Προφήτης Μοιχείας:
Εορτάζει στις 14 Αυγούστου εκάστου έτους.
Οἱ Προφῆτες τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης δὲν φοβόντουσαν νὰ ποῦν τὰ πράγματα μὲ τὸ ὄνομά τους. Γι’ αὐτὸ καὶ κυνηγήθηκαν, γι’ αὐτὸ καὶ λοιδορήθηκαν. Ὁ Προφήτης Μιχαίας θεωρεῖται ὅτι περιέχει στὸ λόγο του τὴν πιὸ μικρὴ καὶ συμπυκνωμένη κοινωνικὴ κριτική.
Πρῶτος στόχος του οἱ πλούσιοι καὶ ἰσχυροί, οἱ ὁποῖοι ἀφαιροῦν τὰ σπίτια καὶ τὶς περιουσίες τῶν φτωχῶν ἀνθρώπων («καὶ ἐπεθύμουν ἀγροὺς καὶ διήρπαζον ὀρφανούς» 2,2), γιὰ νὰ καταλήξη ὅτι καὶ αὐτῶν ἡ μοίρα θὰ εἶναι, ὁ ἐχθρὸς νὰ τοὺς καταλάβη καὶ νὰ μοιράση τὰ παρανόμως ἀποκτηθέντα (2,4). Ἡ οἰκονομικὴ ἀδικία ὁλοκληρώνεται πάντα μὲ ἐθνικὴ τραγωδία / «ἐκδίκηση». Μόνη λύση λοιπὸν νὰ σηκωθοῦν καὶ νὰ φύγουν («ἀνάστηθι καὶ πορεύου, ὅτι οὐκ ἔστι σοι αὔτη ἡ ἀνάπαυσις ἔνεκεν ἀκαθαρσίας· διεφθάρητε φθορᾷ» 2,10). Εἶναι αὐτοὶ ποὺ τρῶνε τὴ σάρκα τοῦ λαοῦ, ἀφαιροῦν δέρματα καὶ ὀστᾶ καὶ τὰ τεμαχίζουν (3,3).
Ἡ σήψη καὶ ἡ γενικὴ διαφθορὰ συνοδεύονται ἀπὸ αὐτοπεποίθηση. Λέει ὁ Προφήτης: «οἱ ἡγούμενοι αὐτῆς μετὰ δώρων ἔκρινον, καὶ οἱ ἱερεῖς αὐτῆς μετὰ μισθοῦ ἀπεκρίνοντο, …καὶ ἐπὶ τὸν Κύριον ἐπανεπαύοντο, λέγοντες· οὐχὶ ὁ Κύριος ἐν ἡμῖν ἐστιν;» 3,11). Ἡ συνολικὴ ἀνομία δὲν ἀφορᾶ μόνο τοὺς πλούσιους ἀλλὰ καὶ τὸν λαὸ ποὺ «λαλεῖ ψεύδη» (6,12). Τὸ ἀποτέλεσμα θὰ εἶναι νὰ σπέρνουν καὶ νὰ μὴ θερίζουν, νὰ τρῶνε καὶ νὰ μὴ χορταίνουν, νὰ παράγουν λάδι καὶ κρασὶ τὰ ὁποῖα δὲν θὰ ἀπολαμβάνουν (6,14-15). Πρόκειται γιὰ χαρακτηριστικὴ μεταφορικὴ εἰκόνα τῆς παραγωγῆς πλούτου ποὺ θὰ μένη ἀνεκμετάλλευτος, ἀφοῦ ἄλλοι θὰ τὸν ὑφαρπάζουν καὶ θὰ τὸν οἰκειοποιοῦνται.
Ὁ Προφήτης καταλήγει σὲ θρῆνο, βλέποντας ὅτι ζῆ σὲ μία κοινωνία ποὺ δὲν ὑπάρχει πιὰ κανένας εὐσεβὴς καὶ ὅλοι κυλιοῦνται στὰ αἵματα (7,2). Ἀκόμα καὶ ἡ βασικὴ κοινωνικὴ μονάδα, ἡ οἰκογένεια, καθὼς καὶ οἱ διαπροσωπικὲς φιλικὲς σχέσεις εἶναι σάπιες. Λέει: «μὴ καταπιστεύετε ἐν φίλοις, καὶ μὴ ἐλπίζετε ἐπὶ ἡγουμένοις· ἀπὸ τῆς συγκοίτου σου φύλαξαι, τοῦ ἀναθέσθαι τι αὐτῇ· διότι υἱὸς ἀτιμάζει πατέρα, θυγάτηρ ἐπαναστήσεται ἐπὶ τὴν μητέρα αὐτῆς, …ἐχθροὶ πάντες ἀνδρὸς οἱ ἐν τῷ οἴκῳ αὐτοῦ» (7,5-6). Ἡ οἰκογένεια εἶναι σὲ ἀποσύνθεση, πιστὸ ἀντίγραφο τῆς θνήσκουσας κοινωνίας.
Οἱ ἐχθροὶ θὰ χαίρωνται καὶ θὰ μυκτηρίζουν. Ποῦ εἶναι λοιπὸν ὁ Θεός σου; Ὁ λαὸς ἔχει γίνει χλεύη καὶ «καταπάτημα ὡς πηλὸς ἐν ταῖς ὁδοῖς» (7,10).
Καταλαβαίνουμε σιγὰ-σιγὰ τὸ ὅλο προφητικὸ σχῆμα. Ἡ ἁμαρτία εἶναι κοινωνικὴ ἀποσύνθεση, ἀπὸ πάνω μέχρι κάτω. Συνοδεύεται ἀπὸ οἴηση, ἐγωισμὸ καὶ αὐτοπεποίθηση (τί μποροῦμε δηλαδὴ νὰ πάθουμε;). Δὲν ἀφήνεται οὔτε τὸ περιθώριο ἐπιστροφῆς σὲ παραδοσιακὲς ἀξίες, ἀφοῦ αὐτὲς ἔχουν ἤδη ἐξαρθρωθῆ (χτυπιέται ἀλύπητα ἀπὸ τὸν προφητικὸ λόγο ἡ μικροαστικὴ ὑποκρισία). Τὸ ἔθνος, ὁ λαός, γίνεται περίγελως τῶν ἐχθρῶν του, διότι γιὰ τοὺς Προφῆτες (καὶ ὄχι γιὰ ἐμᾶς φαίνεται) ὁ λαὸς εἶναι «ὅλον» καὶ σὰν τέτοιος ἔρχεται σὲ ἐπαφὴ μὲ τοὺς «ἐχθρούς» του. Δὲν ὑπάρχει οἰκονομικὴ κατάρρευση ἀπὸ μόνη της, δὲν ὑπάρχει ἀτομικὴ παρακμὴ ἀπὸ μόνη της. Τὸ ἀτομικὸ εἶναι κοινωνικὸ καὶ μαζὶ συνιστοῦν τὴν «ἐθνικὴ» εἰκόνα.
Θὰ ἀποφύγω νὰ ἀναλύσω τὴ λύση ποὺ προτείνει ὁ Μιχαίας. Εἶναι τόσο αὐτονόητη –καθολικὴ μετάνοια καὶ πίστη στὸ Θεό– ποὺ δύσκολα θὰ τὴν καταλάβουμε σήμερα. Ἂς ἀρκεστοῦμε νὰ καταλάβουμε τὰ προηγούμενα.
του Μανώλη Βαρδή
Νικόλαος Παπαδόπουλος, Ὑπόμνημα εἰς τὸ Βιβλίον τοῦ Μιχαίου. Εἰσαγωγὴ – Κείμενον – Ἑρμηνεία. Ἀθήνα, 1984.