.

.

Δός μας,

Τίμιε Πρόδρομε, φωνή συ που υπήρξες η φωνή του Λόγου. Δος μας την αυγή εσύ που είσαι το λυχνάρι του θεϊκού φωτός. Βάλε σήμερα τα λόγια μας σε σωστό δρόμο, εσύ που υπήρξες ο Πρόδρομος του Θεού Λόγου. Δεν θέλουμε να σε εγκωμιάσουμε με τα δικά μας λόγια, επειδή τα λόγια μας δεν έχουν μεγαλοπρέπεια και τιμή. Όσοι θα θελήσουν να σε στεφανώσουν με τα εγκώμιά τους, ασφαλώς θα πετύχουν κάτι πολύ πιό μικρό από την αξία σου. Λοιπόν να σιγήσω και να μη προσπαθήσω να διακηρύξω την ευγνωμοσύνη μου και τον θαυμασμό μου, επειδή υπάρχει ο κίνδυνος να μη πετύχω ένα εγκώμιο, άξιο του προσώπου σου;

Εκείνος όμως που θα σιωπήσει, πηγαίνει με τη μερίδα των αχαρίστων, γιατί δεν προσπαθεί με όλη του τη δύναμη να εγκωμιάσει τον ευεργέτη του. Γι’ αυτό, όλο και πιό πολύ σου ζητάμε να συμμαχήσεις μαζί μας και σε παρακαλούμε να ελευθερώσεις τη γλώσσα μας από την αδυναμία, που την κρατάει δεμένη, όπως και τότε κατάργησες, με τη σύλληψη και γέννησή σου, τη σιωπή του πατέρα σου του Ζαχαρία.

Άγιος Σωφρόνιος Ιεροσολύμων

Κυριακή Απόκρεω: Η ευλογημένη αλλά και φοβερή ώρα της Δευτέρας Παρουσίας.



Τὸ φοβερὸ καὶ συγκλονιστικὸ γεγονὸς τῆς Δευτέρας Παρουσίας τοῦΧριστοῦ μας, ἀδελφοί, ἀκούσαμε στὸ σημερινὸ εὐαγγελικὸ ἀνάγνωσμα. Ἂς προσεγγίσουμε τὶς πτυχές του μέσα ἀπὸ τὰ ὑμνολογικὰ κείμενα τῆς Ἐκκλησίας μας, μήπως καὶ συνέλθουμε, μήπως καὶ μετανοήσουμε, γιὰ νὰ προλάβουμε τὴν φοβερὰ καὶ ἀδυσώπητη κρίση.

«Πόσο φοβερὴ ὥρα θὰ εἶναι τότε, ὅταν καθίσῃ ὁ Κριτὴς σὲ θρόνο φοβερό! θὰ ἀνοίγονται βιβλία καὶ πράξεις θὰ ἐλέγχονται καὶ τὰ κρυπτὰ τοῦ σκότους θὰ δημοσιεύονται· Ἀκοῦστε, βασιλιάδες τῆς γῆς καὶ ἄρχοντες, δοῦλοι καὶ ἐλεύθεροι, ἁμαρτωλοὶ καὶ δίκαιοι, πλούσιοι καὶ πτωχοί· ἔρχεται Κριτής, ποὺ πρόκειται νὰ κρίνῃ τὴν οἰκουμένη· ποιός μπορεῖ νὰ σταθῇ ἐνώπιόν Του, ὅταν ἄγγελοι παρίστανται, ἐλέγχοντας τὶς πράξεις, τὶς σκέψεις, τὶς ἐπιθυμίες, ποὺ ἔγιναν σὲ κάθε στιγμὴ τῆς ἡμέρας καὶ τῆς νύχτας;».
«Ψυχή μου, κοίταξε· νηστεύεις; τότε μὴν ξεχνᾷς τὸν φτωχὸ πλησίον σου. Ἀπέχεις ἀπὸ τὶς τροφές; τότε μὴν κατακρίνῃς τὸν ἀδελφό σου, γιὰ νὰ μὴν σταλῇς στὴ φωτιὰ καὶ κατακαῇς σὰν κερί, ἀλλὰ νὰ σὲ εἰσαγάγῃ ἀνεμπόδιστα ὁ Χριστὸς στὴ Βασιλεία Του».
«Σκέφτομαι τὴν ἡμέρα ἐκείνη καὶτὴν ὥρα, ὅταν ὅλοι γυμνοί, σὰν κατάδικοι, θὰ παρουσιαστοῦμε μπροστὰ σ’ Ἐσένα, τὸν ἀδέκαστο Κριτή· τότε θὰ ἠχήσῃ δυνατὰ ἡ σάλπιγγα καὶ θὰ κλονιστοῦν τὰ θεμέλια τῆς γῆς καὶ τοῦ σύμπαντος· οἱ νεκροὶ θὰ ἀναστηθοῦν ἀπὸ τοὺς τάφους κι ὅλοι θὰ λάβουν ἴδιο σῶμα καὶ ὅλων τῶν ἀνθρώπων οἱ κρυφὲς πράξεις θὰ γίνουν φανερὲς ἐνώπιόν Σου· θὰ κλαῖνε καὶ θὰ ὀδύρονται καὶ θὰ τραβήξουν γιὰ τὸ ἐξώτερο πῦρ ὅσοι ποτὲ δὲν μετανόησαν· ὁ δὲ κλῆρος τῶν δικαίων μὲ χαρὰ καὶ ἀγαλλίασῃ θὰ εἰσέλθῃ γιὰ τὸν οὐράνιο γάμο».
«Τί φόβος τότε, ὅταν θὰ ἑτοιμαστῇ ὁ θρόνος καὶ θὰ ἀνοιχτοῦν τὰ βιβλία τῆς ζωῆς καὶ καθίσῃ ὁ Θεὸς νὰ κρίνῃ τὸν κόσμο! ὅταν καὶ οἱ ἄγγελοι μὲ φόβο θὰ παρίστανται καὶ ὁ ποταμὸς τῆς φωτιᾶς θὰ τραβᾷ πρὸς τὸμέρος του, τότε τί θὰ κάνουμε, ὅσοι εἴμαστε ὑπεύθυνοι γιὰ πολλὲς ἁμαρτίες; Κι ὅταν Τὸν ἀκούσουμε νὰ προσκαλῇ τοὺς εὐλογημένους τοῦἘπουρανίου Πατρός Του στὴν Βασιλεία Του, τοὺς δὲ ἁμαρτωλοὺς νὰ ἀποπέμπῃ στὴν κόλαση, ποιός θὰ ἀντέξῃ τότε τὴν φοβερὴ ἐκείνη ἀπόφαση;».
«Ἀκούγοντας τὴν θρηνολογία τοῦ πλουσίου μέσα στὴ φλόγα τῆς βασάνου, κλαίω καὶ ὀδύρομαι, ὁ ἄθλιος, διότι μοῦ ἀξίζει ἡ ἴδια καταδίκη».
«Ἀλίμονό σου, ταλαίπωρη ψυχή! μέχρι πότε θὰ εἶσαι ἀναίσθητη καὶ δὲν θὰ κόβῃς τὰ πάθη σου; μέχρι πότε θὰ ἀφήνεσαι στὴν τεμπελιά; γιατὶ δὲν ἐνθυμῆσαι τὴν φοβερὴ ὥρα τοῦ θανάτου; γιατὶ δὲν τρέμῃς ποὺ θὰ βρεθῇς στὸ φρικτὸ βῆμα τοῦ Σωτῆρος; ἅραγε τί θὰ ἀπολογηθῇς; τὶ θὰ ἀποκριθῇς; τὰ ἔργα σου καὶ οἱ πράξεις σου θὰ στέκονται πρὸς ἔλεγχο καὶ κατηγορία σου. Λοιπόν, ψυχή, ὁ χρόνος ἔφτασε· τρέξε, πρόφτασε, βόησε μὲ πίστη: ‘ἁμάρτησα, Κύριε, ἁμάρτησα, ἀλλὰ γνωρίζω ὅτι εἶσαι φιλάνθρωπος· μὴ μὲ ἐμποδίσῃς νὰ βρεθῷ στὴ δεξιὰ πλευρὰ τοῦ θρόνου Σου’».
«Ἂς ζήσουμε σύμφωνα μὲ τὶς ἐντολὲς τοῦ Θεοῦ· ἂς διαθρέψουμε τοὺς πεινασμένους, ἂς ποτίσουμε τοὺς διψασμένους, ἂς ντύσουμε τοὺς γυμνούς, ἂς προσφέρουμε στέγη στοὺς ξένους, ἂς ἐπισκεφθοῦμε τοὺς ἀσθενεῖς καὶ τοὺς φυλακισμένους, ὥστε νὰ εἴμαστε ἀνάμεσα σὲ αὐτοὺς ποὺ ὁ Κύριος θὰ πῇ: ‘Ἐλᾶτε οἱ εὐλογημένοι τοῦ Πατρός Μου, γιὰ νὰ κληρονομήσετε τὴν Βασιλεία Μου’».
Λόγια ποὺ συνταράσσουν τὴν παραλελυμένη καρδιά μας, ἀδελφοί, ὅλα τὰ παραπάνω ἀριστουργήματα τῆς ἐκκλησιαστικῆς μας ποιήσεως. Ἐξάπαντος λόγια ἀληθινά, γιατὶ δὲν εἶναι ψέμα ὅτι ὁ Χριστὸς ἀνέστη καὶ ἔρχεται καὶ πὼς εἶναι κοντά ἡ ὥρα, ἡ φοβερὴ ἡμέρα Του, ὁπότε ὅλοι οἱ ἄνθρωποι θὰ κριθοῦμε ὁ καθένας ξεχωριστὰ γιὰ τὶς πράξεις μας. Τίποτε ἀπὸ ὅσα ζήσαμε, ἀπὸ ὅσα σκεφτήκαμε, ἀπὸ ὅσα εἴπαμε, ἀπὸ ὅσα κάναμε, σὲ ἡμέρα καὶ νύχτα, μπροστὰ σὲ ἄλλους ἢ κρυφὰ ἀπὸ ὅλους, στὶς ἐρημιὲς ἠ στοὺς πολυσύχναστους δρόμους, δὲν θὰγλυτώσῃ ἀπὸ τὴν δημοσίευση. Ὅλα θὰ βγοῦν στὸ φῶς, γιατὶ ἡ ἡμέρα Κυρίου θὰ εἶναι φῶς, ἄκτιστο φῶς, ποὺ ἄλλους θὰ καταξιώσῃ καὶ ἄλλους θὰ καταδικάσῃ. Ὅλα εἶναι γυμνὰ καὶ τετραχηλισμένα μπροστὰ στὰ μάτια τοῦ Θεοῦ· τίποτε δὲν θὰ μείνῃ κρυφὸ ἐκείνη τὴν ὥρα. Ἐκεῖνοι ποὺ ἐφήρμοσαν τὴν πρὸς τὸν Θεὸ ἀγάπη ἔμπρακτα καὶ πρὸς τὸν πλησίον, θὰ ἀπολαύσουν τὴν αἰώνια ζωή· ἐκεῖνοι ποὺ ἔζησαν γιὰ τὸν ἑαυτό τους, θὰ καταδικαστοῦν στὴν αἰώνια κόλαση, μέσα στὸ φῶς τὸ ἄκτιστο, ποὺ θὰ ἀποκαλύψῃ τὴν κολαστικὴ διάσταση τοῦ ἐγωϊσμοῦ, τῆς ἀσπλαχνίας, τῆς κακίας, τῆς πονηρίας, τῆς ἁμαρτίας. Μέσα σὲ αὐτὸν τὸ ἄκτιστο καὶ συνεχῆ καὶ ἄσβεστο εἰς τοὺς αἰῶνας φωτισμὸ ὅσα δὲν πρόλαβαν ἢ δὲν θέλησαν οἱ ἄνθρωποι νὰ μισήσουν καὶ νὰ ἐξομολογηθοῦν θὰ παραμένουν ὄνειδος καὶ ἔλεγχος παντοτινὸς καὶ ἀβάσταχτος καὶ ἀνυπόφορος.
Ὁ βίος μας εἶναι καιρὸς μετανοίας. Ἂς ἑτοιμαστοῦμε, ἀδελφοί μου, γιατὶ ὁ θάνατος δὲν ξέρουμε πότε θὰ μᾶς κτυπήσῃ τὴν πόρτα. Ἂς ζήσουμε σύμφωνα μὲ τὶς ἐντολὲς τῆς ἀγάπης, γιὰ νὰ δικαιούμαστε τὴν κληρονομία τῆς ἀγάπης, ὅταν θὰ ἔρθῃ ἡ εὐλογημένη ὥρα τῆς Δευτέρας Παρουσίας τοῦ Κυρίου μας. 

π. Στυλιανός Μακρής