Δήμος Σερκελίδης
Διεύθυνση… Μπουμπουλίνας, Συκιές
τηλ… 6983@@@754
Θεσσαλονίκη 15 Ὀκτωβρίου 2018
Πρός: Σεβασμιώτατο Μητροπολίτη Νεαπόλεως Σταυρουπόλεως κ. Βαρνάβα
Σεβασμιώτατε,
Μέ τήν παροῦσα ἐπιστολή σᾶς ἐνημερώνω ὅτι, ἀκολουθώντας τήν διδασκαλία τῶν ἁγίων καί θεοφόρων Πατέρων τῆς Ὀρθοδόξου ἡμῶν Ἐκκλησίας στό θέμα τῆς κοινωνίας μέ τούς αἱρετικούς, διακόπτω τήν πνευματική κοινωνία μέ ἐσᾶς καί παύω νά ἐκκλησιάζομαι σέ ναούς, στούς ὁποίους μνημονεύεται τό ὄνομά σας κατά τίς ἱερές Ἀκολουθίες.
Μέ τήν πράξη μου αὐτή σᾶς καταγγέλλω ἐνώπιον τῆς Ἐκκλησίας ὡς Ἐπίσκοπο αἱρετίζοντα καί συγκεκριμένα ὡς ὀπαδό καί διδάσκαλο τῆς αἵρεσης τοῦ Οἰκουμενισμοῦ, ἀφοῦ ὡς μέλος τῆς Ιεράς Συνόδου τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος αποδεχθήκατε τις αιρετικές αποφάσεις της λεγόμενης Ἁγίας καί Μεγάλης Συνόδου τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας στό Κολυμπάρι τῆς Κρήτης τόν Ἰούνιο τοῦ 2016 καί ἔκτοτε δέν τίς ἀποκηρύξατε.
Σεβασμιώτατε, ὅπως καλά γνωρίζετε ἀπό τήν Ἐκκλησιαστική μας Ἱστορία, ἡ ὕπαρξη τῆς Ἐκκλησίας εἶναι συνυφασμένη μέ τόν διαρκῆ ἀγώνα κατά τῶν αἱρέσεων. Αἵρεση εἶναι ἡ θρησκευτική διδασκαλία πού παρεκκλίνει ἀπό τή γνήσια καί αὐθεντική χριστιανική πίστη καί εἶναι ἑπομένως πλανεμένη, ἀντορθόδοξη καί ἀντιχριστιανική. Ὅπως ἐξηγεῖ ὁ μακαριστός π. Ἀθανάσιος Μυτιληναῖος «...O Διάβολος, ὅταν εἶδε ὅτι πλέον ἡ ἰσχύς του κυριολεκτικά κατερρακώθη μέ τόν Σταυρό καί τήν Ἀνάστασι τοῦ Χριστοῦ, ἄρχισε νά πολεμᾶ τήν Ἐκκλησία μέ μίαν νέαν μέθοδον, μέ τήν μέθοδον τῆς νοθείας. Δέν ἔρχεται νά πῆ ὅτι ὁ Χριστός δέν εἶναι τίποτε, γιατί ἐνικήθη· ἔρχεται ὅμως νά μιλήση μέ τήν γλώσσα τῆς νοθείας καί νά πῆ: “Ναί, βεβαίως! ἐγώ δέχομαι τόν Ἰησοῦν Χριστόν. Βεβαίως! Ἀλλά, ξέρετε, ὁ Ἰησοῦς Χριστός - σπουδαῖος ἄνθρωπος!- ἀλλά...δέν εἶναι Θεός!” Ἤ τό ἄλλο: “Βεβαίως! εἶναι Θεός!... Ἀλλά δέν ἔγινε ἄνθρωπος, ἤτανε φαινομενικά ἄνθρωπος!” Καί οὕτω κάθ ἑξῆς. Δηλαδή μέ κάθε τρόπο ἐπιδιώκει νά δημιουργήση ὁ Διάβολος μίαν ἀπόκλισιν ἀπό τήν ἀλήθεια. Κι αὐτή ἡ ἀπόκλισης ἀπό τήν ἀλήθεια λέγεται αἵρεσις.»[1]
Οἱ Ἅγιοι Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας μας μέ τίς Ἅγιες Οἰκουμενικές καί Τοπικές Συνόδους καί μέ τά θεόπνευστα συγγράμματά τους, καταδίκασαν ὅλες τίς αἱρέσεις πού κατά καιρούς ἐμφανίστηκαν, ἀποκόπτοντας ὅσους τίς ἀκολούθησαν ἀπό τήν Μία, Ἁγία, Καθολική καί Ἀποστολική Ἐκκλησία.
Ἀλλά ἡ καταδίκη τῶν αἱρέσεων, δυστυχῶς, δέν σήμαινε πάντα καί τήν ἐξάλειψή τους ἀπό τό προσκήνιο τῆς ἱστορίας. Ἔτσι, πολλές μεγάλες αἱρέσεις, ὅπως ὁ Γνωστικισμός, ὁ Ἀρειανισμός, ὁ Νεστοριανισμός, ὁ Μονοφυσιτισμός, ἐπιζοῦν σέ λαούς καί κοινότητες μέχρι καί σήμερα, ἐνῶ ἄλλες, ὅπως ὁ Παπισμός καί ὁ Προτεσταντισμός, ἀποτελοῦν τίς θρησκευτικές παραδοχές τῶν προοδευμένων λαῶν τῆς Δύσεως μέ ἱστορικά ἀποδεδειγμένη τήν ἐχθρική στάση τους ἔναντι τῆς Ὀρθοδοξίας. Ἐπίσης, τούς τελευταίους αἰῶνες ἐπανέκαμψε δυναμικά ἡ εἰδωλολατρία, ἀρχικά ὑπό τήν μορφή τῆς Μασονίας ἡ ὁποία ἀποτελεῖ ἑωσφορική λατρεία καί στά νεώτερα χρόνια μέ τήν μορφή τῆς Θεοσοφίας, τοῦ πνευματισμοῦ, τῆς Νέας Ἐποχῆς, τῶν ἀνατολικῶν θρησκειῶν κτλ.[2] Κοινό γνώρισμα ὅλων αὐτῶν τῶν ρευμάτων εἶναι ἡ σχετικοποίηση τῶν πάντων, μεταξύ αὐτῶν καί τῆς Εὐαγγελικῆς Ἀλήθειας καί αὐτοῦ τοῦ θεανθρωπίνου προσώπου τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ, ὁ ὁποῖος ἀπό τέλειος Θεός καί τέλειος Ἄνθρωπος ὑποβιβάζεται σέ μεγάλο δάσκαλο, μύστη, σέ ἴση θέση μέ τόν Βούδα, τόν Μωάμεθ, τόν Ζωροάστρη κτλ. Κοινή πεποίθηση ὅλων τῶν ὀρθοδόξων ὅλων τῶν αἰώνων εἶναι ὅτι ὅλες αὐτές οἱ αἱρέσεις, οἱ πλάνες, τά θρησκευτικά ρεύματα καί οἱ ὀπαδοί τους εἶναι ἐκτός Ἐκκλησίας, χωρίς μυστήρια, χάρη καί σωτηρία.
Τήν ὀρθή δογματική θέση γιά τά ὅρια μεταξύ τῆς Ἐκκλησίας καί τῶν αἱρέσεων ἦρθε νά μεταβάλει μία νέα αἵρεση, ὁ Οἰκουμενισμός, πού ξεπήδησε ἀπό τά σπλάχνα τῆς Μασονίας καί ἡ ὁποία ἀπό τίς ἀρχές τοῦ 20ου αἰώνα ταλανίζει τήν Ἐκκλησία μας. Ὁ οἰκουμενισμός ἐπιδιώκει τήν ἕνωση τῶν χριστιανικῶν «ἐκκλησιῶν» καί ὁμολογιῶν, δηλαδή τῶν αἱρέσεων, ὄχι μέ ἀποκήρυξη τῶν αἱρετικῶν τους διδασκαλιῶν καί ἐνσωμάτωση μέ ἐπιστροφή στήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, ἀλλά διατηρουμένων τῶν αἱρέσεων. Θέλουν δηλαδή οἱ Οἰκουμενιστές νά ἑνωθεῖ ἡ Ἐκκλησία μέ τίς αἱρέσεις, ἐγκαταλείπουσα τήν ἀποκλειστικότητα καί μοναδικότητά της, διότι δῆθεν καμμία ἐκκλησία δέν διαθέτει τό πλήρωμα τῆς ἀληθείας, ἀλλά ὅλες ἔχουν μέρος αὐτῆς· καμμία δέν εἶναι ἡ Ἐκκλησία, ἡ Μία, Ἁγία, Καθολική καί Ἀποστολική Ἐκκλησία, ἀλλά ὅλες ἀποτελοῦν κλαδιά τῆς Ἐκκλησίας κατά τήν γνωστή προτεσταντική «Θεωρία τῶν κλάδων». Ἡ σχέση τῆς αἵρεσης τοῦ οἰκουμενισμοῦ μέ τήν Μασονία εἶναι ἀναμφισβήτητη, τόσο λόγω τῆς ὁμοιότητας τῶν δογμάτων καί τῶν σκοπῶν τους ὅσο καί ἀπό τήν ἔρευνα στήν δράση τῶν κύριων πρωταγωνιστῶν στήν λεγόμενη οἰκουμενική κίνηση.[3]
Ὁ Ἅγιος Ἰουστῖνος Πόποβιτς μᾶς δίδει τόν ἑξῆς ὁρισμό τῆς αἵρεσης τοῦ Οἰκουμενισμοῦ: «Ὁ Οἰκουμενισμός εἶναι κοινόν ὄνομα διά τούς ψευδοχριστιανισμούς, διά τάς ψευδοεκκλησίας τῆς Δυτικῆς Εὐρώπης. Μέσα του εὑρίσκεται ἡ καρδία ὅλων τῶν εὐρωπαϊκῶν οὐμανισμῶν (ἀνθρωπισμῶν), μέ ἐπί κεφαλῆς τόν Παπισμόν. Ὅλοι δέ αὐτοί οἱ ψευδοχριστιανισμοί, ὅλαι αἱ ψευδοεκκλησίαι, δέν εἶναι τίποτε ἄλλο παρά μία αἵρεσις παραπλεύρως εἰς τήν ἄλλην αἵρεσιν. Τό κοινόν εὐαγγελικό ὄνομα των εἶναι ἡ παναίρεσις. …. Ἀφοῦ οὕτως ἔχουν τά πράγματα, τότε διά τόν παπιστικόν-προτεσταντικόν Οἰκουμενισμόν μέ τήν ψευδοεκκλησίαν του καί τόν ψευδοχριστιανισμό του δέν ὑπάρχει διέξοδος ἀπό τό ἀδιέξοδόν του, ἄνευ ὁλοψύχου μετανοίας ἐνώπιον τοῦ Θεανθρώπου Χριστοῦ καί τῆς Ὀρθοδόξου Καθολικῆς Ἐκκλησίας Του. Ἡ μετάνοια εἶναι τό φάρμακο δι' ἑκάστην ἁμαρτίαν, φάρμακο δοθέν στόν ἄνθρωπον ἀπό τόν μόνον Φιλάνθρωπο. Ἄνευ τῆς μετανοίας καί εἰσδοχῆς στήν Ἀληθινή Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ εἶναι ἀφύσικο καί ἀδιανόητο νά ὁμιλῆ τίς περί τῆς ἑνώσεως “τῶν Ἐκκλησιῶν”, περί τοῦ διαλόγου τῆς ἀγάπης, περί τῆς intercommunio (δήλ. διακοινωνίας)».
Πέρασε, λοιπόν, σεβασμιώτατε, τό διάστημα ἑνός καί πλέον αἰῶνος κατά τόν ὁποῖο ἐμάχοντο ἡ Ὀρθοδοξία καί ὁ Οἰκουμενισμός. Ἡ Ἐκκλησία, ὡς ζῶν ὀργανισμός μέ ἰσχυρό ἀνοσοποιητικό σύστημα, ἀντέδρασε στήν ἐπέλαση τῶν οἰκουμενιστικῶν μικροβίων. Ἐμφανίστηκαν ἅγιοι καί φωτισμένες προσωπικότητες πού μᾶς δίδαξαν ξεκάθαρα ὅτι μέσα στόν Οἰκουμενισμό, στήν οὐνιτική τύπου ἕνωση μέ τόν παπισμό καί τίς λοιπές αἱρέσεις κρύβεται τό πνεῦμα τοῦ ἀντιχρίστου. Ὁ Ἅγιος Ἰουστῖνος Πόποβιτς, o Ἅγιος Νεκτάριος Πενταπόλεως, ὁ Ἅγιος Νικόλαος Βελιμίροβιτς, ὁ Ἅγιος Παΐσιος, οἱ σύγχρονες ὀσιακές μορφές, ὁ Ἐπίσκοπος Φλωρίνης Καντιώτης, ὁ π. Ἐφραίμ Κατουνακιώτης, ὁ π. Φιλόθεος Ζερβάκος, ὁ π. Χαράλαμπος Βασιλόπουλος, ὁ π. Σπυρίδων Μπιλάλης, ὁ π. Ἐπιφάνιος Θεοδωρόπουλος, ὁ π. Ἀθανάσιος Μυτιληναῖος, ὁ π. Γεώργιος Καψάνης, ὁ π. Θεόκλητος Διονυσιάτης, ὁ π. Νικόδημος Μπιλάλης, ὁ π. Μάρκος Μανώλης, οἱ καθηγητές Κ. Μουρατίδης καί Ἀνδρέας Θεοδώρου, ὁ Δημήτριος Παναγόπουλος, ὁ Νικόλαος Σωτηρόπουλος κ.ἄ., ὅλοι τους ἀντέδρασαν μέ λόγια καί ἔργα στίς προσπάθειες γιά τήν ἕνωση πού κορυφώθηκαν ἐπί πατριαρχίας τοῦ Ἀθηναγόρα, συνεχίστηκαν ἐπί πατριαρχίας Δημητρίου καί γιγαντώθηκαν ἐπί πατριαρχίας Βαρθολομαίου. Ἀπό τούς ἀγῶνες τους ἔμειναν σέ ἐμᾶς παρακαταθήκη τά μή ἐπιδεχόμενα παρερμηνείας λόγια τους καί ἡ πράξη τῆς διακοπῆς μνημοσύνου τοῦ Ἀθηναγόρα, μέ τήν ἐφαρμογή τοῦ 15ου κανόνα τῆς Πρωτοδευτέρας Συνόδου ἐπί Μεγάλου Φωτίου ἀπό τά μοναστήρια τοῦ Ἁγίου Ὅρους καί ἀπό τούς μακαριστούς τρεῖς Ἐπισκόπους τῶν Νέων Χωρῶν, Ἀμβροσίου Ἐλευθερουπόλεως, Αὐγουστίνου Φλωρίνης καί Παύλου Παραμυθίας γιά τά οἰκουμενιστικά του ἀνοίγματα καί τίς αἱρετικές διδασκαλίες του.
Ὡστόσο μέ καταχθόνιες μεθόδους, μέ προώθηση ὀπαδῶν τοῦ Οἰκουμενισμοῦ σέ καίριες θέσεις, σέ πατριαρχικούς θρόνους καί πανεπιστημιακές ἕδρες, σιγά σιγά ὁ Οἰκουμενισμός διέφθειρε τήν ἡγεσία τῆς Ἐκκλησίας μας, δηλαδή ἐσᾶς, τούς ἐπισκόπους, τούς ἱερεῖς, τούς θεολόγους καί ὅλοι πλέον τρέχετε ἀπό “ἀγάπη” νά ἀγκαλιάσετε τούς “ἀδελφούς” μας Παπικούς, Προτεστάντες κτλ. Πλέον ἑνώθηκαν οἱ τρεῖς “καταιγίδες”, τοῦ ἄκρατου ὑλισμοῦ στό ἀτομικό πεδίο - πού καταλήγει σέ ἔμπρακτη εἰδωλολατρία τῶν παθῶν - τοῦ σχετικισμοῦ τῶν πάντων στό ἐπίπεδο τῶν ἰδεῶν καί τῆς θεολογίας - τῆς ἐκκοσμίκευσης στό ἐκκλησιαστικό ἐπίπεδο - καί δημιούργησαν τήν τέλεια “καταιγίδα” πού ὀνομάζεται Σύνοδος τοῦ Κολυμπαρίου καί ἀπειλεῖ νά σαρώσει στό διάβα της ὅ,τι ἔχει ἀπομείνει ὄρθιο καί ζωντανό στήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία.
Ὅσα προηγήθηκαν, σεβασμιώτατε, εἶχαν ὡς σκοπό νά διαφωτίσουν μέ συντομία τήν θέση μας ἔναντι τοῦ Κολυμπαρίου. Μετά τό Κολυμπάρι τίποτα στήν Ἐκκλησία δέν εἶναι τό ἴδιο. Μία μασονικῆς ἐμπνεύσεως αἵρεση, δαιμονιώδης καί ὀλέθρια, ἔγινε δόγμα τῆς Ἐκκλησίας. Συγκεκριμένα οἱ αἱρέσεις πού ἀπέκτησαν συνοδική κατοχύρωση στό Κολυμπάρι εἶναι οἱ ἑξῆς:[4]
1. Τό Κολυμπάρι ἀποδέχθηκε τόν ὅρο «Ἐκκλησία» γιά τούς αἱρετικούς
Τό ἐπίμαχο κείμενο τῆς Συνόδου τοῦ Κολυμπαρίου («Σχέσεις τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας πρός τόν λοιπόν χριστιανικόν κόσμον») ὀνομάζει τίς χριστιανικές αἱρέσεις «Ἐκκλησίες»: «Ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία ἀποδέχεται τήν ἱστορική ὀνομασία τῶν ἄλλων ἑτεροδόξων χριστιανικῶν Ἐκκλησιῶν καί Ὁμολογιῶν πού δέν εὑρίσκονται σέ κοινωνία μέ αὐτήν» (παρ. §6). Αὐτό ἔρχεται σέ εὐθεῖα ἀντίθεση μέ τό Σύμβολο τῆς Πίστεως, ὅπου ὁμολογεῖται ἡ πίστη μας «εἰς Μίαν, Ἁγίαν, Καθολικήν καί Ἀποστολικήν Ἐκκλησίαν»· στό «Πιστεύω» θεωρεῖται αὐτονόητο, σέ συνάρτηση μέ τήν Ἁγία Γραφή καί τήν Παράδοση, ὅτι στή Μία Ἐκκλησία μας αὐτή ὑπάρχει «ἕνας Κύριος, μία Πίστη, ἕνα Βάπτισμα» (Πρός Ἐφεσίους 4, 5). Ἀντιθέτως, αὐτοί τούς ὁποίους τό Κολυμπάρι ὀνόμασε «Ἐκκλησίες» (Μονοφυσῖτες, Παπικοί, Προτεστάντες κ.ἄ.) ἔχουν δόγματα καταδικασμένα ὡς αἱρετικά ἐπί αἰῶνες ἀπό τήν Ἐκκλησία μας, ἀπό τό 451 ἕως τό 879 καί ἕως τό 1895 (ἄρα δέν ἔχουμε «μία πίστη», τήν ἴδια - γι΄ αὐτό ἄλλωστε λέγονται καί ἑτερόδοξοι, «ἑτέρου δόγματος»). Ἔχουν ἀκόμη καί διαφορετικό τρόπο βαπτίσματος (ράντισμα, δῆθεν νοητή ἐπιφοίτηση κ.ἄ.).
2. Τό Κολυμπάρι ἀποδέχθηκε τήν «Δήλωση τοῦ Τορόντο»
Στό ἐπίμαχο κείμενο τοῦ Κολυμπαρίου («Σχέσεις...») ἀναφέρεται ὀνομαστικά καί ἐπαινετικά ἡ «Δήλωση τοῦ Τορόντο», ἕνα κείμενο πού συμφωνήθηκε τό 1950 ἀπό τούς Ὀρθοδόξους καί τά ὑπόλοιπα μέλη τοῦ λεγομένου«Παγκοσμίου Συμβουλίου τῶν Ἐκκλησιῶν» (τοῦ ΠΣΕ, πού ἱδρύθηκε τό 1948, ὅπου συμμετέχουν Ὀρθόδοξοι, Προτεστάντες, Μονοφυσῖτες). Λέγεται στό κείμενο τοῦ Κολυμπαρίου (παρ. §19) ὅτι: «Οἱ Ὀρθόδοξες Ἐκκλησίες-μέλη [...] ἔχουν βαθειά τήν πεποίθηση ὅτι οἱ ἐκκλησιολογικές προϋποθέσεις τῆς Δηλώσεως τοῦ Toronto […] εἶναι κεφαλαιώδους σημασίας γιά τήν Ὀρθόδοξη συμμετοχή στό Συμβούλιο», δηλ. στό ΠΣΕ.
Στή «Δήλωση τοῦ Τορόντο», μολονότι γίνονται καί κάποιες ὀρθές ἐκκλησιολογικές διευκρινίσεις, ὡστόσο λέγεται, μεταξύ ἄλλων πλανῶν, ὅτι: «Οἱ Ἐκκλησίες-μέλη ἀναγνωρίζουν ὅτι τό νά ἀποτελεῖ κάποιος μέλος τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ εἶναι πιό περιεκτικό ἀπό τό νά ἀποτελεῖ μέλος τῆς δικῆς του Ἐκκλησίας» (κεφ. 4, §3). Συνεπῶς, ἡ «Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ» δῆθεν δέν περιορίζεται ἐντός τῆς Ὀρθοδοξίας, ἀλλά ὑπάρχει Ἐκκλησία (δηλ. σωτηρία) καί ἐκτός Ὀρθοδοξίας, στόν χῶρο τῆς αἱρέσεως, σύμφωνα μέ τή «Δήλωση τοῦ Τορόντο».
3. Τό Κολυμπάρι ἐπικύρωσε τίς αἱρέσεις τοῦ Πόρτο Ἀλέγκρε, τοῦ Πουσάν, τοῦ Μπαλαμάντ κ.ἄ.
Τό Κολυμπάρι, μέσῳ τοῦ ἰδίου παραπάνω κειμένου («Σχέσεις...»), ἐπαινεῖ τούς μέχρι τώρα θεολογικούς διαλόγους Ὀρθοδόξων καί αἱρετικῶν, διότι λ.χ. «ἐκτιμᾷ θετικῶς τά θεολογικά κείμενα πού ἐκδόθηκαν ἀπό αὐτήν [τή σχετική Ἐπιτροπή τοῦ ΠΣΕ...], τά ὁποῖα ἀποτελοῦν ἀξιόλογο βῆμα στήν Οἰκουμενική Κίνηση γιά τήν προσέγγιση τῶν Χριστιανῶν» (παρ. §21).
Ἡ ἔμμεση αὐτή ἐπικύρωση, ἀκόμη καί ἄν δέν κατονομάζει τίς εἰδικότερες θέσεις τῶν κειμένων αὐτῶν, ὅμως τά ἐπικυρώνει συλλογικῶς. Ἄλλωστε, μή ξεχνᾶμε ὅτι οἱ Οἰκουμενικές Σύνοδοι Πενθέκτη (β΄ Κανών) καί Ἑβδόμη (α΄ Κανών) ἔδωσαν οἰκουμενικό κῦρος στούς ἱερούς Κανόνες τῶν Τοπικῶν Συνόδων, χωρίς νά ἀναφέρονται λεπτομερῶς σέ αὐτούς.
Μιά προσεκτική ματιά δείχνει τί ἀπαράδεκτα καί αἱρετικά ἔχουν γραφεῖ, δυστυχῶς, στά σημαντικότερα ἀπό τά κείμενα τῶν «Θεολογικῶν Διαλόγων».
Τό κείμενο τοῦ Πόρτο Ἀλέγκρε (ΠΣΕ, Βραζιλία, 2006) λέγει (παρ. §§6-7) ὅτι «Κάθε Ἐκκλησία [εἴτε ἡ Ὀρθόδοξη εἴτε οἱ προτεσταντικές κ.λπ. τοῦ ΠΣΕ] εἶναι ἡ Καθολική Ἐκκλησία, ἀλλά ὄχι ὁλόκληρη. Κάθε Ἐκκλησία ἐκπληρώνει τήν Καθολικότητά της, ὅταν εὑρίσκεται σέ κοινωνία μέ τίς ἄλλες Ἐκκλησίες [...] Ὁ ἕνας χωρίς τόν ἄλλον εἴμαστε πτωχευμένοι» καί ὅτι (§5) «ἐνδέχεται νά ὑπάρχουν νόμιμα διαφορετικές διατυπώσεις τῆς πίστεως τῆς Ἐκκλησίας», δηλαδή δέν βλάπτει ἡ διαφοροποίηση τῶν δογμάτων !
Τό κείμενο τοῦ Πουσάν (ΠΣΕ, Νότιος Κορέα, 2013) λέγει, μεταξύ πολλῶν ἄλλων πλανῶν, ὅτι «μετανοοῦμε γιά τίς διαιρέσεις μεταξύ τῶν ἐκκλησιῶν μας καί ἐντός αὐτῶν», οἱ ὁποῖες ὑπονομεύουν «τή μαρτυρία μας γιά τό εὐαγγέλιο τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ» (παρ. §14). Μέ ἄλλα λόγια, μετανοοῦμε πού οἱ ἅγιοι Πατέρες μᾶς ἔσωσαν ἀπό τίς αἱρέσεις, ἀποκόπτοντάς τις ἀπό τήν Ἐκκλησία !
Ἡ Συμφωνία τοῦ Balamand (Λίβανος, 1993) μεταξύ Ὀρθοδόξων καί αἱρετικῶν Παπικῶν, λέει (παρ. §§13-14) ὅτι: «Καί ἀπό τίς δύο πλευρές ἀναγνωρίζεται ὅτι αὐτό πού ὁ Χριστός ἐμπιστεύθηκε στήν Ἐκκλησία Του [...] δέν μπορεῖ νά θεωρεῖται σάν ἰδιοκτησία τῆς μιᾶς μόνον ἀπό τίς Ἐκκλησίες μας. Στά πλαίσια αὐτά εἶναι προφανές ὅτι κάθε εἴδους ἀναβαπτισμός ἀποκλείεται». Ἐπίσης, ὅτι «ἡ Ὀρθόδοξη καί ἡ Καθολική Ἐκκλησία ἀναγνωρίζονται ἀμοιβαῖα ὡς “ἀδελφές Ἐκκλησίες”, ὑπεύθυνες ἀπό κοινοῦ γιά τήν διατήρηση τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Θεοῦ στήν πιστότητα πρός τό Θεῖο Σχέδιο, πολύ ἰδιαίτερα δέ σέ ὅ,τι ἀφορᾶ στήν ἑνότητα»· ἀλλοῦ, διακηρύσσεται (παρ. §30) ὅτι «οἱ εὐθῦνες γιά τόν χωρισμό εἶναι μοιρασμένες» μεταξύ Ὀρθοδόξων καί Παπικῶν!
Παρά ταῦτα, ἡ Σύνοδος τοῦ Κολυμπαρίου (ὡς μιά «καθώς πρέπει» (“decent”) αἱρετική Σύνοδος) διακήρυξε παραπλανητικῶς ὅτι «οἱ διάλογοι πού διεξάγονται ἀπό τήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία οὐδέποτε σήμαιναν οὔτε σημαίνουν καί δέν πρόκειται νά σημάνουν ποτέ ὁποιονδήποτε συμβιβασμό σέ ζητήματα πίστεως. Οἱ διάλογοι αὐτοί εἶναι μαρτυρία περί τῆς Ὀρθοδοξίας» (Ἐγκύκλιος, VII, §20).
4. Τό Κολυμπάρι ἀπέρριψε ὀρθόδοξες βελτιωτικές προτάσεις
Ὁ Σεβ. Μητροπολίτης Ναυπάκτου κ. Ἱερόθεος, ὁ ὁποῖος συμμετέσχε στή Σύνοδο τοῦ Κολυμπαρίου, ἀλλά δέν ὑπέγραψε τό ἐν λόγῳ προβληματικό κείμενο, σέ εἰδική ἀνάλυσή του («Οἱ ἀποφάσεις τῆς Ἱεραρχίας τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος γιά τήν ΑκΜΣ καί ἡ κατάληξή τους»), μαρτυρεῖ ὅτι στό Κολυμπάρι ἀπορρίφθηκαν (προσοχή!) οἱ ἑξῆς διορθωτικές (ὀρθόδοξες) προτάσεις τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος (βλ.«Θεοδρομία», ΙΗ΄ 3.4 [Ἰολ –Δεκ 2016] 416-436):
(α) Ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία δέν δέχεται τήν ἐγκυρότητα τῶν μυστηρίων τῶν ἑτεροδόξων (αἱρετικῶν), ἀσχέτως ἀπό τόν τρόπο πού τούς ἐντάσσει στήν Ἐκκλησία, ὅταν μεταστραφοῦν.
(β) Τήν «ἕνωση τῶν ἐκκλησιῶν» ἡ Ὀρθοδοξία τήν κατανοεῖ μόνον ὡς ἐπιστροφή («ἐπισυναγωγή») τῶν ἄλλων στήν Ὀρθοδοξία.
(γ) Ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία δέν βλέπει τόν ἑαυτό Της ὡς μέρος «τοῦ διαιρεμένου χριστιανικοῦ κόσμου», δηλ. σάν θραῦσμα ἑνός ἑνιαίου μείγματος Ὀρθοδοξίας καί αἱρέσεως.
Ἡ ἀπόρριψη ὅλων τῶν παραπάνω διευκρινίσεων «φωτίζει» τό τί πραγματικῶς ἐννοεῖ τό Κολυμπάρι, ὅταν ὁνομάζη «Ἐκκλησίες» τούς ἑτεροδόξους-αἱρετικούς. Τούς θεωρεῖ «Ἐκκλησία», ὅπως εἶναι ἡ Ὀρθόδοξη.
5. Τό Κολυμπάρι ἀρνήθηκε τήν ἱεραποστολή μας στούς αἱρετικούς
Στό ἴδιο κείμενο τῆς Συνόδου τοῦ Κολυμπαρίου, γράφεται ὅτι οἱ διάλογοι διεξάγονται ἐνῷ ταυτοχρόνως «ἀποκλείεται κάθε πράξη προσηλυτισμοῦ, οὐνίας ἤ ἄλλης προκλητικῆς ἐνέργειας ὁμολογιακοῦ ἀνταγωνισμοῦ» (παρ. §23).
Ἄς προσεχθεῖ ἐδῶ ὅτι δέν γίνεται λόγος περί «βιαίου προσηλυτισμοῦ» (“forcible conversion”), ἄρα ἐννοεῖται καί ἡ ἁπλῆ προσπάθειά μας νά φέρουμε κάποιον στήν Ὀρθοδοξία. Μάλιστα, ἡ προσθήκη τῆς φράσεως «κάθε ὁμολογιακοῦ ἀνταγωνισμοῦ» καθιστᾷ καταφανές ὅτι ἀπαρνούμαστε γενικῶς τό καθῆκον νά ὁδηγοῦμε τούς ἄλλους στήν Ὀρθοδοξία ἐπικρίνοντας τίς αἱρέσεις τους κ.λπ.!
Ἀντιθέτως, οἱ θεόπνευστοι ἱεροί Κανόνες ἐπιτάσσουν ὅτι ὅποιος Ἐπίσκοπος δέν προσπαθεῖ νά μεταστρέψει τούς αἱρετικούς στήν Ὀρθοδοξία πρέπει νά τιμωρεῖται (Καρθαγένης ρλα΄ καί ρλβ΄).
6. Τό Κολυμπάρι ἀρνήθηκε τήν ὀρθόδοξη ἀντιρρητική θεολογία τῆς τελευταίας χιλιετίας
Ὁ Μέγας Ἀθανάσιος, ὁ «Στῦλος γεγονώς Ὀρθοδοξίας», θεωρεῖ προβληματική ὁποιαδήποτε Σύνοδο δέν συντελεῖ στήν ἐπίλυση εἴτε κάποιου ἐπείγοντος λειτουργικοῦ θέματος εἴτε στήν καταδίκη κάποιας αἱρέσεως, καί προσθέτει: «Οἱ σύνοδοι ὅμως πού τώρα ὑποκινοῦνται ἀπό αὐτούς ποιά εὔλογη αἰτία ἔχουν; Ἄν μέν ἔχει προκύψει κάποια ἄλλη νεότερη αἵρεση [...] νά ποῦν ποιές εἶναι οἱ ἐπινοήσεις στήν ὁρολογία καί ποιοί οἱ εἰσαγωγεῖς της» (PG 26, 689a). Ἡ Σύνοδος τοῦ Κολυμπαρίου δέν εἶχε οὔτε τήν ἀγάπη οὔτε τήν φώτιση γιά νά ἐπιλύσει τό παλαιοημερολογιτικό πρόβλημα· καί δέν καταδίκασε τίς αἱρέσεις τοῦ Παπισμοῦ καί τοῦ Προτεσταντισμοῦ ἤ πολύ περισσότερο τοῦ Οἰκουμενισμοῦ, ὁ ὁποῖος τίς περιλαμβάνει καί τίς ἀθωώνει ὅλες· δέν ἐπικύρωσε π.χ. οὔτε δέχθηκε ὡς 8η καί 9η Οἰκουμενική τίς σχετικές προηγηθεῖσες Συνόδους τοῦ 879-880 καί τῶν μέσων τοῦ 14ου αἰ. (Ἡσυχαστικές). Ταιριάζει σχετικῶς τό τοῦ Μ. Ἀθανασίου: «Αὐτοί πού ἀπαξιώνουν τήν Σύνοδο πού ἔγινε ἐναντίον της [τῆς αἱρέσεως], δηλαδή ἐκείνην τῆς Νικαίας, τί ἄλλο θέλουν ἀπό τό νά ἐπικρατήσουν τά φρονήματα τοῦ [αἱρετικοῦ] Ἀρείου; Γιά ποιό ἄλλο πρᾶγμα εἶναι ἄξιοι λοιπόν παρά νά καλοῦνται Ἀρειανοί καί νά ἔχουν τό ἴδιο ἐπιτίμιο μέ ἐκείνους;» (PG 26,1032a).
Ἑπομένως καί στήν ἐποχή τοῦ Μεγάλου Ἀθανασίου, ὅπως καί σήμερα, οἱ αἱρετικοί δέν ἐπιδίωκαν τήν καταδίκη τῆς Ὀρθοδόξου Α΄ (Οἰκουμενικῆς) Συνόδου τῆς Νικαίας, ἀλλά τήν σιωπηλή προσπέραση-ἀντικατάστασή της καί τοῦ Συμβόλου της ἀπό ἄλλη αἱρετική σύνοδο καί ἀπό διφορούμενο Σύμβολο Πίστεως (Μ. Ἀθανάσιος PG 25,549a-c & 26,808d). Καί ἐδῶ ἀντιστοίχως, ἡ Σύνοδος τοῦ Κολυμπαρίου ὄχι μόνον ἀπέφυγε ἐπιμελῶς νά καταδικάση τίς πρόσφατες αἱρέσεις, ἀλλά ἐπιπλέον τίς ὀνόμασε «ἐκκλησίες» καί ἔτσι διαρρήδην ἀποδεικνύεται ἐξ ἴσου αἱρετική![5]
Ἐσεῖς, σεβασμιώτατε, ὑπογράψατε, στηρίζετε καί ἐφαρμόζετε τίς ἀποφάσεις τοῦ Κολυμπαρίου, πού εἰσάγουν στήν Ἐκκλησίας μας τίς ὡς ἄνω αἱρέσεις. Συνεπῶς εἶστε ὑπόλογος ἀπέναντι στόν Ἅγιο Τριαδικό Θεό καί τήν Ἐκκλησία ὡς ὑποστηρικτής καί ὑπέρμαχος αἱρέσεων, καί σέ μία μελλοντική ὄντως Ὀρθόδοξη σύνοδο, ἄν δέν μετανοήσετε ἐμπράκτως, θά καταδικαστεῖτε καί θά ἀποκοπεῖτε ἀπό τό σῶμα τῆς Ἐκκλησίας.
Σέ αὐτήν τήν κατάσταση τίθεται τό ἐρώτημα τί ὀφείλει νά πράξη τό λογικό ποίμνιο, ἐμεῖς οἱ λαϊκοί, ὅταν διαπιστώνουμε ὅτι ὁ ποιμένας μας, αὐτός πού θά θά ἔπρεπε νά μᾶς ὁδηγῆ στόν Χριστό ἀπό τόν ἀσφαλῆ δρόμο τῆς Ὀρθοδοξίας ὅπως τήν παραλάβαμε ἀπό τούς Ἁγίους μας, μᾶς ὁδηγῆ στήν αἵρεση καί τήν ἀπώλεια ἀπό τόν φαρδύ δρόμο τῆς αἵρεσης;
Εὐτυχῶς, μέσα στήν γενική ἀπάθεια καί ἀδιαφορία τῶν πολλῶν, βρέθηκαν ἀγωνιστές ἱερεῖς μέ ὀρθόδοξη πίστη, φρόνημα καί ἦθος, πού μιμήθηκαν τούς παλαιούς πατέρες καί διέκοψαν τό μνημόσυνο τοῦ οἰκείου τους ἐπισκόπου πού ὑποστηρίζει ἤ ἀνέχεται τήν ἐφαρμογή τῶν αἱρετικῶν ἀποφάσεων τοῦ Κολυμπαρίου. Ἀκολουθώντας τό παράδειγμά τους, ὀφείλουμε καί ἐμεῖς σύμφωνα μέ τούς ἱερούς κανόνες νά μήν ἐκκλησιαζόμαστε ὅπου λειτουργεῖ οἰκουμενιστής, δηλαδή αἱρετικός ἐπίσκοπος ἤ ὅπου μνημονεύεται τό ὄνομά του. Πρῶτον γιά νά μήν ἐνισχύουμε τήν αἵρεση, δεύτερον γιά νά γίνη φανερή ἡ ἀντίδρασή μας καί νά καταγγελθοῦν δημοσίως τά αἱρετικά φρονήματα τοῦ ἐπισκόπου μας, πού ἀπό ποιμένας κατήντησε λυκοποιμένας, καί τρίτον γιά νά ἀφυπνισθῆ ἡ συνείδηση τοῦ ἐπισκόπου, ἄν ἀπό ἄγνοια, ἀπροσεξία ἤ φόβο ἔσφαλε καί ὄχι ἐκ προθέσεως καί προμελέτης καί νά μεταμεληθῆ καί νά καταδικάση δημόσια τήν αἵρεση καί ἔτσι νά ἐπέλθη εἰρήνη στήν Ἐκκλησία. Οὕτως ἐχόντων τῶν πραγμάτων,σεβασμιώτατε, σᾶς δηλώνω τά ἑξῆς:
Ὡς ἔσχατος ὅλων τῶν χριστιανῶν τῆς τοπικῆς μας Ἐκκλησίας, ἡ ὁποία ὅμως μοῦ ἀνήκει ὅσο ἀνήκει καί σέ ἐσᾶς, σᾶς ἐγκαλῶ ἐνώπιον τῆς τοπικῆς μας Ἐκκλησίας καί τῆς καθολικῆς Ἐκκλησίας ὡς ἐν δυνάμει αἱρετικό καί διακόπτω τήν πνευματική κοινωνία μαζί σας.
Δέν προσχωρῶ σέ ἄλλη ἐκκλησία, σέ σχίσματα, παλαιό ἡμερολόγιο, ΓΟΧ κτλ. Θά ἐκκλησιάζομαι μόνο ὅπου λειτουργοῦν ἱερεῖς πού δέ σᾶς μνημονεύουν, κάνοντας χρήση τοῦ δικαιώματος τῆς διακοπῆς μνημοσύνου τοῦ προϊσταμένου ἐπισκόπου τους, ὅπως σαφῶς ὁρίζει ὁ 15ος κανόνας τῆς Πρωτοδευτέρας Συνόδου ἐπί Μεγάλου Φωτίου, μέχρι νά συμβῆ ἕνα ἐκ τῶν δυό:
α. ἤ νά καταδικάσετε τήν ψευδοσύνοδο τοῦ Κολυμπαρίου καί νά ἀποκηρύξετε τόν Οἰκουμενισμό μέ λόγια καί ἔργα
β. ἤ νά καταδικαστεῖτε ἀπό ὀρθόδοξη σύνοδο ὡς αἱρετικός καί νά τοποθετηθῆ στή θέση σας ἄλλος ὀρθόδοξος ἱεράρχης. Εὔχομαι νά συμβῆ τό πρῶτο σύντομα.
Μέ σεβασμό
Σερκελίδης Δήμος