Σήμερα, ἀγαπητοί μου, εἶνε ἡ ἀρχὴ τῆς Μεγάλης Σαρακοστῆς. Ἐὰν προσέξουμε τὶς ἀκολουθίες ποὺ τελοῦνται τώρα, θὰ δοῦμε ὅτι τὴν περίοδο αὐτὴ ἐπαναλαμβάνονται συχνὰ δυὸ λέξεις· ἁμαρτία – μετάνοια. Ἡ ἁμαρτία εἶνε ἡ ἀσθένεια τῆς ψυχῆς καὶ ἡ μετάνοια τὸ φάρμακο. Ἰατρὸς εἶνε ὁ Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστός, ἰατρεῖο καὶ νοσοκομεῖο εἶνε ἡ Ἐκκλησία. Αὐτὴ μὲ λίγα λόγια εἶνε ἡ οὐσία τῆς Μεγάλης Σαρακοστῆς. Ἐπαναλαμβάνω· ἡ ἁμαρτία εἶνε ἡ ἀσθένεια, ἡ μετάνοια τὸ φάρμακο.
Περὶ τῆς μετανοίας λοιπὸν θὰ εἶνε ὁ λόγος. Τί εἶνε ἡ μετάνοια;
Ἡ μετάνοια εἶνε σύνθεσις πολλῶν στοιχείων. Ὅπως τὸ μύρο, μὲ τὸ ὁποῖο μυρωνόμεθα μετὰ τὸ βάπτισμα (κατασκευάζεται στὸ Πατριαρχεῖο τὴ Μεγάλη Πέμπτη), δὲν εἶνε μία οὐσία, ἀλλὰ εἶνε μεῖγμα πολλῶν εὐωδῶν οὐσιῶν καὶ ἀρωμάτων, ἔτσι καὶ ἡ μετάνοια εἶνε σύνθεσις πολλῶν θείων πραγμάτων.
Ἡ μετάνοια εἶνε πίστις. Πίστις, ὅτι ὑπάρχει Θεός, ὅτι ὁ Θεὸς εἶνε δίκαιος, ὅτι τιμωρεῖ τὸ κακὸ καὶ ἀμείβει τὸ καλό. Ὅποιος δὲν ἔχει πίστι δὲν μετανοεῖ· δὲν ἔχει ῥίζα νὰ στηρίξῃ τὴ μετάνοιά του. Σ᾿ αὐτοὺς ποὺ πιστεύουν «ἔδωκεν ὁ Θεὸς τὴν μετάνοιαν εἰς ζωήν» (Πράξ. 11,18).
Ἡ μετάνοια ἀκόμη εἶνε ἐλπίδα. Τί ἐλπίδα; Ὅτι ὁ Θεὸς εἶνε πατέρας γεμᾶτος στοργή, πολυέλεος καὶ πολυεύσπλαχνος, ὅτι δέχεται κ᾿ ἐμᾶς μὲ ἀνοικτὲς ἀγκάλες ὅπως τὸν ἄσωτο υἱό.
Ἡ μετάνοια εἶνε καὶ γνῶσις. Ὄχι γνῶσις ἐπιστημονική, τῶν ἀστέρων καὶ τοῦ ὑλικοῦ σύμπαντος, ἀλλὰ γνῶσις τοῦ ἑαυτοῦ μας, τὸ «γνῶθι σαυτὸν» ποὺ ζητοῦσαν οἱ πρόγονοί μας. Ὁ ἰατροφιλόσοφος Καρρὲλ στὸ βιβλίο του «Ὁ ἄνθρωπος, αὐτὸς ὁ ἄγνωστος» λέει ὅτι ὁ ἄνθρωπος, παρ᾿ ὅλη τὴν πρόοδο, παραμένει ὁ ἄγνωστος «Χῖ»· τὸν ἀγνοοῦμε στὸ βάθος του. Ἡ μετάνοια, ποὺ προϋποθέτει γνῶσι τῶν ἁμαρτημάτων μας, βοηθεῖ νὰ γνωρίσουμε τὸν ἑαυτό μας.
Μετάνοια ὅμως εἶνε κάτι περισσότερο ἀπὸ γνῶσι.Εἶνε συναίσθησι καὶ αὐτομεμψία. Πολλοὶ διηγοῦνται μὲ ἀναίδεια τὰ βρωμερὰ «κατορθώματά» τους καὶ γελᾶνε οἱ ἀσυναίσθητοι. Ὄχι ἔτσι· αὐτὸ εἶνε σατανικὴ ἐξομολόγησι. Ἡ μετάνοια ἔχει συντριβὴ καὶ πένθος.
Νὰ προχωρήσω; Μετάνοια εἶνε τὰ δάκρυα, ποὺ ῥέουν ἀπὸ τὰ μάτια τοῦ μετανοοῦντος.
Μετάνοια κυρίως εἶνε ἡ ἐξομολόγησι στὸν πνευματικὸ πατέρα, καὶ μετὰ τὴν ἐξομολόγησι ἡ ἀλλαγὴ βίου, τρόπου ζωῆς· ἡ παῦσις τοῦ κακοῦ καὶ ἡ ἔναρξις τοῦ καλοῦ.
Ἡ μετάνοια, τέλος, βεβαιώνεται ἀπὸ τοὺς καρποὺς τοῦ ἁγίου Πνεύματος, ὅπως τοὺς περιγράφει ὁ ἀπόστολος Παῦλος (βλ. Γαλ. 5,22).
Ἰδού, ἀγαπητοί μου, ποιά εἶνε ἡ «σύνθεσι» τοῦ οὐρανίου μύρου τῆς μετανοίας. Ἀπὸ αὐτὰ ἕνα στοιχεῖο θὰ τονίσω· τὴ γνῶσι τῶν ἁμαρτημάτων μας. Περὶ αὐτῆς τῆς γνώσεως μίλησαν κι ἄλλοι, ἀλλὰ ἰδιαιτέρως ὁ Δαυΐδ, ὁ ὁποῖος ἔγραψε αὐτὸ ποὺ εἶπα στὴν ἀρχή· «Πάντες ἐξέκλιναν, ἅμα ἠχρειώθησαν· οὐκ ἔστι ποιῶν χρηστότητα, οὐκ ἔστιν ἕως ἑνός» (Ψαλμ. 13,3 = Ῥωμ. 3,12). Αὐτὸ τὸ λέει σ᾿ ἕνα ψαλμό του, τὸν 13ο, ποὺ θέλω ἀπόψε νὰ μελετήσετε. Τί λέει ὁ Δαυΐδ, ποὺ γνώρισε ὅσο λίγοι τὸν ἄνθρωπο; Ἐξ ἰδίας πείρας λέει, ὅτι ἡ ἁμαρτία εἶνε παγκόσμιο φαινόμενο. Αὐτὸ σημαίνει τὸ «Πάντες ἐξέκλιναν».
Δὲν ἐξαιρεῖται κανείς, ἀπολύτως κανείς. «Πάντες». Δηλαδή, κι αὐτοὶ ποὺ κάθονται στὰ μέγαρα, τὰ ἀνάκτορα καὶ τοὺς οὐρανοξύστες τῆς Νέας Ὑόρκης, ἀλλὰ καὶ οἱ πάμπτωχοι Ἀφρικανοὶ καὶ Ἀσιᾶτες. Αὐτοὶ ποὺ κατέχουν ὑψηλὰ ἀξιώματα, ἀλλὰ καὶ οἱ φτωχοὶ καὶ ἄσημοι. Αὐτοὶ ποὺ σπούδασαν σὲ πανεπιστήμια κ᾿ ἔμαθαν γλῶσσες, ἀλλὰ καὶ οἱ ἀγράμματοι, ποὺ δὲν εἶνε εἰς θέσιν νὰ βάλουν τὴν ὑπογραφή τους. Αὐτοὶ ποὺ κολυμποῦν στὰ δολλάρια καὶ τὶς λίρες, ἀλλὰ κ᾿ ἐκεῖνος ποὺ ἀπόψε θὰ πέσῃ νὰ κοιμηθῇ νηστικός. Καὶ οἱ μαῦροι καὶ οἱ ἄσπροι, καὶ οἱ ἐρυθρόδερμοι καὶ οἱ κίτρινοι καὶ ὅλων τῶν χρωμάτων. «Πάντες». Δηλαδή, οἱ θνητοὶ ὅλων τῶν αἰώνων καὶ τῶν ἐποχῶν, ἀπὸ τὸν καιρὸ τοῦ Ἀδὰμ μέχρι τῆς συντελείας. Οἱ ἄντρες καὶ οἱ γυναῖκες, οἱ ἀσπρομάλληδες γέροντες ποὺ ἔχουν τὸ ἕνα πόδι στὸν τάφο, ἀλλὰ καὶ οἱ νέοι ποὺ σφύζουν ἀπὸ ζωή. «Πάντες», ὅλοι ἀνεξαιρέτως θὰ δώσουμε λόγο.
Θὰ σᾶς φέρω δύο εἰκόνες τῆς ἁμαρτίας. Ἡ πρώτη εἶνε τοῦ ἀποστόλου Παύλου, ὁ ὁποῖος γράφει· «Συνέκλεισεν ὁ Θεὸς τοὺς πάντας εἰς ἀπείθειαν» (Ῥωμ. 11,32) καὶ ἀλλοῦ «Συνέκλεισεν ἡ γραφὴ τὰ πάντα ὑπὸ ἁμαρτίαν» (Γαλ. 3,22). Τί θὰ πῇ «συνέκλεισε»; Τρόπον τινὰ ὅλοι εἶνε φυλακισμένοι σὲ μιὰ ἀπέραντη δυσώδη καὶ ἀπαισία φυλακή, ποὺ λέγεται ἁμαρτία.
Τὴν ἄλλη εἰκόνα ἀναφέρει κάποιος ἄλλος. Εἶνε ἡ θάλασσα, ἡ πλατειὰ καὶ βαθειά. Ὑπάρχει σημεῖο στὸν Εἰρηνικὸ ὠκεανὸ ποὺ ἔχει βάθος 10.000 μέτρα· σκότος, ἄβυσσος. Ὅποιος βυθιστῇ ἐκεῖ, θὰ πνιγῇ. Ἀλλὰ κ᾿ ἕνας ποὺ θὰ βυθιστῇ στὰ 9.000 ἢ στὰ 5.000 ἢ στὰ 1.000 μέτρα, κι αὐτὸς θὰ πνιγῇ. Κι ὁ ἄλλος ποὺ θὰ βυθιστῇ στὰ 500 μέτρα ἢ στὰ 200 ἢ στὰ 100 ἢ στὰ 10 μέτρα, κι αὐτὸς πνίγεται. Ἀλλὰ θὰ πνιγῇ καὶ αὐτὸς ποὺ τὸ κεφάλι του εἶνε μιὰ πιθαμὴ κάτω ἀπ᾿ τὸ νερό. Ὅλοι ἑπομένως πνιγόμεθα μέσα στὴν ἁμαρτία. Μὴ ἐξετάζουμε τὸ βάθος. Ὅλοι βρισκόμαστε «ὑπὸ ἁμαρτίαν» (Ῥωμ. 3,9). Καὶ οἱ ἁγιώτεροι ἄνθρωποι ἔχουν τὴν ἁμαρτία τους καὶ βρίσκονται ὑπόδικοι. Αὐτὸ σημαίνει τὸ «Πάντες ἐξέκλιναν, ἅμα ἠχρειώθησαν· οὐκ ἔστι ποιῶν χρηστότητα, οὐκ ἔστιν ἕως ἑνός».
Καὶ λοιπόν; θ᾿ ἀπελπισθοῦμε; Ὄχι, ἀδελφοί μου, ὑπάρχει ἐλπίδα· ἀλλοίμονο ἂν δὲν ὑπῆρχε. Ὑπάρχει ἕνας, ποὺ ἔμεινε ἐκτὸς ἁμαρτίας, ἔξω ἀπὸ τὴ θάλασσα αὐτή. Ἡ κεφαλή του δὲν βυθίστηκε· ὑπερέχει, ἐπιπλέει, ἵπταται ἐπάνω τοῦ ὠκεανοῦ. Ποιός εἶνε; «Εἷς ἅγιος, εἷς Κύριος, Ἰησοῦς Χριστός, εἰς δόξαν Θεοῦ Πατρός· ἀμήν» (Φιλ. 2,11 καὶ θ. Λειτ.). Αὐτὸς εἶνε ἡ ἐλπίδα μας. Καὶ τὴν ἐλπίδα σ᾿ αὐτόν, ποὺ χαρίζει στὸν ἁμαρτωλὸ ἡ μετάνοια, τονίζει ἡ ἁγία μας Ἐκκλησία κατ᾿ ἐξοχὴν τὴν περίοδο αὐτή.
Μὲ τί εἰκόνες νὰ παραστήσω τὴν ἐλπίδα τῆς μετανοίας; Ἐγὼ εἶμαι ἀπὸ νησί, καὶ οἱ νησιῶτες εἶνε ναυτικοί. (Εὐχαριστῶ τὸ Θεὸ ποὺ γεννήθηκα σὲ χωριὸ κοντὰ σ᾿ ἕνα μοναστήρι, ὅπου ἡγούμενος ἦταν ὁ πάτερ Φιλόθεος ὁ Ζερβάκος, ἕνας ἅγιος τῶν ἡμερῶν μας). Μοῦ ᾿λεγε λοιπὸν κάποιος γέρος ἀπόμαχος ναυτικὸς τὸ ἑξῆς. Μία μέρα, λέει, ἐκεῖ ποὺ πλέαμε στὸν ὠκεανό, κάποιος ἐπιβάτης γλίστρησε ἀπ᾿ τὸ κατάστρωμα κ᾿ ἔπεσε στὴ θάλασσα. Ποιός νὰ τὸν σώσῃ; Ὁ καπετάνιος σταματάει τὸ πλοῖο καὶ ῥίχνει πάνω ἀπὸ τὴ γέφυρα ἕνα σχοινί. Τὸ εἶδε ὁ ναυαγὸς νὰ αἰωρῆται καὶ ἔκανε πολλὲς φορὲς προσπάθεια νὰ τὸ πιάσῃ. Ἐπὶ τέλους, μὲ τὴ φωνὴ «Παναγία, βοήθα με», ἁρπάζει τὸ σχοινί. Ἔτσι τὸν ἔσυραν πάνω στὸ καράβι, καὶ ἦταν πλέον ἀσφαλὴς στὸ κατάστρωμα· τὰ χέρια του ὅμως δὲν ξεκολλοῦσαν ἀκόμη ἀπὸ τὸ σχοινί, εἶχε νιώσει ὅτι σ᾿ αὐτὸ εἶνε ἡ ἐλπίδα του. Ἤ, ὅπως λένε οἱ πατέρες, ἡ μετάνοια εἶνε σανίδα σωτηρίας· ἀντὶ σχοινὶ πετοῦν στὸ ναυαγὸ μιὰ σανίδα, καὶ πιάνοντάς την ἐπιπλέει καὶ σῴζεται. Ἤ, μὲ σύγχρονη εἰκόνα, ἡ μετάνοια εἶνε τὸ σωσίβιο, ποὺ ἔχουν ὅλα τὰ πλοῖα γιὰ νὰ σῴζωνται οἱ ναυαγοί.
Εὐλογητὸς ὁ Θεός, ποὺ ὑπάρχει τὸ ναυαγοσωστικὸ πλοῖο, ὑπάρχει ἡ Ἐκκλησία! Ναυαγοὶ εἴμαστε ὅλοι· ἀλλὰ ἡ ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ μᾶς ῥίχνει σχοινί. Ποιό εἶνε τὸ σχοινί; Ἡ μετάνοια. Ἅρπαξέ την! ὅπως ἐκεῖνος ὁ ναυαγός.
Ἀλλὰ γιὰ ν᾿ ἁρπάξουμε τὸ σκοινὶ αὐτό, πρέπει νὰ συναισθανθοῦμε τὴν ἁμαρτωλότητά μας καὶ ἀπ᾿ τὰ βάθη τῆς καρδιᾶς μας νὰ ποῦμε «Κύριε, τῶν δυνάμεων, μεθ᾿ ἡμῶν γενοῦ…» (Μ. Ἀπόδειπνο). Ὄχι ψυχρά, ἀλλὰ μὲ θερμὴ καρδιά.
Νὰ προσέχετε, ἀγαπητοί μου, τὰ λόγια τῆς Ἐκκλησίας καὶ νὰ ἔρχεστε τακτικὰ στὶς κατανυκτικὲς αὐτὲς ἀκολουθίες. Καὶ σύνθημά μας «Κανείς ἀνεξομολόγητος!». Σᾶς συνιστῶ ἐπίσης τὸ μικρὸ βιβλιαράκι «Μετάνοια» τοῦ ἀειμνήστου ἀρχιμανδρίτου Σεραφεὶμ Παπακώστα· προτοῦ νὰ ἐξομολογηθῆτε διαβάστε το, νὰ λάβετε γνῶσι τῶν ἁμαρτημάτων μας. Καὶ ὁ Θεὸς τοῦ ἐλέους νὰ γίνῃ ἵλεως καὶ σ᾿ ἐμένα τὸν ἐπίσκοπο καὶ σ᾿ ἐσᾶς, γιὰ ν᾿ ἀνεβοῦμε τὰ σαράντα σκαλιά. Κουράγιο, ὑπομονή! Μὲ νηστεία, μὲ προσευχή, μὲ κατάνυξι, μὲ συγχώρησι, μὲ ἔλεος καὶ ἐλεημοσύνη, ἀτενίζοντας στὸ πρότυπο, τὸν Κύριον ἡμῶν Ἰησοῦν Χριστόν, καὶ διὰ πρεσβειῶν τῆς ὑπεραγίας Θεοτόκου, νὰ φθάσουμε στὸ Μέγα Σάββατο καὶ τὴ νύχτα τῆς Ἀναστάσεως, καὶ νὰ ψάλουμε τὸ ὡραιότατο ἐκεῖνο τροπάριο· «Τὴν ἀνάστασίν σου, Χριστὲ Σωτήρ, ἄγγελοι ὑμνοῦσιν ἐν οὐρανοῖς· καὶ ἡμᾶς τοὺς ἐπὶ γῆς καταξίωσον ἐν καθαρᾷ καρδίᾳ σὲ δοξάζειν»· ἀμήν.
(†) ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος
Ἀπομαγνητοφωνημένη ὁμιλία του Μητροπολίτου Φλωρίνης π. Αυγουστινου Καντιώτου,
ἡ ὁποία ἔγινε στὸν ἱ. ναὸ Ἁγίου Παντελεήμονος Φλωρίνης στις 17-3-1986