.

.

Δός μας,

Τίμιε Πρόδρομε, φωνή συ που υπήρξες η φωνή του Λόγου. Δος μας την αυγή εσύ που είσαι το λυχνάρι του θεϊκού φωτός. Βάλε σήμερα τα λόγια μας σε σωστό δρόμο, εσύ που υπήρξες ο Πρόδρομος του Θεού Λόγου. Δεν θέλουμε να σε εγκωμιάσουμε με τα δικά μας λόγια, επειδή τα λόγια μας δεν έχουν μεγαλοπρέπεια και τιμή. Όσοι θα θελήσουν να σε στεφανώσουν με τα εγκώμιά τους, ασφαλώς θα πετύχουν κάτι πολύ πιό μικρό από την αξία σου. Λοιπόν να σιγήσω και να μη προσπαθήσω να διακηρύξω την ευγνωμοσύνη μου και τον θαυμασμό μου, επειδή υπάρχει ο κίνδυνος να μη πετύχω ένα εγκώμιο, άξιο του προσώπου σου;

Εκείνος όμως που θα σιωπήσει, πηγαίνει με τη μερίδα των αχαρίστων, γιατί δεν προσπαθεί με όλη του τη δύναμη να εγκωμιάσει τον ευεργέτη του. Γι’ αυτό, όλο και πιό πολύ σου ζητάμε να συμμαχήσεις μαζί μας και σε παρακαλούμε να ελευθερώσεις τη γλώσσα μας από την αδυναμία, που την κρατάει δεμένη, όπως και τότε κατάργησες, με τη σύλληψη και γέννησή σου, τη σιωπή του πατέρα σου του Ζαχαρία.

Άγιος Σωφρόνιος Ιεροσολύμων

Τό καντήλι



Δύο μέρες τώρα χαίρομαι πολὺ ὅταν ἀνάβω τὸ καντήλι στὸ δωμάτιό μου καὶ κρατᾶ πολὺ ἡ φλόγα! Καὶ δὲν σβήνει γρήγορα. Καὶ μένει ἀναμμένο μέρες. Αὐτὸ συμβαίνει καὶ τώρα. Τὸ ἄναψα προχτές, κι ἀκόμα λάμπει. Μ' ἀρέσει ἡ θέα του. Μοῦ δίνει μία τόνωση ψυχῆς κι ἀνεβάζει τὴ σκέψη μου. Μ' ἀρέσει τὸ καντήλι ποὺ κρατᾶ πολύ.

Ὄχι γιατί βαριέμαι νὰ τὸ ξανανάψω. Μὰ γιατί μου δείχνει τὴν ὀμορφιὰ τῆς διάρκειας. Τὴν ἀσφάλεια τῆς σταθερότητας. Τὴ λάμψη ποὺ μπορεῖ νὰ βγεῖ μέσα στὴ νύχτα. Τὸ φωτεινὸ σημάδι ποὺ ξεχωρίζει κι ἀπὸ μακριά. Τὴ φλόγα ποὺ εἶναι ἀκόμα ἐκεῖ ὅταν γυρνᾶς ἀπ' τὴ δουλειά. Καὶ σὲ περιμένει. Ἐγὼ νὰ λείπω ὧρες κι αὐτό, ἐκεῖ. Στὴ θέση του. Ἀκίνητο. Φῶς καθαρὸ κι ἀνέσπερο. Αὐτὸ μὲ ὑποδέχεται ὅταν γυρνῶ ἀπ' τὸν πολύβουο κόσμο. Ἡ σύνθετη σκέψη μου στὴ θέα του, ἁπλοποιεῖται. Οἱ φόβοι μου...ὑποχωροῦν. Ἡ ἐλπίδα μου ἀνασταίνεται. 

Κι ὅταν τὸ λάδι τοῦ τελειώνει καὶ ἡ στάθμη χαμηλώνει ἀρκετά, ρίχνω καὶ πάλι τῆς ἐλιᾶς τὸ χρυσαφὶ ἀπόσταγμα. Γιὰ νὰ θυμᾶμαι πὼς κι ἐγὼ κάτι χρειάζεται νὰ δώσω. Ἂν θέλω τὴν ἐλπίδα νὰ φουντώσω κι ἀπὸ τὸ ψύχος τῆς ζωῆς αὐτῆς τὸ μέσα μου νὰ σώσω.

Γράφει ὁ π. Ἀνδρέας Κονάνος