.

.

Δός μας,

Τίμιε Πρόδρομε, φωνή συ που υπήρξες η φωνή του Λόγου. Δος μας την αυγή εσύ που είσαι το λυχνάρι του θεϊκού φωτός. Βάλε σήμερα τα λόγια μας σε σωστό δρόμο, εσύ που υπήρξες ο Πρόδρομος του Θεού Λόγου. Δεν θέλουμε να σε εγκωμιάσουμε με τα δικά μας λόγια, επειδή τα λόγια μας δεν έχουν μεγαλοπρέπεια και τιμή. Όσοι θα θελήσουν να σε στεφανώσουν με τα εγκώμιά τους, ασφαλώς θα πετύχουν κάτι πολύ πιό μικρό από την αξία σου. Λοιπόν να σιγήσω και να μη προσπαθήσω να διακηρύξω την ευγνωμοσύνη μου και τον θαυμασμό μου, επειδή υπάρχει ο κίνδυνος να μη πετύχω ένα εγκώμιο, άξιο του προσώπου σου;

Εκείνος όμως που θα σιωπήσει, πηγαίνει με τη μερίδα των αχαρίστων, γιατί δεν προσπαθεί με όλη του τη δύναμη να εγκωμιάσει τον ευεργέτη του. Γι’ αυτό, όλο και πιό πολύ σου ζητάμε να συμμαχήσεις μαζί μας και σε παρακαλούμε να ελευθερώσεις τη γλώσσα μας από την αδυναμία, που την κρατάει δεμένη, όπως και τότε κατάργησες, με τη σύλληψη και γέννησή σου, τη σιωπή του πατέρα σου του Ζαχαρία.

Άγιος Σωφρόνιος Ιεροσολύμων

Ασθενείς εν αμαρτία και υγιείς εν μετανοία



Ποῖος εἶναι ὁ λόγος πού μᾶς ἔπλασε ὁ Θεός; Τήν ἀπάντησιν μᾶς τήν δίδει ὁ Ἅγιος Μάξιμος ὁ Ὁμολογητής: «Ὁ Θεός μᾶς ἐδημιούργησε, διά νά γίνωμε κοινωνοί τῆς Θείας Φύσεως καί μέτοχοι τῆς ἀϊδιότητός Του καί νά ἀναδειχθοῦμε ὅμοιοί Του μέ τήν κατά Χάριν θέωσιν, διά τήν ὁποίαν ἔχουν συσταθῆ καί παραμένουν ὅλα τά ὄντα καί ἔχουν παραχθῆ καί γίνει ὅλα τά μή ὄντα»(1).
Διά νά μή χάσωμε τήν μεγίστην αὐτήν δωρεάν τοῦ Παναγάθου Θεοῦ, πρέπει νά θεραπευθοῦμε ἀπό τήν ἀσθένειαν τῆς ψυχῆς μας, πού εἶναι ἡ ἁμαρτία. Ἡ ἁμαρτία δέν εἶναι μία λανθασμένη ἤ μία ἄτοπη κίνησις πού κάνει ὁ ἄνθρωπος καί πού διά νά τήν διορθώσῃ χρειάζεται μία τυπική «συγγνώμη». Ἡ ἁμαρτία εἶναι μία κίνησις ἀντίθετη πρός τό Θέλημα τοῦ Θεοῦ. Εἶναι ἀνταρσία πνευματική κατά τοῦ Θεοῦ!
 Ἡ κάθε ἁμαρτία εἶναι μία μικρή ἐπανάστασις τοῦ ἀνθρώπου κατά τοῦ Θεοῦ. Διά τῆς ἁμαρτίας ὁ ἄνθρωπος διαχωρίζεται ἀπό τόν Θεόν, ἀπομακρύνεται, φεύγει ἀπό τήν Χάριν τῆς Ἐκκλησίας, ἀποξενώνεται, ἀπομονώνεται, καταστρέφεται, τελικά νεκρώνεται. Ὁπότε, ἀκολουθεῖ ὁ σκοτισμός τοῦ νοῦ καί ἡ νέκρωσις τῶν πνευματικῶν δυνάμεων. Ἡ ἁμαρτία εἶναι κίνησις θεομαχίας. Εἶναι θεομάχος, δηλαδή εἶναι ἑαυτομάχος, βλάπτει, ἀρρωσταίνει καί καταστρέφει τόν ἑαυτόν μας.
Ὁ πρῶτος πού ἁμάρτησε εἶναι ὁ Διάβολος: «...ἀπ᾽ ἀρχῆς ὁ Διάβολος ἁμαρτάνει...» (Α´ Ἰωάν. γ´, 8). Κανένας δέν εἶχε ἁμαρτήσει πρίν ἀπό αὐτόν. Ἁμάρτησε μέ τήν ἰδικήν του προαίρεσιν καί ἀπό τό ἔργον του ὠνομάσθηκε ''διάβολος''. Ἐνῷ ἦταν ὁ πρῶτος ἀπό τούς ἀγγέλους, κατήντησε νά διαβάλλῃ, δηλαδή νά συκοφαντῇ τόν Θεόν εἰς τούς Πρωτοπλάστους. Αὐτός ὡδήγησε τόν προπάτορα Ἀδάμ εἰς τήν παρακοήν καί εἰς τήν ἐξορίαν.
Τό ἔργον τοῦ φθονεροῦ ἐχθροῦ μας Διαβόλου εἶναι τό νά μᾶς σπρώχνῃ εἰς τήν ἁμαρτίαν. 
Ὁ Διάβολος, μετά τήν πτῶσιν του, ὡδήγησε πολλούς εἰς τήν ἀποστασίαν. Αὐτός σπέρνει τίς ἁμαρτωλές ἐπιθυμίες εἰς ὅσους τόν ἀκολουθοῦν. Ἀπό αὐτόν προέρχονται ἡ μοιχεία, ἡ πορνεία καί κάθε ἄλλο κακό. Ἀλλά δέν ἠμπορεῖ νά μᾶς κάμῃ νά ἁμαρτήσωμε, ἐάν ἐμεῖς δέν θέλωμε. Ὁ ἴδιος ὁ ἄνθρωπος εἶναι ὑπεύθυνος, ἐάν θά ἀκολουθήσῃ τόν Χριστόν ἤ τόν δαίμονα.
Ἡ ἁμαρτία εἶναι παράλογη, ἀφύσικη, ἀντίθεη καί δημιουργεῖ ἀποσύνθεσιν τῆς ἀνθρωπίνης προσωπικότητος καί ἀποσύνδεσιν ἀπό τόν Θεόν. Ἡ ἁμαρτία εἶναι, θά λέγαμε, ἡ λογική τοῦ δαίμονα, πού εἶναι ἰδιαίτερα ὕπουλος, πονηρός, πανοῦργος, τεχνίτης, πλᾶνος, εὐφυής, ἔμπειρος καί μεγάλος ἀπατεῶνας... Ἡ βάσις τῆς ἁμαρτίας, κατά τόν Ἅγιον Ἰουστῖνον Πόποβιτς, εἶναι νά γίνωμε θεοί δίχως Θεόν, μόνοι μας. Ἡ αὐτοθέωσις αὐτή εἶναι ἀντίθεη, ἀντίχριστη, δαιμονιώδης.
Ἡ συνάντησις τῆς ψυχῆς μέ τήν ἁμαρτίαν γεννᾷ τά πάθη. Ἡ συνήθεια τῆς ἁμαρτίας εἶναι ὡς πορνεία μέ τόν δαίμονα, κατά τόν Ὅσιον Μακάριον. Τά πάθη, κατά τόν Ἅγιον Γρηγόριον τόν Παλαμᾶν, εἶναι δαιμονοκίνητα καί ὁ ἁμαρτωλός εἶναι κατά ἕναν τρόπον δαιμονισμένος. Ἡ παραμονή εἰς τήν ἁμαρτίαν τυφλώνει τήν ψυχήν, τήν σκοτεινιάζει, τήν ἀρρωσταίνει, τήν τραυματίζει, τήν θανατώνει. Εἰς τήν κατάστασιν αὐτήν ὁ ἁμαρτωλός ἐμπαίζεται ἀπό τούς δαίμονας. Ἡ ἁμαρτία σκοτίζει τόν νοῦν τοῦ ἀνθρώπου, πού εἶναι τό βασιλικό μέρος τῆς ψυχῆς, ὁ ἡγεμόνας νοῦς, πού ὁρᾷ τόν Θεόν, κατά τούς Ἁγίους Πατέρας. Ἔτσι, ὁ ἡγεμόνας νοῦς γίνεται δοῦλος τῆς ἁμαρτίας. Τόν κυριεύουν τότε ἄτοποι, ἀκάθαρτοι, πονηροί λογισμοί. Ἀσχολεῖται μόνον μέ τά κοσμικά, τά γήινα, τά φθαρτά. Τόν αἰχμαλωτίζει τό κακό. Νομίζει πώς ζεῖ. Ἀλλά, ἁπλῶς ὑπάρχει. «Ζεῖ» νεκρός, εἶναι νεκρός ψυχικά. Ἡ ἁμαρτία διέβρωσε τήν ψυχήν του, τήν ἀποδυνάμωσε.
Ἡ κακία εἶναι ξένη πρός τήν φύσιν τῆς ψυχῆς. Ἡ τροπή πρός τήν ἁμαρτίαν εἶναι ἐντελῶς ἑκούσια, εἶναι ἀποτέλεσμα τῆς πλήρους ἐλευθερίας. Τό κακό εἶναι ἠθελημένο, ἐπιλεγμένο καί πραγματούμενο ἑκούσια ἀπό τόν ἄνθρωπο. Ἡ βούλησις τοῦ ἀνθρώπου εἶναι κυρίως ὑπεύθυνη γιά κάθε ἁμαρτία. «Ἀναίτιος τοῦ κακοῦ ἡ θεία Αὐτοαγαθότητα», λέγει ὁ Μέγας Βασίλειος. Καί ὁ ἀββᾶς Ἰσαάκ μᾶς λέγει, ὅτι «κανένα κακό ἔξω ἀπό τήν προαίρεσιν τοῦ ἀνθρώπου δέν ὑπάρχει».
Ἡ ἁμαρτία εἶναι θανάσιμη ἀσθένεια τῆς ψυχῆς, ἀλλά δέν εἶναι ἀθεράπευτη. Ἡ θεραπεία της εἶναι ἡ μετάνοια.
Μετάνοια εἶναι ἡ τελεία ἀποστροφή τῆς ἁμαρτίας καί ἡ πορεία ἐπιστροφῆς εἰς τόν Θεόν. Δίχως μετάνοια κανείς δέν ἠμπορεῖ νά σωθῇ. Ὁ Ὅσιος Ἰωάννης τῆς Κλίμακος λέγει πώς ἀρχή μετανοίας εἶναι ἡ ἀποχή τοῦ κακοῦ καί ἡ ἀρχή τῆς μετανοίας εἶναι ἀρχή τῆς σωτηρίας μας. Ὁ Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς λέγει πώς ἡ μετάνοια ἀρχίζει μέ τήν αὐτομεμψίαν καί τήν ἀπομάκρυνσιν ἀπό τίς κακίες. Δέν ἠμπορεῖ ποτέ κανείς νά προχωρήσῃ καί νά προοδεύσῃ πνευματικά εἰς τά ὑψηλά καί τέλεια, ἄν δέν ἀγγίξῃ τήν ἀρχήν τῶν ἀρετῶν, τήν μετάνοια.
Μετάνοια δέν εἶναι ἡ ἠθικιστική θεώρησις τῆς πνευματικῆς ζωῆς, πού προσπάθησαν μερικοί νά φέρουν ἀπό τήν Δύσιν καί νά προβάλλουν εἰς τόν χῶρον τῶν Ὀρθοδόξων. Εἰς ὁλόκληρον τήν Πατερικήν Παράδοσιν τονίζεται, ὅτι ἡ μετάνοια δέν ἐξαντλεῖται εἰς ὡρισμένας ἀντικειμενικάς βελτιώσεις τῆς συμπεριφορᾶς, οὔτε εἰς τύπους καί σχήματα ἐξωτερικά, ἀλλά ἀναφέρεται εἰς μίαν βαθυτέραν καί ὁλοκληρωτικήν ἀλλαγήν τοῦ ἀνθρώπου. Δέν εἶναι μία ἁπλῆ συντριβή ἀπό τήν συναίσθησιν διαπράξεως κάποιας ἁμαρτίας. Δέν εἶναι μία νομική διαδικασία πού ἀπαλλάσσει τόν ἄνθρωπον ἀπό κάποια αἰσθήματα ἐνοχῆς. Οὔτε μία τυπική ἐξομολόγησις πού κάνει κάποιος πρίν τίς μεγάλες ἑορτές ἤ κάτω ἀπό σκληρές ψυχολογικές συνθῆκες. Ἡ μετάνοια δέν εἶναι ἀπόφασις στιγμῆς, προσωρινή δοκιμαστική ἀλλαγή, ψυχολογική ἀνανέωσις, ἁπλῆ νομική πρᾶξις, ἠθικιστική διόρθωσις καί ἐπιπόλαιο πείραμα. Εἶναι γενναία πρᾶξις ζωῆς, ἐπιδίωξις ὀρθοῦ βίου, ἤθους καί ὕφους καί ἐκκλησιολογικῆς, ὑγιοῦς, γνησίας, ἀνόθευτης, ἱερῆς καί νοηματισμένης βιοτῆς.
Ἡ μετάνοια ἀλλάζει ὁλόκληρον τόν ἄνθρωπον ψυχοσωματικά. Εἶναι μία μόνιμη πνευματική κατάστασις, πού σημαίνει σταθεράν κατεύθυνσιν τοῦ ἀνθρώπου πρός τόν Θεόν καί συνεχῆ διάθεσιν διά ἀνορθώσιν, θεραπείαν καί ἀνάληψιν τοῦ πνευματικοῦ ἀγῶνος. Εἶναι τό νέο φρόνημα, ἡ νέα σωστή πνευματική κατεύθυνσις, πού πρέπει νά συνοδεύῃ τόν ἄνθρωπον μέχρι τήν στιγμήν τοῦ θανάτου.
Μετάνοια εἶναι ἡ ὁλοκληρωτική ἀλλαγή τῆς ζωῆς, ἡ ἄρνησις τῆς ἁμαρτίας μέ ὅλην μας τήν καρδίαν, ἡ ἀλλαγή νοοτροπίας. Δηλαδή, νά νοιώσωμε μέ ὅλη μας τήν ὕπαρξιν, ὅτι ὁ δρόμος πού ἀκολουθοῦμε δέν ὁδηγεῖ πουθενά καί νά θελήσωμε νά ἐπιστρέψωμε εἰς τόν Θεόν.
Μετάνοια σημαίνει ἀλλάζω νοῦν, ἀλλάζω τρόπον σκέψεως, γίνομαι καινούργιος ἄνθρωπος καί ἑπομένως ἀλλάζω πορείαν. Δέν ἀκολουθῶ αὐτό πού ἐγώ ἐνόμιζα ὅτι εἶναι τό συμφέρον μου, ἀλλά παραδίδω τόν ἑαυτόν μου εἰς τόν Θεόν διά νά μέ καθοδηγήσῃ. Εἶναι μῖσος διά τόν Διάβολον, τά πάθη καί τίς ἀδυναμίες μας, δυνατή ἀπόφασις νά μήν ξαναπέσωμε εἰς τά ἴδια. Νά συναισθανθοῦμε τήν ἁμαρτωλότητα καί τήν ἀθλιότητά μας. Νά νοιώσωμε σεισμόν ἀληθινῆς μετανοίας. Ἐάν δηλαδή δέν μισήσωμε τήν ἁμαρτίαν καί ἐάν δέν πονέσωμε διά τό κακόν πού ἐκάναμε εἰς τήν ψυχήν μας καί εἰς τάς ψυχάς τῶν ἄλλων καί δέν ἀλλάξωμε ζωήν, τότε ἡ μετάνοιά μας δέν εἶναι ἀληθινή. Δέν εἶναι κἄν μετάνοια. Δέν εἶναι τίποτα.
Λέγει ὁ Ἅγιος Κοσμᾶς ὁ Αἰτωλός: «Ὅλοι οἱ πνευματικοί, οἱ Πατριάρχες, οἱ Ἀρχιερεῖς καί ὅλος ὁ κόσμος νά σέ συγχωρήσουν, εἶσαι ἀσυγχώρητος, ἐάν δέν μετανοήσῃς ἔμπρακτα». Νά μισήσωμε τήν ἁμαρτίαν καί νά ἀγαπήσωμε τήν ἀρετήν. Ὁ Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος λέγει: «Οὐ γάρ ἐν ρήμασιν ἡμῶν, ἀλλ’ ἐν πράγμασιν ἡ εὐσέβεια». Δηλαδή, ἡ εὐσέβειά μας δέν μένει εἰς τά λόγια, ἀλλά εἰς τά πράγματα. Δέν στηρίζεται εἰς τά λόγια, ἀλλά εἰς τίς πράξεις. Ἡ μετάνοια δέν ἔχει σχέσιν μέ τήν ἐπιφάνειαν, ἀλλά μέ τό βάθος.
Μετάνοια εἶναι ἡ δυναμική μετάβασις ἀπό τήν παρά φύσιν κατάστασιν τῶν παθῶν καί τῆς ἁμαρτίας εἰς τήν κατάστασιν τῆς ἀρετῆς καί τοῦ κατά φύσιν. Ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνός λέγει: «Μετάνοια σημαίνει ἐπάνοδον ἀπό τό παρά φύσιν εἰς τό κατά φύσιν καί ὅδευσιν πρός τό ὑπέρ φύσιν. Εἶναι πορεία ἀπό τό ''κατ᾽ εἰκόνα'' εἰς τό ''καθ᾽ ὁμοίωσιν''». Ὁ Ἀδάμ πλάσθηκε ἀπό τόν Πανάγαθον Θεόν ''κατ᾽ εἰκόνα'' καί ''καθ’ ὁμοίωσίν'' Του. Τό ''κατ᾽ εἰκόνα'' τοῦ δόθηκε ἀμέσως. Τό ''καθ᾽ ὁμοίωσιν'' θά ἔπρεπε ὅμως νά τό καλλιεργήσῃ ἐλεύθερα καί φιλότιμα ὁ ἴδιος, τῇ συνεργείᾳ βέβαια τῆς Θείας Χάριτος. Ἡ κατάκτησις τοῦ ''καθ᾽ ὁμοίωσιν'' ἀποτελεῖ τόν ἁγιασμόν, τήν χαρίτωσιν, τήν τελείωσιν, τήν κατά Χάριν θέωσιν. Ὁ ἄνθρωπος ζῶντας εἰς τό σκοτάδι τῆς ἁμαρτίας καί ἀγνοῶντας τήν ὡραιότητα τῆς Θείας ζωῆς, δέν ἠμπορεῖ νά καταλάβῃ τήν διαφοράν μεταξύ τῆς ἀνθρωπίνης ζωῆς καί τῆς θεανθρωπίνης ζωῆς καί νά δῇ τήν πνευματικήν του ἐρήμωσιν. Ἡ μετάνοια ἐλευθερώνει καί δέν ὑποδουλώνει τόν ἄνθρωπον. Ὅσον ὁ πιστός βαθαίνει εἰς τήν μετάνοιαν, τόσον περισσότερον αἰσθάνεται τήν ἀγάπην τοῦ Θεοῦ καί βιώνει τήν ἐλευθερίαν. 
Λέγει ὁ Ἱερός Χρυσόστομος: «Κι ἄν ἀκόμη κάθε ἡμέρα ἁμαρτάνῃς, κάθε ἡμέρα μετανόει». Καί ἀπαντοῦσαν οἱ ἀκροατές του: «Οὕτως ἐχόντων τῶν πραγμάτων, εἶναι δυνατόν νά μετανοήσῃ κανείς καί νά σωθῇ;». Καί ἀπαντοῦσε ὁ Ἱερός Πατήρ: «Ἀσφαλῶς ναί. Ἀπό ποῦ εἶναι φανερόν; Ἀπό τήν φιλανθρωπίαν τοῦ Κυρίου σου. Μόνη ἡ μετάνοιά σου δέν ἀρκοῦσε. Μέτρον εἰς τήν φιλανθρωπίαν τοῦ Θεοῦ δέν ὑπάρχει. Ἡ ἰδική σου κακία ἔχει μέτρο. Σκέψου ἕναν σπινθῆρα πού ἔπεσε εἰς τό πέλαγος· μήπως ἠμπορεῖ νά μείνῃ ἐκεῖ ἤ νά φανῇ; Ἔτσι εἶναι καί ἡ φιλανθρωπία τοῦ Θεοῦ ἀπέναντι εἰς τήν ἁμαρτίαν, ἤ καλύτερα, οὔτε τόσον, ἀλλά πολύ περισσότερον. Διότι, τό πέλαγος κι ἄν ἀκόμη εἶναι μεγάλο, ἔχει ὅρια, ἐνῷ ἡ φιλανθρωπία τοῦ Θεοῦ εἶναι ἀπεριόριστη»(2).
Ὅσον ἁμαρτωλός καί νά εἶναι ὁ ἄνθρωπος δέν πρέπει ποτέ νά ἔρχεται εἰς ἀπόγνωσιν. Ἄν θελήσῃ νά μετανοήσῃ, ὄχι μόνον σώζεται, ἀλλά καί ἅγιος δύναται νά γίνῃ. Ποτέ νά μήν ἀπελπιζώμεθα. Ἀλλά καί νά μήν ἀδιαφοροῦμε. Ὁ Διάβολος θέλει νά μᾶς φέρῃ, εἴτε εἰς ἀπόγνωσιν διά νά μήν σηκωθοῦμε ποτέ ἀπό τήν ἁμαρτίαν, νά μᾶς διασύρῃ καί νά μᾶς σύρῃ αἰωνίως εἰς τούς κόλπους του, εἴτε νά μᾶς ρίξῃ εἰς ἀδιαφορίαν καί εἰς ραθυμίαν διά νά μᾶς ὁδηγήσῃ εἰς τήν πτῶσιν. Ὁ ληστής μετά ἀπό τόσες ἁμαρτίες δέν ἔπεσε εἰς ἀπόγνωσιν, ἀλλά μετενόησε καί ἔγινε ὁ πρῶτος πολίτης τοῦ Παραδείσου. Δέν ὑπάρχει καμμία ἁμαρτία πού νά μήν σβήνεται μέ τήν μετάνοιαν. Κανείς ποτέ νά μήν ἀπελπίζεται διά τήν σωτηρίαν του ἀρκεῖ νά μετανοήσῃ.
Ἐρωτοῦσαν τόν Ἱερόν Χρυσόστομον: «Εἶναι δυνατόν νά μετανοήσῃ κανείς καί νά σωθῇ, ἄν ὅλην τήν ζωήν του τήν ἐπέρασεν μέσα εἰς τάς ἁμαρτίας; Σώζεται ἐάν μετανοήσῃ;»(3). Καί ἀπαντοῦσε ο Ἱερός Πατήρ: «Ἀσφαλῶς καί βεβαιότατα σώζεται. Ὁ Κύριός μας ἔχει τήν δύναμιν νά ἐξαλείφῃ τά ἁμαρτήματα εἰς τέτοιον βαθμόν, ὥστε οὔτε ἴχνος νά μήν μείνῃ. Εἰς τήν περίπτωσιν τῶν ἰατρῶν τοῦ σώματος, αὐτό μερικές φορές εἶναι ἀδύνατον. Ἐνῷ τό τραῦμα θεραπεύεται, ἡ οὐλή μένει. Ὁ Θεός ὅμως, ὅταν ἐξαλείφῃ τά ἁμαρτήματα, οὔτε οὐλή ἀφήνει, οὔτε ἴχνος ἐπιτρέπει νά μείνῃ, ἀλλά μαζί μέ τήν ὑγείαν χαρίζει καί τήν ὀμορφιάν, μαζί μέ τήν ἀπαλλαγήν τῆς τιμωρίας δίδει καί τήν δικαιοσύνην καί κάμει ἐκεῖνον πού ἔχει ἁμαρτήσει ἴσον μέ ἐκεῖνον πού δέν ἔχει ἁμαρτήσει. Διότι, ἐξαλείφει ἐντελῶς τό ἁμάρτημα, σάν νά μήν ἔγινε. Τόσο τέλεια τό ἐξαλείφει, χωρίς νά μένῃ οὔτε οὐλή, οὔτε ἴχνος, οὔτε σημάδι ἀποδεικτικό, οὔτε δεῖγμα»(4).
Ὁ Προφήτης Ἡσαΐας βροντοφωνάζει: «Καί δεῦτε διαλεχθῶμεν, λέγει Κύριος· καί ἐάν ὦσιν αἱ ἁμαρτίαι ὑμῶν ὡς φοινικοῦν, ὡς χιόνα λευκανῶ· ἐάν δέ ὦσιν ὡς κόκκινον, ὡς ἔριον λευκανῶ» (Ἡσ. α´, 18). Δηλαδή, καί ἀφοῦ μετανοήσετε, ἐλᾶτε νά συζητήσωμε καί νά λογαριασθοῦμε, λέγει Κύριος Παντοκράτωρ. Καί εἰς περίπτωσιν ἀκόμη πού οἱ ἁμαρτίες σας θά εἶναι σάν τό ἐλαφρῶς κόκκινο χρῶμα, θά τίς λευκάνω σάν τό χιόνι· καί ἐάν ἀκόμη εἶναι σάν τό βαθύ κόκκινο χρῶμα, θά τίς λευκάνω σάν τό ἄσπρο μαλλί τῶν προβάτων.
Λέγει ὁ Ἱερός Χρυσόστομος, σχολιάζοντας τό ἀνωτέρω χωρίον τοῦ Ἡσαΐα: «Βλέπετε ἐάν κάπου ὑπάρχῃ οὐλή ἤ ρυτίδα μαζί μέ τό χρῶμα τῆς καθαρότητας; Μήπως ὑπάρχουν κάπου μαυράδια ἤ λεκέδες; Πουθενά δέν φαίνονται. Ἡ παντοδυναμία τοῦ Θεοῦ, ὅταν τό ζητήσῃ ὁ ἄνθρωπος, ἐξαλείφει τά πάντα»(5).
Ὁ Ὅσιος Ἰωάννης τῆς Κλίμακος τονίζει πώς ἡ μετάνοια δύναται νά ἐπαναφέρῃ τόν μετανοοῦντα σέ μεγαλύτερη καθαρότητα καί ἀπό τήν πρό τῆς ἁμαρτίας κατάστασιν. Ἡ μετάνοια εἶναι βάπτισμα μετά τό Βάπτισμα, Χάρις μετά τήν Χάριν.
Λέγει ἐπίσης ὁ Ἱερός Χρυσόστομος: «Ἄφεσις ἁμαρτιῶν σημαίνει πηγή σωτηρίας καί βραβεῖον μετανοίας. Ἡ μετάνοια εἶναι θεραπευτικόν ἰατρεῖον τῆς ἁμαρτίας· εἶναι δῶρον οὐράνιον, δύναμις θαυμαστή, δύναμις πού μέ τήν Θείαν Χάριν νικάει ὅλα τά κακά ἀποτελέσματα τῆς παραβάσεως τῶν Εὐαγγελικῶν Ἐντολῶν. Δι’ αὐτό, δέν ἀπορρίπτει τόν πόρνον, δέν διώχνει τόν μοιχόν, δέν κατακρίνει τήν μοιχαλίδα, δέν ἀποστρέφεται τόν μέθυσον, δέν σιχαίνεται τόν εἰδωλολάτρην, δέν ἀπομακρύνει τόν ὑβριστήν, δέν διώχνει τόν βλάσφημον, οὔτε τόν ἀλαζόνα, ἀλλά ὅλους τούς μεταβάλλει· διότι ἡ μετάνοια εἶναι χωνευτήριον τῆς ἁμαρτίας»(6).
Μέ τήν μετάνοιαν, ὁ ἄνθρωπος ἠμπορεῖ νά ξανασηκωθῇ ἀπό τήν πτῶσιν του, νά θεραπεύσῃ τίς πληγές του καί νά συνεχίσῃ τήν δύσκολην πορείαν του. Ἡ μετάνοια ἐξαφανίζει τά δάκρυα τῆς δυστυχίας, τίς ἐνοχές, τούς φόβους, τήν ἀπόγνωσιν, μᾶς δίδει παρρησίαν πρός τόν Θεόν καί ἀλλάζει ὀντολογικά τήν μεταπτωτική μας φύσιν.
Διά νά εἶναι ἀληθινή ἡ μετάνοια, θά πρέπῃ νά εἶναι ἔμπρακτη. Ἡ ἀληθινή ἔμπρακτη μετάνοια, ἔχει ὀνομασθῆ ἀπό τούς Πατέρας τῆς Ἐκκλησίας «δεύτερο Βάπτισμα» ἤ «ἀνανέωσις τοῦ Βαπτίσματος». «Ἡ ἔμπρακτη μετάνοια, λέγει ὁ Ἱερός Χρυσόστομος, ἔχει ἄμεση εὐεργετική ἐπίδρασι, πρῶτα εἰς τούς οἰκείους, τήν οἰκογένειαν, καί μετά εἰς τούς συνανθρώπους, εἰς τό κοινωνικόν καί ἐπαγγελματικόν περιβάλλον, ἀκόμη καί εἰς τούς ἀπογόνους. Ὅλοι διδάσκονται καί ὅλοι σιωπηλά παροτρύνονται εἰς τήν ἐξάσκησιν τῆς ἀρετῆς. Καί ἐπειδή ἡ μετάνοια δέν εἶναι ἔργον μόνον μίας ἡμέρας, ἀλλά συνεχής καί ἰσόβιος, αὐτό ἔχει ὡς συνέπεια νά μεταμορφώνεται ὁ μετανοῶν μέ τά δάκρυα πού χύνει, τό πένθος καί τήν συντριβήν πού καλλιεργεῖ καί τόν καθημερινόν ἀγῶνα πού διεξάγει, μέ νηστεία, ἀγρυπνία, προσευχή, ἐγκράτεια, Θεία Κοινωνία, μέ προσοχή εἰς τάς αἰσθήσεις, ἱερά μελέτη, φιλεύσπλαχνη ἐλεημοσύνη, κλπ. Ἡ μετάνοια ἐπιδρᾶ πολύ εὐεργετικά, διά τῆς Χάριτος, εἰς ὅλα τά μέλη τῆς οἰκογενείας του, ἀκόμη καί εἰς ὁλόκληρον τόν κόσμον. Οἱ καρποί τῆς ἀληθινῆς μετανοίας εἶναι πάντοτε φανεροί καί ὠφέλιμοι».
Μέ τά ἔργα μετανοεῖ ὁ ἄνθρωπος καί ὄχι μέ τά λόγια. Λέγει ὁ Προφήτης Ἡσαΐας: «Λούσασθε καί καθαροί γίνεσθε, ἀφέλετε τάς πονηρίας ἀπό τῶν ψυχῶν ὑμῶν ἀπέναντι τῶν ὀφθαλμῶν μου, παύσασθε ἀπό τῶν πονηριῶν ὑμῶν» (Ἡσ. α´, 16). Δηλαδή, λουσθεῖτε διά τοῦ πνευματικοῦ λουτροῦ τῆς μετανοίας, γίνετε καθαροί, ἀφαιρέσετε τίς πονηρίες ἀπό τίς ψυχές σας, ὥστε νά μή φαίνωνται ἀκάθαρτες αὐτές μπροστά στά μάτια μου, παύσατε ἀπό τίς πονηρίες σας. Καί σχολιάζει ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος: «Ἀφοῦ λέγῃ ὁ Προφήτης Ἡσαΐας "ἀφέλετε τάς πονηρίας ἀπό τῶν καρδιῶν ὑμῶν'', διατί προσθέτει καί ''ἀπέναντι τῶν ὀφθαλμῶν μου''; Δέν ἦταν ἀρκετό τό πρῶτο μέρος τῆς προτάσεως;». Καί ἐξηγεῖ ὁ Ἱερός Χρυσόστομος: «Ὁ ἄνθρωπος βλέπει εἰς τό πρόσωπον, ἐνῷ ὁ Θεός εἰς τήν καρδίαν».
Ἡ μετάνοια πρέπει νά εἶναι οὐσιαστική καί ἔμπρακτος καί ὄχι ὑποτυπώδης, μόνον μέ λόγια, δηλαδή διά τούς ὀφθαλμούς τῶν ἀνθρώπων. Διαφορετικά βλέπουν οἱ ὀφθαλμοί τῶν ἀνθρώπων καί διαφορετικά ὁ Θεός. Λέγει ὁ Ἅγιος Ἰωάννης τῆς Κλίμακος: «Εἶδα ἄνθρωπον πού φανερά ἁμάρτησε, ἀλλά μυστικά μετενόησε. Καί αὐτόν πού ἐγώ τόν κατέκρινα ὡς ἀνήθικον, ὁ Θεός τόν θεωροῦσε ἁγνό, διότι μέ τήν μετάνοιάν του Τόν εἶχε ἐξευμενήσει πλήρως».
Εἰς τήν παροῦσαν ζωήν, ὁ ἕνας, μικρός ἤ μεγάλος, θά κρίνεται πάντοτε ἀπό τούς ἄλλους. Εἰς τήν μέλλουσαν ὅμως ζωήν, οἱ πολλοί, δηλαδή οἱ πάντες, θά κριθοῦμε ἀπό τόν Ἕναν! Τόν Θεόν. Ἡ ἀπόφασις διά τούς πολλούς θά εἶναι τότε ἡ ἐτυμηγορία τοῦ Ἑνός. Ἐδῶ, εἰς αὐτήν τήν ζωήν, οἱ κρίσεις τῶν ἀνθρώπων διά τούς ἄλλους στηρίζονται σέ ὅ,τι βλέπουν μόνον ὡς θεατές. Ἡ κρίσις τοῦ Θεοῦ δι᾽ ὅλους μας ὅμως, βασίζεται εἰς ὅσα Ἐκεῖνος γνωρίζει, ὡς τέλειος καρδιογνώστης.
Ἡ μετάνοια εἶναι ἀρχή καί τέλος τῆς κατά Χριστόν πολιτείας καί σκοπός αὐτῆς τῆς ζωῆς. Δι᾽ αὐτό, εἶναι ἑπόμενο ὅλα νά θεωροῦνται ἀπό αὐτήν καί νά παίρνουν ἀξία ἤ ἀπαξία σέ σχέσι μέ αὐτήν. Ὁ Ὅσιος Ἰωάννης τῆς Κλίμακος τήν θεωρεῖ ἀναβαπτισμόν, νέαν συνθήκην μέ τόν Θεόν, ἐνδυνάμωσιν κατά τῆς ἀπελπισίας, λογισμόν αὐτοκριτικῆς καί αὐτοκατακρίσεως, ἐμπιστοσύνην εἰς τόν Θεόν καί ἀπόλυτην ἐλπίδα, συνδιαλλαγήν καί ἀγαθοεργίαν, καθαράν συνείδησιν, ὑπομονήν εἰς τάς θλίψεις, ἀντοχήν εἰς τήν νηστείαν, νέκρωσιν τοῦ παλαιοῦ ἑαυτοῦ.
Ὁ ἄνθρωπος, κατά τόν Ἅγιον Γρηγόριον τόν Παλαμᾶν, διά νά ἔλθῃ εἰς μετάνοιαν, φθάνει προηγουμένως εἰς ἐπίγνωσιν «τῶν οἰκείων πλημμελημάτων» καί μεταμελεῖται ἐμπρός εἰς τόν Θεόν, εἰς τόν ὁποῖον καταφεύγει «ἐν συντετριμμένῃ καρδίᾳ». Ἀφήνει τόν ἑαυτόν του εἰς τό πέλαγος τῆς εὐσπλαχνίας Ἐκείνου καί πιστεύει, ὅπως ὁ ἄσωτος, ὅτι εἶναι ἀνάξιος νά ἐλεηθῇ ἀπό τόν Θεόν καί νά ὀνομάζεται υἱός Του. Καί ὅταν, μέ τήν ἐπίγνωσιν καί τήν συναίσθησιν τῆς ἁμαρτωλότητος, ἑλκύσῃ ἐπάνω του τό ἔλεος τοῦ Θεοῦ, παίρνει τελείαν τήν ἄφεσιν τῶν ἁμαρτιῶν του μέ τήν αὐτομεμψίαν καί τήν ἐξομολόγησιν.
Ἡ Ἱερά Ἐξομολόγησις εἶναι καρπός τῆς μετανοίας καί τελικός σκοπός της εἶναι ἡ ἐνσωμάτωσις τοῦ πιστοῦ εἰς τό Σῶμα τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ μέ τήν Θείαν Κοινωνίαν. Ἡ Μετάνοια σώζει καί μᾶς ὁδηγεῖ εἰς τήν Θείαν Κοινωνίαν, πού δίδεται «εἰς ἄφεσιν ἁμαρτιῶν καί εἰς ζωήν αἰώνιον». Ὅσες καλές πράξεις καί νά κάνωμε, ὅσες ἐλεημοσύνες, κλπ., ἐάν δέν πηγαίνωμε εἰς τήν ἐκκλησίαν, ἐάν δέν συμμετέχωμε ἐνεργά εἰς τήν Θείαν Λατρείαν, ἐάν δέν προσερχώμεθα εἰς τό Ποτήριον τῆς Ζωῆς, καί ἐάν πρίν ἀπό αὐτό δέν ἐξομολογούμεθα, δέν κερδίζομε τίποτα.
Ἐξομολόγησις εἶναι ἡ εἰλικρινής καί καθαρή ἐξαγόρευσις τῶν πτώσεων, τῶν ἁμαρτιῶν καί τῶν λογισμῶν. Εἶναι ἕνας ἐμετός πνευματικός. Κάνομε ἐμετό μέ πόνον ψυχῆς ὅσον δηλητήριον τῆς ἁμαρτίας ἔχομε πιεῖ, ὅ,τι σάπιο ἔχομε φάγει.
Ἡ σωστή ἐξομολόγησις εἶναι ἀνανέωσις τοῦ Ἁγίου Βαπτίσματος, εἶναι ἡ συμφωνία μέ τόν Θεόν, μέσῳ τοῦ Πνευματικοῦ Πατρός, διά μίαν καινούργιαν ζωήν. Ἡ εἰλικρινής ἐξομολόγησις καί ἡ ἐξαγόρευσις ὅλων τῶν λογισμῶν καί τῶν ἁμαρτημάτων, μᾶς ὁδηγεῖ εἰς τήν ἀποστροφήν πρός τήν ἁμαρτίαν καί εἰς τόν πόθον ἁγίας ζωῆς. Μέ τήν ἐξομολόγησιν θά βιώσωμεν τήν ἀληθινήν ἐλευθερίαν καί λύτρωσιν, τήν ὁποίαν κανείς ἄλλος δέν ἠμπορεῖ νά μᾶς τήν προσφέρῃ. Οὔτε ἰατρός, οὔτε ψυχαναλυτής, οὔτε φίλος, συγγενής, κλπ. Μέ τήν ἐξομολόγησιν δέν θεραπεύονται μόνον οἱ θανάσιμες πληγές πού προκαλοῦν οἱ ἁμαρτίες, ἀλλά καί ὅ,τι προκαλεῖ κατάθλιψιν, ἄγχος, ἀνασφάλειαν, ἀνησυχίαν, φοβίαν, ἀγωνίαν καί οἱεσδήποτε ἄλλες νοσηρές ψυχοσωματικές καταστάσεις. Ἀρκεῖ νά ὑπάρχῃ ἀληθινή συναίσθησις τῆς ἁμαρτωλότητος, ἀληθινή μετάνοια καί εἰλικρινής ἐξομολόγησις.
Ὅ,τι ἁμαρτίες καί νά ἔχωμε διαπράξει εἰς τήν ζωήν μας, συγχωροῦνται διά τῆς μετανοίας καί τῆς Ἱερᾶς Ἐξομολογήσεως. Ὅλες οἱ ἁμαρτίες συγχωροῦνται. Μόνον ἡ ἀμετανοησία εἶναι ἀσυγχώρητος καί χαρακτηρίζεται ὡς βλασφημία κατά τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Ἀναφέρει ὁ Εὐαγγελιστής Ματθαῖος: «Πᾶσα ἁμαρτία καί βλασφημία ἀφεθήσεται τοῖς ἀνθρώποις, ἡ δέ τοῦ Πνεύματος βλασφημία οὐκ ἀφεθήσεται τοῖς ἀνθρώποις· ... οὐκ ἀφεθήσεται αὐτῷ οὔτε ἐν τῷ νῦν αἰῶνι οὔτε ἐν τῷ μέλλοντι» (Ματθ. ιβ´, 31-32). Λέγουν οἱ Πατέρες, ὅτι ἡ βλασφημία αὐτή ταυτίζεται καί μέ τήν ἀμετανοησίαν, διότι τό Ἅγιον Πνεῦμα εἶναι Αὐτό πού χορηγεῖ τήν σώζουσαν Τριαδικήν Χάριν. Ἡ Θεία Χάρις μᾶς σώζει, μᾶς λυτρώνει, μᾶς δικαιώνει καί μᾶς ἁγιάζει. Ἀμετανοησία σημαίνει ἄρνησιν τῆς Θείας Χάριτος. Δι᾽ αὐτό - ἐκτός ἄλλων ἀρνήσεων..., πού δέν εἶναι τοῦ παρόντος νά ἀναφέρωμε - καί αὐτή ἡ ἄρνησις ἀποτελεῖ προσβολήν καί βλασφημίαν κατά τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Ὁ ἀκάθαρτος νοῦς δέν ἠμπορεῖ νά εἶναι δεκτικός τῆς θείας Χάριτος. Μέ τήν κάθε ἁμαρτίαν, τήν μικρήν ἤ τήν μεγάλην, ἀπομακρυνόμεθα ἀπό τόν Χριστόν, πού εἶναι ἡ ὄντως Ζωή, καί ἔτσι ἐκπίπτομε τῆς Θείας Χάριτος. Ἡ ἀμετανοησία εἶναι ἀσυγχώρητη, διότι ἡ Θεία Χάρις πού ὁδηγεῖ τόν ἁμαρτωλόν εἰς τήν μετάνοιαν, δέν ἐνεργεῖ αὐθαίρετα, ἀλλά ζητεῖ καί τήν ἀνθρωπίνην συγκατάθεσιν καί συνεργείαν.
Διά τήν ἔμπρακτον μετάνοιαν, οἱ ὀλιγωρίες καί οἱ χλιαρότητες, οἱ ἀναβολές καί οἱ ἀμφιβολίες, ὅπως καί οἱ πολλές δικαιολογίες, πιθανόν νά ἀποβοῦν δι᾽ ὅλους μας ὀλέθριες καί καταστρεπτικές μέ τραγικήν συνέπειαν τόν αἰώνιον θάνατον τῆς ψυχῆς μας, δηλαδή τήν Κόλασιν.
Τήν βρωμιάν καί τήν δυσωδίαν ἀπό τόν βοῦρκον πού ζοῦμε, καθαρίζουν ἡ μετάνοια καί ἡ Ἱερά Ἐξομολόγησις. Ἡ Ἐξομολόγησις εἶναι ἕνα ἀπό τά ἑπτά Μυστήρια τῆς Ἐκκλησίας μας. Ὁ Διάβολος, ἐκτός τῶν ἄλλων, θά μᾶς φέρῃ ἐντροπήν εἰς τήν σκέψιν καί μόνον ὅτι μέ τήν μετάνοιαν χρειάζεται ἐξομολόγησις. Λέγει ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος: «Ἡ ἐντροπή δόθηκε ἀπό τόν Θεόν, διά νά μᾶς συγκρατῇ ἀπό τόν κατήφορον τῆς ἁμαρτίας. Καί ὅμως, αὐτό τό δῶρον τό ἐπῆρε ὁ Διάβολος καί τό ἔκαμε ἐμπόδιον διά τήν μετάνοιαν καί τήν Ἱεράν Ἐξομολόγησιν». Λέγει ὁ Ἱερός Πατήρ: «Ἡ ἁμαρτία ἔχει τήν ἐντροπήν καί ἡ μετάνοια τήν παρρησίαν. Ἡ ἁμαρτία ἔχει τό σάπισμα, ἔχει τήν αἱμορραγίαν καί τόν θάνατον, ἐνῷ ἡ μετάνοια προκαλῇ τήν πλήρη θεραπείαν. Τήν τάξιν αὐτήν τήν ἀντέστρεψε ὁ Σατανᾶς καί ἔδωσε τήν παρρησίαν καί τόν κομπασμόν εἰς τήν ἁμαρτίαν καί τήν ἐντροπήν εἰς τήν μετάνοιαν. Καί ὅμως, πρέπει νά ἐντρεπώμεθα, ὅταν ἁμαρτάνωμε καί ὄχι ὅταν ἐξομολογούμεθα. Εἰς τήν μετάνοιαν εὑρίσκεται ἡ θεραπεία καί κατακτᾶται ἡ σωτηρία».
Ἕνα ἄλλο βασικό θέμα πού ἐπισημαίνουν οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας μας, εἶναι τό θέμα τῆς ἀπογνώσεως καί τῆς ἀπελπισίας. Καί ἄν εἰς αὐτές προστεθοῦν καί ἐνοχές, τύψεις, κλπ., τότε ἡ ψυχική κατάστασις τοῦ ἀνθρώπου γίνεται τραγική. Καί αὐτό, διότι σκοτίζεται ὁ νοῦς, θολώνει τό μυαλό καί μειώνονται κατά πολύ οἱ ψυχικές ἀντιστάσεις. Ὁ Διάβολος, μέσῳ τῶν λογισμῶν, μᾶς λέγει συνεχῶς: «Δέν ὑπάρχει πλέον σωτηρία. Δέν ὑπάρχει ἐλπίδα νά σωθῇς, ἄδικα ἀγωνίζεσαι. Τά ἴδια θά κάνῃς πάλι, κοροϊδεύεις τόν Θεόν. Ὁ Θεός σέ ἀποστρέφεται, κλπ.». «Ἀφοῦ συνέχεια πίπτωμε εἰς τά ἴδια καί τά ἴδια, ποῖος ὁ λόγος, μᾶς λέγει, νά συνεχίσωμε νά ἀγωνιζώμαστε;». Ὁ δαίμονας ἐπισταμένως ἐργάζεται διά νά μᾶς ὁδηγήσῃ εἰς τήν ἀπόγνωσιν.
Καμμία ἁμαρτία δέν εἶναι μεγαλύτερη τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ. Ὅλες συγχωροῦνται ἀρκεῖ ὁ ἄνθρωπος, ἔγκαιρα καί ἔγκυρα, νά μετανοήσῃ. Ἡ μετάνοια ἐπαναφέρει, ἐπανορθώνει, ἀνορθώνει. Μέ τίς ἐνοχές, τίς τύψεις καί τήν ἀπελπισίαν, δέν ἐπιτυγχάνεται ποτέ ἡ μετάνοια. Ὁ Θεός πάντοτε μᾶς περιμένει, δέν μᾶς ἀπαρνιέται ποτέ καί δέν πρέπει ποτέ νά ἀπελπιζώμεθα. Δέν ἐπιτρέπεται ἡ ἀπελπισία.
Ἐρωτᾶ ὁ Μέγας Βασίλειος: «Ἄραγε ποιό εἶναι τό ὅριο τῶν ἁμαρτιῶν πού ἠμπορεῖ νά ἐλπίζῃ ὁ ἁμαρτωλός εἰς τήν φιλανθρωπίαν τοῦ Θεοῦ, μέσῳ τῆς μετανοίας του;». Καί ὁ ἴδιος ὁ Ἅγιος ἀπαντᾶ ὡς ἑξῆς: «Ἐάν ἦταν δυνατόν νά ἀριθμήσωμε τό πλῆθος τῶν οἰκτιρμῶν τοῦ Θεοῦ καί νά μετρήσωμε τό μέγεθος τοῦ θείου ἐλέους, τότε μόνον θά ἀπελπιζώμεθα ἀπό τίς ἰδικές μας ἁμαρτίες. Τά ἁμαρτήματά μας ἠμποροῦμε νά τά μετρήσωμε. Ἐπειδή ὅμως τό ἔλεος τοῦ Θεοῦ εἶναι ἄπειρον καί τά σπλάχνα τῶν οἰκτιρμῶν Του ἀναρίθμητα, δι’ αὐτό καί δέν μᾶς ἐπιτρέπεται ἡ ἀπόγνωσις. Οὔτε οἱ ἐνοχές μᾶς ἐπιτρέπονται, οὔτε ἡ ἀπελπισία. Τότε, τί πρέπει νά κάνωμε ὅταν ἁμαρτάνωμε, καί μάλιστα θανάσιμα; Νά ἀποκτήσωμε τήν ἐπίγνωσιν τῆς Θείας εὐσπλαχνίας καί νά μισήσωμε τίς ἁμαρτίες μας μέ ὅλην μας τήν καρδίαν. Καί τότε, διά τῆς μετανοίας, ἡ ἄφεσις εἶναι βεβαία, ἀφοῦ παρέχεται δωρεάν ἀπό τό Πανάγιον Αἷμα τοῦ Σωτῆρος Χριστοῦ. Δέν πρέπει νά μᾶς πιάνῃ ἀπελπισία».
Ἐπίσης, εἰς μίαν πολύ παρηγορητικήν ἐπιστολήν πρός ἐκπεσοῦσαν ψυχήν, μεταξύ ἄλλων, γράφει ὁ Μέγας Βασίλειος: «Ὅσον μᾶς εἶναι δυνατόν, ἀδελφή μου ψυχή, ἄς ἀνυψώσωμε τούς ἑαυτούς μας ἀπό τήν πτῶσιν καί ἄς μήν ἀπελπιζώμεθα, μέ τήν προϋπόθεσιν ὅμως, ὅτι θά ἀπομακρυνθοῦμε γρήγορα ἀπό τό κακό. Ὁ Χριστός ἦλθε εἰς τόν κόσμον διά νά σώσῃ τούς ἁμαρτωλούς. ''Δεῦτε προσκυνήσωμεν καί προσπέσωμεν Αὐτῷ καί κλαύσωμεν ἐνώπιον Αὐτοῦ'', μᾶς λέγει ὁ Ψαλμωδός (Ψαλμ. 94, στ´). Ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ βοᾷ καί κράζει προσκαλῶντας ὅλους μας εἰς μετάνοιαν. Ὑπάρχει ὁδός σωτηρίας, ἐάν θέλωμε, ἀφοῦ ὁ Θεός εἶναι Ἐκεῖνος πού ἀφαιρεῖ κάθε δάκρυ ἀπό τά πρόσωπα ὅλων ἐκείνων πού ἀληθινά μετανοοῦν. Ἕτοιμος εἶναι ὁ μεγάλος Ἰατρός τῶν ψυχῶν νά σοῦ θεραπεύσῃ τό πάθος. Ἐκείνου λόγια εἶναι καί ἐκεῖνο τό γλυκύτατον καί σωτήριον Στόμα εἶπεν: «Οὐ χρείαν ἔχουσιν οἱ ἰσχύοντες ἰατρού ἀλλ’ οἱ κακῶς ἔχοντες. Οὐκ ἦλθον καλέσαι δικαίους ἀλλ’ ἁμαρτωλούς εἰς μετάνοιαν» (Λουκ. ε´, 31-32).
Ὁ Κύριος εἶναι ἐκεῖνος πού θέλει νά σέ καθαρίσῃ ἀπό τόν πόνον καί τό πῦον τῆς πληγῆς καί νά σοῦ δείξῃ φῶς μέσα στό σκοτάδι. Ἐσένα ζητεῖ ὁ Ποιμήν ὁ καλός, ἐγκαταλείψας τά μή πεπλανημένα. Ἐάν παραδώσῃς τόν ἑαυτόν σου εἰς Αὐτόν, δέν θά διστάσῃ καί δέν θά ἀπαξιωθῇ ὁ φιλάνθρωπος Κύριος νά σέ κρατήσῃ ἐπάνω εἰς τούς ἰδικούς Του θεϊκούς ὤμους, καταχαρούμενος πού βρῆκε τό πρόβατον τό ἀπολωλός. Ὁ Θεός Πατέρας στέκεται καί περιμένει τήν ἐπάνοδόν σου ἀπό τήν πλάνην τῆς ἁμαρτίας. Μόνον νά ἐπιστρέψῃς καί ἐνῷ θά εἶσαι ἀκόμη μακρυά, θά τρέξῃ καί θά πέσῃ εἰς τόν τράχηλόν σου καί θά ἀγκαλιάσῃ μέ Πατρικούς ἀσπασμούς τήν καθαρισμένην ἤδη ἀπό τήν μετάνοιαν ψυχήν σου. Καί θά τήν ἐνδύσῃ μέ τήν πρώτην πάλλευκην στολήν καί θά σοῦ βάλῃ δακτυλίδι εἰς τό χέρι καί ὑποδήματα εἰς τούς πόδας, πού ἐπέστρεψαν ἀπό τόν κακόν δρόμον τῆς ἁμαρτίας εἰς τόν δρόμον τοῦ Εὐαγγελίου τῆς εἰρήνης καί τῆς ἐλευθερίας. Καί θά ἐξαγγείλῃ ἡμέρα χαρᾶς καί εὐφροσύνης εἰς τούς ἰδικούς Του ἀγγέλους καί Ἁγίους εἰς τόν Οὐρανόν καί θά ἑορτάσῃ μέ κάθε λαμπρόν τρόπον τήν σωτηρίαν σου. «Ἀμήν γάρ λέγω ὑμῖν, ὅτι χαρά γίνεται ἐν οὐρανῷ ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ, ἐπί ἑνί ἁμαρτωλῷ μετανοοῦντι» (Λουκ. ιε´, 10). Καί ἄν δι’ αὐτό παραπονεθῇ κάποιος ἀπ’ αὐτούς πού νομίζουν ὅτι στέκονται καλά καί εἶναι δίκαιοι, Αὐτός ὁ Πανάγαθος Θεός θά ἀπολογηθῇ διά ἐσένα λέγοντας «ἔπρεπε καί σύ νά εἶχες χαρῆ καί εὐφρανθῆ, διότι ἡ ψυχή αὐτή ἦταν νεκρή καί ἀνεστήθη, χαμένη δέ καί εὑρέθη» (Λουκ. ιε´, 24)».
Ἡ μετάνοια συνυφαίνεται μέ τήν Ἐξομολόγησι καί ἀπαλλάσσεται ὁ ἐξομολογούμενος ἀπό τό βάρος τῶν ἁμαρτιῶν. Ἡ ἐξομολόγησις δέν γίνεται ἀπό καλή συνήθεια, διά τό καλόν, διά τό ἔθιμον, ἀπό φόβον μήν μᾶς τιμωρήσῃ ὁ Θεός, κλπ. Ἡ ἐξομολόγησις εἶναι βαθειά ἀνάγκη τῆς μετανοημένης ψυχῆς, ταπεινή κατάθεσις τοῦ βάρους τῶν πλημμελημάτων της. Ἡ Ἐξομολόγησις πού γίνεται μέ συντριβήν καί δάκρυα εἶναι ἡ ἀνανέωσις τοῦ Ἁγίου Βαπτίσματος. Δι᾽ αὐτό καί καλεῖται ''λουτρό δακρύων'' ἤ ''δεύτερο Βάπτισμα''. Ἐνδεικτικά τῆς ἀληθινῆς μετανοίας εἶναι: Ἡ συντριβή, τά δάκρυα, ἡ ἀποστροφή πρός τήν ἁμαρτίαν καί ὁ πόθος ἁγίας ζωῆς.
 Ἡ θεία Χάρις θά ξεσκοτίσῃ τήν καρδιά, θά δυναμώσῃ τήν θέλησιν, θά φωτίσῃ τόν νοῦν, πού εἶναι διαρκῶς ἐσκοτισμένος, θά προκαλέσῃ συντριβήν, θά φέρῃ μετάνοιαν, θά ὁδηγήσῃ τόν ἁμαρτωλόν εἰς τό ἐπιτραχήλιον τοῦ Πνευματικοῦ.

Πῶς θά μετανοήσῃ κανείς; Πῶς θά ἀρχίση; Χρειάζεται νά ξαποστάσῃ κατ᾽ ἀρχάς, νά ξελαχανιάσῃ ἀπό τό καθημερινό τρεχαλητό, τό κυνηγητό τῆς ἡδονῆς, νά στραφῇ πρός τά μέσα του, νά κινηθῇ ἀπό τήν συνεχῆ ἑτεροπαρατήρησι εἰς τήν αὐτοπαρατήρησι, ἀπό τόν σχολιασμόν- κουτσομπολιό τῶν πάντων εἰς τήν συνομιλίαν μέ τόν ἄγνωστον ἑαυτόν του. Νά σκύψῃ λίγο μέσα του, νά σκάψῃ ἐντός του, νά δῇ τίς δυνάμεις, τίς δυνατότητες, τά ὅρια, τίς ἀντοχές, τά δοθέντα τάλαντα. Χρειάζεται περισυλλογή, αὐστηρός αὐτοέλεγχος, ἐπιείκεια καί κατανόησις τῶν ἄλλων.
Μετανοεῖ ὁ ἄνθρωπος, διότι ἐλπίζει ὅτι θά λάβῃ ἀπό τόν Θεόν τήν συγχώρησιν. Καί ἔτσι εἶναι εἰς τήν πραγματικότητα. Παραδεχόμενος ὁ ἄνθρωπος εἰλικρινά τήν ἁμαρτωλότητά του, ἀναγνωρίζει καί ὁμολογεῖ τήν ἀδυναμίαν του. Ἡ γνῶσις τῆς ἀδυναμίας εἶναι δύναμις. Ἡ παραδοχή τῆς ἥττας εἶναι νίκη. Ἡ δίχως δικαιολογίες συναίσθησις τῆς παραβατικότητος, ἀνυπακοῆς καί καταχρήσεως τῆς ἐλευθερίας, ὁδηγεῖ εἰς τήν μετάνοιαν. Ἔλεγε ὁ Γέροντας Παΐσιος ὁ Ἁγιορείτης: «Ὅποιος συνέχεια δικαιολογεῖται, ἔχει Γέροντά του τόν Δαίμονα».
Εἶναι σημαντικό ἡ ἐξεύρεσις ἑνός διακριτικοῦ Πνευματικοῦ Πατρός πρός ὀρθήν καθοδήγησιν, μακρυά ἀπό ὑπερβολές, ἀκρότητες, συναισθηματισμούς καί νοσηρότητες. Ἡ ἀγωγή πού δίδει ὁ πνευματικός συνδράμει εἰς τό ξεκαθάρισμα πολλῶν πραγμάτων, εἰς τήν εἴσοδον εἰς τήν οὐσίαν τῆς πνευματικῆς ζωῆς, εἰς τήν γνῶσιν ὅτι ἡ Ἐκκλησία μας δέν εἶναι ἕνας ὡραῖος καί ἱερός θρησκευτικός ὀργανισμός, ἕνα σωματεῖο κοινωνικῆς ἀλληλεγγύης, ἕνας χῶρος ὅπου περνᾶμε εὐχάριστα, ἀποδεχόμενοι, συζητῶντας καί χαμογελῶντας συνέχεια, ὅπου ἱκανοποιοῦνται συναισθήματα, καταξιωνόμαστε, κλπ.
Ὁ πνευματικός συνδέει τόν ἐξομολογούμενο μέ τόν Χριστόν καί ὄχι μέ τόν ἑαυτόν του. Προσεύχεται δι᾽ αὐτόν, ἀκόμη καί ὅταν παρακούῃ, ἴσως τότε πιό πολύ. Ἡ ὑπακοή δέν ἐπιβάλλεται, δέν ἔχει σχέσι μέ στρατιωτική πειθαρχία. Ἡ ὑπακοή βοηθᾶ εἰς τήν ταπείνωσιν, εἰς τήν ἐκκοπήν τοῦ νοσηροῦ ἰδίου θελήματος. Ὁ προσευχόμενος καί μέ διάκρισιν Πνευματικός Πατήρ εἶναι ἀπαραίτητο νά ἠμπορῇ νά διακρίνῃ τό θεϊκό ἀπό τό δαιμονικό, τό ἀγγελικό ἀπό τό ἀνθρώπινο, τό πνευματικό ἀπό τό ὑλικό, τό ψυχικό ἀπό τό σωματικό, τό ψυχολογικό ἀπό τό νευρολογικό, τό ψυχιατρικό ἀπό τό νευρικό, τό ἀγχωτικό ἀπό τό ἀνυπόμονο, καί πολλά ἄλλα παρόμοια. Ἡ τυχόν ἀδιακρισία τοῦ Πνευματικοῦ Πατρός θά δημιουργήσῃ σύγχυσιν καί σοβαρήν πνευματικήν ζημίαν, πού ἠμπορεῖ πολύ νά ταλαιπωρήσῃ καί τόν ἐξομολόγο καί τόν ἐξομολογούμενο. Ἡ σύγχυσις τῆς ἀκριβοῦς διαγνώσεως, π.χ. ἕνα πρόβλημα ψυχολογικό νά θεωρηθῇ ὡς δαιμονισμός, θά δημιουργήσῃ μεγαλύτερες περιπλοκές, καθυστερήσεις καί ταλαιπωρίες. Ὁ εἰλικρινά μετανοημένος ἄνθρωπος δέν ἔχει ψυχολογικά προβλήματα μειονεξιῶν, διχασμῶν, ἀνικανοποιήτων καί ἀνολοκληρώτων καταστάσεων, συναισθηματικῶν ἀσταθειῶν, φοβιῶν, καχυποψιῶν καί λοιπῶν κουραστικῶν παρομοίων πραγμάτων.
Εἶναι σημαντική ὁπωσδήποτε ἡ πνευματική καθοδήγησις, βοήθεια καί συνδρομή ἐμπείρου καί διακριτικοῦ Πνευματικοῦ Πατρός εἰς τήν ἀνόρθωσιν τοῦ πνευματικοῦ τέκνου. Ἡ μεγάλη μάχη ὅμως, δίδεται ἐντός τοῦ ἰδίου τοῦ ἀνθρώπου. Ὁ ἄνθρωπος θά πρέπῃ νά ἀπομακρυνθῇ ἀπό τήν δουλείαν τῶν παθῶν, νά ἐνισχυθῇ ἀπό τίς εὐχές τῆς Ἐκκλησίας καί νά ἀγωνισθῇ ὑπομονετικά καί ἐπίμονα διά τήν ἀπαλλαγήν ἀπό τίς ἁμαρτωλές ἐνθυμήσεις, μνῆμες καί προσβολές, ἀγαπῶντας ὅλο καί πιό πολύ τόν Χριστόν. Ὅλα αὐτά φυσικά γίνονται ἐλεύθερα καί αὐτοπροαίρετα καί δέν ὑπάρχει κανένα νόημα εἰς κανενός εἴδους ἐξαναγκασμόν. Ποτέ δέν ἐπιτρέπεται νά ἐκβιάσωμε κάποιον νά ἐξομολογηθῇ. Ἡ ἐξομολόγησις εἶναι ἱερόν Μυστήριον καί πρᾶξις ἐλευθερίας. Προηγοῦνται τῆς μετανοίας ἡ ἐπίγνωσις τῆς ἁμαρτίας καί ἡ συνειδητοποίησις τῆς ἁμαρτωλότητος. Ἀκολουθεῖ ἡ λύπη διά τήν ἁμαρτίαν. Ἕπεται ἡ ἐξομολόγησις μέ καρδίαν συντετριμμένην καί πνεῦμα ταπεινωμένον καί ἀπόφασιν διά μόνιμον ἀποχήν ἀπό τό κακόν. Ἐλεύθερα καί αὐτόβουλα ἐπιλέγει ὁ ἁμαρτωλός τήν μετάνοιαν καί πλουτίζει ἀπό τά ἀγαθά τῆς εἰρήνης. Μέ τήν μετάνοιαν καί τήν ἐξομολόγησιν «δίδεται» ἡ συγχώρησις ὅλων τῶν ἁμαρτημάτων. Διά τῆς ἀφέσεως αὐτῆς, ἐπανέρχεται ὁ μετανοήσας ἁμαρτωλός εἰς τήν κατάστασιν τῆς ἐν Χριστῷ ζωῆς. Ὅλες οἱ ἁμαρτίες, μικρές ἤ μεγάλες, θανάσιμες καί μή, ἐξαλείφονται.
Ὁ Ἱερός Χρυσόστομος λέγει: «Δέν περιμένει ὁ Θεός νά περάσῃ χρόνος ἀπό τήν μετάνοιαν. Ὡμολόγησες τήν ἁμαρτίαν σου μέ εἰλικρίνειαν; Δικαιώθηκες καί συγχωρέθηκες. Μετενόησες ἀληθινά; Ἐλεήθηκες. Δέν χρειάζεται πολύς χρόνος. Αὐτή εἶναι ἡ τοῦ Θεοῦ ἄπειρη μακροθυμία καί φιλανθρωπία».
Ἄν ἡ ψυχή τοῦ μετανοοῦντος γεμίσῃ παράκλησιν-παρηγορίαν ἀπό τό Πανάγιον Πνεῦμα καί φωτισμόν, τότε οὐδεμία τοῦ δαίμονος προσβολή ἤ τῆς κακίας τοῦ κόσμου ἐπίθεσις ἠμπορεῖ νά διαταράξῃ τήν ψυχικήν ὑγείαν πού ἀπέκτησε μέ τό λουτρόν τῶν δακρύων τῆς ἐξομολογήσεως καί τῆς μετανοίας. Ὁ μετανοῶν εἶναι ἐπί πλέον μέλος τοῦ Σώματος τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ καί κοινωνός τῆς Θείας Χάριτος.

Λέγουν οἱ Πατέρες, ὅτι ὅταν ὁ Θεός σοῦ ἔχῃ συγχωρήσει καί τίς πιό βαρειές σου θανάσιμες ἁμαρτίες, ἐσύ χάριν τῆς ψυχικῆς σου ἀσφαλείας, νά τίς ἔχῃς πάντοτε ἐμπρός εἰς τούς ὀφθαλμούς σου. Γιατί ὅποιος θυμᾶται τά σφάλματα τοῦ παρελθόντος, ἀποτρέπεται ἀπό μελλοντικές παρεκτροπές, καί ὅποιος πονάει ἀληθινά διά τά πρῶτα του λάθη, προφυλάσσει ὁπωσδήποτε τόν ἑαυτόν του ἀπό τήν ἐπανάληψίν των. Δι’ αὐτό καί ὁ Δαυΐδ λέγει καί ὁμολογεῖ: « ...ὅτι τήν ἀνομίαν μου ἐγώ γινώσκω, καί ἡ ἁμαρτία μου ἐνώπιόν μού ἐστι διά παντός» (Ψαλμ. ν´, 5).
Ἡ μετάνοια εἶναι ἔργον τῆς Θείας Χάριτος. Ὅταν ἡ Χάρις τοῦ Θεοῦ φωτίσῃ τάς ψυχάς μας, τότε βλέπομε τήν ἐσωτερικήν ἐρήμωσιν, τά πάθη, τάς ἁμαρτίας μας. Ἡ Θεία Χάρις ξυπνᾶ τήν κοιμισμένην, τήν πωρωμένην συνείδησίν μας καί ἐνεργοποιεῖται ἡ προαίρεσίς μας διά ἕναν ἀγῶνα εἰλικρινοῦς μετανοίας. Ἡ ἀληθινή μετάνοια εἶναι ὁ ἀσφαλής δρόμος, πού μᾶς ἐνδυναμώνει, μᾶς φωτίζει, μᾶς χαριτώνει καί μᾶς ὁδηγεῖ εἰς τήν Βασιλείαν τοῦ Θεοῦ. Δι’ αὐτό καί οἱ Ἅγιοί μας τόσον ἔντονα ἐζητοῦσαν ἀπό τόν Θεόν: «Δώρησαί μοι μετάνοιαν ὁλόκληρον».
Μετάνοια ἀληθινή σημαίνει, ὄχι ἁπλᾶ ἀπομάκρυνσιν τῆς ἁμαρτίας, ἀλλά μῖσος τῆς ἁμαρτίας καί ἀγάπη τῶν ἐνθέων ἀρετῶν. Ἡ μετάνοια, κατά τόν Ἅγιον Γρηγόριον τόν Παλαμᾶν, δέν ἐξαντλεῖται εἰς τό μῖσος τῆς ἁμαρτίας, ἀλλά καί εἰς τήν ἀγάπην τῆς ἀρετῆς. Μόνος ὁ ἄνθρωπος εἶναι ἀδύναμος νά τό καταφέρῃ. Ἔτσι, συνδράμει οὐσιαστικά ὁ ἴδιος ὁ Χριστός, ὁ Θεάνθρωπος. Ὅσον ἀγαπᾶμε τόν Χριστόν, τόσον βοηθούμεθα νά μισοῦμε τήν ἁμαρτίαν. Ἡ σύνδεσις τοῦ ἀνθρώπου μέ τόν Χριστόν δημιουργεῖ προσωπικήν ἀναγέννησιν, στολισμόν τῆς ψυχῆς ἀπό τήν ὑψοποιόν ταπείνωσιν καί ἀπαλλαγήν ἀπό τήν ρίζαν τοῦ κακοῦ καί τήν ἑωσφορικήν ὑπερηφάνειαν.
Ὁ μετανοημένος ἄνθρωπος πιστεύει, ἀγαπᾶ καί ἐλπίζει. Ἡ μετάνοια εἶναι βασική καί μεγάλη ἀρετή, ἐπάνω εἰς τήν ὁποίαν οἰκοδομεῖται ἡ πνευματική ζωή τοῦ πιστοῦ. Μόνον ὁ μετανοημένος ἠμπορεῖ νά ἐπικοινωνῇ μέ τόν Θεόν. Πρόκειται γιά μεγάλο δῶρον τοῦ Θεοῦ εἰς τόν ἄνθρωπον. Εἶναι μία τρανή ἀκόμη ἀπόδειξις τῆς ἄφατης καί φιλόστοργης φιλανθρωπίας τοῦ Παναγάθου Θεοῦ Πατέρα καί Πλάστη. Δέν ἀπομένει ἄλλο ἀπό τό νά ἀποδεχθῇ αὐτοβούλως ὁ ἄνθρωπος τήν πρόκλησιν καί πρόσκλησιν πρός ἀπόλαυσιν τῶν πολλῶν ἀγαθῶν τῆς μετανοίας. Ἡ ἀντίδρασις, ἡ ἀντίθεσις καί ἡ ἀπόδρασις τοῦ ἀνθρώπου ἀπό τό εὐγενές αὐτό προσκλητήριον τόν καταταλαιπωρεῖ καί τόν καταστρέφει.
Ἡ Ἐκκλησία εἶναι τό Σῶμα τοῦ ζῶντος Χριστοῦ, ἡ κοινωνία τῶν Ἁγίων, ἡ μόνη ὁδός τῆς κατά Χάριν θεώσεως τῶν μετανοούντων. Ἡ πορεία τῆς ἀνορθώσεως διά τῆς μετανοίας, τῆς ἀπομακρύνσεως ἀπό τήν δουλείαν τῶν παθῶν καί τῆς ἀσκήσεως διά τήν ἐργασίαν τῶν θείων ἐντολῶν, εἶναι πορεία τῶν ἁγίων καί θεουμένων ὑπάρξεων. Ὁ Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς τονίζει τά ἑξῆς: «Ἐάν κάθε ἄνθρωπος δέν ἠμπορῇ νά φθάσῃ τούς Ἁγίους καί τά μεγάλα καί θαυμαστά ἐπιτεύγματα πού χαρακτηρίζουν τήν ζωήν των καί εἶναι ἐξ ὁλοκλήρου ἀμίμητα, ἠμπορεῖ ὅμως καί πρέπει νά τούς ὁμοιάσῃ καί νά τούς ἀκολουθήσῃ εἰς τήν πορείαν τῆς ζωῆς των πρός τήν μετάνοιαν». Καθημερινά «πολλά πταίομεν ἄκοντες» καί μοναδική ἐλπίδα σωτηρίας δι᾽ ὅλους μας παραμένει ἡ ἀνάνηψις καί ἡ βίωσις τῆς «διηνεκοῦς μετανοίας», κατά τόν Ἅγιον Γρηγόριον τόν Παλαμᾶν(7).
Ἐπίσης, δέν πρέπει ποτέ νά κρίνωμε, οὔτε νά περιφρονοῦμε κανέναν. Λέγει ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος: «Ἄν βλέπῃς τόν ἀδελφόν σου εἰς τόν δρόμον τῆς ἁμαρτίας, ρίψε εἰς τούς ὤμους του τόν μανδύαν τῆς ἀγάπης σου».
Εἰς τά σπλάχνα οἰκτιρμῶν πού ζητοῦμε ἀπό τόν Θεόν διά τά ἰδικά μας ἁμαρτήματα, ὀφείλομε νά καταθέσωμε καί τήν ἰδικήν μας εὐσπλαχνίαν πρός τούς συνανθρώπους μας. Καί ἄς μήν λησμονοῦμε, ὅτι εἴμεθα ὅλοι ἁμαρτωλοί καί φέρομε μέσα μας τήν ἀνθρωπίνην πεπτωκυῖαν φύσιν μας, τήν πεσμένην φύσιν μας. Εἰς τό σφάλμα πού ἔπεσε σήμερα κάποιος, αὔριο μπορεῖ νά πέσωμε ἐμεῖς. Νά ἀγαπᾶμε τόν ἁμαρτωλόν καί νά μισοῦμε μόνον τήν ἁμαρτίαν, ὅπως λέγει καί ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος. Ἡ συγχωρητικότης εἶναι χαρακτηριστικόν τῶν ἀληθινά μετανοημένων ἀνθρώπων.
Τό κήρυγμα τῆς Ἐκκλησίας θά πρέπῃ πάντα νά εἶναι ''περί μετανοίας''. Αὐτό ἦταν τό κήρυγμα ὅλων τῶν Προφητῶν τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης, ἕως καί τοῦ Τιμίου Προδρόμου. Αὐτό ἦταν καί τοῦ Χριστοῦ. Ὁ Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς, λέγει χαρακτηριστικά πώς ἡ ἀληθινή μετάνοια εἶναι ἀρχή, μέση καί τέλος τῆς ἐν Χριστῷ πνευματικῆς ζωῆς. Ὅλοι, μά ὅλοι, ἔχομε ἀνάγκην μετανοίας, διότι ''οὐδείς ἀναμάρτητος''. 
Λέγει ὁ Ἅγιος Ἰσαάκ ὁ Σῦρος: «Ἡ μετάνοια δέν τελειώνει ποτέ. Ἡ μετάνοια εἶναι ἡ ὑψηλότερη ἀπό ὅλες τίς ἀρετές καί τό ἔργον της δέν ἠμπορεῖ νά τελειώσῃ, παρά μόνον τήν ὥραν τοῦ θανάτου. Δι᾽ αὐτό ἡ μετάνοια χρειάζεται πάντοτε εἰς ὅλους καί δέν ὑπάρχει κανένας ὅρος τελειώσεως τῆς μετανοίας. Διότι καί αὐτῶν τῶν τελείων ἀνθρώπων ἡ τελειότης εἶναι ἀτελής. Δι᾽ αὐτό καί ἡ μετάνοια δέν περιορίζεται σέ ὡρισμένους καιρούς, οὔτε σέ ὡρισμένες πράξεις, ἀλλά συνεχίζεται ἕως τήν ὥρα τοῦ θανάτου».
Ἡ μετάνοια εἶναι κατάστασις ἐμπόλεμος, ἕνας πόλεμος διαρκής καί ἀκατάπαυστος κατά τῶν τριῶν ἐχθρῶν μας, τοῦ ἑαυτοῦ μας, τοῦ Διαβόλου καί τοῦ κόσμου. Ὁ μεγαλύτερος ὅμως ἐχθρός εἶναι ὁ ἴδιος μας ὁ ἑαυτός. Ὁ ἄνθρωπος πρέπει νά παλεύῃ μέ τόν ἴδιον τόν ἑαυτόν του, δηλαδή μέ τά πάθη του. Ὅποιος ἐνίκησε τόν ἑαυτόν του, δέν ἔχει νά φοβᾶται κανέναν ἀντίπαλον. Εἶπε Γέρων: «Εἰς ὅλην μου τήν ζωήν ἐπάλαιψα μέ τόν ἑαυτόν μου, διά νά σώσω τόν ἑαυτόν μου ἀπό τόν ἑαυτόν μου».
Ἡ μετάνοια εἶναι διαρκής. Ὁ Ἅγιος Συμεών ὁ Νέος Θεολόγος λέγει: «Καί ἄν χίλια χρόνια ζήσωμε στήν γῆ, ποτέ δέν θά μπορέσωμε τέλεια νά κατανοήσωμε τήν μετάνοια, ἀλλά ὀφείλομε καθημερινά νά βάζωμε ἀρχήν εἰς αὐτήν καί νά ἀγωνιζώμεθα».
Ἂς μετανοοῦμε λοιπόν συνεχῶς.

ΥΠΟΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
1. Φιλοκαλία τῶν Ἱερῶν Νηπτικῶν, Ἅγ. Μάξιμος ὁ Ὁμολογητής, Τόμος Β´, Κεφάλαια Διάφορα Θεολογικά τε καί Οἰκονομικά, Ἑκαντοντάς Α´, μβ´.
2. Χρυσοστόμου, τόμ. 30, σσ. 287, 289.
3. Ε.Π.Ε. Ἔργα Χρυσοστόμου, τόμ. 30, σ. 287.
4. Ε.Π.Ε. Ἔργα Χρυσοστόμου, τόμ. 30, σ. 297
5. Χρυσοστόμου, μνημ. ἔργ., σσ. 309, 311
6. Ε.Π.Ε. Ἔργα Χρυσοστόμου, τόμ. 30, σ. 241.
7. Ὁμιλία 28, PG. 151.361C.

Πῶς θεραπεύονται τά πάθη καί ἡ ἁμαρτία;



Ὁ τρόπος θεραπείας μιᾶς πνευματικῆς νόσου (ἁμαρτίας) διαφέρει πολύ ἀπό τόν τρόπο θεραπείας τῶν σωματικῶν παθήσεων. Στή δευτέρα περίπτωσι, χρειάζεται προσοχή καί ἁβρότης ἀπέναντι τοῦ πονεμένου μέρους. Πρέπει νά τοῦ βάλουμε χλιαρό νερό, μαλακά ἐπιθέματα, καταπραϋντικά κ.λ.π. 
Δέν συμβαίνει ὅμως τό ἴδιο μέ τίς πνευματικές παθήσεις. 
Ἄν ἔχης κάποια τέτοια ἀρρώστια, μήν τήν καλομεταχειρίζεσαι, ἀλλά σταύρωσέ την. Μή τῆς φέρεσαι μέ ἐπιείκεια, μή τήν θωπεύεις. 
Ἀλλά κάμε εὐθύς τό ἀντίθετο ὅ,τι σοῦ ζητεῖ.
Ἄν μίσησες τόν πλησίον σου, σταύρωσε εὐθύς αὐτό τό πάθος, ἄρχισε εὐθύς νά ἀγαπᾶς μέ περισσότερη ἀγάπη καί πάθος τόν πλησίον σου.
Ἄν ἔπεσες στό ἁμάρτημα τῆς φιλαργυρίας, ἀγωνίσου εὐθύς νά γίνης γενναιόδωρος. 
Ἄν παρασύρθηκες ἀπό τόν φθόνο, κάμε εὐθύς τήν καρδιά σου καλόβολη. 
Ἄν ἔπεσες σέ ὑπερηφάνεια, εὐθύς ταπείνωσε τόν ἑαυτό σου καί γίνε χῶμα νά σέ πατήσουν οἱ ἄλλοι. 
Ἄν φάνηκες λαίμαργος, ἀγωνίσου μέ τή νηστεία καί κρατήσου στήν ἐγκράτεια μέ ὑπομονή…
Τό μυστικό τῆς τέχνης γιά νά θεραπεύσομε τίς νόσους τῆς ψυχῆς ἔγκειται στό νά μή τίς λυπώμαστε καθόλου, ἀλλά νά τίς ξερριζώνουμε ἀμείλικτα.


Ἅγιος Ἰωάννης τῆς Κροστάνδης
"Ἡ ἐν Χριστῷ ζωή μου"

Ν'αγαπάς κάθε άνθρωπο αδιάκριτα. Μη λογαριάζεις αν είναι αδύναμος κι αμαρτωλός



Μη σκέφτεσαι την αμαρτία, αλλά την προέλευση του ανθρώπου, που είναι η ίδια η εικόνα του Θεού. 
Σε ενοχλούν οι αδυναμίες των άλλων ανθρώπων, η κακία τους, η υπερηφάνειά τους, ο φθόνος, η απληστία κι η κοιλιοδουλεία τους. Μα και σένα δε σου λείπουν οι κακίες, ίσως μάλιστα να'χεις περισσότερες από τους άλλους... 
Στο κάτω κάτω σε σχέση με την αμαρτία όλοι οι άνθρωπο είναι ίδιοι. «Πάντες γαρ ήμαρτον και υστερούνται της δόξης του Θεού» (Ρωμ. γ' 23). 
Όλοι είμαστε ένοχοι ενώπιον του Θεού και όλοι ζητούμε εξίσου το έλεος Του. 
Γι΄αυτό, εκτός από το να αγαπάμε τους άλλους, πρέπει να τους ανεχόμαστε και να τους συγχωρούμε, για να συγχωρήσει και μας ο ουράνιος Πατέρας μας. Πρέπει με όλη σου την ψυχή να τιμάς και να αγαπάς σε κάθε άνθρωπο την εικόνα Του Θεού, να μη λογαριάζεις τις αμαρτίες του. Μόνο ο Θεός είναι άγιος και αναμάρτητος. 
Και πρόσεξε πόσο μας αγαπά, πόσα δημιούργησε κι εξακολουθεί να δημιουργεί για μας! Μας τιμωρεί με αγάπη και μας συγχωρεί πλούσια.
Να σέβεσαι τον άνθρωπο έστω κι αν είναι αμαρτωλός, γιατί έχει πάντα ελπίδα να διορθωθεί. 

Από το βιβλίο Αγίου Ιωάννου Κροστάνδης 
"Η εν Χριστώ ζωή μου"

ΓΙΑ ΤΟΝ ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΟ ΑΓΩΝΑ

Προσφέρουμε στόν Θεό, ἕνα μικρό ἀγῶνα, δεκάρες εἶναι καί πρόκειται νά πάρουμε χρυσορυχεῖα εὐτυχίας καί ἀπολαύσεως στόν οὐρανό! Καί ὅμως ἐμεῖς οἱ ἄνθρωποι, δέν προσφέρουμε οὔτε αὐτές τίς λίγες δεκάρες τῆς προσφορᾶς, ἑνός ἀγῶνα ὑπέρ τοῦ Θεοῦ. Θαυμάζει κανείς πόσο μᾶς πωρώνει ὁ διάβολος καί ἡ ἁμαρτία, σά νά ἔχουμε πάθει μία παράλυση (πνευματική) καί δέν μποροῦμε νά ξεκολλήσουμε ὥστε νά κάνουμε κάτι γιά τήν σωτηρία μας...
Ὅλοι μας ἔχουμε δύο ἑαυτούς: ὁ ἕνας εἶναι ὁ παλιός Ἀδάμ καί ὁ ἄλλος εἶναι ὁ νέος Ἀδάμ.
Ὁ πρῶτος εἶναι ὁ παλιός ἄνθρωπος μέ τά πάθη καί τίς ἀδυναμίες καί ὁ δεύτερος Ἀδάμ εἶναι τῆς Χάριτος τοῦ Θεοῦ. Γι' αὐτό καί πρέπει νά ἀγωνισθοῦμε, ὥστε νά νικήσουμε τόν παλιό Ἀδάμ καί νά ἐπικρατήσει ὁ νέος Ἀδάμ, ὁ ἀναγεννημένος μέσα μας.
Ἡ κατά Θεόν σοφία ἐξασφαλίζεται μέ τόν ἀγῶνα πού κάνει ὁ πιστός μέ τόν διάβολο καί εἶναι ἡ τέχνη τῶν τεχνῶν καί ἡ ἐπιστήμη τῶν ἐπιστημῶν. Τέτοιες ψυχές θέλει ὁ Θεός, μέ ἀγωνιστικό πνεῦμα, τίς ὁποῖες προορίζει γιά τόν παράδεισο.
Ὅταν ὁ ἄνθρωπος ἀγωνίζεται καί ἐκτελεῖ τά καθήκοντά του, ἀσφαλίζει τόν ἑαυτόν του ἀπό κακό. Τά πνευματικά καθήκοντα, εἶναι σάν τά φάρμακα πού ἐξασφαλίζουν τήν ὑγεία στόν ἄνθρωπο.
Πρέπει νά βιάζομαι τόν ἑαυτόν μας στόν πνευματικό ἀγῶνα, διαφορετικά δέν θά ἔχουμε κανένα ὄφελος. Καί ἐάν δέν ἔχουμε πόθο σωτηρίας, δέν μποροῦμε νά βιάσουμε τόν ἑαυτόν μας, πάνω στόν σκληρό ἀγῶνα, τῆς κατά Χριστόν τελείωσής μας.
Νά παρακαλέσουμε τόν Θεό νά μᾶς χαρίση νήψη καί προσοχή, γιά νά ἐκτελοῦμε σωστά τά πνευματικά μας καθήκοντα. Νά μᾶς χαρίσει προθυμία στό νά ἐκτελοῦμε τίς ἐντολές Του.

Γέροντος Ἐφραίμ Ἀριζόνος

ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΕΣ ΟΔΗΓΙΕΣ ΓΙΑ ΨΥΧΟΣΩΜΑΤΙΚΗ ΚΑΘΑΡΟΤΗΤΑ
Ἐκδόσεις: "ΟΡΘΟΔΟΞΟΣ ΚΥΨΕΛΗ" 
Πληκτρολόγηση-ἐπιμέλεια Ἱστολόγιο ΚΑΙΟΜΕΝΗ ΒΑΤΟΣ 

Ἄν ἔρχεσαι νά ὑπηρετήσεις τό Θεό, ἑτοίμασε τήν ψυχή σου γιά πειρασμό



“ Ἄς μήν ἀνησυχοῦμε λοιπόν, ἄς μήν ἀδημονοῦμε ὅταν μᾶς ἔρχονται πειρασμοί. 
Γιατί, ἄν ὁ χρυσοχόος γνωρίζει πόσο χρόνο πρέπει ν’ ἀφήσει τό χρυσάφι στό καμίνι καί πότε νά τό βγάλει καί δέν τό ἀφήνει νά μένει στή φωτιά μέχρι νά καταστραφεῖ καί νά κατακαεῖ, πολύ περισσότερο τό ξέρει αὐτό ὁ Θεός καί, ὅταν δεῖ ὅτι γίναμε πιό καθαροί, μᾶς ἐλευθερώνει ἀπό τούς πειρασμούς, ὥστε νά μήν ἀνατραποῦμε καί πέσουμε ἀπό τό πλῆθος τῶν κακῶν. 
Ἄς μή δυσανασχετοῦμε λοιπόν, ἄς μή γινόμαστε μικρόψυχοι ὅταν μᾶς ἔρθει κάτι ἀπό τά ἀπροσδόκητα, ἀλλά ἄς ἀφήνουμε αὐτόν πού τά ξέρει καλά αὐτά νά δοκιμάζει στή φωτιά τήν ψυχή μας, ὅσο καιρό θέλει. Γιατί τό κάνει αὐτό γιά τό συμφέρον καί τό κέρδος ἐκείνων πού δοκιμάζονται.
Γι’ αὐτό καί κάποιος σοφός συμβουλεύει λέγοντας “παιδί μου, ἄν ἔρχεσαι νά ὑπηρετήσεις τό Θεό, ἑτοίμασε τήν ψυχή σου γιά πειρασμό, κάνε δίκαιη τήν καρδιά σου, δεῖξε ὑπομονή καί μήν ὑποχωρήσεις σέ περίοδο δυσκολιῶν” (Σοφ. Σειρ. β΄ 1-2). 
Ἄφησε σ’ αὐτόν, λέγει τά πάντα, γιατί γνωρίζει καλά πότε πρέπει νά μᾶς βγάλει ἀπό τό καμίνι τῶν συμφορῶν. Πρέπει λοιπόν σέ ὅλες τίς περιπτώσεις νά τά ἀφήνουμε σ’ αὐτόν καί πάντοτε νά τόν εὐχαριστοῦμε καί ὅλα νά τά ὑποφέρουμε μέ εὐγνωμοσύνη, εἴτε μᾶς εὐεργετεῖ, εἴτε μᾶς τιμωρεῖ, ἐπειδή καί αὐτό εἶναι ἕνα εἶδος εὐεργεσίας. 
Γι’ αὐτό καί ὁ γιατρός ὄχι μόνο ὅταν λούζει καί δίνει τροφή καί βγάζει τόν ἄρρωστο στούς κήπους, ἀλλά καί ὅταν τόν καυτηριάζει καί τόν χειρουργεῖ, εἶναι τό ἴδιο γιατρός. Καί ὁ πατέρας ἐπίσης, ὄχι μόνο ὅταν φροντίζει τόν υἱόν του, ἀλλά καί ὅταν τόν χτυπάει, τό ἴδιο εἶναι πατέρας, καί μάλιστα ὄχι λιγότερο ἀπ’ ὅ,τι εἶναι ὅταν τόν ἐπαινεῖ.
Γνωρίζοντας λοιπόν ὅτι ὁ Θεός εἶναι περισσότερο φιλόστοργος ἀπ’ ὅλους τούς γιατρούς, μήν ἐξετάζεις μέ περιέργεια, οὔτε νά ζητᾶς ἀπ’ αὐτόν λόγο γιά θεραπεία, ἀλλ’ εἴτε θέλει νά μᾶς ἀνακουφίσει εἴτε νά μᾶς τιμωρήσει, ἄς τοῦ παραδίδουμε τόν ἑαυτό μας τό ἴδιο καί στά δύο. 
Γιατί καί μέ τά δύο μᾶς ἐπαναφέρει στήν ὑγεία καί στό νά γίνουμε δικοί του, καί γνωρίζει αὐτά πού ὁ καθένας μας ἔχει ἀνάγκη καί τί συμφέρει στόν καθένα καί πῶς καί μέ ποιό τρόπο πρέπει νά σωθοῦμε, καί μᾶς ὁδηγεῖ σ’ αὐτόν τό δρόμο.
Ἄς ἀκολουθοῦμε λοιπόν ἐκεῖνο πού αὐτός προστάζει καί ἄς μήν ἐξετάζουμε τίποτε μέ λεπτομέρεια, εἴτε μᾶς προστάζει νά βαδίζουμε σέ ἄνετο καί εὔκολο δρόμο εἴτε σέ δύσκολο καί σκληρό, ὅπως ἀκριβῶς λοιπόν ἔκαμε καί στόν παράλητο αὐτόν. 
Ἕνα λοιπόν εἶδος εὐεργεσίας ἦταν αὐτό, τό ὅτι καθαρίζει δηλαδή τήν ψυχή του τόσο πολύ καιρό, ἀφοῦ τήν παρέδωσε σάν σέ κάποιο χωνευτήρι στή φωτιά τῶν πειρασμῶν. Καί δεύτερο εἶδος, ὄχι μικρότερο ἀπό τό πρῶτο, τό ὅτι εἶναι παρών σ’ αὐτούς τούς πειρασμούς, παρέχοντάς του πολλή παρηγοριά. Αὐτός ἦταν πού τόν στήριζε καί τόν συγκρατοῦσε καί τόν βοηθοῦσε καί δέν τόν ἄφηνε νά πέσει.”
“Γι’ αὐτό καί ὁ Παῦλος λέγει “πιστός δέ θεός, ὅς οὐκ ἐάσει ὑμᾶς πειρασθῆναι ὑπέρ ὅ δύνασθε, ἀλλά ποιήσει σύν τῷ πειρασμῷ καί τήν ἔκβασιν τοῦ δύνασθαι ὑμᾶς ὑπενεγκεῖν” (Α΄ Κορ. ι΄ 13). 
Ὄχι μόνο, λέγει, δέν ἀφήνει νά ἔρθει ἐπάνω μας δοκιμασία ἀνώτερη ἀπό τίς δυνάμεις μας, ἀλλά καί σ’ αὐτή τή σύμφωνη μέ τίς δυνάμεις μας δοκιμασία εἶναι παρών, ὑποστηρίζοντας καί ἐνισχύοντάς μας, ὅταν πρῶτα ἐμεῖς προσφέρουμε τά δικά μας, δηλαδή προθυμία, ἐλπίδα σ’ αὐτόν, εὐχαριστία, καρτερία, ὑπομονή. 
Γιατί ὄχι μόνο στούς κινδύνους πού εἶναι ἀνώτεροι ἀπό τίς δυνάμεις μας, ἀλλά καί σ’ αὐτούς πού εἶναι σύμφωνοι μέ τίς δυνάμεις μας χρειαζόμαστε τή βοήθεια τοῦ Θεοῦ, ἄν θέλουμε νά σταθοῦμε γενναῖα. 
Ἀλλοῦ πάλι λέγει “ὅπως συμμετέχουμε μέ τό παραπάνω στά παθήματα τοῦ Χριστοῦ, ἔτσι καί ἡ ἐνίσχυση τοῦ Χριστοῦ γίνεται σέ μᾶς μέ τό παραπάνω γιά νά μποροῦμε καί μεῖς μέ τόν ἴδιο τρόπο, πού μᾶς ἐνισχύει ὁ Θεός, νά ἐνθαρρύνουμε ὅσους περνοῦν κάθε εἶδος θλίψης” (Β΄ Κορ. α΄ 5. 4). 
Ὥστε ἐκεῖνος πού τόν ἐνίσχυσε καί αὐτόν εἶναι ὁ ἴδιος πού ἐπέτρεψε τόν πειρασμό νά ἔρθει ἐναντίον του ”.

Άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος

Η ΔΥΝΑΜΗ ΤΗΣ ΕΞΟΜΟΛΟΓΗΣΗΣ


Ο Αββάς Σεραπίων διηγήθηκε το εξής, το οποίο συνέβη στα νιάτα του: «Όταν έμενα με τον Γέροντά μου, καθώς τρώγαμε, όταν σηκωνόμουνα απ΄ το τραπέζι, με την ενέργεια του δαίμονος, έκλεβα παξιμάδι και το έτρωγα στα κρυφά. Καθώς όμως πέρναγε ο καιρός, τόσο πολύ με κυρίεψε αυτή η συνήθεια, ώστε δεν μπορούσα να την νικήσω. Η συνείδησις με έλεγχε, αλλά ντρεπόμουνα να το εξομολογηθώ στον Γέροντά μου.
Οικονόμησε όμως η φιλανθρωπία του Θεού το εξής. 
Ήλθαν στον Αββά μου μερικοί αδελφοί για ψυχική ωφέλεια, οι οποίοι των ρωτούσαν για τους λογισμούς τους. Τους αποκρίθηκε τότε ο Γέροντας “Τίποτε άλλο δεν βλάπτει τους Μοναχούς και χαροποιεί τους δαίμονες, όσο το να κρύβουν τους λογισμούς τους απ΄ τους πνευματικούς Πατέρες”. Επίσης τους μίλησε και περί εγκράτειας. 
Εγώ, ακούγοντας τα λεγόμενα, ήλθα σε συναίσθηση και σκέφθηκα ότι ο Θεός απεκάλυψε στον Γέροντα τα πταίσματά μου. Ήλθα λοιπόν σε κατάνυξη και άρχισα να κλαίω. Τότε έβγαλα απ΄ τον κόρφο μου το παξιμάδι, που κακώς είχα συνηθίσει να κλέβω, έπεσα στο έδαφος και ζητούσα συγνώμη για τα αμαρτήματά μου και ευχή για να έχω ασφάλεια στο μέλλον.
Ο Αββάς μου είπε: “Παιδί μου. η εξομολόγησή σου, και χωρίς να σου ειπώ τίποτε, σε ελευθέρωσε, και κατέσφαξες τον δαίμονα, ο οποίος μέχρι τώρα σε πλήγωνε με σιωπή. Από δω και στο εξής ποτέ δεν θα έχει τόπο σε σένα, αφού τον έβγαλες απ΄ την καρδιά σου με την εξομολόγηση”.
Δεν πρόλαβε να τελειώσει ο Γέροντας, και να η ενέργεια του δαίμονα φάνηκε σαν λαμπάδα φωτιάς που εξερχόταν απ΄ τον κόρφο μου και γέμισε το σπίτι δυσωδία, ώστε να νομίζουν οι παρόντες ότι καιγόταν εκεί πολύ θειάφι ! Τότε είπε πάλι ο Αββάς μου: “Να η απόδειξη των λόγων μου και της ελευθερίας σου. Μας πληροφόρησε καθαρά ο Κύριος με το σημείο που έγινε”.
Από τότε, λοιπόν, τόσο μου έφυγε το πάθος της γαστριμαργίας και η διαβολική εκείνη επιθυμία, ώστε ποτέ πια δεν το σκέφθηκα».


ΟΡΘΟΔΟΞΟΣ ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΗ ΚΥΨΕΛΗ, 
εκδ. «ΟΡΘΟΔΟΞΟΣ ΚΥΨΕΛΗ», 
ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ, σ. 53.

Περί προσευχής

Μη φαντάζεσαι, αδελφέ, ότι η προσευχή συνίσταται μόνο από λόγια ή ότι είναι δυνατό να μαθευτεί με λόγια. Όχι, η αλήθεια του πράγματος, την οποία πρέπει να αντιληφθείς, είναι ότι η πνευματική προσευχή δε φτάνει την πληρότητα σαν αποτέλεσμα της μάθησης ή της επανάληψης λέξεων. Γιατί δεν προσεύχεσαι σε άνθρωπο, μπροστά στον οποίο μπορείς να επαναλάβεις μια καλοσυνθεμένη ομιλία, αλλά απευθύνεις την προσευχή σου σ΄ Εκείνον που είναι Πνεύμα. Πρέπει, επομένως, να προσεύχεσαι «εν πνεύματι», γιατί κι΄ Εκείνος είναι Πνεύμα.

Ιωάννου του Ερημίτου


Ένας αυθόρμητος διάλογος με Μάρτυρα του Ιεχωβά


Τη Δευτέρα 25 Αυγούστου, σε ένα από τα κεντρικά πάρκα της Αθήνας, Μάρτυρες του Ιεχωβά είχαν στήσει δύο σταντ με βιβλία και έντυπα της Σκοπιάς. Περνώντας από εκεί, πλησίασα και άρχισα να ξεφυλλίζω το βιβλίο τους “Τι διδάσκει πράγματι η αγία Γραφή”.
Στο σταντ, υπήρχε ένας κύριος (με αυτόν διεξήχθη ο διάλογος) και δύο κυρίες. Πλησίασα το σταντ, χωρίς να με προσκαλέσουν. Εκείνη τη στιγμή, συζητούσαν μεταξύ τους. Ο κύριος στράφηκε σε μένα, αφού πήρα στα χέρια μου το βιβλίο και άρχισα να το φυλλομετρώ. Παρακάτω, καταγράφω το διάλογο ανάμεσα σε μένα και το Μάρτυρα του Ιεχωβά. Κάποια σχόλια με πλάγια γράμματα απευθύνονται στους αναγνώστες. Τα έντονα γράμματα αποδίδουν ό,τι τονίστηκε στη συζήτηση.
ΜτΙ: Καλημέρα σας!
Εγώ: Καλημέρα.
ΜτΙ: ...
Εγώ: Είχα πάει και στην ετήσια συνέλευση στο ΟΑΚΑ (ήθελα να ξεκινήσω τη συζήτηση). Με είχε καλέσει ένας φίλος, ΜτΙ.
ΜτΙ (με χαμόγελο): Α ναι; Φαντάζομαι πόσα πνευματικά θέματα θα έχετε να συζητήσετε.
Εγώ: Προέκυψαν διαφορές, άλλωστε κι εμείς κι εσείς το ξέρουμε ότι υπάρχουν. Μου είπε ότι θα ήθελε να βρεθούμε και να μιλήσουμε για το όνομα του Θεού, αλλά έκτοτε δεν έχει επικοινωνήσει ακόμη μαζί μου.
ΜτΙ: Κάτι θα του έτυχε. Αφού σας το είπε, σίγουρα θα μιλήσετε. Έχετε συζητήσει με άλλους Μάρτυρες του Ιεχωβά;
Εγώ: Αρκετές φορές μου έχουν δώσει φυλλάδια στο δρόμο και στο σπίτι μου, αλλά απλά μου έδιναν το φυλλάδιο και έφευγαν.
ΜτΙ: Χαίρομαι πάρα πολύ που είστε άτομο απροκατάληπτο. Θεωρώ αδιανόητο νέοι άνθρωποι να μην έχουν ευρύ νου και διάθεση να ανταλλάξουν σκέψεις και ιδέες (δεν σχολίασε το γεγονός ότι οι ομόπιστοί του απρόσωπα δίνουν ένα φυλλάδιο και φεύγουν). Θα είδατε και τη βάπτιση, εμείς δεν βαπτιζόμαστε σε νεαρή ηλικία, μια βασική διαφορά από εσάς. Ορθόδοξη δεν είστε;
Εγώ: Ναι, μάλιστα, Ορθόδοξη. Ξέρετε, εμείς βαπτίζουμε τα παιδιά μας από μωρά, γιατί στηριζόμαστε στα λόγια του Χριστού προς το Νικόδημο στο κατά Ιωάννη 3:3-5 (έχω μαζί μου μια Καινή Διαθήκη, τη μετάφραση των τεσσάρων, την άνοιξα και του έδειξα το χωρίο): "Ο Ιησούς του είπε: "Σε βεβαιώνω πως αν δε γεννηθεί κανείς ξανά, δεν μπορεί να δει τη βασιλεία του Θεού. Τον ρώτησε ο Νικόδημος: Πώς είναι δυνατόν ένας άνθρωπος ηλικιωμένος πια να γεννηθεί ξανά;...Ο Ιησούς του είπε: "Σε βεβαιώνω πως αν κανείς δε γεννηθεί από το νερό κι από το Πνεύμα, δεν μπορεί να μπει στη βασιλεία του Θεού...". Βλέπετε; "αν δε γεννηθεί κανείς ξανά...". Δεν πρόκειται δηλαδή για βάπτισμα αφιέρωσης, αλλά "εις άφεσιν αμαρτιών", όπως λέει και ο Απόστολος Πέτρος στο Πράξεις, 2:38-39 (του δείχνω το χωρίο, στην έκδοση που έχω, έχει αποδοθεί στα νέα ελληνικά "...για να συγχωρέθουν οι αμαρτίες σας...").
ΜτΙ: ...... (έμεινε για λίγο σιωπηλός). Περίεργο, έχω μιλήσει και με άλλους Ορθοδόξους, ακόμη και με ιερείς, αλλά δε μου έχουν πει αυτό.
Εγώ: Τι σας είπαν;
ΜτΙ: Διαφορετικά πράγματα, αλλά δεν έχει σημασία αυτή τη στιγμή.
Εγώ: Στηρίζουμε το νηπιοβαπτισμό και στην τελευταία εντολή του Κυρίου "πηγαίνετε λοιπόν και κάνετε μαθητές μου όλα τα έθνη, βαφτίζοντάς τους στο όνομα του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος...(του δείχνω πάλι το χωρίο από το Κατά Ματθαίον 28:16-20). Δηλαδή, για να γίνουμε μαθητές του Χριστού, πρέπει πρώτα να βαπτιστούμε.
ΜτΙ: Ναι, αλλά πρώτα λέει "κάνετε μαθητές" και στη συνέχεια "βαπτίζοντας". Πρώτα να κάνουν μαθητές και μετά να τους βαπτίζουν.
Εγώ: Εδώ, η μετοχή είναι τροπική. Δείχνει τον τρόπο, πώς να κάνουν μαθητές; Βαπτίζοντάς τους.
ΜτΙ: Συμφωνώ, τροπική, άρα πρώτα κάνουν μαθητές και μετά βαπτίζουν.
Εγώ: Συγγνώμη, αλλά αν κάτι μας δείχνει τον τρόπο, αυτό πρέπει να προηγηθεί για να πετύχουμε κάτι. Αν εγώ σας πω "πηγαίνετε στο περίπτερο, περπατώντας", θα πρέπει να περπατήσετε πρώτα, για να φτάσετε στο περίπτερο έπειτα.
ΜτΙ: Για το όνομα του Θεού, τι έχετε να πείτε; Δεν το χρησιμοποιείτε, όπως εμείς, αλλά εσείς το γνωρίζετε (1η αλλαγή θέματος, αλλά προσποιήθηκα ότι δεν το πρόσεξα);
Εγώ: Με τη φράση "το όνομα του Θεού", αναφέρεστε στο Ιεχωβά;
ΜτΙ: Μάλιστα. Εμείς, οι Μάρτυρες του Ιεχωβά, το γνωρίζουμε και το θεωρούμε απαραίτητο να το χρησιμοποιούμε για να έχουμε προσωπική σχέση μαζί Του.
Εγώ: Κοιτάξτε, εμείς οι Ορθόδοξοι και το γνωρίζουμε το όνομα αυτό, ένα από τα ονόματα, γιατί ο Θεός αποκαλύφθηκε με πολλά ονόματα και το χρησιμοποιούμε στις λατρευτικές μας συνάξεις, απλά δεν το χρησιμοποιούμε με τον τρόπο που το κάνετε εσείς, γιατί δεν το διδαχτήκαμε από τον Ιησού και τους αποστόλους μας.
ΜτΙ: Το χρησιμοποιείτε; Τι θέλετε να πείτε; Πρώτη φορά το ακούω αυτό! (Από όσα του είπα, ήταν ολοφάνερο ότι αυτό το σημείο τον είχε αιφνιδιάσει).
Εγώ: Υποθέτω ότι ξέρετε τι σημαίνει η λέξη «Αλληλούια», έτσι δεν είναι; "Αινείτε τον Γιαχ". Άλλωστε, και το βιβλιαράκι με τους ύμνους σας λέγεται “Ψάλλετε στον Ιεχωβά”και χρησιμοποιείτε τη φράση στους ύμνους σας (π.χ. βλ. ύμνο 104, “Αινείτε τον Γιαχ μαζί μου”).
ΜτΙ κυρία (που μέχρι τότε παρακολουθούσε σιωπηλή): Πώς γνωρίζετε τους ύμνους μας (φάνηκε ξαφνιασμένη);
Εγώ: Απλά έχω δει το βιβλίο σας στον ιστότοπό σας. Άλλωστε, άκουσα κάποιους στη συνέλευσή σας.
ΜτΙ (κύριος με τον οποίο συζητούσα): Ναι, συμφωνώ (ενν. για το τι σημαίνει «αλληλούια»).
Εγώ: Το «αλληλούια» λοιπόν ακούγεται εκατοντάδες φορές, όταν συγκεντρωνόμαστε στις εκκλησίες μας και ιδιαίτερα στη θεία Λειτουργία, "αινούμε τον Γιαχ". Αλλά υπάρχουν και πάρα πολλά άλλα και ίσως και πιο ουσιαστικά, που έχω να σας πω για το όνομα του Θεού.
ΜτΙ: Βλέπεις πράγματα, που είναι πολύ λυπηρά, π.χ. ιερείς να ευλογούν όπλα. Εμείς δεν θέλουμε τον πόλεμο. Δεν πάμε ούτε στο στρατό και έχουμε πληρώσει αυτή τη σταθερή μας απόφαση. Οι Χριστιανοί του 1ου αιώνα δεν πολεμούσαν (2η ολοφάνερη αλλαγή θέματος).
Εγώ: Εδώ βλέπω μια αντίφαση στα πιστεύω σας.
ΜτΙ: Τι αντίφαση;
Εγώ: Από τη μια αρνείστε ακόμη και να υπηρετήσετε τη θητεία σας στο στρατό και από την άλλη, φαντάζεστε τον Ιησού ως αρχηγό ενός στρατού, που θα έρθει να εξολοθρεύσει όσους δεν είναι Μάρτυρες του Ιεχωβά (βλ. ενδεικτικά το άρθρο “Χαιρετίστε τον Χριστό, τον Ένδοξο Βασιλιά!,” στη Σκοπιά, τ. 15 Φεβρουαρίου 2014, από όπου οι φωτογραφίες του παρόντος κειμένου).
ΜτΙ κυρία: Δεν είναι ακριβώς έτσι, όπως το λέτε, αλλά το πνεύμα, που είναι η ενεργός δύναμη του Θεού, έρχεται σε όποιον το ζητήσει (3η αλλαγή θέματος, ειλικρινά δεν κατάλαβα πώς της ήρθε αυτό).
ΜτΙ κύριος: Μια ακόμη σημαντική διαφορά μας.
Εγώ: Κοιτάξτε, αυτή τη στιγμή έχετε ανοίξει τέσσερα διαφορετικά θέματα, που για το καθένα έχουν γραφτεί τόμοι ολόκληροι και δεν έχουμε συζητήσει στην ουσία για κανένα από αυτά! Για τι από όλα θέλετε να μιλήσουμε: το νηπιοβαπτισμό, το όνομα του Θεού, τον πόλεμο ή το αν το άγιο Πνεύμα είναι η ενεργός δύναμη του Θεού;
ΜτΙ κυρία: Εδώ είναι λιγάκι δύσκολο, γιατί έχουμε έρθει για να διαδώσουμε το λόγο του Θεού σε όσους δεν τον ξέρουν. Εσείς φαίνεται ότι είστε καλή μαθήτρια και γνωρίζετε (διευκρινίζω, επειδή στο κείμενο λείπουν τα εξωγλωσσικά στοιχεία, τόσο απαραίτητα για την καλύτερη επικοινωνία, ότι αυτή η τελευταία φράση, το "καλή μαθήτρια", δεν ειπώθηκε καθόλου ειρωνικά).
Εγώ: Συγγνώμη, αλλά σύμφωνα και πάλι με τις θρησκευτικές σας πεποιθήσεις, όσα γνωρίζω είναι λάθος και θα χαθώ στον Αρμαγεδδώνα. Δεν πρέπει λοιπόν να συζητήσετε και μαζί μου; Τι σημασία έχει ότι γνωρίζω την πίστη μου, αφού για εσάς είναι λάθος;
ΜτΙ: Σας προτείνουμε να μπείτε στο επίσημο site μας, εδώ είναι η διεύθυνση και εκεί θα λυθούν οι απορίες σας. Κρατήστε και το βιβλίο αυτό (μου έδωσε το φυλλάδιο “Θα τελειώσουν ποτέ τα βάσανα;” Φαίνεται ότι ξέχασε πώς ήδη έχω επισκεφθεί το site τους, κάτι που του ανάφερα).
Δεν υπήρχε κάτι άλλο να πω, τους ευχαρίστησα και έφυγα.

Αλεξία Κρηνίτη

Αντιαιρετικός

Ἐξομολόγηση, ἐξομολόγος, ἐξομολογούμενος



Ἡ ἐξομολόγηση εἶναι θεοπαράδοτη ἐντολή καί ἀποτελεῖ ἕνα τῶν μυστηρίων τῆς Ἐκκλησίας μας. Ἡ ἐξομολόγηση δέν εἶναι μία τυπική, ἀπό συνήθεια «γιά τό καλό» καί λόγω τῶν ἐπικείμενων ἑορτῶν, βεβιασμένη καί πρόχειρη πράξη ἀπό ἕνα καί μόνο καθῆκον ἤ ὑποχρέωση καί πρός ψυχολογική ἐκτόνωση. Ἡ ἐξομολόγηση θά πρέπει νἄναι συνδυασμένη πάντοτε μέ τή μετάνοια. Μᾶς ἔλεγε Ἁγιορείτης Γέροντας: Πολλοί ἐξομολογοῦνται, λίγοι μετανοοῦν! (Αἰμιλιανός Σιμωνοπετρίτης).

Ἡ μετάνοια εἶναι μία ἐλεύθερη, καλλιεργημένη, ἐσωτερική διεργασία ἐπιμελημένη, συντριβῆς καί λύπης, γιά τήν ἀπομάκρυνση ἀπό τόν Θεό διά τῆς ἁμαρτίας. Ἡ μετάνοια ἡ ἀληθινή δέν συνδυάζεται μέ τήν ἀφόρητη θλίψη, τήν ὑπερβολική στενοχώρια καί τίς ἀδυσώπητες ἐνοχές. Τότε δέν εἶναι μᾶλλον εἰλικρινής μετάνοια, ἀλλά κρυφός ἐγωισμός, στραπατσάρισμα τοῦ «ἐγώ», θυμός μέ τόν ἑαυτό μας, πού ἐκδικεῖται γιατί ἐκτίθεται καί ντροπιάζεται καί δέν ἀνέχεται κάτι τέτοιο. Μετάνοια σημαίνει ἀλλαγή νοῦ, νοοτροπίας, μεταβολισμός, ἐγκεντρισμός χρηστοήθειας, μίσος τῆς ἁμαρτίας. Μετάνοια ἀκόμη σημαίνει ἀγάπη τῆς ἀρετῆς, καλοκαγαθία, ἐπιθυμία, προθυμία καί διάθεση σφοδρή ἐπανασυνδέσεως μέ τόν Χριστό διά τῆς Χάριτος τοῦ πανσθενουργοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Ἡ μετάνοια ξεκινᾶ ἀπό τά βάθη τῆς καρδιᾶς, ὁλοκληρώνεται ὅμως ἀπαραίτητα στό μυστήριο τῆς θείας καί ἱερᾶς ἐξομολογήσεως.

Ὁ ἐξομολογούμενος ἐξομολογεῖται εἰλικρινά καί ταπεινά ἐνώπιον τοῦ ἐξομολόγου, ὡς ἐν προσώπῳ τοῦ Χριστοῦ. Κανένας ἐπιστήμονας, ψυχολόγος, ψυχαναλυτής, ψυχίατρος, κοινωνιολόγος, φιλόσοφος, θεολόγος δέν μπορεῖ ν' ἀντικαταστήσει τόν ἐξομολόγο. Καμία εἰκόνα, ἔστω καί ἡ πιό θαυματουργή, δέν μπορεῖ νά δώσει αὐτό πού δίνει τό πετραχήλι τοῦ ἐξομολόγου, τήν ἄφεση τῶν ἁμαρτιῶν. Ὁ ἐξομολόγος ἀναλαμβάνει τόν ἐξομολογούμενο, τόν υἱοθετεῖ καί τόν ἀναγεννᾶ πνευματικά, γι' αὐτό καί ὀνομάζεται πνευματικός πατέρας. Ἡ πνευματική πατρότητα κανονικά εἶναι ἰσόβια, ἱερή καί δυνατή, δυνατότερη καί συγγενικοῦ δεσμοῦ. Ὁ πνευματικός τοκετός εἶναι ὀδυνηρός. Ὁ ἐξομολόγος μέ φόβο Θεοῦ «ὡς λόγον ἀποδώσων», γνώση, ταπείνωση καί ἀγάπη παρακολουθεῖ τόν ἀγώνα τοῦ ἐξομολογούμενου καί τόν χειραγωγεῖ διακριτικά στήν ἀνοδική πορεία τῆς ἐν Χριστῷ ζωῆς.

Ὁ ἐξομολόγος ἱερεύς ἔχει εἰδική εὐλογία ἀπό τόν ἐπίσκοπο γιά τό ἐξομολογητικό του ἔργο. Κανονικά ὅμως τό χάρισμα τοῦ «δεσμεῖν καί λύειν» ἁμαρτίες τό λαμβάνει μέ τή χειροτονία του εἰς πρεσβύτερο. Καθίσταται διάδοχος τῶν ἁγίων ἀποστόλων. Ἔτσι σημασία κύρια καί μεγάλη ἔχει ἡ ἐγκυρότητα καί ἡ κανονικότητα τῆς ἀποστολικῆς διαδοχῆς διά τῶν ἐπισκόπων. Τό μυστήριο τῆς ἐξομολογήσεως ὅπως καί ὅλα τ' ἅγια μυστήρια τῆς Ἐκκλησίας μας τελεσιουργοῦνται καί χαριτώνουν τούς πιστούς ὄχι κατά τήν ἀξία, ἱκανότητα, ἐπιστημοσύνη, λογιοσύνη, εὐφράδεια, δραστηριότητα καί τέχνη τοῦ ἱερέως, ἀκόμη καί τήν ἀρετή καί ἁγιότητά του, ἀλλά τή διά τῆς κανονικότητος τῆς ἱερωσύνης καί τοῦ Τελεταρχικοῦ Παναγίου Πνεύματος. Οἱ τυχόν ἁμαρτίες τοῦ ἱερέως δέν ἐμποδίζουν τή θεία Χάρη τῶν μυστηρίων. Ἀλλοίμονο ἄν ἀμφιβάλλουμε ἄν κατά τήν ἀναξιότητα τοῦ ἱερέως τό ψωμί καί τό κρασί ἔγινε σῶμα καί αἷμα Χριστοῦ κατά τή θεία Λειτουργία. Αὐτό βεβαίως δέν σημαίνει ὅτι ὁ ἱερεύς δέν θά πρέπει μόνιμα ν' ἀγωνίζεται γιά τήν καθαρότητά του. Ἔτσι δέν ὑπάρχουν καλοί καί κακοί ἐξομολόγοι. Ὅλοι οἱ ἐξομολόγοι τήν ἴδια ἄφεση δίνουν. Ἔχουμε ὅμως τό δικαίωμα ἐπιλογῆς τοῦ ἐξομολόγου. Μποροῦμε νά προστρέξουμε σέ αὐτόν πού ἀληθινά μᾶς ἀναπαύει. Δέν εἶναι σοβαρή ὅμως ἡ συνεχής ἀλλαγή ἐξομολόγου. Δέν φανερώνει κάτι τέτοιο πνευματική ὡριμότητα. Οὔτε ὅμως καί οἱ ἐξομολόγοι θά πρέπει νά στενοχωροῦνται παράφορα καί νά δημιουργοῦν μάλιστα καί προβλήματα ὅταν ἀναχωρήσει κάποιο πνευματικό τους τέκνο. Ἴσως τοῦτο σημαίνει πώς ἦταν νοσηρά συνδεδεμένοι μαζί του, συναισθηματικά, προσωποπαγῶς, δεμένοι μέ τό πρόσωπό του καί ὄχι μέ τόν Χριστό καί τήν Ἐκκλησία, καί θεωροῦν τήν ἀναχώρηση προσβολή, μείωση, ὅτι δέν ὑπάρχει καλύτερος ἤ μία αἴσθηση ὅτι οἱ ἄλλοι μᾶς ἀνήκουν ἀποκλειστικά καί μποροῦμε νά τούς ἐξουσιάζουμε καί νά τούς φερόμαστε μάλιστα ἐξαναγκαστικά ὡς καταπιεσμένους καί ἀνελεύθερους ὑποτακτικούς. Εἴπαμε βέβαια πώς ὁ ἐξομολόγος εἶναι πνευματικός πατέρας καί ὁ πνευματικός τοκετός ἐνέχει ὀδύνη. Ἔτσι εἶναι φυσικό νά λυπᾶται γιά τήν ἀναχώρηση τοῦ υἱοῦ του. Προτιμότερο ὅμως εἶναι νά εὔχεται γιά τήν πνευματική του πρόοδο καί τή σύνδεσή του μέ τήν Ἐκκλησία, ἔστω καί παρά τήν ἀποσύνδεσή του ἀπό τόν ἴδιο. Νά εὔχεται καί ὄχι νά ἀπεύχεται.

Τό ἔργο τοῦ ἐξομολόγου δέν εἶναι μόνο ἡ ἁπλή ἀκρόαση τῶν ἁμαρτιῶν τοῦ ἐξομολογούμενου καί ἡ ἀνάγνωση στό τέλος τῆς συγχωρητικῆς εὐχῆς. Οὔτε πάλι περιορίζεται μόνο στήν ὥρα τῆς ἐξομολογήσεως. Ὁ ἐξομολόγος σάν καλός πατέρας φροντίζει συνεχῶς τό τέκνο του, τό ἀκούει καί τό παρακολουθεῖ προσεκτικά, τό νουθετεῖ κατάλληλα, τό κατευθύνει εὐαγγελικά, τονίζει τά τάλαντά του, δέν τοῦ θέτει ὑπερβολικά βάρη, τό κανονίζει μέτρια ὅταν πρέπει, τό οἰκονομεῖ ὅταν ἀπογοητεύεται, βαρύνεται, δυσανασχετεῖ, ἀποκάμνει, τό θεραπεύει ἀνάλογα, δέν τό ἀποθαρρύνει ποτέ, συνεχίζοντας τόν ἀγώνα παθοκτονίας καί ἀρετοσυγκομιδῆς, μορφώνοντας στήν ψυχή του τήν ἀθάνατη Χριστό.

Ἡ ἀναπτυσσόμενη αὐτή πατρική καί υἱική σχέση ἐξομολόγου καί ἐξομολογουμένου δημιουργεῖ μία ἄνεση, ἐμπιστοσύνη, σεβασμό, ἱερότητα καί ἀνάταση. Ὁ ἐξομολογούμενος ἀνοίγει τήν καρδιά του στόν ἐξομολόγο καί τοῦ ἐκθέτει τά πιό κρύφια, τά πιό δόλια, τά πιό ἀκάθαρτα, ὅλα τά μυστικά του, πράξεις ἀπόκρυφες καί ἐπιθυμίες βλαβερές, ἀκόμη καί αὐτά πού δέν θέλει νά ὁμολογήσει στόν ἴδιο του τόν ἑαυτό καί δέν λέει στόν πιό στενό συγγενὴ του καί τόν καλύτερο φίλο του. Ἔτσι ὁ ἐξομολόγος θά πρέπει ἀπόλυτα νά σεβασθεῖ αὐτή τήν ἀπεριόριστη ἐμπιστοσύνη τοῦ ἐξομολογούμενου. Ἡ ἐμπιστοσύνη αὐτή ἐπαυξάνεται ὁπωσδήποτε καί ἀπό τό γεγονός ὅτι ὁ ἐξομολόγος εἶναι αὐστηρά δεσμευμένος, μέχρι θανάτου μάλιστα, ἀπό τούς θείους καί Ἱερούς Κανόνες τῆς Ἐκκλησίας μέ τό ἀπόρρητο τῆς ἐξομολογήσεως.

Στήν ὀρθόδοξη ἐξομολογητική δέν ὑπάρχουν βέβαια γενικές συνταγές, γιατί ἡ πνευματική καθοδήγηση τῆς κάθε μοναδικῆς ψυχῆς γίνεται ἐξατομικευμένα. Ὁ κάθε ἄνθρωπος εἶναι ἀνεπανάληπτος, μέ ἰδιαίτερη ψυχοσύνθεση, ἄλλο χαρακτήρα, διάφορες δυνάμεις καί δυνατότητες, ὅρια, ἐφέσεις, ἀντοχές, γνώσεις, ἀνάγκες καί διαθέσεις. Ὁ ἐξομολόγος μέ τή Χάρη τοῦ Θεοῦ καί τή θεία φώτιση θά πρέπει νά διακρίνει ὄλ' αὐτά, ὥστε ν' ἀποφασίσει τί καλύτερα θά πρέπει νά χρησιμοποιήσει γιά νά βοηθήσει τόν ἐξομολογούμενο. Ἄλλοτε χρειάζεται ἡ ἐπιείκεια καί ἄλλοτε ἡ αὐστηρότητα. Δέν εἶναι γιά ὅλους πάντοτε τά ἴδια. Οὔτε ὁ ἐξομολόγος θά πρέπει νἄναι πάντα αὐστηρός, ἔτσι μόνο γιά νά λέγεται αὐστηρός καί νά ἐκτιμᾶται. Οὔτε ὑπερβολικά ἐπιεικής, γιά νά προτιμᾶται καί νά λέγεται πνευματικός πατέρας πολλῶν. Χρειάζεται φόβος Θεοῦ, διάκριση, τιμιότητα, εἰλικρίνεια, ταπείνωση, μελέτη, γνώση καί προσευχή.

Ἡ «οἰκονομία» δέν ἀπαιτεῖται ἀπό τόν ἐξομολογούμενο. Οὔτε εἶναι ὀρθό νά γίνει κανόνας ἀπό τόν ἐξομολόγο. Ἡ «οἰκονομία» θά πρέπει νά παραμείνει ἐξαίρεση. Ἡ «οἰκονομία» ἐπίσης θά πρέπει νά εἶναι πάντα πρός καιρόν (Ἀρχιμ. Γεώργιος Γρηγοριάτης). Ὅταν ἐκλείψουν οἱ λόγοι πού τήν ἐπιβάλλουν ἀσφαλῶς δέν θά πρέπει νά χρησιμοποιεῖται. Γιά τήν ἴδια ἁμαρτία μποροῦμε νά ἔχουμε πολλούς διαφορετικούς τρόπους πρός ἀντιμετώπισή της.

Ὁ κανόνας δέν εἶναι πάντοτε ἀπαραίτητος. Ὁ κανόνας δέν εἶναι τιμωρία. Εἶναι παιδαγωγία. Ὁ κανόνας δέν τίθεται πρός ἱκανοποίηση τοῦ προσβληθέντος Θεοῦ καί ἐξιλέωση τοῦ ἁμαρτωλοῦ ἐνώπιον τῆς Θείας δικαιοσύνης. Αὐτή εἶναι μιὰ καθαρά αἱρετική διδασκαλία. Ὁ κανόνας συνήθως τίθεται στήν ἀνώριμη μετάνοια, πρός συναίσθηση καί συνειδητοποίηση τοῦ μεγέθους τῆς ἁμαρτίας. Ἡ ἁμαρτία κατά τήν ὀρθόδοξη διδασκαλία δέν εἶναι τόσο παράβαση τοῦ νόμου, ὅσο ἔλλειψη ἀγάπης στό Θεό. Ἀγάπα καί κᾶνε ὅ,τι θέλεις, ἔλεγε ὁ ἱερός Αὐγουστῖνος.

Ὁ κανόνας τίθεται πρός ὁλοκλήρωση τῆς μετάνοιας τοῦ ἐξομολογούμενου, γι' αὐτό, καθώς ὀρθά λέγει ὁ π. Ἀθανάσιος Μετεωρίτης, ὅπως ὁ ἐξομολόγος δέν ἐπιτρέπεται νά κοινοποιεῖ τίς ἁμαρτίες τοῦ ἐξομολογουμένου, ἔτσι κι ὁ ἐξομολογούμενος δέν ἐπιτρέπεται νά κοινοποιεῖ στούς ἄλλους τόν κανόνα πού τοῦ ἔθεσε ἰδιαίτερα ὁ ἐξομολόγος, πού εἶναι συνισταμένη πολλῶν παραμέτρων.

Ὁ ἐξομολόγος λειτουργεῖ ὡς χορηγός τῆς χάριτος τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Κατά τήν ὥρα τοῦ μυστηρίου δέν λειτουργεῖ ὡς ψυχολόγος καί ἐπιστήμονας. Λειτουργεῖ ὡς ἱερεύς, ὡς ἔμπειρος ἰατρός, ὡς φιλόστοργος πατέρας. Ἀκούγοντας τ' ἁμαρτήματα τοῦ ἐξομολογουμένου προσεύχεται νά τόν φωτίσει ὁ Θεός νά δώσει τό καλύτερο φάρμακο πρός θεραπεία, νά σφυγμομετρήσει τόν βαθμό καί τήν ποιότητα τῆς μετανοίας του. Ὁ ἐξομολόγος δέν στέκεται ἀπέναντι στόν ἐξομολογούμενο μέ περιέργεια, καχυποψία, ζήλεια, ὑπερβολική αὐστηρότητα, ἐξουσιαστικότητα καί ἀλαζονεία, ἀλλά οὔτε καί ἀδιάφορα, ἐπιπόλαια, ἀπρόσεκτα καί κουρασμένα. Ἡ ταπείνωση, ἡ ἀγάπη καί ἡ προσοχή τοῦ ἐξομολόγου θά βοηθήσει πολύ τόν ἐξομολογούμενο. Οὔτε ὁ ἐξομολόγος θά πρέπει νά κάνει πολλές, περιττές καί ἀδιάκριτες ἐρωτήσεις. Ἰδιαίτερα θά πρέπει νά διακόπτει τίς λεπτομερεῖς περιγραφές διαφόρων ἁμαρτημάτων καί ἰδιαίτερα σαρκικῶν, ἀκόμη καί τίς ἀναφορές ὀνομάτων, ὥστε ν' ἀσφαλίζεται περισσότερο. Ὁ ἐξομολογούμενος πάλι δέν θά πρέπει νά φοβᾶται, νά δειλιάζει καί νά ντρέπεται, ἀλλά νά σέβεται, νά ἐμπιστεύεται, νά τιμᾶ καί νά εὐλαβεῖται τόν ἐξομολόγο. Αὐτό τό κλίμα πάντως τῆς ἱερότητος, ἀλληλοσεβασμοῦ καί ἐμπιστοσύνης κυρίως θά τό καλλιεργήσει, ἐμπνεύσει καί δημιουργήσει ὁ ἐξομολόγος.


Ἡ ἁγία μητέρα μας Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία εἶναι τό σῶμα τοῦ Ἀναστημένου Χριστοῦ, εἶναι ἕνα ἀπέραντο θεραπευτήριο, ἀποθεραπείας τῶν ἀσθενῶν ἁμαρτωλῶν πιστῶν, ἀπό τά τραύματα, τίς πληγές καί τίς ἀσθένειες τῆς ἁμαρτίας, τῶν παθογόνων δαιμόνων καί τῶν ἰοβόλων δαιμονικῶν παγίδων καί ἐπηρειῶν τῶν δαιμονοκινήτων παθῶν.

Ἡ Ἐκκλησία μας δέν εἶναι παράρτημα τοῦ ὑπουργείου κοινωνικῆς προνοίας, οὔτε συναγωνίζεται νά ξεπεράσει τούς διάφορους συλλόγους κοινωνικῆς εὐποιΐας, δίχως διόλου ν' ἀρνεῖται τό σπουδαῖο καί ἀγαθό αὐτό ἔργο καί νά μή τό ἐπιτελεῖ πλούσια, ἐπαινετά καί θαυμάσια, ἀλλά κυρίως εἶναι ἡ χορηγός νοήματος τῆς ζωῆς, λυτρώσεως καί σωτηρίας τῶν πιστῶν «ὑπέρ ὧν Χριστός ἀπέθανεν» διά τῆς συμμετοχῆς τους στά μυστήρια τῆς Ἐκκλησίας. Τό πετραχήλι τοῦ Ἱερέως εἶναι πλάνη, ὅπως ἔλεγε ὁ Γέροντας Παΐσιος ὁ Ἁγιορείτης, πού λειαίνει καί ἰσιάζει τούς ἀνθρώπους, εἶναι θεραπευτικό νυστέρι παθοκτονίας καί ὄχι μιστρὶ ἐργασιομανίας ἤ σύμβολο ἐξουσίας. Εἶναι ὑπηρετική ποδιά διακονίας τῶν ἀνθρώπων πρός θεραπεία καί σωτηρία.

Ὁ Θεός χρησιμοποιεῖ τόν ἱερέα γιά τή συγχώρηση τοῦ πλάσματός του. Τό λέγει χαρακτηριστικά ἡ εὐχή: «Ὁ Θεός συγχωρῆσαι σοι δι' ἐμοῦ τοῦ ἁμαρτωλοῦ πάντα, καί ἐν τῷ νῦν αἰώνι καί ἐν τῷ μέλλοντι. καί ἀκατάκριτόν σε παραστῆσαι ἐν τῷ φοβερῶ αὐτοῦ Βήματι. περί δέ τῶν ἑξαγορευθέντων ἐγκλημάτων μηδεμίαν φροντίδα ἔχων, πορεύου εἰς εἰρήνην». Ἀνεξομολόγητες ἁμαρτίες θά βαραίνουν τόν ἄνθρωπο καί στόν μέλλοντα αἰώνα. Ἐξομολογημένες ἁμαρτίες δέν ἐξομολογοῦνται. Εἶναι σάν νά μή πιστεύει κανείς στήν χάρη τοῦ μυστηρίου. Ὁ Θεός τά γνωρίζει, ἀλλά θά πρέπει πρός ἄφεση, ταπείνωση καί ἴαση νά ἑξαγορευθοῦν. Ἡ ἐνίοτε ἐπιτίμηση ἁμαρτιῶν δέν ἀναιρεῖ τήν ἀγάπη τῆς Ἐκκλησίας, ἀλλά ἀποτελεῖ παιδαγωγική ἐπίσκεψη πρός καλύτερη συναίσθηση τῶν πταισμάτων.

Κατά τόν ὅσιο Νικόδημο τόν Ἁγιορείτη «ἡ ἐξομολόγησις εἶναι μία θεληματική διά στόματος φανέρωσις τῶν πονηρῶν ἔργων καί λόγων καί λογισμῶν, κατανυκτική, κατηγορητική, εὐθεία, χωρίς ἐντροπήν, ἀποφασιστική, πρός νόμιμον πνευματικόν γινομένη». Ὁ θεοφόρος ὅσιος εὐσύνοπτα, μεστά καί σημαντικά ἀναφέρει πώς ἡ ἐξομολόγηση πρέπει νά γίνεται θεληματικά, ἐλεύθερα, ἀβίαστα, ἀνεξανάγκαστα, δίχως ὁ ἐξομολόγος ν' ἄγχεται νά ἐκμαιεύσει τήν ὁμολογία τοῦ ἐξομολογουμένου. Μέ κατάνυξη, συναίσθηση δηλαδή τῆς λύπης πού προκάλεσε εἰλικρινά μέ τήν ἁμαρτία στόν Θεό. Ὄχι συναισθηματικά, ὑποκριτικά, λιπόψυχα δάκρυα. Κατάνυξη γνήσια πού σημαίνει συντριβή, μεταμέλεια, μίσος τῆς ἁμαρτίας, ἀγάπη τῆς ἀρετῆς, ἐπίγνωση εὐγνωμοσύνης στόν Δωρεοδότη Θεό. Κατηγορητική σημαίνει ὑπεύθυνη ἐξομολόγηση, δίχως δικαιολογίες, ὑπεκφυγές, στρεψοδικίες, ἀνευθυνότητες καί μεταθέσεις, μέ εἰλικρινῆ αὐτομεμψία καί γνήσια αὐτοεξουθένωση, πού φέρει τή χαρμολύπη καί τό χαροποιό πένθος τῆς Ἐκκλησίας. Εὐθεία σημαίνει ἐξομολόγηση μέ κάθε εἰλικρίνεια, εὐθύτητα καί ἀκρίβεια, ἀνδρεία καί θάρρος, αὐστηρότητα καί γενναιότητα. Συμβαίνει ἀκόμη καί τήν ὥρα αὐτή ὁ ἄνθρωπος νά μή παραδέχεται τήν ἥττα του, τήν πτώση καί τήν ἀδυναμία του καί μέ ὡραιολογίες καί μακρυλογίες νά μεταθέτει τά ποσοστά εὐθύνης του, μέ περιστροφές καί μισόλογα, κατηγορώντας καί τούς ἄλλους, προκειμένου νά φυλάξει ἀκόμη καί τώρα ἀτσαλάκωτο τό ἐγώ του. Χωρίς ἐντροπή ἐξομολόγηση σημαίνει παρουσίαση τοῦ πραγματικοῦ οἰκτροῦ ἑαυτοῦ μας. Ἡ ντροπή εἶναι καλή πρό τῆς ἁμαρτίας καί ὄχι μετά καί μπροστά στόν ἐξομολόγο. Ἡ πρό τοῦ ἐξομολόγου ντροπή λέγουν θά μᾶς ἐλευθερώσει ἀπό τή ντροπή στήν ἔσχατη κρίση, ἀφοῦ ὅ,τι συγχωρήσει ὁ ἐξομολόγος δέν θά ξανακριθεῖ. Ἀποφασιστική ἐξομολόγηση σημαίνει νά εἶναι καθαρή, συγκεκριμένη, εἰλικρινής καί μέ τήν ἀπόφαση νά μή ἐπαναλάβει τά ἐξομολογηθέντα ἁμαρτήματα ὁ πιστός. Ἀκόμη ἡ ἐξομολόγηση θά πρέπει νά εἶναι συνεχής, ὥστε τά φιλεπίστροφα, κατά τόν ὅσιο Ἰωάννη τῆς Κλίμακος, πάθη νά μή ἰσχυροποιοῦνται, ἀλλά ἀντίθετα σύντομα νά θεραπεύονται. Ἔτσι δέν λησμονοῦνται οἱ ἁμαρτίες, ὑπάρχει τακτικός ἔλεγχος, αὐτοπαρατήρηση, αὐτοέλεγχος, αὐτογνωσία καί αὐτομεμψία, δέν ἐγκαταλείπει ἡ Θεία Χάρη καί οἱ δαιμονικές παγίδες συντρίβονται εὐκολότερα καί ἡ μνήμη τοῦ θανάτου δέν εἶναι φοβερή καί τρομακτική.

Συμβαίνει συχνά-πυκνά καί τ' ὁμολογοῦμε μέ πολύ πόνο καί περισσή ἀγάπη τό κήρυγμα νά μήν εἶναι τόσο ὀρθόδοξο. Δηλαδή νά ἐξαντλεῖται σ' ἕνα ἀκόμη σχολιασμό τῆς φθηνῆς ἐπικαιρότητος καί νά μετατρέπεται κατά κάποιο τρόπο ὁ ἱερός ἄμβωνας σέ τηλεοπτικό «παράθυρο», ὅπου λέμε καί ἐμεῖς τή γνώμη μας γιά τά τρέχοντα καί συμβαίνοντα. Ὅμως τ' ὀρθόδοξο κήρυγμα κυρίως εἶναι ἐκκλησιολογικό, χριστολογικό, σωτηριολογικό, ἁγιολογικό καί ψυχωφελές. Τό κήρυγμα τῆς μετανοίας ἀπό τῶν Προφητῶν, τοῦ Τιμίου Προδρόμου, τοῦ Σωτῆρος Χριστοῦ καί πάντων τῶν ἁγίων παραμένει λίαν ἐπίκαιρο καί ἀναγκαῖο. Βασική προϋπόθεση τῆς μετοχῆς στ' ἅγια μυστήρια καί τῆς ἀνοδικῆς πνευματικῆς πορείας εἶναι ἡ καθαρότητα τῆς καρδιᾶς. Καθαρότητα ἀπό τήν ποικίλη ἁμαρτία, τό πνεῦμα τῆς ἀπληστίας καί τῆς εὐδαιμονίας τῆς σύγχρονης ὑπερκαταναλωτικῆς κοινωνίας, τό πνεῦμα τῆς ἀντίθεης ὑπερηφάνειας ἑνός κόσμου ναρκισσευομένου, ἀτομικιστικοῦ, ἀταπείνωτου, ἀφιλάνθρωπου, ὑπερφίαλου καί παράδοξου, τό δαιμονικό πνεῦμα τῶν πονηρῶν λογισμῶν, τῶν φαντασιῶν καί φαντασιώσεων, τῶν καχυποψιῶν καί ζηλοφθονιῶν, τῶν ἀκαθάρτων καί σκοτεινῶν.

Κατάντησε δυσεύρετο κόσμημα ἡ καθαρότητα τῆς καρδιᾶς, στίς ἀδελφικές σχέσεις, τίς συζυγίες, τίς συναδελφικές ὑποχρεώσεις, τίς φιλίες, τίς συζητήσεις, τίς σκέψεις, τίς ἐπιθυμίες, τίς ἱερατικές κλήσεις. Τά λεγόμενα μέσα μαζικῆς ἐνημερώσεως ξέπεσαν σέ ρυπογόνες ἑστίες. Λησμονήθηκε ἡ νηπτική ἐγρήγορση, ἡ ἀσκητική νηφαλιότητα, ἡ παραδοσιακή ὀλιγάρκεια, ἁπλότητα καί λεβεντιά. Ἔτσι μολύνεται τό λογιστικό τῆς ψυχῆς, διεγείρεται στήν ἀπληστία τό ἐπιθυμητικό καί ἀμβλύνεται σοβαρά τό βουλητικό, ὥστε ἀδύναμος ὁ ἄνθρωπος νά παρασύρεται στό κακό δίχως φραγμό καί ὅρια.

Ἐπικρατεῖ ἡ αὐτοδικαίωση, ἡ δικαιολόγηση τῶν παθῶν, ἡ ὡραιοποίηση τῆς ἁμαρτίας, ἡ κατοχύρωσή της διά νέων ψυχολογικῶν ἐρεισμάτων. Θεωρεῖται μείωση, ἀδυναμία καί λάθος ἡ παραδοχή τοῦ λάθους, ἡ ἀνάληψη τῆς εὐθύνης καί ἡ ταπεινή ἀποδοχή τοῦ σφάλματος. Ἡ συνεχής δικαιολόγηση τοῦ ἑαυτοῦ μας καί ἡ ἐπιμελημένη μετάθεση εὐθυνῶν δημιουργοῦν ἕνα ἄνθρωπο συγχυσμένο, διχασμένο, ταραγμένο, ταλαιπωρημένο, δυστυχισμένο καί ἐγωπαθῆ, ἐμπαιζόμενο ἀπό τόν δαίμονα, αἰχμαλωτιζόμενο ἀπό αὐτόν στ' ἄφωτα δίχτυά του.

Κυριαρχεῖ ἕνας ἀνόητος ὀρθολογισμός, ὁ ὁποῖος ἐπιλέγει εὐαγγελικές ἀρετές καί συνοδικούς κανόνες, κατά τήν ἀρέσκεια, προτίμηση καί εὐκολία, σέ σοβαρά θέματα νηστειῶν, ἐγκράτειας, τεκνογονίας, ἤθους, σεμνότητος, αἰδοῦς, τιμιότητος καί ἀκριβείας.

Κατόπιν ὅλων τούτων, τά ὁποῖα δέν νομίζω ὅτι ὑπερβάλλουμε, θεωροῦμε ὅτι οἱ ἐξομολόγοι δέν ἔχουν εὔκολο ἔργο. Δέν ἀρκεῖ πλέον ἡ χειραγωγία στή μετάνοια καί ἡ καλλιέργεια τῆς ταπεινώσεως, ἀλλά χρειάζεται τό ποίμνιο κατήχηση, ἐπαναευαγγελισμό, κατάρτιση, μεταβολισμό πνευματικό πρός ἀπόκτηση ἰσχυρῶν ἀντισωμάτων. Ἀπαραίτητη ἡ ἀντίσταση, ἀντίδραση καί ἀντιμετώπιση τοῦ σφοδροῦ ρεύματος τῆς ἀποϊεροποιήσεως, τῆς ἐκκοσμικεύσεως, τοῦ ἀποηρωισμοῦ, τοῦ εὐδαιμονισμοῦ, τοῦ πλουτισμοῦ καί κορεσμοῦ. Ἰδιαιτέρως προσοχῆς, διδαχῆς καί ἀγάπης ἔχουν ἀνάγκη οἱ νέοι, πού ἡ ἀγωγή δέν τούς βοηθᾶ νά συνειδητοποιήσουν τό νόημα καί τό σκοπό τῆς ζωῆς, τό κενό, τό ἄκοσμο, τό ἄνομο, τό ἄφωτο τῆς ἁμαρτίας.

Σοβαρό πρόβλημα ἀποτελεῖ ἀκόμη καί γιά τούς χριστιανούς μας ἡ ἀγχώδης συχνά ἀναζήτηση μιᾶς ἄκοπης, ἄμοχθης καί ἄλυπης ζωῆς. Ἀναζητοῦμε Κυρηναίους. Δέν ἀποδεχόμεθα τήν ἄρση τοῦ προσωπικοῦ μας σταυροῦ. Δέν γνωρίζουμε τό βάθος καί τό εὖρος τοῦ σταυροῦ. Προσκυνοῦμε τόν σταυρό στήν ἐκκλησία, κάνουμε τόν σταυρό μας, ἀλλά δέν ἀσπαζόμαστε τόν προσωπικό μας σταυρό. Τελικά θέλουμε ἕνα ἀσταύρωτο Χριστιανισμό. Δέν ὑπάρχει ὅμως Πάσχα δίχως Μεγάλη Παρασκευή.

Τιμᾶμε τούς μάρτυρες καί τούς ὁσίους, ἀλλά δέν θέλουμε ἐμεῖς καμιά κακοπάθεια, καμιά καθυστέρηση, καμιά δυσκολία. Δυσκολευόμαστε στή νηστεία, δυσανασχετοῦμε στήν ἀσθένεια, δέν ἀνεχόμαστε πικρό λόγο, ἀκόμη καί ὅταν φταῖμε, ὁπότε πῶς νά ὑπομένουμε ἀδικία, συκοφαντία, κατατρεγμό καί ἐξορία, ὅπως οἱ ἅγιοί μας; Εἶναι γεγονός ἀδιαμφισβήτητο πώς τό σύγχρονο κοσμικό πνεῦμα τῆς εὐκολίας, τῆς ἀνέσεως καί τοῦ ὑπερκαταναλωτισμοῦ ἔχει ἐπηρεάσει ἰσχυρά τό μέτρο τῆς πνευματικῆς ζωῆς. Θέλουμε γενικά ἕνα ἀντιασκητικό Χριστιανισμό. Ἡ Ὀρθοδοξία ὅμως βάση ἔχει τό ἀσκητικό Εὐαγγέλιο.

Ἕνα ἄλλο μεγάλο πρόβλημα τῆς ἐποχῆς μας εἶναι ἡ νοσηρή καί ὑπερβολική ἐμπιστοσύνη τοῦ ἀνθρώπου στή λογική, τή διάνοια, τή γνώση καί τήν κρίση του. Πρόκειται γιά τόν παχυλό καί κουραστικό ἐν τέλει ὀρθολογισμό. Ἡ νηπτική ὀρθόδοξη θεολογία μᾶς διδάσκει τό νοῦ νά τόν ἔχουμε ἐργαλεῖο καί νά τόν κατεβάσουμε στήν καρδιά. Ἡ Ἐκκλησία μας δέν καλλιεργεῖ καί παράγει διανοούμενους. Γιά μᾶς ὁ ὀρθολογισμός δέν εἶναι φιλοσοφική νοοτροπία, ἀλλά μιὰ καθαρά ἁμαρτητική βιοθεωρία, μιὰ μορφή ἀθεΐας, ἀφοῦ ἀντιβαίνει στήν ἐντολή τῆς πίστεως, τῆς ἐλπίδος, τῆς ἀγάπης καί τῆς ἐμπιστοσύνης στόν Θεό. Ὁ ὀρθολογιστής κρίνει τά πάντα μέ τήν κρισάρα τοῦ μυαλοῦ, μόνο μέ τόν πεπερασμένο νοῦ του, κέντρο εἶναι ὁ ἐαυτός του καί τό κυρίαρχο ἐγώ του καί δέν ἐμπιστεύεται τή θεία Πρόνοια, τή θεία Χάρη καί θεία Βοήθεια στή ζωή του.

Θεωρώντας συχνά τόν ἑαυτό του ἀλάνθαστο ὁ ὀρθολογιστής δέν ἐπιτρέπει στόν Θεό νά ἐπέμβει στή ζωή του καί νά τόν κρίνει. Ἔτσι δέν θεωρεῖ ὅτι ἔχει ἀνάγκη ἐξομολογήσεως. Ὁ ἅγιος Συμεών ὁ Νέος Θεολόγος ὅμως λέγει πώς τό νά νομίζει κάποιος πώς δέν ἔπεσε σέ ἁμαρτήματα, αὐτό εἶναι ἡ πιό μεγάλη πτώση καί πλάνη καί τό πιό μεγάλο ἁμάρτημα. Παρασυρμένοι ὁρισμένοι νεώτεροι θεολόγοι μιλοῦν γι' ἀστοχία καί ὄχι γιά ἁμαρτία, θέλοντας ν' ἀμβλύνουν τή φυσική διαμαρτυρία τῆς συνειδήσεως. Ἡ αὐτάρκεια ὁρισμένων ἐκκλησιαζομένων καί νηστευόντων χριστιανῶν κρύβει ἐνίοτε ἕνα λανθάνοντα φαρισαϊσμό, ὅτι δέν εἶναι ὅπως οἱ λοιποί τῶν ἀνθρώπων καί ὡς ἐκ τούτου δέν χρήζουν ἐξομολογήσεως.

Κατά τούς ἁγίους πατέρες τῆς Ἐκκλησίας μας τό μεγαλύτερο κακό εἶναι ἡ ὑπερηφάνεια, ἡ μητέρα ὅλων τῶν παθῶν κατά τόν ὅσιο Ἰωάννη τῆς Κλίμακος. Πρόκειται γιά πολύτεκνη μητέρα μέ πρῶτες θυγατέρες τήν κενοδοξία καί τήν αὐτοδικαίωση. Ἡ ὑπερηφάνεια εἶναι μιὰ μορφή ἄρνησης Θεοῦ, εἶναι ἐφεύρεση τῶν πονηρῶν δαιμόνων, ἀποτέλεσμα πολλῶν κολακειῶν καί ἐπαίνων, πού ἐπιφέρει τήν ἐξουδένωση καί ἐξουθένωση τῶν ἀνθρώπων, τή θεομίσητη κατάκριση, τόν θυμό, τήν ὀργή, τήν ὑποκρισία, τήν ἀσπλαχνία, τή μισανθρωπία, τή βλασφημία. Ἡ ὑπερηφάνεια εἶναι ἕνα πάθος φοβερό, δύσκολο, δυνατό καί δυσθεράπευτο. Ἡ ὑπερηφάνεια ἐπίσης εἶναι πολυδύναμη καί πολυπρόσωπη. Ἐκδηλώνεται ὡς ματαιοδοξία, μεγαλαυχία, οἴηση, ἀλαζονεία, ὑπεροψία, φυσίωση, τύφωση, καύχηση, ἰταμότητα, ἔπαρση, μεγαλομανία, φιλοδοξία, φιλαυτία, φιλαρέσκεια, φιλοχρηματία, φιλοσαρκία, φιλαρχία, φιλοκατηγορία καί φιλονικία. Ἀκόμη ὡς αὐταρέσκεια, προσωποληψία, αὐθάδεια, ἀναίδεια, παρρησία, ἀναλγησία, ἀντιλογία, ἰσχυρογνωμοσύνη, ἀνυπακοή, εἰρωνεία, πεῖσμα, περιφρόνηση, προσβολή, τελειομανία καί ὑπερευαισθησία. Ἡ ὑπερηφάνεια τελικά ὁδηγεῖ στήν ἀμετανοησία.


Ὄργανο τῆς ὑπερηφάνειας συχνά γίνεται ἡ γλώσσα. Μέ τήν ἀργολογία, τή φλυαρία, τήν πολυλογία, τό κουτσομπολιό, τή μωρολογία, τή ματαιολογία, τήν ἀνειλικρίνεια, τήν ἀδιακρισία, τή διγλωσσία, τή διπλωματία, τήν εὐτραπελία, τήν προσποίηση καί τόν ἐμπαιγμό.

Ἀπό τά ἑπτά θανάσιμα ἁμαρτήματα προέρχονται πολλά ἄλλα πάθη. Ἀφοῦ ἀναφέραμε τά τῆς ὑπερηφάνειας, ἐρχόμαστε στή φιλαργυρία, πού γεννᾶ τή φιλοχρηματία, τήν πλεονεξία, τήν ἀπληστία, τήν τσιγγουνιά, τήν ἀνελεημοσύνη, τή σκληροκαρδία, τήν ἀπάτη, τήν τοκογλυφία, τήν ἀδικία, τή δολιότητα, τή σιμωνία, τή δωροληψία, τόν τζόγο. Ἡ πορνεία ἔχει μύριες ἐκφάνσεις ὅπως ὁ φθόνος μέ τίς ὕπουλες καί πονηρές κακίες του, ἡ ἀχόρταγη γαστριμαργία, ὁ θυμός καί ἡ ὕποπτη ἀκηδία καί ἀμέλεια.

Ἰδιαιτέρως προσοχῆς χρήζουν πολλά ἀνορθόδοξα στοιχεῖα στήν οἰκογενειακή ζωή καί φρονοῦμε πώς θά πρέπει νά θεαθοῦν προσεκτικά ἀπό ἐξομολόγους καί ἐξομολογουμένους. Ἡ ἀποφυγή τῆς τεκνογονίας, ἡ εἰδωλοποίηση τῶν τέκνων, θεωρούμενα προέκταση τοῦ ἐγώ τῶν γονέων, ὑπερπροστατευόμενα, παρακολουθούμενα συνεχῶς καί ἐξουσιαζόμενα βάναυσα. Ὁ γάμος εἶναι στίβος ταπεινώσεως, ἀλληλοπεριχωρήσεως καί ἀλληλοσεβασμοῦ καί ὄχι παράλληλη ὅδευση δύο ἐγωισμῶν, παρά τήν ἰσόβια σύζευξη καί συνύπαρξη. Χορεύει ὁ δαίμονας ὅταν δέν ὑπάρχει συγχώρεση στίς ἀνθρώπινες ἀδυναμίες καί τά καθημερινά σφάλματα. Οἱ γονεῖς θά βοηθήσουν σημαντικά τά παιδιά τους ὄχι μέ τήν πλούσια εὐγένεια ἔξω ἀπό τό σπίτι ἀλλά μέ τό εἰρηνικό, νηφάλιο καί ἀγαπητικό παράδειγμα καθημερινά μέσα στό σπίτι τους. Ἡ συμμετοχή τῶν παιδιῶν μαζί μέ τούς γονεῖς τους στό μυστήριο τῆς ἐξομολογήσεως θά τούς ἐνδυναμώσει μέ τή θεία Χάρη καί θά τούς στερεώσει στή βιωματική ἐμπειρία μέ τόν Χριστό. Ζητώντας οἱ σύζυγοι εἰλικρινά συγγνώμην διδάσκουν τά παιδιά τους τήν ταπείνωση, πού καίει τίς δαιμονικές πλεκτάνες. Σ' ἕνα σπιτικό πού ἀνθεῖ ἡ ἀγάπη, ἡ ὁμόνοια, ἡ κατανόηση, ἡ ταπείνωση καί εἰρήνη ὑπάρχει πλούσια ἡ εὐλογία τοῦ Θεοῦ καί γίνεται κάστρο ἀπόρθητο στήν κακία τοῦ κόσμου. Ἡ μέ τή συγχωρητικότητα ἀγωγή τῶν παιδιῶν δημιουργεῖ μία ὑγιά οἰκογενειακή ἑστία πού τά ἐμπνέει καί τά ἐνισχύει γιά τό μέλλον τους.

Ἕνα ἄλλο μεγάλο θέμα, πού ἀποτελεῖ σοβαρό ἐμπόδιο γιά τή μετάνοια καί τήν ἐξομολόγηση εἶναι ἡ αὐτοδικαίωση, πού μαστίζει καί πολλούς ἀνθρώπους τῆς Ἐκκλησίας. Βάση της ἔχει, ὅπως εἴπαμε, τή δαιμονική ὑπερηφάνεια. Κλασικό παράδειγμα ὁ Φαρισαῖος τῆς παραβολῆς τοῦ Εὐαγγελίου.

Ὁ αὐτοδικαιούμενος ἄνθρωπος ἔχει φαινομενικά καλά, γιά τά ὁποῖα ὑπεραίρεται καί θέλει νά τιμᾶται καί ἐπαινεῖται. Χαίρεται νά τόν κολακεύουν, νά ἐξουθενώνει καί ταπεινώνει τούς ἄλλους. Αὐτοεκτιμᾶται ὑπερβολικά, αὐτοδικαιώνεται παράφορα καί θεωρεῖ τόν Θεό ἀναγκαστικά ὑποχρεωμένο νά τόν ἀνταμείψει. Πρόκειται τελικά γιά ταλαίπωρο ἄνθρωπο, ὅπου ταλαιπωρούμενος ταλαιπωρεῖ καί τούς ἄλλους. Διακατέχεται ἀπό νευρικότητα, ταραχή, ἀπαιτητικότητα, πού τόν αὐτοφυλακίζει καί δέν τόν ἀφήνει ν' ἀνοίξει τή θύρα τοῦ θείου ἐλέους, διά τῆς μετανοίας.

Γέννημα τῆς ὑπερηφάνειας εἶναι καί ἡ κατάκριση, πού δυστυχῶς ἀποτελεῖ συνήθεια καί πολλῶν χριστιανῶν, πού ἀσχολοῦνται περισσότερο μέ τούς ἄλλους παρά μέ τόν ἑαυτό τους. Φαινόμενο τῆς ἐποχῆς μας καί τῆς κοινωνίας πού ὠθεῖ τόν κόσμο στή συνεχῆ ἐτεροπαρατήρηση καί ὄχι τήν αὐτοπαρατήρηση. Οἱ μύριες ἀσχολίες καί δραστηριότητες τοῦ σύγχρονου ἀνθρώπου δέν τόν θέλουν νά μείνει ποτέ μόνο πρός μελέτη, περίσκεψη, προσευχή, αὐτογνωσία, αὐτομεμψία, αὐτοέλεγχο καί μνήμη θανάτου. Τά λεγόμενα μέσα μαζικῆς ἐνημερώσεως ἀσταμάτητα ἀσχολοῦνται σκανδαλοθηρικά, ἐπίμονα καί μακρόσυρτα μέ τά πάθη, τίς ἁμαρτίες, τά παραπτώματα τῶν ἄλλων. Ὅλ' αὐτά προκαλοῦν, ἐντυπωσιάζουν καί ἄν δέν σκανδαλίζουν πάντως φορτώνουν τήν ψυχή καί τό νοῦ μέ τά βρωμερά καί ἄσχημα καί μάλιστα καθησυχάζουν, ἀφοῦ ἐμεῖς εἴμαστε καλύτεροι. Ἔτσι ὁ ἄνθρωπος συνηθίζει στή μετριότητα, χλιαρότητα καί ἐφημερότητα τῆς φθηνῆς καθημερινότητος, μή συγκρινόμενος μέ τούς ἁγίους καί τούς ἥρωες.

Ἔτσι ἡ κατάκριση κυριαρχεῖ στίς μέρες μας, θεωρώντας ὁ ἄνθρωπος ὅτι ἐνεργεῖ δίκαιη κάθαρση, σπιλώνοντας ἄλλους καί μολύνοντας τόν ἑαυτό του, δημιουργώντας κακίες, μίση, ἔχθρες, μνησικακίες, ζηλοφθονίες καί ψυχρότητες. Ὁ ἅγιος Μάξιμος ὁ Ὁμολογητής μάλιστα ἀναφέρει πώς ἐκεῖνος πού περιεργάζεται συνεχῶς τίς ἁμαρτίες τῶν ἄλλων ἤ κρίνει τόν ἀδελφό του ἀπό ὑποψία καί μόνο, αὐτός δέν ἔκανε ἀκόμη ἀρχή μετανοίας, οὔτε ἄρχισε τήν ἔρευνα γιά νά γνωρίσει τίς ἁμαρτίες του.

Λέγονται πολλά καί διάφορα. Ἕνα τελικά εἶναι τό καίριο, σημαντικό καί ἐξέχον. Ἡ σωτηρία μας, γιά τήν ὁποία δέν πολυνοιαζόμαστε παντοτεινά. Ἡ σωτηρία δέν ἐπιτυγχάνεται παρά μόνο μέ εἰλικρινῆ μετάνοια καί καθαρή ἐξομολόγηση. Ἡ μετάνοια δέν ἀνοίγει μόνο τόν οὐράνιο παράδεισο, ἀλλά καί τόν ἐπίγειο μέ τήν πρόγευση, ἔστω ἐν μέρει, τῆς ἀνεκλάλητης χαρᾶς τῆς ἀτελεύτητης βασιλείας τῶν οὐρανῶν καί τῆς ὑπέροχης εἰρήνης ἀπό τώρα. Οἱ ἐξομολογημένοι ἄνθρωποι μποροῦν νἄναι οἱ ἀληθινά γνήσια χαρούμενοι, οἱ εἰρηνικοί καί εἰρηνοφόροι, οἱ κήρυκες τῆς μετανοίας, τῆς ἀναστάσεως, τῆς μεταμορφώσεως, τῆς ἐλευθερίας, τῆς χάριτος, τῆς εὐλογίας τοῦ Θεοῦ στίς ψυχές τους καί τή ζωή τους. Ἡ πλούσια χάρη τοῦ Θεοῦ κάνει τόν λύκο πρόβατο, λέγει ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος. Καμιά ἁμαρτία δέν ὑπερβαίνει τήν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ. Κανείς ἁμαρτωλός ἄν θέλει δέν ἀδυνατεῖ ν' ἁγιάσει. Μᾶς τό ἀποδεικνύουν οἱ πολλοί μετανοημένοι ἅγιοι τοῦ Συναξαριστῆ.

Ὁ ἐξομολόγος ἐξομολογεῖ καί συγχωρεῖ τούς ἐξομολογούμενους μέ τ' ἅγιο πετραχήλι του. Δέν μπορεῖ ὅμως νά αὐτοεξομολογηθεῖ καί νά θέσει ὁ ἴδιος τό πετραχήλι του στό κεφάλι του γιά νά συγχωρηθεῖ. Πρέπει ἀπαραίτητα νά σκύψει σέ ἄλλο ὁπωσδήποτε πετραχήλι. Ἔτσι λειτουργεῖ ὁ πνευματικός νόμος, ἔτσι τά ἔθεσε ἡ πανσοφία καί ἡ φιλευσπλαγχνία τοῦ Θεοῦ.

Δέν μπορεῖ νά ἐξομολογοῦμε καί νά μή ἐξομολογούμεθα. Νά διδάσκουμε καί νά μή πράττουμε. Νά μιλᾶμε γιά μετάνοια καί νά μή μετανοοῦμε οἱ ἴδιοι. Νά μιλᾶμε γιά ἐξομολόγηση καί νά μή ἐξομολογούμεθα τακτικά. Οὐδείς αὐτοκαθαίρεται καί οὐδείς αὐτοσυγχωρεῖται ποτέ. Οἱ ἀσύμβουλοι, οἱ ἀνυπάκουοι, οἱ ἀνεξομολόγητοι ἀποτελοῦν σοβαρό πρόβλημα τῆς Ἐκκλησίας μας.

Ἀδελφοί μου ἀγαπητοί, τό πετραχήλι τοῦ πνευματικοῦ δύναται νά γίνει θαυματουργό νυστέρι ἀφαιρέσεως κακοήθων ὄγκων, ν' ἀναστήσει νεκρούς, ν' ἀνανεώσει καί μεταμορφώσει τόν ἄκοσμο κόσμο, νά χαροποιήσει γῆ καί οὐρανό. Ἡ Ἐκκλησία μας ἐμπιστεύθηκε τό μέγα λειτούργημα, τό ἱερό ὑπούργημα, στούς ἱερεῖς μας καί ὄχι στούς ἀγγέλους, γιά νά τούς πλησιάζουμε ἄνετα καί ἄφοβα ὡς ὁμοιοπαθεῖς καί ὁμόσαρκους.

Ὅλα τά παραπάνω, εἰλικρινά καί διόλου ταπεινόσχημα, εἰπώθηκαν ἀπό ἕνα συναμαρτωλό, πού δέν θέλησε νά κάνει τόν δάσκαλο, ἀλλά τόν συναγωνιζόμενο συμμαθητή σας. Θέλησε ἀπό ἀγάπη νά σᾶς θυμίσει μέ ἁπλά καί ἄτεχνα λόγια τή ζῶσα παράδοση τῆς ἁγίας μητέρας μας Ἐκκλησίας ἐπί τοῦ πάντοτε ἐπίκαιρου θέματος τῆς θεοΰφαντης καί θεομακάριστης μετανοίας καί τῆς θεοπαράδοτης καί θεαγάπητης ἱερᾶς Ἐξομολογήσεως.

Μοναχός Μωυσής Αγιορείτης


Οι πιο ωραίοι άνθρωποι...


«Οι πιο ωραίοι άνθρωποι που ξέρουμε είναι εκείνοι που έχουν γνωρίσει την ήττα στη ζωή τους, που έχουν υποφέρει, που έχουν αισθανθεί την απώλεια, και που έχουν βρει την έξοδο απ’ αυτά τα βάθη.
Αυτοί οι άνθρωποι έχουν ευγνωμοσύνη, έχουν ευαισθησία, και καταλαβαίνουν ποια είναι η ζωή εκείνη που σε γεμίζει ευσπλαχνία, τρυφερότητα, βαθειά αγάπη και σε κάνει να νοιάζεσαι.
Οι ωραίοι άνθρωποι δεν προκύπτουν, απλώς»

Ελίζαμπεθ Κούπμλερ-Ρος

Οίμοι! Οίμοι, ψυχή μου! Στέναξον, κλαύσον, θρήνησον

Και οι μεν Άγιοι Πατέρες, οι καλοί και αληθινοί Ποιμένες, εξεδίωξαν μακράν της Εκκλησίας τους αιρετικούς, τους λοιμώδεις λύκους, ο δε οικουμενικός Πατριάρχης καλεί τον αιρετικόν Πάπαν, τον εχθρόν της Εκκλησίας, τον παραβάτην και καταφρονητήν των αποστολικών και Πατρικών Παραδόσεων. 

Οίμοι! Οίμοι, ψυχή μου! Στέναξον, κλαύσον, θρήνησον, ως άλλος Ιερεμίας, ουχί δια την επίγειον Ιερουσαλήμ, την πόλιν των αιμάτων, Συ θρήνησον δια την Νύμφην του Χριστού, την ακηλίδωτον και άμωμον, την Μίαν, Αγίαν, Ορθόδοξον Καθολικήν και Αποστολικήν Εκκλησίαν, την πνευματικήν Μητέρα των Ορθοδόξων Χριστιανών.

Γέρων Φιλόθεος Ζερβάκος