O παππούς πατήρ Φιλόθεος πάλι μου μίλησε για την έσχατη μέρα πού την διαισθάνεται πολύ κοντά. Ζώ, μου είπε, με την αγωνία του κόσμου, του κόσμου πού έγινε μάζα, και πορεύεται σαν πρόβατο σε σφαγή, χωρίς διαμαρτυρία και προσπάθεια να ξεφύγει απ’ τα χέρια του βέβαιου θανάτου. Ο Σατανάς έχει υπνώσει τούς ανθρώπους και τούς χρησιμοποιεί...
Τα μάτια του παππούλη, ήταν γεμάτα δάκρυα και το πρόσωπό του είχε φανερή την έκφραση του πόνου και της αγωνίας. Έπειτα σιώπησε και τον αισθανόμουν και έβλεπα να ‘ναι βυθισμένος κάπου. Αυτή η σιωπή λάβαινε έκταση μα και μεγαλείο.
Θέλησα κι εγώ να προσηλώσω τη μνήμη μου πάνω στο Σταυρό που ‘χα αντίκρυ μου κι έμεινα για ώρα βυθισμένος στο θαύμα του Θείου Πάθους!! Έπειτα από αρκετή ώρα, μέσα απ’ την προσήλωσή μου, είδα ένα σκοτάδι να φεύγει κι ένα φώς παράξενο και πρωτόγνωρο να λούζει τον παππού, όχι όμως και μένα. Το πρόσωπο του, άρχισε να αλλοιώνεται και να παίρνει μια έκφραση!!
«Ω, Θεέ μου, να μπορούσα να την περιγράψω ή να την έχω σαν εικόνα όλη μου τη ζωή! Αισθανόμουν πώς κάποιος του μιλούσε και ο ίδιος απαντούσε, μα δεν άκουγα τίποτα.
Η βεβαιότητα μου αυτή δέ γεννούσε αμφισβήτηση, αλλά ούτε και ερώτηση. Είχα καθηλωθεί στο θαυμασμό μέσα αλλά και στο φόβο της αδυναμίας μου να νιώσω, τί γίνεται κει μπροστά μου…
Ο παππούς, τώρα παρακαλούσε, ικέτευε και τον είδα να σκύβει πάνω στο πάτωμα το κεφάλι ταπεινά και λέει «ευχαριστώ»!!
Μέσα μου αισθανόμουν ειρήνη, απέραντη ειρήνη και ούτε ήθελα να ρωτήσω ή να ζητήσω κάτι. Ήμουν γεμάτος από κάτι πού δεν ήξερα, μα ωστόσο με πλημμύριζε χαρά και με γέμιζε ελπίδα. Η σιωπή εκεί μέσα, μιλούσε με πολλές γλώσσες κι ήταν τόσο όμορφη πού θα ‘θελα να μην έχει τέλος.
Έξω φυσούσε παγωμένος αέρας και το κρύο σε περόνιαζε ως το κόκκαλο, μα μες στην καρδιά μου είχα ζεστασιά. Ήθελα αυτό πού είχα, σχεδόν λαχταρούσα, να το δώσω σ’ όλους τούς ανθρώπους. Γιατί εδώ τώρα, τούς αγαπούσα σαν τον εαυτό μου και τούς πονούσα σαν τη σάρκα μου..
Έπειτα ο παππούς, μ’ αγκάλιασε στοργικά και μού είπε: «Όταν βγεις απ’ εδώ να πεις για το φώς πού είδες, αφού πρώτα το πάρεις σαν δώρημα απ’ το Χριστό μας. Διαφορετικά, μίλησε με τη σιωπή πού κηρύττει κι αυτή με τον τρόπο της».
Μου είπε, πώς η Παναγία του απεκάλυψε μια εικόνα που "έδειχνε τούς ποιμένες να είναι δεμένοι σ’ ένα βράχο και οι κουρούνες να τούς τρώνε τα σπλάχνα και να τούς κτυπούν με μανία με το ράμφος τους...
Όταν τον ρώτησα για την εικόνα δεν μου απάντησε, αλλά μου έδειξε μια άλλη εικόνα πού παρίστανε ανθρώπους μυριάδες, αμέτρητους, πού βούλιαζαν σε μια ατέρμονη πεδιάδα, λες και τούς ροφούσε η λασπουριά, φωνάζοντας απέλπιδες φωνές. Στη θέα αυτή ένιωθες φρίκη και γέμιζες αγωνία...
Κι άκουσα, μου πε ο παππούς, τη φωνή του Προφήτη με το στόμα τ’ Άγιο της Παναγιάς, να μου λέει:
«Οι ποιμένες κατέστρεψαν το αμπέλι μου και το μετέτρεψαν σε βούρκο».
Ο παππούς λέγοντας μου αυτά, είχε πάνω του όλο το παράπονο του κόσμου και όλο τον καημό της ζωής. Τον άφησα περίλυπο στη σιγή του και τον παρεκάλεσα φιλώντας του το χέρι, να προσευχηθεί για μένα.. Έξω, η καμπάνα της Ι. Μονής, σήμαινε τον Εσπερινό!!
«ΤΟ ΟΔΟΙΠΟΡΙΚΟ ΤΗΣ ΨΥΧΗΣ ΜΟΥ» . του Αρχιμανδρ. Κλήμεντος Ζώκαρη