.

.

Δός μας,

Τίμιε Πρόδρομε, φωνή συ που υπήρξες η φωνή του Λόγου. Δος μας την αυγή εσύ που είσαι το λυχνάρι του θεϊκού φωτός. Βάλε σήμερα τα λόγια μας σε σωστό δρόμο, εσύ που υπήρξες ο Πρόδρομος του Θεού Λόγου. Δεν θέλουμε να σε εγκωμιάσουμε με τα δικά μας λόγια, επειδή τα λόγια μας δεν έχουν μεγαλοπρέπεια και τιμή. Όσοι θα θελήσουν να σε στεφανώσουν με τα εγκώμιά τους, ασφαλώς θα πετύχουν κάτι πολύ πιό μικρό από την αξία σου. Λοιπόν να σιγήσω και να μη προσπαθήσω να διακηρύξω την ευγνωμοσύνη μου και τον θαυμασμό μου, επειδή υπάρχει ο κίνδυνος να μη πετύχω ένα εγκώμιο, άξιο του προσώπου σου;

Εκείνος όμως που θα σιωπήσει, πηγαίνει με τη μερίδα των αχαρίστων, γιατί δεν προσπαθεί με όλη του τη δύναμη να εγκωμιάσει τον ευεργέτη του. Γι’ αυτό, όλο και πιό πολύ σου ζητάμε να συμμαχήσεις μαζί μας και σε παρακαλούμε να ελευθερώσεις τη γλώσσα μας από την αδυναμία, που την κρατάει δεμένη, όπως και τότε κατάργησες, με τη σύλληψη και γέννησή σου, τη σιωπή του πατέρα σου του Ζαχαρία.

Άγιος Σωφρόνιος Ιεροσολύμων

Πικρή η αίρεση, αλλά είναι γλυκειά -σαν αμαρτία- η κοινωνία με τους αιρετικούς!



Πολλοὶ μιλᾶνε γιὰ τὴν αἵρεση, ἀρκετοὶ γράφουν γιὰ τὴν αἵρεση, ἀλλὰ λίγοι εἶναι ἐκεῖνοι ποὺ ἔχουν γευτεῖ τὴν πίκρα τῆς αἵρεσης, καὶ ἀκόμα ἐλάχιστοι εἶναι αὐτοὶ ποὺ τὴν ἔζησαν καὶ ἔχυσαν αἷμα γιὰ νὰ ἀπελευθερωθοῦν ἀπὸ τὴν αἰχμαλωσία της. Ἡ αἵρεση εἶναι τρόπος ζωῆς, εἶναι μεγάλη φυλακή, εἶναι ἀσθένεια ψυχικὴ ἀλλὰ καὶ σωματική»

Πρωτ. π. Ἀθανάσιος Χενεΐν, ὀρθόδοξος -πλέον- ἱερεὺς τῆς Ἱ. Μ. Πειραιῶς.




Ὁ π. Ἀθανάσιος Χενεΐν μεταστράφηκε στὴν Ὀρθοδοξία μετὰ ἀπὸ τὴν συνάντηση τοῦ Γέροντος Ἀρχιμ. π. Γεωργίου Καψάνη, Καθηγουμένου τῆς Ἱ.Μ. Ὁσίου Γρηγορίου, μὲ τὸν Κόπτη-Μονοφυσίτη Μητροπολίτη Bishoy. Ἡ συνάντηση ἔγινε τὴν 1 η Ἰουνίου 2003, σὲ Μετόχι τῆς Μονῆς κοντὰ στὴν Ἀθήνα καὶ ὁ π. Ἀθανάσιος ἦταν ὁ μεταφραστής. Κράτησε πάνω ἀπὸ δύο ὧρες καὶ διαπίστωσε ὅτι ὁ Κόπτης Μητροπολίτης δὲν μπόρεσε οὔτε νὰ καταλάβει, οὔτε νὰ ἐξηγήσει, οὔτε νὰ ἀπαντήσει στὰ θεολογικὰ καὶ χριστολογικὰ τεκμηριωμένα ἐπιστημονικὰ ἐρωτήματα τοῦ γέροντα π. Γεωργίου. «Τότε καὶ μέσα στὴν ἱστορικὴ αὐτὴ συνάντηση, ἄρχισε ἡ ἀντίστροφη μέτρηση τῆς μεταστροφῆς μου στοὺς κόλπους τῆς Ὀρθοδοξίας», ὁμολογεῖ ὁ ἴδιος.

Ὁ σύγ­χρο­νος οἰ­κου­με­νι­σμὸς ἔ­χει τὶς ρί­ζες του στὶς δύ­ο πα­τρι­αρ­χι­κές ἐγ­κυ­κλί­ους τοῦ 1902 καὶ 1920 οἱ ὁ­ποῖ­ες μὲ αὐ­θαί­ρε­το καὶ αἰφ­νι­δι­α­στι­κὸ τρόπο κα­ταρ­γοῦν τὴν πά­για ἐ­δῶ καὶ αἰ­ῶ­νες τα­κτι­κὴ ποὺ ἀ­κο­λου­θοῦ­σε ἡ Ἐκκλη­σί­α μας στὸν δι­ά­λο­γο μὲ τοὺς ἑ­τε­ρο­δό­ξους. Ἐ­πι­κρα­τεῖ πλέ­ον μί­α νέ­α ἀν­τί­λη­ψη στὴν δι­ε­ξα­γω­γὴ τοῦ δι­α­λό­γου ποὺ στη­ρί­ζε­ται σὲ κα­θα­ρά κοι­νω­νι­κὰ καὶ πο­λι­τι­κὰ κρι­τή­ρια. Κά­θε θε­ο­λο­γι­κὴ ἀ­να­φο­ρὰ ἀ­που­σιά­ζει καὶ ὁ θε­ολογι­κὸς λό­γος πα­ρα­χω­ρεῖ τὴν θέ­ση του στὴν κοι­νω­νι­κὴ πο­λι­τι­κὴ καὶ δι­πλω­μα­τί­α.

Ἡ εὐ­χὴ καὶ ἐ­πι­θυ­μί­α τῆς Ὀρ­θο­δό­ξου Ἐκ­κλη­σί­ας νὰ ἐ­πα­να­κάμ­ψουν στοὺς κόλ­πους Της οἱ ἀ­πο­κο­πέν­τες ἀ­πὸ Αὐ­τὴν χρι­στια­νοὶ λαμ­βά­νει πλέ­ον τὴν μορ­φὴ τῆς ἐ­πι­δί­ω­ξης γιὰ τὴν ἐ­πί­τευ­ξη τῆς «ἑ­νώ­σε­ως τῶν Ἐκ­κλη­σι­ῶν». Ἡ «ἕνω­ση» με­τα­τρέ­πε­ται πλέ­ον ἀ­πὸ εὐ­χὴ σὲ αὐ­το­σκο­πὸ μὲ συ­νέ­πεια τὴν
συνει­δη­τὴ καὶ ἠ­θε­λη­μέ­νη πα­ρά­βλε­ψη ὅ­λων τῶν ἀρ­νη­τι­κῶν στοι­χεί­ων στὴν προ­σπά­θεια προ­σεγ­γί­σε­ως τῶν ἑ­τε­ρο­δό­ξων.

Μέ­σα ἀ­πὸ ἀ­πα­ρά­δε­κτους συγ­κε­ρα­σμοὺς καὶ σχε­τι­κο­ποι­ή­σεις τῆς ἀ­λη­θεί­ας καὶ τῶν δογ­μά­των ἐ­πι­βάλ­λε­ται μί­α οὐ­νι­τί­ζου­σα δι­ά­στα­ση τοῦ οἰ­κου­με­νι­σμοῦ, ἡ ὁ­ποί­α πα­γι­ώ­θη­κε στὶς μέ­ρες μας καὶ στη­ρί­ζε­ται σὲ κα­θα­ρὰ νε­ο­ε­πο­χί­τι­κη λο­γι­κή. Μὲ βά­ση αὐ­τὴ τὴν νε­ο­ε­πο­χί­τι­κη καὶ οὐ­νι­τί­ζου­σα τα­κτι­κὴ ἡ ἀ­λή­θεια καὶ ἡ ἀ­κρί­βεια τῆς ὀρ­θο­δό­ξου πί­στε­ώς μας ἀ­πο­γυ­μνώ­νε­ται ἀ­πὸ τὸν ἀ­πο­κα­λυ­πτι­κὸ καὶ σω­τη­ρι­ο­λο­γι­κό της χα­ρα­κτή­ρα, ἀ­φοῦ ἐ­ξο­μοι­ώ­νε­ται μὲ τὴν αἵ­ρε­ση, τὴν ὁ­ποί­α ἀ­να­γνω­ρί­ζει ὡς μί­α ἄλ­λη ἐκ­δο­χὴ τῆς ἀ­λη­θεί­ας.

Δυ­στυ­χῶς αὐ­τὴ ἡ οὐ­νι­τί­ζου­σα νε­ο­ε­πο­χί­τι­κη δι­ά­στα­ση τοῦ οἰ­κου­με­νι­σμοῦ ἀ­πο­τε­λεῖ τὴν βά­ση πά­νω στὴν ὁ­ποί­α δι­ε­ξά­γον­ται ὅ­λοι οἱ δι­ά­λο­γοι μὲ τοὺς ἑ­τε­ρο­δό­ξους ἀ­κό­μη καὶ μὲ τοὺς ἀλ­λο­θρή­σκους. Ὁ δι­ά­λο­γος μὲ τοὺς πα­πι­κούς, ὁ δι­ά­λο­γος στὰ πλαί­σια τοῦ Π.Σ.Ε. καὶ οἱ δι­α­θρη­σκεια­κοὶ δι­ά­λο­γοι δι­ε­ξά­γον­ται μὲ βά­ση πάν­τα αὐ­τὴ τὴν ἴ­δια λο­γι­κή. Ἀ­να­πα­ρά­γε­ται καὶ ἐπιβάλλεται, ἔ­τσι, ἡ ψευ­δο­α­λή­θεια καὶ ὁ ψευ­δο­χρι­στι­α­νι­σμός τῶν ψευ­δο­εκ­κλη­σι­ῶν, ποὺ μὲ τό­ση ἐ­νάρ­γεια πε­ρι­έ­γρα­φε ὁ σύγ­χρο­νος Ἅ­γιος καὶ με­γά­λος δογ­μα­το­λό­γος τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας μας Ἰ­ου­στῖ­νος Πό­πο­βιτς: «Ὁ Οἰ­κου­με­νι­σμὸς εἶ­ναι κοι­νὸν ὄ­νο­μα διὰ τοὺς ψευ­δο­χρι­στι­α­νι­σμούς, διὰ τὰς ψευ­δο­εκ­κλη­σί­ας τῆς Δυ­τι­κῆς Εὐ­ρώ­πης. Μέ­σα του εὑ­ρί­σκε­ται ἡ καρ­διὰ ὅ­λων τῶν εὐ­ρω­πα­κῶν οὐ­μα­νι­σμῶν, μὲ ἐ­πι­κε­φα­λῆς τὸν Πα­πι­σμόν. Ὅ­λοι δέ αὐ­τοὶ οἱ ψευ­δο­χρι­στι­α­νι­σμοί, ὅ­λαι αἱ ψευ­δο­εκ­κλη­σί­αι, δὲν εἶ­ναι τί­πο­τε ἄλ­λο πα­ρὰ μί­α αἵ­ρε­σις πα­ρα­πλεύ­ρως εἰς τὴν ἄλ­λην αἵ­ρε­σιν. Τὸ κοι­νὸν εὐ­αγ­γε­λι­κὸν ὄ­νο­μά των εἶ­ναι ἡ πα­ναί­ρε­σις» (Ἀρ­χιμ. Ἰ­ου­στί­νου Πό­πο­βιτς, Ἡ Ὁρ­θό­δο­ξος Ἐκ­κλη­σί­α καὶ ὁ Οἰ­κου­με­νι­σμός, ἔκδ. Ἱ­ε­ρᾶς Μο­νῆς Ἀρ­χαγ­γέ­λων Τσέ­λι­ε, σελ. 224).

Ὁ οἰ­κου­με­νι­σμὸς τῶν ἡ­με­ρῶν μας δὲν στη­ρί­ζε­ται στὴν δογ­μα­τι­κὴ ἀ­λή­θεια, ἀλ­λὰ εἶ­ναι ἀ­πό­λυ­τα ἀν­θρω­πο­μορ­φι­κός, ἀν­θρω­πο­κεν­τρι­κός, ἀ­πνευ­μά­τι­στος καὶ ἀ­θε­ο­λό­γη­τος, ὅ­πως πο­λὺ εὔ­στο­χα τὸν πε­ρι­γρά­φει ὁ μα­κα­ρι­στός Γέ­ρον­ταςΓεώρ­γιος Κα­ψά­νης:
 «Ὁ Οἰ­κου­με­νι­σμὸς ὅ­πως δι­ε­ξά­γε­ται σή­με­ρον φαί­νε­ται ὅ­τι ἔ­χει οὐ­μα­νι­στι­κόν-ἀν­θρω­πο­κεν­τρι­κόν χα­ρα­κτῆ­ρα καὶ ὄ­χι θε­ο­λο­γι­κὸν καὶ πνευ­μα­τι­κόν. Πα­ρα­με­ρί­ζει τὴν Πί­στιν (δόγ­μα) καὶ τὴν Πα­ρά­δο­σιν τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας καὶ ἀ­πο­βλέ­πει πε­ρισ­σό­τε­ρον εἰς πρα­κτι­κοὺς σκο­πούς. Βλέ­πει τὴν Ἐκ­κλη­σί­αν κυ­ρί­ως ὡς ἀν­θρώ­πι­νον ἵ­δρυ­μα, τὸ ὁ­ποῖ­ον ἡ­νω­μέ­νον θὰ δυ­νη­θῇ νὰ ἀν­τι­με­τω­πί­σῃ καλ­λί­τε­ρον τοὺς ἐ­χθρούς του... Μό­νον ὁ ὅ­λος Θε­άν­θρω­πος ἠμ­πο­ρεῖ νὰ σώ­σῃ καὶ τὸν ὅ­λον ἄν­θρω­πον. Ἐν ὀ­νό­μα­τι αὐ­τοῦ τοῦ ὅ­λου Θε­αν­θρώ­που Χρι­στοῦ καὶ τοῦ ὅ­λου Σώ­μα­τός Του, τῆς Ὀρ­θο­δο­ξί­ας, δὲν δυ­νά­με­θα νὰ δι­α­πραγ­μα­τευ­θῶ­μεν ‟ἐ­πὶ ἴ­σοις ὅ­ροις” μὲ τοὺς ‟πα­ρα­μορ­φω­μέ­νους Χρι­στούς” τῶν δυ­τι­κῶν, Ρω­μαι­ο­κα­θο­λι­κῶν καὶ Προ­τε­σταν­τῶν» (Ἀρ­χιμ. Γε­ωρ­γί­ου Κα­ψά­νη, Ὀρ­θο­δο­ξί­α καὶ Οὐ­μα­νι­σμός-Ὀρ­θο­δο­ξί­α καὶ Πα­πι­σμός, ἔκ­δ. Ἱ­ε­ρᾶς Μο­νῆς Ὁ­σί­ου Γρη­γο­ρί­ου, Ἅ­γιον Ὄ­ρος 1996, σελ. 83-84).

Ὁ σύγ­χρο­νος οἰ­κου­με­νι­σμὸς ἀρ­νού­με­νος νὰ θέ­σει τὸν δά­κτυ­λο ἐ­πὶ τὸν τύ­πον τῶν ἥ­λων καὶ ἐ­ξαν­τλού­με­νος σὲ μί­α ἐ­πι­δερ­μι­κὴ καὶ ἀ­ναι­μι­κὴ ἀν­τι­με­τώ­πι­ση τῶν οὐ­σι­α­στι­κῶν προ­βλη­μά­των καὶ τῶν θε­ο­λο­γι­κῶν δι­α­φο­ρῶν ἀ­δι­κεῖ πε­ρισ­σό­τε­ρο ἀ­πὸ ὅ­λους τοὺς ἴ­διους τοὺς ἑ­τε­ρο­δό­ξους. Αὐ­τὴ ἡ ἀ­κα­τά­σχε­τη ἀ­γα­πο­λο­γί­α, ἡ ἀ­γω­νι­ώ­δης μέ­ρι­μνα νὰ μὴν εἰ­πω­θεῖ τί­πο­τε κα­κό ἢ δυ­σά­ρε­στο, ἡ δια­ρκὴς φρον­τί­δα νὰ εἴ­μα­στε εὐ­χά­ρι­στοι, οἱ κο­σμι­κοῦ τύ­που ψευ­το­ευ­γέ­νει­ες καὶ ὁ στρου­θο­κα­μη­λι­σμὸς φα­νε­ρώ­νουν πε­ρισ­σό­τε­ρο ἀ­φέ­λεια, πα­ρὰ ὑ­πεύ­θυ­νη ἀν­τι­με­τώ­πι­ση καὶ συμ­πε­ρι­φο­ρά.

Μιὰ τέ­τοι­α τα­κτι­κὴ πόρ­ρω ἀ­πέ­χει ἀ­πὸ τὴν ἀ­λη­θι­νὴ καὶ ἔμ­πο­νη ἀ­γά­πη πρὸς τοὺς ἑ­τε­ρο­δό­ξους ἀ­δελ­φούς μας. Ὅ­πως πο­λὺ εὔ­στο­χα πα­ρα­τη­ρεῖ ὁ Προ­η­γού­με­νος τῆς Μο­νῆς Ἰ­βή­ρων ἀρ­χιμ. Βα­σί­λει­ος Γον­τι­κά­κης,  «Οἱ Πα­τέ­ρες τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας, ποὺ φά­νη­καν “σκλη­ροί” στὴ δι­α­τή­ρη­σι τοῦ “Δόγ­μα­τος” εἶ­ναι ἐ­κεῖ­νοι ποὺ ἀ­γά­πη­σαν πε­ρισ­σό­τε­ρο ἀ­πὸ κά­θε ἄλ­λον τὸν ἄν­θρω­πον. Για­τί γνώ­ρι­σαν τὰ ἀ­πύθ­με­να βά­θη του καὶ δὲν θέ­λη­σαν πο­τὲ νὰ τὸν κο­ρο­ϊ­δέ­ψουν μὲ τὶς συ­ναι­σθη­μα­το­λο­γί­ες ἐ­φή­με­ρης καὶ ἀ­νύ­παρ­κτης ἀ­γά­πης, ἀλ­λὰ τὸν σε­βά­στη­καν προ­σφέ­ρον­τάς του τὸ Εὐ­αγ­γέ­λιο τῆς Ἀ­λη­θεί­ας, ποὺ χα­ρί­ζει τὴ μα­κα­ρί­α ἐν Ἁ­γί­ῳ Πνεύ­μα­τι ζω­ή» (Ο.Τ., ἀρ. φ. 98, 1-3-1969).

Μὲ τὴν ἴ­δια ἀ­λη­θι­νὴ καὶ ἔμ­πο­νη ἀ­γά­πη πρὸς ὅ­λους τοὺς χρι­στια­νοὺς ὁ μα­κα­ρι­στὸς Γέ­ρον­τας Γε­ώρ­γιος Κα­ψά­νης ἐκ­φρά­ζει τὰ αἰ­σθή­μα­τα καὶ τὸ δι­α­χρο­νι­κὸ φρό­νη­μα τοῦ Ἁ­γί­ου Ὄ­ρους: «Αἰ­σθα­νό­με­θα τὸν οἰ­κου­με­νι­σμὸν ὡς κά­τι ποὺ ἀ­πο­μα­κρύ­νει τὴν ἕ­νω­σιν καὶ μά­λι­στα τό­σον τὴν ἀ­πο­μα­κρύ­νει ὅ­σον φαί­νε­ται νὰ τὴν φέ­ρῃ πλη­σί­ον μας. | Ἀ­γα­πῶ­μεν τοὺς ἑ­τε­ρο­δό­ξους χρι­στια­νοὺς καὶ δι’ αὐ­τὸ θέ­λο­μεν μί­αν πραγ­μα­τι­κὴν καὶ ἁ­γί­αν ἕ­νω­σιν μα­ζί των. Δὲν θέ­λο­μεν μί­αν συ­νύ­παρ­ξιν ἢ μί­αν ἀ­νο­χὴν ἢ μί­αν ποι­κι­λί­αν «πί­στε­ων», δι­ό­τι αὐ­τὸ δὲν εἶ­ναι ἡ ἀ­γά­πη τοῦ Χρι­στοῦ, οὔ­τε ἀ­σφα­λὴς καὶ δια­ρκὴς ἕ­νω­σις εἰς τὴν ἁ­γί­αν Τριά­δα. | Θέ­λο­μεν νὰ πι­στεύ­ω­μεν ὅ,τι κοι­νω­νοῦ­μεν καὶ νὰ κοι­νω­νοῦ­μεν ὅ,τι πι­στεύ­ο­μεν, τὸν Θε­άν­θρω­πον Χρι­στόν, ὁ­λό­κλη­ρον εἰς ὁ­λό­κλη­ρον τὸ Σῶ­μα Του. | Οὔ­τε θέ­λο­μεν νὰ προ­δώ­σω­μεν τὸν ἄν­θρω­πον, ποὺ ἀ­να­μέ­νει τὴν σω­τη­ρί­αν του ἀ­πὸ τὸν ὅ­λον Θε­άν­θρω­πον. | Δι’ αὐ­τὸ ἠμ­πο­ροῦ­μεν νὰ ὁ­μο­λο­γή­σω­μεν, ἠμ­πο­ροῦ­μεν καὶ νὰ ἀ­πο­θά­νω­μεν, ἀλ­λ’ ὄ­χι καὶ νὰ συμ­βι­βα­σθῶ­μεν. | Δὲν δυ­νά­με­θα ἄλ­λως τε νὰ ὁ­μι­λή­σω­μεν ἄλ­λως. Αὐ­τὸ ποὺ ζῶ­μεν καὶ αὐ­τὸ ποὺ πα­ρε­λά­βο­μεν, μᾶς ἀ­ναγ­κά­ζει νὰ ὁ­μι­λή­σω­μεν κα­τ’ αὐ­τὸν τὸν τρό­πον. | Ἐ­ὰν μά­λι­στα ἡ­μεῖς ὡς Ἁ­γι­ο­ρεῖ­ται ὁ­μι­λή­σω­μεν δι­α­φο­ρε­τι­κὰ ἀ­π’ ὅ,τι ὡ­μί­λη­σεν ὁ ἅ­γιος Γρη­γό­ριος ὁ Πα­λα­μᾶς, οἱ μὴ συλ­λει­τουρ­γή­σαν­τες μὲ τοὺς Λα­τι­νό­φρο­νας καὶ θα­να­τω­θέν­τες Ἁ­γι­ο­ρεῖ­ται, ὁ ὅ­σιος Νι­κό­δη­μος καὶ οἱ λοι­ποὶ Πα­τέ­ρες μας, οἱ ἐν ἀ­σκή­σει καὶ ἀ­θλή­σει δι­α­λάμ­ψαν­τες, τοῦ­το θὰ εἶ­ναι Θε­οῦ ἐγ­κα­τά­λει­ψις. Καὶ τὰ ὀ­στᾶ μας θὰ δι­α­σκορ­πι­σθοῦν μὲ τὰ ὀ­στᾶ τῶν ἀν­θρω­πα­ρέ­σκων» (Ἀρ­χιμ. Γε­ωρ­γί­ου Κα­ψά­νη, Ὀρ­θο­δο­ξί­α καὶ Οὑ­μα­νι­σμός-Ὀρ­θο­δο­ξί­α καὶ Πα­πι­σμός, ἔκ­δ. Ἱ­ε­ρᾶς Μο­νῆς Ὁ­σί­ου Γρη­γο­ρί­ου, Ἅ­γιον Ὄ­ρος 1996, σελ. 84-85).