ΤΟ ΔΙΑΤΡΟΦΙΚΟ ΜΑΣ ΜΕΛΛΟΝ ΕΠΑΝΑΣΧΕΔΙΑΖΕΤΑΙ ΧΩΡΙΣ ΤΗ ΣΥΓΚΑΤΑΘΕΣΗ ΜΑΣ
Στην αυγή μιας νέας εποχής για την ανθρωπότητα, ο πιο θεμελιώδης πυλώνας της επιβίωσής μας —η τροφή— βρίσκεται στο στόχαστρο μιας σιωπηλής αλλά ραγδαίας αναδιάρθρωσης.
Υπό το πρόσχημα της «προστασίας του πλανήτη» και της καταπολέμησης της «κλιματικής κρίσης», διεθνείς οργανισμοί και υπερεθνικοί φορείς, όπως ο ΟΗΕ και το Παγκόσμιο Οικονομικό Φόρουμ (WEF), διαμορφώνουν μια νέα πραγματικότητα που απομακρύνεται από τη φυσική παραγωγή και την παραδοσιακή διατροφή.
Ο «πόλεμος κατά της κλιματικής αλλαγής» έχει μεταμορφωθεί σιωπηρά σε πόλεμο κατά της φυσικής γεωργίας, του κρέατος, του ελεύθερου αγρότη —και, τελικά, κατά του δικαιώματος των ανθρώπων να επιλέγουν τι τρώνε.
Το 2021, η Ευρωπαϊκή Ένωση άνοιξε την πόρτα σε μια νέα πραγματικότητα εγκρίνοντας την ένταξη εντόμων στη διατροφική αλυσίδα. Ακρίδες, γρύλοι, προνύμφες και σκουλήκια βρίσκονται πλέον στο μενού, είτε εμφανώς είτε… «υπόγεια».
Οι αποφάσεις αυτές, που ελήφθησαν χωρίς ευρεία διαβούλευση ή δημοκρατική συναίνεση, εντάσσονται σε μια παγκόσμια στρατηγική «πράσινης» μετάβασης. Στο προσκήνιο βρίσκονται οι λεγόμενες «εναλλακτικές πρωτεΐνες», όπως προϊόντα μυκήτων, κυτταρικές καλλιέργειες κρέατος και τροφές με βάση τα έντομα.
Η ρητορική είναι ξεκάθαρη: η γεωργία ευθύνεται για το 33% των ανθρωπογενών εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου. Το κρέας και τα γαλακτοκομικά θεωρούνται «ρύποι πολυτελείας». Οι υποδείξεις είναι σαφείς: μειώστε ή εγκαταλείψτε τα. Αντικαταστήστε τα με κάτι «βιώσιμο».
Όμως η αντικατάσταση αυτή δεν είναι τόσο αγνή όσο παρουσιάζεται. Πίσω από τις εναλλακτικές βρίσκονται εταιρείες με επενδυτές όπως ο Μπιλ Γκέιτς και ο Τζεφ Μπέζος, οι οποίοι ταυτόχρονα χρηματοδοτούν οργανισμούς και think tanks που πιέζουν για νομοθετικές ρυθμίσεις προς την κατεύθυνση αυτή.
Οι ίδιοι δισεκατομμυριούχοι που ζητούν τη μείωση της κατανάλωσης κρέατος από τις μάζες, επενδύουν σε τεχνητό κρέας, φυτικά γιαούρτια, καλλιέργειες μυκήτων και εταιρείες επεξεργασμένων τροφών.
Έντομα στο πιάτο μας – χωρίς να το ξέρουμε
Από το 2007, τα έντομα επιτρέπονται στις τροφές ζώων συντροφιάς. Το 2017, πέρασαν στις τροφές ιχθύων, ενώ από το 2021 εγκρίθηκαν και για χοίρους και πτηνά. Πλέον, έχουν εγκριθεί και για τον άνθρωπο.
Προϊόντα όπως ψωμί, μπισκότα και ζυμαρικά, φέρουν την ετικέτα «καινοτόμα τρόφιμα», χωρίς να προσδιορίζεται απαραίτητα το περιεχόμενο σε έντομα.
Τα περισσότερα εισάγονται, καθώς στην Ελλάδα δεν υπάρχουν επίσημες εγκαταστάσεις εκτροφής. Ο κίνδυνος αλλεργιών, λόγω συγγένειας με τα οστρακοειδή, υποτιμάται συστηματικά.
Οι σχετικές εγκρίσεις έχουν τη σφραγίδα της EFSA και στηρίζονται σε αξιολογήσεις κινδύνου που –όπως καταγγέλλουν ειδικοί– συχνά παρακάμπτουν μακροπρόθεσμες επιπτώσεις στην υγεία.
Οι καταναλωτές όχι μόνο δεν ενημερώνονται, αλλά στερούνται το στοιχειώδες δικαίωμα επιλογής. Ο «διατροφικός σχεδιασμός» προχωρά από τα πάνω, με αποφάσεις που λαμβάνονται σε αίθουσες συνεδριάσεων του WEF και των Βρυξελλών.
Η επίτευξη του στόχου “Net Zero” είναι η ιερή αποστολή των καιρών. Όμως, όπως παραδέχθηκε ο Τζον Κέρρυ, «δεν μπορούμε να φτάσουμε στο Net Zero χωρίς ριζικές αλλαγές στη γεωργία».
Αυτό σημαίνει συρρίκνωση της κτηνοτροφίας, σφαγές κοπαδιών, επιδοτήσεις για παύση παραγωγής και τεχνητή αύξηση κόστους των φυσικών τροφίμων.
Στο Ηνωμένο Βασίλειο, αγρότες επιδοτούνται για να σταματήσουν να παράγουν. Στην Ολλανδία, το κράτος προσφέρει 1,4 δισ. ευρώ για να εξαγοράσει και να κλείσει 3.000 φάρμες. Όσοι δεν δεχτούν, απειλούνται με απαλλοτριώσεις.
Στην Ιρλανδία προτείνεται η σφαγή 200.000 αγελάδων. Στο Βέλγιο και τη Γαλλία, αγρότες διαδηλώνουν ενάντια σε περιορισμούς που αποδυναμώνουν την αυτάρκεια και προάγουν τη βιομηχανική αγροχημεία.
Τα μέτρα αυτά δεν προστατεύουν τον πλανήτη. Εξυπηρετούν τη μεταβίβαση του ελέγχου από τον ανεξάρτητο αγρότη στις πολυεθνικές.
Εκτός από τις εναλλακτικές τροφές, η λεγόμενη «πράσινη» γεωργία περιλαμβάνει και την εκτεταμένη χρήση ουσιών όπως το Bovaer, το οποίο προστίθεται στις ζωοτροφές για μείωση εκπομπών μεθανίου.
Όμως πρόκειται για χημικά που σύμφωνα με μελέτες μπορεί να επηρεάσουν αρνητικά τη γονιμότητα και τα όργανα των ζώων. Η ΕΕ και οι ΗΠΑ ενέκριναν τη χρήση τους με συνοπτικές διαδικασίες, ενώ οι καταναλωτές παραμένουν ανενημέρωτοι.
Οι αποφάσεις αυτές δεν λαμβάνονται για λόγους υγείας. Είναι αποφάσεις οικονομικής και πολιτικής στρατηγικής. Σκοπός δεν είναι η οικολογική ισορροπία, αλλά ο έλεγχος της παραγωγής και της πρόσβασης στο φαγητό.
Από τη γεωργία των κοινοτήτων στο διατροφικό μονοπώλιο
Ο Μπιλ Γκέιτς, εκτός από επενδυτής σε «καθαρά τρόφιμα», είναι και ο μεγαλύτερος ιδιώτης γαιοκτήμονας των ΗΠΑ. Κατέχει σχεδόν 110.000 εκτάρια γης. Το μοντέλο είναι ξεκάθαρο: ελέγχεις τη γη, ελέγχεις την παραγωγή.
Επενδύεις σε εργαστήρια που δημιουργούν τεχνητό κρέας και παράλληλα χρηματοδοτείς πολιτικές που δαιμονοποιούν την παραδοσιακή κτηνοτροφία. Δημιουργείς το πρόβλημα, παρουσιάζεις τη λύση και επωφελείσαι διπλά.
Το ίδιο συμβαίνει με άλλους ισχυρούς επενδυτές και εταιρείες που έχουν βάλει στο στόχαστρο το φαγητό μας. Πίσω από τις λέξεις «βιώσιμο», «οικολογικό» και «καλό για τον πλανήτη», κρύβονται στρατηγικές που αποσκοπούν στην εμπορευματοποίηση της επιβίωσης.
Η κλιματική αλλαγή έχει μετατραπεί σε νέο υπερ-αφήγημα. Όποιος αμφισβητεί, χαρακτηρίζεται αρνητής, ψεκασμένος ή συνωμοσιολόγος. Όμως η δύναμη αυτού του αφηγήματος δεν βρίσκεται στην επιστήμη αλλά στη δυνατότητα χειραγώγησης.
Όπως επισημαίνει ο Ρόμπερτ Ουίλλιαμς από το Gatestone Institute, «το αφήγημα είναι απόλυτο, αδιαμφισβήτητο και κερδοφόρο». Οι ελίτ το χρησιμοποιούν ως όχημα επιβολής: από τη φορολόγηση του άνθρακα μέχρι τις διατροφικές κατευθυντήριες γραμμές.
Την ίδια στιγμή, οι «ηγέτες» ταξιδεύουν με ιδιωτικά τζετ, καταναλώνουν μπριζόλες Wagyu και επενδύουν σε startup επεξεργασμένων τροφών. Το δίπολο είναι σαφές: οι πολλοί θα τρώνε έντομα, οι λίγοι θα ελέγχουν την τροφή.
Η ώρα της αφύπνισης
Ο διατροφικός μας πολιτισμός βρίσκεται στο χείλος μιας καθοριστικής στροφής. Η φυσική παραγωγή, η οικογενειακή γεωργία, η αυτάρκεια και η ανεξαρτησία απειλούνται από μια νέα παγκόσμια τάξη διατροφής. Το φαγητό παύει να είναι πολιτιστικό και βιολογικό δικαίωμα και μετατρέπεται σε εργαλείο συμμόρφωσης.
Αυτό που διακυβεύεται δεν είναι απλώς η ποιότητα του φαγητού, αλλά η ίδια η έννοια της αυτάρκειας και της ελευθερίας επιλογής. Η μαζική αντικατάσταση φυσικών τροφίμων με επεξεργασμένα προϊόντα, ελέγχεται ήδη από λίγες πολυεθνικές.
Η μετατροπή των διατροφικών συνηθειών γίνεται μεθοδικά, χωρίς ουσιαστικό δημόσιο διάλογο, ενώ η συγκέντρωση ισχύος στα χέρια λίγων παγκόσμιων παικτών θυμίζει περισσότερο οικονομικό μονοπώλιο παρά οικολογική αφύπνιση.
Αν δεν αντιδράσουμε, οι επόμενες γενιές δεν θα γνωρίσουν το άρωμα της ντομάτας που ωρίμασε στον ήλιο, το γάλα που αρμέχτηκε το πρωί, το κρέας από κοπάδι της κοινότητας. Θα μεγαλώσουν με υποκατάστατα, με συνθετικά τρόφιμα, με «καινοτόμες λύσεις» σχεδιασμένες σε εργαστήρια —όχι από διατροφολόγους, αλλά από χρηματοδότες.
Η σιωπηρή αποδοχή οδηγεί σε μια κοινωνία που χάνει την αυτάρκειά της, την επιλογή της και τελικά την αξιοπρέπειά της στο τραπέζι. Αν δεν αντιδράσουμε τώρα, οι επόμενες γενιές δεν θα γνωρίζουν τι σημαίνει φυσικό φαγητό — μόνο προϊόντα εργαστηρίου και διατροφική υπακοή.
Το διατροφικό μας μέλλον δεν μπορεί να σχεδιαστεί χωρίς εμάς. Δεν είναι μόνο θέμα υγείας. Είναι θέμα ελευθερίας.