.

.

Δός μας,

Τίμιε Πρόδρομε, φωνή συ που υπήρξες η φωνή του Λόγου. Δος μας την αυγή εσύ που είσαι το λυχνάρι του θεϊκού φωτός. Βάλε σήμερα τα λόγια μας σε σωστό δρόμο, εσύ που υπήρξες ο Πρόδρομος του Θεού Λόγου. Δεν θέλουμε να σε εγκωμιάσουμε με τα δικά μας λόγια, επειδή τα λόγια μας δεν έχουν μεγαλοπρέπεια και τιμή. Όσοι θα θελήσουν να σε στεφανώσουν με τα εγκώμιά τους, ασφαλώς θα πετύχουν κάτι πολύ πιό μικρό από την αξία σου. Λοιπόν να σιγήσω και να μη προσπαθήσω να διακηρύξω την ευγνωμοσύνη μου και τον θαυμασμό μου, επειδή υπάρχει ο κίνδυνος να μη πετύχω ένα εγκώμιο, άξιο του προσώπου σου;

Εκείνος όμως που θα σιωπήσει, πηγαίνει με τη μερίδα των αχαρίστων, γιατί δεν προσπαθεί με όλη του τη δύναμη να εγκωμιάσει τον ευεργέτη του. Γι’ αυτό, όλο και πιό πολύ σου ζητάμε να συμμαχήσεις μαζί μας και σε παρακαλούμε να ελευθερώσεις τη γλώσσα μας από την αδυναμία, που την κρατάει δεμένη, όπως και τότε κατάργησες, με τη σύλληψη και γέννησή σου, τη σιωπή του πατέρα σου του Ζαχαρία.

Άγιος Σωφρόνιος Ιεροσολύμων

Η εμπορευματοποίηση της Ορθόδοξης Πίστης: Όταν το Ιερό μετατρέπεται σε τηλεοπτικό σκηνικό


Πετροβούβαλος/Αβέρωφ

Παρά τις διαχρονικές παρασπονδίες, η Ορθόδοξη Εκκλησία στην Ελλάδα υπήρξε για αιώνες πνευματικό καταφύγιο, σύμβολο ενότητας και ελπίδας. Όμως, τα τελευταία χρόνια της απόλυτης παρακμής, παρατηρείται μια τάση εφιαλτική: η σταδιακή μετατροπή της πίστης σε θέαμα, η εκμετάλλευσή της για πολιτικά και επικοινωνιακά οφέλη, και η είσοδος της Εκκλησίας στον κόσμο της εμπορευματοποίησης και της ανάδειξής της σε τηλεοπτικό και τουριστικό προϊόν.

Το Ιερό ως τηλεοπτικό σκηνικό

Η κορύφωση αυτής της τάσης ήρθε εχτές, στις 15 Αυγούστου — ημέρα της Κοίμησης της Θεοτόκου, μία από τις πιο ιερές εορτές της Ορθοδοξίας: Κατά τη διάρκεια της Θείας Λειτουργίας, τηλεοπτική κάμερα εισήλθε στο Ιερό του Ναού, καταγράφοντας στιγμές που, παραδοσιακά, θεωρούνται απολύτως απόρρητες και ιερές. Η εικόνα μέσα από το Ιερό κατά την τέλεση της Θείας Ευχαριστίας, την στιγμή που μετατρέπεται στον πλέον άβατο χώρο της Εκκλησίας, μεταδόθηκε ζωντανά μέσω της ξεφτιλισμένης τηλεόρασης, και αυτός ο κρετινισμός πέρασε απαρατήρητος, αλλοιώνοντας την λειτουργική εμπειρία και προσβάλοντας βάναυσα την Ορθόδοξη πνευματική ιερότητα.

Εκκλησιαστικοί και πολιτικοί παράγοντες: Συμπρωταγωνιστές σε ένα φτηνιάρικο θέαμα

Καθόλου άσχετη με αυτόν τον εκφυλισμό, είναι η χρήση των Ιερών Ναών ως τηλεοπτικών στούντιο πολιτικής προβολής. Ενδεχομένως η παρουσία πολιτικών προσώπων στην «πρώτη γραμμή» της εκκλησιαστικής λειτουργίας, η ανενδοίαστη προβολή τους από τις κάμερες, και η χρήση της Ορθόδοξης πίστης ως μέσο ενίσχυσης της δημόσιας εικόνας τους, είναι αυτονόητα για ένα πολιτικό προσωπικό απολύτως ξεφτιλισμένο. Όσον αφορά όμως την ανοχή και την συνενοχή σε αυτές τις αθλιότητες από πλευράς ιεραρχίας και κλήρου, ποιοι είναι οι σκοποί αυτής της προνομιακής μεταχείρισης των πολιτικών ανδρείκελων; Ποια είναι τα ανεκτά όρια μεταξύ εκκλησιαστικής λειτουργίας και χυδαίας πολιτικής προβολής;

Είναι ξεκάθαρο πως η ιεραρχία της Εκκλησίας, αντί να αντισταθεί σε όλη αυτή την κατρακύλα, βγάζει τον σκασμό και συνεργεί απροκάλυπτα. Αντί αυτοί οι άνθρωποι να υπερασπιστούν τα αυτονόητα, επιλέγουν όχι μόνο να ανέχονται, αλλά και να συμμετέχουν σε αυτό το αηδιαστικό θέαμα, δίνοντας προτεραιότητα στις τηλεοπτικές κάμερες και συμπεριφερόμενοι ως κομπάρσοι, παριστάνοντας πως ιερουργούν. Η πνευματικότητα για αυτούς, είναι ασήμαντη μπροστά στην ανάγκη για προβολή και επιρροή. Από εκεί, μέχρι τον εκφυλισμό του Ιερού σε τηλεοπτικό σκηνικό, η απόσταση είναι προφανώς μηδαμινή.

Η εμπορευματοποίηση της πίστης δεν είναι απλό πρόβλημα αισθητικής: Είναι πνευματικός εκφυλισμός. Η μοναδική στιγμή κατά την οποία ο Χριστός εξοργίστηκε, σύμφωνα με τα Ευαγγέλια, ήταν η στιγμή που είδε τους εμπόρους μέσα στον Ναό. Η εκδίωξή τους αποτελεί διαχρονικό σύμβολο της αντίστασης στην εκμετάλλευση της Εκκλησίας για σκοπούς ιδιοτελείς: «Μὴ ποιεῖτε τὸν οἶκον τοῦ πατρός μου οἶκον ἐμπορίου»! 

Η είσοδος της κάμερας στο Ιερό κατά τη διάρκεια τέλεσης της Θείας Ευχαριστίας είναι παραβίαση του άβατου, είναι εξευτελισμός, είναι η στιγμή που το Μυστήριο υποβαθμίζεται σε θέαμα, και η πίστη σε προϊόν.

Είναι πλέον αυτονόητο πως η Ελληνική Ορθόδοξη Ιεραρχία (και σημαντικό μέρος του κλήρου) έχει απωλέσει την πνευματική της ταυτότητα. Η πίστη για αυτούς τους ανθρώπους είναι περιεχόμενο για τηλεθέαση, σκηνή υποκριτικής για να την μοιραστούν με πολιτικούς καραγκιόζηδες και φτηνό εμπόρευμα.

Η ευθύνη για αυτή την κατάντια μας βαραίνει όλους: τους πιστούς, τους αληθινούς κληρικούς, τον κάθε Έλληνα πολίτη. Οφείλουμε να απαιτήσουμε την αποκατάσταση της Εκκλησίας ως πνευματικού φάρου, παρηγοριάς και Θείας φώτισης. Οφείλουμε να απαιτήσουμε σεβασμό προς το Ιερό. Αν δεν το υπερασπιστούμε θα το χάσουμε. Και τότε, η Εκκλησία θα πάψει να είναι Εκκλησία — θα γίνει τηλεοπτικό θέαμα, αν δεν έχει ήδη γίνει.


ΤΑ ΛΕΓΟΜΕΝΑ «ΕΓΚΩΜΙΑ ΤΗΣ ΠΑΝΑΓΙΑΣ» ΠΟΥ ΨΑΛΛΟΝΤΑΙ ΤΑΧΑ ΠΡΟΣ ΔΟΞΑ & ΤΙΜΗΝ ΤΗΣ ΘΕΟΤΟΚΟΥ, ΔΕΝ ΑΝΗΚΟΥΝ ΣΤΟΥΣ ΕΠΙΣΗΜΟΥΣ ΎΜΝΟΥΣ ΤΗΣ ᾿ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ, ΕΙΝΑΙ ΜΕΤΑΛΑΓΜΕΝΗ ΜΑΡΙΟΛΑΤΡΕΙΑ. ΚΟΙΜΗΣΗ ΈΧΟΥΜΕ. ΔΕΝ ΈΧΟΥΜΕ ΘΑΝΑΤΟ. ΣΤΟ ΘΑΝΑΤΟ ΘΡΗΝΟΥΝ ΟΙ «ΜΗ ἚΧΟΝΤΕΣ ἘΛΠΙΔΑ» (Α ΘΕΣ. Δ 13). ΣΤΗΝ ΚΟΙΜΗΣΗ ΑΓΑΛΛΟΝΤΑΙ ΟΙ ΠΙΣΤΟΙ. ΌΤΑΝ ΜΑΛΙΣΤΑ Η ΚΟΙΜΗΣΙΣ ΓΙΝΕΤΑΙ ΜΕΤΑΣΤΑΣΙΣ

ΤΑ ἘΓΚΩΜΙΑ ΚΑΙ Ὁ ἘΠΙΤΑΦΙΟΣ ΤΗΣ ΠΑΝΑΓΙΑΣ.
ἝΝΑ ΚΑΙΝΟΦΑΝΕΣ ἜΘΙΜΟ ΤΗΣ «ΦΟΛΚΛΟΡΙΚΗΣ» ὈΡΘΟΔΟΞIΑΣ

Πρωτοπρεσβυτέρου Δημητρίου Αθανασίου (εκπαιδευτικού-χημικού)


Από τα τέλη περασμένου (20ου αι), τα Εγκώμια της Παναγίας και ο Επιτάφιος άρχισαν δειλά-δειλά να εισέρχονται στη λατρεία, και να «εξαπλώνονται», συν τω χρόνω, σ’ Ενορίες της Ελλαδικής Εκκλησίας, ακόμα και σ’ Ελληνορθόδοξες Ενορίες της Διασποράς, ακόμα και σε Μοναστήρια, (εκτός από τα Αγιορείτικα Μοναστήρια).

Το αυτό έθιμο κατακτά έδαφος στην εποχή των καινοτομιών και της φολκλορικής «ορθοδοξίας»! Στην Εκκλησία, λοιπόν, στην οποία ο Οικουμενισμός επιτρέπει ανεξέλεκτα στον καθένα να αυτοσχεδιάζει, ο Επιτάφιος και τα Εγκώμια της Θεοτόκου είναι μια ακολουθία που αρέσει, γιατί προσφέρει …θέαμα. Μια μεταλλαγμένη Μαριολατρεία κάνει προσπάθεια να προστεθεί στα ήδη «διεμβολήσαντα» τον ορθόδοξο χώρο!

Τα εγκώμια της Παναγίας.
Ξεκίνησαν από τις Κυκλάδες, κατά το μέσα του 19ου αι. προκαλώντας σύγχυση στην Εκκλησία. Το θέμα έφθασε στην Ιερά Σύνοδο (Απρίλιος 1865). Και υπό την Προεδρία του αοιδίμου Μητροπολίτου Αθηνών Θεοφίλου, συζήτησε το θέμα. Και οι Συνοδικοί Αρχιερείς, «επόμενοι τοις αγίοις Πατράσιν», δεν επέτρεψαν την εισαγωγή τους στη λατρεία, έστω και αν ήταν ύμνοι που εξυμνούσαν την Μητέρα του Χριστού. Το σκεπτικό τους ήταν, πως τιμούμε δέοντως την Παρθένο, όταν σεβόμαστε την τάξη της Εκκλησίας, και όχι όταν την καταφρονούμε. Απέστειλαν λοιπόν «προς τους κατά το Κράτος Σεβασμιωτάτους Ιεράρχας», την υπ’αριθμ 135, αριθμ. πρωτ. 4319, 21/4/1865, Εγκύκλιο, «περί απαγορεύσεως Επιταφίου ύμνου εις την εορτήν της Κοιμήσεως της Θεοτόκου», επισημαίνοντας: «… η τοιαύτη ακολουθία είναι ασυνήθης και πάντη ξένη εις την καθ’ όλου ορθόδοξον Ανατολικήν του Χριστού Εκκλησίαν». (δημοσιεύεται στην συνέχεια)
Τα λεγόμενα «εγκώμια της Παναγίας» δεν ανήκουν στους επίσημους ύμνους της ᾿Εκκλησίας, με τους οποίους οι άγιοι πατέρες όρισαν εδώ και αιώνες να τιμούμε αυτήν την σημαντική εορτή. Για αυτό και δεν υπάρχουν στο μηναίο στην ακολουθία της 15ης Αυγούστου, ούτε στον εσπερινό ούτε στον όρθρο ούτε στα μεθέορτα.
Και αυτό δεν είναι το μοναδικό πρόβλημα με αυτά τα «εγκώμια». ᾿Από την στιγμή που δεν είναι καθιερωμένα επισήμως, δεν υπάρχει και σταθερό επίσημο κείμενό τους, αλλά σχεδόν κάθε περιοχή και κάθε μοναστήρι έχει δικά του «εγκώμια» με ποικίλες παραλλαγές και από διάφορους ποιητές-διασκευαστές, και κανείς δεν ξέρει ποια είναι τα αρχικά και παλαιά «εγκώμια της Παναγίας».

῾Υπάρχει όμως και κάτι άλλο σημαντικότερο· τα «εγκώμια» αυτά στην πραγματικότητα απαγορεύονται από το επίσημο Τυπικό της ᾿Εκκλησίας, και μάλιστα απαγορεύονται αυστηρώς και «διά ροπάλου»!

Συγκεκριμένα το Τυπικό της Μεγάλης ᾿Εκκλησίας, που συντάχτηκε από τον επιφανή πρωτοψάλτη της εποχής Γεώργιο Βιολάκη και εκδόθηκε από το πατριαρχικό τυπογραφείο στην Κωνσταντινούπολη το 1888 και είναι μέχρι σήμερα το επίσημο τυπικό όχι μόνον στο κλίμα του Οικουμενικού Πατριαρχείου αλλά και στα πατριαρχεία και αυτοκέφαλες ᾿Εκκλησίες ᾿Αλεξανδρείας, ᾿Ιεροσολύμων, ῾Ελλάδος, Κύπρου, ακόμη και στην ιερά μονή του Θεοβαδίστου όρους Σινά και στο Πρωτάτο του ῾Αγίου Όρους και αλλού, γράφει για τα «εγκώμια της Παναγίας» τα εξής·

«Στον όρθρο της εορτής της Κοιμήσεως, ανήμερα στις 15 Αυγούστου, «ευθύς μετά την καταβασίαν της θ´ (ωδής) συνηθίζεται ενιαχού, όπου πανηγυρίζεται η εορτή αύτη μεγαλοπρεπώς, προς πλείονα τάχα δόξα και τιμήν της Θεοτόκου, ίνα ψάλλωνται τα λεγόμενα “εγκώμια της Παναγίας”, κατά μίμησιν των του Κυρίου ημών, των ψαλλομένων εν τω όρθρω του Μ. Σαββάτου. Η Μεγάλη Εκκλησία κατακρίνουσα παν ο,τι καινοφανές και κακόζηλον, έστω και γινόμενον προς τιμήν της Θεοτόκου, αποδοκιμάζει ταύτα επισήμως και απαγορεύει μάλιστα αυστηρώς».

Σύμφωνα λοιπόν με το επίσημο Τυπικό της ᾿Εκκλησίας τα λεγόμενα «εγκώμια της Παναγίας» ψάλλονται τάχα προς δόξα και τιμήν της Θεοτόκου, άρα με αυτά δεν τιμάται πραγματικά η πάναγνος και αειπάρθενος μητέρα του Κυρίου μας, γι᾿ αυτόκατακρίνονται ως καινοφανή και κακόζηλα, αποδοκιμάζονται επισήμως και απαγορεύονται αυστηρώς!

Αυτήν την αυστηρή διάταξη του Τυπικού οι περισσότεροι (σχεδόν όλοι δηλαδή) την είχαν «ξεχάσει», διότι μετά την έκδοση του Τυπικού Βιολάκη σταμάτησε η όποια χρήση τους, πλην κάποιων μεμονωμένων περιπτώσεων, όπου διατηρήθηκαν ως τοπικό έθιμο, άγνωστο στους πολλούς.

Βεβαίως εύλογα γεννάται μία απορία. ᾿Αφού το επίσημο Τυπικό παίρνει τόσο αυστηρή θέση γι᾿ αυτά τα υμνογραφήματα, πως γίνεται σήμερα να έχουν διαδοθεί τόσο πολύ και να διαφημίζονται και να προβάλλονται ακόμη και από διάφορα ραδιοτηλεοπτικά μέσα;

Δυστυχώς είναι αλήθεια ότι σήμερα το επίσημο Τυπικό δεν γίνεται σεβαστό, αλλά καταπατείται αγρίως και αυθαιρέτως. Και καταστρατηγείται ακριβώς από αυτούς που έχουν οριστεί ως τηρητές και θεματοφύλακες της λειτουργικής τάξεως. Οι περισσότεροι ψάλτες, ακόμη και κληρικοί, δεν ξέρουν ότι υπάρχει επίσημο και υποχρεωτικό τυπικό της ᾿Εκκλησίας, αγνοούν ποιο είναι αυτό, και ουσιαστικά δεν το διδάχτηκαν ποτέ.

Ο Επιτάφιος της Παναγίας.

Οι Άγιοι δεν μας παρέδωσαν, παρά μόνο τον Επιτάφιο του Κυρίου και δεν είναι σωστό να εξισώνουμε τα πάντα. Την Παναγία την τιμάμε όπως αξίζει στην μητέρα του Κυρίου μας, αλλά Επιτάφιος στην Ορθόδοξη Εκκλησία μας έχει παραδοθή μόνο για τον Κύριο· γι’ αυτό πρέπει να εκλείψει το νέο αυτό έθιμο.

Απ΄ όσο ξέρουμε δεν υπάρχει Συνοδική Εγκύκλιος που αναιρεί την ανωτέρω, άρα ισχύει!

H συνήθεια αυτή είναι αλλοίωση του ορθοδόξου ήθους και αυτό είναι που μετράει και κάνει την… «ευλάβεια» αυτή απαράδεκτη.

O Αρχιμ.-ιεροκήρυκας Δανιήλ Αεράκης σε παλιότερο δημοσιευμένο άρθρο του με τίτλο-«Συναισθηματισμοί ή Θεολογία; Πένθος ή Χαρά; Μεταξύ των άλλων σημειώνει.

«Πάσχα και επιτάφιος δεν πάνε μαζί. Ή Πάσχα έχουμε ή επιτάφιο θρήνο και επιτάφιο κουβούκλιο. Από τη μια μεριά αποκαλούν πολλοί (και εκκλησιαστικοί) την Κοίμηση της Υπεραγίας Θεοτόκου «Πάσχα του Καλοκαιριού», και από την άλλη ψάλλουν (αυθαίρετα) εγκώμια επιταφίου θρήνου στην Παναγία.

Από την μια μεριά ο ιερός υμνογράφος αποκαλεί «ἒνδοξον»την Κοίμηση και βεβαιώνει την αναστάσιμη χαρά αγγέλων και ανθρώπων: «Τῇ ἐνδόξῳ Κοιμήσει σου οὐρανοί ἐπαγάλλονται καί ἀγγέλων γέγηθε τά στρατεύματα»(αίνος εορτής). Και από την άλλη (πάλι αυθαίρετα) στήνουν στο κέντρο των Ναών ξύλινους μεγαλοπρεπείς (πανάκριβους) επιταφίους, και εκεί τοποθετούν μια ξύλινη Παναγία («κοιμωμένη») ή κάποιον πολυτελέστατο βελούδινο επιτάφιο με τη μορφή της, κατ’ απομίμηση του επιταφίου της Μεγ. Παρασκευής.

Από τη μια μεριά μερικοί (αυθαίρετα και πάλι) λένε, ότι, αφού είναι Πάσχα η γιορτή της Κοιμήσεως, καταλύουμε και κρέας (αν πέσει Τετάρτη ή Παρασκευή),και από την άλλη σε τέτοια πασχαλινή πανήγυρη ψάλλουν (αυθαίρετα) ύμνους γεμάτους γλυκανάλατους συναισθηματισμούς και θρησκευτικούς λυρισμούς!

Ώστε με επιτάφιο (Μεγ. Παρασκευή, δηλαδή) τρώμε … κρέας!

Γενικά το πρόβλημα είναι σοβαρό.

–Ποιος εισήγαγε την καινοτομία των εγκωμίων και του επιταφίου της Παναγίας; Η Εκκλησία στη μακραίωνα παράδοσή της δεν γνωρίζει τέτοιες τελετές και υμνωδίες.

Τα εγκώμια της Μεγ. Παρασκευής εμπεριέχονται στα επίσημα λειτουργικά βιβλία της Εκκλησίας, εγκεκριμένα συνοδικώς.

Στο μηναίο του Αυγούστου, όπου οι ύμνοι της Κοιμήσεως και τα σχετικά αγιογραφικά αναγνώσματα, δεν γίνεται καμμία αναφορά σε επιτάφιο και εγκώμια στη Παναγία.

-Ποιος εισήγαγε την καινοτομία; Λένε, ότι κάποιο αγιοταφικό μοναστήρι κατασκεύασε τα σχετικά εγκώμια. Και επειδή συναισθηματικά αρέσουν, τα πήραν και τα έφεραν και στην Εκκλησία της Ελλάδος. Σιγά-σιγά πάει να γενικευθεί η αλλοίωση της γιορτής της Κοιμήσεως.

Ευτυχώς, που αρκετοί Μητροπολίτες αντιστέκονται και κρατούν τη θεολογική σοβαρότητα της γιορτής.

-Ρέπουμε σε θρησκευτικές φιγούρες και σε «εφέ». Βρήκαν, λοιπόν, την ευκαιρία να καλυφθεί η ποιμαντική κουφότητα και η θεολογική απουσία με ανύπαρκτους επιταφίους και ανόητους θρήνους.

Καλούν δε και την «μπάντα» να παιανίζει και τους επισήμους να παρίστανται και οργανώνουν… περιφορά επιταφίου μέσα στο καλοκαίρι!

Η Ι. Σύνοδος της Εκκλησίας της Ελλάδος, ύστερα από την φετινή κατάχρηση των θρησκευτικών αυθαιρεσιών, θα υποδείξει, όπως πιστεύουμε, τα δέοντα.

Κοίμηση έχουμε. Δεν έχουμε θάνατο. Στο θάνατο θρηνούν οι «μή ἒχοντες ἐλπίδα» (Α΄ Θες. δ΄ 13). Στην Κοίμηση αγάλλονται οι πιστοί. Όταν μάλιστα η Κοίμησις γίνεται Μετάστασις, όπως γιορτάζει η Εκκλησία για το πρόσωπο της Υπεραγίας Θεοτόκου».

Συμπερασματικά σημειώνουμε τα εξής.

1) Η απαγόρευση του Οικ. Πατριαρχείου και της Εκκλησίας της Ελλάδος είναι σαφής.

2) Η συγκεκριμένη τελετή σαφώς έχει τοπική -Ιεροσολυμίτικη- προέλευση, γίνεται στον τάφο της Παναγίας και ας μείνει εκεί. Εκεί όντως έχει νόημα και αξία. Παραπέρα χάνει…

. Ο Επιτάφιος και τα Εγκώμια είναι μια ιδιαιτερότητα του Χριστού μέσα στη λατρεία μας. Δεν αξίζει ο Χριστός να έχει αυτή την ιδιαιτερότητα; Γιατί την καταργούμε;

Μπορεί βέβαια και τη Μεγάλη Παρασκευή να ψέλνουμε Εγκώμια στον Χριστό, και να περιφέρουμε τον Επιτάφιο, κτυπώντας πένθιμα τις καμπάνες, όμως παράλληλα περιμένουμε την εκ νεκρών Ανάστασή Του. Δεν μένουμε δηλαδή στο θάνατό Του, που θα ήταν απελπισία. Δεν συμβαίνει όμως το ίδιο και με τα Εγκώμια και τον Επιτάφιο της Παναγίας. Η τοποθέτηση του Επιταφίου στη μέση του Ναού, η περιφορά του (σε μερικές ενορίες χτυπάνε και τις καμπάνες πένθιμα!), αφήνουν την αίσθηση ότι η Παναγία πέθανε και έμεινε στον τάφο. Όμως, μετέστη προς τους ουρανούς, νικώντας και αυτή με τον θάνατο, τον θάνατο. Αυτή η νίκη κατά του θανάτου «θάβεται» με τον Επιτάφιο, που κάνουμε προς τιμήν της! Κάτι ήξεραν οι προγενέστεροι Πατέρες-Συνοδικοί Αρχιερείς, που είπαν:

«… Η τοιαύτη ακολουθία είναι ασυνήθης και πάντη ξένη εις την καθ’όλου ορθόδοξον Ανατολικήν του Χριστού Εκκλησίαν

3) Το ιεροσολυμίτικο τυπικό όντως επικράτησε παντού. Σε ορισμένα όμως χρειάζεται διακριτική αυτοσυγκράτηση. Να ξεχωρίζουμε τα τοπικά.

4) Μια πιο συγκρατημένη τελετή στα πλαίσια της Λιτής του Εσπερινού της Παναγίας (όπως προτείνει ο Καθηγητής κ. Αριστ. Πανώτης σε έκδοσή του), χωρίς κουβούκλια και περιφορές -που θυμίζουν ακριβώς Μ. Παρασκευή- θα ήταν ίσως ανεκτή.

Βέβαια, το «Τυπικό» δεν είναι δόγμα, ώστε να μην μπορεί να αλλάξει. Όμως, αυτό δεν μπορεί να γίνει από έναν Ιερέα, ή από έναν Επίσκοπο, αλλά «Συνοδικώς» (Κανόνας ΛΔ΄ Αγίων Αποστόλων), Αλίμονο, αν ο κάθε Ιερέας ή ο κάθε Επίσκοπος «ράβει και ξηλώνει» μέσα στην Ορθόδοξη Εκκλησία κατά το δοκούν. Άλλωστε, μια διαφορά ανάμεσα στον Ορθόδοξο Χριστιανό και στον Προτεστάντη, είναι πως ο μεν πρώτος είναι δεσμευμένος από την Παράδοσή του, και δεν μπορεί να κάνει πράγματα «ων ο παρελθών χρόνος ουκ έχει τα υποδείγματα» ( Μ. Βασίλειος, επιστολή 130), ενώ ο δεύτερος, επειδή ακριβώς στερείται Παραδόσεως, κάνει ο,τι του αρέσει. Γι’αυτό και η Αγία Εβδόμη Οικουμενική Σύνοδος «τους τολμώντας τας εκκλησιαστικάς παραδόσεις αθετείν και καινοτομίαν τινά επινοείν» θέτε βαρύτατα επιτίμια (Πράξη Η΄). Και αν δεν μας συνετίζουν οι αποφάσεις Οικουμενικών Συνόδων, ποιος θα μας συνετίσει;

Τέλος ας έχουμε υπόψη ότι η Παναγία είναι θρόνος του Χριστού, Τον οποίον κρατάει και μας προτείνει προς προκύνηση και δεν είναι… αυτόνομη ημίθεος (!!). Τέτοιες ευλάβειες δεν την τιμούν, την θυμώνουν…..

Ας την παρακαλούμε να ΠΡΕΣΒΕΥΕΙ για μας, ώστε να μας σώσει ο ΧΡΙΣΤΟΣ.

Δημήτρης Γεωργαντώνης


Ῥεμβασμὸς τοῦ Δεκαπενταυγούστου


Παπαδιαμάντης Ἀλέξανδρος


Ἀνάμεσα εἰς συντρίμματα καὶ ἐρείπια, λείψανα παλαιᾶς κατοικίας ἀνθρώπων, ἐν μέσῳ ἀγριοσυκῶν, μορεῶν μὲ ἐρυθροὺς καρπούς, εἰς ἔρημον τόπον, ἀπόκρημνον ἀκτήν, πρὸς μίαν παραλίαν βορειοδυτικὴν τῆς νήσου, ὅπου τὴν νύκτα ἑπόμενον ἦτο νὰ βγαίνουν καὶ πολλὰ φαντάσματα, εἴδωλα ψυχῶν κουρασμένων, σκιαὶ ἐπιστρέφουσαι, καθὼς λέγουν, ἀπὸ τὸν ἀσφοδελὸν λειμῶνα, ἀφήνουσαι κενὰς οἰμωγὰς εἰς τὴν ἐρημίαν, θρηνοῦσαι τὸ πάλαι ποτὲ πρόσκαιρον σκήνωμά των, εἰς τὸν ἐπάνω κόσμον -ἐκεῖ ἀνάμεσα ἐσώζετο ἀκόμη ὁ ναΐσκος τῆς Παναγίας τῆς Πρέκλας. Δὲν ὑπῆρχε πλέον οἰκία ὀρθή, δὲν ὑπῆρχε στέγη καὶ ἄσυλον εἰς ὅλον τὸ ὀροπέδιον ἐκεῖνο, παρὰ τὴν ἀπορρώγα ἀκτήν. Μόνος ὁ μικρὸς ναΐσκος ὑπῆρχε καὶ εἰς τὸ προαύλιον τοῦ ναΐσκου ὁ Φραγκούλης Κ. Φραγκούλας εἶχε κτίσει μικρὸν ὑπόστεγον καλύβην μᾶλλον ἢ οἰκίαν, λαβὼν τὴν ξυλείαν, ὅσην ἠδυνήθη νὰ εὕρη, καὶ τινας λίθους ἀπὸ τὰ τόσα τριγύρω ἐρείπια, διὰ νὰ στεγάζεται προχείρως ἐκεῖ καὶ καπνίζῃ ἀκατακρίτως τὸ τσιμποῦκι του, μὲ τὸν ἠλέκτρινον μαμόν, ἔξω τοῦ ναοῦ, ὁ φιλέρημος γέρων.

Ὁ ναΐσκος ἦτο ἰδιόκτητος· πρᾶγμα σπάνιον εἰς τὸν τόπον, λείψανον παλαιοῦ θεσμοῦ· ἦτον κτῆμα αὐτοῦ τοῦ γέροντος Φραγκούλα. Ὁ ἀξιότιμος πρεσβύτης, φέρων ὅλα τὰ ἐξωτερικὰ γνωρίσματα προεστοῦ, ὡραῖον φέσι τοῦ Τουνεζίου, ἐπανωβράκι τσόχινον, μὲ ζώνην πλατεῖαν κεντητήν, μακρὰν τσιμπούκαν μὲ ἠλέκτρινον μαμόν, καὶ κρατῶν μὲ τὴν ἀριστερὰν ἠλέκτρινον μακρὸν κομβολόγιον, δὲν ἦτο καὶ πολὺ γέρων, ὡς πενήντα πέντε χρόνων ἄνθρωπος. Κατήγετο ἀπὸ τὴν ἀρχαιοτέραν καὶ πλέον γνησίως αὐτόχθονα οἰκογένειαν τοῦ τόπου. Ἦτον ἐκ νεαρᾶς ἡλικίας εὐσταλής, ὑψηλός, λεπτὸς τὴν μέσην, μελαγχροινός, μὲ ἁδροὺς χαρακτῆρας τοῦ προσώπου, δασείας ὀφρύς, ὀφθαλμοὺς μεγάλους, ὀγκώδη ρῖνα, χονδρὰ χείλη προέχοντα. Ἠγάπα πολὺ τὰ μουσικὰ τά τε ἐκκλησιαστικὰ καὶ τὰ ἐξωτερικά, ὑπῆρξε δὲ μὲ τὴν χονδρήν, ἀλλὰ παθητικὴν φωνήν του, ψάλτης καὶ τραγουδιστὴς εἰς τὸν καιρόν του μέχρι γήρατος.

Τὴν Σινιώραν, ὡραίαν νέαν, λεπτοφυῆ, λευκοτάτην, τὴν εἶχε νυμφευθῆ ἀπὸ ἔρωτα. Ἤδη εἶχε συζήσει μαζί της ὑπὲρ τὰ εἴκοσι πέντε ἔτη, καὶ εἶχεν ἀποκτήσει τέσσαρας υἱοὺς καὶ τρεῖς θυγατέρας. Ἀλλὰ τώρα, εἰς τὸν οὐδὸν τοῦ γήρατος, δὲν συνέζη πλέον μαζί της.

Εἶχε χωρίσει ἅπαξ ἤδη, ἀφοῦ ἐγεννήθησαν τὰ τέσσαρα πρῶτα παιδία, δυὸ υἱοὶ καὶ δυὸ θυγατέρες· ὁ πρῶτος οὖτος χωρισμὸς διήρκεσεν ἐπὶ τινας μῆνας. Εἶτα ἐπῆλθε συνδιαλλαγὴ καὶ συμβίωσις πάλιν. Τότε ἐγεννήθησαν ἄλλα δυὸ τέκνα, υἱὸς καὶ θυγάτριον. Εἶτα ἐπῆλθε δεύτερος χωρισμός, ὑπὲρ τὸ ἔτος διαρκέσας. Μετὰ τὸν χωρισμὸν δευτέρα συνδιαλλαγή. Τότε ἐγεννήθη ὁ τελευταῖος υἱός. Ἀκολούθως ἐπῆλθε μακρὸς χωρισμὸς μεταξὺ τῶν συζύγων. Ὁ τελευταῖος οὖτος χωρισμός, μετὰ πολλὰς ἀγόνους ἀποπείρας συνδιαλλαγῆς, διήρκει ἀπὸ τριῶν ἐτῶν καὶ ἡμίσεος. Δὲν ἦτο πλέον φόβος νὰ γεννηθοῦν ἄλλα τέκνα. Ἡ Σινιώρα ἦτο ὑπερτεσσαρακοντοῦτις ἤδη.

Τὴν ἑσπέραν ἐκείνην, τῆς 13 Αὐγούστου τοῦ ἔτους 186… ἐκάθητο μόνος, ὁλομόναχος, ἔξω τοῦ ναΐσκου, εἰς τὸ προαύλιον, ἔμπροσθεν τῆς καλύβης τὴν ὁποίαν εἶχε κτίσει, ἐκάπνιζε τὸ τσιμπούκι του κ᾿ ἐρρέμβαζεν. Ὁ καπνὸς ἀπὸ τὸν λουλὰν ἀνέθρωσκε καὶ ἀνέβαινεν εἰς κυανοὺς κύκλους εἰς τὸ κενόν, καὶ οἱ λογισμοὶ τοῦ ἀνθρώπου ἐφαίνοντο νὰ παρακολουθοῦν τοὺς κύκλους τοῦ καπνοῦ καὶ νὰ χάνωνται μετ᾿ αὐτῶν εἰς τὸ ἀχανές, τὸ ἄπειρον. Τί ἐσκέπτετο;

Βεβαίως τὴν σύζυγόν του, μὲ τὴν ὁποίαν ἦσαν εἰς διάστασιν, καὶ τὰ τέκνα του, τὰ ὁποῖα σπανίως ἔβλεπεν. Ἐσχάτως τοῦ εἶχον παρουσιασθῆ πρώτην φορὰν εἰς τὴν ζωήν του, καὶ οἰκονομικαὶ στενοχωρίαι. Ὁ Φραγκούλας ἦτο μεγαλοκτηματίας. Εἶχε παμπόλλους ἐλαιῶνας, ἀμπέλια ἀρκετά, καὶ χωράφια ἀμέτρητα. Μόνον ἀπὸ τὸν ἀντίσπορον τῶν χωραφιῶν ἠμποροῦσε νὰ μὴν ἀγοράζῃ ψωμὶ δι᾿ ὅλου τοῦ ἔτους αὐτὸς καὶ ἡ οἰκογένειά του. Οἱ δὲ ἐλαιῶνες, ὅταν ἐκαρποφόρουν ἔδιδον ἀρκετὸν εἰσόδημα. Ἀλλ᾿ ἐπειδὴ δὲν εἰργάζετο ποτὲ μόνος του, τὰ ἔξοδα «τὸν ἔτρωγαν!» Εἶτα, αὐξανομένης τῆς οἰκογενείας, συνηυξάνοντο καὶ αἱ ἀνάγκαι. Καὶ ὅσον ηὔξανον τὰ ἔξοδα, τόσον τὰ ἔσοδα ἠλαττοῦντο. Ἦλθαν «δυστυχισμένες χρονιές», ἀφορίαι, συμφοραί, θεομηνίαι. Εἶτα, διὰ πρώτην φορὰν, ἔλαβεν ἀνάγκην μικρῶν δανείων. Δὲν ἐφαντάζετο ποτὲ ὅτι μία μικρὴ κάμπη ἀρκεῖ διὰ νὰ καταστρέψῃ ὁλόκληρον φυτείαν. Ἀπηυθύνθη εἰς ἕνα τοκογλύφον τοῦ τόπου.

Οἱ τοιοῦτοι ἦσαν ἄνθρωποι «φερτοί», ἀπ᾿ ἔξω, καὶ ὅταν κατέφυγον εἰς τὸν τόπον, ἐν ὥρᾳ συμφορᾶς καὶ ἀνεμοζάλης, κατὰ τὴν Μεγάλην Ἐπανάστασιν, ἢ κατὰ τὰ ἄλλα κινήματα τὰ πρὸ αὐτῆς, ἀρχομένης τῆς ἑκατονταετηρίδος, κανεὶς δὲν ἔδωκεν προσοχὴν καὶ σημασίαν εἰς αὐτούς.

Ἀλλ᾿ ἐπειδὴ οἱ ἐντόπιοι εἶχον ἀποκλειστικὴν προσήλωσιν εἰς τὰ κτήματα, οὗτοι, οἱ ἐπήλυδες, ὡς πράττουσιν ὅλοι οἱ φύσει καὶ θέσει Ἑβραῖοι, ἔδωκαν ὅλην τὴν σημασίαν καὶ τὴν προσοχήν των εἰς τὰ χρήματα. Ἤνοιξαν ἐργαστήρια, μαγαζεῖα, κ᾿ ἐμπορεύοντο κ᾿ ἐχρηματίζοντο. Εἶτα ἦλθεν ἡ ὥρα, ὅπως καὶ τώρα καὶ πάντοτε συμβαίνει, οἱ ἐντόπιοι ἔλαβον ἀνάγκην τῶν χρημάτων, καὶ τότε ἤρχισαν νὰ ὑποθηκεύουν τὰ κτήματα. Ἑωσότου παρῆλθε μία γενεά, ἢ μία καὶ ἡμισεία, καὶ τὰ χρήματα ἐπέστρεψαν εἰς τοὺς δανειστὰς συμπαραλαβόντα μεθ᾿ ἑαυτῶν καὶ τὰ κτήματα.

Ἕως τότε δὲν εἶχε συλλογισθῆ τοιαῦτα πράγματα ὁ Φραγκούλης Φραγκούλας, οὔτε τὸν ἔμελε ποτέ του περὶ χρημάτων. Ἀλλ᾿ ἐπ᾿ ἐσχάτων εἶχε λάβει ἀνάγκην καὶ δευτέρου καὶ τρίτου δανείου, καὶ οἱ δανεισταὶ προθύμως τοῦ ἔδιδαν, ἀλλ᾿ ἀπήτουν νὰ τοὺς καθιστᾶ ὑπέγγυα τὰ καλλίτερα κτήματα, ἐκ τῶν ὁποίων ἕκαστον εἶχε κατ᾿ αὐτὸν ἐκτιμητήν, δεκαπλασίαν ἀξίαν τοῦ ποσοῦ τοῦ δανειζομένου… Πλὴν φεῦ! αὐτὸς δὲν ἦτο μόνος καϋμός του.

Ὁ Φραγκούλης Φραγκούλας δὲν ἐφόρει πλέον τὸ ὡραῖον του μαῦρον φέσι, τὸ τουνεζιάνικον· ἔφερεν οἰκιακὸν μαῦρον σκοῦφον ἐπὶ τῆς κεφαλῆς. Ἀλλ᾿ εὑρίσκετο σήμερον εἰς τὴν ἐξοχήν. Ἐὰν τὸν συνηντῶμεν τὴν προτεραίαν εἰς τὴν ἀγοράν, κάτω εἰς τὴν πολίχνην, θὰ ἐβλέπομεν ὅτι εἶχε βάψει μαῦρον τὸ φέσι του… Εἶχε πρόσφατον πένθος.

-Α! Τὤχασα τὸ καϋμένο μ᾿, τὸ εὐάγωγο, τὤχασα.

Ὁ γέρο-Φραγκούλης ἐστέναζε, καὶ εἶχε δίκαιον νὰ στενάζῃ. Τὸ καλλίτερον κοράσιόν του, τὸ τρίτον, τὸ μικρότερον, δεκατετραετὲς μόλις τὴν ἡλικίαν –τὸ ὁποῖον εἶχε γεννηθῆ κατά τι διάλειμμα ἔρωτος, μεταξὺ δυὸ χωρισμῶν- τοῦ εἶχεν ἀποθάνει πρὸ ὀλίγων μηνῶν…

Καὶ αὐτὸς ἦλθεν εἰς τὴν Παναγίαν διὰ νὰ κλαύσῃ καὶ νὰ πῇ τὸν πόνο του. Ἦτον κτῆμα του ὁ ναΐσκος τῆς Παναγίας τῆς Πρέκλας. Τὸ ἐκκλησίδιον ἦτο εὐπρεπέστατον, ὡραῖα στολισμένον, καὶ εἶχε καλὰς εἰκόνας –καὶ μάλιστα τὴν φερώνυμον, τὴν γλυκεῖαν Παναγίαν τὴν Πρέκλαν- σκαλιστὸν χρυσωμένον τέμπλον, πολυέλαιον καὶ μανουάλια ὀρειχάλκινα, κανδήλια ἀργυρᾶ. Ἔφερε πάντοτε ὁ ἰδιοκτήτης μαζί του τὴν βαρεῖαν ὑπερμεγέθη κλεῖδα τῆς δρύϊνης θύρας τῆς στερεᾶς, καὶ δὲν ἔλειπε συχνὰ νὰ ἐπισκέπτεται τὴν Παναγίαν. Τὴν ἡμέραν ἐκείνην θὰ ἐτελεῖτο πανήγυρις εἰς τὸν ναΐσκον, τιμώμενον ἐπ᾿ ὀνόματι τῆς Κοιμήσεως. Θὰ ἤρχοντο ἀπὸ τὸν τόπον πολλαὶ οἰκογένειαι καὶ ἄτομα, δωδεκάδες τινὲς προσκυνητῶν καὶ πανηγυριστῶν καὶ ὁ Παππανικόλας ὁ συμπέθερός του. Εἰς τὸν Παππανικόλαν ἔδιδεν ὁ Φραγκούλης διὰ τὸν κόπον του ἓν τάλληρον, περιπλέον δὲ εἰσέπραττεν ὁ παππᾶς διὰ λογαριασμόν του τὰς δεκάρας, ὅσας ἔδιδον αἱ γυναῖκες «διὰ νὰ γράψουν τὰ ὀνόματα» ἢ τὰ «ψυχοχάρτια». Ὅλα τ᾿ ἄλλα, προσφορᾶς, ἀρτοκλασίαν, πώλησιν κηρίων κ.τ.λ. τὰ εἰσάπραττεν ὁ Φραγκούλης ὡς εἰσόδημα ἰδικόν του…

Καὶ τώρα τοὺς ἐπερίμενε νὰ ἔλθουν πάλιν… καὶ ἀνελογίζετο πῶς ἄλλοτε, ὅταν ἦτο νέος ἀκόμη, μετὰ τὸν πρῶτον χωρισμὸν ἀπὸ τὴ γυναῖκα του, ἡ πανήγυρις αὕτη τῆς Παναγίας τῆς Κοιμήσεως ἔγινεν ἀφορμὴ διὰ νὰ ἐπέλθῃ συνδιαλλαγὴ μετὰ τῆς γυναικός του. Κατόπιν τῆς συνδιαλλαγῆς ἐκείνης ἐγεννήθη ὁ τρίτος υἱός, καὶ τὸ Κουμπώ, τὸ θυγάτριον τὸ ὁποῖον ἐθρήνει τώρα ὁ γέρο-Φραγκούλης.

-Τὤχασα, τὸ καυμένο μου, τὸ εὐάγωγο, τὤχασα!…

Ὤ, δὲν ἐλυπεῖτο τώρα τόσον πολὺ τὸν ἀπὸ τῆς γυναικός του χωρισμὸν –τὴν ὁποίαν ἄλλως τε τρυφερῶς ἠγάπα-, ὅσον ἐθρήνει τὴν σκληρὰν ἀπώλειαν ἐκείνη τῆς κορασίδος, τὴν ὁποίαν εἰς τὸν ἄλλον κόσμον ἤλπιζε μόνον νὰ ἐπανεύρῃ… Καὶ κατενύσσετο πολὺ ἡ καρδία του καὶ ἐθλίβετο… Καὶ ἀνελογίσθη ὅτι τὸ πάλαι ἐδῶ οἱ χριστιανοί, ὅσοι ἦσαν ὡς αὐτὸς τεθλιμμένοι, εἰς τὸν ναΐσκον αὐτὸν τῆς Παναγίας τῆς Πρέκλας ἤρχοντο τὰς ἡμέρας αὐτάς, νὰ εὕρωσι διὰ τῆς ἐγκρατείας καὶ τῆς προσευχῆς καὶ τοῦ ἱεροῦ ᾄσματος ἀναψυχὴν καὶ παραμυθίαν… Τὸν παλαιὸν καιρόν, πρὸ τοῦ εἰκοσιένα, ὅταν τὸ σήμερον ἔρημον καὶ κατηρειπωμένον χωρίον ἐκατοικεῖτο ἀκόμη, ὅλοι οἱ κάτοικοι, καὶ τῶν δυὸ ἐνοριῶν, ἤρχοντο εἰς τὸν ναὸν τῆς Πρέκλας, ὅστις ἦτο ἁπλοῦν παρεκκλήσιον, ν᾿ ἀκούσωσι τὰς ψαλλομένας Παρακλήσεις καθ᾿ ὅλον τὸν Δεκαπενταύγουστον…

Ἄφησεν εἰς τὴν ἄκρην τὸ τσιμπούκι, τὸ ὁποῖον εἶχε σβύσει ἤδη ἀνεπαισθήτως, ἐν μέσῳ τῆς ἀλλοφροσύνης τῶν ρεμβασμῶν τοῦ καπνιστοῦ, καὶ ἀκουσίως ἤρχισε νὰ ὑποψάλλῃ.

Ἔλεγε τὸν Μέγαν Παρακλητικὸν Κανόνα καὶ τὸν εἰς τὴν Παναγίαν, ὅπου διηγῳδοῦνται τὰ παθήματα καὶ τὰ βάσανα μιᾶς ψυχῆς καὶ τὴν σειρὰν ὅλην τῶν κατανυκτικῶν ὕμνων, ὅπου εἷς βασιλεὺς Ἕλλην, διωγμένος, πολεμημένος, στενοχωρημένος, ἀπὸ Λατίνους καὶ Ἄραβας καὶ τοὺς ἰδικούς του, διεκτραγῳδεῖ πρὸς τὴν Παναγίαν τοὺς ἰδίους πόνους του, καὶ τοὺς διωγμούς, ὅσους ὑπέφερεν ἀπὸ τὰ στίφη τῶν βαρβάρων, τὰ ὁποῖα ὀνομάζει «νέφη».

Εἶτα, κατὰ μικρόν, ἀφοῦ εἶπεν ὅσα τροπάρια ἐνθυμεῖτο ἀπὸ στήθους, ὕψωσεν ἀκουσίως τὴν φωνήν, καὶ ἤρχισε νὰ μέλπῃ τὸ ἀθάνατον ἐκεῖνο:
«Ἀπόστολοι ἐκ περάτων, συναθροισθέντες ἐνθάδε,
Γεθσημανῇ τῷ χωρίῳ κηδεύσατέ μου τὸ σῶμα,
Καὶ Σύ, Υἱὲ καὶ Θεέ μου, παράλαβέ μου τὸ πνεῦμα»,
…Καὶ εἶτα προσέτι, παρεκάλει διὰ τοῦ ᾄσματος τὴν Παναγίαν, νὰ εἶναι μεσίτρια πρὸς τὸν Θεόν, «μή μοῦ ἐλέγξη τὰς πράξεις ἐνώπιον τῶν Ἀγγέλων…» Ὤ, αὐτὸ εἶχε τὴν δύναμιν καὶ τὸ προνόμιον νὰ κάμνῃ πολλὰ ζεύγη ὀφθαλμῶν νὰ κλαίωσι τὸν παλαιὸν καιρόν, ὅταν οἱ ἄνθρωποι ἔκλαιον ἀκόμη ἑκούσια δάκρυα ἐκ συναισθήσεως…
Ὁ γέρο-Φραγκούλης ἐπίστευε καὶ ἔκλαιεν… Ὤ, ναί, ἦτον ἄνθρωπος ἀσθενής· ἠγάπα καὶ ἡμάρτανε καὶ μετενόει… Ἠγάπα τὴν θρησκείαν, ἠγάπα τὴν σύζυγον καὶ τὰ τέκνα του, ἐπόθει ἀκόμη τὸν συζυγικὸν βίον, ἐπόθει καὶ τὸν βίον τὸν μοναχικόν. Τὸν καιρὸν ἐκεῖνον εἶχε ἀγαπήσει ἐξ ὅλης καρδίας τὴν Σινιωρίτσα του… καὶ τὴν ἠγάπα ἀκόμη. Ἀλλ᾿ ὅσον τρυφερὸς ἦτον εἰς τὸν ἔρωτα, τόσον εὐεπίφορος εἰς τὸ πεῖσμα, καὶ τόσον γοργὸς εἰς τὴν ὀργήν. Ὤ, ἀτέλειαι τῶν ἀνθρώπων!

Τώρα εἰς τοὺς τελευταίους χρόνους, εἶχε γνωρίσει ἀκόμη καὶ τὴν οἰκονομικὴν στενοχωρίαν, τὸ παράπονον τῆς ξεπεσμένης ἀρχοντιᾶς, τὰς πιέσεις καὶ τὰς ἀπειλὰς τῶν τοκογλύφων. «Τὸ διάφορο κεφάλι! τὸ διάφορο κεφάλι! τὸ διάφορο κεφάλι!» Ἐπὶ τέσσαρας ἐνιαυτοὺς ἦτον ἀφορία, αἱ ἐλαίαι δὲν ἐκαρποφόρησαν· ὁ καρπὸς εἶχε προσβληθῆ ἀπὸ ἄγνωστον ἀσθένειαν, διὰ τὰς ἁμαρτίας τῶν ἰδιοκτητῶν. Εἶχαν κιτρινίσει καὶ μαυρίσει αἱ ἐλαῖαι, καὶ ἦσαν γεμᾶται ἀπὸ βοῦλες καὶ εἶχαν πέσει ἄκαιρα. Τόσα «ὑποστατικά», τόσα «μούλκια», τόσο «βιὸς», ἀγύριστα κτήματα, σχεδὸν τσιφλίκια, ἠπειλοῦντο νὰ περιέλθωσιν εἰς χεῖρας τῶν τοκογλύφων. Ἐγέννα ἢ ὄχι ἡ γῆ, ἐκαρποφόρουν ἢ ὄχι τὰ δένδρα, ὁ τόκος δὲν ἔπαυε. Τὰ κεφάλαια «ἔτικτον». Ἔπαυσε νὰ τίκτῃ ἡ γόνιμος (ὅπως λέγει ὁ Ἅγιος Βασίλειος), ἀφοῦ τὰ ἄγονα ἤρχισαν κ᾿ ἐξηκολούθουν νὰ τίκτουν…

Ἀνελογίζετο αὐτά, κ᾿ ἔκλαιεν ἡ ψυχή του. Δὲν ἤλπιζε πλέον, οὔτε ηὔχετο σχεδόν, νὰ ἤρχετο ἡ Σινιωρίτσα αὔριον εἰς τὴν πανήγυριν, ὅπως ἤρχετο τακτικὰ κάθε χρόνον ἄλλοτε, ὅταν ἦσαν «μονιασμένοι», -ὅπως εἶχεν ἔλθει καὶ ἅπαξ, εἰς καιρὸν ὁποὺ εὑρίσκοντο χωρισμένοι πρὸ δεκαπέντε ἐτῶν… Τώρα μόνον ἡ ψυχὴ τῆς Κούμπως, τῆς ἀθῴας μικρᾶς παρθένου, εἶθε νὰ παρίστατο ἀοράτως εἰς τὴν πανήγυριν ἀγαλλομένη.

Ὤ! ἄλλοτε, πρὸ δεκαπέντε ἐτῶν, πρὶν γεννηθῆ ἀκόμη ἡ Κούμπω ναί, ἡ Παναγία εἶχε δωρήσει τὸ ἁβρὸν ἐκεῖνο ἄνθος εἰς τὸν Φραγκούλην καὶ τὴν Σινιώραν, καὶ ἡ Παναγία πάλιν τὸ εἶχε δρέψει καὶ τὸ εἶχεν ἀναλάβει πλησίον της. Πρὶν μολυνθῆ ἐκ τῆς ἐπαφῆς τῶν ματαίων του κόσμου. Τὸν καιρὸν ἐκεῖνον, εἶχε συμβῇ ὁ πρῶτος χωρισμός, τὸ πρῶτον πεῖσμα, τὸ πρῶτον κάκιωμα μεταξὺ τῶν συζύγων. Καὶ ὁ Φραγκούλης, θυμώδης, ὀξύχολος, δριμύς, εἶχεν ἀναβῇ ὅπως τώρα, ἀπὸ τὴν πολίχνην τὴν κατοικημένην εἰς τὸ παλαιὸν χωρίον τὸ ἔρημον, τοῦ ὁποίου ἐσώζοντο τότε ἀκόμη ὀλίγισται οἰκίαι καὶ δὲν ἦτο ἐρείπιον ὅλον, ὅπως σήμερον. Καὶ καθὼς τώρα, εἶχεν ἔλθει δυὸ ἢ τρεῖς ἡμέρας πρὸ τῆς ἑορτῆς εἰς τὸ παρεκκλήσιον τῆς Πρέκλας, ἐκάθητο δὲ εἰς τὰ πρόθυρα τοῦ ναΐσκου κι᾿ ἐκάπνιζε τὸ μακρὸν τσιμπούκι μὲ τὸ ἠλέκτρινον ἐπιστόμιον. Πλὴν τότε τὸ φέσι τοῦ ἦτο κατακόκκινον, καὶ τώρα ἐφόρει μαῦρον σκοῦφον… Καὶ τότε ὁ Φραγκούλης ἦτο σαράντα χρόνων καὶ τώρα ἦτο πενηνταπέντε. Τότε ἔτρεφε πεῖσμα καὶ χολήν, ἀλλ᾿ εἶχε πολὺ περισσότερον καὶ βαθύτερον συζυγικὸν ἔρωτα, καὶ μόνον νύξιν ἤθελεν· ἦτον ἕτοιμος νὰ συγχωρήσῃ καὶ ν᾿ ἀγαπήσῃ… Ἀλλὰ τώρα δὲν εἶχε πλέον οὔτε πεῖσμα σχεδὸν οὔτε ὀργήν, ἠγάπα τὴν Σινιώραν, τὴν ἐπόνει, ἀλλ᾿ ἔκλαιε πολὺ περισσότερον διὰ τὸ θυγάτριόν του, τὸ Κουμπώ. «Τὸ καϋμένο τὸ εὐάγωγο!».

Ἐκείνην τὴν φορὰν, ὁ παπα-Νικόλας, ἅμα ἔφθασε τὴν παραμονήν, ἀκολουθούμενος ἀπὸ πλῆθος προσκυνητῶν διὰ τὴν πανήγυριν, ἐστάθη πλησίον τῆς θύρας τοῦ ναοῦ, παρὰ τὴν γωνίαν, καὶ τοῦ εἶπε μυστηριωδῶς:

-Θὰ ’χῃς μουσαφιρλίκια, θαρρῶ.

-Τί τρέχει, παπά; ἠρώτησε μειδιῶν ὁ Φραγκούλης, ὅστις ἐμάντευσε πάραυτα.

-Θὰ σοῦ ἔλθει τ᾿ ἀσκέρι… Κύτταξε, Φραγκούλη, φρόνιμα, χωρὶς πείσματα.

Ὁ παπάς, ἀσκέρι λέγων, ἐννοοῦσε προφανῶς τὴν οἰκογένειαν τοῦ Φραγκούλα· ἀλλὰ τάχα μόνον τὰ παιδία, τὰ δυὸ μεγαλείτερα ἐκ τῶν τεσσάρων; -καθόσον τὰ ἄλλα δυὸ τὰ μικρά, δὲν θὰ ἠδύναντο νὰ κουβαληθοῦν εἰς διάστημα τριῶν ὡρῶν ὁδοιπορίας χωρὶς τὴν μητέρα των. Ὁ Φραγκούλης ἠθέλησε νὰ βεβαιωθῇ.

-Θὰ ’ρθῃ μαζὶ κι᾿ ἡ μάνα τους;

-Βέβαια… πιστεύω, εἶπεν ὁ παππᾶς.

Τῷ ὄντι, ὅταν ἐβράδυασε καλὰ καὶ ἄρχισε νὰ σκοτεινιάζῃ, ἡ κυρὰ Σινιώρα ἦλθε, μαζὶ μὲ τὴν γραῖαν μητέρα της καὶ μὲ τὰ τέσσερα παιδιά της, ἐν συνοδείᾳ καὶ ἄλλων προσκυνητριῶν, γειτονισσῶν ἢ συγγενῶν της. Ἀπὸ πολλῶν μηνῶν δὲν εἶχεν ἰδεῖ τὸν συζυγόν της, ὅστις εἶχε κατοικήσει χωριστὰ –εἰς εὐτελὲς δωμάτιον, χάρις ταπεινώσεως, τὸ ὁποῖον ὀνόμαζε «τὸ κελλί του», καὶ ἔζη ἀπὸ μηνῶν ὡς καλόγηρος. Ἐπλησίασε δειλή, κάτω νεύουσα· ὁ Φραγκούλης ἵστατο ἐκεῖ παραπέρα ἀπὸ τὴν θύραν τῆς ἐκκλησίας, κ᾿ ἔκαμνε πὼς ἔβλεπεν ἀλλοῦ καὶ πὼς ἐπρόσεχεν εἰς τινα ὁμιλίαν περὶ ἀγροτικῶν ὑποθέσεων μεταξὺ δυὸ ἢ τριῶν χωρικῶν.

Ἡ Σινιώρα εἰσῆλθεν εἰς τὸν Ναΐσκον, ἐπροσκύνησεν, ἐκόλλησε κηρία καὶ ἠσπάσθη τὰς εἰκόνας. Εἶτα μετὰ τινα ὥραν ἐξῆλθεν. Ἐπλησίασε συνεσταλμένη κ᾿ ἐχαιρέτησε τὸν σύζυγόν της. Οὗτος ἔτεινε πρὸς αὐτὴν τὴν χεῖρα καὶ ἠσπάσθη φιλοστόργως τὰ τέκνα του.

Ἤδη ἐνύκτωνε καὶ ἐψάλη ὁ Μικρὸς Ἑσπερινός. Ἀκολούθως μετὰ τὸ λιτὸν σαρακοστιανόν, τὸ ὁποῖον ἔφαγον καθ᾿ ὁμάδας καθίσαντες οἱ διάφοροι προσκυνηταὶ ἐδῶ κι᾿ ἐκεῖ ἐπὶ τῶν χόρτων καὶ τῶν ἐρειπίων, ὁ Φραγκούλης ἠτοίμασεν ἰδιοχείρως ξύλινον σήμαντρον πρόχειρον κατὰ μίμησιν ἐκείνων τὰ ὁποῖα συνηθίζονται εἰς τὰ μοναστήρια, καὶ φέρων τρεῖς γύρους περὶ τὸν ναόν, τὸ ἔκρουσε μόνος του, πρῶτον εἰς τροχαϊκὸν ρυθμόν: «τὸν Ἀδάμ, Ἀδάμ, Ἀδάμ!» εἶτα εἰς ἰαμβικόν: «τὸ τάλαντον, τὸ τάλαντον!»

Εὐθὺς τότε τὰ δυὸ παιδία τοῦ Φραγκούλα καὶ πέντε ἢ ἐξ ἄλλοι μικροὶ μοσχομάγκαι ἀνερριχήθησαν ἐπάνω εἰς τὴν στέγην τοῦ ναοῦ, ἄνωθεν τῆς θύρας, καὶ ἤρχισαν νὰ βαροῦν τρελλά, ἀλύπητα, ἀχόρταστα, τὸν μικρὸν μισορραγισμένον κώδωνα, τὸν κρεμάμενον ἀπὸ δυὸ διχαλῶν ξύλων, ἐκεῖ ἐπάνω. Ὕστερον ἀπὸ πολλὰς φωνάς, μαλώματα καὶ ἐπιπλήξεις τοῦ Φραγκούλα, τοῦ μπαρμπα-Δημητροῦ, τοῦ ψάλτου καὶ τοῦ Παναγιώτου τῆς Ἀντωνίτσας (ἑνὸς καλοῦ χωρικοῦ, ὅστις δὲν ἐκουράζετο νὰ τρέχῃ εἰς ὅλα τὰ ἐξωκκλήσια καὶ νὰ κάμνῃ «κουμάντο», ἕως οὗ ἐπὶ τέλους ἡ Δημαρχία ἠναγκάσθη νὰ τὸν ἀναγνωρίσῃ ὡς ἰσόβιον ἐπίτροπον ὅλων τῶν ἐξοχικῶν ναῶν), τὰ παιδία μόλις ἔπαυσαν ὀψέποτε νὰ κρούουν τὸν κώδωνα, κ᾿ ἐξεκόλλησαν τέλος ἀπὸ τὴν στέγην τοῦ ναΐσκου. Ὁ παπα-Νικόλας ἔβαλεν εὐλογητόν, καὶ ἤρχισεν ἡ Ἀκολουθία τῆς Ἀγρυπνίας.

Ὁ Φραγκούλης ἦτο τόσον εὐδιάθετος ἐκείνην τὴν ἑσπέραν, ὥστε ἀπὸ τοῦ «Ἐλέησόν με ὁ Θεός», τῆς ἀρχῆς τοῦ Ἀποδείπνου μέχρι τοῦ «Εἴη τὸ ὄνομα», εἰς τὸ τέλος τῆς λειτουργίας, ὅπου ἡ παννυχὶς διήρκεσεν ὀκτὼ ὥρας ἄνευ διαλείμματος –ὅλα τὰ ἔψαλλε καὶ τὰ ἀπήγγειλε μόνος του, ἀπὸ τοῦ δεξιοῦ χοροῦ, μόλις ἐπιτρέπων εἰς τὸν κυρ – Δημητρὸν τὸν κάτοχον τοῦ ἀριστεροῦ χοροῦ νὰ λέγει κι᾿ αὐτὸς ἀπὸ κανένα τροπαράκι, διὰ νὰ ξενυστάξῃ. Ἔψαλε τὸ «Θεαρχίῳ νεύματι» καὶ εἰς τοὺς ὀκτὼ ἤχους μοναχός του, προφάσει ὅτι ὁ κυρ – Δημητρός, «δὲν εὕρισκεν εὔκολα τὸν ἦχον». Εἰς τὸ τέλος τοῦ Ἑσπερινοῦ, μοναχός του ἐδιάβασε τὸ Συναξάρι, καί, χωρὶς νὰ πάρῃ ἀνασασμόν, μοναχός του πάλιν ἄρχισε τὸν ἑξάψαλμον. Ἔψαλε Καθίσματα, Πολυελέους, Ἀναβαθμοὺς καὶ Προκείμενα, εἶτα ὅλον τὸ «Πεποικιλμένη» ἕως τὸ «Συνέστειλε χορός», καὶ ὅλον τὸ «Ἀνοίξω τὸ στόμα μου», ἕως τὸ «Δέχου παρ᾿ ἡμῶν». Εἶτα ἔψαλε Αἴνους, Δοξολογίαν, ἐδιάβασεν Ὥρας καὶ Μετάληψιν, πρὸς χάριν ὅλων τῶν ἡτοιμασμένων διὰ τὴν θείαν Κοινωνίαν, καὶ εἰς τὴν λειτουργίαν πάλιν ὅλα, Τυπικά, Μακαρισμούς, Τρισάγιον, τὸ Χερουβικόν, τὸ «Αἱ γενεαὶ πᾶσαι», τὸ Κοινωνικὸν κ.τ.λ.

Ὅλα αὐτὰ τὰ ἐνθυμεῖτο ἀκόμη, ὡς νὰ ἦταν χθές, ὁ γερο-Φραγκούλας, καὶ εἶχον παρέλθει δεκαπέντε ἔτη ἔκτοτε. Ἀκόμη καὶ μικρὰ τινὰ φαιδρὰ ἐπεισόδια, τὰ ὁποῖα συνέβησαν εἰς τὴν Λιτήν, μικρὸν πρὸ τοῦ μεσονυκτίου, κατὰ τὴν ἔξοδον τῆς ἱερᾶς εἰκόνος εἰς τὴν ὕπαιθρον. Ἐπειδὴ αἱ γυναῖκες εἶχον κολλήσει πολλὰ καὶ χονδρὰ κηρία, τὰ πλεῖστα ἔργα αὐτῶν τῶν ἰδίων χειρομάλακτα, τὰ δὲ κηρία συμπλεκόμενα εἰς δέσμας καὶ περικοκλάδας ἀπὸ τὸν Παναγιώτην τῆς Ἀντωνίτσας, τὸν πρόθυμον εἰς τὴν ὑπηρεσίαν τῆς ἱερᾶς πανηγύρεως, εἶχον λαμπαδιάσει, εἰς μίαν στιγμὴν ὀλίγον ἔλειψε νὰ πάρῃ φωτιὰ τὸ φελόνι τοῦ παπᾶ, εἶτα καὶ τὸ γένειόν του. Τότε ὁ Παναγιώτης τῆς Ἀντωνίτσας, μὴ εὑρίσκων ἄλλο προχειρότερον μέσον, ἤρπαζε τὰς ὀγκώδεις δέσμας τῶν φλεγόντων κηρίων, τὰς ἔφερε κάτω εἰς τὸ ἔδαφος κ᾿ ἐπάτει δυνατὰ μὲ τὰ τσαρούχια του, διὰ νὰ τὰ σβύσῃ. Αἱ γυναῖκες δυσφοροῦσαι ἐγόγγυζον νὰ μὴ πατῇ τὰ κηρία, γιατὶ εἶναι κρῖμα.

Τότε εἷς τῶν παρεστώτων υἱὸς πλουσίου τοῦ τόπου, ἀπὸ ἐκείνους οἵτινες εἰς τὸ ὕστερον κατέστησαν δανεισταὶ τοῦ Φραγκούλα –καὶ ὅστις ἐλέγετο ὅτι εἰς τὰς ἐκλογὰς ἐμελέτα νὰ βάλῃ κάλπην ὡς ὑποψήφιος δήμαρχος-, ἠκούσθη νὰ λέγῃ ὅτι πρέπει νὰ μάθουν νὰ κάμνουν «οἰκονομία, οἰκονομία στὰ κηριὰ!… ἡ νύχτα μεγαλώνει… ἰσημερία τώρα κοντεύει… ἔχει νύκτα…»

Ἀλλ᾿ αἱ γυναῖκες, ἐνῷ ἤξευραν καλλίτερα ἀπὸ ἐκεῖνον ὅλας τὰς οἰκονομίας τοῦ κόσμου, δὲν ἐννοοῦσαν τί θὰ πῇ «οἰκονομία στὰ κηριὰ» ἀφοῦ ἅπαξ εἶναι ἀγορασμένα καὶ πληρωμένα καὶ εἶναι μελετημένα καὶ ταμένα ἐξ ἅπαντος νὰ καοῦν διὰ τὴν χάριν τῆς Παναγίας. Μία ἀπ᾿ αὐτάς, γερόντισσα, ἀνεπόλησε κάτι τι δι᾿ ἓν θαῦμα, τὸ ὁποῖον εἶχεν ἀκούσει ἀπὸ τὸ συναξάρι τοῦ Ἁγίου Δημητρίου, ὅπου ὁ Ἅγιος, εἰς τὴν Σαλονίκην, ἐπέπληξεν αὐστηρῶς τὸν νεωκόρον, ἔχοντα τὴν μανίαν νὰ σβύνῃ μισοκαμμένα τὰ κηριὰ –καὶ ἡ γερόντισσα ἤρχισε νὰ τὸ διηγῆται χθαμαλῇ τῇ φωνῇ εἰς τὴν πλησίον της: «Ἀδελφὲ Ὀνήσιμε, ἄφες νὰ καοῦν τὰ κηρία, ὅσα προσφέρουν οἱ Χριστιανοὶ καὶ μὴ ἁμαρτάνῃς…»

Τὴν ἰδίαν ὥραν συνέβη καὶ τοῦτο. Ἐνῷ ὁ παπὰς ἀπήγγελε τὰς μακρὰς αἰτήσεις τῆς Λιτῆς, ἐπισυνάπτων καὶ τὰ ὀνόματα ὅλα ζωντανὰ καὶ πεθαμένα, ὅσα τοῦ εἶχον ὑπαγορεύσει ἀφ᾿ ἑσπέρας αἱ εὐλαβεῖς προσκυνήτριαι, ὁ Φραγκούλας ἔψαλλε μεγαλοφώνως τὸ τριπλοῦν «Κύριε Ἐλέησον» μὲ τὴν χονδρὴν φωνήν του, καὶ μὲ ὅλον τὸ πάθος τῆς ψαλτικῆς του. Τότε ὁ μπαρμπα-Δημητρός, ὅστις ἐφαίνετο νὰ εἶχε πειραχθῆ ὀλίγον, ἴσως διότι ὁ Φραγκούλας ἐν τῇ ψαλτομανίᾳ του δὲν ἐπέτρεπε νὰ πῇ κ᾿ ἐκεῖνος ἕνα τροπαράκι σωστὸ (διότι, ἅμα ἤρχιζεν ὁ Δημητρὸς τὸ δικό του, ὁ Φραγκούλας μὲ τὴν γερὴν κεφαλικὴν φωνήν του, ἐκθύμως συνέψαλλε, τοῦ ἥρπαζε τὴν πρωτοφωνίαν, καὶ ὑπέτασσε κ᾿ ἐκάλυπτε τὴν ἀσθενῆ καὶ τερετίζουσαν φωνὴν ἐκείνου) ἔλαβε τὸ θάρρος νὰ κάμῃ παρατήρησιν.

-Πιὸ σιγά, πιὸ ταπεινά, κυρ-Φραγκούλη· σιγανώτερα νὰ λὲς τὸ «Κύριε ἐλέησον», γιατὶ δὲν ἀκούονται τὰ ὀνόματα, καὶ θέλουν αἱ γυναῖκες νὰ τ᾿ ἀκοῦνε.

Εἶχε κάπως δίκαιον, διότι πράγματι αἱ γυναῖκες ἀπήτουν νὰ λέγωνται ἐκφώνως τὰ ὀνόματα, ὅσα εἶχαν εἰπεῖ εἰς τὸν παπὰν νὰ γράψῃ. Ἐννοοῦσαν νὰ τ᾿ ἀκούῃ κι᾿ ὁ Θεός, κι᾿ ἡ Παναγία, κι ὅλος ὁ κόσμος. Ἡ καθεμία ἤθελε ν᾿ ἀκούσῃ «τὰ δικά της τὰ ὀνόματα», καὶ νὰ τ᾿ ἀναγνωρίσῃ, καθὼς ἀπηγγέλοντο ἀραδιαστά. Ἄλλως θὰ εἶχαν παράπονα κατὰ τοῦ παπᾶ, κι᾿ ὁ παπὰς ἂν ἤθελε νὰ φάῃ κι᾿ ἄλλοτε, εἰς τὸ μέλλον, προσφορές, ὤφειλε νὰ τὰ ἔχῃ καλὰ μὲ τὶς ἐνορίτισσες.

Τότε ἡ Ἀργυρή, ἡ πρωτότοκος τοῦ Φραγκούλα, οὖσα τότε δωδεκαέτις, πονηρά, θυμόσοφος κορασίς, καθὼς ἔστεκε πλησίον εἰς τὸν πατέρα της, ἐψήλωσεν ὀλίγον διὰ νὰ φθάσῃ εἰς τὸ οὖς του, καὶ τοῦ λέγει κρυφά:

– Πατέρα, ἄφησε καὶ τὸν μπάρμπα – Δημητρὸ νὰ ψάλλῃ «Κύριε ἐλέησον!!»

Τοῦτο ἦτο ὡς ἔμπνευσις καὶ βοήθημα διὰ τὸν Φραγκούλην. Ἐπειδὴ οὖτος δὲν ἤθελε φανερὰ νὰ ὑπακούσῃ εἰς τὴν σχεδὸν αὐθάδη παραίνεσιν τοῦ Δημητροῦ, καὶ πάλιν δὲν ἤθελε νὰ δείξη ὅτι ἐθύμωσεν, ἐστράφη πρὸς τὸν καλὸν γέροντα καὶ τοῦ λέγῃ:

– Πέ, Δημητρό, σαράντα φορὲς τὸ «Κύριε ἐλέησον».

Τότε ὁ μπάρμπα-Δημητρός, ὅστις ἂν καὶ εἶχε γηράσει, δὲν εἶχε μάθει ἀκόμη καλὰ τὰ τυπικά, καὶ δὲν ἤξευρεν ἀκριβῶς πότε κατὰ τὴν Λιτὴν τὸ Κύριε ἐλέησον λέγεται τρὶς καί… πότε τεσσαρακοντάκις, ἤρχισε πράγματι νὰ τὸ ψάλλῃ σαράντα φορές, ὥστε ὁ παπὰς ἐβιάσθη ν᾿ ἀπαγγείλῃ ραγδαίως καὶ ἀθρόα τὰ τελευταῖα ὀνόματα, καὶ διὰ νὰ εἶναι σύμφωνος μὲ τὸν ψάλτην, ἤρχισε πρὸ τῆς ὥρας νὰ λέγῃ: «… ὑπὲρ τοῦ διαφυλαχθήναι, ἀπὸ λιμοῦ, λοιμοῦ, σεισμοῦ, καταποντισμοῦ, πυρός, μαχαίρας» καὶ τὰ ἑξῆς.

Τέλος μετὰ τὴν λειτουργίαν ὁ παπὰς, ὁ Φραγκούλας καὶ ἡ οἰκογένειά του καὶ ὀλίγοι φίλοι ἐκάθισαν κ᾿ ἔφαγαν ὁμοῦ καὶ ηὐφράνθησαν, καὶ τὴν ἑσπέραν ὁ Φραγκούλας ἐπανήρχετο εἰρηνικῶς καὶ μὲ ἀγάπην, μετὰ τῆς συζύγου καὶ τῶν τέκνων του ὑπὸ τὴν οἰκιακὴν στέγην.

Πρὶν παρέλθη ἔτος ἐγεννήθη ἡ Κούμπω. Ἡ κόρη αὕτη, πλάσμα χαριτωμένον καὶ συμπαθές, ἀνετρέφετο καὶ ἠλικιοῦτο, ἐγένετο τὸ χάρμα καὶ ἡ παρηγορία τοῦ πατρός της. Δὲν εἶχε μόνον νοημοσύνην πρώιμον, ἀλλὰ κάτι ἄλλο παράδοξον γνώρισμα, οἱονεὶ χαρακτῆρα φρονίμου γυναικὸς εἰς ἡλικίαν παιδίσκης. Ὕστερον, μετὰ χρόνους, ὅταν ἐπῆλθεν ὁ δεύτερος χωρισμός, ἡ Κούμπω, ὀκταέτις τότε, ἔτρεχε πλησίον τοῦ πατρός της, εἰς τὸ «κελλί του», ὅπου κατώκει εἰς τὴν ἀνωφερῆ ἐσχατιὰν τῆς πολίχνης, καὶ τὴν ἐγέμιζε περιποιήσεις καὶ τρυφερότητας.

Αὐτὴ μόνον ἐδέχετο προθύμως τοὺς πατρικοὺς χαλινούς, ἐνῷ τὰ ἄλλα τέκνα δὲν ἤρχοντο ποτὲ πλησίον τοῦ πατρός των, καὶ διὰ τοῦτο ἐκεῖνος τὴν ὠνόμαζε «τὸ εὐάγωγο». Καθημερινῶς ἔτρεχε νὰ τὸν εὕρῃ, καὶ δὲν ἔπαυε νὰ τὸν παρακαλῇ.

– Ἔλα, πατέρα, στὸ σπίτι· μή μᾶς ἀφήσης, λεγ᾿ ἡ μητέρα, ζωνταρφανά.

Μίαν τῶν ἡμερῶν ἔτρεξε δρομαία, φαιδρά, καὶ πνευστιῶσα τοῦ εἶπε:

– Τὰ ’μαθες, πατέρα; … Θὰ παντρέψουμε τ᾿ Ἀργυρώ μας … Ἔλα στὸ σπίτι, γιατὶ δὲν εἶναι πρέπον, λέγει ἡ μητέρα, νὰ εἶσθε χωρισμένοι ἐσεῖς, ποὺ θὰ παντρευτῆ τ᾿ Ἀργυρώ μας … γιὰ νὰ μὴν κακιώση ὁ γαμπρός! …

Τῷ ὄντι ὁ Φραγκούλας ἐπείσθη κ᾿ ἐφιλιώθη μὲ τὴν σύζυγόν του. Ἠρραβώνισαν τὴν Ἀργυρώ, εἶτα μετ᾿ ὀλίγους μῆνας τὴν ἐστεφάνωσαν … Εἶτα πάλιν ἐπῆλθε τρίτος χωρισμὸς μεταξὺ τοῦ παλαιοῦ ἀνδρογύνου καὶ μ᾿ ἕνα γεροντόπαιδον μαζί, τὸ ὁποῖον ἦλθεν εἰς τὸν κόσμον σχεδὸν συγχρόνως μὲ τὸν γάμο τῆς πρωτοτόκου.

Τότε ἡ Κούμπω, ἥτις εἶχε γίνει δεκατριῶν ἐτῶν, δὲν ἔπαυε νὰ τρέχῃ πλησίον τοῦ πατρός της, καὶ νὰ τὸν παρακινῇ ν᾿ ἀγαπήσῃ μὲ τὴν μητέρα.

Μίαν ἡμέραν θλιβερὰ τοῦ εἶπεν :

– Δὲν θὰ μπορῶ πλέον να ’ρχωμαι, οὔτε στὸ κελλί σου, πατέρα … Εἶναι κάτι κακὲς γυναῖκες ἐκεῖ στὸν μαχαλὰ στὸ δρόμο ποὺ περνῶ, καὶ τὶς ἄκουσα ποὺ λέγανε καθὼς περνοῦσα: Νά, τὸ κορίτσι τῆς Φραγκούλαινας, ποὺ τὴν ἔχει ἀπαρατήσει ὁ ἄνδρας της». Δὲν τὸ βαστῶ πλέον, πατέρα.

Τῷ ὄντι, παρῆλθον τρεῖς ἡμέραι, καὶ ἡ Κούμπω δὲν ἐφάνη εἰς τὸ κελλὶ τοῦ πατρός της. Τὴν τετάρτην ἡμέραν ἦλθε πολὺ ὠχρὰ καὶ μαραμένη· ἐφαίνετο νὰ πάσχῃ.

-Τί ἔχεις κορίτσι μου; τῆς εἶπεν ὁ πατήρ της.

-Ἂν δὲν ἔλθης, πατέρα, τοῦ ἀπήντησεν ἀποτόμως αἴφνης, μὲ παράπονον καὶ μὲ πνιγμένα δάκρυα, νὰ ξεύρῃς, θὰ πεθάνω ἀπ᾿ τὸν καϋμό μου!

-Ἔρχομαι, κορίτσι μου, εἶπεν ὁ Φραγκούλης.

Τῷ ὄντι, τὴν ἄλλην ἡμέραν ἐπῆγεν εἰς τὴν οἰκίαν. Ἀλλ᾿ ἡ νεαρὰ κόρη ἔπεσε πράγματι ἀσθενὴς καὶ εἶχεν δεινὸν πυρετόν. Ὅταν ὁ πατέρας ἦλθεν παρὰ τὴν κλίνην της καὶ τῆς ἀνήγγειλεν ὅτι ἔκαμε ἀγάπην μὲ τὴν μητέρα της διὰ νὰ χαρῇ, ἦτο ἀργὰ πλέον. Ἡ τρυφερὴ παιδίσκη ἐμαράνθη ἐξ ἀγνώστου νόσου, καὶ οὔτε φάρμακον οὔτε νοσηλεία ἴσχυσε νὰ τὴν ἀνακαλέσῃ εἰς τὸν πρόσκαιρον κόσμον. Ἐκοιμήθη χωρὶς ἀγωνίαν καὶ πόνον, ἐξέπνευσεν ὡς πουλί, μὲ τὴ λαλιὰν εἰς τὸ στόμα.

-Πατέρα! Πατέρα! στὴν Παναγία νὰ κάμετε μιὰ λειτουργία … μὲ τὴν μητέρα μαζί!… Εἶπε καὶ ἀπέθανε!

Ὁ Φραγκούλης ἔκλαυσεν ἀπαρηγόρητα· ἔκλαυσεν ἀχόρταστα ὁμοῦ μὲ τὴν σύζυγόν του … Κατόπιν ἀπεσύρθη, κ᾿ ἐξηκολούθησε νὰ κλαίῃ μόνος του εἰς τὴν ἐρημίαν … Ὁ τελευταῖος οὖτος χωρισμὸς ἦτο μᾶλλον φιλικὸς καὶ μὲ τὴν συναίνεσιν τῆς Σινιώρας, ἥτις ἔβλεπεν ὅτι ὁ γέρων σύζυγός της ἐπεθύμει μᾶλλον νὰ γίνῃ μοναχός. Ὁ Φραγκούλης ἐνθυμεῖτο μίαν τελευταίαν σύστασιν τῆς Κούμπως: «μὲ τὴν μητέρα μαζί». Μόνον ἓν παροδικὸν πεῖσμα τοῦ εἶχεν ἔλθει. Τοῦ ἐφάνη ὅτι αἱ ἴδιαι ἀδελφαί της, ἡ ὕπανδρος, καὶ ἡ ἄλλη ἡ δευτερότοκος, δὲν τὴν ἐλυπήθησαν ὅσον ἔπρεπε, δὲν τὴν ἐπένθησαν, ὅσον τῆς ἤξιζε, τὴν ἀτυχῆ μικράν, τὴν Κούμπω. Ἔκτοτε ἐξηκολούθει νὰ ζῇ ὁλομόναχος πάλιν, τώρα «ἐπὶ γήραος οὐδῷ». Καὶ ἐνθυμεῖτο τὸν στίχον τοῦ Ψαλτηρίου: «Μὴ ἀπώσῃ με εἰς καιρὸν γήρως … καὶ ἕως γήρως καὶ πρεσβείου, μὴ ἐγκαταλίπῃς με».

Καὶ τὴν ἡμέραν αὐτήν, τὴν παραμονὴν τῆς Κοιμήσεως πάλιν, τὸν εὑρίσκομεν νὰ κάθηται εἰς τὸ προαύλιον τοῦ ναΐσκου, καὶ νὰ καπνίζῃ μελαγχολικῶς τὸ τσιμπούκι του, μὲ τὸν ἠλέκτρινον μαμόν… ἀναλογιζόμενος τόσα ἄλλα καὶ τοὺς ὀχληροὺς δανειστάς του, οἱ ὁποῖοι τοῦ εἶχαν πάρει ἐν τῷ μεταξὺ τὸ καλλίτερον κτῆμα –ἕνα ὁλόκληρον βουνόν, ἐλαιῶνα, ἄμπελον, ἀγρὸν μὲ ὀπωροφόρα δένδρα, μὲ βρύσιν, μὲ ρέμα, μὲ νερόμυλον –καὶ νὰ ἐκχύνῃ τὰ παράπονά του εἰς θρηνώδεις μελῳδίας πρὸς τὴν Παναγίαν.

«Ἐκύκλωσάν αἱ τοῦ βίου μου ζάλαι, ὥσπερ μέλισσαι, κηρίον, Παρθένε…»

Καὶ ἐπόθει ὁλοψύχως τὸν μοναχικὸν βίον, ὀλίγον ἀργά, καὶ ἐπεκαλεῖτο μεγάλῃ τῇ φωνῇ τὸν «Γλυκασμὸν τῶν Ἀγγέλων, τῶν θλιβομένων τὴν χαράν», ὅπως ἔλθη εἰς αὐτὸν βοηθὸς καὶ σώτειρα·
«Ἀντιλαβοῦ μου καὶ ῥῦσαι,
τῶν αἰωνίων βασάνων…»

(1906)




Αύγουστος – ο μήνας της Παναγίας Θεοτόκου


Ο μήνας Αύγουστος είναι αφιερωμένος στην Παναγία μας, την Μητέρα του Θεού μας. Από την πρώτη του μήνα σε όλες τις εκλησίες του κόσμου, τελούνται οι ωραιότατες Παρακλήσεις της Παναγίας μας, με πολλή κατάνυξη και πνευματική χαρά που γεμίζουν τον λογισμό των χριστιανών με Ελπίδα και Σωτηρία, ενώ εκείνοι προσφεύγουν με πολλή αγάπη και εμπιστοσύνη στην Αγκαλιά της Μητέρας Παναγίας μας.

Συνήθως η αναφορά σε μνήμα και ταφή θυμίζει τον θάνατο και γίνεται αφορμή λύπης και κατήφειας και θλιβερών λογισμών. Όμως το Πάνσεπτο και Θεομητορικό μνήμα γίνεται αιτία πνευματικής χαράς και σωτηρίας, ελπίδας και όχι λύπης. Και τούτο διότι τέθηκε σε αυτό, η Σωτηρίας απαρχή, Αυτή που γέννησε την Ζωή και η οποία δεν παρέμεινε στο μνήμα του θανάτου, αλλά μετέστη προς την ζωή, ως Μήτηρ υπάρχουσα της ζωής. Για τον λόγο αυτόν οι χριστιανοί τιμούμε την πάνσεπτο εορτή της Κοιμήσεως της Θεοτόκου όχι ως ανάμνηση θανάτου, αλλά παγκόσμια ημέρα χαράς και πανηγύρεως.

Όμως, σε αυτά τα δύσκολα χρόνια,στην ευλογημένη αυτή χαρά και τιμή προς την Παναγία μας, δυσκολεύονται να συμμετέχουν αυτοί που θέλουν να λέγονται «Ορθόδοξοι» και ασχολούμενοι με ξένα προς την Ορθοδοξία μας, διανοίγουν νέες οδούς ΑΙΡΕΣΕΩΝ και λοξοδρομούν από την μοναδικότητα της Αλήθειας της αγιοτάτης Ορθοδοξίας και αποδέχονται να συνυπάρχουν και να συμπροσεύχονται και να παζαρεύουν την τελεία ένωση τους με τους αιρετικούς, ακόμα και με τους βλάσφημους και εχθρούς της Αειπαρθένου και Θεοτόκου Παναγίας μας.

Πέραν από κάθε αμφιβολία αγαπητοί μου αδελφοί, όσοι αγαπούμε και ευλαβούμαστε τη Μητέρα του Θεού μας και Μητέρα όλων ημών των ευσεβών ορθοδόξων χριστιανών, οφείλουμε και να την τιμούμε και να σεβόμαστε και να δοξάζουμε το πάνσεπτο όνομα της με όλη την δύναμη της ψυχής μας. Η μεγαλύτερη τιμή που μπορούμε να προσφέρουμε στην Παναγία μας και τους Αγίους μας είναι να μιμούμαστε και να τηρούμε ότι μας παρήγγειλαν. Αποδεικύουμε την ειλικρινή μας αγάπη προς την Παναγία μας, όταν δεν έχουμε καμία σχέση και οικείωση με τους εχθρούς Αυτής και του Υιού της, αιρετικούς.

Στηριζόμαστε σε Εκείνην ως το πλέον στέρεο και άπτωτο, ασφαλές και ισχυρό στήριγμα μας. Και όντως δεν υπάρχει για τον σαλευόμενο από την αμαρτία άνθρωπο πιο δυνατό και ασφαλές στήριγμα από την Παναγία μας, η οποία συμπαθεί τα γνήσια Τέκνα της, αρκεί να προσφεύγουν σε Αυτήν με αφοσίωση, θέρμη ψυχής και Πίστη με εμπιστοσύνη καθαρά. Καυχόμεθα ότι είμαστε ως τέκνα της υπό την Σκέπη Της,μας αγαπάει, μας φροντίζει, και πρεσβεύει για εμάς στον Υιό της και μόνον Αληθινό Θεόν ημών. Και παρακαλούμε Αυτήν, εκείνη την φοβερή ημέρα του θανάτου εκάστου, αλλά και την ημέρα της οριστικής Κρίσεως, να μεσιτεύσει στον Υιόν της υπέρ των ευλαβουμένων και παρακαλούντων Αυτήν, να μας αξιώσει της Ουρανίου Βασιλείας Του, αμήν.

ΥΠΕΡΑΓΙΑ ΘΕΟΤΟΚΕ ΣΩΣΟΝ ΗΜΑΣ



Ἐγκώμιο στὴν Κοίμηση τῆς Θεοτόκου


Τί εἶναι αὐτὸ τὸ μυστήριο τὸ μέγα, ποὺ συντελεῖται γύρω ἀπὸ τὸ πρόσωπό σου, ἱερὴ Μητέρα καὶ Παρθένε; «Εὐλογημένη σὺ ἐν γυναιξὶ καὶ εὐλογημένος ὁ καρπὸς τῆς κοιλίας σου». Ὅσο ὑπάρχουν ἄνθρωποι θὰ σὲ μακαρίζουν, γιατί μονάχα Σὺ εἶσαι ἄξια γιὰ μακαρισμό!

Καὶ νὰ ποὺ ὅλες οἱ γενιὲς Σὲ μακαρίζουν. Ἐσένα εἶδαν οἱ θυγατέρες τῆς Ἱερουσαλήμ, δηλαδὴ τῆς Ἐκκλησίας, καὶ σὲ μακάρισαν οἱ βασίλισσες, δηλαδὴ οἱ ψυχὲς τῶν δικαίων, καὶ θὰ σὲ ὑμνοῦν αἰώνια. Γιατί Σὺ εἶσαι ὁ θρόνος ὁ βασιλικός, στὸν...ὁποῖον παραστέκονται Ἄγγελοι κοιτάζοντας τὸν Βασιλέα καὶ Δημιουργὸ νὰ κάθεται ἐπάνω του.

Σὺ ἔγινες Ἐδὲμ νοητή, πιὸ ἱερὴ καὶ πιὸ θεϊκὴ ἀπὸ τὴν παλιά. Γιατί σὲ ἐκείνη τὴν Ἐδὲμ ἔμεινε ὁ Ἀδὰμ ὁ γήινος, ἐνῶ σ’ Ἐσένα ὁ Κύριος τοῦ οὐρανοῦ.

Ἐσένα προεικόνισε ἡ κιβωτός, γιατί Σὺ γέννησες τὸν Χριστό, τὴ σωτηρία τοῦ κόσμου, ποὺ καταπόντισε τὴν ἁμαρτία καὶ κατασίγησε τὰ κύματά της.

Ἐσένα προεικόνισε ἡ βάτος, Ἐσένα εἶχαν ἐπιγράψει προφητικῶς οἱ θεοχάρακτες πλάκες, Ἐσένα προζωγράφισε ἡ κιβωτὸς τοῦ νόμου καὶ Σένα εἶχαν φανερὰ προτυπώσει ἡ στάμνα ἡ χρυσὴ καὶ ἡ λυχνία καὶ ἡ τράπεζα καὶ ἡ ράβδος τοῦ Ἀαρών ποὺ ‘χε βλαστήσει.

Ἀπὸ Σένα προῆλθε ἡ φλόγα τῆς θεότητος, τὸ μέτρο καὶ ὁ Λόγος τοῦ Πατρός, τὸ γλυκύτατο καὶ οὐράνιο μάννα, τὸ ὄνομα τὸ ἀπερίγραπτο καὶ πάνω ἀπὸ ὅλα τὰ ὀνόματα, τὸ φῶς τὸ αἰώνιο καὶ ἀπρόσιτο, ὁ ἄρτος τῆς ζωῆς ὁ οὐράνιος, ὁ καρπὸς ποὺ δὲν γεωργήθηκε, ἀλλὰ βλάστησε ἀπὸ Σένα μὲ σῶμα ἀνθρώπινο.

Ἐσένα δὲν προμηνοῦσε τὸ καμίνι ποὺ ἔβγαζε φωτιὰ καὶ ταυτόχρονα δρόσιζε ἀλλὰ καὶ ἔκαιγε κι ἦταν ἀντίτυπο τῆς θείας φωτιᾶς πού μέσα Σου κατοίκησε;

Παρὰ λίγο ὅμως θὰ ξεχνοῦσα τὴ σκάλα τοῦ Ἰακώβ. Τί δηλαδή; Δὲν εἶναι φανερὸ σὲ ὅλους ὅτι Ἐσένα προεικόνιζε κι ἦταν προτύπωσή Σου; Ὅπως ὁ Ἰακὼβ εἶχε δεῖ τὶς ἄκρες της σκάλας νὰ ἑνώνουν τὸν οὐρανὸ μὲ τὴ γῆ καὶ νὰ ἀνεβοκατεβαίνουν σ’ αὐτὴν Ἄγγελοι, ἔτσι κι ἐσὺ ἕνωσες αὐτὰ ποὺ ἤσαν πρὶν χωρισμένα, ἀφοῦ μπῆκες στὴ μέση Θεοῦ καὶ ἀνθρώπων κι ἔγινες σκάλα, γιὰ νὰ κατεβεῖ σὲ μᾶς ὁ Θεός, ποὺ πῆρε τὸ ἀδύναμο προζύμι μας καὶ τὸ ἔνωσε μὲ τὸν ἑαυτό Του κι ἔκανε τὸν ἀνθρώπινο νοῦ ποὺ βλέπει τὸν Θεό.

Ποῦ θὰ ἀποδώσουμε ἀκόμη τὰ κηρύγματα τῶν Προφητῶν; Σ’ Ἐσένα, ἂν θέλουμε νὰ δείξουμε ὅτι εἶναι ἀληθινά! Γιατί, ποιὸ εἶναι τὸ Δαβιτικὸ μαλλὶ τοῦ προβάτου πού πάνω του ἔπεσε σὰν βροχὴ ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ, πού εἶναι συνάναρχος μὲ τὸν Πατέρα; Δὲν εἶσαι Σὺ ὁλοφάνερα;

Ποιὰ εἶναι ἐπίσης ἡ Παρθένος, ποὺ ὁ Ἠσαΐας προορατικῶς προφήτευσε ὅτι θὰ συλλάβει καὶ θὰ γεννήσει Υἱὸν τὸν Θεό, πού εἶναι μαζί μας;

Καὶ ποιὸ εἶναι τὸ βουνὸ τοῦ Δανιήλ, ἀπὸ τὸ ὁποῖο κόπηκε πέτρα, ἀγκωνάρι, ὁ Χριστός, χωρὶς νὰ ὑποκύψει σὲ ἀνθρώπινο ἐργαλεῖο;

Ἂς ἔρθει ὁ Ἰεζεκιὴλ ὁ θεϊκότατος κι ἂς δείξει πύλη ποὺ ἔχει κλειστεῖ καὶ ποὺ πέρασε ἀπὸ μέσα της μόνο ὁ Κύριος καὶ παραμένει κλειστή.

Ἐσένα, λοιπόν, κηρύττουν οἱ Προφῆτες. Ἐσένα διακονοῦν οἱ Ἄγγελοι καὶ ὑπηρετοῦν οἱ Ἀπόστολοι. Ἐσένα σήμερα, καθὼς ἀναχωροῦσες πρὸς τὸν Υἱό Σου, περιτριγύριζαν ψυχὲς Δικαίων καὶ Πατριαρχῶν καὶ τὸ ἄπειρο πλῆθος τῶν θεοφόρων Πατέρων, ποὺ συγκεντρώθηκαν ἀπὸ τὰ πέρατα τῆς γῆς, σὰν μέσα σὲ σύννεφο, ψάλλοντας ὕμνους ἱεροὺς σ’ Ἐσένα, τὴν πηγὴ τοῦ ζωαρχικοῦ σώματος τοῦ Κυρίου, πλημμυρισμένοι ἀπὸ τὰ θεία συναισθήματα.

Ώ, πῶς ἡ πηγὴ τῆς ζωῆς μεταφέρεται πρὸς τὴν ζωὴν διὰ μέσου τοῦ θανάτου! Πῶς νὰ ὀνομάσουμε τὸ μυστήριο τοῦτο πού σχετίζεται μὲ Σένα; Θάνατο; Μά, ἂν καὶ ἡ πανίερη καὶ μακαρία ψυχή Σου χωρίζεται ἀπὸ τὸ ἀμίαντο σῶμα Σου καὶ αὐτὸ τὸ σῶμα Σου παραδίδεται στὴν ταφή, ὅμως δὲν παραμένει στὸ θάνατο κι οὔτε διαλύεται ἀπὸ τὴ φθορά. Ὅπως ὁ ἥλιος, ὁ ὁλόλαμπρος καὶ πάντα φωτεινός, ὅταν σκεπαστεῖ γιὰ λίγο ἀπὸ τὸ σῶμα τῆς σελήνης, φαίνεται σὰν νὰ χάνεται καὶ τὸ σκοτάδι νὰ παίρνει τὴ θέση τῆς λάμψης του, μὰ αὐτὸς δὲν χάνει τὸ φῶς του, ἀλλὰ ἔχει μέσα του τὴν πηγὴ τοῦ φωτός. Ἔτσι κι Ἐσύ, ἂν καὶ καλύπτεσαι σωματικὰ ἀπὸ τὸν θάνατο γιὰ κάποιο χρονικὸ διάστημα, ἐντούτοις ἀναβλύζεις πλούσια, καθαρὰ κι ἀτέλειωτα τὰ νάματα τοῦ θείου φωτὸς καὶ τῆς ἀθάνατης ζωῆς, ποταμοὺς χάριτος καὶ πηγὲς ἰαμάτων.

Ἐσὺ ἄνθισες σὰν δένδρο γλυκύτατο κι εἶναι ὁ καρπός Σου εὐλογία στὸ στόμα τῶν πιστῶν! Γι’ αὐτὸ καὶ δὲν θὰ ὀνομάσω θάνατο τὴν ἱερὴ μετάστασή Σου, ἀλλὰ κοίμηση ἢ ἀποδημία ἢ ἐνδημία, γιὰ νὰ ἐκφρασθῶ καλύτερα, ἀφοῦ, φεύγοντας ἀπὸ τὴν κατοικία τοῦ σώματος, πηγαίνεις νὰ κατοικήσεις στὰ καλύτερα, στὰ δεξιὰ τοῦ θρόνου τοῦ Υἱοῦ Σου.

Ἄγγελοι μαζὶ μὲ Ἀρχαγγέλους Σὲ μεταφέρουν ἀπὸ τὴ γῆ στοὺς οὐρανούς. Καθὼς περνᾶς εὐλογεῖται ὁ ἀέρας καὶ ὁ αἰθέρας καθαγιάζεται. Χαίροντας ὑποδέχεται ὁ οὐρανὸς τὴν ψυχή Σου. Σὲ προϋπαντοῦν οἱ οὐράνιες δυνάμεις μὲ ὕμνους ἱεροὺς καὶ τελετὴ χαρμόσυνη: «τὶς αὐτὴ ἡ ἀναβαίνουσα λελευκανθισμένη, ἐγκύπτουσα ὡσεὶ ὄρθρος;». Εἶσαι ὡραία, λένε οἱ οὐράνιες δυνάμεις, σὰν τὸ φεγγάρι κι ὅλα τὰ Χερουβὶμ ἐκπλήσσονται καὶ τὰ Σεραφεὶμ Σὲ δοξάζουν, Ἐσένα ποὺ δὲν ἀνέβηκες μονάχα ὡς τὸν οὐρανό, σὰν τὸν Προφήτη Ἠλία, οὔτε μονάχα μέχρι τὸν τρίτο οὐρανό, σὰν τὸν Ἀπόστολο Παῦλο, ἀλλὰ ἔφτασες μέχρις αὐτὸν τὸν θρόνο τοῦ Υἱοῦ Σου καὶ στέκεις κοντά Του μὲ πολλὴ κι ἀνείπωτη παρρησία.

Ἔγινες, λοιπόν, εὐλογία γιὰ ὅλον τὸν κόσμο, ἁγιασμὸς γιὰ τὸ σύμπαν, ἄνεση γιὰ τοὺς κουρασμένους, παρηγοριὰ γιὰ τοὺς πενθοῦντες, θεραπεία γιὰ τοὺς ἀρρώστους, λιμάνι γιὰ τούς θαλασσοδαρμένους, συγχώρηση γιὰ τοὺς ἁμαρτωλούς, παρηγοριὰ γιὰ τοὺς λυπημένους, πρόθυμη βοήθεια γιὰ ὅλους ποὺ σὲ ἐπικαλοῦνται, ἀρχὴ καὶ μέση καὶ τέλος ὅλων τῶν ἀγαθῶν ποὺ ξεπερνοῦν τὸν νοῦ μας.

Πῶς ὑποδέχθηκε ὁ οὐρανὸς αὐτὴν πού ἔγινε πλατύτερη ἀπ’ αὐτόν; Καὶ πῶς ὁ τάφος δέχθηκε Αὐτὴν πού δέχθηκε μέσα Της τὸν Θεόν; Ὢ μνῆμα ἱερὸ καὶ θαυμαστὸ καὶ σεβάσμιο καὶ προσκυνητό, ποὺ καὶ τώρα τὸ περιποιοῦνται Ἄγγελοι, παρευρισκόμενοι μὲ πολὺν σεβασμὸ καὶ φόβο, καὶ ἄνθρωποι ποὺ ἔρχονται σ’ αὐτὸ μὲ πίστη, τιμώντας το, προσκυνώντας το, φιλώντας το μὲ μάτια καὶ χείλια καὶ μὲ πόθο ψυχῆς ἀντλώντας πλοῦτο ἀγαθῶν.

Ἐμπρός, λοιπόν, ἂς ταξιδέψουμε νοερὰ μακριὰ ἀπ’ τὴ ζωὴ αὐτὴ μαζὶ μὲ τὴν Παναγία, ποὺ φεύγει ἀπ’ τὴ γῆ αὐτή.

Ἐλᾶτε ὅλοι μὲ πόθο καρδιακό, ἂς κατεβοῦμε στὸν τάφο μαζὶ μὲ τὴν Παρθένο ποὺ κατέρχεται σ’ αὐτόν. Ἂς παρασταθοῦμε ὁλόγυρα στὸ ἱερότατο κρεβάτι της.

Ἂς ψάλλουμε ὕμνους ἱερούς, τέτοια περίπου λέγοντας μελωδικὰ ἄσματα: «Χαῖρε Κεχαριτωμένη, ὁ Κύριος μετά σοῦ». Χαῖρε ἀμνὰς ποὺ γέννησες τὸν Ἀμνὸ τοῦ Θεοῦ. Χαῖρε σὺ ποὺ εἶσαι πιὸ πάνω ἀπὸ τὶς ἀγγελικὲς δυνάμεις. Χαῖρε ἡ δούλη καὶ Μητέρα τοῦ Θεοῦ. Ἀμὴν

Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνός

Αναρτήθηκε από ΧΡΙΣΤΙΑΝΟΙ ΟΡΘΟΔΟΞΟΙ

Εὐχὴ ἐξομολογητικὴ εἰς τὴν ὑπεραγίαν Θεοτόκον


Νεοελληνικὴ ἀπόδοσις: Βασίλειος Σκιαδάς θεολογούντα

Παρθένε Δέσποινα Θεοτόκε, ἡ τὸν Θεὸν Λόγον κατὰ σάρκα γεννήσασα, οἶδα μέν, οἶδα, ὅτι οὐκ ἔστιν εὐπρεπές, οὐδὲ ἄξιον ἐμὲ τὸν οὕτω πανάσωτον εἰκόνα καθαράν σου τῆς ἁγνῆς, σοῦ τῆς ἀειπαρθένου, σοῦ τῆς σῶμα καὶ ψυχὴν ἐχούσης καθαρὰ καὶ ἀμόλυντα, ὀφθαλμοῖς μεμολυσμένοις ὁρᾶν καὶ χείλεσιν ἀκαθάρτοις καὶ βεβήλοις περιπτύσσεσθαι, ἢ παρακαλεῖν. Δίκαιον γὰρ ἐστιν ἐμὲ τὸν οὕτω πανάσωτον ὑπὸ τῆς σῆς καθαρότητος μισεῖσθαι καὶ βδελύττεσθαι· πλήν, ἐπειδήπερ διὰ τοῦτο γέγονεν ὁ Θεός, ὅν ἐγέννησας, ἄνθρωπος, ὅπως καλέση τοὺς ἁμαρτωλοὺς εἰς μετάνοιαν, θαρρῶν καγῶ προσέρχομαί σοι μετὰ δακρύων δεόμενος.

Παρθένε Δέσποινα Θεοτόκε ἐσὺ πού γέννησες κατὰ σάρκα τὸ Θεὸ Λόγο, γνωρίζω ὅτι δὲν εἶναι εὐπρεπές, οὔτε ἄξιο, γιὰ μένα τὸν πανάσωτο, ἔχοντας ἀκόμη μολυσμένα μάτια καὶ ἀκάθαρτα χείλη, νὰ ἴδω τὴν εἰκόνα, σοῦ τῆς Ἁγνῆς, τῆς Ἀειπαρθένου, τῆς ἐχούσης τὸ σῶμα καὶ τὴν ψυχὴν καθαρὰ καὶ ἀμόλυντα, νὰ τὴν προσκυνῶ καὶ νὰ τὴν παρακαλῶ. Πιὸ σωστὸ εἶναι γιὰ μένα τὸν ἄσωτο νὰ μισηθῶ καὶ νὰ ἐπιτιμηθῶ ἀπὸ τὴ δική σου καθαρότητα· ἐπειδὴ ὅμως ὁ Θεὸς τὸν Ὁποῖον γέννησες, ἔγινε ἄνθρωπος γιὰ νὰ μᾶς καλέση τοὺς ἁμαρτωλοὺς σὲ μετάνοια, παίρνω καὶ ἐγὼ τὸ θάρρος καὶ προσέρχομαι κοντά σου καὶ σὲ παρακαλῶ μὲ δάκρυα.

Δέξαι μου τὴν παροῦσαν τῶν πολλῶν καὶ χαλεπῶν πταισμάτων ἐξομολόγησιν, καὶ προσάγαγε τῷ μονογενεῖ σου Υἱῷ καὶ Θεῷ, ἰκετηρίαν ποιοῦσα, ὅπως ἴλεως γένηται τῇ ἀθλίᾳ καὶ ταλαιπώρῳ μου ψυχῇ· διὰ γὰρ τὸ πλῆθος τῶν ἀνομιῶν μου κωλύομαι τοῦ πρὸς αὐτὸν ἀτενίσαι καὶ αἰτῆσαι συγχώρησιν. Διὰ τοῦτο σὲ προβάλλομαι πρέσβυν τὲ καὶ μεσίτιν, διότι πολλῶν καὶ μεγάλων ἀπολαύσας δωρεῶν παρὰ τοῦ πλαστουργήσαντός με Θεοῦ, ἀμνήμων πάντων φανεῖς ὁ ἄθλιος καὶ ἀχάριστος, εἰκότως παρασυνεβλήθην τοῖς κτήνεσι τοῖς ἀνοήτοις καὶ ὠμοιώθην αὐτοῖς· πτωχεύων ταῖς ἀρεταῖς, πλουτῶν τοῖς πάθεσιν, αἰσχύνης πεπληρωμένος, παρρησίας θείας ἐστερημένος, κατακρινόμενος ὑπὸ Θεοῦ, θρηνούμενος ὑπὸ Ἀγγέλων, γελώμενος ὑπὸ δαιμόνων, μισούμενος παρὰ ἀνθρώπων, ἐλεγχόμενος ὑπὸ τοῦ συνειδότος, ὑπὸ τῶν πονηρῶν μου πράξεων καταισχυνόμενος, καὶ πρὸ θανάτου νεκρὸς ὑπάρχων, καὶ πρὸ τῆς κρίσεως αὐτοκατάκριτος ὧν, καὶ πρὸ τῆς ἀτελευτήτου κολάσεως αὐτοτιμώρητος ὑπὸ τῆς ἀπογνώσεως τυγχάνων. Διὸ δὴ εἰς τὴν σὴν καὶ μόνην καταφεύγω θερμοτάτην ἀντίληψιν, Δέσποινα Θεοτόκε, ὁ τῶν μυρίων ὀφειλέτης ταλάντων ἐγώ, ὁ ἀσώτως δαπανήσας τὴν πατρικὴν οὐσίαν μετὰ πορνῶν, ὁ πορνεύσας ὑπὲρ τὴν πόρνην, ὁ παρανομήσας ὑπὲρ τὸν Μανασσήν, ὁ ὑπὲρ τὸν πλούσιον ἄσπλαγχνος γεγονῶς, ὁ λαιμαργιῶν δοῦλος, τὸ τῶν πονηρῶν λογισμῶν δοχεῖον, ὁ τῶν αἰσχρῶν καὶ ρυπαρῶν λόγων θησαυροφύλαξ, ὁ πάσης ἀκαθαρσίας ἔμπλεως καὶ πάσης ἀγαθῆς ἐργασίας ἀλλότριος.

Κάμε δεκτὴ τὴν ἐξαγόρευση τῶν πολλῶν καὶ χαλεπῶν ἁμαρτιῶν μου καὶ φέρε τὴ μετάνοιά μου στὸ μονογενῆ σου Υἱὸ καὶ Θεό, παρακαλώντας τὸν νὰ λυπηθῆ τὴν ἄθλια καὶ ταλαίπωρη ψυχή μου. Γιατί ἕνεκα τοῦ πλήθους τῶν ἁμαρτιῶν μου ἐμποδίζομαι νὰ ἀτενίσω πρὸς Αὐτὸν καὶ νὰ ζητήσω συγχώρηση. Γὶ αὐτὸ σὲ προβάλλω ὡς πρέσβη καὶ μεσίτρια, γιατί ἐνῶ ἀπόλαυσα πολλῶν καὶ μεγάλων δωρεῶν παρὰ τοῦ δημιουργήσαντός με Θεοῦ, τὶς ξέχασα ὅλες, ὁ ἄθλιος καὶ ἀχάριστος, ὁμοιωθεῖς ἔτσι μὲ τὰ ἀνόητα κτήνη· πτωχεύοντας στὶς ἀρετές, καὶ πλουτώντας στὰ πάθη, γεμάτος ντροπὴ καὶ στερημένος ἀπὸ τὴ θεία παρρησία, ἔχω κατακριθεῖ ἀπὸ τὸ Θεό, καὶ γὶ΄ αὐτὸ θρηνοῦν γιὰ μένα οἱ Ἄγγελοι, καὶ χαίρονται οἱ δαίμονες. Μισοῦμαι ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους, ἐλεγχόμενος ὑπὸ τῆς συνειδήσεως, γεμάτος ντροπὴ γιὰ τὰ πονηρά μου ἔργα, νεκρὸς πρὶν τὸ θάνατό μου, καὶ πρὶν τὴν κρίση αὐτοκατάκριτος, καὶ πρὶν ἀπὸ τὴν ἀτελεύτητη κόλαση αὐτοτιμωρούμενος ἀπὸ τὴν ἀπόγνωση. Γὶ αὐτὸ καταφεύγω μόνο στὴ δική σου καὶ μόνη βοήθεια, Δέσποινα Θεοτόκε, ὁ ὀφειλέτης μυρίων ταλάντων, ἐγὼ πού σπατάλησα τὴν πατρικὴ περιουσία μὲ πόρνες, πού φέρθηκα χειρότερα καὶ ἀπὸ τὴν πόρνη, πού παρανόμησα πιὸ πολὺ ἀπὸ τὸν Μανασσή, πού ἔγινα ἄσπλαγχνος περισσότερο καὶ ἀπὸ τὸν πλούσιο, ὁ λαίμαργος δοῦλος, τὸ δοχεῖο τῶν πονηρῶν λογισμῶν, ὁ φύλακας τῶν αἰσχρῶν καὶ ρυπαρῶν λόγων, ὁ γεμάτος μὲ κάθε ἀκαθαρσία, ὁ ξένος κάθε ἀγαθοῦ ἔργου.

Ελέησόν μου τὴν ταπείνωσιν, οἰκτείρησόν μου τὴν ἀσθένειαν. Μεγάλην ἔχεις πρὸς τὸν ἔκ σοῦ τεχθέντα τὴν παρρησίαν, ὡς οὐδεὶς ἕτερος. Πάντα δύνασαι, ὡς Θεοῦ Μήτηρ. Πάντα ἰσχύεις, ὡς πάντων ὑπερέχουσα κτισμάτων. Οὐδὲν σοῖ ἀδυνατεῖ, ἐὰν θελήσης μόνον. Μὴ τὰ δάκρυά μου παρίδης· μὴ βδελύξη μου τὸν στεναγμόν· μὴ ἀπώση μου τὸν ἐγκάρδιον πόνον· μὴ καταισχύνης μου τὴν εἰς σὲ προσδοκίαν· ἀλλὰ ταῖς μητρικαῖς σου δεήσεσι τὴν τοῦ ἀγαθοῦ Υἱοῦ καὶ Θεοῦ σου ἀβίαστον βιασαμένη εὐσπλαγχνίαν, ἀξίωσον μὲ τὸν ταλαίπωρον καὶ ἀνάξιον δοῦλόν σου τὸ πρῶτον καὶ ἀρχαῖον ἐπαναλαβεῖν κάλλος τῆς ψυχῆς, τὴν τῶν παθῶν ἀμορφίαν ἀποβαλεῖν, ἐλευθερωθῆναι ἀπὸ τῆς ἁμαρτίας, δουλωθῆναι τῇ δικαιοσύνῃ, ἐκδύσασθαι τὸν μιασμὸν τῆς σαρκικῆς ἡδονῆς, ἐνδύσασθαι τὸν ἁγιασμὸν τῆς ψυχικῆς καθαρότητος, νεκρωθῆναι τῷ κόσμῳ, ζῆσαι τῇ ἀρετῇ· ὀδοιπορούντι μοὶ συνοδεύουσα, ἐν θαλάσσῃ πλέοντι συμπλέουσα, ἀεὶ πολεμοῦντας μὲ δαίμονας νικώσα, ἀγρυπνοῦντα μὲ ἐνισχύουσα, ὑπνούντα διαφυλάττουσα, θλιβόμενον παραμυθουμένη, ὀλιγοψυχοῦντα παρακαλοῦσα, ἀσθενοῦντα ρωννύουσα, ἀδικούμενον ρυομένη, συκοφαντούμενον ἀθωοῦσα, εἰς θάνατον κινδυνεύοντα συντόμως προφθάνουσα, φοβερὸν μὲ ὀρατοῖς ἐχθροῖς καὶ ἀοράτοις δεικνύουσα κὰθ΄ ἑκάστην, ἴνα γνώσωσι πάντες οἱ ἀδίκως τυραννοῦντές με δαίμονες τίνος δοῦλος ὑπάρχω.

Ελεήσέ μου τὴν ταπείνωση καὶ λυπήσου τὴν ἀσθένειά μου. Σὺ μόνο ἔχεις τόσο μεγάλη παρρησία πρὸς τὸν ἔκ σοῦ τεχθέντα καὶ κανεὶς ἄλλος. Τὰ πάντα μπορεῖς ὡς Μητέρα τοῦ Θεοῦ. Γιὰ ὅλα ἔχεις τὴν ἰσχὺ ὡς ὑπερέχουσα ὅλων τῶν κτισμάτων. Τίποτα δὲν σοῦ εἶναι ἀδύνατο, ἀρκεῖ νὰ τὸ θελήσεις. Μὴν παραβλέψης τὰ δάκρυά μου, μὴν ἀηδιάσης τὸ στεναγμό μου, μὴν ἀποστραφῆς τὸν πόνον τῆς καρδιᾶς μου, μὴν ντροπιάσης τὴν προσδοκίαν μου σὲ σένα, ἀλλὰ μὲ τὶς μητρικές σου παρακλήσεις ἀπόσπασε γιὰ μένα τὴν εὐσπλαγχνία τοῦ ἀγαθοῦ Υἱοῦ σου καὶ Θεοῦ καὶ ἀξίωσε μὲ τὸν ταλαίπωρο καὶ ἀνάξιο δοῦλό σου νὰ ξαναβρῶ τὸ ἀρχαῖο προπτωτικὸ κάλλος τῆς ψυχῆς, νὰ ἀποβάλω τὴν ἀσχήμια τῶν παθῶν, νὰ ἀπελευθερωθῶ ἀπὸ τὰ δεσμὰ τῆς ἁμαρτίας καὶ νὰ γίνω ὑπηρέτης τῆς δικαιοσύνης, νὰ ἐκδυθῶ τὸ μόλυσμα τῆς σαρκικῆς ἡδονῆς καὶ νὰ ἐνδυθῶ τὸν ἁγιασμὸ τῆς ψυχικῆς καθαρότητας, νὰ νεκρωθῶ γιὰ τὸν κόσμο καὶ νὰ ζήσω μέσα στὴν ἀρετή. Συνοδοιπόρησε καὶ σύμπλευσε μαζί μου, στὶς ἀγρυπνίες ἐνίσχυσέ με, παρηγόρησέ με στὶς θλίψεις, γιὰ τὶς ὀλιγοψυχίες μου παρακάλεσε, δώρισέ μου τὴν θεραπεία τῶν ἀσθενειῶν, λύτρωσε μὲ ἀπὸ τὶς ἀδικίες, ἀπὸ τὶς συκοφαντίες ἀθώωσέ με, στὸ θανάσιμο κίνδυνο σπεῦσε σὲ βοήθειά μου. Ἀνάδειξέ με καθημερινὰ ἰσχυρὸ στοὺς ἀόρατους ἐχθρούς μου, γιὰ νὰ μάθουν ὅλοι οἱ δαίμονες πού ἄδικα μὲ τυραννοῦν ποιανοὺ εἶμαι δοῦλος.

Ναί, ὑπεραγία μου Δέσποινα Θεοτόκε, ἐπάκουσόν μου τῆς οἰκτροτάτης ταύτης δεήσεως, καὶ μὴ καταισχύνης μὲ ἀπὸ τῆς προσδοκίας μου, ἡ ἐλπὶς πάντων τῶν περάτων τῆς γῆς. Τὸν βρασμὸν τῆς σαρκός μου κατασβεσον· τὸν ἐν τῇ ψυχῇ μου ἐγειρόμενον ἀγριώτατον κλύδωνα τοῦ ἀκαίρου θυμοῦ καταπράυνον· τὸν τύφον καὶ τὴν ἀλαζονείαν τῆς ματαίας νεότητος ἐκ τοῦ νοός μου ἀφάνισον· τὰς νυκτερινᾶς φαντασίας τῶν πονηρῶν πνευμάτων καὶ τὰς καθημερινάς τῶν ἀκαθάρτων ἐννοιῶν προσβολᾶς ἐκ τῆς καρδίας μου μείωσον· παίδευσόν μου τὴν γλώτταν λαλεῖν τὰ συμφέροντα· δίδαξον τοὺς ὀφθαλμούς μου τοῦ βλέπειν ὀρθῶς τῆς ἀρετῆς τὴν εὐθύτητα· τοὺς πόδας μου τρέχειν ἀσκελίστως ποίησον τὴν μακαρίαν ὁδὸν τῶν ἐντολῶν τοῦ Θεοῦ· τὰς χεῖράς μου ἁγιασθῆναι παρασκεύασον, ἴνα ἀξίως αἴρωνται πρὸς τὸν Ὕψιστον· κάθαρόν μου τὸ στόμα, ἴνα μετὰ παρρησίας ἐπικαλέσωμαι Πατέρα τὸν φοβερὸν Θεὸν καὶ πανάγιον. Ἀνοιξόν μου τὰ ὦτα, ἴνα ἀκούσω αἰσθητῶς καὶ νοερῶς τὰ γλυκύτερα μέλιτος καὶ κηρίου τῶν ἁγίων Γραφῶν λόγια· δεχόμενος ποιῶ αὐτὰ ὑπό σου κραταιούμενος.

Ναί, ὑπεραγία μου Δέσποινα Θεοτόκε, ἐπάκουσε τὴν οἰκτρὴ δεήσή μου, καὶ μὴ ντροπιάσης τὴν προσδοκία μου, σὺ ποῦ (μετὰ τὸ Θεὸ) εἶσαι ἡ ἐλπίδα πάντων τῶν περάτων τῆς γῆς. Τὸ βρασμὸ τῆς σάρκας μου κατάσβεσε, τὴν ἀγριώτατη ταραχὴ τῆς ψυχῆς μου κατεύνασε, τὸν πικρὸ θυμό μου καταπράϋνε, τὸν τύφο καὶ τὴν ἀλαζονία τῆς μάταιας οἰήσεως ἀφάνισε ἀπὸ τὸ νοῦ μου. Μείωσε τὶς νυκτερινὲς φαντασιώσεις τῶν πονηρῶν πνευμάτων, καθὼς καὶ τὶς καθημερινὲς τῶν ἀκάθαρτων ἐννοιῶν προσβολὲς ἀπὸ τὴν καρδιά μου. Διαπαιδαγώγησε τὴ γλώσσα μου γιὰ νὰ λέει τὰ συμφέροντα. Δίδαξε τὰ μάτια μου νὰ βλέπουν σωστὰ τὴν ὁδὸ τῆς ἀρετῆς. Ἐνίσχυσε τὰ πόδια μου γιὰ νὰ βαδίζουν τὴν μακαρία ὁδὸ τῶν ἐντολῶν τοῦ Θεοῦ. Τὰ χέρια μου ἁγίασε γιὰ νὰ τὰ σηκώνω ἐπάξια στὸν Ὕψιστο. Καθάρισε τὸ στόμα μου, γιὰ νὰ ἐπικαλοῦμαι μὲ παρρησία ὡς Πατέρα τὸν πανάγιο καὶ φοβερὸ Θεό. Ἄνοιξε τὰ αὐτιά μου, γιὰ νὰ ἀκούω, καταλαβαίνω καὶ ἐφαρμόζω τὰ λόγια τῶν Ἁγίων Γραφῶν, ποῦ εἶναι πιὸ γλυκὰ ἀπὸ τὸ κερὶ καὶ τὸ μέλι, ἐνισχυόμενος ἀπὸ ἐσέ.

Δός μοὶ καιρὸν μετανοίας καὶ λογισμὸν ἐπιστροφῆς. Αἰφνιδίου μὲ ἐλευθέρωσον θανάτου. Κατακεκριμένου μὲ συνειδότος ἁπάλλαξον. Τέλος παραστηθὶ μοὶ ἐν τῷ χωρισμῶ τῆς ταπεινῆς μου ψυχῆς ἐκ τοῦ ἀθλίου τούτου σώματος, τὴν ἀφόρητον ἐκείνην ἐλαφρύνουσα βίαν, τὸν ἀνέκφραστον ἐκεῖνον ἐπικουφίζουσα πόνον, τὴν ἀπαραμύθητον ἐκείνην παραμυθουμένη στενοχωρίαν, τῆς σκοτεινῆς μὲ τῶν δαιμόνων λυτρουμένη μορφῆς, τοῦ πικροτάτου λογοθεσίου τῶν τελωνῶν τοῦ ἀέρος καὶ τῶν ἀρχόντων τοῦ σκότους ἐξαίρουσα, τὰ χειρόγραφα τῶν πολλῶν μου ἁμαρτιῶν διαρρήσουσα, τῷ Θεῶ μὲ οἰκειοῦσα, τῆς ἐκ δεξιῶν αὐτοῦ καὶ μακαρίας στάσεως, τῆς ἐν τῷ φοβερῷ κριτηρίῳ, καταξιοῦσα, τῶν αἰωνίων καὶ ἀνυποίστων ρυομένη κολάσεων, τῶν ἀοιδίμων καὶ ἀκηράτων ἀγαθῶν ποιοῦσα κληρονόμον.

Δώσε μου καιρὸ μετανοίας, καὶ λογισμὸ ἐπιστροφῆς. Φύλαξε μὲ ἀπὸ τὸν αἰφνίδιο θάνατο. Ἀπάλλαξέ με ἀπὸ τὴν κατάκριση τῆς συνειδήσεως. Τέλος παραστάσου κοντά μου κατὰ τὸ χωρισμὸ τῆς ψυχῆς μου ἀπὸ τὸ ἄθλιό μου σῶμα, γιὰ νὰ ἐλαφρύνης ἔτσι τὴν ἀφόρητη αὐτὴ βία, νὰ ἀνακουφίσης τὸν ἀνέκφραστον πόνον, καὶ νὰ παρηγορήσεις τὴν ἀπαραμύθητη στενοχώρια μου. Λύτρωσε μὲ ἀπὸ τὴ σκοτεινὴ μορφὴ τῶν δαιμόνων, παραμερίζουσα τὸν ἄρχοντα τοῦ σκότους καὶ σχίζουσα τὰ χειρόγραφα τῶν πολλῶν μου ἁμαρτιῶν. Φέρε μὲ σὲ οἰκειότητα μὲ τὸ Θεὸ καὶ ἀξίωσε μὲ νὰ βρεθῶ στὰ δεξιά Του, κατὰ τὴν ὥρα τῆς φοβερῆς κρίσεως, καὶ νὰ μὲ κάμης κληρονόμο τῶν αἰωνίων καὶ ἄφθορων ἀγαθῶν.

Ταύτην σοὶ προσφέρω τὴν ἐξομολόγησιν, Δέσποινα Θεοτόκε, τὸ φῶς τῶν ἐσκοτισμένων μου ὀφθαλμῶν, ἡ παραμυθία ἐμῆς ψυχῆς, ἡ μετὰ Θεόν μου ἐλπὶς καὶ προστασία· ἥν εὐμενῶς προσδεξαι, καὶ καθάρισον μὲ ἀπὸ παντὸς μολυσμοῦ σαρκὸς καὶ πνεύματος, ἀξιοῦσα μὲ ἐν τῷ παρόντι αἰώνι ἀκατακρίτως μετέχειν τοῦ ἀχράντου σώματος καὶ αἵματος τοῦ Υἱοῦ καὶ Θεοῦ σου, ἐν τῷ μέλλοντι δὲ τῆς γλυκύτητος τοῦ οὐρανίου δείπνου, τῆς τρυφῆς τοῦ παραδείσου, τῆς βασιλείας τοῦ Θεοῦ, ἔνθα πάντων ἐστὶν εὐφραινομένων ἡ κατοικία. Καὶ τούτων τυχῶν τῶν ἀγαθῶν ὁ ἀνάξιος, δοξάσω εἰς αἰώνα αἰῶνος τὸ πάντιμον καὶ μεγαλοπρεπὲς ὄνομα τοῦ Υἱοῦ καὶ Θεοῦ σου, τοῦ δεχομένου πάντας τοὺς ἐξ ὅλης μετανοοῦντας ψυχῆς, διὰ τὸ σὲ γενομένην πάντων τῶν ἁμαρτωλῶν μεσίτιν καὶ ἐγγυήτριαν, καὶ διά σοῦ, πανύμνητε καὶ ὑπεράγαθε Δέσποινα, περισώζεται πάσα βροτεία φύσις, αἰνοῦσα καὶ εὐλογοῦσα Πατέρα καὶ Υἱὸν καὶ Ἅγιον Πνεῦμα, τὴν παναγίαν Τριάδα καὶ ὁμοούσιον, πάντοτε, νῦν καὶ ἀεὶ καὶ εἰς τοὺς αἰώνας τῶν αἰώνων. Ἀμήν.

Αυτή τὴν ἐξομολόγησή μου ἀπευθύνω σὲ σένα Δέσποινα Θεοτόκε, τὸ φῶς τῶν ἐσκοτισμένων μου ὀφθαλμῶν, ἡ παραμυθία τῆς ψυχῆς μου, ἡ μετὰ τὸν Θεὸν ἐλπὶς καὶ προστασία μου, τὴν ὁποία ἐξομολόγησή μου δέξου εὐμενῶς καὶ καθάρισε μὲ ἀπὸ κάθε μολυσμὸ σαρκὸς καὶ πνεύματος. Ἀξίωσε μὲ ἐν ὄσω ζῶ νὰ κοινωνῶ χωρὶς κατάκριση, τὸ πανάγιο καὶ πανάχραντο Σῶμα καὶ Αἷμα τοῦ Υἱοῦ σου καὶ Θεοῦ, καὶ στὸ μέλλον νὰ συμμετάσχω στὴ γλυκυτάτη οὐράνια τροφὴ τοῦ Παραδείσου, ὅπου βρίσκεται ὅλων τῶν εὐφραινομένων ἡ κατοικία. Αὐτῶν τῶν ἀγαθῶν ἐλπίζοντας νὰ τύχω κι ἐγὼ ὁ ἀνάξιος, δοξάζω στοὺς αἰῶνες τῶν αἰώνων τὸ παντιμο καὶ μεγαλοπρεπὲς ὄνομα τοῦ Υἱοῦ καὶ Θεοῦ σου, πού δέχεται ὅλους ὅσους μετανοοῦν εἰλικρινά, χάρις σὲ σένα πού εἶσαι μεσίτρια καὶ ἐγγυήτρια ὅλων τῶν ἁμαρτωλῶν, γιατί χάρις σὲ σένα πανύμνητε καὶ ὑπεράγαθε Δέσποινα, σώζεται ὁλόκληρη ἡ ἀνθρωπίνη φύση, πού αἰνεῖ καὶ εὐλογεῖ τὸν Πατέρα τὸν Υἱὸν καὶ τὸ Ἅγιον Πνεῦμα, τὴν Παναγία καὶ ὁμοούσια Τριάδα, τώρα καὶ πάντοτε στοὺς αἰώνας τῶν αἰώνων. Ἀμήν.

Αγίου Γρηγόρίου του Παλαμά

Να λέμε την ευχή που έλεγε ο Άγιος Γέροντας Παϊσιος...

Αυτές τις ημέρες είναι απαραίτητο να λέμε καθημερινά την ευχή που έλεγε ο Άγιος Γέροντας Παϊσιος.

«Αθέων Αγαρηνών τα βέλη σύντριψον Δέσποινα, και πάσαν επιβουλήν δαιμόνων ματαίωσον, λαόν χριστεπώνυμον σκέπων και φυλάττων, ίνα πόθω σε δοξάζωμεν», 

από τον κανόνα του Οσίου Νικολάου του Κατασκεπηνού.

Ἀδικαιολόγητος ἀδυναμία κληρικῶν


Τοῦ Πρωτοπρεσβυτέρου π. Διονυσίου Τάτση

Μερικοὶ νέοι Μητροπολίτες, ἀλλὰ καὶ ἀρκετοὶ κληρικοὶ μὲ πτυχίο θεολογίας, συνηθίζουν νὰ χρησιμοποιοῦν σὲ ἐπίσημους λόγους καὶ διάφορες ὁμιλίες ἐπιχειρήματα κοσμικῶν ἀνθρώπων, ποὺ ἀσχολοῦνται μὲ τὴν ποίηση, τὴ λογοτεχνία, τὴ μουσική, τὸ τραγούδι, τὸ θέατρο καὶ γενικὰ μὲ τὶς τέχνες καὶ τὶς Ἐπιστῆμες, καὶ ἀντλοῦν ἰδέες καὶ διδάγματα ἀπὸ τὸ ἔργο τους, ἐνῶ γνωρίζουν ὅτι οἱ συγκεκριμένοι «σπουδαῖοι» ἄνθρωποι δὲν διακρίνονται γιὰ τὸ ἦθος τους, τὸν ἀξιομίμητο τρόπο ζωῆς, τὴ σχέση τους μὲ τὴν ὀρθόδοξη πνευματικότητα καὶ τὴ ζῶσα πίστη τους στὸ Θεό, ἀλλὰ μὲ ἀναίδεια δηλώνουν πρὸς πᾶσα κατεύθυνση ὅτι εἶναι ὁμοφυλόφιλοι. Σύμφωνα δὲ καὶ μὲ τὸ περιεχόμενο τοῦ ἔργου τους εἶναι ἄθεοι, ἀγνωστικιστὲς (πιστεύουν ὅτι ἡ γνώση τοῦ Θεοῦ εἶναι ἀδύνατη), ἀρνητὲς κάθε θρησκείας καὶ περιφρονητὲς τῶν ἐκκλησιαστικῶν παραδόσεων.

Εἶναι τουλάχιστον ἀφελές, γιὰ νὰ μὴ ποῦμε ἀσεβές, νὰ θέλουν οἱ κληρικοὶ αὐτοὶ νὰ στηρίζουν τὸ λόγο τους σὲ ἰδέες καὶ ἐπιχειρήματα γνωστῶν κοσμικῶν ἀνθρώπων. Καὶ εἶναι ἀπορίας ἄξιον, γιατί ἀφήνουν ἀναξιοποίητον τὸν πνευματικὸ θησαυρὸ τῆς Ἐκκλησίας. Μήπως τὸν ἀγνοοῦν; Ἢ μήπως τὸν θεωροῦν ἀναποτελεσματικὸ στοὺς σύγχρονους ἀνθρώπους; Πιθανότερο εἶναι τὸ δεύτερο. Ἡ ἐπιθυμία τους εἶναι νὰ ἐμφανίζονται προοδευτικοί, μὲ ἀνοικτὰ μυαλά, ποὺ μποροῦν νὰ ἀξιοποιοῦν τὴν κοσμικὴ σοφία καὶ νὰ μὴ μένουν στὸ παρελθόν, γιατί οἱ πνευματικὲς ἐμπειρίες τῶν Ἁγίων ἀφήνουν ἀδιάφορους τούς ἀνθρώπους τῆς σύγχρονης κοινωνίας. Συνήθως ἔτσι σκέπτονται οἱ κληρικοὶ ποὺ στεροῦνται πνευματικῶν βιωμάτων καὶ δὲν ἔχουν ἐπικοινωνήσει μὲ ἐνάρετους Γέροντες. Γι’ αὐτὸ καὶ εἶναι ἀδέξιοι κληρικοί, οἱ ὁποῖοι ἐντυπωσιάζουν στὴν ἀρχὴ τῆς διακονίας τους καὶ στὴν πορεία ἀπογοητεύουν. Ἀρέσκονται στοὺς κοσμικοὺς ἐπαίνους, γιατί τοὺς τροφοδοτοῦν τὴν ψευδαίσθηση ὅτι εἶναι ἄξιοι ποιμένες, πού μποροῦν νὰ ὁδηγήσουν στὸ δρόμο πρὸς τὴ Δαμασκὸ τοὺς κοσμικοὺς καὶ ἁμαρτωλούς, γιὰ νὰ στραφοῦν στὴν πίστη! Δηλαδή, διατηροῦν τὸ κοσμικὸ φρόνημα στὴν προσωπική τους ζωὴ, γιὰ νὰ προσελκύσουν τοὺς ἐκτός τῆς Ἐκκλησίας ἀνθρώπους, χωρὶς vὰ εἶναι σὲ θέση νὰ προβάλουν τὸ δικό τους φωτεινὸ παράδειγμα, τὸ ὁποῖο φυσικὰ δὲν ἔχουν. Δὲν ὑποψιάζονται ὅτι τὰ δίκτυα τους εἶναι χαλασμένα καὶ τὸ μόνο ποὺ πετυχαίνουν εἶναι νὰ μειώνεται ἡ ἐν Χριστῷ ζωὴ στοὺς πιστοὺς καὶ πολλὲς ἐκκλησιαστικὲς παραδόσεις νὰ μετατρέπονται σὲ «πολιτιστικὰ δρώμενα», ποὺ δὲν ἔχουν πνευματικὸ περιεχόμενο.

Ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος λέει ὅτι οἱ κληρικοὶ εἶναι ἀνώτεροι ἀπὸ τοὺς βασιλεῖς. «Ὁ βασιλιὰς ἔχει τὴν εὐθύνη γιὰ τὰ σώματα, ἐνῶ ὁ ἱερέας γιὰ τὶς ψυχές. Ὁ βασιλιὰς χαρίζει τὸ ὑπόλοιπο τῶν χρεῶν, ἐνῶ ὁ ἱερέας τὶς ὀφειλὲς τῶν ἁμαρτημάτων. Ὁ πρῶτος ἐξαναγκάζει, ὁ δεύτερος παρακαλεῖ. Ὁ βασιλιὰς χρησιμοποιεῖ τὴ βία, ὁ ἱερέας τὴν πειθώ. Ὁ βασιλιὰς διαθέτει ὅπλα ὑλικά, ὁ ἱερέας ὅπλα πνευματικά. Ἐκεῖνος πολεμάει βαρβάρους, ἐγὼ πολεμάω δαίμονες. Εἶναι ἀνώτερη αὐτὴ ἡ ἐξουσία»[1]. Ὁ ἅγιός μας ἐπίσης τονίζει ὅτι «τὰ στολίδια τοῦ Ἱερέα εἶναι ἡ ἐπικοινωνία καὶ ψυχικὴ ἐπαφὴ μὲ τοὺς πιστούς, τὸ κήρυγμα, τὸ καλὸ ἦθος, τὰ οἰκοδομητικὰ λόγια, ἡ πίστη, ἡ καλὴ φήμη, ἡ ἀλήθεια, ἡ δικαιοσύνη καὶ ἡ συμφωνία τῶν καλῶν ἔργων μὲ τὰ λόγια». Καὶ δὲν παραλείπει νὰ ἐπισημάνει: « Τίποτε δὲν ἐξοργίζει τόσο τὸ Θεό, ὅσο τὸ νὰ εἶναι κανεὶς ἱερέας, χωρὶς νὰ τὸ ἀξίζει»[3].

Σημειώσεις:

1. Χρυσοστόμου Γ΄, σελ. 393.

2. Ὅπ. παρ., σελ. 394.

3. Ὅπ. παρ., σελ. 400.




Τί ἰδιαίτερο ἔκαναν κάποιοι Ἅγιοι τῆς Ἐκκλησίας μας καί ὀνομάστηκαν Μεγάλοι;


Πρωτοπρεσβυτέρου Θεοδώρου Ζήση, ὁμοτίμου καθηγητοῦ τοῦ Α.Π.Θ

Τί εἶναι αἵρεση;
Ἡ αἵρεση σημαίνει ὅτι δέν ἀκολουθῶ τήν διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας, ἀλλά αἱροῦμαι. Αἱροῦμαι στά ἀρχαῖα ἑλληνικά σημαίνει ἐκλέγω. Αἴρεση σημαίνει ἐκλογή. Διαλέγω μιά δική μου διδασκαλία, μιά δική μου γνώμη, καί αὐτή τήν γνώμη ἀκολουθῶ ἐγώ, καί δέν μέ ἐνδιαφέρει τί λέει ἡ Ἐκκλησία, τί λέει ἡ Ἁγία Γραφή καί τί λένε οἱ Ἅγιοι Πατέρες. Ἑπομένως ἡ αἵρεση εἶναι μιά προσωπική διδασκαλία κάποιου πατριάρχη, ἐπισκόπου, ἱερέως, μοναχοῦ, λαϊκοῦ.

Σήμερα ἔχουμε αἱρέσεις;
Ναί, σήμερα ἔχουμε πάρα πολλές αἱρέσεις, γύρω στίς 350-400. Οἱ περισσὀτερες εἶναι ἀπό τόν χῶρο τοῦ προτεσταντισμοῦ· καί πολλές βέβαια ἀπό τίς αἱρέσεις εἶναι καί αἱρέσεις τοῦ παπισμοῦ. Δηλαδή, ὁ παπισμός καί ὁ προτεσταντισμός εἶναι αἱρέσεις.

Τί εἶναι ὁ οἰκουμενισμός;
Ὁ ἅγιος Ἰουστῖνος Πόποβιτς ἦταν ὁ πρῶτος ἅγιος καί μεγάλος θεολόγος, ὁ ὀποῖος εἶπε ὅτι ὁ οἰκουμενισμός δέν εἶναι ἁπλῶς αἵρεση, ἀλλά εἶναι παναίρεση. Περιλαμβάνει ὅλες τίς αἱρέσεις μαζί! Ἡ παναίρεση τοῦ οἰκουμενισμοῦ διδάσκει ὅτι ὅλες οἱ αἱρέσεις εἶναι ἐκκλησίες! Ὅτι ἕνα κομμάτι τῆς ἀλήθειας ἔχουνε οἱ Ὀρθόδοξοι, ἕνα κομμάτι τῆς ἀλήθειας ἔχουνε οἱ Παπικοί, ἕνα κομμάτι τῆς ἀλήθειας ἔχουν οἱ Προτεστάντες καί ἀπό ἕνα κομματάκι τῆς ἀλήθειας ἔχουν ὅλες οἱ αἱρέσεις!

Πόσους Ἁγίους ἔχει ἡ Ἐκκλησία μας μέ τό ἐπίθετο Μέγας;
Δέν ἔχει πάρα πολλούς. Ἄς θυμηθοῦμε μερικούς. Ὁ Μέγας Βσίλειος, ὁ Μέγας Ἀθανάσιος, ὁ Μέγας Ἀντώνιος, ὁ Μέγας Κωνσταντῖνος, ὁ Μέγας Φώτιος, ὁ Μέγας Εὐθύμιος.

Τί ἔκαναν ὅλοι αὐτοί καί ὀνομάστηκαν Μεγάλοι;
Ὀνομάστηκαν Μεγάλοι, γιατί εἶχαν τήν καρδιά τους καί τόν νοῦ τους ἀνοιχτό, σέ ἐγρήγορση, ὥστε νά ἐντοπίζουν καί νά καταδικάζουν τίς αἱρέσεις. Νά μἠ φθαρεῖ ἡ πίστη μας.

Γράφει ὁ Μέγας Ἀθανάσιος γιά τόν Μέγα Ἀντώνιο: «καί τῇ πίστει δέ πάλι θαυμαστός ἦν καί εὐσεβής, …καί τήν τῶν ἀρειανῶν αἵρεσιν ἐβδελύσσετο». Σιχαινόταν, ἀηδίαζε ὁ Μέγας Ἀντώνιος τήν αἵρεση τοῦ Ἀρείου. «Οὔτε Μανιχαίοις ἤ ἄλλοις τισίν αἱρετικοῖς ὡμίλησε φιλικά». Τώρα, δυστυχῶς, ὄχι μόνον μιλᾶμε φιλικά μέ τούς αἱρετικούς, ἀλλά τούς ἐξυμνοῦμε, τούς προβάλλουμε καί συμπροσευχόμαστε μαζί τους!


Ἀποσπάσματα ἀπό τό βιβλίο ΑΓΙΟΣ ΑΝΤΩΝΙΟΣ – Η ΖΩΗ ΚΑΙ Η ΔΙΔΑΣΚΑΛΙΑ ΤΟΥ, τοῦ Πρωτοπρεσβυτέρου Θεοδώρου Ζήση, ὁμοτίμου καθηγητοῦ τοῦ Α.Π.Θ.
(Ἐπιμέλεια ἀντιγραφῆς Φώτιος Μιχαήλ, ἰατρός)

Αναρτήθηκε από ΧΡΙΣΤΙΑΝΟΙ ΟΡΘΟΔΟΞΟΙ

Ο «Φορέας της Ελπίδας»!


Με την ευκαιρία της επίσκεψης ενός Αρχιεπισκόπου στον Πάπα, διαβάσαμε πως οι πιστοί που συνόδευσαν τον «Φορέα της Ελπίδας» χαρακτηρίστηκαν «Προσκυνητές της Ελπίδας» και οι οποίοι έκθαμβοι ανέφεραν πως στα μάτια του Ποντίφικα διέκριναν «την αγάπη».

Ακολούθησε η επίσκεψη ενός Καρδινάλιου στο Φανάρι, ως συνακολουθία του «Φορέα της Ελπίδας», για να τεθεί σε παραθρόνιο εντός του ναού και να αναγνώσουν αμφότεροι οι «Φορείς της Ελπίδας» του οικουμενισμού, το «Σύμβολο της Πίστεως» κατά την διάρκεια της θείας Λειτουργίας.

Μάλιστα ο «Φορέας της Ελπίδας» θέλοντας να μιμηθεί τον πρωτεργάτη του κινήματος της αιρέσεως του οικουμενισμού Πατριάρχη Αθηναγόρα, δώρισε «ένα δισκοπότηρο και ένα δισκάριο κοινωνίας, χειροποίητα φτιαγμένα με αγάπη και ευλάβεια».

Και είπε: «αυτή η συνάντηση θα είναι η αυγή εκείνης της ευλογημένης και φωτεινής ημέρας κατά την οποία οι μελλοντικές γενιές, κοινωνώντας από το ίδιο ποτήριο, θα μπορούν να κοινωνήσουν του Αγίου Σώματος και του Τιμίου Αίματος του Σωτήρα μας, και εν αγάπη, ειρήνη και ενότητα, να Τον δοξάζουν και να Τον υμνούν – τον ένα Κύριο και Σωτήρα του κόσμου».

Βλέπουμε λοιπόν ξεκάθαρα ότι μέσα από την βλάσφημη συμμετοχή στο κίνημα της αιρέσεως του οικουμενισμού, γίνεται η αναφορά και η επίκληση στο όνομα του Αληθινού Θεού και του Αγίου Πνεύματος, σε μία ασυγχώρητη πράξη θεοκαπηλίας, αναμιγνύοντας εαυτούς, με τους εχθρούς της Ορθοδοξίας και τους χωρισμένους αιρετικούς από την Αλήθεια του Τριαδικού Θεού μας.

Ο φίλος του βασιλέως δεν μπορεί να είναι φίλος των εχθρών του βασιλέως. Κατά τους Αγίους Πατέρες, η αίρεση είναι χωρισμός Θεού·ο αιρετικός είναι ο εχθρός του Θεού·διότι δεν αναγνωρίζει και πιστεύει τον Θεόν ως είναι, αλλά ακολουθεί την αίρεση δηλ. την προτίμηση του συμφέροντος, της υπερηφάνειας ή, άλλου πάθους του κατά την υποβολή του θέλοντος να υποκαταστήσει τον Θεόν, διαβόλου. Και όσο να φαίνεται παράδοξο ως γεγονός, οι οικουμενιστές, παραμένουν συνεπείς ως άνθρωποι και συνεχίζουν το έργο τους, πάνω στα βήματα που χάραξαν αυτοί που το 1920 υπέγραψαν την αιρετική εγκύκλιο της εορτολογικής καινοτομίας, που έλαβαν τις ολέθριες αποφάσεις του Κολυμπαρίου και επέλεξαν να σχίσουν την Ορθόδοξη Εκκλησία, χατίρι των αιρετικών αδελφών τους.

Η θλίψη και ο πόνος της ψυχής μας, έγκειται στο γεγονός πως αδελφοί μας χριστιανοί ορθόδοξοι βλέπουν την πλάνη, την αίρεση, την κακοδοξία και όμως επιμένουν να προσκυνούν αυτούς που τους οδηγούν στην αίρεση του οικουμενισμού και την πανθρησκεία, την εγκατάλειψη των επάλξεων της Ορθοδοξίας και προσχώρηση στο χάος του οικουμενιστικού θρησκευτικού συγκρητισμού.

Συγκλονίζει το θέαμα, ορθόδοξοι Ιεράρχες να καταλύουν την κανονική τάξι και αιώνια Παράδοση της Ορθοδοξίας εν’ονόματι δήθεν της Χριστιανικής Αγάπης και να καταφεύγουν στην χρησιμοποίηση κοσμικών μέσων και κριτηρίων, αυταπατώμενοι ότι εν μέσω δεξιώσεων και κοσμικών συναντήσεων, απαράδεκτων προσωπικών προβολών και αντί-χριστιανικών διαφημίσεων προβάλλουν και διαφημίσουν την Ορθοδοξία, ως να ήταν η Ορθοδοξία «εμπορική επιχείρηση» η οποία έχει την ανάγκη τέτοιου είδους διαφημίσεων. Αυτοί δεν είναι «Φορείς Ελπίδας», αλλά αιρετικού σκότους.

Λησμονούν όμως όλοι αυτοί οι ταγοί ότι, με αυτά τα μέσα δεν εκδηλώνεται η αληθινή αγάπη, αλλά ενισχύεται η πλάνη, όπως παρατηρεί ο ιερός Χρυσόστομος :

«Ἀ γ ά π η ν δε δ ε ί κ ν υ σ ι  γνησίαν οὐ  κ ο ι ν ω ν ί α τραπέζης  οὐδέ  π ρ ό σ ρ η σ ι ς ψιλή, οὐδέ κ ο λ α κ ε ί α ρημάτων, ἀλλά το  δ ι ο ρ θ ῶ σ α ι  και σ κ ο π ῆ σ α ι  το  σ υ μ φ έ ρ ο ν  τοῦ πλησίον,  και τον π ε π τ ω κ ό τ α  δ ι α ν α σ τ ῆ σ α ι» [1].

Το Φως είναι ο Χριστός μας, ο Φάρος της Αλήθειας και η μοναδική Ελπίδα των χριστιανών είναι η Αγία μας Ορθοδοξία! 

[1] (P.G.54,623)



Για την περιέργεια των «Εσχάτων»


Η ανθρώπινη περιέργεια είναι στη «φύση» του ανθρώπου και για τον λόγο αυτόν θέλει να ξέρει τι θα γίνει στο μέλλον, ποια γεγονότα θα συμβούν, αφήνει την φαντασία του να δουλεύει, αποδέχεται την ανησυχία και δημιουργεί ο ίδιος το αίσθημα του φόβου, ενώ γνωρίζει ότι «φόβος οὐκ ἔστιν ἐν τῇ ἀγάπῃ, ἀλλ’ ἡ τελεία ἀγάπη ἔξω βάλλει τὸν φόβον, ὅτι ὁ φόβος κόλασιν ἔχει, ὁ δὲ φοβούμενος οὐ τετελείωται ἐν τῇ ἀγάπῃ».

(Ερμηνεία Τρεμπέλα: Φόβος τοῦ Κριτοῦ ἐξ αἰτίας ἐνοχῆς, διὰ τὴν ὁποίαν θὰ μᾶς δικάσῃ, δὲν ὑπάρχει εἰς ἐκεῖνον ποὺ ἀγαπᾷ, ἀλλ’ ἡ ἀγάπη, ὅταν εἶναι τελεία, ἀπομακρύνει καὶ βγάζει ἔξω ἀπὸ τὴν ψυχὴν τὸν φόβον. Διότι ὁ φόβος προκαλεῖ βάσανον καὶ τιμωρίαν λόγῳ τῆς ποινῆς, τὴν ὁποίαν μετὰ τρόμου ὁ ἔνοχος περιμένει νὰ τοῦ ἐπιβάλει ὁ Κριτὴς διὰ τὰς ἁμαρτίας του. Ἐκεῖνος δὲ ποὺ φοβεῖται ἐξ αἰτίας τῆς ἐνοχῆς του, δὲν ἔχει γίνει τέλειος εἰς τὴν ἀγάπην).

Αυτή λοιπόν η περιέργεια δεν έχει καμία σχέση με την φιλομάθεια, όπου κάθε χριστιανός μπορεί να αποκτήσει πραγματικά ωφέλιμες γνώσεις για την παρούσα ζωή και την ευκαιρία που του δίδεται να γίνει μέτοχος της Ουρανίου Βασιλείας. Η περιέργεια είναι περιττή, βλαπτική και αργόσχολή ενασχόληση, που φανερώνει την έλλειψη Ελπίδας προς τον Θεό, δεν στηρίζει ο άνθρωπος την ύπαρξη του στη θεία Πρόνοια που κυβερνάει τον κόσμο, στερεί την καλή εσωτερική διάθεση της ψυχής η οποία πρέπει να βιώνει την ορθότητα της χριστιανικής ζωής, τη χαρά, την ελπίδα, την ελευθερία, την εν Χριστώ αγάπη, αντίθετα εμφανίζεται στη ψυχή του ανθρώπου ένα αβυσσαλέο σκότος, δαιμονικό άγχος και αγωνία, όπου τον οδηγεί στο ψυχολογικό αδιέξοδο ή, την «διέξοδο» σε άλλα σκοτεινά μονοπάτια της ανθρώπινης ματαιότητας.

Ιερεμίου ιζ΄ 7 : «Καὶ εὐλογημένος ὁ ἄνθρωπος, ὃς πέποιθεν ἐπὶ τῷ Κυρίῳ καὶ ἔσται Κύριος ἐλπὶς αὐτοῦ» (Ερμηνεία Τρεμπέλα: Εὐλογημένος δὲ εἶναι ὁ ἄνθρωπος, ὁ ὁποῖος ἔχει στηρίξει τὴν ἐλπίδα καὶ πεποίθησίν του εἰς τὸν Κύριον, καὶ ὁ Κύριος εἶναι ἡ σταθερὴ καὶ μονίμη ἐλπίδα του).

Ο συνεπής χριστιανός που βιώνει την Πίστη του στον Χριστό, δεν σαλεύεται και για τα μέλλοντα ενδιαφέρεται με ευσέβεια και λογική, ούτως ώστε η γνώση να του χρησιμεύσει για την πνευματική καλυτέρευση και ανάταση της ψυχής, μακριά από άσκοπους λογισμούς περιέργειας, αλλά μακριά και από τους δημιουργούς της ανησυχίας και του φόβου, που ανοήτως και σκοπίμως, με υπουλότητα και απιστία, κάμνουν κενές προβλέψεις.

Για τα μέλλοντα ή αλλέως Έσχατα, έγραψαν και γράφουν πολλοί για το τι πρόκειται να συμβεί, διότι δεν αρκούνται σε όσα είπαν και έγραψαν οι Άγιοι Πατέρες, αλλά τοποθετούν με τον πλέον πρόχειρο τρόπο, τους δικούς τους συλλογισμούς και υπολογισμούς, με μια απίστευτη ασέβεια και θρασύτητα, πάνω από το θέλημα ακόμα και του ίδιου του Θεού, ορίζοντας και χρονολογίες και ημερομηνίες, πράγμα που κανένας μεγάλος Πατέρας της Εκκλησίας μας, ποτέ δεν έπραξε.

Οι εκμεταλλευτές του θρησκευτικού συναισθήματος των χριστιανών, σε μια εποχή που «επιτρέπει» λόγω των παγκόσμιων αναταραχών και ανησυχιών την διάδοση του ψεύδους, την παραχάραξη, την παρερμηνεία, την αλλοίωση των γραφών, προσφέρουν μόνο κακή και στυγνή εκμετάλλευση με τη χρήση της εισαγόμενης Εσχατολογικής Πλάνης, μέσω του ψυχολογικού φόβου και την παρερμηνεία και αλλοίωση των Προφητικών κειμένων.

Κρατηθείτε μακριά από κάθε βλαπτική και αργόσχολή περιέργεια που σας οδηγεί στην αγχωτική και ατέρμονα ψυχολογική απομόνωση και απελπισία και κατ επέκταση στη καλλιέργεια της απιστίας προς τον Θεό. Ας αποκτήσουμε όλοι την δυναμικότητα που απαιτείται για το σήμερα, αναφορικά με όσα πρέπει στη πράξη να κάνουμε για την Σωτηρία της ψυχής μας, με απόλυτη εμπιστοσύνη στο Θέλημα Του. 

Ας φροντίσουμε να είμαστε έτοιμοι ΣΗΜΕΡΑ! Και ας γνωρίζουμε ότι όταν έχουμε τον Θεό μαζί μας, ο ουρανός και η γη να καταστραφούν, δεν φοβόμαστε ΤΙΠΟΤΑ!





ΤΑ ΚΛΕΙΔΙΑ ΤΗΣ ΠΑΓΚΟΣΜΙΟΥ ΥΠΕΡΚΥΒΕΡΝΗΣΕΩΣ


ΕΛΕΥΘΕΡΗ ΕΛΛΑΔΑ!!!

Του Ι.Ε.ΑΝΤΩΝΟΠΟΥΛΟΥ

Τα όργανα των σιωνιστών είναι οι πράκτορες τους και επειδή οι ομόφυλοι τους αποτελούν μίαν ελάχιστην μειοψηφία, έπρεπε να χρησιμοποιήσουν αλλοφύλους. Εδημιούργησαν πολλές οργανώσεις ανθρωπιστικού, προοδευτικού, οικονομικού περιεχομένου, οι οποίες στο βάθος ήσαν συγκαλυμμένα όργανα εμμέσου προωθήσεως των σκοπών του Σιωνισμού. Υπήρξαν δεκάδες τέτοιων οργανώσεων όπως: οι Ναϊτες ή Ταμπλιέροι, Ιλλουμινάτοι, Μαρτινιστές, Ασσασσίνοι, Φατιμίδες, Γκωστικοί, Μανιχαίοι, Ροδοσταυρίτες, Ροταριανοί, Λάϊονς, Καμπαλιστές, Σατανιστές και άλλοι με επικεφαλής τους Μασώνους.

«Ο Τεκτονισμός αποτελεί απλώς την εξωτερική όψιν, την επιφάνειαν… για να σκεπάζη τους πραγματικούς σκοπούς μας. Το σχέδιο δράσεως και οι πραγματικοί σκοποί της αόρατης αυτής οργανώσεως μας, όπως ο τόπος όπου έχει την έδρα της και τα πρόσωπα που την απαρτίζουν θα μείνουν και πρέπει να μείνουν άγνωστα για πάντα από τον λαό».(Ανωτερ.σελ.39).

«και οι ίδιοι οι τέκτονες αδυνατούν να απαντήσουν ή διότι δεν γνωρίζουν ουδέν άλλο από παπαγαλικούς συμβολισμούς ή διότι και αν ακόμη διησθάνθησαν ποιος ο σκοπός όστις τους καθιστά υποχειρίους, δεν τολμούν και αυτήν την απορίαν των περί μυστικών συμβολισμών να εκδηλώσουν, διότι τους εδέσμευσαν δι’ αισχράς υποκλοπής των όρκων των. 
Η δε προδοσία των έχει ως βέβαιον αποτέλεσμα την πλήρη εξολόθρευσιν και αφανισμόν των».(Ανδρον.,Αριστ.Ο ΙΟΥΔΑΣ (ΔΙΑ ΜΕΣΩ ΤΩΝ ΑΙΩΝΩΝ),Αθήναι,1975,(Β’ Έκδ.),σελ..8).

Έχουν κατορθώσει να βρίσκωνται στην κορυφή της πυραμίδος της Παγκοσμίου μυστικής Υπερκυβερνήσεως και να κατευθύνουν τα πάντα διά της διαιρέσεως και διαβρώσεως των κρατών, της πάλης των κοινωνικών τάξεων, των θρησκευτικών δοξασιών, διά της συγχύσεως και τρομοκρατίας των λαών,, των διεθνών οργανισμών, των οποίων προΐστανται πράκτορες των και των δήθεν ανθρωπιστικών, οικουμενιστικών εταιρειών και οργανισμών, οι οποίοι αποτελούν απλώς το προκάλυμμα.

Τα μέσα διαβρώσεως των λαών είναι: η άμβλυνσις του θρησκευτικού αισθήματος, των ηθών και εθίμων, των παραδόσεων μέσω υπερφιλελευθέρων δοξασιών απελευθερώσεως, ισοτιμίας, διαβρώσεως της οικογένειας, της προπαγάνδας, λαγνείας, πορνείας, πορνογραφίας, ηδονισμού, αλκοολισμού, ναρκωτικών, του παραλόγου, του αισχρού, του αναρχισμού, κ.λ.π. 
Δηλαδή δια της καταστροφής παντός είδους τάξεως, πειθαρχίας, εμπιστοσύνης, ασφαλείας και ανθρώπινης ισορροπίας.

Ο έλεγχος των οικονομικών των κρατών μέσω της πολιτικής εξουσίας, του χρυσού και των πολυεθνικών Εταιρειών, τους δίνει την ευχέρειαν απαλλαγής των από φόρους και ευχέρειαν κινήσεων ώστε να κατευθύνουν πλήρως την οικονομίαν. Διά του κατευθυνόμενου πληθωρισμού εξανεμίζουν την αγοραστικήν αξίαν του χρήματος και θέτουν τους εργαζομένους εις διαρκή π ε ν ί α ν και α δ υ ν α μ ί α ν αντιδράσεως και εκφράσεως των και τους καθιστούν υ π ο χ ε ι ρ ι ο υ ς των εργοδοτών του κεφαλαίου. Αφού και οι ίδιοι οι κοινοβουλευτικοί εκπρόσωποι τους είναι άνθρωποι του κεφαλαίου και ελέγχονται άμεσα ή έμμεσα από αυτούς…

*(ΠΑΓΚΟΣΜΙΑ ΣΥΝΩΜΟΣΙΑ,Ι.Ε.ΑΝΤΩΝΟΠΟΥΛΟΥ,ΑΘΗΝΑΙ 1988,ΕΝΔΕΙΞΕΙΣ,σελ.20-21)



Ἡ ἄμετρη πολυλογία, Ἡ γλῶσσα πολλούς κατέστρεψε...


«Ἡ ἄμετρη πολυλογία θά σέ λυπήσει καί θά οργίσει τούς δαίμονες. Ἡ γλῶσσα πολλούς κενόδοξους κατέστρεψε...».

«Μ’ ἕνα ποτήρι νερό, μ’ ἕνα δίλεπτο, μ’ ἕνα «Κύριε ἐλέησον», μπορεῖ νά σωθεῖ ὁ ἄνθρωπος. Δέν χρειάζεται νά λέει κανείς συνεχῶς πολλά...».


Ἅγιος Νεῖλος ὁ Ἀσκητής