.

.

Δός μας,

Τίμιε Πρόδρομε, φωνή συ που υπήρξες η φωνή του Λόγου. Δος μας την αυγή εσύ που είσαι το λυχνάρι του θεϊκού φωτός. Βάλε σήμερα τα λόγια μας σε σωστό δρόμο, εσύ που υπήρξες ο Πρόδρομος του Θεού Λόγου. Δεν θέλουμε να σε εγκωμιάσουμε με τα δικά μας λόγια, επειδή τα λόγια μας δεν έχουν μεγαλοπρέπεια και τιμή. Όσοι θα θελήσουν να σε στεφανώσουν με τα εγκώμιά τους, ασφαλώς θα πετύχουν κάτι πολύ πιό μικρό από την αξία σου. Λοιπόν να σιγήσω και να μη προσπαθήσω να διακηρύξω την ευγνωμοσύνη μου και τον θαυμασμό μου, επειδή υπάρχει ο κίνδυνος να μη πετύχω ένα εγκώμιο, άξιο του προσώπου σου;

Εκείνος όμως που θα σιωπήσει, πηγαίνει με τη μερίδα των αχαρίστων, γιατί δεν προσπαθεί με όλη του τη δύναμη να εγκωμιάσει τον ευεργέτη του. Γι’ αυτό, όλο και πιό πολύ σου ζητάμε να συμμαχήσεις μαζί μας και σε παρακαλούμε να ελευθερώσεις τη γλώσσα μας από την αδυναμία, που την κρατάει δεμένη, όπως και τότε κατάργησες, με τη σύλληψη και γέννησή σου, τη σιωπή του πατέρα σου του Ζαχαρία.

Άγιος Σωφρόνιος Ιεροσολύμων



ΘΕΙΟ ΟΡΑΜΑ ΤΗΣ ΠΑΝΑΓΙΑΣ ΣΤΗ ΒΙΓΛΑ



Στην πανώρια αυτή περιοχή της Βίγλας, που έχει πολύ ανοιχτόν ορίζοντα προς όλες τις κατευθύνσεις και βλέπει τα απέραντα γαλανά νερά του Αιγαίου Πελάγου, τον δέκατο τέταρτο αιώνα ήρθε και αρκετά χρόνια εφησύχαζε, ο νηπτικώτατος πατήρ και διδάσκαλος άγιος Γρηγόριος ο Σιναίτης, ο οποίος δίδαξε και ανέδειξε πολλούς μαθητές της νηπτικής θεωρίας και πρακτικής καρδιακής προσευχής.

Μεταξύ των μαθητών του, σαν αστέρι πρώτου μεγέθους έλαμπε ο απλός και αγαθός Μάρκος, ο οποίος στην τοποθεσία αυτή αξιώθηκε να δει θαυμάσιο και υπερφυσικό όραμα : Στο υψηλότερο και πιο θεαματικό μέρος της «βίγλας», είδε σε ζωντανή εικόνα το τελευταίο μεγαλυνάριο, που ψάλλομε στο τέλος του μεγάλου Παρακλητικού Κανόνα της Παναγίας που λέγει :

«Χρυσοπλοκώτατε πύργε, καὶ δωδεκάτειχε πόλις, ἡλιοστάλακτε θρόνε, καθέδρα τοῦ βασιλέως, ἀκατανόητον θαῦμα, πῶς γαλουχεῖς τὸν δεσπότην.»

Δηλαδή είδε ένα χρυσόπλοκο και χρυσόκτιστο πύργο, πάνω στον οποίον ήταν ολοφώτεινος και ηλιοστάλακτος θρόνος. Επί του θρόνου αυτού, σα Βασίλισσα ουρανού και γης κάθονταν η Κυρία και Δέσποινα του κόσμου, Υπεραγία Θεοτόκος και Αειπάρθενος Μαρία, φέρουσα στην αγκαλιά της, τον Υιόν και Θεόν Της, Κύριον και Σωτήρα ημών Ιησούν Χριστόν.

Στον πύργο αυτόν, γύρω-γύρω σαν τείχος, ήταν δώδεκα ολόχρυσοι θρόνοι, επί των οποίων κάθονταν οι δώδεκα άγιοι Απόστολοι του Κυρίου, οι οποίοι, μαζί με τα Αγγελικά Τάγματα και τους αγιορείτες Πατέρες, υμνούσαν, ευλογούσαν και δοξολογούσαν τον Κύριο της δόξης και Θεόν, τιμώντες ταυτόχρονα με ύμνους και μεγαλυνάρια, την Παναγία Μητέρα, του Υιού και Λόγου του Θεού, Θεοτόκο Μαρία. Γύρω δε από όλους αυτούς ήταν άπειρο πλήθος Μοναχών και χριστιανών, που δοξολογούσαν κι αυτοί το Θεό και την μητέρα του Χριστού και θαύμαζαν τη δόξα και χάρη της Παναγίας Θεοτόκου και εμακάριζαν την «αειμακάριστον και παναμώμητον και μητέρα του Θεού ημών».

Και εφόσον γίνονταν αυτά στο ανατολικό μέρος, ο άγιος Μάρκος, γύρισε δυτικά και βλέπει μακριά και σε μεγάλη απόσταση, από την Παναγία, μια τσιγγάνα – γύφτισσα – η οποία έκανε διάφορα αστεία και κωμικά νούμερα, θεατρικές κινήσεις, ξεγυμνώματα και διάφορες άλλες ασχήμιες και ξεδιάντροπες παραστάσεις. Είχαν και κει μαζευτεί μερικοί άνθρωποι, που περιεργάζονταν, και χάζευαν και διασκέδαζαν με τις επιδείξεις και άσεμνες σκηνές που έκανε η γύφτισσα. 

Τότε με φρίκη, παρατήρησε, ο άγιος Μάρκος, πως λίγοι-λίγοι από τους χριστιανούς, αλλά κι από τους Μοναχούς ακόμη, οι οποίοι πρώτα ήταν κοντά στην Παναγία και υμνολογούσαν το Θεό, άφηναν το χώρο του χρυσού εκείνου πύργου, που υμνολογούσαν το Θεό Άγγελοι και Άγιοι, και νικώμενοι από σατανική περιέργεια, γύριζαν προς το μέρος εκείνο της τσιγγάνας, πήγαιναν κοντά της, τους άρεσαν οι επιδείξεις της, κι έτσι άρχισαν σιγά-σιγά και δειλά-δειλά να φεύγουν όλοι από τη θεία ομήγυρη και λαμπρή εκείνη δόξα της Παναγίας και να πηγαίνουν κοντά στη γύφτισσα, φοβερό και τρομερό όραμα, αλλά αληθινά προφητικό.

Η Παναγία έμεινε μόνη, με τους Αγγέλους και τους Αγίους και με λίγους καλούς Μοναχούς και πιστούς χριστιανούς, με τους οποίους ακατάπαυστα υμνούσε και δοξολογούσε τον Κύριο της δόξης. Με λύπη της δε πολλή έβλεπε τους άλλους πούφευγαν και προτιμούσαν να ιδούν τα έσχη και να ακούσουν τα αδιάντροπα τραγούδια της πόρνης τσιγγάνας, παρά να μένουν και με την Παναγία και τους Αγίους να δοξολογούν τον Κύριο.

Ο άγιος Μάρκος, όσο στην αρχή χάρηκε, που είδε την Παναγία να αστράφτει περισσότερο από τον ήλιο, και τους αγίους Αποστόλους, με τα ουράνια Τάγματα των Αγγέλων και των Αγίων, που προσευχόντουσαν και δοξολογούσαν το Θεό, τόσο λυπήθηκε περισσότερο και τον κατάλαβε φόβος και τρόμος, σαν είδε τους ανόητους εκείνους ανθρώπους και καλογήρους ακόμη να εγκαταλείπουν τη Βασίλισσα των Αγγέλων και να προτιμούν μια βρωμερή, ακάθαρτη και κατά πάντα βέβηλη πόρνη γυναίκα. Να προτιμούν τα ανήθικα ρυπαρά και τραγούδια, από τους θείους ύμνους και την ακατάπαυστη δοξολογία του Θεού και να πηγαίνουν κοντά στα όργανα του σατανά !

ΑΝΔΡΕΟΥ ΜΟΝΑΧΟΥ ΑΓΙΟΡΕΙΤΟΥ, 
ΓΕΡΟΝΤΙΚΟ ΑΓΙΟΥ ΟΡΟΥΣ, τομ. Α΄, 
ΑΘΗΝΑΙ 1980, σ. 201 κ.ε.

Ο ΘΕΣΠΕΣΙΟΣ ΔΕΚΑΠΕΝΤΑΥΓΟΥΣΤΟΣ



Η Ορθόδοξη Εκκλησία αποδίδει ιδιαίτερα μεγάλη τιμή στο πρόσωπο της Παναγίας. Η τιμή αυτή φανερώνει τη στενή σχέση της Υπεραγίας Θεοτόκου με τον άνθρωπο. Η Παναγία αποτελεί τη μεγαλύτερη και καλύτερη προσφορά της ανθρωπότητας στη θεότητα.

Η ύπαρξη της Παναγίας είναι πανάχραντη, πανακήρατη, πανσεβάσμια και πανυπέραγνη. Έχουν γραφτεί και ειπωθεί τόσα πολλά γι΄ Αυτή, που σίγουρα κανείς θα περιπέσει σ΄ επαναλήψεις. Όμως η εφετινή πανήγυρή της μας κάνει να θυμηθούμε ξανά τις πολλές και πλούσιες ευεργεσίες της. Μία γυναίκα με την περιέργειά της και την παρακοή της μας έβγαλε από την παραδείσια Εδέμ. Μια άλλη γυναίκα, η δεύτερη Εύα, η Παναγία, με την πρόσχαρη υπακοή της, τη γνήσια ταπείνωσή της, την ωραία σεμνότητά της μας επανασύνδεσε με τον Θεό. Το γεγονός αυτό είναι συνταρακτικό.

Ο θάνατος, ο κάθε θάνατος προκαλεί λύπη, ο θάνατος όμως της Θεοτόκου, η κοίμησή της και η μετάστασή της, είναι πηγές μεγάλης χαράς. Η εορτή έχει πανευφρόσυνο χαρακτήρα. Δεν έχει στενοχώρια, δάκρυα και μοιρολόγια, αλλά, κατά την ωραιοτάτη υμνολογία μας «πάσα η γη ευφραίνεται». Κατά τη διδασκαλία της Εκκλησίας μας η μητέρα του Θεού και των ανθρώπων είναι κοντά στον Θεό και στους ανθρώπους που την επικαλούνται. Άπειρες οι επεμβάσεις της στις πολλές δυσκολίες της ζωής.

Μονές, εκκλησίες, προσκυνήματα, θαυματουργές εικόνες της, χιλιάδες αφιερώματα, δηλώνουν την πλούσια χάρη της. Οι πιο πολλοί κάτι θα είχαν να καταθέσουν για την πρεσβεία της, την προστασία της, την επίσκεψή της και τη δωρεά της. Πράγματι «εν τη Κοιμήσει, τον κόσμον ου κατέλιπες Θεοτόκε». Μπορεί κανείς να μη την επικαλείται. Δεν επιτρέπεται όμως να τη βρίζει. Να βρίζει κανείς τα Θεία δεν είναι απλά ασέβεια, αλλά ανανδρία, αγένεια και καρδιακή χονδροπετσιά.

Αντίθετα οι πιστοί και οι μοναχοί την αγαπούν και την ευλαβούνται ιδιαίτερα. Η αγάπη τους κάποτε αγγίζει τα όρια της λατρείας. Γι΄ αυτό και της αποδίδει εγκώμια, ύμνους, εικόνες, ναούς και μύριες χαριτωμένες ονομασίες : Παραμυθία, Γλυκοφιλούσα, Ελεημονήτρια, η πάντων χαρά, των θλιβομένων η αντίληψη, φύλακας, ιατρός, μεσίτρια, πρέσβειρα και κυρίως μητέρα.

Μέσα στον θερινό καύσωνα, τη σύγχυση και την ταραχή των καιρών έρχεται το θεομητορικό Πάσχα να δροσίσει, να γαληνέψει, να συνετίσει και χαροποιήσει. Οι πιστοί ψάλλουν όλοι μαζί στις Παρακλήσεις : 
«Ἔμπλησον, Ἁγνή, εὐφροσύνης τὴν καρδίαν μου, τὴν σὴν ἀκήρατον διδοῦσα χαράν, τῆς εὐφροσύνης, ἡ γεννήσασα τὸν αἴτιον». Τα ωραία αυγουστιάτικα δειλινά είναι συνυφασμένα με τους θεομητορικούς παρακλητικούς κανόνες. Ο ελληνικός δεκαπενταύγουστος είναι θεσπέσιος. Χιλιάδες μηνύματα στέλνονται στον ουρανό για λίγη παρηγοριά στη ρηχή, μονότονη και πεζή ζωή του κόσμου. Από τα βάθη της ανθρώπινης ύπαρξης βγαίνει μία μύχια επίκληση : «Τὰ νέφη, τῶν λυπηρῶν ἐκάλυψαν, τὴν ἀθλίαν μου ψυχὴν καὶ καρδίαν, καὶ σκοτασμὸν ἐμποιοῦσι μοι Κόρη, ἀλλ' ἡ γεννήσασα φῶς τὸ ἀπρόσιτον, ἀπέλασον ταῦτα μακράν, τῇ ἐμπνεύσει τῆς θείας πρεσβείας σου». Η μεγάλη μάνα μας γι΄ αυτό υπάρχει πάντα δεόμενη. Για να διώχνει μακριά τα μαύρα σύννεφα, μακριά. Αρκεί να το θέλουμε και κάτι να κάνουμε γι΄ αυτό.


ΜΟΝΑΧΟΥ ΜΩΥΣΕΩΣ ΑΓΙΟΡΕΙΤΟΥ, 
ΕΟΡΤΙΑ ΓΡΑΜΜΑΤΑ ΑΠΟ ΤΟ ΑΓΙΟΝ ΟΡΟΣ, 
εκδ. ΙΕΡΑΣ ΜΗΤΡΟΠΟΛΕΩΣ ΝΕΑΠΟΛΕΩΣ ΚΑΙ ΣΤΑΥΡΟΥΠΟΛΕΩΣ, 
ΝΕΑΠΟΛΗ 2012, σ. 277.

Γιὰ τὴν ἀόρατη βοήθεια τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου



Ἦταν κάποτε ἕνας ἄνθρωπος εὐλαβής πού ὠνομαζόταν Ἀγαθόνικος. Αὐτός εἶχε διδαχθῆ, ἀκόμη ἀπό τήν παιδική του ἡλικία, νά λέγη μπροστά στήν εἰκόνα τῆς Παναγίας, τόν ὕμνο αὐτό: «Θεοτόκε, Παρθένε, χαῖρε Κεχαριτωμένη Μαρία, ὁ Κύριος μετά σοῦ. Εὐλογημένη, σύ ἐν γυναιξί καί εὐλογημένος ὁ καρπός τῆς κοιλίας σου. Ὅτι Σωτῆρα ἔτεκες, τῶν ψυχῶν ἡμῶν». Ἀργότερα ἔκανε μιά ζωή μέ πολλές φροντίδες καί ἔλεγε σπανιώτερα αὐτόν τόν ὕμνο τῆς Κυρίας Θεοτόκου. Κατόπιν σιγά σιγά ἔπαυσε νά τόν λέγη. 

Ὁ Θεός ὅμως, ὁ Ὁποῖος δέν θέλει τόν θάνατο τοῦ ἁμαρτωλοῦ, ἔστειλε στό σπίτι του ἕναν ἐρημίτη ἀπό τήν Θηβαΐδα γιά νά τόν ἐλέγξη διότι ἐξέχασε αὐτόν τόν ὕμνο τῆς Κυρίας Θεοτόκου. Ὁ Ἀγαθόνικος ἀπήντησε στόν ἐρημίτη μοναχό ὅτι ἔπαυσε νά τόν λέγη, διότι, παρότι τόν ἔλεγε γιά πολλά χρόνια, ὅμως δέν εὑρῆκε καμμία ὠφέλεια. 
Τότε ὁ ἐρημίτης τοῦ εἶπε: «Φέρε στόν νοῦ σου τυφλέ καί ἀχάριστε, πόσες φορές σέ ἐβοήθησε αὐτή ἡ δοξολογική προσευχή καί σέ ἔσωσε ἀπό διάφορους πειρασμούς! 

Θυμήσου, ὅταν ἤσουν ἀκόμη παιδί, πῶς λυτρώθηκες ἀπό πνιγμό κατά ἕνα θαυμαστό τρόπο! Ἐνθυμήσου, ὅταν σέ ἐκτύπησαν πολλοί γείτονες σέ μία λακκούβα πού εἶχες πέσει κι ὅμως ἔμεινες ἀτραυμάτιστος! Θυμήσου ἀκόμη, ὅταν ταξίδευες κάποτε μέ κάποιον φίλον σου, ἐπέσατε καί οἱ δυό σας ἀπό τήν καρότσα! 

Αὐτός ἔσπασε τό πόδι του καί σύ δέν ἔπαθες τίποτε. Δέν γνωρίζεις ὅτι ὁ φίλος σου εἶναι κάτω ἀδύνατος ἀπό μία ἀσθένεια, ἐνῶ ἐσύ εἶσαι ὑγιής καί δέν αἰσθάνεσαι κανένα πόνο; 
Καί, ὅταν τοῦ ἔφερε στήν μνήμη ὅλα αὐτά τά θαυμαστά ἔργα, στό τέλος τοῦ εἶπε: «Νά ξέρης ὅτι ὅλες αὐτές οἱ δυστυχίες καί ἀτυχίες πού ἦλθαν στήν ζωήν σου, ἀπομακρύνθηκαν ἀπό τήν θεία Σκέπη τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου, χάρις στήν μικρή σου αὐτή δοξολογική προσευχή, τήν ὁποίαν ἔλεγες κάθε ἡμέρα ἐνώπιόν της. 
Δώσε λοιπόν προσευχή καί συνέχιζε νά προσεύχεσαι καί στό μέλλον μέ τήν προσευχή αὐτή καί ἡ Μητέρα τοῦ Κυρίου μας δέν θά σέ ἐγκαταλείψη ποτέ». Ἔτσι κατάλαβε ὁ Ἀγαθόνικος καί δέν ἄφησε πάλι αὐτή τήν προσευχή. 

Οὔτε ἐμεῖς νά μήν ἀφήνουμε νά περνᾶ μία ἡμέρα χωρίς νά προσευχηθοῦμε μ᾿ αὐτή τήν προσευχή μπροστά στήν Κυρία Θεοτόκο κι ἔτσι θά φυλαγώμεθα ἀπό πολλές δοκιμασίες καί πειρασμούς στήν ζωή μας.

Γέροντος Κλεόπα Ἡλιέ

Μετάφρασις: Μοναχός Δαμασκηνός Γρηγοριάτης 2010

Το θαύμα της Παναγίας στον αμφιβάλλοντα διδάσκαλο



Επτακόσια περίπου χρόνια μετά την γέννηση του Χριστού, ήταν ένας ερημίτης Αθηναίος, σοφός στα γράμματα, και στην αρετή σοφότερος.
Το ονομά του ήταν Αιγίδιος , και μετά τον θάνατο των γονέων του, μοίρασε την περιουσία του στους φτωχούς και αναχώρησε για προσκύνημα στους Αγίους Τόπους. Εκεί απήλθε στα ενδότερα μέρη της ερήμου σε έναν τόπο άβατο και απόκρυφο, όπου βρήκε ένα σπήλαιο με μια πηγή ωραιότατη και λίγα δένδρα.
Στην ησυχία λοιπόν του τόπου εκείνου έμεινε και ασκήτευε τρεφόμενος, κατά Θεία Οικονομία, από το γάλα μίας ελαφίνας και άγρια χόρτα. 
Κοντά σ’ εκείνα τα μέρη σ’ ένα κάστρο ήταν ένας διδάσκαλος που στο λογισμό του ο μισόκαλος, είχε σπείρει ζιζάνια και είχε αμφιβολία για την Παρθενία της Υπεραγίας Θεοτόκου.
Αυτόν τον δαιμονικό λογισμό δεν μπορούσε με τίποτα να τον διώξει απ’ το μυαλό του. «Πως γίνεται να είναι μητέρα και παρθένος;» αναρωτιόταν. 
Όταν άκουσε για τον αναχωρητή Αιγίδιο, ότι ήταν σε μεγάλα πνευματικά μέτρα, αποφάσισε να πάει να τον συμβουλευτεί για τον λογισμό του, και να τον βοηθήσει να απαλλαγεί από αυτή την βλάσφημη σκέψη.
Ενώ βρισκόταν σε μικρή απόσταση πριν από το κελί του αββά Αιγιδίου εξήλθε ο γέροντας να τον προϋπαντήσει. Όταν πλησίασε ο ένας τον άλλον ο διδάσκαλος έβαλε εδαφιαία μετάνοια .
Ο αββάς δεν του αποκρίθηκε αλλά χτύπησε με το ραβδί του πάνω σε μία πέτρα λέγοντας: «Παρθένος προ τόκου» και ευθύς πάνω στη πέτρα φύτρωσε ένα κρίνο όμορφο και με ευωδία θαυμάσια. Ξαναχτυπά την πέτρα λέγοντας :«Παρθένος εν τόκω» και δεύτερο κρίνο φύτρωσε όμοιο με το πρώτο.Έπειτα χτύπησε για Τρίτη φορά με το ραβδί του στην πέτρα λέγοντας: «Και μετά τόκον Παρθένος μείνασα».
Και ευθύς βγήκε άλλο ένα θαυμάσιο κρίνο.Τότε ο αββάς, χωρίς να πει άλλη κουβέντα γύρισε στο κελί του.
Ο δε διδάσκαλος έχοντας μείνει έκπληκτος απ’ αυτή τη θαυματουργία και λυτρωμένος από τον πειρασμό έφυγε και κήρυττε σε όλους το παραπάνω θαύμα, προς δόξαν της Υπεραγίας Θεοτόκου και Αειπαρθένου Μαρίας. Αμήν.

Από το βιβλίο του Αγαπίου Λάνδου «Αμαρτωλών σωτηρία»

ΓΙΑ ΤΗΝ ΥΠΕΡΑΓΙΑ ΘΕΟΤΟΚΟ



Κάποτε ἕνας ἅγιος ἀσκητής ἦρθε σέ μία ὀπτασία. Καί εἶδε τόν Χριστό, ἐπί θρόνου Δόξης. Δεξιά Του, παραστεκόταν ἡ Παναγία καί ἀριστερά Του, ὁ Τίμιος Πρόδρομος καί στο περιβάλλοντα χῶρο βρίσκονταν οἱ ἀρχάγγελοι. Εἶδε λοιπόν ἕναν ἀρχάγγελο νά πηγαίνει στό Χριστό τά βιβλία τῶν αἰώνων. Καί ἄνγοιγε ὁ Χριστός κάθε βιβλίο καί ἔβλεπε τά ἁμαρτήματα τοῦ κάθε αἰῶνα. 
Καί ὅταν ἔφτασε στό ἀνάλογο βιβλίο τοῦ ἕβδομου ἀιῶνα, εἶδε τόσες ἁμαρτίες πού ἄρχισε νά ἀναστενάζει καί νά στέκεται νά πάρει μία σημαντική ἀπόφαση. Στήν συνέχεια ὁ ἀρχάγγελος τοῦ ἔδωσε τό βιβλίο τοῦ ὄγδου αἰῶνα καί ὅταν ὁ Χριστός τό ἄνοιξε, ἀμέσως τό ἔκλεισε καί εἶπε· 


"Καί Σέ μεσίτριαν ἔχω πρός τόν Φιλάνθρωπον Θεόν"
-τοῦτος ὁ αἰῶνας εἶναι φοβερός! Μεγάλη κακία, ἁμαρτία καί δυσωδία ἀνέρχεται ἀπό κάτω πρός τόν θρόνο μου. Θά κάνω συντέλεια! 
Τά πάντε ἔδειχναν, ὅτι ὁ Χριστός μέ ἕνα νεῦμα πρός τούς ἀρχαγγέλους θά ἔφτιαχνε τήν συντέλεια τοῦ κόσμου, μέ ὅλα τά φοβερά συνακόλουθα. Τότε ἡ Ὑπεραγία Θεοτόκος, βλέποντας ὅτι ὁ Υἱός καί Θεός Της εἶναι ἀποφασισμένος νά κάνει κάτι τέτοιο, δειλά-δειλά γονάτισε μπροστά στόν Χριστό καί Τόν παρακαλοῦσε:
-Υἰέ καί Θεέ μου, μακροθύμισε σέ αὐτούς! Μήν ἀποφασίσεις κάτι τέτοιο καί στεῖλε τόν φωτισμό Σου! Στεῖλε τό ἔλεός Σου! Παράβλεψε τίς ἁμαρτίες τῶν ἀνθρώπων. Στεῖλε πνευματιούς ἀνθρώπους, νά στηρίξουν τόν κόσμο. Λυπήσου τούς ἀνθρώπους! 
Καί ὁ Χριστός τότε ἐκάμφθη στίς παρακλήσεις τῆς Παναγίας καί ἀποφάσισε μέ ἕνα νεῦμα Του, μακροθυμία. Καί ἔτσι ἔληξε ἡ ὀπτασία ἐκείνου τοῦ φωτισμένου ἀσκητή. Αὐτή εἶναι ἡ Παναγία μας!

Γέροντος Ἐφραίμ Ἀριζόνος
ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΕΣ ΟΔΗΓΙΕΣ ΓΙΑ ΨΥΧΟΣΩΜΑΤΙΚΗ ΚΑΘΑΡΟΤΗΤΑ
Ἐκδόσεις: "ΟΡΘΟΔΟΞΟΣ ΚΥΨΕΛΗ"

Θερινὲς εἰκόνες, συντροφιὲς ἀνεκτίμητες...



Μέρες ἱερὲς ἀνοίχτηκαν ἐμπρός μας, μέρες τῆς Παναγιᾶς μας, δροσισμένες ἀπὸ τὸ μελτέμι ποὺ κυριαρχεῖ τὸν καιρό αὐτό, μέρες συντονισμένες στὸ ἦχο τὸν τερπνὸ τοῦ πλαγίου τοῦ τετάρτου, ποὺ ντύνει κατανυκτικὰ τοὺς Παρακλητικοὺς Κανόνες στὴ Χάρη Της. 
«Πολλοῖς συνεχόμενος πειρασμοῖς...»,«Τῶν λυπηρῶν ἐπαγωγαὶ χειμάζουσι τὴ ταπεινή μου ψυχήν...».
Λόγια φορτωμένα προσευχή, φωνὲς ραγισμένες ἀπὸ τὴ συγκίνηση, τὸ δέος, τὴν ...Φωνὲς ἁπλῶν, ταπεινῶν ἀνθρώπων, ποὺ συλλαβίζουν τὴν Παράκληση, ποὺ ἐπιμένουν νᾶ τονίζουν τὶς λέξεις -«προφθάσα, σῶσον μέ», ποὺ δὲ χάνουν μετάνοια, δὲ στέκονται σὲ συνταγὲς ἀποχῆς ἀπὸ αὐτὲς τὶς ἀπόβραδες συνάξεις, γιατὶ ξέρουν πὼς μὲ τὴν ἑσπερινὴ τὴν καμπάνα παύουν καὶ τὰ ἔργα τῶν ἀνθρώπων. Παύουν τὰ ἔργα τῶν ἀνθρώπων γιὰ ν᾿ άρχίσουν τὰ ἔργα τοῦ Θεοῦ. Κι ὄλοι τὸ καταλαβαίνουμε πὼς τὰ ἔργα τοῦ Θεοῦ εἶναι πιὸ σημαντικὰ καὶ χρήσιμα ἀπὸ ἐκεῖνα τῶν ἀνθρώπων. «Αὐτὸς εἶπε καὶ ἐγεννήθησαν...».
Καὶ μέσα στὰ φωτεινά, χαριτωμένα καὶ ὁλόανθα ἔργα τοῦ Θεοῦ συμπεριλαμβανονται καὶ αὐτὲς οἱ συνάξεις, στὰ δροσερὰ θερινὰ ἀπόβραδα, στὶς ἐκκλησιὲς ποὺ χωνεύουν μέσα σὲ εὐωδιὲς θυμάματος, γιασεμιοῦ καὶ βασιλικῶν. Σὲ ἐκκλησιὲς ποὺ κοσμοῦνται ἀπὸ ταπεινὲς ὑπάρξεις πιστῶν, ποὺ ὡς ἄλλες ἁγιογραφίες στολίζουν τὶς γωνιές τους. Λιγοστὲς πάντα, ἀλλὰ χρήσιμες νὰ συντροφεύουν τὰ τροπάρια, νὰ ψυθιρίζουν ἁπαλὰ τὸ «Κύριε, ἐλέησον...», νὰ δέονται μυστικά. 
«Οἱ μισοῦντες με μάτην, βέλεμνα καὶ ξίφη καὶ λάκκον ηὐτρέπισαν, καὶ ἐπιζητοῦσι, τὸ πανάθλιον σῶμα σπαράξαι μου, καὶ καταβιβάσαι, πρὸς γῆν Ἁγνὴ ἐπιζητοῦσιν· ἀλλ' ἐκ τούτων προφθάσασα σῶσόν με». 
Καὶ στέκονται μὲ σιγουριὰ σ᾿ ἐκεῖνο τὸ «σῶσον με...». 
Γιατὶ τὸ νοιώθουν, ὅπως νοιώθουν τὸ δροσερὸ νερὸ ποὺ ἐλαφρώνει τὴ δίψα, τὸ ψωμὶ ποὺ στηρίζει τὸ κορμί, τὸν ἥλιο ποὺ πυρώνει, τὴ βροχὴ ποὺ ποτίζει καὶ τόσα ἄλλα. Βιώματα γίνονται οἱ λέξεις τῆς προσευχῆς, ποὺ τὰ παίρνουν στὸ σπίτι τους ὡς εὐλογία, μὲ τὸ «Δι᾿ εὐχῶν...». 
Γιατὶ μέσα στὴ θερινὴ τὴ Νύχτα ποὺ ἀνεβαίνει σιγά-σιγά καὶ στὴν ὅποια νύχτα τοῦ κόσμου, ποὺ σκορπίζει σκοτάδια καὶ ποικίλους κινδύνους ξέρουν πιὰ ὅτι τὸ χέρι τῆς Μάνας τους τῆς Παναγιᾶς θὰ τοὺς κρατάει, ὅπως τότε, στὰ μικρά τους τὰ χρόνια ἕνα ἄλλο χέρι, τῆς Μάνας τους τὸ χέρι ἔσφιγγε τὸ δικό τους σὲ κακοτοπιές, σὲ δρόμους ἐπικίνδυνους...
«Ἀπὸ πάσης ἀνάγκης, θλίψεως καὶ νόσου καὶ βλάβης με λύτρωσαι, καὶ τῇ σῇ δυνάμει, ἐν τῇ σκέπῃ σου φύλαξον ἄτρωτον, ἐκ παντὸς κινδύνου, καὶ ἐξ ἐχθρῶν τῶν πολεμούντων, καὶ μισούντων με Κόρη πανύμνητε».
Ἀμήν, Παναγία μας...


π. Κων. Ν. Καλλιανός
Αὔγουστος 2014

Τα πράγματα του Θεού είναι απλά



Ήταν πολύ κουραστικό αυτό το ταξίδι. Είχε, εξάλλου, πολύ καιρό να το κάνει. 
Θυμόταν τον εαυτό του στο Λύκειο, όταν πήγε να επισκεφτεί για τελευταία φορά τη γιαγιά του, την κυρα-Θοδόσαινα στα Τρόπαια της Γορτυνίας. Και τώρα, τριτοετής φοιτητής της Φιλοσοφικής, να που ξαναπαίρνει τον ίδιο δρόμο. Τι τον έκανε να φύγει από την Αθήνα, τη «Βαβυλώνα τη μεγάλη»; Ούτε και ο ίδιος ήξερε.
Πάντως ένα είναι σίγουρο, πως πνιγόταν. Πνιγόταν από τους φίλους, τα μαθήματα, τους γονείς, απ’ όλους. Ένιωθε πως κανείς δεν τον καταλάβαινε, κανείς δεν μπορούσε να γίνει κοινωνός στην αναζήτησή του για πλέρια αλήθεια και γνησιότητα. Κι αυτή ακόμη η χριστιανική του παρέα τον έπνιγε. Όλοι τους ήταν τακτοποιημένοι, όλοι τους είχαν ταμπουρωθεί πίσω από κάποιες συνταγές, κάποιες ρετσέτες σωτηρίας και δεν έλεγαν να κουνηθούν από κει. Μα αυτός... Αυτός ήταν διαφορετικός.
Δεν βολευόταν σε σχήματα και σε κουτάκια. Ήθελε να βιώσει τον Χριστιανισμό αληθινά, όχι κίβδηλα. Να μπει στο νόημα παρευθύς και όχι να καμαρώνεται τον ευσεβή. Εξάλλου, του φαινόταν τόσο απλοϊκό και ανόητο να υιοθετήσει μια τυποκρατική και ευσεβιστική χριστιανική βιωτή τη στιγμή που η ίδια του η επιστήμη, αλλά και η έμφυτη τάση του γι’ αναζήτηση, για ψάξιμο και ψηλάφηση του αληθινού τον ωθούσε προς μια άλλη ζωή. 
Μα, πόσο δύσκολο ήταν, Θεέ μου! Πόσο βασανιζόταν! Κάποια στιγμή ένιωσε πως είχε φτάσει στο απροχώρητο. Το κεφάλι του πήγαινε να σπάσει...
- Πάω στη γιαγιά μου στα Τρόπαια, φώναξε μια μέρα στο σπίτι και αφήνοντας πίσω του φωνές για μαθήματα και εξετάσεις, μήτε ο ίδιος ξέρει πότε, βρέθηκε στο λεωφορείο.
Και να που ζύγωνε στο σπίτι της γιαγιάς του. Ντάλα ο ήλιος πάνω από το κεφάλι του κι από παντού να έρχονται χίλιες ευωδιές από την ανοιξιάτικη, αρκαδική φύση. Δεν πρόλαβε όμως ο άμοιρος να ρουφήξει λίγο βουνίσιο αέρα, όταν ακούστηκε η γνώριμη τσιριχτή φωνή της γειτόνισσας:
- Μαριγώωωω! Τρέξε καλέ, ήρθε ο Αλέκος! Την επόμενη στιγμή είδε να ξεπροβάλλει από το πλινθόκτιστο σπιτάκι η γιαγιά του σκουπίζοντας τα παχουλά της χέρια στην ποδιά της και λέγοντας:
- Καλώς τον πασά μου, καλώς τον γιόκα μου, καλώς ήρθες, Αλέκο μου! Κι αμέσως βρέθηκε στην αγκαλιά της. Τι ήταν αυτό; Σα να μπήκε σε λιμάνι απάνεμο, σα να του έφυγε όλη η αντάρα του μυαλού του.
Ξαφνικά άδειασε και την αγκάλιασε κι αυτός.
- Καλώς σε βρήκα, γιαγιά.
- Κόπιασε, γιε μου, να ξαποστάσεις.
Μόλις μπήκε στο χαμηλοτάβανο σπιτάκι, τον συνεπήρε η μυρωδιά της σπανακόπιτας και του λιβανιού.
Σίγουρα η γιαγιά είχε φουρνίσει από το πρωί ακόμη και είχε λιβανίσει το σπίτι τρεις- τέσσερις φορές.
- Πάλι λιβάνι γιαγιά;
- Α! Όλα κι όλα, άμα δεν κάνω τα θεοτικά μου τρεις φορές την ημέρα, δεν μπορώ να κοιμηθώ.
- Και σαν τι λες;
- Μνήσθητί μου, Κύριε! Ό,τι λέει η Σύνοψη.
- Και τα εννοείς;
- Γιέ μου, αυτά είναι μυστήρια του Θεού, ποιος να τα εννοήσει; Αλλά μη γνοιάζεσαι, σα δεν καταλαβαίνω εγώ, νογά ο Θεός και βλέπει τον κόπο μου, νογά κι ο Διάολος και καίγεται.
- Χμ, καλά τα λες, είπε συγκαταβατικά.
- Στάσου, να σου φέρω λίγη σπανακόπιτα, μόλις την έβγαλα από το φούρνο. 
Κι έφυγε αμέσως για την κουζίνα, το βασίλειό της. Ο Αλέκος έμεινε μόνος του στο καθιστικό. Αισθανόταν άνετα και ζεστά εκεί, μολονότι ήξερε πως, εάν έκανε τη ζωή της γιαγιάς του σε τούτο το χωριό, σίγουρα θα τρελαινόταν. Η καημένη! Δεν ήξερε πολλά γράμματα, αλλά το Ευαγγέλιο δεν έλεγε να το αφήσει από τα χέρια της.
Μέρα – νύχτα το διάβαζε. Όταν λέει «γιαγιά Μαριγώ» του ‘ρχεται πάντα η ίδια εικόνα στο μυαλό: Μια γριούλα παχουλή, με σφιχτοδεμένο κότσο να κάθεται στην πολυθρόνα και να διαβάζει το Ευαγγέλιο ψιθυριστά. Δυστυχώς, η γιαγιά δεν ήξερε τίποτα από Φιλοσοφία. Θυμάται μια φορά που της ανέφερε τον Heidegger. Τον κοίταξε με τρόμο στα μάτια και είπε:
- Παναγιά μου, οι Γερμανοί, ο Θεός να φυλάει την Ελλάδα μας! Η καημένη ήταν αδαής. Δεν αναζητούσε καμιά αλήθεια. Δεν σκοτιζόταν για καμιά ψυχολογική σχολή. 
Ο Αλέκος έριξε μια ματιά στον τοίχο, αμέτρητες εικόνες. Η γιαγιά είχε μαζέψει όλους τους Αγίους της οικογένειας. Κι όμως αρκούσε ένας σταυρός.
- Γιαγιά, τι τις θες τόσες εικόνες;
- Μνήσθητί μου, Κύριε! Και πώς θα παρακαλέσω τον Αγιαλέξανδρο, σαν δεν έχω την εικόνα του; Άσε το άλλο, κάθε φορά που γιορτάζει Άγιος με εικόνα, το σπίτι έχει πανηγύρι. Άσε όμως αυτά, πες μου τα δικά σου, παλικάρι μου.
Και τότε, άγνωστο γιατί, ο Αλέκος άνοιξε την καρδιά του όπως δεν την είχε ανοίξει ποτέ, ούτε στον πνευματικό του, ούτε και στους γέροντες στο Άγιον Όρος όπου βρισκόταν συχνά – πυκνά. Της είπε για τις αγωνίες του, τη βασανιστική του πορεία για ανεύρεση της αλήθειας, την προσπάθεια ελευθερώσεως του εαυτού του από τα δεσμά της συμβατικότητας και του ηθικισμού, ώστε να ‘ρθει σε κοινωνία αληθινή με το πρόσωπο του πλησίον. Της είπε ακόμη για την αδυναμία του να σταθεί μπροστά στο Θεό χωρίς τη μάσκα του ευσεβή που τον στοιχειώνει από τα παιδικά του χρόνια. Της είπε, της είπε, της είπε... και τι δεν της είπε. Ακολούθησε μια μεγάλη παύση. Η κυρα-Θοδόσαινα έκανε τον σταυρό της αργά – αργά και είπε:
- Μνήσθητί μου, Κύριε! Δεν κατάλαβα γρι. Μπερδεμένα μου τα λες, ματάκια μου. Και θαρρώ πως τα ‘χεις και στο μυαλό σου μπερδεμένα. Ευαγγέλιο διαβάζεις;
- Ορίστε;
- Εκκλησία πας;
- Δεν καταλαβαίνω ...
- Την προσευχή σου την κάμεις;
- Τι εννοείς, γιαγιά;
- Τον πλησίον σου τον συντρέχεις;
- Θαρρώ πως δε με κατάλαβες.
- Αχ παιδάκι μου, εσύ εννοείς να καταλάβεις πως τα πράγματα του Θεού είναι απλά. 
Δε χρειάζονται πολλές θεωρίες μήτε αξημέρωτες συζητήσεις. Μονάχα τούτο χρειάζεται, να ξαστερώσεις από τις φιλοσοφίες και να πιαστείς από το ρούχο του Χριστού σαν εκείνη τη γυναίκα στο Ευαγγέλιο, να δεις πως τι λένε... την ξέχασα, δεν πειράζει. Τα άλλα όλα θα τα κανονίσει ο Χριστός. Είναι δικές του δουλειές.
Άσε Τον. Ξέρει τι κάνει.
Δεν κάθισε πολύ στα Τρόπαια, στο σπίτι της γιαγιάς του. Μια – δυο μέρες. Ήταν αρκετές. Είδε πράγματα που θα τον συνόδευαν για πολύ καιρό. Είδε τη γιαγιά του να κάνει ατελείωτες μετάνοιες. Την είδε να συντρέχει τη χήρα με τα τρία βυζανιάρικα παιδιά. Την είδε να μαζεύει στο σπίτι της κάθε λογής κουρασμένο στρατοκόπο και να αποθέτει στα χέρια των φτωχών ολάκερη τη σύνταξη του μακαρίτη. Την είδε να κοινωνά την Κυριακή και να λάμπει σαν τον ήλιο όλη τη μέρα.
Μυστήρια του Θεού! Σαν έφυγε με το λεωφορείο για την Αθήνα στριμωγμένος σ' ένα κάθισμα κρατώντας κεφτεδάκια (πεσκέσι της γιαγιάς) σκεφτόταν όσα έζησε τούτες τις λίγες μέρες. Μια μυρωδιά λιβανιού του 'ρθε στη μύτη και μια φωνή να του υπενθυμίζει: «Τα πράγματα του Θεού είναι απλά».
- Λες να 'ναι έτσι; Μνήσθητί μου, Κύριε!

Μόνο ο Θεός το ξέρει...



Κάποτε ζούσε σ’ ένα χωριό κάποιος φτωχός γέροντας, ο οποίος είχε ένα όμορφο άλογο που τον βοηθούσε στις γεωργικές του ασχολίες και το οποίο ήταν τόσο όμορφο και δυνατό, ώστε ήταν γνωστό σε όλη τη γύρω περιοχή.
Κάποια μέρα, ένας πρίγκιπας που εντυπωσιάστηκε από τη φήμη και το παρουσιαστικό του αλόγου, θέλησε να το αγοράσει, προσφέροντας στον γέροντα ένα υπέρογκο ποσό.
Αυτός, όμως, αρνήθηκε να πουλήσει το αγαπημένο του άλογο, µε το οποίο είχε δεθεί τόσα χρόνια, και επέστρεψε στο χωριό του. 

-“Μα καλά είσαι ανόητος;” ρωτούσαν οι συγχωριανοί του. “Πούλα το άλογο για το καλό σου, θα πιάσεις πολλά χρήματα και θα είσαι ευτυχισμένος!”

-“Ααα, εμένα το άλογο με βοηθά στην εργασία μου.. Και ποιος ξέρει τι είναι καλό και τι κακό;” απαντούσε ο γέροντας, “Μόνο Ο Θεός το ξέρει!”

Οι μέρες περνούσαν και το άλογο παρέμενε αχώριστη συντροφιά του γέροντα. Ένα πρωί ξύπνησε και είδε ότι το άλογό του είχε φύγει.

Οι συγχωριανοί του μαζεύτηκαν για να του εκφράσουν τη λύπη τους: 
-“Τι μεγάλο κακό που σε βρήκε, τώρα ποιος θα σε βοηθά στις δουλειές σου; Ήσουν ανόητος που δεν πούλησες το άλογο. 
Τώρα δεν έχεις ούτε τα χρήματα, ούτε το άλογο”.
Ο γέροντας με τη χαρακτηριστική ηρεμία του απαντούσε:

-“Και ποιος ξέρει τι είναι καλό και τι κακό; Μόνο Ο Θεός το ξέρει!”

Οι χωριανοί απομακρύνονταν νομίζοντας ότι του γέρου του έχει σαλέψει.. 

Ύστερα από λίγες μέρες το άλογο επέστρεψε στη μάντρα του γέροντα, μαζί µε μερικά άλλα πανέμορφα άγρια άλογα που είχε συναντήσει στο δάσος. 

Μαζεύτηκαν ξανά οι συγχωριανοί και του έλεγαν: 

-“Τι τυχερός που είσαι! Σου έτυχε μεγάλο καλό, αφού τώρα έχεις περισσότερα άλογα να σε βοηθούν.” 

Ο γέροντας τους απάντησε: 

-“Και ποιος ξέρει τι είναι καλό και τι κακό.. Μόνο Ο Κύριος γνωρίζει! Πάντως, είμαι ευχαριστημένος που το άλογό μου γύρισε.” 
Οι συγχωριανοί του τον κοιτάζανε πάλι περιφρονητικά. 

Μετά από λίγες μέρες, ο γιος του, καβαλικεύοντας ένα από τα άλογα, έπεσε κι έσπασε τα πόδια του, μένοντας ανήμπορος. 

Μαζεύτηκαν πάλι οι χωριανοί λέγοντας: 

-“Τι κακό που σε βρήκε! Με τα άλογα που ήρθαν, έχασες τελικά το δεξί σου χέρι στις δουλειές – τον γιο σου – που υποφέρει τώρα από τους πόνους και ίσως υποφέρει για όλη του τη ζωή.” 

Ο γέρος απαντούσε πάλι: 

-“Ποιος ξέρει … μόνο ο Θεός γνωρίζει τι είναι καλό και τι κακό!” 

Δεν πέρασε μια βδομάδα από αυτό το ατύχημα και μια γειτονική χώρα κήρυξε τον πόλεμο στη χώρα του. Πέρασε, λοιπόν, και από την πόλη του ο στρατός και επιστράτευσε όλους τους νέους άντρες της πόλης. Δεν πήραν, φυσικά, τον γιο του, που είχε σπασμένα πόδια, κι έτσι δεν έλαβε μέρος στις άγριες μάχες που ακολούθησαν. 

Ήρθαν πάλι οι συγχωριανοί και έλεγαν: 

-“Είσαι πολύ τυχερός, αφού οι γιοι όλων μας πάνε να σκοτωθούν στον πόλεμο, ενώ εσύ θα έχεις τον γιο σου πάντα κοντά σου.” 
Και ο γέροντας τούς απάντησε με τρυφερότητα: 

-“Εμείς οι άνθρωποι δεν ξέρουμε ποτέ αρκετά, για να κρίνουμε αν κάτι είναι ευλογία ή συμφορά. Ακόμη αδελφοί μου δεν το καταλάβατε: Μόνο ο Θεός γνωρίζει το καλό και το κακό μας!!” 

Πρέπει λοιπόν να δείχνουμε απόλυτη εμπιστοσύνη Στον Θεό μας, όχι στα λόγια αλλά έμπρακτα! Υπάρχει άραγε περίπτωση αν αφεθούμε όπως ένα μικρό παιδί στο Θέλημά του, να νιώσουμε ποτέ θλίψη, άγχος, στενοχώρια;

Τελικά, Χριστιανός είναι ο Άνθρωπος της Αγάπης και όχι ο άνθρωπος των νόμων

Νηστεύουμε, εκκλησιαζόμαστε, προσευχόμαστε, εξομολογούμαστε... Χριστιανοί όμως δεν είμαστε

Πολλές εγκλωβιζόμαστε στους «νόμους» και δεν προχωρούμε στην ουσία των πραγμάτων. Διότι αντί να αποκτούμε διαμέσου όλων των παραπάνω αγάπη, συγκατάβαση, συγχωρετικότητα, υπομονή, κατανόηση, ταπείνωση, γινόμαστε πιο σκληροί, αυτοανυψωνόμαστε σε κριτές των άλλων -των αμαρτωλών- λες και εμείς είμαστε οι αμόλυντοι και αναμάρτητοι...
Τελικά, Χριστιανός είναι ο Άνθρωπος της Αγάπης και όχι ο άνθρωπος των νόμων, είναι ο Άνθρωπος της Υπακοής και της Ταπείνωσης και όχι ο άνθρωπος του φανατισμού και του αδιάκριτου ζηλωτισμού...
Είναι κρίμα να νομίζουμε ότι θα βρούμε τον Χριστό μέσα από τις κατακρίσεις των άλλων, τις διαβολές, την επιδειξιομανία και την τήρηση κάποιων εντολών χωρίς την αναζήτηση της ουσίας της Χριστιανικής διδασκαλίας.
Ας μην γελιόμαστε... "μπορεί να είμαστε της Εκκλησίας" αλλά του Χριστού δεν θα γίνουμε ποτέ, εάν δεν αποτινάξουμε την εμπάθεια και τον εγωισμό που φωλιάζει μέσα στην καρδιά μας.
Τα χρόνια μας περνούν μέσα στην Εκκλησία του Χριστού, χωρίς να γνωρίσουμε τον Χριστό. Τα χρόνια μας περνούν διαβάζοντας και μελετώντας τους λόγους των Θεοφόρων Πατέρων που βίωσαν την Παρουσία του Παρακλήτου, χωρίς να μας αγγίζει ουσιαστικά και βαθιά ο λόγος τους.
Η χαρά χάνεται καθώς μεγαλώνουμε, η καθαρότητα αμαυρώνεται και η απλότητα γίνεται ιδιορρυθμία. Πολλοί χριστιανοί στο διάβα της πορείας τους χάνονται μέσα στον καθωσπρεπισμό και την συνήθεια.
Ο Χριστιανός είναι ο παθιασμένος άνθρωπος. Ο άνθρωπος που ποθεί τον Μέγα Εραστή της ύπαρξής του, τον Νυμφίο Χριστό ο οποίος στέκει αεικίνητος μέσα στον χωροχρόνο και έξω απ’ αυτόν και μας καλεί στο αιώνιο πανηγύρι της Βασιλείας του Πατρός.
Θες να γίνεις του Χριστού; Γίνε αδελφός του πλησίον σου, γίνε αγκαλιά παρηγοριάς, γίνε χαμόγελο, γίνε προσευχή, γίνε φωτιά χαράς, γίνε χορός συγχώρεσης, γίνε σιωπή ταπείνωσης, γίνε θυμίαμα αγάπης.
Και ο μυστηριακός τρόπος της Ορθοδόξου Εκκλησίας, μας προσφέρει όλες τις κατάλληλες συνθήκες ώστε να ευδοκιμήσει ο κάθε "επίδοξος εραστής" της Χάρης Του. 
Είναι στην δική μας διάθεση να εκμεταλλευτούμε το πολύτιμο αγαθό της Αλήθειας που μας προσφέρει η Ορθόδοξη Εκκλησία, ώστε να ελευθερωθούμε από τα δεσμά του νόμου και να εισέλθουμε στον οίκο της Χάριτος.

αρχιμ.Παύλος Παπαδόπουλος


xristianos.gr

Δες τον Ουρανό και δες το Πατρικό σου.



Ζωηρά σύννεφα. Το φως του ήλιου κινείται υπέροχα ανάμεσά τους. Προσπαθεί να φτάσει στα μάτια μας. Να μας δώσει χρώμα και ενθυμίσεις μιας χαρούμενης νιότης που ίσως δεν ζήσαμε. Προσπαθεί να αγγίξει την καρδιά μας, να την απομακρύνει από την βουή της φθοράς.
Μέσα στην καθημερινή πορεία των ανθρώπων οι στιγμές σιωπής είναι λίγες. Πραγματικής σιωπής. Στιγμές όπου η καρδιά και ο νους κάνουν για λίγο στασίδι μερικά σύννεφα, λίγα άστρα, έναν ουρανό. Και εκεί μέσα στην τελεία σιωπή ο άνθρωπος καλεί τον Λόγο και καλείται απ’ Αυτόν. 
Λείπει από τον σύγχρονο άνθρωπο η ποίηση. Όχι σαν λογοτεχνικό είδος, αλλά ως τρόπος ζωής, ως οντολογικό ιδίωμα, ως αναγκαία τροφή του είναι του.
Λείπει από τον χριστιανό ο ουρανός. Όλοι σχεδόν αιχμαλωτιζόμαστε στις πεζές συνήθειες της καταναλωτικής κοινωνίας μας. Δουλειά, έσοδα, κατανάλωση, έξοδα, φαγητό, ύπνος, ανούσιες κοινωνικότητες και πάλι από την αρχή.
Λείπει σήμερα από τον κόσμο η όραση του κάλλους. Λείπει ο έρωτας, όχι της σάρκας, αλλά του προσώπου, της ψυχής. 
Κολλάμε σε υποκατάστατα του ωραίου, σε απομιμήσεις απολιθωμένων προτύπων, σε ηδονές που γίνονται οδύνες.
Πολλές φορές νομίζεις ότι οι άνθρωποι ζουν για να πεθάνουν. Ζούνε χωρίς να υποψιαστούν το κάλεσμα της Ζωής. Νομίζεις ότι η φαντασία των κλειστών ματιών είναι η λύση για τα αδιέξοδα που φαίνονται μπροστά μας.
Τα λίγα χρόνια που ζούμε μέσα στην φθορά μπορούν να μεταβληθούν σε προγεύσεις αιωνιότητος. 
Αρκεί να μην βγάλουμε απ’ την ζωή μας την χαρά και την πληρότητα που προκαλεί και διατηρεί η παρουσία της Χάρης του Θεού.
Όταν η εισπνοή της προσευχή μας γίνει λιμάνι Πνοή Ζωής τότε ξαναζωντανεύει μέσα μας η δυναμική του «κατ’εικόνα και καθ’ομοίωση». 
Ο άνθρωπος πορεύεται προς τον Θεό ζώντας μέσα στην κτίση με πτώσεις και αναστάσεις, με την χαρμολύπη του τέλους που είναι αρχή, με το δάκρυ μιας επίγειας ευτυχίας που δεν είναι αιώνια, με την ταπείνωση μιας αποτυχίας η οποία γίνετε η φρόνηση και σύνεση. Ο άνθρωπος πορεύεται δια της ζωής στην Ζωή, αρκεί να μην ποθήσει περισσότερο την ευγένεια απ' την αγάπη, αρκεί να μην ποθήσει περισσότερο την εγωιστική σιωπή από την τεταπεινωμένη "συγνώμη", αρκεί να γίνει αγκαλιά για τους πάσχοντες, αρκεί να κάνει σάβανο την μετάνοια και νεκρικό προσκέφαλο την αυταπάρνηση.
Ας πλησιάσουμε θαρραλέα στην πόρτα του Ουρανού. Ας ζήσουμε την καθημερινότητα με τον ενθουσιασμό ενός παιδιού που ανακαλύπτει την μεγαλοσύνη του κόσμου. Κι ας πονέσουμε, ας ματώσουμε...έτσι θα μεγαλώσουμε.
Ας ανοίξουμε τα φτερά της ελπίδος κι ας πετάξουμε μακρυά από τα ανώφελα και μάταια. Ας μην είμαστε πλέον τα γκρίζα μάτια που κοιτούν σαν άψυχο μηχάνημα το κόσμο. Ας γίνουμε χρώμα του κόσμου τούτου, ας γίνουμε καθρέπτες του Κάλλους.
Ο κάθε άνθρωπος είναι υπεύθυνος για τις επιλογές και την διάθεση που έχει για να ζήσει, να αγαπήσει, να συγχωρέσει, να ασκηθεί, να καθαρθεί, να θεωθεί…
Όταν δεις τον ουρανό μην μένεις σ’ αυτό που θα δεις, δες αυτό που κρύβει.
Δες το Πατρικό σου…και γύρνα σ’ αυτό.

αρχιμ. Παύλος Παπαδόπουλος

Πως γεννιέται μέσα στην ψυχή του ανθρώπου η αγάπη και παραμένει μόνιμα;



Πως γεννιέται μέσα στην ψυχή του ανθρώπου η αγάπη;
Η αγάπη είναι καρπός της αρετής. Αλλά και η αγάπη ,με τη σειρά της, γεννάει την αρετή. Και να πως γίνεται αυτό: Ο ενάρετος δεν προτιμάει τα χρήματα από την αγάπη στο συνάνθρωπό του. Δεν είναι μνησίκακος.
Δεν είναι άδικος. Δεν είναι κακολόγος. Όλα τα υπομένει με ψυχική γενναιότητα . Από αυτά προέρχεται η αγάπη.
Το ότι από την αρετή γεννιέται η αγάπη ,το φανερώνουν τα λόγια του Κυρίου: « όταν θα πληθύνει η κακία, θα ψυχρανθεί η αγάπη » ( Ματθ. 24: 12 ) . Και το ότι από την αγάπη πάλι γεννιέται η αρετή, το φανερώνουν τα λόγια του Παύλου: «Όποιος αγαπάει τον άλλο ,έχει τηρήσει το σύνολο των εντολών του Θεού» ( Ρωμ. 13: 8 ).
Ένα από τα δύο, λοιπόν, απαιτείται, η αγάπη ή αρετή. Όποιος έχει το ένα, οπωσδήποτε θα έχει και το άλλο. Και αντίθετα: Όποιος δεν αγαπάει, θα κάνει και το κακό. Και όποιος κάνει το κακό, δεν αγαπάει. Την αγάπη, επομένως, ας προσπαθήσουμε να αποκτήσουμε, γιατί είναι ένα φρούριο, που μας προφυλάσσει από κάθε κακό…
Ο απόστολος δεν είπε απλά «αγαπάτε», αλλά «επιδιώκετε την αγάπη» (Α΄ Κορ. 14: 1), καθώς απαιτείται μεγάλος αγώνας για να την αποκτήσουμε. 
Η αγάπη τρέχει γοργά και εξαφανίζεται, γιατί πολλά πράγματα του κόσμου τούτου την καταστρέφουν. Ας την επιδιώκουμε, ας τρέχουμε συνεχώς από πίσω της, για να τη συλλάβουμε, πριν προφθάσει να μας φύγει…
Πώς όμως, θα είναι μόνιμη η αγάπη; 
Μας το υποδεικνύει και αυτό ο απόστολος, λέγοντας: «Να συναγωνίζεστε ποιος θα τιμήσει περισσότερο τον άλλο» (Ρωμ. 12: 10). Με αυτόν τον τρόπο και δημιουργείται η αγάπη και μόνιμα παραμένει. Γιατί στα αλήθεια δεν υπάρχει καλύτερο μέσο για τη διατήρηση της αγάπης, όσο το να παραχωρούμε στον άλλο τα πρωτεία της τιμής. Έτσι και η αγάπη γίνεται ζωηρή και η αλληλοεκτίμηση βαθειά.
Πέρα από την τιμή, χρειάζεται ακόμα να δείχνουμε ενδιαφέρον για τα προβλήματα του άλλου, γιατί ο συνδυασμός της τιμής με το ενδιαφέρον δημιουργεί τον πιο θερμή αγάπη. Δεν φτάνει να αγαπάμε μόνο με την καρδιά, αλλά είναι απαραίτητα κι αυτά τα δύο, τιμή και ενδιαφέρον, που είναι της αγάπης εκδηλώσεις, αλλά και συνάμα προϋποθέσεις. Γεννιούνται από την αγάπη, αλλά και γεννούν αγάπη…

Από το βιβλίο « Θέματα ζωής» Α΄
Αγίου Ιωάννου Χρυσοστόμου
Ιερά Μονή Παρακλήτου
Ωρωπός Αττικής 2003

www.agioritikovima.gr

Δίβουλοι καὶ ἀναποφάσιστοι



ΕΙΝΑΙ κουραστικό καί ἀπογοητευτικό νά θέλεις νά συνεννοηθεῖς μέ ἕνα δίβουλο καί ἀναποφάσιστο, γιατί δέν γνωρίζεις τί θέλει καί τί ἐπιδιώκει. Μέ τή φαντασία του περιπλέκει τά πράγματα, κάνει καί τά ἁπλά σύνθετα καί τά σύνθετα συνθετότερα, Ἔτσι δημιουργεῖ ἀδιέξοδα καί συχνά ζητάει τή γνώμη κάποιου ἄλλου, χωρίς ὅμως νά θέλει ἤ νά μπορεῖ νά τή δεχτεῖ. Γι᾿ αὐτό μάταια κοπιάζει κανείς μαζί του.
Τήν ἴδια κατάσταση ἀντιμετωπίζουμε καί στήν πνευματική ζωή πολλῶν. Δέν προοδεύουν στόν πόλεμο κατά τῆς ἁμαρτίας καί τῶν παθῶν καί δέν μποροῦν νά ἀνεβοῦν καμία βαθμίδα στήν κλίμακα τῶν ἀρετῶν. Οἱ ἴδιοι διαπιστώνουν τή στασιμότητά τους καί ἐξομολογοῦνται στούς κληρικούς τήν ἀνησυχία τους. Ἕνας ἔμπειρος κληρικός ἀπαντᾶ στό θέμα αὐτό, δίνοντας καί τή λύση:
«Ὅσοι παραπονοῦνται ὅτι παρά τίς προσπάθειές τους δέν προοδεύουν στή χριστιανική ζωή ἄς ἐξετάσουν μήπως ἡ ψυχή τους ἔχει προσβληθεῖ ἀπό τήν καταστρεπτική ἀσθένεια τῆς διγνωμίας καί ἀμφιβολίας. Ἄς ἐξετάσουν νά δοῦν μήπως ἀμφιβάλλουν ὅτι ὁ δρόμος πού ἀκολουθοῦν εἶναι ὁ σωστός. Κι ἄλλοτε ἔχουν τή μιά γνώμη κι ἄλλοτε τήν ἄλλη. Ἡ διγνωμία καί ἀμφιβολία προέρχεται ἀπό τόν ἐγωισμό. Πάντοτε ὁ ἐγωισμός κάνει σύνθετη τήν ψυχή.
Ὅλες οἱ σκέψεις καί ἀμφιβολίες μαζεύονται ἐκεῖ καί κάνουν μιά πλεκτάνη πού δέν βρίσκει κανείς ἄκρη. Δέν ξέρει ἡ ψυχή τί νά διώξει καί τί νά κρατήσει. Εἶναι ἕνα θῦμα τοῦ ἐγωισμοῦ, μπλεγμένη στά δίχτυα του. Καημένη ψυχή! Ἄν ταπεινωθεῖς, θά σωθεῖς ἀπ᾿ ὅλα αὐτά. Θά γίνεις ἁπλή καί θἄχεις μπροστά σου πάντοτε μιά ἀλήθεια: Τό θέλημα τοῦ Θεοῦ. Βέβαια θἄρχονται κι ἄλλες σκέψεις, ἀλλ᾿ ἀπό μακριά θά φαίνονται ὅτι δέν εἶναι καλές.
«Μή χάνεις καιρό. Ταπεινώσου. Βάλε τα ὅλα κάτω. Πήγαινε σ᾿ ἕναν πεπειραμένο πνευματικό καί ἐξομολογήσου ὅλα ὅσα σοῦ συμβαίνουν. Καί ἀκολούθησε τό δρόμο πού θά σοῦ ὑποδείξει καί μή ἐπιτρέψεις νά ξαναμποῦν μέσα σου ἀμφιβολίες. Ὁ Χριστός θά σέ θεραπεύσει. Θά σέ κάνει ἀπό σύνθετη ἁπλῆ».
Εἶναι προτιμότερο νά εἶναι κανείς ἀποφασιστικός καί ἄς κάνει κάποιο μικρό λάθος, παρά νά σκέφτεται καί νά φαντάζεται ὅλο ἀρνητικές ἐξελίξεις καί ποτέ νά μή ἀποφασίζει γιά τίποτα, οὔτε καί γιά τό παραμικρό θέμα.
Ὁ δίγνωμος ἄνθρωπος πρωτίστως ταλαιπωρεῖται ὁ ἴδιος καί δευτερευόντως ταλαιπωρεῖ καί τούς ἄλλους. Κάποια στιγμή, ὅταν θά γίνει εὐρέως γνωστή ἡ διβουλία του, δέν πρόκειται κανένας νά προθυμοποιηθεῖ νά τόν βοηθήσει σέ κάτι, γιατί ὅλοι θά εἶναι ἀπογοητευμένοι. Ἡ ταπείνωση εἶναι ἡ μόνη ὁδός πού μπορεῖ νά λύσει τό σοβαρό αὐτό θέμα πού ταλαιπωρεῖ πολλούς.

Πρωτοπρ. Διονύσιος Τάτσης
Ορθόδοξος Τύπος, 1/08/2014

ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΟΡΝΕΙΑ

Πνευματικές ὁδηγίες - διδαχές 
Γέροντος Ἐφραίμ Ἀριζόνος

Ὁ πανσεξουαλισμός καί οἱ παρά φύση ἀσέλγειες (ὁμοφυλοφιλία, παιδοφιλία, ζωοφιλία κλπ),θά εἶναι ἡ αἰτία τῆς καταδίκης μας. Οἱ παρά φύση ἀσέλγειες καί οἱ σεξουαλικές διαστροφές, ἀπαγορεύονται καί ἔχουν ἀνοίξει οἱ πόρτες τῆς κολάσεως καί μπαίνουν οἱ νέοι μας καί οἰ ἄσωτοι μέσα κατευθείαν!
Ὁ πανσεξουαλισμός ὕψωσε τόν κόσμο τῶν ἡδονῶν καί θά συντρίψει τήν ἀνθρωπότητα!
Νά γνωρίζουμε ὅτι ὅλα τά σαρκικά ἁμαρτήματα πού διαπράξαμε καί ὅλες τίς παράνομες ἡδονές πού γευτήκαμε, θά ἀντισταθμιστοῦν μέ ἀντίστοιχο πόνο καί θλίψη.
Ἐκπληρώνοντας ἔτσι τό χρέος τῆς ἐνοχῆς, ἀπαλάσσεται ὁ ἄνθρωπος τῆς ἐνοχῆς καί τοῦ ἀνοίγεται ἡ θύρα τοῦ παραδείσου. Γι' αὐτό ὁ Θεός θέλει τά παιδιά Του νά εἶναι καθαρά καί ἁγνά. 
Τά ἀκατάσχετα γέλια τραβᾶνε καί ἕλκουν τόν δαίμονα τῆς πορνείας.
Πολλές φορές ὁ Θεός ἐπιτρέπει τόν δαίμονα τῆς πορνείας νά πολεμήσει σφοδρά τόν μοναχό. Καί ὁ μοναχός βλέποντας τόν πόλεμο πού ὑφίσταται, πού οὔτε στόν κόσμο τόν εἶχε, ἀρχίζει νά ἀναρωτιέται ἄν βαδίζει σωστά στόν μοναχικό του βίο. Ὅμως ὁ Θεός ἐπιτρέπει τέτοιο εἶδος πολέμου, μέ σκοπό νά ἀναδείξει τόν μοναχό καί νά τόν στεφανώσει μέ τό στεφάνι τοῦ μάρτυρα.Ἄν οἰ ἄνθρωποι γνώριζαν τούς πειρασμούς πού ἔχουν οἰ μοναχοί, πολλοί ἀπό αὐτούς πού σκέφτονται νά γίνουν μοναχοί, δέν θά γινόντουσαν ποτέ. Καί ἄν πάλι οἰ ἄνθρωποι γνώριζαν τή δόξα τῶν μοναχῶν στήν ἄλλη ζωή, ὅλοι θά γινόντουσαν μοναχοί!


ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΕΣ ΟΔΗΓΙΕΣ ΓΙΑ ΨΥΧΟΣΩΜΑΤΙΚΗ ΚΑΘΑΡΟΤΗΤΑ
Ἐκδόσεις: "ΟΡΘΟΔΟΞΟΣ ΚΥΨΕΛΗ"