.

.

Δός μας,

Τίμιε Πρόδρομε, φωνή συ που υπήρξες η φωνή του Λόγου. Δος μας την αυγή εσύ που είσαι το λυχνάρι του θεϊκού φωτός. Βάλε σήμερα τα λόγια μας σε σωστό δρόμο, εσύ που υπήρξες ο Πρόδρομος του Θεού Λόγου. Δεν θέλουμε να σε εγκωμιάσουμε με τα δικά μας λόγια, επειδή τα λόγια μας δεν έχουν μεγαλοπρέπεια και τιμή. Όσοι θα θελήσουν να σε στεφανώσουν με τα εγκώμιά τους, ασφαλώς θα πετύχουν κάτι πολύ πιό μικρό από την αξία σου. Λοιπόν να σιγήσω και να μη προσπαθήσω να διακηρύξω την ευγνωμοσύνη μου και τον θαυμασμό μου, επειδή υπάρχει ο κίνδυνος να μη πετύχω ένα εγκώμιο, άξιο του προσώπου σου;

Εκείνος όμως που θα σιωπήσει, πηγαίνει με τη μερίδα των αχαρίστων, γιατί δεν προσπαθεί με όλη του τη δύναμη να εγκωμιάσει τον ευεργέτη του. Γι’ αυτό, όλο και πιό πολύ σου ζητάμε να συμμαχήσεις μαζί μας και σε παρακαλούμε να ελευθερώσεις τη γλώσσα μας από την αδυναμία, που την κρατάει δεμένη, όπως και τότε κατάργησες, με τη σύλληψη και γέννησή σου, τη σιωπή του πατέρα σου του Ζαχαρία.

Άγιος Σωφρόνιος Ιεροσολύμων

Κάνετε ἑκούσιο αὐτό, ποῦ γίνεται κατ' ἀνάγκην!


Ὁ Γέροντας Σωφρόνιος μοῦ ἀφηγήθηκε κάποτε ὅτι, στὴ διάρκεια τοῦ πολέμου μὲ τὴ Γερμανία, ἢ Ρωσία ὑπέφερε ἀφάνταστα δεινά· ἑκατομμύρια ἄνθρωποι ἔχασαν τὴ ζωή τους, εἴτε στὸ πεδίο τῆς μάχης, εἴτε ἐξ αιτίας τῆς πείνας.

Μέσα στὶς ἀνυπέρβλητες δυσκολίες τῆς ἐποχῆς ἐκείνης, ἕνας ἱερέας στὴ Μόσχα πρότεινε στοὺς ἐνορῖτες του: 

«Εἴτε τὸ θέλουμε εἴτε ὄχι, ὅλοι μας τώρα νηστεύουμε. 
Ἄς τελοῦμε, λοιπόν, καθημερινὰ τὴ Θεία Λειτουργία καὶ ἂς μεταλαμβάνουμε τὰ Τίμια Δῶρα» 

(Ἐννοεῖται ὅτι ἔχουν ἐξομολογηθεῖ καί ἔχουν εὐλογία ἀπό τόν Πνευματικό τους. 
Ἡ νηστεία δέν εἶναι ἡ μόνη προϋπόθεση γιά νά κοινωνήσει κάποιος).

Οὔτε ἕνας θάνατος δέν καταγράφηκε στὴ συγκεκριμένη ἐνορία. 

Ό ἱερέας εἶχε μεταδώσει τέτοιον ἐνθουσιασμὸ στὸ ποίμνιο του, ὥστε εἶχαν μετατρέψει τὴν ἀκούσια λιμοκτονία τους σὲ ἐθελούσια, μεταποιώντας τὸν θάνατο σὲ πηγὴ ζωῆς. 

Χρησιμοποίησαν τὴν δοκιμασία ὡς εὐκαιρία νὰ παρασταθοῦν ένώπιον τού Θεοῦ, ό Ὅποιος ἔχει βεβαιώσει ὅτι: 

«Οὐκ έπ' ἄρτῳ μόνῳ ζήσεται ἄνθρωπος, άλλ' έπί παντὶ ρήματι έκπορευομένω διὰ στόματος Θεοῦ»(Ματθ. 4,4) καὶ ό Θεός, σὲ ἀπάντηση, τούς ἔδωσε δύναμη καὶ ζωὴ ἐν Χριστῷ, ό Ὅποιος εἶναι «ό Ἄρτος τῆς Ζωῆς ό καταβὰς έκ τοῦ ούρανού»(Ιωαν. 6,41) καὶ «ό Λόγος τῆς Ζωῆς» (Ἅ' Ιωαν. 1,1), ὥστε κανένας στὴν ἐνορία αὕτη δέν πέθανε.

Τὴν ἴδια ἰδέα ἐκφράζει καὶ ό Μέγας Βασίλειος σὲ ἕνα ἐμπνευσμένο κείμενό του: 
«Ἀδελφοί, κάνετε ἑκούσιο αὐτὸ ποῦ γίνεται κατ' ἀνάγκην. Μὴ λυπᾶστε τὴ ζωή, τῆς ὁποίας ἢ στέρηση εἶναι ἀναπόφευκτη».
(Ὁμιλία εἰς Γόρδιον τὸν Μάρτυρα). 

Ἤ, ὅπως τὸ θέτει ό Γέροντας Σωφρόνιος: 

«Εἶναι ἀδύνατον νὰ ζήσει κανεὶς χριστιανικά. Χριστιανικὰ μπορεῖ κανεὶς μόνο νὰ πεθάνει». 

Ό Ἀπόστολος Παῦλος «ἀπέθνησκε καθ' ήμέραν», ὥστε νὰ ζεῖ ό Χριστὸς μέσα του. Δὲν ζοῦσε πιὰ γιὰ τὸν ἑαυτό του ἀλλὰ μόνο γιὰ τὸν Χριστό.

Ἀπὸ τὸ βιβλίο «Πιστοὶ στὴ Διαθήκη τῆς Ἀγάπης» (σελ. 219-220)