.

.

Δός μας,

Τίμιε Πρόδρομε, φωνή συ που υπήρξες η φωνή του Λόγου. Δος μας την αυγή εσύ που είσαι το λυχνάρι του θεϊκού φωτός. Βάλε σήμερα τα λόγια μας σε σωστό δρόμο, εσύ που υπήρξες ο Πρόδρομος του Θεού Λόγου. Δεν θέλουμε να σε εγκωμιάσουμε με τα δικά μας λόγια, επειδή τα λόγια μας δεν έχουν μεγαλοπρέπεια και τιμή. Όσοι θα θελήσουν να σε στεφανώσουν με τα εγκώμιά τους, ασφαλώς θα πετύχουν κάτι πολύ πιό μικρό από την αξία σου. Λοιπόν να σιγήσω και να μη προσπαθήσω να διακηρύξω την ευγνωμοσύνη μου και τον θαυμασμό μου, επειδή υπάρχει ο κίνδυνος να μη πετύχω ένα εγκώμιο, άξιο του προσώπου σου;

Εκείνος όμως που θα σιωπήσει, πηγαίνει με τη μερίδα των αχαρίστων, γιατί δεν προσπαθεί με όλη του τη δύναμη να εγκωμιάσει τον ευεργέτη του. Γι’ αυτό, όλο και πιό πολύ σου ζητάμε να συμμαχήσεις μαζί μας και σε παρακαλούμε να ελευθερώσεις τη γλώσσα μας από την αδυναμία, που την κρατάει δεμένη, όπως και τότε κατάργησες, με τη σύλληψη και γέννησή σου, τη σιωπή του πατέρα σου του Ζαχαρία.

Άγιος Σωφρόνιος Ιεροσολύμων

Ἡ ἄσκηση ὡς ἡ μέθοδος τῆς ὀρθοδόξου εὐσεβείας καί ζωῆς




ΤΑ ΑΣΚΗΤΙΚΑ ΤΗΣ ΕΝΟΡΙΑΣ

Γ΄. ΕΚΚΛΗΣΙΑ – ΕΝΟΡΙΑ : ΤΟ ΕΡΓΑΣΤΗΡΙΟ ΤΗΣ ΑΓΙΟΤΗΤΟΣ

Η ΑΠΟΣΤΟΛΗ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ


«Ἡ ἄσκηση–ἡ ἐπιτεταμένη διά τῆς ἐγκρατείαςκαί τῆς ἀγάπης, διά τῆς ὑπομονῆςκαί τῆς ἡσυχίας– ἀναιρεῖ τά πάθηπού ὑπάρχουν μέσα στόν ἄνθρωπο»31.

Τί ὅμως σημαίνει ἄσκηση;

Ὁ Ἅγιος Νικήτας ὁ Στηθάτος, μαθητὴς τοῦ ἁγίου Συμεὼν τοῦ Νέου Θεολόγου, περιγράφει καί ὁριοθετεῖ αὐτὴν τὴν ἄσκηση.

Ὁ ἄνθρωπος ἔχει πέντε αἰσθήσειςγι’ αὐτὸ καὶ οἱ ἀσκήσειςεἶναι πέντε, ἡ ἀγρυπνία, ἡ μελέτη, ἡ εὐχή, ἡ ἐγκράτεια καὶ ἡ ἡσυχία. Ὁ ἀσκούμενος θὰ πρέπει νὰ ἐπισυνάψει τὶς αἰσθήσεις μὲ τὶς πέντε αὐτὲς ἀσκήσεις. Δηλαδὴ τὴν ὅραση μὲ τὴν ἀγρυπνία, τὴν ἀκοὴ μὲ τὴν μελέτη, τὴν ὄσφρηση μὲ τὴν εὐχή, τὴν γεύση μὲ τὴν ἐγκράτεια καὶ τὴν ἁφὴ μὲ τὴν ἡσυχία.

Ἡ ἀγρυπνία ἁγιάζει τούς ὀφθαλμούς καί τούς κάνει νά βλέπουν πρός τόν Χριστό καί ὄχι πρός τήν ματαιότητα.
Ἡ μελέτη ἐξαγνίζει τήν ἀκοή καί κάνει τόν ἄνθρωπο νά ἔχει ἀνοικτά τά πνευματικά του αὐτιά για νά ἀκούει καί νά ὑπακούει στόν Θεό. 

Ἡ εὐχή κάνει τόν ἄνθρωπο νά εὐωδιάζει μέ τήν εὐωδία τοῦ Χριστοῦ καί νά ὀσφραίνεται τό οὐράνιο ἄρωμα τῆς Θείας Χάρης, μή παρασυρόμενος ἀπό τά ἐπίγεια φθαρτά κτιστά ἀρώματα.
Ἡ ἐγκράτεια εἶναι αὐτή πού χαρίζει στόν ἄνθρωπο τήν οὐράνια θεία τρυφή, τοῦ γλυκαίνει τήν γεύση μέ θεϊκή γλυκύτητα καί τόν ἀποσπᾶ ἀπό τίς γήϊνες τροφές καί ἀπολαύσεις.
Ἡ ἡσυχία ἀκινητοποιεῖ τήν ἁφή ἡ ὁποία τυφλά καί μέ αὐθάδεια ἕλκει τόν ἄνθρωπο πρός τά χαμερπῆ καί σαρκικά.

Ἐλευθερώνεται ἔτσι ὁ ἄνθρωπος καί εἶναι ἕτοιμος νά «πετάξει» στά οὐράνια.

Ὅταν ἐπιτύχει αὐτὴν τὴν σύναψη, τότε «γρήγορα καθαρίζει τόν νοῦ τῆς ψυχῆςτου καί, ἀφοῦ τόν λεπτύνει διά μέσου αὐτῶν, τόν καθιστᾶ ἀπαθή καί διορατικό»32.

Ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνόςμᾶς διδάσκει περί τῶν σωματικῶν ἀρετῶνπού συνιστοῦν τήν ἄσκηση: «Σωματικὲς ἀρετὲς ἢ μᾶλλον ἐργαλεῖα τῶν ἀρετῶν, ποὺ, ὅταν γίνονται μὲ γνώση κατὰ τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ καὶ μακριὰ ἀπὸ κάθε ὑποκρισία καὶ ἀνθρωπαρέσκεια, κάνουν τὸν ἄνθρωπο νὰ προκόβει στὴν ταπείνωσηκαὶ τὴν ἀπάθεια, εἶναι οἱ ἑξῆς: Ἐγκράτεια, νηστεία, πεῖνα, δίψα, ἀγρυπνία, ὁλονύκτια στάση στὴν προσευχή, συνεχὴς γονυκλισία, ἀλουσία, χρήση ἑνὸς μόνου ἐνδύματος, ξηροφαγία, τὸ νὰ τρώει κανεὶς ἀραιά, νὰ πίνει μόνο νερό, χαμαικοιτία, φτώχεια, ἀκτημοσύνη, τὸ ἀποξηραμένο (σῶμα), ἡ ἀποφυγὴ τοῦ καλλωπισμοῦ, ἀφιλαυτία, μόνωση, ἡσυχία, τὸ νὰ μὴν βγαίνει κανεὶς ἔξω (ἀπό τό σπίτι του ἤ τό Μοναστήριτου), στέρηση,αὐτάρκεια, σιωπή, τὸ νὰ κάνει κανεὶς ἐργόχειρομὲ τὰ χέρια του, καὶ κάθε κακοπάθεια καὶ σωματικὴ ἄσκηση, καὶ ἄλλα τέτοια, τὰ ὁποῖα, ὅταν τὸ σῶμα εἶναι εὔρωστο καὶ ἐνοχλεῖται ἀπὸ τὰ σαρκικὰ πάθη, εἶναι ἀναγκαιότατα καὶ ὠφελιμότατα.

Ὅταν βέβαια τὸ σῶμα εἶναι ἐξασθενημένο καὶ ἔχει –μὲ τὴν βοήθεια τοῦ Θεοῦ– νικήσει τὰ πάθη, τά ἐργαλεῖα τῶν ἀρετῶν (δηλαδή οἱ σωματικές ἀρετές) δὲν εἶναι ἀναγκαῖα, γιατί (ἔχουν ἤδη ἐπιτελέσει τό ἔργοτους καί πλέον) ἡ ἁγία ταπείνωση καὶ ἡ εὐχαριστία τὰ ἀναπληρώνουν ὅλα»33.

Συνοπτικὰ μποροῦμε νά ποῦμε ὅτι ἄσκησηνοεῖται ἡ ἐφαρμογὴ τοῦ νόμου τοῦ Θεοῦ, ἡ τήρηση τῶν ἐντολῶν τοῦ Θεοῦ. Ὁ ἄνθρωπος –διά τῆς μετανοίας καί τῆς τήρησης τῶν ἐντολῶν τοῦ Θεοῦ– καθαρίζεται καί ἐπανενεργοποιεῖ τήν Βαπτισματική θεία Χάρη.

Ὁ Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Σιναΐτης διδάσκει ὅτι ἡ ἐργασία τῶν ἐντολῶν εἶναι ἕνας ἀπὸ τοὺς δύο βασικοὺς τρόπους με τούς ὁποίους ἀνευρίσκεται καὶ ἐνεργοποιεῖται ἡ Θεία Χάρις, πού εἶναι κρυμμένη μέσα στην καρδιά τοῦ βαπτισμένου ἀνθρώπου. 
Δηλαδή: «κατὰ τὸν βαθμὸ πού ἐνεργοῦμε τὶς ἐντολές, τόσο φανερώτερα λάμπει (τὸ Ἅγιο Πνεῦμα) τὶς δικές Του μαρμαρυγὲς»34.

Ὁ ἄλλος τρόπος, πού εἶναι ἡ ἀδιάλειπτη προσευχή, οὐσιαστικά δέν διαφέρει ἀπό τόν πρῶτο ἀφοῦ τηρώντας τήν ἀδιάλειπτη προσευχή τηροῦμε τήν πρώτη ἐντολή τό: «ἀγαπήσεις Κύριον τὸν Θεόν σου ἐξ ὅλης τῆς καρδίαςσου καὶ ἐξ ὅλης τῆς ψυχῆςσου καὶ ἐξ ὅλης τῆς διανοίας σου καὶ ἐξ ὅλης τῆς ἰσχύος σου· αὕτη πρώτη ἐντολὴ»35 καί δι’ αὐτῆς ὅλες τίς ἄλλες.

Οἱ βασικὲς ἐντολὲς-ἀσκήσεις ποὺ ἀπεργάζονται τὴν πνευματική μας ἴαση, εἶναι ἡ ἀγάπη, ἡ νηστεία, ἡ ἀγρυπνία καὶ ἡ προσευχή.

Ἡ ἀγάπη - ἐλεημοσύνη θεραπεύει τὸ θυμικὸ μέρος τῆς ψυχῆς, ἡ προσευχὴ τὸν νοῦ καθαίρει, καὶ ἡ νηστεία - ἀγρυπνία τὴν ἐπιθυμία36. Διὰ μέσου αὐτῶν ὅλη ἡ ψυχὴ προσφέρεται θεραπευμένη στὸν Θεό.

Ἡ νηστεία ταπεινώνει τὸ σῶμα. «Ἡ ἔλλειψη τοῦ ἄρτου λυώνει τό σῶμα τοῦ μοναχοῦ»37
Διά τῆς ταπεινώσεως τοῦ σώματος συνταπεινώνεται καί ἡ ψυχή· διότι, ὅπως μᾶς διδάσκει ὁ Ἀββᾶς Δωρόθεος στά Ἀσκητικά του, ἡ κατάσταση τοῦ σώματος ἐπηρεάζει τήν κατάσταση τῆς ψυχῆς. Ἡ ψυχή συν-διαμορφώνεται ἀνάλογα μέ τήν κατάσταση τοῦ σώματος. «Διαφορετικά αἰσθάνεται ὅποιος κάθεται σέ θρόνο καί διαφορετικά ὅποιος κάθεται στήν κοπριά»38, λέγει ὁ Ἀββᾶς Ἰωάννης ὁ Σιναΐτης στήν «Κλίμακα». Ὁ σωματικός κόπος ἑπομένως καί μάλιστα ὁ κόπος τῆς νηστείας εἶναι ἀγώνας πνευματικός.

Ἰσχύει βέβαια καί τό ἀντίστροφο: Ἡ κατάσταση (διάθεση) τῆς ψυχῆς ἐπηρρεάζει τό σῶμα. Ἐτσι ἐξηγεῖται ἡ ὕπαρξη τῶν λεγομένων ψυχοσωματικῶν νοσημάτων, τά ὁποῖα δημιουργοῦνται κατά κανόνα ἀπό τό ὑψηλό ἄγχος (stress) πού ὑπάρχει στήν ψυχή καί ἔχει ὡς ὑπόβαθρο τήν ἀπιστία στόν Θεό.

Ἡ ὑπερβολή στην ἄσκηση καί μάλιστα στην νηστεία ἐξουθενώνει τό σῶμα, τό ὁποῖο ἀτονεῖ ἀλλά καί ἡ ψυχή σκυθρωπάζει.

«Ἡ νηστεία»διδάσκει ὁ Ἅγιος Ἰωάννης τῆς Κλίμακος, «εἶναι βία τῆς φύσεως καί περιτομή τῆς γλυκύτητας τοῦ λάρυγγα· ἐκτομή τῆς πυρώσεως, ἐκκοπή τῶν πονηρῶν λογισμῶν· ἐλευθερία ἀπό τούς ἐνυπνιασμούς· καθαρότηςτῆς προσευχῆς· φωστῆρας τῆς ψυχῆς· φυλακή τοῦ νοῦ· διάλυση τῆς πώρωσης· θύρα τῆς κατάνυξης· ταπεινός στεναγμός· ἱλαρός συντριμμός· ἀργία τῆς πολυλογίας· ἀφορμή τῆς ἡσυχίας· φύλακας τῆς ὑπακοῆς· ἐλαφρότης τοῦ ὕπνου· ὑγεία τοῦ σώματος· πρόξενος τῆς ἀπάθειας· ἄφεση τῶν ἁμαρτημάτων· θύρα τοῦ Παραδείσου καί ἀπόλαυση»39.

Βέβαια ἡ νηστεία εἶναι μέσο καὶ ὄχι σκοπός, εἶναι «ἐργαλεῖο πού ρυθμίζει (ὁδηγεῖ) αὐτούς πού θέλουν, σέ σωφροσύνη»40. Χωρὶς αὐτὴν εἶναι σχεδὸν ἀδύνατον ὁ ἄνθρωπος νὰ νικήσει τὰ πάθη καὶ νὰ φθάσει στὴν ἀπάθεια. Γι’ αὐτὸ ὁ τῆς Κλίμακος Ἅγιος εἶναι σαφής. Ὅπως οἱ ἑβραῖοι ἐλευθερώθηκαν ἀπὸ τὸν Φαραὼ καὶ βίωσαν τὸ Πάσχα, ἀφοῦ ἔφαγαν πικρίδες καὶ ἄζυμα, ἔτσι καὶ ἐμεῖς θὰ ἐλευθερωθοῦμε ἀπὸ τὸν νοητὸ Φαραὼ μὲ τὴν νηστεία καὶ τὴν ταπείνωση: «Μήν πλανᾶσαι·» διδάσκει, «δέν θά ἐλευθερωθεῖς ἀπό τόν Φαραώ, οὔτε θά δεῖς τό ἄνω Πάσχα ἄν δέν φᾶς συνεχῶς πικρίδες καί ἄζυμα· πικρίδες εἶναι ἡ βία τῆς νηστείας καί ἡ κακοπάθεια· ἄζυμα δέ (εἶναι) τό μή φουσκωμένο (ὑπερήφανο-ἀλαζονικό) φρόνημα»41.

Ἐκτὸς ἀπὸ τὴν νηστεία ἕνα ἄλλο μέσο θεραπείας εἶναι ἡ ἀγρυπνία. Ὁ Κύριος ἀγρυπνοῦσε, διανυκτέρευε στίς προσευχές. «Καὶ ἀπολύσας τοὺς ὄχλους ἀνέβη εἰς τὸ ὄρος κατ’ ἰδίαν προσεύξασθαι, ὀψίας δὲ γενομένης μόνος ἦν ἐκεῖ» (Ματθ.ιδ’, 23).

Ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος μᾶς διδάσκει ὅτι ὁ Κύριος ἦρθε γιά νά μᾶς καλέσει σέ νηστεία, σε ἀγρυπνία καί σέ δάκρυα. «Διότι δέν ἦλθα» λέγει, «γιά νά καλέσω δίκαιους, ἀλλά ἁμαρτωλούς σέ μετάνοια· ὄχι σέ γέλια, ἀλλά σέ δάκρυα· ὄχι σέ αἰσχρολογία, ἀλλά σέ δοξολογία· ὄχι σέ γεύματα καί δεῖπνα καί μέθη, ἀλλά σέ νηστεία καί ἀγρυπνία καί δάκρυα· ὄχι σέ χορούς καί κιθαρισμούς καί μοιρολόγια, ἀλλά σέ πένθος καί θλίψη καί στενοχώρια λέγοντας: Μακάριοι εἶναι αὐτοί πού πενθοῦν καί κλαῖνε, ἐννοώντας γιά τίς ἁμαρτίες τους καί ὄχι γιά κάποιον ἄλλον λόγο»42.

Μαζὶ μὲ τὴν ἀγρυπνία συμβαδίζει καὶ ἡ προσευχή. Αὐτὴ εἶναι ἡ κατ’ ἐξοχὴν μέθοδος γιά την θεραπεία τῶν ψυχικῶν νοσημάτων. Γιατὶ διὰ τῆς προσευχῆς ἔρχεται πολλὴ Χάρη στήν ψυχὴ τοῦ ἀνθρώπου43.

Μέ τήν προσευχή ταπεινώνεται τό ὑψηλό φρόνημα τοῦ ἀνθρώπου· διότι ὁ ἄνθρωπος δοξάζει τον Θεό καί ὄχι τόν ἑαυτό του, ὅταν βεβαίως δέν προσεύχεται φαρισαϊκά, ἀλλά τελωνικά. Μέ τήν προσευχή, ἐπίσης, εὐχαριστεῖ τόν Θεό καί ὄχι τόν ἑαυτό του, ἀναγνωρίζοντας ὅτι τά πάντα πηγάζουν ἀπ΄ Αὐτόν, ἐνῶ ἀπό τόν ἑαυτό του μόνο ἡ ἁμαρτία. Τέλος, μέ τήν προσευχή παρακαλεῖ τόν Θεό νά τόν ἐλεήσει, ὅπως ἕνας ζητιάνος ἐκλιπαρεῖ γιά ἐλεημοσύνη.

Γι’ αὐτούς τους λόγους ἡ προσευχή συντελεῖ τά μέγιστα στήν καλλιέργεια ταπεινοῦ φρονήματος στην ψυχή τοῦ προσευχόμενου πιστοῦ. Ἀποδιώκεται ἡ ἀλαζονεία, ἡ αὐτοΰψωση, ἡ αὐτάρκεια, ἡ αὐταρέσκεια, ἡ αὐτοπεποίθηση, ἡ ἀχαριστία. 
Ἀντίθετα καλλιεργεῖται ἡ δοξολογία καί ἡ εὐχαριστία πρός τόν Θεόγιά ὅλα, κατά τό «Δόξα τῷ Θεῷ πάντων ἕνεκεν» τοῦ ἱεροῦ Χρυσοστόμου. Διά τῆς προσευχῆς πραγματώνεται ἡ καταφυγή στόν Θεό μέ πλήρη παράθεση-ἄφημα τοῦ ἑαυτοῦ μας, ὅλων τῶν ἄλλων καί ὅλης μας τῆς ζωῆς σ’ Αὐτόν, σύμφωνα μέ τήν τόσο συχνά ἐπαναλαμβανόμενη λειτουργική προτροπή: «Ἑαυτούς καί ἀλλήλους καί πᾶσαν τήν ζωήν ἡμῶν Χριστῷ τῷ Θεῷ παραθώμεθα»44.

Ὁ ἀσκητικός κόπος εἶναι ἀπαραίτητος γιά την κάθαρση τοῦ ἀνθρώπου ἀπό τα πάθη καί μάλιστα ἀπό τήν φιληδονία. «Δέν εἶναι δυνατόν» γράφει ὁ Ἅγιος Μάξιμος ὁ Ὁμολογητής «νά ξεφύγει τήν μελλοντική κρίση, αὐτός πού ἁμάρτησε, χωρίς τούς ἐδῶ ἑκούσιους πόνους ἤ τίς ἀκούσιες ἐπιφορές (ἐπερχόμενα δεινά)»45.

Εἶναι ἀναγκαῖος ὁ κόπος καί ὁ πόνος εἴτε σ’ αὐτή τήν ζωή εἴτε στήν μέλλουσα. Ὅταν ὑπάρχει ἑκούσιος ἀσκητικός κόπος τότε ἀποφεύγεται ὁ ἀκούσιος: «Ὅπως τίς ἡμέρες τίς διαδέχονται οἱ νύκτες καί τά καλοκαίρια οἱ χειμῶνες· ἔτσι τήν κενοδοξία καί την ἡδονή (τήν διαδέχονται) οἱ λύπες καί οἱ ὀδύνες εἴτε στήν παροῦσα ζωή, εἴτε στήν μέλλουσα (ἄν δέν μετανοήσουμε)»46.

Μαζί μέ τήν ἄσκηση εἶναι συνυφασμένη καί ἡ ἡσυχία. 

Ἀπόσπασμα ἀπό τό βιβλίο:«Τά ἀσκητικά τῆς Ἐνορίας» 
(Ἱερομονάχου Σάββα Ἁγιορείτου) πού σύν Θεῶ θά ἐκδοθεῖ σύντομα


31 Ὁσίου Θαλασσίου, Φιλοκαλία Β’, σελ. 217, η’: «Ἄσκησις ἐπιτεταμένη δι’ ἐγκρατείας καὶ ἀγάπης,δι’ ὑπομονῆς καὶ ἡσυχίας, ἀναιρεῖ τὰ ἐγκείμενα» στό: Ἱεροθέου, Μητροπολίτου Ναυπάκτου καὶ ἁγ.Βλασίου, Ὀρθόδοξη Ψυχοθεραπεία (πατερική θεραπευτική ἀγωγή), Ἔκδοση Ζ’ Ἱερὰ Μονὴ Γενεθλίου τῆς Θεοτόκου.

32 Φιλοκαλία Γ’, σελ. 295, κα’«ταχέως καθαίρει τὸν νοῦν τῆς ἰδίας ψυχῆς καί, λεπτύνας διὰ τούτων αὐτόν, ἀπαθή καὶ διορατικὸν αὐτὸν ἀπεργάζεται» στό: Ἱεροθέου, Μητροπολίτου Ναυπάκτου καὶ ἁγ. Βλασίου, Ὀρθόδοξη Ψυχοθεραπεία (πατερική θεραπευτική ἀγωγή), Ἔκδοση Ζ’ Ἱερὰ Μονὴ Γενεθλίου τῆς Θεοτόκου.

33 Joannes Damascenus Scr. Eccl., Theol., De virtutibus et vitiis (fragmenta) [Sp.] Volume 95, page 88 (πρόγραμμα Diogenes): «Ἀρεταὶ δὲ σωματικαὶ αὗται, μᾶλλον δὲ ἐργαλεῖα ἀρετῶν, ἐν γνώσει καὶκατὰ Θεὸν γινόμεναι, ἔξω τε πάσης ὑποκρίσεως καὶ ἀνθρωπαρεσκείας, εἰς προκοπὴνταπεινώσεως, καὶ ἀπαθείας φέρουσαι τὸν ἄνθρωπον· ἐγκράτεια, νηστεία, δίψα, ἀγρυπνία, στάσιςπαννύχιος, κάμψις γονάτων συνεχὴς, ἀλουσία, μονοχιτωνία, ξηροφαγία, βραδυφαγία,βραχυφαγία, ὑδροποσία, χαμευνία, πτωχεία, ἀκτημοσύνη τὸ αὐχμηρὸν, τὸ ἀκαλλώπιστον, τὸἀφίλαυτον, μεμονωμένον, τὸ ἥσυχον, τὸ ἀπρόϊτον, τὸ ἐνδεὲς, τὸ αὐταρκὲς, τὸ σιωπηλὸν, τὸ ταῖςοἰκείαις χερσὶν ἐργόχειρον μετέρχεσθαι, καὶ πᾶσα κακοπάθεια, καὶ ἄσκησις σωματική· ἅπερἅπαντα, τοῦ σώματος ῥωστοῦντος, καὶ ὑπὸ τῶν σαρκικῶν παθῶν ὀχλουμένου, ἀναγκαιότατα καίὠφελιμώτατα· ἀσθενοῦντος δέ, καί Θεοῦ βοηθείᾳ τούτων περιγενομένου, οὐ τοσοῦτον ἀναγκαῖαεἰσιν, ὡς τῆς ἁγίας ταπεινώσεως, καί εὐχῆς τά πάντα ἀναπληρούσης».

34 Ἁγίου Γρηγορίου Σιναΐτου, Φιλοκαλία Δ’, σελ. 67, γ’: «Καὶ καθόσον τὰς ἐντολάς ἐνεργοῦμενκατὰ τοσούτον ἐμφανέστερον ἐκλάμπει ἠμὶν τὰς οἰκείας μαρμαρυγᾶς» στό: Ἱεροθέου,Μητροπολίτου Ναυπάκτου καὶ ἁγ. Βλασίου, Ὀρθόδοξη Ψυχοθεραπεία (πατερική θεραπευτική ἀγωγή), Ἔκδοση Ζ’ Ἱερὰ Μονὴ Γενεθλίου τῆς Θεοτόκου.

35 Μαρκ. 12, 30.

36 Ἁγίου Μαξίμου, Φιλοκαλία Β’, σελ 11, οθ’, στό: Ἱεροθέου, Μητροπολίτου Ναυπάκτου καὶ ἁγ. Βλασίου, Ὀρθόδοξη Ψυχοθεραπεία (πατερική θεραπευτική ἀγωγή), Ἔκδοση Ζ’ Ἱερὰ Μονὴ Γενεθλίου τῆς Θεοτόκου.

37 Ἀββᾶ Θεοδώρου, Γεροντικό, ἐκδ. Παπαδημητρίου, σελ. 42, β’«ἡ ἔνδεια τοῦ ἄρτου, τήκει τὸ σῶμα τοῦ μοναχοῦ» στό: Ἱεροθέου, Μητροπολίτου Ναυπάκτου καὶ ἁγ. Βλασίου, Ὀρθόδοξη Ψυχοθεραπεία (πατερική θεραπευτική ἀγωγή), Ἔκδοση Ζ’ Ἱερὰ Μονὴ Γενεθλίου τῆς Θεοτόκου.

38 Ἁγίου Ἰω. Σιναΐτου, Κλῖμαξ, Λόγος 25ος Περί Ταπεινοφροσύνης, στ. 56.

39 Ἁγίου Ἰω. Σιναΐτου, Κλῖμαξ, ἐκδ. Παπαδημητρίου, Λόγος ΙΔ’, λα’, σελ. 85: «Νηστεία ἐστί, βία φύσεως, καὶ περιτομὴ ἡδύτητος λάρυγγος· πυρώσεως ἐκτομή· πονηρῶν ἐννοιῶν ἐκκοπή· ἐνυπνιασμῶν ἐλευθερία· προσευχῆς καθαρότης· ψυχῆς φωστήρ· νοὸς φυλακή· πωρώσεως λύσις· κατανύξεως θύρα· στεναγμὸς ταπεινός· συντριμμὸς ἱλαρός· πολυλογίας ἀργία· ἡσυχίας ἀφορμή· ὑπακοῆς φύλαξ· ὕπνου κουφισμός· ὑγεία σώματος· ἀπαθείας πρόξενος· ἁμαρτημάτων ἄφεσις· Παραδείσου θύρα καὶ τρυφὴ».

40 Ἁγίου Διαδόχου Φωτικῆς, Τά ἑκατόν γνωστικά κεφάλαια, ἐπιμ. μoν. Θεοκλήτου Δονυσιάτου, Θεσσαλονίκη 1977 , κεφ. μζ’, σελ. 109: «ἐργαλεῖον ὥσπερ εἰς σωφροσύνην ῥυθμίζον τοὺς θέλοντας», στό: Ἱεροθέου, Μητροπολίτου Ναυπάκτου καὶ ἀγ. Βλασίου, Ὀρθοδόξῃ Ψυχοθεραπεία (πατερικὴ θεραπευτικὴ ἀγωγή), Ἔκδοση Ζ’ Ἱερὰ Μονὴ Γενεθλίου τῆς Θεοτόκου.

41 Ἁγίου Ἰω. Σιναΐτου, Κλῖμαξ,Λόγος ΙΔ’, κθ’, σελ. 84: «Μὴ πλανῶ· οὐ μὴ τοῦ Φαραὼ ἐλευθερωθήσῃ, οὐδὲ τὸ ἄνῳ Πάσχα θεάσῃ, ἂν μὴ πικρίδας καὶ ἄζυμα φάγῃς διαπαντός· πικρίδες εἰσίν, ἡ τῆς νηστείας βία καὶ κακοπάθεια· ἄζυμα δέ, τὸ μὴ φυσώμενον φρόνημα».

42 Joannes Chrysostomus Scr. Eccl., De pseudoprophetis [Sp.] (2062: 237); MPG 59. Vol 59, pg 566 «Οὐγὰρ ἦλθον, φησὶ, καλέσαι δικαίους, ἀλλὰ ἁμαρτωλοὺς εἰς μετάνοιαν· οὐκ εἰς γελοῖα, ἀλλ' εἰςδάκρυα· οὐκ εἰς αἰσχρολογίαν, ἀλλ' εἰς δοξολογίαν· οὐκ εἰς ἄριστα καὶ δεῖπνα καὶ μέθην, ἀλλ' εἰςνηστείαν καὶ ἀγρυπνίαν καὶ δάκρυα· οὐκ εἰς χορεύματα καὶ κιθαρισμοὺς καὶ καταλέγματα, ἀλλ' εἰςπένθος καὶ θλίψιν καὶ στενοχωρίαν, λέγων· Μακάριοι οἱ πενθοῦντες καὶ κλαίοντες, δηλονότι, τὰςἁμαρτίας αὐτῶν».

43 Βλάχου Ἱερόθεου Μητροπολίτου, Ὀρθόδοξη Ψυχοθεραπεία, Ζ΄ ἔκδοση, Ἱερά Μονή Γενεθλίου τῆς Θεοτόκου (Πελαγίας).

44 Βλ. Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου, Θεία Λειτουργία.

45 Ἁγίου Μαξίμου τοῦ Ὁμολογητοῦ, Κεφάλαια περί ἀγάπης (ἑκατοντάς δευτέρα), TLG, Work #008 2.66.t to Work #008 2.66.2 2.66 1Ξ.1: «Οὐκ ἔστιν ἁμαρτήσαντα ἐκφυγεῖν τὴν μέλλουσαν κρίσιν ἄνευ ἑκουσίων ἐνταῦθα πόνων ἢ ἀκουσίων ἐπιφορῶν».

46 Ὅ.π. Work #008 2.65.1 to Work #008 2.65.3: «Ὥσπερ τὰς ἡμέρας διαδέχονται αἱ νύκτες καὶ τὰ θέρη οἱ χειμῶνες· οὕτω κενοδοξίαν καὶ ἡδονὴν λύπαι καὶ ὀδύναι͵ εἴτε ἐν τῷ παρόντι εἴτε ἐν τῷ μέλλοντι».