.

.

Δός μας,

Τίμιε Πρόδρομε, φωνή συ που υπήρξες η φωνή του Λόγου. Δος μας την αυγή εσύ που είσαι το λυχνάρι του θεϊκού φωτός. Βάλε σήμερα τα λόγια μας σε σωστό δρόμο, εσύ που υπήρξες ο Πρόδρομος του Θεού Λόγου. Δεν θέλουμε να σε εγκωμιάσουμε με τα δικά μας λόγια, επειδή τα λόγια μας δεν έχουν μεγαλοπρέπεια και τιμή. Όσοι θα θελήσουν να σε στεφανώσουν με τα εγκώμιά τους, ασφαλώς θα πετύχουν κάτι πολύ πιό μικρό από την αξία σου. Λοιπόν να σιγήσω και να μη προσπαθήσω να διακηρύξω την ευγνωμοσύνη μου και τον θαυμασμό μου, επειδή υπάρχει ο κίνδυνος να μη πετύχω ένα εγκώμιο, άξιο του προσώπου σου;

Εκείνος όμως που θα σιωπήσει, πηγαίνει με τη μερίδα των αχαρίστων, γιατί δεν προσπαθεί με όλη του τη δύναμη να εγκωμιάσει τον ευεργέτη του. Γι’ αυτό, όλο και πιό πολύ σου ζητάμε να συμμαχήσεις μαζί μας και σε παρακαλούμε να ελευθερώσεις τη γλώσσα μας από την αδυναμία, που την κρατάει δεμένη, όπως και τότε κατάργησες, με τη σύλληψη και γέννησή σου, τη σιωπή του πατέρα σου του Ζαχαρία.

Άγιος Σωφρόνιος Ιεροσολύμων

Δεν υπάρχει μεγαλύτερον σημείον ασεβείας και ανευλαβείας,από το να ομιλή κανείς μέσα στην Εκκλησίαν



Ο Άγιος Άνθιμος της Χίου λειτουργεί για τελευταία φορά την 1η Ιανουαρίου 1959.

Δεν υπάρχει μεγαλύτερον σημείον ασεβείας και ανευλαβείας, από το να ομιλή κανείς μέσα στην Εκκλησίαν. 
Όλα αυτά τα προκαλεί, τα ενεργεί ο σατανάς, διά να μήν αφήση τον άνθρωπον να ωφεληθή και να καρπωθεί τους λόγους της Εκκλησίας.

Άγιος Άνθιμος της Χίου

Η κουβέντα που θα πούμε για τον άλλο είναι χειρότερη



Μέσα μας άς έχουμε πάθη, άς έχουμε όχι μια λεγεώνα, αλλά λεγεώνες δαιμόνων που να μας ρίχνουν κάτω και να αφρίζουμε. Δεν πειράζει.

Η κουβέντα που θα πούμε για τον άλλο είναι χειρότερη. Τα δαιμόνια τα βγάζει ο Χριστός αμέσως και τα πετάει στον γκρεμό, στη θάλασσα... Τον λόγο που θα πούμε, δεν μπορεί να τον διορθώσει. Ο λόγος γίνεται πουλάκι και πάει όπου θέλει. Σκορπάει την αμαρτία σου και την αποκαλύπτει σε όλους τους αγίους και σε όλους τους αγγέλους, και θα την βρείς εκεί επάνω στον ουρανό. 

Μπορεί να συγχωρεθείς γι' αυτό που έκανες, αλλά ο λόγος σου δεν μαζεύεται, ανεβαίνει επάνω. Τον εαυτό σου βρίσε τον, μούντζωσέ τον, ό,τι θέλεις κάνε τον, όχι όμως τον άλλο. Αφού δεν έχεις το δικαίωμα να σχίζεις έναν ξένο χιτώνα, πόσο μάλλον δεν έχεις το δικαίωμα να σχίζεις το σώμα του Χριστού. Και ο άλλος είναι μέλος Χριστού.

Γέροντας Αιμιλιανός Σιμωνοπετρίτης

ΝΕΟ ΠΟΙΗΜΑ ΤΗΣ ΓΕΡΟΝΤΙΣΣΑΣ ΓΙΑ ΤΟ ΕΓΓΥΣ ΜΕΛΛΟΝ ΤΗΣ ΠΑΤΡΙΔΑΣ ΜΑΣ

Η ΓΕΡΟΝΤΙΣΣΑ ΜΑΣ ΠΡΟΤΡΕΠΕΙ ΣΕ ΕΝΟΤΗΤΑ 
ΚΑΙ ΑΠΟΚΑΛΥΠΤΕΙ ΤΗΝ ΣΩΤΗΡΙΑ 
ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΑΣ ΑΛΛΑ ΚΑΙ ΤΗΣ ΚΥΠΡΟΥ!


Εις το όνομα της αγίας Τριάδος.

Τα δύσκολα πια έρχονται, Έλληνες ετοιμαστείτε,
να δώσετε τη μάχη σας, όλοι μαζί ενωθείτε.

Αφήστε τους εγωισμούς, τα μίση, τις κακίες, 
αυτά που σας συνόδευαν, σε’ όλες τις ηλικίες.

Η αγάπη κι η ένωση αλλά και η προσευχή σας,
θα φέρουν το αποτέλεσμα να φύγουν οι εχθροί σας.

Έχετε τον κανόνα σας ακόμα χρεωμένο,
τότε απ’ τον εμφύλιο χρόνια πολλά δοσμένο.

Τον κουβαλάτε σαν σακί, στην πλάτη φορτωμένο,
γιατί αίμα αθώο χύθηκε πολύ αδικημένο.

Και τώρα που έφτασε ο καιρός να δείξετε ανδρεία,
να δείξετε πως έχετε στη χώρα αυτή ευλογία,

μη πέσετε στα δίχτυα τους και μέσα στην παγίδα,
αυτή που στήνουν οι εχθροί να κάνετε τα ίδια.

Γιατί να ξέρετε καλά τέκνα μου αγαπημένα,
πως αγάπη αν δεν έχετε, θα χάσετε Εμένα!

Είναι οι ώρες δύσκολες γιατί θ’ αντιληφθείτε,
πως μέσα στην πατρίδα σας πρέπει ν’ αντισταθείτε.

Να δώσετε τη μάχη σας με όπλα την αγάπη,
νηστεία, μετάνοια, προσευχή, στα μάτια σας το δάκρυ.

Θα δείτε πλέον καθαρά όλα τα σχέδιά τους,
αυτά που έκρυβαν καλά στο χαρτοφύλακά τους.

Ο Κύριός σας, σάς μιλώ που πάντα σας φροντίζω,
και όποιος μ’ εμπιστεύεται δώρα θα τον γεμίζω.

Θέλω να νιώσετε καλά τα λόγια τα Θεϊκά μου,
πώς ΕΓΩ διοικώ τη χώρα αυτή, γιατί είναι δικιά μου!

Και αν έφτασε να γίνει πια η Ελλάδα ξέφραγο αμπέλι,
είναι γιατί ξεφύγατε απ’ του Θεού το χέρι.

Δεν φταίνε οι πολιτικοί για το κατάντημά σας,
φταίνε οι αμαρτίες σας και η διχόνοιά σας.

Όμως ποτέ δεν είναι αργά «ήμαρτον» για να πείτε,
γιατί έτσι αν πράξετε, το θαύμα μου θα δείτε…

Γίνετε όλοι μια γροθιά κρατήστε την Ορθοδοξία,
τα ήθη και τα έθιμα, τη γλώσσα, την παιδεία.

Γιατί δεν είναι μακριά που ο πόλεμος θα φτάσει,
παγκόσμιος σιγά – σιγά θα γίνει, θα ξεσπάσει.

Και όλοι πια οι Έλληνες στη χώρα τους θα ‘ρθούνε,
έντρομοι απ’ την λαίλαπα θα τρομοκρατηθούνε.

Παρ’ όλα τα προβλήματα που θα έχει η Ελλάδα,
θα είναι η πιο ασφαλής από τα κράτη τ’ άλλα.

Και όσο για την Κύπρο μας που τώρα υποφέρει,
δεν θα αργήσει ο καιρός που ελεύθερη θα γένει.

Πριν όμως να έρθει η λευτεριά που αναίμακτα θα γίνει,
ένα μικρό επισόδειο δεν θα το αποφύγει. 

Σας είπα περιληπτικά λίγα απ’ τα γεγονότα,
όμως μη μείνετε σ’ αυτά ποια δεύτερα, ποια πρώτα.

Μείνετε στη μετάνοια, μείνετε στην αγάπη,
γιατί αυτές οι αρετές έλκουν τη Θεία Χάρη.

Ένα να ξέρετε καλά και πάντα να θυμάστε,
πως θα ελευθερωθεί η Ελλάδα μας και ήσυχοι να κοιμάστε.

Τώρα νοσεί πολύ βαριά, μα λίγο πριν πεθάνει,
θα έρθει η Ανάσταση και ο κόσμος θ’ ανασάνει. 

Όπως το κάνει πάντοτε κακία δεν κρατάει,
και όποιος εχθρός την πλήγωσε Εκείνη τον βοηθάει. 

Και όσο τώρα και αν υποφέρετε, και όσο και αν πληγωθείτε,
όταν θα έρθει ο καιρός που θα ελευθερωθείτε, 

πρώτοι εσείς θα τρέξετε να δώσετε βοήθεια,
γιατί όλοι οι άλλοι οι λαοί θα έχουν γίνει συντρίμμια. 

Έτσι σας θέλω τέκνα μου, η αγάπη να υπερέχει,
δύναμη στον αγώνα σας και η Παναγιά σας θα σας σκέπη!

Εδώ θα κλείσω το γραπτό θα έρθω όμως πάλι,
για να σας δώσω δύναμη, ελπίδα, Θεία Χάρη.

Αμήν.

ΟΤΑΝ ΑΚΟΥΕΤΕ ΟΤΙ Ο ΠΟΛΕΜΟΣ ΑΡΧΙΣΕ.....( φοβερή προφητεία Πατροκοσμά)

Ο ΘΕΟΣ ΤΩΝ ΜΕΤΑΝΟΟΥΝΤΩΝ



Η μετάνοια είναι ατελεύτητο μυστήριο του Θεού στις καρδιές των εύπτωτων, των ευόλισθων και πολύπαθων ανθρώπων. Και, ως μυστήριο, είναι φως και φωτισμός. Μάλιστα δε, ο Ίδιος ο Θεός μας, «Θεός των μετανοούντων εστι» στην κυριολεξία (βλ. Προσευχή του Μανασσή). «Δεν είναι Θεός» των αμετανόητων, των αμεταμέλητων, των αταπείνωτων, των αυταρκών, των αγέρωχων, των άμεμπτων, των άπτωτων, των αυτοδικαιωμένων και των αυτοαγίων. Μόνο με την προσωπική μας μετάνοια μπορούμε να ομολογήσουμε έμπρακτα την αγιότητα και αναμαρτησία του Θεού. Ει δ’ άλλως αφήνουμε τον τοίχο των αμαρτιών μας να μας χωρίζει από το Θεό, διακηρύσσοντας φρενοβλαβώς μια ψυχόλεθρη δική μας «αγιότητα», σιμά σε εκείνην την αυθεντική και σώζουσα του Θεού. Όποιος πλησιάζει ειλικρινά και άδολα το Θεό, δεν γίνεται να μη συναισθανθεί στο ιλαρό φως Του τις πτώσεις και αμαρτίες του. Και όποιος αισθάνεται τις αμαρτίες του, με ταπείνωση και απλότητα, αυτός βρίσκει στο ακέραιο τη θεϊκή Χάρη σύντροφο και σύμμαχο στη ζωή του. Και με αυτήν πορεύεται κατόπιν λυτρωμένος και ελεύθερος, ωραίος και δυνατός. Όποιος αποστρέφεται τη Χάρη του Θεού και τα μυστήρια του Θεού, ζει μονίμως με τη φιλία της αμαρτίας σε ολοϋπαρκτικό επίπεδο. «Δεν μετανιώνω για τίποτα», λέει σήμερα με κομπορρημοσύνη ο κόσμος. «Μετανιώνω για τα πάντα», λέει θαρρετά ο πιστός και βρίσκει τον Θεό του πάραυτα μέσα του. «Ο Θεός αγάπη εστί», συνηθίζουν να λένε πολύ εύκολα οι πάντες σήμερα. Αλλά το πρώτο και βασικό γνώρισμα αυτής της αγάπης, που είναι η άφεση των αμαρτιών, λίγοι το ζουν σήμερα. Γιατί ολοένα και πιο λίγοι επιθυμούν να ζήσουν τη μετάνοια του Θεού στον εαυτό τους. Τι ωραίο να το ζήσει κανείς, αυτό που λέει η Ζ΄ Ευχή της Θείας Μεταλήψεως, του Αγίου Συμεών του Θεολόγου: «Κανένα μέγεθος πταισμάτων και κανένα πλήθος αμαρτιών δεν υπερβαίνει την πολλή μακροθυμία και την άκρη της φιλανθρωπίας του Θεού μου». Άμα γευθείς την άφεση του Θεού στην καρδιά σου, είναι αδύνατο να μην αισθάνεσαι αποκαταστημένος εσωτερικά, θεμελιωμένος, εδραίος και ακλόνητος πάνω στην πέτρα της πίστεως. Και, μ’ αυτή τη πίστη, το πρώτο θαύμα που βιώνεται, δεν είναι οι άλλοι, δεν είναι ένα «κάτι» έξω από μένα, αλλά εγώ ο ίδιος, ολάκερο το είναι μου και ο εαυτός μου. Και ασφαλώς θα είμαστε πραγματικά πιστοί, όχι με τις θεωρίες μας για το Θεό και την Εκκλησία Του, όχι με τα «κοψοραψίματα» του υποκειμενισμού μας, όχι με τα «νομίσματα» των θελημάτων μας και βεβαίως όχι με μια ψευδοθρησκευτική γνώση που βολεύει και συγκαλύπτει, αλλά με τη μετάνοια της ψυχής μας που αναπτερώνει δυναμικά το τσακισμένο μας είναι. Την μετάνοια, που είναι η οδός της πίστης, η πείρα της ελπίδας, η μέθεξη της θεϊκής αγάπης.

π. Δαμιανός

Από τις γραφές του Αγίου Σιλουανού



Όποιος αγαπά τον Κύριο, πάντοτε Εκείνον σκέφτεται, και η μνήμη του Θεού γεννά την προσευχή. Αν δεν θυμάσαι τον Κύριο, τότε δεν θα προσεύχεσαι, και χωρίς την προσευχή η ψυχή δεν θα παραμένει στην αγάπη του Θεού, γιατί με την προσευχή έρχεται η χάρη του Αγίου Πνεύματος. Η προσευχή προφυλάσσει τον άνθρωπο από την αμαρτία, γιατί ο προσευχόμενος νους είναι απασχολημένος με τον Θεό και στέκεται με ταπεινωμένο πνεύμα ενώπιον του προσώπου του Κυρίου, τον Οποίο γνωρίζει η ψυχή του προσευχόμενου. Ο αρχάριος, όμως, χρειάζεται βέβαια χειραγωγό, επειδή η ψυχή, πριν έλθει η χάρη του Αγίου Πνεύματος, έχει μεγάλο πόλεμο εναντίον των εχθρών και δεν μπορεί να διακρίνει η ίδια αν η γλυκύτητα που δοκιμάζει προέρχεται από τον εχθρό. Αυτό μπορεί να το διακρίνει μόνο εκείνος που γεύθηκε ο ίδιος το Άγιο Πνεύμα και αυτός αναγνωρίζει από τη γεύση τη χάρη. Τον ταπεινό, όμως, τον προστατεύει ο Κύριος.

Η προσευχή δίνεται στον προσευχόμενο. Η προσευχή που γίνεται μόνο από συνήθεια, χωρίς καρδιά συντετριμμένη για τις αμαρτίες της, δεν είναι αρεστή στον Θεό.

«Ω άνθρωπε, μάθε την κατά Χριστόν ταπείνωση και θα σου χαρίσει ο Κύριος να γευθείς τη γλυκύτητα της προσευχής. Και αν θέλεις να προσεύχεσαι καθαρά, τότε γίνε ταπεινός, εγκρατής, να εξομολογείσαι ειλικρινά και θα σε αγαπήσει η προσευχή. Γίνε υπάκουος, υποτάξου ευσυνείδητα στις αρχές και να είσαι ευχαριστημένος για όλα, και τότε ο νους σου θα καθαριστεί από μάταιους λογισμούς. Να θυμάσαι ότι σε βλέπει ο Κύριος και να φοβάσαι μήπως λυπήσεις με κάτι τον αδελφό -μην τον κατακρίνεις και μην τον στενοχωρήσεις ούτε μ’ ένα βλέμμα- και το Άγιο Πνεύμα θα σε αγαπήσει και Αυτό θα σε βοηθήσει σε όλα.»

Η ψυχή που έχασε την ταπείνωση, στερείται συγχρόνως και τη χάρη και την αγάπη για τον Θεό, και τότε σβήνει η πύρινη προσευχή. Όταν, όμως, η ψυχή αποκτήσει την ταπείνωση και απαλλαγεί από τα πάθη, τότε ο Κύριος θα της δώσει τη χάρη Του και η ψυχή θα προσεύχεται με θερμά δάκρυα για τους εχθρούς της, όπως και για τον εαυτό της, αλλά και για όλον τον κόσμο. 

Τον πρώτο καιρό μετά τη δωρεά του Αγίου Πνεύματος σκέφθηκα: Ο Κύριος μου συγχώρησε τις αμαρτίες μου, το μαρτυρεί μέσα μου η χάρη. Τι μου χρειάζεται, λοιπόν, περισσότερο; Δεν πρέπει, όμως, να σκεφτόμαστε έτσι. Παρότι μας συγχωρούνται οι αμαρτίες, εν τούτοις πρέπει να τις θυμόμαστε σε όλη τη ζωή μας και να θλιβόμαστε γι’ αυτές, για να διατηρούμε τη συντριβή της καρδιάς. Εγώ δεν το γνώριζα αυτό και έπαυσα να έχω συντριβή και υπέφερα πολλά από τους δαίμονες. Και απορούσα, τι συμβαίνει με μένα. Η ψυχή μου γνωρίζει τον Κύριο και την αγάπη Του· τότε πώς μου έρχονται κακοί λογισμοί; Αλλά ο Κύριος με σπλαγχνίστηκε και με δίδαξε ο Ίδιος πώς πρέπει να ταπεινώνομαι: «Κράτα το νου σου στον Άδη και μην απελπίζεσαι». Με τον τρόπο αυτό νικούνται οι εχθροί. Όταν, όμως, ο νους μου λησμονεί το πυρ του Άδη, τότε οι λογισμοί αποκτούν και πάλι δύναμη.

Όποιος έχασε τη χάρη, όπως εγώ, αυτός ας πολεμά με γενναιότητα τους δαίμονες. Γνώριζε πώς εσύ ο ίδιος είσαι ο ένοχος: έπεσες στην υπερηφάνεια και τη ματαιοδοξία. Όμως, ο πολυέλεος Κύριος σε αφήνει να μάθεις τι σημαίνει να ζεις με το Άγιο Πνεύμα και τι σημαίνει να βρίσκεσαι σε πόλεμο με τους δαίμονες. Έτσι, η ψυχή βλέπει εκ πείρας πόσο ολέθρια είναι η υπερηφάνεια και αποφεύγει τη ματαιοδοξία και τους ανθρώπινους επαίνους και διώχνει τους υπερήφανους λογισμούς. Τότε η ψυχή αρχίζει να γίνεται καλά και μαθαίνει να διατηρεί τη χάρη. Πώς θα καταλάβεις αν η ψυχή είναι υγιής ή άρρωστη; Η άρρωστη ψυχή είναι υπεροπτική, ενώ η υγιής ψυχή αγαπά την ταπείνωση, όπως τη δίδαξε το Άγιο Πνεύμα, και όσο δεν γνωρίζει ακόμη αυτή τη Θεία ταπείνωση πρέπει να θεωρεί τον εαυτό της χειρότερο απ’ όλους.

Είναι μεγάλο αγαθό να μάθει κάποιος την κατά Χριστόν ταπείνωση. Με αυτή γίνεται εύκολη και ευχάριστη η ζωή και όλα γίνονται αγαπητά στην καρδιά. Μόνο στους ταπεινούς εμφανίζεται ο Κύριος εν Πνεύματι Αγίω και αν δεν ταπεινωθούμε, δεν θα δούμε τον Θεό. Η ταπείνωση είναι το φως, μέσα στο οποίο μπορούμε να δούμε τον Θεό-Φως, όπως ψάλλεται: «Εν τω φωτί Σου οψόμεθα φως».

Ο Κύριος με δίδαξε να κρατώ το νου μου στον Άδη, και να μην απελπίζομαι. Με τον τρόπο αυτόν ταπεινώνεται η ψυχή μου, αλλά αυτό δεν είναι ακόμη η αληθινή κατά Χριστόν ταπείνωση, που είναι απερίγραπτη.

Αρχιμ. Σωφρόνιος (Σαχάρωφ), Ο Άγιος Σιλουανός ο Αθωνίτης, εκδ. Ιεράς Μονής Τιμίου Προδρόμου Έσσεξ, Αγγλία

Πῶς θά γίνουμε ναός τοῦ Θεοῦ;



Προσευχές πάλι, οι οποίες διαδέχονται την ανάγνωση, βρίσκουν την ψυχή πιο νεαρή και πιο ακμαία, αφού έχει συγκινηθεί από τον πόθο προς τον Θεό (που προκάλεσε η ανάγνωση). Καλή δε προσευχή είναι εκείνη που προκαλεί μέσα στην ψυχή, σαφή την έννοια του Θεού. 
Και αυτό είναι ενοίκηση του Θεού, το να έχει κανείς εγκατεστημένο μέσα του το Θεό με τη μνήμη. 

Έτσι γινόμαστε ναός του Θεού, όταν δεν διακόπτεται η συνέχεια αυτής της μνήμης από γήινες φροντίδες, όταν δεν ταράσσεται ο νους από απροσδόκητα πάθη, αλλά αποφεύγοντάς τα όλα ο φιλόθεος αναχωρεί στο Θεό, και εκδιώκοντας ό,τι μας προσκαλεί στην κακία, ενδιατρίβει στις ασχολίες που οδηγούν στην αρετή. 

-Πώς κατορθώνει κανείς την συγκέντρωση στην προσευχή; 

Εάν μέσα του βεβαιωθεί ότι μπροστά του είναι ο Θεός. Διότι εάν κάποιος που βλέπει έναν άρχοντα ή προϊστάμενο και συζητεί μαζί του έχει το βλέμμα προσηλωμένο σ’ αυτόν, πόσο μάλλον αυτός που προσεύχεται στο Θεό θα έχει το νου προσηλωμένο σ’ Αυτόν που ελέγχει καρδίες και νεφρούς -«ετάζων καρδίας και νεφρούς ό Θεός» (Ψαλμ. 10)- εφαρμόζοντας αυτό που λέγει η Γραφή: «…και τα χέρια που υψώνουν στον ουρανό να είναι καθαρά, χωρίς οργή και εριστικότητα» (Α’ Τιμόθ. 2, 8), 

Όταν ο Κύριος είπε στην προσευχή του: «Πάτερα μου, αν είναι δυνατόν, ας μην πιω αυτό το ποτήρι» (Ματθ. 26′, 39), ύστερα συμπλήρωσε: «αλλά ας μη γίνει το δικό μου θέλημα αλλά το δικό σου». Συνεπώς πρέπει να γνωρίζουμε ότι δεν μας έχει επιτραπεί να ζητούμε ό,τι θέλουμε, αφού δεν γνωρίζουμε ούτε καν το συμφέρον μας: «…εμείς δεν ξέρουμε ούτε τι ούτε πως να προσευχηθούμε…» (Ρωμ. 8′ 26). 

Ώστε τα αιτήματα πρέπει να τα υποβάλλουμε στο Θεό με πολλή περίσκεψη, σύμφωνα με το θέλημά του· κι εάν δεν εισακουσθούμε πρέπει να γνωρίζουμε ότι χρειάζεται επίμονη και καρτερία, σύμφωνα με την παραβολή του Κυρίου για το ότι «πρέπει πάντοτε να προσευχόμαστε και να μην αποκάμουμε» (Λουκ. 18, 1) και με τον άλλο λόγο του Κυρίου που είπε σε άλλη περίσταση ότι: «… για την αναίδειά του θα σηκωθεί και θα του δώσει ό,τι χρειάζεται» (Λουκ. 11′ 8)· ή χρειάζεσαι διόρθωση και επιμέλεια, σύμφωνα με αυτό που είπε ο Θεός σε κάποιους ανθρώπους διά μέσου του Προφήτη: «όταν εκτείνετε τα χέρια σας, θα αποστρέψω τα μάτια μου από σας. Και εάν αυξήσετε τις δεήσεις σας, δεν θα εισακουστείτε, γιατί τα χέρια σας είναι γεμάτα αίματα. Λουσθείτε, και γίνετε καθαροί…» κ.λπ. (Ησ. Α’ 15-16). Ότι δε και τώρα γίνονται και είναι τα χέρια των πολλών γεμάτα αίματα, δεν πρέπει καθόλου ν’ αμφιβάλλουν αυτοί που πιστεύουν σ’ εκείνη την κρίση του Θεού… 

– Ποιο είναι το «ταμείον», στο οποίο προστάζει ο Κύριος να εισέλθει ο προσευχόμενος; 

Ταμείο συνήθως ονομάζουμε ένα χώρο κενό και απόμερο, που βάζουμε ό,τι θέλουμε να αποθηκεύσουμε, ή που είναι δυνατόν να κρυφτούμε, όπως αναφέρεται από τον Προφήτη: «Βάδιζε, λαέ μου, μπες μέσα στο ταμείο σου, κλείσε τη πόρτα σου, κρύψου…» (Ησ. 26′ 20). Η δύναμη της εντολής γίνεται σαφής από τα συμφραζόμενα, διότι ο λόγος απευθύνεται σ’ αυτούς που πάσχουν από ανθρωπαρέσκεια. 

Ώστε αν κάποιος ενοχλείται από αυτό το πάθος, καλά κάνει που αποσύρεται στην προσευχή και απομονώνεται, μέχρι να μπορέσει ν’ αποκτήσει τη διάθεση να μην προσέχει τους επαίνους των ανθρώπων, αλλά να αποβλέπει μόνο στο Θεό, όπως λέγει ο Ψαλμωδός: «όπως τα μάτια των δούλων είναι προσηλωμένα στα χέρια του Κυρίου τους, και τα μάτια της δούλης στα χέρια της Κυρίας της, έτσι και τα δικά μας μάτια να είναι στραμμένα προς τον Κύριο και Θεό μας…» (Ψαλμ. 122′ 2). Εάν όμως κάποιος με τη χάρη του Θεού είναι καθαρός από εκείνο το πάθος, δεν έχει ανάγκη να κρύβει το καλό. 

Όταν ο διάβολος επιχειρεί να μας επιβουλευθεί και προσπαθεί να εκτοξεύσει τους λογισμούς του σαν πυρακτωμένα βέλη με πολλή σφοδρότητα μέσα στην αμέριμνη και ήσυχη ψυχή και ξαφνικά να την πυρπολήσει και να υπενθυμίζει μακροχρόνια και επίμονα εκείνα που έσπειρε μία φορά, τότε πρέπει αυτές τις επιβουλές να τις αντιμετωπίσουμε με εγρήγορση και εντατική προσοχή, όπως ο αθλητής που αποτρέπει τις λαβές των αντιπάλων με την ακριβέστατη επιφυλακή και την ταχύτητα του σώματος, και να αναθέσουμε στην προσευχή και την πρόσκληση της συμμαχίας του Θεού τη διεξαγωγή του πολέμου και την αποφυγή των βελών. 

Διότι αυτό μας δίδαξε ο Παύλος, λέγοντας: «… εκτός από όλα αυτά, κρατάτε πάντα την πίστη σαν ασπίδα, πάνω στην οποία θα μπορέσετε να σβήσετε τα φλογισμένα βέλη του πονηρού…» (Εφ. 6, 16). Και αν λοιπόν υποβάλλει τις πονηρές φαντασίες του κατά την ώρα της προσευχής, να μη σταματήσει η ψυχή να προσεύχεται, ούτε να νομίζει ότι αυτή είναι υπεύθυνη για την σπορά του εχθρού στον αγρό της και για τις ποικίλες φαντασίες του πονηρού, αλλά σκεπτόμενη ότι η φαντασία των άτοπων σκέψεων οφείλεται στην αναίδεια του εφευρέτη της πονηρίας, ας εντείνει τη γονυκλισία και ας ικετεύει το Θεό να διαλυθεί το πονηρό τείχος της μνήμης των άτοπων λογισμών, ώστε ανεμπόδιστα, με τη δύναμη του νου να διαβεί στη στιγμή ακάθεκτη προς το Θεό, χωρίς να διακόπτεται σε κανένα σημείο από τις εφόδους των πονηρών ενθυμήσεων. 

Εάν στέκεσαι ενώπιον του Θεού όπως πρέπει και προσφέρεις όλες σου τις δυνάμεις, μην απομακρυνθείς μέχρι να λάβεις το αίτημά σου· εάν όμως σε κατακρίνει η συνείδησή σου ότι καταφρονείς και εάν, ενώ μπορείς, δεν προσεύχεσαι συγκεντρωμένος, μην τολμήσεις να σταθείς ενώπιον του Θεού, για να μη γίνει η προσευχή σου αφορμή αμαρτίας. 

Εάν όμως, επειδή εξαντλήθηκες από την αμαρτία, δεν μπορείς να προσεύχεσαι απερίσπαστα, να βιάζεις όσο μπορείς τον εαυτό σου και να στέκεσαι επίμονα ενώπιον του Θεού, έχοντας το νου σου σ’ Αυτόν και συμμαζεύοντάς τον στον εαυτό του· και ο Θεός συγχωρεί, επειδή αδυνατείς να σταθείς όπως πρέπει ενώπιόν Του, όχι από καταφρόνηση, αλλά από αδυναμία. 

Εάν βιάζεις τον εαυτό σου μ’ αυτό τον τρόπο σε κάθε καλό έργο, μην αποκάμεις μέχρι να λάβεις το αίτημά σου, αλλά κτύπα την πόρτα Του ζητώντας το αίτημά σου. Διότι λέγει: «όποιος ζητάει παίρνει, όποιος ψάχνει βρίσκει και όποιος χτυπάει του ανοίγεται» (Λουκ. 11′, 10). Διότι τι άλλο θέλεις να επιτύχεις παρά μόνο την κατά Θεό σωτηρία; 

Μέγας Βασίλειος 

(Από το βιβλίο «Ο κόσμος της Προσευχής», εκδ. Κάλαμος)

"Έτοιμοι αεί προς απολογίαν παντὶ τω αιτούντι υμάς λόγον… μετὰ πραΰτητος καὶ φόβου"!

Ἀπὸ τὴν πρώτη Ἐπιστολὴ τοῦ ἀποστόλου Πέτρου


Ἡ ἀμοιβαία συμπάθεια τῶν χριστιανῶν

Τὸ δὲ τέλος πάντες ὁμόφρονες, συμπαθεῖς, φιλάδελφοι, ίεὔσπλαγχνοι, φιλόφρονες, μὴ ἀποδιδόντες κακὸν ἀντὶ κακοῦ ἢ λοιδορίαν ἀντὶ λοιδορίας, τοὐναντίον δὲ εὐλογοῦντες, εἰδότες ὅτι εἰς τοῦτο ἐκλήθητε, ἵνα εὐλογίαν κληρονομήσητε. ὁ γὰρ θέλων ζωὴν ἀγαπᾶν καὶ ἰδεῖν ἡμέρας ἀγαθὰς παυσάτω τὴν γλῶσσαν αὐτοῦ ἀπὸ κακοῦ καὶ χείλη αὐτοῦ τοῦ μὴ λαλῆσαι δόλον, ἐκκλινάτω ἀπὸ κακοῦ καὶ ποιησάτω ἀγαθόν, ζητησάτω εἰρήνην καὶ διωξάτω αὐτήν. ὅτι ὀφθαλμοὶ Κυρίου ἐπὶ δικαίους καὶ ὦτα αὐτοῦ εἰς δέησιν αὐτῶν, πρόσωπον δὲ Κυρίου ἐπὶ ποιοῦντας κακά.

Ὅσοι ὑποφέρουν ἀδίκως. Τὸ παράδειγμα τοῦ Χριστοῦ.

Καὶ τίς ὁ κακώσων ὑμᾶς, ἐὰν τοῦ ἀγαθοῦ μιμηταὶ γένησθε; ἀλλ' εἰ καὶ πάσχοιτε διὰ δικαιοσύνην, μακάριοι. τὸν δὲ φόβον αὐτῶν μὴ φοβηθῆτε μηδὲ ταραχθῆτε, Κύριον δὲ τὸν Θεὸν ἁγιάσατε ἐν ταῖς καρδίαις ὑμῶν, ἕτοιμοι δὲ ἀεὶ πρὸς ἀπολογίαν παντὶ τῷ αἰτοῦντι ὑμᾶς λόγον περὶ τῆς ἐν ὑμῖν ἐλπίδος μετὰ πραΰτητος καὶ φόβου, συνείδησιν ἔχοντες ἀγαθήν, ἵνα ἐν ᾧ καταλαλοῦσιν ὑμῶν ὡς κακοποιῶν, καταισχυνθῶσιν οἱ ἐπηρεάζοντες ὑμῶν τὴν ἀγαθὴν ἐν Χριστῷ ἀναστροφήν. κρεῖττον γὰρ ἀγαθοποιοῦντας, εἰ θέλοι τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ, πάσχειν ἢ κακοποιοῦντας. ὅτι καὶ Χριστὸς ἅπαξ περὶ ἁμαρτιῶν ἔπαθε, δίκαιος ὑπὲρ ἀδίκων, ἵνα ἡμᾶς προσαγάγῃ τῷ Θεῷ, θανατωθεὶς μὲν σαρκί, ζωοποιηθεὶς δὲ πνεύματι».

(Α΄ Πέτρ., 8-19)

Η ΖΩΗ ΜΑΣ ΣΑΝ ΤΑ ΙΧΝΗ ΤΗΣ ΝΕΦΕΛΗΣ

. Kαθὼς τὸν τελευταῖο καιρὸ ἀμήχανοι βλέπουμε νὰ ἀλλάζουν οἱ οἰ­κονο­μικὲς καὶ κοινωνικὲς συνθῆ­κες στὴν πατρίδα μας, εἶναι ὠφέλιμο νὰ στρα­­φοῦμε στὸ λόγο τοῦ Θεοῦ, ποὺ ἐ­πα­νειλημμένα μᾶς τονίζει τὴ μεγάλη ἀ­λή­θεια ὅτι τίποτε στὴ ζωή μας, δὲν εἶναι σταθερὸ καὶ μόνιμο. Καὶ τότε καταλαβαίνουμε πόσο γρήγορα κυλᾶ ἡ ζωή μας, καὶ χάνονται ὅλα ἐκεῖνα τὰ ὑλικὰ ἀγαθὰ στὰ ὁποῖα δίνουμε τὴν ἀγάπη μας καὶ τὴ φροντίδα μας.
. Λέει χαρακτηριστικὰ τὸ βιβλίο τῆς Σοφίας Σολομῶντος: «παρελεύσεται ὁ βίος ἡμῶν ὡς ἴχνη νεφέλης καὶ ὡς ὀμίχλη διασκεδασθήσεται διωχθεῖσα ὑπὸ ἀκτί­νων ἡλίου» (Σοφ. Σολ. β´ 4). Ἡ ζωή μας σὰν σύννεφο θὰ περάσει καὶ σὰν κα­τα­χνιὰ θὰ σκορπιστεῖ κυνηγημένη ἀπ’ τοῦ ἥλιου τὶς ἀκτίνες. Τὸ ἴδιο λέει καὶ ὁ ἀδελφόθεος Ἰάκωβος: «Ποιὰ εἶναι ἡ ζωή μας; Ἀτμὸς εἶναι ποὺ φαίνεται γιὰ λίγο καὶ ἔπειτα ἐξαφανίζεται» (Ἰακ. δ´ 14).
. Ἀλλοῦ πάλι ἡ ζωή μας παρομοιάζεται μὲ θάλασσα. Διότι ἡ θάλασσα εἶναι ἀ­δύ­νατο νὰ μείνει ἴδια γιὰ πολύ· ἐνῶ κά­ποια στιγμὴ τὴ βλέπεις ἀκύμαντη, ὕστε­ρα ἀ­πὸ λίγο θὰ τὴ δεῖς ν’ ἀγριεύει βίαια ἀπ’ τοὺς ἀνέμους· καὶ στὴ συνέ­χεια, αὐτὴ τὴν ἐξαγριωμένη θάλασσα ποὺ ἀ­να­τα­ράσσεται ἀπ’ τὴ θύ­ελ­λα, τὴ βλέπεις νὰ γαληνεύει καὶ νὰ γίνεται γυαλί. Ἔτσι καὶ τὰ πράγματα τῆς ζωῆς εὔκολα παρουσιάζουν μεταβολὲς καὶ πρὸς τὶς δύο κατευθύνσεις.
. Γι’ αὐτὸ καὶ ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεο­λόγος μὲ πολὺ ὡραῖες εἰκόνες παρουσιάζει τὴ ζωὴ τῶν ἀνθρώπων ὡς κάτι τὸ φευγαλέο, τὸ παροδικό, τὸ εὐ­μετάβλη­το. Λέει: «Τέτοιο εἶναι τὸ παιχνίδι πάνω στὴ γῆ, νὰ ἐρχόμαστε στὴν ὕπαρξη, ἐνῶ δὲν ὑπάρχουμε, καὶ ὅταν ἔρθουμε στὴν ὕπαρξη, νὰ διαλυόμαστε. Εἴμαστε ὄνειρο ποὺ δὲν στέκεται, φάντασμα ποὺ δὲν πιάνεται, πέταγμα ἁρπακτικοῦ πτηνοῦ ποὺ περνᾶ, πλοῖο στὴ θάλασσα ποὺ δὲν ἀφήνει ἴχνος· σκόνη, ἀτμός, πρωινὴ δροσιά, ἄνθος ποὺ γιὰ λίγο καιρὸ φυτρώνει καὶ σὲ λίγο καιρὸ διαλύεται. Τέτοια εἶναι ἡ ζωή μας» (Εἰς τὸν Καισάριον 18, ΕΠΕ 6, 414).
. Ἀλλὰ κι ὁ Μέγας Βασίλειος λέει χαρακτηριστικά: «Τίποτε δὲν εἶναι ἀ­με­τα­κίνητο, οὔτε ἴδιο μέχρι τέλους· οὔτε ἡ χαρά, οὔ­τε ὁ πλοῦτος, οὔτε ἡ δύναμη, οὔτε ἡ ἐξουσία, οὔτε τὰ δικά μας, οὔτε τὰ ξένα, οὔτε τὰ μικρὰ ἢ τὰ μεγάλα». «Τέτοια εἶναι ἡ ζωή· οὔτε τὰ εὐχάριστα τὰ ἔχει μόνιμα οὔ­τε καὶ τὰ λυπηρὰ διαρκή. Τὴ γῆ, τὴν καλλιεργεῖς σήμερα ἐσύ, καὶ αὔριο ἄλλος, καὶ μετὰ ἀπὸ ἐκεῖνον ἄλλος. Βλέπεις αὐ­τὰ τὰ χωράφια καὶ τὰ πολυτελὴ σπίτια; Πόσα ὀνόματα δὲν ἄλ­λαξε τὸ καθένα ἀπ’ αὐτά; Λεγόταν τοῦ τάδε. Ἔπειτα πῆρε τὸ ὄ­νομα ἄλλου· περιῆλθε στὸν τάδε, καὶ τώ­ρα λέγεται κάποιου ἄλλου» (Εἰς τοὺς Ψαλμοὺς 1, 45).
. Μεταβολὲς ὅμως συνεχεῖς συν­τελοῦν­ται καὶ στοὺς ἴδιους τοὺς ἀνθρώπους. Αὐτὸς ποὺ σήμερα εἶναι θαλερὸς στὸ σῶ­μα, γεμάτος σφρίγος, στὴν ἀκμὴ τῆς ἡλικίας του, ἀσταμάτητος στὴν ὁρμή, αὐ­τὸς ὁ­ ἴδι­ος αὔριο εἶναι μαραμένος ἀ­πὸ τὸν χρό­νο, διαλυμένος ἀπὸ ἀρ­ρώ­στια. Κά­ποι­ος εἶναι διάσημος γιὰ τὰ πολ­λά του χρήματα ἢ τὴν πολιτική του δύναμη καὶ τὸ ἀναρίθμητο σμῆνος τῶν ἀκολούθων ποὺ σέρνει μαζί του. Καὶ μία νύχτα ἕνας πυρετὸς τὸν ἁρ­πά­ζει ἀπὸ τὴ ζωή, καὶ ἡ δόξα του ἀπο­δει­κνύεται ὄ­νειρο.
. Τί μᾶς διδάσκουν ὅμως ὅλα αὐτά; Μᾶς ἀπαντᾶ σχετικὰ ὁ Μέγας Βασίλειος παίρνοντας ἀφορμὴ ἀπὸ τὶς μεταβολὲς τῆς σελήνης: «Ἀπὸ τὸ θέαμα ποὺ μᾶς παρουσιάζει ἡ σελήνη, διδασκόμαστε­ γιὰ τὰ ἀν­θρώπινα καὶ παίρνουμε μία ἰ­δέα τῆς γρή­γορης μεταβολῆς τῶν ἀν­θρώπινων πραγμάτων· Μαθαίνουμε νὰ μὴ μεγαλο­φρο­νοῦμε γιὰ τὴν εὐημερία μας, νὰ μὴ χαι­ρόμαστε ὑπερβολικὰ γιὰ τὴν ἐξουσία μας, νὰ μὴν τὸ παίρνουμε ἐπάνω μας γιὰ τὰ πλούτη μας, νὰ πε­ριφρονοῦμε τὴ σάρκα, ἡ ὁποία ὑπόκει­ται σὲ ἀλλοίωση, καὶ νὰ φροντίζουμε γιὰ τὴν ψυχή μας, ποὺ εἶναι ἀγαθὸ ἀθάνα­το. Καὶ ἐὰν σὲ κάνει νὰ λυπᾶσαι τὸ ὅτι ἡ σελήνη μὲ τὶς βαθμιαῖες ἀφαιρέσεις χάνει τὸ φῶς της, πρέπει νὰ σὲ κάνει νὰ λυ­πᾶσαι περισσότερο τὸ ὅτι μία ψυχή, ποὺ δὲν ἀπόκτησε ἀρετή, ἐξαιτίας τῆς ἀ­προ­σεξίας της, χάνει τὸ καλὸ καὶ δὲν μένει σταθερὴ στὴν ἴδια διάθεση, ἀλλὰ μετατρέπεται καὶ μεταβάλλεται συχνά» (Ἑξα­ήμερος 6, 10).
. Δὲν πρέπει λοιπὸν νὰ κολλᾶ ἡ καρδιά μας στὰ χρήματα ἢ τὴ δόξα, τὴ δύναμη καὶ τὰ σωματικά μας προσόντα. Σὲ τίποτε ἀπὸ ὅλα αὐτὰ δὲν μποροῦμε νὰ βασισθοῦμε. Ὅλα αὐτὰ εἶναι ἀσταθὴ καὶ κάποια μέρα θὰ χαθοῦν.
. Γι’ αὐτὸ ὁ ὅσιος Νεῖλος συμβουλεύει: «Μὴ σὲ ἐξαπατοῦν τὰ πράγματα τοῦ κόσμου αὐτοῦ, ποὺ φαίνονται ἔνδοξα καὶ λαμπερά. Ὅλα παρέρχονται, τίποτε δὲν μένει σταθερό. Κι ἀφοῦ τὰ καταλά­βεις ὅλα αὐτὰ καὶ συνειδητοποιήσεις ὅτι πρέπει ὁπωσδήποτε νὰ φύγεις κάποια στιγ­μὴ ἀπὸ τὴ γῆ αὐτὴ σὰν νὰ βγαίνεις ἀπὸ ξενοδοχεῖο, φρόντισε γιὰ τὸν δρόμο ποὺ ὁδηγεῖ ἐκεῖ καὶ προμηθεύσου τὰ ἐφόδια τῆς αἰώνιας ζωῆς» (Βιβλ. 3, Ἐπιστ. 317).

Ο ΧΡΙΣΤΟΣ ΣΤΗΝ ΕΠΟΧΗ ΜΑΣ



Ο άνθρωπος, αγαπητοί μου, αρχίζει να λέγεται πνευματικός, από τη στιγμή που ασχολείται συνειδητά με τον εαυτό του, αρχίζει ν’ αντιλαμβάνεται την αμαρτία μέσα του, παύει να περιεργάζεται τους άλλους, μετανοεί και προσεύχεται. Το να δει κάποιος την πραγματική του κατάσταση είναι βεβαίως αποτέλεσμα ισχυρής θελήσεως, αλλά και δυνατής θείας βοήθειας. Γι’ αυτή την ώρα θα λέγαμε υπάρχει κυρίως ο Χριστός, ο οποίος τρέχει πλάι μας για να μας συνδράμει σημαντικά κι αποτελεσματικά, εφόσον συνεχίζουμε αληθινά να το θέλουμε. Γιατί πολλές φορές ξεκινάμε κάτι χωρίς να το τελειώνουμε. Μάλιστα στην περίπτωση αυτή ο κίνδυνος είναι εύκολος, γιατί ο φόβος του τι θα συναντήσουμε, ο συνεχής και σκληρός αγώνας που χρειάζεται, για να τελεσφορήσει το έργο, κι ο πειρασμός που εμβάλλει λογισμούς δειλίας, είναι εμπόδια αρκετά ικανά.

Αφού γνωρίσουμε τον εαυτό μας θα γνωρίσουμε τον Θεό. Τότε θα μας αποκαλυφθεί το πρόσωπό μας. Τότε, αγαπώντας τον Θεό, θα αισθανόμαστε προοδευτικά το μέγεθος της αγάπης Του. Έτσι γνωρίζεται ο Θεός κι έτσι αποκαλύπτεται· κυρίως ως αγάπη. Φωτισμένος από τη θεία αγάπη ο άνθρωπος διαπερνά τον χώρο και τον χρόνο απτόητος, άφοβος, χαρούμενος, περαστικός που ενδιαφέρεται για τον σκοπό της πορείας του· την άνω βασιλεία, δίχως να περιφρονεί την παρούσα ζωή, αλλά να της δίνει μόνο τη σημασία που της αξίζει. Σε αυτή τη γνώση οδηγούνται όλες οι ψυχές που ταπεινά προσεύχονται, διακριτικά ασκούνται και ειλικρινά μετανοούν. Ο Χριστός αδυνατεί να κατοικήσει στο σκοτάδι. Και το σκοτάδι είναι η αμαρτία. Μη θέλουμε να δικαιολογούμε τις αμαρτίες μας, γιατί λυπούμε τον Θεό, γινόμαστε τότε παραβάτες των εντολών Του. Ο Χριστός μάς αφήνει αν το θέλουμε στα σκοτάδια μας, αναμένει πάντως τη μετάνοια.

Συχνά, λεγόμενες «ατυχίες» της ζωής, ασθένεια προσωπική, πτώχευση, ασθένεια ή θάνατος συγγενικών προσώπων οδηγούν τους ανθρώπους πιο κοντά στον Χριστό. Συμβαίνει όμως επίσης συχνά και εύκολα να λησμονιέται ο Χριστός, σαν περάσει το πρόβλημα. Τούτο, όπως καταλαβαίνετε, τουλάχιστον είναι ανέντιμο. Ο Χριστός δεν είναι μόνο για την «ώρα της ανάγκης». Αν κανείς δεν αποφασίσει τη μόνιμη παραμονή του «παρά τους πόδας του Ιησού», από τον Οποίο συνεχώς θα εμπνέεται, θα παρασυρθεί από τα σύγχρονα αλλότρια ρεύματα, που επίμονα μας θέλουν μακράν του Χριστού. Σ’ ένα κόσμο απάτης, απελπισίας, βίας και ύβρεως, δεν αρέσει ν’ ακούγονται λόγια αγάπης, ευγενείας και χάριτος. Στερεωμένοι επί την ασάλευτη πέτρα της πίστεως του Χριστού, γινόμαστε δυνατοί και ανίκητοι, λαμβάνοντας ως τέκνα Εκείνου την κληρονομία της νίκης Του.

Παρήλθε η εποχή των πολλών λόγων κι ο σημερινός κόσμος εναγώνια ζητά το βίωμα και το παράδειγμα. Πολλές φορές η σιωπή είναι το πιο βροντερό κήρυγμα, καθώς ειπώθηκε από τους αγίους πατέρες της ερήμου. Ένα κήρυγμα δίχως το ήθος και το ύφος του καθαρού βιώματος, καταντά κουραστικό και δίχως συνέπεια και συνέχεια. Γι’ αυτό αρκετοί νέοι ωφελούνται μόνο από τη σιωπή, τις ιερές ακολουθίες ή τα μετρημένα λόγια των μοναχών του Αγίου Όρους. Ένας σύγχρονος σοφός λέγει τα εξής βαρυσήμαντα όσο αξιοπρόσεκτα λόγια: «Τον Χριστό τον αγαπώ, αλλά τους χριστιανούς δεν τους αγαπώ, γιατί δεν μοιάζουν του Χριστού» (Γκάντι). Νομίζω έχει δίκιο. Αρκετές φορές, περισσότερο από τους θεωρούμενους αθέους, διασύρουμε εμείς το όνομα του Χριστού και προκαλούμε με την ασυνέπειά μας τη βλασφημία του παναγίου ονόματός Του. Στον παρόντα αλλοπρόσαλλο κόσμο ο άνθρωπος παρασύρεται ή επηρεάζεται ή αμβλύνει τη συνείδησή του και κάμνει συνεχώς νέες υποχωρήσεις, παραχωρήσεις και καταχρήσεις στο νου και την καρδιά του, που του αλλάζουν τα ορθόδοξα εκκλησιολογικά κριτήρια, το γνήσιο ορθόδοξο ήθος, αλλά και αυτές τις βασικές αρχές της ηθικής. Με τα τόσα πολλά που ακούει κανείς, δεν παραξενεύεται καν και δεν αντιδρά πλέον. Και όταν κάποιος απαγκιστρωθεί από τις πλεκτάνες του κόσμου και καταπιεσμένος και κατακτυπημένος φθάνει στη θύρα της Εκκλησίας, ζητώντας λιγότερο ή περισσότερο ειλικρινά, έλεος, φως, ίαση, λύτρωση και δεν βρίσκει τον θυρωρό εκεί, είναι τραγικό. Και το τραγικότερο είναι, όταν τον βρει, αλλά το βρει ανέτοιμο, κουρασμένο, απασχολημένο με πολλά άλλα, βιαστικό, προχειρολόγο, αναβλητικό, αγωνιζόμενο να δικαιολογηθεί για ν’ αποχωρήσει. Όμως ενώπιόν Του είναι ο επιστρέφων υιός του Θεού. Κλείνω όμως τώρα εδώ αυτή την παρένθεση του λόγου, λέγοντας μόνο κάτι που είπε ένας διάσημος γιατρός: «Αν είχαμε καλούς πνευματικούς, δεν θα χρειαζόμασταν ούτε ψυχιάτρους, ούτε ψυχαναλυτές» (Κ. Γιουνγκ).

Συνεχίστε όμως παρακαλώ να δίδετε την προσοχή σας, όχι σ’ εμένα, αλλά στον λόγο του Θεού, που δεν αφήνει κανέναν απληροφόρητο και δίχως να τον αναπαύσει. Σας διαβεβαιώ λοιπόν, φίλοι και αδελφοί μου, με την πείρα που μας έδωσαν οι άλλοι φίλοι μας, οι άγιοι, πως για τον Χριστό δεν υπάρχει πληγή και νόσημα που να μη θεραπεύεται. Όποια κι αν είναι η ιστορία και η κατάσταση του καθενός, μην πτοηθεί ποτέ και καθόλου. Ας γεννήθηκε σε δύσκολη εποχή και ακατάλληλες συνθήκες, ας τον συνόδευσε η φτώχεια από μικρό, ας μεγάλωσε στην άγνοια, ας δέχθηκε τη σκληρότητα άφθονη, ας παρασύρθηκε στην εύκολη ζωή, όποια κι αν είναι η δυσκολία της ζωής ή του χαρακτήρα του, αν μετανοήσει, ο Χριστός έρχεται και τα σφουγγίζει όλα και τα κάνει καινούργια.

Πολλοί είναι αυτοί που κορεσμένοι από την κενότητα του κόσμου ψάχνουν για μια διέξοδο. Φοβούνται ή αγνοούν τον χριστιανισμό; Φοβούνται τον αγώνα για τον οποίο απαραίτητα μιλά το Ευαγγέλιο κι αγνοούν οπωσδήποτε τη λυτρωτική ουσία του χριστιανισμού, που δεν γνωρίζεται και δεν βιώνεται ανώδυνα. Η κόπωση και η οκνηρία των συγχρόνων, η αγνωσία και η βιασύνη τους, τους οδηγεί δυστυχώς σε συνταγές αλλοθρήσκων, συχνά δαιμονοκίνητων ή εύκολες λύσεις ευφυών αιρετικών, που εμφορούνται από τα στοιχεία τα δολερά κι επικίνδυνα της πλάνης. Πλήθυναν, αδελφοί μου αγαπητοί, οι στοές, τα τεμένη, οι αίθουσες «χαρισματικών» στην πατρίδα μας. Η γη των ηρώων και των αγίων, η μαρτυριοπλούτιστη Ελλάδα, κατάντησε επικίνδυνο πανδοχείο που φιλοξενεί τον κάθε πονηρό και ανάξιο, εν ονόματι κάποιας ασαφούς ελευθερίας που υποσκάπτει τα θεμέλια του Έθνους και της Εκκλησίας, της Παραδόσεώς μας και της Ιστορίας μας. Προσπερνώντας προ πολλού το 2000 βρίσκουμε την Ελλάδα ανέτοιμη ν’ αντιμετωπίσει την μπότα της Ευρώπης. Παρεμένει άγνωστος ο Χριστός και στους χριστιανούς. Χρειάζεται επειγόντως επανευαγγελισμός και των χριστιανών. Χρειάζεται αγώνας.

Αρκετοί άνθρωποι δικαιολογούν την απιστία τους ή την ολιγοπιστία τους από την παρουσία της υπερβολικής και παράλογης οδύνης στον κόσμο. Την θεωρούν απουσία ή ασπλαχνία του Θεού. Θάνατοι νηπίων από πείνα ή ασθένεια, ναυάγια αθώων, αυτοκινητιστικά ατυχήματα με νεκρούς ολόκληρες οικογένειες και τόσα άλλα αφήνουν απορημένους τους ανθρώπους. Βεβαίως μόνο σ’ έναν καλοπροαίρετο μπορεί να δοθεί μια ικανοποιητική απάντηση. Ο Θεός σεβόμενος απόλυτα την ιστορία της ζωής της ανθρωπότητας δεν επεμβαίνει δυναμικά να την ανατρέψει. Ο Θεός αδυνατεί θα λέγαμε να σώσει αυτούς που επ’ ουδενί δεν θέλουν να σωθούν, που Τον έχουν μ’ επίγνωση απορρίψει. Ο Θεός δείχνει τους δρόμους της απωλείας και της σωτηρίας κι αφήνει ελεύθερους τους ανθρώπους. Η συμμετοχή του Θεού στο κακό του κόσμου είναι ανύπαρκτη. Ο Θεός είναι μόνο ποιητής του αγαθού. Τ’ αποτελέσματα της ανταρσίας, της αυθάδειας, της ύβρης και της υπερηφάνειας του ανθρώπου παρουσιάζουν αυτή την ένταση του κακού, που παρασύρει κι αθώους. Επίσης, αρκετές φορές συμβαίνει, μέσα από το εξωτερικά φοβερό κι ανεξήγητο, ξαφνικό και βίαιο δυστύχημα, να υπάρχει το κρυμμένο σχέδιο του Θεού και για τους άδικα, καθώς λέγεται, χαμένους, αλλά και για τους γύρω τους. Συνήθως οι παραχωρήσεις αυτών των μεγάλων δοκιμασιών δίδονται για γενική μετάνοια. Πέρα απ’ όλ’ αυτά τ’ ατυχήματα δεν παύει ποτέ η Θεία Πρόνοια να ενεργεί. Για τον πιστό όλα αυτά είναι ξεκάθαρα κι ευκολονόητα.

Όλοι εκείνοι που προσπαθούν να εξηγήσουν τα πάντα με την πεπερασμένη τους λογική σφάλλουν, αμαυρώνουν την εικόνα του Θεού που έχουν μέσα τους και ταλαιπωρούνται από το βαρύ άγχος των λογισμών που φέρνει μια κουραστική ανία. Το αυτό πάσχουν και οι δέσμιοι της αχαλίνωτης φαντασίας που θεωρούνται κι επιτυχημένοι λογοτέχνες. Ο Χριστός που συνέδεσε τη θεότητα και ανθρωπότητα, ο Θεάνθρωπος, απαντά και δίνει λύσεις. Τον Υπέρλογο Χριστό απορρίπτουν οι παράλογοι. Τον αφήνουν στον σταυρό και συνεχίζουν να Τον βλασφημούν με τα «έργα τέχνης».

Είναι τρομερά τραγικό αυτό που συμβαίνει στον κόσμο. Προτιμά μικρές απολαύσεις και πρόσκαιρες τιμές παρά την αιώνια δόξα. Τι να είναι άραγε αυτό που μας κάνει τόσο δειλούς και ανόητους; Ν’ αρνούμαστε μια πλούσια αιωνιότητα για μια φτωχή προσωρινότητα; Να ολιγοψυχούμε και ν’ αγνοούμε τη θεία κλήση μας; Μόνο η ακράδαντη πίστη στον Χριστό μπορεί να μας κάνει να νικήσουμε το κοσμικό πνεύμα. Πρώτος ο Χριστός νίκησε τον κόσμο και η νίκη Του είναι νίκη μας – δίχως αυτό να μας δίνει καμιά έπαρση. Η μεγαλύτερη νίκη είναι να νικήσουμε την αμαρτία. Δεν είναι λίγοι οι τέτοιοι νικητές στο χθες και το σήμερα της Εκκλησίας. Ο κόπος του πολέμου για τη νίκη αυτή καταντά ασήμαντος, όταν σκεφθεί κανείς ότι συγκαταλέγεται με όλους εκείνους που εισήλθαν στην αιώνια Βασιλεία.

Ο Χριστός επανέρχεται συχνά στη ζωή μας, αν Του το ζητήσουμε και Του το επιτρέψουμε, κυρίως ως ιατρός. Οι επισκέψεις Του αυτές είναι συνήθως προσωπικές και μυστικές. Ο Χριστός ποτέ δεν θαυματουργεί προς εντυπωσιασμό κι ενθουσιασμό, θεαματικά και δημόσια. Τα περισσότερα θαύματα του Κυρίου έγιναν ενώπιον περιορισμένου αριθμού θεατών και ορισμένες φορές μόνο με τον ασθενή. Δεν επιθυμεί ο Χριστός να πείσει κατά τρόπο καταδυναστευτικό, να δημιουργήσει θόρυβο και ταραχή και οπαδούς αλλαλάζοντες. Τα θαύματα είναι σημεία της αγάπης του Θεού στον πάσχοντα άνθρωπο, που τελούνται μέσα στο ιερό κλίμα της πίστεως, της σιωπής και της ησυχίας. Γίνονται τόσα θαύματα καθημερινά στη ζωή, πολλοί τα βλέπουν και δεν τα βλέπουν, πολλοί τ’ ακούν και δεν τ’ ακούν, γιατί δεν έχουν τα μάτια και τ’ αυτιά της πίστεως. Άλλοι πάλι περιπαίζουν, αμφισβητούν, περιγελούν, ειρωνεύονται και κομπάζουν δρέποντας τους καρπούς της αμφιβολίας τους. Συνεχίζουν τη δίωξη του Χριστού από τη ζωή τους. Ο Χριστός σε όλη Του τη ζωή ήταν κυνηγημένος – έχει συνηθίσει το κυνηγητό. Και οι αληθινοί χριστιανοί ήσαν και είναι οι κυνηγημένοι, οι ακατανόητοι, γιατί είναι τέκνα του Χριστού, που δεν είναι από τον κόσμο αυτό, και γι’ αυτό τους μισεί ο κόσμος.

Υπάρχει μία ψυχολογική ερμηνεία στο σάλο που δημιουργεί το πλήθος εκείνο που υβρίζει την Εκκλησία και τον Ιδρυτή της. Τους κτυπούν για να μην τους κτυπούν κι ελέγχουν. Όμως η φωνή της συνείδησης δεν αναπαύεται ποτέ έτσι. Κι αν υπάρχουν λαθεμένοι εκπρόσωποι της Εκκλησίας, αυτό δεν σημαίνει ότι μου επιτρέπεται να την εγκαταλείψω και ν’ αρνηθώ τον Χριστό. Οι σκοτεινές δυνάμεις και οι αιρετικοί εργάζονται συστηματικά προς τούτο· στο να διογκώνουν τα σκάνδαλα και να δημιουργούν άλλα. Οι απερίσκεπτοι τους ακολουθούν τότε εύκολα. Ο φίλος της αλήθειας και μεγάλος συγγραφέας Ντοστογιέφσκι, γράφει: «Δεν υπάρχει τίποτα πιο αγαθό, πιο βαθύ, πιο συμπαθητικό, πιο λογικό, πιο γενναίο και πιο τέλειο από τον Χριστό. Εάν κάποιος μας αποδείκνυε ότι ο Χριστός είναι μακριά από την αλήθεια και η αλήθεια μακριά από τον Χριστό, θα προτιμούσα να μείνω με τον Χριστό παρά με την αλήθεια». Και ο φίλος του Ντοστογιέφσκι και μεγάλος θεολόγος του αιώνα μας, Άγιος Ιουστίνος Πόποβιτς συνεχίζει: «Δίχως τον γλυκύτατο Κυρίου Ιησού, είναι φοβερή και χωρίς νόημα αυτή η βραχύχρονη επίγεια ζωή, πολύ περισσότερο η απέραντη και ατελεύτητη αθανασία. Όπου βρίσκεται ο θάνατος, εκεί δεν υπάρχει πραγματική χαρά. Με άλλα λόγια: όπου δεν είναι παρών ο Χριστός, εκεί δεν υπάρχει αληθινή χαρά. Οι άνθρωποι μέσα στο παραλήρημα της αμαρτίας, μέσα στο μεθύσι της αμαρτίας, διακηρύσσουν ως χαρά της ζωής πολυάριθμες ανοησίες και μικρότητες. Και είναι πράγματι ανοησία και μικρότητα κάθε τι που απομακρύνει τον άνθρωπο από τον Χριστό, κάθε τι που δεν του εξασφαλίζει την αγιότητα και την αθανασία του Χριστού. Και μακαριστός Γέρων Αββακούμ ο Λαυριώτης, έλεγε: «Άδειασα τον εαυτό μου για τον Χριστό! Δεν έχω τίποτ’ άλλο παρά τον Χριστό! Τίποτ’ άλλο παρά τον Χριστό και τη χαρά. Η φτώχεια είναι ωραία, διότι ελαφρύνει κι ευκολύνει. Πρέπει κανείς να είναι άδειος για να εισέλθει ο Χριστός. Κι όταν ο Χριστός είναι μαζί μου, είναι η χαρά εντός μου!».

ΓΕΡΟΝΤΑΣ ΜΩΥΣΗΣ ΑΓΙΟΡΕΙΤΗΣ
(1954–2014)

[Μοναχού Μωυσέως Αγιορείτου:
«Η ειρήνη των αρετών
και η ταραχή των παθών»,
–Αθωνικά Άνθη 3–
κεφ. 4ο, 61–72,
εκδόσεις «Τήνος»,
Αθήνα, 1989 (ημ. προλ.)4.]

Αγγελική συλλειτουργία



Η θεία Λειτουργία είναι η καρδιά της εκκλησιαστικής ζωής και ταυτόχρονα η κορυγαία πράξη του κόσμου, το ύψιστο έργο που πραγματοποιείται επάνω στη γη. Η θεία Λειτουργία είναι το θαύμα των θαυμάτων, το συγκλονιστικότερο όλων των γεγονότων, διότι ενώνει τη γη με τον ουρανό, κατεβάζει τον ουρανό στη γη, ή διαφορετικά, ανεβάζει τη γη στον ουρανό. Γι’ αυτό και δεν υπάρχει τίποτε ανώτερο στον κόσμο από την τέλεση της θείας Λειτουργίας και γι’ αυτό το λόγο οι ιερείς κατέχουν το ανώτερο από όλα τα αξιώματα της γης.
Ποιο είναι το κέντρο της θείας Λειτουργίας; Είναι η μεταβολή του άρτου και του οίνου σε Σώμα και Αίμα Χριστού. Απίστευτα δε γεγονότα συνοδεύουν αυτό το ασύλληπτο θαύμα. Ας αφήσουμε τον άγιο Νικόδημο τον Αγιορείτη να μας το περιγράψει:...
«Στη φοβερή εκείνη ώρα ιερουργείται και θυσιάζεται μυστικά αυτός ο ίδιος Υιός του Θεού, και ο άρτος και ο οίνος μεταβάλλεται και μετουσιώνεται σε αυτό το θεοϋπόστατο σώμα και αίμα του Κυρίου μας Ιησού Χριστού, με την παντοδύναμη χάρη και ενέργεια του Παναγίου και Τελεταρχικού Πνεύματος και τότε, όλοι μεν οι χοροί των Αγγέλων, τα πολυόμματα Χερουβείμ και τα εξαπτέρυγα Σεραφείμ, και όλοι οι χοροί των Αγίων, Προπατόρων, Πατέρων, Προφητών, Αποστόλων, Μαρτύρων, Ιεραρχών, Οσίων και Δικαίων παραστέκονται με φόβο πολύ».
(Χρηστοήθεια, Λόγος ιβ΄ Μέρος Β΄)
Άγγελοι και Άγιοι και οι πιστοί Χριστιανοί μετέχουν από κοινού στο υπερθαύμαστο Μυστήριο. Ο ουρανός και η γη γίνονται ένα, και με μυστηριώδη τρόπο ενώνονται σε μια έκρηξη θαυμασμού και λατρευτικής δοξολογίας μπροστά στην άπειρη συγκατάβαση του απείρου Θεού. Έτσι τα πάντα, ορατά και αόρατα, επίγεια και ουράνια συλλειτουργούν στο μέγιστο των Μυστηρίων, είτε αυτό γίνεται σε κάποιο μεγαλοπρεπή ναό, είτε σε εγκαταλελειμμένο εκκλησάκι κάποιας απόμερης περιοχής. Τα πάντα…
Εμείς όμως πού βρισκόμαστε;
Ας ακούσουμε πάλι τον άγιο μας:
«Πού είστε λοιπόν τώρα εσείς οι Χριστιανοί, που όταν βρίσκεστε στην εκκλησία, δε στοχάζεσθε πως βρίσκεστε στον ουρανό, αλλά νομίζετε πως βρίσκεστε στο παζάρι, ή στο θέατρο, ή στο χάνι και γι’ αυτό συνομιλείτε μεταξύ σας όλο τον καιρό της ακολουθίας για κοσμικά και μάταια πράγματα;… πού είστε εσείς, που δεν κλίνετε κάτω τους οφθαλμούς σας όταν προσεύχεσθε στην εκκλησία, αλλά χάσκοντες βλέπετε εδώ κι εκεί, πάνω και κάτω και έχετε το νου και τους λογισμούς σας σκορπισμένους στα κοσμικά και γήινα πράγματα; … Τι κάνεις, άνθρωπε; … Όλη η αγία Τριάδα συντρέχει στην τελεσιουργία των εν τη εκκλησία γινομένων φοβερών Μυστηρίων κι εσύ δε φρίττεις, ούτε τρομάζεις, αλλά στέκεις χωρίς ευλάβεια; Στον ουρανό στέκεις, κι εσύ τα γήινα συλλογίζεσαι; Με τους Αγγέλους και Αρχαγγέλους δοξολογείς, κι εσύ συνομιλείς περί των προσκαίρων; … Με το σώμα είσαι στην εκκλησία και με το νου στο παζάρι και στα έξω;»
Τα λόγια του αγίου είναι ελεγκτικά, αλλά δεν είναι υπερβολικά. Θεραπευτικά είναι. Ο άγιος θέλει να μας βοηθήσει να συναισθανθούμε πού βρισκόμαστε και τι στην πραγματικότητα γίνεται την ώρα της θείας Λατρείας. Ότι δηλαδή μετέχουμε στο θεϊκό τραπέζι. Γινόμαστε κοινωνοί της θείας ζωής. Η θεία Χάρη, που μας ενώνει με το Δημιουργό μας, μας προσφέρεται εκεί πλούσια και δωρεάν. Ο ίδιος ο Θεός καταδέχεται και συγκαταβαίνει να έρχεται μέσα μας, να κάνει κατοικία του την καρδιά μας. Κάνει την καρδιά μας ουρανό. Επομένως την ώρα εκείνη δε βρισκόμαστε πάνω στη γη. Στον ουρανό βρισκόμαστε και μαζί με τους Αγγέλους λατρεύουμε τον εν Τριάδι Θεό μας. Η θεία Λειτουργία την οποία τελούμε στο ναό μας στην πραγματικότητα είναι συλλειτουργία με τον ουράνιο κόσμο, αγγελική συλλειτουργία!
Μετά από όλα αυτά καταλαβαίνουμε ότι με ανάλογο τρόπο οφείλουμε να μετέχουμε: με φόβο και τρόμο, με προσοχή και αφοσίωση, με συστολή και κατάνυξη. Συνεπαρμένοι!
Τότε θα είμαστε και αληθινά λειτουργημένοι: πλημμυρισμένοι από τη θεουργική Χάρη της Αγίας Τριάδας, αγαπημένοι του Θεού. Ευλογημένοι!

Αγίου Νικοδήμου του Αγιορείτου

Γιατί είναι αναγκαία η εξομολόγηση;

Ή εξομολόγηση είναι τό πρώτο στοιχείο της μετάνοιας. Στην παραβολή του 'Ασώτου Υιού βλέπουμε τή σημασία της: «Άναστάς πορεύσομαι προς τόν πατέρα μου καί έρώ αύτω* πάτερ, ήμαρτον είς τον ούρανόν καί ένώπιόν σου* καί ουκέτι ειμί άξιος κληθήναι υιός σου» (Λουκ. 15,18). Μέ τό «άναστάς» δηλώνει την έπανόρθωση της πτώσεως, τή διακοπή της ένοχης άποφάσεως καί της διαπράξεως του σφάλματος. Μέ τήν όμολογία του «ήμαρτον» προτείνει τή συγγνώμη. 'Ακόλουθο στοιχείο της πρακτικής μετάνοιας είναι ή ταπείνωση, πού άνατρέπει τό παράλογο στο όποίο ή πλανεμένη φαντασία κινείται εγωιστικά. «Ουκέτι ειμί άξιος κληθήναι υιός σου!». Ή εκούσια αποκοπή της υιοθεσίας είναι τό άπαραίτητο δείγμα της έπιγνώσεως του σφάλματος και ή πρακτική επιστροφή στή φυσική θέση της προσωπικότητας.

Διάφορα χωρία της Γραφής αναφέρονται στήν άναγκαιότητα της έξομολογήσεως, ώς πρακτικού δείγματος μετάνοιας. Μέ τήν εξομολόγηση αποκαλύπτει ο άνθρωπος τήν ήττοπάθειά του, τήν προδοσία και άρνηση των καθηκόντων του, άπό τήν οποία προήλθε ή πτώση καί ή καταστροφή. Φανερώνει τήν ύπαιτιότητά του καί έτσι καταστρέφει τά μέσα καί αίτια της συντριβής του καί ολοκληρώνει τήν επιστροφή στους κόλπους του Πατέρα, πού μέ τήν αμαρτία καί τήν παράβαση διακόπηκε.

Κάθε παράβαση καί παρακοή επιφέρει διπλή ενοχή στον άνθρωπο. Καί στό σώμα, μέ τις αίσθήσεις, καί στήν ψυχή καί τό νου, άπό όπου ξεκινά ή προδοσία. Μέ τήν εξομολόγηση θεραπεύει καί τίς δύο μορφές της ένοχης, άφού περιγράφει μέ ταπείνωση, ώς δική του, τήν άρνηση καί προδοσία. Ούτε έξομολόγηση γίνεται χωρίς μετάνοια, ούτε μετάνοια χωρίς έξομολόγηση. Είναι καί τά δύο άχώριστα καί άπόλυτα μέσα σωτηρίας.


Η κύρια αιτία της άποπλανήσεως του ανθρώπου είναι ή λανθασμένη κρίση του νου. Μετάνοια σημαίνει τήν έπαναφορά του νου στή σωστή κρίση ( χρήση τών νοημάτων, ώστε νά εκλείψει τό άλογο. Τήν πράξη αύτήν της ισορροπίας του ανθρώπου άποδέχτηκε ή φιλανθρωπία του Θεού καί έγινε τό μαγαλύτερο δώρο Του στή φύση μας, αφού ξεπέσαμε άπό τήν πρώτη μας θεοείδεια. Δεν πρέπει να παραμελούμε τή μετάνοια, άφού κατά τό λόγο της Γραφής «τις καθαρός εσται από ρύπου, έάν μία ήμερα ό βίος αύτού έπί της γης» (Ίώβ 14,4-5).

Ποιος μπορεί να περιγράψει τήν έκταση της φιλανθρωπίας και παναγαθότητας του Θεού πρός τον άνθρωπο, άφού τόν δέχεται, αν επιστρέψει μέ τή μετάνοια, όσο μεγάλη και αν ήταν ή προδοσία και η παράβασή του; Ποιός θά περιγράψει τήν αθλιότητα καί τό σκοτισμό του πεπλανημένου άνθρωπου, όταν ποδοπατεί καί άπορρίπτει αυτό τό δώρο, τό οποίο άνακαλεί τόν αποστάτη καί προδότη στους κόλπους της πατρικής αγκάλης καί στοργής καί τόν ελευθερώνει άπό τήν αιώνια καί φρικτή καταδίκη;


Πραγματικά αν ή φιλανθρωπία του Θεού δέ μας παραχωρούσε τή μετάνοια, δέ θά μας προσέφερε τίποτε καί αύτή ή οικονομία του Σωτήρα μας, άφού ή δική μας τρεπτότητα καί διαστροφή θά τά άφάνιζε στον αμαρτωλό καί πανένοχο βίο μας. Κανένας άπόγονος της άδαμιαίας ρίζας, ας μήν παραμελήσει νά εφαρμόσει στή ζωή του τή μεγάλη δωρεά τής μετάνοιας, γιά νά μήν κλάψει άνώφελα στή μέλλουσα αιωνιότητα. Τό πένθος καί τά δάκρυα είναι τά κυριότερα καί επικερδέστερα εργαλεία τής γνήσιας μετάνοιας καί όσοι μετανοούν σωστά, ας μήν τά άποχωρίζονται. 

ΑΠΟ ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΤΟΥ ΓΕΡΟΝΤΑ ΙΩΣΗΦ ΒΑΤΟΠΑΙΔΙΝΟΥ-ΣΥΖΗΤΗΣΕΙΣ ΣΤΟΝ ΑΘΩΝΑ.

Προσευχή και λατρεία



Ἐπιστολὴ πρὸς Βούλγαρον Ἡγεμόνα

Ἐσὺ πάντως πρόσεξε ἐπιμελῶς, γιὰ νὰ μὴ εἶσαι μόνο ἀκροατής, ἀλλὰ καὶ ἐκτελεστὴς τῶν καλῶν καὶ ἀξιέπαινων πράξεων. Καὶ σ’ αὐτὸ τὸ μέρος θὰ ἀρχίσουμε ἀπὸ τὰ θεῖα.
Ἡ προσευχὴ λοιπὸν συνάπτει καὶ ἐξοικειώνει μὲ τὸν Θεό, διότι εἶναι ἔνθεος συνομιλία καὶ συνάφεια νοερὰ μὲ τὸ κάλλιστο καὶ πολυτιμότατο ὅλων τῶν ἀγαθῶν, ἀπὸ τὸ ὁποῖο προέρχεται κάθε οὐσίωσις καὶ συντήρησις, κάθε πρόνοια καὶ χορηγία ἀγαθῶν, κάθε τελειότης καὶ κάθαρσις παθῶν. Ὥστε καὶ κανένα ἄλλο κέρδος νὰ μὴ ἀπέρρεε ἀπὸ τὴν προσευχή, θὰ ἀρκοῦσε καὶ αὐτὸ μόνο του γιὰ τοὺς φιλόθεους καὶ τοὺς φιλοθεάμονες τοῦ ἀγαθοῦ ἀντὶ κάθε ἄλλης εὐφροσύνης, καὶ κάθε μακαριότητας καὶ εὐτυχίας στὸν βίο.
Ὅταν πάλι λαμβάνουμε δι’ αὐτῆς καὶ ἄφεσι ἁμαρτιῶν καὶ ἐξασφαλίζουμε τὶς ἀγαθοειδεῖς καὶ τελειοποιοὺς δωρεὲς μὲ τὰ ἄλλα αἰτήματα, ὅσα συμφέρουν, καὶ γινώμαστε ἄξιοι ν’ ἀνταμείβουμε τὸν εὐεργέτη μὲ τὴν εὐχαριστία μας γιὰ τὶς ἀνέκφραστες πράξεις καὶ δωρεές του πρὸς ἐμᾶς, καὶ μάλιστα νὰ τοῦ προσφέρουμε σὰν ἀπαρχὲς τῆς νοερᾶς μας δοξολογίας καὶ λογικῆς οὐσιώσεως τὶς κινήσεις τοῦ νοῦ καὶ τὶς δοξολογίες κατ’ αὐτὴν τὴν προσευχή· ὅταν λοιπὸν στὴν προσευχὴ συμπεριλαμβάνωνται τόσο πολλὰ καὶ μεγάλα, πῶς δὲν χρειάζεται νὰ ἐπιδιδώμαστε σ’ αὐτὴν πρόθυμα, νὰ τὴν ἀγαποῦμε καὶ ν’ ἀσχολούμαστε μὲ αὐτήν;
Ἐσὺ λοιπὸν νὰ προσεύχεσαι διαπαντὸς μὲ εὐχὲς κατ’ ἰδὶαν καὶ μόνος σου πρὸς τὸν Θεό, ἀλλὰ νὰ προσεύχεσαι καὶ μαζὶ μὲ τὸ πλῆθος καὶ φανερά. Καὶ μὲ τὰ δύο εἴδη, ὅταν τελοῦνται θεοφιλῶς εἶναι δυνατὸ ν’ ἀποδίδεται ἡ εὐσέβεια· ὅσο δὲ τὸ πρῶτο ὑπερτερεῖ σὲ καθαρότητα διανοίας, τόσο τὸ δεύτερο προσκαλεῖ σὲ μίμησι ὅσους βλέπουν. Τὸ ἕνα συντελεῖ σὲ προσωπικὸ κέρδος, τὸ ἄλλο ὠφελεῖ καὶ τοὺς ἄλλους, τῶν ὁποίων ἡ σωτηρία καὶ προκοπὴ εἶναι πάλι μεγάλη μαρτυρία τῆς ἀρετῆς τοῦ ἄρχοντος.
Νὰ οἰκοδομῆς ναοὺς στὸ ὄνομα τοῦ Θεοῦ καὶ τῶν ἁγίων του σύμφωνα μὲ τὰ ἐκκλησιαστικὰ θέσμια, καὶ συνήθιζε τὸν λαὸ νὰ ἐκκλησιάζεται σ’ αὐτούς, ὥστε ἀπευθύνοντας τις προσευχές ἀπὸ κοινοῦ τὸν Θέον καὶ προσφέροντας κοινὴ δοξολογία, νὰ ὁδηγοῦνται σὲ κοινὴ ὁμόνοια καὶ νὰ κερδίζουν κοινὴ σωτηρία καὶ ὠφέλεια.
Οἱ θυσίες τῆς ἱερᾶς λατρείας μας εἶναι ἀνατεθειμένες στοὺς ἱερεῖς· ἂν ὑπηρετῆς αὐτοὺς καὶ προσφέρης προθύμως, διὰ μέσου αὐτῶν θ’ ἀπολαύσης πολλὴν εὐεργεσία καὶ χάρι. Θὰ μποροῦσες μάλιστα νὰ παρουσίασης καὶ σύ ὁ ἴδιος, ἂν θέλης, ἕνα κάλλιστο καὶ ἀγαπητότατο θῦμα στὸν Θεό, ἄν Τοῦ προσφέρεις καθαρὸν βίον καὶ ὀρθότητα διανοίας.

Μέγας Φώτιος


“Όταν κοιμάσαι και έρχεται ο πονηρός να κάνεις τον Σταυρό σου, να γυρίζεις από το άλλο πλευρό και θα φύγει..”



Διηγείτο ο Παπα – Χαράλαμπος ο Διονυσιάτης, συνασκητής του Γέροντα Ιωσήφ του Σπηλαιώτη:

“Τις πρώτες δύο-τρεις βραδιές που ήρθα και έμεινα στο ασκητήριο του γερό-Ιωσήφ ως κοσμικός, ο διάβολος τέτοια λύσσα είχε, που δε μ’ άφηνε να κοιμηθώ και να κάνω προσευχή. Πάω να κοιμηθώ και να, ο διάβολος επάνω μου ολόκληρος. Πότε σαν σκύλος, πότε σαν άνθρωπος, πότε σαν λιοντάρι.Εγώ από τον φόβο μου σηκωνόμουν και έκανα προσευχή. Έμεινα άϋπνος τελείως και την ημέρα δεν μπορούσα να κάνω τα καθήκοντά μου, να προσευχηθώ.

Όταν με ρώτησε ο Γέροντας πως περνώ, του είπα τι συμβαίνει. Με συμβούλεψε, όταν κοιμάμαι και έρχεται ο διάβολος από το ένα μέρος, να γυρίζω από το άλλο. “Να κάνεις τον Σταυρό σου, να γυρίζεις από το άλλο πλευρό και θα φύγει. Μη δίνεις σημασία. Θα μάθεις να τον πολεμάς και ύστερα δεν θα τον προσέχεις καθόλου”. Έτσι πραγματικά και έγινε.

Αφού έπαθα μερικές φορές από το θέλημά μου και είδα ότι ο Γέροντας έχει δίκιο, έπειτα έβαλα μυαλό. Από τότε ούτε σκεπτόμουν τι θα κάνω. Ότι πει ο Γέροντας. Τίποτα δε σκεφτόμουν. “Κάνε παπά αυτό”, έλεγε, “να’ ναι ευλογημένο”. Σαν υποτακτικός δεν είχα στόμα. Μόνο αυτιά.

Μου έλεγε ο Γέροντας κάτι και αμέσως έτρεχα να κάνω την εντολή του Γέροντα. Έκτοτε πήρα πολλή χάρη. Όταν άρχισα να μην αντιλέγω στον Γέροντα και στους αδελφούς ακόμη, με επισκεπτόταν η χάρη συχνά. Πλημμύρισα από χάρη κάνοντας υπακοή”.

από το βιβλίο: «ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΣΚΗΤΙΚΗ ΚΑΙ ΗΣΥΧΑΣΤΙΚΗ ΑΓΙΟΡΕΙΤΙΚΗ ΠΑΡΑΔΟΣΗ» (Άγιον Όρος 2011).

Είναι πολύ σημαντικό να ξεκινήσεις την ημέρα σου με την αίσθηση της αγάπης του Θεού



Μπορεί να νιώθεις ότι ο Θεός εργάζεται μέσα από τα χέρια σου. Οτι ο Θεός κινεί το σώμα σου. Σου δίνει την πνοή. Σου δίνει την υγεία. Ενεργοποιεί το νευρικό σύστημα.

Κάνει ώστε να στέκεται όρθιος ο σκελετός σου, γι' αυτό περπατάς και αναπνέεις. Ολα αυτά μπορείς κάλλιστα να τα σκέφτεσαι την ώρα που κάνεις τις δουλειές σου, την ώρα που πλένεις τα δόντια σου ή ντύνεσαι.

Είναι πολύ σημαντικό αυτό: να ξεκινήσεις την ημέρα σου με την αίσθηση της αγάπης του Θεού. Και να νιώσεις μια ευγνωμοσύνη, όχι παράπονο ή αίσθηση έλλειψης. Διαρκώς νιώθουμε ότι κάτι μας λείπει. «Κάτι μου λείπει, τι θα κάνω στη ζωή, ρε παιδί μου, τι γίνεται...» Μας χαρακτηρίζουν διαρκώς μια γκρίνια και μια δυσαρέσκεια. Το πρόσωπό μας δεν είναι ανακουφισμένο μα ανικανοποίητο, παραπονεμένο και πικραμένο.

Δεν είναι σωστό ξεκίνημα ημέρας αυτό. Καταλαβαίνεις γιατί, πιστεύω. Και έπειτα σε βρίσκει μέσα στην ημέρα ένα πρόβλημα και σε τσακίζει. Ακούς μια είδηση και τρελαίνεσαι. Γιατί. Διότι έχεις ξεχάσει αυτό το βασικό: να ξεκινήσεις την ημέρα σου μαζί με τον Θεό. Να Τον δεις στα μάτια, να Τον αφήσεις να σε κοιτάξει κι Αυτός στα μάτια. Να διαβάσεις την προσευχή σου ή να την πεις -μόνος σου και μόνη σου- από μέσα σου. Να κρατήσεις το κομποσκοίνι σου, αλλά να μην το χρησιμοποιείς μόνο για να κυλάνε οι κόμποι και να φεύγουν και να χάνονται, ενώ η καρδιά σου πάλι θα χτυπάει τρελά από αγωνία, ανασφάλεια και ταραχή.

Θα είναι μεγάλη επιτυχία κι ευλογία αν αφήσουμε τα λόγια της προσευχής να διαποτίσουν τη ζωή μας. Το μεγαλύτερο πρόβλημά μας στην προσευχή ή στις ακολουθίες και τις λειτουργίες είναι αυτό: πάμε, μα δεν ζούμε αυτά τα φοβερά λόγια που λέμε. Διότι είμαστε βιαστικοί. Εχουμε δώσει σημασία στην ποσότητα, δηλαδή στο πόσα θα πούμε, τι ακριβώς θα διαβάσουμε, πόσες σελίδες θα γυρίσουμε. Ενώ η ψυχή μας δεν έχει σταθεί απέναντι στον Θεό με εμπιστοσύνη και παιδικότητα. Μας λείπει η απλότητα. Ακόμα δεν έχει ενεργοποιηθεί αυτή η αγάπη στην καρδιά. Αυτό το μούδιασμα της ψυχής, ο γλυκασμός που βγαίνει από τα λόγια της προσευχής. Για παράδειγμα, λέει ο ύμνος: «Συ μου ισχύς, Κύριε, συ μου και δύναμις, συ Θεός μου, συ μου αγαλλίαμα, ο πατρικούς κόλπους μη λιπών και την ημετέραν πτωχείαν επισκεψάμενος». Φίλε μου, αυτά τα λόγια δεν μπορεί να λέγονται τυπικά και ψυχρά ούτε να τρέχεις τις σειρές και να βιάζεσαι και η καρδιά σου να μένει ψυχρή, παγωμένη ή αδιάφορη.

Αυτό είναι το πρόβλημά σου: ζεις ως ψύχρα αυτά τα λόγια που καίνε. Κι όλη η ιστορία στην προσευχή κι όλο το μυστικό είναι ακριβώς αυτό το ζέσταμα. Να ζεσταθεί η ψυχή.

Να αφεθεί. Να εμπιστευθεί. Να ακουμπήσει στα χέρια του Θεού. Στην αγκαλιά του Χριστού. Και να ηρεμήσει. Αν το πετύχεις αυτό, ύστερα βγαίνεις να αντιμετωπίσεις την ημέρα σου τυλιγμένος με αυτό το φως της πρωινής προσευχής. Και ό,τι και αν γίνει, όσο περνούν οι ώρες, μα ό,τι και αν γίνει, εσύ είσαι παραδομένος. Είσαι φωτισμένος. Εχεις χάρη από τον Θεό. Είσαι περικυκλωμένος από αυτό το θεϊκό φως του Χριστού, που φωτίζει τα βήματά σου. Αν ξεκινάς την ημέρα σου με αυτή την αίσθηση του Θεού, σε κάθε περιστατικό που θα έρθει αργότερα να σε βρει καταλαβαίνεις αμέσως τι πρέπει να κάνεις. Διότι νιώθεις ότι δεν είσαι εσύ αυτός που σκέφτεται ούτε σκέφτεσαι μόνος. Αλλά λες: «Κύριε, σκέψου Εσύ μέσα μου. Ελα να σκεφτούμε μαζί. Φώτιζέ με τι να κάνω».

Από το βιβλίο του π. Ανδρέα Κονάνου «Στο βάθος κήπος»
Από την Ορθόδοξη Αλήθεια