Ή εξομολόγηση είναι τό πρώτο στοιχείο της μετάνοιας. Στην παραβολή του 'Ασώτου Υιού βλέπουμε τή σημασία της: «Άναστάς πορεύσομαι προς τόν πατέρα μου καί έρώ αύτω* πάτερ, ήμαρτον είς τον ούρανόν καί ένώπιόν σου* καί ουκέτι ειμί άξιος κληθήναι υιός σου» (Λουκ. 15,18). Μέ τό «άναστάς» δηλώνει την έπανόρθωση της πτώσεως, τή διακοπή της ένοχης άποφάσεως καί της διαπράξεως του σφάλματος. Μέ τήν όμολογία του «ήμαρτον» προτείνει τή συγγνώμη. 'Ακόλουθο στοιχείο της πρακτικής μετάνοιας είναι ή ταπείνωση, πού άνατρέπει τό παράλογο στο όποίο ή πλανεμένη φαντασία κινείται εγωιστικά. «Ουκέτι ειμί άξιος κληθήναι υιός σου!». Ή εκούσια αποκοπή της υιοθεσίας είναι τό άπαραίτητο δείγμα της έπιγνώσεως του σφάλματος και ή πρακτική επιστροφή στή φυσική θέση της προσωπικότητας.
Διάφορα χωρία της Γραφής αναφέρονται στήν άναγκαιότητα της έξομολογήσεως, ώς πρακτικού δείγματος μετάνοιας. Μέ τήν εξομολόγηση αποκαλύπτει ο άνθρωπος τήν ήττοπάθειά του, τήν προδοσία και άρνηση των καθηκόντων του, άπό τήν οποία προήλθε ή πτώση καί ή καταστροφή. Φανερώνει τήν ύπαιτιότητά του καί έτσι καταστρέφει τά μέσα καί αίτια της συντριβής του καί ολοκληρώνει τήν επιστροφή στους κόλπους του Πατέρα, πού μέ τήν αμαρτία καί τήν παράβαση διακόπηκε.
Κάθε παράβαση καί παρακοή επιφέρει διπλή ενοχή στον άνθρωπο. Καί στό σώμα, μέ τις αίσθήσεις, καί στήν ψυχή καί τό νου, άπό όπου ξεκινά ή προδοσία. Μέ τήν εξομολόγηση θεραπεύει καί τίς δύο μορφές της ένοχης, άφού περιγράφει μέ ταπείνωση, ώς δική του, τήν άρνηση καί προδοσία. Ούτε έξομολόγηση γίνεται χωρίς μετάνοια, ούτε μετάνοια χωρίς έξομολόγηση. Είναι καί τά δύο άχώριστα καί άπόλυτα μέσα σωτηρίας.
Η κύρια αιτία της άποπλανήσεως του ανθρώπου είναι ή λανθασμένη κρίση του νου. Μετάνοια σημαίνει τήν έπαναφορά του νου στή σωστή κρίση ( χρήση τών νοημάτων, ώστε νά εκλείψει τό άλογο. Τήν πράξη αύτήν της ισορροπίας του ανθρώπου άποδέχτηκε ή φιλανθρωπία του Θεού καί έγινε τό μαγαλύτερο δώρο Του στή φύση μας, αφού ξεπέσαμε άπό τήν πρώτη μας θεοείδεια. Δεν πρέπει να παραμελούμε τή μετάνοια, άφού κατά τό λόγο της Γραφής «τις καθαρός εσται από ρύπου, έάν μία ήμερα ό βίος αύτού έπί της γης» (Ίώβ 14,4-5).
Ποιος μπορεί να περιγράψει τήν έκταση της φιλανθρωπίας και παναγαθότητας του Θεού πρός τον άνθρωπο, άφού τόν δέχεται, αν επιστρέψει μέ τή μετάνοια, όσο μεγάλη και αν ήταν ή προδοσία και η παράβασή του; Ποιός θά περιγράψει τήν αθλιότητα καί τό σκοτισμό του πεπλανημένου άνθρωπου, όταν ποδοπατεί καί άπορρίπτει αυτό τό δώρο, τό οποίο άνακαλεί τόν αποστάτη καί προδότη στους κόλπους της πατρικής αγκάλης καί στοργής καί τόν ελευθερώνει άπό τήν αιώνια καί φρικτή καταδίκη;
Πραγματικά αν ή φιλανθρωπία του Θεού δέ μας παραχωρούσε τή μετάνοια, δέ θά μας προσέφερε τίποτε καί αύτή ή οικονομία του Σωτήρα μας, άφού ή δική μας τρεπτότητα καί διαστροφή θά τά άφάνιζε στον αμαρτωλό καί πανένοχο βίο μας. Κανένας άπόγονος της άδαμιαίας ρίζας, ας μήν παραμελήσει νά εφαρμόσει στή ζωή του τή μεγάλη δωρεά τής μετάνοιας, γιά νά μήν κλάψει άνώφελα στή μέλλουσα αιωνιότητα. Τό πένθος καί τά δάκρυα είναι τά κυριότερα καί επικερδέστερα εργαλεία τής γνήσιας μετάνοιας καί όσοι μετανοούν σωστά, ας μήν τά άποχωρίζονται.
ΑΠΟ ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΤΟΥ ΓΕΡΟΝΤΑ ΙΩΣΗΦ ΒΑΤΟΠΑΙΔΙΝΟΥ-ΣΥΖΗΤΗΣΕΙΣ ΣΤΟΝ ΑΘΩΝΑ.