.

.

Δός μας,

Τίμιε Πρόδρομε, φωνή συ που υπήρξες η φωνή του Λόγου. Δος μας την αυγή εσύ που είσαι το λυχνάρι του θεϊκού φωτός. Βάλε σήμερα τα λόγια μας σε σωστό δρόμο, εσύ που υπήρξες ο Πρόδρομος του Θεού Λόγου. Δεν θέλουμε να σε εγκωμιάσουμε με τα δικά μας λόγια, επειδή τα λόγια μας δεν έχουν μεγαλοπρέπεια και τιμή. Όσοι θα θελήσουν να σε στεφανώσουν με τα εγκώμιά τους, ασφαλώς θα πετύχουν κάτι πολύ πιό μικρό από την αξία σου. Λοιπόν να σιγήσω και να μη προσπαθήσω να διακηρύξω την ευγνωμοσύνη μου και τον θαυμασμό μου, επειδή υπάρχει ο κίνδυνος να μη πετύχω ένα εγκώμιο, άξιο του προσώπου σου;

Εκείνος όμως που θα σιωπήσει, πηγαίνει με τη μερίδα των αχαρίστων, γιατί δεν προσπαθεί με όλη του τη δύναμη να εγκωμιάσει τον ευεργέτη του. Γι’ αυτό, όλο και πιό πολύ σου ζητάμε να συμμαχήσεις μαζί μας και σε παρακαλούμε να ελευθερώσεις τη γλώσσα μας από την αδυναμία, που την κρατάει δεμένη, όπως και τότε κατάργησες, με τη σύλληψη και γέννησή σου, τη σιωπή του πατέρα σου του Ζαχαρία.

Άγιος Σωφρόνιος Ιεροσολύμων

Μήπως σας θυμίζει τίποτα;



Το ακόλουθο απόσπασμα, που περιγράφει την πνευματική και ηθική παρακμή των κατοίκων της Κωνσταντινούπολης, έχει γραφτεί από τον λόγιο μοναχό Ιωσήφ Βρυέννιο (1350-1431), μερικά χρόνια πριν την Άλωση. Μήπως σας θυμίζει τίποτα;

“Αν η εικόνα των τιμωριών, που μας επιβάλλει ο Θεός, προκαλεί αμηχανία και σύγχυση, ας αναλογισθούμε τους παραλογισμούς μας και τότε θα εκπλαγούμε γιατί ακόμη δε μας κτύπησε κεραυνός.

Δεν υπάρχει καμιά μορφή διαστροφής που να μην έχουμε διαπράξει σ΄ όλη μας τη ζωή. Αυτές δε είναι οι αποδείξεις:
Βαπτιστήκαμε άλλοι δι’ απλής και άλλοι δια τριπλής κατάδυσης, και έγινε επίκληση του ονόματος της Αγίας Τριάδας, σε άλλους μία και σε άλλους τρεις φορές.

Οι περισσότεροι από μας όχι απλώς αγνοούμε τι σημαίνει να είσαι Χριστιανός, αλλά και πως ακόμη να κάνουμε το σταυρό μας ή, κι αν ακόμη το γνωρίζουμε, ντρεπόμαστε να τον κάνουμε.

…Είμαστε ανίκανοι να υπερασπιστούμε το όνομα του Θεού όταν αυτό βλασφημείται, όταν θα έπρεπε να πεθάνομε γι’ Αυτόν. Αποδίδουμε το κοινό όνομα τον έχθρων του σταυρού (διαβόλου) ο ένας στον άλλο, και το έχουμε συνέχεια στα χείλη μας. Καθημερινά αναθεματίζουμε και καταριόμαστε τους εαυτούς μας και τους άλλους .

Παραπονιόμαστε στο Θεό είτε βρέχει είτε δε βρέχει, είτε κάνει κρύο είτε κάνει ζέστη, πως δίνει πλούτο στον ένα και αφήνει τον άλλο φτωχό, πως πνέει νοτιάς ή έρχεται καταιγίδα από το βοριά και εντελώς απλά μεταμορφωνόμαστε σε αδιάλλακτους δικαστές του Θεού.

Πολλοί από μας αδιάντροπα βλασφημούν την Ορθόδοξη πίστη, το Σταυρό, το Νόμο, τους αγίους, τον ίδιο το Θεό, όταν ακόμη κι ένας άπιστος δε θα το έκανε τόσο πολύ. 

Οι περισσότερες από τις αμαρτίες μας είναι ανεξομολόγητες, κι έτσι είναι και ασυγχώρητες.

…Αυταπατόμαστε όταν πιστεύουμε στους αστρολόγους, πως η ύπαρξή μας δηλαδή κατευθύνεται από τις Ώρες, την Τύχη, τις Μοίρες , την Ειμαρμένη τα σημάδια του Ζωδιακού κύκλου και των πλανητών… 
Μερικοί από μας λατρεύουν και χαιρετίζουν τη νέα σελήνη… 
Προσέχουμε τα όνειρα και πιστεύουμε πως μας λένε το μέλλον. Κρεμάμε φυλαχτά στο λαιμό μας εξασκούμε τη μαντεία. Καταφεύγουμε καθημερινά σε μάγους, μάντεις, γύφτους, εξορκιστές αναζητούμε στη μαγεία τη θεραπεία κάθε ασθένειας και διαβάζουμε μαγικά σε ανθρώπους και ζώα. …

Απομακρυνόμαστε ακόμη πιο πολύ από την αρετή ψάχνοντας συνεχώς το κακό. Η φιλία απωθήθηκε και η κακεντρέχεια πήρε τη θέση της. Ο αδελφός εκμεταλλεύεται τον αδελφό, ο κάθε φίλος ακολουθεί το δρόμο τής προδοσίας…

Δεν υπάρχει έλεος, ούτε συμπάθεια μόνο μίσος και αναίδεια.

Οι κύριοί μας είναι άδικοι, αυτοί που μάς κυβερνούν, αρπακτικοί, οι δικαστές μας διεφθαρμένοι, οι διαιτητές μας ψεύτες, οι πολίτες απατεώνες, οι επαρχιώτες χωρίς κρίση και οι πάντες εν γένει ευτελείς. 

Οι παρθένες μας είναι πιο προκλητικές και από τις πόρνες, οι χήρες είναι περίεργες χωρίς λόγο, οι παντρεμένες κοροϊδεύουν μια πίστη που οι ίδιες δε φυλάσσουν, οι νέοι είναι χαμένοι στην ακολασία, οι γέροι παραδομένοι στο πιοτό, οι ιερείς έχουν ξεχάσει το Θεό, οι μοναχοί ξέφυγαν τελείως από το σωστό δρόμο, οι άνθρωποι στον κόσμο είναι τόσο χαμένοι ώστε με τα λόγια μεν να δίνουν την εξωτερική εμφάνιση της ευσέβειας, ενώ μέσα τους να αρνούνται κάθε αρετή. Έχουμε πρόσωπο πόρνης και αμαρτωλού.

Είναι τέτοια η σκληρότητα της καρδιάς μας, η λησμονιά μας, η τύφλα μας, ώστε να μην πιστεύουμε πλέον πως διαπράττουμε πράξεις κακίας ότι υποφέρουμε απ’ αυτές, όταν στην πραγματικότητα είμαστε οι εκτελεστές τους και τα θύματα τους… Αυτές και άλλες είναι οι αμαρτίες που μας καθιστούν άξιους των τιμωριών, με τις οποίες ο Θεός μας επισκέπτεται ως πληρωμή γι΄ αυτά τα λάθη και άλλες ίσης βαρύτητας κακοήθειες”.




Όλα αυτά που διαβάσατε (ή τα περισσότερα) ισχύουν και σήμερα. 
Λες και δεν άλλαξε τίποτα. 
Κι ας πέρασε πάνω από μισή χιλιετία.


ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΑ ΓΕΓΟΝΟΤΑ ΠΟΥ ΒΙΩΝΟΥΜΕ ΣΗΜΕΡΑ,

 ΜΠΟΡΟΥΜΕ ΝΑ ΕΛΠΙΖΟΥΜΕ; ΚΑΙ ΑΝ ΝΑΙ, ΜΕ ΠΟΙΟ ΤΡΟΠΟ;


Ὁ Τριαδικὸς Θεὸς καὶ ὁ Σωτήρας Ἰησοῦς Χριστὸς εἶναι καὶ τὸ ἀντικείμενο τῆς ἐλπίδος μας καὶ ὁ Δημιουργός της.
Ἐλπίς, μὴ στηριζομένη ἐπὶ τοῦ Σωτῆρος Μεσσίου Ἰησοῦ Χριστοῦ, εἶναι πλάνη καὶ ἀπάτη.
Ὁ ἅγιος γέροντας Παΐσιος ὁ Ἁγιορείτης, μὲ τὴ χάρη τοῦ Θεοῦ, εἶχε προειδοποιήσει: 
«Ὅλα ὅσα λέγονται καὶ γίνονται στὶς ἡμέρες μας διέπονται καὶ διαποτίζονται ἀπὸ τὸ πνεῦμα τῆς πλάνης καὶ τῆς ἀπάτης»
Ἀλλὰ καὶ στὴν Καινὴ Διαθήκη παροτρύνει ὁ Ἀπ. Παῦλος στὴν πρὸς Ἑβραίους ἐπιστολή, κεφ. γ΄, 13: «ἀλλὰ παρακαλεῖτε ἑαυτοὺς καθ᾿ ἑκάστην ἡμέραν ἄχρις οὗ τὸ σήμερον καλεῖται, ἵνα μὴ σκληρυνθῇ ἐξ ὑμῶν τις ἀπάτῃ τῆς ἁμαρτίας»
Ἐκτὸς τούτου καὶ στὸ μυστήριο τοῦ Βαπτίσματος, τοῦ εἰσαγωγικοῦ ἀπαραιτήτου μυστηρίου γιὰ τὴ σωτηρία μας, κατὰ τὴν εὐχὴ ποὺ σφραγίζει ὁ ἱερεὺς τὸ νερό, λέει:
«Ἐπιφάνηθι Κύριε τούτῳ· καὶ δὸς μεταποιηθῆναι τὸν ἐν αὐτῷ βαπτιζόμενον, εἰς τὸ ἀποθέσθαι μὲν τὸν παλαιὸν ἄνθρωπον, τὸν φθειρόμενον κατὰ τὰς ἐπιθυμίας τῆς ἀπάτης, ἐνδύσασθαι δὲ τὸν νέον, τον ἀνακαινούμενον κατ᾿ εἰκόνα τοῦ κτίσαντος αὐτόν, ἵνα γενόμενος σύμφυτος τῷ ὁμοιώματι τοῦ θανάτου σου διὰ τοῦ Βαπτίσματος, κοινωνὸς και τῆς ἀναστάσεώς σου γένηται...».
Σύμφωνα, λοιπόν, μὲ ὅλους τοὺς παραπάνω λόγους, χαρὰ καὶ ἀγάπη, εἰρήνη καὶ ἀνάπαυση, δὲν μπορεῖ νὰ ὑπάρχει εἰ μὴ μόνον διὰ τῆς πρὸς ἀλλήλους ἐν Χριστῷ ὁμοφροσύνης καὶ ὀρθοδόξου βιοτῆς. Τελεία καὶ παῦλα!
Ἐν τούτοις, σήμερα βλέπουμε τὴν πανταχοῦ ἀποστασία ἀπὸ τὸν Χριστό, ποὺ ὁδηγεῖ τοὺς ἀνθρώπους τῆς Νέας Ἐποχῆς εἰς παράλυσιν καὶ ψυχοσωματικὴν διαστροφήν, ὥστε ἀπὸ πρόσωπα νὰ παραμορφώνονται σὲ ἄτομα, κινούμενα χωρὶς Χριστό, χωρὶς ἐλπίδα. 
Εὔχομαι νὰ ὑπάρξει, παντοῦ καὶ ἐν πᾶσι, εἰλικρινὴς μετάνοια
Σὲ ἀντίθετη περίπτωση, τὰ πράγματα, ὁ κόσμος, θὰ ὁδηγοῦνται ἀπὸ τὸ κακὸ στὸ χειρότερο, στὸ χείριστο καὶ τελικά, στὴν ἀπώλεια.

Παρακαλῶ, ἂς γνωρίζουμε καὶ τοῦτο. Πλησιάζει ἡ ὥρα ποὺ τὸ ποίμνιο τοῦ Χριστοῦ θὰ μισεῖται καὶ θὰ διώκεται ἀπὸ ὅλους ὅσους εὑρίσκονται ἐκτὸς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας. 
Ὁ Κύριος Ἰησοῦς εἶναι σαφής:
« Εἰ ὁ κόσμος ὑμᾶς μισεῖ, γινώσκετε ὅτι ἐμὲ πρῶτον ὑμῶν μεμίσηκεν. εἰ ἐκ τοῦ κόσμου ἦτε, ὁ κόσμος ἂν τὸ ἴδιον ἐφίλει∙ ὅτι δὲ ἐκ τοῦ κόσμου οὐκ ἐστέ, ἀλλ’ ἐγὼ ἐξελεξάμην ὑμᾶς ἐκ τοῦ κόσμου, διὰ τοῦτο μισεῖ ὑμᾶς ὁ κόσμος. μνημονεύετε τοῦ λόγου οὗ ἐγὼ εἶπον ὑμῖν∙ οὐκ ἔστι δοῦλος μείζων τοῦ κυρίου αὐτοῦ. εἰ ἐμὲ ἐδίωξαν, καὶ ὑμᾶς διώξουσιν, εἰ τὸν λόγον μου ἐτήρησαν, καὶ τὸν ὑμέτερον τηρήσουσιν. ἀλλὰ ταῦτα πάντα ποιήσουσιν ὑμῖν διὰ τὸ ὄνομά μου, ὅτι οὐκ οἴδασι τὸν πέμψαντά με.» (Ἰω., κεφ.ιε΄, στ.18-21).

Ἐξ αὐτοῦ τούτου τοῦ λόγου, ὁ Κύριος, λίγο πρὶν τὴν φρικτὴν Σταύρωσιν καὶ τὴν εἰς Ἅδου κάθοδον, τὴν λαμπροφόρον Ἀνάστασιν, τὴν ἔνδοξον Ἀνάληψιν καὶ τὴν φοβερὰ καὶ Ἁγία Πεντηκοστή, προσευχήθηκε ἐκτενῶς πρὸς τὸν Οὐράνιο Πατέρα, ὄχι μόνον διὰ τοὺς Ἁγίους Ἀποστόλους, ἀλλὰ καὶ διὰ ὅλους ὅσους θὰ ἐπίστευαν δι’αὐτῶν εἰς τὸν Ἰησοῦν Χριστὸν ἕως τῆς συντελείας τῶν αἰώνων1. Δηλαδὴ γιὰ ἐκείνους ποὺ μὲ ὑπομονὴ ἐργάζονται καὶ τηροῦν τὶς ἐντολές Του κατὰ πάντα.
Ἄς προσέξουμε ὅμως!!! Αὐτὸς ὁ τελευταῖος λόγος, δηλαδὴ τὸ νὰ ἐργαζόμαστε μὲ ὑπομονὴ εἰς τέλος2 καὶ νὰ τηροῦμε τὶς ἐντολὲς τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ καὶ τὸ νὰ πιστεύουμε, νὰ ὁμολογοῦμε καὶ νὰ διαλαλοῦμε ὅτι ὁ Χριστὸς Ἰησοῦς εἶναι ὁ μόνος ἀληθινὸς καὶ μοναδικὸς Σωτήρας τοῦ κόσμου, μετ’οὐ πολλὰς ἡμέρας, θὰ διώκεται στὴν πατρίδα μας ὡς ρατσιστικὸ ἔγκλημα. Λὲς καὶ δὲν εἶναι αὐτὴ ἡ ἴδια ἡ δίωξη ἡ κατ᾿ ἐξοχὴν πράξη τοῦ ρατσισμοῦ! Ὦ τοῦ παραλόγου!
Ἀγαπητά μου παιδιά, τὰ σημεῖα τῶν καιρῶν εἶναι ἐμφανῆ.
Ὅλοι σχεδὸν οἱ νόμοι ποὺ ψηφίζονται στὴν πατρίδα μας ὅπως καὶ σὲ ὅλα τὰ μήκη καὶ τὰ πλάτη τοῦ κόσμου, σὲ ἕναν καὶ μόνο σκοπὸ ἀποβλέπουν. Νὰ ἀπομακρύνουν τοὺς ἀνθρώπους ἀπὸ τὸν Ζωηφόρο Λόγο τοῦ Χριστοῦ καὶ νὰ τοὺς ὁδηγήσουν στὸν δυσώδη καὶ βορβορώδη ἐπερχόμενο Ἀντίχριστο. Γιὰ τὸ σκοπὸ αὐτὸ χρησιμοποιοῦνται ὅλα τὰ μέσα (τηλεόραση, ραδιόφωνο, ἴντερνετ, ἔντυπος τύπος, ἀφίσσες, παιχνίδια), μὲ πρῶτο καὶ καλύτερο τὴν χωρὶς Θεὸ «ἐπιστήμη» - χωρὶς αὐτὸ νὰ σημαίνει ὅτι δὲν ὑπάρχουν κατὰ καιροὺς φωτεινὲς ἐξαιρέσεις. Ἡ ὁποιαδήποτε νεοεποχήτικη διδασκαλία, συζήτηση ἤ ἐνημέρωση προβάλλεται πανταχοῦ, δεικνύει καὶ κατευθύνει εὐθέως πρὸς τὸν Ἑωσφόρο καὶ ἔτσι ἑτοιμάζεται δικτατορικὰ ὁ δρόμος τοῦ «ἑνός», δηλαδὴ τοῦ ἀντὶ τοῦ Χριστοῦ καὶ Θεοῦ, ἀντιχρίστου!
Βλέπουμε ἤδη μὲ πόση λυσσώδη μανία πολεμοῦν τὴν ἀργία τῆς Κυριακῆς, τὴν ἡμέρα τῆς Ἀναστάσεως τοῦ Κυρίου.
Ἡ εἰδωλολατρεία καὶ ὁ σατανισμὸς διδάσκονται καθαρὰ καὶ ξεδιάντροπα, ἀκόμα καὶ σὲ τρυφερὲς ἡλικίες, σὰν μοναδικὴ καὶ ἀναγκαία τροφὴ τῶν ἀνθρώπων γιὰ ἀπόκτηση δύναμης καὶ κυριαρχίας. Ἀλλ᾿ εἰς μάτην! Ἔφθασαν, μάλιστα, οἱ ἄρχοντες τοῦ σκότους σὲ τέτοιο ζοφερὸ χάος καὶ ἀνοησία, ὥστε νὰ μὴν μποροῦν νὰ διακρίνουν τὸν Δημιουργό τους καὶ νὰ ὑποστηρίζουν ὅτι κατάγονται ἀπὸ τοὺς πιθήκους. Ὦ τῆς βλασφημίας τὸ ὕψωμα!!! 
Καὶ δὲν τὰ κρατοῦν τουλάχιστον γιὰ τὸν ἑαυτό τους τὰ ὅσα πιστεύουν, ἀλλὰ παρασύρουν μαζί τους στὸ θάνατο, ἐκβιαστικὰ ἤ δελεαστικὰ μύριους χίλιους κακομοίρηδες. Ξεχνοῦν σαφῶς ἤ ἀδιαφοροῦν γιὰ τὸ Ἀποκ. ιγ΄, 10: «εἴ τις εἰς αἰχμαλωσίαν ἀπάγει, εἰς αἰχμαλωσίαν ὑπάγει· εἴ τις ἐν μαχαίρᾳ ἀποκτέννει, δεῖ αὐτὸν ἐν μαχαίρᾳ ἀποκτανθῆναι. ὧδέ ἐστιν ἡ ὑπομονὴ καὶ ἡ πίστις τῶν ἁγίων».(Ἄν κανεὶς παρασύρει ἄλλους σὲ αἰχμαλωσία, θὰ αἰχμαλωτισθεῖ καὶ αὐτός. Ἄν κανεὶς φονεύσει μὲ μαχαίρι πρέπει καὶ αὐτὸς σύμφωνα μὲ τὴ θεία δικαιοσύνη νὰ φονευθεῖ μὲ μαχαίρι. Ἐδῶ θὰ φανεῖ ἡ ὑπομονὴ καὶ ἡ πίστη τῶν Χριστιανῶν).
Βιασμοὶ, βίαιοι θάνατοι, ληστεῖες, ἀσέλγειες, ἐκμετάλλευση ψυχῶν καὶ σωμάτων ἀνήκουν στὴν ἡμερησία διάταξη ὅλων τῶν κοινωνικῶν τάξεων. Ἀποτέλεσμα τούτων, εἶναι νὰ ὑπάρχει παντοῦ ἀνασφάλεια, δάκρυα, ἀπελπισία καὶ πολὺς πόνος.
Ἄς προσέξουμε ἀκόμη καὶ τοῦτο. Ὅτι καὶ ἡ δημιουργία τοῦ Θεοῦ, τοῦ Σωτῆρος Ἰησοῦ Χριστοῦ, ἐξανίσταται καὶ διαμαρτύρεται. Πρωτοφανῆ σημεῖα καὶ τέρατα συμβαίνουν συχνὰ-πυκνὰ σὲ ὅλα τὰ μήκη καὶ πλάτη τοῦ πλανήτη μας, ἀποδεικνύοντας καὶ διατρανώνοντας ἔτσι, μὲ αὐτοὺς τοὺς φοβεροὺς «γογγυσμούς», τὰ ἐπερχόμενα δεινὰ στὸν ταλαίπωρο κόσμο μας.
Ὅλα αὐτὰ εἶναι ἀρχὲς ὠδίνων3. Οἱ ὠδίνες ἕπονται.

Του Πρεσβ.Ἀθανασίου Μηνᾶ

ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑ:
Μακάριοι εἶναι ὅλοι ὅσοι πορεύονται αὐτὴν τὴν κρίσιμη ὥρα μὲ πραγματικὴ μετάνοια, συνεχῆ δάκρυα καὶ ἀδιάλειπτη προσευχή, γαντζωμένοι κυριολεκτικὰ στὸ Σῶμα τοῦ Χριστοῦ, δηλαδὴ στὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία.
Μακάριοι, ὅσοι βαπτισμένοι καὶ μυρωμένοι Ὀρθοδόξως ἐμπιστεύονται ἀπόλυτα τοὺς λόγους τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ καὶ κοινωνοῦν ἀκατακρίτως τὸ Πανάχραντο Σῶμα Του καὶ τὸ Τίμιο Αἷμα Του, ποὺ εἶναι τὸ φάρμακο τῆς ἀθανασίας καὶ τῆς αἰωνίου ζωῆς, ὁ Παράδεισος.
Ἄς μάθουμε τέλος, ὅτι ἀλάνθαστο κριτήριο Ὀρθοδόξου ἐλπίδος, αὐτὲς τὶς δύσκολες ὧρες, εἶναι ἡ καρδιακὴ εἰρήνη, χαρὰ καὶ ἀνάπαυση, ὅπως καὶ ἡ ἐν Ἁγίῳ Πνεύματι βεβαιότητα πὼς αὐτὰ ποὺ συμβαίνουν, φανερώνουν τοῦ λόγου τὸ ἀληθές, ὅτι δηλαδὴ πλησιάζει ἡ ἀπολύτρωσις ἡμῶν ( Λουκ., κεφ.κα΄, στ.28.: «ἀρχομένων δὲ τούτων γίνεσθαι ἀνακύψατε καὶ ἐπάρατε τὰς κεφαλὰς ὑμῶν, διότι ἐγγίζει ἡ ἀπολύτρωσις ὑμῶν.» Ἀλλὰ καὶ Ἀποκ. ιγ΄, 6-8: «καὶ ἤνοιξε τὸ στόμα αὐτοῦ (τὸ θηρίον) εἰς βλασφημίαν πρὸς τὸν θεόν, βλασφημῆσαι τὸ ὄνομα αὐτοῦ καὶ τὴν σκηνὴν αὐτοῦ, ...καὶ προσκυνήσουσιν αὐτὸν πάντες οἱ κατοικοῦντες ἐπὶ τῆς γῆς...»).
Γένοιτο Κύριε Ἰησοῦ. Σὲ Σένα ἀνήκει ἡ Δόξα, ἡ Δύναμις καὶ τὸ Κράτος εἰς τοὺς αἰώνας. Ἀμήν.

1 «Οὐ περὶ τούτων δὲ ἐρωτῶ μόνον, ἀλλὰ καὶ περὶ τῶν πιστευόντων διὰ τοῦ λόγου αὐτῶν εἰς ἐμέ, ἵνα πάντες ἕν ὦσι, καθὼς σύ, πάτερ, ἐν ἐμοὶ κἀγὼ ἐν σοί, ἵνα καὶ αὐτοὶ ἐν ἡμῖν ἕν ὦσιν, ἵνα ὁ κόσμος πιστεύσῃ ὅτι σύ με ἀπέστειλας.» (Κατὰ Ἰωάν., κεφ.ιζ΄, 20-21)
2 «...ὁ δὲ ὑπομείνας εἰς τέλος, οὗτος σωθήσεται.» (Κατὰ Ματθ., κεφ.κδ΄, στ.13)

3 Ματθ., κεφ.κδ΄, στ.7-8 : « ...ἐγερθήσεται γὰρ ἔθνος ἐπὶ ἔθνος καὶ βασιλεία ἐπὶ βασιλείαν, καὶ ἔσονται λιμοὶ καὶ λοιμοὶ καὶ σεισμοὶ κατὰ τόπους∙ πάντα δὲ ταῦτα ἀρχὴ ὠδίνων»

http://hellas-orthodoxy.blogspot.gr

Τὸ ἁμαρτάνειν εἶνε ἀνθρώπινον, τὸ δὲ ἐμμένειν ἐν τῇ ἁμαρτίᾳ καὶ τῇ πλάνῃ εἶνε σατανικόν.

ΓΙΑΤΙ Ο ΜΕΓΑΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΕΙΝΕ ΑΓΙΟΣ...


...Καὶ μόνο αὐτὸς ἦταν ἁμαρτωλός; Σᾶς ἐρωτῶ· ὁ Δαυΐδ, ποὺ διέπραξε δύο μεγάλα ἐγκλήματα, δὲν εἶνε μεταξὺ τῶν ἁγίων; Ὁ Πέτρος δὲν ἀρνήθηκε τὸ Χριστό, ἀλλ᾿ «ἐξελθὼν ἔξω ἔκλαυσε πικρῶς»; (Ματθ. 26,75). Ὁ Παῦλος δὲν ἦτο διώκτης τοῦ χριστιανισμοῦ, καὶ ὅμως ἔγινε κορυφαῖος ἀπόστολος; Καὶ πόσοι ἄλλοι ἅγιοι!
Ἂς δοξάσουμε, ἀγαπητοί μου, τὸ Θεό, γιατὶ μᾶς ἔδωσε τὸ μυστήριο τῆς μετανοίας. Τὸ εἶπα καὶ ἄλλοτε· Δὲν θὰ μᾶς δικάσῃ ὁ Θεὸς γιατὶ ἁμαρτάνουμε· θὰ μᾶς δικάσῃ διότι δὲν μετανοοῦμε. Ἕνας μόνο δὲν μετανοεῖ· ὁ σατανᾶς. Γι᾿ αὐτὸ οἱ πατέρες λένε· Τὸ ἁμαρτάνειν εἶνε ἀνθρώπινον, τὸ δὲ ἐμμένειν ἐν τῇ ἁμαρτίᾳ καὶ τῇ πλάνῃ εἶνε σατανικόν.



...Νά λοιπὸν γιατί δὲν ἔχουν δίκιο αὐτοὶ ποὺ λένε ὅτι δὲν εἶνε ἅγιος ὁ Μέγας Κωνσταντῖνος. Διότι ὁ Μέγας Κωνσταντῖνος μετανόησε. Ἂν λείψῃ ἡ μετάνοια, θ᾿ ἀδειάσῃ ὁ παράδεισος καὶ μέσα θὰ μείνουν μόνο τὰ ἀθῷα νήπια. Οὔτε ἡ Μαρία ἡ Αἰγυπτία, ἀλλ᾿ οὔτε καὶ ὁ ἅγιος Νικόλαος, οὔτε καὶ ὁ ἅγιος Ἀντώνιος, οὔτε κανένας δὲν θὰ μείνῃ.
Γι᾿ αὐτό, ἀγαπητοί μου, τελειώνοντας λέγω. Ἂς πάρουμε ἕνα δίδαγμα μεγάλο, τὸ δίδαγμα τῆς μετανοίας. Ἂς μετανοήσουμε κ᾿ ἐμεῖς ἀπ᾿ τὴν καρδιά μας. Ἂς μιμηθοῦμε τὸ παράδειγμα τοῦ Μεγάλου Κωνσταντίνου ὅλοι, νέοι καὶ γέροι, ἐπιστήμονες καὶ ἀγράμματοι, ἀξιωματικοὶ καὶ στρατιῶται, ἄρχοντες καὶ ὑπήκοοι. Κάθε ψυχὴ ἂς μετανοήσῃ καὶ ἂς κλαύσῃ ὅπως ἔκλαυσε ἐκεῖνος. Καὶ ἂς κλείσουμε κ᾿ ἐμεῖς τὰ μάτια στὸ μάταιο αὐτὸ κόσμο λέγοντας· «Ὁ Θεός, ἱλάσθητί μοι τῷ ἁμαρτωλῷ» καὶ «Μνήσθητί μου, Κύριε, ὅταν ἔλθῃς ἐν τῇ βασιλείᾳ σου» (ἔ.ἀ.).

† ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος
(Απόσπασμα απομαγνητοφωνημένης ὁμιλίας του Μητροπολίτου Φλωρίνης π. Αυγουστίνου Καντιώτου, 
που έγινε στον ἱερό ναὸ των Ἁγίων Κωνσταντίνου καὶ Ἑλένης Ἀμυνταίου, 21-5-1973

Απ' όσα έζησα με τον π. Φιλόθεο Ζερβάκο


O παππούς πατήρ Φιλόθεος πάλι μου μίλησε για την έσχατη μέρα πού την διαισθάνεται πολύ κοντά. Ζώ, μου είπε, με την αγωνία του κόσμου, του κόσμου πού έγινε μάζα, και πορεύεται σαν πρόβατο σε σφαγή, χωρίς διαμαρτυρία και προσπάθεια να ξεφύγει απ’ τα χέρια του βέβαιου θανάτου. Ο Σατανάς έχει υπνώσει τούς ανθρώπους και τούς χρησιμοποιεί...

Τα μάτια του παππούλη, ήταν γεμάτα δάκρυα και το πρόσωπό του είχε φανερή την έκφραση του πόνου και της αγωνίας. Έπειτα σιώπησε και τον αισθανόμουν και έβλεπα να ‘ναι βυθισμένος κάπου. Αυτή η σιωπή λάβαινε έκταση μα και μεγαλείο. 

Θέλησα κι εγώ να προσηλώσω τη μνήμη μου πάνω στο Σταυρό που ‘χα αντίκρυ μου κι έμεινα για ώρα βυθισμένος στο θαύμα του Θείου Πάθους!! Έπειτα από αρκετή ώρα, μέσα απ’ την προσήλωσή μου, είδα ένα σκοτάδι να φεύγει κι ένα φώς παράξενο και πρωτόγνωρο να λούζει τον παππού, όχι όμως και μένα. Το πρόσωπο του, άρχισε να αλλοιώνεται και να παίρνει μια έκφραση!!

«Ω, Θεέ μου, να μπορούσα να την περιγράψω ή να την έχω σαν εικόνα όλη μου τη ζωή! Αισθανόμουν πώς κάποιος του μιλούσε και ο ίδιος απαντούσε, μα δεν άκουγα τίποτα. 

Η βεβαιότητα μου αυτή δέ γεννούσε αμφισβήτηση, αλλά ούτε και ερώτηση. Είχα καθηλωθεί στο θαυμασμό μέσα αλλά και στο φόβο της αδυναμίας μου να νιώσω, τί γίνεται κει μπροστά μου… 

Ο παππούς, τώρα παρακαλούσε, ικέτευε και τον είδα να σκύβει πάνω στο πάτωμα το κεφάλι ταπεινά και λέει «ευχαριστώ»!!

Μέσα μου αισθανόμουν ειρήνη, απέραντη ειρήνη και ούτε ήθελα να ρωτήσω ή να ζητήσω κάτι. Ήμουν γεμάτος από κάτι πού δεν ήξερα, μα ωστόσο με πλημμύριζε χαρά και με γέμιζε ελπίδα. Η σιωπή εκεί μέσα, μιλούσε με πολλές γλώσσες κι ήταν τόσο όμορφη πού θα ‘θελα να μην έχει τέλος.

Έξω φυσούσε παγωμένος αέρας και το κρύο σε περόνιαζε ως το κόκκαλο, μα μες στην καρδιά μου είχα ζεστασιά. Ήθελα αυτό πού είχα, σχεδόν λαχταρούσα, να το δώσω σ’ όλους τούς ανθρώπους. Γιατί εδώ τώρα, τούς αγαπούσα σαν τον εαυτό μου και τούς πονούσα σαν τη σάρκα μου..

Έπειτα ο παππούς, μ’ αγκάλιασε στοργικά και μού είπε: «Όταν βγεις απ’ εδώ να πεις για το φώς πού είδες, αφού πρώτα το πάρεις σαν δώρημα απ’ το Χριστό μας. Διαφορετικά, μίλησε με τη σιωπή πού κηρύττει κι αυτή με τον τρόπο της». 

Μου είπε, πώς η Παναγία του απεκάλυψε μια εικόνα που "έδειχνε τούς ποιμένες να είναι δεμένοι σ’ ένα βράχο και οι κουρούνες να τούς τρώνε τα σπλάχνα και να τούς κτυπούν με μανία με το ράμφος τους... 

Όταν τον ρώτησα για την εικόνα δεν μου απάντησε, αλλά μου έδειξε μια άλλη εικόνα πού παρίστανε ανθρώπους μυριάδες, αμέτρητους, πού βούλιαζαν σε μια ατέρμονη πεδιάδα, λες και τούς ροφούσε η λασπουριά, φωνάζοντας απέλπιδες φωνές. Στη θέα αυτή ένιωθες φρίκη και γέμιζες αγωνία...

Κι άκουσα, μου πε ο παππούς, τη φωνή του Προφήτη με το στόμα τ’ Άγιο της Παναγιάς, να μου λέει: 

«Οι ποιμένες κατέστρεψαν το αμπέλι μου και το μετέτρεψαν σε βούρκο». 

Ο παππούς λέγοντας μου αυτά, είχε πάνω του όλο το παράπονο του κόσμου και όλο τον καημό της ζωής. Τον άφησα περίλυπο στη σιγή του και τον παρεκάλεσα φιλώντας του το χέρι, να προσευχηθεί για μένα.. Έξω, η καμπάνα της Ι. Μονής, σήμαινε τον Εσπερινό!! 

«ΤΟ ΟΔΟΙΠΟΡΙΚΟ ΤΗΣ ΨΥΧΗΣ ΜΟΥ» . του Αρχιμανδρ. Κλήμεντος Ζώκαρη

Γιά τήν Ἐξομολόγηση



Ἐδῶ ὁποῦ ἦλθα, χριστιανοί μου, ἔλαβα μίαν χαράν μεγάλην, μά ἔλαβα καί μίαν λύπην μεγάλην.

Χαράν μεγάλην ἔλαβα βλέποντας τήν καλήν σας γνώμην, τήν καλήν σας μετάνοιαν, λύπην ἔλαβα στοχαζόμενος τήν ἀναξιότητά μου, πώς δέν ἔχω καιρόν νά σᾶς ἐξομολογήσω ὅλους ἕνα πρός ἕνα, νά μοῦ εἰπῆ τό παράπονό του ὁ καθένας, νά τοῦ εἰπῶ καί ἐγώ ἐκεῖνο ὁποῦ μέ φωτίση ὁ Θεός.

Θέλω καί ἀγαπῶ, ἀμά δέν ἠμπορῶ, παιδιά μου. Καθώς ἕνας πατέρας εἶναι ἄρρωστος, πηγαίνει τό παιδί του νά τό παρηγορήση, ἐκεῖνος μήν μπορώντας τό διώχνει, μά πῶς τό διώχνει; Μέ τήν καρδίαν καμμένην. Θέλει νά τό παρηγορήση, μά δέν ἠμπορεῖ. Πατέρας ἀνάξιος εἶμαι ἐγώ. Πνευματικά παιδιά μου εἴσαστε ἡ εὐγενεία σας.

Τώρα ἔρχεται ἕνας νά ἐξομολογηθῆ εἰς τοῦ λόγου μου νά μοῦ εἰπῆ τό παράπονόν του, νά τοῦ εἰπῶ καί ἐγώ ἐκεῖνο ὁποῦ μέ φωτίση ὁ Θεός. Ἐγώ μήν ἠμπορώντας τόν διώχνω, μά πῶς τόν διώχνω; Τόν διώχνω καί καίεται ἡ καρδία μου καθώς ὁ πατέρας μέ τό παιδί του. Τί νά σᾶς κάμω; Μά πάλιν, νά μήν ὑστερηθῆτε παντελῶς, σᾶς λέγω ἐγώ παραμικρόν.

Ὅταν θέλετε νά ἰατρεύσετε τήν ψυχή σας, τέσσαρα πράγματα σᾶς χρειάζονται. Κάνομέ τε ἕνα παζάρι; Ἀπό τόν καιρόν ὁποῦ ἐγεννηθήκετε ἕως τώρα ὅσα ἁμαρτήματα ἐκάμετε νά τά πάρω ὅλα εἰς τόν λαιμόν μου καί ἡ εὐγενεία σας νά μοῦ πάρετε τέσσαρες τρίχες. Βαρύ νά ἀσηκώσετε τέσσαρες τρίχες ἀπό αὐτά τά γένεια καί νά σᾶς πάρω ἐγώ ὅλα σας τά ἁμαρτήματα; Καί...τί νά τά κάμω;

Ὡστόσον ἔχω μίαν καταβόθρα καί τά ρίχνω ὅλα μέσα ὡσάν χωνευτήρι. Ποία εἶναι ἡ καταβόθρα; Εἶναι ἡ εὐσπλαγχνία τοῦ Χριστοῦ μας. Πρώτη τρίχα εἶναι ὅταν θέλετε νά ἐξομολογᾶσθε τό πρῶτον θεμέλιον εἶναι αὐτό ὁποῦ εἴπαμε, νά συγχωρᾶτε τόν ἐχθρόν σας. Τό κάμνετε;

‒ Τό κάμνομεν, ἅγιε τοῦ Θεοῦ. Ἐπήρετε τήν πρώτην τρίχα. Δευτέρα τρίχα εἶναι νά εὑρίσκετε πνευματικόν καλόν, γραμματισμένον, σοφόν, ἐνάρετον, εὐλαβῆ νά ἐξομολογᾶσθε. Καί νά ἐξομολογᾶσαι καί νά εἰπῆς ὅλα σου τά ἁμαρτήματα.

Νά ἔχης ἑκατό ἁμαρτίες καί εἰπῆς τίς ἐνενῆντα ἐννέα εἰς τόν πνευματικόν καί μίαν νά μή φανερώσης, ὅλες ἀσυγχώρητες μένουν. Καί ὅταν κάνης τήν ἁμαρτίαν, τότε πρέπει νά ἐντρέπεσαι, ἀλλά ὅταν ἐξομολογᾶσαι, νά μήν ἔχης καμμίαν ἐντροπήν.

Μία γυναῖκα ἐπῆγε νά ἐξομολογηθῆ εἰς ἕνα ἀσκητήν. Ὁ ἀσκητής εἶχεν ἕνα ὑποτακτικόν ἐνάρετον. Λέγει τοῦ ὑποτακτικοῦ του ὁ ἀσκητής: πήγαινε παρέκει νά ἐξομολογήσω τήν γυναῖκα. Ὁ ὑποτακτικός ἐμάκρυνεν ἕως ὁποῦ ἔβλεπε, μά δέν ἤκουε τίποτε. Ἐξομολόγησε τήν γυναῖκα, ἔφυγε. Ὕστερα ἔρχεται ὁ ὑποτακτικός καί λέγει: «Γέροντά μου, εἶδα ἕνα παράδοξον θαῦμα: ἐκεῖ πού ἐξομολογοῦσες τήν γυναῖκα ἔβλεπα ὁποῦ ἔβγαιναν μέσα ἀπό τό στόμα της ὀφίδια μικρά. Βλέπω καί κρεμιέται ἕνα μεγάλο. Ἔκανε νά ἔβγη καί πάλιν ἐτραβήχθη εἰς τά ὀπίσω.» Λέγει ὁ ἀσκητής: «Πήγαινε νά τήν κράξης νά ἔλθη ὀπίσω ὀγλήγορα.» Πηγαίνοντας ὁ ὑποτακτικός τήν εὗρεν ἀποθαμένην. Γυρίζει ὀπίσω καί τό λέγει τοῦ γέροντός του. Αὐτός μήν ἠμπορώντας νά καταλάβη τό θαῦμα ἐπαρακάλεσε τόν Θεόν νά τοῦ φανερώση ἡ γυναῖκα ἐσώθη ἤ ἐκολάσθη; Καί φαίνεται ἐμπρός του μία ἀρκούδα μαύρη καί λέγει τοῦ ἀσκητή: «Ἐγώ εἶμαι ἐκείνη ἡ ταλαίπωρος γυναῖκα, ὁποῦ ἐξομολογήθηκα καί δέν σοῦ ἐφανέρωσα ἕνα θανάσιμον ἁμάρτημα ὁποῦ εἶχα κάμει καί διά τοῦτο ὅλα μου τά ἁμαρτήματα ἔμειναν ἀσυγχώρητα καί μέ ἐπρόσταξεν ὁ Κύριος νά πηγαίνω εἰς τήν Κόλασιν νά καίωμαι πάντοτε.» Καί ἐνταυτῷ ἔγινε μία βρῶμα ὡσάν καπνός καί ἐχάθη ἀπ᾽ ἔμπροσθέν του.

Διά τοῦτο, χριστιανοί μου, ὅταν ἐξομολογᾶσθε, νά λέγετε ὅλα σας τά ἁμαρτήματα παστρικά καί καλά. Καί πρῶτον νά εἰπῆς τοῦ πνευματικοῦ σου: «Πνευματικέ μου, ἐγώ θέ νά κολαστῶ, διατί δέν ἀγαπῶ τόν Θεόν καί τούς ἀδελφούς μου μέ ὅλην μου τήν καρδίαν καί μέ ὅλην μου τήν ψυχήν ὡσάν τόν ἑαυτόν μου.» Καί νά εἰπῆς ἐκεῖνο πού σέ τύπτει τό συνειδός σου ἤ ἐφόνευσες ἤ ἐπόρνευσες ἤ ἐμοίχευσες ἤ ὅρκον ἔκαμες ἤ εἶπες ψεύματα ἤ τόν πατέρα σου ἤ τήν μητέρα σου δέν ἐτίμησες ἤ ἀδελφός τόν ἀδελφόν ἤ γείτονας τόν γείτονα ἤ γυναῖκα τόν ἄνδρα ἤ ἄλλο κακόν ὁποῦ νά ἔκαμες. Βαρύ εἶναι νά τό κάμης αὐτό;

‒ Ὄχι, ἅγιε διδάσκαλε. Ἰδού ἐπῆρες τήν δευτέραν τρίχα. Ἡ τρίχα ἡ τρίτη εἶναι φυσικά ὡσάν ἐξομολογηθῆς θέ νά σέ ἐρωτήση ὁ πνευματικός νά σοῦ εἰπῆ: «Διατί, παιδί μου, νά κάμης αὐτά τά ἁμαρτήματα;» Ἐσύ νά προσέχης νά μήν κατηγορήσης ἄλλον, ἀλλά τοῦ λόγου σου καί νά εἰπῆς: «Αὐτά τά ἔκαμα ἀπό τό κακόν μου κεφάλι, ἀπό τήν κακήν μου προαίρεσιν.» Βαρύ εἶναι νά κατηγορήσης τοῦ λόγου σου;

‒ Ὄχι. Λοιπόν ἐπῆρες καί τήν τρίτην τρίχα. Ἔχομεν τήν τετάρτην. Ὅταν σέ δώση ἄδειαν ὁ πνευματικός σου καί ἀναχωρήσης, νά ἀποφασίσης μέ στερεάν γνώμην, μέ στερεάν ἀπόφασιν καλύτερα νά χύσης τό αἷμα σου, μά εἰς ἄλλην φοράν ἁμαρτίαν νά μή κάμης. Τό κάμνεις καί αὐτό;

‒ Μάλιστα. Ἐπῆρες καί τήν τετάρτην τρίχα. Αὐτά τά τέσσαρα εἶναι τά ἰατρικά σου καθώς εἴπαμε καί ὄχι ἄλλα.

Τό πρῶτον εἶναι νά συγχωρᾶτε τούς ἐχθρούς σας.

Τό δεύτερο νά ἐξομολογᾶσθε παστρικά καί καλά.

Τό τρίτο νά κατηγορᾶτε τοῦ λόγου σας.

Τό τέταρτο νά ἀποφασίζετε νά μή κάμετε ἁμαρτίαν. Καί ἄν ἠμπορεῖτε νά ἐξομολογᾶσθε κάθε ἡμέραν, καλόν καί ἅγιον εἶναι. Εἰδέ καί δέν ἠμπορεῖτε καθ᾽ ἡμέραν, ἄς εἶναι μία φορά τήν ἑβδομάδα καί μία φορά τόν μῆνα ἤ τό ὀλιγώτερον τέσσαρες φορές τόν χρόνον. Καί νά συνηθίζετε τά παιδιά σας ἀπό μικρά, διά νά συνηθίζουν εἰς τόν καλόν δρόμον, νά ἐξομολογοῦνται. Ἰδού ὁπού σᾶς ἐξομολόγησα ὅλους παρρησίᾳ, διά νά μήν ὑστερηθῆτε.

Αὐτά ὁπού σᾶς εἶπα εἶναι τά ἰατρικά σας εἰδέ ἐκεῖνο ὁπού δίνουν οἱ πνευματικοί, σαρανταλείτουργα, μετάνοιες, νηστεῖες καί ἄλλα, δέν εἶναι ἰατρικά, ἀλλά διά νά μήν τύχη καί ξεπέσετε ἄλλην φοράν εἰς τήν ἁμαρτίαν σᾶς τά δίδουν καί ὅποιος τά βάλη μέσα εἰς τήν καρδίαν του αὐτά τά τέσσαρα, νά ἀποθάνη ἐκείνη τήν ὥραν, σώνεται. Εἰδέ χωρίς αὐτά τά τέσσαρα χίλιες χιλιάδες καλά νά κάμη ὁ ἄνθρωπος, ἄν ἀποθάνη, εἰς τήν Κόλασιν πηγαίνει.

Ἁγίου Κοσμᾶ τοῦ Αἰτωλοῦ

ΔΙΔΑΧΕΣ ΑΓΙΟΥ ΚΟΣΜΑ ΤΟΥ ΑΙΤΩΛΟΥ Ἰωάννου Β. Μενούνου Ἐκδ. «ΤΗΝΟΣ» (σελ. 164-167)

“Μνήσθητί μου, Κύριε”, του είπε, “όταν έλθης εν τη βασιλεία Σου”.


Θυμήσου και μένα, Χριστέ μου, όταν πας στη βασιλεία Σου!. Τι γλυκός λόγος! Όλα τα σιρόπια, όλα τα πανευφρόσυνα, όλα τα ευχάριστα του κόσμου τα υπερνικά ο λόγος αυτός. Αμέσως εκτύπησαν αυτά μέσα στην καρδιά του Χριστού και έγινεν αντανάκλασις της χάριτος. Του απήντησε λοιπόν: “αλήθεια σου λέγω και εγώ, ότι σήμερα θα έλθης μαζί μου στον παράδεισο”. 

Για την μετάνοια αυτής της στιγμής που δείχνεις, ξεχνώ όλους τους φόνους και τα κακουργήματα που είχες καμωμένα και η ευσπλαχνία μου με παρακινεί να σου ειπώ αυτόν τον λόγον: έλα μαζί μου στην βασιλεια μου. Μήπως και εμείς, αδελφές, δεν μοιάζωμεν καμμιά φορά με τον ληστήν; Είμεθα όλο στολισμένοι με χάριτας; Δεν έχομεν ακάθαρτα και αμαρτίες; Δεν μολύνομεν κάθε λίγο τας ψυχάς μας; Δεν βλέπομεν τον πλησίον μας με κακία; Δεν κρίνομεν και κατακρίνομεν; Δεν οργιζόμεθα, δεν φθονούμεν, δεν συκοφαντούμεν; 

Αλλά μήπως ο Θεός για όλα αυτά μας παραπέμπει; Μήπως εάν ημείς είμεθα ακάθαρτοι, εάν είμεθα μοχθηροί και κακότροποι, εκείνος μας οργίζεται; Μας μισεί; Όχι. Με αυτά τα ακάθαρτα χείλη που έχομεν, δέχεται και τον δοξολογούμεν; Μ’αυτά τα ρερυπωμένα μας εντόσθια, δέχεται και τον γευόμεθα, με αυτά τα αμαρτωλά μας χέρια και πόδια μας κρατεί μας κρατεί στη ζωή. Τέτοια αγάπη μας έχει, τέτοια συμπάθεια έχει για τον ανθρώπoν, τέτοια μακροθυμία για όλους μας. Μήτε Εβραίο ξεχωρίζει μήτε Έλληνα μήτε Οθωμανό. Για όλους την ίδια στοργή αισθάνεται. 

Και όπως τον καιρόν της σταυρώσεως καρφωμένος πάνω στο μαύρο ξύλο εφώναζε γλυκά-γλυκά: πάτερ μου, μη συνορισθής τους σταυρωτάς μου, γιατί δεν ξεύρουν τι κάνουν, δεν με κατάλαβαν ποιός είμαι, δεν καταλαβαίνουν. Τα ίδια εξακολουθεί να φωνάζη ακόμα μέχρι σήμερα για όλους μας ο Χριστός. Πόσο σφάλλει κάθε ημέραν η ανθρωπότης εις τον Θεόν! Και όμως Eκείνος ποτέ δεν μας οργίζεται, ποτέ δεν μας ρίχνει κακία ποτέ! Ποτέ! Τον βλασφημούμεν, τον παροργίζομεν, τον μουτζώνομεν, τον ξανασταυρώνομεν και εκείνος πάλι μας υπομένει, πάλι μας αγαπά. Διότιείναι ο Θεός ελέους, είναι Θεός αγάπης, Θεός της ευσπλαχνίας. 

Για όλα αυτά τα ακάθαρτα, τα οποία του προσφέρoμεν ημείς, εκείνος μας προσφέρει έλεος και παρηγοριά. Ποτέ δεν συχαίνεται ο Θεός κανένα μας. Μόνο ο άνθρωπος είναι σκληρός, μόνον ο άνθρωπος δεν υπομένει ο ένας τον άλλον, παρά κρίνει και κατακρίνει και συκοφαντεί και κατηγορεί και ζητεί να βλάψει και να καταστρέψει και να αδικήση τον άλλον. 

Ο Θεός όμως δεν κάμνει έτσι - όλο φροντίζει πως να βοηθήσει τον ανθρώπoν, όλο ζητεί να του δίδη χείρα βοηθείας. Πότε έναν πνευματικόν φανερώνει να τον συμβουλέψη, πότε κανέναν άγγελoν να τον φώτιση, πότε κανένα λογισμό καλό του βάζει, πότε μια έμπνευση θεϊκή του φέρνει, άλλοτε κανέναν ανθρώπoν καλόν του παρουσιάζει και του δίνει μια παρηγοριά. 

Μη λησμονάτε, αδελφές, ότι τυχαίνομεν και μεις σε ώρες και σε στιγμές που λυπάται ο ένας τον άλλον. Να λυπούμαι εγώ εσάς και σεις εμενά, να λυπάται η μία την άλλην σας. Δεν έχομεν ανάγκη να λέμε για τον άλλον κόσμον. Όταν βλέπετε τα λάθη μου να λέτε: στιγμή είναι και ας συμπαθήσωμεν, και να δείχνετε συμπάθεια, αδελφές, όπως έδειξε ο Παύλος για τους Εβραίους και έλεγε: “Πάτερ, μη στήσης αυτoίς την αμαρτίαν ταύτην”. Έτσι να λέτε εσείς για μένα και εγώ για σας. Εγώ μπορεί να δείξω καμμιά φορά ότι στενοχωρούμαι μαζί σας και να σας μαλώνω καμμιά φορά, πάλι για το καλό σας. 

Έπειτα όμως πηγαίνω πιό εκεί και ο Θεός το γνωρίζει τί λέγω. Αoράτως ακούει ο Θεός τί λέγω: “συγχώρεσέ την, Θεέ μού, άνθρωπος είναι και αυτή, πλασμένη από το ίδιο πλάσμα που είναι πλασμένος όλος ο κόσμος και σύρεται και αυτή από τα ίδια πάθη και τυραννιέται και βασανίζεται, μην της συνορισθής - συγχώρεσέ την”. Και σεις, αδελφές, συμπάθεια να έχετε η μία για την άλλη σας. Όχι με μίσος και έχθρα, όχι με φθόνον και κακία, όχι με πονηρία και σκληρότητα ψυχής και απανθρωπιά. Παρά με συμπάθεια, με μακροθυμία, με καρτερία, με σπλάγχνα οικτιρμών και φιλανθρωπίας ο ένας για τον άλλον μας. Σήμερα είσαι συ, αύριο εγώ, τώρα σφάλλει ο ένας, σε λίγο ο άλλος. Kάθε στιγμή μας συγχωρεί ο Θεός. 

Kαι μεις να συγχωρούμεν αλλήλους μας, και μεις να κλαύσωμεν και να θρηνήσωμεν και να λυπηθούμεν και να συμπονέσωμεν και να παρακαλέσωμεν τον Θεόν για το σφάλμα του αδελφού μας. Αυτή είναι η μεγαλυτέρα αρετή. Όσες αρετές και αν έχης, όσα καλά έργα κα προσευχές και αγαθοεργίες και αν κάμης, όλα τα υπερβαίνει, εάν πης ένα λόγο: Θεέ μου, συγχώρεσε τον αδελφόν μου για ό,τι μου έκαμε.

Όσιος Άνθιμος της Χίου

http://www.agiabarbaradafnis.gr

Κατά τις έσχατες ημέρες θα έρθουν καιροί δύσκολοι...



Τί διαβάστηκε λοιπόν σήμερα; «Να γνωρίζετε και αυτό, ότι κατά τις έσχατες ημέρες θα έρθουν καιροί δύσκολοι». Στον Τιμόθεο πάλι γράφει ο Παύλος. Φοβερή είναι η απειλή, αλλά ας προσέξουμε. Γιατί αναφέρεται στους σημερινούς καιρούς και τους επόμενους και αυτούς που θα πλησιάζει το τέλος του κόσμου. «Να γνωρίζετε και αυτό, ότι κατά τις έσχατες ημέρες θα έρθουν καιροί δύσκολοι». Σύντομος ο λόγος και μεγάλη η δύναμή του.
Γιατί όπως τα αρώματα φανερώνουν τη μυρωδιά τους όχι με το πλήθος αλλά με τη φύση τους, έτσι και οι θείες Γραφές μάς παρέχουν όλη την ωφέλειά τους όχι με το πλήθος των λόγων αλλά με τη δύναμη του περιεχομένου τους. Έτσι και η φύση του θυμιάματος και από μόνη της μοσχοβολάει, όταν όμως τη ρίξεις στη φωτιά, τότε φανερώνει όλη την ευχαρίστηση που προσφέρει. Έτσι και η θεία Γραφή και από μόνη της είναι γλυκύτατη, όταν όμως κυριέψει την ψυχή σας σαν να έπεσε σε θυμιατήριο, όλο τον οίκο τον γεμίζει από τη μυρωδιά της.
«Να γνωρίζετε και αυτό, ότι κατά τις έσχατες ημέρες θα έρθουν καιροί δύσκολοι». Μιλάει για τη συντέλεια του κόσμου.
Τί σε ενδιαφέρει λοιπόν, μακάριε Παύλε; Τί ενδιαφέρει επίσης τον Τιμόθεο; Τί ενδιαφέρει εκείνους που το άκουαν τότε αυτό; Ύστερα από λίγο επρόκειτο να πεθάνουν, να γλυτώσουν από τα επερχόμενα δεινά και τους κακούς ανθρώπους. Δεν βλέπω μόνο τα παρόντα, λέει, αλλά βλέπω από τώρα και τα μελλοντικά. Δεν φροντίζω για το σημερινό ποίμνιο αλλά αγωνιώ και φοβούμαι και για το μελλοντικό. Και εμείς βέβαια, με δυσκολία φροντίζουμε για τους ανθρώπους που βρίσκονται μαζί μας, εκείνος όμως δείχνει πολύ μεγάλο ενδιαφέρον και γι’ αυτούς που δε γεννήθηκαν ακόμη. Έτσι και ένας ποιμένας άριστος δε φωνάζει μόνο όταν δει τους λύκους να επιτίθενται στο ποίμνιο και να πλησιάζουν τα πρόβατα, αλλά και όταν ακόμη είναι μακριά ειδοποιεί τους άλλους.
Έτσι και ο Παύλος, σαν ένας άριστος ποιμένας, καθισμένος στον υψηλό τόπο του προφητικού αξιώματος και βλέποντας από πριν με τα προφητικά του μάτια από ψηλά να επιτίθενται τα θηρία, να ορμούν κατά τη συντέλεια του κόσμου και να κατευθύνονται εναντίον του ποιμνίου προλέγει και επιβεβαιώνει το γεγονός από πριν, με σκοπό και εκείνους που δε γεννήθηκαν ακόμη να προετοιμάσει για να αγρυπνούν και όλο το ποίμνιο να προφυλάξει με την προφητεία.
Γιατί και ένας φιλόστοργος πατέρας πολλές φορές κατασκευάζοντας σπίτι για τα παιδιά του το κάνει τόσο λαμπρό και μεγάλο, ώστε να γίνει χρήσιμο όχι μόνο σ’ εκείνα αλλά και στα εγγόνια και στους επόμενους απ’ αυτά. Έτσι και ένας βασιλιάς όταν περιβάλει μία αγαπημένη του πόλη εξωτερικά με τείχος, κάνει αυτό ασφαλές και ισχυρό και μόνιμο, για να εξυπηρετεί όχι μόνο στη γενεά του αλλά και για να γίνει χρήσιμο σε όλους τους μεταγενέστερους, κατάλληλο όχι μόνο για τις τότε πολιορκητικές μηχανές αλλά και για τις μελλοντικές επιθέσεις.
Έτσι έκανε και ο Παύλος. Επειδή δηλαδή οι επιστολές είναι τα αποστολικά τείχη των εκκλησιών, προφυλάσσει μ’ αυτές όχι μόνο εκείνους που ζούσαν τότε αλλά και τους μεταγενέστερους. Και τόσο ισχυρό και στέρεο κατασκεύασε αυτό το τείχος και ασφάλισε ολόκληρη την οικουμένη, ώστε και τους τότε και τους μεταγενέστερους και τους σημερινούς και τους αμέσως επόμενους μέχρι την παρουσία του Χριστού να τους απαλλάξει από την πολιορκία των εχθρών.
Τέτοιες είναι οι ψυχές των αγίων· φιλόστοργες, κηδεμονικές, καλύπτοντας με την αγάπη την πατρική φροντίδα, νικώντας τη φιλοστοργία της φύσης και ξεπερνώντας εκείνες τις ωδίνες, γιατί είναι γεμάτες από Άγιο Πνεύμα και θεία χάρη.
Θέλετε να σας δείξω και από αλλού πάλι ότι οι άγιοι δε φροντίζουν για τα δικά τους και ότι δεν φοβούνται μόνο για τα παρόντα αλλά και για αυτά που θα συμβούν; «Όταν ο Ιησούς καθόταν στο όρος», λέει, «τον πλησίασαν οι μαθητές», άνθρωποι που ήταν γερασμένοι και που επρόκειτο ύστερα από λίγο να φύγουν από την παρούσα ζωή. Τί λοιπόν ρωτούν; Για πιο πράγμα αγωνιούν; Τί φοβούνται; Για πια πράγματα απευθύνονται στον διδάσκαλο; Μήπως για πράγματα της δικής τους ζωής ή μήπως για πράγματα των ανθρώπων της εποχής εκείνης; Καθόλου. Αλλά ξεπερνώντας όλα εκείνα τί λένε; «Ποιό είναι το σημάδι της δικής σου παρουσίας και της συντέλειας του κόσμου;». Είδες ότι και αυτοί ρωτούν για τη συντέλεια του κόσμου; Γιατί οι Απόστολοι δε φροντίζουν για τους εαυτούς τους αλλά για τους άλλους και όλοι μαζί και ξεχωριστά ο καθένας.
Ο Πέτρος λοιπόν ήταν ο κορυφαίος του χορού, το στόμα όλων των αποστόλων, η κεφαλή της ομάδας εκείνης, ο προστάτης όλης της οικουμένης, το θεμέλιο της Εκκλησίας, ο θερμός εραστής του Χριστού· γιατί λέει, «Πέτρε, με αγαπάς περισσότερο απ’ αυτούς;». Γι’ αυτό αναφέρω τους επαίνους, για να μάθετε ότι πραγματικά αγαπά τον Χριστό· γιατί η φροντίδα για τους πιστούς είναι μέγιστη απόδειξη της αγάπης προς τον Κύριο. Και δεν τα λέω εγώ αυτά, αλλ’ ο ίδιος ο αγαπώμενος Κύριος. «Αν με αγαπάς», λέει, «ποίμαινε τα πρόβατά μου». Ας δούμε λοιπόν αν πραγματικά παρουσιάζει την προστασία που αρμόζει σε ποιμένα, αν πραγματικά έχει φροντίδα, αν πραγματικά αγαπά τα πρόβατα, αν πραγματικά είναι φιλόστοργος για το ποίμνιο, για να μάθουμε καλά πως αγαπάει και τον ποιμένα· γιατί αυτό είπε πως είναι απόδειξη εκείνου.
Αυτός λοιπόν ο Πέτρος πέταξε όλα όσα είχε, το δίχτυ, όλα όσα βρίσκονταν στο πλοίο, και εγκατέλειψε τη θάλασσα, το επάγγελμα, το σπίτι. Και ας μη νομίσουμε ότι είναι λίγα αυτά, αλλά ότι είναι όλα όσα είχε, και ας επαινέσουμε την προθυμία του. Γιατί και η γυναίκα που έριξε τα δύο δηνάρια δεν έδωσε μεγάλο χρηματικό ποσό άλλ’ έδειξε πολύ πλούσια προαίρεση, όπως ακριβώς και αυτός παρ’ όλο που βρισκόταν σε μεγάλη φτώχεια παρουσίασε μεγάλο πλούτο προθυμίας. Όπως δηλαδή για άλλον ήταν τα κτήματα, οι δούλοι, τα κτίσματα και το χρυσάφι, έτσι για εκείνον ήταν το δίχτυ, η θάλασσα, το επάγγελμα και το πλοίο. Ας μη δούμε λοιπόν αν άφησε λίγα, αλλά αν δεν τα άφησε όλα. Γιατί αυτό είναι το ζητούμενο, όχι το αν καταθέσει κανείς λίγα ή πολλά, αλλά το να μην προσφέρει λιγότερα από τις δυνάμεις του.
Όλα λοιπόν αυτά τα άφησε, και πατρίδα και φίλους και συγγενείς και την ίδια του την ασφάλεια, γιατί και τον ιουδαϊκό λαό έκαμε εχθρό του μ’ αυτόν τον τρόπο· «γιατί οι Ιουδαίοι», λέει, «είχαν συμφωνήσει ήδη να αφορίζεται από τη συναγωγή όποιος παραδεχθεί τον Ιησού ως Μεσσία». Επομένως είναι φανερό πως δεν είχε αμφιβολίες, ούτε δισταγμούς για τη βασιλεία των ουρανών, αλλά είχε υπερβολικά πεισθεί, και από την ίδια την απόδειξη των πραγμάτων και πριν απ’ αυτή την απόδειξη από το στόμα του Σωτήρα, πως οπωσδήποτε θα την κληρονομήσει. Γιατί αφού είπε, «εμείς τα αφήσαμε όλα και σε ακολουθήσαμε, τί θα γίνει με μας;», τους απάντησε ο Χριστός· « θα καθίσετε σε δώδεκα θρόνους, για να κρίνετε τις δώδεκα φυλές του Ισραήλ». Και αυτά τα λέω για να μην πεις ότι φοβάται για τον εαυτό του, όταν τον παρουσιάσω να αγωνιά για τους συνδούλους του. Γιατί πώς θα φοβόταν όταν το ίδιο το μέλλον αποφάσισε να τον στεφανώσει για τη νίκη και τα βραβεία του;
Αυτός λοιπόν ο Πέτρος, που άφησε τα πάντα, που πίστευε στη βασιλεία των ουρανών, όταν πλησίασε κάποτε το Χριστό ένας πλούσιος και του είπε, «τί να κάνω για να κληρονομήσω την αιώνια ζωή;» και ο Χριστός του αποκρίθηκε, «αν θέλεις να είσαι τέλειος, πήγαινε, πούλησε τα υπάρχοντά σου, μοίρασέ τα στους φτωχούς και ακολούθησέ με». Επειδή στη συνέχεια λυπήθηκε εκείνος γι’ αυτό και ο Χριστός έλεγε στους μαθητές του, «βλέπετε πόσο δύσκολα μπαίνουν οι πλούσιοι στη βασιλεία των ουρανών· αλήθεια σας λέγω ότι είναι ευκολότερο να περάσει μια καμήλα από την τρύπα μιας βελόνας παρά πλούσιος να μπει στη βασιλεία του Θεού». Ο Πέτρος τότε, που δεν είχε κτήματα, που έλπιζε στη βασιλεία των ουρανών, που δε φοβόταν για τη δική του σωτηρία, που είχε πεισθεί καλά για την τιμή που τον περίμενε εκεί, αφού τα άκουσε αυτά έλεγε· «ποιός μπορεί να σωθεί;». Γιατί φοβάσαι, μακάριε Πέτρε; Γιατί αγωνιάς; Γιατί τρέμεις; Όλα τα πέταξες, όλα τα εγκατέλειψες. Ο λόγος είναι για τους πλουσίους, εναντίον αυτών στρέφεται το λεγόμενο, ενώ εσύ ζεις με φτώχεια και ακτημοσύνη. Δεν ενδιαφέρομαι, λέει, για το δικό μου συμφέρον, αλλά ζητώ το συμφέρον των άλλων. Γι’ αυτό, ελπίζοντας για τα δικά του, έκανε την ερώτηση για τους άλλους, λέγοντας, «ποιός μπορεί να σωθεί;».
Είδες τη φροντίδα των Αποστόλων; Ότι είναι ένα σώμα; Είδες ότι ο Πέτρος φοβόταν και για τους συγχρόνους του και για τους μεταγενεστέρους του; Το ίδιο κάνει και ο Παύλος. Γι’ αυτό έλεγε· «να γνωρίζετε ότι κατά τις έσχατες ημέρες θα έρθουν καιροί δύσκολοι». Και αλλού πάλι κάνει το ίδιο. Όταν λοιπόν επρόκειτο να φύγει από την Ασία και να πάει στη Ρώμη, και από εκεί να αναχωρήσει για τον ουρανό (γιατί ο θάνατος των αγίων δεν είναι θάνατος, αλλά μετάθεση από τη γη στον ουρανό, από τα χειρότερα στα καλύτερα, από τους συνδούλους στον Κύριο, από τους ανθρώπους στους αγγέλους)· όταν λοιπόν επρόκειτο να πάει προς τον Κύριο των όλων, το Θεό, ρύθμισε και όλα τα δικά του καλώς. Γιατί όσο καιρό ήταν με τους μαθητές του τους παρέδινε τη διδασκαλία με κάθε ακρίβεια, και λέει, «είμαι αθώος από το αίμα όλων σας», και δεν παρέλειψα τίποτε, απ’ αυτά που έπρεπε να προσφερθούν για τη σωτηρία.
Τί λοιπόν; Επειδή εξασφάλισε τον εαυτό του, επειδή δεν επρόκειτο να κατηγορηθεί από τον Κύριο για τους συγχρόνους του, μήπως αμέλησε για τις μετέπειτα ψυχές; Καθόλου. Αλλά σαν να επρόκειτο να αναλάβει τις ευθύνες και για εκείνους, έτσι τους λέγει και εκείνα με κάθε ακρίβεια, τα οποία ας τα διαβάσουμε πάλι. «Προσέχετε», λέγει, «τον εαυτό σας και ολόκληρο το ποίμνιο». Είδες πώς ήταν δεμένος μαζί τους με τη φροντίδα; Γιατί ο καθένας από εμάς φροντίζει για τον εαυτό του, ενώ ο επίσκοπος για όλους. Γι’ αυτό λέει για τους διδασκάλους· «αυτοί αγρυπνούν για τη σωτηρία των ψυχών μας, επειδή θα δώσουν λόγο στο Θεό». Πραγματικά είναι φοβερό το βάρος να έχει κανείς τις ευθύνες για τόσο πολύ λαό. Αλλά, όπως σας είπα, όταν τους κάλεσε είπε· «προσέχετε τον εαυτό σας και ολόκληρο το ποίμνιο, στο οποίο το άγιο Πνεύμα σας τοποθέτησε ποιμένες και επισκόπους».
Τί έγινε; Για πιό λόγο συμβουλεύεις; Μήπως προβλέπεις κάποιο κακό; Μήπως προβλέπεις κάτι φοβερό; Μήπως υπάρχει κάποιος κίνδυνος, κάποια συμφορά, κάποιος πόλεμος; Απάντησε. Γιατί στέκεσαι ψηλότερα από εμάς και δεν βλέπεις μόνο τα παρόντα, αλλά προβλέπεις και τα μελλοντικά. Πες λοιπόν για πιό λόγο τα παραγγέλλεις και τα συμβουλεύεις αυτά. «Το ξέρω», λέει, «ότι μετά την αναχώρησή μου θα εισβάλουν λύκοι άγριοι στο ποίμνιο». Είδες αυτό που έλεγα, πως δεν αγωνιά και δε φοβάται μόνο για τους συγχρόνους του, αλλά και για εκείνους που θα έρθουν μετά την αναχώρησή του; «Θα εισβάλουν λύκοι», λέει, και όχι απλώς λύκοι αλλά, «λύκοι άγριοι, που δε θα λυπηθούν το ποίμνιο». Διπλός ο πόλεμος· απουσία του Παύλου και επίθεση των λύκων· ο διδάσκαλος θα είναι απών και αυτοί που κάνουν το κακό θα επιτεθούν. Και πρόσεχε την κακία των θηρίων και την επινόηση των πονηρών ανθρώπων· παρατήρησαν την απουσία του διδασκάλου και τότε επιτέθηκαν στο ποίμνιο. Μας αφήνεις λοιπόν απροστάτευτους και προλέγεις τα δεινά μόνο, αλλά δεν σκέφτεσαι καμιά παρηγοριά; Αν όμως κάνεις αυτό, αυξάνεις περισσότερο τη δειλία, καταβάλλεις το ηθικό, χαλαρώνεις τα νεύρα και παραλύεις τα χέρια των ακροατών. Γι’ αυτό ακριβώς τους υπενθύμισε προηγουμένως το άγιο Πνεύμα• «στο οποίο το άγιο Πνεύμα σας τοποθέτησε ποιμένες και επισκόπους». Και αν ο Παύλος φύγει, λέει, όμως είναι παρών ο Παράκλητος. Είδες πώς έδωσε φτερά στη ψυχή τους, υπενθυμίζοντας το θείο διδάσκαλο, από τον οποίο και αυτός έπαιρνε δύναμη; Για πιό λόγο λοιπόν τους φόβισε; Για να απομακρύνει πάλι την αδιαφορία τους. Γιατί εκείνος που συμβουλεύει πρέπει να τα κάνει και τα δύο· ούτε να αφήνει τον ακροατή να παίρνει θάρρος για να μη γίνει περισσότερο αδιάφορος, ούτε πάλι να τον φοβίζει μόνο για να μην καταντήσει δειλός. Υπενθυμίζοντας λοιπόν το άγιο Πνεύμα, απομάκρυνε τη δειλία· και αναφέροντας τους λύκους, έδιωξε την αδιαφορία. «Λύκοι άγριοι που δε λυπούνται το ποίμνιο. Προσέχετε τον εαυτό σας. Τίποτε δε σας έκρυψα», λέει, «να με θυμάστε». Γιατί πραγματικά είναι αρκετό στο να παίρνει θάρρος κανείς το να θυμάται τον Παύλο. Και δεν εννοεί απλώς τη δική του μνήμη αλλά τη μνήμη των κατορθωμάτων του.
Και ότι δεν εννοεί απλώς τη μνήμη του, αλλά και θυμούμενοι αυτόν να γίνουν μιμητές του, πρόσθεσε γι’ αυτόν που θα ακούσει· «να με θυμάστε, ότι τρία χρόνια συνέχεια δεν έπαψα νύχτα και ημέρα να νουθετώ με δάκρυα και οδυρμούς πολλούς τον καθένα σας». Δε θέλω να θυμάστε εμένα μόνο, αλλά και το χρόνο και τη νουθεσία και το ενδιαφέρον μου και τα δάκρυα και όλους εκείνους τους οδυρμούς. Γιατί όπως στους αρρώστους οι συγγενείς τους, όταν πουν πολλά και δεν τους πείσουν να πάρουν τα κατάλληλα γι’ αυτούς φαγητά και φάρμακα, χύνουν δάκρυα για να τους κάμψουν ακόμη περισσότερο, έτσι έκανε και ο Παύλος στους μαθητές· όταν έβλεπε να ασθενεί ο λόγος της διδασκαλίας, πρόσφερε τη θεραπεία με τα δάκρυα.
Ποιός δεν θα ντρεπόταν βλέποντας τον Παύλο να χύνει δάκρυα και να οδύρεται, έστω και αν ήταν πιο αναίσθητος και από τις πέτρες; Είδες πώς και εκεί προείπε τα μελλοντικά; Και εδώ το ίδιο ακριβώς κάνει λέγοντας· «να γνωρίζετε και αυτό, ότι δηλαδή κατά τις έσχατες ημέρες θα έρθουν καιροί δύσκολοι». Και για πιό λόγο το λέει στον Τιμόθεο και δε λέει, «ας προσέξουν όσοι θα γεννηθούν αργότερα ότι θα έρθουν καιροί δύσκολοι»; Αλλά γνώριζε εσύ, για να μάθεις ότι και ο μαθητής όμοια με το διδάσκαλο φροντίζει γι’ αυτούς που θα γεννηθούν στο μέλλον. Γιατί αν δεν φρόντιζε, δεν θα ανέθετε με παρόμοιο τρόπο τη φροντίδα σ’ εκείνον.
Το ίδιο κάνει και ο Χριστός. Όταν δηλαδή τον πλησίασαν οι μαθητές, θέλοντας να μάθουν τα σχετικά με τη συντέλεια του κόσμου, λέει σ’ αυτούς· «θα ακούσετε για πολέμους». Και όμως εκείνοι δεν επρόκειτο να ακούσουν. Όμως το σώμα των πιστών είναι ένα. Και όπως οι τότε ακούουν για τους μεταγενέστερους, έτσι και εμείς μαθαίνουμε για όσα έγιναν τότε. Γιατί, όπως είπα, εμείς και εκείνοι είμαστε ένα σώμα, δεμένοι πολύ στενά μεταξύ μας, έστω και αν κατέχουμε την τελευταία θέση των μελών. Και το σώμα αυτό ούτε ο χρόνος το χωρίζει ούτε ο τόπος, γιατί είμαστε δεμένοι μεταξύ μας όχι με τους ιστούς των νεύρων, αλλά ενωμένοι από παντού με δεσμούς αγάπης. Γι’ αυτό και σ’ εκείνους για μας μιλά, και εμείς ας ακούσουμε τα δικά τους.
Αξίζει ακόμη να εξετάσουμε και αυτό, γιατί δηλαδή λέει παντού ότι τα δυσάρεστα θα συσσωρευτούν στα τέλη της παρούσας ζωής. Γιατί και αλλού λέει· «κατά τις έσχατες ημέρες θα αποστατήσουν μερικοί από την πίστη». Και εδώ πάλι λέει· «κατά τις έσχατες ημέρες θα έρθουν καιροί δύσκολοι». Και ο Χριστός προφητεύοντας τα ίδια μ’ αυτά έλεγε· «κατά τη συντέλεια του κόσμου θ’ ακούσετε για πολέμους και για φήμες πολέμων, για πείνα και για επιδημίες». Για πιό λόγο λοιπόν στη συντέλεια του κόσμου θα συμβεί το μέγεθος και η συσσώρευση των συμφορών; Μερικοί ισχυρίζονται ότι όπως ένα σώμα γερασμένο αποκτά πολλές αρρώστιες έτσι και η φύση κουρασμένη και άρρωστη και καθώς γερνά αποκτά πολλές συμφορές. Αλλά το σώμα βαδίζει προς τα γηρατειά σύμφωνα με την αδυναμία και το νόμο της φύσης, ενώ οι επιδημίες και οι πόλεμοι και οι σεισμοί δε συμβαίνουν επειδή γερνά η φύση. Ούτε πάλι επειδή τα ίδια τα κτίσματα θα γεράσουν, γι’ αυτό θα συμβεί «πείνα και επιδημίες και σεισμοί σε διάφορους τόπους», αλλά επειδή η γνώμη των ανθρώπων πρόκειται να διαφθαρεί. Γιατί όλα αυτά είναι τιμωρίες αμαρτιών και φάρμακα για τις ασθένειες του ανθρώπου. Πραγματικά οι ανθρώπινες ασθένειες τότε αυξάνονται ακόμη περισσότερο.
Και για πιό λόγο αυξάνονται τότε; Εγώ νομίζω ότι γίνονται πιο αδιάφοροι εκείνοι που πρόκειται να δώσουν λόγο, επειδή αργεί το δικαστήριο και καθυστερούν οι ευθύνες και δεν ήρθε ακόμη ο κριτής. Αυτό ακριβώς λέει και ο Χριστός για τον κακό δούλο, ότι δηλαδή από την αιτία αυτή έγινε πιο αδιάφορος. «Αργεί ο κύριός μου», λέει ο δούλος, και γι’ αυτό χτυπούσε τους συνδούλους του και σπαταλούσε την περιουσία του κυρίου του. Γι’ αυτό και ο Χριστός στους μαθητές, που τον πλησίασαν και ήθελαν να μάθουν την ημέρα της συντέλειας του κόσμου, δεν τη φανέρωνε, θέλοντας να μας κρατά σε συνεχή αγωνία με το αβέβαιο των μελλοντικών, για να γίνει ο καθένας πιο επιμελής καθώς περιμένει πάντοτε το μέλλον και ζει με την ελπίδα της παρουσίας του Χριστού. Γι’ αυτό συμβουλεύει κάποιος λέγοντας· «μην αναβάλλεις να επιστρέψεις στον Κύριο, ούτε να περιμένεις από τη μια ημέρα στην άλλη, σαν να πρόκειται να καταστραφείς κάποτε».
Άδηλο είναι το τέλος, λέει, και γι’ αυτό είναι άδηλο, για να φροντίζεις πάντοτε. Γι’ αυτό σαν κλέφτης μέσα στη νύχτα, έτσι έρχεται η ημέρα του Κυρίου· όχι για να κλέψει, αλλά για να μας ασφαλίσει περισσότερο. Γιατί εκείνος που προβλέπει ότι θα έρθει ο κλέφτης, ζει αγρυπνώντας και ανάβοντας λυχνάρι, είναι πάντοτε ξυπνητός. Έτσι λοιπόν και σεις, αφού ανάψετε το φως της πίστης και της σωστής ζωής, να έχετε αναμμένες τις λαμπάδες σας, αγρυπνώντας διαρκώς. Γιατί, αφού δεν ξέρουμε πότε έρχεται ο νυμφίος, πρέπει να είμαστε συνεχώς προετοιμασμένοι, για να μας βρει ξυπνητούς όταν έρθει.
Θα ήθελα να επεκτείνω το λόγο, αλλά και αυτά με δυσκολία μου επέτρεψε να τα πω η ασθένεια του σώματος, εξ αιτίας της οποίας τόσο πολύ καιρό χωρίσθηκα από σας. Γιατί για μένα ήταν πολύς ο καιρός, όχι από τον αριθμό των ημερών, αλλά από το μέτρο και τη διάθεση της ψυχής. Γιατί σ’ αυτούς που αγαπούν και ο λίγος χρόνος του χωρισμού φαίνεται πολύς και απερίγραπτος. Γι’ αυτό και ο Παύλος, όταν αποχωρίσθηκε για λίγο τους Θεσσαλονικείς, έλεγε· «εμείς, αδελφοί, όταν σας αποχωρισθήκαμε προσωρινά, με το σώμα και όχι με την καρδιά, πολλές φορές προσπαθήσαμε να σας δούμε». Αν όμως ο Παύλος, αυτός που γνώριζε περισσότερο απ’ όλους να φιλοσοφεί, δεν άντεξε για λίγο το χωρισμό, πώς εγώ θα αντέξω για τόσες ημέρες;
Εγώ όμως μη αντέχοντας πια και έχοντας τα κατάλοιπα της αρρώστιας έτρεξα σε σας, πιστεύοντας να πάρω σαν το πιο δυνατό φάρμακο τη συνάντηση της δικής σας αγάπης. Γιατί για μένα πιο χρήσιμο από τα χέρια των γιατρών και πιο ωφέλιμο από κάθε παρηγοριά που προέρχεται από εκεί είναι το να απολαμβάνω τη δική σας αγάπη. Αυτή την αγάπη είθε να την απολαμβάνω διαρκώς, με τις ευχές και τις πρεσβείες όλων των αγίων, για τη δόξα του Κυρίου μας Ιησού Χριστού, μέσω του οποίου και μαζί με τον οποίο στον Πατέρα και συγχρόνως στο άγιο Πνεύμα ανήκει η δόξα, η τιμή και η δύναμη, τώρα και πάντοτε και στους αιώνες των αιώνων. Αμήν.

Άγιος Ιωάννης Χρυσόστομος


(Ι. Χρυσοστόμου, «Εις το “Τούτο δε γινώσκετε, ότι εν εσχάταις ημέραις έσονται καιροί χαλεποί”.», 
Ε.Π.Ε. τ. 27, σ.617- 635) από Πεμπτουσία

Μάθε να περιμένεις.



…Είδες τι μου’πες; “Θέλω ν’ αλλάξει το παιδί μου. Να το δω, κι ας πεθάνω”. Δεν ξέρω αν θα το δεις αλλαγμένο πριν πεθάνεις. Μπορεί να το δεις αφού πεθάνεις. Μπορεί ο Θεός να θέλει να κάνεις τόση υπομονή, που να μην προλάβεις να το δεις αλλαγμένο όπως το θες εσύ. Αλλά θα το δει ο Κύριος και θα το δεις κι εσύ από κει που θα ‘σαι, στην αιώνια ζωή. Θέλει όμως πολλή υπομονή. Να περιμένεις την απάντηση στην προσευχή που μόλις χθες έκανες. Έκανες χθες προσευχή; Θα περιμένεις. Πότε; Μην ανησυχείς. Όταν το βέλος της προσευχής σου φτάσει την καρδιά τού Θεού και την τρυπήσει και τη ματώσει από αγάπη, τότε θα δεις το αποτέλεσμα. Πότε έριξες το βέλος τής προσευχής; Χτες; Τότε περίμενε. Ταξιδεύει. Καμιά προσευχή δεν πάει χαμένη. Καμία προσευχή δεν μένει αναπάντητη. Θέλει όμως υπομονή. Να περιμένεις.

Περιμένουν μερικοί να δουν αποτέλεσμα την ίδια ώρα. Κάνεις προσευχή τώρα, θέλεις αύριο να δεις αποτέλεσμα. Μπορεί να γίνει κι αυτό. Αλλά όταν πιάσεις το κομποσκοίνι στο χέρι σου μην περιμένεις κι αμέσως τους καρπούς. Πολλοί πάνε στο άγιο Όρος μ’ ένα κομποσκοίνι στο χέρι και θέλουν να δουν το Θεό με μια αγρυπνία που θα κάνουν. Θέλουν να δουν το άκτιστο φως με μιας νύχτας προσευχή. Δεν γίνεται έτσι. Θέλει πολλή υπομονή, θέλει πολλή απαντοχή και να λες “Κύριε, όποτε θες εσύ. Εγώ θα περιμένω. Ὑπομένων, ὑπέμεινα τὸν Κύριον καὶ προσέσχε μοι καὶ εἰσήκουσε τῆς δεήσεώς μου”. Με πρόσεξε ο Κύριος, με κοίταξε, με άκουσε, αλλά πρώτα πρέπει να περιμένω. Είναι ωραία να περιμένεις το Θεό και να κάνεις υπομονή στα θέματα αυτά τα θεϊκά.

Ο άγιος Αμμωνάς ξέρεις πόσο καιρό περίμενε να απαλλαγεί από το θυμό; Κάθε μέρα το ζήταγε απ’ το Θεό. Και ξέρεις πόσο περίμενε; Οκτώ χρόνια. Όλα αυτά τα χρόνια εξακολουθούσε να θυμώνει, και πάλευε, και ξανά και ξανά, και προσευχή, και πάλι υπομονή και πάλι υπομονή. Και τον όγδοο χρόνο ήρθε ο Κύριος και τον απάλλαξε. Για σκέψου να ‘χε απελπιστεί τον έβδομο χρόνο και να ‘λεγε “Ε, δε συνεχίζω. Δε πάει άλλο αυτή η ιστορία. Ένα, δύο, τέσσερα, πέντε, έξι, εφτά χρόνια υπομονή. Ε, δε βγαίνει τίποτα”. Κι όμως. Έκανε υπομονή ακόμα ένα χρόνο, έφτασε τα οκτώ και ήρθε η απαλλαγή και η λύτρωσή του. Και μετά η καρδιά του έγινε τόσο ήρεμη που δεν ξαναθύμωσε ποτέ στη ζωή του. Εσύ θυμώνεις; Θυμώνεις. Κι εγώ θυμώνω λίγο. Όχι πάρα πολύ, αλλά θυμώνω κι εγώ. Λοιπόν θέλεις να ζήσεις κι εσύ αυτό το θαύμα; Τότε ξεκίνα από σήμερα να κάνεις προσευχή με υπομονή. Ζήτα απ’ το Θεό να σου πάρει το θυμό. Ζήτα το σε κάθε θεία Λειτουργία. Και μη μου λες “Τι να πάω να κάνω στην Εκκλησία”. Ε, να. Αυτό να κάνεις. Αν θυμώνεις να πηγαίνεις κάθε Κυριακή να παρακαλάς το Θεό να σου πάρει το θυμό. Και μόνο γι’ αυτό να πηγαίνεις Εκκλησία, έχεις σοβαρό λόγο να πηγαίνεις στο Ναό του Θεού. Και να λες “Κύριε, χάρισέ μου την πραότητα, την ηρεμία, να μην αρπάζομαι, να μη με βλέπουν τα παιδιά μου και τρέμουν, να μη με βλέπει η γυναίκα μου στο σπίτι και τη στεναχωρώ και δημιουργώ αυτό το κλίμα το βαρύ με τις φωνές, με το θυμό και τα νεύρα μου. Κύριε, πάρε μου το θυμό”. Το ξέρω ότι το ζήτησες. Πόσες φορές; “Ε, πόσες φορές να το ζητήσω;”. Πολλές. Οκτώ χρόνια ο άγιος Αμμωνάς. Εσύ πόσο καιρό το ζήτησες. Για πόσο καιρό είπες στον Κύριο “Απάλλαξέ με, Κύριε, απ’ αυτό το πάθος”. Απ’ το θυμό, την οργή, την ασωτεία, η μέθη, το κάπνισμα, την κλοπή, το ψέμα, την περιέργεια. Ό,τι έχεις, ζήτα το απ’ το Θεό και μετά κάνε υπομονή. Και ξέρεις γιατί να κάνεις υπομονή κι εσύ όπως έκανε ο άγιος Αμμωνάς και κάθε άγιος; Διότι Αυτός τον Οποίο υπομένεις και καρτεράς, δεν είναι ένας τυχαίος αλλά είναι ο άγιος Θεός, που δεν είπε ποτέ ψέματα, αλλά μένει πιστός στις υποσχέσεις και την αγάπη του. Και θα ‘ρθει ο Θεός κάποια στιγμή και θα σε βοηθήσει και θα γίνεις κι εσύ ήρεμος σαν πρόβατο και δε θα ξαναθυμώσεις ποτέ και δε θα ξαναπιείς ποτέ, δε θα ξανακαπνίσεις ποτέ, θα απαλλαγείς απ’ τα πάθη σου και θα γίνεις καινούριος άνθρωπος. Θέλει υπομονή και προσευχή. Να περιμένεις ν’ αλλάξει κι ο σύντροφός σου προς το καλύτερο. Μη βιάζεσαι. Μη θες να γίνουν απότοσμα σήμερα όλα καλύτερα. Τα λάθη που έχει η γυναίκα σου δε τα φορτώθηκε όλα σε ένα μήνα. Είναι λάθη μιας ζωής. Είναι χαρακτήρας που χαράκτηκε, γι’ αυτό λέγεται χαρακτήρας. Ο Χαρακτήρας έχει χαραχτεί μέσα μας απ’ τα παιδικά μας χρόνια. Δε μπορούμε σε μια στιγμή να τα αλλάξουμε αυτά. Μερικά ζευγάρια δίνουν διορία ο ένας στον άλλον, “Αν δεν τα ‘χουμε βρει σ’ ένα χρόνο, θα χωρίσουμε”. Μα κάτσε, βρε παιδί μου. Πώς θα χωρίσεις. Περίμενε, κάνε υπομονή. “Τι υπομονή, πάτερ;”. Μα χαρακτήρας είναι αυτός. Αλλάζει έτσι εύκολα; Περίμενε.

Θυμάμαι κάποιον που έκανε δίαιτα. Και του έλεγε ο γιατρός ότι τα βαθύτερα στρώματα λίπους χάνονται πολύ πιο δύσκολα. Τα τελευταία κιλά, αν κάνεις δίαιτα, τα χάνεις πολύ πιο δύσκολα απ’ ό,τι χάνεις τα πρώτα. Ξέρεις γιατί; Γιατί αυτό το στρώμα λίπους υπάρχει μέσα μας εδώ και πολλές δεκαετίες. Και με τη δίαιτα κάνουμε αυτό ακριβώς: γυρνάμε πίσω και πάμε να κάψουμε παλιά στρώματα λίπους. Ας πούμε, είναι κάποιος σήμερα ενενήντα κιλά και θέλει να φτάσει τα ογδόντα. Ογδόντα κιλά, όμως, ήτανε πριν από αρκετά χρόνια. Έχει περάσει καιρός από τότε που ήταν για τελευταία φορά ογδόντα κιλά. Πήρε βάρος, πήγε ενενηνταένα, πήγε ενενηνταπέντε, ανέβηκαν τα κιλά του. Για να φτάσει ξανά στα ογδόντα κιλά, πρέπει να σκάψει μέσα του αυτό το λίπος και να φτάσει πίσω, πίσω. Και να φτάνει σε κείνη την παλιά χρονιά που ήταν ογδόντα κιλά. Κι είναι δύσκολο να φύγει αυτό το λίπος.

Έτσι και με την ψυχή μας. Έχει πιάσει λίπος. Τα πάθη έχουν δημιουργήσει μια επίστρωση μέσα μας που δε φεύγει εύκολα.

Πρέπει να κάνεις υπομονή για τον άνθρωπό σου. Να κάνεις χώρο στην καρδιά του άλλου, να τον αφήσεις να σκεφτεί, να αποφασίσει, ακόμα και να φύγει για λίγο αν θέλει, τροπικά. Ή και τοπικά, αν δεν αντέχει αλλιώς. Ναι, άσε να φύγει. Να πάει να κάτσει λίγο στη μάνα της, στον πατέρα της ή να φύγεις κι εσύ, να πας κάπου για λίγο μόνος. Να σκεφτείς, να ηρεμήσεις, να πάρεις το χρόνο σου. Δεν μπορεί να απαιτείς την αγάπη του άλλου και να λες “Θα μου φερθείς καλά, θα με σέβεσαι”. Αυτά δε γίνονται με καταπίεση. Αυτά γίνονται μόνο με ελευθερία. Γι’ αυτό, δώσε στον άνθρωπό σου χρόνο, χώρο, υπομονή.

Μου το’ πες και συγκινήθηκα, “Πάτερ, μ’ άφησε η κοπέλα που αγαπώ και ήμασταν αρραβωνιασμένοι τόσα χρόνια. Κι εγώ τι να ‘κανα; Την ήθελα πολύ. Αλλά ήξερα ότι η αγάπη δεν απαιτείται. Δεν μπορεί να απαιτήσω την αγάπη, να πω σε κάποια “αγάπα με με το ζόρι, επειδή εγώ το θέλω”. Και ξέρετε τι έκανα; Την άφησα να φύγει. Και τώρα κάθομαι και περιμένω. Υπομένω αγαπώντας. Υπομένω πονώντας. Υπομένω προσευχόμενος”.

Η πιο σωστή αντίδραση. Και θα το δεις, θ’ αλλάξει ο άλλος. Αν θέλει ο Θεός κι αν η αγάπη που βγάζεις από μέσα σου είναι αληθινή, κι αν η υπομονή σου είναι αγαπητική, τότε θα δεις ότι ο άνθρωπος που φεύγει από κοντά σου, (η γυναίκα σου, το παιδί σου, ο συζυγός σου), πουθενά αλλού δε θα βρει τέτοια γλυκιά αγάπη σαν τη δική σου. Και θα ξαναγυρίσει πίσω. Θα πάει όπου θέλει, μπορεί να δοκιμάσει διάφορα άλλα, αλλά δε θα βρει τέτοια ζεστασιά ούτε τέτοια ποιότητα αγάπης. Θα βρει υποκατάστατα, ψεύτικα λόγια, συμφεροντολογικές και περιστασιακές αγάπες, και θα γυρίσει πάλι σε σένα. Αρκεί όταν γυρίσει να σε βρει να περιμένεις. Θα περιμένεις;

Τι ωραίο πράγμα, που όταν γύρισε ο Οδυσσέας βρήκε μια Πηνελόπη να τον περιμένει! Τι συγκίνηση! Σκεφτείτε ο Οδυσσέας να είχε βρει την Πηνελόπη του παντρεμένη με κάποιον από τους μνηστήρες που εποφθαλμιούσαν και περίμεναν την ευκαιρία να την πάρουν για σύζυγό τους. Η Πηνελόπη περίμενε, αλλά και ο Οδυσσέας περίμενε. Έκανε υπομονή σ’ αυτό το μεγάλο ταξίδι. Και ανταμείφθηκε η υπομονή του, η αγάπη του. Γιατί ήταν ακριβώς αυτό: υπομονή γεμάτη αγάπη.

Κι ο άσωτος γιος γύρισε. Ο πατέρας του τον περίμενε. Έκανε υπομονή. Τον κοίταζε απ’ το παράθυρο να ‘ρθει και τα μάτια του έβγαζαν αγάπη και νοσταλγία, και καλοσύνη, κι υπομονή τεράστια. Και είδε το θαύμα.

Είναι δύσκολο, αδελφέ μου, να κάνουμε υπομονή. Η εποχή μας είναι βιαστική κι όλοι μάς λένε “Τώρα. Εδώ και τώρα”. Κέντρα δίαιτας, εκμάθηση ξένων γλωσσών, ταχύρυθμα τμήματα εδώ και εκεί, όλα μάς υπόσχονται γρήγορα αποτελέσματα. Όλες οι συσκευές της κουζίνας είναι γρήγορες, σε δυο λεπτά. Φούρνος μικροκυμάτων. Ένα λεπτό, και το φαγητό είναι έτοιμο. Οτιδήποτε κάνουμε στη ζωή μας έχει ταχύτητα. Όλα είναι γρήγορα και βιαστικά. Κι έρχεται ο Θεός και μας λέει “Ξέρεις κάτι; Όλα αυτά καλά κάνεις και τα κάνεις γρήγορα. Σου κάνουν τη ζωή εύκολη. Αλλά η ψυχή θέλει ακόμα και σήμερα, μετά από τόσους αιώνες, πάλι τους δικούς της ρυθμούς. Όπως τότε που σε έπλασα, παιδί μου. Δεν έχει αλλάξει αυτό”.

Θέλει υπομονή η καλλιέργεια της ψυχής. Πρέπει να περιμένεις τις υποσχέσεις του Θεού, ώστε να δεις να εκπληρώνονται. Έχει υποσχεθεί πολλά πράγματα ο Θεός. Και ό,τι υποσχέθηκε θα γίνει. Μας έχει πει ο Θεός, ας πούμε, ότι “Είστε ευτυχισμένοι άμα κλαίτε. Διότι θα γελάσετε. Όποιος κλάψει στη ζωή αυτή, θα γελάσει”. Περίμενε. Να σου εξηγήσω. Δεν εννοούσε ο Χριστός τα δάκρυα που είχες χθες εσύ πάνω στα νεύρα σου. Το καταλαβαίνεις, πιστεύω. Διότι πολλοί κλαίμε κι από νεύρα, όταν φωνάζουμε και παρεξηγούμαστε. Δεν εννοούσε αυτά τα δάκρυα. Μα αν κλαις ταπεινά, αν κλαις επειδή είσαι αδικημένος. Έχεις κλάψει ποτέ αδικημένος; Όχι επειδή παρεξηγήθηκες και θίχτηκε ο εγωισμός σου και σ’ έπιασε το πείσμα σου επειδή δεν έγινε το δικό σου. Όχι. Να κλάψεις επειδή σε αδίκησαν κατάφωρα, αδικημένος για την αλήθεια. Έχεις κλάψει ποτέ συκοφαντημένος; Ξέρω κάποιον που είχε κλάψει συκοφαντημένος: Ο άγιος Νεκτάριος. Πόσες φορές δε θα ‘χε κλάψει σ’ αυτό το δωματιάκι εκεί στην Αίγινα, όταν άκουγε να λένε τόσα σχόλια γι’ αυτόν. Δεν ήταν αναίσθητος. Δεν είχε πέτρα μες στο στήθος του. Καρδιά είχε. Και σίγουρα θα έκλαψε. Αδικημένος, συκοφαντημένος, και περίμενε, και περίμενε. Κι είδε το δίκιο του. Πότε. Όσο ζούσε, δυστυχώς, λίγο το είδε. Ο Κύριος τον δικαίωσε όμως πολύ, έστω μετά θάνατον. Η Εκκλησία της Αλεξανδρείας ζήτησε συγγνώμη για τις συκοφαντίες που είχαν ακουστεί για τον άγιο Νεκτάριο και για τον τρόπο που του φέρθηκε. Περίμενε ο άγιος τόσα χρόνια κι ο Θεός τον δικαίωσε. Όσο ζούσε βέβαια, οι άνθρωποι δεν του έδωσαν αυτό το γλυκό ποτήρι της δικαίωσης, αλλά τον πότισαν πίκρα. Εκτός απ’ τους ανθρώπους της Εκκλησίας, τις απλές ψυχές. Οι απλοί πιστοί πάντα τον αγαπούσαν. Αλλά ο άγιος Νεκτάριος έκανε υπομονή. Γι’ αυτό και πολλοί τον ονόμασαν, “Ο άγιος της υπομονής, της καρτερίας”. Διότι περίμενε και δε διαμαρτυρόταν. Περίμενε κι εσύ και θα δεις ότι τα δάκρυά σου μια μέρα θα γίνουν διαμάντια που θα λάμπουν.

Είπε ο Κύριος “Όποιος μ’ ακολουθήσει, από τώρα θα νιώσει μέσα του τον Παράδεισο. Εγώ θα εμφανίσω τον εαυτό μου μέσα του και θα ‘ρθει όλη η αγία Τριάδα και θα μπει στην καρδιά του. Όποιος μ’ αγαπά, ήδη απ’ αυτόν τον κόσμο”. Και λες εσύ, “Πού είναι αυτό. Εγώ δε νιώθω το Θεό”. Κάνεις, όμως, υπομονή; Αγωνίζεσαι υπομονετικά; Πόσο. Θέλει πολύ. Μέρες; Μήνες. Μήνες; Χρόνια, δεκαετίες. Κάνε τόπο μέσα σου, ν’ αφήσεις στο Χριστό να μπει. Άσε ένα σημείο, άσε μια σταθερή θέση στο Χριστό και μην τον πας μια δω και μια εκεί μες στης καρδιάς σου το τοπίο.

Όταν κάποιος γίνεται μοναχός στο άγιο Όρος, ένα ωραίο δώρο που του κάνουν κάποιοι, είναι μια εικόνα της αγίας Υπομονής. Το ξέρεις; Και οι πιο πολλοί μοναχοί αγαπούν την αγία Υπομονή. Διότι η ζωή του μοναχού θέλει υπομονή. Η ζωή του όλη είναι μια τεράστια υπομονή. Ζωή αρκετά μονότονη: κάθε μέρα ακολουθία, κάθε μέρα ξύπνημα στο κελί, πρωινή ακολουθία, κανόνας, κομποσκοίνια, μετάνοιες. Είναι ωραία βέβαια, έχει και ποικιλία, αλλά έχει και μονοτονία σε μερικά πράγματα. Και τι θέλει; Πολλή υπομονή. Το λέει και στην ακολουθία του μοναχικού σχήματος, “Κτήσουν ὑπομονήν”. Έχεις ανάγκη να αποκτήσεις τεράστια υπομονή.

Είπε ο Χριστός μας ότι “όποιος, σαν τα πουλάκια και σαν τα κοράκια του ουρανού, σαν τα παιδάκια και σαν τα λουλουδάκια εμπιστευτεί τον Κύριο, θα δει την προστασία και την στοργή του. Θα του δώσω απ’ όλα: και τροφή και νερό κι ομορφιά και στολίδια, και θα βρει όλου του κόσμου τα καλά. Θα του τα δώσω εγώ“. Εσύ όμως δεν κάνεις υπομονή να δεις αυτά τα θαύματα, παρά τι κάνεις; Αγχώνεσαι διαρκώς. Και λέει ο Κύριος “Για να δεις αυτό που υποσχέθηκα, ξεντύσου από πάνω σου τα ρούχα που φοράς και σου χαλούν το πρόσωπο. Εγώ θέλω να σε ομορφύνω, αλλά πώς να σε ομορφύνω όταν εσύ πας και βάσεις στο πρόσωπό σου τα δικά σου στολίδια τα ψεύτικα, τα ανθρώπινα; Βγάλε από πάνω σου το άγχος, για να σου δώσω εγώ ένα όμορφο πρόσωπο ειρηνικό, γαλήνιο, ήρεμο. Βγάλε από πάνω σου την αγωνία, την ανασφάλεια και τον πανικό, που σε κάνουν να ‘σαι άσχημος και κάνουν το πρόσωπό σου να γερνάει, κι έλα να ντυθείς, έλα να φορέσεις τα δικά μου ρούχα”. Την ειρήνη του Χριστού, την πίστη στη δύναμή του, την ελπίδα στα λόγια του. Και μετά ξέρεις τι να κάνεις; Ξάπλωσε ήρεμος, κι υπομονετικά περίμενε τη χάρη του Χριστού που θα ‘ρθει να σ’ αλλάξει. Γίνε όπως σε θέλει ο Θεός και μετά ξάπλωσε και κοιμήσου και περίμενε. Εμπιστεύσου το Θεό και άστα όλα στο Θεό. Και κάνοντας υπομονή, θα βλέπεις κάθε μέρα να κάνει κάτι ο Θεός στη ζωή σου. Κάθε μέρα που ξυπνάς θα διαπιστώνεις ότι είσαι πιο κοντά στην ευτυχία. Αν όλα αυτά τα δεις λογικά, θα πεις ότι αυτά που λέει ο Θεός δε θα σε κάνουν ευτυχισμένο. Ίσα ίσα σ’ αφήνουν μετέωρο, να κρέμεσαι στο κενό. Κι όμως. Αυτό που νομίζεις ότι είναι κρέμασμα στο κενό, είναι η πιο σίγουρη κίνηση ευτυχίας. Να ‘σαι σίγουρος ότι αυτό που νομίζεις για κενό θα φέρει ακριβώς το γέμισμα της καρδιά σου, και θα δεις πώς θ’ αλλάξει η ζωή σου. “Μην κάνεις τίποτα” λέει ο Χριστός, “για να εκδικηθείς τον εχθρό σου. Άσε, θα τον αναλάβω εγώ. Θα κάνω εγώ ό,τι πρέπει. Εσύ κάνε μόνο ένα πράγμα. Τι. Αγάπα τον εχθρό σου. Κι όταν τον αγαπάς είναι σα να βάζεις πάνω στο κεφάλι του κάρβουνα αναμμένα”. “Μα” θα πεις “εγώ θέλω να δω την εκδίκηση. Θέλω να δω ότι επεμβαίνεις, Κύριε. Να δω μια τάξη, μια δικαιοσύνη στη ζωή μου”. Και λέει ο Κύριος “Ναι, θα το κάνω. Θα σε δικαιώσω. Άσε τα πράγματα, όμως. Κι όταν έρθει η ώρα, θα βοηθήσω. Θέλω να βοηθήσω όμως κι αυτή την ψυχή να καταλάβει το λάθος της. Εσύ όμως κάνε υπομονή. Άσ’ τα πράγματα να τα δικαιώσω εγώ και όχι εσύ”.

Λέει ο Κύριος να παρακαλάμε, “Tὸν ἄρτον ἡμῶν τὸν ἐπιούσιον δὸς ἡμῖν σήμερον” “Κύριε, μόνο για σήμερα; Και αύριο; Τι θα γίνει αύριο.” Άστο το αύριο. Σήμερα δε ζούμε; Κάνε υπομονή και θα δεις ότι κι αύριο θα νιώσεις τη δύναμη του Χριστού, θα δεις πάλι την προστασία του. Χωρίς να σκέφτεσαι εσύ τι θα γίνει μεθαύριο, τι θα γίνει του χρόνου, τι θα γίνει όταν πας εξήντα και εβδομήντα χρονών. Άσε τα πράγματα να κυλήσουν μόνα τους. Θέλει υπομονή η ζωή. Η λογική σου λέει “Κάνε τώρα τα πάντα. Βιάσου, κινήσου, τρέξε, πήγαινε σε ασφαλιστικές εταιρείες, κάνε επενδύσεις τώρα, χάνεις τον έλεγχο της ζωής”. Κι ο Κύριος λέει, “Όχι. Μην πανικοβάλλεσαι. Περίμενε. Μάθε να περιμένεις”.

Το ‘χεις μάθει εσύ αυτό το μάθημα της υπομονής στη ζωή σου; Σκέψου. Πότε πήγες είκοσι χρονών, από δεκαοχτώ, πότε έφτασες σαράντα, πότε έφτασες εξήντα χρονών, κι εσύ είσαι τώρα ογδόντα πέντε κι ενενήντα. Πώς πέρασαν τα χρόνια. Κι έλεγες τότε που ήσουν νέος “Άντε να μεγαλώσω. Πότε θα μεγαλώσω, πώς θα κυλήσει η ζωή”. Και είδες πώς κυλάει η ζωή; Γρήγορα κυλάει. Τι θέλει όμως; Να περιμένουμε. Θέλει να δεχόμαστε την κάθε μέρα με ηρεμία όπως τη δίνει ο Κύριος. Και το κάθε πράγμα θα ‘ρθει στον καιρό του. Αρκεί εσύ να κάνεις αυτή την υπομονή. Και να περιμένεις τη Βασιλεία του Θεού να ‘ρθει. Να περιμένεις να σου φέρει ο Θεός τα πράγματα όπως τα θέλει αυτός.

Είναι μερικοί που κουράζονται στη ζωή τους. Με τα βάσανα της ζωής κι επειδή δεν μπορούν να περιμένουν άλλο, φτάνουν και λένε “Καλύτερα να πεθάνω”. Μου το λένε μερικοί και στην εξομολόγηση, “Πάτερ, το έχω πει μερικές φορές “Ας πεθάνω, Θεέ μου, βαρέθηκα τη ζωή μου, θέλω να απαλλαγώ, θέλω να ηρεμήσω””. Αλλά αυτός ο θάνατος που περιμένεις δεν είναι καλός θάνατος. Και οι άγιοι ήθελαν να πεθάνουν αλλά δεν έβλεπαν το τέλος ως τέλος απαλλαγής, αλλά τέλος απόλαυσης. Ήθελαν να πεθάνουν όχι από μίσος για τη ζωή, αλλά από πόθο για την όντως ζωή, για να ‘ναι κοντά στο Χριστό. Όχι ως απαλλαγή από ένα μαρτύριο, αλλά για να ζήσουν ένα μυστήριο. Το μυστήριο του Θεού, πληρέστερα. Όχι για να απαλλαγούν από κάτι, μα για να αλλαχτούν από κάτι και από Κάποιον. Από το Θεό. Για ν’ αλλοιωθούν απ’ τη Βασιλεία του Θεού. Ήθελαν και οι άγιοι να φύγουν απ’ τον κόσμο αυτό, και ήταν ανυπόμονοι. Μα επειδή αγαπούσαν πολύ το Θεό. Κι έλεγαν “Αχ, Κύριε, πάρε με κοντά σου”. Το ‘λεγε ο απόστολος Παύλος, “Επιθυμώ άναλύσαι καί συν Χριστώ είναι”. “Θέλω να πεθάνω. Δεν κρατιέμαι άλλο στη ζωή. Θέλω να φύγω. Θέλω να φύγω απ’ αυτό τον κόσμο. Δεν έχω υπομονή”. Αλλά δεν το έλεγαν όπως το λέμε εμείς. Εμείς το λέμε κουρασμένοι και βαριεστημένοι, επειδή δε χαιρόμαστε τα δώρα του Θεού και βαριόμαστε τη ζωή μας. Όχι, αδερφέ μου. Στη ζωή αυτή θα κουραστούμε. Θα περάσουμε πολλά. Πιο πολλές, όντως, θα είναι οι λύπες στη ζωή. Πιο πολλά θα ‘ναι τα δάκρυα κι οι στεναγμοί. Πολλά τα έξοδα, οι αρρώστιες, οι αγωνίες, παρά τα χαμόγελα και η ευτυχία. Το ξέρω. Το λες κι εσύ, και το ζούμε όλοι. Αξίζει όμως να κάνεις τον αγώνα αυτό. Όλα αυτά που τώρα περνάς με υπομονή, σού ετοιμάζουν τον Παράδεισο. “Οὐκ ἄξια τὰ παθήματα τοῦ νῦν καιροῦ πρὸς τὴν μέλλουσαν δόξαν ἀποκαλυφθῆναι ημίν”. Θα δεις. Αυτά που τώρα περνάμε, με την υπομονή που κάνουμε, είναι ένα τίποτα μπροστά σ’ αυτό που μας περιμένει. Μας περιμένει ένας πανέμορφος κόσμος ευτυχίας και αγαλλίασης κοντά στο Θεό. Όσοι άγιοι είδαν τον Παράδεισο είπαν “Πω, πω, Θεέ μου, αν το ‘ξερα τι ευτυχία με περιμένει εδώ πέρα, δε θα διαμαρτυρόμουν ποτέ στη ζωή. Και θα ‘κανα συνέχεια υπομονή και θα περίμενα, μόνο και μόνο για να ζήσω αυτό το υπέροχο που τώρα ζω”. Γι’ αυτό, κάνε υπομονή. Για ν’ απολαύσεις τη Βασιλεία του Θεού, τη γεμάτη ευτυχία.

Μια άλλη φορά θα πούμε γιατί αξίζει να κάνουμε υπομονή, γιατί πρέπει να κάνουμε υπομονή και κάποιες αφορμές και κάποιες σκέψεις που θα κάνουν αυτή την υπομονή πιο δυνατή μες στην καρδιά μας. Γιατί πολλές φορές έρχεσαι και λες κλαίγοντας, “Δεν αντέχω άλλο. Δεν μπορώ άλλο. Δεν μπορώ τον άντρα μου που μεθά. Δεν τη μπορώ τη γυναίκα μου που δε μ’ αφήνει σε ησυχία και συνέχεια φωνάζει. Δεν το μπορώ το παιδί μου που δε μ’ ακούει. Δεν μπορώ τον καθηγητή μου που μ’ έχει βάλει στο μάτι. Δεν μπορώ το ένα, δεν μπορώ το άλλο. Δεν αντέχω, δεν έχω υπομονή στη ζωή μου. Κουράστηκε το νευρικό μου σύστημα. Έχω αρρωστήσει”. Κι όμως. Μπορούμε λίγο ακόμα να κάνουμε υπομονή. Και όταν δει ο Κύριος ότι είμαστε στα όριά μας κι ότι φτάνουμε στο παρά πέντε, κάτι θα γίνει και θα βρεθεί μια λύση.

Σήμερα πάντως είχατε πολλή υπομονή. Σας κούρασα λίγο με όλ’ αυτά, αλλά είναι τέτοιο το θέμα της υπομονής που θέλει όντως υπομονή και για να τη ζεις, αλλά και να μιλάς γι’ αυτή, και ν’ ακούς γι’ αυτή.
Ο Θεός μαζί μας. 

Απόσπασμα από το βιβλίο “Αγάπη για πάντα” του π. Ανδρέα Κονάνου



"...από πίσω έρχεται ο πόλεμος"



Mαρτυρία κ.Μαυροκέφαλου Ανέστη περί Γέροντος Παϊσίου.

ΟΤΑΝ ΑΚΟΥΣΕΤΕ ΣΤΗΝ ΤΗΛΕΟΡΑΣΗ 
ΝΑ ΓΙΝΕΤΕ ΘΕΜΑ 
ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΠΕΚΤΑΣΗ ΤΩΝ ΝΑΥΤΙΚΩΝ ΜΙΛΙΩΝ

Κάποτε, είχα πάει στον Γέροντα με ένα φίλο μου κι εκεί συναντήσαμε μια παρέα από πέντε παιδιά. 
Τότε ρώτησα τον Γέροντα ποιές προέβλεπε να είναι οι εξελίξεις σχετικά με την Τουρκία. ¨Γέροντα ,¨του λέω¨ απ΄την Αλεξανδρούπολη είμαστε. Μήπως μας πιάσει η μπόρα κατά κει ;¨. 

Μου απαντά: ¨Κοίταξε να δεις. Οι Τούρκοι δεν θα μπούν στην Αλεξανδρούπολη. Θα κάνουν μόνο μια πρόκληση στην Ελλάδα, που θα έχει σχέση με την αιγιαλίτιδα ζώνη. Και εμάς θα μας πιάσει πείνα. Θα πεινάσει η Ελλάδα. Και επειδή θα κρατήσει αυτή μπόρα κάποιο διάστημα, μήνες θα είναι, «θα πούμε το ψωμί ψωμάκι »¨. 

Μετά ρωτάω : ¨Γέροντα , πως θα καταλάβω εγώ ότι θα είμαστε κοντά στον πόλεμο ;¨ 

¨Όταν¨, λέει, ¨θα ακούσεις στην τηλεόραση να γίνεται θέμα για τα μίλια, για την επέκταση των μιλίων (της αιγιαλίτιδας ζώνης ) από 6 σε 12 μίλλια, τότε από πίσω έρχεται ο πόλεμος. Ακολουθεί." 

Λέω: ¨Και ποια κράτη θα συμμετέχουν ;¨ 

¨Κοίταξε μετά την πρόκληση των Τούρκων, θα κατέβουν οι Ρώσσοι στα Στενά. Όχι για να βοηθήσουν εμάς. Αυτοί θα έχουν άλλα συμφέροντα. Αλλά, χωρίς να το θέλουν θα βοηθήσουν εμάς. Τότε, οι Τούρκοι για να υπερασπιστούν τα Στενά, που είναι στρατηγικής σημασίας, θα συγκεντρώσουν εκεί και άλλα στρατεύματα. Παράλληλα δε, θα αποσύρουν δυνάμεις από καταληφθέντα εδάφη. Όμως θα δουν τότε τα άλλα κράτη της Ευρώπης, συγκεκριμένα η Αγγλία, η Γαλλία, η Ιταλία και άλλα έξι-εφτά κράτη της ΕΟΚ, ότι η Ρωσσία θα αρπάξει μέρη, οπότε θα πουν: «Δεν πάμε και εμείς εκεί πέρα, μήπως πάρουμε κανένα κομμάτι;» Όλοι όμως θα κυνηγούν την μερίδα του λέοντος. Έτσι θα μπουν και οι Ευρωπαίοι στον πόλεμο¨. 

Σ΄αυτό το σημείο ρωτάω: ¨Εμείς τι θα κάνουμε; Ο ελληνικός στρατός θα πάρει μέρος σε αυτόν τον πόλεμο;¨ 

¨Όχι" λέει. ¨Θα βγάλει η κυβέρνηση απόφαση να μην στείλει στρατό. Θα κρατήσει στρατό μόνο στα σύνορα. Και θα είναι μεγάλη ευλογία που δεν θα πάρει μέρος. Γιατί, όποιος πάρει μέρος σε αυτόν τον πόλεμο, χάθηκε ...; 
Τότε, επειδή στην Ελλάδα ο κόσμος θα φοβηθεί, πολλοί θα στραφούν προς την Εκκλησία, προς τον Θεό, και θα μετανοήσουν. Για αυτό επειδή θα υπάρξει μετάνοια, δεν θα πάθουμε κακό οι Ελληνες. Ο Θεός θα λυπηθεί την Ελλάδα, επειδή ο κόσμος θα στραφεί προς την Εκκλησία, προς τον μοναχισμό και θα αρχίσουν να προσεύχωνται. 
Και θα βαπτισθούν πολλοί Τούρκοι. 
Τότε, ο βασιλιάς Κωνσταντίνος θα συμβάλλει, ως μεσάζοντας, να δοθεί η Πόλη στην Ελλάδα. Είναι ευλαβής, είναι καλός¨. 

¨Γέροντα¨ τον ρωτάω μετά, ¨την Πόλη θα την δώσουν σε μας;¨ 

¨Θα την δώσουν σε μας, όχι επειδή το θέλουν, αλλά επειδή αυτή η λύση θα εξυπηρετεί τα συμφέροντα των ξένων. Τότε θα το καταλάβουν αυτό. Αυτά που σου λέω μην τα πεις σε κανέναν. Θα σε βγάλουν τρελλό. Γιατί δεν είναι ώριμες οι συγκυρίες ακόμα. Τότε θα το καταλάβεις.¨ 

Αυτή η συζήτηση με τον Γέροντα έγινε το 1991, όταν υπηρετούσα τον στρατό . 

Άλλη φορά, ο Γέροντας είπε: ¨Η διοίκηση της Πόλης , από μας, θα είναι και στρατιωτική και πολιτική¨. Γνώρισα και τρεις αξιωματικούς που είχαν πάει στον Γεροντα. Από τους τρείς αξιωματικούς ο ένας έλεγε : 

¨Μόνο σε μένα ο Γέροντας είπε πως θα είμαι διοικητής στρατιωτικού τμήματος στην Πόλη. Στους άλλους δεν ανέφερε τίποτε¨. Κάποια άλλη παρέα είχε πάει στον Γέροντα. 
Ένας απ' αυτούς σπούδαζε πολιτικός μηχανικός στο Πολυτεχνείο της Ξάνθης. Σε μια στιγμή, γυρίζει ο Γέροντας, τον δείχνει με το δάκτυλο - αυτόν, σημειωτέον, πήγαινε στον γέροντα για πρώτη φορά και του λέει: ¨Εσύ ,σαν πολιτικός μηχανικός, θα συμβάλλεις στην ανοικοδόμηση της Πόλης, γιατί η Πόλη θα ανοικοδομηθεί απ΄την αρχή¨. Γύρισε και τον έδειξε με το δάκτυλο μπροστά σε όλους. Το παιδί, τότε, ήταν φοιτητής. 
Μετά, ο Γέροντας γυρίζει σε μένα και λέει:¨Κι εσύ, Ανέστη, θα πας στην Πόλη. Κι εσείς οι δύο - έδειξε εμένα και τον φίλο μου - θα πάτε στην Πόλη, αλλά για άλλο σκοπό¨. Δεν μου το φανέρωσε τον σκοπό. Μετά απ΄αυτό μου μπήκε η επιθυμία να μάθω τουρκικά. 
Μια άλλη φορά που είχα πάει στο κελί του Γέροντα έτυχε, να είναι μέσα ένας νέος πρώην μουσουλμάνος από την Θράκη. Τον πιάνω και του λέω: 
¨Εσύ πως συνέβη και ήλθες εδώ, στον Γέροντα;¨, Σταύρο τον έλεγαν.¨Άσε¨ λέει ¨κάτσε να σου πω. Ο Γέροντας μας έκανε ένα πολύ μεγάλο θαύμα και πίστεψε όλη η οικογένεια μου. Μετά ήλθε στο χωριό και φρόντισε να βαπτισθούμε¨. Και σε άλλη επίσκεψη μας στην Παναγούδα, ήταν παρόν και ο μουσουλμάνος που βαφτίστηκε Σταύρος. Τότε πάλι μας ανέφερε ο Γέροντας για τα γεγονότα, πως θα εξελιχθούν με την Κωνσταντινούπολη. Και όταν έφθασε στο σημείο που θα πονέσει η Ελλάδα και είπε ότι, εμάς, θα μας αγγίξει η πείνα, λέει ο κύριος Σταύρος : 
¨Γέροντα , να κρατήσω ένα σακί αλεύρι για να μπορέσω να αντιμετωπίσω εκείνη την περίοδο και να μην πεινάσουν τα παιδιά;¨ 
¨Όχι¨, του λέει ¨μην παίρνεις, γιατί ο γείτονας σου θα έχει αλεύρι και θα σου δώσει!¨ 
Δηλαδή, προείδε ο Γέροντας ποιος θα βοηθήσει τον κύριο Σταύρο στην περίοδο της πείνας. Εκείνος φυσικά θα ζει στο χωριό. Τώρα εμείς που ζούμε στος πόλεις θα πούμε το ψωμί ψωμάκι. Γι΄αυτό, άλλη φορά, ο Γέροντας έλεγε: ¨Να έχετε ένα κτηματάκι και λίγο να το καλλιεργείτε. Κοντά σε σας, θα βοηθείσετε και κάποιον που δεν θα έχει». 


Μαρτυρίες προσκυνητών Γέροντας Παΐσιος ο Αγιορείτης 1924-1994 

Να ζεις για το Θεό!



Καθώς ξεκινάς τα καθήκοντα της ημέρας, αγωνίσου να κάνεις τα πάντα για τη δόξα του Θεού. Μην ξεκινάς τίποτε χωρίς προσευχή, επειδή ό,τι κάνουμε χωρίς προσευχή αποβαίνει αργότερα μάταιο και επιβλαβές. Είναι αληθινά τα λόγια του Κυρίου: «Χωρίς εμού ου δύνασθε ποιείν ουδέν».

Να μιμείσαι το Σωτήρα μας, ο Οποίος εργαζόταν βοηθώντας τον Ιωσήφ και την πανάμωμη Μητέρα Του. Ενώ εργάζεσαι, να έχεις καλή διάθεση, εμπιστευόμενος πάντοτε στη βοήθεια του Κυρίου. Είναι καλό να επαναλαμβάνεις ασταμάτητα την προσευχή «Κύριε Ιησού Χριστέ, Υιέ του Θεού, ελέησέ με τον αμαρτωλό»... 

Αν οι κόποι σου είναι επιτυχείς, ευχαρίστησε τον Κύριο, κι αν δεν είναι, υπόταξε τον εαυτό σου στο θέλημά Του, γιατί Αυτός μάς φροντίζει και διευθύνει τα πάντα προς το καλύτερο. Αποδέξου όλες τις δυσκολίες σαν να ήταν κανόνας για τις αμαρτίες σου - με πνεύμα υπακοής και ταπεινοφροσύνης.

Πριν από κάθε γεύμα, προσευχήσου ο Κύριος να ευλογήσει το φαγητό και το ποτό, και μετά από κάθε γεύμα ευχαρίστησέ Τον και ζήτα Του να μη σε στερήσει από τις πνευματικές ευλογίες. Καλό είναι να σηκώνεσαι από το τραπέζι κάπως πεινασμένος. Σε όλα να αποφεύγεις την υπερβολή. Ακολουθώντας το παράδειγμα των πρώτων Χριστιανών, νήστευε τις Τετάρτες και τις Παρασκευές.

Μην είσαι πλεονέκτης. Να είσαι ευχαριστημένος, αν έχεις φαγητό και ρούχα, μιμούμενος το Χριστό, ο οποίος πτώχευσε για χάρη μας.

Να αγωνίζεσαι να ευαρεστείς στον Κύριο σε όλα, ώστε να μην κατηγορείσαι από την ίδια σου τη συνείδηση. Να θυμάσαι ότι ο Θεός σε βλέπει πάντοτε και να είσαι άγρυπνος και προσεκτικός όσον αφορά τα συναισθήματα, τις σκέψεις και τις επιθυμίες της καρδιάς σου.

Απόφευγε ακόμη και τη μικρότερη αμαρτία, για να μην πέσεις σε μεγαλύτερες. Απομάκρυνε από την καρδιά σου κάθε σκέψη ή σχέδιο που σε απομακρύνει από τον Κύριο. Να αγωνίζεσαι ιδιαίτερα ενάντια στις ακάθαρτες επιθυμίες. Διώξ’ τες απ’ την καρδιά σου σαν την αναμμένη σπίθα που πέφτει στο μπουφάν σου. Αν δε θέλεις να ενοχλείσαι από τις κακές επιθυμίες, να αποδέχεσαι γαλήνια την ταπείνωση από τους άλλους.

Να μη λες πολλά. Να θυμάσαι, ότι για κάθε κουβέντα που θα πεις θα δώσεις λόγο ενώπιον του Θεού. Είναι καλύτερο να ακούς παρά να μιλάς: με την πολυλογία είναι αδύνατον να αποφύγεις την αμαρτία. Να μην είσαι περίεργος να μάθεις τα νέα, τα οποία μόνο διασκεδάζουν και μπερδεύουν το πνεύμα.

Μην κατακρίνεις κανέναν, αλλά να θεωρείς τον εαυτό σου χειρότερο από όλους τους άλλους. 
Όποιος κατακρίνει τον άλλον παίρνει τις αμαρτίες του άλλου πάνω του.

Είναι καλύτερο να θλίβεσαι για τον αμαρτωλό και να προσεύχεσαι ο Θεός να τον διορθώσει με τον δικό Του τρόπο.

Αν κάποιος δεν ακούσει τη συμβουλή σου, μη φιλονικείς μαζί του. Αλλά αν οι πράξεις του αποτελούν πειρασμό για τους άλλους, να λαμβάνεις τα κατάλληλα μέτρα, επειδή το δικό τους καλό, επειδή είναι πολλοί, πρέπει να μετράει περισσότερο από το δικό του, που είναι ένας.

Εν τούτω νίκα

Να μη διαπληκτίζεσαι ούτε να χρησιμοποιείς δικαιολογίες. Να είσαι ευγενικός, ήσυχος και ταπεινός. Να αντέχεις τα πάντα, σύμφωνα με το παράδειγμα του Ιησού. Δε θα σε φορτώσει με ένα σταυρό που ξεπερνά τη δύναμή σου. Αντίθετα, θα σε βοηθήσει να φέρεις το σταυρό που έχεις.

Ζήτα από τον Κύριο να σου δώσει τη χάρη να εκπληρώνεις τις θείες Εντολές Του, όπως μπορείς, ακόμη και αν φαίνονται πολύ δύσκολες να τηρηθούν. Όταν έχεις κάνει μια καλή πράξη, να μην περιμένεις ευγνωμοσύνη, αλλά πειρασμό. Επειδή η αγάπη προς το Θεό δοκιμάζεται από τα εμπόδια. Μην ελπίζεις να αποκτήσεις καμιά αρετή χωρίς να υπομένεις θλίψεις Περικυκλωμένος από τους πειρασμούς μην απελπίζεσαι, αλλά να απευθύνεσαι στο Θεό με σύντομες προσευχές: «Κύριε, βοήθησέ με… Δίδαξέ με να… Μη με εγκαταλείπεις… Προστάτεψέ με…». Ο Κύριος επιτρέπει πειρασμούς και δοκιμασίες. Επίσης δίνει τη δύναμη για να τις ξεπερνάμε.

Ζήτα από το Θεό να σου πάρει κάθε πράγμα που τρέφει την υπερηφάνεια σου, ακόμη και αν αυτό θα είναι καλύτερο. Να μην είσαι σκληρός, κακόκεφος, γκρινιάρης, αναξιόπιστος, καχύποπτος ή υποκριτής. Απόφευγε τον ανταγωνισμό. Να είσαι ειλικρινής και απλός στη συμπεριφορά σου. Να αποδέχεσαι ταπεινά τις επιπλήξεις των άλλων, ακόμη κι αν είσαι πιο σοφός και έμπειρος.

Ό,τι δε θες να σου κάνουν οι άλλοι να μην το κάνεις στους άλλους. Αντίθετα, να τους κάνεις ό,τι θέλεις να σου κάνουν. Αν κάποιος σε επισκεφτεί, να τον φροντίσεις, να είσαι συνεσταλμένος, σοφός, και κάποτε, ανάλογα με τις περιστάσεις, να είσαι τυφλός και κουφός.
Όταν νιώσεις χαλαρότητα ή κάποια ψυχρότητα, μην αφήσεις τη συνήθη σειρά της προσευχής και των ευλαβών πράξεων που έχεις καθιερώσει. Όλα όσα κάνεις στο όνομα του Κυρίου Ιησού, ακόμη και τα μικρά και ελλιπή, γίνονται πράξεις ευλαβείας.

Αν θες να βρεις ειρήνη, παράδωσε τον εαυτό σου ολοκληρωτικά στο Θεό. Δε θα τη βρεις την ειρήνη, 
μέχρις ότου αφεθείς στο Θεό αγαπώντας Αυτόν μόνο.

Του Αρχιεπισκόπου Κοστρομά Πλάτωνος

Εξομολόγηση με καρδιά συντετριμμένη...



Ένας ευλαβής μοναχός, απ’ το βουνό του Ολύμπου, λεγόμενος Σωφρόνιος, ήρθε και μου διηγήθηκε κάποιο συμβάν, όμοιο μ’ εκείνο που είναι γραμμένο στο ιερό βιβλίο της Κλίμακος. Μας αφηγήθηκε δηλαδή, ότι στον Όλυμπο υπήρχε κάποιος Γέροντας πολύ ενάρετος, πραγματικά θεοφόρος, στον οποίο σύχναζαν πολλοί αδελφοί μοναχοί, για ν’ ακούσουν απ’ το άγιο στόμα του λόγους ψυχικής σωτηρίας.
Καθώς, λοιπόν, καθόταν οι αδελφοί και άκουγαν τον άγιο Γέροντα να τους ομιλεί πάνω σε θέματα ψυχωφελή, ήρθε και κάποιος λαϊκός, έβαλε μετάνοια στον Γέροντα και στάθηκε παράμερα. Όταν ο Γέροντας τον παρατήρησε προσεχτικά και τον ρώτησε για ποιό λόγο ήρθε κοντά του, εκείνος απάντησε:
-΄Ηρθα να εξομολογηθώ τις αμαρτίες μου στην αγιωσύνη σου, άγιε Γέροντα. Ο Γέροντας τον ξαναρωτά:
-Θέλεις να τα εξομολογηθείς ιδιαιτέρως, τέκνον μου, στην μετριότητα μου, ή μπροστά σε όλους τους αδελφούς;

-Αν εσύ το θέλεις, τίμιε πάτερ, δεν διστάζω να εξομολογηθώ τα κρίματά μου μπροστά σε όλους τους αδελφούς.
-Τότε, του λέγει ο Γέροντας, λέγε, τέκνο μου, χωρίς να ντρέπεσαι καθόλου.
Άρχισε, λοιπόν, ο λαϊκός να λέγει όλα τ’ αμαρτήματά του, ακόμη κ’ εκείνα που δεν επιτρέπεται να φτάνουν στ’ αυτιά των ανθρώπων ή να γράφονται. Όταν τελείωσε λέγοντας τα πάντα, στάθηκε μπρος στο Γέροντα, με τα μάτια δακρυσμένα, το βλέμμα κατεβασμένο και την καρδιά συντετριμμένη.
Ο Γέροντας τον πρόσεχε επί αρκετή ώρα, και κάποια στιγμή του λέει:
-Θα ήθελες, τέκνον μου, να ντυθείς το άγιο σχήμα των μοναχών;
-Ω, ναι, πάτερ μου, το θέλω πάρα πολύ και στο σακκούλι μου έχω κιόλας τα καλογερικά ράσα.
Ο Γέροντας τον κατήχησε και, ύστερ’ από την ακολουθία της κούρας, τον έντυσε με το άγιο σχήμα των μοναχών. Μετά του λέει:
-Πορεύου τώρα εις ειρήνην, τέκνον, και από δω κ’ εμπρός προσπάθησε να μην ξαναπέσεις σε αμαρτία.
Τότε, πήρε συγχώρεση, έβαλε μετάνοια και αναχώρησε δοξάζοντας το Θεό.
Οι μοναχοί που παρακολούθησαν τα συμβάντα, έδειξαν την απορία τους και ρώτησαν αμέσως τον άγιο Γέροντα:
-Πώς γίνεται, τίμιε πάτερ, να εξομολογείται μπροστά μας τόσα πολλά, κ’ εσύ δεν του έδωκες ούτε τον παραμικρό κανόνα ή επιτίμιο;
-Ω αγαπημένα μου τέκνα, τους αποκρίνεται ο Γέροντας. Δεν εβλέπατε τον φοβερό και λαμπροφορεμένον άνδρα, που στεκόταν εδώ εμπρός μας, και του οποίου το πρόσωπο ήταν σαν αστραπή και τα ενδύματά του σαν το φως; Αυτός, λοιπόν, κρατούσε στο χέρι του ένα χαρτί, όπου ήταν γραμμένα τ’ αμαρτήματα του εξομολογουμένου· είχε ακόμη και μελάνι κ’ ένα κοντύλι από καλάμι. Και καθώς ο άνθρωπος αυτός εξομολογείτο στην αναξιότητά μου και μπροστά σας τ’ αμαρτήματά του, εκείνος τα έσβηνε με το καλάμι του. Αφού, λοιπόν, ο πολυεύσπλαχνος και πολυέλεος Θεός μας του τα συγχώρησε, ποιος είμ’ εγώ ο αμαρτωλός και ανάξιος, που θα του βάλω κανόνες και επιτίμια;
Σαν άκουσαν όλα τούτα οι μοναχοί, κυριεύθηκαν από φόβο για τα γενόμενα και τα λεγόμενα. Έβαλαν μετάνοια στον άγιο Γέροντα, ευχαριστώντας και δοξάζοντας την αγαθότητα και την φιλανθρωπία του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού. Και, γεμάτοι από θαυμασμό και καταθαμπωμένοι από τα ξένα και παράδοξα έργα του πολυεύσπλαχνου Θεού, αναχώρησαν από το κελλί του άγιου Γέροντα.