.

.

Δός μας,

Τίμιε Πρόδρομε, φωνή συ που υπήρξες η φωνή του Λόγου. Δος μας την αυγή εσύ που είσαι το λυχνάρι του θεϊκού φωτός. Βάλε σήμερα τα λόγια μας σε σωστό δρόμο, εσύ που υπήρξες ο Πρόδρομος του Θεού Λόγου. Δεν θέλουμε να σε εγκωμιάσουμε με τα δικά μας λόγια, επειδή τα λόγια μας δεν έχουν μεγαλοπρέπεια και τιμή. Όσοι θα θελήσουν να σε στεφανώσουν με τα εγκώμιά τους, ασφαλώς θα πετύχουν κάτι πολύ πιό μικρό από την αξία σου. Λοιπόν να σιγήσω και να μη προσπαθήσω να διακηρύξω την ευγνωμοσύνη μου και τον θαυμασμό μου, επειδή υπάρχει ο κίνδυνος να μη πετύχω ένα εγκώμιο, άξιο του προσώπου σου;

Εκείνος όμως που θα σιωπήσει, πηγαίνει με τη μερίδα των αχαρίστων, γιατί δεν προσπαθεί με όλη του τη δύναμη να εγκωμιάσει τον ευεργέτη του. Γι’ αυτό, όλο και πιό πολύ σου ζητάμε να συμμαχήσεις μαζί μας και σε παρακαλούμε να ελευθερώσεις τη γλώσσα μας από την αδυναμία, που την κρατάει δεμένη, όπως και τότε κατάργησες, με τη σύλληψη και γέννησή σου, τη σιωπή του πατέρα σου του Ζαχαρία.

Άγιος Σωφρόνιος Ιεροσολύμων

Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Άγιος Ιωάννης Χρυσόστομος. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Άγιος Ιωάννης Χρυσόστομος. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Ἁγίου Ἰωάννου Χρυσοστόμου - Γιὰ μιά καλή χρονιά!


Θά σοῦ πάει καλά ὅλη ἡ χρονιά, ὄχι ἄν μεθᾶς τήν πρώτη τοῦ μηνός, ἀλλά ἄν καί τήν πρώτη τοῦ μηνός καί κάθε μέρα κάνεις αὐτά πού ἀρέσουν στόν Θεό. 

Διότι ἡ ἡμέρα γίνεται κακή, ἤ καλή, ὄχι ἀπό τή δική της φύση, ἀφοῦ δέν διαφέρει ἡ μιά μέρα ἀπό τήν ἄλλη, ἀλλά ἀπό τή δική μας ἐπιμέλεια, ἤ ραθυμία.

Ἄν κάνεις τήν ἀρετή, σοῦ ἔγινε καλή ἡ μέρα. 

Ἄν κάνεις τήν ἁμαρτία, ἔγινε κακή καί γεμάτη κόλαση. 

Ἄν ἐμβαθύνεις σ’ αὐτά κι ἔχεις αὐτές τίς διαθέσεις, θά ’χεις καλή ὅλη τή χρονιά κάνοντας κάθε μέρα προσευχές, ἐλεημοσύνες. 

Ἄν ὅμως ἀμελεῖς τήν προσωπική σου ἀρετή κι ἐμπιστεύεσαι τήν εὐφροσύνη τῆς ψυχῆς σου στίς ἀρχές τῶν μηνῶν καί στούς ἀριθμούς τῶν ἡμερῶν, θά ἐρημωθεῖς ἀπ’ ὅλα τά ἀγαθά σου.

Αὐτό, λοιπόν, ἐπειδή τό ἀντιλήφθηκε ὁ διάβολος κι ἐπειδή φροντίζει νά καταλύσει τούς κόπους μας γιά τήν ἀρετή καί νά σβήσει τήν προθυμία τῆς ψυχῆς, μᾶς ἔμαθε νά βάζουμε στίς μέρες τήν ἐτικέτα τῆς εὐτυχίας ἤ τῆς δυστυχίας. 

Ἕνας... πού ἔπεισε τόν ἑαυτό του ὅτι ἡ ἡμέρα εἶναι κακή ἤ καλή, οὔτε στήν κακή θά φροντίσει γιά καλά ἔργα, διότι τάχα ἄδικα τά κάνει ὅλα καί χωρίς σέ τίποτα νά ὠφελήσει, ἐξ αιτίας τῆς κακορρίζικης ἡμέρας· οὔτε στήν καλή πάλι θά τό κάνει αὐτό, διότι τάχα σέ τίποτα δέν τόν ἐμποδίζει ἡ προσωπική του ραθυμία, ἐξαιτίας τῆς καλορρίζικης ἡμέρας, κι ἔτσι καί ἀπό τίς δύο πλευρές θά προδώσει τή σωτηρία του. 

Κι ἄλλοτε μέν διότι δῆθεν ἀνώφελα κοπιάζει, ἄλλοτε διότι δῆθεν περιττά, θά ζήσει μέσα στήν ἀργία καί τήν πονηριά. 

Γνωρίζοντας, λοιπόν, αὐτό πρέπει νά ἀποφεύγουμε τίς μεθοδεῖες τοῦ διαβόλου καί νά βγάλουμε ἀπό τό νοῦ μας αὐτήν τήν ἰδέα καί νά μή προσέχουμε τίς μέρες οὔτε νά μισοῦμε τή μιά καί ν’ ἀγαποῦμε τήν ἄλλη…

Ὁ χριστιανός δέν πρέπει νά γιορτάζει μόνο μῆνες οὔτε πρωτομηνιές οὔτε Κυριακές, ἀλλά σ’ ὅλη του τή ζωή νά ἔχει τή γιορτή πού τοῦ πρέπει. 

Καί ποιά γιορτή τοῦ πρέπει;

Ἄς ἀκούσουμε τόν Παῦλο πού λέει· «Ὥστε ἑορτάζωμεν μή ἐν ζύμῃ παλαιᾷ, μηδέ ἐν ζύμῃ κακίας καί πονηρίας, ἀλλ’ ἐν ἀζύμοις εἰλικρινείας καί ἀληθείας» (Α΄ Κο 5,8).

Ὅταν λοιπόν ἔχεις καθαρή τή συνείδηση, ἔχεις πάντα γιορτή· τρέφεσαι μέ καλές ἐλπίδες καί ἐντρυφᾶς στήν προσδοκία τῶν μελλόντων ἀγαθῶν· ὅπως, ὅταν δέν ἔχεις παρρησία κι ἔχεις πέσει σέ πολλά ἁμαρτήματα, ἀκόμη κι ἄν εἶναι μύριες γιορτές καί πανηγύρια δέν θά ’σαι σέ καθόλου καλύτερη θέση ἀπό ἐκείνους πού πενθοῦν. 

Διότι, τί ὄφελος ἔχω ἐγώ ἀπό τή λαμπρή μέρα, ὅταν τήν ψυχή μου τή σκοτίζει ἡ συνείδηση;

Ἄν λοιπόν θέλεις νά ’χεις καί κάποιο κέρδος ἀπό τήν πρωτομηνιά, κάνε τό ἑξῆς. 

Ὅταν βλέπεις ὅτι συμπληρώθηκε ὁ χρόνος, εὐχαρίστησε τόν Κύριο, διότι σέ ἔβαλε σ’ αὐτήν τήν περίοδο τῶν ἐτῶν. Δημιούργησε κατάνυξη στήν καρδιά σου, ξαναλογάριασε τόν χρόνο τῆς ζωῆς σου, πές στόν ἑαυτό σου: 

Οἱ μέρες τρέχουν καί περνοῦν, τά χρόνια συμπληρώνονται, πολύ μέρος τοῦ δρόμου προχωρήσαμε. 

Ἄρα γε τί καλό κάναμε; 

Μήπως ἄρα γε φύγουμε ἀπό δῶ ἄδειοι κι ἀπογυμνωμένοι ἀπό κάθε ἀρετή; 

Τό δικαστήριο εἶναι κοντά, ἡ ζωή μας τρέχει πρός τό γῆρας.

Αυτός είναι ο Άρτος, η Οδός, η Αλήθεια καί η Ζωή


Κοίτα προς τα πίσω και θα δεις το Χριστό να πεθαίνει για σένα.

Κοίτα προς τα πάνω και θα δεις το Χριστό να μεσιτεύει για σένα.

Κοίτα προς τα μέσα και θα δεις το Χριστό να ζει μέσα σου.

Κοίτα μπροστά σου και θα δεις το Χριστό να έρχεται για σένα.

Αυτός είναι ο Άρτος, η Οδός, η Αλήθεια και η Ζωή.


Άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος

Kι αν ακόμη έχεις κάποια αισχρή επιθυμία...



«Kι αν ακόμη έχεις κάποια αισχρή επιθυμία, 
αλλά δεν πεις αισχρό λόγο, 
έσβησες και την επιθυμία!»

Άγιος Ιωάννης Χρυσόστομος


Κάθε έργο, που αποσκοπεί στήν ΣΩΤΗΡΙΑ ΨΥΧΩΝ, δέχεται από τήν αρχή ΕΠΙΘΕΣΕΙΣ.....


"Όταν βλέπεις έναν μέθυσο να γίνεται νηστευτής, ή έναν αισχρολόγο να ψάλλει θείους ύμνους, να θαυμάζεις τη μακροθυμία του Κυρίου, να εγκωμιάζεις τη μετάνοια και να λες μαζί με τον ψαλμωδό:

«Αυτή η αλλοίωση είναι έργο της δεξιάς του Υψίστου» (Ψαλμ. 76:11). 

Δηλαδή, τήν θαυμαστή αυτή μεταβολή την πραγματοποίησε το δεξί χέρι του Θεού, η δυνατή επέμβαση και ενέργειά Του.

Κάθε έργο που αποσκοπεί στη σωτηρία ψυχών, δέχεται από την αρχή επιθέσεις. 

Μόλις γεννήθηκε ο Χριστός, ξέσπασε η μανία του Ηρώδη. 

Κι εσύ, αν αξιωθείς κάποτε να υπηρετήσεις μ’ οποιονδήποτε τρόπο το Θεό, θα υποφέρεις πολύ, θα πονέσεις πολύ, θα κινδυνέψεις πολύ. 

Μην ξαφνιαστείς. 

Μην ταραχθείς. 

Μην αναρωτηθείς: «Εγώ εκτελώ το θέλημα του Θεού και θα έπρεπε να δοξάζομαι γι’ αυτό και να στεφανώνομαι. Γιατί, λοιπόν, υποφέρω;»

Να θυμηθείς τότε το Χριστό, που διώχθηκε ως το θάνατο, και μας προειδοποίησε: 

«Αν εμένα καταδίωξαν, θα καταδιώξουν κι εσάς» (Ιω. 15:20). 

Μας έδωσε, όμως, και μιαν υπόσχεση: «Όποιος μείνει σταθερός ως το τέλος, αυτός θα σωθεί» (Ματθ. 10:22).

Αν κάποιος φροντίζει για τη σωτηρία του, είναι αδύνατο να χαθεί. 

Ο Θεός δεν θα τον εγκαταλείψει στις δυσκολίες και τους κινδύνους. 

Τι είπε ο Κύριος στον Πέτρο; «Σίμων, Σίμων! Ο σατανάς ζήτησε να σας δοκιμάσει σαν το σιτάρι στο κόσκινο. Εγώ, όμως, προσευχήθηκα για σένα, να μη σ’ εγκαταλείψει η πίστη σου» (Λουκ. 22:32).

Όταν δει ο Θεός ότι το φορτίο των πειρασμών ξεπερνάει τις δυνάμεις μας, απλώνει το χέρι Του και μας ξαλαφρώνει από το περίσσιο βάρος. 

'Αν, όμως, δει ότι αδιαφορούμε για τήν σωτηρία μας, μας εγκαταλείπει αβοήθητους.

Δεν πιέζει και δεν αναγκάζει κανέναν ο Θεός. 

Για τους απρόθυμους και αδιάφορους αδιαφορεί. 

Αντίθετα, τους πρόθυμους και καλοπροαίρετους τους τραβάει κοντά Του με πολύ πόθο.

Ο απόστολος λέει: «Ο Θεός δεν κάνει διακρίσεις, αλλά δέχεται τον καθένα, σ’ όποιον λαό κι αν ανήκει, αρκεί να τον σέβεται και να ζει σύμφωνα με το θέλημά του» (Πραξ. 10:34-35)."

Από το βιβλίο: ΘΕΜΑΤΑ ΖΩΗΣ Α’. Από τις Ομιλίες του αγίου Ιωάννου του Χρυσοστόμου. 
Έκδοση τέταρτη. Ιερά Μονή Παρακλήτου, Ωρωπός Αττικής 2013, σελ. 25.

Ο ιερός Χρυσόστομος εναντίον των ανάξιων ιερέων και τα συμπεράσματα για τους σημερινούς διαδόχους του

Βλέποντας τί έκανε ο μέγας Πατήρ ερωτούμε: Όποιος σημερινός επίσκοπος δεν μιμείται τον Χρυσόστομο ως προς την κάθαρση της Εκκλησίας από τα ζιζάνια, τί είναι;

Ο ΚΛΕΙΝΟΣ ΠΑΤΗΡ ΙΩΑΝΝΗΣ Ο ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΣ ΑΛΗΘΗΣ ΚΑΙ ΑΣΥΜΒΙΒΑΣΤΟΣ ΕΠΙΣΚΟΠΟΣ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ 


Ο αδέκαστος και ακατάβλητος μαχητής για την πνευματική ανύψωση του ιερού κλήρου της Εκκλησίας - Ο Ιεράρχης που δεν κάμφθηκε από τη δύναμη της πολιτικής εξουσίας και κατεδίκασε δημοσίως τις αυθαιρεσίες των πολιτικών αρχόντων - Ο ανυπότακτος Επίσκοπος της Εκκλησίας που δέχθηκε αυτοθυσιαστικά τον φθόνο και τις διώξεις αρνούμενος να κρατήσει ζηλότυπα το θρόνο του και να προκαλέσει σχίσματα στο σώμα της Εκκλησίας Aληθής και ασυμβίβαστος επίσκοπος της Εκκλησίας του Χριστού υπήρξε ο θεοφόρος και κλεινός Πατήρ και Οικουμενικός Διδάσκαλος Άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος, Αρχιεπίσκοπος Κωνσταντινουπόλεως, ο οποίος, όπως εύστοχα γράφει ο πολύς Πατρολόγος, αοίδιμος Καθηγητής Παναγιώτης Χρήστου, 

«… υπήρξε ρήτορας που συνάρπαζε τα πλήθη και σπουδαίος οργανωτής του εκκλησιαστικού και κοινωνικού έργου. Σε μία επαρχιακή μεγαλούπολη, όπως ήταν η Αντιόχεια, σαν Αρχιεπίσκοπος θα μεγαλουργούσε˙ αλλά στην πρωτεύουσα (εννοεί την Κωνσταντινούπολη), δεν μπόρεσε να χρησιμοποιήσει όλες τις ικανότητές του, διότι στερούνταν το προσόν της ελαστικότητας και προσαρμοστικότητας απέναντι στους πολιτικούς άρχοντες. Σφοδρός τιμητής των πάντων, μετέβαλλε τους φίλους σε εχθρούς. Γι’ αυτό δεν του επιτράπηκε ν’ ασκήσει επί μακρό χρόνο τα αρχιεπισκοπικά του καθήκοντα και όσο χρόνο ποίμανε δεν ήταν αδιατάραχτος στα έργα του. Εξ αιτίας αυτού η Εκκλησία στερήθηκε την αναμενόμενη προσφορά απ’ αυτόν, αλλά κέρδισε αιώνια από το παράδειγμα της ακατάβλητης ηθικής αντιστάσεώς του». 

Πρώτιστο ποιμαντικό μέλημα του Αρχιεπισκόπου Κωνσταντινουπόλεως Ιωάννου του Χρυσοστόμου υπήρξε η πνευματική ανύψωση του ιερού κλήρου με την παράλληλη εκρίζωση των κακώς κειμένων στο σώμα των κληρικών της Εκκλησίας. Ο ίδιος γνώριζε άριστα ότι στην προαγωγή του εκκλησιαστικού έργου δεν συμβάλλει μόνο η προσπάθεια, αλλά και το ήθος των κληρικών. Έτσι κατά την εποχή εκείνη, όπως συμβαίνει πάντοτε, μαζί με τους ευσυνείδητους κληρικούς της Εκκλησίας υπηρετούσαν και μερικοί ασυνείδητοι ή απλώς αδιάφοροι. Πολλούς τους τάρασσε το πάθος της φιλαργυρίας και άλλους τους προσέλκυσε η καλοπέραση. Ο Ιερός Χρυσόστομος απαίτησε από όλους να μιμηθούν τη δική του ολιγάρκεια και πλήρη λιτότητα. Καταδίκασε επίσης σε ηθικό επίπεδο την επικίνδυνη και σκανδαλώδη συνήθεια της «συνοικήσεως» κληρικών μετά μοναστριών σε δύο περισπούδαστα δοκίμιά του. 

Στον σωζόμενο «ιστορικό διάλογο του Παλλαδίου, Επισκόπου Ελενουπόλεως, που έγινε προς Θεόδωρο, Διάκονο Ρώμης περί Βίου και Πολιτείας του Μακαρίου Ιωάννου του Χρυσοστόμου, Επισκόπου Κωνσταντινουπόλεως», ο Επίσκοπος Παλλάδιος αναφερόμενος στον νυχθήμερο και άοκνο αγώνα του Ιερού Χρυσοστόμου να εξυγιάνει τον ιερό κλήρο και τον εκ της βιοτής του σκανδαλισμό των πιστών, λέγει χαρακτηριστικά: «… αφού χειροτονήθηκε ο Ιωάννης, αρχίζει να φροντίζει για τα εκκλησιαστικά πράγματα, κάνοντας αρχή από τον έλεγχο των πιστών με τον ποιμενικό αυλό. Σπάνια όμως μεταχειριζόμενος και την ελεγκτική ράβδο, στρέφει το λόγο εναντίον της προσποιητής αδελφικής ζωής, στην πραγματικότητα όμως, εναντίον της αισχρής κακοήθειας εκείνων που ονομάζονται «συνείσακτοι», αποδεικνύοντας πως στην εκλογή των κακών οι χειρότεροι είναι εκείνοι που τρέφουν πόρνες, γιατί εκείνοι που κατοικούν μακριά από την εκκλησία είναι οι ίδιοι εκείνοι που επιθυμούν την αρρώστια˙ αυτοί όμως που κατοικούν μέσα στο εργαστήριο της σωτηρίας, προσκαλούν στην αρρώστια και τους υγιείς ακόμη. Έτσι πιέζονται οι κληρικοί εκείνοι που δεν αγαπούν το Θεό, αφού φλογίζονται από το πάθος της πορνείας. Στη συνέχεια στρέφεται εναντίον της αδικίας, καταστρέφοντας την έδρα των κακών, την πλεονεξία, για να βάλει τα θεμέλια της δικαιοσύνης. Γιατί αυτό είναι γνώρισμα των έμπειρων αρχιτεκτόνων, πρώτα δηλαδή να καταστρέψουν την οικοδομή της ψευτιάς και ύστερα να βάλουν το θεμέλιο της αλήθειας… Απ’ αυτό ταράσσονται πάλι εκείνοι που αποβλέπουν στον πλούτο. Έπειτα φροντίζει για τη δίαιτά τους, παρακαλώντας ν’ αρκούνται στα δικά τους φαγητά και να μην επιζητούν τα πλούσια τραπέζια των πλούσιων, ώστε έχοντας οδηγό τον καπνό των τραπεζιών, να μην παραδοθούν στη φλόγα της ακολασίας, επιζητώντας τη ζωή των κολάκων και των παρασίτων. Απ’ εκεί προέρχονται οι περισσότεροι κοιλιόδουλοι και αναμειγνύονται με τους καλύτερους κακολόγους. Ύστερα εξετάζει τα βιβλία του οικονόμου και βρίσκει δαπάνες που δεν ωφελούν την Εκκλησία. Προστάζει να μην εκτελεσθεί η πίστωσή τους. Έρχεται στο μέρος των δαπανών της επισκοπής και βρίσκει πάρα πολύ μεγάλη σπατάλη και δίνει διαταγή να μεταφερθεί η πολυτέλεια αυτή στο νοσοκομείο. Επειδή όμως αυξάνονταν οι ανάγκες, χτίζει περισσότερα νοσοκομεία και διορίζει προϊσταμένους δυο ευσεβείς πρεσβυτέρους, καθώς επίσης ιατρούς και μαγείρους και χρηστούς αγάμους υπηρέτες, ώστε να φροντίζουν τους ξένους που σύχναζαν στην πόλη και τους έπιανε κάποια αρρώστια, και γι’ αυτό το καλό, αλλά και για τη δόξα του Σωτήρα». 

Ως εγκρατής και ανυπόκριτος Επίσκοπος της Εκκλησίας υπήρξε πρωτίστως αυστηρός με τον εαυτό του και έπειτα με τους άλλους γενόμενος «τύπος και υπογραμμός» της κατά Χριστόν Αρχιεροσύνης. Ανερχόμενος στο ύπατο αξίωμα της Εκκλησίας Κωνσταντινουπόλεως δεν κυριεύθηκε από το πάθος της εξουσίας, του δεσποτισμού και της χλιδής. Ζούσε απλή, λιτή και ασκητική ζωή με συνεχή προσευχή και μελέτη των Αγίων Γραφών. Επειδή δε ακολουθούσε αυστηρή δίαιτα και απέφευγε τις περιττές και ανούσιες κοσμικές κοινωνικές σχέσεις, δεν δεχόταν επισκέψεις και ούτε προσκλήσεις σε γεύματα, εδόθη η εσφαλμένη εντύπωση ότι ήταν ακοινώνητο άτομο. Η εξωτερική του εμφάνιση δεν ήταν επιβλητική επειδή ήταν βραχύσωμος, λεπτός και αδύνατος, ρυτιδωμένος, σκυθρωπός και πολύ μετρημένος. Για να εξοικονομήσει χρήματα προκειμένου να τα χρησιμοποιήσει για κοινωφελείς σκοπούς άρχισε να πωλεί πολυτελή έπιπλα και άλλα αντικείμενα του επισκοπείου, τα οποία δεν είχε ανάγκη ο ίδιος. 

Υπήρξε αμείλικτος στον έλεγχό του εναντίον των αναξίων κληρικών και μοναχών απαιτώντας την καθαρότητα του βίου ενώ δεν δίστασε να αποβάλει παντελώς τους αμετανόητους και αδιόρθωτους από τις τάξεις του ιερού κλήρου. Έχοντας βαθύτατη συναίσθηση της Επισκοπικής του ευθύνης έναντι του Θεού, της Εκκλησίας και του ποιμνίου του προέβαινε σε αυστηρό έλεγχο όχι όμως με οργή και αλαζονεία αλλά με αγάπη και αληθές πατρικό ενδιαφέρον έναντι των παρεκτρεπομένων ιερέων, διακόνων και μοναχών, ενώ παράλληλα δεν παρέλειπε να επιπλήττει για τα «κακώς κείμενα» και τις γυναίκες που ήταν ενταγμένες στα λεγόμενα τάγματα των χηρών και των διακονισσών. Είχε τη φήμη του αυστηρού και αδεκάστου Επισκόπου, αλλά, όπως ο ίδιος συνήθιζε να λέγει, δεν αποστρεφόταν τους ελεγχομένους, αλλά μισούσε τις πονηρές και εφήμερες πράξεις˙ «ταύτα λέγομεν ουχ ίνα πλήξωμεν, αλλ’ ίνα διορθωσώμεθα, ου τους ανθρώπους μισούντες, αλλά την πονηρίαν αποστρεφόμενοι». 

Απέφευγε τις «ακατάσχετες αγαπολογίες», που είναι σύγχρονη μόδα της εποχής μας εντός ακόμη και του ιερού κλήρου της Εκκλησίας, και επέλεγε την ευθύτατη γλώσσα της αληθείας, αναφέροντας χαρακτηριστικά προς εκείνους που ήλεγχε για τα ατοπήματά τους: «Εγώ μεν γαρ, καν μυριάκις κατηγορήσας, μετά καθαράς καρδίας την ειρήνην σοι δίδωμι, μετά ειλικρινούς γνώμης, και πονηρόν ουδέν δύναμαί ποτε περί σου ειπείν˙ σπλάχνα γαρ έχω πατρικά». Όταν κληρικοί επέλεγαν τον έκλυτο βίο και σκανδάλιζαν τους πιστούς, εκείνος με κοφτερή γλώσσα δημοσίως τους κατακεραύνωνε χωρίς περιστροφές και επιτηδευμένο διπλωματικό προσωπείο. Στα ενώπιον του λαού κηρύγματά του χαρακτήριζε: α) ως «αβαλαντιοσκόπους» τους κληρικούς οι οποίοι πλούτιζαν από την Ιεροσύνη, β) ως «κόλακες και παράσιτα» εκείνους που ζούσαν αναξιοπρεπή ζωή, διάγοντας βίο κοσμικό και προκλητικά σκανδαλώδη, γ) ως «κοιλιόδουλους» εκείνους που ζούσαν ράθυμη και αργή ζωή και δ) ως «συνείσακτους» εκείνους που συζούσαν ξεδιάντροπα με διάφορα πρόσωπα όντες υποτεταγμένοι στον έκλυτο βίο της ηθικής παρακμής. Η αταλάντευτη απόφαση του Ιερού Χρυσοστόμου για έμπρακτη κάθαρση στους κόλπους της Εκκλησίας με την απομάκρυνση των παντός βαθμού αναξίων κληρικών φαίνεται περίτρανα στην περίπτωση της κατόπιν συνοδικής αποφάσεως εν Εφέσω καταδίκης έξι ή κατ’ άλλους δεκατριών σιμωνιακών επισκόπων και της τοποθετήσεως στη θέση τους ευσεβών, θεοφοβούμενων και εντίμων. Το γεγονός βέβαια αυτό, όπως ήταν αναμενόμενο, προκάλεσε την αντίδραση και το μίσος εκείνων που θίγονταν και γενικώς φθονούσαν τον Ιερό Χρυσόστομο, όπως ήταν ο παλαιόθεν ορκισμένος εχθρός του Αλεξανδρείας Θεόφιλος, ο Γαβάλων Σεβηριανός, ο Βεροίας Ακάκιος, ο Πτολεμαΐδος Αντίοχος, ο μοναχός Ισαάκ και άλλοι. 

Η σπείρα των φθονερών και πικρόχολων κληρικών συνασπίσθηκαν και ανέμεναν την κατάλληλη ευκαιρία για να αφανίσουν τον Ιερό Πατέρα. Ο δε Άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος έχοντας πάντοτε ως πρώτιστη ποιμαντική μέριμνά του την πνευματική ανύψωση του ποιμνίου και των αρχόντων συνέχιζε αδιαπτώτως και ακαθέκτως την αφύπνιση συνειδήσεων, άλλοτε χρησιμοποιώντας τη γλώσσα του μέλιτος και άλλοτε την ράβδο της συναίσεως, χωρίς να υπολογίζει το προσωπικό του κόστος και αδιαφορώντας εάν γίνει δυσάρεστος στους συνήθεις κοσμικούς κύκλους. Ο λαός λοιπόν στην πρωτεύουσα, που απότομα τότε διογκώθηκε, είχε ανάγκη από πνευματική και ηθική καθοδήγηση, την οποία ο Επίσκοπος Ιωάννης παρείχε πλούσια με τα συνεχιζόμενα πάντοτε Κηρύγματά του. Με τον δημόσιο λόγο του καυτηρίαζε την αδιαφορία των ανθρώπων για το ήθος στη ζωή τους και την εν γένει χαλάρωση των ηθών. Η μανιώδης παρακολούθηση ιπποδρομιών και θεατρικών παραστάσεων κακής ποιότητος, η σκληρότητα προς τους κατωτέρους, η ακόρεστη απληστία και φιλαργυρία καθώς και η προκλητική πολυτέλεια αποτελούσαν το περιεχόμενο των χωρίς τέλος «φιλιππικών λόγων» του Αρχιεπισκόπου, που έβλεπε τους φιλοθεάμονες άλλοτε μεν με αγαλλίαση να γεμίζουν τους ναούς, άλλοτε δε με λύπη να τους εγκαταλείπουν για να μη χάσουν τα φθηνού επιπέδου θεάματα. 

Ο Ιερός Πατήρ όντας ο ίδιος ιδιαίτερα προσεκτικός στη ζωή του δίδασκε πάντοτε την σεμνοπρέπεια και στους δημόσιους χώρους και κατ’ οίκον. Συχνά λοιπόν επέκρινε τις προκλητικές γυναίκες ανεξαρτήτως ηλικίας, λέγοντας χαρακτηριστικά: «Αφού είστε γριές, τι προσπαθείτε να ξανανιώσετε με τη βία το σώμα, κατεβάζοντας «αφέλειες» στο μέτωπό σας όπως οι πόρνες, προσβάλλοντας και τις άλλες ελεύθερες γυναίκες, για να ξεγελάσετε αυτούς που συναναστρέφεστε, τη στιγμή που είστε και χήρες;». 

Ο άτλας της Εκκλησίας Ιωάννης ο Χρυσόστομος δεν δείλιασε να συγκρουσθεί και με τα πρόσωπα της πολιτικής σκηνής τα οποία δρούσαν κατά την περίοδο εκείνη και ήταν ο ευσεβής και σώφρων αλλά αδύναμου χαρακτήρος Αυτοκράτορας Αρκάδιος με την εύπιστη, φιλάργυρη και ματαιόδοξη σύζυγό του, την Ευδοξία, καθώς και ο ραδιούργος και πονηρός πρωθυπουργός Ευτρόπιος. Όταν μάλιστα ο Ευτρόπιος είχε φανερά υποταχθεί στην φιλαργυρία και την εξουσιομανία του και κυρίως αφότου κατήργησε το υπό του αυτοκράτορος Θεοδοσίου παραχωρηθέν «άσυλο των Εκκλησιών», ο Ιερός Χρυσόστομος δημοσίως κατέκρινε την αγάπη του για τα πανηγύρια και τις κοσμικές απολαύσεις, την απληστία του και την ακόρεστη επιθυμία του για εξουσία, ενώ παράλληλα απαιτούσε με τον ασυμβίβαστο δημόσιο λόγο του, την εκ νέου απόδοση του «εκκλησιαστικού ασύλου». Όπως όμως γράφει ο καθηγητής Παναγιώτης Χρήστου, ήταν πεπρωμένο πρώτος ο Ευτράπιος να υποστεί τις συνέπειες της καταργήσεώς του, όταν καταδιωκόμενος από το πλήθος κατά την επικράτηση των Γότθων στην Κωνσταντινούπολη, εισήλθε στον καθεδρικό ναό και προσέφυγε στο ιερό θυσιαστήριο. Τότε ο Ιερός Χρυσόστομος με συγκατάβαση εκφώνησε τον περίφημο λόγο του επί του ρητού «ματαιότης ματαιοτήτων, τα πάντα ματαιότης». Και τότε μεν ο Ευτρόπιος εσώθη αλλά λίγο χρόνο αργότερα εξορίσθηκε στην Κύπρο και εν συνεχεία καταδικάσθηκε σε θάνατο. 

Ακόμη σφοδρότερη υπήρξε η σύγκρουση του Ιερού Χρυσοστόμου με την ματαιόδοξη Αυγούστα Ευδοξία την οποία δημοσίως επέκρινε για την άκρατη κοσμική ζωή, την προκλητική πολυτέλεια και την ακόρεστη φιλοχρηματία της. Τότε οι κυρίες της αυλής, τις οποίες ο Ιερός Πατήρ χαρακτήριζε ως «ταραξάνδριαι» και «ανασείστριαι» ήλθαν σε συνεννόηση με τον «λιθομανή και χρυσολάτρη» Αλεξανδρείας Θεόφιλο, ο οποίος δοθείσης της ευκαιρίας ηγήθηκε μιάς πρωτοφανούς και κακοήθους πολεμικής εναντίον του Χρυστοστόμου, καθώς σύμφωνα με τον Παλλάδιο «προκαταλαμβάνει φθόνος τας διανοίας των μισθωτών ποιμένων». 

Στην ανίερη αυτή σπείρα συνασπίσθηκαν οι άρχοντες και πλούσιοι πέριξ του δολοπλόκου Ευτροπίου καθώς επίσης και οι εκδιωχθέντες επίσκοποι τους οποίους ο μέγας Ιεράρχης επέκρινε για τον διεφθαρμένο βίο τους και έλεγε εν είδει δημοσίας ομολογίας ότι «ουδένα δέδοικα ως των Επισκόπων, πλην ολίγων». Όλο αυτός ο «χορός της ανομίας» με επικεφαλής τον Αλεξανδρείας Θεόφιλο κατεσκεύασε ψευδείς κατηγορίες και κατεδίκασε ερήμην στην ψευδοσύνοδο ή ληστρική Σύνοδο παρά την Δρυν (403 μ.Χ.) τον Ιερό Χρυσόστομο, τον οποίο καθαίρεσε αντικανονικώς και απεφάσισε την εξορία του. Είναι μάλιστα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά τα όσα διασώζει ο Επίσκοπος Παλλάδιος, όταν αναφέρεται στον πνευματικό τρόπο με τον οποίο ο Ιερός Πατήρ αντιμετώπισε την σκευωρία των ψευδαδέλφων του συνεπισκόπων, χωρίς να προκαλέσει σχίσματα στο σώμα της Εκκλησίας, αναφέροντας τα εξής αποκαλυπτικά: «καθώς βρισκόμαστε σε απορία, φωτισμένος από το Άγιο Πνεύμα, ο Ιωάννης λέγει σε όλους. Προσευχηθείτε, αδελφοί μου, εάν αγαπάτε το Χριστό, μήπως κάποιος εξαιτίας μου παραιτηθεί από την Εκκλησία του. Γιατί εγώ τώρα θυσιάζομαι και ο καιρός της αναχώρησής μου από τον κόσμο αυτόν είναι πολύ κοντά… Και αφού υποφέρω πολλές θλίψεις, θα εγκαταλείψω τη ζωή, όπως βλέπω. Γιατί γνωρίζω τη σκευωρία του Σατανά, επειδή δεν ανέχεται πια την ενόχληση των λόγων μου που στρέφονται εναντίον του. Και έτσι να έχετε το έλεος του Θεού. Να με θυμάστε στις προσευχές σας… 

Στο πρόσωπο του Ιερού Χρυσοστόμου επαληθεύεται περίτρανα ότι «θέλει αρετή και τόλμη η Ελευθερία» επειδή ακριβώς και ο ίδιος παρέμεινε μέχρι τέλους της επιγείου ζωής του το «αδούλωτο και ελεύθερο στόμα της αληθείας Χριστού» χωρίς οσφυοκαμψίες, συμβιβασμούς, ψευδεπίγραφες διπλωματίες και ανούσιες υποκριτικές αγαπολογίες. Έθεσε το αλάτι της αληθείας Χριστού επί της πληγής κάθε αυθαιρεσίας και προκλητικής βιοτής κλήρου και λαού, αρχόντων και αρχομένων. Έθαψε το «ίδιον θέλημα» για να γίνει το θέλημα του Κυρίου και να διαφυλαχθεί πάση θυσία η ενότητα της Εκκλησίας γενόμενος ανά τους αιώνες το ακατάβλητο και τηλαυγές σύμβολο αληθούς Επισκόπου και Πατρός, αλλά ποτέ ματαιόδοξου Δεσπότου.


Οι ευεργεσίες του Θεού


Αν καθημερινά αναλογιζόμαστε τις ευεργεσίες του Θεού και συνεχώς Τον ευχαριστούμε, τότε θα μας χαρίσει πλούσια την χάρη του και θα μας δυναμώσει στον αγώνα μας.

Όταν έχουμε τη σκέψη μας...στραμμένη στα μελλοντικά αγαθά, που μας έχει ετοιμάσει ο Θεός τότε τίποτα από τα επίγεια χαρούμενα ή λυπηρά δεν μπορει να κλονίσει την πίστη μας.

Άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος

romioitispolis.gr

Τι έκανε ο Άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος και τι δεν κάνουν οι σημερινοί ιεράρχες


του μακαριστού Νικολάου Σωτηρόπουλου

Το έτος 2007 ονομάστηκε έτος Άγ.Ιωάννου του Χρυσοστόμου, διότι με αυτό συμπληρώθηκαν 1600 έτη από τη μαρτυρική κοίμηση του μεγα­λυτέρου Πατρός και οικουμενικού δι­δασκάλου της Εκκλησίας μας. Επί τη έπετείω αυτή διοργανώθηκαν πολλές εκδηλώσεις, εκφωνήθηκαν πολλές ομιλίες και πλέχτηκαν για τον άγιο πολλά εγκώμια. Το κυριότερο όμως πράγμα δεν έγινε. Ποίο είναι αυτό; Ή μίμησις του αγίου και μάλιστα από τούς σημερινούς διαδό­χους του, τους επι­σκόπους. «Τιμή αγίου, μιμήσις αγίου» μάς λέγουν στα κηρύγμα­τα τους, δίχως όμως να είναι διατεθειμένοι νά εφαρμόσουν αυτοί πρώτοι αυτό πού κηρύττουν. “Ας αναφέρομε μερικά παραδείγμα­τα:

Ό I. Χρυσόστομος ήλεγξε σφό­δρα τούς σκληρούς και άσπλαχνους πλουσίους. Πόσοι επίσκοποι ελέγ­χουν σήμερα τούς πλουσίους; Οι πε­ρισσότεροι επιδιώκουν τη γνωριμία μαζί τους, διότι, ως πλούσιοι, είναι ισχυροί, και οι επίσκοποι μας θέλουν νά «τα έχουν καλά» με τούς ισχυρούς τής γης.

Ό Ί. Χρυσόστομος έκανε πολλά θαύματα, ένα μάλιστα απ’ αυτά την ήμερα τής ένθρονίσεώς του, όταν θε­ράπευσε ένα δαιμονισμένο, πού κυ­λιόταν και άφριζε τη στιγμή τής ενθρονίσεως! Το θαύμα αυτό έκανε μεγάλη εντύπωση στο λαό. Πόσοι επί­σκοποι σήμερα μπορούν νά συνδέ­σουν και νά σφραγίσουν τη χειροτο­νία ή ένθρόνισή τους μ’ ένα θαύμα; Δημοσίως, ενώπιον του λαού, εξόρκισε το δαιμόνιο ο άγιος. Δυστυχώς στις ήμερες μας «δε­σπότης» Αθηναϊκού προαστίου απαγόρευ­σε τούς δημοσίους εξορκισμούς και ανάγ­κασε σέ παραιτήσει πα­σίγνωστο χαρισματούχο ιερομόναχο εξορ­κιστή, τής Ί. Συνόδου έπικροτούσης τον θρίαμβο αυτό του Σα­τανά!

Ό Ι. Χρυσόστο­μος ήλεγξε την ομοφυλοφιλία. Το βδελυρό αυτό αμάρτημα θεωρούσε «πάσης κολάσεως χείρον». Τούς ομο­φυλοφίλους θεωρούσε χειρότερους από τούς φονείς, «αλόγων ανοητότερους και κυνών αναιδέστερους»! Σή­μερα ή ομοφυλοφιλία κάνει θραύση στις τάξεις του άγαμου κλήρου, και οι επίσκοποι σιωπούν, ορισμένοι δε την καλύπτουν, προστατεύουν, προάγουν και προσπαθούν με επαίσχυντα Συνο­δικά έγγραφα νά την νομιμοποιή­σουν!

Το πρώτο πράγμα, πού έκανε ο Ι. Χρυσόστομος, όταν έγινε αρχιεπί­σκοπος, ήταν ή κάθαρση του κλήρου του από τους αναξίους κληρικούς. Σήμερα, αντί καθάρσεως από τούς αναξίους βλέπουμε εκκλησιαστικές εκκαθαρίσεις κατά των άξιων, δικαίων και ευλαβών κληρικών!

Ό I. Χρυσόστομος συγκρούσθη­κε πολλάκις με τα ανάκτορα, εμπόδι­σε μάλιστα κάποτε και τη βασίλισσα Ευδοξία να εισέλθει στον Ί. ναό της Άγ. Σοφίας, επειδή εκείνη αδίκησε μία χήρα και της άρπαξε το αμπέλι της! Σήμερα, πού οι πολιτικοί άρχον­τες αποχριστιανίζουν με αντιχριστια­νικούς νόμους το έθνος μας και περι­θωριοποιούν την Εκκλησία, ποίος επίσκοπος τολμά νά τους εμπόδιση νά εισέλθουν στο ναό; Με το νόμο υπέρ των αμβλώσεων συντελείται εθνοκτονία, οι αρχιερείς μας όμως προτιμούν τη φιλία των ένοχων πολι­τικών, και με τη σιωπή και ανοχή τους γίνονται συνένοχοι στον αργό αυτό θάνατο της Ελλάδος.

Προσκύνησαν οι επίσκοποι μας κατά το παρελθόν έτος με φαινομε­νική ευλάβεια την τίμια κάρα του αγί­ου, καρατόμησαν όμως με παράνομη και άδικη καθαίρεση ένα άξιο και ασυμβίβαστο κληρικό, μιμητή του Ι. Χρυσοστόμου, τον π. Ευθύμιο Τρικαμηνά, επειδή πολεμεί τον Οικου­μενισμό και έπαυσε ορθώς και κανο­νικώς το μνημόσυνο των αναξίων προϊσταμένων του!

Ό Ί. Χρυσόστομος πολέμησε τις αιρέσεις της εποχής του. Πολλοί ση­μερινοί διάδοχοι του εναγκαλίζονται τις σύγχρονες αιρέσεις, τις ονομά­ζουν «αδελφές εκκλησίες» και πολε­μούν …όσους κάνουν άντιαιρετικό αγώνα!

Ομιλούν για το «χρυσό στόμα» του Χρυσοστόμου με ευκολία, απο­φεύγουν όμως νά διαμαρτυρηθούν και νά ελέγξουν όσους με αντικανο­νικό και άδικο αφορισμό προσπάθη­σαν νά φιμώσουν ένα άλλο σύγχρονο ορθόδοξο στόμα, αυτό του αγωνιστού θεολόγου και Ίεροκήρυκος Νικολάου Σωτηροπούλου! Ό Χρυσόστομος υπεράσπιζε τούς αδικημένους και διωκόμενους. Αυτοί προτιμούν την εύνοια και φιλία των αδικούντων και διωκόντων!

Μνημειώδης έμεινε ο λόγος του Ι. Πατρός «ουδέν δέδοικα ώς επισκό­πους πλήν ένίων». Δυστυχώς πολλοί επίσκοποι σήμερα δεν μιμούνται τον Χρυσόστομο, άλλά τούς επισκόπους εκείνους, πού φοβήθηκε όσο τίποτε άλλο ο άγιος στις ήμερες του! Επειδή πολλοί επίσκοποι, πού ύμνησαν και εγκωμίασαν τον άγιο Ιω­άννη κατά το 2007, τυγχάνει νά είναι Οίκουμενισταί, θα προσθέσομε και τούτο: Τι είπε ο Χριστός ελέγχοντας τούς γραμματείς και Φαρισαίους; «Έπί της Μωσέως καθέδρας έκάθισαν οί γραμματείς και Φαρισαίοι. Πάν­τα ούν όσα έάν εϊπωσιν ύμϊν τηρείν, τηρείτε και ποιείτε, κατά δέ τά έργα αυτών μή ποιείτε’ λέγουσι γάρ, καί ού ποιούσι» (Ματθ. 23, 2-3). Ή διδασκα­λία τους ήταν σωστή, τα έργα τους όμως πονηρά και υποκριτικά. Οι Οίκουμενισταί είναι χειρότεροι των γραμματέων και των Φαρισαίων, διότι κάθονται στους θρόνους του Χρυσο­στόμου και των άλλων Πατέρων τής Εκκλησίας και νοθεύουν και διαστρέ­φουν το Ευαγγέλιο, εξισώνοντας το φως με το σκότος, την αλήθεια μετην πλάνη, την Ορθοδοξία με την αίρεση! Και ή διδασκαλία τους είναι αιρετική, και τα έργα τους (συμπροσευχές, συλλείτουργα, συμμετοχή στο Π.Σ.Ε.) παράνομα. Αυτοί δεν είναι μιμηταί, άλλ’ άρνηταί του Ι. Χρυσοστόμου.

Και κάτι ακόμη, πού άφορα στην αρχιεπισκοπική διαδοχολογία των ήμερων μας. Ό Ι. Χρυσόστομος με με­γάλο δισταγμό δέχθηκε να χειροτονηθεί πρεσβύτερος στην Αντιόχεια. Θεωρούσε εαυτόν ανάξιο για το αξίω­μα της ιεροσύνης. Το ίδιο συνέβη και με την εις επίσκοπο χειροτονία του. Με δόλιο τρόπο και βιαίως τον απήγα­γε ο έπαρχος της Αντιοχείας, κατ’ έντολήν του αύτοκράτορος, και τον παρέδωσε στους στρατιώτες, οι όποιοι τον μετέφεραν χωρίς τη θέλησή του στην Κωνσταντινούπολη για νά τον χειροτονήσουν αρχιεπίσκοπο! Άλλοι δε μεγάλοι άγιοι τής Εκκλη­σίας μας εγκατέλειψαν την πόλη τους και κατέφυγαν στην έρημο για ν’ απο­φύγουν το αξίωμα. Ενώ σήμερα… Σή­μερα δεν προσπαθούν νά αποφύγουν το αξίωμα, άλλά το επιδιώκουν, το διεκδικούν, το λαχταρούν και μιμούν­ται όχι τους Πατέρας, άλλά τούς υπο­ψηφίους βουλευτές στην προσπάθεια τους, με θεμιτά ή αθέμιτα μέσα, νά το αποκτήσουν!

‘Αλλ’ ας μη άπογοητευώμεθα. Ό Θεός δεν πρόκειται νά εγκατάλειψη την Εκκλησία του.

Και αν στις χαλε­πές αυτές ήμερες απουσιάζουν οι εν ενεργεία μιμηται του άγιου, ζει ακόμη και διανύει το 101 έτος της ηλικίας του (το 2008) ο «εν αποστρατεία» ευρισκόμε­νος αναντιρρήτως άξιος μιμητής του Χρυσοστόμου, ο φλογερός Μητρο­πολίτης πρ. Φλωρίνης Αυγουστίνος Καντιώτης. Ή πολυτάραχη ζωή του δεν ήταν τίποτε άλλο παρά μία συνε­χής μίμηση του Χρυσοστόμου. Είναι βεβαίως σήμερα παροπλισμένος λόγω του βαθύτατου γήρατος του. Υπάρχουν όμως τα σοφά συγγράμμα­τα του και οι μαγνητοφωνημένες πύ­ρινες ομιλίες του, πού μας εμπνέουν, καθοδηγούν και μας προτρέπουν όλους, κληρικούς και λαϊκούς, νά γίνωμε μικροί μιμηταί του μεγάλου Χρυσοστόμου. Και ναι μεν δεν είναι εις θέσιν πλέον νά δίνη μάχες υπέρ της Ορθοδοξίας, συνεχίζει όμως νά ρίπτει την αιωνόβια σκιά του επάνω στα εκκλησιαστικά μας πράγματα και νά μας δίνη ελπίδα. Οι Ιουδαίοι ήλπιζαν, ότι ή σκιά του Πέτρου θα έπεφτε επά­νω στους ασθενείς τους και θα τούς θεράπευε. Εμείς ελπίζουμε, ότι και ή σκιά ακόμη του π. Αυγουστίνου, εάν θέλει ο Θεός, μπορεί νά βοηθήσει, ώσ­τε ή Εκκλησία μας νά ανορθωθεί, νά αναλάμψει και νά γίνει, όπως την ώραματίζετο ο νέος αυτός Χρυσόστομος τής συγχρόνου Ελλάδος, ΕΛΕΥΘΕΡΑ ΚΑΙ ΖΩΣΑ.

(Από τον “ΣΤΑΥΡΟ”2008)

Πόρνη ἐπιθυμοῦσε ὁ Θεός;

Πόρνη ἐπιθυμοῦσε ὁ Θεός; Ναὶ πόρνη. Ἐννοῶ τὴ δική μας φύση. Ἦταν τρανὸς καὶ αὐτὴ ταπεινή. Τρανὸς ὄχι στὴ θέση ἀλλὰ στὴ φύση. Πεντακάθαρος ἦταν, ἀνερμήνευτη ἡ οὐσία του, ἄφθαρτη ἡ φύση του. Ἀχώρητος στὸ νοῦ, ἀόρατος, ἄπιαστος ἀπὸ τὴ σκέψη, ὑπάρχοντας παντοτεινά, μένοντας ἀπαράλλακτος. Πάνω ἀπὸ τοὺς ἀγγέλους, ἀνώτερος ἀπὸ τὶς δυνάμεις τῶν οὐρανῶν. Νικώντας τὴ λογικὴ σκέψη, ξεπερνώντας τὴ δύναμη τοῦ μυαλοῦ, ἀδύνατο νὰ τὸν δεῖς, μόνο νὰ τὸν πιστέψεις. Τόν ἔβλεπαν ἄγγελοι καί τρέμανε. Τά χερουβείμ σκεπάζονταν μέ τά φτερά τους, ὅλα στέκονταν μέ φόβο.
Ἔριχνε τὸ βλέμμα του στὴ Γῆ καὶ τὴν ἔκανε νὰ τρέμει. Στρεφόταν στή θάλασσα καί τήν ἔκανε στεριά Ποτάμια ἔβγαζε στὴν ἔρημο. Στ’ ἀναμέτρημά του ἔστηνε βουνά καί ζύγιζε λαγκάδια. Πῶς νά τό πῶ; Πῶς νά τό παραστήσω; Τό μεγαλεῖο του ἀπέραντο, ποῦ νά πιαστεῖ ἡ σοφία του μέ ἀριθμούς; Ἀνεξιχνίαστες οἱ ἀποφάσεις πού παίρνει κι οἱ δρόμοι του ἀνεξερεύνητοι.
Κι αὐτὸς ὁ τόσο μέγας καὶ τρανὸς πεθύμησε πόρνη. Γιατί; Γιὰ νὰ τὴν ἀναπλάσει ἀπὸ πόρνη σὲ παρθένα. Γιὰ νὰ γίνει ὁ νυμφίος της.
Τί κάνει; Δὲν τῆς στέλνει κάποιον ἀπὸ τοὺς δούλους του, δὲν στέλνει ἄγγελο στὴν πόρνη, δὲν στέλνει ἀρχάγγελο, δὲν στέλνει τὰ χερουβείμ, δὲν στέλνει τὰ σεραφείμ. Ἀλλὰ καταφθάνει αὐτὸς ὁ ἴδιος ὁ ἐρωτευμένος.
Ἐπεθύμησε πόρνη. Καὶ τί κάνει; Ἐπειδὴ δὲν μποροῦσε νὰ ἀνέβει ἐκείνη στὰ ψηλά, κατέβηκε Ἐκεῖνος στὰ χαμηλά. Ἔρχεται στὴν καλύβα της. Τὴ βλέπει μεθυσμένη. 
Καὶ μὲ ποιὸ τρόπο ἔρχεται; Ὄχι μὲ ὁλοφάνερη τὴ θεότητά του, ἀλλὰ γίνεται ἐντελῶς ἴδιος μαζί της, μήπως βλέποντάς τον τρομοκρατηθεῖ, μήπως λαχταρήσει καὶ τοῦ φύγει. Τὴ βρίσκει καταπληγωμένη, ἐξαγριωμένη, ἀπὸ δαίμονες κυριευμένη. Καὶ τί κάνει; Τὴν παίρνει καὶ τὴν κάνει γυναίκα του. Καὶ τί δῶρα τῆς χαρίζει; Δαχτυλίδι. Ποιὸ δαχτυλίδι; Τὸ Ἅγιο Πνεῦμα.
Ἔπειτα λέγει. Δὲν σὲ φύτεψα στὸν Παράδεισο;
-Τοῦ λέγει, ναί.
-Καὶ πῶς ξέπεσες ἀπὸ ἐκεῖ;
-Ἦλθε καὶ μὲ πῆρε ὁ Διάβολος ἀπὸ τὸν Παράδεισο.
-Φυτεύτηκες στὸν Παράδεισο καὶ σὲ ἔβγαλε ἔξω. Νά, σὲ φυτεύω μέσα μου. Δὲν τολμᾶ νὰ μὲ πλησιάσει ἐμένα. Ὁ ποιμένας σὲ κρατάει καὶ ὁ λύκος δὲν ἔρχεται πιά.
-Ἀλλὰ εἶμαι, λέγει, ἁμαρτωλὴ καὶ βρώμικη.
-Μὴ μοῦ σκοτίζεσαι, εἶμαι γιατρός.
Δῶσε ἐδῶ μεγάλη προσοχή. Κοίταξε τί κάνει. Ἦλθε νὰ πάρει τὴν πόρνη, ὅπως αὐτὴ -τὸ τονίζω- ἦταν βουτηγμένη στὴ βρῶμα. Γιὰ νὰ μάθεις τὸν ἔρωτα τοῦ Νυμφίου. Αὐτὸ χαρακτηρίζει τὸν ἐρωτευμένο: τὸ νὰ μὴ ζητάει εὐθύνες γιὰ ἁμαρτήματα, ἀλλὰ νὰ συγχωρεῖ λάθη καὶ παραπατήματα.
Πιὸ πρὶν ἦταν κόρη τῶν δαιμόνων, κόρη τῆς Γῆς, ἀνάξια γιὰ τὴ Γῆ. Καὶ τώρα ἔγινε κόρη τοῦ βασιλιᾶ. Καὶ αὐτὸ γιατί ἔτσι θέλησε ὁ ἐρωτευμένος μαζί της. Γιατί ὁ ἐρωτευμένος δὲν πολυνοιάζεται γιὰ τὴ συμπεριφορά του. Ὁ ἔρωτας δὲν βλέπει ἀσχήμια. Γι’ αὐτὸ καὶ ὀνομάζεται ἔρωτας, ἐπειδὴ πολλὲς φορὲς ἀγαπᾶ καὶ τὴν ἄσχημη.
Ἔτσι ἔκανε καὶ ὁ Χριστός. Ἄσχημη εἶδε καὶ τὴν ἐρωτεύτηκε καὶ τὴν ἀνακαινίζει.
Τὴν πῆρε ὡς γυναίκα, καὶ ὡς κόρη του τὴν ἀγαπᾶ, καὶ ὡς δούλα του τὴν φροντίζει, καὶ ὡς παρθένα τὴν προστατεύει, καὶ ὡς παράδεισο τὴν τειχίζει, καὶ ὡς μέλος τοῦ σώματός του τὴν περιποιεῖται. Τὴ φροντίζει ὡς κεφαλή της ποὺ εἶναι, τὴ φυτεύει ὡς ρίζα, τὴν ποιμαίνει ὡς ποιμένας. Ὡς νυμφίος τὴν παίρνει γυναίκα του, καὶ ὡς ἐξιλαστήριο θύμα τὴν συγχωρεῖ, ὡς πρόβατο θυσιάζεται, ὡς νυμφίος τὴ διατηρεῖ μέσα στὴν ὀμορφιά, ὡς σύζυγος φροντίζει νὰ μὴν τῆς λείψει τίποτα.
Ὤ, Σὺ Νυμφίε, ποὺ ὀμορφαίνεις τόσο τὴν ἀσχήμια τῆς νύφης!

romioitispolis.gr


Ἕνας φοβερὸς καὶ ἀπίστευτα ἐπίκαιρος λόγος τοῦ ἱεροῦ Χρυσοστόμου


Τὸ παρακάτω ἀπόσπασμα εἶναι ἀπὸ ἕναν φοβερὸ καὶ ἀπίστευτα ἐπίκαιρο λόγο τοῦ ἱεροῦ Χρυσοστόμου, λίγο πρὶν «ἐκδημήσει ἐκ τοῦ σώματος». Πρόκειται γιὰ ἕνα λόγο ποὺ νομίζει κανεὶς πὼς τὸν ἔγραψε σήμερα γιὰ τοὺς συγχρόνους Ἐπισκόπους καὶ Ποιμένες, γιὰ ὅλες τὶς πλάνες ποὺ μᾶς τυραννοῦν καὶ μᾶς διαιροῦν, γιὰ τὴν αἵρεση καὶ τὴν κοινωνία με αὐτήν, ἀλλὰ καὶ γιὰ ὅσους πιστοὺς ἐπιθυμοῦν νὰ παραμείνουν στὸν ὀρθόδοξο δρόμο τῆς ἐκκλησιαστικῆς μας Παραδόσεως. Ὅποιος διαβάσει τὸν λόγο μὲ αἴσθημα αὐτοκριτικῆς καὶ μετανοίας θὰ ἀνακαλύψει ὅλα τὰ παραπάνω.

Α.Τ.

Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου

Λόγος, Κα περὶ σημείων τῆς συντελείας τοῦ αἰῶνος τούτου. Ἐρρήθη δὲ μέλλοντος αὐτοῦ ἐκδημεῖν ἀπὸ τοῦ σώματος.

Περὶ συντελείας ὁ λόγος, καὶ περὶ ψευδοπροφητῶν, καὶ ψευδοδιδασκάλων, καὶ περὶ ἀθέων αἱρετικῶν, χειμάῤῥων δίκην ἐπικλυσάντων πανταχοῦ, καὶ πλανώντων πολλούς.

Βλέπετε μὴ πλανηθῆτε· Βλέπετε μή τις ὑμᾶς πλανήσῃ· πανταχοῦ βλέπετε.

Ἐμοὶ δὲ δακρύειν ἐπέρχεται, ὅταν ἀκούσω ἀπὸ τῆς ἡμετέρας Ἐκκλησίας τινὰς λέγοντας, μὴ εἰρῆσθαι ταῦτα ἐν ταῖς θείαις Γραφαῖς· καὶ τοῦτο οὐ μόνον παρὰ λαϊκῶν, ἀλλὰ καὶ παρὰ τῶν δοκούντων εἶναι ποιμένων, καὶ τόπους ἐπεχόντων ἀποστόλων καὶ προφητῶν, ἀλλ' οὐ τρόπους·

Προσέχετε ἑαυτοῖς ἀπὸ τῶν ψευδοπροφητῶν, οἵτινες ἔρχονται πρὸς ὑμᾶς ἐν ἐνδύμασι προβάτων, ἔσωθεν δέ εἰσι λύκοι ἅρπαγες· ἀλλ' ἀπὸ τῶν καρπῶν αὐτῶν ἐπιγνώσεσθε αὐτούς, ἀπὸ τῶν λόγων, ἐκ τῆς ψευδοπροφητείας, ἐκ τῆς ὑποκρίσεως αὐτῶν, ἐκ τῆς κακοδοξίας αὐτῶν, ἐκ τῆς βλασφημίας αὐτῶν ἐπιγνώσεσθε αὐτούς. προσέχετε ἀπὸ τῆς ζύμης αὐτῶν, ἤγουν τῆς αἱρέσεως αὐτῶν.

Δεῦρο τοίνυν παραγάγωμεν εἰς μέσον τοὺς θεολόγους, καὶ ἀκούσωμεν ἐξ αὐτῶν τί περὶ αἱρετικῶν παραγγελοῦσιν ἡμῖν.

Ἰωάννης λέγει· Εἴ τις ἔρχεται πρὸς ὑμᾶς, καὶ ταύτην τὴν διδαχὴν οὐ φέρει μεθ' ἑαυτοῦ, μὴ λαμβάνετε αὐτὸν εἰς οἰκίαν, καὶ χαίρειν αὐτῷ μὴ λέγετε. Ὁ γὰρ λέγων αὐτῷ χαίρειν, κοινωνεῖ τοῖς ἔργοις αὐτοῦ τοῖς πονηροῖς.

Ἰάκωβος εἶπεν· Ὃς ἐὰν δοκῇ φίλος αὐτῶν εἶναι, ἐχθρὸς τοῦ Θεοῦ καθίσταται. Ἀκούσατε, πάντες οἱ τοῖς αἱρετικοῖς συνεσθίοντες, ὀδυνηρὰν ἀπόφασιν· ὅτι τοῦ Χριστοῦ ἐχθροί ἐστε. Οὐδὲ γὰρ ὁ τοῖςἐχθροῖς τοῦ βασιλέως συμφιλιάζων, δύναται τοῦ βασιλέως φίλος εἶναι...

Παῦλος εἶπεν· Οἶδα ὅτι εἰσελεύσονται μετὰ τὴν ἄφιξίν μου λύκοι βαρεῖς εἰς ὑμᾶς, μὴ φειδόμενοι τοῦ ποιμνίου. Ὁρᾷς πανταχοῦ τοὺς θεολόγους συμφωνοῦντας τῷ Διδασκάλῳ περὶ τῶν ἀθέων αἱρετικῶν, κύνας αὐτοὺς καὶ λύκους προσαγορεύοντας; Τίς ἕξει ἀπολογίαν ἀμελείας, ἀκούων τὰς τοσαύτας παραγγελίας; Καὶ ἀλλαχοῦ πάλιν·

Μὴ παραδέχεσθε αἱρετικὸν ἄνθρωπον μετὰ μίαν καὶ δευτέραν νουθεσίαν· καὶ πάλιν, Διδαχαῖς ποικίλαις καὶ ξέναις μὴ παραφέρεσθε· καὶ πάλιν, Αἱρετικοὶ ἄνθρωποι προκόψουσιν ἐπὶ τὸ χεῖρον, πλανῶντες καὶ πλανώμενοι· καὶ ἀλλαχοῦ, Τοῖς μεμιασμένοις καὶ ἀπίστοις οὐδὲν καθαρόν. Ἀκούσατε πάλιν, οἱ τὰς ἀγάπας μετ' αὐτῶν ποιοῦντες· πῶς φύγητε ἀπὸ τῆς ὀργῆς τῆς ἐπερχομένης ἐφ' ὑμᾶς, οἱ τούτοις συμμιαινόμενοι ἐν βρώσει, ἐν πόμασι; πῶς τολμᾶτε προσελθεῖν τοῖς θείοις μυστηρίοις καὶ φρικτοῖς τοῦ Χριστοῦ; ἢ οὐκ ἠκούσατε τοῦ μακαρίου Παύλου βοῶντος, ὅτι Οὐ δύνασθε ποτήριον Κυρίου πιεῖν, καὶ ποτήριον δαιμόνων· οὐ δύνασθε τραπέζης Κυρίου μετέχειν, καὶ τραπέζης δαιμονίων. Ἐξέλθετε ἐκ μέσου αὐτῶν, καὶ ἀκαθάρτου μὴ ἅπτεσθε.

Ποῦ εἰσιν οἱ θρασύστομοι, οἱ λέγοντες, μὴ εἰρῆσθαι ταῦτα ἐν ταῖς θείαις Γραφαῖς·

Καὶ οἱ μὲν μακάριοι θεολόγοι ταῦτα καὶ πλείονα τούτων περὶ ἀθέων καὶ ἀπίστων ἐφθέγξαντο· οἱ δὲ προφῆται προηγούμενοι ἔκπαλαι τὰ ὅμοια ἐφθέγξαντο· ἀναγκαῖον γὰρ καὶ τούτους εἰς μέσονἀγαγεῖν.

Εἶπεν ὁ προφήτης Δαυΐδ· Οὐκ ἔστιν ἐν στόματι αὐτῶν ἀλήθεια. Καὶ πάλιν λέγει· Κύριε, οὐχὶ τοὺς μισοῦντάς σε ἐμίσησα, καὶ ἐπὶ τοὺς ἐχθρούς σου ἐξετηκόμην; Καὶ πάλιν λέγει· Υἱὲ, μή σε πλανήσωσιν ἄνδρες ἀσεβεῖς, μηδὲ πορευθῇς ἐν ὁδῷ μετ' αὐτῶν. Ἡσαΐας δὲ ὁ προφήτης, μᾶλλον δὲ ὁ Κύριος διὰ τοῦ προφήτου λέγει· Οὐκ ἔστι χαίρειν τοῖς ἀσεβέσι, λέγει Κύριος.

Ἆρα ἀρκεῖ ταῦτα; ἢ παραγάγω εἰς μέσον καὶ πάντας τοὺς προφήτας; Ἀλλὰ ἀρκεῖ καὶ ταῦτα πρὸς τοὺς ἀκούειν θέλοντας. Ὁ γὰρ τοῖς εἰρημένοις μὴ προσέχων, οὐδὲ τοῖς πλείοσι πεισθήσεται. Ἀλλ' ἔτι μικρὸν ἐνδιατρίψωμεν τοῖς τοῦ προφήτου Δαυῒδ ῥήμασι, καὶ ἴδωμεν πῶς στηλιτεύει καὶ θριαμβεύει τὸν κεκρυμμένον αὐτοῖς δόλον, καὶ λέγει· Οὐκ ἔστιν ἐν στόματι αὐτῶν ἀλήθεια· ἡ καρδία αὐτῶν ματαία, καὶ τὰ ἑξῆς. Ὅρα δὲ τὴν τοῦ προφήτου σύνεσιν, πῶς δημοσιεύει καὶἀ ποκαλύπτει θριαμβεύων τοὺς κακοδόξους, ἵνα μὴ ἡμεῖς πλανηθῶμεν. Ἀκούσατε οἱ ὀρθόδοξοι, καὶ τοῖς αἱρετικοῖς μὴ συγκαταβαίνετε· ἀκούσατε ποιμένες, καὶ φρίξατε, καὶ μὴ σιγήσατε,ἀλλὰ κηρύξατε τὸν λόγον· μὴ δότε τόπον τῷ διαβόλῳ, μὴ δότε θήραν τοῖς λύκοις. Οὕτως οὖν ποιεῖτε καὶ ὑμεῖς, ποιμένες, καὶ μὴ συγκοινωνεῖτε τοῖς ἔργοις τοῖς ἀκαθάρτοις τοῦ σκότους· μᾶλλον δὲ καὶ ἐλέγχετε, ὥσπερ καὶ οἱ ἀπόστολοι καὶ ὁ θεοπάτωρ Δαυῒδ περὶ αὐτῶν πολλοὺς μόχθους κατεβάλετο, καὶ πολλοὺς ἀγῶνας, ἐλέγχων καὶ ἐπιτιμῶν, στηλιτεύων αὐτοὺς καὶ τῷ Θεῷ ἐντυγχάνων κατ' αὐτῶν...

Εἶτα θέλων διδάξαι, ἵνα οἱ μέλλοντες προΐστασθαι τῶνἘκκλησιῶν, οὕτως ἐκδιώκωσι τοὺς αἱρετικοὺς, ἐποίησεν φραγέλλιον ἐκ σχοινίων, καὶ εἰσελθὼν πάντας ἐξέβαλεν ἐκ τοῦ ἱεροῦ, καὶ ἀπώσατο, καὶ ἐξεδίωξε, λέγων· Ὁ οἶκός μου, οἶκος προσευχῆς ἐστιν· ὑμεῖς δὲ αὐτὸν ἐποιήσατε σπήλαιον λῃστῶν. Ἀκούσατε οἱ προϊστάμενοι τῶν Ἐκκλησιῶν. Ὑμῖν γὰρ ὑπέδειξε τὸ καλὸν, ἵνα ἐξακολουθήσητε τοῖς ἴχνεσιν αὐτοῦ, προσέχοντες πανταχόθεν ἀκριβῶς, καὶ τοὺς λύκους ἐκδιώκοντες, καὶ τὴν ποίμνην φυλάττοντες.

Μετὰ δὲ τούτους, τὰ θεῖα τούτων διδάγματα καὶ οἱ τῆς Ἐκκλησίας διδάσκαλοι, καὶ αἱ κατὰ καιροὺς γενόμεναι ἅγιαι σύνοδοι τούτους ἀμετανοήτως ἔχοντας ἐκριζώσαντες, τῇ ἀπωλείᾳ παρέδωκαν κατὰ τὸ γεγραμμένον, ὅτι Ἀπολεῖς πάντας τοὺς λαλοῦντας τὸ ψεῦδος.

Ἀλλὰ πολὺ τὸ διάφορον ὁρῶ τῶν τότε ποιμένων παρὰ τῶν νῦν. Ἐκεῖνοι πολεμισταὶ, οὗτοι φυγάδες· ἐκεῖνοι βιβλίων καλλωπισταὶ καὶδογμάτων, οὗτοι ἱματίων καὶ γελγῶν. Οὗτοι ὡς μισθωτοὶ ἀφιεῖσι τὰ πρόβατα, καὶ φεύγουσιν· ἐκεῖνοι τὴν ψυχὴν αὐτῶν ἔθηκαν ὑπὲρ τῶν προβάτων, μιμησάμενοι τὸν ποιμένα τὸν καλόν. Ὢ τῶν μακαρίων αὐτῶν ἀνδρῶν, ὧν τὰ ὀνόματα ἐν βιβλίῳ ζωῆς· οὓς ἔφριξαν δαίμονες, καὶ ἐτρόμαξαν αἱρετικοί· καὶ ἐφράγη στόμα λαλούντων ἄδικα.

Φθέγξομαι τοίνυν κἀγὼ παραπλήσια τῷ Δαυῒδ, ὃς ἀποδυρόμενος ἔλεγε· Ποῦ εἰσι τὰ ἐλέη σου τὰ ἀρχαῖα, Κύριε; Εἴπω κἀγὼ ἐν δάκρυσι· Ποῦ ἐστιν ὁ μακάριος χορὸς ἐκεῖνος τῶν ἐπισκόπων καὶ διδασκάλων, οἵτινες ἔλαμψαν ὡς φωστῆρες ἐν κόσμῳ, λόγον ζωῆς ἐπέχοντες;Ἐκεῖνοι τὴν ψυχὴν αὐτῶν, καθὼς προείρηται, ἔθηκαν ὑπὲρ τῶν προβάτων· οὗτοι δὲ ἀφέντες τὰ πρόβατα ἔφυγον· ἐκεῖνοι δυνατοὶ καὶ ἐν λόγῳ καὶ ἐν ἔργῳ· οὗτοι δὲ καὶ ἐν χρήμασι καὶ ἐν κτήμασι καὶ λαμπρᾶς τραπέζης. Εἶτα προσέρχονται οὐχ ὡς πτωχοὶ, ἀλλ' ἱμάτια φοροῦντες ἔκστιλβα, βαλάντια κεκτημένοι ἁδρὰ, καὶ τραχήλους ὡς παρασίτων ταύρων, μαθητῶν πλῆθος ἐπισυρόμενοι, μᾶλλον δὲ μαγείρων· τὰ μὲν αἰσχρόν ἐστι καὶ λέγειν, ἐκ τοῦ περισσοῦ γὰρ πλούτου συνεισάκτους ἐκτήσαντο προφάσει ἀνδραπόδων. Ὢ βαθείας αἰσχύνης· ὢ τῆς κακῆς εὐπορίας!

Εἶτα ἐάν τις ἀθέων αἱρετικῶν παραφρονῇ λαλῶν διεστραμμένα, ὁ ἀντιλέγων οὐδεὶς, ὁ πολεμῶν οὐδαμοῦ· πάντες πτωχοὶ τότε γίνονται, πάντες σιωπητικοὶ, πάντες φυγάδες. Ὢ τῆς κακῆς ῥίζης πάντων τῶν κακῶν τῆς φιλαργυρίας!

Τρυφῶντες, μεθύοντες, καὶ μετεωριζόμενοι βούλεσθε νικᾷν τὰς αἱρέσεις; Ἀλλ' οὐαὶ ὑμῖν, οἱ τρυφῶντες καὶ μετεωριζόμενοι, ἐν χρυσῷ καὶ ἱματίοις ποικίλοις καλλωπιζόμενοι· πῶς ἄλλοις δείξετε τὴν καλὴν πτωχείαν τοῦ Χριστοῦ, τοῦ δι' ἡμᾶς πτωχεύσαντος, τοῦ ἐντειλαμένου τοῖς μαθηταῖς αὐτοῦ μὴ ἔχειν χαλκὸν ἐν ταῖς ζώναις. Ὄντως πλανᾶσθε, μὴ νοοῦντες τὰς Γραφάς.

Προσέχετε ἑαυτοῖς καὶ παντὶ τῷ ποιμνίῳ· Βλέπετε μὴ ἀπολείψῃ πρόβατον ἐκ τῆς ποίμνης. Τοῦτο γάρ ἐστε γινώσκοντες, ὅτι ἐὰν ἓν πρόβατον ἀπολείψῃ γενόμενον θηριάλωτον ἐξ ὑμετέρας ἀμελείας, πάντα τὸν βίον ὑμῶν κατέλυσεν· τὸ γὰρ αἷμα αὐτοῦ ἐκ τῶν χειρῶν ὑμῶν ἀπαιτήσει ὁ Κριτής.

Ἀνανήψατε οὖν λοιπὸν, κηρύξατε τὸν λόγον, ἀποῤῥίψατε πᾶσαν βιωτικὴν μέριμναν, βλέπετε ἀκριβῶς πῶς περιπατεῖτε· Βλέπετε τοὺς κύνας. Πάλιν τὸ βλέπετε λέγω, καὶ λέγων οὐ παύομαι. Βλέπετε τοὺς κλέπτας, βλέπετε ὅτι πολλοὶ πλάνοι ἐξῆλθον εἰς τὸν κόσμον. Ἀγρυπνεῖτε καὶ νήφετε, οἱ τὸ δεσποτικὸν χάρισμα καταπιστευθέντες, καὶ γρηγορεῖτε, καὶ τὴν ὥραν τῆς φοβερᾶς παρουσίας τοῦ Δεσπότου τηρεῖτε, ὅταν ἔρχηται συνᾶραι λόγον μεθ' ὑμῶν, οἷς ἐπίστευσε τὰ τάλαντα.

Προσέχετε τοῖς λεγομένοις, ἀγαπητοὶ, καὶ μὴ συναναμίγνυσθε τοῖς τοιαῦτα πράττουσι. Πολλοὶ γάρ εἰσι τῆς ἀπωλείας μαθηταὶ, καὶ ἔτι πληθυνθήσονται. Βλέπετε, ὅτι αἱ ἡμέραι πονηραί εἰσι, καὶ ὁ καιρὸς τοὺς ἰδίους ὑπηρέτας προχειρίζεται.

Διὰ τοῦτο ὁ Ἰησοῦς ἔλεγεν· Βλέπετε, μή τις ὑμᾶς πλανήσῃ. Κἀγὼ δὲ πάλιν τὰ ὅμοια ἐρῶ· βλέπετε μή τις ὑμᾶς πλανήσῃ, μήτε ἀπὸ τῶν ἔσωθεν, μήτε ἀπὸ τῶν ἔξωθεν, μὴ ἐπίσκοπος, μὴ πρεσβύτερος, μὴ διάκονος, μὴ ἀναγνώστης, ἤ τις ἐὰν ᾖ λαλῶν διεστραμμένα· Οἵτινες ἔρχονται πρὸς ὑμᾶς ἐν ἐνδύμασι προβάτων, ἔσωθεν δέ εἰσι λύκοι ἅρπαγες· οἵτινες ἔχουσιν μόρφωσιν εὐσεβείας, τὴν δὲ δύναμιν αὐτῆς ἠρνημένοι. Ὑμεῖς δὲ, ἀγαπητοὶ, μὴ πλανηθῆτε, ἀλλ' ὡς παρελάβετε τὸν Κύριον ἡμῶν Ἰησοῦν Χριστὸν, ἐν αὐτῷ περιπατεῖτε· καὶ ὁ Θεὸς τῆς εἰρήνης ἔσται μεθ' ὑμῶν.

Ὁρᾷς, πόση σπουδὴ τοῦ Δεσπότου περὶ ψευδοδιδασκάλων καὶ αἱρετικῶν τοῦ ἀπογυμνῶσαι, καὶ δεῖξαι ἡμῖν τὸν κεκρυμμένον ἐν αὐτοῖς δόλον; Διὸ καὶ πρὸ τῶν σημείων ἐν τῇ ἐρωτήσει τῶν μαθητῶν, προεῖπε τὰ ἀκόλουθα, πολέμους καὶ ἀκαταστασίας, ἔθνος ἐπὶ ἔθνος, καὶ βασιλείαν ἐπὶ βασιλείαν· ἅπερ ὁρῶντες νῦν, οὐ συνίεμεν, βλέποντες κατὰ τόπους πολέμους, καὶ λιμοὺς, καὶ φόβητρα, καὶ σημεῖα ἀπὸ τοῦ οὐρανοῦ, καὶ τὰ λοιπὰ ἅπερ εἴρηκεν, τὰ πλεῖστα ὁρῶντες, οὐ συνίεμεν. Τότε, φησὶ, σκανδαλισθήσονται πολλοὶ, καὶ ἀλλήλους παραδώσουσι. Καὶ ποῦ νῦν οὐκ ἔστι προδοσία; οὐχὶ πάντες σχεδὸν κατ' ἀλλήλων γεγόνασι, καὶ μισοῦσιν ἀλλήλους; Οὐχὶ πάντες κατ' ἀλλήλων γεγόνασιν, ἔθνος ἐπὶ ἔθνος, βασιλεία ἐπὶ βασιλείαν, ἄρχοντες κατὰ τῶν ὁμοίων, ἐπίσκοποι κατὰ ἐπισκόπων, πρεσβύτεροι κατὰ πρεσβυτέρων, καὶ διάκονοι κατὰ διακόνων, ἀναγνῶσται κατ' ἀλλήλων, λαϊκοὶ κατὰ λαϊκῶν; Διὰ γὰρ τὸ πληθυνθῆναι τὴν ἀνομίαν, ψυγήσεται ἡ ἀγάπη τῶν πολλῶν. Διὰ τοῦτο προεῖπεν ὁ Δεσπότης·Ἐρευνᾶτε τὰς Γραφὰς, καὶ, Οὐ μὴ πλανηθῆτε.

Ὅρα δὲ, πῶς ἄνω καὶ κάτω τοὺς ψευδοπροφήτας καὶ ψευδοδιδασκάλους καὶ ψευδαποστόλους τοῦ Ἀντιχρίστου υἱοῦ τῆς ἀπωλείας, οἵτινες διὰ τῶν ἀκαθάρτων πνευμάτων προχειριζόμενοι, καὶ ὑπ' αὐτῶν ἐνεργούμενοι, πρόδρομοι γίνονται τοῦ Ἀντιχρίστου καὶ ἀντικειμένου· καὶ διὰ τῶν ἰδίων δογμάτων ἀπατήσουσι, καὶ ἑτοιμάσουσι λαὸν ἐπιτήδειον πρὸς ὑποδοχὴν τοῦ υἱοῦ τῆς ἀπωλείας.

Μὴ οὖν πορευθῆτε ὀπίσω αὐτῶν. Ὁρᾶτε, πόσος ὁ λόγος ἐν ἁγίαις Γραφαῖς περὶ τῶν τοιούτων. Διὰ τοῦτο πολλάκις ὑμᾶς ὑπέμνησα περὶτῶν ἀθέων αἱρετικῶν, καὶ τανῦν παρακαλῶ, τοῦ μὴ συγκαταβῆναι αὐτοῖς ἔν τινι πράγματι, μὴ ἐν βρώμασιν, ἢ ἐν πόμασιν, ἢ φιλίᾳ ἢ σχέσει, ἢ ἀγάπῃ ἢ εἰρήνῃ. Ὁ γὰρ ἐν τούτοις ἀπατώμενος, καὶ συγκαταβαίνων αὐτοῖς, ἀλλότριον ἑαυτὸν καθίστησι τῆς καθολικῆς Ἐκκλησίας. Φρίξατε καὶ τρομάξατε οἱ τὰς ἀγάπας μετ' αὐτῶν ποιοῦντες, καὶ διορθώσασθε, ἵνα μὴ ἀπόλησθε ταῖς ἀσεβείαις αὐτῶν.

Βλέπε δὲ σὺ, μὴ ἀπατηθῇς· μὴ ἐκκλίνῃς εἰς τὰ δεξιά, μηδὲ εἰς τὰἀριστερὰ, ἀλλ' ὁδῷ βασιλικῇ βάδιζε. Ἔχεις πολλοὺς πιστοὺς,ἀγαπητὲ, εἰ καὶ μὴ ἐπὶ γῆς, ἀλλ' ἐν οὐρανῷ, μεθ' ὧν πάντοτε συνεῖναι σπεῦσον. Ἔχεις ἐκεῖ πατριάρχας, προφήτας, ἀποστόλους, εὐαγγελιστάς· ἔχεις μάρτυρας, ὁσίους ὁμολογητὰς, καὶ τοὺς ἐν μοναχικῷ βίῳ διαπρέψαντας... Τούτους πόθησον, τούτους μίμησαι, τούτων μὴ χωρίζου...

Ὅταν ἴδῃς πολλοὺς ἀσυνετοῦντας, μὴ ξενίζου· δεῖ ταῦτα γενέσθαι. Ὅταν ἴδῃς πολλοὺς ψευδοπροφήτας, ὑπομνήσθητι τοῦ Δεσπότου λέγοντος, ὅτι Ἐγερθήσονται ψευδόχριστοι καὶψευδοπροφῆται. Ὅταν ἴδῃς τοὺς εὐλαβεῖς καὶ πιστοὺς καὶ σοφοὺς ἐξουδενουμένους, τοὺς δὲ ἐναγεῖς καὶ ἀλαζόνας καὶ προδότας καὶ πόρνους προχειριζομένους, ὑπομνήσθητι τοῦ Ἀποστόλου λέγοντος,ὅτι Πονηροὶ ἄνθρωποι καὶ γόητες προκόψουσιν ἐπὶ τὸ χεῖρον, πλανῶντες καὶ πλανώμενοι. Ὅταν ἴδῃς τὴν ἁγίαν Γραφὴν βδελυχθεῖσαν ὑπὸ τῶν εἶναι δοκούντων Χριστιανῶν, καὶ τοὺς λαλοῦντας τὸν λόγον τοῦ Θεοῦ μισηθέντας, ὑπομνήσθητι τοῦ Κυρίου εἰπόντος· Εἰ ὁ κόσμος ὑμᾶς μισεῖ, γινώσκετε, ὅτι ἐμὲ πρῶτον ὑμῶν μεμίσηκεν. Εἰ ἐμὲ ἐδίωξαν, καὶ ὑμᾶς διώξουσιν.

Ὅταν ἴδῃς ἄριστα πολυτελῆ, καὶ δεῖπνα, καὶ τρυφήν, καὶ ἀπάτην, καὶ θόρυβον, καὶ ἀτάκτους φωνὰς, ὑπομνήσθητι τοῦ Κυρίου λέγοντος· Οὐαὶ οἱ ἐμπεπλησμένοι, ὅτι πεινάσετε· οὐαὶ οἱ γελῶντες νῦν, ὅτι πενθήσετε. Ὅταν ἴδῃς χορεύοντας, καὶ παίζοντας, καὶ τὰ ᾄσματα τῶν δαιμόνων καταλέγοντας, στέναξον, καὶ δακρύσαςὑπομνήσθητι τοῦ Δαυῒδ λέγοντος· Οὐκ ἔγνωσαν οὐδὲ συνῆκαν, ἐν σκότει διαπορεύονται...

Ἄρξαι οὖν τοῦ μετανοεῖν· βάλε τὴν ἀρχὴν μόνον, καὶ ὁ Θεὸς τῶν μετανοούντων συνεργήσει, καὶ ἐνισχύει σε, καὶ εὑρήσεις χάριν πολλὴν, καὶ γενήσεται ἐν σοὶ ὑπὲρ μέλι καὶ κηρίον. Ἄκουσον καὶ τοῦ Ἀποστόλου λέγοντος· Ἀδιαλείπτως προσεύχεσθε. Νοεῖτε τί ἐστι τὸ,Ἀδιαλείπτως· τουτέστι, πάντοτε, ἐν παντὶ καιρῷ, καὶ ἐν νυκτὶ καὶ ἐνἡμέρᾳ, καὶ ἑσπέρας καὶ πρωῒ καὶ μεσημβρίας, καὶ κατὰ πᾶσαν ὥραν, καὶ ἐργαζόμενος καὶ ὁδεύων, καὶ ποιμαίνων καὶ ἀροτριῶν, καὶ κοιμώμενος καὶ ἀνιστάμενος...

Ὁ καιρὸς συνεσταλμένος ἐστὶν, ἵνα καὶ οἱ ἔχοντες γυναῖκας, ὡς μὴ ἔχοντες ὦσιν. Ἀρνησώμεθα τὴν ἀσέβειαν καὶ τὰς κοσμικὰς ἐπιθυμίας, σωφρόνως καὶ δικαίως καὶ εὐσεβῶς ζήσωμεν ἐν τῷ νῦν αἰῶνι, καὶ ἐν τῷ μέλλοντι προσδεχόμενοι τὴν μακαρίαν ἐλπίδα, καὶ ἐπιφάνειαν τῆς δόξης τοῦ μεγάλου Θεοῦ καὶ Σωτῆρος ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ.

Μέμνησθέ μου πάντοτε, ἀδελφοὶ, καὶ κρατεῖτε τὰς παραδόσεις, ἃς παρελάβετε παρὰ τῶν μακαρίων ἀνδρῶν, προφητῶν τε καὶ ἀποστόλων, καὶ τοῦ Δεσπότου τῶν ὅλων. αὐτῷ ἡ δόξα καὶ τὸ κράτος καὶ πᾶσα εὐχαριστία, τῷ Πατρὶ καὶ τῷ Υἱῷ καὶ τῷ ἁγίῳ Πνεύματι, νῦν καὶ ἀεὶ, καὶ εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων. Ἀμήν.


Ἀποσπάσματα ἀπὸ τὸν βίο τοῦ ἁγ. Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου καὶ ἡ σημασία τους γιὰ τὴν σημερινὴ ἐκκλησιαστικὴ κατάσταση

«Ἐξορίζοντας τὸν ἀληθῆ ποιμένα της, μαζί του καὶ αὐτὸν τὸν Χριστό, φεῦ ἐξόρισες καὶ παρέδωσες τὸ ποίμνιό του σὲ μισθωτοὺς καὶ ὄχι ἀληθεῖς ποιμένες» 

(Ἅγ. Ἰννοκέντιος στὸν αὐτοκράτορα Ἀρκάδιο γιὰ τὴν ἐξορία τοῦ ἱ. Χρυσοστόμου).


Πολλὲς φορὲς διαβάζουμε τοὺς βίους τῶν Ἁγίων περιορίζοντας τὴν ὠφέλειά τους στὴν πνευματικὴ καὶ ψυχικὴ τέρψη, μὴ λαμβάνοντας ὅμως ὑπόψη τὴν διαχρονικότητα τῶν διδαχῶν καὶ τὴν ἐπικαιρότητα τῶν μηνυμάτων ποὺ ἀποκομμοῦμε ἀπὸ τοὺς βίους αὐτούς. Κοιτᾶμε δηλαδὴ μὲ θαυμασμό, τί γινόταν στὴν ἐποχὴ τῶν Ἁγίων καὶ ποιές ἦταν ἡ στάση καὶ οἱ πράξεις τους (καὶ τῶν ἰδίων ἀλλὰ καὶ τῶν ἐκκλησιαστικῶν ταγῶν καθὼς καὶ τῶν πιστῶν) στὴν ἑκάστοτη κατάσταση, αὐτὰ ὅμως ποὺ διαβάζουμε, δὲν τὰ ἐφαρμόζουμε οὔτε ἐπιζητοῦμε νὰ τὰ ἐφαρμόσουμε στὶς ἀνάλογες σημερινὲς περιστάσεις. Ἔτσι οἱ βίοι τῶν Ἁγίων καταντοῦν λογοτεχνικὰ ἔργα ψυχωφελοῦς ἀναγνώσεως.

Πρὶν ἀπὸ λίγο καιρὸ εἶχα τὴν εὐλογία νὰ ἀνακαλύψω καὶ νὰ ἀγοράσω ἀπὸ ἕνα παλαιοπωλεῖο τὸν βίο τοῦ ἁγ. Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου ἀπὸ τὸν ὀρθόδοξο ρουμάνο συγγραφέα Βιργὶλ Κων/νο Γεωργίου ποὺ γράφτηκε στὸ Παρίσι τὸ 1957 (C. V. Gheorhiu, «Saint Jean Bouche d’ Or», Librairie Plon, Paris, 1957). Ἡ ἐμπεριστατωμένη ἀναφορὰ τῶν γεγονότων τοῦ βίου τοῦ Ἁγίου καὶ ἡ παρουσίασή τους σὲ μία σύγχρονη, λογοτεχνική, ζωντανὴ καὶ ὄχι ξηρὴ γλώσσα, μὲ διάχυτο τὸν θαυμασμὸ γιὰ τὴν βιοτή του, ἀλλὰ καὶ μὲ καυστικὲς ἀναφορὲς σὲ ὅσους τὸν πολέμησαν καὶ καταδίκασαν, κερδίζει ὁλοκληρωτικὰ τὸν ἀναγνώστη. Αὐτὸ ὅμως ποὺ κάνει γιὰ ἐμᾶς, τοὺς Χριστιανοὺς τῆς ἐποχῆς τοῦ Οἰκουμενισμοῦ, τὸ βιβλίο ἀκόμα πιὸ ἐνδιαφέρον, εἶναι τὰ συμπεράσματα ποὺ βγαίνουν ἀπὸ τὴν σύγκριση τῶν γεγονότων καὶ τῶν προσώπων τότε καὶ σήμερα, καὶ ἰδιαίτερα στοὺς ἀκολούθους τομεῖς:

α) Ἡ στάση καὶ ἡ ποιότητα τῶν μοναχῶν τότε καὶ σήμερα

β) Ἡ στάση καὶ ἡ ποιότητα τῶν ἐπισκόπων τότε καὶ σήμερα

γ) Ἡ στάση καὶ ἡ ποιότητα τῶν πιστῶν τότε καὶ σήμερα

δ) Ἡ ἀποτείχιση

Γι’ αὐτὸ τὸν λόγο ἀποφάσισα νὰ μεταφράσω καὶ νὰ παρουσιάσω ἀποσπάσματα ἀπὸ τὸ βιβλίο αὐτό, χωρὶς νὰ ἀλλάξω –ὅσο εἶναι δυνατόν– τὸ ὕφος τοῦ συγγραφέως, καὶ νὰ τὰ συνοδεύσω μὲ τὸν ἀνάλογο σχολιασμό, ἔτσι ὥστε νὰ μπορέσει ὁ καθένας μας νὰ βγάλει τὰ συμπεράσματά του· συμπεράσματα ποὺ θὰ ὁδηγήσουν σὲ μία καλύτερη κατανόηση προσώπων, καταστάσεων καὶ εὐθυνῶν τῆς σημερινῆς ἐποχῆς τῆς ἐπικράτησης τῆς παναίρεσης τοῦ Οἰκουμενισμοῦ καὶ στὴν ἀνάλογη ἀντιμετώπισή τους.

Στὴν μετάφραση αὐτὴ δὲν θὰ παραθέσω πηγές, μιᾶς καὶ ὁ συγγραφέας ἀναφέρει στὸ τέλος τοῦ βιβλίου τοῦ ὅλες τὶς πηγές, ποὺ χρησιμοποίησε γιὰ νὰ συγγράψει τὸ βιβλίο. Οἱ τονισμοὶ μὲ ἔντονο χρῶμα καὶ οἱ ὑπογραμμίσεις εἶναι δικές μου.

Ἀπὸ τὴν ἐποχὴ τῆς δράσης τοῦ Ἁγίου στὴν Ἐκκλησία τῆς Ἀντιόχειας διαβάζουμε (ἀπὸ σελ. 58):

«Μετὰ τὴν χειροτονία του εἰς διάκονον, ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος, ἀνέλαβε τὸ κοινωνικὸ ἔργο τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἀντιοχείας, κάτι σὰν τὸν σημερινὸ “Ἐρυθρὸ Σταυρό”. Ἀφιερώθηκε μὲ ὅλες του τὶς δυνάμεις στὸ ἔργο αὐτό, ἀλλὰ τὸ θεωροῦσε μία ξηρὴ ἀπασχόληση, ἀπομακρυσμένη ἀπὸ τὸ κάλεσμά του ὡς ἱερέα. Ὁ ἴδιος γράφει:

“Στην Ἐκκλησία μᾶς ὑπάρχει ἕνα πλῆθος ἀγρῶν, ἐνοικιασμένων κατοικιῶν, ὀχημάτων, ἀλόγων μουλαριῶν. Γι’ αὐτὸ εὐθύνεται ἡ σκληρότητά σας. Οἱ Ἐπίσκοποι φοβοῦνται νὰ ἔρθουν ἀντιμέτωποι μὲ τὶς χῆρες, τὰ ὀρφανὰ καὶ τὶς παρθένες ποὺ πεθαίνουν ἀπὸ τὴν πείνα. Νιώθουν, λοιπόν, ἀναγκασμένοι, νὰ μαζεύουν γήϊνα ἀγαθά. Ἐμεῖς οἱ ἴδιοι δὲν τολμοῦμε νὰ ἀνοίξουμε τὸ στόμα μας καὶ ἔτσι δὲν διαφέρει σὲ τίποτα ἡ Ἐκκλησία ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους τοῦ κόσμου τούτου. Οἱ ἐπίσκοποί μας πιέζονται ἀπὸ ὑλικὲς ἀνησυχίες περισσότερο ἀπὸ τοὺς ἐπιτρόπους, τοὺς οἰκονόμους καὶ τοὺς ἐμπόρους, ἐνῶ ἔπρεπε νὰ φροντίζουν μόνο γιὰ τὴν ψυχική σας σωτηρία. Ὅλοι τὴν ἡμέρα ὑπολογίζουν καὶ εἰσπράττουν χρήματα. Γελοιοποιούμαστε! Ἀντὶ νὰ ἀφιερώσουμε τὸν χρόνο μας στὴν προσευχὴ καὶ στὴν διδαχή, ἀσχολούμαστε μὲ παζάρια μὲ τοὺς ἐμπόρους, μὲ ἀτελείωτες συζητήσεις, στὶς ὁποῖες ἐκφράζονται συχνὰ καὶ ὕβρεις πεζοδρομίου”.

Ἐδῶ ἀκοῦμε τὸν Ἅγιο νὰ καυτηριάζει μία κατάσταση καὶ τοῦ ποιμνίου ἀλλὰ καὶ τῶν ἐπισκόπων. Καυτηριάζει τὸ γεγονός, ὅτι λόγω τῆς σκληρότητας τῶν Χριστιανῶν ποὺ δὲν φροντίζει ὁ ἕνας γιὰ τὸν ἄλλον, ὅπως γινόταν στοὺς πρώτους χρόνους τῆς Ἐκκλησίας, ἀφιερώνεται ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία πολὺς χρόνος γιὰ τὰ ἐγκόσμια καὶ τὰ ὑλικά, ἀλλὰ ἐλάχιστος γιὰ τὴν διδαχὴ τοῦ λόγου τοῦ Κυρίου καὶ τὰ πνευματικά. Ὁ Ἅγιος εἶναι πιστὸς στὸ παράδειγμα τῶν Ἀποστόλων ποὺ ἐξέλεξαν διακόνους γιὰ τὶς εὐθύνες αὐτές, ὥστε αὐτοὶ νὰ εἶναι ἐλεύθεροι νὰ διδάξουν τὸ Εὐαγγέλιο (Πράξεις 6, 2: «οὐκ ἀρεστόν ἐστιν ἡμᾶς καταλείψαντας τὸν λόγον τοῦ Θεοῦ διακονεῖν τραπέζαις»). Δὲν μποροῦν οἱ κοσμικὲς ἀσχολίες νὰ ἐπισκιάζουν τὸ καθῆκον τῆς διδαχῆς τοῦ λόγου τοῦ Θεοῦ. Οἱ δὲ ἀσχολίες τῶν ἐπισκόπων τῆς τότε ἐποχῆς εἶναι οἱ παρόμοιες μὲ τὶς σημερινές: Ἐμπόριο, ἐνοικιάσεις, ἐπενδύσεις, μεγάλος ἀριθμὸς ὀχημάτων, κτημάτων, κατοικιῶν καὶ χρηματικῶν ποσῶν. 
Ἡ Ἐκκλησία ἔγινε ἐπιχείρηση. Καὶ ὅπως καὶ τότε ἔτσι καὶ σήμερα, οἱ ὕβρεις τύπου πεζοδρομίου δὲν λείπουν ἀπὸ τὶς ἐπιχειρησιακὲς συναλλαγές. Ὁ Ἅγιος φυσικὰ δὲν ὑποτιμᾶ τὸ κοινωνικὸ ἔργο τῆς Ἐκκλησίας. Θεωρεῖ ὅμως τὸ πνευματικὸ/ψυχικὸ ὑψηλότερο. Σήμερα γίνεται τὸ ντυθείτε. 
Οἱ ποιμένες ὑπερτονίζουν τὸ κοινωνικὸ ἔργο τῆς Ἐκκλησίας καὶ παραμελοῦν ἀπολύτως τὸ πνευματικό, σὲ τέτοιο σημεῖο, ὥστε νὰ μιλοῦν ὑποτιμητικὰ γιὰ τὸ χαμηλὸ ἐπίπεδό του ποιμνίου τους, ὅπως π.χ. ὁ Ἀργολίδος, λὲς καὶ δὲν εὐθύνονται αὐτοὶ ποὺ τὸ ποίμνιο εἶναι κατηχείτο. 
Γιὰ νὰ εἶσαι σήμερα ποιμένας δὲν πρέπει ὁπωσδήποτε νὰ γνωρίζεις τὸν λόγο τοῦ Θεό. 
Πρέπει ὅμως νὰ εἶσαι καλὸς διαχειριστής, νὰ ἔχεις ἐμπειρία στὰ οἰκονομικὰ καὶ νὰ μπορεῖς νὰ βρίσκεις τρόπους αὔξησης τῶν «ἱερῶν» ἐσόδων. Καὶ ἔτσι, ἐνῶ ἡ αἵρεση προχωράει ἀκάθεκτη καὶ βυθίζει στὰ σκοτεινὰ νερὰ τῆς ψυχοκτόνου πλάνης ὅλο καὶ πιὸ πολλὲς ψυχές, οἱ ποιμένες ἀσχολοῦνται μὲ τὰ οἰκονομικά, τοὺς μισθοὺς καὶ τὶς ἐπενδύσεις, καὶ μάλιστα εὐνοοῦν τὴν αἵρεση ἀφοῦ αὐτὴ ἀνεβάζει τὰ ἔσοδα π.χ. μέσω τοῦ θρησκευτικοῦ τουρισμό. 
Οὔτε κἀν σὲ αὐτὸ τὸν τομέα δὲν μιμοῦνται οἱ σημερινοὶ ταγοὶ τῶν Ἅγιο, ποὺ ὑποτίθεται τιμοῦν, ἀλλὰ δὲν ἔχουν ὡς πρότυπο οὔτε κατὰ διάνοια. Καὶ ὅπως εἶπε ὁ Ἅγιος: «Γελοιοποιούμαστε»!

Ὅταν οἱ κάτοικοι τῆς Ἀντιόχειας γκρέμισαν τοὺς ἀδριάντες, τὶς προτομὲς καὶ τὰ ἀγάλματα τοῦ αὐτοκράτορος Θεοδοσίου Α΄ ὡς διαμαρτυρία γιὰ τὴν ὑψηλὴ φορολογία ποὺ ἐπέβαλε, ὁ Θεοδόσιος καταδίκασε ὁλόκληρη τὴν πόλη μὲ ἀφανισμό. Στὸν δὲ πληθυσμὸ ἐπέβαλε τὴν ποινὴ τοῦ θανάτου μὲ βασανιστήρια καὶ τὴν κατάσχεση τῶν περιουσιών. 
Ὁ ἱ. Χρυσόστομος ποὺ ἤξερε νὰ διακρίνει, πότε τὸ καθῆκον του ὡς ποιμένας τοῦ ἐπιβάλλει νὰ ἀφήσει τὸ κήρυγμα καὶ νὰ σώσει τὸ ποίμνιό του, ἄκουσε τὶς ἱκεσίες τοῦ λαοῦ καὶ μέσα στὰ πολλὰ μέτρα ποὺ πῆρε γιὰ νὰ σώσει τὴν πόλη, ἦταν καὶ τὸ ἑξῆς: ὅταν ἄκουσε ὅτι ἔρχονται οἱ ἀπεσταλμένοι τοῦ αὐτοκράτορα μὲ στρατὸ γιὰ νὰ ἐπιβάλλουν τὶς ἀποφασισμένες ποινές, κάλεσε σὲ βοήθεια τοὺς ἐρημίτες τῆς εὐρύτερης περιοχῆς. Διαβάζουμε (ἀπὸ σελ. 88):

«Δὲν γνωρίζουμε πὼς ἔφθασε τὸ μήνυμα τοῦ Χρυσοστόμου σὲ ὅλους τους ἐρημίτες, ἀκόμα καὶ στοὺς πιὸ ἀπομακρυσμένους. Ἀλλὰ ὅλοι τὸ πῆραν καὶ ἄρχισαν ὁ ἕνας μετὰ τὸν ἄλλο νὰ ἐμφανίζονται στὴν Ἀντιόχεια. Ἦταν ἀληθινοὶ Χριστιανοί. Δὲν φοβόντουσαν οὔτε θάνατο οὔτε πόνο. Ἦταν ὅπως ὁ Παῦλος. Ἦταν μιμητὲς Χριστοῦ. Ἦταν Χριστιανοί. 
Ἄλλοι ἦσαν γυμνοί, ἄλλοι ντυμένοι μὲ κουρέλια, ἄλλοι μὲ δέρματα ζώων. Ἀρκετοὶ ἀπὸ αὐτοὺς ἦταν μόνο ὀστᾶ καὶ δέρμα. Μὲ τὰ γένεια καὶ τὰ μαλλιά τους μέχρι τὴν μέση, ἔφτασαν στὴν Ἀντιόχεια γιὰ νὰ σταματήσουν τὴν αἱματοχυσία… Γράφει ὁ Ἅγιος: “Οἱ Ἅγιοί της ἐρήμου ἔφθασαν ἀπὸ μακρυὰ γιὰ νὰ σταματήσουν τὴν αἱματοχυσία, γιὰ νὰ βοηθήσουν ἀνθρώπους ποὺ οὔτε κἂν ἄκουσαν, οὔτε κἂν γνώριζαν, οὔτε τοὺς ἔδενε κάτι μὲ αὐτούς. Τὸ μόνο ποὺ γνώριζαν ἦταν ἡ δυστυχία ποὺ τοὺς ἀπειλοῦσε. Εἶχαν τόσο πολὺ ἀγάπη, ὥστε προσφέρθηκαν ἐθελοντικῶς νὰ σώσουν τοὺς ἄμοιρους”… Ἕνας ἀπὸ αὐτοὺς ὀνομαζόταν Μακεδόνιος. Κανεὶς δὲν τὸν εἶχε δεῖ ποτέ. Τόσο ἀπομονωμένος ζοῦσε στὴν ἔρημο, ἀλλὰ ἦταν γνωστὸς μὲ τὸ ὄνομα Μακεδόνιος ὁ κριθοφάγος… Ὅταν ἐμφανίστηκε στὴν ἀγορὰ συνάντησε τοὺς ἀπεσταλμένους τοῦ αὐτοκράτορα Ἐλλέβιχο (σσ. τὸν στρατηλάτη) καὶ Καισάρειο (σσ. τὸν μάγιστρο) μὲ τὴν ἔνοπλη συνοδεία τους. Ὁ Μακεδόνιος τους σταμάτησε καὶ τοὺς διέταξε νὰ ἀφιππεύσουν. 
Ἡ διαταγὴ εἶχε τόση ἐξουσία, ὥστε οἱ ἀπεσταλμένοι ἀφίππευσαν. Ἡ δὲ φρουρά τους, θαυμάζοντας τὸ γεγονὸς δὲν τόλμησε νὰ ἀπωθήσει τὸν Μακεδόνικο. 
Ὁ Μακεδόνιος τους εἶπε νὰ γυρίζουν στὴν Κων/πόλη καὶ νὰ ποῦν στὸν Θεοδόσιο ὅτι, ἂν καὶ αὐτοκράτορας, δὲν ἔχει δικαίωμα νὰ ἀφαιρεῖ ζωές… Δὲν ἔχει τὸ δικαίωμα νὰ καταστρέψει τοὺς ἀδριάντες τῶν ἀνθρώπων ποὺ εἶναι γραμμένοι στὸ βιβλίο τῆς ζωῆς, γιατί κάθε ἄνθρωπος εἶναι εἰκόνα τοῦ Θεοῦ. Ὁ Ἐλλέβιχος καὶ ὁ Καισάρειος ἀνέβηκαν στὰ ἄλογά τους καὶ γύρισαν πίσω. 
Ὑπάρχουν ἀλήθειες οἱ ὁποῖες μᾶς καταβάλλουν… Οἱ ἐρημίτες συναντήθηκαν στὸ δικαστήριο (σσ. Στὸ δικαστήριο τῆς πόλης εἶχαν ἀρχίσει ἀπὸ πρὶν καὶ συνεχίζονταν οἱ δίκες καὶ οἱ θανατικὲς καταδίκες τῶν πολιτῶν τῆς Ἀντιόχειας) καὶ τὸ κατέλαβαν. 
Οἱ στρατιῶτες δὲν τόλμησαν νὰ τοὺς πειράξουν. Ὅλη τὴν ἡμέρα ἔσωζαν καταδικασμένους ἀπὸ τὸν δήμιο, προσέφεραν τοὺς ἑαυτούς τους ὡς ἀντικαταστάτες γιὰ τὴν θανατικὴ ποινή, ἔκλειναν τὸν δρόμο στοὺς βασανιστὲς καὶ προσέφεραν τὰ σώματά τους γιὰ τὰ βασανιστήρια. Βροντοφώναζαν ὅτι δὲν θὰ ἀπομακρυνθοῦν, ἐὰν δὲν δοθεῖ χάρη στὴν αντιόχεια. 
Ὅταν οἱ δικαστὲς ἀπάντησαν, ὅτι δὲν ἀνήκει στὴν ἁρμοδιότητά τους νὰ ἀποφασίσουν κάτι τέτοιο, οἱ ἐρημίτες ἀνήγγειλαν, ὅτι θὰ πᾶνε μὲ τὰ πόδια στὸν αὐτοκράτορα γιὰ νὰ τοῦ τὸ ποῦν οἱ ἴδιοι». Ὁ αὐτοκράτορας πληροφορήθηκε αὐτὰ τὰ γεγονότα καὶ γεμάτος ντροπὴ ἀλλὰ καὶ φόβο Θεοῦ ἀναίρεσε τὴν ἀπόφασή του. Ἡ Ἀντιόχεια εἶχε σωθεῖ».

Διαβάζοντας αὐτὰ τὰ γεγονότα θαυμάζει κανεὶς τὸ μεγαλεῖο του μοναχισμοῦ τῆς ἐποχῆς ἐκείνης καὶ μένει παράλληλα ἔκπληκτος μὲ τὴν πτώση του τὴν σημερινὴ ἐποχή. Σὲ μία χώρα ποὺ καταδυναστεύεται καὶ πλιατσικολογεῖται ἀπὸ παντοῦ, ποὺ ἐπισήμως ἀπὸ τὸ κράτος ἀποχριστιανοποιεῖται, σὲ ἕνα κράτος ἀπὸ τὸ ὁποῖο ἐξοβελίζεται ἀπὸ τὸ σύνταγμά του ἡ Ἁγία Τριάδα καὶ προβάλλονται ἀντὶ Αὐτῆς οἱ διάφορες Ἡρωδιάδες καὶ Ἀδοξίες (γιὰ νὰ χρησιμοποιήσουμε ἕνα λογοπαίγνιο τοῦ Ἁγίου γιὰ τὴν αὐτοκράτειρα Εὐδοξία), σὲ ἕναν λαὸ ποὺ δὲν μπορεῖ νὰ σηκώσει τὸ κεφάλι ἀπὸ τὶς φορολογικὲς ἐπιβαρύνσεις, τὶς αὐτοκτονίες, τὴν ἀνεργία, τὴν πληθυσμιακὴ ἀλλοίωση, τὴν ὑπογεννητικότητα, τὴν παρακμὴ τῆς παιδείας, τὴν πνευματικὴ ἐξαθλίωση, τὴν σωματικὴ διαστροφή, τὴν ἐξουσία διεφθαρμένων πολιτικάντηδων· δὲν ὑπάρχει οὔτε ἕνας ποιμένας νὰ καλέσει τοὺς μοναχοὺς καὶ ἀσκητὲς (ὅσους τυχὸν ὑπάρχουν) σὲ μία μαζικὴ διαμαρτυρία καὶ ὑπεράσπιση τοῦ λαοῦ τοῦ Θεό. 
Γιατί ἂν τὸ ἔκανε, θὰ τὸν ἔπαιρνε καὶ αὐτὸν ἡ μπόρα, ἀφοῦ καὶ οἱ ἐκκλησιαστικοὶ ταγοὶ σήμερα εἶναι συνεργοὶ τοῦ ἐγκλήματος ποὺ λαμβάνει στὴν διεθνῆ καὶ ἐθνικὴ ἀρένα. Ἀλλὰ καὶ ἂν τὸ ἔκανε ποιός μοναχὸς καὶ ἀσκητὴς θὰ ἀκολουθοῦσε; Ποιός θὰ ἐρχόταν μὲ τὰ κουρέλια του, μὲ τὶς προβειές του μὲ τὸ ἀπὸ τὴν ἄσκηση ἐξουθενωμένο σῶμα του; 
Ποιός θὰ σήκωνε τὸ ἀνάστημά του στοὺς δυνατούς, θὰ ἀψηφοῦσε τὴν βία, τὴν φυλακή, τὶς ὕβρεις, τὸν διωγμό; Ἐδῶ ἡ παναίρεση θριαμβεύει καὶ οἱ μονὲς καὶ τὰ κελλιὰ σιγών. 
Σχεδὸν κανεὶς δὲν ἀφήνει τὴν ἠρεμία καὶ τὴν θαλπωρὴ τῶν μοναστηρίων καὶ τῶν κελιῶν, τοὺς ἡλιακούς, τὰ φωτοβολτάϊκ καὶ τὰ 4χ4, τὴν συμμετοχὴ σὲ συναυλίες ἐκκλησιαστικῆς μουσικῆς, τὰ τελευταίας τεχνολογίας ἀκριβὰ κινητά, σὲ διαγωνισμοὺς μαγειρικῆς καὶ οἰνοπαραγωγῆς, τὴν πανάκριβη εἰκονογραφία καὶ τὰ κερδοσκοπικὰ ταξίδια μὲ ἐκκλησιαστικὰ κειμήλια, τὴν ὑποδοχὴ καὶ τιμὴ δυνατῶν, ὅπως ὁ Τσίπρας, ὁ Μαρινάκης καὶ τὴν ἀνοχὴ ἀώτων, ὅπως ὁ Μπουτάρης. Ὁ μοναχισμὸς σήμερα δὲν εἶναι σὲ θέση νὰ ἐπαληθέψει τὰ λόγια του Ἁγίου: “Εἶχαν τόσο πολὺ ἀγάπη, ὥστε προσφέρθηκαν ἐθελοντικῶς νὰ σώσουν τοὺς ἄμοιρους”! 
Κι ἂν τὰ προσαρμόσουμε ἀναλόγως: “Εἶχαν τόσο πολὺ ἀγάπη Θεοῦ, ὥστε προσφέρθηκαν ἐθελοντικῶς νὰ σώσουν τοὺς Χριστιανοὺς ἀπὸ τὴν αἵρεση”. Οὔτε κἂν τὸ σχόλιο τοῦ συγγραφέως Γεωργίου, «ὑπάρχουν ἀλήθειες οἱ ὁποῖες μᾶς καταβάλλουν», δὲν ἀληθεύει πια. 
Οἱ ἀλήθειες πιὰ δὲν καταβάλλουν, ἀλλὰ ἀποκρύπτονται, παραχαράσσονται καὶ ἀναιροῦνται. Ἀρκεῖ ἕνας λόγος τοῦ ἡγουμένου, τοῦ ἐπισκόπου, τοῦ πατριάρχου, τοῦ χορηγοῦ κονδυλίων, καὶ ἡ ἀγωνιστικότητα ἐξαφανίζεται ἢ ἐκφράζεται ἐκ τοῦ ἀσφαλοῦς μερικῶς σὲ δηλώσεις ἀμφισήμου νοήματος. Ὅποιος διάβασε τὰ παραπάνω ἂς ἀναλογισθεῖ γιὰ ἐμᾶς σήμερα, ἀλλὰ καὶ γιὰ τὴν σημερινὴ κατάσταση τοῦ μοναχισμοῦ, ἂν ἰσχύουν τὰ παραπάνω: «Ἦταν ἀληθινοὶ Χριστιανοί. Δὲν φοβόντουσαν οὔτε θάνατο οὔτε πόνο. Ἦταν ὅπως ὁ Παῦλος. Ἦταν μιμητὲς Χριστοῦ. Ἦταν Χριστιανοί».

Ὅταν ὁ Χρυσόστομος κλήθηκε νὰ ἀναλάβει τὸν πατριαρχικὸ θρόνο Κων/πόλεως βρῆκε στὸ ἐπισκοπικὸ παλάτι ἀπὸ τὸν προκάτοχό του, Νεκτάριο, τέτοια πλούτη καὶ τέτοια χλιδὴ ποὺ δὲν ταιρίαζαν μὲ τὸ ἐπισκοπικὸ/ποιμαντικὸ ἀξίωμα. Διαβάζουμε (ἀπὸ σελ. 114):

«Ὁ Χρυσόστομος ἄλλαξε στὸ ἐπισκοπικὸ παλάτι κάποια πράγματα, ποὺ δὲν θὰ ἦταν ἀρεστὰ τὸν Θεό. Διέταξε τὴν πώληση ὅλων τῶν ἀργυρῶν δοχείων καὶ μοίρασε τὰ κέρδη στοὺς φτωχούς. Μετὰ πούλησε τὰ χαλιὰ καὶ τοὺς τάπητες καὶ μὲ τὰ κέρδη ἔχτισε ἕνα νοσοκομεῖο γιὰ τοὺς ἀπόρους της πόλεως. Πούλησε τὰ ντιβάνια, τὶς μαρμάρινες μπανιέρες καὶ τοὺς πολυέλαιους. Μὲ τὰ κέρδη αὐτὰ ἔχτισε ἕνα ξενοδοχεῖο. Πούλησε τοὺς καθρέπτες, τοὺς πίνακες ζωγραφικῆς, τὶς κολῶνες, τὰ πούλησε ὅλα, καὶ ἄφησε τοὺς τοίχους γυμνούς. 
Πούλησε τὸ κρεββάτι ἀπὸ πολύτιμα ξύλα, μετάξι καὶ βελοῦδο, στὸ ὁποῖο κοιμόταν ὁ Νεκτάριος, καὶ τὸ ἀντικατέστησε μὲ ἕνα ἁπλὸ κρεββάτι ἀπὸ τάβλες καὶ μία κουβέρτα. 
Τὸ μόνο ποὺ κόσμιζε τὸ παλάτι ἦταν μία εἰκόνα τοῦ ἀποστόλου Παύλου πάνω ἀπὸ τὸ γραφεῖο του. Τέλος κάλεσε ὁ Χρυσόστομος τὴν στρατιὰ τῶν ὑπηρετῶν, ποὺ ὑπηρετοῦσε στὸ ἐπισκοπικὸ παλάτι: μάγειρες, οἰκονόμους, ἐπιστάτες, ἐπιτρόπους, ὑπεύθυνους τροφίμων καὶ ποτῶν. Τοὺς πλήρωσε τοὺς μισθούς του καὶ τοὺς ἀπέλυσε. Ὁλόκληρο τὸν ἐξοπλισμὸ τῆς κουζίνας καὶ τῆς τραπεζαρίας τὸν δώρησε στὸ πτωχοκομεῖο. Οἱ ὑπηρέτες ἔμειναν φόνοι. 
Τόλμησαν νὰ ποῦν μὲ σεβασμὸ στὸν Ἅγιο, ὅτι ὁ ἀρχιεπίσκοπος Κων/πόλεως ἦταν ἱεράρχης, ὁ δεύτερος τὴ τάξει ἐπίσκοπός της αὐτοκρατορίας καὶ ἔχει ἐπίσημα καθήκοντα. Ὑπάρχει πρωτόκολλο μὲ δεῖπνα καὶ τελετές, στὰ ὁποῖα ἔρχεται ἀκόμα καὶ ὁ αυτοκράτορας. 
Ὁ Χρυσόστομος ἐξοργίστηκε. Ὁ ἐπίσκοπος δὲν εἶναι πανδοχέας καὶ δὲν καλεῖ καλεσμένους γιὰ φαγητό. Ὁ Ἐπίσκοπος εἶναι ἰατρὸς καὶ πνευματικὸς πατέρας. Γιὰ νὰ δώσει βαρύτητα στὰ λόγια του πούλησε ἀμέσως καὶ τὴν τραπεζαρία μὲ τὶς καρέκλες καὶ τὰ κηροπήγια. Γιὰ τὴν σούπα λαχανικῶν ποὺ τρώει μία φορὰ τὴν ἡμέρα ἀρκεῖ ὁ ἴδιος καὶ ἕνας μοναχός».

Ἀρκεῖ νὰ ξαναθυμηθοῦμε τὶς εἰκόνες ἀπὸ τὸ Κολυμπάρι τῶν σουιτῶν, τῶν συναυλιῶν καὶ τῶν πλουσίων ἐδεσμάτων, τὶς δεσποτικὲς δεξιώσεις, τὶς «ταπεινὲς» ἐπισκοπικὲς κατοικίες, τοὺς παχυλοὺς μισθοὺς σὲ χώρα ἐν καιρῶ κρίσεως, τὰ ταξίδια σὲ Παρίσι, Γενεύη, Βρυξέλλες καὶ ἄλλες τουριστικὲς μητροπόλεις, τὰ γιώτ, τὰ ἀκριβὰ αὐτοκίνητα, τὶς καταθέσεις ποὺ χρειάζονται οἱ ἐπίσκοποι γιὰ τὰ γηρατειά τους, τὶς γκαρνταρόμπες μὲ τὰ πολυάριθμα καὶ χρυσοποίκιλτα ἄμφια, τὶς παρουσίες σὲ ἐκδηλώσεις καὶ δεξιώσεις ἀτόμων τοῦ «καλοῦ κόσμου», τὶς βραβεύσεις πλουσίων, κλπ. γιὰ νὰ καταλάβουμε πόσο ἀπέχουν οἱ σημερινοὶ ποιμένες ἀπὸ τὸ παράδειγμα τοῦ Ἁγίου ποὺ τιμοῦν καὶ θὰ ἔπρεπε νὰ μιμούνται. 
Καὶ τὸ σημαντικότερο: ἂς ἀναλογισθοῦμε τὸν τρομερὸ αὐτὸ λόγο τοῦ Ἁγίου: «Ὁ Ἐπίσκοπος εἶναι ἰατρὸς καὶ πνευματικὸς πατέρας»· καὶ ἂς σκεφθοῦμε κατὰ πόσο ἰσχύει αὐτὸ σήμερα γιὰ νὰ συνειδητοποιήσουμε τὴν σημερινὴ ἐκκλησιαστικὴ κατάσταση καὶ πτώση. Μπορεῖ κάποιος φυσικὰ νὰ ἀντιλέξει, ὅτι αὐτὰ ἴσχυαν καὶ τότε. Ναί, ἴσχυαν, ἀλλὰ τότε ὑπῆρχαν Χρυσόστομοι, Βασίλειοι, Γρηγόριοι. Σήμερα; Γι’ αὐτὸ καὶ οἱ ἐπίσκοποι ἐδίωξαν τὸν Χρυσόστομο, ὅπως θὰ δοῦμε παρακάτω.

Ἀπὸ τότε ποὺ ἀνέλαβε τὸν πατριαρχικὸ θρόνο ὁ Χρυσόστομος στηλίτευσε τὴν ἀνηθικότητα καὶ τὴ διαφθορά, κατήγγειλε τὴν κοινωνικὴ ἀδικία, τὴν δύναμη καὶ τὴν ἐπίδειξη τῶν πλουσίων, καταδίκασε τὶς αὐθαιρεσίες τῆς πολιτικῆς ἐξουσίας, κατονόμασε τὴν πτώση τοῦ διεφθαρμένου κλήρου. Στάθηκε δίπλα στοὺς ἀδυνάτους, τοὺς πτωχούς, τοὺς ἀδικημένους, τὸν ἁπλὸ λαὸ τῆς ἐπισκοπῆς του, ποὺ καταδυναστευόταν.

Δὲν ἦταν δυνατόν –σήμερα εἶναι– ὁ Χρυσόστομος νὰ ἀνεχθεῖ τὴν παρουσία σκανδαλοποιῶν κληρικῶν καὶ ψευδοποιμένων στὴν Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ. Γι’ αὐτὸ καὶ ἔλαβε δραστικὰ μέτρα ἐναντίον τους: α) ἐναντίον τῶν «βαλαντιοσκόπων», τῶν κληρικῶν δηλαδὴ ἐκείνων ποὺ πλούτιζαν ἀπὸ τὴν ἱερατική τους ἰδιότητα, β) τῶν «κολάκων καὶ παρασίτων», ὅσων κληρικῶν δηλαδὴ ἀπολάμβαναν τὴν κοσμικὴ ζωή, γ) ἐναντίον τῶν «κοιλιοδούλων», ὅσων δηλαδὴ ζοῦσαν ἀργόσχολα, μὲ ἔμφαση στὶς ἀπολαύσεις καὶ δ) ἐναντίον ἐκείνων ποὺ ζοῦσαν μὲ «συνεισάκτους», δηλαδὴ τοὺς μοναχοὺς ἢ ἐπισκόπους ποὺ συζοῦσαν μὲ τὶς θεωρούμενες «ἀδελφές» τους. Ἔλαβε μέτρα, ἐπίσης, γιὰ τὴν ἠθικὴ κάθαρση τῶν ταγμάτων τῶν χηρῶν καὶ τῶν διακονισσῶν. Ἔδινε ἰδιαίτερη ἔμφαση στὴν καθαρότητα τοῦ βίου καὶ ἦταν ἀμείλικτος μὲ τοὺς ἱερεῖς, διακόνους καὶ μοναχοὺς ποὺ ἀποδεικνύονταν ἀνάξιοι, ἐνῶ τοὺς ἀμετανόητούς τους ἀπεδίωξε παντελῶς ἀπὸ τὶς τάξεις τοῦ κλήρου. Μάλιστα, δὲν δίστασε νὰ καταργήσει 13 ἐπισκόπους λόγω σιμωνίας καὶ νὰ τοὺς ἀντικαταστήσει μὲ πραγματικὰ εὐσεβεῖς –σήμερα ποὺ ὑπάρχουν τόσες ἀποκαλύψεις γιὰ τὶς ἐπισκοπικὲς μεθοδεύσεις, γιὰ μασονικὲς ἰδιότητες, γιὰ διαφθορὰ καὶ πρὸ πάντων γιὰ αἵρεση, ποιὸς τολμάει νὰ ἀκολουθήσει τὸ παράδειγμα τοῦ Ἁγίου; Οἱ καταγγέλοντες περιορίζονται σὲ ὁμιλίες ἀκαδημαϊκοῦ τύπου (καὶ ἀναφέρονται κυρίως σὲ τεθνεῶτες, ποὺ καταγγέλλοντάς τους δὲν «θὰ μπλέξουν) καὶ οἱ ὑποτιθέμενοι σκοποὶ κωφεύουν καὶ συγκαλύπτουν σκανδαλωδῶς– μένοντας πιστὸς στὴν ἐκκλησιαστικὴ διδαχὴ ὅτι «ἐὰν ὁ κλῆρος ποὺ εἶναι τὸ ἅλας τῆς γῆς, παρουσιάζει ἔκλυτο βίο, πῶς θὰ ζητήσουμε ἀπὸ τὸ ποίμνιο νὰ ζεῖ ἅγιο καὶ κατὰ Χριστὸν βίο;».

Ὁ λαὸς τὸν λάτρεψε, ὁ Ἐπίσκοποι τὸν μίσησαν θανάσιμα μὲ ἀρχηγὸ τοῦ μίσους τὸν Ἀλεξανδρείας Θεόφιλο. Διαβάζουμε (ἀπὸ σελ. 165):

«Μία μέρα ἐπιθύμησε ὁ Θεόφιλος τὴν μέσῳ διαθήκης περιουσία μίας πλούσιας χήρας. Γιὰ νὰ πλαστογραφήσει ὅμως τὰ ἔγγραφα χρειαζόταν ὁ χριστιανὸς Φαραὼ τὴν συνεργασία τοῦ γραμματέα του. Ἀλλὰ ὁ γραμματέας ἦταν μοναχὸς χωρὶς δόλο καὶ λάθη. Τὸν ἔλεγαν Ἰσίδωρο. Γεμᾶτος ἀγανάκτηση ἀρνήθηκε νὰ συμμετάσχει στὴν ἀπάτη τοῦ ἐπισκόπου. Τότε ὁ Θεόφιλος διέταξε τὴν σύλληψή του (σσ. Ὁ πατριάρχης Ἀλεξανδρείας εἶχε τὴν ἐποχὴ ἐκείνη εἰδικὴ ἐξουσιοδότηση ἀπὸ τὸ κράτος νὰ διατάζει καὶ νὰ διοικεῖ –ὅποτε αὐτὸς τὸ νόμιζε ἀναγκαῖο– καὶ τοὺς κοσμικοὺς θεσμούς). Ὁ Ἰσίδωρος βασανίστηκε καὶ παραδόθηκε στὸ κοσμικὸ δικαστήριο. Ὅμως γιὰ τὴν καταδίκη του χρειάζονταν ψευδομάρτυρες 
Ὁ Θεόφιλος θέλησε νὰ χρησιμοποιήσει τέσσερις εὐσεβεῖς ἀσκητὲς ὁσιακῆς βιοτῆς ἀπὸ τὴν ἔρημο τῆς Νιτρίας, γνωστοὺς ὡς Μακρούς, τὸν Διόσκορο, τὸν Ἀμμώνιο, τὸν Εὐσέβιο καὶ τὸν Εὐθύμιο (σσ. τοὺς ὑποσχέθηκε μάλιστα τὸν ἐπισκοπικὸ θρόνο)… Ὅταν αὐτοὶ ἀρνήθηκαν καὶ τὸν ἔλεγξαν γιὰ τὴν πράξη του, ὁ Θεόφιλος κατηγόρησε τοὺς μοναχοὺς γιὰ κακοδοξία καὶ διέταξε τὴν καταδίκη τους… Μετὰ τὴν σύλληψή τους ἀπὸ τὰ στρατεύματα τοῦ ἐπισκόπου, ὁ Θεόφιλος ἄρχισε νὰ τοὺς χτυπάει. Ὁ ἴδιος. Εἶναι εὔκολο νὰ χτυπᾶς ἁλυσοδεμένους ἀνθρώπους. Ὁ ἐπίσκοπός τους χτύπησε μὲ τὰ ἐπισκοπικά του χέρια μέχρι ποὺ αὐτὰ κοκκίνισαν ἀπὸ τὸ αἷμα… Τότε διέταξε νὰ τοὺς πετάξουν στὸ πάτωμα καὶ ἄρχισε νὰ τοὺς κλωτσάει, μέχρι νὰ τοὺς διαλύσει τὰ κόκκαλα. Ἀλλὰ οἱ μοναχοὶ ἦταν ἄνθρωποι ποὺ δὲν φοβόντουσαν κανέναν καὶ ἰδίως δὲν φοβόντουσαν ἐπισκόπους… Ὁ λαὸς τῆς Ἀλεξανδρείας μόλις ἔμαθε τὰ μαρτύρια τῶν ἁγίων ἀσκητῶν ἐπαναστάτησε καὶ ὁ Θεόφιλος φοβούμενος τὸν μένος τοῦ λαοῦ τοὺς ἄφησε ἐλεύθερους καὶ αὐτοὶ γύρισαν στὴν Νιτρία. Μία μέρα ὁ Θεόφιλος σύναξε στρατεύματα καὶ ἔφιππος τὰ ὁδήγησε στὴν ἔρημο τῆς Νιτρίας. Μόλις ἔφτασαν ὅρμησαν στὰ κελιὰ τῶν μοναχῶν καὶ τὰ ἔκαψαν. Οἱ μοναχοὶ ποὺ βγῆκαν ἔξω φονεύθηκαν ἀπὸ τοὺς στρατιώτες. 
Ἡ σφαγὴ διήρκεσε μέχρι τὸ πρωΐ. Ὁ Παλλάδιος γράφει (σσ. Παλλαδίου Διάλογος ΣΤ΄ PG 47, 22-23): “Ὁ μαινόμενος κάπρος ἐρήμωσε τὸν ἀμπελώνα τοῦ Χριστού”. Μόνο οἱ τέσσερεις ἀδελφοὶ καὶ ἄλλοι τριακόσιοι μοναχοὶ διέφυγαν γυμνοὶ ἀπὸ τὸ μακελειό… Ὁ Θεόφιλος γύρισε στὴν Ἀλεξάνδρεια καὶ τοὺς ἀναθεμάτισε».

Αὐτὸς ἦταν ὁ πρωτεργάτης ἐπίσκοπος διώκτης τοῦ Χρυσοστόμου. Ἀπὸ τοὺς τριακόσιους μοναχοὺς οἱ περισσότεροι πέθαναν ἀπὸ τὶς κακουχίες. Οἱ τέσσερεις ἀδελφοὶ μὲ ἄλλους λίγους ψάχνοντας μάταια τὸ δίκιο τοὺς ἔφτασαν μετὰ ἀπὸ μεγάλη περιπλάνηση στὴν Κων/πόλη. Ἀφοῦ διηγήθηκαν τὰ πάθη τους στὸν ἅγιο Ἰωάννη, αὐτὸς τοὺς ἐπέτρεψε νὰ μείνουν στὸν ναὸ τῆς ἁγ. Ἀναστασίας, χωρὶς ὅμως νὰ συμμετέχουν στὰ ἄχραντα Μυστήρια πρὶν κριθοῦν ἀπὸ ἐκκλησιαστικὸ δικαστήριο. Ὁ αὐτοκράτορας Ἀρκάδιος ἔδωσε τὴν συγκατάθεσή του γιὰ τὴν σύγκληση συνόδου γιὰ αὐτὸ τὸ θέμα. Ἀλλὰ μὲ τὶς ραδιουργίες τῆς αὐτοκρατόρισσας Εὐδοξίας καὶ τοῦ Θεοφίλου ἡ σύνοδος αὐτὴ κατέληξε νὰ καταδικάσει τὸν ἱ. Χρυσόστομο. 
Ἦταν ἡ περίφημη ψευτοσύνοδος τῆς Δρυός. Γράφει ὁ ἀρχιμανδρίτης Ἀθανάσιος Σιαμάκης (Ποιοί ἦταν οἱ μανιώδεις διῶκτες καὶ δήμιοι τοῦ Χρυσοστόμου): «Ἦταν ἡ ἐποχὴ ποὺ οἱ ἐπίσκοποι ἄρχισαν νὰ ἐκδηλώνουν καισαροπαπικὲς καὶ ἐγκοσμιοκρατικὲς τάσεις καὶ νὰ ἀναβαθμίζουν τὶς ἐπισκοπὲς σὲ ἀρχιεπισκοπὲς μητροπόλεις καὶ πατριαρχεῖα, καὶ ν’ ἀνταγωνίζωνται στὸν πλοῦτο στὴν ἐξουσία καὶ στὴν πολυτέλεια. Ὁ Θεόφιλος εἶχε τόσες χρυσοστόλιστες στολές, ὥστε ὁ λαὸς τὸν ἔλεγε «λιθομανή» (σσ. Μᾶς θυμίζει κάτι αὐτό;). 
Ὅλοι σχεδὸν οἱ ἐπίσκοποι δὲν χώνευαν τὸ Χρυσόστομο καὶ σχημάτισαν θὰ λέγαμε τὸ ἐναντίον τοῦ καρτέλ.

Σὲ μιά του ἐπιστολὴ ὁ ἐξόριστος Χρυσόστομος γράφει: «Νὰ γιὰ ποιούς λόγους μὲ καταδίκασαν» ἐπειδὴ ποτὲ δὲν φόρεσα μεταξωτὴ στολὴ μὲ χρυσὰ πετράδια. Ἐπειδὴ δὲν εἶχα στὸ σπίτι μου πολυτελῆ χαλιά. Ἐπειδὴ δὲν ἔκανα ποτὲ πολυδάπανα τραπέζια στὸν αὐτοκράτορα καὶ σ’ αὐτούς, οὔτε πῆγα ποτὲ σὲ τέτοια τραπέζια τους. Ἐπειδὴ δὲν ἔκανα τίποτε ἀπὸ ὅσα κάνουν αὐτοί. Ἐπειδὴ δὲν τοὺς πρόσφερα οὔτε πῆρα δῶρα χρυσὰ καὶ ἀσημένια» (ΕΠΕ 33,394).

Ποιὲς ἦταν οἱ κατηγορίες ἐναντίον τοῦ Χρυσοστόμου; 35 βαρύτατες συκοφαντίες. Ἀναφέρω τὶς κυριώτερες: Αἱρετικός, ἀνήθικος, βλάσφημος, κλέφτης, ἐμπρηστής, καταλυτὴς τῶν ἱερῶν παραδόσεων! Ἐπαναλαμβάνω πρόκειται μόνο γιὰ συκοφαντίες. Ποιές ἦταν οἱ τιμωρίες ποὺ τοῦ ἐπέβαλαν; Καθαιρέθηκε ἀπὸ κληρικός, ἀφωρίστηκε κι ὡς ἁπλὸς Χριστιανός, βασανίστηκε γιὰ 3 χρόνια καὶ 3 μῆνες, καὶ θανατώθηκε στὴν ἐξορία.

Ἐξ ἄλλου τρεῖς φορὲς ἀποπειράθηκαν νὰ τὸν δολοφονήσουν. Δύο φορὲς νὰ τὸν σφάξουν μέσα στὸ ἐπισκοπεῖο του, καὶ μιὰ φορὰ νὰ τὸν κάψουν ζωντανὸ στὴν Καισάρεια τῆς Καππαδοκίας, βαδίζοντας πρὸς τὴν ἐξορία. Τὶς δύο πρῶτες φορὲς οἱ δολοφόνοι τοῦ πιάστηκαν καὶ ὡμολόγησαν. Ὁ ἕνας μάλιστα παρέδωσε καὶ τὰ 50 χρυσά της ἀμοιβῆς του γιὰ τὴ δολοφονία ποὺ ἀνέλαβε νὰ κάνη. Ἀλλ’ ὁ πληρωμένος δικαστὴς τοὺς ἀθώωσε μέσος. 
Ἦταν κι αὐτὸς ὄργανο τῶν ἐπισκόπων. Ὁ τρίτος δολοφόνος, ποὺ θέλησε νὰ τὸν κάψη ζωντανό, ἦταν ὁ ἀρχιεπίσκοπος Καισαρείας Φαρέτριος μὲ μεγάλη ὁμάδα μοναχῶν. Ἀλλὰ καὶ αὐτουνοῦ ἡ ἀπόπειρα ἀπέτυχε.»

Συνεχίζουμε τὴν ἀνάγνωση ἀπὸ τὸ βιβλίο τοῦ Γεωργίου (ἀπὸ σελ. 188):

«Ὁ Χρυσόστομος κατηγορήθηκε γιατί ἔκανε μπάνιο μόνος του… τὸν κατηγόρησαν γιὰ Ναρκισσισμὸ καὶ γιατί ἔτρωγε καραμέλες μὲ μέλι… ὅτι κοιμᾶται μὲ γυναῖκες… ὅτι τρώει μόνος του… ὅτι ἔβαζε κρασὶ στὸ νερό του… καὶ ὅτι δὲν διπλώνει μὲ τὴν ἀπαραίτητη φροντίδα τὰ ἱερατικά του ἄμφια(!!!)… Οἱ ἐπίσκοποι ποὺ ἔμειναν πιστοὶ στὸν Χρυσόστομο, Λιπίνιος, Δημήτριος καὶ Εὐλύσιος καὶ οἱ ἱερεῖς Γερμανὸς καὶ Σέβηρος, συνέταξαν μία ἐπιστολὴ διαμαρτυρίας γιὰ νὰ τὴν διαβάσουν στὴν σύνοδο. Ἡ ἄφιξή τους ἐξόργισε τοὺς επισκόπους. 
Τὰ μέλη τῆς συνόδου ἄφησαν τὶς θέσεις τους καὶ ὅρμησαν μὲ γροθιὲς στοὺς φορεῖς τῆς ἐπιστολῆς. Τοὺς πέταξαν στὸ πάτωμα, στὴ μέση της αἴθουσας, τοὺς ἔγδυσαν καὶ τοὺς ξυλοκόπησαν μέχρι ποὺ καταμάτωσαν. Κάποιος ἀπὸ τοὺς συνέδρους εἶχε καὶ μία φαεινὴ ἰδέα. Εἶχε φέρει μαζί του ἕνα μακρὺ σχοινὶ μὲ θηλειά, ἀπὸ αὐτὰ ποὺ πιάνουν τὰ ἄγρια ἄλογα γιὰ νὰ δέσει μὲ αὐτὸ τὸν Χρυσόστομο. Ἀφοῦ ὁ Ἅγιος δὲν παρουσιαζόταν στὴ σύνοδο (σσ. δηλώνοντας ἔτσι, ὅτι δὲν τὴν ἀναγνωρίζει ὡς κανονική) ἔδεσαν μὲ αὐτὸ τοὺς ἄμοιρους κληρικοὺς καὶ τοὺς πέταξαν στὸ δρόμο».

Διαβάζοντας αὐτά, τὰ ὁποῖα μάλιστα εἶναι ἕνα μικρὸ μόνο κομμάτι τῶν ἐγκλημάτων τῶν ἐπισκόπων της ἐποχῆς ἐκείνης, κάθε πιστὸς Χριστιανὸς μένει ἄφωνος. Εἶναι δυνατὸν νὰ τὰ κάνουν αὐτὰ ἐπίσκοποι; Φυσικὰ δὲν πρέπει νὰ χάσουμε τὴν πίστη μας, οὔτε τὸν σεβασμό μας καὶ τὴν ἀναγνώριση τοῦ θεσμοῦ τοῦ ἐπισκόπου, ποὺ εἶναι ὄντως ὁ ὀφθαλμὸς τῆς Ἐκκλησίας, ὁ φρουρὸς καὶ προστάτης τοῦ ποιμνίου, ὅταν ὅμως ὀρθροφρονεῖ. Ὅ,τι γράφεται, γράφεται γιὰ νὰ ἀποδείξει μέσα ἀπὸ τὰ γεγονότα τοῦ βίου τοῦ Ἁγίου, ποιός εἶναι καὶ πῶς λειτουργεῖ ὁ ἀληθινὸς ποιμένας καὶ πῶς καταλαβαίνουμε τοὺς ἀνάξιους ἢ ψευδοποιμένες. 
Διότι διαβάζοντας τὰ αἴσχη τῶν ἐπισκόπων της ἐποχῆς ἐκείνης, ποιός θὰ δικαιώσει τὶς σημερινὲς ἀντιορθόδοξες ἀπόψεις περὶ ἀλαθήτου τῶν ἐπισκόπων καὶ περὶ ἀπόλυτης καὶ ἀδιάκριτης ὑπακοῆς στὰ προστάγματά τους, ὅ,τι αὐτοὶ κι ἂν κάνουν; Ἂν σκεφτοῦμε μάλιστα τὰ ἐπισκοπικὰ σκάνδαλα τῆς ἐποχῆς μας, καθὼς καὶ τοὺς διωγμοὺς τῶν ἀντιδρούντων μοναχῶν στὸ Ἅγιον Ὄρος, ὅπως καὶ τὶς ἀπειλὲς ποὺ δέχονται, ὅσοι θέλουν νὰ ἀντιδράσουν στὴν αἵρεση καὶ ὑποκύπτουν, τότε γίνεται ξεκάθαρο τὸ ποιὸν τῶν σημερινῶν ἐκκλησιαστικῶν ταγῶν, ἀλλὰ καὶ αὐτῶν τῶν ὑποτιθέμενων εὐσεβῶν ποὺ μὲ τὴν σιωπὴ καὶ ἀπραξία τοὺς τοὺς ὑποστηρίζουν.

Γιὰ νὰ καταλάβουμε ἀκόμα περισσότερο τὴν διαφορὰ μεταξὺ ἀληθινῶν καὶ ψευδοποιμένων θὰ ἀναφέρουμε δύο περιστατικὰ ποὺ ἔλαβαν μέρος μετὰ τὴν δεύτερη σύνοδο (τῆς Κων/πόλεως) ποὺ καταδίκασε τὸν Χρυσόστομο σὲ θάνατο. Ὁ αὐτοκράτορας Ἀρκάδιος ἦταν ἄβουλος μέν, φοβόταν ὅμως τὴν ὀργὴ τοῦ Θεοῦ. Κάλεσε τότε δύο ἐπισκόπους ἀπὸ αὐτοὺς ποὺ καταδίκασαν τὸν Χρυσόστομο, τὸν Ἀντίοχο καὶ τὸν Ἀρκάδιο. Διαβάζουμε (ἀπὸ σελ. 216):

«“Ερευνήστε τὴν συνείδησή σας, τί μπορῶ νὰ κάνω”. Ὁ αὐτοκράτορας δὲν ἤθελε νὰ λερώσει τὰ χέρια του μὲ αἷμα τὸ Μ. Σάββατο. Φοβόταν τὸν Θεό, ὅπως φοβόταν τὴν γυναίκα του Εὐδοξία… Ἀλλὰ οἱ ἐπίσκοποι ἦταν λιγότερο χριστιανοὶ ἀπὸ τὸν αυτοκράτορα. 
Βεβαίωσαν τὸν αὐτοκράτορα, ὅτι ἦταν σὲ εὐθεία ἐπαφὴ μὲ τὸν Θεό. Τοῦ εἶπαν ὅτι ἐπικοινωνοῦν μὲ τὸν Θεὸ καθημερινὰ μέσῳ τῆς Θ. Λειτουργίας. Τὸν συμβούλευσαν νὰ ἐφαρμόσει βία. “Η καταδίκη του Χρυσοστόμου νὰ πέσει στὸ κεφάλι μας”. Ἔτσι ὁ Ἀρκάδιος δὲν εἶχε τίποτα πιὰ νὰ χάσει… (ἐπίσης) βεβαίωσαν τὴν Εὐδοξία καὶ τὶς ἀριστοκράτισσες φίλες της, ὅτι ὁ φόνος τοῦ Χρυσοστόμου δὲν θὰ ὀργίσει τὸν Θεό. Ὁ Θεὸς εἶδε τόσους φόνους πάνω στὴ γῆ, ποὺ γιὰ αὐτόν, τὸν οὐράνιο Πατέρα, ὁ φόνος κατήντησε κάτι συνηθισμένο. 
Ἔτσι κι ἀλλιῶς ὁ Θεὸς εἶναι ἀπὸ τὴν φύση Του ἐλεήμων. Συγχωρεῖ τὰ πάντα καὶ θὰ συγχωρέσει καὶ αὐτὸ τὸν φόνο».

Ἂς δοῦμε τώρα τὴν στάση τῶν λίγων ἐκείνων ποιμένων ποὺ στάθηκαν πιστοὶ στὸν Χρυσόστομο, ὅταν τοὺς ἔφεραν ἀνακρίνοντας τοὺς ἀντιμέτωπους μὲ τὰ βασανιστήρια γιὰ νὰ τὸν ἀπαρνηθοῦν. Διαβάζουμε (ἀπὸ σέλ. 245):

«Μετὰ τὴν ἐξορία τοῦ Χρυσοστόμου ἄρχισε ὁ διωγμὸς τῶν ὀπαδῶν του στὴν Κων/πόλη…, οἱ ὁποῖοι δὲν ἔδειξαν κανένα φόβο μπροστὰ στὸν θάνατο. Ὁ Στούδιος, ὁ ἔπαρχος τῆς πόλης, δὲν ἐνίωσε καλὰ ποὺ θὰ βασάνιζε ἀνθρώπους ποὺ δὲν φοβοῦνται τὸν θάνατο. 
Οἱ πιστοὶ τοῦ Χρυσοστόμου δὲν ἔτρεμαν ἀπὸ τὸν φόβο τους, ἔτσι φοβήθηκε ὁ ἴδιος… καὶ διεξῆγε τὶς ἀνακρίσεις χωρὶς πάθος… Αὐτὸ ὅμως ἐξόργισε τοὺς ἐχθρικοὺς ἐπισκόπους: Σεβηριανό, Ἀκάκιο, Ἀντίοχο καὶ Κύρικο. Κατηγόρησαν τὸν Στούδιο γιὰ ἀνικανότητα καὶ ἀπαίτησαν ἕναν σωστὸ διοικητή, ποὺ μπορεῖ νὰ ξεσχίσει τὶς σάρκες τοῦ κατηγορουμένου μὲ τὰ δόντια του. Ἔτσι ὁρίστηκε ὁ Ὀπτάτος… Οἱ ἱστορικοὶ Σωζομενὸς καὶ Παλλάδιος, σύγχρονοι τῶν γεγονότων, ἀναφέρουν ὅτι ὁ πρῶτος ποὺ ἀνακρίθηκε ἦταν ὁ ἀναγνώστης τῆς Ἐκκλησίας, ὁ Εὐτρόπιος. Ὁ Χρυσόστομος τὸν ἐκτιμοῦσε ἐξ αἰτίας τῆς πίστης του καὶ τῆς καθαρότητάς του… Ὁ Εὐτρόπιος ἀπάντησε στὶς κατηγορίες ἐναντίον τοῦ Χρυσοστόμου, ὅτι δὲν εἶδε καὶ δὲν γνωρίζει τίποτα… Τὸν ἔδειραν μὲ χοντρὰ ραβδιὰ ποὺ ἔσπαζαν κόκκαλα καὶ μὲ λεπτὰ ραβδιὰ ποὺ ξέσχιζαν σάρκες… Ὁ Εὐτρόπιος ἐπανέλαβε τὴν ἀπάντησή του 
Τότε τὸν ἔδεσαν στὸ τροχὸ καὶ ἄρχισαν νὰ τοῦ συντρίβουν τὰ κόκκαλα… Ὁ Εὐτρόπιος ἐπανέλαβε τὴν ἀπάντησή του… τὸν καῖνε μὲ πυρωμένο σίδερο… Ὁ Εὐτρόπιος ἐπανέλαβε τὴν ἀπάντησή του… Τέλος καταλάβαν ὅτι δὲν μποροῦσε νὰ ἀπαντήσει ἄλλο. Ἦταν νεκρός. 
Ὁ Εὐτρόπιος ἦταν ὁ πρῶτος νεκρὸς ἀπὸ βασανιστήρια ἀπὸ τοὺς φίλους του Ἁγίου. Ὁ ἀριθμὸς ὅλο καὶ αὐξανόταν. Μετὰ ἔψαξαν τὸν πρῶτο Διάκονο τοῦ Χρυσοστόμου, τὸν Σεραπίωνα… Ἐκτὸς ἀπὸ τὰ κοινὰ μὲ τοὺς ἄλλους βασανιστήρια τοῦ ξερίζωσαν τὸ δέρμα ἀπὸ τὸ μέτωπο καὶ τὸ κρανίο μαζὶ μὲ τὶς βλεφαρίδες. Ὁ Σεραπίων δὲν εἶπε τίποτα ἀπολύτως ἐναντίον τοῦ ἁγίου ἐπισκόπου του».

Εἶναι ξεκάθαρο ποιὸ εἶναι τὸ κύριο χαρακτηριστικό του ψευδοποιμένος καὶ ποιὸ τοῦ ἀληθινοῦ ποιμένος: Ὁ ψευδοποιμένας βλασφημεῖ ἐνάντια στὸν Θεό, παραχαράσσει τὴν ἀλήθεια, δὲν διστάζει νὰ χρησιμοποιήσει βία, ἀκόμα καὶ τὴν πιὸ ἀκραία, γιὰ νὰ ἐπιβάλει τὰ σχέδια του καὶ ἐπειδὴ φοβᾶται ἀκόμα καὶ τὸν πιὸ μικρὸ ὑπηρέτη τῆς ἀλήθειας καὶ τῆς Εκκλησίας. 
Ὁ ἀληθινὸς ποιμένας ὅμως ὑπερασπίζεται ἀκόμα καὶ μὲ τὴν ζωή του τὴν ἀλήθεια, τὸν Θεὸ καὶ τοὺς ὑπηρέτες Του. Δὲν δέχεται συγκαταβάσεις, οὔτε κάνει οἰκονομίες ὅταν ὁ Θεὸς ὑβρίζεται καὶ ὅταν τὰ τέκνα Του διώκονται. Ἂς τὸ ἀκούσουν αὐτὸ οἱ σημερινοὶ καλύπτοντες τὴν δειλία τους ἢ τὴν ἀποφασιστικότητά τους μὲ τὴν δικαιολογία τῆς οἰκονομίας, ἐπιτρέποντας στοὺς ψευδοποιμένες νὰ λυμαίνονται τὸ ποίμνιο τῆς ἐκκλησίας.

Ἂς δοῦμε τώρα τὴν στάση τοῦ λαοῦ καὶ τὸ ἐρώτημα ἂν ἀποτειχίστηκε καὶ πῶς ἀποτειχίστηκε. Δύο παραδείγματα, πιστεύω, εἶναι τὰ πιὸ χαρακτηριστικά: τὸ παράδειγμα τῶν κατηχουμένων, ποὺ ἐπρόκειτο νὰ βαπτιστοῦν τὸ Μ. Σάββατο, τὸ Σάββατο ποὺ ἔλαβε μέρος ἡ σφαγὴ τῶν πιστῶν μέσα στὸν ναό, πρὶν τὴν τελικὴ ἐξορία τοῦ Χρυσοστόμου, καὶ τῶν πιστῶν Χριστιανῶν ποὺ ἔμειναν στὴν πόλη μετὰ τὴν ἐξορία τοῦ Ἁγίου. Διαβάζουμε (ἀπὸ σελ. 217):

«Τὸ Σάββατο ἐκεῖνο, στὸ ὁποῖο σχεδιάστηκε ἡ ἐπίθεση, παρευρίσκοντο στὸν καθεδρικὸ ναὸ καὶ χιλιάδες κατηχουμένων. Φοροῦσαν λευκοὺς χιτῶνες καὶ περίμεναν νὰ βαπτισθούν. 
Τὴν στιγμὴ ποὺ ἐμφανίστηκαν οἱ στρατιῶτες, ὁπλισμένοι μέχρι τὰ δόντια, ἕνα μέρος τῶν κατηχουμένων, ἄνδρες γυναῖκες καὶ παιδιά, ἦταν ἤδη στὸ νερὸ τοῦ βαπτιστηρίου 
Οἱ στρατιῶτες εἰσέβαλλαν στὰ ἐνδότερά του ναοῦ καὶ στὸ βαπτιστήριο. Πέταξαν τοὺς ἱερεῖς μὲ τὰ ἄμφιά τους στὸ νερὸ τοῦ βαπτιστηρίου καὶ τὸ νερὸ βάφτηκε κόκκινο ἀπὸ τὸ άμα. 
Οἱ κατηχούμενοι, ὅσοι γλύτωσαν, ἄφησαν τὴν ἐκκλησία καὶ βγῆκαν γυμνοὶ στοὺς δρόμους…

Ἐνῶ ὁ Χρυσόστομος ἁλυσοδενόταν σὰν νὰ ἦταν ἐγκληματίας, οἱ κατηχούμενοι μαζεύτηκαν στὰ δημόσια λουτρὰ τῆς πόλης, στὶς θέρμες τοῦ Κωνστάντιου, γιὰ νὰ βαπτισθοῦν ἐκεῖ. Ἱερεῖς καὶ πιστοί, ἔστησαν ἐκεῖ μία Ἁγία Τράπεζα καὶ συνέχισαν τὴν Θ. Λειτουργία. Πολλοὶ ἀπὸ τοὺς κατηχουμένους ἔφεραν πληγὲς ἀπὸ μαχαίρια καὶ δόρατα, μώλωπες ἀπὸ γροθιὲς καὶ κλωτσιές. Ἀλλὰ (σσ. παρόλα αὐτά) ἤθελαν νὰ γίνουν Χριστιανοί. Ἐπέμεναν νὰ βαπτισθούν. 
Ἔψελναν ὕμνους στὸν Θεὸ ποὺ ἀντηχοῦσαν σὲ ὅλη τὴν πόλη. Οἱ ἐπίσκοποι δὲν ἦταν εὐχαριστημένοι μὲ τὴν ἐξέλιξη τῆς ἐπίθεσης. Δὲν εἶχαν ἐξοντωθεῖ ὅλοι οἱ πιστοὶ καὶ οἱ κατηχούμενοι. Καθησύχασαν τὸν αὐτοκράτορα, ὅτι θὰ μιλήσουν μὲ τὸν Θεὸ καὶ θὰ τὸν ἐξευμενίσουν. 
Μετὰ πῆγαν στὸν διοικητὴ Ἀνθέμιο καὶ ἀπαίτησαν νὰ συνεχίσει τὴν καταδίωξη, γιατί οἱ πιστοὶ μαζεύτηκαν τώρα στὰ λουτρά. Ὁ διοικητὴς δίσταζε. Στὴν πραγματικότητα φοβόταν τὸν Θεό. Ὁ διοικητὴς δὲν ἦταν ἐπίσκοπος, ποὺ μποροῦσε νὰ ἐξαιρέσει τὸν Θεὸ ἀπὸ τὰ ἄλλα…. Ἀπάντησε στὸν ἐπίσκοπο Ἀκάκιο καὶ στὸν ἐπίσκοπο Ἀντίοχο, ὅτι θὰ τοὺς διαθέσει τὰ στρατεύματα, ἀλλὰ πρέπει αὐτοὶ οἱ ἴδιοι νὰ τεθοῦν ἐπικεφαλεῖς. Οἱ ἐπίσκοποι ἦταν ἱκανὲς προσωπικότητες γιὰ ἕνα τέτοιο ἔγκλημα… Τὰ στρατεύματα ποὺ διοικοῦντο ἀπὸ ἐπισκόπους, ἱερεῖς καὶ διακόνους διέκοψαν τὸ μυστήριο τοῦ βαπτίσματος. Ὁ ἀριθμὸς τῶν νεκρῶν ἦταν μεγαλύτερος ἀπὸ αὐτὸν στὸν καθεδρικὸ ναό… Ὅσοι γλύτωσαν κατέφυγαν στοὺς ἀγρούς. Ἐκείνη τὴν ὥρα περνοῦσε ὁ Ἀρκάδιος μὲ τὴν Εὐδοξία καὶ τὴν φρουρά του. 
Ὁ Ἀρκάδιος ρώτησε τὴν Εὐδοξία, ποιοὶ εἶναι αὐτοὶ μὲ τοὺς λευκοὺς χιτῶνες. Αὐτὴ ἀπάντησε, ὅτι εἶναι αἱρετικοί. Τότε ὁ Ἀρκάδιος διέταξε τὴν ἔφφιπη φρουρὰ νὰ τοὺς ἐπιτεθεῖ. 
Δὲν γλύτωσε κανένας…

Ἐνῶ γίνονταν αὐτὰ ἐνθρονίστηκε ἕνας καινούργιος ἀρχιεπίσκοπος Κων/πόλεως, ὁ Ἀρσάκιος, ὁ ἀδελφός του προκατόχου τοῦ Χρυσοστόμου Νεκταρίου. Ὁ Παλλάδιος ἀναφέρει, ὅτι ὁ Ἀρσάκιος εἶχε τὴν γλωσσικὴ ἱκανότητα ἑνὸς ψαριοῦ καὶ τὴν ρητορικὴ ἑνὸς βατράχου 
Οἱ Χριστιανοὶ τῆς πόλης ἔμειναν πιστοὶ στὸν Χρυσόστομο. Ἀπέφευγαν νὰ λειτουργοῦνται στοὺς ναοὺς ποὺ μνημονευόταν ὁ Ἀρσάκιος. Ὅποιος ἀρνιόταν νὰ ἀναγνωρίσει τὸν Ἀρσάκιο καταδικαζόταν σὲ ἐξορία ἢ θάνατο καὶ ἔκαναν κατάσχεση τῆς περιουσίας του. Οἱ ὀπαδοὶ τοῦ Χρυσοστόμου, ἀφοῦ δὲν εἶχαν πιὰ ναούς, ἔκαναν τὴν Θ. Λειτουργία σὲ ἰδιωτικὲς κατοικίες. Ὅταν τὸ μάθαιναν αὐτὸ οἱ κρατικοὶ ὑπάλληλοι, τότε ἔκαναν κατάσχεση τῆς κατοικίας. 
Οἱ πιστοὶ τοῦ Ἰωάννου κατέφευγαν τότε στὸ δάσος. Στὶς 18 Νοεμβρίου 404 ἐμφανίστηκε ἕνας νόμος, ὁ ὁποῖος ὑπάρχει στὸν Θεοδοσιανὸ Κώδικα καὶ ἀναφέρει ὅτι οἱ διοικητὲς τῶν ἐπαρχιῶν πρέπει νὰ προσέχουν καὶ νὰ φροντίζουν νὰ μὴν γίνονται ἀπαγορευμένες συναντήσεις αὐτῶν ποὺ ἀπορρίπτουν τὶς Θ. Λειτουργίες στοὺς ναοὺς καὶ τὴν κοινωνία μὲ τοὺς ἁγίους Ἐπισκόπους Πορφύριο Ἀντιοχείας, Θεόφιλο Ἀλεξανδρείας καὶ Ἀρσάκειο Κων/πόλεως. 
Ὁ χρονογράφος Νικηφόρος γράφει περὶ αὐτοῦ του νόμου: “Ὅταν κάποιος ἐπίσκοπος ἀρνιόταν νὰ ἔχει κοινωνία μὲ τὸν Θεόφιλο, Ἀρσάκιο καὶ τὸν Πορφύριο, ἔχανε τὸν θρόνο του καὶ τὴν περιουσία του”. Ὅποιος ἦταν ὀπαδὸς τοῦ Χρυσοστόμου, ἔχανε ἐπίσης ὅλη του τὴν περιουσία…

Ὅλοι κρύβονταν. Ὁ Παλλάδιος ἀναφέρει τὴν περίπτωση ἑνὸς ἐπισκόπου, ὀπαδοῦ τοῦ Χρυσοστόμου, ὁ ὁποῖος δὲν ἄφησε τὸ δωμάτιο, ποὺ τοῦ παραχώρησε ὡς καταφύγιο ἕνας φίλος, γιὰ τρία χρόνια. Ἄλλοι ἀσκοῦσαν ἐπαγγέλματα γιὰ νὰ μὴν ὑπογράψουν ἐναντίον τοῦ Χρυσοστόμου. Ὁ ἐπίσκοπος Βρίσσων, ἀδελφός του Παλλάδιου, ἔγινε κηπουρὸς γιὰ νὰ μὴν ὑπογράψει. Ὁ ἐπίσκοπος Τρωάδος ἀγόρασε μία βάρκα καὶ ἔγινε ψαράς. Παρόλα αὐτὰ ἦταν δύσκολο νὰ ξεφύγουν ἀπὸ τὴν μανία τῶν ἐπισκόπων. Ὅπου ἔβρισκαν ὀπαδὸ τοῦ Χρυσοστόμου τὸν ἁλυσόδεναν σὰν ἕναν δολοφόνο».

Τί νὰ πρωτοθαυμάσει κανεὶς διαβάζοντας αὐτὲς τὶς γραμμές! Τὴν πίστη τῶν κατηχουμένων, ποὺ ἀντὶ νὰ σκανδαλισθοῦν, ὅπως σίγουρα θὰ κάναμε ἐμεῖς σήμερα λέγοντας «τί χριστιανοὶ εἶναι αὐτοί, ποὺ σφάζουν καὶ σκοτώνουν; δὲν βαπτιζόμαστε», παρόλα αὐτὰ ἔμειναν πιστοὶ στὴν ἀπόφασή τους νὰ βαπτισθοῦν καὶ τελικὰ βαπτίσθηκαν ὄχι μὲ νερὸ ἀλλὰ μὲ τὸ αἷμα τοῦ μαρτυρίου; Τὴν ὁμοιότητα τῶν ἐπιχειρήματων τῶν διωκτῶν τοῦ Χρυσοστόμου καὶ τῶν ὀπαδῶν του ποὺ μέχρι αἱρετικοὺς τοὺς ἀνακήρυξαν καὶ τοὺς ἐδίωκαν παντοῦ, μὲ τὰ σημερινὰ ἐπιχειρήματα τῶν σημερινῶν ἐπισκόπων; Τὴν πίστη τῶν ὀπαδῶν τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου, ποὺ ἀψήφισαν ὅλες τὶς συνέπειες καὶ ὅλους τους κινδύνους, ἀκόμα καὶ τὸν θάνατο, καὶ ἔμειναν πιστοὶ στὸν Ἅγιο τοῦ Θεοῦ, στὸν ἀληθινὸ ποιμένα καὶ ἐπίσκοπο; Ἢ νὰ θαυμάσει κανεὶς τὰ ψέματα ποὺ μᾶς λένε σήμερα περὶ σχίσματος, ὅταν ἀποτειχισθεῖ κανεὶς γιὰ θέματα πίστεως καὶ ἐκκλησιαστικῆς δικαιοσύνης; Μπορεῖ, ἐπίσης νὰ μὴν ἐπισημάνει κανεὶς τὰ περὶ δυνητισμοῦ ψευτοεπιχειρήματα κάποιων ποιμένων στὴν ἐφαρμογὴ τῶν κανόνων, ὅταν βλέπουμε τὴν ξεκάθαρη στάση τῶν πιστῶν τῆς ἐποχῆς ἐκείνης· ἢ ἤσουν μὲ τὸν Ἅγιό του Θεοῦ ἢ ἀπέναντί του καὶ ἢ κοινωνοῦσες μὲ τοὺς διῶκτες του ἢ συνεργαζόσουν. Μέση κατάσταση δὲν ὑπῆρχε οὔτε εὐσέβεια ἄνευ κόστους καὶ μάλιστα βαρέους. Περὶ Ποῦ, ἀλήθεια, βλέπουν οἱ «δυνητιστές» σήμερα τὸ ἕνα χιλιοστὸ ἰδιαιτέρων συνθηκῶν ποὺ νὰ ἐπιτρέπουν τὴν ἐφαρμογὴ μίας γενικῆς ἀτελείωτης χρονικὰ οἰκονομίας; Δημεύουν σήμερα τὶς περιουσίες μας; Ἐξοριζόμαστε; Βασανιζόμαστε; Θανατωνόμαστε; Ποιές εἶναι αὐτὲς οἱ ἰδιαίτερες συνθῆκες; Κι ἂν εἶναι ἡ ἀπόσταση ἢ ὁ συχνὸς ἐκκλησιασμός, τότε τί νὰ ποῦν οἱ Χριστιανοὶ τῆς ἐποχῆς ἐκείνης; Πῶς θὰ τολμήσουμε νὰ ἐπαινέσουμε τοὺς κατηχουμένους ἢ τοὺς πιστοὺς τῆς τότε ἐποχῆς, ὅταν δὲν πράττουμε οὔτε κἂν τὸ ἐλάχιστο ἀπὸ αὐτὰ ποὺ ἔπραξαν ἐκείνοι, καὶ μάλιστα ὄχι γιὰ τὴν μεγαλύτερη αἵρεση τῆς ἱστορίας, ἀλλὰ γιὰ τὸν διωγμὸ τοῦ ἁγίου ἐπισκόπου τους καὶ ἐναντίον τῶν ψευδοποιμένων; Δυστυχῶς, ἂν ζούσαμε ἐμεῖς τότε, μᾶλλον θὰ εἴχαμε προδώσει ὁλοκληρωτικὰ καὶ ἐκ προοιμίου τὸν Ἅγιο. Κι αὐτὸ «κατ΄ οἰκονομίαν»!

Εἴθε ὁ βίος τοῦ Ἁγίου καὶ τὰ γεγονότα ποὺ περιλαμβάνονται σὲ αὐτὰ νὰ μᾶς φωτίσουν ἐν μετανοίᾳ καὶ ταπεινώσει νὰ ἀλλάξουμε τακτική, νὰ πράξουμε τὸ σωστὸ καὶ θεάρεστο καὶ τὴν σημερινὴ ἐποχή.

Τελειώνω μὲ μία παρατήρηση: Ἔχει εἰπωθεῖ ὅτι ἡ βιογραφία τοῦ Βίργκιλ Γεωργίου ὑπερτονίζει τὸν ρόλο τοῦ Πάπα Ρώμης ἁγ. Ἰννοκέντιου καὶ κρύβει τὶς προσπάθειές του γιὰ ἐξάπλωση τῆς παπικῆς ἐξουσίας. Ἡ ἀλήθεια εἶναι, ὅτι πράγματι ὄχι μόνο ὁ ἁγ. Ἰννοκέντιος ἀλλὰ σχεδὸν ὅλοι οἱ Πάπες εἶχαν αὐτὸ τὸ σκοπό. Τὸ γεγονὸς ὅμως ὅτι ὁ Πάπας διέκοψε τὴν ἐκκλησιαστικὴ κοινωνία μὲ τὰ πατριαρχεῖα τῆς Ἀνατολῆς λόγῳ τοῦ διωγμοῦ τοῦ ἁγ. Ἰωάννου, καθὼς καὶ τὸ ἐγκώμιο ποὺ συνέγραψε γι’ αὐτὸν σὲ ἐπιστολή του πρὸς τὸν αὐτοκράτορα Ἀρκάδιο, μὲ τὴν ὁποία τὸν ἀφόρισε καὶ ἡ ὁποία ἀποδεικνύει ὅτι ὁ σχολιασμός μου δὲν ἦταν ἄδικος ἢ αὐστηρός, δείχνουν τὰ ἁγνὰ αἰσθήματα καὶ τὴν ἀναγνώριση τοῦ Πάπα πρὸς τὸ πρόσωπο αὐτοῦ τοῦ μεγάλου Πατέρα τῆς Ἐκκλησίας. Ἀποτελεῖ ἐπίσης ἔνδειξη ἀληθινοῦ ποιμένος ποὺ λαμβάνει τὰ μέτρα του γιὰ νὰ προφυλάξει τὸ ποίμνιο καὶ νὰ τιμήσει τοὺς Ἁγίους. Ὡς ἔνδειξη τιμῆς στὸν ἅγιό της Ἐκκλησίας μας Ἰωάννη Χρυσόστομο, ἀκολουθεῖ ὡς ἐπίλογος τὸ ἐγκώμιο τοῦ ἁγ. Ἰννοκέντιου, ποὺ παρεπιπτόντως ἀποδεικνύει γιὰ μία ἀκόμα φορὰ τὸ «ὁ κοινωνῶν ἀκοινωνήτῳ ἀκοινώνητος»:

«Φωνὴ αἵματος τοῦ δικαίου Ἰωάννου βοᾶ πρὸς τὸν Θεὸ κατὰ σοῦ, βασιλεῦ Ἀρκάδιε! Διότι τὸν καιρὸν τῆς εἰρήνης ἐποίησες καιρὸ διωγμοῦ στὴν Ἐκκλησία ἐξορίζοντας τὸν ἀληθῆ ποιμένα της, μαζί του καὶ αὐτὸν τὸν Χριστό! Φεῦ, ἐξόρισες καὶ παρέδωσες τὸ ποίμνιό του σὲ μισθωτοὺς καὶ ὄχι ἀληθεῖς ποιμένες. Ἐγὼ δὲν λυποῦμαι γιὰ τὸν Χρυσόστομο, διότι εἶναι μακάριος ἐκεῖνος γιὰ τὰ μεγάλα του κατορθώματα καὶ τρισμακάριος γιὰ τὶς ἀναρίθμητους κολάσεις, τὶς ὁποῖες ὑπέμεινε, καὶ ἔλαβε τὸν κλῆρο στὴν Βασιλεία τοῦ Θεοῦ μετὰ τῶν Ἀποστόλων καὶ Μαρτύρων, λυποῦμαι ὅμως γιὰ τὴν ἰδική σου ἀπώλεια, διότι, γιὰ νὰ ποίησης τὸ θέλημα μίας γυναικὸς ἄφρονος, στέρησες ὅλο τὸν κόσμο τῆς μελιρρύτου διδαχῆς του.

Γιὰ τοῦτο καὶ ἐγὼ ὁ ἐλάχιστος, ὁ ὁποῖος ἐπιστεύθη τοῦ Κορυφαίου τὸν θρόνο, σᾶς κανονίζω καὶ αὐτήν, χωρίζοντάς σας τῆς ἁγίας κοινωνίας τῶν θείων τοῦ Χριστοῦ Μυστηρίων· καὶ ἂν κάποιος τολμήσει νὰ σᾶς κοινωνήσει, νὰ εἶναι καθηρημένος καὶ αφορισμένος. 
Ἐὰν δὲ καὶ ἐσεῖς βιάστε κάποιον, μὴ γένοιτο, νὰ σᾶς κοινωνήσει, καταφρονώντας τὴν Ἀποστολικὴ αὐτὴ διάταξη, νὰ εἶσθε ὡς οἱ τελῶνες καὶ ἐθνικοὶ παρὰ τῷ Ὀρθοδόξῳ συστήματι καὶ νὰ μένει ἡ ἁμαρτία ἐνώπιόν σας, ὅπως τὴν ἡμέρα τῆς κρίσεως λάβετε τὴν πρέπουσα παίδευση· τὸν δὲ Ἀρσάκιον, ποὺ τὸν βάλατε στὸ θρόνο τοῦ Χρυσοστόμου, τὸν καθαιροῦμε καὶ μετὰ θάνατον, ὡς καὶ ὅλους τους μετὰ τούτου συγκοινωνήσαντες, διότι μοιχῷ τῷ τρόπω ἔλαβε τὴν ἀξία ὁ ἀνάξιος, τὸν δὲ Θεόφιλο, ὄχι μόνον καθαιροῦμε, ἀλλὰ καὶ ἀφορίζομε, γιὰ νὰ εἶναι καὶ τοῦ Χριστοῦ ἀλλότριος. Αὐτά, ποὺ ἐμεῖς δένομε στὴ γῆ, ἔτσι δένονται καὶ στὸν οὐρανὸ καθὼς ἀκοῦς στὸ ἱερὸ Εὐαγγέλιο».

Ἀδαμάντιος Τσακίρογλου