάνουμε, προσευχή, συμβουλή, υπόδειξη, να το κάνουμε με αγάπη. Χωρίς την αγάπη η προσευχή δεν ωφελεί, η συμβουλή πληγώνει, η υπόδειξη βλάπτει και καταστρέφει τον άλλον, που αισθάνεται αν τον αγαπάμε ή δεν τον αγαπάμε και αντιδρά αναλόγως. Αγάπη, αγάπη, αγάπη! Η αγάπη στον αδελφό μας προετοιμάζει ν’ αγαπήσουμε περισσότερο τον Χριστό. Ωραίο δεν είναι;

Ας σκορπίζουμε σε όλους την αγάπη μας ανιδιοτελώς, αδιαφορώντας για τη στάση τους. Όταν έλθει μέσα μας η χάρις του Θεού, δεν θα ενδιαφερόμαστε αν μας αγαπούν ή όχι, αν μας μιλούν με καλοσύνη. Θα νιώθουμε την ανάγκη εμείς να τους αγαπάμε όλους. Είναι εγωισμός να θέλουμε οι άλλοι να μας μιλούν με καλοσύνη. Ας μη μας στενοχωρεί το αντίθετο. Ας αφήσουμε τους άλλους να μας μιλούν όπως αισθάνονται. Ας μη ζητιανεύουμε την αγάπη. 
Επιδίωξή μας να είναι ν’ αγαπάμε και να προσευχόμαστε με όλη μας την ψυχή για κείνους. Τότε θα προσέξουμε ότι όλοι θα μας αγαπούν χωρίς να το επιδιώκουμε, χωρίς καθόλου να ζητιανεύουμε την αγάπη τους. Θα μας αγαπούν ελεύθερα και ειλικρινά από τα βάθη της καρδιάς τους, χωρίς να τους εκβιάζουμε. Όταν αγαπάμε χωρίς να επιδιώκουμε να μας αγαπούν, θα μαζεύονται όλοι κοντά μας σαν τις μέλισσες. Αυτό ισχύει για όλους μας.

Αν ο αδελφός σου σ’ ενοχλεί, σε κουράζει, να σκέπτεσαι: «Τώρα με πονάει το μάτι μου, το χέρι μου, το πόδι μου˙ πρέπει να το περιθάλψω μ’ όλη μου την αγάπη» (Πρβλ. Α΄ Κορ. 12, 21). Να μη σκεπτόμαστε, όμως, ούτε ότι θα αμειφθούμε για τα δήθεν καλά, ούτε ότι θα τιμωρηθούμε για τα κακά που διαπράξαμε. Έρχεσαι εις επίγνωσιν αληθείας, όταν αγαπάεις με την αγάπη του Χριστού. Τότε δεν ζητάεις να σ’ αγαπούν˙ αυτό είναι κακό. Εσύ αγαπάεις, εσύ δίνεις την αγάπη σου˙ αυτό είναι το σωστό. Από μας εξαρτάται να σωθούμε. Ο Θεός το θέλει. Όπως λέει η Αγία Γραφή: «... πάντας θέλει σωθήναι και εις επίγνωσιν αληθείας ελθείν» (Α΄ Τιμ. 2, 4).

«Βίος και Λόγοι» Αγίου Γέροντος Πορφυρίου Καυσοκαλυβίτου
Ιερά Μονή Χρυσοπηγής
Χανιά 2003
Μέρος Β΄: Λόγος περί της Αγάπης εις τον Πλησίον.



Ποια αμαρτήματα δεν μας εμποδίζουν από την Θεία Κοινωνία



«Δοκιμαζέτω δε άνθρωπος εαυτόν, 
και ούτως εκ του Άρτου εσθιέτω 
και εκ του Ποτηρίου πινέτω» 
(Αʹ Κορινθ. ιαʹ 28)

Οι άγιοι Μακάριος Κορίνθου και Νικόδημος Αγιορείτης, οι γνωστοί αυτοί υπέρμαχοι της Συνεχούς Μεταλήψεως των Αχράντων του Χριστού Μυστηρίων, στο περίφημο σχετικό βιβλίο τους αντιμετωπίζουν την ένστασι και απορία των καλοπροαιρέτων κατά τα άλλα εκείνων Χριστιανών, οι οποίοι διαμαρτύρονται και λέγουν για όσους μεταλαμβάνουν συχνά:

«Τάχα και αυτοί ως άνθρωποι δεν ενοχλούνται από τα πάθη γαστριμαργίαν, κενοδοξίαν, γέλωτα, αργολογίαν και όσα όμοια; Πώς λοιπόν θέλουν να κοινωνούν συχνά;» (Ενστασις Ηʹ).

Οι Άγιοι απαντούν στην ένστασι αυτή, επικαλούμενοι ένα θαυμάσιο κείμενο του Αγίου Αναστασίου Αντιοχείας, το οποίο παραθέτουν πρώτα αυτούσιο και κατόπιν απλοποιημένο γλωσσικώς.

Ας προσέξουμε ιδιαιτέρως την γνώμη αυτή του Αγίου Αναστασίου, η οποία εκφράζει με συντομία μία βαθειά πτυχή της Ορθοδόξου Πνευματικότητος:

Διάκρισις τών αμαρτημάτων σε «ευσυγχώρητα» και «βαρέα», ύπαρξις «διαφόρων θυσιών», που μάς «προκαθαίρουν» για να προσέλθουμε στα Ιερά Μυστήρια...
Και βίωσις της Συνεχούς Μετανοίας, ως απαραιτήτου προϋποθέσεως της Συνεχούς Μεταλήψεως.

Ας εντρυφήσουμε όμως στο ευλογημένο κείμενο του Αγίου Αναστασίου:

"Είναι πολλοί, οι οποίοι επειδή κοινωνούσιν αργά, κρημνίζονται εις αμαρτίας, άλλοι δε πάλιν, μεταλαμβάνοντες συχνότερα, φυλάττουσιν εαυτούς πολλάκις από πολλά κακά, επειδή φοβούνται από την Αγίαν Μετάδοσιν («το κρίμα της Μεταλήψεως»).

Λοιπόν, ανίσως σφάλλωμεν με κάποια παραμικρά και συγγνωστά αμαρτήματα καθό άνθρωποι («μικρά τινα και ευσυγχώρητα»), λόγου χάριν κλεπτόμεθα ή με την γλώσσαν ή με την ακοήν ή με τούς οφθαλμούς ή απατώμενοι πίπτομεν εις κενοδοξίαν ή λύπην ή θυμόν ή άλλο τοιούτον, ας κατακρίνωμεν τον εαυτόν μας και ας ομολογώμεν ενώπιον τού Θεού την αμαρτωλότητά μας («καταμεμφόμενοι εαυτούς και εξομολογούμενοι τω Θεώ») και ούτως ας μεταλαμβάνωμεν, πιστεύοντες ότι η Θεία Κοινωνία μάς γίνεται εις άφεσιν αμαρτιών και αποκάθαρσιν.

Ει δε και κάμνομεν αμαρτήματα βαρέα τινά πονηρά σαρκικά και ακάθαρτα και έχομεν με τον αδελφόν μας μνησικακίαν, μέχρις ου μετανοήσωμεν από τα τοιαύτα αμαρτήματα, ας μη τολμήσωμεν να πλησιάσωμεν εις τα θεία Μυστήρια («έως αξίως μετανοήσωμεν, μηδαμώς εφαψώμεθα»).

Αλλ' επειδή και είμεθα άνθρωποι σαρκικοί και ασθενείς και μολυνόμεθα με πολλά αμαρτήματα, έδωκεν εις ημάς ο Θεός διαφόρους θυσίας εις άφεσιν των αμαρτιών μας, τας οποίας ανίσως και τας προσφέρωμεν εις Αυτόν, μάς καθαρίζουσι και μάς κάμνουσιν επιτηδείους δια να μεταλάβωμεν («προκαθαίρουσιν ημάς εις το προσελθείν τοις Μυστηρίοις»).

Δια τούτο η ελεημοσύνη είναι «θυσία», ήτις καθαρίζει τον άνθρωπον από αμαρτίας. Είναι και άλλη «θυσία» σωτηριώδης εις άφεσιν αμαρτιών, δια την οποίαν λέγει ο Προφήτης Δαβίδ:

«θυσία εις τον Θεόν ευάρεστος είναι η ταπεινή του ανθρώπου προαίρεσις και διάθεσις· την καρδίαν την ταπεινήν και συντετριμμένην με την κατάνυξιν ο Θεός ποτέ δεν την παραβλέπει».

Ανίσως αυτάς τας «θυσίας» προσφέρωμεν εις τον Θεόν, έστω και αν έχωμεν μικρά τινα ελαττώματα ως άνθρωποι, θέλομεν δυνηθή να πλησιάσωμεν εις την Αγίαν Κοινωνίαν με φόβον και τρόμον, κατάνυξιν και ομολογίαν της αμαρτωλότητός μας, καθώς η αιμορροούσα επλησίασεν εις τον Χριστόν κλαίουσα και τρέμουσα.

Διότι υπάρχει αμαρτία προς θάνατον («θανάσιμος»).

Και υπάρχει αμαρτία προς μετάνοιαν («συγγνωστή»).

Και υπάρχει αμαρτία προς έμπλαστρον.

Η αληθινή όμως μετάνοια όλα δύναται να τα ιατρεύση.

Διότι, άλλην συγχώρησιν έχει εκείνος, όστις με φόβον και τρόμον και ομολογίαν της αμαρτωλότητός του και κατάνυξιν πλησιάζει εις τα Μυστήρια και μεταλαμβάνει· και άλλην τιμωρίαν έχει, όστις μεταλαμβάνει χωρίς φόβον και με καταφρόνησιν.

Εις εκείνους, όσοι καταφρονητικώς και αναξίως μεταλαμβάνουσιν, όχι μόνον δεν δίδεται άφεσις αμαρτιών, αλλά και ο διάβολος περισσότερον πηδά εναντίον των («αλλά και επί πλείον ο διάβολος αυτοίς επεισπηδά»).

Οσοι δε με φόβον μεταλαμβάνουσιν, όχι μόνον αγιάζονται και λαμβάνουσιν άφεσιν αμαρτιών, αλλά και τον διάβολον διώκουσιν από λόγου των («αλλά και τον διάβολον εξ εαυτών διώκουσιν»)."

Συμπληρωματικά σχόλια: Απάντηση στο θέμα αυτό έχουν δώσει, και οι άγιοι Κολλυβάδες (αγ. Αθανάσιος ο Πάριος). Ο ενδιαφερόμενος μπορεί να την αναζητήση στο ομώνυμο του αγίου (Αθανασίου) βιβλίο "Δήλωσις της εν τω Αγείω Όρει ταραχών Αληθείας", το οποίο επιμελήθηκε ο μακαριστός Ιερομόναχος π. Θεοδώρητος. 

Ὁσάκις γὰρ ἂν ἐσθίητε τὸν ἄρτον τοῦτον καὶ τὸ ποτήριον τοῦτο πίνητε, τὸν θάνατον τοῦ Κυρίου καταγγέλλετε, ἄχρις οὗ ἂν ἔλθῃ." (1Κρ. ια΄)
Όπως σημειώνει ο αγ. Αθανάσιος ο Πάριος "δεν χρειάζεται πάρα πολύ δια να καταλάβωμεν, πώς το οσάκις, δεν θέλει να ειπή τοσάκις ... το οσάκις ομολογουμένως αδιώριστον καρόν δηλοί " ( βλέπε σελ. 117 του αναφερθέντο βιβλίου "Δήλωσις της εν τω Αγείω Όρει ... "). Βεβαίως και οσάκις (όσες φορές) δεν σημαίνει τοσάκις (τόσες φορές, συγκεκριμένο αριθμό δηλαδή). Κριτήριο της προσέλευσης στη Θεία Ευχαριστία είναι η καθαρή συνείδηση κατά τους Πατέρες. Ακριβώς για αυτό έγραψε και ο Ιερός Χρυσόστομος πως "κύριον εποίησε τον προσιόντα, πάσης ημερών παρατηρήσεως απαλλάξας αυτόν".

Περί τής Συνεχούς Μεταλήψεως τών Αχράντων τού Χριστού Μυστηρίων 
Αγίου Αναστασίου Αντιοχείας
Πηγή: Περιοδικό «Αγιος Κυπριανός», Ιανουάριος-Φεβρουάριος 1994, σελ. 202-203 oodegr

Ανάπαυσις της ψυχής κοντά στον Κύριο


Όσο και ν΄ αναζητάς ανάπαυσι και παρηγοριά σ’ αυτόν τον πρόσκαιρο κόσμο δεν θα την βρης. Την ειρήνη και την παρηγοριά μπορεί να τη δώση στην ψυχή μόνον ο Κύριος, με τη χάρι Του. Όπως ο ίδιος είπε: «Ειρήνην αφίημι υμίν, ειρήνη την εμήν δίδωμι υμίν· ου καθώς ο κόσμος δίδωσιν, εγώ δίδωμι υμίν» (Ιω. 14. 27).
Σκέψου, πού και σε ποιά γήινη απόλαυσι θα βρης την ειρήνη και την ανάπαυσι; Πού θα βρης την εσωτερική γαλήνη και τη μόνιμη χαρά; Μήπως στη δόξα; Αλλά σήμερα είσαι τιμημένος και αύριο ατιμασμένος. «Πάσα δόξα ανθρώπου ως άνθος χόρτου· εξηράνθη ο χόρτος, και το άνθος εξέπεσε» (Ησ. 40. 6-7). Αλλά μήπως στον πλούτο; Όχι μόνο ειρήνη και ανάπαυσι δεν σου χαρίζει, αλλ’ αντίθετα πολλή μέριμνα και ανησυχία και ανασφάλεια, μέρα και νύχτα. Οι άνθρωποι σε φθονούν και σε αντιπαθούν, κι εσύ πάλι δεν είσαι ποτέ ικανοποιημένος με όσα έχεις. Θέλεις ν’ αποκτάς όλο και περισσότερα, ξεχνώντας πως τίποτε απ’ τον πλούτο σου δεν θα σου μείνη. Λέει ο πλούσιος: «”Εύρον ανάπαυσιν και νυν φάγομαι εκ των αγαθών μου”, και ουκ οίδε τίς καιρός παρελεύσεται και καταλείψει αυτά ετέροις και αποθανείται» (Σοφ. Σειρ. 11. 19)...
«Καθώς εξήλθεν από γαστρός μητρός αυτού γυμνός, επιστρέψει του πορευθήναι ως ήκει, και ουδέν ου λήψεται εν μόχθω αυτού, ίνα πορευθή εν χειρί αυτού… ώσπερ γαρ παρεγένετο, ούτω και απελεύσεται, και τις η περισσεία αυτού, ή μοχθεί εις άνεμον;» (Εκκλ. 5. 14-15). Μην ξεχνάς ακόμη πως ο πλούτος γίνεται αφορμή για πολλές αμαρτίες και θανάσιμες πτώσεις, όπως διαπιστώνει και ο απόστολος: «Οι βουλόμενοι πλουτείν εμπίπτουσιν εις πειρασμόν και παγίδα και επιθυμίας πολλάς ανοήτους και βλαβεράς, αίτινες βυθίζουσι τους ανθρώπους εις όλεθρον και απώλειαν» (Α’ Τιμ. 6. 9). Γι’ αυτό τον λόγο και ο Κύριος αναφώνησε κάποτε με πόνο: «Πώς δυσκόλως οι τα χρήματα έχοντες εις την βασιλείαν του Θεού εισελεύσονται!… Ευκοπώτερόν εστι κάμηλον δια τρυμαλιάς ραφίδος εισελθείν ή πλούσιον εις την βασιλείαν του Θεού εισελθείν!» (Μαρκ. 10. 23, 25). Τί θα προτιμήσης, λοιπόν; Τον πρόσκαιρο πλούτο ή τη βασιλεία του Θεού;
Αλλά μήπως θα βρης γαλήνη και ανάπαυσι στη σαρκική ηδονή; Ούτε εκεί υπάρχει. Η σαρκική αμαρτία – το ξέρεις καλά, αν τη δοκίμασες – συνοδεύεται από εσωτερική πικρία, ψυχικό βάρος, συνειδησιακό έλεγχο. Και όταν η ψυχή πωρωθή, τότε επέρχεται η τελεία εγκατάλειψις από τον Θεό και η τελεία υποδούλωσις στη φιληδονία. Κανένα άλλο πάθος δεν υποδουλώνει τον άνθρωπο τόσο σκληρά και αναπόδραστα όσο αυτό. Κι αφού τον υποδουλώση, γεννά μέσα του άπειρα άλλα κακά: τη σκληροκαρδία, την αναισθησία, την αποχαύνωσι, τη βλασφημία, την οργή, τέλος δε και την τελεία απιστία. Ο λόγος του Θεού δεν συγκινεί τις καρδιές των φιληδόνων, Γιατί τ’ αγκάθια του πάθους πνίγουν κάθε καλό σπόρο που πέφτει μέσα τους: «…το δε εις τας ακάνθας πεσόν, ούτοί εισιν οι ακούσαντες και υπό… ηδονών του βίου πορευόμενοι συμπνίγονται και ου τελεσφορούσι» (Λουκ. 8. 14), εξηγεί ο Κύριος στην παραβολή του σπορέως.
Λοιπόν; Αν στη δόξα δεν υπάρχη ανάπαυσις· αν στον πλούτο δεν υπάρχη ανάπαυσις· αν στην ηδονή δεν υπάρχη ανάπαυσις· τότε πού θ’ αναπαυθούμε; Ας ακούσουμε τον ψαλμωδό: «Εν εικόνι διαπορεύεται πας άνθρωπος, πλην μάτην ταράσσεται… Και νυν τις η υπομονή μου; Ουχί ο Κύριος;» (Ψαλμ. 38. 7-8).
Η ελπίδα σου, η προσδοκία σου, η χαρά σου, η ανάπαυσίς σου η παντοτινή είναι ο Κύριος. Ο ελεήμων και οικτίρμων και μακρόθυμος, ο πανάγαθος και φιλάνθρωπος, ο Θεός της ειρήνης, ο Θεός πάσης παρακλήσεως, ο Νυμφίος της ψυχής σου, που της κράζει με πόθο: «Ιδού ει καλή, η πλησίον μου, ιδού ει καλή… ελεύση και διελεύση από αρχής πίστεως…» (Ασμα 4.1, 8).
Κράτησε, αδελφέ μου, μέσα στην καρδιά σου και τα λόγια του Κυρίου προς την πολυμέριμνη Μάρθα: «Μάρθα, Μάρθα, μεριμνάς και τυρβάζη περί πολλά· ενός δέ εστι χρεία· Μαρία δε την αγαθή μερίδα εξελέξατο, ήτις ουκ αφαιρεθήσεται απ’ αυτής» (Λουκ. 10. 41-42). Άφησε κι εσύ τις βιοτικές μέριμνες. Κάθησε ταπεινά «παρά τους πόδας του Ιησού» και ανάπαυσε την ψυχή σου με τη θαλπωρή της θείας παρουσίας Του. Σου φτάνει αυτό. Υπάρχει μεγαλύτερος πλούτος; Υπάρχει μεγαλύτερη δόξα; Υπάρχει και μεγαλύτερη ηδονή;


Από το βιβλίο “Πνευματικό Αλφάβητο” του Αγίου Δημητρίου Ροστώφ,
ΙΕΡΑ ΜΟΝΗ ΠΑΡΑΚΛΗΤΟΥ, 1996

Όταν η ψυχή μας είναι αγιασμένη, ακτινοβολεί το καλό. Στέλνομε τότε σιωπηλά την αγάπη μας χωρίς να λέμε λόγια!



Όταν εύχεται κανείς για τον πλησίον του, μια καλή δύναμη βγαίνει απ’ αυτόν και πηγαίνει στον αδελφό και τον θεραπεύει και τον δυναμώνει και τον ζωογονεί. ”
Ο άνθρωπος έχει τέτοιες δυνάμεις, ώστε να μπορεί να μεταδώσει το καλό ή το κακό στο περιβάλλον του. Αυτά τα θέματα είναι πολύ λεπτά. Χρειάζεται μεγάλη προσοχή. Πρέπει να βλέπομε το καθετί με αγαθό τρόπο. Τίποτα το κακό να μη σκεπτόμαστε για τους άλλους. Κι ένα βλέμμα κι ένας στεναγμός επιδρά στους συνανθρώπους μας. Και η ελάχιστη αγανάκτηση κάνει κακό. Να έχομε μέσα στην ψυχή μας αγαθότητα κι αγάπη· αυτά να μεταδίδομε.

Να προσέχομε να μην αγανακτούμε για τους ανθρώπους που μας βλάπτουν· μόνο να προσευχόμαστε γι’ αυτούς με αγάπη. Ό,τι κι αν κάνει ο συνάνθρωπος μας, ποτέ να μη σκεπτόμαστε κακό γι’ αυτόν. Πάντοτε να ευχόμαστε αγαπητικά. Πάντοτε να σκεπτόμαστε το καλό.
Δεν πρέπει ποτέ να σκεπτόμαστε για τον άλλο ότι θα του δώσει ο Θεός κάποιο κακό ή ότι θα τον τιμωρήσει για το αμάρτημά του. Αυτός ο λογισμός φέρνει πολύ μεγάλο κακό, χωρίς εμείς να το αντιλαμβανόμαστε.

Πολλές φορές αγανακτούμε και λέμε στον άλλο: «Δεν φοβάσαι τη δικαιοσύνη του Θεού, δεν φοβάσαι μη σε τιμωρήσει;». Άλλη φορά πάλι λέμε: «Ο Θεός δεν μπορεί θα σε τιμωρήσει γι’ αυτό που έκανες» ή «Θεέ μου, μην κάνεις κακό σ’ αυτόν τον άνθρωπο γι’ αυτό που μου έκανε» ή «Να μην πάθει αυτό το πράγμα ο τάδε».
Σε όλες αυτές τις περιπτώσεις, έχομε βαθιά μέσα μας την επιθυμία να τιμωρηθεί ο άλλος. Αντί, όμως να ομολογήσομε το θυμό μας για το σφάλμα του, παρουσιάζομε με άλλον τρόπο την αγανάκτησή μας και, δήθεν, παρακαλούμε τον Θεό γι’ αυτόν. Έτσι, όμως, στην πραγματικότητα καταριόμαστε τον αδελφό.
Κι αν, αντί να προσευχόμαστε, λέμε, «να το βρεις απ’ τον Θεό, να σε πληρώσει ο Θεός για το κακό που μου έκανες», και τότε πάλι ευχόμαστε να τον τιμωρήσει ο Θεός. Ακόμη και όταν λέμε, «ας είναι βλέπει ο Θεός», η διάθεση της ψυχής μας ενεργεί κατά ένα μυστηριώδη τρόπο, επηρεάζει την ψυχή του συνανθρώπου μας και αυτός παθαίνει κακό.

Όταν κακομελετάμε, κάποια κακή δύναμη βγαίνει από μέσα μας και μεταδίδεται στον άλλο, όπως μεταφέρεται η φωνή με τα ηχητικά κύματα, και όντως ο άλλος παθαίνει κακό. Γίνεται κάτι σαν βασκανία, όταν ο άνθρωπος έχει για τους άλλους κακούς λογισμούς. Αυτό γίνεται απ’ τη δική μας αγανάκτηση. Εμείς μεταδίδομε μυστικώ τω τρόπω την κακία μας. Δεν προκαλεί ο Θεός το κακό αλλά η κακία των ανθρώπων. Δεν τιμωρεί ο Θεός, αλλά η δική μας κακή διάθεση μεταδίδεται στην ψυχή του άλλου μυστηριωδώς και κάνει το κακό. Ο Χριστός ποτέ δεν θέλει το κακό. Αντίθετα παραγγέλλει: «Ευλογείτε τους καταρωμένους υμάς …».

Η βασκανία είναι πολύ άσχημο πράγμα. Είναι η κακή επίδραση που γίνεται όταν κανείς ζηλέψει κι ορεχθεί κάτι ή κάποιον. Θέλει μεγάλη προσοχή. Η ζήλια κάνει πολύ κακό στον άλλο. Αυτός που βασκαίνει δεν το βάζει καν στο νου του ότι κάνει κακό. Είδατε τι λέει και η Παλαιά Διαθήκη: «Βασκανία γαρ φαυλότητας αμαυροί τα καλά».
Όταν όμως ο άλλος είναι άνθρωπος του Θεού και εξομολογείται και μεταλαμβάνει και έχει πάνω του τον Σταυρό, δεν τον πιάνει τίποτα. Όλοι οι δαίμονες να πέσουν πάνω του δεν καταφέρνουν τίποτα.

Μέσα μας υπάρχει ένα μέρος της ψυχής που λέγεται «ηθικολόγος». Αυτός ο «ηθικολόγος» όταν βλέπει κάποιον να παρεκτρέπεται, επαναστατεί, ενώ πολλές φορές αυτός που κρίνει έχει κάνει την ίδια παρεκτροπή. Δεν τα βάζει όμως με τον εαυτό του αλλά με τον άλλο. Κι αυτό δεν το θέλει ο Θεός. … Λέμε παραδείγματος χάριν: «Έπρεπε να κάνεις αυτό· δεν το έκανες, να τι έπαθες!». Στην πραγματικότητα, επιθυμούμε να πάθει ο άλλος κακό. Όταν σκεπτόμαστε το κακό, τότε μπορεί πράγματι να συμβεί.

Κατά ένα μυστηριώδη και αφανή τρόπο μειώνομε στον άλλο τη δύναμη να πάει στο αγαθό, του κάνομε κακό. Μπορεί να γίνομε αιτία ν’ αρρωστήσει, να χάσει τη δουλειά του, την περιουσία του κ.λπ. Μ’ αυτό τον τρόπο δεν κάνομε κακό μόνο στον πλησίον μας αλλά και στον εαυτό μας, γιατί απομακρυνόμαστε απ’ την χάρι του Θεού. Και τότε προσευχόμεθα και δεν εισακουόμεθα. «Αιτούμεν και ου λαμβάνομεν». Γιατί; Το σκεφθήκαμε ποτέ αυτό; «Διότι κακώς αιτούμεθα». Πρέπει να βρούμε τρόπο να θεραπεύσομε την τάση που υπάρχει μέσα μας να αισθανόμαστε και να σκεπτόμαστε με κακία για τον άλλο.
Είναι δυνατόν να πει κάποιος, «έτσι που φέρεται ο τάδε θα τιμωρηθεί απ’ τον Θεό», και να νομίζει ότι το λέει χωρίς κακία. Είναι, όμως, πολύ λεπτό πράγμα να διακρίνει κανείς αν έχει ή δεν έχει κακία. Δεν φαίνεται καθαρά. Είναι πολύ μυστικό πράγμα τι κρύβει η ψυχή μας και πώς αυτό μπορεί να επιδράσει σε πρόσωπα και πράγματα.
Δεν συμβαίνει το ίδιο αν πούμε μετά φόβου ότι ο άλλος δεν ζει καλά και ναπροσευχόμαστε να τον βοηθήσει ο Θεός και να του δώσει μετάνοια· δηλαδή ούτε λέμε, ούτε κατά βάθος επιθυμούμε να τον τιμωρήσει ο Θεός γι’ αυτό που κάνει.

Τότε όχι μόνο δεν κάνομε στον πλησίον κακό, αλλά του κάνομε και καλό. Όταν εύχεται κανείς για τον πλησίον του, μια καλή δύναμη βγαίνει απ’ αυτόνκαι πηγαίνει στον αδελφό και τον θεραπεύει και τον δυναμώνει και τον ζωογονεί. Μυστήριο πως φεύγει από μας αυτή η δύναμη. Όμως πράγματι αυτός που έχει μέσα του το καλό στέλνει την καλή αυτή δύναμη στους άλλους μυστικά και απαλά. Στέλνει στον πλησίον του φως, που δημιουργεί έναν κύκλο προστασίας γύρω του και τον προφυλάσσει απ’ το κακό. Όταν έχομε για τον άλλο αγαθή διάθεση και προσευχόμαστε, θεραπεύομε τον αδελφό και τον βοηθάμε να πάει προς τον Θεό.

Υπάρχει μία ζωή αόρατη, η ζωή της ψυχής. Αυτή είναι πολύ ισχυρή και μπορεί να επιδράσει στον άλλον, έστω κι αν μας χωρίζουν χιλιόμετρα. Αυτό γίνεται και με την κατάρα, η οποία είναι δύναμη που ενεργεί το κακό. Αν, όμως, πάλι με αγάπη προσευχηθούμε για κάποιον, όση απόσταση κι αν μας χωρίζει, μεταδίδεται το καλό. Άρα και το καλό και το κακό δεν τα επηρεάζουν οι αποστάσεις. Μπορούμε να τα στείλομε σε αποστάσεις απέραντες.

… Ο θρούς της ψυχής μας φθάνει μυστηριωδώς κι επηρεάζει τον άλλον, έστω κι αν δεν εκφράσομε ούτε μια λέξη. Και χωρίς να μιλήσομε, μπορεί να μεταδώσομε το καλό ή το κακό, όση κι αν είναι η απόσταση που μας χωρίζει απ’ τον πλησίον. Αυτό που δεν εκφράζεται έχει συνήθως περισσότερη δύναμη απ’ τα λόγια.

Η κακή δύναμη δεν έχει φραγμούς, δεν εμποδίζεται ούτε από κλειδαριές ούτε από αποστάσεις. Η κακή δύναμη μπορεί και το αυτοκίνητο αν το γκρεμίσει χωρίς να υπάρχει καμιά βλάβη.

Καταλάβατε, λοιπόν πώς οι κακές μας σκέψεις, η κακή μας διάθεση επηρεάζουν τους άλλους; Γι’ αυτό πρέπει να βρούμε και τον τρόπο να καθαρίσομε το βάθος του εαυτού μας από κάθε κακία. Όταν η ψυχή μας είναι αγιασμένη, ακτινοβολεί το καλό. Στέλνομε τότε σιωπηλά την αγάπη μας χωρίς να λέμε λόγια.

Βέβαια αυτό στην αρχή είναι λίγο δύσκολο.

Πρώτα ήταν ανίκανος να κάνει το καλό, (ο απόστολος Παύλος) μετά που ήλθε ο Χριστός μέσα του έγινε ανίκανος να κάνει το κακό. Και φώναζε μάλιστα: «Ζω δε ουκέτι εγώ, ζη δε εν εμοί Χριστός». Το έλεγε, το κήρυττε με καύχηση, ότι «έχω τον Χριστό μέσα μου», ενώ πρωτύτερα έλεγε: «Ήθελα να κάνω το καλό, αλλά δεν μπορούσα».

Έτσι θ’ αποσπάσομε την χάρι του Θεού, θα καταστούμε ένθεοι. Άμα δοθούμε κατά κει, άμα δοθούμε στην αγάπη του Χριστού, τότε όλα θα μεταβληθούν, όλα θα μεταστοιχειωθούν, όλα θα μεταποιηθούν, όλα θα μετουσιωθούν. Ο θυμός η οργή, η ζήλεια, ο φθόνος, η αγανάκτηση, η κατάκριση, η αχαριστία, η μελαγχολία, η κατάθλιψη, όλα θα γίνουν αγάπη, χαρά, λαχτάρα, θείος έρως. Παράδεισος!

Όσιος Πορφύριος ο Καυσοκαλυβίτης

Ο ΚΟΣΜΟΣ ΜΕΤΑΤΡΕΠΕΤΑΙ ΣΕ ΚΟΛΑΣΗ...

Με αφορμή τα συνεχόμενα τραγικά γεγονοτα που βιώνει όλος ο κόσμος, 
σας δείχνουμε ένα παλαιότερο βίντεο μας, που αφορά τη σημερινή κατάταση....

ΕΙΝΑΙ Ο ΚΟΣΜΟΣ ΝΑ ΤΕΛΕΙΩΝΕΙ;;;

Αεροπλάνα πέφτουν, καταστροφικοί σεισμοί με τσουνάμι, πυρηνικά ατυχήματα, πολέμοι ανεξέλεχτοι σε όλη τη γη, ασέβεια, αναίδεια, ανηθικότητα, πορνεία, μοιχεία, σοδομισμός, κτηνοβασίες, παιδοφιλίες, έκτροπα, αθεϊα, χωρισμοί, εκτρώσεις, φονικά, ανάξιοι ιερείς, όργια σε πάρτυ, διαδικτυακό σεξ, φιλαργυρία, ξεφτελισμός των παραδώσεων κι άλλα πολλά...

ΔΕΙΤΕ ΤΟ ΒΙΝΤΕΟ ΜΕ ΠΟΛΛΗ ΠΡΟΣΟΧΗ ΚΙ ΑΝΑΛΟΓΙΣΘΗΤΕ ΠΟΣΟ ΔΙΚΙΟ ΕΙΧΕ Ο ΡΩΣΟΣ ΑΣΚΗΤΗΣ ΑΝΤΩΝΙΟΣ ΤΟ 1970 ΠΟΥ ΕΒΛΕΠΕ ΤΟ ΠΟΛΥ ΠΟΛΥ ΚΟΝΤΙΝΟ ΜΕΛΛΟΝ…



Φεύγουμε από τον Οικουμενισμό, αλλά μένουμε στην Εκκλησία κι ὄχι στὶς διάφορες παρατάξεις...

Ἕνα προφητικὸ κείμενο!


Ὁ Ἀλέξανδρος Καλόμοιρος εἶναι ὁ συγγραφέας τοῦ βιβλίου «Κατὰ Ἑνωτικῶν» (1964). Πρόκειται γιὰ ἕνα προφητικὸ κείμενο, ποὺ εἶδε τὸ φῶς τῆς δημοσιότητος χάρις στὸ Φώτη Κόντογλου, ὁ ὁποῖος παρότρυνε τὸν συγγραφέα νὰ συντάξει τὸ βιβλίο καὶ ἔγραψε καὶ τὸν πρόλογον τοῦ βιβλίου.
Τὸ βιβλίο ὁμιλεῖ γιὰ τὸν συμβιβασμὸ τῆς θεσμικῆς Ἐκκλησίας μὲ τὴν παγκοσμιοποίηση, τὴν ἀφομοίωσή της ἀπὸ τὸν Οἰκουμενισμό, καὶ "βλέπει" τὴν ἀπομάκρυνση ἀπὸ τοὺς συμβιβασμένους κληρικούς, ἐκείνων τῶν πιστῶν, ποὺ θέλουν νὰ μείνουν ἑνωμένοι μὲ τὴν Ἐκκλησία τοῦ Κυρίου καὶ τῶν Ἁγίων, ὅπως διδάσκει ἡ διαχρονικὴ Ὀρθόδοξη Παράδοση.
Τὶς ἴδιες προφητικὲς περιγραφὲς τῆς ζωῆς τῶν Χριστιανῶν (στὴν ἐσχατολογικὴ ἐποχὴ ποὺ φαίνεται πὼς ἤδη διερχόμαστε), κάνει ὁ Καλόμοιρος καὶ σὲ ἕνα μικρὸ κείμενο μὲ τίτλο «Τὸ ταξίδι στὴ “Μάλτα”». Σ’ αὐτὸ ἐκθέτει ἐν περιλήψει βασικὲς θέσεις τοῦ «Κατὰ Ἑνωτικῶν» βιβλίου του.

Παρουσιάζουμε:

1. «Τὸ ταξίδι στη “Μάλτα”», Ἀλέξανδρου Καλόμοιρου.
2. Ἀποσπάσματα,
α) ἀπὸ τὸν Πρόλογο τοῦ Κόντογλου στὸ «Κατὰ Ἑνωτικῶν» καὶ
β) ἀπὸ τὸ ἄρθρο του «Τὸ βαθὺ μυστήριο τῆς Ὀρθοδοξίας. Ἂς τὸ διαφυλάξουμε».

Το ταξίδι στη “Μάλτα”
Του Αλέξανδρου Καλόμοιρου (1931-1990)

Ἐπειδὴ δὲν μποροῦμε νὰ εἴμαστε χριστιανοὶ σὰν ἄτομα, ἀλλὰ μόνον σὰν Ἐκκλησία, σημασία καίρια ἔχει ὄχι μόνον ἡ δική μας πίστη νὰ εἶναι ἀληθινά, ἀλλὰ καὶ αὐτὴ τῶν ἀδελφῶν καὶ τῶν πατέρων μας. Τὸ ποικιλόπιστο ἄθροισμα δὲν ἔχει σχέση μὲ τὴν Ἐκκλησία τοῦ Χριστοὺ ποὺ εἶναι «στῦλος καὶ ἑδραίωμα τῆς ἀληθείας»ὅπως λέγει ὁ Ἀπόστολος Παῦλος. Στὴν Ἐκκλησία ὑπάρχει μία πίστη, ἡ ἀληθινή, καὶ συμφωνία ὅλων στὴν Ὀρθοδοξία καὶ ὁμόνοια.
Δὲν τὸ νοιώθουν, ἄραγε, αὐτὸ οἱ εὐσεβεῖς καὶ καλοπροαίρετες ὀρθόδοξες ψυχές; Ἀλλὰ τότε, τί εἶναι αὐτὸ ποὺ τὶς συγκρατεῖ μέσα σ΄ αὐτὸ τὸ ὄζον σύμπλεγμα τῆς ψευτιᾶς;
Εἶναι τὸ ὅτι δὲν βλέπουν ποὺ νὰ πᾶνε. Γιατί δυστυχῶς καμιὰ ὀργανωμένη Ἐκκλησία σήμερα δὲν ἔχει ἐχέγγυα πιστότητας στὴ γνήσια Πατερικὴ Ὀρθοδοξία, ἀφοῦ φυσικὰ Ὀρθοδοξία δὲν εἶναι μόνον ἡ τήρηση τοῦ ἀκαινοτόμητου ἑορτολογίου.
Γιατί ὅμως αἰσθάνονται οἱ χριστιανοί, τόσο πολὺ ἔντονα, τὴν ἀνάγκη νὰ καταφύγουν ὁπωσδήποτε σὲ μία διοικητικὰ ὀργανωμένη Ἐκκλησία; Αὐτὸ γίνεται γιατί ἡ ἱστορία ἔχει μεγάλη δύναμη στὴν ψυχή μας. Ἐπειδὴ τὴν Ἐκκλησία μέσα στοὺς αἰῶνες, τὴν γνωρίσαμε ὀργανωμένη σὲ Πατριαρχεῖα καὶ σὲ Συνόδους, τὴν ταυτίσαμε μὲ τὴν ὀργάνωσή της αὐτήν, ξεχνώντας ὅτικατὰ τὴν διάρκεια τῶν αἱρέσεων, ἡ ὀργάνωση αὐτὴ χανόταν γιὰ τοὺς Ὀρθοδόξους καὶ γινόταν τὸ ὅπλο τῆς κακοδοξίας ἐναντίον τους.
Ὅμως, στοὺς ἀποκαλυπτικοὺς καιροὺς ποὺ ζοῦμε, ἔχουμε ἀφήσει πιὰ πίσω τὴν ἱστορία καὶ μπήκαμε στὴν Ἐσχατολογία. Ἡ πνευματική μας ἐπιβίωση ἐξαρτᾶται ἀπὸ τὴ συνειδητοποίηση αὐτοῦ του γεγονότος. Ἔπεσαν πιὰ ὅλα τὰ ἱστορικά μας ἀντερείσματα. Ἡ ἀποστασία ἄλλαξε τοὺς ποιμένες σὲ λύκους, καὶ ἡ ὀργανωμένη Ἐκκλησία ποὺ ξέραμε εἶναι σήμερα ἀγέλη λύκων καὶ θάνατος προβάτων. Ὁ διάβολος εἶναι πιὰ λυμένος. Γιὰ νὰ ἐπιβιώσουμε, πρέπει νὰ δοῦμε τὴν Ἐκκλησία στὴ μυστικὴ καὶ μυστηριακή της οὐσία, γυμνωμένη ἀπὸ τὴν διοικητική της ὀργάνωση ποὺ γνωρίσαμε στὴν ἱστορία.
Στὴν ἀρένα οἱ μάρτυρες γυμνοὶ ἀντιμετώπιζαν τὰ θηρία. Γυμνὴ καὶ ἡ στρατευομένη Ἐκκλησία τῶν ἐσχάτων καιρῶν θὰ παλέψει μαζί τους, χωρὶς Συνόδους, χωρὶς Πατριαρχεῖα, χωρὶς σύνδεσμο, τῶν κατὰ τόπους μικρῶν Ἐκκλησιῶν, ἄλλον, ἀπὸ τὸν Χριστὸ καὶ τὴν κοινωνία τους μὲ τὴν θριαμβεύουσα Ἐκκλησία.
Τὸ συνηθισμένο λοιπὸν ἐρώτημα: «Καλὰ νὰ φύγουμε ἀπὸ τὸν Οἰκουμενισμό, ἀλλὰ σὲ πιὰ Ἐκκλησία νὰ πᾶμε;» δὲν ἔχει τὴ θέση του σήμερα. Γιατί δὲν πρόκειται νὰ πᾶμε πουθενά, ἀλλὰ νὰ μείνουμε, νὰ μείνουμε στὴν Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ, στὴν Ἐκκλησία τῶν Πατέρων, ν΄ ἀρνηθοῦμε τὶς παραποιήσεις καὶ νὰ μείνουμε στὴν Ἀλήθεια ποὺ ἀπὸ ἁπαλῶν ὀνύχων γνωρίσαμε, ἀλλὰ δυσκολευόμαστε πιὰ ν΄ ἀναγνωρίσουμε σ΄ αὐτὸ ποὺ μᾶς λέγουν ὅτι εἶναι δῆθεν Ἐκκλησία.
Αὐτὴ τὴν ἄρνηση τοῦ ψεύδους καὶ τῶν παραποιήσεων θὰ τὴν πραγματοποιήσουμε ἐκεῖ ποὺ βρισκόμαστε, διακόπτοντας ἁπλὰ κάθε κοινωνία μαζί της. Καὶ τότε, ὅταν θὰ ἔχουμε κάνει τὸ πρῶτο βῆμα ποὺ περιμένει ἀπὸ μᾶς ὁ Θεός, θὰ ἔλθει ὁ ἴδιος σὲ συνάντησή μας, καὶ θ΄ ἀνοίξει τὰ μάτια μας, ποὺ μέχρι τότε ὄνομα εἶχαν ὅτι βλέπουν ἀλλὰ ἦταν ἀνίκανα νὰ δοῦν τὸν ἀληθινὸ Χριστό.
Καὶ ὅταν τὸν δοῦμε θὰ τρέξουμε στὸν πιὸ ἀκριβό μας φίλο, ὅπως ἔτρεξε ὁ Φίλιππος στὸν Ναθαναὴλ καὶ θὰ τὸν καλέσουμε νὰ ΄ρθεῖ νὰ δεῖ κι΄ αὐτός, ὅσο καὶ ἂν ἀμφιβάλλει γιὰ τὸ καλὸ ποὺ μπορεῖ νὰ ἔλθει ἀπὸ τὴν Ναζαρέτ. Ἔτσι σχηματίζεται τὸ μικρὸ ποίμνιο, ἡ μικρὴ τοπικὴ Ἐκκλησία. Οἱ ἀληθινοὶ Ἰσραηλῖτες βρίσκουν ὁ ἕνας τὸν ἄλλον καὶ ἔρχονται μαζὶ στὸ Χριστό, λαϊκοὶ καὶ Ἱερεῖς καὶ Ἐπίσκοποι.
Αὐτὴ ἡ δραματικὴ ἀλλὰ εὐλογημένη διαδικασία εἶναι ἤδη ἀπὸ δεκαετίες γνωστὴ στὴ Ρωσία. Ἡ λεγομένη «Ἐκκλησία τῶν Κατακομβῶν» δὲν ἔχει καμιὰ ἐξωτερικὴ ὁμοιότητα μὲ τὶς ὀργανωμένες Ἐκκλησίες ποὺ ξέρουμε, καὶ μόνον μὲ τὶς Ἐκκλησίες τῆς ἐποχῆς τῶν μεγάλων διωγμῶν ὁμοιάζει.
Ἡ κατάσταση ποὺ ἐπικρατεῖ τώρα στὴ Ρωσία, σιγὰ-σιγὰ θὰ γενικευθεῖ παντοῦ. Ὀρθόδοξοι Ἐπίσκοποι ἐλάχιστοι, διάσπαρτοι στὸν κόσμο, κρυμμένοι καὶ ἄγνωστοι στοὺς πολλούς. Ἱερεῖς μετρημένοι θὰ ἐκτελοῦν ἀποστολικὲς περιοδεῖες ἀπὸ πόλη σὲ πόλη, ἀπὸ ἐνορία σὲ ἐνορία, ἀπὸ χώρα σὲ χώρα, ἀνακουφίζοντας τὶς πνευματικὲς ἀνάγκες τῶν πιστῶν καὶ ἑνώνοντάς τους ὅλους γνωστοὺς καὶ ἄγνωστους μεταξύ τους, μὲ τοὺς ἄφθαρτους δεσμοὺς τοῦ ἀναστημένου Σώματος καὶ Αἵματος τοῦ Χριστοῦ. Μνημονεύοντας «πάσης Ἐπισκοπῆς Ὀρθοδόξων» γιὰ νὰ μὴ προδίδεται ὁ πλησιέστερος ἀληθινὸς Ἐπίσκοπος ἢ καὶ ἀπὸ πραγματικὴ ἄγνοια γιὰ τὸ ποῦ βρίσκεται ἀληθινὸς Ἐπίσκοπος.
Καὶ ἡ ἐποχὴ τοῦ Ἀντιχρίστου θὰ προχωρεῖ πρὸς τὴν ἀποκορύφωσή της. Τὸ ποίμνιο τοῦ Χριστοῦ ὅλο καὶ θὰ μικραίνει. Ὅμως ὅσο πιὸ δυνατὸς ὁ πόνος τῶν ἡμερῶν ποὺ ἔρχονται τόσο κοντύτερά μας θὰ εἶναι ὁ Κύριος, φθάνει νὰ μείνουμε πιστοὶ μέχρι τὸ τέλος.
Τὸ πλοῖο ποὺ μᾶς ἔφερε μέχρι ἐδῶ, ἡ συνοδικὴ διοικητική, ὀργανωμένη μορφὴ τῆς Ἐκκλησίας ἐξόκειλε στὰ ρηχά της ἀποστασίας καὶ διαλύεται ἀπὸ τὴν βία τῶν κυμάτων, ὅπως τότε ἐκεῖνο τὸ ἄλλο πλοῖο στὴν παραλία τῆς Μάλτας (Πράξ. κζ΄-κη΄ 6).
Ὅμως ὅπως τότε, κανένας ἀπὸ τοὺς ἐπιβαίνοντας δὲν θὰ χαθεῖ. Θὰ σωθοῦν ὅλα τὰ ἀληθινὰ μέλη τῆς Ἐκκλησίας ἀφοῦ ἐγκαταλείψουν τὸ καταδικασμένο πλοῖο δύο-δύο, τρεῖς-τρεῖς κολυμπώντας σὲ μικρὲς ἐνορίες,βοηθώντας ὁ ἕνας τὸν ἄλλον, καὶ θὰ πατήσουν ἐπὶ τέλους τὸ σίγουρο ἀκρογιάλι τῆς Καινῆς Γῆς τοῦ Παραδείσου. Ἂς μὴ φοβηθοῦμε τὸ πήδημα στὰ ἄγρια κύματα. Εἶναι πήδημα σωτηρίας. Τὸ ταξίδι στὸ σκοτεινὸ φουρτουνιασμένο πέλαγος τελειώνει. Ὀρθρίζει ἡ ἀτελεύτητη μέρα.
Μαραναθά.

Φώτης Κόντογλου
Κατὰ Ἑνωτικῶν
Συλλογή: Μυστικὰ Ἄνθη (1992),
Ἐκδόσεις: Ἀστήρ - Παπαδημητρίου, τ. 6, σελ. 51-59.

(Ἀποσπάσματα)
Ο συγγραφεύς τούτου του βιβλίου (Ἀλέξανδρος Καλόμοιρος) δεν είναι θεολόγος σπουδασμένος στα σχολεία που σπουδάζουν ένα πράγμα που δεν σπουδάζεται, την θεολογίαν. Αυτός εσπούδασε την ιατρικήν που σπουδάζεται, γιατί είναι γνώσις κοσμική, ανθρώπινη. Εβύζαξε την Ορθόδοξον πίστιν και την ευσέβειαν από την παράδοσιν, την επήρε, με τον τρόπον που λέγει ο ίδιος ότι μεταδίδεται η πίστις και η ευσέβεια, από διδάσκαλο εις μαθητήν, από γονιόν σε παιδί, από γέροντα εις υποτακτικόν, από Χριστιανόν εις Χριστιανόν. Διά τούτο είναι “παθών και ουχί μαθών τα θεία”, έχοντας διά οδηγόν την πίστιν και όχι την γνώσιν.
“Περιπατεί διά πίστεως, ου διά είδους”, όπως λέγει ο απόστολος Παύλος. Και διά τούτο, το βιβλίον του είναι σκληρόν, μη έχοντας τους συμβιβασμούς που φανερώνουν την ολιγοπιστίαν, μήτε την εξοικονόμησιν διά να μη γίνει κανείς δυσάρεστος εις τους αντιφρονούντας, μήτε την ψευτοαδελφωσύνην. Η προσήλωσις εις την αλήθειαν δεν συγχωρεί συμβιβασμούς. Σκληρόν και απότομον είναι το βιβλίον του, αν και ο συγγραφεύς του είναι αληθινά ταπεινός, ειρηνικός, πράος, επιεικής, ανυπερηφάνευτος. Πλήν η πίστις του δίδει την μάχαιραν του Πνεύματος, και ο ταπεινός, ο συνετός, ο επιεικής, ο πλήρης αγάπης, φαίνεται σκληρός και απότομος. Μήπως το ίδιον δεν φαίνεται ο άγιος Ιωάννης, ο Θεολόγος Ιωάννης, ο κήρυκας της αγάπης, απότομος και αυστηρός περισσότερον από άλλους αποστόλους και κήρυκας του Ευαγγελίου, όπως φανερώνεται εις την Α΄ επιστολήν του και εις την Αποκάλυψιν;
Ο συγγραφεύς τούτου του μικρού βιβλίου είναι νέος. Πλήν “μηδείς της νεότητος αυτού καταφρονείτω”. Με αυτόν έκαμα την πνευματικήν γνωριμίαν όταν εσπούδαζε την ιατρικήν εις την Ελβετίαν, τον καιρόν που εξεδίδαμεν το περιοδικόν “Κιβωτός”. Τότε μου έγραψε μίαν επιστολήν διά κάποια σατανικά δημοσιεύματα ενός καθολικού εις την εφημερίδα “LE COURRIER”, και εζητούσε να φυλάξωμεν την Ορθόδοξον πίστιν μας από τάς παγίδας των αιρετικών. Κατόπιν μου έγραψε πολλά γράμματα, και έως σήμερα μου γράφει επιστολάς που είναι πάντοτε πολύ διδακτικές και ωφέλιμες, και ευωδιάζουν από βαθείαν πίστιν και αγάπην πρός την ιεράν παράδοσίν μας. Διά τούτο τον παρεκίνησα επιμόνως να γράψη εκτενέστερα επάνω εις τα θέματα τα οποία εσχεδίαζε με συντομίαν εις τάς επιστολάς του, και του εζήτησα να συγκατατεθεί να τυπωθούν εις βιβλίον, γνωρίζοντας την μετριοφροσύνην του. Εδέχθη τέλος, και τούτο το μικρόν βιβλίον είναι το πρώτον που έστειλεν εις τον εκδότην κ. Αλέξανδρον Παπαδημητρίου, ο οποίος μετά χαράς προσεφέρθη να το εκδώσει.


Φώτης Κόντογλου
Τὸ βαθὺμυστήριο τῆς Ὀρθοδοξίας.
Ἂς τὸδιαφυλάξουμε.
Συλλογή: Μυστικὰ Ἄνθη,
Ἐκδόσεις: Ἀστήρ - Παπαδημητρίου, σελ. 51-53.

(Ἀποσπάσματα)
Μεγάλο, πολὺ μεγάλο καὶ σπουδαῖο εἶναι ἕνα ζήτημα ποὺ δὲν τοῦ δώσανε σχεδὸν καθόλου προσοχὴ οἱ περισσότεροι Ἕλληνες. Κι αὐτὸ εἶναι τὸ ὅτι ἀπὸ καιρὸἀρχίσανε κάποιοι δικοί μας κληρικοὶ νὰ θέλουν καὶ νὰ ἐπιδιώκουν νὰ δέσουν στενὲς σχέσεις μὲ τοὺς παπικούς, ποὺ ἐπὶ τόσους αἰῶνες μᾶς ρημάξανε... ποὺεἶναι θάνατος γιὰ τὸ γένος μας καὶ ποὺ τὶς κινήσανε οἱ καταχθόνιες δυνάμεις ποὺ πολεμᾶνε τὸν Χριστὸ καὶ ποὺ μὲ τὰ λεπτά τους ἀγοράζουνε ὅλους, δὲν δώσανε λοιπὸν καμμιὰ σημασία, γιατὶ τὰ θεωροῦνε τιποτένια πράγματα, ἂν δὲν εἶναι κι οἱ ἴδιοι ἀγορασμένοι, ἄξια μοναχὰ γιὰ κάποιους στενοκέφαλους παλιοημερολογίτες καὶ φανατικοὺς ἀποπετρωμένους χριστιανούς. Οἱδεσποτάδες ποὺ εἶπα πὼς τοὺς ἔπιασε, ἄξαφνα κι ἀναπάντεχα, ὁ ἔρωτας μὲ τοὺς Λατίνους, ...φαγωθήκανε πρῶτοι νὰ πιάσουνε σχέση μὲ τοὺς Λατίνους, λένε πὼς τὸ κάνουνε ἀπὸ «ἀγάπη».


Ἡ αἰτία εἶναι τὸ ὅτι δὲν νοιώσανε τί εἶναι Ὀρθοδοξία ὁλότελα, μ᾿ ὅλο ποὺ εἶναι δεσποτάδες... σὰν νὰ πήρανε ἀπὸ κάπου διαταγή, κι ὁλοένα μιλᾶνε γιὰ «τὸν διάλογον» μαζί τους, δίχως νὰ ξέρουνε καλὰ-καλὰ τί λένε. Μεγαλύτερο ρεζιλίκι δὲν ἔγινε. Ἐμεῖς οἱ ἄλλοι ποὺ εἴμαστε κολλημένοι ἀπὸ νεότητος στὴν Ἐκκλησία μας, εἴμαστε στενοκέφαλοι, μοχθηροί, γυμνοὶ ἀπὸ ἀγάπη κι ἀπὸ ἀληθινὴεὐσέβεια. Ἡ μόδα εἶναι τώρα νὰ φαίνεσαι ἄνθρωπος τῆς ἐποχῆς μας, ποὺἔνοιωσε τὰ «αἰτήματά» της.
Σὲ καιρὸ λοιπὸν ποὺ κάνουνε οἱ δικοί μας αὐτὲς τὶς ὕποπτες ἐρωτοτροπίες μὲ τὸν Πάπα, ἔρχουνται ἀπὸ τὴν ἐπικράτειά του, ἀπὸ τὴ Δύση, πολλὲς ψυχὲς ποὺ ἔχουνἀπελπισθεῖ ἀπὸ τὴν ψευτιὰ τοῦ παπισμοῦ, καὶ διψοῦνε ν᾿ ἀπογευτοῦνε τὴνἀλήθεια τοῦ Χριστοῦ. Πολλοὶ ἀπ᾿ αὐτοὺς βαφτίζονται Ὀρθόδοξοι. ... Ἕνας ἀπ᾿αὐτοὺς εἶναι ὁ ...Ἐντγκάρ, καὶ σὰν βαφτίστηκε ὀρθόδοξος, ὀνομάσθηκε Ἠλίας.
Ἀπὸ χρόνια γνωρίσθηκε μὲ τὸν Ἀλέξανδρο Καλόμοιρο, αὐτὸν τὸν λαμπρὸ νέο γιατρό, ποὺ ἔγραψε πολλὰ θρησκευτικὰ ἄρθρα καὶ πρὸ πάντων ἐκεῖνο τὸμοναδικὸ «Κατὰ Ἑνωτικῶν». Ἀπὸ τότε κρατᾶ ἀλληλογραφία μαζί του, καὶ τὸνἔχει σὰν πνευματικὸν ὁδηγό... καὶ ὅ,τι ἔχει, τὸ δίνει γιὰ νὰ τυπωθεῖ στὰ γαλλικὰτὸ «Κατὰ Ἑνωτικῶν», δηλαδὴ τὸ βιβλίο ποὺ ξεθεμελιώνει τὸν παπισμὸ καὶ τὸν πετᾶ στὸν ἀγέρα; ...Οἱ περισσότεροι δικοί μας δὲν τὸ χώνεψαν αὐτὸ τὸ βιβλίο,ἐπειδὴ χτυπᾶ τὸν Μέγαν Πάπαν, τὴν “καινούργια ἀγάπη μας”.
Ὅποιος λοιπὸν καταλαβαίνει τί μαθήματα μποροῦμε νὰ πάρουμε ἀπὸ αὐτὰ ποὺγραφήκανε παραπάνω, καὶ δὲν εἶναι φλομωμένος ἀπὸ τὴν ψευτιὰ ποὺ μᾶς πνίγει,ἂς τὰ πάρει. Ἂς κυττάξει καλὰ κι ἂς βεβαιωθεῖ πὼς σὲ ὅσα διάβασε παραπάνω «οὐδὲν ἐν αὐτοῖς σκολιὸν οὐδὲ στραγγαλιῶδες.


Τὰ κειμενα ἀπὸ τὸ βιβλίο τοῦ Καλόμοιρου καὶ ἀπὸ τὰ ἱστολόγια:

Μέ τό Ἀρνίο ἤ μέ τό Θηρίο; Μέ τόν Χριστό ἤ τόν Πάπα;

...Οἱ Ἐπίσκοποι ἐκφράζουν τήν Ἐκκλησία, ὅταν συμφωνοῦν διαχρονικά μέ τούς Ἁγίους καί τούς πιστούς ὅλων τῶν ἐποχῶν, ὅταν εἶναι διάδοχοι καί κάτοχοι ὄχι τῶν θρόνων ἀλλά τῆς ἀληθείας. Ἡ Ὀρθοδοξία ἔχει καθαγιάσει τούς ὅρους ἀντίπαπας καί παπομάστιξ, καί ἔχει στήσει σαφῆ σύνορα μεταξύ αἱρέσεως καί πλάνης· ἡ Ἐκκλησία ὑπάρχει ὅλη στό ἱερό δισκάριο τῆς Προσκομιδῆς· ὅσοι δέν μνημονεύονται ἐκεῖ εἶναι ἐκτός Ἐκκλησίας, αἱρετικοί καί σχισματικοί.
Δέν εἶναι μικρό θέμα ἡ ἐπίσκεψη τοῦ πάπα. Τιμώντας τόν πάπα ἀτιμάζουμε τούς ἁγίους, ἀμνηστεύουμε καί διαγράφουμε τίς καινοντομίες καί τίς πράξεις του, διαφωνοῦμε μέ τήν πίστη αἰώνων, καταστρέφουμε ὄ,τι πάντοτε καί ὑπό πάντων ἐπιστεύθη.
Ὑπομείναμε, ὑπομείναμε, ὑπομείναμε τούς οἰκουμενισμούς κάι τούς ἐκσυγχρονισμούς ἐπί ἕνα αἰώαν. Κάναμε ὑπομονή καί ὑπακοή· περιμέναμε κάι ἐλπίζαμε νά απύσουν τά σκάνδαλα, οἱ συμποροσευχές, οἱ συγχρωτισμοί, οἰ συγκρητισμοί, οἰ ἰσοπεδώσεις, οἱ ἀνανεώσεις, γιά νά ἐπανέλθουν στό σῶμα τῆς Ἐκκλησίας καί οἰ σκανδαλισθέντες ἀδελφοί μας. Δέν θά ἀφήσουμε καί ἄλλους νά φύγουν· ἐνιστάμεθα καί διαμαρτυρόμεθα. Θά διακόψουμε τήν κοινωνία μέ ὅσους κοινωνοῦν μέ τόν ἀκοινώνητο, αἱρετικό καί σχισματικό πάπα. Ὁ δρόμος στό ἑξῆς δέν θά εἶναι ἀνθόσπαρτος...
Οἱ κλητοί καί ἐκλεκτοί καί πιστοί μέ τόν Ἀρνίον, δειλεί καί χλιαροί καί γυμνοί μέ τό θηρίον·"Ἔρχομαι ταχύ· κράτησον ὅ ἔχεις, ἵνα μηδείς λάβῃ τόν στέφανόν σου" (Ἀποκ. 4, 11).

(Ἀποσπάσματα)
Πρωτοπρ. Θεόδωρος Ζήσης

(7-3-2001)
ΓΝΩΡΙΣΕ ΤΟ ΜΕΓΑΛΕΙΟ ΤΗΣ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ
Ἁγιογραφικές καί πατερικές μαρτυρίες
Ἐκδόσεις: "ΟΡΘΟΔΟΞΟΣ ΚΥΨΕΛΗ"


ΚΑΙΟΜΕΝΗ ΒΑΤΟΣ

Κάποτε ένας προτεστάντης είπε σε έναν Ορθόδοξο Ιερέα...




Κάποτε ένας προτεστάντης είπε σε έναν Ορθόδοξο Ιερέα:


Εμείς κάνουμε ορφανοτροφεία, γηροκομεία, συναυλίες, ελεημοσύνες.....


Εσείς οι Ορθόδοξοι τί κάνετε; 


Και του απάντησε εκείνος:


Θεία Λειτουργία! που γεμίζει δωρεάν τον Παράδεισο και αδείαζει την κόλαση!


Αυτό κάνει η Εκκλησία, αδείαζει την κόλαση και γεμίζει τον Παράδεισο. 

Συντηρεί τον κόσμο κάνοντας Θεία Λειτουργία!


Αγρυπνάει τη μέρα, αγρυπνάει και τη νύχτα. Κάθε νύχτα αιώνες τώρα. Πόσοι 


Άγιοι βγαίνουν από τα εικονοστάσια τους και συντρέχουν τους ανθρώπους! 


Πόσα Μοναστήρια λειτουργούν ολονύκτιες λειτουργίες!


Πόσα χέρια σηκώνονται και πόσα δάκρυα χύνονται υπέρ όλου του κόσμου!


ΟΡΘΟΔΟΞΙΑ - ΠΑΠΙΣΜΟΣ

Ὁ Μακαριστός Ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος: 
γιά τήν Ὀρθοδοξία καί τήν αἵρεση τοῦ Παπισμοῦ! 
ΤΌ ΗΜΙΣΥ ΤΟΥ ΒΙΝΤΕΟ: 
ΓΙΑ ΤΗΝ ΣΙΩΠΗ ΤΩΝ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΩΝ 
ΚΑΙ ΤΗΝ ΕΝΩΣΗ ΤΩΝ "ΕΚΚΛΗΣΙΩΝ"! 



Ἡ ἔρημος ἔχει ἄλλους πολέμους· καί ὁ κόσμος πάλιν ἄλλα πολλά καί διάφορα



Λοιπόν ἀνδρίζου. Καί, ἐφ' ὅσον ἐξελέξω αὐτό τό φορτίον, βάσταζέ το μέ φόβον Θεοῦ.
Καί πίστευσον, τέκνον μου, ὅτι θά πιέσω τήν ἐκ τῶν κόπων ἀσθενῆ καί νενεκρωμένην μου δύναμιν νά παρακαλῶ τόν Θεόν νά μή πάθῃς κανένα κακόν ἐξ ὅσων μελετοῦν ἀφρόνως οἰ ἐχθροί τῆς πίστεως ἡμῶν. Ἐάν ὅμως ἐπεγράφη σοι ἄνωθεν δι' ὄφελος τῆς ψυχῆς κάτι νά πάθῃς, παρακαλῶ νά σοῦ δώσῃ ὁ Θεός ἀνδρείαν ψυχῆς καί ὑπομονήν.
Μή φοβῆσαι. Οἱ Μασῶνοι πολλά σκέπτονται καί πολλά θέλουν νά κάμουν, ἀλλ' ἐάν ἐπιτρέψῃ ὁ πάντων Κύριος. Χωρίς τό θέλημά Του, εἶπε, μήτε τρίχα δέν πέφτει, μήτε φύλλο. Αὐτός θά διασκεδάσῃ τάς βουλάς αὐτῶν. Πρός τό παρόν ἀρκεῖ ἡμῖν. Διά τό ἀργότερα ἄς τό σκεφθῇ ὁ Θεός ὅπου μᾶς ἔχει καί ζῶμεν. 


Σύ ἀπό Θεοῦ νά ἀρχίζῃς καί εἰς Θεόν νά καταλύῃς, καί μή φοβῆσαι τούς ἐπανισταμένους σόι πειρασμούς. Διότι, χάριτι Χριστοῦ, ὡς καπνός διαλύονται. 
Διά δέ τόν πειρασμόν σου αὐτόν ὅπου λέγεις τοῦτο ὡς νομίζω εἶναι ἡ ἀλήθεια· ὅτι, διά νά πειράζῃ αὐτός ὁ δαίμων, κάτι καλόν φαίνεται γίνεται, καί τόν ἐνοχλεῖ, καί πειράζει. Ὅμως καί σύ πειραζόμενος κερδίζεις πολλά. Ἐκτός τοῦ μισθοῦ τῆς ὐπομονῆς γίνεσαι πρακτικός, μανθάνεις καί τούς ἀνθρώπους. Λίθος ἄν δέν προσκρούσῃ εἰς λίθον δέν ἅπτει σπινθήρ· ἀνήρ δέ ἀπείραστος, παντελῶς ἀδόκιμος.


ΕΚΔΟΣΙΣ ΙΕΡΑΣ ΜΟΝΗΣ ΦΙΛΟΘΕΟΥ
ΕΚΦΡΑΣΙΣ ΜΟΝΑΧΙΚΗΣ ΕΜΠΕΙΡΙΑΣ
Ἀνθολόγιο ἀποσπασμάτων ἐκ τοῦ βιβλίου 
Γέρων Ἰωσήφ ὁ Ἡσυχαστής
ΕΠΙΣΤΟΛΗ ΝΔ΄

Ελθόντες επί την ηλίου δύσιν...



Τότε πού αρχίζει να χαμηλώνει το φως της μέρας, την άπόβραδη ώρα, την ώρα τη νοσταλγική του Λυχνικού ή του Έσπερινου,κατά την ώρα εκείνη, λοιπόν, της ιεράς ακολουθίας, επαναλαμβάνεις τα ίδια πάντοτε λόγια, εκείνες τις λέξεις κλειδιά, πού ανήκουν στην έπιλύχνιον ευχαριστία, στο γνωστό «Φως ίλαρόν...». Και είναι εκείνες οί λίγες λέξεις με το εκρηκτικό, όσον αφορά τη διαδρομή σου στην πνευματική ζωή, περιεχόμενο: «Έλθόντες έπί την ήλίου δύσιν…», πού απλώνουν με τους ευλογημένους σου στοχασμούς, κάποιους ρυθμούς μιας νέας έκφρασης, ή όποία σημασιοδοτεί τον υπόλοιπο χρόνο της ζωής σου.

Είναι βέβαιο, πώς αν ψάξουμε μιά-μιά τις λέξεις, τότε θ' ατενίσουμε ένα ύπέρλογο και θαυμαστό τοπίο θεολογικής σκέψης και βιοτής. Μια πυξίδα που μας καθοδηγεί προς την επαρκή κατανόηση του Μυστηρίου της ζωής και του θανάτου, καθώς ανοίγουμε νέους δρόμους προς την έμβίωση των γεγονότων αυτών. Δρόμους, πού περνούν μέσα άπό την αφορμή για παραίτηση, έστω για λίγο, από τα βιοτικά και τα εφήμερα, τα συμβατικά και ανυποψίαστα, ότι δηλαδή σιμά μας υπάρχει και μας σημαδεύει το πικρό το δόντι του θανάτου.

Γιατί κάποτε θάρθει ή στιγμή, ή ώρα, όπου θα πούμε ή θα ψάλλουμε για στερνή φορά αυτή τη φράση. Θα κλείσουμε ήσυχα το βιβλίο, θ' ατενίσουμε το δειλινό πού σύρθηκε με το μελιχρό του το φως στους τοίχους του ναού, κι ύστερα θα μαζέψουμε τα πράγματα μας, ωσάν τους μαθητές της τελευταίας ημέρας στο σχολείο τους, και δεν θα επιστρέψουμε ξανά στον ίδιο χώρο... 
Γιατί θα έχουμε έλθει πια στη δική μας τη δύση και θα πρέπει να ετοιμαζόμαστε για την κοίμηση, πού όμως αυτή τη φορά θάχει έναν διαφορετικό "Ορθρο, την Άκολουθία εις Κεκοιμημένους ιερείς, ιερομόναχους, Αρχιερείς... και μίαν ύπέρφωτη και ύπέρλαμπρη Θεία Λειτουργία, όπου θα προΐσταται ό Μέγας Άρχιερεύς, θ' ακολουθούν οί τάξεις των Αγίων Του, θα ψάλλει ό Χορός των Αγγέλων και εμείς θα ψάχνουμε που να κρύψουμε τις όσες μας αμαρτίες... Τις όσες μας υπερβολές, τις αδικαιολόγητες απουσίες, τα άγχη και τα όσα έφάμαρτα και ανήσυχα μας ταΐζε καθημερινά ό ναρκισσισμός μας και ή διάθεση μας για αυτοπροβολή...

«Έλθόντες επί τήν ήλίον δύσιν...». Μάθημα μέγιστον αυτές οί λέξεις, πού ασφαλώς θα τις λάμβανε υπόψη του και ό Πλάτων(1), καθώς μας δίδαξε, μέσω του Διδασκάλου του, του Σωκράτη, «το μέγιστον μάθημα» τη «μελέτη τον θανάτου». 
Μόνο πού οί ίεροί Νηπτικοί Πατέρες(2), ίσως κατανοώντας τον ισχυρό νοηματισμό πού προσφέρει ό Ύμνος αυτός, κατόρθωσαν να υπερβούν με δοκιμασμένα κριτήρια την ατελή πλατωνική σκέψη και να την εμπεδώσουν, αλλά, παράλληλα, και να τη διδάξουν με κριτήρια καθαρά βιωματικά και θεόσοφα σε όσους επιθυμούν να πραγματεύονται και να διάγουν «τον ύπόλοιπον χρόνον της ζωής» τους με ειρήνη και μετάνοια. Αγαθά θεοδωρούμενα, άλλα από μέρους του ανθρώπου άπωθούμενα, γιατί οί προτεραιότητες συμβαδίζουν, σχεδόν πάντοτε με το «ίδιον θέλημα». 
Γιατί ό λόγος των Νηπτικών Πατέρων περί της μνήμης του θανάτου, δεν είναι μόνο τρόπος βίωσης του μυστηρίου του θανάτου, αλλά ανανέωση των κυττάρων της ψυχής, καθώς πάνω τους έχει συσσωρευτεί ή στάχτη από τις έκπυρώσεις και τις κολάσεις των έφαμάρτων μας λογισμών και πράξεων.

«Έλθόντες έπί την ήλίου δύσιν…», όλα συγκλίνουν σε μια βαθύτερη κατανόηση περί του λόγου της προσωπικής μας δύσεως, αποχωρήσεως, αλλά και κλήσεως στο Μεγάλο Δείπνο (πρβλ. Λκ. 14, 16-24)
Τουλάχιστον έκεϊ ας μην το λησμονήσουμε,όπως συνέβη στους κεκλημένους της Ευαγγελικής περικοπής, να παραβρεθούμε... Και φυσικά με «ένδυμα γάμου» (Μτθ. 22, 11-13), γιατί αν όλα αυτά τα χρόνια δεν το ετοιμάζουμε,μεριμνώντας, όπως ή Μάρθα «περί πολλά» (Λκ. 10, 42), τότε ασφαλώς θα θεωρηθούμε, και δίκαια μάλιστα, ως δούλοι πονηροί και οκνηροί. 
Και το χειρότερο, θαχουμε πει χιλιάδες φορές τη φράση «έλθόντες επί την ήλίον δύσιν», χωρίς ούτε μια φορά να σηκώσουμε το παραπέτασμα των λέξεων, -για να συγκλονιστούμε άπό την κραυγή αγωνίας του θείου υμνογράφου, πού συμπυκνώνει στις λίγες αυτές λέξεις το Μυστήριο της Ζωής και του Θανάτου.
Το μόνο πού αφήνει σε μας, είναι ή επιλογή(3)…


του πρωτοπρεσβύτερου Κωνσταντίνου Καλλιανού

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
1. Βλ. την ωραία ανάλυση του Ίω. Ν. Θεοδωρακόπουλου, Μελέτη θανάτου, στο βιβλίο του, Είσαγωγη στον Πλάτωνα, Αθήνα Ί970, σελ. 267-310.
2. Φίλοκαλία ιερών Νηπτικών, εκδ. Άατήρ, τ. Α',σελ. 165, τ. Β', σελ. 286 κ.ά. Τα παραθέματα βλ. στο βιβλίο του π. Μιχαήλ Καρδαμάκη, Όρθόδοξη Πνευμαηκότητα. Ακρίτας, σελ. 451-460. στο κεφ. «Μνήμη θανάτου». Βλ. και Άρχιμ. Ζαχαρία,Αναφορά στη Θεολογία τον Γέροντος Σωφρονίου,
Ί.Μ. Τιμίου Προδρόμου, Έσσεξ Άγγλίας 2000, σελ.101 εξ.
3. Το άτεχνο αυτό κείμενο πιστεύω ότι το συμπληρώνει πλήρως το θεολογικό σχόλιο του Άρχιμ.Βασιλείου, Ηγουμένου της Μονής των Ιβήρων, που φέρει τον τίτλο «Έπί την ήλίον δύση...» στο βιβλίο του. Λειτουργικός τρόπος, Ί.Μ. Ιβήρων 2000, σελ.103-109.

Σάς πιάνει φοβία κι απογοήτευση; Στραφείτε στον Χριστό



Όλα είναι μέσα μας, και τα ένστικτα και τα πάντα, και ζητούν ικανοποίηση.
Αν δεν τα ικανοποιήσομε, κάποτε θα εκδικηθούν, εκτός και τα διοχετεύσομε αλλού, στο ανώτερο, στον Θεό.
Δεν γίνεσθε άγιοι κυνηγώντας το κακό.
Αφήστε το κακό. Να κοιτάζετε προς τον Χριστό κι Αυτός θα σάς σώσει.
Αντί να στέκεσθε έξω από την πόρτα και να διώχνετε τον εχθρό, περιφρονήστε τον...
Έρχεται από δώ το κακό; Δοθείτε με τρόπο απαλό από εκεί.
Δηλαδή έρχεται να σάς προσβάλει το κακό, δώστε εσείς την εσωτερική σας δύναμη στο καλό, στον Χριστό.
Παρακαλέστε: «Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησόν με». Ξέρει εκείνος πως να σάς ελεήσει, με τι τρόπο.
Κι όταν γεμίζετε απ’ το καλό, δεν στρέφεσθε πια προς το κακό. Γίνεσθε μόνοι σας, με τη χάρη του Θεού, καλοί.
Που να βρει τόπο τότε το κακό; Εξαφανίζεται!
Σάς πιάνει φοβία κι απογοήτευση; Στραφείτε στον Χριστό.
Αγαπήστε τον απλά, ταπεινά, χωρίς απαίτηση και θα σάς απαλλάξει ο Ίδιος.

Άγιος Πορφύριος

Γιά τήν Παναίρεση τοῦ Οἰκουμενισμοῦ καί τήν Ἀληθινή Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία!

Πιστεύομεν, ὅτι ἡ ἐκ λόγων κακῆς ἐννοουμένης σκοπιμότητος συγκάλυψις τῆς Ἀληθείας οὐδεμίαν θέσιν ἔχει εἰς τήν Ἐκκλησίαν, τό μυστικόν δηλονότι Σῶμα Ἐκείνου, ὁ Ὁποῖος διεκήρυξε: "γνώσεσθε τήν ἀλήθειαν καί ἡ ἀλήθεια ἐλευθερώσει ὑμᾶς" (Ἰωάν. 8,8). 
Ἡ ἀπελευθέρωσις συνεπῶς ἐκ τῆς πλάνης, τῆς οἱασδήποτε πλάνης, συνιστᾷ τήν ἀπαραίτητον πρϋπόθεσιν, ἵνα εὐλογηθοῦν αἱ ὑπέρ τῆς Ἑνώσεως τῶν "Ἐκκλησιῶν" προσπάθειαι ὑπ' Ἐκείνου, ὁ Ὁποῖος εἶναι ἡ Ἀλήθεια καί ὁ Θεμέλιος καί ὁ Ἀκρογωνιαῖος Λίθος τῆς Μίας, Ἁγίας, Καθολικοῆς καί Ἀποστολικῆς Ἐκκλησίας.

Ρητῶς καί κατηγορηματικῶς διακηρύττω..., ὅτι ἡ Ὀρθόδοξος Καθολική Ἐκκλησία ἀπποτελεῖ ἀδιάκοπον συνέχειαν τῆς Μίας, Ἁγίας, Καθολικῆς, Ἀποστολικῆς καίἀδιαιρέτου Ἐκκλησίας.

Ὅπως; δέ εἰς τήν κεφαλήν ἕν σῶμα ἀναλογεῖ, οὕτω καί εἰς τήν αἰώνιον τῆς Ἐκκλησίας κεφαλήν τόν Κύριον Ἰησοῦν, ἕν ἐπίγειον δύναται νά ἀναλογῇ σῶμα, εἷς ἐπίγειος θεῖος καί ἀνθρώπινος ὀργανισμός, ὅστις συνιστᾷ τό ἕν σῶμα τῆς Ἐκκλησίας, τήν Μίαν καί μοναδικήν ἀληθῆ ἐπί γῆς 
Ἐκκλησίαν. Πᾶσαι δέ αἱ ἐπί μέρους Ἐκκλησίαι εἶναι ἀληθεῖς Ἐκκλησίαι ἐάν καί ἐφ' ὅσον προέρχωνται ἐκ τῆς Μιᾶς ἀληθοῦς Ἐκκλησίας, ἥν ἵδρυσεν ὁ Κύριος καί εὑρίσκονται ἀρρήκτως μετ' αὐτῆς συνηνωμέναι.

Εἰς πάντα τά συγγράμματά μου ἀσκῶ δριμυτάτην κριτικήν κατά τῶν αἱρέσεων. Οὕτως εἰς τό σύγραμμά μου: "Διαφοροποίησιν, ἐκκοσμίκευσις καί νεώτεραι ἐξελίξεις ἐν τῷ δικαίῳ τῆς Ρωμαιοκαθολικῆς Ἐκκλησίας", Ἀθῆναι 1961, χαρακτηρίζω τόν μέν ρωμαιοκαθολικισμόν ὡς νόθον ἐκκλησιαστικοπολιτικόν ὀργανισμόν, τάς δέ προτεσταντικάς κοινότητας ὡς καθαρῶς ἐγκοσμίους ὀργανισμούς, ὡς σωματεῖα τοῦ κονοῦ δικαίου!

Ἡ Ἁγία τοῦ Χριστοῦ Ἐκκλησία διακυβερνᾶται ὑπό τοῦ Ἁγίου Πνεύματος διά μέσου τῆς Ἱεραρχίας κεκλημένης νά ἐφαρμόζῃ τούς θείους καί ἱερούς Κανόνας διά τῶν ὁποίων ἀκριβῶς ἐκφράζεται τό Θεῖον Θέλημα.

Πᾶσα, συνεπῶς, προσπάθεια, ἡ ὁποία ἔρχεται εἰς ἀντίθεσιν πρός τήν αἰωνόβιον τῆς Ὀρθοδοξίας παράδοσιν καί κανονικήν τάξιν δέν εἶναι πρᾶξις μαρτυρίας ἀλλά προδοσίας τῆς Ὀρθοδόξου ἡμῶν Πίστεως.

Ἥμην καί εἶμαι διαπρύσιος κῆρυξ τῆς ἀνάγκης, ὅπως ἡ Ὀρθοδοξία χρησιμοποιήσῃ πᾶν μέσον καί πάντα διάλογον, οἱ ὀποῖοι θά εὐρίσκωνται ἐν ἁρμονίᾳ πρός τήν ἱεράν Παράδοσιν καί δή καί τούς ἱερούς αὐτῆς κανόνας....

Ὁ δῆθεν θεολογικός διάλογος εἶναι παπική πλεκτάνη διά τόν ἀποπροσανατολισμόν καί τήν ἐξαπάτησιν τοῦ ὀρθοδόξου Λαοῦ μέ τόν ἀπώτερον σκοπόν τήν δημιουργίαν σχίσματος μεταξύ τοῦ πληρώματος τῆς Ὀρθοδοξίας διά τῆς ὑποταγῆς ὅσον τό δυνατόν μεγαλυτέρου μέρους αὐτοῦ εἰς τόν αἰρετικόν Πάπαν Ρώμης!
Καί πρός πραγμάτωσιν τοῦ καταχθονίου καί ἀνοσίου αὐτοῦ σκοποῦ ἐπιδιώκεται ἡ σύμπραξις καί ἡ συνέργεια ὀρθοδόξων ἐκπροσώπων!Καλοῦνται δηλαδή οἱ ὀρθόδοξοι νά συνεργήσουν ἔστω καί μόνον διά τῆς παρουσίας των, εἰς τήν ὑπό τοῦ Βατικανοῦ ἐπιχειρουμένην διά τοῦ ἀπατηλοῦ δῆθεν θεολογικοῦ διαλόγου, ἀλλοτροίωσιν, ἐξαπάτησιν καί διάσπασιν τοῦ Ὀρθοδόξου Λαοῦ.

Κωνσταντίνος Μουρατίδης
(Σταχυολογήματα Ὀρθοδόξου Πίστεως!) 

ΓΝΩΡΙΣΕ ΤΟ ΜΕΓΑΛΕΙΟ ΤΗΣ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ
Ἁγιογραφικές κάι πατερικές μαρτυρίες
Ἐκδόσεις: "ΟΡΘΟΔΟΞΟΣ ΚΥΨΕΛΗ"


Πικρή η αίρεση, αλλά είναι γλυκειά -σαν αμαρτία- η κοινωνία με τους αιρετικούς!



Πολλοὶ μιλᾶνε γιὰ τὴν αἵρεση, ἀρκετοὶ γράφουν γιὰ τὴν αἵρεση, ἀλλὰ λίγοι εἶναι ἐκεῖνοι ποὺ ἔχουν γευτεῖ τὴν πίκρα τῆς αἵρεσης, καὶ ἀκόμα ἐλάχιστοι εἶναι αὐτοὶ ποὺ τὴν ἔζησαν καὶ ἔχυσαν αἷμα γιὰ νὰ ἀπελευθερωθοῦν ἀπὸ τὴν αἰχμαλωσία της. Ἡ αἵρεση εἶναι τρόπος ζωῆς, εἶναι μεγάλη φυλακή, εἶναι ἀσθένεια ψυχικὴ ἀλλὰ καὶ σωματική»

Πρωτ. π. Ἀθανάσιος Χενεΐν, ὀρθόδοξος -πλέον- ἱερεὺς τῆς Ἱ. Μ. Πειραιῶς.




Ὁ π. Ἀθανάσιος Χενεΐν μεταστράφηκε στὴν Ὀρθοδοξία μετὰ ἀπὸ τὴν συνάντηση τοῦ Γέροντος Ἀρχιμ. π. Γεωργίου Καψάνη, Καθηγουμένου τῆς Ἱ.Μ. Ὁσίου Γρηγορίου, μὲ τὸν Κόπτη-Μονοφυσίτη Μητροπολίτη Bishoy. Ἡ συνάντηση ἔγινε τὴν 1 η Ἰουνίου 2003, σὲ Μετόχι τῆς Μονῆς κοντὰ στὴν Ἀθήνα καὶ ὁ π. Ἀθανάσιος ἦταν ὁ μεταφραστής. Κράτησε πάνω ἀπὸ δύο ὧρες καὶ διαπίστωσε ὅτι ὁ Κόπτης Μητροπολίτης δὲν μπόρεσε οὔτε νὰ καταλάβει, οὔτε νὰ ἐξηγήσει, οὔτε νὰ ἀπαντήσει στὰ θεολογικὰ καὶ χριστολογικὰ τεκμηριωμένα ἐπιστημονικὰ ἐρωτήματα τοῦ γέροντα π. Γεωργίου. «Τότε καὶ μέσα στὴν ἱστορικὴ αὐτὴ συνάντηση, ἄρχισε ἡ ἀντίστροφη μέτρηση τῆς μεταστροφῆς μου στοὺς κόλπους τῆς Ὀρθοδοξίας», ὁμολογεῖ ὁ ἴδιος.

Ὁ σύγ­χρο­νος οἰ­κου­με­νι­σμὸς ἔ­χει τὶς ρί­ζες του στὶς δύ­ο πα­τρι­αρ­χι­κές ἐγ­κυ­κλί­ους τοῦ 1902 καὶ 1920 οἱ ὁ­ποῖ­ες μὲ αὐ­θαί­ρε­το καὶ αἰφ­νι­δι­α­στι­κὸ τρόπο κα­ταρ­γοῦν τὴν πά­για ἐ­δῶ καὶ αἰ­ῶ­νες τα­κτι­κὴ ποὺ ἀ­κο­λου­θοῦ­σε ἡ Ἐκκλη­σί­α μας στὸν δι­ά­λο­γο μὲ τοὺς ἑ­τε­ρο­δό­ξους. Ἐ­πι­κρα­τεῖ πλέ­ον μί­α νέ­α ἀν­τί­λη­ψη στὴν δι­ε­ξα­γω­γὴ τοῦ δι­α­λό­γου ποὺ στη­ρί­ζε­ται σὲ κα­θα­ρά κοι­νω­νι­κὰ καὶ πο­λι­τι­κὰ κρι­τή­ρια. Κά­θε θε­ο­λο­γι­κὴ ἀ­να­φο­ρὰ ἀ­που­σιά­ζει καὶ ὁ θε­ολογι­κὸς λό­γος πα­ρα­χω­ρεῖ τὴν θέ­ση του στὴν κοι­νω­νι­κὴ πο­λι­τι­κὴ καὶ δι­πλω­μα­τί­α.

Ἡ εὐ­χὴ καὶ ἐ­πι­θυ­μί­α τῆς Ὀρ­θο­δό­ξου Ἐκ­κλη­σί­ας νὰ ἐ­πα­να­κάμ­ψουν στοὺς κόλ­πους Της οἱ ἀ­πο­κο­πέν­τες ἀ­πὸ Αὐ­τὴν χρι­στια­νοὶ λαμ­βά­νει πλέ­ον τὴν μορ­φὴ τῆς ἐ­πι­δί­ω­ξης γιὰ τὴν ἐ­πί­τευ­ξη τῆς «ἑ­νώ­σε­ως τῶν Ἐκ­κλη­σι­ῶν». Ἡ «ἕνω­ση» με­τα­τρέ­πε­ται πλέ­ον ἀ­πὸ εὐ­χὴ σὲ αὐ­το­σκο­πὸ μὲ συ­νέ­πεια τὴν
συνει­δη­τὴ καὶ ἠ­θε­λη­μέ­νη πα­ρά­βλε­ψη ὅ­λων τῶν ἀρ­νη­τι­κῶν στοι­χεί­ων στὴν προ­σπά­θεια προ­σεγ­γί­σε­ως τῶν ἑ­τε­ρο­δό­ξων.

Μέ­σα ἀ­πὸ ἀ­πα­ρά­δε­κτους συγ­κε­ρα­σμοὺς καὶ σχε­τι­κο­ποι­ή­σεις τῆς ἀ­λη­θεί­ας καὶ τῶν δογ­μά­των ἐ­πι­βάλ­λε­ται μί­α οὐ­νι­τί­ζου­σα δι­ά­στα­ση τοῦ οἰ­κου­με­νι­σμοῦ, ἡ ὁ­ποί­α πα­γι­ώ­θη­κε στὶς μέ­ρες μας καὶ στη­ρί­ζε­ται σὲ κα­θα­ρὰ νε­ο­ε­πο­χί­τι­κη λο­γι­κή. Μὲ βά­ση αὐ­τὴ τὴν νε­ο­ε­πο­χί­τι­κη καὶ οὐ­νι­τί­ζου­σα τα­κτι­κὴ ἡ ἀ­λή­θεια καὶ ἡ ἀ­κρί­βεια τῆς ὀρ­θο­δό­ξου πί­στε­ώς μας ἀ­πο­γυ­μνώ­νε­ται ἀ­πὸ τὸν ἀ­πο­κα­λυ­πτι­κὸ καὶ σω­τη­ρι­ο­λο­γι­κό της χα­ρα­κτή­ρα, ἀ­φοῦ ἐ­ξο­μοι­ώ­νε­ται μὲ τὴν αἵ­ρε­ση, τὴν ὁ­ποί­α ἀ­να­γνω­ρί­ζει ὡς μί­α ἄλ­λη ἐκ­δο­χὴ τῆς ἀ­λη­θεί­ας.

Δυ­στυ­χῶς αὐ­τὴ ἡ οὐ­νι­τί­ζου­σα νε­ο­ε­πο­χί­τι­κη δι­ά­στα­ση τοῦ οἰ­κου­με­νι­σμοῦ ἀ­πο­τε­λεῖ τὴν βά­ση πά­νω στὴν ὁ­ποί­α δι­ε­ξά­γον­ται ὅ­λοι οἱ δι­ά­λο­γοι μὲ τοὺς ἑ­τε­ρο­δό­ξους ἀ­κό­μη καὶ μὲ τοὺς ἀλ­λο­θρή­σκους. Ὁ δι­ά­λο­γος μὲ τοὺς πα­πι­κούς, ὁ δι­ά­λο­γος στὰ πλαί­σια τοῦ Π.Σ.Ε. καὶ οἱ δι­α­θρη­σκεια­κοὶ δι­ά­λο­γοι δι­ε­ξά­γον­ται μὲ βά­ση πάν­τα αὐ­τὴ τὴν ἴ­δια λο­γι­κή. Ἀ­να­πα­ρά­γε­ται καὶ ἐπιβάλλεται, ἔ­τσι, ἡ ψευ­δο­α­λή­θεια καὶ ὁ ψευ­δο­χρι­στι­α­νι­σμός τῶν ψευ­δο­εκ­κλη­σι­ῶν, ποὺ μὲ τό­ση ἐ­νάρ­γεια πε­ρι­έ­γρα­φε ὁ σύγ­χρο­νος Ἅ­γιος καὶ με­γά­λος δογ­μα­το­λό­γος τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας μας Ἰ­ου­στῖ­νος Πό­πο­βιτς: «Ὁ Οἰ­κου­με­νι­σμὸς εἶ­ναι κοι­νὸν ὄ­νο­μα διὰ τοὺς ψευ­δο­χρι­στι­α­νι­σμούς, διὰ τὰς ψευ­δο­εκ­κλη­σί­ας τῆς Δυ­τι­κῆς Εὐ­ρώ­πης. Μέ­σα του εὑ­ρί­σκε­ται ἡ καρ­διὰ ὅ­λων τῶν εὐ­ρω­πα­κῶν οὐ­μα­νι­σμῶν, μὲ ἐ­πι­κε­φα­λῆς τὸν Πα­πι­σμόν. Ὅ­λοι δέ αὐ­τοὶ οἱ ψευ­δο­χρι­στι­α­νι­σμοί, ὅ­λαι αἱ ψευ­δο­εκ­κλη­σί­αι, δὲν εἶ­ναι τί­πο­τε ἄλ­λο πα­ρὰ μί­α αἵ­ρε­σις πα­ρα­πλεύ­ρως εἰς τὴν ἄλ­λην αἵ­ρε­σιν. Τὸ κοι­νὸν εὐ­αγ­γε­λι­κὸν ὄ­νο­μά των εἶ­ναι ἡ πα­ναί­ρε­σις» (Ἀρ­χιμ. Ἰ­ου­στί­νου Πό­πο­βιτς, Ἡ Ὁρ­θό­δο­ξος Ἐκ­κλη­σί­α καὶ ὁ Οἰ­κου­με­νι­σμός, ἔκδ. Ἱ­ε­ρᾶς Μο­νῆς Ἀρ­χαγ­γέ­λων Τσέ­λι­ε, σελ. 224).

Ὁ οἰ­κου­με­νι­σμὸς τῶν ἡ­με­ρῶν μας δὲν στη­ρί­ζε­ται στὴν δογ­μα­τι­κὴ ἀ­λή­θεια, ἀλ­λὰ εἶ­ναι ἀ­πό­λυ­τα ἀν­θρω­πο­μορ­φι­κός, ἀν­θρω­πο­κεν­τρι­κός, ἀ­πνευ­μά­τι­στος καὶ ἀ­θε­ο­λό­γη­τος, ὅ­πως πο­λὺ εὔ­στο­χα τὸν πε­ρι­γρά­φει ὁ μα­κα­ρι­στός Γέ­ρον­ταςΓεώρ­γιος Κα­ψά­νης:
 «Ὁ Οἰ­κου­με­νι­σμὸς ὅ­πως δι­ε­ξά­γε­ται σή­με­ρον φαί­νε­ται ὅ­τι ἔ­χει οὐ­μα­νι­στι­κόν-ἀν­θρω­πο­κεν­τρι­κόν χα­ρα­κτῆ­ρα καὶ ὄ­χι θε­ο­λο­γι­κὸν καὶ πνευ­μα­τι­κόν. Πα­ρα­με­ρί­ζει τὴν Πί­στιν (δόγ­μα) καὶ τὴν Πα­ρά­δο­σιν τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας καὶ ἀ­πο­βλέ­πει πε­ρισ­σό­τε­ρον εἰς πρα­κτι­κοὺς σκο­πούς. Βλέ­πει τὴν Ἐκ­κλη­σί­αν κυ­ρί­ως ὡς ἀν­θρώ­πι­νον ἵ­δρυ­μα, τὸ ὁ­ποῖ­ον ἡ­νω­μέ­νον θὰ δυ­νη­θῇ νὰ ἀν­τι­με­τω­πί­σῃ καλ­λί­τε­ρον τοὺς ἐ­χθρούς του... Μό­νον ὁ ὅ­λος Θε­άν­θρω­πος ἠμ­πο­ρεῖ νὰ σώ­σῃ καὶ τὸν ὅ­λον ἄν­θρω­πον. Ἐν ὀ­νό­μα­τι αὐ­τοῦ τοῦ ὅ­λου Θε­αν­θρώ­που Χρι­στοῦ καὶ τοῦ ὅ­λου Σώ­μα­τός Του, τῆς Ὀρ­θο­δο­ξί­ας, δὲν δυ­νά­με­θα νὰ δι­α­πραγ­μα­τευ­θῶ­μεν ‟ἐ­πὶ ἴ­σοις ὅ­ροις” μὲ τοὺς ‟πα­ρα­μορ­φω­μέ­νους Χρι­στούς” τῶν δυ­τι­κῶν, Ρω­μαι­ο­κα­θο­λι­κῶν καὶ Προ­τε­σταν­τῶν» (Ἀρ­χιμ. Γε­ωρ­γί­ου Κα­ψά­νη, Ὀρ­θο­δο­ξί­α καὶ Οὐ­μα­νι­σμός-Ὀρ­θο­δο­ξί­α καὶ Πα­πι­σμός, ἔκ­δ. Ἱ­ε­ρᾶς Μο­νῆς Ὁ­σί­ου Γρη­γο­ρί­ου, Ἅ­γιον Ὄ­ρος 1996, σελ. 83-84).

Ὁ σύγ­χρο­νος οἰ­κου­με­νι­σμὸς ἀρ­νού­με­νος νὰ θέ­σει τὸν δά­κτυ­λο ἐ­πὶ τὸν τύ­πον τῶν ἥ­λων καὶ ἐ­ξαν­τλού­με­νος σὲ μί­α ἐ­πι­δερ­μι­κὴ καὶ ἀ­ναι­μι­κὴ ἀν­τι­με­τώ­πι­ση τῶν οὐ­σι­α­στι­κῶν προ­βλη­μά­των καὶ τῶν θε­ο­λο­γι­κῶν δι­α­φο­ρῶν ἀ­δι­κεῖ πε­ρισ­σό­τε­ρο ἀ­πὸ ὅ­λους τοὺς ἴ­διους τοὺς ἑ­τε­ρο­δό­ξους. Αὐ­τὴ ἡ ἀ­κα­τά­σχε­τη ἀ­γα­πο­λο­γί­α, ἡ ἀ­γω­νι­ώ­δης μέ­ρι­μνα νὰ μὴν εἰ­πω­θεῖ τί­πο­τε κα­κό ἢ δυ­σά­ρε­στο, ἡ δια­ρκὴς φρον­τί­δα νὰ εἴ­μα­στε εὐ­χά­ρι­στοι, οἱ κο­σμι­κοῦ τύ­που ψευ­το­ευ­γέ­νει­ες καὶ ὁ στρου­θο­κα­μη­λι­σμὸς φα­νε­ρώ­νουν πε­ρισ­σό­τε­ρο ἀ­φέ­λεια, πα­ρὰ ὑ­πεύ­θυ­νη ἀν­τι­με­τώ­πι­ση καὶ συμ­πε­ρι­φο­ρά.

Μιὰ τέ­τοι­α τα­κτι­κὴ πόρ­ρω ἀ­πέ­χει ἀ­πὸ τὴν ἀ­λη­θι­νὴ καὶ ἔμ­πο­νη ἀ­γά­πη πρὸς τοὺς ἑ­τε­ρο­δό­ξους ἀ­δελ­φούς μας. Ὅ­πως πο­λὺ εὔ­στο­χα πα­ρα­τη­ρεῖ ὁ Προ­η­γού­με­νος τῆς Μο­νῆς Ἰ­βή­ρων ἀρ­χιμ. Βα­σί­λει­ος Γον­τι­κά­κης,  «Οἱ Πα­τέ­ρες τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας, ποὺ φά­νη­καν “σκλη­ροί” στὴ δι­α­τή­ρη­σι τοῦ “Δόγ­μα­τος” εἶ­ναι ἐ­κεῖ­νοι ποὺ ἀ­γά­πη­σαν πε­ρισ­σό­τε­ρο ἀ­πὸ κά­θε ἄλ­λον τὸν ἄν­θρω­πον. Για­τί γνώ­ρι­σαν τὰ ἀ­πύθ­με­να βά­θη του καὶ δὲν θέ­λη­σαν πο­τὲ νὰ τὸν κο­ρο­ϊ­δέ­ψουν μὲ τὶς συ­ναι­σθη­μα­το­λο­γί­ες ἐ­φή­με­ρης καὶ ἀ­νύ­παρ­κτης ἀ­γά­πης, ἀλ­λὰ τὸν σε­βά­στη­καν προ­σφέ­ρον­τάς του τὸ Εὐ­αγ­γέ­λιο τῆς Ἀ­λη­θεί­ας, ποὺ χα­ρί­ζει τὴ μα­κα­ρί­α ἐν Ἁ­γί­ῳ Πνεύ­μα­τι ζω­ή» (Ο.Τ., ἀρ. φ. 98, 1-3-1969).

Μὲ τὴν ἴ­δια ἀ­λη­θι­νὴ καὶ ἔμ­πο­νη ἀ­γά­πη πρὸς ὅ­λους τοὺς χρι­στια­νοὺς ὁ μα­κα­ρι­στὸς Γέ­ρον­τας Γε­ώρ­γιος Κα­ψά­νης ἐκ­φρά­ζει τὰ αἰ­σθή­μα­τα καὶ τὸ δι­α­χρο­νι­κὸ φρό­νη­μα τοῦ Ἁ­γί­ου Ὄ­ρους: «Αἰ­σθα­νό­με­θα τὸν οἰ­κου­με­νι­σμὸν ὡς κά­τι ποὺ ἀ­πο­μα­κρύ­νει τὴν ἕ­νω­σιν καὶ μά­λι­στα τό­σον τὴν ἀ­πο­μα­κρύ­νει ὅ­σον φαί­νε­ται νὰ τὴν φέ­ρῃ πλη­σί­ον μας. | Ἀ­γα­πῶ­μεν τοὺς ἑ­τε­ρο­δό­ξους χρι­στια­νοὺς καὶ δι’ αὐ­τὸ θέ­λο­μεν μί­αν πραγ­μα­τι­κὴν καὶ ἁ­γί­αν ἕ­νω­σιν μα­ζί των. Δὲν θέ­λο­μεν μί­αν συ­νύ­παρ­ξιν ἢ μί­αν ἀ­νο­χὴν ἢ μί­αν ποι­κι­λί­αν «πί­στε­ων», δι­ό­τι αὐ­τὸ δὲν εἶ­ναι ἡ ἀ­γά­πη τοῦ Χρι­στοῦ, οὔ­τε ἀ­σφα­λὴς καὶ δια­ρκὴς ἕ­νω­σις εἰς τὴν ἁ­γί­αν Τριά­δα. | Θέ­λο­μεν νὰ πι­στεύ­ω­μεν ὅ,τι κοι­νω­νοῦ­μεν καὶ νὰ κοι­νω­νοῦ­μεν ὅ,τι πι­στεύ­ο­μεν, τὸν Θε­άν­θρω­πον Χρι­στόν, ὁ­λό­κλη­ρον εἰς ὁ­λό­κλη­ρον τὸ Σῶ­μα Του. | Οὔ­τε θέ­λο­μεν νὰ προ­δώ­σω­μεν τὸν ἄν­θρω­πον, ποὺ ἀ­να­μέ­νει τὴν σω­τη­ρί­αν του ἀ­πὸ τὸν ὅ­λον Θε­άν­θρω­πον. | Δι’ αὐ­τὸ ἠμ­πο­ροῦ­μεν νὰ ὁ­μο­λο­γή­σω­μεν, ἠμ­πο­ροῦ­μεν καὶ νὰ ἀ­πο­θά­νω­μεν, ἀλ­λ’ ὄ­χι καὶ νὰ συμ­βι­βα­σθῶ­μεν. | Δὲν δυ­νά­με­θα ἄλ­λως τε νὰ ὁ­μι­λή­σω­μεν ἄλ­λως. Αὐ­τὸ ποὺ ζῶ­μεν καὶ αὐ­τὸ ποὺ πα­ρε­λά­βο­μεν, μᾶς ἀ­ναγ­κά­ζει νὰ ὁ­μι­λή­σω­μεν κα­τ’ αὐ­τὸν τὸν τρό­πον. | Ἐ­ὰν μά­λι­στα ἡ­μεῖς ὡς Ἁ­γι­ο­ρεῖ­ται ὁ­μι­λή­σω­μεν δι­α­φο­ρε­τι­κὰ ἀ­π’ ὅ,τι ὡ­μί­λη­σεν ὁ ἅ­γιος Γρη­γό­ριος ὁ Πα­λα­μᾶς, οἱ μὴ συλ­λει­τουρ­γή­σαν­τες μὲ τοὺς Λα­τι­νό­φρο­νας καὶ θα­να­τω­θέν­τες Ἁ­γι­ο­ρεῖ­ται, ὁ ὅ­σιος Νι­κό­δη­μος καὶ οἱ λοι­ποὶ Πα­τέ­ρες μας, οἱ ἐν ἀ­σκή­σει καὶ ἀ­θλή­σει δι­α­λάμ­ψαν­τες, τοῦ­το θὰ εἶ­ναι Θε­οῦ ἐγ­κα­τά­λει­ψις. Καὶ τὰ ὀ­στᾶ μας θὰ δι­α­σκορ­πι­σθοῦν μὲ τὰ ὀ­στᾶ τῶν ἀν­θρω­πα­ρέ­σκων» (Ἀρ­χιμ. Γε­ωρ­γί­ου Κα­ψά­νη, Ὀρ­θο­δο­ξί­α καὶ Οὑ­μα­νι­σμός-Ὀρ­θο­δο­ξί­α καὶ Πα­πι­σμός, ἔκ­δ. Ἱ­ε­ρᾶς Μο­νῆς Ὁ­σί­ου Γρη­γο­ρί­ου, Ἅ­γιον Ὄ­ρος 1996, σελ. 84-85).