.

.

Δός μας,

Τίμιε Πρόδρομε, φωνή συ που υπήρξες η φωνή του Λόγου. Δος μας την αυγή εσύ που είσαι το λυχνάρι του θεϊκού φωτός. Βάλε σήμερα τα λόγια μας σε σωστό δρόμο, εσύ που υπήρξες ο Πρόδρομος του Θεού Λόγου. Δεν θέλουμε να σε εγκωμιάσουμε με τα δικά μας λόγια, επειδή τα λόγια μας δεν έχουν μεγαλοπρέπεια και τιμή. Όσοι θα θελήσουν να σε στεφανώσουν με τα εγκώμιά τους, ασφαλώς θα πετύχουν κάτι πολύ πιό μικρό από την αξία σου. Λοιπόν να σιγήσω και να μη προσπαθήσω να διακηρύξω την ευγνωμοσύνη μου και τον θαυμασμό μου, επειδή υπάρχει ο κίνδυνος να μη πετύχω ένα εγκώμιο, άξιο του προσώπου σου;

Εκείνος όμως που θα σιωπήσει, πηγαίνει με τη μερίδα των αχαρίστων, γιατί δεν προσπαθεί με όλη του τη δύναμη να εγκωμιάσει τον ευεργέτη του. Γι’ αυτό, όλο και πιό πολύ σου ζητάμε να συμμαχήσεις μαζί μας και σε παρακαλούμε να ελευθερώσεις τη γλώσσα μας από την αδυναμία, που την κρατάει δεμένη, όπως και τότε κατάργησες, με τη σύλληψη και γέννησή σου, τη σιωπή του πατέρα σου του Ζαχαρία.

Άγιος Σωφρόνιος Ιεροσολύμων

ΤΙ ΘΑ ΔΕΙΣ ΤΗΝ ΩΡΑ ΤΟΥ ΘΑΝΑΤΟΥ;;; (ΕΣΥ ΑΠΟΦΑΣΙΖΕΙΣ)

Παγκόσμιες ημέρες ΤΟ ΣΥΝΑΞΑΡΙ ΤΟΥ ΕΞΩ ΑΠ' ΔΩ

ΔΥΣΤΥΧΩΣ ΑΚΟΜΗ και στο Ορθόδοξο Συναξάρι έγινε πλέον της μόδας να προσθέτουνε και εορτές των παγκοσμίων ημερών, όπως η 1η Σεπτεμβρίου για την προστασία του φυσικού περιβάλλοντος, και έπονται και άλλες.
Μάλιστα σαν μαϊντανός πετάχθηκε πρόσφατα και ο Πάπας, σε δείγμα καλής θελήσεως για την ψευδο-ένωση των Εκκλησιών, προκειμένου να δηλώσει και την συμμετοχή του Βατικανού στην επέτειο αυτή.
Ξεχνάνε όμως ότι μέσα στα ιερά πλαίσια της λειτουργικής ζωής της Εκκλησίας μας και της Ορθοδόξου πνευματικότητας είναι διάχυτα τα αιτήματα στον Ι. Χριστό «υπέρ υπέρ ευκρασιας αερίων, ευφορίας των καρπών της γης και καιρών ειρηνικών»… Όλη η λατρευτική ζωή της Εκκλησίας μας μυρίζει συμπόνια, ευσπλαχνία και συμπάθεια για τον άνθρωπο, τον κόσμο και όλη την θεική δημιουργία. Δεν έχουμε λοιπόν καμία ανάγκη να καθιερώνουμε ειδικές εορτές και ημέρες μνήμης που να ειδωλοποιούν την κτίση παρά τον Κτίσαντα .
Είμαι τόσα χρόνια κληρικός και από μικρό παιδί στην Εκκλησία ποτέ, μα ποτέ, δεν διάβασα σε Συναξάρι του μηναίου για παγκόσμιες ημέρες,αλλά για εορτές Μαρτύρων και Αγίων, κάποιες δε φορές για Θεοσωτήρια γεγονότα ύστερα από σεισμούς ή πυρκαγιές στην Βασιλεύουσα ή μνήμη θεικών γεγονότων και θαυμάτων.
Όλες τις αναφερόμενες συναξαρικές αναφορές, επί 2000 χρόνια Ορθόδοξης Παράδοσης, η Εκκλησίας μας τις θέτει συνεχώς στην μνήμη μας και στην Λειτουργική σύναξή μας (εξ’ου και «ΣΥΝΑΞΑΡΙΟΝ») για να οδηγήσει τους πιστούς σε μετάνοια και στήριξη στην πνευματική ζωή, αφού σκοπός του αγώνα μας δεν είναι αυτός ο επίγειος και εφήμερος παράδεισος αλλά ο Ουράνιος.
Φοβάμε ότι σε λίγο θα εκδοθούν νέα Μηναία (12 βιβλία με τροπάρια ανα τον μήνα) όπου θα μνημονεύονται όλες οι εορτές των παγκοσμίων ημερών για να φανούμε πιο εκλογικευμένοι στον κόσμον τούτο, ακόλουθοι των επινοημάτων των υπανθρώπων της Νέας Τάξης Πραγμάτων, και ίσως έτσι εκδόσουμε και ειδικές ακολουθίες για την ημέρα της πεολειχίας( 14 Μαρτίου), της ομοφυλοφιλικής υπερηφάνειας, (27 Ιουνίου) της Αστρολογίας, (20 Μαρτίου) της Δημόσιας τουαλέτας και άλλων...
Γιαυτό και κάθομαι και οργίζομαι για την ανθρώπινη κατάντια να βάζει στο περιθώριο της ζωής τους Αγίους Του θεού και να στήνει ένα δικό του συναξάρι. Το συναξάρι του αντικείμενου και υπεραιρόμενου ἐπὶ πάντα λεγόμενον Θεὸν ἢ σέβασμα κατά πως λέει ο Απ΄ Παύλος (Β Προς Θεσσ. Β’ 2-4)
Να λοιπόν που μετά από χιλιάδες χρόνια αληθεύει η προφητεία του Πρ. Δανιήλ για τον Αντίχριστο: ΅ καὶ λόγους πρὸς τὸν ῞Υψιστον λαλήσει καὶ τοὺς ἁγίους ῾Υψίστου παλαιώσει καὶ ὑπονοήσει τοῦ ἀλλοιῶσαι καιροὺς καὶ νόμον.΅ (Δανιήλ ζ', 25) 
Δηλαδή :
"Αυτός θα εκσφενδονίσει λόγους αλαζονικούς και υβριστικούς εναντίον του Υψίστου Θεού. Θα καταδιώξει και θα αχρηστεύσει τους αγίους του Υψίστου Θεού. Θα σχεδιάσει να αλλάξει τους καιρούς και τον νόμον του Θεού, να δημιουργήσει νέαν τάξιν πραγμάτων."
Έπειτα από χιλιάδες χρόνια Ορθόδοξης ζωής και ποταμούς αιμάτων των μαρτύρων της Εκκλησίας μας, πετάμε τους Αγίους στο χρονοντούλαπο της λησμοσύνης (λες και μας έχουνε οι Αγίοι ανάγκη)κάνοντας είδωλα και βωμούς τα ανθρώπινα στοιχειά και πάθη.

- ΟΡΘΟΔΟΞΟΣ ΛΕΥΙΤΗΣ -


Φοβαμαι μηπως αυτη η αναβολη που μας δινει ο Θεος ειναι η τελευταια!



Τελευταῖο ἀπόσπασμα από το κήρυγμα της Κυριακῆς

Αν ἔμεινε μέσα σας μιά σπίθα πίστεως, γονατίστε, προσευχηθῆτε καὶ δια­βάστε τὰ τρομερὰ ἐκεῖνα ποὺ προφητεύει η Αποκαλυψη. Ἦρθε ὁ καιρὸς νὰ πληρώσῃ ἡ ἁμαρτωλὴ ἀν­θρωπότης ὅλα τὰ ἁμαρτήματά της.
Πρέπει νὰ εὐ­χαριστήσουμε τὸν Θεό γιὰ τὴ μακροθυμία του.

Εἶμαι κ᾽ ἐγώ, ἀδελφοί μου, ἁμαρτωλὸς σὰν κ᾽ ἐσᾶς καὶ τρέμω. Μᾶς ἔχει δώσει ὁ Θεὸς πολ­λὲς φορὲς παράτασι καὶ νέες προθεσμίες. Αὐ­τὸ δὲν ζητᾶμε κάθε φορὰ στὴ Δοξολογία; Κύριε, «παράτεινον τὸ ἔλεός σου τοῖς γινώσκουσί σε» (Ψαλμ. 35,11)· δῶσε μας παράτασι, μιὰ ἀναβολή, μέρες καὶ ὧρες νὰ μετανοήσουμε. Φοβᾶμαι μήπως ἡ ἀναβολὴ αὐτὴ εἶνε ἡ τελευταία.
Δὲν θὰ μείνῃ αὐτὸς ὁ κόσμος ἀτιμώρητος. Δὲν μπορεῖς, ἀγαπητέ μου, τὴν ὥρα ποὺ χτυπᾷ ἡ καμπάνα ἐσὺ νὰ βλαστημᾷς τὸ Θεό· δὲν μπο­ρεῖς νὰ διώχνῃς τὴ γυναῖκα του κι αὐτὴ νὰ τρέ­χῃ σὰν τρελλή· δὲν μπορεῖς νὰ ἀδικῇς καὶ νὰ κλέβῃς. Εἶνε γραμμένα ὅλα αὐ­τὰ στὰ τεφτέρια τοῦ οὐρανοῦ. Ὑπάρχει ἕν­α μάτι ποὺ τὰ βλέ­πει ὅλα, ἕνα αὐτὶ ποὺ τ᾿ ἀ­κούει ὅλα, κ᾽ ἕνα χέρι ποὺ τὰ γράφει ὅλα. Θά ᾿ρθῃ ὥ­ρα – ἔρχεται, ποὺ θὰ πληρώσουμε μὲ τόκο καὶ ἐπιτόκιο ὅλα τὰ ἁ­μαρτήματα· τὶς μοιχεῖες, τὰ διαζύγια, τὶς βλα­στήμιες, τὶς ἀσέβειες, τὶς ψευδορκίες, ὅλη τὴν ἀ­σέβειά μας. Εἶνε τελευταία προθεσμία.
Φοβᾶμαι γιὰ τὸ ἔθνος μας, γιὰ τὸ λαό μας, μήπως φτάσαμε στὸ δώδεκα παρὰ πέντε. Μικρὸ διάστημα μένει. Ἐὰν ἀφήσουμε νὰ περάσῃ καὶ ἡ προθεσμία αὐτὴ καὶ δὲν γονατίσουμε, δὲν κλάψουμε, δὲν δείξουμε τὴ μετάνοιά μας εἰ­λι­κρινά, φοβᾶμαι. Τί φοβᾶμαι; Ἐμένα ρω­τᾶ­τε; Ἀντέστε στὰ σπίτια σας. Ἂν εἶστε Χριστι­α­νοί, ἂν πιστεύετε, ἂν ἔχετε καρδιά, ἂν σᾶς ἔ­μεινε μέσα μιὰ σπίθα, μὴ ρωτᾶτε ἐμένα. Γονα­τίστε, προσευχηθῆτε, ἀνοῖξτε τὴν Ἀποκάλυψι καὶ δια­βάστε τὰ τρομερὰ ἐκεῖνα ποὺ προφητεύει. Ἦρθε ὁ καιρὸς νὰ πληρώσῃ ἡ ἁμαρτωλὴ ἀν­θρωπότης ὅλα τὰ ἁμαρτήματά της.
Ὦ Χριστέ! Ὦ Παναγία, πρέσβευε ὑπὲρ ἡμῶν ἐλεηθῆναι καὶ σωθῆναι τὰς ψυχὰς ἡμῶν· ἀμήν.

(†) ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος

Το διαχρονικό μήνυμα των Προφητειών μέσα από την Προφήτη Ιωνά και τους Νινευίτες

…Ας θυμηθούμε την προφητεία για τους Νινευίτες και την σωτηρία όλων των Νινευϊτών με την αληθινή μετάνοιά τους.

Ο προφήτης Ιωνάς είχε την εντολή εκ Θεού να τους ειδοποιήσει, ότι αν δεν μετανοήσουν, η πόλη τους θα καταστραφεί και οι ίδιοι θα απωλεσθούν. Μετανόησαν όμως και σώθηκαν.

Και αυτό είναι το μέγα ζητούμενο όλης αυτής της διαδικασίας των προφητειών και των αγώνων της Εκκλησίας για όλον τον κόσμο: “η μετάνοια και μόνον η μετάνοια και η αλλαγή πορείας μέσα σ’ αυτόν τον κόσμο της επίγειας ζωής μας”. Γιατί η μετάνοια είναι ο μόνος τρόπος σωτηρίας και επιστροφής στον Θεό. Και σ’ αυτόν τον σκοπό κατατείνουν όλες οι εκ Θεού προφητείες.

Συνεπώς, η προσέγγιση στην αλήθεια των προφητειών είναι κατ’ ουσίαν προσέγγιση στο πνεύμα της σωτηρίας του ανθρώπου με την μετάνοια. Ποιά μετάνοια; Να αρνηθούμε το πνεύμα της αμαρτίας του κόσμου τούοτυ του καταργουμένου και να ενδυθούμε το πνεύμα του Χριστού, της μεταμορφώσεως στο ανέσπερο φως της αιωνιότητος, που το χορηγεί αφειδώς η Εκκλησία μας.

Να αποβάλουμε τις λογικές και τις νοοτροπίες του δήθεν “πολιτισμένου” κόσμου και να μπούμε στη λογική της πίστεως, της αγάπης, της ταπεινοφροσύνης και της μακροθυμίας…

Ο σκοπός του προφητικού λόγου δεν είναι ο εκφοβισμός ή η τιμωρία των ατάκτων τέκνων του Θεού, αλλά η στοργική προειδοποίησή τους για την ανάγκη αλλαγής πορείας στην ζωή τους…

*Για την Ελλάδα ο όσιος Παϊσιος σχετικά με το παραπάνω θέμα μας είχε πει:“Τότε, επειδή στην Ελλάδα ο κόσμος θα φοβηθεί, πολλοί θα στραφούν προς την Εκκλησία, προς τον Θεό, και θα μετανοήσουν. Γι’ αυτό, επειδή θα υπάρξει μετάνοια, δεν θα πάθουμε κακό οι Έλληνες”.

από το βιβλίο: “Τι λένε οι Προφητείες” – Π.Μ. Σωτήρχος (Εκδοτικός οίκος “Αστήρ”).

Όσιος Παϊσιος: “Δεν ελέγχεται πια η κατάσταση – μόνο από πάνω, ότι κάνει ο Θεός.

…Δεν έχουμε συνειδητοποιήσει ότι ο διάβολος βάλθηκε να καταστρέψει τα πλάσματα του Θεού. Έχει κάνει παγκοινιά, να καταστρέψει τον κόσμο.

Λύσσαξε, γιατί άρχισε να μπαίνει στον κόσμο η καλή ανησυχία. Είναι πολύ αγριεμένος, γιατί γνωρίζει ότι είναι λίγη η δράση του. Τώρα, κάνει όπως ένας εγκληματίας που, όταν τον κυκλώνουν, λέει: «Δεν έχω σωτηρία! Θα με πιάσουν!»και τα κάνει όλα γυαλιά – καρφιά. Ή όπως οι στρατιώτες, που εν καιρώ πολέμου, όταν τελειώσουν τα πυρομαχικά, βγάζουν την λόγχη ή το σπαθί και ρίχνονται και ότι γίνει. Σου λέει: «Έτσι κι αλλιώς χαμένοι είμαστε – ας σκοτώσουμε όσο πιο πολλούς μπορούμε».

Ο κόσμος καίγεται! Το καταλαβαίνεται; Έπεσε πολύς πειρασμός. Τέτοια πυρκαγιά έχει βάλει ο διάβολος, που ούτε όλοι οι πυροσβέστες αν μαζευτούν, δεν μπορούν να την σβήσουν. Πνευματική πυρκαγιά! Δεν έχει μείνει τίποτε. Μόνον προσευχή χρειάζεται για να μα λυπηθεί ο Θεός. Βλέπεις, και όταν πιάνει πυρκαγιά μεγάλη και οι πυροσβεστικές δεν μπορούν να κάνουν τίποτα, αναγκάζονται οι άνθρωποι να στραφούν στον Θεό και να Τον παρακαλέσουν να ρίξει μια βροχή γερή, για να σβήσει. Έτσι και για την πνευματική πυρκαγιά που άναψε ο διάβολος, μόνον προσευχή χρειάζεται, για να βοηθήσει ο Θεός.

Όλος ο κόσμος πάει να γίνει μια περίπτωση. Γενικό ξεχαρβάλωμα! Δεν είναι να πεις: «Σ’ ένα σπίτι χάλασε λίγο το παράθυρο ή κάτι άλλο, ας το διορθώσω». Όλο το σπίτι είναι ξεχαρβαλωμένο. Έχει γίνει χαλασμένο χωριό. Δεν ελέγχεται πια η κατάσταση. Μόνο από πάνω, ότι κάνει ο Θεός. Τώρα είναι να δουλεύει ο Θεός με το κατσαβίδι, με χάδια, με σκαμπίλια, να το διορθώσει. Μία πληγή έχει ο κόσμος που κιτρίνισε και θέλει σπάσιμο, αλλά ακόμη δεν ωρίμασε καλά. Πάει να ωριμάσει το κακό, όπως τότε στην Ιεριχώ που ήταν για απολύμανση.

Από το βιβλίο: «Κοσμική μόρφωση – γνώση. Ορθολογισμός στην εποχή μας. Κοσμικό πνεύμα» Όσιος Παϊσιος ο Αγιορείτης (Αλεξανδρούπολη 2014).

Πόσοι τρόποι σωτηρίας Yπάρχουν;



Ο Άγιος Αναστάσιος Σιναϊτης απαντά ως εξής στο ερώτημα “Πόσοι τρόποι σωτηρίας Yπάρχουν;”:

“Τρεις τρόποι υπάρχουν:

Ο πρώτος του να μην αμαρτάνουμε πια

Ο δεύτερος να μετανοήσει κανείς επάξια.

Υπάρχει και τρίτος τρόπος σωτηρίας γι’ αυτούς που αμάρτησαν. Οι δοκιμασίες και οι θλίψεις και η υπομονή, σύμφωνα με αυτό που έχει λεχθεί:“Με φίμωτρο σιδερένιο και χαλινάρι σφίξε τα σαγόνια αυτών που δεν σε πλησιάζουν” (Ψαλμός 31,9), πράγμα που έπαθε ο Ναβουχοδονόσορ (Δαν. 4,1).

Γιατί υπάρχουν περιπτώσεις κατά τις οποίες ο Θεός αυτόν που αμαρτάνει και δεν μετανοεί, τον βάζει σε δοκιμασία, και με τις δοκιμασίες έρχεται σε ταπείνωση, και με την ταπείνωση σώζεται χωρίς άσκηση, όπως ο τελώνης και ο ληστής”.

(Από το έργο του “ΕΡΩΤΑΠΟΚΡΙΣΕΙΣ).

από το βιβλίο: «Υπομονή: Το θεμέλιο των αρετών! – Κατά τους Πατέρες της Εκκλησίας» – Του Κ.Γ. Παπαδημητρακόπουλου (Εκδόσεις «Φωτοδότες).

Ἀπάντηση στὸ πρόβλημα: «Γιατί εὐτυχοῦν οἱ ἀσεβεῖς;»

Ἰδοὺ τώρα καὶ ἡ ἀπάντηση ποὺ ἔ­­­λα­βε ὁ προβληματιζόμενος Ψαλμω­δὸς γιὰ τὸν σκανδαλισμὸ ποὺ δοκίμαζε βλέποντας τοὺς ἀσεβεῖς νὰ εὐτυχοῦν. Μέσα στὸ «ἁγιαστήριον τοῦ Θεοῦ», τὸ ναὸ τοῦ Θεοῦ ποὺ μπῆκε, φωτίστηκε. Εἶδε σὲ ὅραμα τὰ μέλλοντα ὡς γεγονότα. Γράφει: Τώρα βέβαια οἱ ἀσεβεῖς εὐτυχοῦν. Ἀλλὰ γιὰ τὶς δολιότητές τους τοὺς ἐπεφύλαξες, Κύριε, συμφορές· τοὺς γκρεμοτσάκισες γιὰ τὴν ἔπαρσή τους καὶ τοὺς σώριασες σὲ ἐρείπια (Ψαλ. οβ΄ [72] 18). Οἱ ἄνθρωποι αὐτοὶ βαδίζουν σὲ δρόμους ὀλισθηρούς. Ἡ εὐτυχία τους δὲν ἔχει σταθερὴ βάση, διότι δὲν στηρίζεται στὴν εὔνοια καὶ τὴν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ.
Ὥστε ἡ λάμψη καὶ ὁ πλοῦτος τῶν ἁμαρτωλῶν πλουσίων εἶναι ἐφήμερα. Ἡ δὲ καταστροφή τους εἶναι βέβαιη, ἔρχεται ξα­φνικὰ καὶ εἶναι πολὺ μεγάλη. ­Ἀνθίζουν προσωρινά, ἀλλὰ καταστρέφονται ­ξαφνικὰ καὶ γιὰ πάντα. Διερωτᾶται ὁ ­Ψαλμωδός: «Πῶς ἐγένοντο εἰς ἐρήμωσιν ἐξάπινα;». Καὶ ἀπαντᾶ: «Ἐξέλιπον, ἀπώλοντο διὰ τὴν ἀνομίαν αὐτῶν» (στίχ. 19). Πῶς ἐρημώθηκαν μέσα σὲ μιὰ στιγμή; Ἐξαφανίστηκαν καὶ χάθηκαν γιὰ τὶς πολλές τους ἁμαρτίες! Ὅλα λοιπὸν ἐκεῖνα γιὰ τὰ ὁποῖα οἱ πολλοὶ ὑμνοῦν τοὺς ἁμαρτωλοὺς πλουσίους, τοὺς θαυμάζουν, τοὺς ζηλεύουν, διαλύονται ἐν ριπῇ ὀφθαλμοῦ· οἱ ἴδιοι δὲ θὰ τιμωρηθοῦν μὲ «ὄλεθρον αἰώνιον» μακριὰ ἀπὸ τὸ πρόσωπο τοῦ Κυρίου καὶ τὴν ἔνδοξη δύναμή Του (Β΄ Θεσ. α΄ 9). Κανεὶς δὲν μπορεῖ νὰ στηρίξει ἐκείνους τοὺς ὁποίους ὁ Κύριος ἀνατρέπει. Ἡ ἀνατροπή, ἡ ἐξαφάνιση καὶ ἡ ἐρήμωσή τους θὰ ἔλθει ὡς ἀπρόσμενη καὶ μεγάλη ἔκπληξη στοὺς ἰδίους καὶ στοὺς γύρω τους ἀνθρώπους. Οἱ ἄνθρωποι αὐτοὶ ἔζησαν χωρὶς φόβο Θεοῦ, τώρα ὅμως ἡ εὐτυχία τους καταστρέφεται ὁλοσχερῶς. Δὲν τοὺς ἀπομένει καμία ἐλπίδα ἀναπαύσεως. Ὅσο ψηλότερα ἀνέβηκαν εὐτυχοῦντες, τόσο ὀδυνηρότερη θὰ εἶναι ἡ ξαφνικὴ πτώση τους!

Γιατί λοιπὸν νὰ ζηλεύουμε τὴν εὐτυχία τους, ἡ ὁποία σβήνει σὰν ὄνειρο θερινῆς νυκτός; Λέγει ὁ Ψαλμωδός: Σὰν ἕνα ὄνειρο ποὺ σβήνει καὶ χάνεται, ὅταν ὁ ἄνθρωπος ξυπνᾶ καὶ σηκώνεται ἀπὸ τὸ κρεβάτι του, ἔτσι ἐκμηδένισες, Κύριε, τὴν παρουσία τους καὶ τὸν θόρυβο γύρω ἀπὸ τὸ ὄνομά τους στὴν πόλη σου Ἱερουσαλήμ. Ἡ εἰκόνα ποὺ παρουσίαζαν οἱ ἀσεβεῖς πλούσιοι ἦταν ἑλκυστικὴ ὅπως ἕνας ὡραῖος ζωγραφικὸς πίνακας, ἀλλὰ καὶ εὐδιάλυτη σὰν ἕνα ἀντικείμενο τῆς φαντασίας (στίχ. 20). Γράφει καὶ ὁ ὅσιος Νικόδημος: «Ὅταν ἰδῇ τινὰς ἕνα καλὸν καὶ ποθητὸν ὄνειρον, ἔπειτα, ἀφοῦ ἐξυπνίσῃ λυπεῖται διατὶ ἐφάνη ματαία καὶ ψευδὴς ἡ ἀπόλαυσίς του (...) τοιαύτη γὰρ εἶναι ἡ ἀνθρωπίνη τρυφὴ καὶ δόξα καὶ εὐτυχία, ὁμοία μὲ τὰ ὄνειρα, διὰ τὸ ἀβέβαιον καὶ τὴν ταχεῖαν αὐτῆς μεταβολήν»1. Καὶ ὁ Μέγας Ἀθανάσιος σχολιάζει: Ἡ ἀνύψωση (τῶν ἀσεβῶν πλουσίων) θὰ καταλήξει σὲ πτώση. Αὐτὸς δὲ ὁ κατὰ τὸ παρὸν πλοῦτος τους θὰ ἀποδειχθεῖ ὅπως τὰ ὄνειρα ἐκείνων ποὺ ὀνειρεύονται, τὰ ὁποῖα εἶναι ἀνυπόστατα καὶ πιὸ ἀδύνατα ἀπὸ τὴ σκιά2.
Ὅλα λοιπὸν διαλύονται καὶ χάνονται ὅπως τὸ ὄνειρο, στὸ ὁποῖο βλέπει κανεὶς τὸν ἑαυτό του βασιλιά, ὅταν ὅμως ξυπνήσει, διαπιστώνει ὅτι εἶναι οὐσιαστικὰ ζητιάνος! Πολὺ ζωντανὰ περιγράφει ὁ προφήτης Ἡσαΐας τὴν κατάσταση αὐτή: Εἶναι, λέγει, σὰν ἐκείνους ποὺ πίνουν καὶ τρῶνε στὸν ὕπνο τους καὶ στὸ ὄνειρό τους. Ὅταν ὅμως ξυπνήσουν καὶ σηκωθοῦν, τὸ ὄνειρο παρουσιάζεται μάταιο καὶ ἄδειο ἀπὸ πρα­γματικότητα. Καὶ ὅπως ἐκεῖνος ποὺ διψᾶ βλέπει ὄνειρο ὅτι πίνει, ὅταν ὅμως σηκωθεῖ, ἀκόμη διψᾶ, ἡ δὲ ψυχή του μάταια ἔλπισε, ἔτσι συμβαίνει καὶ μὲ τὸν ἁμαρτωλὸ πλούσιο (Ἡσ. κθ΄ [29] 8). Ἂς μὴ θαυμάζουμε καὶ ἂς μὴ φθονοῦμε λοιπὸν αὐτοὺς τοὺς ὁποίους ὁ Θεὸς ἀποδοκιμάζει. Ἂς ἐνθυμούμαστε πῶς ἀποδοκίμασε ὁ Κύριος τὸν ἄφρονα πλούσιο τῆς γνωστῆς Παραβολῆς, λέγοντάς του σὲ ὥρα ποὺ ὁ ἴδιος ἔπλεε σὲ πελάγη εὐτυχίας καὶ δὲν περίμενε νὰ ἀκούσει: «Ἄφρον, ταύτῃ τῇ νυκτὶ τὴν ψυχήν σου ἀπαιτοῦσιν ἀπὸ σοῦ»! (Λουκ. ιβ΄ [12] 20).
Ὕστερα ἀπὸ τὴ θεία αὐτὴ ἀποκάλυψη ὁ εὐσεβὴς Ψαλμωδὸς ἐλέγχει τὸν ἑαυτό του, διότι πράγματι παρασύρθηκε σὲ πλανεμένες σκέψεις, διότι φθόνησε τὴν εὐτυχία τῶν ἁμαρτωλῶν, διότι ἀναστατώθηκε ἐσωτερικά, μὲ ἀποτέλεσμα νὰ ἀλλοιωθοῦν τὰ συναισθήματά του (στίχ. 21). Ὁμολογεῖ ὅτι ἔσφαλε. Ἀφοῦ λοιπὸν διδάχθηκε πλέον ἀπὸ τὸν Θεὸ ὅτι Ἐκεῖνος ὅλα τὰ διοικεῖ καὶ τὰ οἰκονομεῖ μὲ κρίση καὶ σοφία, διακηρύσσει μὲ παρρησία: Στὴ ζάλη τῶν λογισμῶν, χαμένος στὶς σκέψεις μου καὶ ἐξουθενωμένος, μέσα στὴ σύγχυση καὶ τὴν ὀλιγοπιστία μου δὲν καταλάβαινα τίποτε. «Κἀγὼ ἐξουδενωμένος καὶ οὐκ ἔγνων, κτηνώδης ἐγενήθην παρὰ σοί» (στίχ. 22). Ἔγινα μπροστά σου σὰν τὸ κτῆνος· ὅπως αὐτὸ δὲν κατανοεῖ τὶς ἀνθρώπινες σκέψεις, ἔτσι κι ἐγὼ δὲν κατανοοῦσα τότε τὶς θεῖες βουλές σου, Κύριέ μου. Τὸ κτῆνος οὔτε σκέπτεται οὔτε βλέπει τὸ αὔριο. «Δίκην κτήνους ἀλόγου διετέλεσα», σχολιάζει ὁ Μέγας Ἀθανάσιος3. Ὁ δὲ Ἡσύχιος παρατηρεῖ: «Κτήνους ἴδιον τὸ πλανᾶσθαι»4· εἶναι χαρακτηριστικὸ τοῦ κτήνους τὸ νὰ πλανᾶται.
Φθόνησε τοὺς ἁμαρτωλοὺς πλουσίους ὁ εὐσεβὴς Ψαλμωδός.Ἐντυπωσιάστηκε ἀπὸ τὸν πλοῦτο καὶ τὴν ὅλη συμπεριφορά τους καὶ ἔπαθε σύγχυση, ὀλιγοπίστησε, κλονίστηκε. Τώρα ὅμως ἀναγνωρίζει ταπεινὰ τὸ λάθος του καὶ ὁμολογεῖ ἀνοικτὰ τὴν πλάνη του. Καὶ ὄχι μόνο αὐτό, ἀλλὰ ταυτόχρονα κατηγορεῖ τὸν ἑαυτό του λέγοντας: Κύριέ μου, μπροστὰ στὴν πανσοφία σου καὶ τὴν παναγάπη σου ἔγινα σὰν τὸ κτῆνος μπροστὰ στὶς βουλὲς τοῦ ἀφεν­τικοῦ του. Ἐκφράζει δηλαδὴ ὁ Ψαλμωδὸς ὅ,τι καὶ ὁ Παροιμιαστής, ὁ ὁποῖος ταπεινώνοντας τὸν ἑαυτό του ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ, ὁμολογεῖ: Ἐγὼ ἀπὸ ἀπόψεως ἀνθρωπίνης γνώσεως εἶμαι ὁ πλέον ἀμαθής, καὶ δὲν ὑπάρχει σ’ ἐμένα σοφία καὶ σύνεση ἀνθρώπινη· ὑπολείπομαι πολὺ ἀπὸ ὅλους (Παρ. λ΄ [30] 2). Ἀλλὰ καὶ ὁ Ἰώβ, ἀφοῦ φωτίστηκε ἀπὸ τὸν Θεό, ὁμολόγησε: Ἐξουδένωσα καὶ ἐλεεινολόγησα τὸν ἑαυτό μου καὶ συντρίφθηκα συναισθανόμενος τὴν πλάνη μου, θεωρῶ δὲ τὸν ἑαυτό μου χῶμα καὶ στάκτη! (Ἰὼβ μβ΄ [42] 6). Ὁ δὲ Δαβίδ, ὅταν κάποτε σκέφθηκε καὶ ἐνήργησε μὲ τρόπο καθαρὰ ἀνθρώπινο, κατόπιν ὀνόμασε τὴν ἐνέργειά του μωρία καὶ ἀναφώνησε: Συγχώρησέ με, Κύριε, «ὅτι ἐμωράνθην σφόδρα», διότι ἐνήργησα σὰν ἕνας πάρα πολὺ ἀνόητος ἄνθρωπος (Β΄ Βασ. κδ΄ [24] 10).
Ἂς μὴν εἴμαστε λοιπὸν εὔκολοι νὰ κρί­νου­με τὶς ἐνέργειες τοῦ ἁγίου Θεοῦ.
Σὲ περιπτώσεις ἀμφιβολίας καὶ ­ὀλιγοπιστίας, ἂς ζητοῦμε τὸν ἅγιο φωτισμό Του καὶ ἂς περιμένουμε τὴν τελικὴ ἔκβαση τῶν ­γεγονότων. 
……………………………………………………………………………………………
1. Ἁγίου Νικοδήμου τοῦ Ἁγιορείτου - Εὐθυμίου Ζιγαβηνοῦ, Ἑρμηνεία εἰς τοὺς 150 Ψαλμοὺς τοῦ προφητάνακτος Δαβίδ, ἐκδ. «Ὀρθόδοξος Κυψέλη», τόμ. Β΄, σελ. 279-280.
2. Μ. Ἀθανασίου, Εἰς Ψαλ. 72, 19, PG 27, 332Α.
3. Μ. Ἀθανασίου, ὅ.π., PG 27, 332Β.
4. Ἁγίου Νικοδήμου τοῦ Ἁγιορείτου - Εὐθυμίου Ζιγαβηνοῦ, ὅ.π., σελ. 282.

Ορθόδοξο Περιοδικό “Ο ΣΩΤΗΡ”

Η θρησκευτικότητα που επιβάλλεται από τον φόβο

«Ἐνθυμοῦμαι, ἀγαπητοί, κατά τόν πόλεμο τοῦ ’40 ἀλλά καί τήν γερμανική κατοχή ἐγέμιζαν οἱ ἐκκλησίες. Ὅποιος ἀπό σᾶς εἶναι ἡλικιωμένος θά τό θυμᾶται αὐτό.

Γέμιζαν οἱ ἐκκλησίες, γιατί κάποιο παιδί, κάποιος πατέρας, κάποιος ἀδελφός ἦταν στρατιώτης καί κινδύνευε νά φονευθεῖ, καί ἔτρεχε ἡ μάνα, ἡ ἀδελφή, ἡ σύζυγος στήν ἐκκλησία ξημερώματα, νά προσευχηθοῦν, νά φυλάξει ὁ Θεός τό γιό, τό σύζυγο, τόν ἀδελφό. Ἐλευθερωθήκαμε καί ἄδειασαν οἱ ἐκκλησίες. Τί ἦταν ἐκεῖνο πού ἔκανε; Κάποιο συμφέρον εὐτελές, μία ἰδιοτέλεια, ὄχι γιά λόγους πνευματικούς. Καί ἀποκαλύπτεται ἐδῶ ὅτι δέν ὑπῆρχε βάθος μετάνοιας.Δηλαδή, μία θρησκευτικότητα πού ἐπιβάλλεται ἀπό τό φόβο. Φοβόμαστε καί τρέχομε κοντά στό Θεό, ὄχι ὅμως ἀπό ἀγάπη στό Θεό.

Ἀγαπητοί μου, ἄν θά εἶχα νά σᾶς ἀφήσω μία παραγγελία ἀπό ὅσα σᾶς ἔχω πεῖ τόσα χρόνια, τόσες δεκαετίες, θά ἦταν αὐτό πού θά σᾶς πῶ τώρα: Μήν πλησιάζετε τό Θεό, γιατί ἔχετε κάποια αἰτήματα, κάποια θέματα, νά εἴμαστε ὑγιεῖς, νά βγάζουμε τό ψωμί μας τό καθημερινό, νά ἔχομε μία ἀσφάλεια κοντά στό Θεό, νά μήν πάθομε τοῦτα ἤ ἐκεῖνα. Ὄχι. Καλά εἶναι ὅλα, ναί, ἀλλά ἐκεῖνο πού ἔχω νά σᾶς πῶ εἶναι: Προσεγγίζετε τό Θεό, γιατί φτάσατε νά τόν ἀγαπᾶτε. Καί ἄν ὁ Θεός σᾶς παραδώσει σέ δοκιμασίες, μή στραφεῖτε ἐναντίον Του. Ὅταν κρίνει ὁ Θεός, ἐκεῖνον πού τόν ἀγαπᾶ τόν δοκιμάζει, ὄχι γιά νά μάθει ποιός εἶναι, ἀλλά γιά νά μάθει ὁ δοκιμαζόμενος ποιά πρέπει νά εἶναι ἡ ἀγάπη του στό Θεό.

Ἔτσι, βλέπετε ἁγίους ἀνθρώπους νά τούς δοκιμάζει ὁ Θεός. Νά πῶ γιά τόν Ἰώβ, νά πῶ γιά τόν Ἀβραάμ, Ἰσαάκ, Ἰακώβ καί τούς μάρτυρες; Ὅλους αὐτούς ὁ Θεός τούς ἐδοκίμασε. «Κύριε, ἐγώ σέ ἀγαπῶ καί Ἐσύ μέ ἀφήνεις νά ὑποστῶ μαρτύριο;». Ἀλλά ὁ ἀληθινά ἀγαπῶν τό Θεό ποτέ δέ θά τό πεῖ αὐτό. Θά πεῖ: «Ἐπειδή σέ ἀγαπῶ, γι’ αὐτό καί στό μαρτύριο θά πάω!». Εἶναι ἐκεῖνο πού ἔλεγε ὁ Παῦλος: «Τίς ἡμᾶς χωρίσει ἀπό τῆς ἀγάπης τοῦ Χριστοῦ;». Δέν εἶπε: «Τίς ἡμᾶς χωρίσει ἀπό τήν πίστη τοῦ Χριστοῦ», ἀλλά «ἀπό τῆς ἀγάπης τοῦ Χριστοῦ». Πολλοί λένε ὅτι πιστεύουν, ἀλλά δέν ἔχουν ἀνεπτυγμένη τήν ἀγάπη, ὄχι τήν ἀγάπη στόν πλησίον, ἀλλά τήν ἀγάπη στό Χριστό. Δέν μπορεῖς νά ἀγαπήσεις τόν πλησίον σου ὀρθῶς, ἄν δέν ἀγαπήσεις τό Χριστό! Καί ἐκεῖνος πού ἀγαπᾶ τό Χριστό, ἀγαπᾶ καί τίς εἰκόνες Του, τόν πλησίον του. Διαφορετικά, ἔχομε οὐμανισμούς κτλ.

Ἄν περάσομε δύσκολες μέρες, δέν θά μᾶς σώσει ἡ πίστη, ἀλλά θά μᾶς σώσει ἡ ἀγάπη στόν Ἰησοῦ Χριστό! Σᾶς τό καταθέτω».

Π. Αθανάσιος Μυτιληναίος

“Είμαστε Ορθόδοξοι Χριστιανοί, διότι γευθήκαμε την αλήθεια της Ορθοδόξου Πίστεως…”

*Ένα μοναδικό άρθρο-κείμενο (απόσπασμα) του Μακαριστού π. Γεωργίου Καψάνη, που αγγίζει όλους τους συνειδητούς Χριστιανούς, μέσα από την ανάλυση που κάνει ο Μακαριστός π. Γεώργιος. Αξίζει οπωσδήποτε να το διαβάσετε.

…Δεν είμαστε Χριστιανοί επειδή μεγαλώσαμε σε χριστιανικό περιβάλλον και από μικροί εκκλησιαζόμεθα, κοινωνούσαμε και μαθαίναμε “του Θεού τα πράγματα”. Ολ’ αυτά ήταν μεγάλα και ανεκτίμητα δώρα Θεού στην ζωή μας. Εύνοια του Θεού, “ης ουκ έσμεν άξιοι”.

Ωστόσο γίναμε Χριστιανοί, γιατί με την χάρη του Θεού ψάξαμε, διαβάσαμε, αμφιβάλαμε με καλή προαίρεση, ρωτήσαμε, πεισθήκαμε, αγωνιστήκαμε, πληροφορηθήκαμε, και τελικά αναπαυθήκαμε. Ζήσαμε και περάσαμε τις δυσκολίες της εφηβικής αντιλογίας, του νεανικού προβληματισμού, της ανθρώπινης αδυναμίας να αποδεχθεί εύκολα την “μωρία” του Ευαγγελικού νόμου.

Κι όμως η Χάρις του Θεού μας ανέπαυσε. Γι’ αυτό γίναμε, είμαστε και μένουμε με τη βοήθειά Του Χριστιανοί. Μάθαμε για τις άλλες θρησκείες, για πάμπολα φιλοσοφικά και ιδεολογικά συστήματα και θεωρίες, και σε μερικές μάλιστα εγκύψαμε προς καιρόν. Παρακολουθήσαμε από κοντά ρεύματα και νοοτροπίες, παλιές και σύγχρονες, μα τίποτε δεν μας ανέπαυσε πραγματικά.

Μείναμε Χριστιανοί, γιατί πρώτα-πρώτα πεισθήκαμε με μια προσωπική εμπειρία. Με προσωπική μετοχή μας στο μέγα και ανεκλάλητο μυστήριο του ζώντος Θεού, του Σωτήρος Χριστού, όσο κι αν ταπεινά και ανάξια είναι τα μέτρα μας. Αλλά πεισθήκαμε και λογικά, ότι η πίστη μας στον Χριστό είναι η μόνη πίστη που αποκαλύφθηκε στους ανθρώπους από τον ίδιο τον Θεό και δεν είναι ανθρώπινη επινόηση και κατασκεύασμα…

Είμαστε Ορθόδοξοι Χριστιανοί, διότι γευθήκαμε την αλήθεια της Ορθοδόξου Πίστεως, της μόνης ορθής πίστεως στον Χριστό, της Πίστεως των Αποστόλων, των Μαρτύρων, των Οσίων, της αμωμήτου Πίστεως των Αγίων Πατέρων. Δεν καυχώμαστε για δική μας αρετή. Δεν καυχώμαστε για προσωπική μας αγιότητα. Καυχώμαστε όμως εν Κυρίω για την Πίστη μας, την αληθινή Πίστη του αληθινού Θεού…

Δεν είμαστε ευκολόπιστοι και αφελείς. Ερευνήσαμε, περιεργασθήκαμε, επισταμένως ρωτήσαμε για τις άλλες θρησκείες, τις άλλες φιλοσοφίες, τα άλλα “χριστιανικά” δόγματα, αλλά δεν πήραμε απάντηση που να μας αναπαύει.

Αντιθέτως είδαμε τα τρωτά κι αδύναμα σημεία τους. Μάθαμε τα πολύπλοκα αλλά και διάτρητα συστήματά τους και τις αόριστες θεωρίες τους, που συγχίζουν πιο πολύ τον άνθρωπο. Άλλα απ’ αυτά τα ελέγξαμε ως ζοφ’ωδη, και άλλα τα καταγελάσαμε ως μύθους και ανόητα, απίστευτα παιδικά παραληρήματα. Άλλα εύκολα αποδείχθηκαν νόθα και πλαστά, ανίκανα να εγγίσουν και να ξεδιψάσουν τον σύγχρονο άνθρωπο. Αυτόν τον ταλαιπωρημένο από τα παραστρατήματά του σημερινό άνθρωπο, η ψυχή του οποίου διψά το καθαρό θείο ύδωρ της αλήθειας.

Και καταλήξαμε: Τίποτε δεν μας ικανοποίησε, τίποτε δεν επλήρωσε τον όλο άνθρωπο ως τα βαθύτατά του είναι του, τίποτε δεν μας ανέπαυσε, παρά μόνο η Ορθόδοξος Πίστη μας στον Χριστό. Και πάλι τίποτε, ούτε ένα σημείο, ούτε μία κεραία, μία λεπτομέρεια, ούτε για μια στιγμή δεν μας άφησε αμφιβολία που να “προδώσει” και να μειώσει μέσα μας την ακλόνητη, με την Χάρη του Θεού, πίστη μας για την μοναδικότητα της αληθείας της Ορθοδόξου Εκκλησίας, της μόνης Εκκλησίας.

*(απόσπασμα του άρθρου από το βιβλίο).
από το βιβλίο: “Ο εν Χριστώ αγώνας” (έκδοση Ι.Μ. Γρηγορίου – Άγιον Όρος)

Καί σήμερα ἡ Παναγία εἶναι μαζί μας




..Καί σήμερα ἡ Παναγία εἶναι μαζί μας. Καί σήμερα ἡ Παναγία μας δέεται καί πρεσβεύει. Αὐτή εἶναι ἡ ἐλπίδα μας. Αὐτήν ἔχουμε ὡς πρέσβειρα, ὡς Πλατυτέρα τῶν οὐρανῶν. Εἴμαστε «πάντοθεν πολεμούμενοι», ἀλλά «ἐν πάσει περιστάσει καί ψυχῆς θλίψει» «πρός τίνα καταφύγωμεν»; πρός τήν Ὑπεραγία Θεοτόκο. Νά ἱκετεύσουμε τήν Παναγία μας ὅπως ὁ πονεμένος ποιητής τοῦ Μεγάλου Παρακλητικοῦ Κανόνος, αὐτοκράτορας Θεόδωρος Λάσκαρης, ὁ ὁποῖος σήκωνε τόν δικό του σταυρό, τῆς ἀνίατης ψυχικῆς του ἀσθένειας, «Βλέψον ἰλέῳ ὄμματί σου καί ἐπίσκεψαι τήν κάκωσιν ἧν ἔχω». «Εἰς σέ μόνην ἐλπίζω, εἰς σέ μόνην καυχῶμαι». Σ’ Αὐτήν νά καταφεύγουμε μέ θάρρος καί ἡ γλυκειά μας Παναγιά δέν θά μᾶς ἀπογοητεύσει, δέν θά μᾶς ἐγκαταλείψει ποτέ.

«Ἄλλοι σέ κράζουν ἔλεος, ἐλπίδα ὁ θλιμμένος
Βασίλισσα τῆς Ἐκκλησιᾶς Σέ κράζει ἡ καμπάνα
ἐλεημοσύνη ὁ φτωχός, νερό ὁ διψασμένος
μά ἡ καρδιά μας, Δέσποινα, αὐτή Σέ κράζει «μάνα»!


Δεκαπενταύγουστος σε καιρούς αποστασίας

Βράδυ Δεκαπενταύγουστου του 2015. Ένα ήδη οδυνηρό καλοκαίρι βαίνει αργά προς το τέλος του, προοιωνίζοντας δυστυχώς ακόμη πιο επώδυνες μέρες. Μέρες θλίψης και ανέχειας. Αλλά και αγωνίας για όλους όσους βλέπουν πια τα μαύρα σύννεφα να συγκεντρώνονται πάνω από τη ρημαγμένη χώρα και - βλέποντάς τα - συνειδητοποιούν τα πασίδηλα πλέον σημεία των καιρών…

Βράδυ Δεκαπενταύγουστου. Λίγες μόλις ώρες αφότου, θεαρχίω νεύματι οι θεοφόροι απόστολοι, υπό νεφών μεταρσίως αιρόμενοι, εκ περάτων συνέδραμον του κηδεύσαι την της ζωής Μητέρα. Αι δε υπέρταται των ουρανών δυνάμεις, συν τω οικείω Δεσπότη παραγενόμεναι, το θεοδόχον σώμα προέπεμψαν, τω δέει κρατούμεναι. Και σπεύσαμε βέβαια μαζικά κι εμείς να πλημμυρίσουμε τις εκκλησιές. Μα ειλικρινά δεν ξέρω τι κατορθώσαμε να αισθανθούμε και πάλι από το μεγάλο μας Πάσχα του καλοκαιριού. Τι κατορθώσαμε να της πούμε και τι να της ζητήσουμε. Ποιο δώρημα δηλαδή που να ταιριάζει πραγματικά προς το συμφέρον της αιτήσεως…
Βράδυ Δεκαπενταύγουστου. Ενός Δεκαπενταύγουστου σε καιρούς κλιμακούμενης απόγνωσης. Η προσωρινή αποτροπή της οικονομικής καταστροφής, μετά την περιπέτεια του περασμένου Ιουλίου, έφερε μεν για λίγο κάποια αισθήματα ανακούφισης, όμως όσο περνάει ο καιρός, αυτό που επέρχεται είναι φανερό πως κυοφορεί καταστάσεις τραγικές. Φέρνει πιο κοντά την εκποίηση της χώρας, τον όλεθρο των μικρομεσαίων, τη νέκρωση της αγοράς, τη δημογραφική ερήμωση, την εκχώρηση της εθνικής μας κυριαρχίας σε ξένα αφεντικά. Και μάλιστα όλα αυτά με σφραγίδα…αριστεροφανούς «προοδευτικότητας», εξ ου και η πραγματική πηγή απελπισίας για ένα μεγάλο κομμάτι του λαού, το οποίο στήριξε τις έσχατες ελπίδες του για πολιτική ανατροπή σε ένα μόρφωμα που συσπείρωσε τα τελευταία χρόνια τις περισσότερες δυνάμεις του λεγόμενου αντιμνημονιακού χώρου. Ενός λαού που και πάλι προδόθηκε, γιατί βέβαια διέπραξε για μια ακόμη φορά το ίδιο τραγικό λάθος, πεποιθώς επ’ άρχοντας, επί υιούς ανθρώπων, οις ουκ έστι σωτηρία. Και τώρα που προδόθηκε, απόμεινε μουδιασμένος να παρακολουθεί παθητικά τις εξελίξεις. Πιο παθητικά και υποτονικά από κάθε άλλη φορά. Ίσως γιατί νιώθει ότι δεν έχει πού να ελπίσει πλέον.
Και γιατί άραγε να ξέρει πού να ελπίσει αυτός ο λαός της αποστασίας, που έχει τόσο πολύ εθιστεί πια στο να παρακολουθεί αποχαυνωμένος «υπερήφανους ομοφυλόφιλους» (να παρελαύνουν ή να συμβιώνουν δια νόμου), στο να καίγεται μόνο για τον απλό πονοκέφαλο της οικονομικής κρίσης (μη δίνοντας δεκάρα για τον θανατηφόρο καρκίνο της πνευματικής κατάρρευσης) και στο να καταπίνει αμάσητα τόσα και τόσα νεοταξίτικα «προοδευτικά» σκουπίδια; Είναι πραγματικά τόσο βαθιά πλέον η παρακμή μέσα στο άθλιο ψευδοκράτος που εδώ και δεκαετίες παράγει κυρίως απάτη κι ασυναρτησία, ώστε είναι ν’ απορείς ποια απερινόητη μεγαλοθυμία του Ετάζοντος καρδίας και νεφρούς μάς κρατάει ακόμα και δεν μας καταποντίζει οριστικά μες στ’ αποκαΐδια. Και την ίδια ώρα βέβαια δεν ξέρεις και πού να στρέψεις το βλέμμα, αναζητώντας δειλά κάποιο μικρό στήριγμα. Όλα υπό διάλυσιν, όλοι οι θεσμοί ξεχαρβαλωμένοι απ’ τη φαυλότητα ή τη μετριότητα, όλα να καταρρέουν με κρότο εκκωφαντικό. Πολιτικές δυνάμεις απαξιωμένες κάτω από το ασήκωτο βάρος δεκαετιών ανομίας και χυδαιότητας. Μια απερίγραπτη κυβέρνηση που δεν απέτυχε μόνο παταγωδώς στις έωλες υποσχέσεις για απαλλαγή από τα μνημόνια, αλλά βρίσκει πλέον τις ευκαιρίες - πότε μες στον ορυμαγδό και πότε χάρη στο γενικό μούδιασμα - για να περνά ανενόχλητη εθνοκτόνες διατάξεις και νομοσχέδια μηδενιστικά. Μια Δικαιοσύνη σε πλήρη ανυποληψία, μια Υγεία σε πλήρη διάλυση, μια Παιδεία ταγμένη στο να παράγει όχι συγκροτημένους πολίτες, αλλά αφελληνισμένα, παραζαλισμένα και αναλφάβητα ανθρώπινα κοπάδια. Και ταυτόχρονα βέβαια να βλέπεις κι ανθρώπους σοβαρούς, ακόμη κι ανθρώπους κοντινούς σου, να εξακολουθούν να τυρβάζονται περί όνου σκιάς, να συνεχίζουν ακόμη και τώρα - παρά τα σημεία των καιρών - να ομφαλοσκοπούν, με την επί χρόνια κεκτημένη αδράνεια της πλέον αυτιστικής εσωστρέφειας. Μια θλίψη τα πάντα λοιπόν. Θλίψη και απογοήτευση.
Και λίγο πιο πέρα φυσικά, η θλιβερή σύναξη των εκκλησιαστικών μας ταγών, πάντοτε ασελγούσα (πλην ορισμένων φωτεινών εξαιρέσεων) επί του Σώματος και του Αίματος του εν ύδασι την γην Κρεμάσαντος. Από τη μια με τις οικουμενιστικές ή μασωνικές ακαθαρσίες μέσα στις οποίες βυθίζονται πια τόσοι και τόσοι ιεράρχες μας, από την άλλη με τις πάντα ανοιχτές και κακοφορμισμένες πληγές της ελλειμματικής πνευματικότητας, της σιμωνίας, του καριερισμού, της εκκοσμίκευσης, της αδιαφορίας για τα πάντα. Οπότε τι μας απομένει πλέον άραγε ως παρηγοριά;
Μα να λοιπόν τι μας απομένει. Η μεγαλύτερη πηγή παρηγοριάς και δύναμης. Ο γλυκασμός των αγγέλων, η χαρά των θλιβομένων, η απαλλαγή των ασθενούντων. Το άρρηκτον τείχος μας, ο ηλιοστάλακτος θρόνος, η ακαταίσχυντος προστασία, η αμετάθετος μεσιτεία μας προς τον Ποιητήν. Μαζί της, μάς απομένει και η γη μας, μια γη γεμάτα κόκαλα αγίων, ποτισμένη με το αίμα χιλιάδων μαρτύρων και ηρώων, σμιλεμένη απ’ τον πόνο και το δάκρυ, μπολιασμένη απ’ τα ατέλειωτα βάσανα και τους καημούς της Ρωμηοσύνης. Και μας απομένουν βέβαια κι οι λίγες φωνές όσων τάχθηκαν να φυλάγουν τις σύγχρονες Θερμοπύλες - και θα συνεχίσουν φυσικά να το πράττουν, παγερά αδιάφοροι για το αν «οι Μήδοι επιτέλους θα διαβούνε». Ψυχές που αγωνίζονται στην αφάνεια, «ελεύθεροι κι ωραίοι που ζουν σε κάποιες φυλακές» (στα μοναστήρια και στον κόσμο) και μας κρατάνε ακόμη όρθιους.
Κι από πίσω τους βαδίζουμε στα σκυφτά κι εμείς, με όλα τα πάθη και τις αδυναμίες μας, στα μικρά μας μετερίζια εδώ και χρόνια. «Είμαστε ακόμα εδώ, ψάχνοντας στα τυφλά καινούργιους δρόμους», όπως θα τραγούδαγαν κι οι Κατσιμιχαίοι. Κι είναι στα τυφλά βέβαια, γιατί κι εμείς ελάχιστα νιώσαμε στον δρόμο - κι όσα κι αν μάθαμε να λέμε για πατρίδα, πίστη και παράδοση, θεωρίες ήτανε πιο πολύ παρά βίωμα και πράξη. Μα έστω κι έτσι, προσπαθήσαμε κάπως να ακολουθούμε από πίσω. Αναζητώντας εναγωνίως και τις ευρύτερες υγιείς δυνάμεις που (λέγεται ότι) υπάρχουν, αλλά συνεχίζουν πάντοτε να υπνώττουν στους κόλπους του ταλαίπωρου λαού.
Ίσως γιατί δεν ήρθε ακόμη το πλήρωμα του χρόνου για να βγουν επιτέλους στο προσκήνιο. Δεν ήρθε ακόμη η ώρα τα μετερίζια να συντονιστούν και να ενωθούν τα ρυάκια. Προφανώς δεν είχε ευλογία άνωθεν - για να το πούμε απλά. Υπήρξαμε μάλλον πολύ μικροί κι ανάξιοι, άδεια σαρκία κι εμείς, ανάλγητοι κι αμετανόητοι, χαμένοι στα πλέγματα και τους εγωισμούς μας, αποστάτες ανέστιοι, «κύνες επί τον ίδιον έμετον επιστρέφοντες». Γι’ αυτό και ό, τι ξεκινήσουμε κατά καιρούς να φτιάξουμε (ομάδες, παρατάξεις, κινήσεις και σχήματα), έμεινε λειψό και ατελέσφορο. Γιατί δεν είχε χάρη. Και πώς να έχει άραγε; Ποιοι ήμασταν εμείς δηλαδή, ώστε να έχει;
Βράδυ Δεκαπενταύγουστου. Ενός Δεκαπενταύγουστου σε αγριεμένους καιρούς. Καιρούς αποστασίας και μάταιης περιπλάνησης. Μα όσα κι αν πράξαμε, σε ό,τι κι αν φταίξαμε, όσο κι αν «πήραμε τη ζωή μας λάθος», είναι τέτοια η λαίλαπα που έρχεται (και ειλικρινά η οικονομική κατάρρευση είναι το τελευταίο που εννοώ), που ίσως να πλησιάζει η ώρα που, όποιος έχει απομείνει ζωντανός σε τούτον τον τόπο, επιτέλους θα κληθεί και να το αποδείξει. Με πράξεις όμως πλέον κι όχι με λόγια - τέλος πια οριστικό κι αμετάκλητο για τις διαπιστώσεις, τις ζυμώσεις, τα συμπεράσματα, τις ατέρμονες αναλύσεις. Και φυσικά αυτές οι πράξεις μπορεί να γίνουν μόνο συν Θεώ. Μόνο με το αυτεπίγνωτον της αθλιότητάς μας, μόνο με την οριστική ταφή του ελεεινού πτώματος μέσα μας, μόνο με το αυθεντικό κλάμα της ειλικρινούς επιστροφής μας, μόνο με την επίκληση του ελέους Του και της μεσιτείας Της. Μόνο έτσι μπορούμε να προχωρήσουμε πια. Σε κάθε άλλη περίπτωση, οι καιροί μας τελειώνουν πλέον κάπου εδώ. Τελεία και παύλα. Και ό,τι επί αιώνες χτίσαμε, χάνεται οσονούπω οριστικά μαζί μας μες στα συντρίμμια.
Βράδυ Δεκαπενταύγουστου του 2015. Λίγο μόλις μετά το δεύτερο Πάσχα μας - εκείνο του καλοκαιριού. Λίγο μετά αφού η την ζωήν κυήσασα προς την ζωήν μεταβέβηκεν. Λίγες ώρες αφότου η του αενάου φωτός Μητέρα μετέστη από της γης εις τα άνω. Από εκεί που βρίσκεται, ας ξαναβάλει το χέρι της, για μια ακόμη φορά…

του Νεκτάριου Δαπέργολα
(Εφημ. "Αντιφωνητής" της Θράκης, 15/8/2015)

Καλό Δεκαπενταύγουστο



«Κυρία Θεοτόκε, 
Μάνα τοῦ κόσμου, 
Κυρία τῶν Ἀγγέλων! 

Σίγουρα «ἀδυνατεῖ γλῶσσα τῶν βροτῶν» νά Σέ ὑμνήσει καί νά ἐννοήσει τό μεγαλεῖο Σου. 
Δέξου τήν δέησή μας ὡς προερχόμενη ἀπό παιδιά ἀδύνατα, ἁμαρτωλά καί ἐπιπόλαια:

– Δῶσε μας λίγο ἀπό τό Φῶς Σου.

– Κάνε μας νά κατανοήσουμε τήν εὐεργεσία τοῦ Ὑιοῦ Σου.

– Προστάτευσε τήν ψυχή καί τό σῶμα μας ἀπό ὀρατούς καί ἀοράτους ἐχθρούς.

– «Πάλιν καί πολλάκις» δέξε μας μετανοοῦντας καί ἐπιθυμοῦντας τήν ἀλλαγή μας.

– Σκέπε, φύλαττε καί διάσωσε τόν κόσμο Σου.

– Παρηγόρησε τούς κοπιῶντας καί πεφορτισμένους τῆς ζωῆς.

– Τήν ὥρα τῆς μετάβασης μας ἀπό τόν κόσμο αὐτό, ἔλα καί ὁδήγησέ μας στόν Ὑιό Σου καί Θεόν ἡμῶν, γιά νά ζήσουμε αἰώνια τήν οὐράνια Βασιλεία Του «σύν πᾶσι τοίς Ἁγίοις». Ἀμήν.


Ο άγιος Ιωάννης Δαμασκηνός για την Κοίμηση της Θεοτόκου



«Ἐντεῦθεν οὐ θάνατον τὴν ἱερὰν σου μετάστασιν λέξομαι, ἀλλὰ κοίμησιν ἢ ἐνδημίαν. Ἐκδημοῦσα γὰρ τῶν τοῦ σώματος, ἐνδημεῖς πρὸς τὰ κρείττονα… ὢ θαύματος ὄντως ὑπερφυοῦς! ὢ πραγμάτων ἐκπλήξεως. Ὁ πάλαι βδελυκτὸς καὶ μισούμενος θάνατος, καὶ εὐφημεῖται καὶ μακαρίζεται. Ὁ πάλαι πένθους καὶ κατηφείας, δακρύων τε καὶ σκυθρωπότητος πρόξενος, νῦν χαρᾶς ἀναδέδεικται καὶ πανηγύρεως αἴτιος.
»Τὸ θεῖον (δὲ) σῶμα καὶ ἱερὸν καὶ πανάμωμον, καὶ τῆς θείας εὐωδίας ἀνάπλεον, ἡ ἀφθονος κρήνη τῆς χάριτος, ἐν τῷ τάφῳ τεθέν, εἴτα πάλιν ἀναρπασθὲν πρὸς κρείττονα χῶρον καὶ ὑψηλότερον. Οὐκ ἀφῆκε (δὲ) τὸν τάφον ἀγέραστον, ἀλλὰ μεταδίδοσι μὲν τῆς θείας εὐωδίας καὶ χάριτος πηγὴν δὲ τῶν ἰαμάτων καὶ πάντων τῶν ἀγαθῶν τοῖς πίστει προσιοῦσι τὸ μνῆμα κατέλιπε».

(Ἰ. Δαμασκηνοῦ, P.G. τ. 96 σ.716 – 720)
«Σαράντα Εικόνες της Παναγίας», Αρχ. Νεκταρίου Ζιόμπολα.

Κοίμησις, Ταφή, Ανάστασις, Ανάληψις της Θεοτόκου



Απομαγνωτοφωνημένη ομιλία του αρχιμ Αθανασίου Μυτιληναίου 
η οποία εκφωνήθη στις 14/08/1980 
σε αγρυπνία της εορτής της Κοιμήσεως της Θεοτόκου.


Η θέσις, αγαπητοί μου, της Υπεραγίας Θεοτόκου, μέσα εις την ιστορία της σωτηρίας μας, είναι σημαντικοτάτη. Και τούτο διότι εστάθη το όργανον της σωτηρίας μας. Είναι εκείνη η οποία έδωσε τον εαυτόν της, να γίνει κλίμακα για να κατέλθει ο Θεός στη γη, και ταυτοχρόνως γίνεται κλίμακα για να ανέλθει ολόκληρη η ανθρωπότητα στον ουρανό.
Έτσι ο Θεός δια της Θεοτόκου, γίνεται άνθρωπος και οι άνθρωποι δια της Θεοτόκου γίνονται θεοί. Να λοιπόν ότι η θέσις της υπεραγίας Θεοτόκου, είναι σημαντικοτάτη εις την ιστορία της σωτηρίας. Εις εκείνο το θαυμαστό όραμα του Ιακώβ με την κλίμακα που εστηρίζετο ο Θεός εις την κορυφήν, η κλίμακα αυτή δεν προϋποθέτει μόνον, την κάθοδον του Θεού, αλλά και την άνοδο του Ιακώβ, δηλαδή την άνοδο των ανθρώπων.
Έτσι αγαπητοί μου, η Θεοτόκος κατέχει κεντρικοτάτη θέση μέσα στην σωτηρίαν μας και συνεπως και στην λατρεία μας. Ολόκληρος ο Άυγουστος είναι αφιερωμένος εις την Υπεραγίαν Θεοτόκον. Σημειώσατε ότι δεν έχουμε λίγες Θεομητορικές εορτές μέσα εις τον λειτουργικόν χρόνον.
Αλλά την κορυφή των Θεομητορικών εορτών την κατέχει εορτή της Κοίμησις της Θεοτόκου, αυτή που εορτάζουμε στις 15 Αυγούστου. Είναι μια εορτή κατά την οποία εορτάζουμε την Κοίμηση, την ταφή, την Ανάσταση και την Μετάσταση της Υπεραγίας Θεοτόκου.
Αυτά τα τέσσερα χαρακτηριστικά στοιχεία. Όταν ρίξουμε μια ματιά στην ορθόδοξο εικονογραφία μας, θα δούμε κατά έναν θαυμαστό τρόπο να ιστορούνται αυτά τα τέσσερα χαρακτηριστικά. Βεβαίως αφότου άρχισαν οι αιρέσεις, πότε να στρέφονται εναντίον του προσώπου του Κυρίου μας Ιησού, πότε εναντίον της Θεοτόκου, η Εκκλησίας μας επαγίωσε πλέον μέσα στις εικόνες, που μας προσφέρει για να διδαχθούμε το δόγμα όσο και για να τιμήσουμε τα πρόσωπα αυτά, τον Κύριον Ιησούν και την Υπεραγία Θεοτόκο, οι εικόνες εφεξής έχουν πλέον όχι μόνον ιστορικόν χαρακτήρα, ιστορική διάσταση αλλά και δογματική διάσταση.
Έτσι βλέποντας την εικόνα της Κοιμήσεως, βλέπουμε τα εξής: Την Υπεραγίαν Θεοτόκον νεκράν επάνω εις ένα κρεβάτι. Γύρω της είναι οι Απόστολοι. Σε μια θεία δόξα που δεν ανήκει στον παρόντα κόσμο, γι” αυτό και οι αγιογράφοι, αγιογραφούν αυτό το σημείον κατά έναν τρόπο που να δίδεται η εντύπωσις ότι πρόκειται για κάτι το εξωκοσμικόν, βρίσκεται ο Ιησούς Χριστός. Κρατάει στα χέρια του την ψυχή της μητέρας Του, της Υπεραγίας Θεοτόκου, την οποία οι αγιογράφοι πάρουσιάζουν ως ένα νήπιο.
Με αυτό το νήπιο θέλουν να δείξουν την ψυχή της Παναγίας. Άγγελοι δορυφορούν τον Χριστόν μέσα στην θεία Του δόξα, που κρατά στα χέρια του την ψυχή της μητέρας Του. Αυτό αποτελεί τον ουρανόν.
Κάτω εις την γην οι Απόστολοι, κλαίουν, αλλά το κλάμα τους είναι συγκρατημένο. Είναι ένα κλάμα λύπης, γιατί έχασαν την μητέρα του Κυρίου τους, αλλά και χαράς διότι είναι ο πρώτος άνθρωπος, αληθινά άνθρωπος, όχι θεάνθρωπος ο οποίος ανέρχεται δεδοξασμένος στον ουρανό.
Αυτά βλέπουμε αγαπητοί μου την εικονογραφία της Κοιμήσεως. Αλλά πώς έχουν τα πράγματα έτσι, και πως βρέθηκαν οι Απόστολοι στα Ιεροσόλυμα, αφού κατά την παράδοση η Θεοτόκος εκεί εκοιμήθη.
Έλαβε ειδοποίησιν από τον Υιόν της, ότι θα απέλθει μέσα εις τρεις ημέρες. Σημειώσατε ότι αυτά που σας λέγω, δεν τα αναφέρει η Αγία Γραφή, αλλά τα αναφέρουν Πατέρες της Εκκλησίας μας, όπως ο Διονύσιος ο Αρεοπαγίτης, ο άγιος Μόδεστος Ιεροσολύμων, ο άγιος Ανδρέας Κρήτης, ο άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός, ο άγιος Γερμανός αρχιεπίσκοπος Κων/πολεως, και άλλοι οι οποίοι όχι απλώς τα σημείωνουν αλλά πλέκουν και το εγκώμιον εις την Υπεραγίαν Θεοτόκον.
Εγκώμια αγαπητοί, τα οποία είναι με βάθος μεγάλο θεολογικό. Εκοιμήθη η Θεοτόκος την τρίτη ημέραν και τότε το Πνεύμα του Θεού ήρπασε τους Αποστόλους, που ευρίσκοντο στα διάφορα σημεία της οικουμένης κηρύσσοντες τον λόγο του Θεού και ευρέθησαν όλοι εις τα Ιεροσόλυμα.
Μέσα εις την παράκλησιν τι λέμε; Ειδικά εις εκείνο το εξαποστειλάριο το οποίο ψάλλουμε ειδικά τον δεκαπενταύγουστο: «Απόστολοι εκ περάτων, συναθροισθέντες ενθάδε», δηλαδή, ω! Απόστολοι που ήρθατε από τα πέρατα της οικουμένης και ήρθατε εδώ εις τα Ιεροσόλυμα, «κηδεύσατέ μου το σώμα, εν χωρίω Γεθσημανή», δηλαδή, εις τον τόπον της Γεθσημανής, κηδεύσατέ μου το σώμα. Πλην του Θωμά.
Ο Θεός οικονομησε ο Θωμάς να μην είναι παρών, ο οποίος έφτασε τρεις ημέρες μετά την Κοίμηση της Θεοτόκου. Αλλά όταν ο Θωμάς έφτασε, ελυπήθη πάρα πολύ, διότι δεν ήταν παρών δια να ίδει δια τελευταία φορά την μητέρα του Κυρίου Του και διδασκάλου Του. Γι” αυτό επήγαν εις τον τάφον, να τον ανοίξουν και να Την προσκυνήσει.
Αλλά τότε παρατηρήθη το εξής: ο μεν τάφος δεν είχε το σώμα αλλά είχε μόνο τα άμφια, τον ιματισμόν δηλαδή της Θεοτόκου και επίσης ήταν γεμάτος από ευωδία καταπληκτική. Τότε κατενόησαν οι απόστολοι ότι η Υπεραγία Θεοτόκος ανεστήθη και ανελήφθη εις τον ουρανόν.
Πράγματι έχουμε την Κοίμησιν, την Ταφήν, την Ανάστασιν και την Μετάστασιν δηλ. την Ανάληψιν εις τους ουρανούς. Αυτό έχει πάρα πολύ σημασία και θεολογική αξία διότι η Υπεραγία Θεοτόκος είναι ο πρώτος άνθρωπος, όπως λέγει σε ένα εγκώμιό του ο άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός, ο οποίος μετά του σώματος θεούται και ανέρχεται στην βασιλεία του Θεού, προ της τελικής κρίσεως.
Διότι ουδείς έχει εισέλθει ακόμη εις την βασιλεία του Θεού παρά μόνο ο ενανθρωπήσας Υιός του Θεού. Κανένας άνθρωπος δεν υπάρχει εις την βασιλεία του Θεού. Ούτε ο ληστής. Ο ληστής βρίσκεται στον παράδεισον. Και ο παράδεισος είναι ο τόπος των ψυχών που αναμένουν την ανάστασιν των νεκρών.
Δεν είναι λοιπόν ούτε ο ληστής, δεν είναι ούτε ο απόστολος Πέτρος, ούτε ο απόστολος Παύλος, ούτε ο προφήτης Ηλίας, ο οποίος δεν εδοκίμασε θάνατον και θα επανέλθει εις την γην. Κανείς δεν έχει εισέλθει εις την βασιλείαν του Θεού, πλην της Θεοτόκου. Και εισήλθε με το σώμα της, όπως ακριβώς εισήλθε και ο Ιησούς Χριστός, ο Υιός της.
Ήταν δυνατό ποτέ η Μητέρα της Ζωής να ίδει φθοράν, να ίδει διαφθοράν; Όπως ο Ιησούς Χριστός, ο ενανθρωπήσας Υιός του Θεού απέθανεν και ετάφη αλλά δεν είδε διαφθοράν, δηλ. δεν έλιωσε μέσα εις τον τάφον, αλλά ανεστήθη, έτσι έδωσε και την ανάσταση εις την μητέρα Του, από την οποία εδανείσθη την ανθρωπίνη φύση, όλη την ανθρωπίνη φύση, και το σώμα και την ψυχήν, και αυτά τα εθέωσε και τα ανέβασε εις αυτήν την Βασιλεία του Θεού. Αυτό για μας λέει πολλά πράγματα.
Η Θεοτόκος είναι ο πρώτος άνθρωπος που ανέρχεται εις την βασιλεία του Θεού και συνεπώς αποτελεί το πιο χαρούμενο γεγονός μετά από το Πάσχα. Και γι” αυτό θεωρείται δεύτερο Πάσχα,κατά το οποίος εορτάζουμε, όχι απλώς την Κοίμηση, όπως θα εορτάζαμε την επέτειο του θανάτου ενός προσώπου, αφαλώς όχι με χαρά, αλλά το προβάδισμα ενός ανθρώπου στη Βασιλεία του Θεού.
Και γι” αυτό, για μας είναι ένα Πάσχα, όχι κενόν περιεχομένου, αλλά ένα Πάσχα που έρχεται να μας δώσει την εγγύησιν, ότι πέρασε ένας άνθρωπος εκείνον τον χώρον που δεν θα μπορούσε ποτέ ανθρωπίνη φύσις να τον περάσει.
Γιατί Πάσχα σημαίνει διάβασις, κι όταν οι Εβραίοι πέρασαν την Ερυθρά θάλασσα, γιόρταζαν τυπικώς το αληθές Πάσχα, το οποίο είναι εκ του θανάτου εις την ζωήν, εκ του φθαρτού κόσμου εις την αφθαρσίαν και εκ του κτιστού κόσμου εις την βασιλείαν του Θεού. Ποιος θα μπορούσε να περάσει;
Βεβαίως ο Χριστός. Αλλά από πίσω του έρχεται ο πρώτος άνθρωπος. Έτσι, δεν είναι υπερβολή να πούμε, ό,τι θα λέγαμε για τον Ιησούν Χριστόν το ίδιο θα λέγαμε και για την Υπεραγίαν Θεοτόκον.
Αγαπητοί μου για μας είναι μεγάλη ελπίδα η Υπεραγία Θεοτόκος. Είναι πολύ μεγάλη ελπίδα. Γι” αυτό ο λαός μας την αγαπά πολύ. Βλέπετε ότι δεν υπάρχει σπίτι που να μην έχει την εικόνα της Παναγίας.
Δεν υπάρχει χωριό, πόλη που να μην έχει έστω ένα εκκλησάκι ή παρεκκλησι αφιερωμένο στην Υπεραγία Θεοτόκο. Αν θα “πρεπε να καταγράψομε πόσες εκκλησιές της Παναγίας υπάρχουν σ” όλη την Ελλάδα, για να μιλήσουμε μόνο για τον ελληνικόν χώρον και όχι για όλον τον ορθόδοξον χώρον, θα βλέπαμε ότι οι εκκλησίες που υπάρχουν προς τιμήν της Υπεραγίας Θεοτόκου είναι πάρα πολλές.
Σε μια ανάγκη μας, την Παναγία φωνάζουμε. Είναι δε τόσο ζυμωμένο αυτό με την ύπαρξή μας, με το κύτταρο μας, έτσι ώστε όπως λέμε «μάνα μου» σ” έναν κίνδυνο, έτσι φωνάζουμε αυθορμήτως, χωρίς να δουλέψει το μυαλό μας, θα έλεγα από μέσα από τα έγκατά μας, φωνάζουμε «Παναγιά μου». Μέσα μας, μέσα στα βιώματά μας, υπάρχει το πρόσωπό της.
Κι αυτό δείχνει ότι ο ορθόδοξος κόσμος αγαπά και τιμά, την Υπεραγία Θεοτόκο. Την θεωρούμε ότι είναι το εργαστήριο της σωτηρίας μας. Την θεωρούμε ότι είναι η πόλις του μεγάλου βασιλέως. Δεν είναι απλώς η επίγειος Ιερουσαλήμ αλλά είναι η αιωνία Ιερουσαλήμ.
Είναι η δωδεκάτειχος πόλις που έχει τα δώδεκα τείχη, που είναι οι Απόστολοι, και αυτή είναι η πόλις που έχει κάτοικό της τον Υιόν της, τον Ιησούν Χριστόν. Ο πρώτος πολίτης, αλλά και εμείς αγαπητοί, καλούμεθα να γίνουμε πολίτες αυτής της πόλης.
Αλλά κατοικώ την πόλιν, κατοικώ την Θεοτόκον. Μπαίνω μέσα εις την ζωήν της Θεοτόκου και αυτό μέσα εις ένα εγκώμιόν του ο άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός λέγει τα εξής: Ελάτε όλοι νοερά να συνεκδημήσουμε μ” εκείνη η οποία έχει συνεκδημήσει. Ελάτε όλοι να φύγουμε μαζί μ” εκείνη η οποία έφυγε από τον κόσμον αυτόν.
Όπως λέμε εις τους Χαιρετισμούς: «Ξένον τόκον ιδόντες ξενωθώμεν του κόσμου», δηλαδή, αφού είδαμε έναν παράξενον τόκον, τον Ιησούν Χριστόν, που Τον εγέννησε η Θεοτόκος, ότι δηλαδή είναι ο Εμμανουήλ, ο «μαζί μας ο Θεός», ας αποξενωθούμε από τον κόσμο, από τον αμαρτωλόν κόσμον, από την αμαρτίαν. Για να μπορέσουμε να βρεθούμε με τον τόκον της Υπεραγίας Θεοτόκου.
Ήρθε, υπηρέτησε το έργο του Θεού, το μέγα σχέδιο του Θεού, υπηρέτησε το «σεσιγημένον μυστήριον χρόνοις αιωνίοις» κατά έναν θαυμαστόν τρόπον, και έγινεν η Κυρία των Ουρανών. Μαζί της λοιπόν, ας ανέβουμε νοερά. Ακόμα η ώρα μας δεν έχει έλθει να φύγουμε. Θα φύγωμε όμως.
Επειδή όταν θα φύγουμε θα ζητούν οι δαίμονες την ψυχήν μας, γι” αυτός ας φύγωμε από τώρα, νοερώς. Κι εκείνος ο οποίος θα φύγει νοερώς μαζί της, όταν θα έρθει η ώρα της οριστικής αναχωρήσεως, τότε η Υπεραγία Θεοτόκος θα τον αναμένει στον ουρανόν και θα ίδει το πρόσωπό της.
Εκείνο το πρόσωπο το οποίο ευλαβούνται τα Χερουβείμ και τα Σεραφείμ και υποκλίνονται μπροστά στης. Είναι εκείνη η οποία φοράει τον ήλιο, οπως μας αποκαλύπτει το βιβλίο της Αποκαλύψεως, και έχει κάτω από τα πόδια της την Σελήνη.
Που σημαίνει ότι φοράει την μονιμότητα, γιατί ο δίσκος του ηλίου είναι πάντοτε στρογγυλός, και έχει κάτω από τα πόδια της την διαρκώς αλλοιουμένη με τις φάσεις της σελήνη, σύμβολο του κόσμου που περνά, που ρέει, του κόσμου του μεταβαλλομένου.
Έτσι κι εμείς αγαπητοί, ας βάλουμε κάτω από τα πόδια μας την σελήνη του κόσμου τούτου, τον μεταβαλλόμενον κόσμον και ας μένουμε μέσα εις την μονιμότητα του θείου φωτός, της θείας δόξης, μέσα εις την οποία εισήλθε η Υπεραγία Θεοτόκος και μας αναμένει.