.

.

Δός μας,

Τίμιε Πρόδρομε, φωνή συ που υπήρξες η φωνή του Λόγου. Δος μας την αυγή εσύ που είσαι το λυχνάρι του θεϊκού φωτός. Βάλε σήμερα τα λόγια μας σε σωστό δρόμο, εσύ που υπήρξες ο Πρόδρομος του Θεού Λόγου. Δεν θέλουμε να σε εγκωμιάσουμε με τα δικά μας λόγια, επειδή τα λόγια μας δεν έχουν μεγαλοπρέπεια και τιμή. Όσοι θα θελήσουν να σε στεφανώσουν με τα εγκώμιά τους, ασφαλώς θα πετύχουν κάτι πολύ πιό μικρό από την αξία σου. Λοιπόν να σιγήσω και να μη προσπαθήσω να διακηρύξω την ευγνωμοσύνη μου και τον θαυμασμό μου, επειδή υπάρχει ο κίνδυνος να μη πετύχω ένα εγκώμιο, άξιο του προσώπου σου;

Εκείνος όμως που θα σιωπήσει, πηγαίνει με τη μερίδα των αχαρίστων, γιατί δεν προσπαθεί με όλη του τη δύναμη να εγκωμιάσει τον ευεργέτη του. Γι’ αυτό, όλο και πιό πολύ σου ζητάμε να συμμαχήσεις μαζί μας και σε παρακαλούμε να ελευθερώσεις τη γλώσσα μας από την αδυναμία, που την κρατάει δεμένη, όπως και τότε κατάργησες, με τη σύλληψη και γέννησή σου, τη σιωπή του πατέρα σου του Ζαχαρία.

Άγιος Σωφρόνιος Ιεροσολύμων

Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Άγιος Ιωάννης ο Πρόδρομος. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Άγιος Ιωάννης ο Πρόδρομος. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Γιατί δεν θέλουν να σωθούν παιδί μου...



Φύγαμε από τα χριστούγεννα και με μία στάση στην γιορτή του αγίου Βασιλείου, τρέχουμε προς τα άγια Θεοφάνεια.

Εκεί δεσπόζει το πρόσωπο του Ιωάννη του Προδρόμου, πού βροντοφωνάζει: Μετάνοια! Μετάνοια, φωνάζει και ο ίδιος ο Χριστός όταν πρωτοβγαίνει στην Γαλιλαία για το κήρυγμα της βασιλείας του Θεού! ...

Εμείς δεν θέλουμε μετάνοια. Δεν θέλουμε επιστροφή στον Θεό και τις πνευματικές μας καταβολές. Δεν διψάμε για την σωτηρία μας. Ακούμε μετάνοια και ο νούς μας πάει, σε δυσάρεστες καταθλιπτικές καταστάσεις, σε αδιακρισίες ιεροκηρύκων, φόβητρα και ηθικολογίες. Δεν μπορούμε να συλλάβουμε το μέγεθος και την χαρά αυτής της επιλογής, της μόνης επιλογής πού μας έμεινε. Να ξαναγυρίσουμε στον αιώνιο Πατέρα μας και στον τρόπο ύπαρξης πού Αυτός ετοιμάζει για μας.

Είναι τόσο αποπνικτική και ασφυκτική και αυτή η φιλολογία της μεταμέλειας όπως κατάντησε, πού δεν γνωρίζουμε πλέον τί σημαίνει Μετάνοια και ποιά τα οφέλη της.

Όλοι μιλάνε για εναλλακτικό τρόπο ζωής, ψάχνουνε σημεία και αποκούμπια, ανιχνεύουν τον δρόμο τον ορθό πού βγάζει στην λύτρωση της ύπαρξης τους, μέσα σε έναν σκοτεινό κόσμο πού παντού αδιέξοδα, ψέμα, ασφυξία. Και κανείς δεν αποφασίζει να κάνει το μεγάλο βήμα να παραδοθεί στην άβυσσο του Θεού. 

Φοβόμαστε τον Θεό, δεν θέλουμε την σωτηρία. Σήμερα ο άνθρωπος υποκλίνεται με σεβασμό και με μια αγάπη βδελυρή στην θεοποίηση των παθών, σε ανθρώπους πού καθοδηγούνται από τις ορμές τους, από τα αρχαία βδελυρά ένστιχτα πού πλασάρονται σαν καινά και νέα και όλοι βδελύσσονται Αυτόν πού είναι η μόνη οδός και αλήθεια. Εξαχρείωση. Εξαχρείωση όχι στο ήθος και στους θεσμούς απλά. Ποτέ οι κοινωνίες άλλωστε δεν ήταν κοινωνίες αγίων. Εξαχρείωση της ύπαρξης. Κατάντια. Δολοφονικές στάσεις και τάσεις.Υποβάθμιση πιό κάτω από το ζώο.

Κάποτε ένας χριστιανός, με τραγική θλίψη, φόβο και καημό ρώτησε έναν γέροντα: 
Μα γιατί , γιατί πάτερ μου δεν σώζονται όλοι αυτοί οι άνθρωποι; Γιατί δεν θέλουν τον Θεό; Για να λάβει την απάντηση: Γιατί δεν θέλουν να σωθούν παιδί μου…

Γιατί η Ορθοδοξία επιλέγει την έρημο;

Η έρημος είναι συνήθως ο σκηνικός χώρος της απουσίας της ζωής. Είναι μια περιοχή υπαρξιακής σιωπής. Μια διάσταση σιωπηλού μυστηρίου.

Αλλά το γεγονός τούτο δεν σημαίνει πως η έρημος, σαν υπαρξιακή βίωση, είναι πάντοτε μια έννοια αντίθετη προς την έννοια της ζωής. Κάθε άλλο!

Η έρημος, μέσα στα πλαίσια της ζωής της Εκκλησίας, είναι μια διάσταση αυθεντικής ευαγγελικής ζωής. Μέσα στην ιστορία, αλλά και στο όλο έργο της σωτηρίας του ανθρώπου, η έρημος, σαν περιοχή πνευματικής εμπειρίας, είναι η πλέον αυθεντική ευαγγελική παρουσία ζωής. Το Ευαγγέλιον, σαν μήνυμα σωτηρίας, εξαγγέλλεται πρώτα – πρώτα από την έρημο.

Ο Άγιος Ιωάννης ο Βαπτιστής κηρύσσει προδρομικά μέσα στην έρημο το μήνυμα του Ευαγγελίου του Χριστού. Ό,τι έπειτα θα διδάξη ο Κύριος, το κηρύσσει ο Ιωάννης με πέντε βαρυσήμαντες λέξεις. «Εν δε ταις ημέραις εκείναις παραγίνεται Ιωάννης ο Βαπτιστής κηρύσσων εν τη ερήμω της Ιουδαίας και λέγων. μετανοείτε ήγγικε γαρ η βασιλεία των ουρανών. Ούτος γαρ έστιν ο ρηθείς υπό Ησαΐου του προφήτου λέγοντος. φωνή βοώντος εν τη ερήμω, ετοιμάσατε την οδόν Κυρίου, ευθείας ποιείτε τας τρίβους αυτού»(Ματθ. 3,1-3).

Ο Ιωάννης προετοιμάζει τον ερχομό του Κυρίου και κηρύσσει συνοπτικά τις διαστάσεις του λυτρωτικού του έργου. «Εγώ μεν βαπτίζω υμάς εν ύδατι εις μετάνοιαν. ο δε οπίσω μου ερχόμενος ισχυρότερός μου ε­στίν, ου ουκ ειμή ικανός τα υποδήματα βαστάσαι. αυτός υμάς βαπτίσει εν Πνεύματι Αγίω και πυρί» (Ματθ. 3,11). Το προδρομικό αυτό έργο του Ιωάννου καθαγιάζεται και επικυρώνεται από τον εν Τριάδι Θεόν στο γεγονός της βαπτίσεως του Κυρίου. Η έρημος καταξιώνεται, σαν χώρος της ευαγγελικής ζωής, με τη ζωντανή παρουσία του Τριαδικού Θεού. Στην έρημο για πρώτη φορά παρουσιάζεται και αποκαλύπτεται ο Θεός με τα τρία πρόσωπα. Αυτό δεν είναι μόνο μια ιδιαίτερη τιμή στον πνευματικό χώρο της ερήμου αλλά και μια τυπολογική προαγγελία του υπαρξιακού μυστηρίου του θείου Έρωτος μέσα στην ασκητική πατερική έρημο.

Ο Ιωάννης ο Βαπτιστής ήτο αναμφίβολα μια ασκητική φυσιογνωμία. «Αυτός δε ο Ιωάννης είχε το ένδυμα αυτού από τριχών καμήλου και ζώνην δερματίνην περί την οσφύν αυτού, η δε τροφή αυτού ην ακρίδες και μέλι άγριον» (Ματθ. 3,4). Αυτό σημαίνει πως ο Ιωάννης ήτο συγχρόνως και πρόδρομος αλλά και «υπόσχεσις» όλων των αγίων ασκητών της χριστιανικής πατερικής ερήμου. Όλη η εμπειρία της χριστιανικής πατερικής ερήμου, οι ματωμένοι ιδρώτες της, τα καυστικά δάκρυά της, οι ακοίμητες προσευχές της και όλα τα άλλα ασκητικά αγωνίσματα συμπυκνώνονται προκαταβολικά μέσα σε όλο το πνευματικό βάθος της ασκητικής φυσιογνωμίας του Ιωάννου του Βαπτιστού. Ο Ιωάννης είναι υπόσχεση του ασκητικού μεγαλείου της Εκκλησίας του Χριστού, που θα ακτινοβολήση σε λίγο στην έρημο.

Κι έπειτα, όταν ο Κύριος δίδη εις τον Ιωάννην τον τίτλον του «μείζονος εν γεννητοίς», δίδει τα πνευματικά πρωτεία στις μεγάλες μορφές της ασκητικής ερήμου, που με την πνευματική τους ακτινοβολία θα καταυγάζουν έως της συντελείας του αιώνος το πνεύμα του πληρώματος της Εκκλησίας.

Είναι πολύ χαρακτηριστικό ότι το βασικό έργο του Ιωάννου ήτο να αφυπνίση τις συνειδήσεις των ακουόντων το κήρυγμά του. Το κήρυγμα αυτό, κήρυγμα μετανοίας, εσκόπευε κατ’ ευθείαν στη συνειδητοποίηση και εξαγόρευση της ενοχής τους. «Τότε εξεπορεύετο προς αυτόν Ιεροσόλυμα και πάσα Ιουδαία και πάσα η περίχωρος του Ιορδάνου, και εβαπτίζοντο εν τω Ιορδάνη υπ’ αυτού εξομολογούμενοι τας αμαρτίας αυτών» (Ματθ. 3,5-6). Το έργο της ασκήσεως, σε πρώτο πλάνο, είναι ακριβώς έργο πνευματικής αφυπνίσεως και συγκλονιστικού και εξουθενωτικού διαλόγου με την προσωπική ενοχή.

Πράγματι! Μόνο μέσα στην έρημο και μόνο από το στόμα μιας τόσο γιγαντιαίας ασκητικής φυσιογνωμίας θα ήτο δυνατόν να ακουσθή το λυτρωτικό μήνυμα «μετανοείτε». Έτσι το ασκητικό πλαίσιο της ερήμου γίνεται ο πνευματικός χώρος που συντελείται προδρομικά η εξαγόρευση της προσωπικής ενοχής.

Εξ άλλου η έρημος παρουσιάζεται μέσα στο Ευαγγέλιο σαν ένας πνευματικός χώρος με εσχατολογικές διαστάσεις που πλαισιώνουν τον θρίαμβο του Κυρίου επί του Σατανά. «Τότε ο Ιησούς ανήχθη εις την έρημον υπό του Πνεύματος πειρασθήναι υπό του διαβόλου» (Ματθ. 4,1). Ο μελλοντικός θρίαμβος του αποκαλυπτικού Ιησού επί του «πλανώντος την οικουμένην» προδιατυπούται στον «ασκητικό» θρίαμβό Του επί του Σατανά μέσα στο σκηνικό χώρο της ερήμου. «Τότε αφίησιν αυτόν ο διάβολος, και ιδού άγγελοι προσήλθον και διηκόνουν αυτώ» (Ματθ. 4,11). Με τον θρίαμβο αυτόν αποδεικνύεται πράγματι ο Κύριος «ισχυρότερος» του Ιωάννου, αφού συντρίβει τις προσβολές του Σατανά και εξουδετερώνει και εδώ τυπολογικά τις μεθοδείες του. Άλλωστε ο θρίαμβος αυτός του Κυρίου είναι συγχρόνως η «σπερματική δύναμη» του ερημικού ασκητικού θριάμβου. Χάρη και στην προϋπόθεση αυτή ο ερημικός ασκητισμός θα συν­τρίψη πανηγυρικά τους «δαιμονιώδεις λογισμούς» και θα εξουδετερώση αποτελεσματικά τα τεχνάσματα «των αιγυπτίων, ήγουν των δαιμόνων».

Η περίοπτη αυτή θέση της ερήμου μεταξύ των βασικών και ανεπαναλήπτων ιστορικά σταθμών του λυτρωτικού έργου του Κυρίου πρέπει να εκτιμηθή ιδιαίτερα από τον «κοινωνικό» ή «εγκόσμιο» χριστιανό. Γιατί ασφαλώς η δυναμική αυτή παρουσία της ερήμου στους αφετηριακούς σταθμούς της λυτρωτικής παρουσίας του Κυρίου ούτε τυχαία ημπορεί να είναι ούτε χωρίς ιδιαίτερο νόημα. Αντίθετα. πρέπει να παραδεχθούμε πως η πολυδύναμη αυτή συνεργία του σκηνικού χώρου της ερήμου, μέσα στην «καρδιά» του «πληρώματος του χρόνου» (Γαλ. 4,4), με τη προαγγελτική λυτρωτική δράση του Ιωάννου και την «εισαγωγική» δυναμική παρουσία του Κυρίου, πρέπει να κρύβη ένα δυνατό αλλά και «υποχρεωτικό» νόημα. Ίσως μάλιστα θα ημπορούσε κανείς να ισχυριστή πως χωρίς μια πνευματική «ανακεφαλαίωση» όλων αυτών των δραματικών λυτρωτικών γεγονότων της ερήμου, μέσα στο βάθος της προσωπικότητος του «κοινωνικού» χριστιανού, ο τελευταίος δεν θα ημπορούσε να επιδείξη αυθεντικά διαπιστευτήρια αληθινού πνευματικού αγωνιστού.

Η εμπειρία της ασκητικής ερήμου πρέπει να είναι εξάπαντος μια μυστική εσωτερική διάσταση του αυθεντικού χριστιανού. Αυτό το συμπέρασμα προκύπτει αβίαστα ύστερα από μια προσεκτική εμβάθυνση στο νόημα της δυναμικής παρουσίας της ερήμου στις πρώτες σελίδες του λυτρωτικού έργου του Κυρίου.

ΙΩΑΝΝΟΥ ΚΟΡΝΑΡΑΚΗ – ΦΙΛΟΚΑΛΙΚΑ ΘΕΜΑΤΑ ΕΡΗΜΙΚΗΣ ΕΣΩΤΕΡΙΚΟΤΗΤΟΣ

OI ANΘΡΩΠΟΙ ΘΑΝΑΤΩΝΟΝΤΑΙ, ΟΙ ΙΔΕΕΣ ΟΧΙ

Ἀποτομὴ κεφαλῆς τοῦ Προδρόμου
29 Αὐγούστου
Τοῦ Μητροπολίτου Φλωρίνης π. Αὐγουστίνου Καντιώτου
OI ANΘΡΩΠΟΙ ΘΑΝΑΤΩΝΟΝΤΑΙ, ΟΙ ΙΔΕΕΣ ΟΧΙ

«Ἔλεγε γὰρ ὁ Ἰωάννης τῷ Ἡρῴδῃ· 
Οὐκ ἔξεστί σοι ἔχειν γυναῖκα τοῦ ἀδελφοῦ σου» (Μᾶρκ. 6,18)



ΣΗΜΕΡΑ, ἀγαπητοί μου, εἶνε ἡμέρα πένθους καὶ αὐστηρᾶς νηστείας, σὰν τὴ Μεγάλη Παρασκευή. Τὴ Μεγάλη Παρασκευὴ ἄγγελοι καὶ ἄνθρωποι κι αὐτὰ ἀκόμη τὰ ἄψυχα θρηνοῦν τὴν ἄδικο σφαγὴ τοῦ Υἱοῦ τῆς Παρθένου· καὶ σήμερα 29 Αὐγούστου θρηνοῦν οἱ Χριστιανοὶ τὴν ἄδικο σφαγὴ τοῦ υἱοῦ τοῦ Ζαχαρίου καὶ τῆς Ἐλισάβετ, τοῦ Ἰωάννου τοῦ Προδρόμου, ὁ ὁποῖος κατὰ τὴ μαρτυρία τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ ὑπῆρξε ἡ ὑψηλοτέρα φυσιογνωμία τοῦ ἀρχαίου κόσμου (βλ. Ματθ. 11,11· Λουκ. 7,28).
Τὸ ἱστορικὸ τῆς ἑορτῆς εἶνε γνωστό. Τὸ ἀκούσατε στὸ εὐαγγέλιο. Ἐδῶ θὰ πῶ τοῦτο μόνο.

Ὁ Πρόδρομος ἔζησε σὲ δύσκολη ἐποχή. Ἡ πολιτικὴ καὶ ἡ θρησκευτικὴ ἡγεσία τοῦ Ἰσραὴλ εἶχαν διαφθαρῆ. Κολακεία, ἰδιοτέλεια, συμφέρον, ψέμα, ἀπάτη, ἀσέβεια, ὑποκρισία, αὐτὰ τὴ χαρακτήριζαν. Εἶχαν στὰ χείλη τὸ Θεὸ καὶ στὴν καρδιὰ τὸ διάβολο. Κέντρο δὲ τῆς διαφθορᾶς ἦταν τὰ ἀνάκτορα. Ἐκεῖ ἦταν ὁ βασιλεὺς Ἡρῴδης· ὄχι ἐκεῖνος ποὺ ἔσφαξε τὰ 14.000 νήπια τῆς Βηθλεέμ, ἀλλ᾿ ἕνας υἱὸς ἐκείνου μὲ τὸ διο ὄνομα, ὁ Ἡρῴδης Ἀντίπας. Ἦταν λύκος γεννημένος ἀπὸ λύκο, παιδὶ πιὸ ἄγριο καὶ πιὸ ἀκόλαστο ἀπ᾿ τὸν πατέρα του. Αὐτὸς ἔδιωξε τὴ νόμιμη γυναῖκα του καὶ πῆρε ὡς σύζυγο τὴ γυναῖκα τοῦ ἀδελφοῦ του, τὴν Ἡρῳδιάδα. Αἱμομειξία, δημόσιο σκάνδαλο! Καὶ «τὰ δημοσίως πραττόμενα πρέπει καὶ δημοσίως νὰ ἐλέγχωνται».
Ποιοί ἦταν ἁρμόδιοι νὰ ἐλέγξουν τὸ ἔγκλημα αὐτό; Οἱ φύλακες τοῦ δικαίου, οἱ διδάσκαλοι τοῦ μωσαϊκοῦ νόμου, οἱ ἀρχιερεῖς καὶ ἱερεῖς, οἱ γραμματεῖς καὶ φαρισαῖοι. Ἀλλ᾿ αὐτοὶ ἦταν οἱ «διυλίζοντες τὸν κώνωπα, τὴν δὲ κάμηλον καταπίνοντες» (Ματθ. 23,24). Αὐτοί ἔπρεπε νὰ διαμαρτυρηθοῦν, κανείς ὅμως ἀπ᾿ αὐτοὺς δὲ᾿ μίλησε. Σιγὴ νεκροταφείου.
Ἕνας μόνο βρέθηκε στὸ δικτατορικὸ ἐκεῖνο καθεστὼς νὰ ἐλέγξῃ τὸν αἱμομείκτη βασιλέα· ὁ Ἰωάννης ὁ Πρόδρομος. Τί εἶχε νὰ φοβηθῇ; Μήπως τοῦ πάρουν τὴν περιουσία; Ὅλα του τὰ ὑπάρχοντα ἦταν μιὰ κάππα ἀπὸ τρίχες καμήλου· φαγητό του ἦταν ἀκρίδες καὶ μέλι ἄγριο, ποτό του νερὸ ἀπὸ τὸν Ἰορδάνη, στρῶμα του ἡ ἄμμος, κατοικία του τὰ σπήλαια, συντροφιά του τὰ ἄγρια θηρία. Αὐτὸς ἦταν ὁ Ἰωάννης· ἕνας ἄγγελος στὴν ἔρημο. Ὅταν λοιπὸν ἔμαθε τὸ δημόσιο σκάνδαλο, ἄφησε τὴν ἔρημο καὶ σὰν ἀετὸς κατέφθασε στὰ ἀνάκτορα. Ἀνέβηκε τὰ σκαλιά, παρουσιάστηκε στὸ βασιλιᾶ, καὶ ὁ ἐρημίτης ἀσκητὴς ἔῤῥιξε τὸν κεραυνό· «Οὐκ ἔξεστί σοι ἔχειν τὴν γυναῖκα τοῦ ἀδελφοῦ σου», δὲν σοῦ ἐπιτρέπεται νὰ διώξῃς τὴ νόμιμη γυναῖκα σου καὶ νὰ πάρῃς ξένη, καὶ μάλιστα τὴ γυναῖκα τοῦ ἀδελφοῦ σου (Μᾶρκ. 6,18).
Ἐννέα λέξεις εἶπε, τὸ πιὸ σύντομο κήρυμα. Σπανίως μικρὸ κήρυγμα εἶχε τόσο μεγάλη δύναμι. Ἡ ἀξία ἑνὸς κηρύγματος ἐξαρτᾶται ὄχι ἀπὸ τὸ μῆκος τοῦ λόγου, ἀλλ᾿ ἀπὸ τὶς ἀλήθειες ποὺ περιέχει. Τὸ κήρυγμα τοῦ Ἰωάννου ἦταν κεραυνός. Λόγοι ἱεροκηρύκων καὶ ῥητόρων ἔχουν λησμονηθῆ. Ποιός θυμᾶται σήμερα λόγους τοῦ Δημοσθένους, τοῦ Κικέρωνος, τῶν φιλοσόφων; Οἱ ἐννέα ὅμως αὐτὲς λέξεις ἔμειναν ἀλησμόνητες· «Οὐκ ἔξεστί σοι ἔχειν τὴν γυναῖκα τοῦ ἀδελφοῦ σου».
Πῶς ἄκουσε τὸν ἔλεγχο ὁ Ἡρῴδης, ποὺ ἦταν συνηθισμένος ν᾿ ἀκούῃ κολακεῖες; Σκληρὸς ὁ λόγος, πικρὰ ἡ ἀλήθεια. Ἐν τούτοις ὁ βασιλεὺς στάθηκε κατὰ κάποιο τρόπο πειθήνιος· ἤθελε ν᾿ ἀκούσῃ τὸν Ἰωάννη. Δίπλα του ὅμως ἦταν δυστυχῶς ἡ διεφθαρμένη ἀνδροχωρίστρα, καὶ δὲν τὸν ἄφηνε ἥσυχο. Ἔτσι ὁ Ἡρῴδης ἀναγκάστηκε, μὲ λύπη πολλή, νὰ ὑπογράψῃ διαταγή, νὰ φυλακιστῇ ὁ Ἰωάννης στὶς φυλακὲς τοῦ φρουρίου τῆς Μαχαιροῦντος, ποὺ ἐρείπιά τους σῴζονται πέρα ἀπὸ τὴ Νεκρὰ θάλασσα. Σιώπησε τότε ἆραγε; Ὄχι. Καὶ μέσα ἀπὸ τὰ κάγκελλα τῆς φυλακῆς ἐρχόταν δυνατὴ ἡ φωνὴ τοῦ προφήτου «Οὐκ ἔξεστί σοι ἔχειν τὴν γυναῖκα τοῦ ἀδελφοῦ σου» καὶ δὲν ἄφηνε τὴν Ἡρῳδιάδα νὰ κοιμηθῇ. Γι᾿ αὐτὸ ζητοῦσε εὐκαιρία νὰ ἐξοντώσῃ τὸν Πρόδρομο.
Καὶ ἡ εὐκαιρία δόθηκε. Γιὰ τὰ γενέθλια τοῦ Ἡρῴδου ἔγινε στὰ ἀνάκτορα χορός. Χορὸς ἀνήθικος, λάγνος, ἀπὸ ἐκείνους ποὺ μέχρι σήμερα χορεύουν οἱ λαοὶ τῆς Ἀνατολῆς. 
Ὁ Ἡρῴδης διασκέδαζε καὶ εἶχε καλέσει ὅλους τοὺς ἀξιωματούχους τῶν Ἰεροσολύμων. Κι ὅταν παρουσιάστηκε ἡ Σαλώμη ―ἀντάξια κόρη τῆς Ἡρῳδιάδος!― καὶ χόρεψε, τότε πλέον τοὺς κατέλαβε ντελίριο, δὲν ἤξεραν τί κάνουν. Τέτοιες ὧρες χάνεται πλέον ἡ ἀξιοπρέπεια. Στρατηγοί, κυβερνῆται, βασιλεῖς γίνονται μηδέν, σκουλήκια. Καὶ πάνω στὴ μέθη καὶ τὴν ἀπώλεια τῶν φρενῶν, ὁ Ἡρῴδης ὑποσχέθηκε μεγάλο βραβεῖο στὴν αἰσχρὰ χορεύτρια. ―Σοῦ δίνω, λέει, «ἕως ἡμίσους τῆς βασιλείας μου» (ἔ.ἀ. 6,23), μέχρι καὶ τὸ μισὸ βασίλειό μου… Ἰδοὺ εὐκαιρία. Μποροῦσε πολλὰ νὰ ζητήσῃ· χρήματα, ροῦχα, κοσμήματα, διαμάντια, κτήματα, πεδιάδες, σπίτια, ἀνάκτορα… Δὲ᾿ ζήτησε τίποτε ἀπ᾿ αὐτά. Τί ζήτησε; ―Θέλω, εἶπε, τὸ κεφάλι Ἰωάννου τοῦ βαπτιστοῦ!… Ὤ κακία καὶ μοχθηρία γυναικός! Πρὸς στιγμὴν ὁ Ἡρῴδης κλονίστηκε· δὲν ἤθελε νὰ ἐκπληρώσῃ τὴν ἀπαίτησί της, ποὺ ἦταν ἔξω ἀπὸ ὅσα τῆς ὑποσχέθηκε. Ἀλλ᾿ ἕνα αὐστηρὸ βλέμμα τῆς Ἡρῳδιάδος τὸν ἔκανε ἀμέσως νὰ ὑποχωρήσῃ. Καὶ νά τον, μὲ τρεμάμενο χέρι ὑπογράφει διάταγμα, νὰ ἐκτελεσθῇ ὁ Ἰωάννης. Στρατιωτικὸ ἀπόσπασμα πηγαίνει στὶς φυλακές, καὶ ἐκεῖ σπεκουλάτωρ, δήμιος, κόβει τὴν τιμία κεφαλὴ τοῦ Ἰωάννου.
Ἡσύχασε ἆραγε τὸ ἄνομο ζεῦγος; Ὄχι. Ὁ Ἰωάννης δὲν ὑπῆρχε πλέον στὸν κόσμο· ἀλλὰ ἡ φωνή του, καὶ μετὰ θάνατον, ἀκούστηκε ἀκόμη ἠχηροτέρα. Ὁ Ἡρῴδης δὲν εἶχε ὕπνο, λὲς καὶ τὸ προσκέφαλό του εἶχε καρφίτσες καὶ τὸ στρῶμα του ἀγκάθια. Πήγαινε νὰ κοιμηθῇ, καὶ ξαφνικὰ τί ἀκούει; Ἀκούγεται μιὰ φωνὴ ἀκόμη ἰσχυροτέρα· ἦταν ἡ φωνὴ τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ. Ὅταν τό ᾿μαθε εἶπε· ―Ἡρῳδιάδα, χαθήκαμε· ὁ Ἰωάννης ἀναστήθηκε ἐκ νεκρῶν! (βλ. ἔ.ἀ. 6,16)… Τὸ πίστευε καὶ ἔτρεμε.

Μεγάλο δίδαγμα μᾶς δίνει ἡ σημερινὴ ἡμέρα· οἱ ἄνθρωποι θανατώνονται, ἀλλ᾿ οἱ ἰδέες δὲ᾿ θανατώνονται. Κήρυκες τῆς ἀληθείας, τοῦ δικαίου καὶ τῆς ἠθικῆς φυλακίζονται καὶ ἐκτελοῦνται, ἀλλ᾿ οἱ ἰδέες ὄχι. Συνέλαβαν οἱ Αὐστριακοὶ στὸ Βελιγράδι τὸ Ῥήγα Φεραῖο καὶ τὸν ἔπνιξαν στὸ Δούναβι, ἀλλὰ ἡ φωνή του ἔσεισε τὰ Βαλκάνια. Ἐπαναλαμβάνω ἐκ πείρας ὁμιλῶν· οἱ ἄνθρωποι ἐκτοπίζονται ἢ κλείνονται σὲ τρελλοκομεῖα, ἀλλ᾿ οἱ ἰδέες ὄχι. Ἡ ἰδέα εἶνε σεισμός, εἶνε κεραυνός, κι ἀλλοίμονο σ᾿ ἐκείνους ποὺ πέφτουν οἱ κεραυνοὶ τῆς θείας ἀληθείας.
Τέτοια εἶνε ἡ μοῖρα τῶν κακούργων καὶ δολοφόνων. Ὁ Κάϊν φόνευσε τὸν ἀδελφό του· ἀλλ᾿ ἀπὸ τότε δὲν ἡσύχασε. Κάϊν Κάϊν, ἄκουγε, ποῦ εἶνε ὁ ἀδελφός σου; (βλ. Γέν. 4,9), κ᾿ ἔτρεμε σὰν φύλλο στὸν ἄνεμο. Ὁ Ἰούδας πρόδωσε τὸ Χριστό· ἀλλ᾿ ὅταν ἔμαθε ὅτι σταυρώθηκε, «ἀπελθὼν ἀπήγξατο» (Ματθ. 27,5). Στὴν ἱστορία τοῦ Βυζαντίου ἀναφέρεται, ὅτι κάποιος σκότωσε τὸν ἀδελφό του γιὰ νὰ γίνῃ αὐτὸς βασιλιᾶς, καὶ ἔγινε. Ὅταν τὴ νύχτα πῆγε νὰ κοιμηθῇ στὰ ἀνάκτορα, βλέπει μέσα στὸ δωμάτιό του τὴ μορφὴ τοῦ ἀδελφοῦ του νὰ κρατάῃ ἕνα ποτήρι μὲ αἷμα ποὺ ἄχνιζε καὶ νὰ τοῦ λέῃ· Ἀδελφέ, πίε τὸ αἷμα τοῦ ἀδελφοῦ σου!… Τὸν ἔπιασε φόβος. Ἄλλαξε δωμάτιο, ἔφυγε ἀπὸ τὸ Βυζάντιο, πῆγε σὲ ἄλλα μέρη, ἀλλὰ ἡ σκιὰ ἐκείνη παρουσιαζόταν καὶ τοῦ ἔλεγε· Ἀδελφέ, πίε τὸ αἷμα τοῦ ἀδελφοῦ σου…
Ἀλλὰ καὶ σήμερα νέα αἵματα ἀθῴων ἔρχονται νὰ προστεθοῦν στὰ παλαιὰ καὶ στὸ αἷμα τοῦ Προδρόμου. Στὸν Πόντο οἱ Τοῦρκοι ἐνεργοῦν γενοκτονία, στὴ Σμύρνη καῖνε καὶ καταστρέφουν, στὴ μεγαλόνησο Κύπρο ὁ Ἀττίλας σφάζει καὶ ἀτιμάζει… Νέοι πρόσφυγες, νέοι αἰχμάλωτοι, νέοι ὅμηροι, νέοι ἀγνοούμενοι βαδίζουν δρόμο αἱματοβαμμένο. Καὶ μὲ τὰ μάτια τῆς φαντασίας βλέπω ἄγγελο Κυρίου μὲ λευκὰ φτερὰ νὰ πετᾷ πάνω ἀπὸ τὰ μαρτυρικὰ μέρη. Κρατεῖ ποτήριο καὶ συλλέγει σταλαγματιὰ – σταλαγματιὰ τὸ αἷμα ὅλων τῶν ἀθῴων θυμάτων. Ἐν συνεχείᾳ τὸ παίρνει καὶ πετᾷ ὑπεράνω τῆς Εὐρώπης, τῆς Ἀγγλίας καὶ τῆς Ἀμερικῆς, σείει τὸ ποτήριο αὐτὸ καὶ φωνάζει· Δολοφόνοι διπλωμάται, πίετε τὸ αἷμα τῶν λαῶν…
Θὰ πῆτε· Δὲν ὑπάρχουν πλέον αὐτιὰ τιμίων ἀνθρώπων ν᾿ ἀκούσουν· Σόδομα καὶ Γόμοῤῥα ἔγινε ἡ ἀνθρωπότης… Ἀλλ᾿ ἂς εἶνε βουλωμένα ὅλα τ᾿ αὐτιὰ μὲ βουλοκέρι τοῦ σατανᾶ· ἕνα αὐτί, τὸ αὐτὶ τοῦ Θεοῦ, μένει πάντοτε ἀνοιχτό. Ὁ Θεὸς τῶν δυνάμεων καὶ τοῦ δικαίου ἀκούει τὰ θύματα ποὺ κλαῖνε καὶ προσεύχονται. Ἡ φωνή τους φθάνει μέχρι τὸ θρόνο του. Μὲ ὑπομονή, λοιπόν, ἐγκαρτέρησι καὶ πίστι στὴν αἰωνιότητα ἂς ἀντλήσουμε δύναμι ἀπὸ τὸ μαρτύριο τοῦ τιμίου Προδρόμου γιὰ νὰ προχωροῦμε, καὶ ὁ Θεὸς τῆς δικαιοσύνης καὶ τῆς ἀγάπης θὰ εἶνε μετὰ πάντων ἡμῶν· ἀμήν.

† ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος
(ἱ. ναὸς Ἁγίου Ἰωάννου Πτολεμαΐδος 29-8-1974)

Αποτομή της τιμίας κεφαλής του Προδρόμου (29 Αυγούστου)



Δεν έχουμε συνειδητοποιήσει όσο θα έπρεπε την σημασία της αποτομής, του μαρτυρίου δηλ. του Τιμίου Προδρόμου.

Βεβαίως η Εκκλησία μας, με τη συγκεκριμένη εορτή και τα αναγνώσματα, τόσο το Ευαγγελικό (Μαρκ. ΣΤ ΄ 14 – 30), όσο και το Αποστολικό (Πραξ. Αποστ. ΙΓ ΄ 25 – 32), μας δίνει να κατανοήσουμε μέσα στο ιστορικό πλαίσιο, την μεγάλη μορφή του Βαπτιστού. Το γεγονός της αποτομής είναι συγκλονιστικό και γι’ αυτό, παρά το ότι το γνωρίζουμε, είναι ανάγκη για ακόμα μία φορά να το μελετήσουμε.

Ας εμβαθύνουμε όμως για λίγο στο καθαυτό γεγονός του σφοδρού Προδρομικού ελέγχου, σε σχέση με εμάς τους ίδιους και την εποχή μας.

Οπωσδήποτε η ενέργεια του Προδρόμου, με τα σημερινά κοσμικά δεδομένα και τα «νεοπατερικά» φληναφήματα, δεν μπορεί παρά να χαρακτηριστεί ως ακραία, ίσως γραφική, οπωσδήποτε φανατική και τελικώς ως παράδειγμα προς αποφυγήν.

Ας δούμε το γιατί.

Α) Το τι έκανε ο Ηρώδης στην προσωπική του ζωή, αυτό εντάσσεται στα «απόρρητα προσωπικά δεδομένα» και ως εκ τούτου, όχι μόνο δεν είχε δικαίωμα ο Βαπτιστής να ελέγξει, αλλά με την πράξη του αυτή, θέτει τον εαυτόν του στην παρανομία και προσκρούει στο νόμο περί της «ελεύθερης επιλογής της προσωπικής ζωής»…

Β) Με τον έλεγχό του ξεπέφτει από το υψηλό του έργο. Αυτός δεν είναι παρά ένας ασκητής ο οποίος αρνήθηκε τον κόσμο και ως εκ τούτου δεν του επιτρέπεται να αφήνει τα «δυσθεώρητα ύψη της θεώσεως» και να κατεβαίνει στα κοσμικά και μάλιστα σ’ αυτού του είδους το επίπεδο που μπορεί να χαρακτηριστεί ως «κοσμικό κουτσομπολιό ή κοινωνικό σχόλιο», έστω και αν φαίνεται ότι στηρίζεται στον Νόμο των Εντολών.

Γ) Κάνει υπέρβαση καθήκοντος, και μάλιστα με την αδιακρισία του θίγει την «Ιερά Σύνοδο» των Εβραίων ή άλλως, το «Μέγα Συνέδριον», αφού δεν έχει εξουσιοδοτηθεί από τους Αρχιερείς για μια τέτοια πράξη. Δηλαδή, λειτουργεί αντιδεοντολογικά και εντελώς αυθαίρετα. Επιτέλους, ποιος είναι αυτός ο ασκητής που ελέγχει, καθ’ ην στιγμήν, ολόκληρο το σώμα των υπευθύνων αρχιερέων και των υπεροχικών προσώπων του Συνεδρίου που, έστω και από «διάκριση», ανέχεται αυτήν την κατάσταση, δηλ. την παρανομία του Ηρώδη;

Δ) Δημιουργεί με τον πύρινο λόγο του «κοινωνική αναταραχή», ό, τι δηλ. χειρότερο για μια «ευνομούμενη πολιτεία» και μάλιστα για έναν τόπο που βρίσκεται κάτω από το σιδερένιο πέλμα της Pax Romana. Είναι δυνατόν οι ειρηνικοί «ησυχαστές» και «ερημίτες» να γίνονται αιτία συγχύσεων και ταραχών, και μάλιστα να προσβάλλουν τους ταγούς της πολιτείας, αφού αυτοί έχουν «ταχθεί παρά Θεού» στο έργο τούτο;

Ε) Λησμονούσε ο Ζηλωτής και Βαπτιστής του Ιορδάνου ότι ο Ηρώδης, παρά τα προσωπικά του πάθη και τις ιδιορρυθμίες, έκανε δημόσια έργα, ανέπτυσσε την «πολιτισμική παράδοση» και «ιουδαϊκή κουλτούρα», κρατούσε τις «λεπτές ισορροπίες», με την Ρώμη, και το σημαντικότερο, είχε προσφέρει πολλά χρήματα από τον δημόσιο κορβανά για το κτίριο του Ναού. Ο Ιωάννης μπορεί βέβαια να είχε φτάσει στο επίπεδο να βλέπει ολόκληρο τον κόσμο ως Ναό του Θεού, πλην όμως θα έπρεπε να αισθάνεται την ανάγκη που είχαν οι άνθρωποι για ένα Ναό (και μάλιστα τι Ναό!), ώστε να εκτελούν τα θρησκευτικά τους καθήκοντα! Κυρίως όμως με τον έλεγχό του, διατάρασσε την «αγαστή συνεργασία» μεταξύ «ιουδαϊκής θρησκείας και πολιτείας».

ΣΤ) Αποδεικνύει τον εαυτόν του ακραίο, μονοκόμματο και αδιάκριτο, αφού με την ενέργειά του αυτή, αφήνει το έργο του βαπτίσματος και του κηρύγματος και εγκαταλείπει όλον αυτόν τον κόσμο που προσέτρεχε στην έρημο για να τον ακούσει και να ωφεληθεί.

Θα μπορούσαμε βέβαια να σημειώσουμε και άλλα πολλά, τα οποία βγαίνουν ως συμπεράσματα από την σύγχρονη «θεολογική» ψευτοκουλτούρα.

Όμως, δόξα τω Θεώ, ο Τίμιος του Κυρίου Πρόδρομος, ο μέγιστος των Προφητών, ο Κήρυκας της Χάριτος, ο ασυμβίβαστος, ζούσε για την αγάπη και τη δόξα του Χριστού. Και υπέγραψε αυτήν την αγάπη του με την ίδια του την κεφαλή. Ο Πρόδρομος είναι ο γνήσιος Προφήτης που παραμένει ασυμβίβαστος και που αρνείται να καλύψει την οποιαδήποτε δειλία με ένα διάτρητο «θεολογικό» μανδύα και με επιχειρήματα «νεοπατερικής εποχής».

Αρνείται την διαστροφή της αμαρτίας που αποκτηνώνει τον άνθρωπο και συνάμα επικυρώνει την αλήθεια, του ότι οι πολιτικοί άρχοντες, πόσω δε μάλλον οι εκκλησιαστικοί, πρέπει να μένουν σε γυάλινα σπίτια, ώστε η προσωπική τους ζωή να αποτελεί παράδειγμα προς μίμησιν («το της πόλεως όλης ήθος, ομοιούται τοις άρχουσιν»). Το δε αίμα του, είναι η τρανότερη μαρτυρία της συνέπειας στο πανάγιο και παντοκρατορικό θέλημα του Θεού.

Ας πρεσβεύει ο Μάρτυρας της αληθείας και του Ευαγγελικού ήθους, ώστε τουλάχιστον, αφού συνειδητοποιήσουμε την ρηχότητά μας, όλοι από κοινού, κλήρος, μοναχισμός και λαός, να δεχθούμε την χάρη και την ευλογία, για μια επιτέλους, συνειδητή Ορθόδοξη Χριστιανική ζωή. Αμήν.

Αρχιμ. Ιωήλ Κωνστάνταρος

Εγεννήθη φωνή τοῦ Λόγου καί φωτός Πρόδρομος



Ἡ ἑορτή τῆς γεννήσεως τοῦ ἁγίου ᾽Ιωάννου Προδρόμου συνιστᾶ ἰδιαίτερα χαρμόσυνο γεγονός γιά ὅλη τή Δημιουργία:

Χαίρουν οἱ ἄγγελοι τοῦ Θεοῦ, ὅλος ὁ πιστός στόν Χριστό κόσμος, ἀλλά ἀκόμη καί ἡ ἴδια ἡ ἄλογη φύση: ῾Γήθεται ἅπασα κτίσις τῷ σῷ τόκῳ θεϊκῶς᾽. Αἰτία γι᾽ αὐτό εἶναι ὄχι μόνον ὅτι γεννήθηκε ἕνας ἀκόμη ἄνθρωπος – καί αὐτό κατά τόν Κύριο εἶναι γεγονός χαρᾶς: ῾διά τήν χαράν ὅτι ἐγεννήθη ἄνθρωπος ἐν τῷ κόσμῳ᾽ εἶπε κάπου - ἀλλά ὅτι γεννήθηκε ἐκεῖνος πού προετοίμασε τό ἔδαφος γιά τόν ἐρχομό τοῦ Σωτήρα Χριστοῦ, δηλαδή φάνηκε τό λυχνάρι πρίν ἔρθει τό φῶς, ἦρθε ἡ αὐγή πρίν ἀνατείλει ὁ Ἥλιος, ἀκούστηκε ἡ φωνή πού φανέρωσε τόν ἴδιο τόν Λόγο.

Οἱ ὕμνοι τῆς ᾽Εκκλησίας μας δέν φείδονται ἐπαίνων καί ἐγκωμίων γιά νά δηλώσουν τή χαρμόσυνη αὐτή πραγματικότητα, ὅπως π.χ.῾ἐγεννήθη φωνή τοῦ Λόγου καί φωτός Πρόδρομος᾽, ῾ὁ λύχνος τοῦ φωτός προέρχεται, ἡ αὐγή τοῦ ἡλίου τῆς δικαιοσύνης μηνύει τήν ἔλευσιν, εἰς ἀνάπλασιν πάντων καί σωτηρίαν τῶν ψυχῶν ἡμῶν᾽. 

῎Ετσι ἡ γέννηση τοῦ ᾽Ιωάννου τοῦ Προδρόμου ἀφενός ἀποτελεῖ χαρά πού ἀντανακλᾶ τήν ὑπέρμετρη καί ἄφατη χαρά γιά τόν ἐρχομό στόν κόσμο τοῦ Χριστοῦ, τοῦ ἐνσαρκωθέντος Θεοῦ μας, ἀφετέρου προβάλλει τό μέγεθος τῆς προσωπικότητας τοῦ ἁγίου ᾽Ιωάννη, ἀφοῦ εἶναι ὁ μόνος μάλιστα πού δέχτηκε ἀργότερα τόσους ἐπαίνους ἀπό τόν Κύριο καί συνεπῶς δηλώθηκε μέ τόν πιό πανηγυρικό τρόπο τό ὕψος τῆς ἁγιότητάς του: ῾Οὐδείς ἐν γεννητοῖς γυναικῶν μείζων τοῦ ᾽Ιωάννου᾽, ῾ὁ μείζων πάντων τῶν προφητῶν προφήτης, οὗ ἕτερος οὐκ ἔστιν, οὐδέ ἐγήγερται᾽.

Γι᾽ αὐτό καί ἡ ᾽Εκκλησία μας, στοιχώντας στόν ἴδιο τόν ἀρχηγό της, τόν τοποθέτησε δεύτερο μετά τήν Παναγία Μητέρα τοῦ Κυρίου, μέ ἰδιαίτερη καθημερινή μνημόνευσή του μετά ἀπό Αὐτήν καί μέ τή θέση του στό τέμπλο κάθε ναοῦ στά ἀριστερά τοῦ Κυρίου.


Τό προφητικό καί προδρομικό του στοιχεῖο δηλώθηκε ἀπό τήν ἀρχή τῆς δράσης του στήν ἔρημο τοῦ ᾽Ιορδάνου, πρῶτον μέ τό κήρυγμα τῆς μετανοίας καί τό βάπτισμα τῆς μετανοίας καί δεύτερον μέ τή διαρκή ἀναφορά του στόν ἐρχόμενο Μεσσία. Κι αὐτά τά δύο ἦταν ἄμεσα συνδεδεμένα μεταξύ τους, διότι κανείς δέν μποροῦσε καί δέν μπορεῖ νά πιστέψει στόν Χριστό, ἀποδεχόμενος Αὐτόν ὡς προσωπικό του λυτρωτή, ἄν δέν μετανοήσει γιά τίς ἁμαρτίες του, μέ ἀλλαγή τοῦ τρόπου τῆς ζωῆς του καί μέ προσανατολισμό του στό θέλημα τοῦ Θεοῦ.

Ἡ γνησιότητα τῆς δράσης του ἀπό τήν ἄλλη, δηλαδή ὅτι βρίσκεται στό ἔργο αὐτό σταλμένος ἀπό τόν Θεό, ἐπιβεβαιώθηκε καί ἀπό τό μαρτυρικό τέλος τῆς ζωῆς του, πού ἐπιστέγασε οὐσιαστικά τήν ὅλη μαρτυρική πορεία του, καί κυρίως ἀπό τά λόγια, ὅπως εἴπαμε, τοῦ ἴδιου τοῦ Κυρίου, γιά τόν Ὁποῖο πάντοτε τόνιζε ὅτι ῾ἐκεῖνον δεῖ αὐξάνειν, ἐμέ δέ ἐλαττοῦσθαι᾽. Ἡ μεγαλωσύνη του ἀπό τήν ἄποψη αὐτή φάνηκε καί ἀπό τό μέγεθος τῆς ταπείνωσής του. 

Ἡ ὑπέρμετρη ἁγιότητά του καί τό καταλυτικό γιά τήν προετοιμασία τοῦ ἐρχομοῦ τοῦ Χριστοῦ ἔργο του δέν ὀφείλονται μόνο στή χάρη καί τή δύναμη τοῦ Θεοῦ. ῾Ο ᾽Ιωάννης ἦταν ὁ ἐνεργούμενος ἀπό τό Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ προφήτης, ἀλλά πού συνήργησε σ᾽ αὐτό καί ὁ ἴδιος τά μέγιστα, γιά νά ἀναδειχθεῖ στό σημεῖο πού ἔφτασε. Καί ἡ συνέργειά του ἔγκειτο στήν κατάθεση τῆς θέλησής του στήν ὑπακοή τοῦ θελήματος τοῦ Θεοῦ. 

᾽Αδιάκοπα ὁ ᾽Ιωάννης , ἤδη ἐκ βρέφους κοιλίας, ἔθετε τόν ἑαυτό του στήν ὑπηρεσία τοῦ λόγου τοῦ Θεοῦ, γεγονός πού σημαίνει ὅτι αὐτά πού τοῦ ἔδωσε ὁ Θεός – τά χαρίσματα τοῦ κατά φύσιν – τά ἐργάστηκε μέ τέτοιον τρόπο διά τῆς ἁγνότητάς του καί τῆς σωφροσύνης του, ὥστε νά ἀποφύγει ὅ,τι ὁδηγοῦσε στήν ἁμαρτία – τό λεγόμενο παρά φύσιν – καί νά φτάσει μέ τή χάρη τοῦ Θεοῦ στό μεγαλεῖο τῆς ἐν Θεῷ παραμονῆς του – σ᾽ αὐτό πού ὀνομάζεται ὑπέρ φύσιν.

Κατά τά λόγια μάλιστα τοῦ δοξαστικοῦ τῶν ἀποστίχων τοῦ ἑσπερινοῦ, ποιήματος τῆς ἁγίας Κασσιανῆς, ῾ἁγνείαν γάρ παντελῆ καί σωφροσύνην ἀσπασάμενος, εἶχε μέν τό κατά φύσιν, ἔφυγε δέ τό παρά φύσιν, ὑπέρ φύσιν ἀγωνισάμενος᾽. 

Αὐτόν λοιπόν ὅλοι οἱ πιστοί, μιμούμενοι κατά τίς ἀρετές του, ἄς τόν παρακαλοῦμε νά πρεσβεύει γιά ἐμᾶς, γιά νά σωθοῦν οἱ ψυχές μας. 

Η πνευματική μου εξορία



-Πως πρέπει να προσευχώμεθα και να κλαίμε κάθε φορά που αμαρτάνουμε;

-Το αληθινό πένθος δεν είναι μία στιγμή της ψυχής, μία ψυχολογική κατάστασις, αλλά είναι, όπως λέγει ο π. Σωφρόνιος, στιγμή στην οποία ο νούς και η καρδία ζούν την ίδια κατάσταση. Πιό σαφέστερα, η βίωσις του ονόματος του Θεού στον νού και στην καρδιά.
Μ᾿ αυτή την έννοια, στον ησυχασμό, με την πρακτική εξάσκηση της προσευχής του Ιησού, ο άνθρωπος φθάνει στην ένωση νού και καρδίας. Ο νούς και η καρδία του ανθρώπου γίνονται ένα και ζούν την ίδια στιγμή την ίδια εμπειρία. Αυτή είναι η στιγμή των δακρύων.
Αυτή η στιγμή-ομιλώ κάπως αποκλειστικά-είναι η αγάπη. Δεν προέρχεται ποτέ από την ιδική μας αγάπη, επειδή η αγάπη μας δεν είναι ακόμη καρπός της φύσεώς μας· εμείς εξεπέσαμε απ᾿ αυτήν και γι᾿ αυτό τα δάκρυα εξέρχονται πολλές φορές με πόνο και γι᾿ αυτό δεν καλλιεργείται μέσα μας ο ίδιος ο πόνος, αλλά διά του πόνου, λόγω της συντριβής που νοιώθουμε για τις αμαρτίες μας επανερχόμεθα στην φυσική κατάστασι του εαυτού μας.

Δεν έχω χρόνο να αναφερθώ στο πνευματικό μου προσκύνημα, στην πνευματική μου εξορία, στην περιπλάνηση μου· θέλω να φθάσω κατ᾿ ευθείαν στην στιγμή στην οποίαν επέστρεψα στην Ορθόδοξη Εκκλησία …όταν επέστρεψα στην Εκκλησία, δια της Εξομολογήσεως και της Θείας Κοινωνίας, μου απεκαλύφθηκε στην ψυχή μου ότι η Ορθοδοξία είναι, όπως και παραπάνω σας είπα, χωρίς καμμία αμφιβολία, η φύσις του ανθρώπου, έτσι όπως την συνέλαβε ο νούς του Θεού.
Αλλά γι᾿ αυτή την φύση, που τραυματίσθηκε από την αμαρτία, ήτο ανάγκη όπως ο Ίδιος ο Θεός να κατέλθη επί της γης, να ενσαρκωθή και να γίνη άνθρωπος όμοιος μ᾿ εμάς, πλην της αμαρτίας, να πεθάνη ως άνθρωπος επί του Σταυρού και ν᾿ αναστηθή.
Να πεθάνη επί του Σταυρού για να αποκαλύψη στον άνθρωπο τι είναι ο άνθρωπος. 
Η ανθρωπολογία μας απεικονίζεται από ένα μόνο Άνθρωπο, που καλείται Ιησούς. Και οι Πατέρες μας διετήρησαν τον λόγο και το Πνεύμα αυτού του Λόγου, τον οποίον δέχθηκε η ανθρωπότητα από τον Θεό.

Είναι ενδιαφέρον το γεγονός ότι μπροστά από όλες τις ονομασίες, τις οποίες έλαβαν οι διάφορες χριστιανικές αιρέσεις, οι Πατέρες διετήρησαν το όνομα«Ορθοδοξία», το οποίον σημαίνει, όπως γνωρίζετε, αληθινή δόξα, δοξασία, γνώμη, αλήθεια.
Δηλαδή, το σπουδαιότερο (με μια παγκόσμια απήχηση), πέρα από όλες τις ονομασίες που εκράτησαν οι άλλοι, οι άγιοι Πατέρες μας ευρήκαν ότι το πράγμα το οποίον πρέπει να ομολογήσουμε μέχρις αίματος, μέχρι θανάτου μας (όπως έκαναν οι ομολογητές, σαν τον ομολογητή άγιο Μάξιμο, όπως έκαναν οι Μάρτυρές μας, από τους οποίους είναι γεμάτο το Συναξάριο), αυτή την σωστή δόξα του Θεού που είναι η μοναδική μας κληρονομιά.

Ο Κύριός μας Ιησούς Χριστός μας είπε ακόμη, ότι δεν θα είμεθα το μεγαλύτερο τμήμα πιστευόντων στον κόσμο, ούτε το πιο δυνατό· δεν είμεθα ούτε το πιο εντυπωσιακό (άλλοι μας πολέμησαν με μεγάλα κατορθώματά τους στην ιστορία).
Η Ορθοδοξία είναι ένα είδος σταχτοπούτας, και λέγοντας αυτά, μου έρχονται στον νού οι διηγήσεις και τα παραμύθια της πατρίδος μας.

Ενθυμούμαι αμυδρά-δεν κρατώ ακριβώς στην μνήμη μου-μία διήγησι για τρεις αδελφές, οι οποίες, όταν ετελείωσαν, δεν ξέρω τι έγινε με μία γριά, η οποία τις παρεκάλεσε πολύ να πάνε μέχρι την γέφυρα. Εκεί θα έλθουν τρεις νεράιδες και να εκλέξουν όποια θέλουν.
Την πρώτη και την δεύτερη κόρη τις επήραν οι μεγαλύτερες και ωραιότερες νεράιδες, ενώ την τρίτη, την μικρή και ταπεινή την επήρε η πιο άσχημη και κοντόσωμη, αλλά γεμάτη από θησαυρούς. Καί οι άλλες ξεμυαλίσθηκαν, διότι δεν είχαν κάποιο μεγάλο έργο να επιτελέσουν μέσα τους.

Επανερχόμενος ημπορώ να ειπώ ότι η Ορθοδοξία, εξ αιτίας της δυστυχίας εκ της αμαρτίας του ανθρώπου, παρέμεινε η σταχτοπούτα της ιστορίας· η μοναδική ανάμεσα στις άλλες στην ιστορία, φαινομενικά όμως· αλλά ουσιαστικά είναι το μοναδικό αξιοτίμητο πράγμα στην ιστορία του κόσμου.Καί ημπορώ να σας ειπώ ότι δεν θα έλθη φόβος από καμμία άλλη «αλήθεια» από οπουδήποτε κι αν προέρχεται.

Όντας πεταμένος εκεί, στην βαβυλωνία της Δύσεως, όπου αναμείχθηκαν και μπερδεύθηκαν όλες οι θρησκείες και φιλοσοφίες του κόσμου-όπως είναι για παράδειγμα η Νέα Εποχή-ανεκάλυψα ότι, ναί, υπάρχουν παντού θαυμαστές αλήθειες, άξιες θαυμασμού, αλλά δεν είναι παρά έσοπτρα και αινίγματα μπροστά στην Ορθοδοξία, που παραμένει στήριγμα δίπλα στον κάθε άνθρωπο.

Αυτή ήτο για μένα η Ορθοδοξία και δεν έχω λόγους να ευχαριστήσω τον Θεό και την Κυρία Θεοτόκο, διότι και μέσω των περιπλανήσεώς μου, μου απεκάλυψαν την αλήθεια! Καί σε διάστημα 31 ετών (το 1961 επέστρεψα στην Ορθοδοξία) ημέρα με την ημέρα, μήνα με τον μήνα, εμπειρία με την εμπειρία, επιβεβαιώθηκα ότι αυτή ήτο η πίστις που ζητούσε να με φέρη ο Θεός…

Στην Δύση, γενικά, εξωτερικά είναι πολύ πιο εύκολο να ζήσης, αλλά εσωτερικά αισθάνεσαι πολύ άσχημα, από ο,τι στην Ανατολή.
Εκεί δεν είχες τον φόβο του πολυβόλου ή της φυλακής, αλλά ήσουν υποταγμένος σ᾿ ένα εσωτερικό διωγμό, ένεκα του οποίου συ ο ίδιος καταλαβαινες ότι ευρίσκεσαι μακριά από την αλήθεια. Και προσπαθούσες να μάχεσαι μόνος σου εναντίον αυτών των καταστάσεων, προς τις οποίες σε εμποδίζουν οι νοοτροπίες, η ιστορία, οι συνθήκες της δυτικής ζωής. Και αυτός ο εσωτερικός διωγμός, κατά ένα τρόπο, πιστεύω ότι δεν είναι καθόλου εύκολος.

…Ήθελα ν᾿ αναφερθώ στην συνέχεια, στο παράδειγμα του αγίου Ιωάννου του Βαπτιστού, ο οποίος προετοίμαζε την οδό του Κυρίου, όταν ωμιλούσε στον εκλεκτό λαό του Θεού, στον Ισραήλ της Παλαιάς Διαθήκης. Καί εμείς, η Ορθοδοξία, είμεθα ο νέος Ισραήλ της Καινής Διαθήκης, διότι και τώρα, μετά από 2000 χρόνια, είμεθα πολύ περισσότερο σε μια πολύ παρόμοια θέση με εκείνη του παλαιού Ισραήλ.
Ο άγιος Ιωάννης ο Πρόδρομος άρχισε το προφητικό του έργο διά της κλήσεως στην μετάνοια, λέγοντας: «Καί μη δόξητε λέγειν εν εαυτοίς, πατέρα έχομεν τον Αβραάμ· λέγω γαρ υμίν ότι δύναται ο Θεός εκ των λίθων τούτων εγείραι τέκνα τω Αβραάμ»(Ματ.3,9). Σας λέγω όλα αυτά, επειδή ήμουν και εγώ μία «πέτρα».
Καί ενίοτε ερωτώ τον εαυτό μου, δεν θα ήτο καλλίτερα να ήμουν ακόμη μία πέτρα; Γι᾿ αυτό και ομολογώ την πλάνη μου, ότι ήτο πράγματι πλάνη, διότι δεν ήθελα να πάρω την ευθεία οδό. Καί όμως, μερικές φορές, έχω την εντύπωση ότι όλα ήσαν στην πρόνοια του Θεού διότι, όντας τότε σαν την πέτρα, να καταλάβω αργότερα, καλλίτερα, με τον αντίθετο τρόπο, ποιά είναι η αληθινή ζωή.

Είδα πολλές φορές ότι αυτό το οποίο προσελκύει στην Ορθοδοξία από έξω (όπως περίπου έκανα κι εγώ) είναι ότι από το ένα μέρος ολοκληρώνονται οι δυσκολίες, εκεί όπου εμείς προσπαθούμε να τις κάνουμε ευκολώτερες, διότι έχουμε την Ορθοδοξία στο αίμα μας, από τους προγόνους μας· από το άλλο μέρος, ο προσήλυτος έχει, σαν αντάμειψη, μία ζωντανή αντίληψη το τι σημαίνει Ορθοδοξία, ακριβώς με το γεγονός ότι επέρασε μέσα απ᾿ αυτή την κατάσταση της «πέτρας» και συνεπώς, ουσιαστικά, πολλές φορές καταλαβαίνει αυτό το βάθος, παρά εμείς οι οποίοι, μη γνωρίζοντας τι σημαίνει να μη το έχης, συμπεριφερόμεθα κάπως επιπόλαια.

Καί τι είναι αμαρτία; Θα σας απαντήσω από την θλιβερά μου εμπειρία: Είναι ένα τίποτε, είναι ο θάνατος.
Έχει μία φαινομενική απόλαυση της ζωής, της ηδονής, της κοσμικής σοφίας, τα οποία τελικά είναι ένα ψέμμα! Μπορεί να αποφεύγη κάποιος την οδό της αμαρτίας, αλλά μόνο διά της πολλής προσευχής.

Γέροντος Ραφαήλ Νόικα: Η επιστροφή μου στην Ορθοδοξία και η είσοδός μου στον μοναχισμό,Μετάφρασις – επιμέλεια υπό αδελφών Ιεράς Μονής Όσιου Γρηγορίου Αγίου Όρους 2005

Τον Ιωάννη τον βαπτιστή τιμά η Ορθόδοξος Εκκλησία



Τον γιορτάζει δε πολλές φορές τον χρόνο. Και οι αγιογράφοι ιστορούνε την ζωή του σε εικόνες, τις οποίες τις βάζουνε αριστερά της Ωραίας Πύλης και δίπλα στην εικόνα του Χριστού. Εορτές προς τιμή του Αγίου Ιωάννη του Προδρόμου και Βαπτιστού:

7 Ιανουαρίου Σύναξη του Αγίου Ιωάννη Προδρόμου και Βαπτιστού
24 Φεβρουαρίου Α' και Β' Εύρεση Τιμίας κεφαλής του Αγίου Προφήτου, προδρόμου και βαπτιστού Ιωάννη
25 Μαΐου Μνήμη της Γ' ευρέσεως της τιμίας κεφαλής του προφήτου Προδρόμου και Βαπτιστού Ιωάννου
24 Ιουνίου Το Γενέθλιο του Αγίου Ιωάννη Προδρόμου και Βαπτιστού
29 Αυγούστου Αποτομή της Τιμίας Κεφαλής του Αγίου Ιωάννη Προδρόμου και Βαπτιστού
23 Σεπτεμβρίου Η Σύλληψη του Αγίου Ιωάννη Προδρόμου και Βαπτιστού


Η συλληψη του Προδρόμου (23 Σεπτεμβρίου)
Ο Ιωάννης ο Πρόδρομος ήταν υιός του ιερέως Ζαχαρίου και της Ελισάβετ. Γεννήθηκε έξη μήνες προτού γεννηθεί ο Χριστός και έγινε Πρόδρομος του Κυρίου και Βαπτιστής Του. Οι γονείς του Προδρόμου ήσαν ευσεβείς και θεοφοβούμενοι, άλλα άτεκνοι. Ποθούσανε ολόψυχα ν’ αποστήσουνε ένα παιδί. Άπειρες και θερμές ήταν οι προσευχές τους στο Θεό, για την εκπλήρωση αυτής της γλυκείας επιθυμίας. Ο χρόνος όμως κύλησε, χωρίς καμιά θεϊκή απάντηση στο ποθητό τους αίτημα. Ο Ζαχαρίας έκανε πάντοτε την Ιερατική του λειτουργία στο Ναό του Σολομώντος. Σύμφωνα δε με την συνήθεια, που επικρατούσε τότε στο Ιερατείο, ο Ιερεύς ο οποίος θα προσέφερε θυμίαμα στο θυσιαστήριο των θυμιαμάτων διαλεγόταν με κλήρο. Μια μέρα, λοιπόν, ο κλήρος έπεσε στον Ιερέα Ζαχαρία. Τότε αυτός προχώρησε μέσα στο Ναό του Κυρίου, για να προσφέρει το θυμίαμα, ενώ πλήθος κόσμου ήταν συγκεντρωμένο και προσευχότανε εκεί έξω από το Θυσιαστήριο. Την ώρα, όμως που το θυμίαμα άρχισε ν’ ανεβαίνει ανάλαφρα και να ευωδιάζει ο Ναός από το άρωμά του ο Ζαχαρίας είδε ένα αστραποβόλο Άγγελο να κάθεται στα δεξιά του Θυσιαστηρίου. Αμέσως τον κατέλαβε ταραχή και τον κυρίεψε ο φόβος. Τότε ο Άγγελος με φωνή γλυκιά και καθησυχαστική του είπε. «Μή φοβοῦ Ζαχαρία, διότι εἰσηκούσθη ἡ δέησίς σου, καί ἡ γυνή σου Ἐλισάβετ γεννήσει υἱόν σοί».
-Μη φοβάσαι, δηλ. Ζαχαρία. Δεν είναι για να φοβάσαι τούτη τη στιγμή, αλλά για να χαίρεσαι. Μεγάλη είδηση χαράς σου φέρνω: Η παράκληση σου, που έκανες στο Θεό τόσες φορές, εισακούστηκε. Η Ελισάβετ θα σου γεννήσει παιδί και θα το ονομάσεις Ιωάννη.
Ο Ζαχαρίας, όμως, ενώ ακούει αυτά τα ουρανόσταλτα λόγια, σκέφτεται την προχωρημένη ηλικία της γυναίκας του και την στειρότητά της. Σκέφτεται και τα δικά του γεράματα και ρωτάει τον Άγγελο με κάποια δυσπιστία:
Με ποιο τρόπο, με ποιο σημάδι μπορώ να πιστέψω και να βεβαιωθώ αυτό που μου λες; Πώς να το πιστέψω αυτό, αφού κι εγώ είμαι γέροντας και η γυναίκα μου είναι περασμένη στα χρόνια;
Τότε ο Άγγελος του αποκρίθηκε; Εγώ είμαι ο Γαβριήλ. Είμαι ο Αρχάγγελος, που στέκομαι δίπλα στο Θεό για να τον υπηρετώ. Και είμαι απεσταλμένος του Θεού να σου φέρω αυτές τις χαρούμενες ειδήσεις. Αφού όμως ζητάς σημάδι, για να πιστέψεις, θα το έχεις. «Ἰδού ἔση σιωπῶν καί μή δυνάμενος λαλῆσαι». Από χώρα μέχρις ότου γεννηθεί το παιδί, θα είσαι άλαλος και βουβός.
Έπειτα από λίγες μέρες η Ελισάβετ συνέλαβε υιό και ένοιωσε μέσα της να σκιρτάει η ζωή. Πέντε μήνες κρύβει την εγκυμοσύνη της η Ελισάβετ από ντροπή, για την ηλικία που βρίσκεται. Έπειτα όμως φανερώνεται. Καταλαβαίνει, ότι πρέπει να δείξει την χάρη, που της έκανε ο Θεός. Κι εκεί, που ο κόσμος την συγχαίρει, για το ευχάριστο γεγονός, εκείνη δοξάζει τον Θεό και Τον ευχαριστεί διότι την απάλλαξε από την ντροπή της ατεκνίας. Πρέπει να τονίσουμε εδώ ότι η ατεκνία ήταν ντροπή μεγάλη και όνειδος σκληρό την εποχή εκείνη.
Το σκίρτημα του βρέφους
Όταν η Ελισάβετ ήταν έγκυος έξι μηνών, την επισκέφθηκε η Παναγία, η οποία τότε είχε πάρει από τον Αρχάγγελο Γαβριήλ το μέγιστο άγγελμα της θείας σαρκώσεως του Χριστού. Η Παναγία μπήκε στο σπίτι του Ζαχαρία και φίλησε την συγγενή της Ελισάβετ. Τότε στα σπλάγχνα της Ελισάβετ, με τον χαιρετισμό της Παρθένου, σκίρτησε το βρέφος. Αλλά κι εκείνη πλημμύρισε από πνεύμα Άγιο και μακάρισε την Παναγία, για την μεγάλη τιμή, που της έκανε ο Θεός. Λέγει η Ελισάβετ προς την Παναγία, Είσαι η μητέρα του Κυρίου μου. Διότι μόλις άκουσα το χαιρετισμό σου πήδησε στην κοιλιά μου το βρέφος με χαρά ασυγκράτητη. «Ἰδού γάρ ὡς ἐγένετο ἡ φωνή τοῦ ἀοπασμοῦ σου εἷς τά ὦτα μου ἐσκίρτησε τό βρέφος ἐν ἀγαλλιάσει ἐν τή κοιλία μου».

Η γέννηση του Προδρόμου (24 Ιουνίου)
Οι εννέα μήνες της εγκυμοσύνης της Ελισάβετ περάσανε. Και, όταν ο χρόνος συμπληρώθηκε, εκείνη γέννησε τον Πρόδρομο. Την ογδόη ημέρα συγκεντρωθήκανε στο σπίτι του Ζαχαρίου οι συγγενείς, οι γείτονες, οι φίλοι και οι γνωστοί για να κάνουν την περιτομή στο παιδί και να του χαρίσουν το όνομα. Λογάριαζαν μάλιστα να του δώσουνε το όνομα του πατέρα του. Να τον πούμε δηλ. Ζαχαρία. Η Ελισάβετ, όμως φωτίστηκε από το Άγιο Πνεύμα και του είπε:
Το παιδί δεν θα ονομαστεί Ζαχαρίας, αλλά Ιωάννης 
Εν τω μεταξύ άρχισαν να ρωτούνε με νεύματα τον Ζαχαρία, για να τους πει ποιο όνομα να δώσουνε στο παιδί. Εκείνος τότε, βουβός κι αμίλητος, ζήτησε ένα μικρό πίνακα για να γράψει τη θέληση του, που ήταν, όπως είδαμε και θέλημα του Θεού.
Τού φέρανε, λοιπόν ένα πινακίδιο κι αυτός τότε σταθερά έγραψε: Ιωάννης έστι το όνομα αυτού.
Την στιγμή όμως αυτή λύθηκε η γλώσσα του Ζαχαρίου. Αρχισε τότε να μιλάει ελεύθερα και να δοξάζει το Όνομα του Μεγαλοδύναμου Θεού. Όλοι μάθανε έπειτα με κάθε λεπτομέρεια για το θαύμα της Συλλήψεως, το θαύμα της αφωνίας του Ζαχαρία και όλα χα σχετικά με τη γέννηση και την ονομασία του Προδρόμου. Με γλώσσα ελεύθερη πλέον, με φωνή δυνατή, γεμάτη από ιερή συγκίνηση, και πλημμυρισμένη από Άγιο Πνεύμα, ο Ζαχαρίας λέει χώρα λόγια προφητικά. Προφητεύει για τον ερχομό του Χριστού, του Μεσσία. Μιλάει για την αποστολή του παιδιού του. Τα λόγια του έχουν μέσα Βάρος ουράνιο και κάλλος θειο.

Τα πρώτα παιδικά του χρόνια
Αν και δεν υπάρχουν πολλά στοιχεία για την παιδική ηλικία του Ιωάννου, εν τούτοις εύκολα συμπεραίνεται, ότι ο Πρόδρομος του Χριστού έζησε κοντά στους ευλαβείς γονείς του. Υπάρχει παράδοση κατά την οποίαν, όταν οι στρατιώτες του Ηρώδη έσφαζαν τα νήπια, η Ελισάβετ πήρε τον Ιωάννη και έφυγε. Έφθασε μπροστά σε κάποιο βουνό και οι στρατιώτες θα τον έπιαναν. Το βουνό άνοιξε. Πέρασε η Ελισάβετ αντίπερα, το βουνό έκλεισε και ο Ιωάννης σώθηκε!

Ο Ιωάννης ο Πρόδρομος στην έρημο
Αφήνει το σπίτι του, τους γνωστούς και τους συγγενείς και φεύγει για την έρημο της Ιουδαίας... Εκεί ο Πρόδρομος είναι ντυμένος με τα πιο φτωχά και σκληρά ρούχα. Φοράει ένα ρούχο σκληρό από τρίχας καμήλου. Είναι κι αυτό συμβολικό, γιατί η καμήλα είναι το πιο υπομονετικό ζώο της ερήμου... Υπομονή κι επιμονή θέλει και η άσκηση του Προφήτου. Φόρεσε λοιπόν το ρούχο που ήταν από καμηλίσια τρίχα και προχώρησε βαθειά στην έρημο. Ανυπόδητος, ο Άγγελος αυτός της ερήμου, ζει κάτω από τον καυτερό ήλιο της μέρας και από ανυπόφορο κρύο της νύχτας. Νηστεύει, νεκρώνει κάθε σαρκική επιθυμία, προσεύχεται, επικοινωνεί με τον Θεό και ανεβαίνει ένα, ένα τα σκαλοπάτια της σκληρής ασκητικής ζωής. Ο δρόμος του, δρόμος του Θεού, λαμποκοπάει στη ζωή του. Καμιά επικοινωνία δεν τον δένει με τους ανθρώπους της εποχής του. Αλλά, ενώ η εμφάνιση του είναι τόσο απλή και ασκητική, η παρουσία του είναι σοβαρή, επιβλητική, ηγεμονική. Η εξαιρετική του απλότητα του δίνει ένα συγκλονιστικό μεγαλείο. Η ακτινοβολία της αρετής του τραβάει σαν μαγνήτης…

«Φωνή βοῶντος ἐν τή ἐρήμω...»
Ήλθε λοιπόν η ώρα. Ο Θεός τον ειδοποίησε ν’ αρχίσει το έργο του.
Και άρχισε στις όχθες του Ιορδάνη. Ο κόσμος απορεί:
-Ποιος είναι αυτός ο Προφήτης;
-Ποιος είναι ο μεγάλος αυτός Προφήτης της Παλαιάς Διαθήκης, που παρουσιάστηκε στις ημέρες μας; λέγουν.
-«Φωνή βοῶντος ἐν τή ἐρήμω, ἑτοιμάσατε τήν ὁδόν Κυρίου, εὐθείας ποιεῖτε τάς τρίβους Αὐτοῦ». 
Δηλαδή είναι η φωνή ανθρώπου που κράζει δυνατά στην έρημο και λέγει: Ετοιμάσατε τον δρόμο του Θεού ή καλύτερα, ετοιμάσατε τον εαυτό σας με την μετάνοια για να δεχτεί η ψυχή σας καθαρή, την διδασκαλία του Χριστού. Κάνατε ίσους τους δρόμους απ’ όπου Εκείνος θα περάσει. Καθαρισθείτε εσωτερικά με την μετάνοια...
Οι Ευαγγελιστές θεωρούν τον Ιωάννη σαν τον Άγγελο, τον οποίον συμφωνά με την προφητεία του Προφήτου Μαλαχίου θα έστελνε ο Θεός να ετοιμάσει τον δρόμο του αναμενόμενου Μεσαίου. Ο Πρόδρομος, λοιπόν, δεν είναι απλώς ένας Άγιος, ένας Ασκητής, ένας Προφήτης, αλλά ένας μεγάλος Προφήτης, την παρουσία του οποίου προαναγγέλλουν οι πιο μεγάλοι Προφήτες της Παλαιάς Διαθήκης.
Το 29, λοιπόν, μ.Χ. κατέρχεται στις όχθες του Ιορδάνη και κηρύττει στον κόσμο. «Μετανοεῖτε, λέγει, ἤγγικε γάρ ἡ Βασιλεία τῶν Οὐρανῶν». Το κήρυγμα του Προδρόμου είναι ελπιδοφόρο. Μιλάει για σωτηρία και λύτρωση. Η μετάνοια είναι θειο δώρο. Το αμάρτημα στη γη δεν είναι η καταδίκη οριστική, έρχεται σε λίγο λύτρωσης. Η Βασιλεία των ουρανών πλησιάζει.

Μετάνοια και Βάπτιση
Το κήρυγμά του, συγκινεί βαθειά τις ψυχές των ανθρώπων, που είναι κουρασμένες από το χάος, το σκοτάδι, την αβεβαιότητα, την αμαρτία και το άγχος. Όλα τα Ιεροσόλυμα, όλη η Ιουδαία και τα περίχωρα του Ιορδανού τρέχουν σ’ αυτόν τον φωτισμένο Ασκητή της Ερήμου, για ν’ απαλύνουν την πίκρα της καρδιάς τους. Τον ακούνε με λαχτάρα. Τού εξομολογούνται έπειτα τις αμαρτίες τους. Του λένε για αδικίες και πράξεις βρωμερές, που έκαναν στη ζωή τους και που εξαιτίας τους πνίγονται στον πόνο και την θλίψη και μαστίζονται από τους ελέγχους της συνειδήσεως. Εκδηλώνουν την μετάνοιά τους πρώτον κι έπειτα Βαπτίζονται από τον Πρόδρομο στα γάργαρα νερά του Ιορδάνη. Βεβαίως δεν συγχωρούσε τις αμαρτίες το βάπτισμα του Ιωάννου. Απλώς ήταν βάπτισμα μετανοίας, δηλ. συναίσθηση της αμαρτωλότητας τους και πόθος να σωθούν από τον αναμενόμενο Μεσσία. Ο Ιωάννης ο Πρόδρομος δεν μιλάει μόνο για μετάνοια και βάπτιση, αλλά προχωράει και πιο πέρα μιλάει για έμπρακτη μετάνοια.

Αποκαλύπτει
Κι εκεί όμως που δίδασκε, απαντούσε σε ερωτήσεις και Βάπτιζε, ο Πρόδρομος, πολλοί άρχισαν να σκέπτονται, μήπως αυτός είναι ο Μεσσίας, τον οποίο περίμεναν, μήπως αυτός είναι Χριστός...
Τότε το Προφητικό μυαλό φωτίστηκε και το στόμα του είπε λόγια Βαρυσήμαντα και αποκαλυπτικά: 
—Όχι, τους λέγει. Δεν είναι όπως σκέφτεστε. Εγώ μεν σας βαπτίζω με απλό νερό. Πίσω από μένα όμως έρχεται Εκείνος, που είναι Μεγάλος και Δυνατός.
«Ὁ δέ ὀπίσω μου Ἐρχόμενος Ἰσχυρότερός μου ἔστιν».
Εκείνου, εγώ, ούτε τα σανδάλια δεν είμαι άξιος να Βαστώ στα χέρια μου. Ούτε τα λουριά των παπουτσιών Του να λύσω..
«Αὐτός ὑμᾶς βαπτίσει ἐν Πνεύματι Ἁγίω καί πυρί». Αυτός θα σας Βαπτίσει με Πνεύμα Άγιο και φωτιά της θείας Χάριτος.

Ο Βαπτιστής
Με τους αμαρτωλούς και ακάθαρτους -σε σκέψεις, λογισμούς και πράξεις ανθρώπους, -πηγαίνει ο καθαρός και αμόλυντος Χριστός στον Ιορδάνη, κοντά στον Προφήτη Ιωάννη, για να βαπτιστεί. Πρώτη φορά βλέπει ο Πρόδρομος τη θεία μορφή Του. Βλέπει τον Κύριο να προχωρεί προς το μέρος του, εκεί δηλαδή που βάπτιζε στον ποταμό. Θείος ίλιγγος τον καταλαμβάνει. Δεν ξέρει πώς να υποδεχτεί τον Δεσπότη Χριστό. Ο Ιησούς όμως με άφραστη ταπείνωση τον πλησιάζει και του λέγει να τον βάπτιση. Ανατριχιάζει ο Ασκητής στο άκουσμα αυτών των λόγων και παρεμποδίζει τον Χριστό, λέγοντας:«Ἐγώ χρείαν ἔχω ὑπό Σου βαπτισθῆναι καί Σύ ἔρχη πρός μέ;».
Εγώ δηλ. έχω ανάγκη να βαπτισθώ από Σένα και συ έρχεσαι σε μένα; Εκείνη τη στιγμή ο Πρόδρομος ένοιωθε πώς είναι «αχρείος δούλος» μπροστά στο Θεϊκό Μεγαλείο του Χριστού.
Ο Λυτρωτής όμως δεν τον αφήνει να πνιγεί σε σκέψεις και συλλογισμούς, αλλά τον διακόπτει λέγοντας Του:
— Άφησε τώρα. Έτσι πρέπει να κάνουμε. Πρέπει να γίνει όλη η διαδικασία, που απαιτεί η δικαιοσύνη της Π. Διαθήκης. δηλαδή κι εγώ ο αναμάρτητος πρέπει να εφαρμόσω τον Μωσαϊκό Νόμο, σαν να είμαι αμαρτωλός. Ο κατάλευκος τότε κι αναμάρτητος Ιησούς, μπήκε στον Ιορδάνη ποταμό και βαπτίσθηκε.
Έτσι ο Ιωάννης ο Πρόδρομος δεν γίνεται μόνο βαπτιστής του Χριστού, αλλά και ο μάρτυρας ενός θαυμάσιου γεγονότος.
Μπροστά του βλέπει την Τρισυπόστατο Θεότητα τον Πατέρα, τον Υιό και το Άγιο Πνεύμα. Και με όσα βλέπει κι ακούει και με όσα η θεία Χάρις του επιτρέπει να μιλάει καθαρά, επιγραμματικά και αλάνθαστα, ο Πρόδρομος γίνεται τίμιος και ειλικρινής μάρτυρας. Η μαρτυρία είναι αξιόπιστη και θεόπνευστη.
Λέγει ο Βαπτιστής:
«Καγῶ ἐώρακα καί μεμαρτύρηκα ὅτι Οὗτος ἐστίν ὁ Υἱός τοῦ Θεοῦ».
Πράγματι, εγώ δηλαδή είδα το Πνεύμα να κατεβαίνει και να μένει σ’ Αυτόν. Και έχω δώσει μαρτυρία, ότι Αυτός είναι ο Υιός του Θεού. Η Βάπτισις του Κυρίου έγινε το έτος 30 μ.Χ.
Δημόσιος έλεγχος
Ο Πρόδρομος δεν είναι μονάχα ο κήρυκας της μετανοίας, δεν είναι μόνον ο προάγγελος της χαράς του ερχομού του Χριστού, αλλά είναι συγχρόνως και μια φωνή ελέγχου. Ο Πρόδρομος δεν μένει αδιάφορος και απαθής στην διεφθαρμένη ζωή των ισχυρών και δυνατών. Ο μεγαλόστομος αυτός Προφήτης, ο άγγελος της ερήμου, φρίττει από την ανηθικότητα των αρχόντων. Εν τω μεταξύ βλέπει έναν λαό πικραμένο, και δυστυχισμένο, που δεν τολμάει με κανένα τρόπο να σηκώσει κεφάλι, να φωνάξει να διαμαρτυρηθεί για τις αδικίες. Τότε ο Πρόδρομος λύνει τη σιγή του, για τα όσα συμβαίνουν στον κόσμο της διαφθοράς. Σταματάει για λίγο το Μετανοείτε κι αρχίζει το Κατηγορώ. Αστραφτερό μαχαίρι γίνεται η φωνή του και κόβει το μαύρο πέπλο της σιγής και του τρόμου.
Ο Ηρώδης τον οποίο κατηγορούσε ο Πρόδρομος ήταν Τετράρχης, δηλαδή είχε στην εξουσία του το ένα τέταρτο της βασιλείας του πατέρα του. Είχε δε και άλλα τρία αδέλφια. Αυτός, λοιπόν, αγάπησε την γυναίκα του αδελφού του Φιλίππου, την διεφθαρμένη Ηρωδιάδα. Κυριευμένος από αισχρή επιθυμία, έδιωξε την νόμιμη γυναίκα του, που ήταν θυγατέρα του βασιλιά της Αραβίας Αρέτα, και άρπαξε με την αμαρτωλή θέληση της, την Ηρωδιάδα. Έτσι, λοιπόν, ενώ ο αδελφός του ζούσε κι ενώ η Ηρωδιάδα είχε αποκτήσει με τον Φίλιππο μια κόρη τη Σαλώμη, ο Ηρώδης καταπατώντας τον Μωσαϊκό νόμο, τον νόμο του Θεού παίρνει γυναίκα του, την γυναίκα του αδελφού του. Η φωνή του Προδρόμου γίνεται σάλπιγγα έλεγχου. Συνταράζει την μαλθακότητα και την χλιδή των αιμομικτών. Και ενώ ο λόγος του Προδρόμου, που πηγαίνει κάτω από τα ανάκτορα και φωνάζει, κτυπάει αμείλικτα όλες τις παρανομίες του Ηρώδη και η γλώσσα του μαστιγώνει την Ηρωδιάδα, ο Ηρώδης αποφασίζει να προσθέσει ένα ακόμη έγκλημα στην αλυσίδα των εγκλημάτων του. Συλλαμβάνει τον γενναίο Ασκητή της ερήμου και τον ρίχνει στις υγρές κι ανήλιαγες φυλακές του φρουρίου της Μαχαιρούντος.

Ο λαός ακολουθεί τον Πρόδρομο
Μέσα από το δεσμωτήριο ο Πρόδρομος, διδάσκει τον λαό, αλλά κι ασίγαστα ελέγχει την παρανομία των ανακτόρων. Ο Ηρώδης με την αισχρή προτροπή της ανήθικης γυναίκας του, αποφασίζει να τον εξοντώσει. Δεν τολμάει όμως, γιατί φοβάται τον λαό. Όπως βλέπομε από την Καινή Διαθήκη, την εποχή εκείνη άρχισε ο Χριστός την δημοσία δράσι και τα θαύματα του. Ο Πρόδρομος άκουγε στη φυλακή για τα θαύματα του Ιησού και έστειλε δύο μαθητές του στο Χριστό να τον ρωτήσουνε:
—Συ είσαι αυτός που περιμένουν οι Εβραίοι να τους λυτρώσει ή περιμένουμε κανέναν άλλον;
Και η ερώτηση εκείνη δεν ήταν δυσπιστία του Προδρόμου, αλλά ήθελε με την απάντηση που θα παίρνανε από τον Κύριο να στερεωθεί η κλονισμένη πίστη τους. Έπρεπε να δούνε το Χριστό, να δούνε τα θαύματά του, να τον πιστέψουν και να τον ακολουθήσουνε εις το εξής. Διότι το έργο του Ιωάννου τελείωσε. Δεν έπρεπε να περιμένουν τίποτε άλλο από αυτόν ο οποίος σε λίγο θα φονευόταν.
Η απάντησης του Κυρίου είναι μεγαλειώδης. Δεν είναι κούφια λόγια, αλλά θαυματουργική δόξα. Βλέπουνε οι μαθητές του Ιωάννου με τα μάτια τους θαυμαστά γεγονότα.
Τούς λέγει, λοιπόν, ο Χριστός:
—Πέστε στον Ιωάννη όσα βλέπετε κι ακούτε. Κι αυτά όλα είναι θαύματα. Τυφλοί βλέπουν, κουτσοί περπατούν, λεπροί καθαρίζονται και νεκροί ανασταίνονται. Επομένως από αυτά που είδαν, κατάλαβαν, ότι ο Χριστός είναι ο προσδοκώμενος Μεσσίας, τον οποίον έπρεπε ν’ ακολουθήσουν.

Το αμαρτωλό τραπέζι του Ηρώδη - Ο Χορός της Σαλώμης
Οι βασιλείς και οι άρχοντες τον καιρό εκείνο συνηθίζανε να γιορτάζουνε σαν μέρες χαράς και ευτυχίας την ημέρα της γεννήσεως τους και την ημέρα που ανεβαίνουνε στο θρόνο και στην εξουσία. Και ο Ηρώδης γιόρταζε πάντοτε με ξεχωριστή λαμπρότητα την γιορτή των γενεθλίων του. Εκείνο, λοιπόν τον χρόνο, που ο Πρόδρομος ήταν φυλακισμένος, ο Ηρώδης κάλεσε όπως πάντα, όλη την αριστοκρατία του καιρού του, για να πανηγυρίσει τα γενέθλιά του. Κι ενώ το μισητό συμπόσιο προχωρούσε και η αμαρτία έκαιγε τις ψυχές, η Σαλώμη, η κόρη της Ηρωδιάδας, βγήκε ντυμένη άσεμνα μπροστά στους καλεσμένους και άρχισε να χορεύει έναν έξαλλο δαιμονικό χορό. Οι διαφθαρμένοι χειροκροτούν με ενθουσιασμό την Σαλώμη. Οι φαύλες κι αμαρτωλές κινήσεις της τους συγκινήσανε. Και τότε ενθουσιάζεται και ο γέρο - Ηρώδης. Την καλεί κοντά του και της λέγει:
— Ζήτησέ μου ότι θέλεις και θα σου το δώσω! Σου ορκίζομαι ότι θα σου δωρίσω ότι κι αν μου ζητήσεις, έστω κι αν μου ζητήσεις το μισό βασίλειο μου...
Η φαύλη νέα τρέχει τότε στη μητέρα της και την ρωτάει τι να ζητήσει από τον Ηρώδη. Η Ηρωδιάδα, ο θηλυκός αυτός σατανάς, χαμογελάει δαιμονικά. Η μανία της για τον Πρόδρομο, που ελέγχει την ανήθικη ζωή της, φουντώνει. Χωρίς, λοιπόν, να χάση καιρό, την δασκαλεύει να ζητήσει - Ώ δωρεά παρανομωτάτη, - την κεφαλή του Προδρόμου.

Ο Ιωάννης αποκεφαλίζεται
Μπαίνει λοιπόν αμέσως η Σαλώμη στην αίθουσα του αισχρού συμποσίου και ζητάει, χωρίς χρονοτριβή, το κεφάλι του Ιωάννου του Προδρόμου. Ζητάει, μετά το σατανικό χορό της, να πλημμυρίσει την τράπεζα του συμποσίου με το αίμα του αθώου Προφήτου. Κομπιάζει για λίγο ο Ηρώδης, γιατί φοβάται να εξοντώσει τον Πρόδρομο. Όλα αυτά όμως δεν ήτανε τίποτε άλλο, παρά δικαιολογίες. Το έγκλημα έχει προαποφασισθεί. Η επιθυμία, λοιπόν, της Ηρωδιάδας που θέλει να κυλιέται ανεμπόδιστα και χωρίς έλεγχο στην αμαρτία, γίνεται πραγματικότητα. Το αίτημα της Σαλώμης δεν αργοπορεί. Κι ενώ οι δαιμονόψυχοι και αιμοβόροι διασκεδάζανε, άγριο και κοφτερό σπαθί του δημίου, του σκεπουλάτορα, έκοβε την αγία κεφαλήν του Τιμίου Προδρόμου στη φυλακή. Όλα γίνονται με ταχύτητα. Φέρουνε τρέχοντας οι στρατιώτες το ματωμένο κεφάλι του Προφήτου στα ανάκτορα, στο τραπέζι των θλιβερών δημίων. Το βάζουνε σε πιάτο γεμάτο αίματα και το τοποθετούν ανάμεσα στα φαγητά. Άγρια δαιμονική ικανοποίηση αισθάνεται η Ηρωδιάδα. Έπειτα πλημμυρισμένη ακόμα από κακία και πάθος εκδικήσεως, παίρνει μια βελόνα και τρυπάει μ’ αυτή τη γλώσσα που την ταλάνιζε, που την συγκλόνιζε με την τρομερή φωνή του ελέγχου του.

Το λείψανο του Αγίου
Μετά το φρικιαστικό αυτό έγκλημα, οι μαθητές του Προδρόμου τρέχουν στη φυλακή. Αψηφούν τους κινδύνους. Δεν λογαριάζουν την οργή της ασύδοτης εξουσίας και παίρνουν το ασκητικό κορμί του Προφήτη. Με συγκίνηση και λύπη το θάβουνε κι έπειτα πηγαίνουνε στο Χριστό και του αναφέρουν τα καθέκαστα.
Τι έγινε το λείψανο του Προδρόμου;
Όπως αναφέρουν οι χρονογράφοι και οι συναξαριστές το σώμα του Αγίου ετάφη στην πόλη Σεβάστεια της Ιουδαίας. Ήταν δε προφυλαγμένο μέσα σε θήκη. Ο χρονογράφος Μοναχός Γεώργιος Αμαρτωλός, μας πληροφορεί ότι το λείψανο του Αγίου κάηκε επί της βασιλείας του αντίχριστου αυτοκράτορα Ιουλιανού του Παραβάτου. Η δεξιά του χειρ, εκείνη που άγγιξε την κεφαλή του Δεσπότου Χριστού, σώζεται σήμερον εις την Ιερά Μονή Διονυσίου του Αγίου Όρους.

Η τιμία κεφαλή – Πρώτη και Δεύτερη εύρεσης (24 Φεβρουαρίου)
Η τιμία όμως κεφαλή του Αγίου δεν κάηκε. Μετά την αποκεφάλιση του Προδρόμου, όπως είδαμε, η τιμία κεφαλή του δόθηκε σαν δώρο στην Σαλώμη, για τον αμαρτωλό χορό της. Και τελικά εκεί κάπου παραπετάχτηκε από την ασεβέστατη Βασιλική οικογένεια. Αλλού πάλι αναφέρεται ότι η Ηρωδιάδα διέταξε να θάψουν κοντά στα ανάκτορα την τιμία κεφαλή του Προδρόμου και πήγαινε εκεί και καταπατούσε το σημείο της ταφής για να ξεδιψάσει λίγο το Βάρβαρο μίσος της κατά του Αγίου.
Η πρώτη εύρεση της έγινε κατά τρόπο θαυματουργικό. 
Ο ίδιος ο Πρόδρομος φανέρωσε το μέρος που ήταν η τιμία κεφαλή του σε δύο καλογέρους που πηγαίνανε να προσκυνήσουνε τον Άγιο Τάφο. Την βρήκανε εκεί κοντά στ’ ανάκτορα του Ηρώδη και την περιμαζέψανε με ευλάβεια.
Ύστερα την πήρε από τους Μονάχους ένας κεραμέας και την μετέφερε στην Έμεσα. Μετά όμως από το θάνατο του κεραμέα και της αδελφής του, ο πολύτιμος αυτός θησαυρός, η τίμια κεφαλή, πέρασε διαδοχικά από πολλούς ευσεβείς και τελικά έπεσε στα χέρια ενός Αρειανού, ονομαζόμενου Ευσταθίου. Ο αιρετικός λοιπόν αυτός κατοικούσε σ’ ένα σπήλαιο και τα θαύματα που γινότανε με την δύναμη της τιμίας κεφαλής, τις θεραπείες που βλέπανε οι ασθενείς και πολλά άλλα, τα παρουσίαζε σαν θαύματα της αιρέσεως του Αρείου. Τότε όμως απομακρυνθεί από τους Ορθοδόξους από το μέρος εκείνο ο Ευστάθιος και η τιμία κεφαλή του Αγίου, κατά θεία οικονομία έμεινε εκεί στο σπήλαιον. Εκεί λοιπόν την βρήκανε το 431 επί της Βασιλείας του αυτοκράτορα Θεοδοσίου του μικρού.
Και αυτή η εύρεσης έγινε υστέρα από αποκαλύψεις και οράματα του θελήματος του Θεού. Την βρήκανε μάλιστα μέσα σε μια υδρία και ο Αρχιμανδρίτης Μάρκελλος με τον Επίσκοπο της Έμεσης Ουράνιο, την φέρανε στην Εκκλησία, όπου έγιναν θαύματα μεγάλα και παράδοξα. Η εύρεσης αυτή γιορτάζεσαι στην Εκκλησία μας στις 24 Φεβρουαρίου.
Όπως αναφέρει ο Δοσίθεος η κάρα του τιμίου Προδρόμου φυλάχτηκε με προσοχή. Ο βασιλεύς Ουάλης μάλιστα διέταξε να την πάνε στην Κωνσταντινούπολη. Καθώς δε την μεταφέρανε πάνω σε άμαξα, η άμαξα ξαφνικά σταμάτησε. Τα άλογα δεν προχωρούσανε με κανένα τρόπο. Έτσι υποχρεώθηκαν να την αφήσουν σε κάποια κωμόπολη ονομαζόμενη Κολάου.
Εκεί λέγει ο Δοσίθεος, κατέβηκε ο αυτοκράτορας Μέγας Θεοδόσιος και πήρε την τιμία κεφαλή στο Βασιλικό αμάξι και την μετέφερε στην Κωνσταντινούπολη σε μία θέση, που ονομαζόταν Έβδομον.
Εκεί ο αυτοκράτορας έκτισε μεγαλοπρεπή Ναό προς τιμήν του Αγίου κι τοποθέτησε την κεφαλή του.
Αργότερα ένα μέρος από την τιμία κάρα βρισκότανε στο Μοναστήρι του Αγίου Διονυσίου στο Άγιο Όρος. Το κλέψανε όμως κι είναι άγνωστο που βρίσκεται σήμερα. Ένα μέρος της κάρας βρίσκεται στην Ουγγροβλαχία στο Μοναστήρι Καλούτι. Αυτό όμως αφιερώθηκε στον Πανάγιο Τάφο…

Τρίτη εύρεσης (25 Μαΐου)
Σύμφωνα με τη Παράδοση και τα ιστορούμενα στους εκκλησιαστικούς ύμνους, αναφέρεται και τρίτη εύρεσης της τιμίας κεφαλής του Ιωάννου του Προδρόμου. Η ανεύρεσης αυτή έγινε από κάποιον ιερέα στα Κόμανα της Καπαδοκίας, απ’ όπου μετακόμισαν, με λαμπρή επισημότητα, το λείψανο στην Κωνσταντινούπολη. Τα απολυτίκιον της εορτής αυτής, που είναι στις 25 Μαΐου, λέγει τα εξής:
«Ὡς θεῖον θησαύρισμα ἐγκεκρυμένον τή γῆ, Χριστός ἀπεκάλυψε τήν κεφαλή σου ἠμίν, Προφήτα καί Πρόδρομε, πάντες οὔν συνελθόντες, ἐν τή ταύτης εὐρέσει, ἄσμασι θεηγόροις, τόν Σωτήρα ὑμνοῦμεν τόν σώσοντα ἠμᾶς ἐκ φθορᾶς; ταῖς ἱκεσίες σου».
Στην τρίτη εύρεση της τιμίας κεφαλής του Προδρόμου εγκώμιο έπλεξε ο Θεόδωρος ο Στουδίτης. Το εγκώμιο αυτό βρίσκεται στη Λαύρα και στην Ιερά Μονή του Διονυσίου. Από το εγκώμιο αυτό βγαίνει το συμπέρασμα όχι στο Μοναστήρι των Στουδιτών θα ευρίσκετε τότε ολόκληρη η κάρα του Τιμίου Προδρόμου ή μέρος αυτής. Στις 7 Ιανουαρίου η Εκκλησία μας εορτάζει μαζί με την Σύναξη του Προφήτου Προδρόμου και την μετακομιδή της τιμίας χειρός του στην Κωνσταντινούπολη.
Σήμερα η δεξιά χειρ του τιμίου Προδρόμου βρίσκεται στο Μοναστήρι του Αγίου Διονυσίου, στο Άγιο Όρος.

Το φρικτό τέλος των σφαγιαστών του Αγίου Ιωάννου του Προδρόμου
Ο Θεός τιμώρησε τους σφαγείς του Προφήτου. Το τέλος των υπευθύνων, για την αποκεφάλιση του Ιωάννου ήτανε σκληρό. 
Ο Ηρώδης έμεινε στην εξουσία μέχρι το 40 μ.Χ. Τι το ήθελε όμως! Η ζωή του ήτανε μαρτυρική Μαστίζεσαι αλύπητα από τους δριμείς ελέγχους της συνειδήσεως. Μάταια αγωνίζεται ο ταλαίπωρος Ηρώδης, η πονηρή αλεπού, όπως τον ονόμασαν, να πνίξει τη φωνή της συνειδήσεως. Έπειτα όμως, αυτός και η γυναίκα του η Ηρωδιάδα, εξοριστήκαν από τον Αυτοκράτορα της Ρώμης Καλιγούλα, στην Γαλλία κι αργότερα στην Ισπανία. Εκεί στην εξορία υποφέρανε πολύ. Άσημοι πλέον κι άδοξοι, χωρίς ίχνος από καλοπέραση και πολυτέλεια, βρήκανε το αμαρτωλό τέλος τους.
Αλλά και η τύχη της Σαλώμης, της μιαράς κόρης κι άσεμνης χορεύτριας, που ζήτησε ψυχρά κι αναίσθητα την κεφαλή του Προδρόμου επί πίνακι δεν ήτανε καλλίτερη. Όπως διηγείται ο Νικηφόρος Κάλλιστος στην Εκκλησιαστική Ιστορία, η Σαλώμη βρήκε τραγικό τέλος, ίδιο σχεδόν με το τέλος του Προδρόμου. Της κόπηκε κι αυτής το κεφάλι. Και να πώς:
Μια μέρα, ενώ περνούσε η Σαλώμη πάνω από ένα παγωμένο ποταμό, για να πάει στην αντίπερα όχθη ο πάγος σχίστηκε κάτω στα πόδια της. Τότε το σώμα της βούλιαξε με ορμή προς τα κάτω, σαν να άνοιξε η γη να την καταπιεί Και στο απότομο αυτό πέσιμο, ενώ το σώμα της βυθίστηκε, το κεφάλι της κρατήθηκε από κοφτερές πλάκες του παγωμένου ποταμού. Ο πάγος σαν κοφτερό μαχαίρι έκοψε το κεφάλι της στο λαιμό!


Εις την Σύναξη του Τιμίου Προδρόμου 
και Βαπτιστού Ιωάννη 7 Ιανουαρίου

Στίχος
Ἐμή σέ γλώσσα, κῆρυξ, πῶς ἄν αἰνέση ὄν γλώσσα Χριστού γηγενῶν μείζων λέγει; Μνήνην ἐβδομάτη Προδρόμου λάχε αἰδοίοιο

Ἀπολυτίκιον Ἦχος β΄.
Μνήμη δικαίου μετ’ ἐγκωμίων σοί δέ ἀρκέσει ἡ μαρτυρία τοῦ Κυρίου Πρόδρομε, ἀνεδείχθης γάρ ὄντως καί προφητῶν σεβασμιώτερος, ὅτι καί ἐν ρείθροις βαπτίσαι κατηξιώθης τόν κηρυττόμενον, ὅθεν της ἀληθείας ὑπερραθλήσας, χαίρων εὐηγγελίσω καί τοῖς ἐν Ἅδη, Θεόν φανερωθέντα ἐν σαρκί, τόν αἴροντα τήν ἁμαρτίαν τοῦ κόσμου, καί παρέχοντα ἠμίν τό μέγα ἔλεος.

Κοντάκιον Ἦχος πλ. β΄.
Τήν σωματικήν σου παρουσίαν δεδοικῶς ὁ Ἰορδάνης, φόβω ἀπεστρέφετο, τήν προφητικήν δέ λειτουργίαν ἐκπληρῶν ὁ Ἰωάννης, τρόμω ὑπεστέλλετο, τῶν Ἀγγέλων αἵ τάξεις ἐξεπλήττοντο, ὀρῶσαι σέ ἐν ρείθροις σαρκί βαπτιζόμενον καί πάντες οἱ ἐν τῷ σκότει κατηυγάζοντο, ἀνυμνοῦντες σέ τόν φανέντα καί φωτίσαντα τά πάντα.

Μεγαλυνάρια
Πρόδρομε Κυρίου καί Βαπτιστά, λύχνε τοῦ Ἡλίου, ἑωσφόρε φωταγωγέ, τήν ἐσκοτισμένην, τοῖς πάθεσηιτου βίου, ψυχήν μου τήν ἀθλίαν, φωταγώγησον.
Χειρί σου βαπτίσας, ὤ Βαπτιστά, τόν διά θαλάσσης, ἀγαγόντα τό Ἰσραήλ, Προφητῶν ἁπάντων, ὑπέρτερος ἐδείχθης, διό ἀνευφημοῦμεν τήν θείαν χάριν σου.
Μείζονα κριθέντα τῶν Προφητῶν, σέ τόν τῆς ἐρήμου, μέγαν ὄντως καθηγητήν, Κήρυκα τόν θεῖον, καί Βαπτιστήν Κυρίου, τόν Πρόδρομον τόν Μέγαν, ὕμνοις δοξάζωμεν.

ΟΔΗΓΟΣ ΚΑΙ ΛΥΤΡΩΤΗΣ

Σύναξις Ἰωάννου τοῦ Βαπτιστοῦ

«Ἴδε ὁ ἀμνὸς τοῦ Θεοῦ ὁ αἴρων τὴν ἁμαρτίαν τοῦ κόσμου» 
(Ἰω. 1,29)


ΧΘΕΣ, ἀγαπητοί μου, τελείωσε τὸ Δωδεκα­ήμερο, ποὺ διαρκεῖ ἀπὸ τὰ Χριστούγεννα μέχρι τὰ Φῶτα, ἐξαιρουμένης τῆς παραμονῆς τῶν Φώτων. Μετὰ τὸ Δωδεκαήμερο πρώτη ἑ­ορτὴ ποὺ ἀκολουθεῖ εἶνε ἡ σύναξις τοῦ ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Βαπτιστοῦ, σήμερα.
Ὁ ἅγιος Ἰωάννης δὲν ἔχει ἀνάγκη ἀπὸ ἀν­θρώπινα ἐγκώμια· τὸν ἐγκωμίασε ὁ ἴδιος ὁ Χρι­στὸς ὅταν εἶπε, ὅτι μέσ᾿ στὰ πλήθη τῶν ἀνθρώ­πων ποὺ γεννήθηκαν ὣς τότε ἀνώτερος ἀπ᾿ ὅλους εἶνε αὐτός (βλ. Ματθ. 11,11). Εἶνε ὑπεράνω τοῦ Νῶε, τοῦ Ἀβραάμ, τοῦ Ἰακώβ, τῶν πατριαρχῶν, ὑπεράνω ὅλων τῶν μεγάλων ἀνδρῶν.

Γεννήθηκε διὰ θαύματος ἀπὸ γέροντες γο­νεῖς, τὸν Ζαχαρία καὶ τὴν Ἐλισάβετ ποὺ ἦταν καὶ στεῖρα. Ὅσο μπορεῖ ἀπὸ μιὰ πέτρα ν᾿ ἀνθί­σῃ λουλούδι, ἄλλο τόσο ἦταν δυνατὸν κι ἀπὸ τὰ σπλάχνα τῆς Ἐλισάβετ νὰ γεννηθῇ παιδί.
Ἔμβρυο ἀκόμη, σκίρτησε μέσα στὴν κοιλία τῆς μητέρας του ὅταν ἐκείνη ὑποδεχόταν τὴν ἐπίσης ἔγκυο ὑπεραγία Θεοτόκο. Ἀπὸ τότε ἦ­ταν ἁγιασμένος. Ὅπως μερικοὶ εἶνε Ἰοῦδες, τέ­κνα κατάρας ἐκ κοιλίας μητρός, ἔτσι κάποιοι ἄλλοι εἶνε εὐλογημένοι ἀπὸ τὰ σπάργανά τους.
Ὅταν μεγάλωσε, δὲν ἔμεινε στὸν κόσμο· βγῆκε ἔξω, πῆγε στὴν ἔρημο, στὸ σχολεῖο τῶν μεγάλων ἀνδρῶν. Ἐκεῖ ἔζησε μιὰ ζωὴ – ἔλεγχο τῆς σημερινῆς καταναλωτικῆς κοινωνίας ποὺ σύνθημά της ἔχει «Φάγωμεν καὶ πίωμεν, αὔρι­ον γὰρ ἀποθνῄσκομεν» (Ἠσ. 22,13. Α΄ Κορ. 15,32). Ὦ σεῖς ποὺ ζῆτε μέσ᾿ στὸν παραλογισμό, ἐλᾶτε νὰ καθρεφτιστῆτε στὸν καθρέφτη αὐτόν.
Πῶς ἔζησε ὁ ἅγιος Ἰωάννης; Τὸ φαγητό του ἦταν «ἀκρίδες» (Ματθ. 3,4), τὰ γνωστὰ ἔντομα τῶν ἀ­γρῶν, ποὺ καὶ μέχρι σήμερα λιτοδίαιτοι Ἄρα­βες τὰ ξηραίνουν καὶ τὰ τρῶνε. Ποτό του ἦ­ταν τὸ νερὸ τοῦ Ἰορδάνου. Ροῦχο του εἶχε μιὰ κάππα ἀπὸ τρίχες καμήλας. Κρεβάτι του ἦταν ἡ ἄμμος δίπλα στὸ ποτάμι. Στέγη του τὰ ἄστρα τ᾿ οὐρανοῦ. Σύντροφοί του τὰ θηρία τῆς ἐρήμου, ποὺ στέκονταν μπροστά του σὰν ἀρνάκια. Ἡ ἁγιότης, βλέπετε, ὅλα τὰ τιθασεύει. Καὶ ἐνῷ λιοντάρια καὶ τίγρεις τὸν σεβάστηκαν, τὸν κα­τεσπάραξε μιὰ γυναίκα, ἡ Ἡρῳδιάς. Ἐκεῖ λοι­πὸν ἔμεινε, στὸ πανεπιστήμιο τῆς σιωπῆς, ὅ­που ἀνδρώνονται οἱ μεγάλες φυσιογνωμίες.
Σὲ ὥριμη πλέον ἡλικία ἔλαβε ἐντολὴ ἄνωθεν, νὰ πάῃ στὴν ὄχθη τοῦ Ἰορδάνου κ᾿ ἐκεῖ νὰ στήσῃ τὸν ἄμβωνά του. Τὸ κήρυγμά του θερμο­καυτήρας, ἔλεγχος δριμύς. Ἄστραφτε καὶ βρον­τοῦσε. Καλοῦσε ὅλους σὲ ἐπιστροφὴ στὸ Θεό. Καὶ χιλιάδες ἀπ᾿ ὅλα τὰ κοινωνικὰ στρώματα ἔ­τρεχαν. Ἦταν μαγνήτης ποὺ εἵλκυε ὅλους. Συνι­στοῦσε μετάνοια καὶ τοὺς βάπτιζε στὸν Ἰορδάνη.
Μέσα στὸ πλῆθος τῶν ἀνθρώπων ἦρθε καὶ ἕνας ποὺ ξεχώριζε. Μήπως φοροῦσε στέμμα, εἶχε σπαθί, τὸν ἔφερε ἅμαξα; Ὄχι. Ἁπλὸς ἄν­θρωπος ἦταν. Ἀλλὰ ὄνομά του ἦταν «τὸ ὑπὲρ πᾶν ὄνομα» (Φιλιπ. 2,9). Ὅλα τὰ ὀνόματα θὰ σβήσουν, τὸ δικό του θὰ μείνῃ· Ἰησοῦς Χριστός! Μποροῦσε νὰ φανταστῇ ὁ Ἰωάννης, ὅτι κάτω ἀπὸ τὸ ταπεινὸ σχῆμα ἑνὸς φτωχοῦ Ναζωραί­ου κρύβεται τὸ μεγαλεῖο τῆς θεότητος; Καὶ ὅμως τὸν ἀνεγνώρισε. Τοῦ λέει ὁ Χριστός· —Βά­πτισέ με. —Αὐτὸ δὲν γίνεται· ἐγὼ εἶμαι ἕνα μη­δὲν μπροστά σου, δὲν εἶμαι ἄξιος νὰ σὲ βαπτί­σω. Ὁ Χριστὸς ὅμως ἐπέμενε, καὶ τέλος βαπτί­σθηκε. Ὄχι διότι εἶχε ἁμαρτίες —εἶνε ἀναμάρ­τητος―, ἀλλὰ γιὰ νὰ φανερωθῇ τὸ μυστήριο τῆς ἁγίας Τριάδος. Καὶ φανερώθηκε. Κατὰ τοῦ­το ἐμεῖς διαφέρουμε ἀπὸ τ᾿ ἄλλα θρησκεύμα­τα, καὶ τὰ μονοθεϊστικά· αὐτοὶ ἔχουν τὸν Ἀλ­λὰχ ἢ κάποιον ἄλλο, ἐμεῖς λέμε· Ἕνας Θεός, τρία πρόσωπα, Πατὴρ Υἱὸς καὶ ἅγιον Πνεῦμα· ἁγία Τριάς, ἐλέησον τὸν κόσμον σου.
Πῶς φανερώθηκε τὸ μυστήριο τῆς ἁγίας Τρι­άδος; Ἐνῷ ὁ Χριστὸς ἦταν μέσ᾿ στὰ νερά, σχί­στηκε ὁ οὐρανός —ἂς μὴν πιστεύουν οἱ ἄπιστοι, δικαίωμά τους· ἐμεῖς πιστεύουμε—, καὶ τὸ Πνεῦμα τὸ ἅγιο σὰν περιστέρι ἦρθε καὶ κάθισε ἐπάνω στὴν κεφαλή του. Συγχρόνως ἀκού­στηκε φωνὴ – διάγγελμα τοῦ οὐρανίου Πατρός. Ὄχι σὰν τὰ διαγγέλματα τῆς πρωτοχρονιᾶς, πού ᾿νε γεμᾶτα ψευτιές. Διάγγελμα οὐράνιο καὶ αἰ­ώνιο πρὸς ὅλη τὴν ἀνθρωπότητα· «Οὗτός ἐστιν ὁ υἱός μου ὁ ἀγαπητός, ἐν ᾦ εὐδόκησα» (Ματθ. 3,17). Τὰ ἴδια λόγια ἀπὸ τὸν οὐράνιο Πατέρα ἀ­κούστηκαν καὶ ὅταν ἔκλεινε ἡ ἐπίγειος παρουσία τοῦ Χριστοῦ, συμπληρωμένα ὅμως μὲ τὴ σύστασι «Αὐτοῦ ἀκούετε» (Μᾶρκ. 9,8. Λουκ. 9,35).
Ἀπὸ τότε πλέον, ἀγαπητοί μου, ἡ ἀνθρωπό­της ἔχει ὁδηγό. Ὁδηγός της εἶνε ὁ Χριστός, ποὺ εἶπε «Ἐγώ εἰμι ἡ ὁδὸς καὶ ἡ ἀλήθεια καὶ ἡ ζωή» (Ἰω. 14,6). Ὅποιος τὸν ἀκολουθεῖ σῴζεται, ὅποιος φεύγει ἀπὸ αὐτὸν χάνεται. Αὐτὸς εἶνε ὁ τέλειος ὁδηγός, ὁ τέλειος ἄνθρωπος, ἡ ἐν­σάρκωσι τῆς ἀρετῆς. Οἱ ἄλλοι, ὁποιοιδήποτε κι ἂν εἶνε, εἶνε κλάσματα, δὲν φτάνουν τὴν ἀ­κεραία μονάδα, τὸν Ἕνα. «Εἷς ἅγιος, εἷς Κύρι­ος, Ἰησοῦς Χριστός, εἰς δόξαν Θεοῦ Πατρός· ἀμήν» (Φιλ. 2,11 καὶ θ. Λειτ.).
«Αὐτοῦ ἀκούετε», συνιστᾷ ὁ οὐράνιος Πατήρ. Ἀλλὰ δυστυχῶς οἱ ἄνθρωποι κλείνουν τ᾿ αὐτιά τους καὶ δὲν ἀκοῦνε τὴ φωνὴ τοῦ Χριστοῦ. Ἀνοίγουν τ᾿ αὐτιά τους – σὲ ποιόν; στὸν διάβολο καὶ στὰ ὄργανά του. Δὲν ἐκκλησιάζονται γιὰ ν᾿ ἀκούσουν τὴ φωνὴ τοῦ Εὐαγγελίου· κάθονται τὴ νύχτα στὴν τηλεόρασι γιὰ ν᾿ ἀκούσουν τὴ φωνὴ τοῦ δαιμονικοῦ κόσμου. «Ὅποιος δὲν ἀκούει τὸ Χριστό, θ᾿ ἀκούσῃ τὸν διάβολο», λέει ὁ Ῥῶσος Ντοστογιέφσκυ.

Ὅταν ὁ Χριστὸς ἦρθε στὴν ἔρημο, ὁ Ἰωάννης τὸν ἔδειξε μὲ τὸ δάκτυλό του, ὅπως λέει τὸ ὡραῖο δοξαστικὸ τῶν ὡρῶν· «Τὴν χεῖρά σου τὴν ἁψαμένην τὴν ἀκήρατον κορυφὴν τοῦ Δε­σπότου, μεθ᾿ ἧς καὶ δακτύλῳ αὐτὸν ἡμῖν καθυπέδειξας, ἔπαρον ὑπὲρ ἡμῶν πρὸς αὐτὸν Βαπτιστά, ὡς παρρησίαν ἔχων πολλήν…» (θ΄ ὥρα Θεοφ.). Ὁ ὕμνος αὐτὸς ἦταν ὁ τελευταῖος ποὺ εἶπε ὁ Παπαδιαμάντης —ποὺ ἦταν καὶ σπουδαῖος ψάλτης—, ὅταν γέρος πλέον στὸ νησά­κι του, φτωχὸς καὶ περιφρονημένος, ἔφευγε ἀπ᾿ τὴ ζωή. Σηκώθηκε ἀπ᾿ τὸ κρεβάτι καὶ τὸ ἔψαλε. Μὲ τὰ λόγια αὐτὰ πέθανε. Μὲ «τραγούδια τοῦ Θεοῦ» ἔκλειναν τὰ μάτια τους τότε· τώρα…
Ὁ Ἰωάννης λοιπὸν ἔδειξε τὸ Χριστὸ στοὺς ἀνθρώπους καὶ εἶπε· «Ἴδε ὁ ἀμνὸς τοῦ Θεοῦ ὁ αἴ­ρων τὴν ἁμαρτίαν τοῦ κόσμου»· νά, λέει, αὐ­τὸς εἶνε τὸ ἀρνὶ τοῦ Θεοῦ ποὺ σηκώνει τὶς ἁ­μαρτί­ες τοῦ κόσμου (Ἰω. 1,29). Γιὰ νὰ τὸ καταλάβουμε αὐ­τό, πρέπει νὰ θυμηθοῦμε, ὅτι οἱ Ἑ­βραῖοι, γιὰ νὰ ἔχουν μιὰ ἀνακούφισι ἀπὸ τὶς ἁμαρτίες τους, ἔ­παιρναν ἕνα ἀρνί, τὸ πήγαιναν στὸ ναὸ τοῦ Σο­λομῶντος καὶ τὸ προσέφεραν θυσία. Τὴν ὥρα ποὺ ὁ ἱερεὺς θὰ τὸ ἔσφαζε, ἅπλωναν τὰ χέρια ἐπάνω του, γιὰ νὰ φύγουν ἀπὸ πάνω τους οἱ ἁ­μαρτίες καὶ νὰ πᾶνε στὸ ἀρνί. Αὐτὸ ἦταν ἕνας τύπος, μία σκιὰ τῆς μεγάλης θυσίας ποὺ θὰ ἐρ­χόταν νὰ προσφέρῃ ὁ Χριστός. Ἑκατομμύρια ἀρνιὰ σφάχτηκαν, ἀλλὰ τὸ αἷμα τῶν ζῴων δὲν ἔ­χει τὴν δύναμιν «ἀφιέναι ἁμαρτίας» (Ματθ. 9,6). Μόνο τὸ αἷμα τοῦ Χριστοῦ, τοῦ «ἀμνοῦ τοῦ Θεοῦ», σβήνει τὶς ἁ­μαρτίες. Νά γιατί ὁ Χριστὸς λέγεται «ἀμνός»· διότι ὅπως τὸ ἀρνὶ δὲν ἔκανε κανένα κακό, ἔτσι κι ὁ Χριστός· ὅπως τὸ ἀρνὶ ὁδηγεῖ­ται στὴ σφαγὴ καὶ δὲν ἀντιδρᾷ, ἔτσι κι ὁ Χριστός· κι ὅπως στὶς θυσίες «φόρτωναν» τὶς ἁμαρτίες στὸ σφάγιο, ἔτσι κι ὁ Χριστὸς σηκώνει τὶς ἁ­μαρτίες ὅλων μας. Τὸ νιώσαμε αὐτό; Ἂν δὲν τὸ νιώσαμε, δὲν εἴμαστε Χριστιανοί. Δὲ μᾶς σῴζουν οὔτε κεριὰ καὶ λαμπάδες, οὔτε εἰκόνες καὶ προσκυνήματα, οὔτε μετάνοιες καὶ ἀ­σκήσεις· ὅλα αὐτὰ δὲν συγχωροῦν οὔτε μία ἁμαρτία. Τὶς ἁμαρτίες συγχωρεῖ μόνο «ὁ ἀ­μνὸς τοῦ Θεοῦ», ὅπως εἶπε ὁ Ἰωάννης. Ἂν δὲν πιστέψῃς ὅτι τὸ αἷμα τοῦ Χριστοῦ ποὺ ἐ­χύθη στὸ Γολγοθᾶ λυτρώνει, δὲ σῴζεσαι.
Τελειώνω μὲ μιὰ εἰκόνα. Ἕνας Βιεννέζος ζωγράφος ζωγράφισε ἕναν ἄνθρωπο, ποὺ τὸν ἔπιασαν οἱ ἐχθροί του καὶ τοῦ φόρτωσαν ἕνα βαρὺ φορτίο. Τὸ ἔδεσαν στὴ ῥάχη του τόσο σφιχτά, ὥστε δὲν μποροῦσε ν᾿ ἀπαλλαγῇ ἀπ᾿ αὐτό. Ἦταν σὰν τὸν Προμηθέα στὸν Καύκασο. Παρακαλοῦσε ἄλλους νὰ τὸν λύσουν, μὰ κανείς δὲ μποροῦσε. Τότε κάποιος τοῦ εἶπε· Ἂν θέλῃς νὰ ἐλευθερωθῇς, ἀνέβα σ᾿ ἐκεῖνο τὸ βουνό. Ἐκεῖ θὰ δῇς ἕνα σταυρὸ μὲ τὸν Ἐ­σταυρωμένο· ἂν τὸν παρακαλέσῃς μὲ πίστι, θὰ γίνῃ τὸ θαῦμα. Καὶ πράγματι ἔτσι ἔγινε· ἀ­μέσως τὸ φορτίο του ἔπεσε, κύλισε στὴν ἄ­βυσσο, κι αὐτὸς δόξασε τὸ Χριστό.
Καθένας ἀπὸ μᾶς, ἀδελφοί μου, σηκώνει ἕ­να βάρος μεγαλύτερο ἀπ᾿ τὸν Ὄλυμπο. Μόνο μὲ τὴν πίστι στὸ Χριστὸ θ᾿ ἀπαλλαγοῦμε. Ἂς πιστέψουμε σ᾿ αὐτόν. Δὲν ὑπάρχει τίποτε ἄλλο στὸν κόσμο. Σᾶς τὸ λέω ἐγώ. Πενήντα χρόνια κηρύττω· ἂν δὲν πίστευα, θὰ πήγαινα νὰ κάνω ὁ,τιδήποτε ἄλλο παρὰ νὰ κοροϊδεύω τοὺς ἀνθρώπους. Πιστεύω στὸ Θεό, πιστεύω στὴ θεία χάρι, πιστεύω στὰ μυστήρια, πιστεύω στὶς ἱερὲς παραδόσεις. Μπορεῖ κι ὁ ἥλιος νά ᾿νε ψέ­μα, καὶ τὰ ἄστρα νά ᾿νε ψέμα, κ᾿ ἐμεῖς νά ᾿μεθα ψέμα· ἕνα δὲν εἶνε ψέμα, ὁ Ἰησοῦς Χριστός· ὅν, παῖδες Ἑλλήνων, ὑμνεῖτε καὶ ὑπερυψοῦ­τε εἰς πάντας τοὺς αἰῶνας· ἀμήν.

(†) ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος
Ἀπομαγνητοφωνημένη ὁμιλία, ἡ ὁποία στὸν ἱ. ναὸ Ἁγ. Ἰωάννου Πτολεμαΐδος τὴν Παρασκευὴ 7-1-1983

Το μεγαλείο της ταπεινοφροσύνης του Βαπτιστού



Γιὰ τὸ μεγαλεῖο τοῦ Βαπτιστοῦ δὲν χρειάζεται νὰ ποῦμε πολλά· μιλᾶ τὸ τέμπλο κάθε Ὀρθόδοξου ναοῦ – στὰ δεξιὰ τῆς εἰκόνας τοῦ Δεσπότου βρίσκεται πάντοτε ἡ εἰκόνα του – καὶ ὁ ἔπαινος τοῦ Κυρίου γιὰ ἐκεῖνον, ὁ ἔπαινος τοῦ καρδιογνώστου Θεοῦ (βλ. Ματθ. ια´ [11] 7-15, Λουκ. ζ´ 24-30). 
Ἐμεῖς ἁπλῶς στὶς παρακάτω γραμμὲς θὰ προσπαθήσουμε νὰ ὑποψιασθοῦμε κάτι ἀπὸ τὸ μεγαλεῖο τῆς ταπεινοφροσύνης του.
Ὁ Τίμιος Πρόδρομος ἀπὸ παιδὶ ἔζησε στὴν ἔρημο ζωὴ ἄκρας ἀσκήσεως καὶ πλούτιζε συνεχῶς σὲ Πνεῦμα Ἅγιον. «Τὸ παιδίον ηὔξανε καὶ ἐκραταιοῦτο πνεύματι, καὶ ἦν ἐν ταῖς ἐρήμοις ἕως ἡμέρας ἀναδείξεως αὐτοῦ πρὸς τὸν Ἰσραήλ», σημειώνει ἡ Ἁγία Γραφή (Λουκ. α´ 80). Ἔζησε μὲ μοναδικὴ ἀκρίβεια τὴ ζωὴ τῆς παρθενίας, τὴ ζωὴ τῆς ὁλοκληρωτικῆς ἀφιερώσεως στὸ Θεό, ἡ ὁποία ἦταν σχεδὸν τελείως ἄγνωστη στὴν ἐποχὴ τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης.
Ἀργότερα, στὰ τριάντα του περίπου χρόνια, βγῆκε νὰ κηρύξει μετάνοια καὶ νὰ ἑτοιμάσει τὸν Ἰσραὴλ γιὰ τὴν ὑποδοχὴ τοῦ Μεσσία, ὄχι ἀπὸ μόνος του ἀλλὰ κατόπιν θείας ἀποκαλύψεως: «ἐγένετο ρῆμα Θεοῦ ἐπὶ Ἰωάννην… καὶ ἦλθεν…κηρύσσων βάπτισμα μετανοίας» (Λουκ. γ´ 2-3). Ἦταν δηλαδὴ θεόκλητος.
Γνώριζε ἀκόμη ὅτι ἡ δράση του ἦταν προφητευμένη στὴν Παλαιὰ Διαθήκη, πράγμα ποὺ δὲν ἀνέφερε ποτὲ παρὰ μόνο ὅταν τὸ ἐπέβαλε ἡ ἀνάγκη. Τὸν ρώτησαν οἱ ἀπεσταλμένοι τῆς θρησκευτικῆς ἡγεσίας τοῦ Ἰσραήλ: 
«Ποιὸς εἶσαι ἐσύ; ὁ Χριστός;». 
«Δὲν εἶμαι ἐγὼ ὁ Χριστός», ἀπάντησε. 
«Τί λοιπόν; Ὁ Ἠλίας εἶσαι ἐσύ;». 
«Δὲν εἶμαι». 
«Ὁ προφήτης ποὺ προανήγγειλε ὁ Μωυσῆς;». 
«Ὄχι». 
«Ποιὸς εἶσαι τέλος πάντων; γιὰ νὰ δώσουμε ἀπάντηση σ᾿ αὐτοὺς ποὺ μᾶς ἔστειλαν». 
«Ἐγὼ “φωνὴ βοῶντος ἐν τῇ ἐρήμῳ, εὐθύνατε τὴν ὁδὸν Κυρίου”, καθὼς εἶπεν Ἡσαΐας ὁ προφήτης» (βλ. Ἰω. α´ 19-23).
Τὸ κήρυγμά του καὶ ἡ ὅλη προσωπικότητά του εἶχε ἀπήχηση ὅσο κανενὸς ἄλλου προφήτη: «Ἐξεπορεύετο πρὸς αὐτὸν Ἱεροσόλυμα καὶ πᾶσα ἡ Ἰουδαία καὶ πᾶσα ἡ περίχωρος τοῦ Ἰορδάνου», «καὶ ­ἐβαπτίζοντο πάντες ἐν τῷ Ἰορδάνῃ ποταμῷ ὑπ᾿ αὐτοῦ ­ἐξομολογούμενοι τὰς ­ἁμαρτίας αὐτῶν» (Ματθ. γ´ 5, Μάρκ.α´ 5). 
Πήγαιναν σ᾿ αὐτὸν οἱ ­Ἱεροσολυμίτες καὶ ὅλοι οἱ κάτοικοι τῆς Ἰουδαίας καὶ τῶν περιχώρων τοῦ Ἰορδάνη! Δὲν ἦταν ὅτι ἐντυπωσίαζε καὶ σαγήνευε. 
Τὸ ­κήρυγμά του ἦταν αὐστηρό, καλοῦσε σὲ ­μετάνοια, ὑπενθύμιζε τὴν κρίση τοῦ Θεοῦ: «ἤδη καὶ ἡ ἀξίνη πρὸς τὴν ρίζαν τῶν ­δένδρων κεῖται· πᾶν οὖν δένδρον μὴ ποιοῦν καρπὸν καλὸν ἐκκόπτεται καὶ εἰς πῦρ βάλλεται»· τώρα μάλιστα καὶ τὸ ­τσεκούρι τῆς θείας κρίσεως βρίσκεται κοντὰ στὴ ρίζα τῶν δένδρων. Κάθε ­δένδρο λοιπὸν ποὺ δὲν κάνει καλὸ καρπὸ κόβεται ἀπὸ τὴ ρίζα καὶ ρίχνεται στὴ ­φωτιά (Ματθ. γ´ 10)
Ἀλλὰ ἀκριβῶς ἐπειδὴ ὁ λόγος καὶ τὸ παράδει­γμά του ἦταν γεμάτα ἀπὸ τὴ Χάρη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, δὲν ­ἀπωθοῦσε οὔτε προκαλοῦσε ­ἀντιδράσεις.
Ἀντίθετα συγκλόνιζε τὶς καρδιὲς καὶ προκαλοῦσε ριζικὴ ἀλλαγὴ ζωῆς· δέχονταν νὰ βαπτισθοῦν – «πάντες», ἀκόμη καὶ «οἱ τελῶναι καὶ αἱ πόρναι», οἱ πιὸδιαβεβλημένοι ἄνθρωποι (βλ. Ματθ. κα´ [21] 32) – ἐξομολογούμενοι δημοσίως τὶς ἁμαρτίες τους!
Τὸν παραδέχονταν ὡς αὐθεντικὸ καθοδηγὸ τῆς ζωῆς τους: «Τί οὖν ποιήσομεν;». Θέλουμε ν᾿ ἀλλάξουμε ζωή. Τί πρέπει νὰ κάνουμε; ρωτοῦσαν οἱ ὄχλοι τὸν Ἰωάννη, παρὰ τὸ νεαρὸ τῆς ἡλικίας του· ὄχι μόνο εὐσεβεῖς ἀλλὰ καὶ ἁμαρτωλοί: τελῶνες καὶ στρατιωτικοί (βλ. Λουκ. γ´ 10-14).
Τὸ ἀκόμη θαυμαστότερο εἶναι ὅτι ὁ Τίμιος Πρόδρομος εἶχε τέτοιο κύρος, ἐνῶ δὲν ἔκανε κανένα θαῦμα (βλ. Ἰω. ι´ 41)· τόσο μεγάλο κύρος, ὥστε ὅλοι εἶχαν λογισμό: «Μήπως αὐτὸς εἶναι ὁ Χριστός», ὁ Μεσσίας ποὺ περιμέναμε αἰῶνες; (Λουκ. γ´ 15).
Ἂς ἀναλογισθοῦμε ὅλα τὰ παραπάνω: ζωὴ πολὺ διαφορετικὴ ἀπὸ τὴ ζωὴ τῶν πολλῶν, σχεδὸν ὅλων· ζωὴ ἀνώτερη, ἰσάγγελη· πνευματικὲς ἐπιδόσεις ἀσυνήθιστα ὑψηλές· προφητικὴ κλήση καὶ ἀποστολὴ σὲ νεαρὴ ἡλικία·καταπληκτικὴ ἐ­­πιτυχία στὸ ἱεραποστολικὸ ἔργο, μαζικὲς καὶ συγκλονιστικὲς μεταστροφές· κύρος τόσο μεγάλο, ὥστε νὰ ἀναρωτιοῦνται, μήπως εἶναι ὁ Χριστός; Ἡ Παλαιστίνη σείσθηκε ἀπὸ τὸ κήρυ­γμα καὶ τὴν παρουσία του, ἕνας ὁλόκληρος λαὸς κρεμόταν ἀπὸ τὸ στόμα τοῦ νεαροῦ λιπόσαρκου Ἰωάννη· κι ἐκεῖνος; ἀνέγγιχτος ἀπὸ τὴν ὑπερηφάνεια. Δὲν ζήτησε τίποτε γιὰ τὸν ἑαυτό του ἀπὸ ὅλη ἐκείνη τὴ δόξα. Εἶπε: «Δὲν εἶμαι ἐγὼ ὁ Χριστός. Ἔρχεται μετὰ ἀπὸ ἐμένα, καὶ δὲν εἶμαι ἄξιος ἐγὼ νὰ λύσω οὔτε τὰ κορδόνια ἀπὸ τὰ ὑποδή­ματά του» (Λουκ. γ´ 16).
Καὶ ὅταν, ἐνῶ μεσουρανοῦσε, ἄρχισε νὰ τὸν ἐπισκιάζει ὁ Μεσσίας μὲ τὴ δράση Του, καὶ παραπονέθηκαν γι᾿ αὐτὸ στὸν Πρόδρομο οἱ μαθητές του, ἐκεῖνος τοὺς εἶπε: 
«Κανεὶς δὲν ἔχει τίποτε ἀπὸ τὸν ἑαυτό του. Ὅλα εἶναι τοῦ Θεοῦ. Ἐσεῖς οἱ ἴδιοι μαρτυρεῖτε πὼς εἶπα ὅτι δὲν εἶμαι ἐγὼ ὁ Μεσσίας, ἀλλὰ πρόδρομός Του. Γι᾿ αὐτὸ ἐργάσθηκα, γιὰ νὰ ὁδηγήσω τὶς ψυχὲς στὸ Νυμφίο Χριστό. Καὶ ὄχι ἁπλῶς δὲν ζηλεύω ἢ δὲν ἐνοχλοῦμαι ποὺ ­ἐλαττώνεται ἡ φήμη μου, ἀλλὰ “χαρᾷ χαίρω”, χαίρομαι μὲ πολὺ μεγάλη χαρά· “αὕτη οὖν ἡ χαρὰ ἡ ἐμὴ πεπλήρωται”· αὐτὴ λοιπὸν ἡ χαρά μου εἶναι τέλεια. Αὐτὸ εἶναι τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ, ποὺ τὸ ἀποδέχομαι ὁλόψυχα: Ἐκεῖνος νὰ αὐξάνει σὲ ἐπιρροὴ καὶ δόξα, κι ἐγὼ νὰ μικραίνω» (βλ. Ἰω. γ´ 26-30).

Ὁ Τίμιος Πρόδρομος, μέγας καὶ στὴν ταπεινοφροσύνη, προκαλεῖ τὸν εὐλαβὴ θαυμασμό μας. Μπορεῖ ὅμως νὰ γίνει καὶ βοηθός, πρεσβευτής μας, ἂν τὸν ἐπικαλούμαστε, ὥστε νὰ καλλιεργοῦμε τέτοιο φρόνημα στὶς δικές μας ἀσήμαντες – σὲ σύγκριση μὲ τὶς δικές του – ἐπιδόσεις καὶ ἐπιτυχίες.

Ορθόδοξο Περιοδικό “Ο ΣΩΤΗΡ”

Τὰ ἅγια Θεοφάνεια

Εἶχε ἀνάγκη βαπτίσματος ὁ Χριστός;
«Καὶ εὐθέως ἀναβαίνων ἀπὸ τοῦ ὕδατος…» 
(Μᾶρκ. 1,10)


Λαμπρὰ εἶνε ἡ σημερινὴ ἡμέρα. Τελειώνει τὸ Δωδεκαήμερο, κλείνει ὁ κύκλος τῶν ἑ­ορτῶν ποὺ ἔχει κέντρο τὴ Γέννησι τοῦ Χριστοῦ. Εἴδαμε τὸν Κύριο βρέφος, τὸν εἴδαμε νήπιο ὀ­κτὼ ἡμερῶν νὰ περιτέμνεται, καὶ σήμερα τὸν βλέπουμε τέλειον ἄν­δρα νὰ βαπτίζεται στὰ ῥεῖθρα τοῦ Ἰορδάνου. Ἀνοίγουν οἱ οὐρανοὶ κι ἀκούγεται ἡ φωνὴ τοῦ Πατρός· «Οὗτός ἐστιν ὁ υἱός μου ὁ ἀγαπητός, ἐν ᾧ εὐδόκησα» (Ματθ. 3,17).

Αὐτὰ πιστεύουμε οἱ Χριστιανοί. Στὸν κόσμο ὅμως ὑπάρχει ἀπιστία. Καὶ μερικοί, ἐκμεταλλευόμενοι ἕνα κενὸ ποὺ νομίζουν πὼς βρῆ­καν στὰ Εὐαγγέλια, τὴν ἀπουσία δηλαδὴ πληροφοριῶν ἀπὸ τὴν παιδικὴ μέχρι τὴν ὥριμη ἡ­λικία τοῦ Χριστοῦ ὅταν βαπτίσθηκε στὸν Ἰ­ορδάνη, λένε· Ποῦ ἦταν ὁ Χριστὸς ἀπὸ τὰ δώδεκα μέχρι τὰ τριάντα του χρόνια; Καὶ πλά­θον­τας μύθους μὲ τὴ νοσηρὰ φαντασία τους, λένε πὼς ὁ Χριστὸς δὲν ἦταν στὴν Παλαιστίνη, ἀλλὰ πῆγε στὶς Ἰνδίες, κ᾽ ἐ­κεῖ διδάχθηκε ὅσα ἔκανε κατόπιν. Ἔτσι λένε, γιὰ νὰ μειώσουν τὸ θεανδρικό του πρόσωπο. Τί ἀπαντοῦμε;
Δὲν ὑπάρχει κενό. Τὰ Εὐαγγέλια λένε καθα­­ρά, ὅτι κατὰ τὸ ἐπίμαχο αὐτὸ διάστημα ὁ Χριστὸς ἔζησε ὡς παιδὶ μιᾶς φτωχῆς πολυτέκνου οἰκογενείας, τοῦ ξυλουργοῦ Ἰωσήφ, κι ὅτι ἐρ­γα­ζόταν στὸ ξυλουργεῖο γιὰ τὸν ἐπιούσιο ἄρτο (βλ. Ματθ. 13,55. Μᾶρκ. 6,3). Ἐργάτης ἦταν καὶ γνήσιος φίλος τῶν ἐργαζομένων. Τὰ χέρια του, ποὺ εὐλόγη­σαν τοὺς πέντε ἄρτους καὶ θεράπευσαν ἀρ­ρώστους καὶ θώπευσαν τὰ κεφάλια ἀθῴων παιδιῶν καὶ τέλος καρφώθηκαν στὸ σταυρό, ἦταν χέρια ἐργάτου. Ἕνας Βιεννέζος ζωγράφος τὸν ζωγράφισε στὸ ξυλουργεῖο κοντὰ στὸν δίκαιο Ἰωσήφ, μὲ τὸ πριόνι στὸ χέρι, καὶ δίπλα ἡ Πανα­γία νὰ γνέθῃ μὲ τὴ ῥόκα. Ἡ εἰκόνα αὐτὴ θὰ ἔ­πρεπε νὰ κοσμῇ ὅλα τὰ ἐργατικὰ κέντρα.
Ἀπόδειξις ὅτι ὁ Χριστὸς δὲν ἔλειψε ἀπὸ τὴ Ναζαρὲτ εἶνε καὶ ἡ ὀνομασία «Ναζωραῖος» ποὺ τοῦ ἔδωσαν οἱ ἐχθροί του ὅταν τὸν σταύρωσαν (Ἰω. 18,5,7· 19,19). Ἰσχυρότερη ὅμως ἀπόδειξι εἶνε αὐτὰ ποὺ ἔλεγαν οἱ συγχω­ριανοί του ὅταν ἐ­κεῖνος ἄρ­χισε νὰ διδά­σκῃ καὶ νὰ θαυματουργῇ· «Πῶς οὗ­τος γράμ­ματα οἶδε μὴ μεμαθηκώς;» (Ἰω. 7,15). Ἀ­ποροῦσαν πῶς ξέρει γράμματα, ἀφοῦ δὲν πῆ­γε σχολεῖο· διότι ἤξεραν τὴ ζωή του. Ὅπως γιὰ μένα, ἂν πᾶτε στὸ χωριό μου καὶ ρωτήσετε, τὰ ξέρουν ὅλα καὶ θὰ σᾶς τὰ ποῦν· ἐξ αἰτίας μου ἔμαθαν καὶ τὴ Φλώρινα. Ποιός ἄλλος λοι­πὸν γνωρίζει τὴ ζωὴ τοῦ Χριστοῦ ὅσο οἱ πατρι­ῶτες του; Ἂν εἶχε λείψει, θὰ τὸ ἤξεραν πρῶ­τοι αὐτοί. Οἱ Ναζαρηνοὶ εἶνε μάρτυρες, ὅτι ὁ Χριστὸς δὲν ἐκπαιδεύθηκε σὲ καμμιά σχολή. Σ᾽ αὐτόν, ὅπως λέει ἡ Γραφή, «κατοικεῖ πᾶν τὸ πλήρωμα τῆς θεότητος σωματικῶς» (Κολ. 2,9· βλ. καὶ 1,19).

Ἐνῷ λοιπὸν ὁ Χριστὸς ἐργαζόταν στὴ Ναζα­ρέτ, πέραν τοῦ Ἰορδάνου ἦταν ἕνας ἄλλος ἀετὸς τοῦ πνεύματος, «ἄγγελος» ἐπίγειος ὅ­πως τὸν ὑμνεῖ ἡ Ἐκκλησία μας (δοξαστ. αἶν.), ὁ Ἰωάν­νης ὁ Πρόδρομος. Κατὰ σάρκα ἦταν ἐξάδελφος τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ. Ζοῦσε ἀσκητικά. Τὸ ροῦχο του ἦταν ἀπὸ τρίχες καμήλας καὶ στὴ μέση φοροῦσε ζώνη ἀπὸ δέρμα. Τροφή του ἦταν χορτάρια, «ἀκρίδες καὶ μέλι ἄγριον» (Ματθ. 3,4. Μᾶρκ. 1,6). Ποτό του ἦταν τὸ νερό· ἔσκυβε καὶ ἔ­πινε μὲ τὶς φοῦχτες ἀπὸ τὸν Ἰορδάνη. Στρῶ­μα του ἡ ἀμμουδιά, στέγη του τὰ ἄστρα, καὶ συντροφιά του τὰ θηρία – ποὺ συχνὰ ἀποδει­κνύον­ται πιὸ ἥμερα ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους.
Ἔτσι ἔζησε μέσ᾿ στὴ φύσι κ᾽ ἐκεῖ ἐκπαιδεύ­θηκε. Καὶ κάποια μέρα ὁ Ἰωάννης πῆρε ἐντο­λὴ νὰ κηρύξῃ. Ἔστησε τὸ βῆμα του στὴν ὄχθη καὶ ἄρχισε. Τὸ κήρυγμά του δὲν ἦταν σὰν τὰ συνηθισμένα· ἦταν κεραυνὸς – ἀστροπελέκι. Στοὺς πλουσίους ἔλεγε· Ἀπ᾿ ὅ,τι ἔχετε, μοιρά­στε τὰ μισά. Στοὺς τελῶνες ἔλεγε· Μὴν εἰσ­πράττετε τίποτα πέρα ἀπ᾽ τὸ νόμιμο. Στοὺς στρατιωτικοὺς δὲν ἔλεγε, ῾Ρίξτε τὰ ὅπλα, ἀλ­λά, Μὴ χρησιμοποιεῖτε βία. Στοὺς γραμματεῖς καὶ φαρισαίους ἔλεγε· «Γεννήματα ἐχιδνῶν» – παιδιὰ τῆς ὀχιᾶς, ἄσπλαχνοι καὶ ἄστοργοι, πῶς θὰ ξεφύγετε ἀπὸ τὴν ὀργὴ τοῦ Θεοῦ; «Ποιήσατε οὖν καρπὸν ἄξιον τῆς μετανοίας» (Ματθ. 3,7-8)· μετανοῆστε καὶ κλάψτε.
Καλοῦσε ὅλους σὲ «βάπτισμα με­τανοίας» (Μᾶρκ. 1,4), ποὺ θὰ προετοίμαζε τὶς ψυχὲς γιὰ τὸ χριστιανικὸ ἅγιο βάπτισμα.

Σὰν μαγνήτης ὁ Πρόδρομος εἵλκυε τὰ πλήθη, ἡ ἔρημος ἔγινε πόλις. Μέσα στοὺς χιλιάδες ἀνεπισήμους νά καὶ κάποιος ἄγνωστος, ἕ­­νας μαραγκὸς ἀπὸ τὴ Ναζαρέτ. Ἦταν ὁ Ἰησοῦς ὁ Ναζωραῖος, ὁ ἐξάδελφος τοῦ Βαπτιστοῦ. Δὲν τὸν εἶχε δεῖ ποτέ· αὐτὸς ἔμενε στὴν πόλι, ἐνῷ ὁ Ἰωάννης στὴν ἔρημο. Τὸν εἶ­δε ἐκεῖ καὶ τὸ Πνεῦμα τὸ ἅγιο τοῦ λέει· Αὐ­τὸς εἶνε «ὁ βαπτίζων ἐν Πνεύματι ἁγίῳ» (Ἰω. 1,33).
–Ἦλθα, λέει, νὰ βαπτιστῶ. –Ἐσύ; ἐγὼ ἔχω ἀνάγκη νὰ βαπτιστῶ ἀπὸ σένα. –«Ἄφες ἄρτι» – ἄσε τώρα τὶς ἀντιρρήσεις, τοῦ λέει ὁ Ἰησοῦς· ἔτσι πρέπει νὰ κάνω γιὰ νὰ τηρήσω κάθε θεία ἐντολή (Ματθ. 3,14-15). Ἐπέμενε, καὶ βαπτίστηκε.
Καὶ γεννᾶται τὸ ἐρώτημα· εἶχε ἀνάγκη ἀπὸ βάπτισμα ὁ Χριστός; Ἐμεῖς βαπτιζόμαστε διότι εἴμαστε ἁμαρτωλοί, ἀλλὰ ἐκεῖνος εἶνε ὁ μό­νος ἀναμάρτητος. Τὸ λέει αὐτὸ σήμερα τὸ εὐ­αγγέλιο· τὸ προσέξατε; Ἔχει μία λέξι μὲ μεγά­λη σημασία. Πῶς γινόταν τὸ βάπτισμα τοῦ Ἰωάν­νου· ὅσοι πήγαιναν ἀναγνώριζαν τὰ σφάλμα­τά τους, μετανο­οῦσαν, ἔμπαιναν στὸ νερό, καὶ τί ἔκαναν· ἐξωμολο­γοῦντο, καὶ ἔμεναν ἐκεῖ ὅ­σο διαρκοῦσε ἡ ἐξ­ομολόγησι, ἄλλος λίγο – ἄλ­λος πολύ. Μόνο ὁ Χριστός, μόλις μπῆκε ἀμέσως βγῆκε. Βγῆκε «εὐθὺς» –νά ἡ σπουδαία λέ­ξις– ὅπως λέει σήμερα τὸ εὐαγγέλιο, βγῆκε «εὐθέ­ως» ἀπ᾽ τὸ νερό (Ματθ. 3,16. Μᾶρκ. 1,10). Γιατί βγῆκε ἀμέσως; Διότι ὡς ἀναμάρτητος δὲν εἶχε νὰ πῇ τίπο­τα, δὲν εἶχε καμμιά ἁμαρτία νὰ ἐξομολογηθῇ.
Ἐμεῖς εἴμαστε ἁμαρτωλοὶ καὶ πρέπει νά ᾽χου­­με συναίσθησι τῆς ἁμαρτωλότητός μας. Μόνο ἕνας εἶνε ὁ ἀναμάρτητος. «Εἷς ἅγιος, εἷς Κύρι­ος, Ἰησοῦς Χριστὸς εἰς δόξαν Θεοῦ πατρός» (Φιλ. 2,11 καὶ θ. Λειτ.). Τὸ «εὐθὺς» ἐκεῖνο εἶνε καταπέλτης.
Τότε λοιπὸν γιατί βαπτίστηκε; Γιὰ νὰ φανε­ρω­θῇ τὸ μέγα μυστήριο τῆς ἁγίας Τρι­άδος, Πατήρ, Υἱὸς καὶ ἅγιον Πνεῦμα – ἁγία Τρι­άς, ἐλέησον τὸν κόσμον κ᾽ ἐμᾶς τοὺς ἁμαρτωλούς.

Ὁ Ἰορδάνης, ἀγαπητοί μου, εἶνε μικρὸς πο­ταμός. Ἀλλ᾽ ἀφ᾽ ὅτου στὰ νερά του βαπτίσθη­κε ὁ Χριστός, ἔγινε παγ­κόσμιος θρῦλος καὶ τρέχουν ἐκεῖ ἀπ᾿ ὅλα τὰ μέρη. Καλὴ συνήθεια, δὲν τὴν κατηγορῶ. Ἀλλὰ τὸ νερὸ ἐκεῖνο δὲν εἶ­νε τόσο σπουδαῖο. Ὑπάρχει ἕνα ἄλλο νερὸ ἀ­πεί­ρως ἀνώτερο. Εἶνε τὸ νερὸ τοῦ βαπτίσματος. Βλέπετε τὴν κολυμβήθρα; Νερὸ ἔχει μέσα, κοινὸ νερό. Ἀλλὰ ἀπ᾿ τὴν ὥρα ποὺ ὁ παπᾶς θὰ βάλῃ πετραχήλι καὶ θὰ τὸ εὐλογήσῃ, τὸ νε­ρὸ ἐκεῖνο παίρνει τὴ «ῥαδιενέργεια» τοῦ οὐ­ρανοῦ, τὴ χάρι τοῦ ἁγίου Πνεύμα­τος, καὶ καθα­ρίζει ἀπ᾿ ὅλες τὶς ἁμαρτίες. Αὐτὸς ποὺ βαπτίζεται βγαίνει ἄγγελος ἀπὸ τὴν κολυμβήθρα, γι᾿ αὐτὸ ἐνδύεται λευκὰ κ᾽ ἡ Ἐκκλησία ψάλλει· «Ὅσοι εἰς Χριστὸν ἐβα­πτίσθητε, Χριστὸν ἐνεδύσασθε» (Γαλ. 3,27). Μπαίνει μὲ ῥυπωμένη ἐνδυμα­σία, καὶ βγαίνει μὲ βασιλικὴ ἁλουργίδα.
Αὐτὸ εἶνε τὸ βάπτισμα. Καὶ θὰ ἦταν εὐτύχη­μα νὰ κρατούσαμε ἀμόλυντη τὴ στολή του. Τί γίνεται ὅμως ὅταν τὴ λερώσουμε; Πάλι ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ δὲ μᾶς ἀφήνει· ὥρισε ἕνα ἄλλο βάπτισμα, ἕνα νέο λουτρό. Ποιό; Τὸ μυστήριο τῆς μετανοίας καὶ ἐξομολογήσεως.
Θὰ τὸ πῶ· εἶμαι πικραμένος. Θὰ φύγω, θὰ πάω στὸ Ἅγιο Ὄρος, θὰ βρῶ ἕνα κελλάκι νὰ πάω νὰ κλειστῶ μέσα νὰ κλάψω τὶς ἁμαρτίες μου. Σᾶς κήρυξα φλογερὰ καὶ σᾶς κάλεσα νὰ μετανοήσετε. Οἱ περισσότεροι ὅμως εἶστε ἀ­κόμη ἀνεξομολόγητοι. Δὲν μπορῶ νὰ ἀσκήσω βία. Ἐὰν ὅμως πᾶτε, θὰ καταλάβετε. Γιατὶ ὁ πνευματικὸς ἀσκεῖ ἔργο ἀνώτερο τοῦ Ἰωάννου τοῦ Προδρόμου. Τώρα μοιάζετε σὰν κάποιον ποὺ εἶχε ἔμφραγμα καὶ τὸ ρώτησα· –Ἐξ­ωμολο­γήθηκες; –Ὅταν ἤμουν στὸ κατη­χητικό, δώδε­κα χρονῶν. 
–Ἀπὸ τότε ἔχεις νὰ ἐξομολογηθῇς; Σὰ νὰ μοῦ λές, ὅτι ἀπὸ δώδεκα χρονῶν ἔχεις ν᾿ ἀλλάξῃς ροῦχα. Ὅπως τακτικὰ κάνεις λουτρὸ καὶ ἀλλάζεις, ἔτσι κάνε καὶ γιὰ τὴν ψυχή σου, ποὺ ὄζει – βρωμάει. 
Ἕνα δάκρυ μετανοί­ας γίνεται Ἰορδάνης καὶ πλένει τ᾿ ἁμαρτήματα.
Κάντε ἕνα βῆμα, βρῆτε καλὸ ἐξομολόγο. Αὐ­τὸ ἔκανα κ᾽ ἐγώ, βρῆκα ἕνα σεβάσμιο γέρον­τα καὶ ἐξομολογοῦμαι. Μὴ μείνετε ἔτσι καὶ πε­θάνετε ἀμετανόητοι. Δὲ θὰ μᾶς δικάσῃ ὁ Θεὸς διότι ἁμαρτάνουμε – τὸ ἁμαρτάνειν εἶνε ἀν­θρώπινο· θὰ μᾶς δικάσῃ διότι δὲ μετανοοῦμε.
Εὔχομαι ὁ Θεὸς διὰ πρεσβειῶν τοῦ τιμίου Προδρόμου νὰ μᾶς δώσῃ μετάνοια. Θὰ χαρῶ ἐὰν δῶ οὐρὰ στὰ ἐξομολογητήρια (τὸ ἔζησα αὐτό· θυμᾶμαι σὲ χωριὰ ποὺ ἐκήρυξα πόσοι ἔτρεχαν ὣς τὴ νύχτα νὰ ἐξομολογηθοῦν). Δι­αφορετικά, «πᾶν δένδρον μὴ ποιοῦν καρ­πὸν καλὸν ἐκκόπτεται καὶ εἰς πῦρ βάλλεται» (Ματθ. 7,19). Τσεκούρι καὶ φωτιὰ τὸ περιμένει. Ὦ Παν­αγία Δέ­­σποινα καὶ ἅγιοι Πάντες, ποιήσατε πρε­σβεί­αν τοῦ ἐλεηθῆναι τὰς ψυχὰς ἡμῶν· ἀμήν.

(†) ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος
(ἱ. ναὸς Ἁγίου Παντελεήμονος πόλεως Φλωρίνης Παρασκευὴ 6-1-1989)