Πολλοὶ μιλᾶνε γιὰ τὴν αἵρεση, ἀρκετοὶ γράφουν γιὰ τὴν αἵρεση, ἀλλὰ λίγοι εἶναι ἐκεῖνοι ποὺ ἔχουν γευτεῖ τὴν πίκρα τῆς αἵρεσης, καὶ ἀκόμα ἐλάχιστοι εἶναι αὐτοὶ ποὺ τὴν ἔζησαν καὶ ἔχυσαν αἷμα γιὰ νὰ ἀπελευθερωθοῦν ἀπὸ τὴν αἰχμαλωσία της. Ἡ αἵρεση εἶναι τρόπος ζωῆς, εἶναι μεγάλη φυλακή, εἶναι ἀσθένεια ψυχικὴ ἀλλὰ καὶ σωματική»
Πρωτ. π. Ἀθανάσιος Χενεΐν, ὀρθόδοξος -πλέον- ἱερεὺς τῆς Ἱ. Μ. Πειραιῶς.
Ὁ π. Ἀθανάσιος Χενεΐν μεταστράφηκε στὴν Ὀρθοδοξία μετὰ ἀπὸ τὴν συνάντηση τοῦ Γέροντος Ἀρχιμ. π. Γεωργίου Καψάνη, Καθηγουμένου τῆς Ἱ.Μ. Ὁσίου Γρηγορίου, μὲ τὸν Κόπτη-Μονοφυσίτη Μητροπολίτη Bishoy. Ἡ συνάντηση ἔγινε τὴν 1 η Ἰουνίου 2003, σὲ Μετόχι τῆς Μονῆς κοντὰ στὴν Ἀθήνα καὶ ὁ π. Ἀθανάσιος ἦταν ὁ μεταφραστής. Κράτησε πάνω ἀπὸ δύο ὧρες καὶ διαπίστωσε ὅτι ὁ Κόπτης Μητροπολίτης δὲν μπόρεσε οὔτε νὰ καταλάβει, οὔτε νὰ ἐξηγήσει, οὔτε νὰ ἀπαντήσει στὰ θεολογικὰ καὶ χριστολογικὰ τεκμηριωμένα ἐπιστημονικὰ ἐρωτήματα τοῦ γέροντα π. Γεωργίου. «Τότε καὶ μέσα στὴν ἱστορικὴ αὐτὴ συνάντηση, ἄρχισε ἡ ἀντίστροφη μέτρηση τῆς μεταστροφῆς μου στοὺς κόλπους τῆς Ὀρθοδοξίας», ὁμολογεῖ ὁ ἴδιος.
Ὁ σύγχρονος οἰκουμενισμὸς ἔχει τὶς ρίζες του στὶς δύο πατριαρχικές ἐγκυκλίους τοῦ 1902 καὶ 1920 οἱ ὁποῖες μὲ αὐθαίρετο καὶ αἰφνιδιαστικὸ τρόπο καταργοῦν τὴν πάγια ἐδῶ καὶ αἰῶνες τακτικὴ ποὺ ἀκολουθοῦσε ἡ Ἐκκλησία μας στὸν διάλογο μὲ τοὺς ἑτεροδόξους. Ἐπικρατεῖ πλέον μία νέα ἀντίληψη στὴν διεξαγωγὴ τοῦ διαλόγου ποὺ στηρίζεται σὲ καθαρά κοινωνικὰ καὶ πολιτικὰ κριτήρια. Κάθε θεολογικὴ ἀναφορὰ ἀπουσιάζει καὶ ὁ θεολογικὸς λόγος παραχωρεῖ τὴν θέση του στὴν κοινωνικὴ πολιτικὴ καὶ διπλωματία.
Ἡ εὐχὴ καὶ ἐπιθυμία τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας νὰ ἐπανακάμψουν στοὺς κόλπους Της οἱ ἀποκοπέντες ἀπὸ Αὐτὴν χριστιανοὶ λαμβάνει πλέον τὴν μορφὴ τῆς ἐπιδίωξης γιὰ τὴν ἐπίτευξη τῆς «ἑνώσεως τῶν Ἐκκλησιῶν». Ἡ «ἕνωση» μετατρέπεται πλέον ἀπὸ εὐχὴ σὲ αὐτοσκοπὸ μὲ συνέπεια τὴν
συνειδητὴ καὶ ἠθελημένη παράβλεψη ὅλων τῶν ἀρνητικῶν στοιχείων στὴν προσπάθεια προσεγγίσεως τῶν ἑτεροδόξων.
Μέσα ἀπὸ ἀπαράδεκτους συγκερασμοὺς καὶ σχετικοποιήσεις τῆς ἀληθείας καὶ τῶν δογμάτων ἐπιβάλλεται μία οὐνιτίζουσα διάσταση τοῦ οἰκουμενισμοῦ, ἡ ὁποία παγιώθηκε στὶς μέρες μας καὶ στηρίζεται σὲ καθαρὰ νεοεποχίτικη λογική. Μὲ βάση αὐτὴ τὴν νεοεποχίτικη καὶ οὐνιτίζουσα τακτικὴ ἡ ἀλήθεια καὶ ἡ ἀκρίβεια τῆς ὀρθοδόξου πίστεώς μας ἀπογυμνώνεται ἀπὸ τὸν ἀποκαλυπτικὸ καὶ σωτηριολογικό της χαρακτήρα, ἀφοῦ ἐξομοιώνεται μὲ τὴν αἵρεση, τὴν ὁποία ἀναγνωρίζει ὡς μία ἄλλη ἐκδοχὴ τῆς ἀληθείας.
Δυστυχῶς αὐτὴ ἡ οὐνιτίζουσα νεοεποχίτικη διάσταση τοῦ οἰκουμενισμοῦ ἀποτελεῖ τὴν βάση πάνω στὴν ὁποία διεξάγονται ὅλοι οἱ διάλογοι μὲ τοὺς ἑτεροδόξους ἀκόμη καὶ μὲ τοὺς ἀλλοθρήσκους. Ὁ διάλογος μὲ τοὺς παπικούς, ὁ διάλογος στὰ πλαίσια τοῦ Π.Σ.Ε. καὶ οἱ διαθρησκειακοὶ διάλογοι διεξάγονται μὲ βάση πάντα αὐτὴ τὴν ἴδια λογική. Ἀναπαράγεται καὶ ἐπιβάλλεται, ἔτσι, ἡ ψευδοαλήθεια καὶ ὁ ψευδοχριστιανισμός τῶν ψευδοεκκλησιῶν, ποὺ μὲ τόση ἐνάργεια περιέγραφε ὁ σύγχρονος Ἅγιος καὶ μεγάλος δογματολόγος τῆς Ἐκκλησίας μας Ἰουστῖνος Πόποβιτς: «Ὁ Οἰκουμενισμὸς εἶναι κοινὸν ὄνομα διὰ τοὺς ψευδοχριστιανισμούς, διὰ τὰς ψευδοεκκλησίας τῆς Δυτικῆς Εὐρώπης. Μέσα του εὑρίσκεται ἡ καρδιὰ ὅλων τῶν εὐρωπακῶν οὐμανισμῶν, μὲ ἐπικεφαλῆς τὸν Παπισμόν. Ὅλοι δέ αὐτοὶ οἱ ψευδοχριστιανισμοί, ὅλαι αἱ ψευδοεκκλησίαι, δὲν εἶναι τίποτε ἄλλο παρὰ μία αἵρεσις παραπλεύρως εἰς τὴν ἄλλην αἵρεσιν. Τὸ κοινὸν εὐαγγελικὸν ὄνομά των εἶναι ἡ παναίρεσις» (Ἀρχιμ. Ἰουστίνου Πόποβιτς, Ἡ Ὁρθόδοξος Ἐκκλησία καὶ ὁ Οἰκουμενισμός, ἔκδ. Ἱερᾶς Μονῆς Ἀρχαγγέλων Τσέλιε, σελ. 224).
Ὁ οἰκουμενισμὸς τῶν ἡμερῶν μας δὲν στηρίζεται στὴν δογματικὴ ἀλήθεια, ἀλλὰ εἶναι ἀπόλυτα ἀνθρωπομορφικός, ἀνθρωποκεντρικός, ἀπνευμάτιστος καὶ ἀθεολόγητος, ὅπως πολὺ εὔστοχα τὸν περιγράφει ὁ μακαριστός ΓέρονταςΓεώργιος Καψάνης:
«Ὁ Οἰκουμενισμὸς ὅπως διεξάγεται σήμερον φαίνεται ὅτι ἔχει οὐμανιστικόν-ἀνθρωποκεντρικόν χαρακτῆρα καὶ ὄχι θεολογικὸν καὶ πνευματικόν. Παραμερίζει τὴν Πίστιν (δόγμα) καὶ τὴν Παράδοσιν τῆς Ἐκκλησίας καὶ ἀποβλέπει περισσότερον εἰς πρακτικοὺς σκοπούς. Βλέπει τὴν Ἐκκλησίαν κυρίως ὡς ἀνθρώπινον ἵδρυμα, τὸ ὁποῖον ἡνωμένον θὰ δυνηθῇ νὰ ἀντιμετωπίσῃ καλλίτερον τοὺς ἐχθρούς του... Μόνον ὁ ὅλος Θεάνθρωπος ἠμπορεῖ νὰ σώσῃ καὶ τὸν ὅλον ἄνθρωπον. Ἐν ὀνόματι αὐτοῦ τοῦ ὅλου Θεανθρώπου Χριστοῦ καὶ τοῦ ὅλου Σώματός Του, τῆς Ὀρθοδοξίας, δὲν δυνάμεθα νὰ διαπραγματευθῶμεν ‟ἐπὶ ἴσοις ὅροις” μὲ τοὺς ‟παραμορφωμένους Χριστούς” τῶν δυτικῶν, Ρωμαιοκαθολικῶν καὶ Προτεσταντῶν» (Ἀρχιμ. Γεωργίου Καψάνη, Ὀρθοδοξία καὶ Οὐμανισμός-Ὀρθοδοξία καὶ Παπισμός, ἔκδ. Ἱερᾶς Μονῆς Ὁσίου Γρηγορίου, Ἅγιον Ὄρος 1996, σελ. 83-84).
Ὁ σύγχρονος οἰκουμενισμὸς ἀρνούμενος νὰ θέσει τὸν δάκτυλο ἐπὶ τὸν τύπον τῶν ἥλων καὶ ἐξαντλούμενος σὲ μία ἐπιδερμικὴ καὶ ἀναιμικὴ ἀντιμετώπιση τῶν οὐσιαστικῶν προβλημάτων καὶ τῶν θεολογικῶν διαφορῶν ἀδικεῖ περισσότερο ἀπὸ ὅλους τοὺς ἴδιους τοὺς ἑτεροδόξους. Αὐτὴ ἡ ἀκατάσχετη ἀγαπολογία, ἡ ἀγωνιώδης μέριμνα νὰ μὴν εἰπωθεῖ τίποτε κακό ἢ δυσάρεστο, ἡ διαρκὴς φροντίδα νὰ εἴμαστε εὐχάριστοι, οἱ κοσμικοῦ τύπου ψευτοευγένειες καὶ ὁ στρουθοκαμηλισμὸς φανερώνουν περισσότερο ἀφέλεια, παρὰ ὑπεύθυνη ἀντιμετώπιση καὶ συμπεριφορά.
Μιὰ τέτοια τακτικὴ πόρρω ἀπέχει ἀπὸ τὴν ἀληθινὴ καὶ ἔμπονη ἀγάπη πρὸς τοὺς ἑτεροδόξους ἀδελφούς μας. Ὅπως πολὺ εὔστοχα παρατηρεῖ ὁ Προηγούμενος τῆς Μονῆς Ἰβήρων ἀρχιμ. Βασίλειος Γοντικάκης, «Οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας, ποὺ φάνηκαν “σκληροί” στὴ διατήρησι τοῦ “Δόγματος” εἶναι ἐκεῖνοι ποὺ ἀγάπησαν περισσότερο ἀπὸ κάθε ἄλλον τὸν ἄνθρωπον. Γιατί γνώρισαν τὰ ἀπύθμενα βάθη του καὶ δὲν θέλησαν ποτὲ νὰ τὸν κοροϊδέψουν μὲ τὶς συναισθηματολογίες ἐφήμερης καὶ ἀνύπαρκτης ἀγάπης, ἀλλὰ τὸν σεβάστηκαν προσφέροντάς του τὸ Εὐαγγέλιο τῆς Ἀληθείας, ποὺ χαρίζει τὴ μακαρία ἐν Ἁγίῳ Πνεύματι ζωή» (Ο.Τ., ἀρ. φ. 98, 1-3-1969).
Μὲ τὴν ἴδια ἀληθινὴ καὶ ἔμπονη ἀγάπη πρὸς ὅλους τοὺς χριστιανοὺς ὁ μακαριστὸς Γέροντας Γεώργιος Καψάνης ἐκφράζει τὰ αἰσθήματα καὶ τὸ διαχρονικὸ φρόνημα τοῦ Ἁγίου Ὄρους: «Αἰσθανόμεθα τὸν οἰκουμενισμὸν ὡς κάτι ποὺ ἀπομακρύνει τὴν ἕνωσιν καὶ μάλιστα τόσον τὴν ἀπομακρύνει ὅσον φαίνεται νὰ τὴν φέρῃ πλησίον μας. | Ἀγαπῶμεν τοὺς ἑτεροδόξους χριστιανοὺς καὶ δι’ αὐτὸ θέλομεν μίαν πραγματικὴν καὶ ἁγίαν ἕνωσιν μαζί των. Δὲν θέλομεν μίαν συνύπαρξιν ἢ μίαν ἀνοχὴν ἢ μίαν ποικιλίαν «πίστεων», διότι αὐτὸ δὲν εἶναι ἡ ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ, οὔτε ἀσφαλὴς καὶ διαρκὴς ἕνωσις εἰς τὴν ἁγίαν Τριάδα. | Θέλομεν νὰ πιστεύωμεν ὅ,τι κοινωνοῦμεν καὶ νὰ κοινωνοῦμεν ὅ,τι πιστεύομεν, τὸν Θεάνθρωπον Χριστόν, ὁλόκληρον εἰς ὁλόκληρον τὸ Σῶμα Του. | Οὔτε θέλομεν νὰ προδώσωμεν τὸν ἄνθρωπον, ποὺ ἀναμένει τὴν σωτηρίαν του ἀπὸ τὸν ὅλον Θεάνθρωπον. | Δι’ αὐτὸ ἠμποροῦμεν νὰ ὁμολογήσωμεν, ἠμποροῦμεν καὶ νὰ ἀποθάνωμεν, ἀλλ’ ὄχι καὶ νὰ συμβιβασθῶμεν. | Δὲν δυνάμεθα ἄλλως τε νὰ ὁμιλήσωμεν ἄλλως. Αὐτὸ ποὺ ζῶμεν καὶ αὐτὸ ποὺ παρελάβομεν, μᾶς ἀναγκάζει νὰ ὁμιλήσωμεν κατ’ αὐτὸν τὸν τρόπον. | Ἐὰν μάλιστα ἡμεῖς ὡς Ἁγιορεῖται ὁμιλήσωμεν διαφορετικὰ ἀπ’ ὅ,τι ὡμίλησεν ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς, οἱ μὴ συλλειτουργήσαντες μὲ τοὺς Λατινόφρονας καὶ θανατωθέντες Ἁγιορεῖται, ὁ ὅσιος Νικόδημος καὶ οἱ λοιποὶ Πατέρες μας, οἱ ἐν ἀσκήσει καὶ ἀθλήσει διαλάμψαντες, τοῦτο θὰ εἶναι Θεοῦ ἐγκατάλειψις. Καὶ τὰ ὀστᾶ μας θὰ διασκορπισθοῦν μὲ τὰ ὀστᾶ τῶν ἀνθρωπαρέσκων» (Ἀρχιμ. Γεωργίου Καψάνη, Ὀρθοδοξία καὶ Οὑμανισμός-Ὀρθοδοξία καὶ Παπισμός, ἔκδ. Ἱερᾶς Μονῆς Ὁσίου Γρηγορίου, Ἅγιον Ὄρος 1996, σελ. 84-85).