.

.

Δός μας,

Τίμιε Πρόδρομε, φωνή συ που υπήρξες η φωνή του Λόγου. Δος μας την αυγή εσύ που είσαι το λυχνάρι του θεϊκού φωτός. Βάλε σήμερα τα λόγια μας σε σωστό δρόμο, εσύ που υπήρξες ο Πρόδρομος του Θεού Λόγου. Δεν θέλουμε να σε εγκωμιάσουμε με τα δικά μας λόγια, επειδή τα λόγια μας δεν έχουν μεγαλοπρέπεια και τιμή. Όσοι θα θελήσουν να σε στεφανώσουν με τα εγκώμιά τους, ασφαλώς θα πετύχουν κάτι πολύ πιό μικρό από την αξία σου. Λοιπόν να σιγήσω και να μη προσπαθήσω να διακηρύξω την ευγνωμοσύνη μου και τον θαυμασμό μου, επειδή υπάρχει ο κίνδυνος να μη πετύχω ένα εγκώμιο, άξιο του προσώπου σου;

Εκείνος όμως που θα σιωπήσει, πηγαίνει με τη μερίδα των αχαρίστων, γιατί δεν προσπαθεί με όλη του τη δύναμη να εγκωμιάσει τον ευεργέτη του. Γι’ αυτό, όλο και πιό πολύ σου ζητάμε να συμμαχήσεις μαζί μας και σε παρακαλούμε να ελευθερώσεις τη γλώσσα μας από την αδυναμία, που την κρατάει δεμένη, όπως και τότε κατάργησες, με τη σύλληψη και γέννησή σου, τη σιωπή του πατέρα σου του Ζαχαρία.

Άγιος Σωφρόνιος Ιεροσολύμων

Όταν τελούσαμε μέσα στην καθημερινότητα το μυστήριο της ''Θείας Ευχαριστίας''



Η προς μητρός μάμμη μου, αρχόντισσα κτηματίας στη Λοκρίδα, κάθε φθινόπωρο μετά τη συγκομιδή, άνοιγε το μυστικό προσωπικό της σεντούκι, έβγαζε το νυφικό της και το σιδέρωνε. Ήταν αυτό που κατ’ επιθυμίαν της θα την κάλυπτε και νεκρή. Μέσα στο σεντούκι είχε και δύο μικρά μπουκαλάκια. Το ένα με λάδι, το άλλο με κρασί. Τα άδειαζε στο νεροχύτη και τα γέμιζε με προϊόντα της νέας σοδειάς. Ήταν οι μέλλουσες χοές της. Οι προσφορές κατά την ώρα της ταφής.

Αυτή η ίδια μακάρια γριούλα μας είχε μάθει να μην πετάμε τη φέτα, το ψωμί με λάδι ή με ζάχαρη που μας έδινε, όταν βγαίναμε στο δρόμο για παιχνίδι. Έπρεπε, όταν χορταίναμε και δεν θέλαμε άλλο, να ανεβαίνουμε με προσοχή στη μάντρα ή στα κεραμίδια της αποθήκης και να αφήνουμε το κομμάτι το ψωμί για να το φάνε τα πετεινά του ουρανού. Πριν το ακουμπήσουμε στη μάντρα έπρεπε να το ασπαστούμε.

Αυτές οι μικρές τελετές ευσέβειας με ακολουθούν έως σήμερα και με παρηγορούν μέσα στο χαώδη κόσμο, τον σκόρπιο, τον ανερμάτιστο που ζούμε.
Αυτές οι δύο συνταρακτικές στη σοφία τους και στην απλότητά τους τελετές ερμηνεύουν το ήθος μιας άλλης γενιάς, αλλά ταυτόχρονα αποτελούν πρότυπα βίου στον απορφανεμένο κόσμο μας.

Ο κόσμος που ζούμε προσβάλλει τη δημιουργία, καταστρατηγεί τους βασικούς νόμους της ζωής και της φύσης και συνεχώς παρεμβαίνει ανατρέποντας την ισορροπία.
Κι αυτό γιατί έχει καταληφθεί από το δαίμονα της αδηφαγίας, της λαιμαργίας. Ο κόσμος μας είναι ένας κόσμος ηδονής, χωρίς αγάπη. Ένας κόσμος λαγνείας, χωρίς έρωτα. Ένας κόσμος που εξαντλεί την ευφυΐα του για να φτιάνει μηχανές σπατάλης.
Έλειψε το λειτουργικό ήθος, η εκκλησιαστική ενοριακή αγαπητική σχέση, η μέθεξη, η συγγνώμη και η μετάνοια.

Δεν υπάρχει ευχαριστία.

Όταν ασπαζόμαστε το κομμάτι του ψωμιού και το αφήναμε στα πουλιά, αυτό κάναμε∙ τελούσαμε μέσα στην καθημερινότητα το μυστήριο της Θείας Ευχαριστίας. Τιμούσαμε τον δημιουργό μέσα στα αγαθά που μας δώρισε.
Αισθανόμαστε πως η ύλη είναι δώρο ζωής και την ευλαβούμαστε.

Ο κόσμος σήμερα φοβάται το θάνατο. Τρέχει, ιδρώνει, διαγκωνίζεται, αλληλοϋπονομεύεται, σκοτώνει γιατί φοβάται το θάνατο. Θανατώνοντας τον άλλο, έστω και ψυχικά ή συμβολικά, έχει την ψευδαίσθηση ότι ξεφεύγει από το μοιραίο. Αισθάνεται το θάνατο ως τείχος, ως εμπόδιο αξεπέραστο. Θαρρεί πως ο θάνατος είναι το τέρμα.
Δεν μπορεί να συνηθίσει στην ιδέα του μηδενός, γιατί νομίζει πως η ζωή οδηγείται στο μηδέν και παλεύει να αποφύγει την εκμηδένιση.

Η μακάρια γριούλα ήξερε την αλήθεια. Είχε συμβιβαστεί με το θάνατο, γιατί πίστευε στην ανάσταση. Ετοιμαζόταν για την αποδημία γιορτάζοντας και προσέφερε ως θυσία αινέσεως την προκοπή του οίκου της.

Όταν ο κόσμος δεν σέβεται τη δημιουργία και τη σπαταλά, όταν δεν αισθάνεται την ανάγκη να ευχαριστήσει για τη φύση που μας δωρήθηκε,όταν φοβάται το θάνατο και τον αποφεύγει λερώνοντας τη ζωή,εξαγοράζοντάς τη με φθηνά μέσα, η ανθρωπότητα ακυρώνει το λόγο υπάρξεώς της.

Ζούμε σε μιαν εποχή ματαιώσεων, ακυρώσεων, προδοσιών, συνωμοσιών, αχαριστίας και φόβου θανάτου.
Δεν υπάρχει λοιπόν ελπίδα;
Όταν περισσεύει τόση απελπισία, τόσος υπαρξιακός πανικός, τόσος καταναλωτικός θάνατος, φαίνεται να απέλιπε η ελπίδα.
Αλλά δεν είναι αλήθεια. Η ελπίδα δεν είναι ούτε ο ορθολογισμός της αλαζονικής επιστήμης, ούτε τα κηρύγματα των ηθικολόγων, ούτε τα συστήματα της φιλοζοφίας.

Η ελπίδα είναι το ήθος της γριούλας μάμμης μου. Είναι η ορθόδοξη ευσέβεια, η αδογμάτιστη, η απέριττη, η ταπεινή, τα μικρά θαύματα της καθημερινότητας, τα τρυφερά αγγίγματα της ανοχής, οι ώρες της αγάπης, της πλησμονής, της ευχαριστίας.

Και ξέρουμε ότι υπάρχουν τέτοιες ανθρώπινες στιγμές όπου επικρατεί η χάρις και η χαρά, όπου ο θάνατος αποτάσσεται και μας πλημμυρίζει το χαροποιό πένθος. Όταν τιμάμε τη δημιουργία και προσδοκώμεν την άλλη ζωή ως αυτονόητο δώρο και έρωτα επιστροφής, ως νοσταλγία παραδείσου.

Άσωτοι είμαστε, πλάνητες και φυγάδες θεόθεν, η ατραπός της επιστροφής στο αιώνιο είναι εδώ στην άκρη της ματιάς μας. Εκζητούντες τον Κύριον ουκ έλαττωθησόμεθα παντός αγαθού.

Κώστας Γεωργουσόπουλος
(Ελλάδα και Πολιτισμός, Ι. Μ. Κουτλουμουσίου, 1995)

Πρωτοπρ. Νικόλαος Μανώλης, Πρακτικό μάθημα Προσευχής



εφημέριος του Ι.Ν. αγ. Σπυρίδωνος Τριανδρίας Θεσσαλονίκης
Για τον "Στύλο Ορθοδοξίας" (Δεκέμβριος 2015, αρ.φ. 173)

Ο κύκλος της Ευχής

Να προσευχόμαστε πάντα με την καθοδήγηση ενός έμπειρου πνευματικού πάνω στο θέμα της νοεράς προσευχής. Αφού πάρουμε την ευχή του και μας κανονίσει εκείνος πως ακριβώς να εργαστούμε, ξεκινάμε την προσπάθεια για την αδιάλειπτη προσευχή.

Πρώτα – πρώτα προσευχόμαστε για τον εαυτό μας, που έχει την απόλυτη ανάγκη γιατί είναι ο ανάπηρος, ο τυφλός, και στη συνέχεια για όλους.

Μερικές φορές έρχονται στην εξομολόγηση κάποιοι και ρωτάνε πως να προσευχηθούν. Γιατί ρωτάς πως να προσευχηθείς; Αν μπορείς, να καθίσεις στον καναπέ σου, να πάρεις το κομποσκοίνι σου, να κλείσεις με το τηλεκοντρόλ την τηλεόραση. Να ανοίξεις με το κομποσκοίνι που είναι το τηλεκοντρόλ της ψυχής, την τηλεόραση που έχεις μέσα σου, και ότι θέλεις να δεις, μπορείς να το απολαύσεις. Τι έργο επιθυμείς να δεις; Γκανγκστερικό; Μέσα σου. Απατεωνιές; Μέσα σου. Αστυνομικές περιπέτειες; Μέσα σου. Ψυχολογικά θρίλερ; Μέσα σου. Περιπέτειες στα Ουράλια Όρη; Μέσα σου. Όλα είναι μέσα σου.

Ο Γέροντάς μου, ο π. Αγάθων, ο καθηγούμενος της Ιεράς Μονής Κωνσταμονίτου, λέει να βγάζεις την «ταυτότητά» σου και να βλέπεις ποιός είσαι. Και έτσι αρχίζεις γι’ αυτόν τον απατεώνα τον εαυτό σου, τον φαύλο, τον επιπόλαιο, να προσεύχεσαι και να λες «Κύριε Ιησού Χριστέ ελέησον με». Τίποτα άλλο. Πολλές φορές να το επαναλαμβάνεις: «Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησον με, Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησον με, Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησον με». Μέχρι να κατανυχθεί η ψυχή σου και μέχρι να δεις ότι ο Θεός σε ακούει. Θα προστρέξει ο Κύριος!

Μετά να προσεύχεσαι για τους αγαπημένους σου, την οικογένειά σου: «Κύριε Ιησού Χριστέ ελέησον τον άντρα μου, Κύριε Ιησού Χριστέ ελέησον τη γυναίκα μου, Κύριε Ιησού Χριστέ ελέησον το παιδί μου, τον γιο μου που υποφέρει, Κύριε Ιησού Χριστέ ελέησον την κόρη μου. Κύριε Ιησού Χριστέ ελέησον τον πεθερό μου, την πεθερά μου, τη μάνα μου, τα αδέρφια μου, τους εχθρούς μου».

Ποιόν έχεις εμπάθεια, ποιός σε αδίκησε, ποιός αισθάνεσαι ότι σε έχει κλέψει στα κληρονομικά, στα μέτρα του σπιτιού σου; Ο Γείτονας στο μπαλκόνι σου σε αδίκησε, φωνάζει, σε ενοχλεί από τον επάνω όροφο, για παράδειγμα τινάζει πάνω από τα απλωμένα σου ρούχα και στα βρέχει; Ποιός; Αυτόν θα κάνεις κομποσκοίνι.

Αντί να τον πας στο δικαστήριο, να του κάνεις κομποσκοίνι. Να του κάνεις κομποσκοίνι γιατί θα έρθει και θα επέμβει ο Θεός. Ο Θεός θα στείλει τον Άγιο Άγγελό του, και θα γαληνέψει κι εκείνον και θα ησυχάσει και το θηρίο που έχεις μέσα σου που λέγεται τίγρης και έχει μεγάλα νύχια. Δεν προλαβαίνει κάποιος να μας πει μία κουβέντα, αμέσως είμαστε έτοιμοι να τον ξεσκίσουμε. Τέτοιον εγωισμό που κουβαλάμε, πολλά κομποσκοίνια χρειαζόμαστε.

Η ευχή, παρόλο που μερικοί από εμάς είμαστε αδαείς, και δεν γνωρίζουμε πως να προσευχηθούμε, πρέπει να ξεφύγει από τον τύπο. Μένουμε στον τύπο γιατί είμαστε επιφανειακοί άνθρωποι. Το κομποσκοίνι είναι ένα μέσον. Μερικοί από μας το φοράμε στο χέρι ως φυλαχτό και κάνουμε το λάθος να νομίζουμε πως με αυτό θα σωθούμε. Το κομποσκοίνι δεν έχει καμιά αξία αν η ψυχή δεν επικαλεσθεί τον Θεό με όρεξη, με διάθεση, να κλάψει.

Όλες οι φορές αδελφοί μου δεν είναι ίδιες. Και όλες τις φορές δεν προσευχόμαστε με το ίδιο πάθος, με την ίδια θέληση, με την ίδια επιθυμία.Συμβαίνουνσυχνά οι πνευματικές αλλοιώσεις. Παρόλα αυτά όμως έχουμε κάποια παραδείγματα, από τα οποία καταλαβαίνουμε πως η ευχή έχει σωστική δύναμη και αν απλώς την «παπαγαλίζουμε», να την επαναλαμβάνουμε έστω και αν ο νους μας δεν μπορεί να προσκολληθεί στην Ευχή.

Κάποτε λέγει μία διήγηση, ένας μοναχός σε ένα ασκητήριο, όπως είχε ανοιχτό το παράθυρό του, έμπαινε τακτικά μέσα ένα πουλί, από αυτά που είναι της συνομοταξίας των πουλιών που μιμούνται τη φωνή του ανθρώπου. Και αυτό το πουλί παπαγάλιζε αυτό που άκουγε. Αυτό που άκουγε στο κελί του ασκητή ήταν η ευχή. Γιατί εκείνος ο μοναχός την έλεγε εκφώνως πολλές φορές «Κύριε Ιησού Χριστέ ελέησον με». Έτσι την έμαθε κι ο παπαγάλος.

Κάποια στιγμή ο παπαγάλος, πετούσε στον ουρανό. Τον βλέπει ένα γεράκι και ορμάει να το σκίσει. Βλέποντας να τον πλησιάζει το γεράκι, ο παπαγάλος δεν ήξερε τι άλλο να πει και είπε «Κύριε Ιησού Χριστέ ελέησον με». Φοβήθηκε το γεράκι κι έφυγε. Ο μοναχός που το είδε αυτό, είπε «Δοξασμένο το όνομα του Θεού. Η ευχή και στα άλογα όντα που μόνο την παπαγαλίζουν, τους σώζει από τον πειρασμό».

Ο Γέροντας Ιωσήφ ο Ησυχαστής έλεγε να γίνουμε κυνηγοί της Χάριτος. Ο κυνηγός της Χάρης θέλει ποσότητα και ποιότητα. Και τα δύο τα θέλει. Και ποσότητα Χάριτος και ποιότητα Χάριτος. Να αισθανθεί την καρδιά του να αλλοιώνεται από την αγάπη του Θεού. Να αρχίσει να επαναλαμβάνει την ευχή του Χριστού, χωρίς να το σκέφτεται. Από μέσα του ο ενδιάθετος λόγος να προσαρμοστεί έτσι ώστε να μη σκέφτεται άλλα πράγματα, να σκέφτεται την ευχή του Χριστού.

Θα ξέρετε την ιστορία που δύο μοναχοί, απλοί, αγράμματοι, πήγαν να ασκητέψουν σε ένα ερημονήσι και προσευχόταν εκεί. Αυτοί λοιπόν έκαναν ένα λάθος. Τους είχε διδάξει κάποιος να λένε την ευχή «Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησον με», αλλά στην πορεία του χρόνου το ξέχασαν και έλεγαν «Κύριε Ιησού Χριστέ, μη με ελεήσεις»,! Νόμιζαν ότι η λέξη «ελέησον» είναι κάτι κακό. Έλεγαν «μη με Ελεήσεις» και εννοούσαν «μη με εγκαταλείψεις».

Ο Επίσκοπος που είχε την επίβλεψη των νησιών αυτών, κάποια στιγμή αποφάσισε να κάνει μία επίσκεψη και σ’ αυτό το ερημονήσι. Ήξερε ότι υπάρχει ένα ασκητήριο και πήγε να δει τους ανθρώπους. Πήγε εκείνο το βράδυ και φιλοξενήθηκε στο κελί αυτών των μοναχών οι οποίοι αφού φάγανε πέσανε να κοιμηθούν. Όταν κατάλαβαν ότι ο Δεσπότης είχε κοιμηθεί, σηκώθηκαν και άρχισαν να κάνουν μετάνοιες και να επαναλαμβάνουν με ζήλο στην προσευχή τους «Κύριε Ιησού Χριστέ, μη με ελεήσεις, Κύριε Ιησού Χριστέ μη με ελεήσεις».

Τους άκουσε όμως ο Δεσπότης που έλεγαν λάθος την ευχή και τους διόρθωσε. Στενοχωρήθηκαν οι μοναχοί γιατί τόσα χρόνια προσευχόταν με λάθος λόγια. Για να τους παρηγορήσει ο Δεσπότης τους είπε ότι δεν πειράζει, αρκεί από εδώ και στο εξής να λένε «ελέησον με».

Την άλλη μέρα μπήκε στη βάρκα ο Δεσπότης για να φύγει. Είχε απομακρυνθεί αρκετά η βάρκα από τη στεριά όταν είδε τους δύο μοναχούς να τρέχουν πάνω στα κύματα χωρίς να βουλιάζουν, όπως ο Χριστός στο θαύμα. Τρέχοντας οι δύο μοναχοί πάνω στα κύματα, φώναζαν «Σεβασμιώτατε, πως μας το είπατε; Ξεχάσαμε πως να το λέμε!»

«Όπως το λέγατε να το λέτε!» τους απάντησε ο Δεσπότης. Γιατί σκέφτηκε: «Αν μπορείτε και περπατάτε πάνω στα κύματα, εγώ θα σας πω να το πείτε καλύτερα»;

Θα ήθελα να ολοκληρώσω το άρθρο αυτό με έναν Λόγο του οσίου πατρός ημών Ιωσήφ του Ησυχαστού, του μεγάλου σύγχρονου δασκάλου της Νοεράς Προσευχής.

«Κρατάτε την ευχή! Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησον με! Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησον με. Αυτή θα σας σώση. Το όνομα του Χριστού θα φωτίση τον νου σας, θα σας δυναμώση ψυχικά, θα σας βοηθήση στον πόλεμο εναντίον των δαιμόνων. Θα σας καλλιεργήση τις αρετές και θα σας γίνη τα πάντα».

Ο πόλεμος και η απάτη, που μεταχειρίζεται ο διάβολος για εκείνους που γνωρίζουν το κακό τους και θέλουν να ελευθερωθούν. Και γιατί οι αποφάσεις μας πολλές φορές δεν φέρνουν το αποτελεσμα τους



Ἐκεῖνοι, ποὺ γνωρίζουν τὴν κακὴ ζωὴ ποὺ ζοῦν καὶ θέλουν νὰ τὴν ἀλλάξουν, ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον μένουν πλανεμένοι καὶ νικημένοι ἀπὸ τὸν ἐχθρὸ μὲ αὐτὰ τὰ ὅπλα· μετὰ ἀπὸ αὐτά· αὔριο, αὔριο· ἂς τελειώσω πρῶτα αὐτὴ τὴν ὑπόθεσι καὶ μετὰ ἀπὸ αὐτὰ νὰ παραδοθῶ μὲ περισσότερη ἀνάπαυσι στὴ χάρι τοῦ Θεοῦ καὶ στὴ πνευματικὴ ζωή· ἂς κάνω αὐτὸ σήμερα καὶ αὔριο μετανοῶ. Παγίδα τοῦ ἐχθροῦ εἶναι αὐτή, ἀδελφέ, ἡ ὁποία ἔπιασε πολλοὺς καὶ πιάνει ἀκόμη πιὸ πολὺ τὸν κόσμο. Αἰτία τῆς παγίδας αὐτῆς εἶναι ἡ ἀμέλεια καὶ ἡ ἄγνοιά μας. Ἐπειδὴ καὶ σὲ μιὰ τέτοια ὑπόθεσι, ἀπὸ τὴν ὁποία ἀποτελεῖται καὶ κρέμεται ὅλη ἡ σωτηρία τῆς δικῆς μας ψυχῆς καὶ ὅλη ἡ τιμὴ τοῦ Θεοῦ, δὲν πιάνουμε γρήγορα ἐκεῖνο τὸ τόσο δυνατὸ ὅπλο καὶ νὰ ποῦμε στὸν ἑαυτό μας· τώρα, τώρα νὰ ζήσω πνευματικὴ ζωὴ καὶ ὄχι μετὰ ἀπὸ αὐτά· σήμερα, σήμερα νὰ μετανοήσω καὶ ὄχι αὔριο· τὸ τώρα καὶ τὸ σήμερα, εἶναι στὰ χέρια μου· τό, μετὰ ἀπὸ αὐτὰ καὶ τὸ αὔριο εἶναι στὰ χέρια τοῦ Θεοῦ. Ἀλλὰ καὶ ἂν μοῦ εἶχε δοθῇ τό, μετὰ ἀπὸ αὐτὰ καὶ τὸ αὔριο, ποιός δρόμος σωτηρίας καὶ νίκης θὰ εἶναι αὐτός, τὸ νὰ θέλω πρῶτα νὰ πληγωθῶ καὶ ὕστερα νὰ θεραπευθῶ, τὸ νὰ κάνω πρῶτα τὶς νέες ἀταξίες μου καὶ νὰ συμορφώνωμαι;

Ὁπότε, ἂν θέλῃς νὰ φύγεις, ἀδελφέ, ἀπὸ αὐτὴ τὴν πλάνη καὶ νὰ νικήσῃς τὸν ἐχθρό, ἡ θεραπεία εἶναι, τὸ νὰ ὑπακούσῃς γρήγορα μὲ τὴν πρᾶξι στοὺς καλοὺς λογισμοὺς καὶ τὶς θεῖες ἐμπνεύσεις, ποὺ σὲ καλοῦν σὲ μετάνοια καὶ νὰ μὴ δώσῃς καθόλου περιθώριο στὴ μέση, οὔτε νὰ πῇς, ὅτι ἐγὼ ἀποφάσισα ὁριστικὰ νὰ μετανοήσω μετὰ ἀπὸ αὐτὰ καὶ πιὰ δὲν μπορῶ νὰ ἀλλάξω· ὄχι γιατὶ οἱ ἀποφάσεις αὐτὲς πολλὲς φορὲς εἶναι λανθασμένες καὶ πολλοὶ δείχνοντας ἐμπιστοσύνη σ᾿ αὐτές, ἐξαπατήθηκαν καὶ ἔμειναν ἀμετανόητοι
γιὰ διάφορες αἰτίες.

Α´. Γιατὶ οἱ δικές μας ἀποφάσεις δὲν εἶναι θεμελιωμένες πάνω στὴν ἀπιστία τοῦ ἑαυτοῦ μας καὶ στὸ θάρρος καὶ τὴν ἐλπίδα τοῦ Θεοῦ· καὶ μετὰ ἀπὸ αὐτὸ συμβαίνει τὸ νὰ μὴ μποροῦμε νὰ δοῦμε τὴν μεγάλη μας ὑπερηφάνεια, ἀπὸ τὴν ὁποία παρακινούμενοι, δίνουμε ἐμπιστοσύνη στὶς δικές μας ἀποφάσεις, πὼς εἶναι σταθερές. Ἀλλὰ τὸ φῶς γιὰ νὰ γνωρίσουμε αὐτὴ τὴν ὑπερηφάνεια καὶ ἀσθένειά μας καὶ ἡ βοήθεια γιὰ νὰ θεραπευτοῦμε, προέρχεται ἀπὸ τὴν ἀγαθότητα τοῦ Θεοῦ, ὁ ὁποῖος παραχωρεῖ, ὅπως εἴπαμε
προηγουμένως, νὰ πέσουμε καὶ μὲ τὴν πτῶσι, μᾶς προσκαλεῖ ἀντὶ νὰ ἐλπίζουμε στὸ δικό μας θάρρος καὶ ἐλπίδα, νὰ ἐλπίζουμε καὶ νὰ δίνουμε ἐμπιστοσύνη σὲ αὐτὸν μόνο· καὶ ἀπὸ τὴν ὑπερηφάνειά μας, μᾶς προσκαλεῖ στὴ γνῶσι τοῦ ἑαυτοῦ μας. Θέλεις νὰ γνωρίζῃς, ἄνθρωπε, πότε εἶναι δυνατὲς καὶ στερεὲς οἱ ἀποφάσεις σου; Ὅταν δὲν ἔχῃς καμμία ἐμπιστοσύνη στὸ ἑαυτό σου καὶ ὅταν εἶναι ὅλες θεμελιωμένες μὲ ταπείνωσι στὴν ἐλπίδα καὶ τὸ θάρρος τοῦ Θεοῦ.

Β´. Ὅταν κινούμαστε ἐμεῖς νὰ πάρουμε καμμία ἀπόφασι, σκεφπόμαστε μόνο τὴν ὡραιότητα καὶ δύναμι τῆς ἀρετῆς, ἡ ὁποία παρασύρει μὲ τὸ μέρος της τὴν θέλησί μας, ὅσο καὶ ἂν εἶναι ἀσθενὴς καὶ ἀδύνατη· μετὰ ἀπὸ αὐτὰ ὅμως, ὅταν παρουσιασθῇ ἡ δυσκολία καὶ ὁ κόπος, μὲ τὰ ὁποῖα ἀποκτᾶται ἡ ἀρετή, μὲ τὸ νὰ εἶναι ἀδύνατη καὶ νέα ἡ θέλησί μας, μικραίνει καὶ ἀποσύρεται πίσω καὶ στὴ συνέχεια μένουν ἄπρακτες οἱ ἀποφάσεις μας. Γι᾿ αὐτὸ ἐσὺ συνήθισε νὰ ἀγαπᾷς πολὺ περισσότερο τὶς δυσκολίες, ποὺ φέρνουν τὴν
ἀπόκτησι τῶν ἀρετῶν, παρὰ τὶς ἴδιες τὶς ἀρετές, καὶ ἀπὸ αὐτὲς τὶς δυσκολίες ἂς τρέφεται πάντα ἡ θέλησίς σου, πότε μὲ τὸ λίγο καὶ πότε μὲ τὸ πολύ, ἂν θέλῃς πραγματικὰ νὰ ἀποκτήσεις τὶς ἀρετές. Καὶ ἂς εἶσαι βέβαιος, ὅτι τόσο πιὸ γρήγορα καὶ πιὸ γενναῖα θὰ νικήσῃς τὸν ἑαυτό σου καὶ τοὺς ἐχθρούς σου, ὅσο πιὸ γενναῖα ἀγκαλιάσεις τὶς δυσκολίες καὶ ὅσο περισσότερο τὶς ἀγαπᾷς.

Γ´. Γιατὶ οἱ ἀποφάσεις μας μερικὲς φορὲς δὲν σκέφτονται τὶς ἀρετὲς καὶ τὴν θέλησι τοῦ Θεοῦ, ἀλλὰ τὸ δικό τους συμφέρον, τὸ ὁποῖο, συνήθως ἀκολουθεῖ τὶς ἀποφάσεις, ποὺ κάνουμε γιὰ τὶς πνευματικὲς τρυφὲς καὶ γιὰ νὰ ἀποκτήσουμε θεῖα χαρίσατα. Ὁπότε ἐμεῖς, στὶς θλίψεις ποὺ μᾶς στενοχωροῦν πολύ, ἄλλη βοήθεια δὲν βρίσκουμε, παρὰ νὰ βάλουμε σκοπὸ καὶ νὰ ἀποφασίσουμε πῶς θὰ παραδοθοῦμε ὁλοκληρωτικὰ στὸ Θεὸ καὶ στὶς ἐξασκήσεις τῶν ἀρετῶν. Καὶ ἂν ἀγαπᾷς νὰ παραδοθῇς καὶ σύ, ἀδελφέ, σὲ αὐτό, ἂς εἶσαι στὸ καιρὸ τῶν πνευματικῶν τρυφῶν πολὺ ἐπιφυλακτικὸς καὶ ταπεινὸς στὶς ἀποφάσεις σου· ἰδιαίτερα ὅμως φυλάξου, νὰ μὴ δίνης ἐντολὲς στὸν ἑαυτό σου καὶ νὰ μὴν κάνῃς τάματα, γιὰ νὰ μὴν τὰ παραβῇς καὶ πέσῃς στὴν ἁμαρτία· καὶ ὅταν βρίσκεσαι λυπημένος, ἡ ἀπόφασι καὶ ἡ γνώμη σου ἂς εἶναι νὰ ὑποφέρῃς εὐχάριστα τὸν σταυρὸ καὶ τὴν θλῖψι, καθὼς θέλει ὁ Κύριος, ἀποστρεφόμενος κάθε γήινη βοήθεια καὶ καμιὰ φορὰ ἀκόμη καὶ τὴν οὐράνια· μιὰ ἂς εἶναι ἡ ἀναζήτησίς σου καὶ μία ἡ ἐπιθυμία σου, νὰ βοηθῆσαι ἀπὸ τὸν Θεό, γιὰ νὰ μπορῇς νὰ ὑποφέρῃς κάθε τί ἀντίθετο, χωρὶς νὰ μολύνῃς τὴν ἀρετὴ τῆς ὑπομονῆς καὶ χωρὶς νὰ κάνῃς τὸν Θεό σου νὰ δυσανασχετήσῃ.

από το βιβλίο: του ΟΣΙΟΥ ΝΙΚΟΔΗΜΟΥ ΤΟΥ ΑΓΙΟΡΕΙΤΟΥ – ΑΟΡΑΤΟΣ ΠΟΛΕΜΟΣ – Ἀπόδοση στὴ νέα Ἑλληνική: Ἱερομόναχος Βενέδικτος Ἔκδοση Συνοδείας Σπυρίδωνος Ἱερομονάχου, Νέα Σκήτη, Ἅγιον Ὄρος


Περί ταπεινώσεως

«Η πύλη του ουρανού εστίν η ταπείνωσις» 
(Αββάς Ιωάννης)

Αγωνίζου να υπομένης την προσβολήν και την εξουθένωσιν που σου κάνουν οι άνθρωποι, χωρίς να τα­ράζεσαι και να αγανακτής μέσα στην ψυχήν σου, για να αποκτήσης παρρησίαν εις τον Θεόν.

Κάθε σκληρός λόγος που υπομένει ο άνθρωπος, εν γνώσει του και με την θέλησίν του, χωρίς να έχη ο ίδιος καθόλου φταίξει σ’ αυτόν που τον προσβάλλει και τον α­δικεί, είναι μεν για την ώρα εκείνη, ένα στεφάνι ακάνθινο που βάζει ο ίδιος στο κεφάλι του, γίνεται όμως ευτυ­χισμένος και μακάριος, διότι σε καιρό που δεν το γνωρί­ζει, θα στεφανωθή με στεφάνι άφθαρτο.

Η τελειότης της ταπεινώσεως είναι, το να υπομένη ο άνθρωπος με χαρά την εξουδένωσι και κάθε άδικη και ψευδή κατηγορία. Διότι ο άνθρωπος που έχει αληθινά α­ποκτήσει την αρετή της ταπεινοφροσύνης μέσα στην ψυχή του, όταν τον κατηγορούν άδικα δεν ταράσσεται, ούτε προσπαθεί να απολογηθή και να δείξη την αθωότητά του στην αδικία που του γίνεται, αλλά δέχεται την συκοφαντία σαν αλήθεια, δεν προσπαθεί να πείση τους ανθρώπους ότι εσυκοφαντήθη, αλλά ζητεί συγχώρησι σαν να είναι ένοχος πραγματικά.

Υπήρξαν μάλιστα άνθρωποι που είχαν αποκτήσει τόσο την αρετή της ταπεινοφροσύνης, ώστε δέχθηκαν να χαρακτηρισθούν σαν αμαρτωλοί και ακόλαστοι με την θέλησί τους, ενώ οι ίδιοι ήταν καθαροί και αθώοι. Άλλοι υπέμειναν την κατηγορία της μοιχείας, ενώ στην πραγματικότητα ευρίσκοντο πολύ μακρυά από μία τέ­τοια αμαρτία και δέχτηκαν να φορτωθούν πάνω στους ώμους των με δάκρυα, το βάρος και τους καρπούς αμαρ­τίας, την οποίαν οι ίδιοι δεν είχαν κάμει και με κλαυθμούς και θρήνους ζητούσαν απ’ αυτούς που τους αδίκη­σαν και τους εσυκοφάντησαν συγχώρησι, για αμαρτία την οποίαν ουδέποτε διέπραξαν, και μάλιστα σε καιρό που η ψυχή τους ήταν στεφανωμένη, διότι βρισκόταν μέ­σα σε μια απόλυτη αγνότητα και καθαρότητα. Άλλοι πάλι, για να μην δοξασθούν για την μεγάλη αρετή που εκρύπτετο μέσα στην ψυχή τους, με διάφορα σχήματα και κινήσεις επαρουσίαζαν τον εαυτόν τους στους αν­θρώπους σαν να ήσαν τρελλοί, ενώ στ’ αλήθεια ήταν αλατισμένοι με το θείο αλάτι, και στην εσωτερική γαλή­νη σταθεροί, ώστε για την μεγάλη τους τελειότητα και την αγνότητά τους, οι ίδιοι οι άγιοι Άγγελοι τ’ ουρα­νού, να διακηρύττουν τα κατορθώματά τους στους πνευ­ματικούς αγώνας. Εσύ δε μη νομίζης ότι έχεις αποκτή­σει την αρετήν της ταπεινώσεως, ενώ δεν μπορείς να υπομείνης μια απλή κατηγορία. Εάν θέλης αληθινά να ιδής μέσα στην ψυχή σου κατά πόσον είσαι ή όχι ταπει­νός, δοκίμασε μέσα σε όλα αυτά που είπαμε να βρης τον εαυτόν σου.
Εκείνος ο οποίος έχει ταπείνωσιν δεν ενδιαφέρεται για τις προσβολές που του κάνουν οι άνθρωποι διότι πάντοτε έχει στο νου του τις αμαρτίες του, των οποίων η διαρκής ενθύμησις γίνεται γι’ αυτόν πανοπλία, η οποία τον προφυλάσσει από την οργή και την αντεκδίκησι και υποφέρει κάθε τι που του συμβαίνει. Διότι ποίον όνειδος και ποίαν εντροπή θα μπορούσε κανείς να του προξενήση μεγαλυτέραν από εκείνην την οποίαν αισθάνεται ε­νώπιον του Θεού για τα αμαρτήματα του;
Εάν οι δαίμονες ιδούν ότι υβρίσθη κάποιος ή εδέ­χθη προσβολήν, ή εζημιώθη, ή έπαθε ο,τιδήποτε άλλο και θλίβεται, όχι διότι έπαθε κακό, αλλά διότι δεν υπέμεινε με ανεξικακία και πραότητα την επίθεσι του κα­κού, αυτόν οι δαίμονες πάρα πολύ τον φοβούνται διότι καταλαβαίνουν ότι ευρήκε την οδόν της αληθείας και περιπατεί σύμφωνα με τας εντολάς του Θεού.

Κάποτε ο άγιος Μακάριος καθ’ οδόν υπήντησε τον διάβολον ο οποίος κρατούσε δρεπάνι και με αυτό προ­σπάθησε να κτυπήση τον Άγιον, αλλά δεν μπόρεσε και του λέγει: Πολύ βιάζομαι από σένα, Μακάριε, και τίπο­τε δεν μπορώ να σου κάνω· διότι ό,τι εσύ κάνεις κι εγώ το κάνω. Εσύ νηστεύεις κι εγώ δεν τρώγω καθόλου· εσύ αγρυπνείς κι εγώ ποτέ δεν κοιμούμαι· ένα πράγμα υπάρ­χει μόνον εις το οποίον με νικάς, λέγει ο Αββάς Μακά­ριος: ποίον είναι αυτό; και ο δαίμων αποκρίνεται: η ταπείνωσίς σου! και γι’ αυτό δεν μπορώ να κάνω τίποτε ε­ναντίον σου.
Εάν θυμηθή κανείς ποτέ αυτόν που τον ελύπησε ή τον προσέβαλε ή τον αδίκησε ή του έκανε ένα οποιοδή­ποτε άλλο κακό, οφείλει να τον θυμηθή και να τον θεω­ρήση ως ιατρόν της ψυχής του και εκ βάθους ψυχής να προσεύχεται γι’ αυτόν.
Εάν δε κάνη σκέψεις εναντίον του, πρέπει να γνωρίζη ότι κάνει κακό εναντίον της ιδίας της ψυχής του, ό­πως οι δαίμονες.
Μάλλον δε, γίνεται ο ίδιος εις τον εαυτόν του δαί­μων και εχθρός, διότι δεν επιθυμεί να απαλλαγή από την κακία, αλλά θέλει να υποφέρη από ασθένειαν αθεράπευτον. Διότι, αν δεν ήτο πραγματικά άρρωστος δεν θα εσκέπτετο άσχημα για κείνον που τον ελύπησε ή εζημίωσε και ο οποίος εστάλη εις αυτόν από τον Χριστόν ως ιατρός και με την ύβριν ή την ζημίαν που του επροξένησε τον ωφέλησε, διότι έτσι εφανερώθη το πάθος που εκρύπτετο μέσα του.

Εάν πράγματι επιθυμή να θεραπευθή, οφείλει να τον θεωρή ως ευεργέτην και να δέχεται οτιδήποτε του κάνει αυτός, ως φάρμακον ιαματικόν που του στέλνει ο Χρι­στός και να ευχαριστή για όλα αυτά, αν και προς το πα­ρόν του δημιουργούν πικρία και πόνο. Διότι ο ασθενής ουδέποτε δέχεται ευχαρίστως την εγχείρησι ή την καυ­τηρίασι ή το να πίη καθαρτικά φάρμακα, αλλά και με αηδία τα σκέπτεται. Όταν όμως πείση τον εαυτόν του, ό­τι χωρίς αυτά είναι αδύνατον να απαλλαγή από την α­σθένεια, εγκαταλείπει τον εαυτόν του εις τον ιατρόν, γνωρίζοντας ότι με μικρή αηδία θα απαλλαγή από πολυ­χρόνιον ασθένειαν. Καυτήριον του Ιησού είναι εκείνος που σου φέρει ζημίας και ύβρεις, αλλά σε απαλλάσσει α­πό την πληγήν της πλεονεξίας και τηςυπερηφάνειας. Ε­άν όμως δεν ανέχεσαι να υποφέρης όλα αυτά και όχι μό­νον δεν ευχαριστείς, αλλά και σκέπτεσαι να εκδικηθής τον εχθρόν σου, τότε ομοιάζεις σαν να λέγης εις τον Χριστόν: «Δεν θέλω να με θεραπεύσης, δεν δέχομαι τα φάρμακα σου· προτιμώ να σαπίση το σώμα μου από τα τραύματα μου». Και τότε τι θα κάνη για σένα ο αγαθός Κύριος; Γνώριζε, αδελφέ, ότι εκείνος που αποφεύγει τον πειρασμόν τον οποίον αν υπέμενε θα ωφελείτο η ψυχή του, αποφεύγει και χάνει την αιώνιον ζωήν.

Ο ταπεινός άνθρωπος κάθε τι λυπηρόν που θα ακούση ή που θα πάθη εξ αιτίας της κακίας των άλλων, το χρησιμοποιεί ως αφορμή για να προσβάλη και να εξυβρίση τον εαυτόν του. Εάν δε συμβή να ταραχθή ποτέ ο ταπεινός από την ύβριν και την αδικία που παθαίνει, ευ­θύς σπεύδει να προσευχηθή και διά της προσευχής κα­ταπραΰνεται η ταραχή της καρδίας του. Όχι δε μόνον αυτό κάμνει, αλλά και όταν ταράσσεται, με αυστηρότη­τα επιπλήττει και ελέγχει τον εαυτόν του, λέγοντας στην ψυχή του: «Τι θυμώνεις αθλία ψυχή; Τι ταράσσεσαι ως οι αφρίζοντες; αυτή ακριβώς η ταραχή αποδεικνύει ότι είσαι άρρωστη· διότι αν δεν ήσουν άρρωστη δεν θα υπέ­φερες· γιατί, ταλαίπωρη, ψυχή σταμάτησες να κατηγορής τον εαυτόν σου και κατηγορείς τον αδελφό διότι σου εφανέρωσε την ασθένεια που ήταν κρυμμένη μέσα σου και άγνωστη ως τώρα; Μιμήσου τον Χριστόν, ο Οποίος «λοιδορούμενος ουκ αντελοιδώρει, πάσχων ουκ ηπείλει».

Επήγαν μερικοί κάποτε προς τον Αββά Αγάθωνα θέλοντας να τον δοκιμάσουν αν δέχεται ταπεινά κάθε τι που του συμβαίνει και του λέγουν: «Εσύ είσαι ο Αγά­θων; έχομε ακούσει για σένα ότι είσαι πόρνος και υπε­ρήφανος». Και απήντησε ο Γέρων: Ναι, έτσι είναι όπως ακούσατε. Λέγουν πάλιν εις αυτόν: «Είσαι εσύ ο Αγά­θων ο φλύαρος και ο κατάλαλος;». Ο δε είπε: Εγώ εί­μαι· και πάλιν του λέγουν: «Συ είσαι ο Αγάθων ο αιρετι­κός;» και απεκρίθη ο Γέρων: Αιρετικός δεν είμαι.
Τότε τον παρεκάλεσαν λέγοντες: Πες μας, γιατί όλες τις ψευδείς κατηγορίες εδέχθης και αυτόν μόνον τον λόγον δεν εβάσταξες; Λέγει εις αυτούς: Τα πρώτα τα δέχο­μαι, διότι αυτό ωφελεί την ψυχή μου. Η αίρεσις, όμως, είναι χωρισμός από τον Θεόν.
Ας είμαστε όμως και διακριτικοί, ώστε χάριν της ταπεινώσεως δήθεν, να μην δεχθούμε ποτέ κάτι που θα μας χωρίση από τον Θεό.

Ο Αββάς δε Αρσένιος διηγείτο κάποτε το εξής: Ε­νώ εκάθητο ένας γέρων ασκητής στο κελλί του, άκουσε μία φωνή η οποία του έλεγε: Έλα να σου δείξω τα έργα των ανθρώπων. Εσηκώθη και εβγήκε έξω και τον οδή­γησε σε κάποιον τόπον και εκεί του έδειξε έναν Αιθίο­πα, ο οποίος έκοβε ξύλα και με αυτά έκανε ένα μεγάλο φορτίο. Προσπάθησε κατόπιν να σηκώση το φορτίο και δεν μπορούσε· και αντί να αφαίρεση απ’ αυτό ξύλα για να γίνη ελαφρότερο, έκοβε και επρόσθετε και άλλα. Αυ­τό δε το έκανε για πολλήν ώρα. Αφού δε επροχώρησε λίγο του έδειξε άλλον άνθρωπο, ο οποίος εστέκετο πάνω από έναν λάκκο με νερό, έβγαζε απ’ αυτόν το νερό και το μετέφερε μέσα σε μια δεξαμενή η οποία είχε οπήν· διά της οπής δε αυτής το νερό επανήρχετο στον ίδιο λάκκο μέσα· και πάλι του λέγει: Έλα να σου δείξω και άλλο έργο των ανθρώπων. Και βλέπει τότε ένα Ναόν και δύο άνδρας έφιππους, οι οποίοι κρατούσαν στο χέρι τους από ένα ξύλο πλαγίως, ο ένας απέναντι του άλλου· ήθελαν δε να μπουν μέσα στο Ναό διά της πύλης και δεν μπορούσαν, διότι κρατούσαν το ξύλο πλαγίως.
Δεν εταπείνωσεν δε κανείς από τους δύο τον εαυτόν του, ώστε να πάη πίσω από τον άλλον και να βάλη το ξύλο σε ευθεία γραμμή για να μπόρεση έτσι να περάση. Έτσι έμειναν και οι δύο έξω της πύλης.
Αυτοί του λέγει, είναι εκείνοι οι οποίοι εζύγιζαν το κάθε τι και το μετρούσαν με ακρίβεια και υπερηφάνεια και το ανταπέδιδαν και ποτέ δεν έσκυψαν για να ταπει­νωθούν και να διορθώσουν τον εαυτόν τους και να πορευθούν εις την ταπεινήν οδόν του Χριστού. Δι’ αυτό και μένουν έξω από την Βασιλεία του Θεού. Ο δε άν­θρωπος που έκοπτε τα ξύλα είναι άνθρωπος με πολλές αμαρτίες. Και αντί ταπεινά να τις ομολογήση και να μετανοήση, άλλες ανομίες προσθέτει πάνω σ’ αυτές τις α­μαρτίες του. Εκείνος που αντλούσε το νερό, ήτο άνθρω­πος που έκανε μεν καλά έργα, αλλά του έλειπε η ταπείνωσις, η οποία αν υπήρχε θά ‘χε αφαιρέσει από μέσα του κάθε ίχνος πικρίας, γι’ αυτό έχασε και τα καλά του έρ­γα. Είναι άξιον, λοιπόν, να προσέχη ο άνθρωπος εις ό,τι κάνει, ώστε να μη κοπιάση μάταια και άδικα.

- Εκείνος ακριβώς ο άνθρωπος θα σωθή, όποιος δεν αποστρέφεται τα φάρμακα και αυτά είναι αι οδύναι και αι λύπαι αι επερχόμενοι διά διαφόρων αφορμών. Ο αποστρεφόμενος αυτά δεν γνωρίζει τι εργάζεται εις την ζω­ήν αυτήν, ουδέ τι θα παραλάβη μαζί του απερχόμενος. (Αγίου Μαξίμου)
- Αδελφός ηρώτησε τον Αββάν Ευπρέπιον λέγων: Πώς έρχεται ο φόβος του Θεού κατ’ αρχάς εις την ψυ­χήν; και απεκρίθη ο γέρων εάν εκλέξη άνθρωπος την ταπείνωσιν και την ακτημοσύνην συντόμως έρχεται εις αυτόν ο φόβος του Θεού.

- Είπεν ο Αββάς Ιάκωβος: ‘Ώσπερ λύχνος εν σκοτεινώ τόπω φωτίζει, ούτω και ο φόβος του Θεού, όταν έλθη εις την καρδίαν αυτού, φωτίζει αυτόν και διδάσκει πάσας τας αρετάς και τας εντολάς του Θεού.

(Ο αείμνηστος καλός εργάτης του Ευαγγελίου ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ ΠΑΝΑΓΟΠΟΥΛΟΣ μέσα από τα γραπτά του, Εκδόσεις “Ορθόδοξος Κυψέλη”, Θεσσαλονίκη)

(Πηγή ηλ. κειμένου: impantokratoros.gr)

ΕΚΤΟΣ ΤΩΝ ΤΕΙΧΩΝ ΚΑΙ ΤΩΝ ΠΥΛΩΝ



Θέλω να πω αυτό που αισθάνομαι σαν προσωπική αλήθεια να συμβαίνει στην κυριολεξία, ανομολόγητη μέχρι πριν. Αισθάνομαι ότι ο Χριστός στις μέρες μας είναι πολύ αισθητά «εκτός» και «πέρα» από ’μας. Φαίνεται στ’ αλήθεια ότι είναι απόλυτη ανάγκη για τη δική μας ωρίμανση η ποθεινή συνάντηση με Αυτόν να τη βιώσει η καρδιά πολύ έξω από την ασφάλεια, την αυταπάτη, τη ψευδαίσθηση, τη δύναμη και από κάθε θέλγητρο του συστήματος. Εκτός των τειχών και των πυλών της πολυασφαλισμένης ύπαρξής μας, που γέμισε από χίλιες δυο φόρμες, ιδέες και αντιλήψεις γι’ Αυτόν, αλλά χωρίς Αυτόν. Πίσω από όλα τα «δεν» και τα «όχι» των εγκόσμιων στερήσεων και μη παροχών υπάρχει πλούσια η δική Του γνώση, κατάφαση, παρουσία και βοήθεια. Στο επάρατο κενό που δεν τολμά να πλησιάσει κανείς, ούτε καν με τη σκέψη, συναντάμε την κραταιή και πατρική Του χείρα. Μην έχοντας την πνευματική ανδρεία της σθεναρής αγάπης προς Αυτόν, η ευάλωτη η ψυχή μας φοβάται και αρνείται με κάθε τρόπο να παλέψει με την απουσία των ανθρώπων, να βαστάξει το φόβο της εγκατάλειψης, να προχωρήσει χωρίς την υποστήριξη της άφιλης παρέας. Πέρα από μας ο Χριστός, γιατί οι πόθοι που τρέφουμε μέσα μας γι’ Αυτόν, πιθανόν να μη συλλαβίζουν τ’ όνομά Του και ενδεχομένως να μην αναγνωρίζουν το πρόσωπό Του. Πέρα και εκτός ο Χριστός από το σύστημα της πολύκροτης θεολογικής σκέψης που συγγενεύει ολοένα με τα ιδιώματα της ξερής λογικής, η οποία είναι πάντα εκεί μόνο για ν’ αλλοτριώνει την άχραντη εμπειρία του πνεύματος. Μακριά από τη γενικευμένη θρησκεία της ψευδοφιλοθεΐας ή της αθεΐας που αγαπά η μάζα, υπάρχει η συγκλονιστικά ολοϋπαρκτική περιπέτεια του θείου έρωτα, τον οποίο, αρνείται πεισματικά η σύγχρονη πλειονότητα να βιώσει, γιατί μέσα στη δική της νάρκωση θέλει να ζήσει κοσμικά, να ζήσει καλύτερα το θάνατο που της προσφέρεται, σα θανατηφόρο κέρασμα πίσω από τις ανέσεις, τις κολακείες, τις ευμάρειες. Ο Χριστός λοιπόν εκτός των τειχών και των πυλών· αυτή είναι η αλήθεια του βίου μας, η πίκρα των ψυχών μας, αλλά και μια σιωπηλή πινακίδα που μας δείχνει συνεχώς το πού Αυτός είναι…

π. Δαμιανός

ΤΟΝ ΕΞΑΝΑΓΚΑΣΕ ΤΟΝ ΘΕΟ «Γιὰ νὰ μὴ μεμψιμοιρεῖς ὅτι οἱ μέρες μας εἶναι δύσκολες, δουλειὲς δὲν ὑπάρχουν καὶ τί θὰ γίνουμε αὔριο ἔτσι ποὺ πᾶμε»

. Νὰ σοῦ πῶ, παιδάκι μου, γιὰ νὰ δεῖς τί δύναμη ἔχει ἡ πίστη καὶ νὰ μὴ μεμψιμοιρεῖς ὅτι οἱ μέρες μας εἶναι δύσκολες, δουλειὲς δὲν ὑπάρχουν καὶ τί θὰ γίνουμε αὔριο ἔτσι ποὺ πᾶμε…
. Μὲ τὰ λόγια αὐτὰ ἄρχισε ὁ γέροντας Πνευ­ματικὸς νὰ διηγεῖται στὸ πνευματικοπαίδι του μιὰ προσωπική του ἐμπειρία ἀπὸ κάποιον θεοφοβούμενο ἄνθρωπο παλαιὰ στὴ Μυτιλήνη.
–Ποὺ λές, Μιχάλη τὸν λέγανε. Τὸν ἤξερα ἐγὼ προσωπικά. Στὴ Μυτιλήνη ζοῦ­σε, σ’ ἕνα κεφαλοχώρι. Ἄνθρωπος τί­­μιος, ἐργάτης, μὲ φόβο Θεοῦ πάνω του. Οἰκοδόμος ἦταν. Μεροδούλι – μεροφάι. Ὅλη τὴ μέρα στὴ δουλειά, καὶ τὸ βρά­δυ στὸ σπίτι, στὴν οἰκογένειά του. Εἶ­χε γυναίκα καὶ ὀχτὼ παιδιά. Οὔτε ἕνα, οὔτε δύο. Ὀχτὼ τοῦ Θεοῦ τὰ εἶχε. Ἡ γυναίκα του δὲν ἐργαζόταν. Καὶ νά ’θελε, ποῦ νὰ εὐκαιρήσει μὲ ὀχτὼ παιδιά; Ἕνα ἡμερομίσθιο, καὶ μ’ αὐτό, μὲ τὴ βοήθεια τοῦ Θεοῦ, τά ’βγαζαν πέρα. Δὲν τοὺς ἄφηνε ὁ Θεός.
. Δὲν τοὺς ἄφηνε ὁ Θεός, γιατὶ ἐκεῖνοι δὲν Τὸν ἄφηναν. Κατάλαβες; Ἦταν θεοσεβούμενη οἰκογένεια ἡ οἰκογένεια τοῦ κυρ-Μιχάλη, παιδί μου. Ἀπὸ τὴν ἐκ­κλη­σία δὲν ἔλειπαν Κυριακές, γιορτές, καὶ στὴ ζωή τους πολὺ προσεκτικοί. Καὶ μὲ ἐλεημοσύνες ἐπιπλέον, ὅσο μπο­ροῦ­σαν. Τί νὰ μποροῦσαν δηλαδή; ἀπ’ τὸ ὑ­στέρημά τους οἱ ἄνθρωποι… Κυλοῦσε ἡ ζωή τους ἥσυχα, κι αὐτοὶ δόξαζαν τὸν Θεό.
. Κάποτε ὅμως ἦρθαν μέρες δύσκολες. Ἀναδουλειὲς στὸ νησί. Ἄρχισε νὰ στενεύεται ὁ κυρ-Μιχάλης. Πῶς νὰ τὰ καταφέρνει δέκα στόματα νὰ τρέφει καθημερινά; Κι ἡ καημένη ἡ γυναίκα ἀπὸ τὴν ἄλλη πιὸ πολὺ δυσκολευόταν. Ξέρεις τί ’ναι νὰ ξημερώνει, καὶ νὰ μὴν ξέρει ἡ μάνα ἂν θὰ βρεῖ νὰ ταΐσει τὰ μικρά της; Μαρτύριο σωστὸ γιὰ τὴ μητρικὴ καρδιά.
Καὶ ἔφτασε κι ἡ μέρα ποὺ δὲν εἶχε τίποτε στὸ σπίτι νὰ δώσει στὰ παιδιά. Ἀδειανὰ ὅλα τὰ ράφια. Κοίταξε χλωμή, πανιασμένη τὸν ἄντρα της:
–Ἂν σήμερα δὲν φέρεις κάτι στὸ σπίτι, τοῦ ’κανε, νὰ ξέρεις, τὰ παιδιὰ θὰ μείνουν νηστικά. Οὔτε ψίχουλο δὲν ὑπάρ­χει.
Ἔφυγε ὁ Μιχάλης γιὰ τὴν πιάτσα, μπὰς καὶ βρεῖ τίποτε. Στὸ δρόμο περ­νοῦσε ἔξω ἀπ’ τὸν κοιμητηριακὸ Ναὸ τοῦ χωριοῦ. Κοντοστάθηκε μιὰ στιγμὴ κι ἀ­μέ­σως τὸ ἀποφάσισε. Ἄλλαξε τὸ πρό­γραμμά του.
–Δὲν θὰ πάω στὴν πλατεία. Θὰ μπῶ ἐδῶ.
. Μπῆκε στὴν ἐκκλησιά. Ἔκανε τὸ σταυ­­ρό του. Ἄναψε τὸ κερὶ καὶ κατευθύν­θηκε μπροστὰ στὸ τέμπλο. Ἔπεσε στὰ γόνατα, σήκωσε τὰ χέρια του καὶ παρακαλέθηκε:
–Ὀχτὼ τὰ ἔχω, Χριστέ μου. Δικά Σου εἶναι, Ἐσὺ μοῦ τά ’δωσες. Ἐσὺ ποὺ μοῦ τά ’δωσες, φρόντισε νὰ τὰ θρέψεις. Δὲν ἔχουν τίποτε γιὰ σήμερα νὰ φᾶνε.
Ἔμεινε λίγη ὥρα ἔτσι γονατισμένος καὶ τέλος ξαναμίλησε:
–Ἐγὼ δὲν φεύγω ἀπὸ ᾿δῶ, Χριστέ μου, ἂν δὲν μοῦ φέρεις νὰ ταΐσω τὰ παιδιά μου, ποὺ δὲν εἶναι δικά μου· δικά Σου εἶναι.
. Εἶπε, καὶ κατευθύνθηκε στὸ ἀναλόγιο. Πῆρε τὸ Ψαλτήρι κι ἄρχισε νὰ διαβάζει.
. Δὲν θά ’χε περάσει μισὴ ὥρα, κι ἀπ­έ­ξω ἀκούστηκαν συνομιλίες. Στὴν ἀρ­χὴ δὲν ἔδωσε σημασία. Μετὰ διέκρινε τὴ φω­νὴ τοῦ παπᾶ τους. Μιλοῦσε μὲ κά­ποιον ἄγνωστο. Ἔπιασε μιὰ λέξη, ἂν ἄ­κουγε καλά…
–Ἕναν οἰκοδόμο πρέπει νὰ βρεῖς…
Πετάχτηκε ἔξω.
–Παπα-Γιάννη, τὴν εὐχή σου.
–Νά τος! φώναξε ὁ παπάς. Τὸν ξέρεις τὸν Μιχάλη;
Κι ἀμέσως πρὸς τὸν Μιχάλη:
–Μιχάλη, τὸν γνωρίζεις τὸν κύριο;
–Ὄχι, ἀπάντησε ἐκεῖνος.
–Εἶναι τοῦ Γρηγόρη τοῦ…, μακαρίτης τώρα, ἀπ’ τὸν ἀπάνω μαχαλά. Μᾶς ἦρθε χθὲς ἀπ’ τὴν Ἀμερική, χρόνια τώρα ἐκεῖ, δυὸ δεκαετίες κοντά. Τὸν θυμᾶσαι;
–Ἅμα λές, παπά μου, δυὸ δεκαετίες, ἐγὼ ἀκόμα δὲν ἤμουν ἐδῶ. Μετὰ ἐγκα­ταστάθηκα στὸ χωριό. Τὸν πατέρα του τὸν μακαρίτη τὸν ἔχω ἀκουστά.
–Κύριε Μιχάλη, εἶστε οἰκοδόμος;
–Ναί, παιδί μου.
–Ἐνδιαφέρομαι νὰ φτιάξω τὸν τάφο τῶν γονέων μου. Θέλω νὰ χτίσω κάτι ὡ­ραῖο, ἐπίσημο, σὰν τύμβο. Σὰν εἰκο­νο­στάσι. Νὰ χωράει κανεὶς νὰ μπεῖ μέσα, ν’ ἀνάψει τὸ κερί, τὸ καντήλι. Κατάλαβες; Ξέ­ρεις ἀπὸ τέτοια;
–Πῶς δὲν ξέρω, παλληκάρι μου. Ἔχω φτιάξει κι ἄλλοτε.
–Πόσα θέλεις νὰ μοῦ τὸ φτιάξεις;
Κοντοστάθηκε ὁ κυρ-Μιχάλης. «Νὰ πῶ ἑκατὸ χιλιάδες δραχμές», πῆρε νὰ σκέ­­φτεται, «μὴν τοῦ φανοῦν πολλά. Νὰ πῶ ἑβδομήντα;».
–Διακόσιες χιλιάδες σοῦ φτάνουν;
–…
–Ἔ, δὲν διαθέτω περισσότερα. Δέχεσαι;
–Δέχομαι.
–Πάρ᾿ τα.
Καὶ τοῦ ἔδωσε στὸ χέρι φάκελλο φουσκωμένο.
. Μὲ τρεμάμενα χέρια ὁ κυρ-Μιχάλης ὁ οἰκοδόμος ξαναμπῆκε στὴν ἐκκλησιά. Ἔ­πεσε στὰ γόνατα μπροστὰ στὸ τέμπλο καὶ ἔκλαψε. Ὥρα πολλή. Κάποτε σηκώ­θηκε καὶ ξεκίνησε γιὰ τὸ σπίτι του. Στὴ γυ­ναίκα του καὶ τὰ ὀχτὼ παιδιά του. Τοῦ Θεοῦ ὅλα.
–Κατάλαβες, παιδί μου; κατέληξε ὁ γέ­­ροντας Πνευματικός. Αὐτὸς ὁ ἄν­θρω­πος μὲ τὴν πίστη του, τὴν προσευ­χή του, ἔ­τσι ποὺ τὴν ἔκανε, πῶς νὰ ποῦ­με… τὸν ἐξανάγκασε τὸν Θεό. Ἔτσι δὲν εἶναι; Για­τὶ ἡ πίστη, ἡ ἀληθινή, ἡ ἀκράδαντη, αὐτὸ κάνει. Ἐξαναγκάζει τὸν Θεό. Συμ­φωνεῖς;

Η Ευρωπαική Ένωση και Εμείς

Δημήτρης Νατσιός, Ισλάμ και Δύση: οι δύο σκοτεινές και ζοφώδεις συννεφίες

«Λόγιασαι πως ευρισκόμεθα ημείς οι της ανατολικής εκκλησίας ορθόδοξοι, ωσάν να ήμεθα εις δύο μεγάλας συννεφίας και από το μέρος της μεσημβρίας και της ανατολής να είναι ένα μεγάλον σύννεφον, μαύρον και σκοτεινόν, ωσάν το ψηλαφητόν σκότος της Αιγύπτου, η παντελής ασέβεια του Μωάμεθ, όπου περιέλαβε και εσκέπασε σχεδόν τα τρία μέρη της γης και τα εζόφωσε τελείως με την εσχάτην ασέβειαν».

(Κων. Κούρκουλα, «Λεύκωμα των Δασκάλων του Γένους», Αθήνα 1971, σελ. 33).

Είναι λόγια του αγίου Δασκάλου του Γένους Αναστασίου Γορδίου (1654-1729). Ας παραθέσουμε όμως και την συνέχεια του κειμένου την αναφορά του αγίου στην «άλλην ζοφεράν συννεφίαν», της Δύσεως αυτή τη φορά.

«Από δε το μέρος της Δύσεως να είναι άλλο σύννεφον μεγάλον, να φθάνη έως εις αυτόν τον αιθέρα εις το ύψος και εις το πλάτος, να σκεπάζη όλην την Δύσιν και το ήμισυ, του βορείου κλίματος, σκοτεινόν και αυτό και ζοφώδες, έχον μέντοι ολίγην διαύγειαν, πάνυ ομιχλώδη, πολύ το πλάνον εμφερομένην. Αύτη εστίν η των λατίνων δοκούσα και ονομαζομένη χριστιανοσύνη εμπεπλησμένη (=γεμάτη) δε ούσα πάσης αιρέσεως και καινοτομίας και σμίγμα πασών των πάλαι αιρέσεων...

Πήγαινε εις την Ανατολήν και να ιδής ότι δεν θέλεις εύρει να ονομάζεται Χριστός, οπού είναι ο νοητός της δικαιοσύνης ήλιος, αλλ’ ο Μωάμεθ οπού είναι υιός του αντιθέου σκότους ο οποίος εδίωξεν από εκεί τον Χριστόν, ομού με την εκκλησίαν του, και έμεινε η ανατολή όλως διόλου σκότος ζοφερόν και ενάδιον (=εν+άδης).

Ύπαγε εις τα μέρη της Δύσεως και δεν θέλεις εύρει και εκεί τον Χριστόν, διότι τον εδίωξεν ο Πάπας. Και λόγω μεν λέγουν οι λατίνοι πως πιστεύουν τον Χριστόν, έργω δε πιστεύουν και τιμούν τον πάπα τους υπέρ τον Χριστόν και δεν κάμνουν κανένα από εκείνα, οπού λέγει ο Χριστός, αλλ’ όλως διόλου», (σ.σ. «όλως διαόλου» έλεγε ο Μακρυγιάννης με την αγράμματη ευθυβολία του)-«εκείνα οπού ενομοθέτησεν ο πάπας. Και ο Χριστός εις τοιούτους προσκυνητάς δεν αναπαύεται...».

Έτσι ομιλούν οι άγιοι και οι ομολογητές της πίστεως. Χωρίς αβροφροσύνες και ψευδοαγάπες στους «αδελφούς» τους, τους «πεφιλημένους» αιρεσιάρχες. Την ίδια αφτιασίδωτη και χωρίς «γλυκατζούρες» και εμετώδη καρυκεύματα, γλώσσα, χρησιμοποιούσαν και για το «ζοφερόν και ενάδιον» Ισλάμ. Ούτε μετριοπαθές, υπομετριοπαθές και λοιπές πονηρολογίες χρησιμοποιούν, για να καλύψουν τον φόβο και την δουλοπρέπειά τους.

«Όστις δε ετέρους δέδοικεν δούλος ων λέληθεν», όποιος φοβάται τους άλλους, καταντά «ανεπαισθήτως»-του γίνεται συνήθεια- δούλος τους, επιμαρτυρεί και ο προγονικός λόγος, διά στόματος Αντισθένους.

Ζούμε την απόλυτη παράνοια.

Η δυτική «ζοφώδης συννεφία», τα υπερφίαλα παπικά και προτεσταντικά κατακάθια, χρησιμοποιώντας, το κρατίδιο γελωτοποιών, τα Σκόπια, στήνουν τείχος, για να εγκλωβίσουν τους μουσουλμάνους στην πατρίδα μας.

Στην ανατολή, η άλλη ζοφερά συννεφία, το κράτος-συμμορία, εκβιάζει, απειλεί, δολοφονεί, για να κερδίσει... τι άλλο; Άσπρα, πουγκιά ευρωπαϊκά.

Ας το καταλάβουμε: είμαστε σε κατάσταση πολιορκίας.

«Αραπιάς άτι, Γάλλου νους, Βόλι Τουρκιάς, τοπ’ Άγγλου! / Πέλαγο μέγα πολεμά, βαρεί το καλυβάκι».

Και πάλι το Μεσολόγγι χτυπιέται. Ο χρεοκοπημένος πνευματικά νους των Φράγκων και τα βόλια της λυσσασμένης Τουρκιάς, βαρούν το ένδοξο – πάλαι ποτέ – καλυβάκι.

Ποιά είναι η λύση. Η έξοδος από την Ευρώπη.

«Φεύγετε όσον δύνασθε την Ευρώπην. Και ακόμη και εκείνους οπού έρχονται από την Ευρώπην. Ότι οι λόγοι τους ρέουσι από τα χείλη τους γλυκύτεροι από το μέλι. Μα αλοίμονον, αυτοί απαραλλάκτως είναι εκείνοι διά τους οποίους ο προφήτης λέγει τάδε: ότι ουκ έστιν εν τω στόματι αυτών αλήθεια, η καρδία αυτών ματαία.

Εγώ κατά αλήθειαν φρίττω και αμηχανώ, όταν από το ένα μέρος στοχάζομαι την σημερινήν κατάστασιν της Ευρώπης, και από το άλλο μέρος βλέπω τούτους τους ημετέρους, οπού έτσι ακρατώς φέρονται εις την απόλαυσιν των δήθεν καλών αυτής. Οι μεν γαρ εμπορίας χάριν, οι δε φιλοσοφίας, εκεί τρέχουσι. Φρίττω λέγω και απορώ». (άγιος Αθανάσιος ο Πάριος).

(π. Γεωργίου Μεταλληνού, «Τουρκοκρατία», σελ. 246, εκδ. «Ακρίτας»).

Φτάνει πια με τις τσιρίδες των δειλών Γραικύλων. Ας ακούσουμε τι μας λένε οι άγιοι και οι δάσκαλοι του Γένους. Το ημέτερο πνευματικό κηφηναριό, προδίδει καθημερινώς την πατρίδα. Οι κομματικές μετριότητες δεν μπορούν να βαστάξουν το βάρος του Ελληνισμού. Είναι νάνοι με πήλινα πόδια. Και οι δύο ζοφερές συννεφίες, Δύσης και Ανατολής, γνωρίζουν ότι απευθύνονται σε τετρομαγμένες ασημαντότητες. Γι’ αυτό μας ποδοπατούν. «Η πολυτέλεια και η διαφθορά τους... παύουν το αίσθημα του πατριωτισμού και τον υπέρ του κοινού συμφέροντος ζήλον και φέρουν αναποφεύκτως ...την ιδιοτέλειαν και (καθιστούν τους πολιτικούς) επιρρεπείς εις τας κοινάς προδοσίας». (Κ. Φλαμιάτος).

(«Η προδομένη παράδοση», σελ. 15, εκδ. «Τήνος»).

Αλλά και εμείς, ο λαός, σαπίσαμε πάνω στο κλαδί που καθόμαστε και το ροκανίζουμε. Όταν πέσει θα γκρεμιστούμε όλοι μας.

Θα τελειώσω με ένα απόσπασμα από μία επιστολή του Μακρυγιάννη, που δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «Φίλος του Νόμου» στις 20 Απριλίου 1844, πριν από 172 χρόνια ακριβώς. (Δεν είναι στην γλώσσα του, αλλά την υπαγόρευσε σε καλαμαρά, γραμματικό). Το παραθέτω:

«Όταν τα έθνη δοξάζωσι τον Θεόν, σέβωνται την θρησκείαν των και αγαπώσι την πατρίδα των, τότε και ο Θεός λαμπρύνει αυτά και τα αποκαθιστά ευτυχή. Όταν εξεναντίας λησμονώσι τον Θεόν, λησμονεί και ο Θεός αυτά και τα καταβασανίζει. Παρόμοιον συνέβη και εις ημάς, οίτινες εστενάζαμεν τόσους αιώνας υπό την τυραννίαν των Τούρκων. Μολοντούτο όταν ημείς επεκαλέσθημεν από καρδίας την θείαν αντίληψιν, ανυψώσαμεν την σημαίαν του σταυρού, και συνωμολογήσαμεν το κοινόν σύνθημα, ή ελευθερία ή θάνατος, και εζητήσαμεν την συνδρομήν των δυνατών και φιλανθρώπων ευεργετών μας, απεκατέστημεν ελεύθεροι, έχοντες πατρίδα και βασιλέα ανεξάρτητον. Αλλ’ εντοσούτω δεν απέρασεν ολίγος καιρός, πάλιν ελησμονήσαμεν τον σωτήρα και λυτρωτήν μας Θεόν, τους αγώνας και θυσίας μας, τα αίματα των συναδέλφων μας, οι οποίοι απέθανον ενδόξως δια την ελευθερίαν μας, και πρώτον απ’ όλα καταφρονούμεν την θρησκείαν μας, διαλύομεν τους ιερούς ναούς μας και με μεγάλην προθυμίαν εγκολπώθημεν τον λεγόμενον εξευγενισμόν της πλουσίας και φωτισμένης Ευρώπης, εκ τούτου η σπατάλη τόσων εκατομμυρίων δραχμών, τα οποία ήσαν προωρισμένα διά την καλλιέργειαν της γης μας η οποία εχερσώθη, διά το νενεκρωμένον εμπόριόν μας, δια την βιομηχανίαν μας και διά τον φωτισμόν της ελληνικής νεολαίας. Και τέλος πάντων εισεχώρησαν εις ημάς τους πτωχούς και απόρους αύτη η ολεθρία πολυτέλεια, ήτις κατέφαγε και τα μικρά εκείνα λείψανα, τα οποία η επανάστασις μας άφησε, κατηντήσαμεν να γίνωμεν χαμερπείς, κόλακες και εν γένει ποταποί πολίται, να διαβάλλωμεν τον συνάδελφόν μας, να τον συκοφαντώμεν, συσταίνοντες με τον άτιμον τούτον τρόπον τον εαυτόν μας και τους συντρόφους μας. Λαμβάνομεν και καμμίαν δημοσίαν θέσιν, προσπαθούμεν όχι πώς να ενεργήσωμεν εις την ευτυχίαν της, με τα αίματά μας ζυμωμένης, πατρίδος μας, αλλά πώς να ωφεληθώμεν από την περίστασιν αυτήν, πώς να ωφελήσωμεν εκείνους, οι οποίοι μας κολακεύουν...».

(Κ. Σαρδελή, «Η προδομένη παράδοση», σελ. 219, εκδ. «Τήνος»).

Πότε δικαιολογεῖται ἡ ἀνυπακοὴ εἰς τοὺς πνευματικούς ( Γέρων Γαβριὴλ ο Αγιορείτης )



- Πολλοὶ Πατριάρχες καὶ Δεσπότες γέροντα ἀκοῦμε νὰ λένε πὼς ὁ Πάπας εἶναι ὄντως Ἐκκλησία. Ἐμεῖς τί πρέπει νὰ κάνουμε; Πρέπει νὰ κάνουμε ὑπακοὴ σὲ αὐτούς;
- Ὀφείλουμε ὑπακοὴ στοὺς Δεσποτάδες μας, στοὺς πνευματικούς μας, ὅταν ὀρθοτομοῦν τὸν λόγο τῆς ἀληθείας. 

Ὅταν ὅμως δὲν ὀρθοτομοῦν τὸ λόγο τῆς ἀληθείας καὶ λένε αἱρετικὰ πράγματα, ὄχι μόνο σὲ αὐτοὺς δὲν πρέπει νὰ κάνουμε ὑπακοή, ἀλλὰ καὶ σὲ ἕνα Ἄγγελο ἀπὸ τὸν οὐρανὸ ἂν κατέβει καὶ μᾶς πεῖ ἀντίθετα μὲ αὐτὰ ποὺ διδάσκει ἡ Ἐκκλησία δὲν πρέπει νὰ κάνουμε ὑπακοή. 

Ἔχουμε καθήκοντα πρὸς τοὺς πνευματικούς μας Πατέρες καὶ καθήκοντα πρὸς τὸν Θεό. Τὰ καθήκοντα πρὸς τὸν Θεὸν εἶναι ὑπέρτερα τῶν καθηκόντων πρὸς τοὺς πνευματικούς μας Πατέρες. 

Ἂν ἕνα καθῆκον πρὸς τοὺς πνευματικούς μας Πατέρες συγκρούεται μὲ τὸ καθῆκον μας πρὸς τὸν Θεόν, τότε παύει νὰ ἰσχύει, καταργεῖται. 

Παράδειγμα ἔχουμε τὴν Ἁγία Γραφή.
Τί διαβάζουμε στὶς Πράξεις τῶν Ἀποστόλων; 
Οἱ Γραμματεῖς καὶ οἱ Φαρισαῖοι, οἱ Ἰουδαῖοι ἀρχιερεῖς ἤτανε οἱ πνευματικοὶ ἡγέτες στὴν ἐποχὴ τοῦ Κυρίου μας. Πιάσαν τοὺς Ἀποστόλους, τοὺς βάλαν φυλακὴ καὶ τοὺς εἶπαν νὰ μὴ κηρύττουν. Πῆγε Ἄγγελος Κυρίου καὶ τοὺς ἔβγαλε καὶ τοὺς εἶπε νὰ κηρύξουν. Τοὺς ξαναπιάσαν καὶ τοὺς εἶπαν: Τί σᾶς εἴπαμε; Γιατί δὲν κάνετε ὑπακοή; Ἐμεῖς εἴμαστε οἱ πνευματικοὶ ἡγέτες! 

Τότε ἀπολογήθηκε ὁ Ἀπόστολος Πέτρος: «Πειθαρχεῖν δεῖ Θεῷ μᾶλλον ἢ ἀνθρώποις» (Πράξ. 5, 29). 

Ὁ Ἀπόστολος Παῦλος τί λέει πρὸς τοὺς Γαλάτας· (1, 8) «ἀλλὰ καὶ ἐὰν ἡμεῖς ἢ ἄγγελος ἐξ οὐρανοῦ εὐαγγελίζηται ὑμῖν παρ᾽ ὃ εὐηγγελισάμεθα ὑμῖν, ἀνάθεμα ἔστω». Ἦταν δυνατὸν ποτὲ ἕνας Ἄγγελος νὰ πάει στοὺς Γαλάτας καὶ νὰ κηρύξει ἀντίθετα ἀπὸ αὐτὰ ποὺ δίδαξε ὁ Ἀπόστολος Παῦλος; Ὄχι βέβαια! Ἔ, τότε γιατί τὸ γράφει ὁ Ἀπόστολος αὐτό; Ἄσκοπο εἶναι; Περιττὸ εἶναι; Ἄστοχο εἶναι; Ἔτσι εἰκῇ κι ὡς ἔτυχε τὸ ἔβαλε; 

Τὸ ἔβαλε γιὰ νὰ μὴ παρασυρθοῦμε καὶ ποῦμε ὁ Δεσπότης μας εἶναι Ἅγιος. 

Μὲ τὴν προσευχή του ἀνασταίνει νεκρούς, ἀνορθεῖ παραλύτους, ἀνοίγει τὰ μάτια ἀπὸ τυφλούς, μετακομίζει ὄρη μὲ ἕνα πρόσταγμά του. 

Ὅλα νὰ τὰ κάνει αὐτά, ἐφόσον λέει κάτι ποὺ δὲν συμφωνεῖ μὲ τὴν Ἐκκλησία, δὲν πρέπει νὰ τὸν κάνουμε ὑπακοή. 

Διαβάστε στὸ βίο τοῦ Ἁγίου Συμεὼν τοῦ Νέου Θεολόγου: Ὁ Ἅγιος θέλει νὰ φύγει ἀπὸ ἡγούμενος καὶ καλεῖ τὸν νέο ἡγούμενο καὶ ὅλη τὴν ἀδελφότητα καὶ τοὺς δίνει συμβουλές. 

Στὸ τέλος τί τοὺς λέει; Ἂν καὶ αὐτὸς σὰν ἄνθρωπος κάνει κάτι ποὺ δὲν συμφωνεῖ μὲ τὴν Ἐκκλησία, μὲ αὐτὰ ποὺ διδάσκει ἡ Ἐκκλησία, τότε προσωρινὰ νὰ κάνετε ὑπακοὴ καὶ οἱ γεροντότεροι νὰ πᾶνε νὰ τὸν ποῦνε νὰ κάνει διόρθωση. Καὶ ἂν δὲν κάνει διόρθωση, ὄχι μόνο σὲ αὐτὸν νὰ μὴ κάνετε ὑπακοὴ ἀλλὰ οὔτε καὶ σὲ Ἄγγελο ἐξ οὐρανοῦ, ἂν ἔρθει νὰ σᾶς τὸ πεῖ. 

Αὐτὰ εἶναι λόγια τοῦ Ἁγίου Συμεὼν τοῦ Νέου Θεολόγου. 

Ἔρχονται μερικοὶ ἱερεῖς στὸ κελλὶ καὶ μοῦ λένε: Μοῦ εἶπε ὁ Δεσπότης νὰ στεφανώσω ἕνα ὀρθόδοξο μὲ ἕνα ἑτερόδοξο. 

Καὶ ὅταν τοῦ λέω ὅτι αὐτὸ ἀπαγορεύεται, οἱ κανόνες, ὁ Ἅγιος Νικόδημος στὸ Πηδάλιο. Λέει δὲν εἶναι Ἅγιον. Ἐμεῖς εἴμαστε! Θὰ κάνεις ὑπακοὴ σὲ μᾶς. Τὶ λέει ὁ Ἀπόστολος; «Πείθεσθε τοῖς ἡγουμένοις ὑμῶν καὶ ὑπείκετε...» (Ἑβρ. 13:17). 

Καὶ ἀπαιτοῦνε ἀπὸ τοὺς ἱερεῖς νὰ κάνουν ὑπακοὴ καὶ σὲ πράγματα ποὺ εἶναι ἀντίθετα μὲ τὴ διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας. 

Πῶς ἑρμηνεύει ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος τό «Πείθεσθε τοῖς ἡγουμένοις ὑμῶν καὶ ὑπείκετε...»; Ρωτάει ὁ Ἅγιος: Τὶ οὖν, φησίν, ὅταν πονηρός, ᾖ, καὶ μὴ πειθώμεθα; 

Καὶ ρωτάει καὶ προτρέπει ὡς ἑξῆς: Πονηρός, πῶς λέγεις; εἰ μὲν πίστεως ἕνεκεν, φεῦγε αὐτὸν καὶ παραίτησαι, μὴ μόνον ἂν ἄνθρωπος, ᾖ, ἀλλὰ κἂν ἄγγελος ἐξ οὐρανοῦ κατιών. 

Διδάσκουν καὶ τὴν ἀνυπακοὴν οἱ Μεγάλοι Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας.

Λένε μερικοὶ χριστιανοί: Ἀφοῦ τὸ εἶπε ὁ Δεσπότης πρέπει νὰ τὸν κάνουμε ὑπακοή! Κι ἐμεῖς ρωτᾶμε: Ἂν ὁ Δεσπότης σοῦ ἔλεγε νὰ μὴ φᾶς γιὰ ἕνα ἑξάμηνο θὰ ἔκανες ὑπακοή;
- Ὄχι! Σὲ αὐτὸ δὲν κάνουμε ὑπακοή! 

Στὴν ὑλικὴ τροφὴ λοιπὸν δὲν κάνουμε ὑπακοή, 
γιατὶ μᾶς βλάπτει αὐτὸ ποὺ λέει ὁ Δεσπότης.... 

Στὰ πνευματικὰ ποὺ μᾶς βλάπτουν καὶ ἀφοροῦν τὴν αἰωνιότητα πῶς κάνουμε ὑπακοή; 

Ὅταν λέει κάτι ὁ Δεσπότης ποὺ εἶναι σύμφωνο μὲ τὴν Ἐκκλησία θὰ κάνουμε ὑπακοή. Ἀλλὰ, ὅταν λέει κάτι ποὺ δὲν συμφωνεῖ μὲ τὴν Ἐκκλησία, πῶς θὰ κάνουμε ὑπακοή; Σέ αὐτοὺς ποὺ λένε πὼς πρέπει νὰ κάνουμε ἀδιάκριτη ὑπακοή, ἕνας ἅγιος μακαριστὸς γέροντας ἁγιορείτης ἔλεγε: Αὐτοὶ εἶναι εὐλαβεῖς βλαμμένοι! 

Ὁ Μέγας Ἀθανάσιος, ὁ στῦλος τῆς ὀρθοδοξίας, λέει στὰ συγγράμματά του: «Ἐὰν ὁ ἐπίσκοπος ἢ ὁ πρεσβύτερος, οἱ ὄντες ὀφθαλμοὶ τῆς Ἐκκλησίας, κακῶς ἀναστρέφωνται καὶ σκανδαλίζωσι τὸν λαόν, χρὴ αὐτοὺς ἐκβάλλεσθαι, Συμφέρον γὰρ ἄνευ αὐτῶν συναθροίζεσθαι εἰς εὐκτήριον οἶκον ἢ μετ᾽ αὐτῶν ἐμβληθῆναι ὡς μετὰ Ἄννα καὶ Καϊάφα εἰς τὴν γέενναν τοῦ πυρός» (P.G. 35, 33-ΒΕΠΕΣ 33, 199). 

Ἐκεῖ θὰ πᾶμε μὲ τὸν Ἄννα καὶ τὸν Καϊάφα στὴν γέεννα τοῦ πυρός, ἂν ἀκολουθήσουμε τοὺς Δεσποτάδες ποὺ λένε ὅτι ὁ Πάπας εἶναι Ἐκκλησία
καὶ ἔχει Μυστήρια καὶ πρέπει νὰ ἑνωθοῦμε. 

Ἂν ἕνας, Πατριάρχης εἶναι αὐτός, Ἀρχιεπίσκοπος εἶναι, Ἐπίσκοπος, ὅ,τι καὶ νὰ εἶναι δὲν σέβεται τοὺς Ἀποστολικοὺς Κανόνες, δὲν σέβεται τοὺς Κανόνες τῶν Οἰκουμενικῶν καὶ Τοπικῶν συνόδων, δὲν τηρεῖ αὐτὰ ποὺ δίδαξαν οἱ μεγάλοι Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας αὐτὸς δὲν εἶναι ποιμένας. Τί εἶναι; 

Μᾶς τὸ λέει ἕνας μεγάλος Πατέρας τῆς Ἐκκλησίας μας τοῦ 1ου αἰῶνος. «Πᾶς ὁ λέγων παρὰ τὰ διατεταγμένα ἢ πράσσων, κἂν ἀξιόπιστος ᾖ, κἂν νηστεύῃ, κἂν παρθενεύῃ, κἂν σημεῖα ποιῇ, λύκος σοι φαινέσθω ἐν προβάτου δορᾷ φθορὰν προβάτου κατεργαζόμενος» (Ἅγιος Ἰγνάτιος ὁ Θεοφόρος P.G. 5, 912). 

''Αὐτὸς ὁ Πατριάρχης, ὁ Ἀρχιεπίσκοπος, ὁ Ἐπίσκοπος, ὅποιος καὶ νὰ εἶναι, ποὺ λέει πράγματα ποὺ δὲν συμφωνοῦν μὲ τὴν Ἐκκλησία, μὲ αὐτὰ ποὺ δίδαξαν οἱ Ἅγιοι Ἀπόστολοι καὶ οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας, δὲν εἶναι ποιμένας, εἶναι λυκοποιμένας καὶ ἐχθρὸς τοῦ Θεοῦ καὶ τῆς Παναγίας.'' 

Λένε πολλοί: Ἀφοῦ εἶναι ἐπίσκοπος καὶ τὸ λέει αὐτό, θὰ κάνουμε ὑπακοή. Τότε ὅταν ὁ Νεστόριος, ποὺ ἦταν Πατριάρχης, ἔλεγε γιὰ τὴν Παναγία ὅτι ἦταν ἀνθρωποτόκος καὶ Χριστοτόκος ἔπρεπε οἱ χριστιανοὶ νὰ κάνουν ὑπακοὴ σὲ αὐτόν; 

Ἐπειδὴ ἦταν Πατριάχης; Καὶ νὰ ποῦνε ἀφοῦ τὸ λέει ὁ Πατριάρχης θὰ κάνουμε ὑπακοή; Τί θὰ γινόταν ἔτσι; Θὰ γίνονταν ὅλοι αἱρετικοὶ καὶ θὰ χάνονταν. Δὲν θὰ σωζόταν κανένας, ἂν τὸν ἀκολουθοῦσαν. 

Ἔρχονται στὸ κελλί μου μερικοὶ ὑποψήφιοι ἱερεῖς καὶ μοῦ λένε· ἔχει εὐλογία νὰ γίνω ἱερέας; Τοὺς ρωτάω: Εἶχες σχέση ὁλοκληρωτικὴ μὲ γυναῖκα ἢ ἄνδρα πρίν...; Ἢ μέσα στὸ γάμο σου μήπως μοίχευσες; Καὶ μοῦ λένε: - Μὰ ὁ Δεσπότης εἶπε πὼς μπορῶ. 

Τοὺς ἀπαντῶ: Ἐν ἡμέρᾳ κρίσεως δὲν θὰ σὲ κρίνει ὁ Δεσπότης ἀλλὰ ὁ Δεσπότης Χριστός. 

- Μοῦ εἶπαν πὼς ἂν ὑπάρχει πραγματικὴ μετάνοια, ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ μπορεῖ νὰ σκεπάσει... 

Σημασία δὲν ἔχει τί λέω ἐγὼ ἢ τί λέτε ἐσεῖς ἢ τί σᾶς λένε ἄλλοι. 

Σημασία ἔχει τί λένε οἱ Ἅγιοι. Σημασία ἔχει ποιο εἶναι τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ.

Ὁ Γέρων Γαβριὴλ τοῦ Ἁγ. Ὄρους
Ι. κελί της Ιεράς Μονής Κουτλουμουσίου.

Πνευματική αυτοχειρία του Πατριάρχη Κυρίλλου η υπογραφή τoυ Κοινού Ανακοινωθέντος στην Αβάνα

Αβάνα, 12 Φεβρουαρίου 2016 - 
Η ρωσική ορθόδοξη εκκλησία σε ελεύθερη πτώση- 
Άνευ όρων υποταγή στον πάπα

To Κοινό Ανακοινωθέν που υπέγραψαν ο πάπας Φραγκίσκος και ο Ρώσος Πατριάρχης Κύριλλος, αποτελείται από 30 παραγράφους. Το μεγαλύτερο ενδιαφέρον όμως έχει η 5η παράγραφος, γιατί δείχνει την πλήρη υποταγή του Ρώσου Πατριάρχη στον Πάπα. Το υπόλοιπο κείμενο δεν είναι τίποτα παραπάνω από ένα συνηθισμένο παπικό ρεσιτάλ δαιμονικής, υποκριτικής, διαθρησκειακής αγαπολογίας και ειρηνολογίας.


Παράγραφος 1.

1. Με το θέλημα του Πατέρα Θεού, από τον οποίο προέρχεται κάθε δωρεά, στο όνομα του Κυρίου μας Ιησού Χριστού και με την βοήθεια του Αγίου Πνεύματος του παρηγορητή, συναντηθήκαμε σήμερα στην Αβάνα, ο πάπας Φραγκίσκος και ο Κύριλλος, Πατριάρχης Μόσχας και Πασών των Ρωσσιών. Ευχαριστούμε τον Θεό, τον δοξασμένο στην Τριαδικότητα, για αυτήν την συνάντηση, την πρώτη στην ιστορία.

(Σχόλιο: εννοείται εδώ το παπικό αιρετικό δόγμα της τριαδικότητας. Η 30η και τελευταία παράγραφος αναφέρεται συγκεκριμένα: ".... προς δόξαν της παναγίας και αδιαιρέτου Τριάδος." Το "ομοούσιον" έχει εκλείψει για τους παπικούς εδώ και χίλια χρόνια.)

Παράγραφος 5.

5. Παρ' όλη την κοινή παράδοση των πρώτων 10 αιώνων, Καθολικοί και Ορθόδοξοι στερούνται κοινής Θείας Ευχαριστίας.

Είμαστε χωρισμένοι από πληγές που προκλήθηκαν λόγω συγκρούσεων στο μακρινό, ή στο πρόσφατο παρελθόν, εξαιτίας των αντιθέσεων που κληρονομήσαμε από τους προγόνους μας, στην προσπάθεια κατανόησης και άσκησης της πίστης μας στον Θεό, τον Έναν σε τρία πρόσωπα - Πατέρα Υιό και Άγιο Πνεύμα.

Διαμαρτυρόμαστε για την απώλεια της ενότητας, ως συνέπεια της ανθρώπινης αδυναμίας και της αμαρτίας (!!!!!!!!!), η οποία διαπράχθηκε παρά την αρχιερατική προσευχή του Χριστού, του Λυτρωτή : " ἵνα πάντες ἓν ὦσι, καθὼς σύ, πάτερ, ἐν ἐμοὶ κἀγὼ ἐν σοί, ἵνα καὶ αὐτοὶ ἐν ἡμῖν ἓν ὦσιν" Κατά Ιωάννην 17 : 21

Σχόλιο: Δέχεται και υπογράφει ο Ρώσος Πατριάρχης, ότι το σχίσμα δεν ήταν τίποτα άλλο, παρά μια κληρονομική ανωμαλία, μια προγονική αμαρτία και διαμαρτύρεται για τον χωρισμό αυτόν !!!

Παράγραφος 6.

6. Συνειδητοποιώντας πως υπάρχουν πολυάριθμα εμπόδια, ελπίζουμε πως η συνάντησή μας θα συμβάλλει σε αυτήν την θελημένη από τον Θεό επαναφορά της ένωσης, για την οποία προσευχήθηκε ο Χριστός. Είθε η συνάντησή μας να εμπνεύσει τους χριστιανούς όλου του κόσμου, να παρακαλέσουν τον Θεό με νέο ζήλο για την πλήρη ένωση όλων των μαθητών του. Σε έναν κόσμο, που δεν περιμένει από εμάς μόνο λόγια, αλλά και συγκεκριμένες πράξεις, ας είναι αυτή η συνάντηση σημάδι ελπίδας για όλους τους ανθρώπους καλής θέλησης.

Ενώ η Ρωσία γλύτωσε κυριολεκτικά μέσα από τα σαγόνια της αθείας και του κομμουνισμού, έρχεται ο Πατριάρχης Κύριλλος εν μέσω προδοτικών ασπασμών και εναγκαλισμών, να την παραδώσει με μια υπογραφή του στο θηρίο του οικουμενισμού.

Αναστασία Αντιπάπα- δακη


Μερικοί δεν πλησιάζουν την Θεία Κοινωνία τρεμάμενοι αλλά με ταραχή, σπρώχνοντας ο ένας τον άλλον....

 

Ο Άγιος Ιωάννης Χρυσόστομος γράφει ως εξής για εκείνους που δημιουργούν ταραχή μέσα στην εκκλησία και που αποχωρούν από την εκκλησία πριν ολοκληρωθεί η Θεία Λειτουργία του Θεού:

"Μερικοί δεν πλησιάζουν την Θεία Κοινωνία τρεμάμενοι αλλά με ταραχή, σπρώχνοντας ο ένας τον άλλον, πυρωμένοι από θυμό, φωνασκούντες, μαλώνοντες, σπρώχνοντες τον διπλανό τους, γεμάτοι ταραχή. Περί αυτού σας έχω μιλήσει πολλές φορές και δεν θα παύσω να μιλώ για αυτό.

Δεν βλέπετε την τάξη στην συμπεριφορά στους παγανιστικούς Ολυμπιακούς αγώνες, όταν ο "Ταξιθέτης" περνά μέσα από την αρένα φορώντας στεφάνι στο κεφάλι, ντυμένος με μακρύ ένδυμα, κρατώντας ραβδί στο ένα χέρι, καθώς ο κήρυκας αναγγέλλει να γίνει ησυχία και τάξη; Δεν είναι χυδαίο, εκεί - όπου κυβερνά ο διάβολος - να γίνεται τόση ησυχία και εδώ, που ο Χριστός μας προσκαλεί σε Αυτόν τον Ίδιον, να γίνεται τόση φασαρία; Στην αρένα, ησυχία - και στην εκκλησία, αναστάτωση! Γαλήνη στην θάλασσα, και φουρτούνα στο λιμάνι! 

Όταν σας προσκαλούν σε γεύμα, δεν πρέπει να αποχωρείτε πριν από τους άλλους, παρ' ότι έχετε χορτάσει πριν από τους άλλους, και εδώ, που τελείται το γεμάτο δέος μυστήριο του Χριστού, και ενώ ακόμη συνεχίζουν οι ιερατικές πράξεις, εσύ φεύγεις εν μέσω αυτών και εξέρχεσαι; Πώς μπορεί να συγχωρηθεί αυτό; Πώς μπορεί να δικαιολογηθεί αυτό; 

Ο Ιούδας, μόλις εκοινώνησε στον Μυστικό Δείπνο εκείνη την τελευταία βραδιά, έφυγε βιαστικός ενώ οι υπόλοιποι παρέμειναν στο τραπέζι. Βλέπετε, ποίων το παράδειγμα ακολουθούν εκείνοι που βιάζονται να αποχωρήσουν πριν από την τελευταία ευχαριστία;"

Άγιος Ιωάννης Χρυσόστομος

Δεν υπάρχει μεγαλύτερον σημείον ασεβείας και ανευλαβείας,από το να ομιλή κανείς μέσα στην Εκκλησίαν



Ο Άγιος Άνθιμος της Χίου λειτουργεί για τελευταία φορά την 1η Ιανουαρίου 1959.

Δεν υπάρχει μεγαλύτερον σημείον ασεβείας και ανευλαβείας, από το να ομιλή κανείς μέσα στην Εκκλησίαν. 
Όλα αυτά τα προκαλεί, τα ενεργεί ο σατανάς, διά να μήν αφήση τον άνθρωπον να ωφεληθή και να καρπωθεί τους λόγους της Εκκλησίας.

Άγιος Άνθιμος της Χίου

Η κουβέντα που θα πούμε για τον άλλο είναι χειρότερη



Μέσα μας άς έχουμε πάθη, άς έχουμε όχι μια λεγεώνα, αλλά λεγεώνες δαιμόνων που να μας ρίχνουν κάτω και να αφρίζουμε. Δεν πειράζει.

Η κουβέντα που θα πούμε για τον άλλο είναι χειρότερη. Τα δαιμόνια τα βγάζει ο Χριστός αμέσως και τα πετάει στον γκρεμό, στη θάλασσα... Τον λόγο που θα πούμε, δεν μπορεί να τον διορθώσει. Ο λόγος γίνεται πουλάκι και πάει όπου θέλει. Σκορπάει την αμαρτία σου και την αποκαλύπτει σε όλους τους αγίους και σε όλους τους αγγέλους, και θα την βρείς εκεί επάνω στον ουρανό. 

Μπορεί να συγχωρεθείς γι' αυτό που έκανες, αλλά ο λόγος σου δεν μαζεύεται, ανεβαίνει επάνω. Τον εαυτό σου βρίσε τον, μούντζωσέ τον, ό,τι θέλεις κάνε τον, όχι όμως τον άλλο. Αφού δεν έχεις το δικαίωμα να σχίζεις έναν ξένο χιτώνα, πόσο μάλλον δεν έχεις το δικαίωμα να σχίζεις το σώμα του Χριστού. Και ο άλλος είναι μέλος Χριστού.

Γέροντας Αιμιλιανός Σιμωνοπετρίτης

ΝΕΟ ΠΟΙΗΜΑ ΤΗΣ ΓΕΡΟΝΤΙΣΣΑΣ ΓΙΑ ΤΟ ΕΓΓΥΣ ΜΕΛΛΟΝ ΤΗΣ ΠΑΤΡΙΔΑΣ ΜΑΣ

Η ΓΕΡΟΝΤΙΣΣΑ ΜΑΣ ΠΡΟΤΡΕΠΕΙ ΣΕ ΕΝΟΤΗΤΑ 
ΚΑΙ ΑΠΟΚΑΛΥΠΤΕΙ ΤΗΝ ΣΩΤΗΡΙΑ 
ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΑΣ ΑΛΛΑ ΚΑΙ ΤΗΣ ΚΥΠΡΟΥ!


Εις το όνομα της αγίας Τριάδος.

Τα δύσκολα πια έρχονται, Έλληνες ετοιμαστείτε,
να δώσετε τη μάχη σας, όλοι μαζί ενωθείτε.

Αφήστε τους εγωισμούς, τα μίση, τις κακίες, 
αυτά που σας συνόδευαν, σε’ όλες τις ηλικίες.

Η αγάπη κι η ένωση αλλά και η προσευχή σας,
θα φέρουν το αποτέλεσμα να φύγουν οι εχθροί σας.

Έχετε τον κανόνα σας ακόμα χρεωμένο,
τότε απ’ τον εμφύλιο χρόνια πολλά δοσμένο.

Τον κουβαλάτε σαν σακί, στην πλάτη φορτωμένο,
γιατί αίμα αθώο χύθηκε πολύ αδικημένο.

Και τώρα που έφτασε ο καιρός να δείξετε ανδρεία,
να δείξετε πως έχετε στη χώρα αυτή ευλογία,

μη πέσετε στα δίχτυα τους και μέσα στην παγίδα,
αυτή που στήνουν οι εχθροί να κάνετε τα ίδια.

Γιατί να ξέρετε καλά τέκνα μου αγαπημένα,
πως αγάπη αν δεν έχετε, θα χάσετε Εμένα!

Είναι οι ώρες δύσκολες γιατί θ’ αντιληφθείτε,
πως μέσα στην πατρίδα σας πρέπει ν’ αντισταθείτε.

Να δώσετε τη μάχη σας με όπλα την αγάπη,
νηστεία, μετάνοια, προσευχή, στα μάτια σας το δάκρυ.

Θα δείτε πλέον καθαρά όλα τα σχέδιά τους,
αυτά που έκρυβαν καλά στο χαρτοφύλακά τους.

Ο Κύριός σας, σάς μιλώ που πάντα σας φροντίζω,
και όποιος μ’ εμπιστεύεται δώρα θα τον γεμίζω.

Θέλω να νιώσετε καλά τα λόγια τα Θεϊκά μου,
πώς ΕΓΩ διοικώ τη χώρα αυτή, γιατί είναι δικιά μου!

Και αν έφτασε να γίνει πια η Ελλάδα ξέφραγο αμπέλι,
είναι γιατί ξεφύγατε απ’ του Θεού το χέρι.

Δεν φταίνε οι πολιτικοί για το κατάντημά σας,
φταίνε οι αμαρτίες σας και η διχόνοιά σας.

Όμως ποτέ δεν είναι αργά «ήμαρτον» για να πείτε,
γιατί έτσι αν πράξετε, το θαύμα μου θα δείτε…

Γίνετε όλοι μια γροθιά κρατήστε την Ορθοδοξία,
τα ήθη και τα έθιμα, τη γλώσσα, την παιδεία.

Γιατί δεν είναι μακριά που ο πόλεμος θα φτάσει,
παγκόσμιος σιγά – σιγά θα γίνει, θα ξεσπάσει.

Και όλοι πια οι Έλληνες στη χώρα τους θα ‘ρθούνε,
έντρομοι απ’ την λαίλαπα θα τρομοκρατηθούνε.

Παρ’ όλα τα προβλήματα που θα έχει η Ελλάδα,
θα είναι η πιο ασφαλής από τα κράτη τ’ άλλα.

Και όσο για την Κύπρο μας που τώρα υποφέρει,
δεν θα αργήσει ο καιρός που ελεύθερη θα γένει.

Πριν όμως να έρθει η λευτεριά που αναίμακτα θα γίνει,
ένα μικρό επισόδειο δεν θα το αποφύγει. 

Σας είπα περιληπτικά λίγα απ’ τα γεγονότα,
όμως μη μείνετε σ’ αυτά ποια δεύτερα, ποια πρώτα.

Μείνετε στη μετάνοια, μείνετε στην αγάπη,
γιατί αυτές οι αρετές έλκουν τη Θεία Χάρη.

Ένα να ξέρετε καλά και πάντα να θυμάστε,
πως θα ελευθερωθεί η Ελλάδα μας και ήσυχοι να κοιμάστε.

Τώρα νοσεί πολύ βαριά, μα λίγο πριν πεθάνει,
θα έρθει η Ανάσταση και ο κόσμος θ’ ανασάνει. 

Όπως το κάνει πάντοτε κακία δεν κρατάει,
και όποιος εχθρός την πλήγωσε Εκείνη τον βοηθάει. 

Και όσο τώρα και αν υποφέρετε, και όσο και αν πληγωθείτε,
όταν θα έρθει ο καιρός που θα ελευθερωθείτε, 

πρώτοι εσείς θα τρέξετε να δώσετε βοήθεια,
γιατί όλοι οι άλλοι οι λαοί θα έχουν γίνει συντρίμμια. 

Έτσι σας θέλω τέκνα μου, η αγάπη να υπερέχει,
δύναμη στον αγώνα σας και η Παναγιά σας θα σας σκέπη!

Εδώ θα κλείσω το γραπτό θα έρθω όμως πάλι,
για να σας δώσω δύναμη, ελπίδα, Θεία Χάρη.

Αμήν.