.

.

Δός μας,

Τίμιε Πρόδρομε, φωνή συ που υπήρξες η φωνή του Λόγου. Δος μας την αυγή εσύ που είσαι το λυχνάρι του θεϊκού φωτός. Βάλε σήμερα τα λόγια μας σε σωστό δρόμο, εσύ που υπήρξες ο Πρόδρομος του Θεού Λόγου. Δεν θέλουμε να σε εγκωμιάσουμε με τα δικά μας λόγια, επειδή τα λόγια μας δεν έχουν μεγαλοπρέπεια και τιμή. Όσοι θα θελήσουν να σε στεφανώσουν με τα εγκώμιά τους, ασφαλώς θα πετύχουν κάτι πολύ πιό μικρό από την αξία σου. Λοιπόν να σιγήσω και να μη προσπαθήσω να διακηρύξω την ευγνωμοσύνη μου και τον θαυμασμό μου, επειδή υπάρχει ο κίνδυνος να μη πετύχω ένα εγκώμιο, άξιο του προσώπου σου;

Εκείνος όμως που θα σιωπήσει, πηγαίνει με τη μερίδα των αχαρίστων, γιατί δεν προσπαθεί με όλη του τη δύναμη να εγκωμιάσει τον ευεργέτη του. Γι’ αυτό, όλο και πιό πολύ σου ζητάμε να συμμαχήσεις μαζί μας και σε παρακαλούμε να ελευθερώσεις τη γλώσσα μας από την αδυναμία, που την κρατάει δεμένη, όπως και τότε κατάργησες, με τη σύλληψη και γέννησή σου, τη σιωπή του πατέρα σου του Ζαχαρία.

Άγιος Σωφρόνιος Ιεροσολύμων

OI ANΘΡΩΠΟΙ ΘΑΝΑΤΩΝΟΝΤΑΙ, ΟΙ ΙΔΕΕΣ ΟΧΙ

Ἀποτομὴ κεφαλῆς τοῦ Προδρόμου
29 Αὐγούστου
Τοῦ Μητροπολίτου Φλωρίνης π. Αὐγουστίνου Καντιώτου
OI ANΘΡΩΠΟΙ ΘΑΝΑΤΩΝΟΝΤΑΙ, ΟΙ ΙΔΕΕΣ ΟΧΙ

«Ἔλεγε γὰρ ὁ Ἰωάννης τῷ Ἡρῴδῃ· 
Οὐκ ἔξεστί σοι ἔχειν γυναῖκα τοῦ ἀδελφοῦ σου» (Μᾶρκ. 6,18)



ΣΗΜΕΡΑ, ἀγαπητοί μου, εἶνε ἡμέρα πένθους καὶ αὐστηρᾶς νηστείας, σὰν τὴ Μεγάλη Παρασκευή. Τὴ Μεγάλη Παρασκευὴ ἄγγελοι καὶ ἄνθρωποι κι αὐτὰ ἀκόμη τὰ ἄψυχα θρηνοῦν τὴν ἄδικο σφαγὴ τοῦ Υἱοῦ τῆς Παρθένου· καὶ σήμερα 29 Αὐγούστου θρηνοῦν οἱ Χριστιανοὶ τὴν ἄδικο σφαγὴ τοῦ υἱοῦ τοῦ Ζαχαρίου καὶ τῆς Ἐλισάβετ, τοῦ Ἰωάννου τοῦ Προδρόμου, ὁ ὁποῖος κατὰ τὴ μαρτυρία τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ ὑπῆρξε ἡ ὑψηλοτέρα φυσιογνωμία τοῦ ἀρχαίου κόσμου (βλ. Ματθ. 11,11· Λουκ. 7,28).
Τὸ ἱστορικὸ τῆς ἑορτῆς εἶνε γνωστό. Τὸ ἀκούσατε στὸ εὐαγγέλιο. Ἐδῶ θὰ πῶ τοῦτο μόνο.

Ὁ Πρόδρομος ἔζησε σὲ δύσκολη ἐποχή. Ἡ πολιτικὴ καὶ ἡ θρησκευτικὴ ἡγεσία τοῦ Ἰσραὴλ εἶχαν διαφθαρῆ. Κολακεία, ἰδιοτέλεια, συμφέρον, ψέμα, ἀπάτη, ἀσέβεια, ὑποκρισία, αὐτὰ τὴ χαρακτήριζαν. Εἶχαν στὰ χείλη τὸ Θεὸ καὶ στὴν καρδιὰ τὸ διάβολο. Κέντρο δὲ τῆς διαφθορᾶς ἦταν τὰ ἀνάκτορα. Ἐκεῖ ἦταν ὁ βασιλεὺς Ἡρῴδης· ὄχι ἐκεῖνος ποὺ ἔσφαξε τὰ 14.000 νήπια τῆς Βηθλεέμ, ἀλλ᾿ ἕνας υἱὸς ἐκείνου μὲ τὸ διο ὄνομα, ὁ Ἡρῴδης Ἀντίπας. Ἦταν λύκος γεννημένος ἀπὸ λύκο, παιδὶ πιὸ ἄγριο καὶ πιὸ ἀκόλαστο ἀπ᾿ τὸν πατέρα του. Αὐτὸς ἔδιωξε τὴ νόμιμη γυναῖκα του καὶ πῆρε ὡς σύζυγο τὴ γυναῖκα τοῦ ἀδελφοῦ του, τὴν Ἡρῳδιάδα. Αἱμομειξία, δημόσιο σκάνδαλο! Καὶ «τὰ δημοσίως πραττόμενα πρέπει καὶ δημοσίως νὰ ἐλέγχωνται».
Ποιοί ἦταν ἁρμόδιοι νὰ ἐλέγξουν τὸ ἔγκλημα αὐτό; Οἱ φύλακες τοῦ δικαίου, οἱ διδάσκαλοι τοῦ μωσαϊκοῦ νόμου, οἱ ἀρχιερεῖς καὶ ἱερεῖς, οἱ γραμματεῖς καὶ φαρισαῖοι. Ἀλλ᾿ αὐτοὶ ἦταν οἱ «διυλίζοντες τὸν κώνωπα, τὴν δὲ κάμηλον καταπίνοντες» (Ματθ. 23,24). Αὐτοί ἔπρεπε νὰ διαμαρτυρηθοῦν, κανείς ὅμως ἀπ᾿ αὐτοὺς δὲ᾿ μίλησε. Σιγὴ νεκροταφείου.
Ἕνας μόνο βρέθηκε στὸ δικτατορικὸ ἐκεῖνο καθεστὼς νὰ ἐλέγξῃ τὸν αἱμομείκτη βασιλέα· ὁ Ἰωάννης ὁ Πρόδρομος. Τί εἶχε νὰ φοβηθῇ; Μήπως τοῦ πάρουν τὴν περιουσία; Ὅλα του τὰ ὑπάρχοντα ἦταν μιὰ κάππα ἀπὸ τρίχες καμήλου· φαγητό του ἦταν ἀκρίδες καὶ μέλι ἄγριο, ποτό του νερὸ ἀπὸ τὸν Ἰορδάνη, στρῶμα του ἡ ἄμμος, κατοικία του τὰ σπήλαια, συντροφιά του τὰ ἄγρια θηρία. Αὐτὸς ἦταν ὁ Ἰωάννης· ἕνας ἄγγελος στὴν ἔρημο. Ὅταν λοιπὸν ἔμαθε τὸ δημόσιο σκάνδαλο, ἄφησε τὴν ἔρημο καὶ σὰν ἀετὸς κατέφθασε στὰ ἀνάκτορα. Ἀνέβηκε τὰ σκαλιά, παρουσιάστηκε στὸ βασιλιᾶ, καὶ ὁ ἐρημίτης ἀσκητὴς ἔῤῥιξε τὸν κεραυνό· «Οὐκ ἔξεστί σοι ἔχειν τὴν γυναῖκα τοῦ ἀδελφοῦ σου», δὲν σοῦ ἐπιτρέπεται νὰ διώξῃς τὴ νόμιμη γυναῖκα σου καὶ νὰ πάρῃς ξένη, καὶ μάλιστα τὴ γυναῖκα τοῦ ἀδελφοῦ σου (Μᾶρκ. 6,18).
Ἐννέα λέξεις εἶπε, τὸ πιὸ σύντομο κήρυμα. Σπανίως μικρὸ κήρυγμα εἶχε τόσο μεγάλη δύναμι. Ἡ ἀξία ἑνὸς κηρύγματος ἐξαρτᾶται ὄχι ἀπὸ τὸ μῆκος τοῦ λόγου, ἀλλ᾿ ἀπὸ τὶς ἀλήθειες ποὺ περιέχει. Τὸ κήρυγμα τοῦ Ἰωάννου ἦταν κεραυνός. Λόγοι ἱεροκηρύκων καὶ ῥητόρων ἔχουν λησμονηθῆ. Ποιός θυμᾶται σήμερα λόγους τοῦ Δημοσθένους, τοῦ Κικέρωνος, τῶν φιλοσόφων; Οἱ ἐννέα ὅμως αὐτὲς λέξεις ἔμειναν ἀλησμόνητες· «Οὐκ ἔξεστί σοι ἔχειν τὴν γυναῖκα τοῦ ἀδελφοῦ σου».
Πῶς ἄκουσε τὸν ἔλεγχο ὁ Ἡρῴδης, ποὺ ἦταν συνηθισμένος ν᾿ ἀκούῃ κολακεῖες; Σκληρὸς ὁ λόγος, πικρὰ ἡ ἀλήθεια. Ἐν τούτοις ὁ βασιλεὺς στάθηκε κατὰ κάποιο τρόπο πειθήνιος· ἤθελε ν᾿ ἀκούσῃ τὸν Ἰωάννη. Δίπλα του ὅμως ἦταν δυστυχῶς ἡ διεφθαρμένη ἀνδροχωρίστρα, καὶ δὲν τὸν ἄφηνε ἥσυχο. Ἔτσι ὁ Ἡρῴδης ἀναγκάστηκε, μὲ λύπη πολλή, νὰ ὑπογράψῃ διαταγή, νὰ φυλακιστῇ ὁ Ἰωάννης στὶς φυλακὲς τοῦ φρουρίου τῆς Μαχαιροῦντος, ποὺ ἐρείπιά τους σῴζονται πέρα ἀπὸ τὴ Νεκρὰ θάλασσα. Σιώπησε τότε ἆραγε; Ὄχι. Καὶ μέσα ἀπὸ τὰ κάγκελλα τῆς φυλακῆς ἐρχόταν δυνατὴ ἡ φωνὴ τοῦ προφήτου «Οὐκ ἔξεστί σοι ἔχειν τὴν γυναῖκα τοῦ ἀδελφοῦ σου» καὶ δὲν ἄφηνε τὴν Ἡρῳδιάδα νὰ κοιμηθῇ. Γι᾿ αὐτὸ ζητοῦσε εὐκαιρία νὰ ἐξοντώσῃ τὸν Πρόδρομο.
Καὶ ἡ εὐκαιρία δόθηκε. Γιὰ τὰ γενέθλια τοῦ Ἡρῴδου ἔγινε στὰ ἀνάκτορα χορός. Χορὸς ἀνήθικος, λάγνος, ἀπὸ ἐκείνους ποὺ μέχρι σήμερα χορεύουν οἱ λαοὶ τῆς Ἀνατολῆς. 
Ὁ Ἡρῴδης διασκέδαζε καὶ εἶχε καλέσει ὅλους τοὺς ἀξιωματούχους τῶν Ἰεροσολύμων. Κι ὅταν παρουσιάστηκε ἡ Σαλώμη ―ἀντάξια κόρη τῆς Ἡρῳδιάδος!― καὶ χόρεψε, τότε πλέον τοὺς κατέλαβε ντελίριο, δὲν ἤξεραν τί κάνουν. Τέτοιες ὧρες χάνεται πλέον ἡ ἀξιοπρέπεια. Στρατηγοί, κυβερνῆται, βασιλεῖς γίνονται μηδέν, σκουλήκια. Καὶ πάνω στὴ μέθη καὶ τὴν ἀπώλεια τῶν φρενῶν, ὁ Ἡρῴδης ὑποσχέθηκε μεγάλο βραβεῖο στὴν αἰσχρὰ χορεύτρια. ―Σοῦ δίνω, λέει, «ἕως ἡμίσους τῆς βασιλείας μου» (ἔ.ἀ. 6,23), μέχρι καὶ τὸ μισὸ βασίλειό μου… Ἰδοὺ εὐκαιρία. Μποροῦσε πολλὰ νὰ ζητήσῃ· χρήματα, ροῦχα, κοσμήματα, διαμάντια, κτήματα, πεδιάδες, σπίτια, ἀνάκτορα… Δὲ᾿ ζήτησε τίποτε ἀπ᾿ αὐτά. Τί ζήτησε; ―Θέλω, εἶπε, τὸ κεφάλι Ἰωάννου τοῦ βαπτιστοῦ!… Ὤ κακία καὶ μοχθηρία γυναικός! Πρὸς στιγμὴν ὁ Ἡρῴδης κλονίστηκε· δὲν ἤθελε νὰ ἐκπληρώσῃ τὴν ἀπαίτησί της, ποὺ ἦταν ἔξω ἀπὸ ὅσα τῆς ὑποσχέθηκε. Ἀλλ᾿ ἕνα αὐστηρὸ βλέμμα τῆς Ἡρῳδιάδος τὸν ἔκανε ἀμέσως νὰ ὑποχωρήσῃ. Καὶ νά τον, μὲ τρεμάμενο χέρι ὑπογράφει διάταγμα, νὰ ἐκτελεσθῇ ὁ Ἰωάννης. Στρατιωτικὸ ἀπόσπασμα πηγαίνει στὶς φυλακές, καὶ ἐκεῖ σπεκουλάτωρ, δήμιος, κόβει τὴν τιμία κεφαλὴ τοῦ Ἰωάννου.
Ἡσύχασε ἆραγε τὸ ἄνομο ζεῦγος; Ὄχι. Ὁ Ἰωάννης δὲν ὑπῆρχε πλέον στὸν κόσμο· ἀλλὰ ἡ φωνή του, καὶ μετὰ θάνατον, ἀκούστηκε ἀκόμη ἠχηροτέρα. Ὁ Ἡρῴδης δὲν εἶχε ὕπνο, λὲς καὶ τὸ προσκέφαλό του εἶχε καρφίτσες καὶ τὸ στρῶμα του ἀγκάθια. Πήγαινε νὰ κοιμηθῇ, καὶ ξαφνικὰ τί ἀκούει; Ἀκούγεται μιὰ φωνὴ ἀκόμη ἰσχυροτέρα· ἦταν ἡ φωνὴ τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ. Ὅταν τό ᾿μαθε εἶπε· ―Ἡρῳδιάδα, χαθήκαμε· ὁ Ἰωάννης ἀναστήθηκε ἐκ νεκρῶν! (βλ. ἔ.ἀ. 6,16)… Τὸ πίστευε καὶ ἔτρεμε.

Μεγάλο δίδαγμα μᾶς δίνει ἡ σημερινὴ ἡμέρα· οἱ ἄνθρωποι θανατώνονται, ἀλλ᾿ οἱ ἰδέες δὲ᾿ θανατώνονται. Κήρυκες τῆς ἀληθείας, τοῦ δικαίου καὶ τῆς ἠθικῆς φυλακίζονται καὶ ἐκτελοῦνται, ἀλλ᾿ οἱ ἰδέες ὄχι. Συνέλαβαν οἱ Αὐστριακοὶ στὸ Βελιγράδι τὸ Ῥήγα Φεραῖο καὶ τὸν ἔπνιξαν στὸ Δούναβι, ἀλλὰ ἡ φωνή του ἔσεισε τὰ Βαλκάνια. Ἐπαναλαμβάνω ἐκ πείρας ὁμιλῶν· οἱ ἄνθρωποι ἐκτοπίζονται ἢ κλείνονται σὲ τρελλοκομεῖα, ἀλλ᾿ οἱ ἰδέες ὄχι. Ἡ ἰδέα εἶνε σεισμός, εἶνε κεραυνός, κι ἀλλοίμονο σ᾿ ἐκείνους ποὺ πέφτουν οἱ κεραυνοὶ τῆς θείας ἀληθείας.
Τέτοια εἶνε ἡ μοῖρα τῶν κακούργων καὶ δολοφόνων. Ὁ Κάϊν φόνευσε τὸν ἀδελφό του· ἀλλ᾿ ἀπὸ τότε δὲν ἡσύχασε. Κάϊν Κάϊν, ἄκουγε, ποῦ εἶνε ὁ ἀδελφός σου; (βλ. Γέν. 4,9), κ᾿ ἔτρεμε σὰν φύλλο στὸν ἄνεμο. Ὁ Ἰούδας πρόδωσε τὸ Χριστό· ἀλλ᾿ ὅταν ἔμαθε ὅτι σταυρώθηκε, «ἀπελθὼν ἀπήγξατο» (Ματθ. 27,5). Στὴν ἱστορία τοῦ Βυζαντίου ἀναφέρεται, ὅτι κάποιος σκότωσε τὸν ἀδελφό του γιὰ νὰ γίνῃ αὐτὸς βασιλιᾶς, καὶ ἔγινε. Ὅταν τὴ νύχτα πῆγε νὰ κοιμηθῇ στὰ ἀνάκτορα, βλέπει μέσα στὸ δωμάτιό του τὴ μορφὴ τοῦ ἀδελφοῦ του νὰ κρατάῃ ἕνα ποτήρι μὲ αἷμα ποὺ ἄχνιζε καὶ νὰ τοῦ λέῃ· Ἀδελφέ, πίε τὸ αἷμα τοῦ ἀδελφοῦ σου!… Τὸν ἔπιασε φόβος. Ἄλλαξε δωμάτιο, ἔφυγε ἀπὸ τὸ Βυζάντιο, πῆγε σὲ ἄλλα μέρη, ἀλλὰ ἡ σκιὰ ἐκείνη παρουσιαζόταν καὶ τοῦ ἔλεγε· Ἀδελφέ, πίε τὸ αἷμα τοῦ ἀδελφοῦ σου…
Ἀλλὰ καὶ σήμερα νέα αἵματα ἀθῴων ἔρχονται νὰ προστεθοῦν στὰ παλαιὰ καὶ στὸ αἷμα τοῦ Προδρόμου. Στὸν Πόντο οἱ Τοῦρκοι ἐνεργοῦν γενοκτονία, στὴ Σμύρνη καῖνε καὶ καταστρέφουν, στὴ μεγαλόνησο Κύπρο ὁ Ἀττίλας σφάζει καὶ ἀτιμάζει… Νέοι πρόσφυγες, νέοι αἰχμάλωτοι, νέοι ὅμηροι, νέοι ἀγνοούμενοι βαδίζουν δρόμο αἱματοβαμμένο. Καὶ μὲ τὰ μάτια τῆς φαντασίας βλέπω ἄγγελο Κυρίου μὲ λευκὰ φτερὰ νὰ πετᾷ πάνω ἀπὸ τὰ μαρτυρικὰ μέρη. Κρατεῖ ποτήριο καὶ συλλέγει σταλαγματιὰ – σταλαγματιὰ τὸ αἷμα ὅλων τῶν ἀθῴων θυμάτων. Ἐν συνεχείᾳ τὸ παίρνει καὶ πετᾷ ὑπεράνω τῆς Εὐρώπης, τῆς Ἀγγλίας καὶ τῆς Ἀμερικῆς, σείει τὸ ποτήριο αὐτὸ καὶ φωνάζει· Δολοφόνοι διπλωμάται, πίετε τὸ αἷμα τῶν λαῶν…
Θὰ πῆτε· Δὲν ὑπάρχουν πλέον αὐτιὰ τιμίων ἀνθρώπων ν᾿ ἀκούσουν· Σόδομα καὶ Γόμοῤῥα ἔγινε ἡ ἀνθρωπότης… Ἀλλ᾿ ἂς εἶνε βουλωμένα ὅλα τ᾿ αὐτιὰ μὲ βουλοκέρι τοῦ σατανᾶ· ἕνα αὐτί, τὸ αὐτὶ τοῦ Θεοῦ, μένει πάντοτε ἀνοιχτό. Ὁ Θεὸς τῶν δυνάμεων καὶ τοῦ δικαίου ἀκούει τὰ θύματα ποὺ κλαῖνε καὶ προσεύχονται. Ἡ φωνή τους φθάνει μέχρι τὸ θρόνο του. Μὲ ὑπομονή, λοιπόν, ἐγκαρτέρησι καὶ πίστι στὴν αἰωνιότητα ἂς ἀντλήσουμε δύναμι ἀπὸ τὸ μαρτύριο τοῦ τιμίου Προδρόμου γιὰ νὰ προχωροῦμε, καὶ ὁ Θεὸς τῆς δικαιοσύνης καὶ τῆς ἀγάπης θὰ εἶνε μετὰ πάντων ἡμῶν· ἀμήν.

† ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος
(ἱ. ναὸς Ἁγίου Ἰωάννου Πτολεμαΐδος 29-8-1974)